Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (15.437-15.492)

Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δ᾽ ἄρα πάντες ἐπόμνυον ὡς ἐκέλευεν.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ὄμοσάν τε τελεύτησάν τε τὸν ὅρκον,
τοῖς δ᾽ αὖτις μετέειπε γυνὴ καὶ ἀμείβετο μύθῳ·
440 “σιγῇ νῦν, μή τίς με προσαυδάτω ἐπέεσσιν
ὑμετέρων ἑτάρων, ξυμβλήμενος ἢ ἐν ἀγυιῇ
ἤ που ἐπὶ κρήνῃ· μή τις ποτὶ δῶμα γέροντι
ἐλθὼν ἐξείπῃ, ὁ δ᾽ ὀϊσάμενος καταδήσῃ
δεσμῷ ἐν ἀργαλέῳ, ὑμῖν δ᾽ ἐπιφράσσετ᾽ ὄλεθρον.
445 ἀλλ᾽ ἔχετ᾽ ἐν φρεσὶ μῦθον, ἐπείγετε δ᾽ ὦνον ὁδαίων.
ἀλλ᾽ ὅτε κεν δὴ νηῦς πλείη βιότοιο γένηται,
ἀγγελίῃ μοι ἔπειτα θοῶς πρὸς δώμαθ᾽ ἱκέσθω·
οἴσω γὰρ καὶ χρυσόν, ὅτις χ᾽ ὑποχείριος ἔλθῃ·
καὶ δέ κεν ἄλλ᾽ ἐπίβαθρον ἐγὼν ἐθέλουσά γε δοίην.
450 παῖδα γὰρ ἀνδρὸς ἐῆος ἐνὶ μεγάροις ἀτιτάλλω,
κερδαλέον δὴ τοῖον, ἅμα τροχόωντα θύραζε·
τόν κεν ἄγοιμ᾽ ἐπὶ νηός, ὁ δ᾽ ὑμῖν μυρίον ὦνον
ἄλφοι, ὅπῃ περάσητε κατ᾽ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους.”
Ἡ μὲν ἄρ᾽ ὣς εἰποῦσ᾽ ἀπέβη πρὸς δώματα καλά,
455 οἱ δ᾽ ἐνιαυτὸν ἅπαντα παρ᾽ ἡμῖν αὖθι μένοντες
ἐν νηῒ γλαφυρῇ βίοτον πολὺν ἐμπολόωντο.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κοίλη νηῦς ἤχθετο τοῖσι νέεσθαι,
καὶ τότ᾽ ἄρ᾽ ἄγγελον ἧκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί.
ἤλυθ᾽ ἀνὴρ πολύϊδρις ἐμοῦ πρὸς δώματα πατρὸς
460 χρύσεον ὅρμον ἔχων, μετὰ δ᾽ ἠλέκτροισιν ἔερτο.
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐν μεγάρῳ δμῳαὶ καὶ πότνια μήτηρ
χερσίν τ᾽ ἀμφαφόωντο καὶ ὀφθαλμοῖσιν ὁρῶντο,
ὦνον ὑπισχόμεναι· ὁ δὲ τῇ κατένευσε σιωπῇ.
ἦ τοι ὁ καννεύσας κοίλην ἐπὶ νῆα βεβήκει,
465 ἡ δ᾽ ἐμὲ χειρὸς ἑλοῦσα δόμων ἐξῆγε θύραζε.
εὗρε δ᾽ ἐνὶ προδόμῳ ἠμὲν δέπα ἠδὲ τραπέζας
ἀνδρῶν δαιτυμόνων, οἵ μευ πατέρ᾽ ἀμφεπένοντο.
οἱ μὲν ἄρ᾽ ἐς θῶκον πρόμολον δήμοιό τε φῆμιν,
ἡ δ᾽ αἶψα τρί᾽ ἄλεισα κατακρύψασ᾽ ὑπὸ κόλπῳ
470 ἔκφερεν· αὐτὰρ ἐγὼν ἑπόμην ἀεσιφροσύνῃσι.
δύσετό τ᾽ ἠέλιος σκιόωντό τε πᾶσαι ἀγυιαί·
ἡμεῖς δ᾽ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν ὦκα κιόντες·
ἔνθ᾽ ἄρα Φοινίκων ἀνδρῶν ἦν ὠκύαλος νηῦς.
οἱ μὲν ἔπειτ᾽ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα,
475 νὼ ἀναβησάμενοι· ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν.
ἑξῆμαρ μὲν ὁμῶς πλέομεν νύκτας τε καὶ ἦμαρ·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων,
τὴν μὲν ἔπειτα γυναῖκα βάλ᾽ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
ἄντλῳ δ᾽ ἐνδούπησε πεσοῦσ᾽ ὡς εἰναλίη κήξ.
480 καὶ τὴν μὲν φώκῃσι καὶ ἰχθύσι κύρμα γενέσθαι
ἔκβαλον· αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ·
τοὺς δ᾽ Ἰθάκῃ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ,
ἔνθα με Λαέρτης πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῖσιν.
οὕτω τήνδε τε γαῖαν ἐγὼν ἴδον ὀφθαλμοῖσι.»
485 Τὸν δ᾽ αὖ διογενὴς Ὀδυσεὺς ἠμείβετο μύθῳ·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα δή μοι ἐνὶ φρεσὶ θυμὸν ὄρινας
ταῦτα ἕκαστα λέγων, ὅσα δὴ πάθες ἄλγεα θυμῷ.
ἀλλ᾽ ἦ τοι σοὶ μὲν παρὰ καὶ κακῷ ἐσθλὸν ἔθηκε
Ζεύς, ἐπεὶ ἀνδρὸς δώματ᾽ ἀφίκεο πολλὰ μογήσας
490 ἠπίου, ὃς δή τοι παρέχει βρῶσίν τε πόσιν τε
ἐνδυκέως, ζώεις δ᾽ ἀγαθὸν βίον· αὐτὰρ ἐγώ γε
πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾽ ἀλώμενος ἐνθάδ᾽ ἱκάνω.»

***
Αυτά τους είπε, κι αμέσως όλοι τους της έδωσαν τον όρκο που ζητούσε.
Όταν ορκίστηκαν επισφραγίζοντας τον όρκο τους,
πήρε ξανά τον λόγο η γυναίκα να τους πει:
440 «Τώρα μιλιά! Απ᾽ την παρέα σας κανείς να μην ανοίξει κουβεντολόι
μαζί μου, μήτε στον δρόμο τον πλατύ,
μήτε στην κρήνη· μήπως και κάποιος τρέξει στον γέρο,
του το μαρτυρήσει, κι αυτός το πράμα μυριστεί, με δέσει,
με ρίξει σε φριχτά δεσμά, κι ύστερα μελετήσει
τον δικό σας θάνατο.
Κρατήσετε λοιπόν κρυφό το μυστικό, και γρήγορα τελειώνετε
με τις συναλλαγές σας. Όταν γεμίσει το καράβι πια
με τ᾽ αγαθά που θέλετε, τότε για μένα μήνυμά σας γρήγορα
στο αρχοντικό να φτάσει· κι εγώ υπόσχομαι χρυσαφικά να φέρω,
όσα μπορούν τα χέρια μου να πιάσουν.
Αλλά κι αλλιώς θα ήταν δυνατό, αν το θελήσω, τα ναύλα μου να ξεπληρώσω.
450 Μέσα στο σπίτι μεγαλώνω τον γιο του αφεντικού μου —
ξυπνό παιδί που τρέχει πίσω μου, όταν βγαίνω.
Λέω θα μπορούσα να το φέρω στο καράβι σας, οπότε εσείς
θα βγάζατε λεφτά με ουρά, μοσχοπουλώντας το
σ᾽ αλλόγλωσσους ανθρώπους.»
Είπε και τράβηξε να πάει στο ωραίο παλάτι.
Μείναν αυτοί στα μέρη μας έναν ακέραιο χρόνο, πουλώντας
κι αγοράζοντας του κόσμου τ᾽ αγαθά.
Κι όταν ξεχείλισε το κοίλο τους καράβι, έτοιμοι ν᾽ αρμενίσουν πια,
έστειλαν τον μαντατοφόρο τους, το μήνυμα να φέρει στη γυναίκα.
Φτάνει λοιπόν στο σπίτι του πατέρα μου κάποιος ανάμεσά τους
τετραπέρατος, στο χέρι του κρατώντας μαλαματένιο περιδέραιο,
460 με περασμένες χάντρες από κεχριμπάρι.
Οι δούλες μέσα στο παλάτι κι η σεβάσμια μάνα μου
το ψηλαφούσαν, το ᾽τρωγαν με τα μάτια τους, και παζαρεύοντας
ρωτούσαν την τιμή του — οπότε εκείνος στα κρυφά
της κάνει νόημα. Κι αφού της έγνεψε, γύρισε πίσω
στο βαθουλό πλεούμενο.
Αυτή με πιάνει τότε από το χέρι και με ξεπορτίζει·
περνώντας όμως απ᾽ την αίθουσα βρήκε τραπέζια, βρήκε κούπες —
των καλεσμένων, που τριγυρίζουν κάθε μέρα τον πατέρα μου
και λεν τη γνώμη τους.
Κι όπως την ώρα εκείνη είχανε πάει στη βουλή του δήμου
για τη συνέλευσή τους, κρύβει στον κόρφο της αυτή τρεις κούπες,
470και τις έβγαλε έξω — εγώ απερίσκεπτος την ακολούθησα.
Έδυσε ο ήλιος, ίσκιωσαν όλοι οι μεγάλοι δρόμοι,
όταν εμείς τρέχοντας κατεβήκαμε στο ξακουστό λιμάνι,
όπου είχε αράξει το ταχύπλοο καράβι των Φοινίκων.
Ευθύς στο πλοίο ανέβηκαν, ανέβασαν κι εμάς τους δυο, κι άνοιξαν
τον θαλάσσιο δρόμο τους—ο Δίας τούς έστειλε πρίμο αγεράκι.
Καλά κρατούσε το ταξίδι ημέρες έξι, νυχθημερόν·
αλλ᾽ όταν ο Κρονίδης Ζευς ξημέρωσε την έβδομη,
έριξε στη γυναίκα η τοξοφόρος Άρτεμη τα βέλη της,
κι αυτή γκρεμίζεται στ᾽ απόνερα του αμπαριού,
λες κι ήταν θαλάσσιος γλάρος.
480 Την πέταξαν τότε στη θάλασσα, λεία στις φώκιες και στα ψάρια —
κι έμεινα μοναχός εγώ, με την καρδιά βαριά.
Άνεμος και νερό τούς προσαράζουν τέλος στην Ιθάκη, όπου ο Λαέρτης
με ξαγόρασε με τα δικά του πλούτη.
Έτσι λοιπόν αντίκρισαν τα μάτια μου τη χώρα αυτή.»
Τον λόγο πήρε τότε και του μίλησε, του Δία ανάθρεμμα, ο Οδυσσέας:
«Εύμαιε, αλήθεια αφόρμισες πολύ μέσα μου την ψυχή
μ᾽ όσα ανιστόρησες, τα τόσα βάσανα που σε τυράννησαν.
Και μολοντούτο συλλογίζομαι πως πλάι στο κακό ο Δίας
για σένα ακούμπησε και το καλό· αφού, μετά τα φοβερά σου πάθη,
σ᾽ ενός ανθρώπου έφτασες το σπίτι γεμάτου καλοσύνη,
490 κι αυτός σου εξασφαλίζει το φαγητό και το πιοτό σου —
ζεις μια ζωή της προκοπής. Ενώ εγώ έφτασα εδώ
περιπλανώμενος, γυρίζοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη.»

Η δυστυχία, δεν είναι έρωτας, είναι μια αυταπάτη

Ψάχνουμε τον έρωτα από το νηπιαγωγείο, ερωτευόμαστε από μικρά παιδιά χωρίς καν να ξέρουμε τι σημαίνει έρωτας. Απλά βλέπουμε ένα πλάσμα και η καρδιά μας χτυπά μας δυνατά, και τα μάτια μας λάμπουν, κι αυτό το πλάσμα είναι για μας το πιο όμορφο στον κόσμο.

Και δεν είναι μόνο ένα. Ερωτευόμαστε ξανά και ξανά μεγαλώνοντας. Ή έτσι νομίζουμε τουλάχιστον. Χωρίς να έχουμε καν ανακαλύψει τον εαυτό μας και ποιοι είμαστε πραγματικά. Πρώτα ψάχνουμε τον έρωτα και μετά ψάχνουμε μέσα μας, Και κάπου εκεί τα κάνουμε μαντάρα. Γιατί ξεκινάμε να εξαρτιόμαστε από τις σχέσεις και από άλλα άτομα προτού προλάβουμε να δουλέψουμε και να δυναμώσουμε τον εαυτό μας.

Πάμε όπως μας πάνε οι σχέσεις μας σχεδόν χωρίς βούληση, χωρίς να βάζουμε λογική στο συναίσθημα. Χωρίς να ψάχνουμε αν όντως είμαστε ερωτευμένοι ή αν ήμαστε εξαρτημένοι από τον έρωτα και απλά πιαστήκαμε από τον πρώτο άνθρωπο που βρέθηκε μπροστά μας.

Καλές είναι σχέσεις, αν μας αφήνουν παράλληλα το περιθώριο να είμαστε και μόνοι μας. Να εξελισσόμαστε. Αν δεν εθιζόμαστε σε αυτές και αν τις κάνουμε μόνο και μόνο επειδή φοβόμαστε τη μοναξιά και το τι θα απογίνουμε.

Αυτό που δεν καταλάβουμε είναι ότι είναι λογικό όλες αυτές οι ανώριμες σχέσεις να αποτύχουν. Είτε βάλουμε ένα τέλος είτε παραμείνουμε κολλημένοι εκεί, οι σχέσεις που κάναμε ενώ δεν ήμασταν στα καλά μας και σε ευτυχισμένη και πλήρη περίοδο στη ζωή μας, είναι όλες σχεδόν καταδικασμένες να αποτύχουν.

Γιατί; Επειδή απλά δεν τις κάναμε επειδή ήμασταν πραγματικά ερωτευμένοι με τον άνθρωπο αυτό. Δεν ήταν ο άνθρωπος μας, όμως, προχωρήσαμε για να μην είμαστε μόνοι. Ήταν απλά ένας άνθρωπος που πληρούσε τα κριτήριά μας, μπορούσε να καλύψει τις ψυχικές και σωματικές μας ανάγκες εκείνη την περίοδο και που πιθανόν μας άρεσε, μας ενθουσίασε. Όμως, δεν ήταν ο Ένας. Κι αυτό κατα βάθος το ξέραμε.

Το νιώθαμε και το προσπερνούσαμε. Και φυσικά δε θα μείνουμε όλοι χωρίς σεξ και χωρίς σχέση μέχρι να βρούμε τον άνθρωπο που θα έρθει και θα δέσει μαζί μας λες και τον ξέραμε αιώνες. Θα ρισκάρουμε, θα προσπαθήσουμε, θα το ζήσουμε, θα πληγωθούμε, αν βρούμε τα κότσια θα πάμε παρακάτω.

Όμως πάντα κάτι μέσα μας θα είναι κενό. Πάντα ένα κομμάτι από το παζλ θα λείπει. Και για να το βρούμε, θα πρέπει πρώτα να βρούμε τον εαυτό μας. Να είμαστε ευτυχισμένοι και ολόκληροι από μόνοι μας. Να έχουμε χορτάσει τη ζωή, να νιώθουμε γεμάτοι, να έχουμε αυτοβελτιωθεί και να νικάει ο καλός μας εαυτός μας έναντι του κακού. Μόνο έτσι θα αναγνωρίσουμε και θα αποδεχθούμε τον πραγματικό έρωτα.

Ο έρωτας δεν είναι μόνο ρομαντικές βραδιές με κεράκια και κρασί. Είναι να ανακαλύπτεις με τον άλλο πτυχές του εαυτού σου που δεν ήξερες ότι υπάρχουν. Ίσως και πρόστυχες. Είναι να το παλεύεις κάθε μέρα επειδή θέλεις να είσαι μαζί με τον άνθρωπό σου και όχι να βολεύεσαι στον καναπέ τα βράδια. Είναι μία συνεχής περιπέτεια, ένα συνεχές ταξίδι γεμάτο εκπλήξεις και ανακαλύψεις εσωτερικές και εξωτερικές.

Είναι ατέλειωτες συζητήσεις, είναι ελευθερία, είναι πάθος και είναι και καλός φόβος. Ξέχνα τους συμβιβασμένους έρωτες που είχες για να βολεύεσαι. Δεν είναι τίποτα μπροστά στον πραγματικό. Αν δεν νιώθεις τη χημεία μεταξύ σας στον αέρα να μιλάει για σας, δεν είναι έρωτας. Είναι απλά κάποιος που συνάντησες και σου άρεσε και πάντα θα τον νιώθεις κατά βάθος ξένο.

Τον πραγματικό έρωτα θα αργήσεις πολύ να τον βρεις. Και αν τον βρεις θα κάνεις πολύ καιρό να τον καταλάβεις. Μπορεί να είναι μπροστά στα ματιά σου και να τον αγνοείς, να τον διώχνεις, να μην τον βλέπεις. Όχι γιατί είσαι άτυχος αλλά επειδή δεν είσαι έτοιμος, δεν είσαι καλά, δεν μπορείς να γίνεις αποδέκτης μεγάλων συναισθημάτων.

Τι να κάνεις; Σταμάτα να ψάχνεις σε σκοτεινούς δρόμους που δεν οδηγούν πουθενά ή να μένεις με τα λάθος άτομα. Ξεκίνα να περνάς καλά μόνος σου, με αυτούς και αυτά που έχεις και όταν συναντήσεις τον έρωτα αποκλείεται να μην το καταλάβεις. Θα είναι λες και σου μπήκε ένα μεγάλο φως στην καρδιά.

Γιατί ο έρωτας δεν μας κάνει δυστυχισμένους. Μόνο ευτυχισμένους και γεμάτους μας έχει κάθε μέρα, ακόμα και τις ώρες που κλαίμε και τσακωνόμαστε. Αν σε κάνει δυστυχισμένο, δεν είναι έρωτας. Είναι μία απάτη του μυαλού σου. Καλές και οι αυταπάτες, όμως δεν σε οδηγούν εκεί που σε οδηγεί ο πραγματικός έρωτας.

Η αγάπη στις διαφυλικές σχέσεις μέσα από τη Λακανική διδασκαλία

Στο παρόν άρθρο θα διαπραγματευτούμε τις έννοιες της αγάπης και της απόλαυσης μέσα από την περίπλοκη αλλά άκρως ενδιαφέρουσα λακανική διδασκαλία.

