Η προσευχή
Ένας προσκυνητής καθόταν στην άκρη του δρόμου κι προσευχόταν. Καθώς βρισκόταν εκεί, παρατηρούσε όλους τους άπορους, τους άρρωστους, τους ανάπηρους που τον προσπερνούσαν. Λυπημένος, απευθύνθηκε στον Θεό λέγοντας: «Θεέ μου, πως γίνεται ένας τόσο ευσπλαχνικός Πατέρας να βλέπει όλον αυτό τον πόνο και να μην κάνει τίποτα;» και μετά από σιγή, ο Θεός απάντησε: «Εγώ έκανα κάτι! Δημιούργησα εσένα!»
Η Συζήτηση των Κυμάτων
Ήταν ένα μικρό κύμα, πολύ λυπημένο και που μονολογούσε: «πόσο δυστυχισμένο είμαι… τα άλλα κύματα είναι τόσο μεγάλα και δυνατά και εγώ είμαι τόσο μικρό και ασήμαντο… γιατί να είναι η ζωή τόσο σκληρή;»
Ένα μεγάλο κύμα που βρισκόταν εκεί κοντά, το άκουσε και αποφάσισε να του απαντήσει: «Τα λες αυτά διότι δεν έχεις κατανοήσει την πραγματική σου φύση. Νομίζεις ότι είσαι ένα κύμα και νομίζεις ότι είσαι μικρό και ασήμαντο, ενώ στην πραγματικότητα δεν είσαι τίποτα από τα δύο»
Ξαφνιασμένο το μικρό κύμα απαντά: «Πως;! Δεν είμαι κύμα;! Μα, δεν βλέπεις τον κυματισμό μου; Δεν βλέπεις τα απόνερά μου; Αν και μικρό, είναι κύμα! Τι εννοείς λέγοντας ότι δεν είμαι κύμα;»
Ήρεμα το μεγάλο κύμα αποκρίνεται: «Αυτό που καλείς ‘κύμα’ δεν είναι τίποτε άλλο από μια προσωρινή μορφή σου. Στην πραγματικότητα, δεν είσαι τίποτε άλλο παρά νερό! Όταν κατανοήσεις την βάση της φύσης σου, θα απαλλαχθείς από την μιζέρια σου και θα δεις ότι εγώ είμαι εσύ, εσύ είσαι εγώ, και οι δύο είμαστε κομμάτι του ιδίου Όλου»
Η Άδεια Κούπα
Ένας καθηγητής πανεπιστημίου, θέλοντας να μάθει περισσότερα για την φιλοσοφία του Ζεν πήγε να συναντήσει έναν διδάσκαλο του Ζεν. Ο διδάσκαλος τον καλωσόρισε και του προσέφερε τσάι. Καθώς ο διδάσκαλος σερβίριζε τσάι, ο καθηγητής μιλούσε για το Ζεν, χωρίς να σταματά καθόλου. Ο διδάσκαλος έβαζε τσάι στην κούπα του καθηγητή, και ακόμα κι όταν ξεχείλισε, συνέχιζε να βάζει τσάι. Ο καθηγητής παρακολουθούσε τον διδάσκαλο καθώς μιλούσε, μέχρι που δεν άντεξε άλλο και τον ρώτησε «μα, δεν το βλέπεις ότι έχει ξεχειλίσει;! Δεν χωράει άλλο τσάι!» και ο διδάσκαλος αποκρίθηκε «είσαι κι εσύ σαν αυτή τη κούπα… πως θέλεις να σου μιλήσω για το Ζεν αν δεν μου δώσεις πρώτα χώρο;»
Ο Εαυτός
Ένας ταραγμένος μοναχός πλησίασε έναν διδάσκαλο του Ζεν λέγοντάς του «Δάσκαλε, σε παρακαλώ βοήθησέ με! Είμαι χαμένος, απελπισμένος, δεν ξέρω ποιος είμαι! Σε παρακαλώ, δείξε μου τον εαυτό μου!»
Μα ο διδάσκαλος δεν απαντούσε.
Ο μοναχός τον παρακαλούσε, τον ικέτευε να του δείξει ποιος είναι, μα ο διδάσκαλος εξακολουθούσε να μην απαντά.
