ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
(λουλούδι, νάρκισσος)
Σύμφωνα με τον Οβίδιο καρπός της ένωσης του ποταμού Κηφισού με τη Νύμφη Λειριόπη, που την αγκάλιασε μέσα στα κύματά του, ήταν ο Νάρκισσος. Στην οβιδιακή μυθιστορηματική προσέγγιση του μύθου η μητέρα ρώτησε τον μάντη Τειρεσία πόσα χρόνια θα ζούσε το πανέμορφο παιδί της κι εκείνος απάντησε: «όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι» (Οβ., Μετ. 3.341-350*). Οι τόποι όπου σύχναζε ο νέος ήταν στα δάση, κοντά σε πηγές, σε ανθισμένα λιβάδια, εκεί όπου συχνά κοπέλες παγιδεύονταν από άρπαγες εραστές, εκεί όπου ο Νάρκσισσος παγιδεύτηκε από την ίδια του την εικόνα.
Πρώτη εκδοχή του μύθου
Θνητές κόρες και Νύμφες αλλά και νέοι ερωτεύτηκαν τον πανέμορφο Νάρκισσο**, όμως εκείνος απείχε από κάθε ερωτική σχέση. Η απελπισία της Νύμφης Ηχώς την έκανε να αποτραβηχτεί από τη ζωή και να εγκαταλείψει τον εαυτό της· αδυνάτισε τόσο που έμεινε μόνο η φωνή της, γοερή εξαιτίας του αναπόδοτου και ματαιωμένου έρωτα. Εκδίκηση για την Ηχώ αλλά και με αφορμή την Ηχώ ζήτησαν οι νέες που είχαν επίσης περιφρονηθεί από τον Νάρκισσο. Η Νέμεση ανέλαβε τη δικαίωση. Μια καλοκαιρινή μέρα, μετά από κυνήγι, τον οδήγησε σε πηγή να ξεδιψάσει. Εκεί, σκύβοντας να πιει νερό, είδε το πρόσωπό του και το ερωτεύτηκε. Και αυτό συνέχισε να κάνει από τότε, αρνούμενος να δει οτιδήποτε άλλο από τον κόσμο και στον κόσμο. Μέχρι που πέθανε. Αλλά και τότε έψαχνε τα χαρακτηριστικά του στα νερά της Στύγας. Στον τόπο όπου πέθανε φύτρωσε λουλούδι στο οποίο δόθηκε το όνομά του.
Δεύτερη εκδοχή του μύθου
Ο Παυσανίας παραδίδει μια πιο ορθολογιστική εκδοχή του μύθου· ότι δηλαδή ο Νάρκισσος είχε μια δίδυμη αδελφή, την Ηχώ, που είχε πεθάνει πρόωρα, και την οποία ο Νάρκισσος αγαπούσε υπερβολικά, ερωτικά. Ο νέος έβρισκε παρηγοριά στα ήσυχα νερά του Δονακώνα, όπου το είδωλό του του θύμιζε έντονα την αδελφή του. Ο τόπος, που αναφέρει ο Παυσανίας ως Δονακών («με καλάμια»), τοποθετείται νοτιοδυτικά των Θεσπιών, δίπλα σε χείμαρρο. Επιγραφή αναθήματος που αφιέρωσε ο αυτοκράτορας Αδριανός στον Θέσπιο Έρωτα τον σημειώνει ως Ναρκίσσου κῆπον ἀνθόεντα («λουλουδιασμένο κήπο του Νάρκισσου»).