Στο Encore, στο εικοστό σεμινάριο του, o Lacan διερευνά μεταξύ άλλων, έννοιες όπως η αγάπη και η απόλαυση. Μετατοπίζει το ενδιαφέρον του πέρα από την επιθυμία, με σκοπό να στηρίξει τον Έρωτα περισσότερο με όρους απόλαυσης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο Λακάν υποδεικνύει το παράδοξο της διάφυλης σχέσης. Ο λόγος για την προκλητική διατύπωση του Λακαν ότι η διάφυλη σχέση είναι ανύπαρκτη και ανήμπορη, γιατί δεν μπορούμε να μιλάμε για απόλυτη ή σχετική απόλαυση ανάμεσα στα δύο φύλα, αφού σημαίνοντα που να σημαίνουν την απόλαυση δεν υπάρχουν για καμία από τις δυο διαστάσεις της.

Στο πρώτο κεφάλαιο «περί απόλαυσης», ο Λακάν ισχυρίζεται το εξής: «Η αγάπη είναι ανίσχυρη, ακόμη και αν είναι αμοιβαία, αφού αγνοεί ότι δεν είναι παρά η επιθυμία να είναι Ένα, κάτι που μας οδηγεί στο αδύνατο να καταστήσουμε τη σχέση τους.

Τη σχέση των ποιών; -των δύο φύλων.» Αρχικά, για να κατανοήσει κανείς αυτή τη θέση, πρέπει να έχει συλλάβει την έννοια της απόλαυσης. Ο Φρόιντ εισήγαγε τη θεωρία για τα τρία πεπρωμένα της ψυχικής ενέργειας.

Αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι κάθε ανθρώπινο ον στοχεύει προς ένα ύψιστο αλλά ποτέ πραγματοποιήσιμο στόχο, την απόλυτη ευτυχία. Αυτός ο στόχος που αποτελεί την επιθυμία γεννάται στις ερωτογενείς ζώνες του σώματος και προκαλεί μεγάλη ένταση στο ψυχισμό.

Μέσω της διαδικασίας της απώθησης αυτή η ώθηση της επιθυμίας αναγκάζεται να ακολουθήσει δυο δρόμους, την εκφόρτιση που καταφέρνει να ξεπεράσει τον φραγμό της απώθησης και να απελευθερωθεί και της εγκράτειας, όπου η περίσσια ενέργεια απωθείται μένει στο εσωτερικό του ψυχικού συστήματος και συνεχίζει να διεγείρει τις ερωτογενείς ζώνες. Το τρίτο πεπρωμένο το οποίο είναι αδύνατον και πάντα υποθετικό είναι η απόλυτη εκφόρτιση της ενέργειας χωρίς καμία απώθηση.

Οι 3 καταστάσεις του απολαμβάνειν σύμφωνα με τη Λακανική θεωρία

Πάνω σε αυτή τη θεωρία του Φρόιντ στηρίζεται μάλλον η λακανική θεωρία της απόλαυσης, με τις τρεις ιδιαίτερες καταστάσεις του απολαμβάνειν.

Η πρώτη είναι η φαλλική απόλαυση που αντιστοιχεί στην μερική εκφόρτιση της ενέργειας κατά τον Φρόιντ. Φαλλική γιατί ο φαλλός είναι το κυρίαρχο σημαίνον, αυτό που κατά τον Λακάν ρυθμίζει το μερίδιο της απόλαυσης που θα εκτονωθεί και αυτό που θα παραμείνει στο ασυνείδητο.

Η δεύτερη κατάσταση είναι η υπερ-απόλαυση, η εγκλωβισμένη, καταπιεσμένη απόλαυση που συνεχίζει να ασκεί πίεση στο ψυχισμό, αυξάνοντας συνεχώς την ένταση του, συνεχίζει να διεγείρει τις ερωτογενείς ζώνες με αποτέλεσμα να γεννά την ώθηση της επιθυμίας που αναζητεί συνεχώς εκτόνωση.

Η τρίτη είναι η απόλαυση του Άλλου, είναι υποθετική, ιδεώδης περίπτωση απόλυτης απόλαυσης που διατηρεί την επιθυμία.

Αυτό που αγνοούντα δυο υποκείμενα είναι, ότι αυτό που τους δένει είναι η αυτιστική και παροδική ικανοποίηση που παίρνουν από την σεξουαλική πράξη. Αυτή η αγάπη είναι ανίσχυρη, γιατί δεν υπάρχει συμβολική σχέση ανάμεσα σε ένα υποτιθέμενο σημαίνον της ανδρικής απόλαυσης και σε ένα υποτιθέμενο σημαίνον της γυναικείας απόλαυσης, γιατί μέσα στο ασυνείδητο δεν εγγράφονται τα σημαίνοντα που να σημαίνουν την απόλαυση του ενός και του άλλου, αφού η απόλυτη απόλαυση είναι ένας τόπος χωρίς σημαίνον, σε αυτήν την ιδέα στηρίζει ο Λακάν την ανυπαρξία της διάφυλης σχέσης.

Η ερωτική συνεύρεση δεν αφορά τα δύο υποκείμενα αλλά τη συνάντηση ανάμεσα σε διαφορετικές εστίες τοπικής απόλαυσης, μερικούς τόπους του σώματος. Η πλάνη των δυο υποκειμένων, έγκειται στην αντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στο μύθο του οιδιπόδειου παιδιού που πιστεύει ότι η ιδεώδης ηδονή της αιμομικτικής σεξουαλικής επαφής, η απόλαυση του Άλλου είναι δυνατή και στο υποκείμενο που υποθέτει την απόλαυση του ΄Αλλου, ενώ και αυτός είναι ένα υποτιθέμενο ον.

Η επιθυμία που λέει ο Λακάν να είναι Ένα, η φαντασιακή ερωτική ενότητα, προέρχεται από τον Άλλον αλλά η μερική ικανοποίηση της δεν ανάγεται στον Άλλον.

Πρωταρχικά, το Ένα στηρίζεται στην ουσία του σημαίνοντος, σε συνάρτηση όμως με το υποκείμενο, το οποίο περνάει την φάση του μυθικού ευνουχισμού και από εκεί και έπειτα υπακούει στις προσταγές του Υπερεγώ να απολαύσει, απόλαυση που προάγεται μόνο μέσω της απειρότητας, το Ένα διαιρείται και το ίδιο το υποκείμενο αναδύεται από τη στιγμή που το έμφυλο όν εισέλθει στην απόλαυση.

Ο Λακάν στο γραπτό του η Θέση του Ασυνείδητου, επεξεργάζεται την απόλαυση με βάση το αντικείμενο-α, το μη αναγώγιμο στο φαλλικό σημαίνον λιμπιντικό υπόλειμμα, με αποτέλεσμα να εντάξει το αντικειμένο-α στην κατηγορία του πραγματικού και να προσδώσει στο φαλλό τον χαρακτήρα του προσποιητού. Η υπολειμματική-απόλαυση πιέζει για εκτόνωση.

Το αντικείμενο-α είναι η αιτία της επιθυμίας, όχι η ίδια η επιθυμία, συνεπώς προσφέρει μερική και σύντομη ικανοποίηση. Η απόλαυση είναι της τάξεως του Ενός εδώ το ταίρι καταλαμβάνει τη θέση του αντικειμένου-α και όχι του Άλλου και στηρίζεται ακριβώς από αυτό το υπόλειμμα της απόλαυσης.

Η τοπική αυτή απόλαυση είναι κομμάτι του Πραγματικού. Προορίζεται για να ικανοποιήσει μερικώς το ίδιο το σώμα του υποκειμένου, η αγάπη είναι ναρκισσιστική, καταδικασμένη να είναι μονίμως ανίσχυρη γιατί αγνοεί αυτήν ακριβώς την ιδιότητα της.

Στη προκειμένη περίπτωση το αντικείμενο-α, θα λέγαμε ότι δεν είναι παρά το αντικείμενο της υπολειμματικής απόλαυσης. Δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αυτό στη βάση της επιθυμίας γιατί δε μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι δεν μιλάμε για απόλυτη απόλαυση, δεν μπορούμε να συσχετίσουμε το αντικείμενο της απόλαυσης με το αντικείμενο της απόλαυσης του Άλλου. Το αντικείμενο-α δεν ταυτίζεται με την πρωταρχική επιθυμία, αυτή απομακρύνεται από την ένταξη του ατόμου στο συμβολικό επίπεδο.

Εάν προχωρήσουμε τη σκέψη μας σε αυτή τη συλλογιστική μπορούμε να σκεφτούμε τα εξής για τις τρεις διαστάσεις του Λακάν που σχετίζονται με τη δόμηση του υποκειμένου (Φαντασιακό, Συμβολικό, Πραγματικό).

Η ανάγκη του υποκειμένου για ταύτιση με τον Άλλον απορρέει από μια φαντασιακή ανάγκη για ταύτιση αλλά ο ρυθμιστής αυτής της ταύτισης προκύπτει από τον Συμβολικό τόπο. Η ένταξη του υποκειμένου στο Συμβολικό είναι καθοριστική και αποκαλείται από τον Λακάν ως πρώτος θάνατος επειδή σημαίνει την απομάκρυνση του υποκειμένου από αυτό που όριζε το Φαντασιακό ως ταύτιση. Απομακρύνεται δηλαδή από την κατοπτρική ταύτιση με τον Άλλον. Απομακρύνεται στην συνθήκη που μελετάμε από την επιθυμία, από την απόλυτη απόλαυση του Άλλου.

Έτσι προβάλλει το Πραγματικό αυτό που αγνοεί το υποκείμενο, αυτό που μένει εκτός συμβολισμού, αυτό που ξεφεύγει της προσοχής του υποκειμένου μετά την ένταξη του στο συμβολικό. Εάν σκεφτούμε ότι με την ένταξη του υποκειμένου στο Συμβολικό τόπο επέρχεται ένας θάνατος λόγω της ματαίωσης της πρωταρχικής επιθυμίας τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναλογικά με αυτή τη κατάσταση και η αυτιστική και μερική απόλαυση που αναφέραμε παραπάνω αποτελεί κάθε φορά για το υποκείμενο ένα μικρό «θάνατο», χωρίς αυτός ο θάνατος να φτάνει στο συνειδητό επίπεδο του υποκειμένου.

Κάποιες φορές οι επιπτώσεις αυτού του θανάτου μπορεί να μετουσιώνονται μέσα στις σχέσεις και να εμφανίζονται με μια άλλη μορφή που και πάλι δεν μπορούν να αναδείξουν την πρωταρχική πηγή που είναι ο θάνατος.

Θα λέγαμε ότι η πιο πετυχημένη σχέση και αγάπη στην ζωή μας είναι αυτή που αναδεικνύει όσο το δυνατόν λιγότερο αυτές τις επιπτώσεις που αναφέραμε παραπάνω, αυτή που αγνοεί όσο το δυνατόν περισσότερο αυτή την ανημποριά που τη διακατέχει επειδή το υποκείμενο δεν επηρεάζεται και δεν συνταράσσεται ψυχικά από αυτήν την έλλειψη που φέρει η απόλαυση. Η πιο πετυχημένη σχέση και αγάπη με τα δεδομένα που μας δίνονται θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή που υπερβαίνει τους μικρούς συμβολικούς θανάτους που προανέφερα και κάνει το υποκείμενο να αισθάνεται ότι αναγεννάτε σχετικά αλώβητο.

Ο Λακάν υποστήριζε ότι η ένταξη του υποκειμένου στο συμβολικό, στον χώρο των σημαίνοντων, αποτελεί τον πρώτο θάνατο του υποκειμένου και την απάρνηση της ολοκλήρωσης της απόλαυσης του (jouissance). ‘

Όμως, σε κάποια του διατύπωση ισχυρίζεται ότι δεν είναι όλα σημαίνοντα, ότι κάτι από την απόλαυση μένει και αυτό επιτρέπει την πλαισίωση του σώματος κάτω από το υποκείμενο και μέσω αυτού το σώμα αντλεί τη ζωτικότητα του.

Αν λάβουμε υπόψιν μας τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι στον έρωτα και την αγάπη ακόμη και μέσα στην ανημποριά που τους αποδίδεται, ενυπάρχει κάτι το αναγεννησιακό για το υποκείμενο, μια ζωτική ορμή που φαντάζει αναγκαία!

Πως οι κοινωνίες επιλέγουν να αποτύχουν ή να επιτύχουν

Μερικές από εκείνες τις παλιές κοινωνίες απέτυχαν (όπως οι Σκανδιναβοί της μεσαιωνικής Γροιλανδίας), ενώ άλλες πέτυχαν (όπως οι Ιάπωνες και οι Τικοπιανοί). Το παρελθόν μάς προσφέρει μια πλούσια βάση δεδομένων από την οποία μπορούμε να διδαχθούμε πολλά, έτσι ώστε να μπορέσουμε να συνεχίσουμε με επιτυχία.

Η μεσαιωνική Γροιλανδία των Σκανδιναβών είναι μία μόνο από τις πολλές κοινωνίες του παρελθόντος που κατέρρευσαν ή εξαφανίστηκαν, αφήνοντας πίσω τους μνημειώδη ερείπια σαν εκείνα που φαντάστηκε ο Σέλεϊ στο ποίημά του Οζυμανδίας.

Λέγοντας κατάρρευση, εννοώ μια δραματική μείωση του ανθρώπινου πληθυσμού και/ή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνθετότητας, σε σημαντική έκταση και για μεγάλη χρονική περίοδο. Συνεπώς, το φαινόμενο των καταρρεύσεων συνιστά ακραία μορφή αρκετών ηπιότερων τύπων παρακμής —και θα οδηγηθούμε σε αυθαίρετα συμπεράσματα αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε πόσο δραστική πρέπει να είναι η παρακμή μιας κοινωνίας προκειμένου να χαρακτηριστεί ως κατάρρευση.

Μερικοί από τους ηπιότερους τύπους παρακμής περιλαμβάνουν: τις μικρές και συνηθισμένες διακυμάνσεις της τύχης και τις μικρής έκτασης πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις κάθε κοινωνίας· την κατάχτηση μιας κοινωνίας από ένα γείτονα ή την παρακμή της, που συναρτάται με την ακμή του γείτονα, χωρίς όμως αλλαγή στο συνολικό μέγεθος του πληθυσμού ή τη συνθετότητα ολόκληρης της περιοχής· τέλος, την αντικατάσταση ή την ανατροπή μιας άρχουσας ελίτ από κάποια άλλη. Με τα μέτρα αυτά, διάσημα θύματα ολοκληρωτικής κατάρρευσης παρά ηπιότερης απλώς παρακμής θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι εξής κοινωνίες του παρελθόντος: οι Ανασάζι (στο Τσάκο Κάνιον) και Καχόκια εντός των ορίων των σύγχρονων ΗΠΑ, οι πόλεις των Μάγια στην Κεντρική Αμερική, οι κοινωνίες Μότσε και Τιγουανάκου στη Νότια Αμερική, η Μυκηναϊκή Ελλάδα και η Μινωική Κρήτη στην Ευρώπη, η Μεγάλη Ζιμπάμπουε στην Αφρική, η Άνγκορ Γουάτ και οι πόλεις των Χαράπα της Κοιλάδας του Ινδού στην Ασία και το Νησί τού Πάσχα στον Ειρηνικό Ωκεανό .

Τα μνημειώδη ερείπια που άφησαν πίσω τους εκείνες οι κοινωνίες του παρελθόντος ασκούν μια ρομαντική γοητεία σε όλους μας. Τα θαυμάζουμε από παιδιά, καθώς πρωτομαθαίνουμε για εκείνα μέσα από εικόνες. Όταν μεγαλώνουμε, πολλοί από εμάς σχεδιάζουμε τις διακοπές μας έτσι ώστε να τα απολαύσουμε άμεσα. Γοητευόμαστε όχι μόνο από την εντυπωσιακή και μαγευτική ομορφιά τους, αλλά και από τα μυστήρια που τα συνοδεύουν. Η κλίμακα των ερειπίων είναι μάρτυρας του πλούτου και της δύναμης εκείνων που τα έκτισαν —σαν να κομπάζουν «Κοιτάξτε τα έργα μου, εσείς οι ισχυροί, και απελπιστείτε!», με τα λόγια τού Σέλεϊ. Όμως οι δημιουργοί τους χάθηκαν, εγκαταλείποντας τις μεγάλες κατασκευές που είχαν οικοδομήσει με τόσους κόπους.

Πώς μπόρεσε μια τόσο ισχυρή κοινωνία να οδηγηθεί σε κατάρρευση; Ποια ήταν η τύχη των πολιτών της; Έφυγαν, και (αν έφυγαν) γιατί, ή μήπως πέθαναν εκεί με κάποιον δυσάρεστο τρόπο; Πίσω από τούτο το ρομαντικό μυστήριο κρύβεται το βασανιστικό ερώτημα: Μπορεί άραγε και η δική μας πλούσια κοινωνία να έχει παρόμοια τύχη; Θα αντικρίσουν κάποια μέρα οι τουρίστες με δέος τα σκουριασμένα κουφάρια των ουρανοξυστών της Νέας Υόρκης, όπως εμείς αντικρίζουμε σήμερα σκεπασμένα από τη ζούγκλα τα ερείπια των πόλεων των Μάγια;

Από καιρό υπήρχε η υποψία ότι πολλές από τις μυστηριώδεις εκείνες καταρρεύσεις πολιτισμών προκλήθηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, από οικολογικά προβλήματα: οι άνθρωποι κατέστρεψαν από αμέλεια τους περιβαλλοντικούς πόρους από τους οποίους ήταν εξαρτημένες οι κοινωνίες τους. Η υποψία για ακούσια οικολογική αυτοκτονία —«οικοκτονία»— έχει επιβεβαιωθεί από ανακαλύψεις που έκαναν στις τελευταίες δεκαετίες αρχαιολόγοι, κλιματολόγοι, ιστορικοί, παλαιοντολόγοι και παλυνολόγοι (επιστήμονες που μελετούν τη γύρη). Οι διαδικασίες μέσω των οποίων κοινωνίες του παρελθόντος αυτο-υπονομεύθηκαν καταστρέφοντας το περιβάλλον τους ανήκουν σε οκτώ κατηγορίες, διαφορετικής σχετικής σημασίας κατά περίπτωση: αποδάσωση και καταστροφή ενδιαιτημάτων, προβλήματα του εδάφους (διάβρωση, αλάτωση και απώλεια της γονιμότητας του εδάφους), προβλήματα διαχείρισης των υδάτων, υπερθηρία, υπεραλίευση, επίδραση εισαγόμενων ειδών σε αυτόχθονο είδη, αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και αυξημένη κατά κεφαλήν επίδραση των ανθρώπων.