Απογοητευμένος ο μοναχός γύρισε να φύγει, και τότε ο διδάσκαλος τον φώναξε με το όνομά του. Ο μοναχός γύρισε ενθουσιασμένος λέγοντας «Ναι;» και ο διδάσκαλος αποκρίθηκε «Να ο εαυτός σου»
Εμμονή
Δύο μοναχοί ταξίδευαν μαζί. Όταν έφτασαν σε ένα ποτάμι, είδαν μια νέα γυναίκα ανήσυχη να κοιτά το ποτάμι. Όταν τους είδε, τους ρώτησε εάν μπορούν να την κουβαλήσουν στην απέναντι όχθη, διότι φοβόταν ότι θα πνιγεί. Ο ένας μοναχός δίστασε, μιας και απαγορεύεται σε μοναχούς να αγγίζουν γυναίκες. Ο άλλος όμως χωρίς δισταγμό, ανέβασε την γυναίκα στους ώμους του και την πέρασε απέναντι.
Καθώς συνέχιζαν το ταξίδι τους, ο πρώτος μοναχός δεν σταματούσε να επιπλήττει τον δεύτερο που κουβάλησε την γυναίκα. Μέχρι που τέλος ο δεύτερος δεν άντεξε άλλο και του αποκρίθηκε «αδελφέ μου, εγώ την κουβάλησα για λίγα λεπτά, μα εσύ ακόμα την κουβαλάς»
Η Κίνηση του Νου
Δύο άντρες διαφωνούσαν για μια σημαία που κυμάτιζε με τον αέρα. Ο ένας έλεγε «είναι ο αέρας που κινείται» ενώ ο άλλος «όχι, είναι η σημαία που κινείται»…
Ένας διδάσκαλος του Ζεν έτυχε να περνά από εκεί και να ακούσει την διαφωνία. Τους διέκοψε λέγοντας «Δεν είναι ούτε ο αέρας, ούτε η σημαία που κινείται, μα ο Νους!»
Ο ελέφαντας και ο ψύλλος
Ο δάσκαλος Ζεν Roshi Kapleau δέχτηκε να διδάξει μια ομάδα ψυχαναλυτών για το Ζεν. Αφ’ ότου συστήθηκε στην ομάδα, από τον διευθυντή του ερευνητικού ινστιτούτου, ο Roshi κάθισε κάτω ήσυχα, πάνω σε ένα μαξιλάρι. Ένας μαθητής πήγε και κάθισε κάτω, δίπλα στον δάσκαλο και τον ρώτησε «τι είναι Ζεν;»
Ο Roshi έβγαλε μια μπανάνα, την ξεφλούδισε και άρχισε να την τρώει.
«Αυτό είναι όλο;» είπε ο μαθητής «δεν μπορείς να μου δείξεις κάτι άλλο;»
«Έλα πιο κοντά παρακαλώ» είπε ο δάσκαλος. Ο μαθητής υπάκουσε κι ο Roshi κούνησε την φλούδα της μπανάνας μπροστά του. Ο μαθητής απογοητευμένος, έφυγε.
Ένας άλλος μαθητής από το ακροατήριο, σηκώθηκε και είπε «καταλάβατε;». Κανείς δεν απάντησε. «Μόλις είδατε μια εξαιρετική εξήγηση του Ζεν. Έχετε άλλες ερωτήσεις;» πρόσθεσε.
Μετά από αρκετές στιγμές σιωπής, κάποιος είπε «Roshi, δεν είμαι ικανοποιημένος από την εξήγησή σου. Μας έδειξες κάτι που δεν είμαι σίγουρος ότι καταλαβαίνω. Σίγουρα μπορείς να μας ΠΕΙΣ κάτι για το Ζεν»
«Εάν επιμένετε στα λόγια» απάντησε ο Roshi «τότε το Ζεν είναι ένας ελέφαντας που ζευγαρώνει μ’ έναν ψύλλο».
Ο Άγιος άνθρωπος
Η φήμη για έναν Άγιο άνθρωπο που ζούσε σ’ ένα μικρό σπιτάκι στην κορυφή ενός βουνού, εξαπλώθηκε σ’ όλη την επαρχία. Έτσι, ένας χωρικός αποφάσισε να κάνει το δύσκολο ταξίδι στην κορυφή, για να τον συναντήσει. Όταν έφτασε στο σπίτι, είδε έναν γέρο υπηρέτη που τον υποδέχτηκε στην πόρτα.
«Θα ήθελα να δω τον Άγιο άνθρωπο» είπε ο χωρικός στον υπηρέτη.
Ο υπηρέτης του χαμογέλασε και τον άφησε να περάσει μέσα. Καθώς προχωρούσαν μέσα στο σπίτι, ο χωρικός κοιτούσε ανυπόμονα γύρω του, αναζητώντας τον Άγιο άνθρωπο. Μα προτού το καταλάβει, έφτασαν στην πίσω πόρτα και ο υπηρέτης τον συνόδευσε έξω. Ο χωρικός σταμάτησε και είπε στον υπηρέτη «μα, θέλω να δω τον Άγιο άνθρωπο!»