Τρίτη εκδοχή του μύθου
Η βοιωτική εκδοχή του μύθου τοποθετεί την εξέλιξη της ιστορίας στις Θεσπιές, όχι μακριά από τον Ελικώνα και βάζει στη θέση των ερωτευμένων κοριτσιών και της Ηχώς έναν ερωτευμένο νέο, τον Αμεινία, που και αυτός βίωσε τη ματαίωση από τον Νἀρκισσο, μέχρι του σημείου να δεχτεί ως «δώρο» από εκείνον ένα ξίφος, δηλωτικό της υποβόσκουσας πρότασής του να αυτοκτονήσει. Ο νέος το έπραξε, και μάλιστα μπροστά στην πόρτα του Νάρκισσου, ζήτησε όμως από τους θεούς να τιμωρήσουν τον σκληρό Νάρκισσο. Οι θεοί τον οδήγησαν σε πηγή, όπου είδε το είδωλό του και το ερωτεύτηκε, μη μπορώντας όμως να το αποκτήσει ο αυτοαναφορικός Νάρκισσος αυτοκτόνησε. Στο μέρος της αυτοκτονίας του, εκεί που το χόρτο ποτίστηκε με το αίμα του, φύτρωσε το νέο λουλούδι, ο νάρκισσος και οι Θεσπιείς καθιέρωσαν λατρεία στον Έρωτα. Εξάλλου, στα χρώματα και του νάρκισσου*** έβαψαν οι Χάριτες και οι Ώρες το φουστάνι που φόρεσαν στην Αφροδίτη, όταν γεννήθηκε.
Τέταρτη εκδοχή του μύθου
Ο Νάρκισσος, λέει, καταγόταν από την Ερέτρια. Τον σκότωσε ο Έποπας ή Εύπος και από το αίμα του γεννήθηκε το ομώνυμο λουλούδι.
Είναι και φαίνεσθαι: ηθική, φιλοσοφία, τέχνη, ψυχανάλυση
Για τον Κλήμη Αλεξανδρείας (150-250 μ.Χ.) ο μύθος του Νάρκισσου «δίδασκε» τι μπορεί να πάθει ένα αγόρι, ματαιόδοξο και φιλάρεσκο, που χρονοτριβεί μπροστά στο είδωλό του, που παγιδεύεται στον παθολογικό αυτοθαυμασμό του (Παιδαγωγός 3.2.11.3). Στην προέκταση αυτής της ρητορικής βρίσκουμε την αδυναμία του Νάρκισσου να αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αυταπάτη, την ψευδαίσθηση, τόσο οπτική****εικόνα του στα νερά της λίμνης όσο και ακουστική***** (το ακουστικό φαινόμενο της ηχώς που πολλαπλασιάζει τη φωνή και δημιουργεί την ψευδαίσθηση της παρουσίας άλλου ή άλλων). Σαν άλλος δεσμώτης στο σπήλαιο των αισθήσεων καθηλώνεται στην εικόνα των ωραίων σωμάτων και χάνονται ψυχή μαζί και σώμα (Πλωτίνος, Εννεάδες 1.6.8). Στο επόμενο βήμα ο μύθος του Νάρκισσου συναντά την τέχνη -ο μύθος χρησίμευσε από την Αναγέννηση και μετά στον (καθ)ορισμό****** της ζωγραφικής και της τέχνης γενικότερα, στον προσδιορισμό της σχέσης του καλλιτέχνη με την καλλιτεχνική δημιουργία. Στον 20ό αιώνα ο μύθος εγκλωβίστηκε από την ψυχανάλυση στην τάση που ονομάστηκε «ναρκισσισμός». Η παρετυμολογία, βολική ήδη από την Αρχαιότητα, συσχετίζει το όνομα του νέου με τη νάρκη. εξάλλου, έτσι επιδρά η βαριά μυρωδιά του ομώνυμου φυτού, σαν ναρκωτικό.
--------------------------------
*Τειρεσίας και Λειριόπη
Τη σιγουριά του στα προγνωστικά δοκίμασε εν πρώτοις η Λειριόπη,
νύμφη αυτή γλαυκή του ποταμού, που ο Κηφισός μια μέρα φουσκωμένος
την πλάκωσε με τα πολλά νερά, και στανικά μες στο βαθύ του ρέμα
την έκανε δικιά του. Στους εννιά τους μήνες η πανώρια εκείνη νύμφη
γέννησε τέκνο σπάνιας ομορφιάς - βρέφος ακόμα και το λαχταρούσες!