Οι καταρρεύσεις αυτές του παρελθόντος συνήθως ακολουθούν κάπως παρόμοιες πορείες, συνιστώντας παραλλαγές στο ίδιο θέμα: Η αύξηση του πληθυσμού ανάγκαζε τους ανθρώπους να υιοθετήσουν εντατικότερα μέσα αγροτικής παραγωγής (όπως η άρδευση, η διπλοσπορά ή οι αναβαθμίδες) και να επεκτείνουν την καλλιέργεια από τα κύρια εδάφη πρώτης επιλογής σε εδάφη οριακής απόδοσης, προκειμένου να τραφούν όλο και περισσότερα πεινασμένα στόματα. Ατελέσφορες πρακτικές οδήγησαν σε περιβαλλοντικές καταστροφές ενός ή περισσότερων από τους τύπους που αναφέρθηκαν, με αποτέλεσμα τα καλλιεργήσιμα εδάφη οριακής απόδοσης να χρειαστεί πάλι να εγκαταλειφθούν. Οι συνέπειες για την κοινωνία ήταν η έλλειψη τροφίμων, ο λιμός, οι πόλεμοι ανάμεσα σε πολλούς ανθρώπους που αγωνίζονταν για λίγους πόρους και οι ανατροπές κυρίαρχων ελίτ από απογοητευμένες μάζες. Τελικά, ο πληθυσμός μειωνόταν λόγω του λιμού, των πολέμων ή των ασθενειών, ενώ η κοινωνία έχανε κάποια από την πολιτική, οικονομική και πολιτισμική συνθετότητα που είχε αναπτύξει στην ακμή της.

Οι συγγραφείς υποκύπτουν συχνά στον πειρασμό να επισημαίνουν τις αναλογίες ανάμεσα στην πορεία εκείνων των κοινωνιών και την ανθρώπινη ζωή —κάνοντας λόγο για τη γέννηση, την ανάπτυξη, την ακμή, τα γηρατειά και το θάνατο μιας κοινωνίας— και να υποθέτουν ότι η μακροχρόνια περίοδος των γηρατειών που οι περισσότεροι από εμάς διατρέχουμε από τα χρόνια της ακμής μέχρι το θάνατό μας ισχύει και για τις κοινωνίες. Αλλά η συγκεκριμένη μεταφορά αποδεικνύεται λανθασμένη για πολλές κοινωνίες του παρελθόντος (και για τη σύγχρονη Σοβιετική Ένωση): παρήκμασαν γοργά μετά το αποκορύφωμά τους σε αριθμούς και δύναμη, ενώ η ραγδαία παρακμή τους πρέπει να προκάλεσε έκπληξη και σοκ στους πολίτες τους. Στις χειρότερες περιπτώσεις ολοκληρωτικής κατάρρευσης, όλα τα μέλη της κοινωνίας είτε μετανάστευσαν είτε πέθαναν. Εντούτοις, τη θλιβερή αυτή πορεία προφανώς δεν ακολούθησαν απαρέγκλιτα μέχρι το τέλος όλες οι κοινωνίες του παρελθόντος: διαφορετικές κοινωνίες κατέρρευσαν σε διαφορετικό βαθμό και με κάπως διαφορετικούς τρόπους, ενώ πολλές κοινωνίες δεν κατέρρευσαν ποτέ.

Στην εποχή μας, ένας τέτοιος κίνδυνος προκαλεί όλο και περισσότερη αγωνία- πράγματι, καταρρεύσεις έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στη Σομαλία, τη Ρουάντα και μερικές άλλες χώρες του Τρίτου Κόσμου. Πολλοί φοβούνται ότι η οικοκτονία έφτασε πλέον στο σημείο να επισκιάζει τον πυρηνικό πόλεμο και τις αναδυόμενες νόσους, ως απειλή για τον παγκόσμιο πολιτισμό. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα περιλαμβάνουν εκείνα τα οκτώ προβλήματα τα οποία υπονόμευσαν κοινωνίες του παρελθόντος συν τέσσερα καινούργια: τις ανθρωπογενείς κλιματικές αλλαγές, τη συσσώρευση τοξικών χημικών ουσιών στο περιβάλλον, το ενεργειακό έλλειμμα και την πλήρη χρησιμοποίηση της γήινης φωτοσυνθετικής ικανότητας από τον άνθρωπο. Λέγεται ότι οι περισσότερες από τις εν λόγω δώδεκα απειλές θα γίνουν καθολικά κρίσιμες στις επόμενες λίγες δεκαετίες: είτε θα λύσουμε τα προβλήματα μέχρι τότε είτε αυτά θα υπονομεύσουν όχι μόνο τη Σομαλία, αλλά και τις κοινωνίες του Πρώτου Κόσμου.

Αντί για ένα σενάριο καταστροφής που θα περιγράφει την εξαφάνιση του ανθρώπου ή μια βιβλική κατάρρευση του βιομηχανικού πολιτισμού, πολύ πιθανότερο ίσως αποδειχθεί «απλώς» ένα μέλλον σημαντικά κατώτερου βιοτικού επιπέδου, μόνιμα υψηλότερων κινδύνων και υπονόμευσης όσων σήμερα θεωρούμε ως βασικές αξίες μας. Μια τέτοια κατάρρευση θα μπορούσε να πάρει διάφορες μορφές, όπως η παγκόσμια εξάπλωση νόσων ή και πολέμων, που θα πυροδοτηθούν τελικά από τη σπανιότητα των περιβαλλοντικών πόρων. Αν τούτη η σκέψη είναι σωστή, τότε οι προσπάθειές μας σήμερα θα καθορίσουν την κατάσταση του κόσμου στην οποία η τωρινή γενιά παιδιών και νεαρών ενηλίκων θα ζήσει κατά τη μέση και μεγάλη ηλικία της.

Αλλά η σοβαρότητα των σύγχρονων αυτών περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι έντονα αμφιλεγόμενη. Μήπως οι κίνδυνοι μεγαλοποιούνται ή, αντιθέτως, υποτιμιόνται; Μπορούμε άραγε να διανοηθούμε ότι ο σύγχρονος ανθρώπινος πληθυσμός των 7 σχεδόν δισεκατομμυρίων, με την πανίσχυρη σύγχρονη τεχνολογία, προκαλεί την καθολική κατάρρευση του περιβάλλοντος μας με ρυθμούς πολύ ταχύτερους από εκείνους με τους οποίους λίγα μόνο εκατομμύρια ανθρώπων με λίθινα και ξύλινα εργαλεία το έκαναν ήδη να καταρρεύσει τοπικά στο παρελθόν; Θα λύσει η σύγχρονη τεχνολογία τα προβλήματά μας ή μήπως δημιουργεί καινούργια προβλήματα ταχύτερα από όσο λύνει τα παλιά; Όταν εξαντλούμε έναν πόρο (λόγου χάρη, ξυλεία, πετρέλαιο ή τα ψάρια του ωκεανού), μπορούμε να βασιζόμαστε στη δυνατότητα υποκατάστασής του με κάποιον νέο πόρο (για παράδειγμα, πλαστικά, αιολική και ηλιακή ενέργεια ή ψάρια των ιχθυοτροφείων); Μήπως τάχα δεν μειώνεται ο ρυθμός αύξησης του ανθρώπινου πληθυσμού, ώστε να προχωρούμε ήδη προς μια σταθεροποίησή του σε βιώσιμα επίπεδα;

Όλα τούτα τα ερωτήματα υπογραμμίζουν τους λόγους για τους οποίους εκείνες οι περιβόητες καταρρεύσεις παλιών πολιτισμών δεν συνιστούν απλώς ένα ρομαντικό μυστήριο, αλλά έχουν αποκτήσει βαθύτερο νόημα. Ίσως μπορούμε να αποκομίσουμε μερικά πρακτικά μαθήματα από τέτοια γεγονότα. Γνωρίζουμε ότι μερικές παλιές κοινωνίες κατέρρευσαν, ενώ άλλες όχι: τι κατέστησε λοιπόν ορισμένες κοινωνίες ιδιαίτερα τρωτές; Με ποιες ακριβώς διαδικασίες οι παλιές κοινωνίες διέπραξαν οικοκτονία; Γιατί μερικές παλιές κοινωνίες δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τη δεινή κατάσταση στην οποία περιέρχονταν και η οποία (μπορούμε να σκεφθούμε εκ των υστέρων) πρέπει να ήταν προφανής; Ποιες προσπάθειες ευοδώθηκαν στο παρελθόν; Αν μπορούσαμε να απαντήσουμε σε τούτα τα ερωτήματα, ίσως διαπιστώναμε ποιες κοινωνίες διατρέχουν τώρα τον μεγαλύτερο κίνδυνο και ποια μέτρα θα μπορούσαν να τις βοηθήσουν καλύτερα, χωρίς να περιμένουμε και άλλες καταρρεύσεις τύπου Σομαλίας.

Αλλά υπάρχουν επίσης και διαφορές ανάμεσα στον σύγχρονο κόσμο και τις παλιές εκείνες κοινωνίες. Θα ήμασταν πολύ αφελείς αν νομίζαμε ότι η μελέτη του παρελθόντος θα προσφέρει απλές λύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να μεταφερθούν κατευθείαν στις σημερινές κοινωνίες μας. Διαφέρουμε από τις παλιές κοινωνίες ως προς μερικές απόψεις οι οποίες σημαίνουν μικρότερους κινδύνους για εμάς απ’ ό,τι για εκείνες· μερικές από τις συχνά μνημονευόμενες τέτοιες απόψεις επικαλούνται την ισχυρή τεχνολογία μας (τα ευεργετικά της δηλαδή αποτελέσματα), την παγκοσμιοποίηση, τη σύγχρονη ιατρική και τη μεγαλύτερη γνώση για τις παλιές και τις απομονωμένες σύγχρονες κοινωνίες. Διαφέρουμε επίσης από τις παλιές κοινωνίες ως προς ορισμένες απόψεις που σημαίνουν μεγαλύτερους κινδύνους για εμάς απ’ ό,τι για εκείνες: αναφέρονται σχετικά, πάλι, η ισχυρή μας τεχνολογία (δηλαδή, τα ακούσια καταστροφικά αποτελέσματά της), η παγκοσμιοποίηση (έτσι ώστε μια κατάρρευση ακόμη και στη μακρινή Σομαλία να επηρεάζει τις ΗΠΑ και την Ευρώπη), η εξάρτηση εκατομμυρίων (και, σύντομα, δισεκατομμυρίων) από τη σύγχρονη ιατρική για την επιβίωσή τους και ο πολύ μεγαλύτερος ανθρώπινος πληθυσμός. Ίσως μπορούμε, ωστόσο, να διδαχθούμε από το παρελθόν, αλλά μόνο αν αναλογιστούμε προσεκτικά τα μαθήματα που μας προσφέρει.

Η προσπάθεια κατανόησης των καταρρεύσεων του παρελθόντος χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μία μεγάλη διχογνωμία και τέσσερις περιπλοκές. Η διχογνωμία αφορά την αντίσταση στην ιδέα ότι οι λαοί του παρελθόντος (μερικοί από τους οποίους είναι ως γνωστόν πρόγονοι λαών που υπάρχουν έως σήμερα και κάνουν την παρουσία τους αισθητή) συνέβαλαν με τις πράξεις τους στην ίδια τους την παρακμή. Έχουμε πολύ μεγαλύτερη συνείδηση των περιβαλλοντικών καταστροφών τώρα απ’ ό,τι είχαμε πριν από λίγες δεκαετίες. Ακόμη και ανακοινώσεις σε δωμάτια ξενοδοχείων επικαλούνται σήμερα την αγάπη για το περιβάλλον, ώστε να μας κάνουν να αισθανθούμε ενοχή αν ζητήσουμε καθαρές πετσέτες ή αφήσουμε το νερό να τρέχει. Η ζημιά στο περιβάλλον σήμερα θεωρείται ηθικώς κατακριτέα.

Διόλου παράξενο λοιπόν που οι ιθαγενείς κάτοικοι της Χαβάης και οι Μαορί δεν θέλουν να ακούνε από τους παλαιοντολόγους ότι οι πρόγονοί τους εξόντωσαν τα μισά από τα είδη πτηνών που είχαν εξελιχθεί στον τόπο τους, ή που οι ιθαγενείς Αμερικανοί δεν θέλουν να ακούνε από τους αρχαιολόγους ότι οι Ανασάζι αποψίλωσαν περιοχές των νοτιοδυτικών ΗΠΑ. Οι υποτιθέμενες ανακαλύψεις των παλαιοντολόγων και των αρχαιολόγων ηχούν στα αφτιά ορισμένων ως ένα ακόμα ρατσιστικό πρόσχημα το οποίο προβάλλουν οι λευκοί για να ξεκληρίσουν τους γηγενείς λαούς. Είναι σαν να τους λένε οι επιστήμονες «Οι πρόγονοί σας υπήρξαν κακοί διαχειριστές της γης τους, άρα τους άξιζε να τη χάσουν». Μερικοί Αμερικανοί και Αυστραλοί λευκοί, δυσαρεστημένοι με τις αποζημιώσεις και τη διανομή γης σε ιθαγενείς Αμερικανούς και αυτόχθονες Αυστραλούς, στηρίζονται όντως σε τέτοιες ανακαλύψεις για να προβάλουν τα επιχειρήματά τους σήμερα. Όχι μόνο οι γηγενείς λαοί, αλλά και μερικοί ανθρωπολόγοι και αρχαιολόγοι που τους μελετούν και ταυτίζονται μαζί τους θεωρούν τις πρόσφατες υποτιθέμενες ανακαλύψεις ως ρατσιστικά ψεύδη.

Έτσι, ορισμένοι από αυτούς καταλήγουν στο άλλο άκρο. Επιμένουν ότι οι γηγενείς λαοί του παρελθόντος υπήρξαν (όπως και οι σύγχρονοι γηγενείς) ήπιοι και οικολογικά σοφοί διαχειριστές του περιβάλλοντος τους, γνώριζαν βαθιά και σέβονταν τη φύση, ζούσαν αθώα σε έναν πραγματικό Κήπο τής Εδέμ και ποτέ δεν θα μπορούσαν να είχαν κάνει όλα αυτά τα άσχημα πράγματα. Όπως κάποτε μου είπε ένας κυνηγός από τη Νέα Γουινέα, «Αν κάποια μέρα καταφέρω να πετύχω ένα μεγάλο περιστέρι σε συγκεκριμένη κατεύθυνση από το χωριό μας, περιμένω να περάσει μία εβδομάδα πριν ξανακυνηγήσω περιστέρια, και τότε πηγαίνω στην αντίθετη κατεύθυνση». Μόνο οι μοχθηροί κάτοικοι του σύγχρονου Πρώτου Κόσμου αγνοούν τη φύση, δεν σέβονται το περιβάλλον και το καταστρέφουν.

Στην πραγματικότητα, και οι δύο ακραίες πλευρές σε τούτη τη διχογνωμία —οι ρατσιστές και όσοι πιστεύουν σε μια αρχαία Εδέμ— κάνουν το λάθος να θεωρούν τους γηγενείς λαούς του παρελθόντος ως θεμελιωδώς διαφορετικούς (είτε κατώτερους είτε ανώτερους) από τους σύγχρονους λαούς του Πρώτου Κόσμου. Η αειφόρος διαχείριση των πόρων του περιβάλλοντος υπήρξε ανέκαθεν δύσκολη, αφότου ο Homo sapiens κατέστη πιο εφευρετικός και αποτελεσματικός, αναπτύσσοντας την κυνηγετική τέχνη πριν από περίπου 50.000 χρόνια. Από τον πρώτο αποικισμό της αυστραλιανής ηπείρου, γύρω στα 46.000 χρόνια πριν, και την επακόλουθη ταχεία εξαφάνιση των περισσότερων από τα παλιά γιγάντια μαρσιποφόρα και τα άλλα μεγάλα ζώα της Αυστραλίας, κάθε αποικισμός μιας ακατοίκητης προηγουμένως γήινης μάζας —είτε της Αυστραλίας, της Βόρειας Αμερικής, της Νότιας Αμερικής, της Μαδαγασκάρης, των νησιών της Μεσογείου ή της Χαβάης, της Νέας Ζηλανδίας και δεκάδων άλλων νησιών του Ειρηνικού— συνοδεύτηκε και από ένα κύμα εξαφάνισης μεγάλων ζώων τα οποία είχαν εξελιχθεί χωρίς να φοβούνται τους ανθρώπους και έτσι σκοτώθηκαν εύκολα ή υπέκυψαν σε ανθρωπογενείς αλλαγές των ενδιαιτημάτων, σε νέα είδη παρασίτων και σε ασθένειες.

Κάθε λαός μπορεί να πέσει στην παγίδα της υπερεκμετάλλευσης των πόρων του περιβάλλοντος, λόγω προβλημάτων που είναι πανταχού παρόντα και τα οποία θα εξετάσουμε αργότερα σε τούτο το βιβλίο: το γεγονός ότι οι πόροι αρχικά φαίνονται ανεξάντλητα άφθονοι· ότι τα σημάδια της επερχόμενης εξάντλησής τους καλύπτονται από τις κανονικές διακυμάνσεις των επιπέδων των πόρων με τα χρόνια ή τις δεκαετίες· ότι είναι δύσκολο οι άνθρωποι να πειστούν να περιορίσουν την εκμετάλλευση ενός κοινού πόρου (η λεγάμενη «τραγωδία των κοινόχρηστων πόρων)· τέλος, ότι η συνθετότητα των οικοσυστημάτων συχνά καθιστά πρακτικός αδύνατη την πρόβλεψη των συνεπειών κάποιας διαταραχής που προκαλεί ο άνθρωπος, ακόμη και για έναν επαγγελματία οικολόγο. Τα περιβαλλοντικά προβλήματα —τα οποία δύσκολα μπορούμε να διαχειριστούμε σήμερα— σίγουρα ήταν ακόμη δυσκολότερο στο παρελθόν να τα διαχειριστεί κανείς. Ιδιαίτερα για αρχαίους μη εγγράμματους λαούς, που δεν μπορούσαν να διαβάσουν μελέτες περί κοινωνικών καταρρεύσεων, η οικολογική καταστροφή συνιστούσε μάλλον μια τραγική, απρόβλεπτη και αθέλητη συνέπεια των καλύτερων προσπαθειών τους, παρά έναν ηθικά κατακριτέο, τυφλό ή συνειδητό εγωισμό. Όσες κοινωνίες κατέληξαν στην κατάρρευση ήταν (όπως οι Μάγια) μάλλον μερικές από τις πιο δημιουργικές και (για ένα διάστημα) τις πιο ανεπτυγμένες και επιτυχημένες της εποχής τους, παρά ανόητες και πρωτόγονες.