«Τον είδες» του απάντησε ο γέρος. «Όποιον συναντάς στην ζωή σου, ακόμα κι αν φαίνεται απλός και ασήμαντος… να τον βλέπεις ως Άγιο άνθρωπο. Εάν κάνεις αυτό, τότε ότι πρόβλημα κι αν είναι αυτό που έφερες σήμερα εδώ, θα λυθεί»
Ο Εξορκισμός του Φαντάσματος
Κάποτε, η σύζυγος ενός ανθρώπου αρρώστησε βαριά. Λίγο προτού πεθάνει, του είπε «σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Δεν θέλω να σ’ αφήσω και δεν θέλω να με απατήσεις. Υποσχέσου ότι δεν θα αγγίξεις άλλη γυναίκα μετά τον θάνατό μου, αλλιώς θα έρθω να σε στοιχειώσω!»
Για πολλούς μήνες μετά τον θάνατό της, ο σύζυγός τήρησε την υπόσχεσή του και απέφευγε τις γυναίκες. Μα κάποια στιγμή γνώρισε μια γυναίκα την οποία και ερωτεύτηκε. Το ίδιο βράδυ που την αρραβωνιάστηκε, το φάντασμα της γυναίκας του εμφανίστηκε, κατηγορώντας τον ότι αθέτησε την υπόσχεσή του. Κάθε βράδυ από εκείνη τη νύχτα, το φάντασμα ερχότανε και του επαναλάμβανε επ’ ακριβώς και με λεπτομέρειες τα όσα έκανε και είπε με την αρραβωνιαστικιά του κατά την διάρκεια της ημέρας.
Ο άνθρωπος είχε χάσει τον ύπνο του και απελπισμένος ζήτησε την βοήθεια ενός δασκάλου Ζεν που ζούσε εκεί κοντά. Αφού του εξιστόρησε τα όσα συνέβαιναν, ο δάσκαλος του είπε «πρόκειται για πολύ έξυπνο φάντασμα».
«Πράγματι!» είπε ο άνθρωπος «θυμάται με λεπτομέρεια κάθε τι που είπα και έκανα κατά την διάρκεια της μέρας με την μνηστή μου. Γνωρίζει τα πάντα!»
«Πρέπει να θαυμάζεις αυτό το φάντασμα» του είπε ο δάσκαλος «αλλά θα σου πω τι να κάνεις την επόμενη φορά που θα έρθει»
Την ίδια βραδιά, όταν εμφανίστηκε το φάντασμα, ο άνθρωπος έκανε όπως του είπε ο δάσκαλος, και είπε στο φάντασμα «είσαι τόσο σοφό φάντασμα. Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου κρύψω τίποτα. Αν όμως μπορέσεις ν’ απαντήσεις σε μια μου ερώτηση, θα διαλύσω τον αρραβώνα μου και θα παραμείνω εργένης για όλη μου την ζωή!». Το φάντασμα συμφώνησε. Έπιασε λοιπόν ο άνθρωπος μια χούφτα φασόλια μέσα από τον σάκο με φασόλια που είχε βάλει δίπλα του και ρώτησε το φάντασμα, κρατώντας κλειστή την χούφτα μου, «πες μου πόσα φασόλια έχω στην χούφτα μου».
Εκείνη τη στιγμή, το φάντασμα εξαφανίστηκε και δεν τον ξαναενόχλησε ποτέ.
Ο Δάσκαλος
Ένας νεαρός μαθητής πλησίασε έναν Δάσκαλο Ζεν και τον ρώτησε για το πως θα πρέπει να προετοιμαστεί για την εκπαίδευσή του.
Ο Δάσκαλος τότε του είπε «Σκέψου με ως μια καμπάνα. Αν με χτυπήσεις ελαφρά, θα λάβεις ένα μικρούτσικο σφυριγματάκι. Αν με χτυπήσεις δυνατά, θα λάβεις ένα δυνατό και καθαρό καμπάνισμα»
Τα Βιβλία και η Φώτιση
Κάποτε έζησε ένας φημισμένος φιλόσοφος, που είχε αφιερωθεί στην μελέτη του Ζεν για πολλά χρόνια. Την ημέρα που τελικά έφτασε στην φώτιση, πήρε όλα του τα βιβλία, τα πήγε στον κήπο του και τά ‘καψε…
Αυτοσυγκέντρωση
Ένας αλαζόνας πρωταθλητής τοξοβολίας, προκάλεσε σε αγώνα έναν δάσκαλο Ζεν, που ήταν γνωστός για τις ικανότητές του στην τοξοβολία.