Οι λαοί του παρελθόντος δεν ήταν ούτε αδαείς και κακοί διαχειριστές που τους άξιζε να εξοντωθούν ή να ξεκληριστούν ούτε παντογνώστες και ευσυνείδητοι περιβαλλοντολόγοι που έλυναν προβλήματα τα οποία εμείς αδυνατούμε σήμερα να λύσουμε. Ήταν άνθρωποι σαν εμάς και αντιμετώπιζαν προβλήματα σε γενικές γραμμές παρόμοια με εκείνα που εμείς αντιμετωπίζουμε σήμερα. Άλλοτε πετύχαιναν και άλλοτε αποτύγχαναν, για τους ίδιους λόγους που και εμείς σήμερα ενίοτε πετυχαίνουμε ενίοτε αποτυγχάνουμε. Ασφαλώς υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην κατάσταση που αντιμετωπίζουμε σήμερα και σε εκείνη που αντιμετώπισαν λαοί του παρελθόντος· υπάρχουν, ωστόσο, και αρκετές ομοιότητες ώστε να μπορούμε να μάθουμε από το παρελθόν.

Πάνω από όλα, θεωρώ κοντόφθαλμο και επικίνδυνο να επικαλούμαστε ιστορικές υποθέσεις για τις περιβαλλοντικές πρακτικές των ιθαγενών λαών, προκειμένου να στηρίξουμε τη δίκαιη αντιμετώπισή τους. Σε πολλές ή στις περισσότερες περιπτώσεις, οι ιστορικοί και οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν άφθονες αποδείξεις ότι η υπόθεση αυτή (σχετικά με την περιβαλλοντολογία τύπου Εδέμ) είναι λανθασμένη. Η επίκληση της εν λόγω υπόθεσης υπονοεί ότι θα έπρεπε να τους κακομεταχειριστούμε σε περίπτωση που δεν ίσχυε. Στην πραγματικότητα, η αντίθεση στην κακομεταχείρισή τους δεν βασίζεται σε καμία ιστορική υπόθεση σχετικά με τις περιβαλλοντικές πρακτικές τους: βασίζεται σε μια ηθική αρχή, στην παραδοχή δηλαδή ότι δεν πρέπει ένας λαός να ξεκληρίζει, να υποτάσσει ή να εξοντώνει κάποιον άλλο λαό.

Αυτά, όσον αφορά τη διχογνωμία σχετικά με τις οικολογικές καταρρεύσεις του παρελθόντος. Όσο για τις περιπλοκές, φυσικά και δεν αληθεύει ότι όλες οι κοινωνίες είναι καταδικασμένες να καταρρεύσουν εξαιτίας κάποιας περιβαλλοντικής καταστροφής: στο παρελθόν, μερικές κοινωνίες κατέρρευσαν, ενώ άλλες όχι· το πραγματικό ερώτημα λοιπόν έγκειται στο γιατί μερικές μόνο κοινωνίες αποδείχθηκαν ευάλωτες και σε τι διέφεραν όσες κατέρρευσαν από εκείνες που επιβίωσαν. Μερικές από τις κοινωνίες που θα εξετάσω, όπως των Ισλανδών και των Τικοπιανών, πέτυχαν να λύσουν εξαιρετικώς δύσκολα περιβαλλοντικά προβλήματα και να επιβιώσουν για μεγάλο διάστημα, εξακολουθώντας να είναι ισχυρές και σήμερα. Για παράδειγμα, όταν οι πρώτοι νορβηγοί άποικοι της Ισλανδίας συνάντησαν ένα περιβάλλον εκ πρώτης όψεως παρόμοιο με εκείνο της Νορβηγίας —αλλά πολύ διαφορετικό στην πραγματικότητα—, κατέστρεψαν ακούσια το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του ισλανδικού εδάφους και τα περισσότερα δάση του νησιού.

Η Ισλανδία υπήρξε για μεγάλο διάστημα η πιο φτωχή και πιο κατεστραμμένη οικολογικά χώρα της Ευρώπης. Εντούτοις, οι Ισλανδοί τελικά διδάχθηκαν από την εμπειρία τους, υιοθέτησαν εντατικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος και απολαμβάνουν σήμερα ένα από τα υψηλότερα κατά κεφαλήν εθνικά εισοδήματα στον κόσμο. Οι Τικοπιανοί κατοικούν σε ένα μικροσκοπικό νησί το οποίο βρίσκεται τόσο μακριά από οποιονδήποτε γείτονα ώστε υποχρεώθηκαν να γίνουν αυτάρκεις σχεδόν στα πάντα· διαχειρίστηκαν, ωστόσο, τους πόρους τους τόσο σχολαστικά και ρύθμισαν το μέγεθος του πληθυσμού τους με τόση προσοχή ώστε το νησί τους παραμένει παραγωγικό, έπειτα από 3.000 χρόνια ανθρώπινης παρουσίας. Έτσι, το ανά χείρας βιβλίο δεν αποτελεί μια αδιάκοπη σειρά από καταθλιπτικές ιστορίες αποτυχιών, αλλά περιλαμβάνει επίσης και ιστορίες επιτυχιών που αποτελούν παραδείγματα προς μίμηση και εμπνέουν αισιοδοξία.

Επιπρόσθετα, δεν γνωρίζω καμία περίπτωση κατά την οποία η κατάρρευση κάποιας κοινωνίας να μπορεί να αποδοθεί αποκλειστικά σε περιβαλλοντική καταστροφή: συμβάλλουν πάντα και άλλοι παράγοντες. Όταν άρχισα να σχεδιάζω το παρόν βιβλίο, δεν υπολόγισα αυτές τις περιπλοκές και νόμιζα, αφελώς, ότι το βιβλίο θα αναφερόταν απλώς σε περιβαλλοντικές καταστροφές. Τελικά, κατέληξα σε ένα πλαίσιο πέντε σημείων σχετικά με πιθανούς ενεχόμενους παράγοντες, τα οποία εξετάζω τώρα προσπαθώντας να κατανοήσω κάθε θεωρούμενη ως περιβαλλοντική κατάρρευση. Τέσσερα από αυτά τα σύνολα παραγόντων —περιβαλλοντική καταστροφή, κλιματική αλλαγή, εχθρικοί γείτονες και φιλικοί εμπορικοί εταίροι— ίσως αποδειχθούν σημαντικά, ίσως και όχι, για μια συγκεκριμένη κοινωνία. Η πέμπτη ομάδα παραγόντων —οι αντιδράσεις της κοινωνίας στα περιβαλλοντικά της προβλήματα-—-πάντα αποδεικνύεται σημαντική. Ας εξετάσουμε τούτες τις πέντε ομάδες παραγόντων μία προς μία, με μια σειρά που δεν υποδηλώνει προτεραιότητα αιτίων, αλλά διευκολύνει απλώς την παρουσίαση.

Μια πρώτη ομάδα παραγόντων αφορά τη ζημιά που οι άνθρωποι προκαλούν από αμέλεια στο περιβάλλον τους, όπως ανέφερα ήδη. Η έκταση και η αναστρεψιμότητα της ζημιάς αυτής εξαρτώνται εν μέρει από τις πράξεις και τις συνήθειες των ανθρώπων (για παράδειγμα, πόσα δέντρα κόβουν ανά στρέμμα ετησίως) και εν μέρει από ιδιότητες του περιβάλλοντος (όπως εκείνες που καθορίζουν πόσα νεαρά φυτά βλασταίνουν ανά στρέμμα και με τι ετήσιο ρυθμό αναπτύσσονται τα δενδρύλλια). Αυτές οι ιδιότητες του περιβάλλοντος αναφέρονται είτε ως «ευπάθεια» (ευαισθησία σε ζημιές) είτε ως «ανθεκτικότητα» (δυνατότητα ανάκαμψης από ζημιές), ενώ μπορεί κανείς να αναφέρεται χωριστά στην ευπάθεια ή την ανθεκτικότητα των δασών, των εδαφών, του ιχθυοπληθυσμού κ.λπ. μιας περιοχής. Επομένως, οι λόγοι για τους οποίους μόνο ορισμένες κοινωνίες υπέστησαν περιβαλλοντικές καταρρεύσεις μπορεί καταρχήν να σχετίζονται είτε με εξαιρετική επιπολαιότητα των λαών τους είτε με εξαιρετική ευπάθεια κάποιων όψεων του περιβάλλοντος τους, ή και με τα δύο.

Το επόμενο σημείο στο υπό εξέταση πλαίσιο των πέντε σημείων είναι η κλιματική αλλαγή, όρος τον οποίο σήμερα τείνουμε να συνδέουμε με την παγκόσμια θέρμανση που προκαλούν οι άνθρωποι. Στην πραγματικότητα, το κλίμα μπορεί να γίνεται θερμότερο ή ψυχρότερο, υγρότερο ή ξηρότερο, λιγότερο ή περισσότερο μεταβλητό μέσα σε μήνες ή σε χρόνια, λόγω αλλαγών στις φυσικές δυνάμεις που το διαμορφώνουν και οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με τους ανθρώπους. Παραδείγματα τέτοιων δυνάμεων αποτελούν οι μεταβολές στη θερμότητα που εκπέμπει ο Ήλιος, οι εκρήξεις ηφαιστείων που εκτοξεύουν σκόνη στην ατμόσφαιρα, οι αλλαγές στον προσανατολισμό του άξονα της Γης σε σχέση με την τροχιά της και οι αλλαγές στην κατανομή της ξηράς και του ωκεανού στην επιφάνεια της Γης. Μερικές από τις πολυσυζητημένες περιπτώσεις φυσικής κλιματικής αλλαγής είναι η επέκταση και η υποχώρηση ηπειρωτικών στρωμάτων πάγου κατά τη διάρκεια των Εποχών των Παγετώνων που άρχισαν πριν από 2 και πλέον εκατομμύρια χρόνια, η επονομαζόμενη Μικρή Εποχή των Παγετώνων από το 1400 έως το 1800 μ.Χ. περίπου και η παγκόσμια πτώση της θερμοκρασίας μετά την τεράστια ηφαιστειακή έκρηξη του Όρους Ταμπόρα της Ινδονησίας στις 5 Απριλίου 1815. Εκείνη η έκρηξη εκτόξευσε τόσο πολλή σκόνη στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας ώστε η ποσότητα ηλιακού φωτός που έφτανε στο έδαφος μειώθηκε έως ότου κατακάθισε η σκόνη, προκαλώντας εκτεταμένους λιμούς ακόμη και στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών και της μειωμένης συγκομιδής το καλοκαίρι τού 1816 («η χρονιά χωρίς καλοκαίρι»).

Η κλιματική αλλαγή αποτέλεσε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα απ’ ό,τι σήμερα για κοινωνίες του παρελθόντος στις οποίες δεν υπήρχε γραπτός λόγος και όπου η μέση διάρκεια ανθρώπινης ζωής ήταν μικρότερη, διότι το κλίμα σε πολλά μέρη του κόσμου τείνει να μεταβάλλεται όχι απλώς από τον ένα χρόνο στον άλλο αλλά σε μια χρονική κλίμακα πολλών δεκαετιών· για παράδειγμα, πολλές υγρές δεκαετίες τις οποίες ακολουθεί μισός αιώνας ξηρασίας. Σε πολλές προϊστορικές κοινωνίες, η μέση διάρκεια μίας ανθρώπινης γενιάς.

Η φιλοσοφική θέσμιση του χρόνου

Κάθε κοινωνία υπάρχει θεσμίζοντας τον κόσμο ως τον κόσμο της ή τον κόσμο της ως τον κόσμο και αυτοθεσμιζόμενη ως τμήμα αυτού του κόσμου.

Αυτής της θέσμισης, του κόσμου και της κοινωνίας από την ίδια την κοινωνία, ή θέσμιση του χρόνου είναι πάντοτε μια ουσιαστική συνιστώσα. Ξέρουμε όμως γιατί ο χρόνος θεσμίζεται ως χωριστός, και από τον χώρο και κυρίως από αυτό πού παράγεται μέσα στον χώρο;

Ο συνετός άνθρωπος κουνάει το κεφάλι του μπροστά σ’ αυτές τις φιλοσοφικές λεπτολογίες: υπάρχει χρόνος, οι άνθρωποι βλέπουν ο ένας τον άλλο να μεγαλώνουν, ν’ αλλάζουν, να πεθαίνουν, παρατηρούν τον ήλιο και τ’ άστρα που ανατέλλουν και δύουν κ.λπ. Το ξέρουμε κι εμείς το ίδιο καλά όπως κι αυτός. Αλλά γιατί λοιπόν αυτό πού «υπάρχει» τόσο αναμφισβήτητα, αυτοί οι αναμφισβήτητοι άνθρωποι το έθεσαν και το φαντάστηκαν με τρόπο τόσο αναμφισβήτητα διαφορετικό μέσα στην ιστορία; Γιατί το σκέφτηκαν σαν ανοιχτό ή κλειστό, αιωρούμενο ανάμεσα στα δύο σταθερά όρια της Δημιουργίας και της Παρουσίας, ή άπειρο, σαν χρόνο προόδου ή χρόνο πτώσης, σαν απόλυτα ομογενές ή ποιοτικά διαφοροποιημένο;

Όλα αυτά είναι ένας παραστασιακός κυκεώνας, συνεχίζει ο συνετός άνθρωπος, και η επιστημονική πρόοδος μάς απαλλάσσει βαθμηδόν από αυτόν, ξέρουμε όσο πάει και καλύτερα τι είναι ο χρόνος. Ως συνήθως, ο συνετός άνθρωπος αναφέρεται στην επιστήμη τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο την αγνοεί. Θα έπρεπε να τού δώσουμε την ευκαιρία - πράγμα πού γενικά δεν δέχεται - να συναντήσει τον σύγχρονο φυσικό, πού θα τού πει πώς αυτός τουλάχιστον δεν γνωρίζει τί είναι ο χρόνος, αν πραγματικά διακρίνεται από τον χώρο και με ποιό τρόπο, αν είναι άπειρος ή πεπερασμένος, ανοιχτός ή κυκλικός, αν αντιστοιχεί σε κάτι το διαχωρίσιμο από τον παρατηρητή ή απλώς σ’ έναν υποχρεωτικό, για κάθε παρατηρητή, τρόπο επισκόπησης μιας πολλαπλότητας.

Είναι πράγματι σαφές ότι, μόλις αρχίσουμε να θέτουμε ερωτήματα, η δυνατότητα να διακρίνουμε απόλυτα «χρόνο», «χώρο» και «ότι» εκεί απαντάται γίνεται από τις πιο προβληματικές, και είναι περιττό να υπενθυμίσουμε ότι η σχετική συζήτηση διατρέχει από τη μια άκρη στην άλλη την ιστορία της φιλοσοφίας και ακόμα και της επιστημονικής σκέψης, πού τα τελευταία της πενήντα χρόνια κονιορτοποίησαν τις βεβαιότητες πάνω σ’ αυτό το σημείο, όπως και σε πολλά άλλα. Υπάρχει πολλαπλό — ή, όπως έλεγε ό Καντ, πολυειδές· υπάρχει λοιπόν δεδομένο της διαφοράς ή της ετερότητας (όροι χρησιμοποιούμενοι εδώ προσωρινά σαν ισοδύναμοι και τούς όποιους θα οδηγηθούμε στη συνέχεια να διακρίνουμε και ν’ αντιδιαστείλουμε ριζικά). Γιατί λοιπόν αυτή η διαφορά ή ετερότητα τίθεται πάντοτε από το υποκείμενο και την κοινωνία, σαν δεδομένη μέσα σ’ ένα πρώτο περιβάλλον, τον «χώρο», όπως και μέσα σ’ ένα δεύτερο περιβάλλον, τον «χρόνο», και επίσης σαν διαχωρίσιμη από αυτό μέσα στο όποιο είναι;

Για ν’ αναμετρήσουμε το βάθος και τις λογικές συνέπειες αυτοί τού ζητήματος, θα έπρεπε να ανατρέξουμε διά μακρών στο πρώτο μεγάλο κείμενο της φιλοσοφίας, όπου «χώρος», «χρόνος» και «ότι» είναι θεματοποιήθηκαν και συζητήθηκαν ρητά στις σχέσεις τους και όπου εμφανίζονται ήδη όλες οι σχεδόν ανυπέρβλητες αναγκαιότητες πού θα κυβερνήσουν μέχρι σήμερα τη φιλοσοφική σκέψη: στον Τίμαιο τού Πλάτωνος.

Αυτό δεν μπορεί να γίνει εδώ. Πρέπει απλώς να υποδείξουμε μερικές από τις όψεις πού εμφανίζουν την δυνατότητα της κληρονομημένης σκέψης να σκεφτεί πραγματικά τον χρόνο, ένα χρόνο ουσιαστικά άλλο από τον χώρο. Δεν υπάρχει, στην αρχή, ούτε χρόνος ούτε χώρος σε αυτό πού ο Πλάτων παρέχει στον εαυτό του - παρέχει στον Δημιουργό -για να χτίσει τον κόσμο. Υπάρχει το άεϊ ον και το άει γιγνόμενον. «Πάντοτε» (άεί) είναι εδώ, το λέει ρητά ό Πλάτων, μια τερατώδης γλωσσική κατάχρηση: δεν είναι ή παγχρονικότητα, είναι η αχρονικότητα, πού τίθεται σαφώς ως αδυνατότητα, ως αδυναμία να συλληφθεί ή κίνηση και ή αλλοίωση (άκίνητον).

Ποιό είναι το προνόμιο ή απλώς το ίδιον, ή ουσία τού άεί όντος - ποιά είναι η ουσία της ουσίας; Το άεί ον είναι πάντοτε κατά τούς αυτούς καθορισμούς (άεί κατά ταυτά) αυτό σημαίνει: χρονικά, και από κάθε άποψη, είναι ταυτοτικά καθορισμένο, κατά το αυτό. Το άεί γιγνόμενον δεν γίνεται μαζί μ’ ένα χρόνο ή μέσα σ’ αυτόν - δεν υπάρχει «ακόμη» χρόνος μέσα στον όποιο θα μπορούσε να γίνει, να αλλοιωθεί. Αυτό το φαινομενικά άτοπο είναι μια καταφανής αναγκαιότητα: Το άεί γιγνόμενον, η γένεσις ως τέτοια ή αυτό πού πρέπει να τολμήσουμε να ονομάσουμε το είδος γένεσις, γένεσις απόλυτη και καθαρή, είναι αυτό πού δεν είναι «ποτέ» κατά τούς ίδιους καθορισμούς, αυτό πού είναι « πάντοτε » κατά καθορισμούς άλλους. Και, καθώς το «πάντοτε» και το «ποτέ» δεν έχουν και δεν μπορούν να έχουν εδώ μια χρονική σημασία, τούτο σημαίνει: αυτό πού, «σε κάθε (λογική) στιγμή και κάτω από όποια σχέση», στηρίζει αντιφατικούς καθορισμούς, πράγμα πού με τη σειρά του σημαίνει ότι δεν έχει, κάτω από καμία σχέση, έναν οποιονδήποτε καθορισμό. Το άεί γιγνόμενον σημαίνει σ’ αυτό το στάδιο: το τελείως μη καθορισμένο.

Αυτό δεν ισχύει για την πραγματική γένεση, γι’ αυτό πού γίνεται μέσα στον κόσμο, μείγμα από άεί γιγνόμενον — ακαθόριστο, άπειρον θα πει ο Πλάτων — και από άεί όν, καθορισμένο, πέρας — άρα πάντοτε υποταγμένο σε μορφές, σε ορθολογικές σχέσεις «καθ' όσον ην δυνατόν» (32 b), σε επί μέρους καθορισμούς. Μέσα σ’ αυτούς πρέπει να υπολογίσουμε και τον χρόνο τού κόσμου: εάν από τη μια μεριά ό χρόνος τού κόσμου συγγενεύει με τη γένεση λόγω της κινητικότητάς του (πού, ακόμη μια φορά, σημαίνει στην πραγματικότητα: ακαθοριστία), από την άλλη μεριά σχηματίζει-εικονίζει με τη συνολική του άναλλοιωσιμότητα, με την κυκλική του επανάληψη (γιατί είναι ουσιαστικά κυκλικός), συνεπώς με την οιονεί-ταυτότητά του προς τον εαυτό του, την αιωνιότητα/άχρονικότητα, της οποίας εκτυπώνεται το ίχνος στον κόσμο και στο πραγματικό γίγνεσθαι, και έδώ ακόμη μέσα στα όρια τού δυνατού (37 d): «είκώ... κινητόν τινα αίώνος... μένοντος αίώνος εν ένί κατ’ άριθμόν ίοϋσαν αιώνιον εικόνα...» Ό χρόνος είναι εικόνα-φιγούρα του μη χρόνου: με μια έννοια, ή φιλοσοφία (και ή επιστήμη), μόλις εγκαταλείπει την έκπληξη, την απορία, και θέλει να πει κάτι, ποτέ δεν μιλάει κατά βάθος διαφορετικά για τον χρόνο.

Ό χρόνος είναι αυτό πού επιτρέπει ή πραγματώνει την επιστροφή του αυτού: δεν αλλάζει τίποτα το σημαντικό, αν αυτή η επιστροφή νοείται ως αναλλοίωτη κυκλικότητα του γίγνεσθαι (όπως στις αρχαίες κοσμολογίες αλλά επίσης και σε μερικές λύσεις των εξισώσεων της γενικής θεωρίας της σχετικότητας) ή απλώς ως επανάληψη μέσα στον αιτιώδη καθορισμό και μ’ αυτόν. Γιατί λοιπόν κύκλοι πού επαναλαμβάνονται είναι άλλοι; Δεν μπορούν να λεχθούν άλλοι λόγω της ύπαρξής τους σ’ έναν «άλλο χρόνο», γιατί ό χρόνος είναι αποκλειστικά και μόνο μέσα στον καθέναν απ’ αυτούς τούς κύκλους, δεν είναι παρά μια «τοπική ιδιότητα», όπως άλλωστε και το « μη αντιστρεπτό » του (ο θάνατός μου σ’ αυτό τον κύκλο προηγείται της γέννησής μου στον επόμενο).

Ακόμα, πάνω σε τί μπορούμε να θεμελιώσουμε μια ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον χρόνο και τον «χώρο»; Όχι μόνο ό χρόνος — αυτός ό χρόνος - προϋποθέτει τον «χώρο» ως κύκλο, ως καθαρή εικόνα (μια εικόνα δεν μπορεί να είναι παρά μέσα στην απόσταση και στη διαχώριση και στην ενότητα αυτού πού είναι διαχωρισμένο) και ως εικόνα τινός — συνεπώς, σε μια σχέση με αυτό τού οποίου είναι εικόνα, αλλά είναι χώρος, στο μέτρο πού τίποτα εδώ δεν επιτρέπει να διακρίνουμε τον τρόπο πού συνανήκουν τα μέρη του ή οι στιγμές, από τον τρόπο πού συνανήκουν τα μέρη ή τα σημεία τού χώρου.

Το ρήμα αγαπώ

Το σ’ αγαπώ είναι μια ομολογία.

Ανάλογα με τον τρόπο ή τον τόνο που θα εκφραστεί διαλαλεί ένα αίσθημα εφορίας, πόνου, παροξυσμού, έκστασης, αγωνία, αδυναμίας.

Το σ’ αγαπώ είναι μια ικεσία.
Προσμένεις πως ο άλλος ως δια μαγείας να συγχρονιστεί με τα δικά σου συναισθήματα και θα απαντήσει θετικά βγάζοντας σε από την αγωνία της αβεβαιότητας.

Το σ’ αγαπώ είναι μια απολυτότητα.
Αν το πεις δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν είναι δυνατόν να σταματήσεις ν’ αγαπάς.

Γι’ αυτό αποφεύγεις να το ξεστομίσεις.
Φοβάσαι πως δεσμεύεσαι, πως δηλώνεις την επιθυμία να μείνεις μια ζωή με τον ίδιο άνθρωπο.

Όμως στην πραγματικότητα, όταν αγαπήσεις αληθινά, το μόνο που δεσμεύεις είναι ο εαυτός σου.

“Σ’ αγαπώ” δεν σημαίνει πως εγώ θα ζήσω μαζί σου, ό,τι κι αν συμβεί.
Σημαίνει πως “ό,τι και να μας συμβεί, εσύ θα ζεις πάντα μέσα μου”.

Δεν δηλώνει κτήση, αυταπάρνηση, θυσία. Δεν κατακερματίζει τα προσωπικά θέλω.
Δεν φοβάται να κινδυνέψει, να αφοσιωθεί, να αγκαλιάσει, να υποφέρει, να υπερβεί τον εαυτό του για χάρη εκείνου που αγαπά.

Δεν παίρνει πίσω την αγάπη του στην πρώτη δυσκολία ή αναποδιά.
Είναι δήλωση και πράξη ουσίας, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο.

Κι όμως… συνεχίζεις ν’ αποφεύγεις το “σ’ αγαπώ”.
Φοβάσαι πως ίσως κάνεις λάθος. Όμως, η αγάπη δεν κάνει λάθη. Εσύ κάνεις.

Αγαπάς αλλά συνηθίζεις να περνάς περισσότερο χρόνο με εκείνους που θέλεις λιγότερο. Ξοδεύεσαι σε ανούσιες στιγμές και αφήνεις τις αληθινές να προσπεράσουν.

Αγαπάς και θέλεις να σε αγαπούν με τον ίδιο τρόπο ενώ ξέρεις πως η αγάπη δεν μπαίνει σε καλούπια.
Επιμένεις να τη θέλεις με τους δικούς σου όρους, τη δική σου λογική. Να την κάνεις να μοιάζει με τη δική σου αγάπη.

Ωστόσο, καμιά αγάπη δεν είναι ποτέ η ίδια.

Αγάπη. Μια βαθιά τομή του Εμείς σε ένα ακέραιο Εγώ.

Κι ακόμη κι αν τύχει το Εμείς να χαθεί. Θα υπάρχει πάντα το Εγώ.

Εγώ (σ’) αγάπησα. Εγώ (σ’) αγαπώ.

ΟΤΑΝ ΜΟΥ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΑΝΤΑΠΟΔΙΔΩ

Ο Μόζι γεννήθηκε γύρω στο 470 π.Χ., λίγο μετά τον θάνατο του Κομφούκιου, και έλαβε την παραδοσιακή κινεζική παιδεία, η οποία βασιζόταν στα κλασικά κείμενα. Ωστόσο, αργότερα αντιπάθησε την έμφαση που έδινε ο κομφουκισμός στις φυλετικές σχέσεις, κάτι που τον οδήγησε να δημιουργήσει τη δική του σχολή σκέψης, υποστηρίζοντας την καθολική αγάπη ή τζιάν άι. Με το τζιάν άι, ο Μόζι εννοεί ότι πρέπει να νοιαζόμαστε για όλους τους ανθρώπους το ίδιο, ανεξάρτητα από την κοινωνική θέση ή τη σχέση τους με εμάς. Θεωρεί αυτή τη φιλοσοφία, η οποία «στηρίζει και διατηρεί τη ζωή», ως απολύτως αγαθοποιό και σε αρμονία με τις επιταγές του Ουρανού` η φιλοσοφία αυτή ονομάστηκε μοϊσμός.

Ο Μόζι πιστεύει ότι οι πράξεις μας έχουν πάντοτε ανταποδοτικότητα. Αν φερόμαστε στους άλλους όπως θέλουμε να μας φέρονται, τότε θα εισπράξουμε παρόμοια συμπεριφορά. Αυτή είναι η σημασία του ρητού «όταν μου προσφέρουν ένα ροδάκινο, ανταποδίδω με ένα δαμάσκηνο». Σύμφωνα με τον Μόζι, όταν αυτή η αρχή μέριμνας για όλους ακολουθείται από ηγέτες, αποφεύγονται οι πόλεμοι` όταν ακολουθείται από όλους, οδηγεί σε μια αρμονικότερη και, άρα, παραγωγικότερη κοινωνία. Αυτή η ιδέα διέπεται από παρόμοιο πνεύμα με την ιδέα του ωφελιμισμού, που πρότειναν οι δυτικοί φιλόσοφοι τον 19ο αιώνα.

Λιμοκτονούν ηθικά οι άνθρωποι που δεν βρίσκουν μέσα στην παιδεία του τόπου και του καιρού των τα στοιχεία που θα θρέψουν το πνεύμα τους

Cultura (Kultur) ονομάζεται στη διεθνή γλώσσα, ως εξαντικειμενικευμένο πνεύμα (objektiver Geist), το ιστορικό περιβάλλον. Στην ελληνική μεταφράζαμε τον όρο με τη λέξη «πολιτισμός» (πλάσμα των αρχών του 19ου αιώνα)∙ θα προτιμούσα όμως στη θέση της την αρχαία Eλληνική παιδεία (που καταχρηστικά τη μεταχειριζόμαστε σήμερα για να δηλώσομε αυτό που κυριολεκτικά πρέπει να ονομάζεται εκπαίδευση—instruction). Την παιδεία αποτελούν τα δοκιμασμένα και κατακυρωμένα από το χρόνο προϊόντα της πνευματικής παραγωγής του ανθρώπου ως όντος κατ’ εξοχήν κοινωνικού. Συγκεκριμένα:

1. Η γλώσσα και οι κανόνες της σκέψης
2. Ο μύθος και οι τύποι της λατρείας
3. Τα έθιμα του οικογενειακού βίου
4. Οι πολιτικοί θεσμοί και το δίκαιο
5. Οι μέθοδοι της εργασίας και της συναλλαγής
6. Οι καλαισθητικές και οι ηθικές αποτιμήσεις
7. Οι τρόποι της κοινωνικής συμπεριφοράς.

(Επισημαίνω τα κυριότερα στοιχεία. Η σειρά δεν είναι ένδειξη αξιολογικής προτεραιότητας).

Με το νόημα τούτο η παιδεία είναι ένα κεφάλαιο από πνευματικά αγαθά που σχηματίζεται σιγά ‐ σιγά μέσα στην ιστορία και από την ιστορία ενός λαού (ή μιας οικογένειας λαών) και καθώς περνάει από γενεά σε γενεά μεγαλώνει σαν τη χιονόσφαιρα, ή συμπιέζεται και φθίνει.

Στις εποχές της πνευματικής στειρότητας το κεφάλαιο τούτο, μένοντας ανεκμετάλλευτο, φθείρεται, λιγοστεύει, χάνει ένα μικρό ή μεγάλο μέρος της αξίας του. Όταν πάλι μπαίνουν στον ιστορικό στίβο γενεές με πνεύμα γενναίο και δημιουργικό, που όχι μόνο «παίρνουν» από την παιδεία του λαού τους, αλλά και της «δίνουν» με τη φαντασία, την ευαισθησία, την οξύνοια, την πρωτοβουλία τους, το κεφάλαιο πολλαπλασιάζεται, επενδύεται σε αξίες υψηλότερου επιπέδου, και τότε είναι τυχερώτερες οι επερχόμενες γενεές, γιατί θα ζήσουν μέσα σ’ ένα ευνοϊκότερο για την προκοπή τους πνευματικό περιβάλλον, στους κόλπους μιας παιδείας πλουσιότερης, βαθύτερης, λεπτότερης. 

Είναι λοιπόν αγαθή τύχη και δώρο ακριβό για ένα λαό, για μια γενεά, ή για ένα άτομο να διατρέξει την τροχιά της ζωής του μέσα στον κύκλο ενός μεγάλου πολιτισμού, και δύστηνος εκείνος που ο χώρος και ο χρόνος του τον ανάγκασαν να γίνει τρόφιμος μιας παιδείας αποτελματωμένης, φτωχής και ανάπηρης. Όπως ένας οργανισμός αρρωσταίνει ή φυτοζωεί όταν δεν βρίσκει στο φυσικό περιβάλλον τις ουσίες
που χρειάζεται για να συντηρηθεί και να ευδοκιμήσει, έτσι και λιμοκτονούν ηθικά οι
άνθρωποι που δεν βρίσκουν μέσα στην παιδεία του τόπου και του καιρού των τα στοιχεία
που θα θρέψουν το πνεύμα τους, για να δυναμώσει και ν’ ακτινοβολήσει. Ακόμη και εκλεκτά
άτομα δεν μπορούν κατά το μέγεθός τους να λάμψουν στο θολό στερέωμα μιας
μισοσβησμένης παιδείας. Έχει και σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμογή η παρατήρηση του
Θεμιστοκλή: ούτε ο Σίφνιος στην Αθήνα ούτε αυτός στη Σίφνο θ’ αξιωνόταν να τελέσει τα
έργα που τον εδόξασαν.

Η μετατόπιση των βασικών γραμμών

Ίσως αυτό το κλιματικό χάος που ήδη βιώνουμε, αυτή η αυξανόμενη χορωδία σημάτων συναγερμού από όλο τον κόσμο, να γίνει απλώς η νέα μας κανονικότητα, το νέο φυσιολογικό. Ίσως απλά να συνηθίσουμε την εισοδηματική ανισότητα, την πολιτική δυσλειτουργία και τα διαδοχικά κύματα ενός θανατηφόρου ιού. Εξάλλου οι άνθρωποι συχνά δεν θυμούνται τι είναι αυτό που έχουν χάσει και δεν απαιτούν να αποκατασταθεί. Αντίθετα, προσαρμόζονται σε αυτό που έχουν.

Η έννοια της μετατόπισης βασικών γραμμών εισήχθη σε μια εργασία του 1995 από τον Γάλλο θαλάσσιο βιολόγο Daniel Pauly. Ο Ρόμπερτς εξηγεί:

Τι είναι λοιπόν οι μεταβαλλόμενες γραμμές βάσης; Σκεφτείτε ένα είδος ψαριού που υπεραλιεύεται μέχρι εξαφάνισης σε μια περιοχή για, ας πούμε, 100 χρόνια. Μια παλιότερη γενιά ψαράδων αρχικά ψάρευε αυτά τα ψάρια σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο αφθονίας. Σιγά σιγά ύστερα από χρόνια, όταν αυτοί οι ψαράδες βγουν στη σύνταξη ή αποσυρθούν, το επίπεδο έχει πέσει χαμηλότερα.

Για τη νέα γενιά ψαράδων που μπαίνει μετά από αυτούς, αυτό το χαμηλότερο επίπεδο είναι το νέο φυσιολογικό, η νέα γραμμή βάσης τους. Σπάνια γνωρίζουν τη βασική γραμμή που χρησιμοποιήθηκε από την προηγούμενη γενιά, η οποία έχει και μικρή συναισθηματική σημασία σε σχέση με την προσωπική τους εμπειρία.

Και έτσι συνεχίζεται η ιστορία, κάθε νέα γενιά μετατοπίζει τη γραμμή βάσης προς τα κάτω. Μέχρι που στο τέλος, οι ψαράδες δραστηριοποιούνται σε ένα ριζικά υποβαθμισμένο οικοσύστημα, αλλά δεν το αντιλαμβάνονται πλήρως, γιατί οι βασικές τους γραμμές είχαν τεθεί ήδη σε χαμηλό επίπεδο.

Με τον καιρό, τα ψάρια εξαφανίζονται – μια τεράστια, τραγική απώλεια – αλλά κανένας ψαράς δεν βιώνει την πλήρη μετάβαση από την αφθονία στην ερήμωση. Καμία γενιά δεν βιώνει το σύνολο της απώλειας. Αυτή η τμηματοποίηση της εμπειρίας που βιώνει η κάθε γενιά με την πάροδο του χρόνου, δεν είναι αρκετά μεγάλη για να οδηγήσει σε προληπτική δράση. Μέχρι να εξαφανιστούν τα ψάρια, οι ψαράδες μετά βίας το αντιλαμβάνονται, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα αυτά τα λίγα πλέον ψάρια.

Και μη νομίζεται ότι είναι μόνο ομάδες που λειτουργούν έτσι. Αποδεικνύεται ότι, κατά τη διάρκεια της ζωής τους και ατομικά οι άνθρωποι κάνουν ακριβώς το ίδιο, δηλαδή προσαρμόζονται σε νέες γραμμές βάσης.