Ο νεαρός πρωταθλητής, έκανε αρχικά επίδειξη ικανοτήτων, χτυπώντας από μεγάλη απόσταση το κέντρο ενός στόχου και μετά χωρίζοντας στα δύο το πρώτο βέλος με ένα δεύτερο. «Ορίστε!» είπε μετά στον δάσκαλο «για να δούμε εάν μπορείς να συναγωνιστείς κάτι τέτοιο!».
Ατάραχος ο δάσκαλος, δεν τράβηξε το τόξο του, παρά ζήτησε από τον νεαρό να τον ακολουθήσει στο βουνό. Περίεργος ο νεαρός, ακολούθησε τον δάσκαλο, μέχρι που έφτασαν μπροστά από ένα βαθύ χάσμα και που τις δύο του πλευρές συνέδεε μια αμφιβόλου ασφάλειας παλιά σχοινένια γέφυρα.
Ήρεμα ο δάσκαλος ανέβηκε στην γέφυρα και προχώρησε μέχρι τα μισά της διαδρομής, έχοντας ακριβώς από κάτω του το τεράστιο χάσμα. Εκεί σταμάτησε, τράβηξε το τόξο του, στόχευσε ένα μακρινό δέντρο και έριξε το βέλος, πετυχαίνοντας τον στόχο. Ήρεμα πάλι επέστρεψε εκεί που στεκότανε ο νεαρός και του είπε «σειρά σου».
Τρομαγμένος ο νεαρός, αφού κοίταξε πρώτα την άβυσσο από κάτω τους και μετά την ετοιμόρροπη γέφυρα, αρνήθηκε να προσπαθήσει.
«Είσαι πολύ ικανός με το τόξο» του είπε ο δάσκαλος «μα δεν ελέγχεις τον νου, που ελευθερώνει την βολή».
Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατο…
Κατά την διάρκεια ενός κρίσιμου πολέμου, ο Ιάπωνας στρατηγός αποφάσισε να επιτεθεί σε μια μάχη, παρόλο που ο στρατός του εχθρού ήταν σημαντικά υπεράριθμος σε σχέση με τον δικό του. Ο στρατηγός ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσαν πάραυτα να νικήσουν, μα ο στρατός του ήταν φοβισμένος και γεμάτος αμφιβολία.
Καθώς λοιπόν ξεκινήσανε για τον δρόμο προς το σημείο που θα γινότανε η μάχη, σταματήσανε σε έναν ναό να προσευχηθούν. Αφού προσευχήθηκαν, ο στρατηγός πλησίασε στο ιερό, έβγαλε ένα νόμισμα και είπε δυνατά ώστε να τον ακούσουν όλοι «θα ρίξω τώρα το νόμισμα. Εάν είναι κορώνα, θα νικήσουμε. Εάν είναι γράμματα, θα ηττηθούμε. Είθε η μοίρα τώρα ν’ αποκαλυφθεί» Έριξε το νόμισμα ενώ όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία. Ήταν κορώνα!
Οι στρατιώτες αναφώνησαν με ενθουσιασμό και με ανανεωμένη αυτοπεποίθηση και θάρρος έφυγαν για την μάχη… την οποία και τελικά νίκησαν.
Ενώ γιόρταζαν την νίκη τους, ένας υπολοχαγός πλησίασε τον στρατηγό και με χαρά του είπε «τελικά, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από την μοίρα!»
«Πράγματι…» του απάντησε χαμογελώντας ο στρατηγός, κι έβγαλε και του έδειξε το νόμισμα που είχε χρησιμοποιήσει: ήταν κορώνα και από τις 2 πλευρές.
Εγωισμός
Υπήρχε πριν από αιώνες ένας σπουδαίος Υπουργός και Αξιωματούχος της Κίνας. Όμως, παρά την φήμη, τα πλούτη και την δύναμή του στην εξουσία, έτρεφε βαθύ σεβασμό στον πνευματικό του δάσκαλο, που επισκεπτότανε συχνά και στον οποίο πάντα συμπεριφερότανε με ευγένεια και ταπεινότητα.
Σε μια από τις επισκέψεις του, ρώτησε τον δάσκαλό του «σεβασμιότατε, τι είναι ο εγωισμός κατά την γνώμη σου;»
Αμέσως ο δάσκαλος κοκκίνισε από θυμό και είπε άγρια στον μαθητή του «τι ανόητη ερώτηση είναι αυτή;;!»
Ο Υπουργός αμέσως πετάχτηκε πάνω ξαφνιασμένος από την αντίδραση του δασκάλου του και φανερά εκνευρισμένος, έτοιμος να βάλει τις φωνές στον δάσκαλο.
Τότε ο δάσκαλος τον πρόλαβε χαμογελώντας ήρεμα και του είπε «ΑΥΤΟ, εξοχότατε, είναι εγωισμός».