«Υπάρχει πλήθος ερευνών που δείχνουν ότι τείνουμε να προσαρμοζόμαστε στις περιστάσεις εάν είναι σταθερές με την πάροδο του χρόνου, ακόμα κι αν σταδιακά επιδεινώνονται», αναφέρει ο George Loewenstein, καθηγητής οικονομικών και ψυχολογίας, που φέρνει ως παράδειγμα το London Blitz (όταν κατά τη διάρκεια του Β’ ΠΠ, οι βόμβες έπεφταν στο Λονδίνο επί μήνες) ή την Ιντιφάντα στο Ισραήλ, όπου οι άνθρωποι προσαρμόστηκαν σιγά σιγά σε αδιανόητες συνθήκες.

«Ο φόβος τείνει να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου όταν ένας κίνδυνος παραμένει σταθερός. Μετά από λίγο, υποχωρεί στο παρασκήνιο, φαινομενικά όσο άσχημος κι αν είναι».

Επίκουρος, ένας πραγματικά δημοκρατικός φιλόσοφος

Πολιτεύματα και νόμοι είναι παροδικοί, ισχύουν όσο τ ανέχονται οι άνθρωποι. Όταν καταντούν τυραννικοί και “παρά φύσιν βιάζονται”, πρέπει ν αντικατασταθούν με ανθρωπινότερους.

Ο περίφημος σοφιστής όπως ήταν επόμενο απόκτησε φήμη άθεου «άθεον εκτήσατο δόξαν».

Η ανθρωπομετρική άποψη ήταν για την ολιγαρχία χτύπημα σκληρότερο από τη μηχανιστική αντίληψη της ιωνικής φυσικής για τον κόσμο. Της αφαιρούσε άσπλαχνα τη θεική πρόνοια, που τα είχε κανονίσει τόσο φρόνιμα, να είναι δηλαδή αυτοί αφεντάδες κι οι άλλοι υποζύγια. Ο γέρος Πλάτων γράφει νοσταλγικά: “ο δε θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον αν είη μάλιστα”

Έτσι ο Έλληνας δημοκρατικός άνθρωπος, άσκιαχτος από τις υπερφυσικές δυνάμεις, γίνεται από θεονόμος ανθρωπονόμος και παίρνει στα χέρια την τύχη του, ρυθμίζει την τεχνική, οικονομική και πολιτική ζωή με πρωτοβουλία δική του.

Οι θεσμοί, οι νόμοι, οι έξεις, η γλώσσα, η θρησκεία, είναι δικά του κατασκευάσματα.

Την ομιλία του δεν του τη δίδαξε κανένα θεός, τις τέχνες καμιά Αθηνά.

Την έννομη κοινωνική ζωή την οργάνωσε ο ίδιος ο άνθρωπος με το φιλότιμο και το αίσθημα του δικαίου (αιδώς και δίκη) που έχει μέσα του.

Η αγάπη της δικαιοσύνης το όσιο και ιερό, είναι συγκινήσεις του ανθρώπου ανεξάρτητες από πίστη σε θεό. Οι θεοί κατάντησαν το πολύ διακοσμητικοί, όπως έγινε πολύ πιο συνειδητά στον Επίκουρο. Την θέση τους την πήρε το ανθρώπινο λογικό.

Ο άνθρωπος δεν ενεργεί από φόβο κανενός θεού παρά από εσωτερική ανάγκη να είναι ηθικός, γιατί το φωτισμένο μυαλό του λέει πως συμφέρον του είναι να ενεργεί έτσι, επειδή ξέρει πως χωρίς εκείνα τα κοινωνικά αισθήματα τα χωρίς (αιδώς και δίκη), δεν υπάρχει ούτε κράτος ούτε άτομο.

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 2.35.1–2.46.2

(ΘΟΥΚ 2.34.1–2.46.2: Ο Επιτάφιος του Περικλή) 

Προοίμιον (35) – Έπαινος του παρελθόντος, των συγχρόνων, του δημοκρατικού πολιτεύματος (36-41) – Έπαινος των νεκρών, προτροπή στους επιζήσαντες (42-43) – Παραμυθία-συμβουλές στους συγγενείς (44-45) – Ἐπίλογος

[2.35.1] «Οἱ μὲν πολλοὶ τῶν ἐνθάδε ἤδη εἰρηκότων ἐπαινοῦσι τὸν
προσθέντα τῷ νόμῳ τὸν λόγον τόνδε, ὡς καλὸν ἐπὶ τοῖς ἐκ
τῶν πολέμων θαπτομένοις ἀγορεύεσθαι αὐτόν. ἐμοὶ δὲ
ἀρκοῦν ἂν ἐδόκει εἶναι ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων
ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς, οἷα καὶ νῦν περὶ τὸν τάφον
τόνδε δημοσίᾳ παρασκευασθέντα ὁρᾶτε, καὶ μὴ ἐν ἑνὶ ἀνδρὶ
πολλῶν ἀρετὰς κινδυνεύεσθαι εὖ τε καὶ χεῖρον εἰπόντι πι-
στευθῆναι. [2.35.2] χαλεπὸν γὰρ τὸ μετρίως εἰπεῖν ἐν ᾧ μόλις καὶ
ἡ δόκησις τῆς ἀληθείας βεβαιοῦται. ὅ τε γὰρ ξυνειδὼς καὶ
εὔνους ἀκροατὴς τάχ’ ἄν τι ἐνδεεστέρως πρὸς ἃ βούλεταί τε
καὶ ἐπίσταται νομίσειε δηλοῦσθαι, ὅ τε ἄπειρος ἔστιν ἃ καὶ
πλεονάζεσθαι, διὰ φθόνον, εἴ τι ὑπὲρ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἀκούοι.
μέχρι γὰρ τοῦδε ἀνεκτοὶ οἱ ἔπαινοί εἰσι περὶ ἑτέρων λεγό-
μενοι, ἐς ὅσον ἂν καὶ αὐτὸς ἕκαστος οἴηται ἱκανὸς εἶναι
δρᾶσαί τι ὧν ἤκουσεν· τῷ δὲ ὑπερβάλλοντι αὐτῶν φθονοῦντες
ἤδη καὶ ἀπιστοῦσιν. [2.35.3] ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη
ταῦτα καλῶς ἔχειν, χρὴ καὶ ἐμὲ ἑπόμενον τῷ νόμῳ πειρᾶσθαι
ὑμῶν τῆς ἑκάστου βουλήσεώς τε καὶ δόξης τυχεῖν ὡς ἐπὶ
πλεῖστον.

[2.36.1] «Ἄρξομαι δὲ ἀπὸ τῶν προγόνων πρῶτον· δίκαιον γὰρ
αὐτοῖς καὶ πρέπον δὲ ἅμα ἐν τῷ τοιῷδε τὴν τιμὴν ταύτην
τῆς μνήμης δίδοσθαι. τὴν γὰρ χώραν οἱ αὐτοὶ αἰεὶ οἰκοῦντες
διαδοχῇ τῶν ἐπιγιγνομένων μέχρι τοῦδε ἐλευθέραν δι’ ἀρετὴν
παρέδοσαν. [2.36.2] καὶ ἐκεῖνοί τε ἄξιοι ἐπαίνου καὶ ἔτι μᾶλλον οἱ
πατέρες ἡμῶν· κτησάμενοι γὰρ πρὸς οἷς ἐδέξαντο ὅσην
ἔχομεν ἀρχὴν οὐκ ἀπόνως ἡμῖν τοῖς νῦν προσκατέλιπον.
[2.36.3] τὰ δὲ πλείω αὐτῆς αὐτοὶ ἡμεῖς οἵδε οἱ νῦν ἔτι ὄντες μάλιστα
ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ ἡλικίᾳ ἐπηυξήσαμεν καὶ τὴν πόλιν τοῖς
πᾶσι παρεσκευάσαμεν καὶ ἐς πόλεμον καὶ ἐς εἰρήνην αὐταρ-
κεστάτην. [2.36.4] ὧν ἐγὼ τὰ μὲν κατὰ πολέμους ἔργα, οἷς ἕκαστα
ἐκτήθη, ἢ εἴ τι αὐτοὶ ἢ οἱ πατέρες ἡμῶν βάρβαρον ἢ Ἕλληνα
πολέμιον ἐπιόντα προθύμως ἠμυνάμεθα, μακρηγορεῖν ἐν εἰ-
δόσιν οὐ βουλόμενος ἐάσω· ἀπὸ δὲ οἵας τε ἐπιτηδεύσεως
ἤλθομεν ἐπ’ αὐτὰ καὶ μεθ’ οἵας πολιτείας καὶ τρόπων ἐξ
οἵων μεγάλα ἐγένετο, ταῦτα δηλώσας πρῶτον εἶμι καὶ ἐπὶ
τὸν τῶνδε ἔπαινον, νομίζων ἐπί τε τῷ παρόντι οὐκ ἂν ἀπρεπῆ
λεχθῆναι αὐτὰ καὶ τὸν πάντα ὅμιλον καὶ ἀστῶν καὶ ξένων
ξύμφορον εἶναι ἐπακοῦσαι αὐτῶν.

[2.37.1] «Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας
νόμους, παράδειγμα δὲ μᾶλλον αὐτοὶ ὄντες τισὶν ἢ μιμού-
μενοι ἑτέρους. καὶ ὄνομα μὲν διὰ τὸ μὴ ἐς ὀλίγους ἀλλ’
ἐς πλείονας οἰκεῖν δημοκρατία κέκληται· μέτεστι δὲ κατὰ
μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα πᾶσι τὸ ἴσον, κατὰ
δὲ τὴν ἀξίωσιν, ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, οὐκ ἀπὸ μέρους
τὸ πλέον ἐς τὰ κοινὰ ἢ ἀπ’ ἀρετῆς προτιμᾶται, οὐδ’ αὖ
κατὰ πενίαν, ἔχων γέ τι ἀγαθὸν δρᾶσαι τὴν πόλιν, ἀξιώ-
ματος ἀφανείᾳ κεκώλυται. [2.37.2] ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ
κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’
ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι’ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ
καθ’ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ
τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι. [2.37.3] ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια
προσομιλοῦντες τὰ δημόσια διὰ δέος μάλιστα οὐ παρανο-
μοῦμεν, τῶν τε αἰεὶ ἐν ἀρχῇ ὄντων ἀκροάσει καὶ τῶν νόμων,
καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων
κεῖνται καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην ὁμολογουμένην
φέρουσιν.

[2.38.1] «Καὶ μὴν καὶ τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ
ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν γε καὶ θυσίαις διετησίοις νομίζοντες,
ἰδίαις δὲ κατασκευαῖς εὐπρεπέσιν, ὧν καθ’ ἡμέραν ἡ τέρψις
τὸ λυπηρὸν ἐκπλήσσει. [2.38.2] ἐπεσέρχεται δὲ διὰ μέγεθος τῆς
πόλεως ἐκ πάσης γῆς τὰ πάντα, καὶ ξυμβαίνει ἡμῖν μηδὲν
οἰκειοτέρᾳ τῇ ἀπολαύσει τὰ αὐτοῦ ἀγαθὰ γιγνόμενα καρποῦ-
σθαι ἢ καὶ τὰ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων.

[2.39.1] «Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν
ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ
οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ
θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφελη-
θείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις
ἢ τῷ ἀφ’ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς
παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀν-
δρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν
ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. [2.39.2] τεκμήριον
δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ’ ἑαυτούς, μεθ’ ἁπάντων δὲ
ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ
ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν
οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν. [2.39.3] ἁθρόᾳ
τε τῇ δυνάμει ἡμῶν οὐδείς πω πολέμιος ἐνέτυχε διὰ τὴν τοῦ
ναυτικοῦ τε ἅμα ἐπιμέλειαν καὶ τὴν ἐν τῇ γῇ ἐπὶ πολλὰ
ἡμῶν αὐτῶν ἐπίπεμψιν· ἢν δέ που μορίῳ τινὶ προσμείξωσι,
κρατήσαντές τέ τινας ἡμῶν πάντας αὐχοῦσιν ἀπεῶσθαι καὶ
νικηθέντες ὑφ’ ἁπάντων ἡσσῆσθαι. [2.39.4] καίτοι εἰ ῥᾳθυμίᾳ μᾶλ-
λον ἢ πόνων μελέτῃ καὶ μὴ μετὰ νόμων τὸ πλέον ἢ τρόπων
ἀνδρείας ἐθέλομεν κινδυνεύειν, περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς τε
μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, καὶ ἐς αὐτὰ ἐλθοῦσι
μὴ ἀτολμοτέρους τῶν αἰεὶ μοχθούντων φαίνεσθαι, καὶ ἔν
τε τούτοις τὴν πόλιν ἀξίαν εἶναι θαυμάζεσθαι καὶ ἔτι ἐν
ἄλλοις.

[2.40.1] «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ’ εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν
ἄνευ μαλακίας· πλούτῳ τε ἔργου μᾶλλον καιρῷ ἢ λόγου
κόμπῳ χρώμεθα, καὶ τὸ πένεσθαι οὐχ ὁμολογεῖν τινὶ αἰσχρόν,
ἀλλὰ μὴ διαφεύγειν ἔργῳ αἴσχιον. [2.40.2] ἔνι τε τοῖς αὐτοῖς οἰκείων
ἅμα καὶ πολιτικῶν ἐπιμέλεια, καὶ ἑτέροις πρὸς ἔργα τετραμ-
μένοις τὰ πολιτικὰ μὴ ἐνδεῶς γνῶναι· μόνοι γὰρ τόν τε
μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ’ ἀχρεῖον νομί-
ζομεν, καὶ οἱ αὐτοὶ ἤτοι κρίνομέν γε ἢ ἐνθυμούμεθα ὀρθῶς
τὰ πράγματα, οὐ τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις βλάβην ἡγούμενοι,
ἀλλὰ μὴ προδιδαχθῆναι μᾶλλον λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ
ἔργῳ ἐλθεῖν. [2.40.3] διαφερόντως γὰρ δὴ καὶ τόδε ἔχομεν ὥστε
τολμᾶν τε οἱ αὐτοὶ μάλιστα καὶ περὶ ὧν ἐπιχειρήσομεν
ἐκλογίζεσθαι· ὃ τοῖς ἄλλοις ἀμαθία μὲν θράσος, λογισμὸς
δὲ ὄκνον φέρει. κράτιστοι δ’ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν
οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ
ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων. [2.40.4] καὶ τὰ ἐς ἀρε-
τὴν ἐνηντιώμεθα τοῖς πολλοῖς· οὐ γὰρ πάσχοντες εὖ, ἀλλὰ
δρῶντες κτώμεθα τοὺς φίλους. βεβαιότερος δὲ ὁ δράσας
τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι’ εὐνοίας ᾧ δέδωκε σῴζειν·
ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς
ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων. [2.40.5] καὶ μόνοι οὐ τοῦ ξυμφέ-
ροντος μᾶλλον λογισμῷ ἢ τῆς ἐλευθερίας τῷ πιστῷ ἀδεῶς
τινὰ ὠφελοῦμεν.

[2.41.1] «Ξυνελών τε λέγω τήν τε πᾶσαν πόλιν τῆς Ἑλλάδος
παίδευσιν εἶναι καὶ καθ’ ἕκαστον δοκεῖν ἄν μοι τὸν αὐτὸν
ἄνδρα παρ’ ἡμῶν ἐπὶ πλεῖστ’ ἂν εἴδη καὶ μετὰ χαρίτων
μάλιστ’ ἂν εὐτραπέλως τὸ σῶμα αὔταρκες παρέχεσθαι. [2.41.2] καὶ
ὡς οὐ λόγων ἐν τῷ παρόντι κόμπος τάδε μᾶλλον ἢ ἔργων
ἐστὶν ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ δύναμις τῆς πόλεως, ἣν ἀπὸ τῶνδε
τῶν τρόπων ἐκτησάμεθα, σημαίνει. [2.41.3] μόνη γὰρ τῶν νῦν
ἀκοῆς κρείσσων ἐς πεῖραν ἔρχεται, καὶ μόνη οὔτε τῷ πολε-
μίῳ ἐπελθόντι ἀγανάκτησιν ἔχει ὑφ’ οἵων κακοπαθεῖ οὔτε
τῷ ὑπηκόῳ κατάμεμψιν ὡς οὐχ ὑπ’ ἀξίων ἄρχεται. [2.41.4] μετὰ
μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν
παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα,
καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε Ὁμήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις
ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ’ ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ
ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν
τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ
μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. [2.41.5] περὶ
τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαι-
ρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων
πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν.

[2.42.1] «Δι’ ὃ δὴ καὶ ἐμήκυνα τὰ περὶ τῆς πόλεως, διδασκαλίαν
τε ποιούμενος μὴ περὶ ἴσου ἡμῖν εἶναι τὸν ἀγῶνα καὶ οἷς
τῶνδε μηδὲν ὑπάρχει ὁμοίως, καὶ τὴν εὐλογίαν ἅμα ἐφ’ οἷς
νῦν λέγω φανερὰν σημείοις καθιστάς. [2.42.2] καὶ εἴρηται αὐτῆς
τὰ μέγιστα· ἃ γὰρ τὴν πόλιν ὕμνησα, αἱ τῶνδε καὶ τῶν
τοιῶνδε ἀρεταὶ ἐκόσμησαν, καὶ οὐκ ἂν πολλοῖς τῶν Ἑλλή-
νων ἰσόρροπος ὥσπερ τῶνδε ὁ λόγος τῶν ἔργων φανείη.
δοκεῖ δέ μοι δηλοῦν ἀνδρὸς ἀρετὴν πρώτη τε μηνύουσα καὶ
τελευταία βεβαιοῦσα ἡ νῦν τῶνδε καταστροφή. [2.42.3] καὶ γὰρ
τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς
πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι· ἀγαθῷ γὰρ κακὸν ἀφανί-
σαντες κοινῶς μᾶλλον ὠφέλησαν ἢ ἐκ τῶν ἰδίων ἔβλαψαν.
[2.42.4] τῶνδε δὲ οὔτε πλούτου τις τὴν ἔτι ἀπόλαυσιν προτιμήσας
ἐμαλακίσθη οὔτε πενίας ἐλπίδι, ὡς κἂν ἔτι διαφυγὼν αὐτὴν
πλουτήσειεν, ἀναβολὴν τοῦ δεινοῦ ἐποιήσατο· τὴν δὲ τῶν
ἐναντίων τιμωρίαν ποθεινοτέραν αὐτῶν λαβόντες καὶ κινδύ-
νων ἅμα τόνδε κάλλιστον νομίσαντες ἐβουλήθησαν μετ’
αὐτοῦ τοὺς μὲν τιμωρεῖσθαι, τῶν δὲ ἐφίεσθαι, ἐλπίδι μὲν
τὸ ἀφανὲς τοῦ κατορθώσειν ἐπιτρέψαντες, ἔργῳ δὲ περὶ τοῦ
ἤδη ὁρωμένου σφίσιν αὐτοῖς ἀξιοῦντες πεποιθέναι, καὶ ἐν
αὐτῷ τῷ ἀμύνεσθαι καὶ παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἢ [τὸ]
ἐνδόντες σῴζεσθαι, τὸ μὲν αἰσχρὸν τοῦ λόγου ἔφυγον, τὸ δ’
ἔργον τῷ σώματι ὑπέμειναν καὶ δι’ ἐλαχίστου καιροῦ τύχης
ἅμα ἀκμῇ τῆς δόξης μᾶλλον ἢ τοῦ δέους ἀπηλλάγησαν.

[2.43.1] «Καὶ οἵδε μὲν προσηκόντως τῇ πόλει τοιοίδε ἐγένοντο·
τοὺς δὲ λοιποὺς χρὴ ἀσφαλεστέραν μὲν εὔχεσθαι, ἀτολμο-
τέραν δὲ μηδὲν ἀξιοῦν τὴν ἐς τοὺς πολεμίους διάνοιαν ἔχειν,
σκοποῦντας μὴ λόγῳ μόνῳ τὴν ὠφελίαν, ἣν ἄν τις πρὸς
οὐδὲν χεῖρον αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας μηκύνοι, λέγων ὅσα ἐν
τῷ τοὺς πολεμίους ἀμύνεσθαι ἀγαθὰ ἔνεστιν, ἀλλὰ μᾶλλον
τὴν τῆς πόλεως δύναμιν καθ’ ἡμέραν ἔργῳ θεωμένους καὶ
ἐραστὰς γιγνομένους αὐτῆς, καὶ ὅταν ὑμῖν μεγάλη δόξῃ εἶναι,
ἐνθυμουμένους ὅτι τολμῶντες καὶ γιγνώσκοντες τὰ δέοντα
καὶ ἐν τοῖς ἔργοις αἰσχυνόμενοι ἄνδρες αὐτὰ ἐκτήσαντο, καὶ
ὁπότε καὶ πείρᾳ του σφαλεῖεν, οὐκ οὖν καὶ τὴν πόλιν γε τῆς
σφετέρας ἀρετῆς ἀξιοῦντες στερίσκειν, κάλλιστον δὲ ἔρανον
αὐτῇ προϊέμενοι. [2.43.2] κοινῇ γὰρ τὰ σώματα διδόντες ἰδίᾳ τὸν
ἀγήρων ἔπαινον ἐλάμβανον καὶ τὸν τάφον ἐπισημότατον,
οὐκ ἐν ᾧ κεῖνται μᾶλλον, ἀλλ’ ἐν ᾧ ἡ δόξα αὐτῶν παρὰ τῷ
ἐντυχόντι αἰεὶ καὶ λόγου καὶ ἔργου καιρῷ αἰείμνηστος κατα-
λείπεται. [2.43.3] ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος, καὶ οὐ
στηλῶν μόνον ἐν τῇ οἰκείᾳ σημαίνει ἐπιγραφή, ἀλλὰ καὶ ἐν
τῇ μὴ προσηκούσῃ ἄγραφος μνήμη παρ’ ἑκάστῳ τῆς γνώμης
μᾶλλον ἢ τοῦ ἔργου ἐνδιαιτᾶται. [2.43.4] οὓς νῦν ὑμεῖς ζηλώσαντες
καὶ τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον
κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους. [2.43.5] οὐ
γὰρ οἱ κακοπραγοῦντες δικαιότερον ἀφειδοῖεν ἂν τοῦ βίου,
οἷς ἐλπὶς οὐκ ἔστιν ἀγαθοῦ, ἀλλ’ οἷς ἡ ἐναντία μεταβολὴ
ἐν τῷ ζῆν ἔτι κινδυνεύεται καὶ ἐν οἷς μάλιστα μεγάλα τὰ
διαφέροντα, ἤν τι πταίσωσιν. [2.43.6] ἀλγεινοτέρα γὰρ ἀνδρί γε
φρόνημα ἔχοντι ἡ μετὰ τοῦ [ἐν τῷ] μαλακισθῆναι κάκωσις ἢ
ὁ μετὰ ῥώμης καὶ κοινῆς ἐλπίδος ἅμα γιγνόμενος ἀναίσθητος
θάνατος.

[2.44.1] «Δι’ ὅπερ καὶ τοὺς τῶνδε νῦν τοκέας, ὅσοι πάρεστε, οὐκ
ὀλοφύρομαι μᾶλλον ἢ παραμυθήσομαι. ἐν πολυτρόποις γὰρ
ξυμφοραῖς ἐπίστανται τραφέντες· τὸ δ’ εὐτυχές, οἳ ἂν τῆς
εὐπρεπεστάτης λάχωσιν, ὥσπερ οἵδε μὲν νῦν, τελευτῆς, ὑμεῖς
δὲ λύπης, καὶ οἷς ἐνευδαιμονῆσαί τε ὁ βίος ὁμοίως καὶ ἐν-
τελευτῆσαι ξυνεμετρήθη. [2.44.2] χαλεπὸν μὲν οὖν οἶδα πείθειν ὄν,
ὧν καὶ πολλάκις ἕξετε ὑπομνήματα ἐν ἄλλων εὐτυχίαις, αἷς
ποτὲ καὶ αὐτοὶ ἠγάλλεσθε· καὶ λύπη οὐχ ὧν ἄν τις μὴ
πειρασάμενος ἀγαθῶν στερίσκηται, ἀλλ’ οὗ ἂν ἐθὰς γενό-
μενος ἀφαιρεθῇ. [2.44.3] καρτερεῖν δὲ χρὴ καὶ ἄλλων παίδων ἐλπίδι,
οἷς ἔτι ἡλικία τέκνωσιν ποιεῖσθαι· ἰδίᾳ τε γὰρ τῶν οὐκ
ὄντων λήθη οἱ ἐπιγιγνόμενοί τισιν ἔσονται, καὶ τῇ πόλει
διχόθεν, ἔκ τε τοῦ μὴ ἐρημοῦσθαι καὶ ἀσφαλείᾳ, ξυνοίσει·
οὐ γὰρ οἷόν τε ἴσον τι ἢ δίκαιον βουλεύεσθαι οἳ ἂν μὴ καὶ
παῖδας ἐκ τοῦ ὁμοίου παραβαλλόμενοι κινδυνεύωσιν. [2.44.4] ὅσοι
δ’ αὖ παρηβήκατε, τόν τε πλέονα κέρδος ὃν ηὐτυχεῖτε βίον
ἡγεῖσθε καὶ τόνδε βραχὺν ἔσεσθαι, καὶ τῇ τῶνδε εὐκλείᾳ
κουφίζεσθε. τὸ γὰρ φιλότιμον ἀγήρων μόνον, καὶ οὐκ ἐν
τῷ ἀχρείῳ τῆς ἡλικίας τὸ κερδαίνειν, ὥσπερ τινές φασι,
μᾶλλον τέρπει, ἀλλὰ τὸ τιμᾶσθαι. [2.45.1] παισὶ δ’ αὖ ὅσοι τῶνδε
πάρεστε ἢ ἀδελφοῖς ὁρῶ μέγαν τὸν ἀγῶνα (τὸν γὰρ οὐκ
ὄντα ἅπας εἴωθεν ἐπαινεῖν), καὶ μόλις ἂν καθ’ ὑπερβολὴν
ἀρετῆς οὐχ ὁμοῖοι, ἀλλ’ ὀλίγῳ χείρους κριθεῖτε. φθόνος
γὰρ τοῖς ζῶσι πρὸς τὸ ἀντίπαλον, τὸ δὲ μὴ ἐμποδὼν ἀναντα-
γωνίστῳ εὐνοίᾳ τετίμηται. [2.45.2] εἰ δέ με δεῖ καὶ γυναικείας τι
ἀρετῆς, ὅσαι νῦν ἐν χηρείᾳ ἔσονται, μνησθῆναι, βραχείᾳ
παραινέσει ἅπαν σημανῶ. τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως
μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ’
ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.

[2.46.1] «Εἴρηται καὶ ἐμοὶ λόγῳ κατὰ τὸν νόμον ὅσα εἶχον πρόσ-
φορα, καὶ ἔργῳ οἱ θαπτόμενοι τὰ μὲν ἤδη κεκόσμηνται, τὰ
δὲ αὐτῶν τοὺς παῖδας τὸ ἀπὸ τοῦδε δημοσίᾳ ἡ πόλις μέχρι
ἥβης θρέψει, ὠφέλιμον στέφανον τοῖσδέ τε καὶ τοῖς λειπο-
μένοις τῶν τοιῶνδε ἀγώνων προτιθεῖσα· ἆθλα γὰρ οἷς κεῖται
ἀρετῆς μέγιστα, τοῖς δὲ καὶ ἄνδρες ἄριστοι πολιτεύουσιν.
[2.46.2] νῦν δὲ ἀπολοφυράμενοι ὃν προσήκει ἑκάστῳ ἄπιτε».

***
[2.35.1] «Οι περισσότεροι απ' όσους έχουν ως τώρα μιλήσει από τη θέση τούτη παινεύουν εκείνον που πρόσθεσε αυτό το λόγο στην παλιά συνήθεια, λέγοντας πως είναι σωστό να εκφωνείται πάνω στο μνήμα των σκοτωμένων στους πολέμους. Εγώ θα το νόμιζα όμως αρκετό να εκδηλώνομε με πράξεις την τιμή μας σ' όσους με πράξεις έδειξαν την αντρειά τους, όπως το βλέπετε και τώρα εδώ, σε τούτη την επίσημη επικήδεια τελετή που τους έκαμε η πολιτεία, και να μη μπαίνει σε κίντυνο η αρετή πολλών αντρών στο στόμα ενός, που να τον πιστέψουν είτε μιλήσει καλά, είτε και χειρότερα. [2.35.2] Γιατί είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς ταιριαστά με κάτι σαν τούτο, όπου με δυσκολία επικυρώνεται και η ιδέα καν πως λέει την αλήθεια. Γιατί ο ακροατής που γνωρίζει τα πράματα κ' έχει καλοπροαίρετη γνώμη γι' αυτά, είναι πολύ πιθανό να νομίσει πως ειπώθηκαν χειρότερα απ' ό,τι ξέρει και ποθεί ν' ακούσει· κι όποιος πάλι δεν τα ξέρει, μπορεί από φθόνο να νομίσει πως ειπώθηκαν και μερικές υπερβολές, αν ακούσει πράματα που ξεπερνούν τη δική του φυσική δυνατότητα. Γιατί υπομένομε τα παινέματα για τους άλλους ως το σημείο εκείνο που νομίζει ο καθένας πως είναι κι ο ίδιος άξιος να πράξει κάτι απ' αυτά που άκουσε, αλλά εκείνα που τους ξεπερνούν, επειδή τα φθονούν, τα βρίσκουν και απίστευτα. [2.35.3] Αφού όμως κ' οι πρόγονοί μας έκριναν πως αυτό είναι το σωστό, και το επικύρωσαν κάθε φορά εφαρμόζοντάς το, πρέπει κ' εγώ, ακολουθώντας τα καθιερωμένα, να προσπαθήσω ν' ανταποκριθώ σε ό,τι θέλει και πιστεύει ο καθένας σας όσο καλύτερα μπορώ.

[2.36.1] »Και θ' αρχίσω πρώτα από τους προγόνους μας· γιατί είναι σωστό και πρεπούμενο να τους δίνομε σε τέτοια περίσταση την τιμή της θύμησής μας. Κατοικώντας αδιάκοπα ο ίδιος λαός στον τόπο τούτο, η μια γενιά μετά την άλλη, ως τα σήμερα, μας τον παρέδωσαν, εμάς που ζούμε τώρα, ελεύτερο με την αντρειά τους. [2.36.2] Γι' αυτό και οι παλιότεροι αξίζουν να τους παινεύομε, κι ακόμα περισσότερο οι πατέρες μας· γιατί δίπλα σε όσα κληρονόμησαν απόχτησαν αυτοί οι ίδιοι το μεγαλείο που έχομε σήμερα, με μεγάλους αγώνες, και μας το κληροδότησαν μαζί μ' εκείνα. [2.36.3] Και το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης της πολιτείας μας της το προσθέσαμε εμείς, όσοι βρισκόμαστε ακόμα σήμερα στην ώριμη και κατασταλαγμένη ηλικία, και την εφτιάξαμε για το καλό όλων αυτοσυντήρητη και ανεξάρτητη, και για τον πόλεμο, και για την ειρήνη. [2.36.4] Κι απ' όλ' αυτά θα παραλείψω εγώ τις πολεμικές πράξεις, με ποιες αποχτήθηκε το καθένα, και το πώς ή εμείς ή οι πατέρες μας αποκρούσαμε με αυτοθυσία όποιους εχτρούς έρχονταν καταπάνω μας, είτε βαρβάρους είτε Έλληνες, γιατί δε θέλω να πω πολλά λόγια σε ανθρώπους που τα ξέρουν οι ίδιοι καλά. Αλλ' αφού δείξω πρώτα σε τι λογής αρχές βασισμένοι φτάσαμε σ' αυτά, και με τι λογής πολίτευμα και χαραχτήρα ζωής, από πόσο μικρά πόσο μεγάλα έγιναν, τότε θα προχωρήσω στο εγκώμιο και τούτων των νεκρών, επειδή πιστεύω πως δεν είναι αταίριαστο να ειπωθούν αυτά στην τωρινή περίσταση, και πως θα ωφελήσει να τ' ακούσει όλη η συγκέντρωση τούτη, είτε πολίτες είναι, είτε και ξένοι.

[2.37.1] »Κυβερνιόμαστε δηλαδή με πολίτευμα, που δε ζηλεύει τους θεσμούς των άλλων, αλλά είμαστε μάλλον εμείς παράδειγμα για πολλούς, παρά που ξεσηκώνομε τα συνήθια τους. Και λέγεται με τ' όνομα δημοκρατία, γιατί δεν κυβερνιέται για το συμφέρον των ολίγων, αλλά για τους πολλούς, κ' έχουν όλοι τα ίδια δικαιώματα σύμφωνα με τους νόμους ως για τις ιδιωτικές διαφορές μεταξύ τους· ως για τα δημόσια αξιώματα όμως, για όποιαν ικανότητα εκτιμάται ο καθένας, δε φτάνει σε θέση πολιτική εξ αιτίας της τάξης όπου ανήκει παρά από την αξιωσύνη του· κι ούτε εξ αιτίας της φτώχειας του, όταν μπορεί να προσφέρει κάτι καλό στην πολιτεία, αποκλείνεται από το αξίωμα επειδή είναι ταπεινός.

[2.37.2] »Κ' ελεύτερα φερνόμαστε, τόσο σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την πολιτεία, όσο και σχετικά με τις καθημερινές συναλλαγές μας· κι όσο για τις υποψίες που γεννιώνται στον ένα για τον άλλον, δεν αγαναχτούμε με το γείτονά μας αν κάνει κάτι γιατί έτσι του αρέσει, ούτε φορτωνόμαστε γκρίνιες και στενοχώριες, που δε ζημιώνουνε και δεν επιφέρουνε βέβαια, ποινική δίωξη αλλά παρουσιάζουν ελεεινό θέαμα. [2.37.3] Κ' ενώ στην ιδιωτική μας επικοινωνία δε βαρύνει ο ένας τον άλλον, στα δημόσια πράματα δεν παραβαίνομε τους νόμους, το περισσότερο από σεβασμό γι' αυτούς, υπακούοντας όσους βρίσκονται κάθε φορά στην εξουσία ως και τους νόμους, και ιδιαίτερα εκείνους που ισχύουν για την υπεράσπιση όσων αδικούνται, και κείνους που, μ' όλο που δεν είναι γραμμένοι, το δέχονται όλοι πως ντροπιάζουν όποιον τους πατεί.

[2.38.1] »Έχομε ακόμα θεσπίσει στην πολιτεία μας πολλούς τρόπους ν' ανασαίνει ο καθένας μας από τους μόχτους, τελώντας αγώνες και δημόσιες θυσίες ταχτικές όλο το χρόνο, και με ιδιωτικές καλοσυσταζούμενες εγκαταστάσεις, που να τις χαίρεται κανείς κάθε μέρα τού διώχνει το βάρος της λύπης. [2.38.2] Κ' επειδή είναι μεγάλη η πολιτεία μας, εισάγεται σ' αυτήν το κάθε τι απ' όλον τον κόσμο, και γι' αυτό συμβαίνει να μη χαιρόμαστε σαν πιο γνωστά τ' αγαθά που παράγονται στον τόπο μας από κείνα που βγάζουν οι άλλοι άνθρωποι.

[2.39.1] »Διαφέρομε ακόμα από τους αντιπάλους μας και στο εξής ως για τις ασκήσεις που μας προετοιμάζουνε για τον πόλεμο: έχομε δηλαδή την πολιτεία μας ανοιχτή και τη δείχνομε να τη βλέπουν όλοι, και δεν εστάθηκε καιρός που διώχνοντας τους ξένους τους εμποδίσαμε να μάθουν ή να ιδούν ο,τιδήποτε που αν το ιδεί, αφού δεν το κρύβομε, μπορεί να ωφεληθεί κάποιος εχτρός μας. Γιατί δε στηριζόμαστε περισσότερο στις μυστικές προετοιμασίες και στο ξεγέλασμα των αντιπάλων όσο στην αντρειά πάνω στην πράξη, που πηγάζει από μας τους ίδιους· και στην ανατροφή των νέων, αυτοί μεν με την αδιάκοπη κουραστική προγύμναση ευθύς από τα μικράτα τους εξασκούνται στην παλληκαριά, εμείς όμως, ζώντας με πιο χαλαρό και πολύπλευρο τρόπο, δε ριχνόμαστε για τούτο λιγότερο στους κιντύνους του πολέμου όπου βγαίνομε ίσοι. [2.39.2] Κι απόδειξη είναι το εξής: πως δηλαδή ούτε οι Λακεδαιμόνιοι εκστρατεύουν ενάντιά μας μόνοι τους, αλλά με όλους τους άλλους μαζί, ενώ εμείς, κάνοντας επιδρομές σε ξένες χώρες, νικούμε σε μάχες εύκολα εκείνους που υπερασπίζουν την πατρίδα τους· [2.39.3] και κανείς ως τώρα δεν αντίκρυσε ολόκληρη τη δύναμή μας μαζί, τόσο γιατί έχομε συνάμα να φροντίζομε για το ναυτικό μας, όσο και γιατί στέλνομε εκστρατευτικά σώματα σε πολλά μέρη συγχρόνως· κι αν συγκρουστούν κάπου μ' ένα μικρό τμήμα του στρατού μας και νικήσουνε λίγους από μας, παινεύονται πως αποκρουστήκαμε όλοι, κι αν νικηθούν, πως όλοι μας τους βάλαμε κάτω. [2.39.4] Κι όμως, αν προτιμούμε να ριχνόμαστε στον πόλεμο με το κέφι μας μάλλον παρά από τη συνήθεια της ταλαιπωρίας, κι όχι με νόμους που μας επιβάλλουν την αντρειά, παρά με τρόπο ζωής που την ευνοεί, μας μένει τ' όφελος πως δεν κουραζόμαστε από τα πριν για τα βάσανα που μέλλονται να 'ρθουν, κι όταν φτάσει η ώρα τους, δε δειχνόμαστε λιγότερο τολμηροί από κείνους που δεν κάνουν άλλο παρά να μοχτούν και σε άλλα πολλά, αξίζει η πολιτεία μας το θαυμασμό του κόσμου.