Ποίος και Τι είσαι;
Ένας Αυτοκράτορας, αφοσιωμένος Βουδιστής, κάλεσε έναν φημισμένο Δάσκαλο Ζεν στο παλάτι του, για να του θέσει μερικές ερωτήσεις σχετικά με τον Βουδισμό.
«Ποιά είναι η ανώτατη αλήθεια του Βουδισμού;» Ρώτησε ο Αυτοκράτορας
«Η απόλυτη κενότητα… και ούτε ίχνος αγιοσύνης» απάντησε ο Δάσκαλος
«Εάν δεν υπάρχει αγιότητα» απόρησε ο Αυτοκράτορας «τότε εσύ ποιός και τι είσαι;»
«Δεν ξέρω» απάντησε γαλήνια ο Δάσκαλος…
Θα περάσει…
Ένας μαθητής πήγε στον δάσκαλό του και του είπε «δάσκαλε, ο διαλογισμός μου είναι απαίσιος! Μου αποσπάται συνέχεια η προσοχή, τα πόδια μου πονάνε και συχνά με παίρνει ο ύπνος! Είναι απαίσιος!»
«Θα περάσει» απάντησε ήρεμα ο δάσκαλος.
Περνάει λίγο ο καιρός και ο ίδιος μαθητής λέει στον δάσκαλό του «δάσκαλε, ο διαλογισμός μου τελικά είναι υπέροχος! Τόσο συνειδητός, γαλήνιος και ζωντανός! Υπέροχος!»
«Θα περάσει» του ξαναλέει ο δάσκαλος ήρεμα…
Κυνηγώντας δύο λαγούς
Ένας μαθητής των πολεμικών τεχνών, πλησίασε τον δάσκαλό του λέγοντάς του «θα ήθελα να βελτιώσω τις γνώσεις μου στις πολεμικές τέχνες. Γι αυτό, παράλληλα με την μαθητεία μου μαζί σου, θα ήθελα να μαθητεύσω και με άλλον έναν δάσκαλο, διαφορετικού στυλ. Πως σου φαίνεται αυτή η ιδέα;»
Ο δάσκαλος απάντησε «ο κυνηγός που κυνηγά δύο λαγούς, τελικά δεν θα πιάσει κανέναν»
Απόλυτη επίγνωση
Μετά από δεκαετή μαθητεία, ο Tenno έφτασε τον βαθμό του δασκάλου Ζεν. Μια βροχερή μέρα, πήγε να επισκεφτεί τον φημισμένο δάσκαλο Nan-in. Καθώς μπήκε μέσα στο σπίτι, ο δάσκαλος τον υποδέχτηκε με μια ερώτηση «άφησες τα ξυλοπάπουτσα και την ομπρέλα σου στην είσοδο;»
«Ναι» απάντησε ο Tenno
«Πες μου» συνέχισε ο δάσκαλος «άφησες την ομπρέλα σου αριστερά από τα ξυλοπάπουτσα ή από τα δεξιά;»
Ο Tenno δεν γνώριζε την απάντηση και κατάλαβε ότι δεν είχε ακόμα κατακτήσει την απόλυτη επίγνωση. Έτσι, έμεινε στο πλάι του Nan-in ως μαθητής του, για άλλα δέκα χρόνια.
Το δώρο των προσβολών
Κάποτε ζούσε ένας σπουδαίος πολεμιστής. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, μπορούσε να νικήσει οποιονδήποτε τον προκαλούσε. Η φήμη του έφτασε πολύ μακριά και πολλοί μαθητές έρχονταν για να μαθητεύσουν πλάι του.
Μια μέρα, ένας ασήμαντος πολεμιστής έφτασε στην πόλη, αποφασισμένος να γίνει αυτός που θα νικήσει τον σπουδαίο δάσκαλο. Μαζί με την δύναμή του, είχε το ταλέντο να εντοπίζει τις αδυναμίες του αντιπάλου του. Περίμενε πάντα τον αντίπαλο να κάνει την πρώτη κίνηση, αποκαλύπτοντας έτσι την αδυναμία του, και μετά του επιτεθότανε ανελέητα και με τρομερή ταχύτητα. Κανείς δεν είχε αντέξει μαζί του, πέραν του πρώτου γύρου της μάχης.