[2.40.1] »Αγαπούμε δηλαδή και δουλεύομε την ομορφιά χωρίς να τη συγχέομε με την πολυτέλεια, και κυνηγούμε τη γνώση και τη σοφία χωρίς για τούτο να χάνομε τον αντρισμό μας· γιατί χρησιμοποιούμε τα πλούτη μας μάλλον σαν ευκαιρία για έργα παρά για καυχησιάρικα λόγια, και δε θεωρείται ντροπή να ομολογήσει κανείς πως είναι φτωχός, αλλά χειρότερη ντροπή να μην προσπαθήσει να ξεφύγει τη φτώχεια του έμπρακτα. [2.40.2] Και νοιάζονται οι ίδιοι άνθρωποι και τις ιδιωτικές τους δουλειές και τα πολιτικά, κ' ενώ άλλοι σ' άλλα επαγγέλματα ασχολούνται, όμως γνωρίζουν όλοι τα πολιτικά ζητήματα κατά βάθος· γιατί μόνον εμείς θεωρούμε όποιον δεν ανακατεύεται σ' αυτά, όχι σαν άνθρωπο που κοιτάζει τη δουλειά του, αλλά σαν άνθρωπο άχρηστο· κ' οι ίδιοι άνθρωποι κρίνουνε για τις πολιτικές πράξεις, και προσπαθούν να επινοήσουνε σωστές λύσεις για τα πολιτικά ζητήματα· γιατί δεν πιστεύομε πως η συζήτηση ζημιώνει την πράξη, αλλά πως είναι πιο βλαβερό να μη μάθει κανείς από τα πριν με το λόγο σε τι πρέπει να προχωρήσει με την πράξη. [2.40.3] Γιατί εξέχομε και σε τούτο: πως οι ίδιοι άνθρωποι τολμούν το περισσότερο, και είναι άξιοι να σκεφτούν ως τις άκρες λογικές τους συνέπειες εκείνα που πρόκειται να επιχειρήσουν· ενώ στους άλλους η άγνοια φέρνει την αποκοτιά και η σκέψη το δισταγμό. Όμως πιο γενναιόκαρδοι θα ήταν σωστό να θεωρηθούν εκείνοι που ενώ ξέρουν καθαρότατα και τι είναι πιο φοβερό, και τι είναι πιο ευχάριστο, όμως για τούτο δεν αποτρέπονται από τους κιντύνους. [2.40.4] Και είμαστε αντίθετοι προς τους περισσότερους και στις καλές μας πράξεις γιατί δεν κάνομε φίλους εκείνους που μας ευεργετούν, αλλά εκείνους που ευεργετούμε εμείς. Πιο σίγουρος φίλος είναι όποιος έχει κάνει το καλό, έτσι ώστε να το διατηρεί σα χρέος από τον άλλον με την καλή του προαίρεση σ' εκείνον που αυτός την έδωσε. Εκείνος όμως, που χρωστάει αντίχαρη, δεν είναι τόσο πρόθυμος, ξέροντας πως θ' ανταποδώσει μια παλιά γενναιοψυχία, κι όχι για να του χρωστούνε χάρη αλλά σα χρέος. [2.40.5] Και μόνοι εμείς παρέχομε την ευεργετική μας βοήθεια χωρίς δισταγμό στηρίζοντάς την όχι στον υπολογισμό του συμφέροντος, αλλ' από πίστη στην ελευτερία.

[2.41.1] »Και μ' ένα λόγο, υποστηρίζω πως σ' όλες της τις εκδηλώσεις και απ' όλες μαζί τις πλευρές αποτελεί η πολιτεία μας παράδειγμα και μόρφωση για την Ελλάδα και πως και ο κάθε της πολίτης χωριστά μου φαίνεται πως μπορεί να παρουσιάσει συγχρόνως τις περισσότερες χάρες και με μεγαλύτερη ευστροφία να δείξει στη ζωή του αυτάρκεια με τις πιο διάφορες μορφές της ενέργειάς του. [2.41.2] Και πως αυτά που λέω δεν είναι παινέματα με λόγια για τη σημερινή περίσταση, παρά αλήθεια που βγαίνει από τα πράματα, το αποδείχνει η ίδια η δύναμη της πολιτείας μας, που την αποχτήσαμε με τους τρόπους που εξήγησα. [2.41.3] Γιατί μόνη η δική μας πολιτεία, όταν τη γνωρίσει κανείς από κοντά, φανερώνεται ανώτερη από τη φήμη της, και μόνη αυτή, ούτε στον εχτρό που έρχεται ενάντιά της προκαλεί αγανάχτηση σα να λέει: «κοίτα από τι λογής ανθρώπους παθαίνομε όσα παθαίνομε», ούτε στους υπηκόους δίνει αφορμή να την κατηγορήσουν πως τους εξουσιάζουν ανάξιοι άνθρωποι. [2.41.4] Κ' επειδή φανερώνομε τη δύναμή μας με τρανά σημάδια, έτσι ώστε πολλοί μπορούν να τη μαρτυρήσουν, μας θαυμάζουν οι σύγχρονοί μας, και θα μας θαυμάζουν οι μελλούμενες γενιές, χωρίς να 'χομε ανάγκη ούτε κανένας Όμηρος να μας υμνήσει, ούτε κανένας άλλος, που οι στίχοι του θα ευχαριστήσουν όσους τους ακούν εκείνη την ώρα, αλλά που η αλήθεια θα καταστρέψει την ιδέα που δίνει για τις πράξεις· μας αλλά με την παλληκαριά μας αναγκάσαμε κάθε χώρα και κάθε θάλασσα ν' ανοίξουνε στο πέρασμά μας κι αφήσαμε παντού μνημεία αιώνια τόσο του καλού όσο και του κακού που μπορούμε να κάνομε. [2.41.5] Για τέτοια λοιπόν πολιτεία σκοτώθηκαν τούτοι–εδώ οι τιμημένοι νεκροί, παλληκαρίσια διεκδικώντας στη μάχη την αξίωση να μην τους την πάρουν άλλοι, και φυσικό είναι όσοι απομένουνε ζωντανοί να είναι πρόθυμοι να υποφέρουν τα πάντα γι' αυτήν.

[2.42.1] »Γι' αυτό λοιπόν μίλησα περισσότερο για την πολιτεία, θέλοντας να μάθετε πως δεν αγωνιζόμαστε για τα ίδια πράματα εμείς κ' οι αντίπαλοί μας, που δεν έχουν τίποτ' απ' αυτά· και συνάμα φανερώνοντάς σας με χειροπιαστές αποδείξεις πόσο δικαιολογημένος είναι ο έπαινος αυτών, που στον τάφο τους μιλώ. [2.42.2] Και ειπώθηκε κι όλας το μεγαλύτερο μέρος του εγκωμίου μου γι' αυτούς· γιατί όσα ύμνησα για την πολιτεία, της τα 'δωσαν κόσμημα οι αρετές τούτων των νεκρών, και άλλων σαν αυτούς, και δεν είναι πολλοί οι Έλληνες, που όπως γι' αυτούς, ο λόγος μπορεί να φανερωθεί αντίστοιχος με τα έργα τους. Γιατί μου φαίνεται πως φανερώνει την παλληκαριά του αντρός, σαν πρώτο μήνυμα και τελευταία σφραγίδα, ένας θάνατος σαν τούτων–εδώ. [2.42.3] Γιατί σωστό είναι ακόμα και γι' άντρες κατώτερους, να προβάλλονται περισσότερο οι γενναίες πράξεις στον πόλεμο για την πατρίδα· γιατί σβήνοντας ό,τι κακό έκαμαν με την παλληκαριά τους, ωφέλησαν περισσότερο το σύνολο απ' όσο τυχόν έβλαψαν με τις ιδιωτικές τους πράξεις. [2.42.4] Από τούτους όμως κανένας, ούτε δείλιασε από την επιθυμία να εξακολουθεί να χαίρεται τα πλούτη του, ούτε με την ελπίδα του φτωχού πως κάποτε θα ξεφύγει την αθλιότητά του πλουτίζοντας, ανέβαλε την ώρα του κιντύνου· αλλά λαχταρώντας περισσότερο απ' ολ' αυτά να εκδικηθούν τον εχτρό, και πιστεύοντας πως απ' όλους τους κιντύνους τούτος είναι ο πιο ωραίος τα παράτησαν όλα κι όρμησαν ν' αντικρύσουν τον εχτρό, ελπίζοντας μόνο από το αβέβαιο μέλλον τη νίκη και την επιτυχία τους, αλλ' αξιώνοντας να στηριχτούνε μόνο στον εαυτό τους απάνω στην πράξη που έβλεπαν κι όλας μπροστά τους· κι απάνω στη μάχη, πιστεύοντας πως χρέος έχουν κάλλιο να χαθούν παρά να σωθούν υποχωρώντας, ξέφυγαν τη ντροπή της κατηγόριας, κι ανεβάσταξαν την πράξη τους με τη ζωή τους, και σε μια σύντομη συντυχιά στην υψηλότερη κορφή, όπου προσδοκούσαν τη δόξα μάλλον παρά το φόβο, έδωσαν τη ζωή τους.

[2.43.1] »Αυτοί λοιπόν δείχτηκαν τόσο γενναίοι, αντάξιοι της πολιτείας· εσείς όμως οι άλλοι πρέπει βέβαια να ελπίζετε πως θ' αντιμετωπίσετε τον εχτρό με ασφαλέστερα αποτελέσματα για σας, αλλά ν' αξιώνετε από τον εαυτό σας να μην είναι το φρόνημά σας λιγότερο τολμηρό απέναντί τους θωρώντας, όχι μόνο με αφηρημένα λόγια τα πλεονεχτήματα, που δεν υπάρχει λόγος ν' αναπτύξω εκτενώς σε ανθρώπους που τα ξέρουν όσο καλά κ' εγώ, λέγοντας πόσα καλά πηγάζουν από την υπεράσπιση της πατρίδας ενάντια στους εχτρούς· Κάλλιο σας πρέπει, βλέποντας κάθε μέρα έμπραχτα το μεγαλείο της πολιτείας μας, να την αγαπήσετε με πάθος, κι όταν πειστείτε αληθινά πως είναι μεγάλη, να στοχαστείτε πως τ' απόχτησαν αυτά άντρες που είχανε θάρρος και ήξεραν το χρέος τους, κι απάνω στην πράξη σεμνά φοβούνταν μόνο τον ονειδισμό, άντρες που κι αν σφαλάνε σε κάτι, δεν το θεώρησαν για τούτο σωστό να στερήσουν της πολιτείας την αντρειά τους, αλλά της πρόσφεραν το πιο ακριβό που μπορούσαν να δώσουν. [2.43.2] Γιατί θυσιάζοντας για το κοινό καλό όλοι μαζί τις ζωές τους, κέρδισε ο καθένας χωριστά τον έπαινο που δε γερνάει, και τον πιο δοξασμένο τάφο, όχι αυτόν που κείτονται τώρα, αλλά εκεί που η δόξα τους για τον καθένα, σε κάθε ευκαιρία γενναίου λόγου ή πράξης, θα μείνει να την αναθυμούνται για πάντα. [2.43.3] Γιατί κάθε μέρος της γης είναι μνήμα για τους εξαιρετικούς άντρες, και δεν το σημαδεύει μόνο μια επιγραφή σε στήλη της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα η άγραφη θύμησή τους σαλεύει ολοένα στο νου του καθενός και τους θυμίζει το φρόνημά τους μάλλον παρά την ειδική πράξη τους. [2.43.4] Πρέπει λοιπόν να πασκίσετε να μιμηθείτε τους άντρες αυτούς και θεωρώντας πως ευτυχία είναι η λευτεριά, και λευτεριά η παλληκαριά, να μην ταράζεστε βλέποντας γύρω σας τους κιντύνους του πολέμου. [2.43.5] Γιατί δεν είναι λογικό ν' αψηφούν περισσότερο τη ζωή τους οι συφοριασμένοι, που δεν έχουν ελπίδα να ιδούν καλό, αλλά όσοι κιντυνεύουν όσο ζουν ακόμα, να ιδούν την αντίθετη αλλαγή της τύχης, και που γι' αυτούς θα 'ναι μεγάλη η διαφορά αν τυχόν ξεπέσουν. [2.43.6] Γιατί για έναν άντρα που 'χει συναίσθηση του εαυτού του είναι βαρύτερο αν κακοπαθήσει αφού πρώτα δείχτηκε άναντρος παρά αν τον έβρει ο θάνατος πάνω στην ακμή του και στις μεγάλες ελπίδες του για την πατρίδα, που συνάμα δε θα τόνε νοιώσει καν.

[2.44.1] »Γι' αυτό και τους γονιούς των νεκρών τούτων, όσοι βρίσκονται τώρα εδώ, δεν τους θρηνώ, παρά θα προσπαθήσω με τα λόγια μου να τους εγκαρδιώσω. Γιατί αυτοί, που μεγάλωσαν σε λογιών διαφορετικές συντυχίες, ξέρουν πως η μεγαλύτερη καλοτυχιά είναι τούτη, όσοι λάχουν τον πιο άξιο θάνατο, όπως τούτοι, και την πιο άξια λύπη, όπως εσείς, και όσων εμετρήθηκε η ζωή έτσι που να ευτυχήσουν σ' αυτήν και να την τελειώσουν το ίδιο. [2.44.2] Ξέρω βέβαια πως δεν είν' εύκολο να σας πείσω για τούτο, γιατί πολλές φορές θα σας θυμίζουν τη συμφορά σας οι ευτυχίες των άλλων, που τις χαιρόσαστε κάποτε και σεις· και θλίψη δίνουν όχι τ' αγαθά εκείνα που στερείται κανείς χωρίς να τα 'χει δοκιμάσει ποτέ, μα όσα τα 'χει συνειθίσει και του τα παίρνουν. [2.44.3] Πρέπει όμως να κάνετε καρδιά, κι όσοι είναι ακόμα σε ηλικία κ' έχουν την ελπίδα ν' αποχτήσουν, ας κάνουν άλλα παιδιά· γιατί και στην ιδιωτική σας ζωή τα νέα παιδιά θα σας κάνουν να ξεχάσετε εκείνους που δεν υπάρχουν πια, και θα ωφελήσει τούτο από δυο απόψεις και την πολιτεία, γιατί ούτε θα ερημωθεί, και θα 'ναι διπλά ασφαλισμένη, γιατί δεν είναι δυνατό να κρίνουνε στη βουλή το ίδιο ισόνομα και δίκαια όσοι δεν κιντυνεύουν το ίδιο το μέλλον των παιδιών τους. [2.44.4] Όσοι πάλι έχετε περάσει την ακμή σας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το μεγαλύτερο διάστημα που ζήσατε ευτυχισμένοι, και πως η ζωή που μένει είναι λίγη, και να παρηγοριέστε με τη δόξα των νεκρών ετούτων. Γιατί μόνο η αγάπη της τιμής δε γερνάει, και δεν είναι αλήθεια, όπως λένε μερικοί, πως στην άχρηστη πια ηλικία το πιο ευχάριστο είναι να κερδίζει κανείς χρήματα, αλλά να 'χει την τιμή του κόσμου.

[2.45.1] »Για τα παιδιά όμως και τους νεότερους αδερφούς τούτων–εδώ βλέπω μεγάλο τον αγώνα (γιατί όλοι συνήθως παινεύουν αυτούς που χάθηκαν και μετά βίας μπορεί να σας κρίνουν, αν δειχτείτε εξαιρετικά ενάρετοι, όχι παρόμοιους αλλά λίγο μόνο χειρότερους απ' αυτούς. Γιατί τους ζωντανούς φθονούν οι αντίπαλοί τους, αλλά εκείνον που δεν τους στέκει πια εμπόδιο, τον τιμούνε με καλοπροαίρετη διάθεση, που δε φοβάται πια τον ανταγωνισμό. [2.45.2] Κι αφού πρέπει τώρα να μνημονέψω και την αρετή των γυναικών, που θα βρεθούν από δω κ' εμπρός χήρες, θα τα εκφράσω όλα με την πιο σύντομη ορμήνεια. Μεγάλη δηλαδή θα 'ναι η δόξα εκείνων που δε θα πέσουν πιο κάτω από το μέτρο που τους όρισε η φύση, κ' εκείνων που γι' αυτές λιγότερος λόγος γίνεται ανάμεσα στους άντρες είτε για να παινέσουν την αρετή τους ή για ψεγάδι.

[2.46.1] »Μίλησα λοιπόν κ' εγώ, λέγοντας κατά τα θεσπισμένα συνήθια όσα ταιριαστά μπορούσα να πω, κι αυτοί που κηδεύονται σήμερα έχουν τιμηθεί έμπραχτα από το κράτος, που θα συντηρήσει και τους γιους τους από δω κ' εμπρός όσο να μεγαλώσουν, στεφανώνοντας έτσι μ' ωφέλιμο βραβείο όλους τους παρόμοιους αγώνες τόσο αυτών–εδώ, όσο και των άλλων που επιζούν· γιατί εκεί που βραβεύεται περισσότερο η αρετή, εκεί φέρνονται και καλύτερα οι άντρες στα πολιτικά. [2.46.2] Και τώρα, αφού χορτάσει ο καθείς το θρήνο για τον εδικό του, πηγαίνετε στο καλό.»