Παρά τις συμβουλές των μαθητών του, ο γέρος δάσκαλος δέχτηκε με χαρά την πρόκληση του νεαρού πολεμιστή. Καθώς λοιπόν είχαν λάβει τις θέσεις τους, ο νεαρός πολεμιστής άρχισε να προσβάλλει τον γέρο πολεμιστή, να του πετάει χώμα και να τον φτύνει στο πρόσωπο. Για πολλές ώρες συνέχισε να τον προσβάλλει, με κάθε γνωστή κατάρα και προσβολή. Μα ο γέρος πολεμιστής παρέμενε ατάραχος και ακίνητος, μέχρι που τελικά ο νεαρός πολεμιστής εξουθενώθηκε και αναγνωρίζοντας την ήττα του, έφυγε ντροπιασμένος.
Οι μαθητές του γέρου πολεμιστή, λίγο απογοητευμένοι που δεν έγινε μάχη, μαζεύτηκαν γύρω του και τον ρώτησαν «πως άντεξες τέτοιο εξευτελισμό; Πως κατάφερες να τον διώξεις;»
«Εάν κάποιος σου προσφέρει ένα δώρο, κι εσύ αρνηθείς να το δεχτείς» είπε ο δάσκαλος «σε ποιόν ανήκει το δώρο;»
Γνωρίζοντας τα ψάρια
Μια μέρα, ο Chuang Tzu και ο φίλος του έκαναν βόλτα δίπλα στο ποτάμι.
«Κοίτα τα ψάρια που κολυμπάνε» είπε ο Chuang Tzu «το διασκεδάζουν»
«Δεν είσαι ψάρι» του απάντησε ο φίλος του «άρα δεν μπορείς πραγματικά να ξέρεις ότι το διασκεδάζουν»
«Δεν είσαι εγώ» απάντησε ο Chuang Tzu «άρα πως ξέρεις ότι εγώ δεν ξέρω ότι το διασκεδάζουν;»
Το φεγγάρι δεν κλέβεται
Ένας δάσκαλος Ζεν ζούσε μια απλή ζωή σε μια καλύβα, στους πρόποδες ενός βουνού. Ένα βράδυ, καθώς ήταν έξω από την καλύβα, ένας κλέφτης μπήκε μέσα αλλά είδε ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί για να κλέψει. Εκείνη τη στιγμή γύρισε ο δάσκαλος και τον είδε.
«Ήρθες από μακριά για να με επισκεφτείς» του είπε «και δεν είναι σωστό να φύγεις με άδεια χέρια. Σε παρακαλώ, πάρε τα ρούχα μου ως δώρο».
Ο κλέφτης ξαφνιάστηκε, αλλά άρπαξε τα ρούχα και άρχισε να τρέχει.
Ο δάσκαλος απέμεινες γυμνός, να κοιτά το φεγγάρι. «Τον φουκαρά» σκέφτηκε «μακάρι να μπορούσα να του δώσω αυτό το πανέμορφο φεγγάρι».
Η φύση των πραγμάτων
Δύο μοναχοί έπλεναν τις κούπες τους στο ποτάμι, όταν είδαν έναν σκορπιό να πνίγεται. Ο ένας μοναχός, αμέσως τον άρπαξε και τον άφησε δίπλα στην όχθη. Κατά την διάρκεια, ο σκορπιός τον τσίμπησε.
Καθώς συνέχισε να πλένει την κούπα του, ο σκορπιός και πάλι έπεσε στο νερό. Ο μοναχός και πάλι τον έσωσε, ενώ ο σκορπιός και πάλι τον τσίμπησε.
Ο άλλος μοναχός τον ρώτησε «αδελφέ μου, γιατί συνεχίζεις να τον σώζεις, αφού το γνωρίζεις ότι είναι στην φύση του σκορπιού να τσιμπάει;»
«Διότι είναι στην δική μου φύση να σώζω» απάντησε ο μοναχός.
Όχι άλλες ερωτήσεις
Ένας ψυχίατρος, συνάντησε έναν δάσκαλο Ζεν σε κάποιο κοινωνικό γεγονός. Έτσι, είχε την ευκαιρία να τον ρωτήσει κάτι που καιρό τον απασχολούσε.
«Πως ακριβώς βοηθάς τους ανθρώπους;» τον ρώτησε.
«Με το να τους φτάνω εκεί που δεν έχουν να κάνουν άλλες ερωτήσεις» απάντησε ο δάσκαλος.
Όχι νεκρός ακόμα
Ο αυτοκράτορας ρώτησε τον δάσκαλο Gudo «τι συμβαίνει σ’ έναν φωτισμένο άνθρωπο, μετά θάνατο;»
«Πως να ξέρω;» αποκρίθηκε ο Gudo
«Επειδή είσαι δάσκαλος» απάντησε ο Αυτοκράτορας
«Μάλιστα μεγαλειότατε» αποκρίθηκε ο Gudo «αλλά όχι νεκρός δάσκαλος!»
Μαθαίνοντας με τον σκληρό τρόπο
Ο γιός ενός ταλαντούχου κλέφτη, ζήτησε από τον πατέρα του να του μάθει την τέχνη του. Ο γέρος κλέφτης συμφώνησε και το ίδιο βράδυ πήρε τον γιό του να διαρρήξουν μαζί ένα μεγάλο σπίτι. Καθώς οι ένοικοι κοιμόνταν, αθόρυβα ο γέρος έβαλε τον γιό του μέσα σ’ ένα δωμάτιο που είχε και μια ντουλάπα με ρούχα. Του είπε να πάει μέσα στην ντουλάπα και να πάρει μερικά ρούχα. Μόλις μπήκε μέσα ο μικρός, ο πατέρας του έκλεισε την πόρτα και τον κλείδωσε μέσα. Μετά, βγήκε από το σπίτι, πήγε στην κεντρική πόρτα, την χτύπησε δυνατά ξυπνώντας τους ένοικους, κι εξαφανίστηκε γρήγορα. Ώρες αργότερα, ο γιός του επέστρεψε σπίτι τους εξουθενωμένος.
«Πατέρα, γιατί με κλείδωσες στην ντουλάπα;» ρώτησε θυμωμένος «αν δεν απελπιζόμουν τόσο από τον φόβο μη με πιάσουν, δεν θα κατάφερνα να διαφύγω. Επιστράτευσα όλη μου εφευρετικότητα για να ξεφύγω!»
Ο γέρος χαμογέλασε και αποκρίθηκε «γιέ μου, μόλις έλαβες το πρώτο μάθημα της τέχνης των διαρρήξεων»
Το αριστούργημα
Ένας σπουδαίος καλλιγράφος σχεδίαζε μερικά καλλιγραφήματα σε χαρτί ενώ ένας από τους ιδιαίτερα παρατηρητικούς του μαθητές, τον παρακολουθούσε στην εργασία. Όταν ο καλλιγράφος τελείωσε, ζήτησε την γνώμη του μαθητή του, που αμέσως του είπε ότι δεν είναι καλό. Ο δάσκαλος ξαναπροσπάθησε, μα ο μαθητής και πάλι δεν ήταν ευχαριστημένος. Πάλι και πάλι ο καλλιγράφος σχεδίαζε το ίδιο σχέδιο, ενώ ο μαθητής απέρριπτε τα αποτελέσματα.
Τελικά, όταν ο μαθητής είχε την προσοχή του αλλού, ο δάσκαλος άρπαξε την ευκαιρία και γρήγορα σχεδίασε αυθόρμητα το σχέδιο.
«Ορίστε!» του είπε «αυτό πως σου φαίνεται;»
«Αυτό» αποκρίθηκε ενθουσιασμένος ο μαθητής «είναι ένα αριστούργημα!»
Ίσως…
Μια Ταοϊστική ιστορία αφηγείται έναν γέρο αγρότη που δούλευε στα χωράφια του πολλά χρόνια. Μια μέρα, το άλογό του τό ΄σκασε. Όταν το έμαθαν οι γείτονες, πήγαν να τον επισκεφτούν.
«Τι ατυχία…» έλεγαν με συμπάθεια.
«Ίσως…» απαντούσε ο αγρότης.
Την επόμενη μέρα, το άλογο επέστρεψε, φέρνοντας μαζί του 3 ακόμα άγρια άλογα.
«Τι καλή τύχη!» θαύμασαν οι γείτονες.
«Ίσως…» απαντούσε ο αγρότης.
Την επόμενη μέρα, ο γιός του αγρότη προσπάθησε να καβαλήσει ένα από τα άγρια άλογα. Μα έπεσε και έσπασε το πόδι του. Γι άλλη μια φορά οι γείτονες ήρθαν να συμπαρασταθούν.
«Τι ατυχία…» έλεγαν με συμπάθεια.
«Ίσως…» απαντούσε ο αγρότης.
Την επόμενη μέρα, στρατιωτικοί ήρθαν στο χωριό και επιστράτευσαν όλους τους νέους, εκτός από τον γιό του αγρότη, επειδή είχε σπασμένο πόδι.
«Τι καλή τύχη!» θαύμασαν οι γείτονες.
«Ίσως…» απαντούσε ο αγρότης…
Ο λιθοξόος
Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του.
Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.
«Πόσο σπουδαίος να είναι αυτός ο έμπορος!» σκέφτηκε με ζήλια και ευχήθηκε να γίνει σαν αυτόν τον έμπορο.
Προς μεγάλη του έκπληξη, αμέσως μεταμορφώθηκε σε έμπορο, απολαμβάνοντας τις πολυτέλειες και την ισχυρή επιρροή, μα και την ζήλια των πιο φτωχών απ’ αυτόν.
Σύντομα, ένας σημαντικός προύχοντας πέρασε από τον δρόμο, που τον μετέφεραν σε σέντια και συνοδευόμενος από στρατιωτικούς. Όλοι, όσο πλούσιοι κι αν ήταν, υποκλίνονταν μπροστά του.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο προύχοντας!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν προύχοντας!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε ισχυρό προύχοντα, που όλοι φοβούνταν αλλά και μισούσαν.
Ήρθε το καλοκαίρι και οι πολύ ζεστές μέρες, κι ο προύχοντας ένιωθε άβολα μέσα στην σέντια του. Κοίταξε ψηλά τον ήλιο και σκέφτηκε «πόσο ισχυρός είναι ο ήλιος! Εύχομαι να ήμουν ο ήλιος!»
Αμέσως έγινε ο ήλιος, να λάμπει πάνω από τον κόσμο, να λατρεύεται και να θαυμάζεται από τους ανθρώπους, αλλά και να καταριέται από τους αγρότες -που τους έκαιγε τα σπαρτά- και από τους εργάτες που υπέφεραν κάνοντας την εργασία τους.
Μα ξάφνου, ένα μεγάλο μαύρο σύννεφο πέρασε από μπροστά του, εμποδίζοντάς τον να λάμψει παντού πάνω στη γη.
«Πόσο ισχυρό είναι αυτό το σύννεφο!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν σύννεφο!»
Αμέσως μεταμορφώθηκε σε βαρύ, μαύρο σύννεφο, που πλημμύριζε με το νερό του τα σπαρτά και τα χωρία, κι όλοι το καταριόνταν.
Μα σύντομα, κατάλαβε ότι παρασέρνονταν από μια μεγαλύτερη δύναμη, τον άνεμο.
«Πόσο ισχυρός είναι ο άνεμος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν ο άνεμος!»
Αμέσως έγινε ο άνεμος, να φυσάει μανιασμένα ξεριζώνοντας δέντρα και καταστρέφοντας τις σκεπές των σπιτιών, κι όλοι να τον καταριόνται.
Σύντομα όμως βρέθηκε μπροστά σε έναν θεόρατο βράχο, που δεν μετακινούνταν καθόλου, παρά την δύναμη του ανέμου.
«Πόσο ισχυρός είναι αυτός ο βράχος!» σκέφτηκε «εύχομαι να ήμουν βράχος!»
Αμέσως έγινε ένας δυνατός, τεράστιος βράχος. Ότι πιο σταθερό πάνω στην γη.
Έτσι όπως στεκότανε απολαμβάνοντας την δύναμή του, άκουσε τον ήχο μεταλλικού εργαλείου πάνω στην επιφάνειά του και ένιωσε ν’ αλλάζει η μορφή του.
«Τι μπορεί να είναι πιο ισχυρό από εμένα;;» απόρησε.
Κοίταξε κάτω χαμηλά, και είδε έναν λιθοξόο…
Ο παράδεισος
Δύο άνθρωποι είχαν χαθεί μέσα στην έρημο για μέρες και κινδύνευαν να πεθάνουν από την δίψα και την ασιτία. Κάποια στιγμή όμως, βρέθηκαν μπροστά σ’ έναν ψηλό τοίχο. Πίσω από τον τοίχο έρχονταν ήχοι νερού που κυλά, πουλιών να τραγουδούν και πάνω από τον τοίχο ξεπρόβαλαν κλωνάρια δέντρων, φορτωμένα με καρπούς.
Ο ένας κατάφερε με δυσκολία να σκαρφαλώσει και να περάσει πάνω από τον τοίχο, μέσα στον κήπο.
Ο άλλος, έκανε μεταβολή και ξαναμπήκε στην έρημο, ψάχνοντας γι άλλους χαμένους ταξιδιώτες, για να τους βοηθήσει να βρουν τον δρόμο τους στον κήπο.
Η παρούσα στιγμή
Ένας Ιάπωνας πολεμιστής αιχμαλωτίστηκε από τους εχθρούς και φυλακίστηκε. Εκείνη τη νύχτα, δε μπορούσε να κοιμηθεί, φοβούμενος ότι την επόμενη μέρα ίσως να τον ανακρίνουν, θα τον βασανίσουν και τελικά τον εκτελέσουν. Μα, εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε τα λόγια του ζεν δασκάλου του:
«Το αύριο δεν είναι πραγματικό. Είναι μια ψευδαίσθηση. Η μόνη πραγματικότητα είναι το τώρα».
Θυμούμενος αυτά τα λόγια, γαλήνεψε και κοιμήθηκε.