Νάρκισσο είπε η μάνα το παιδί· κι όταν γι' αυτό ρωτήθηκε ο μάντης
αν του 'λαχε πολύχρονη ζωή ως τα βαθιά γεράματα φτασμένη,
η απόκριση που δόθηκε ήταν "Ναι, όσο καιρό δε θα νογάει ποιος είναι".
Ο λόγος τούτος για καιρόν πολύ φάνταζε κούφιος, κι όμως βγήκε αλήθεια:
βρήκε ανήκουστη μανία το παιδί κι αλλόκοτος χαμός το καρτερούσε.
(Οβίδιος, Μετ. 3 [Ηχώ και Νάρκισσος]. 341-350)
**Όψη και ήθος του Νάρκισσου
Μεγάλωνε του Κηφισού ο γιος, κι έκλεινε τώρα τα δεκάξι χρόνια-
κορμοστασιά και όψη εφηβική με του άντρα συνταιριάζονταν τη νιότη.
Λεβέντες τον εγύρεψαν πολλοί, πολλές τον λαχταρήσανε κοπέλες.
ήταν ωραίος, ήταν δροσερός, όμως σκληρή κι αγέρωχη η καρδιά του,
ποτέ του δεν τον άγγιξε κανείς, μήτε κοπέλες μήτε άντρα χέρι.
Του Νάρκισσου τα θύματα πολλά: απρόσιτος και με παρόμοιο τρόπο
αρνιότανε τις νύμφες των δασών, των ποταμών, αρνιόταν και τους άντρες
(Οβ., Μετ. 3. 351-355)
***Ρούχα και αρώματα για την Αφροδίτη
και στο κορμί της φόρεσε φορέματα που γι' αυτήν οι Χάριτες κι οι Ώρες
έφτιαξαν και βάψανε σε λούλουδα της άνοιξης,
τέτοια που οι Ώρες φορούν, και στον κρόκο και στον υάκινθο
και στη βιολέττα την ολάνθιστη και στο όμορφο του ρόδου τ' άνθος
το γλυκό σαν νέκταρ, και στα θεόμορφα μπουμπούκια,
στα όμορφα του νάρκισσου τα άνθη· τέτοια η Αφροδίτη
για κάθε ώρα ευωδιαστά φορέματα είχε ντυθεί.
(Ἀθήναιος 15, 682d-e)
****Νάρκισσος και Νάρκισσος: η οπτική ψευδαίσθηση
Δίψασε, κι όπως έσκυψε να πιει, εντός του δίψα αλλιώτικη θεριεύει:
μες στο νερό που πίνει μια μορφή, μορφή που μονομιάς τον συνεπαίρνει.
Θωρεί εικόνα και θαρρεί κορμί - ασώματο, που ωστόσο δίνει ελπίδα.
Σαστίζει με τον «άλλον» που είναι αυτός - ακίνητος εκεί, μαρμαρωμένος,
άγαλμα από πέτρα παριανή, κι η όψη του στραμμένη στην εικόνα.
Βλέπει γερμένος πάνω στο νερό τα μάτια του, τα δίδυμα αστέρια,
την κόμη που μπορεί να παραβγεί αντάξια με Απόλλωνα και Βάκχο,
άνηβα μάγουλα και φίλντισι λαιμό, την όψη του την κοντυλογραμμένη,
την πάλλευκη, σαν χιόνι καθαρό βαμμένο με του ρόδου τις εξάψεις.
Του εαυτού του τώρα θαυμαστής, παθαίνεται γι' αυτά που τον θαυμάζουν,
τον εαυτό του ανήξερος ποθεί, παινεύει και παινεύεται συνάμα,
μνηστήρας και λαχτάρα του μαζί, καίγεται μες στις φλόγες που ανάβει.
Πόσες φορές το απατηλό νερό δε φίλησε! Τόσα φιλιά χαμένα:
Πόσες φορές στο γάργαρο νερό δε βύθισε τα χέρια ν' αγκαλιάσει
ό,τι θωρούσε, σώμα και λαιμό - πόσες φορές… κι «αυτός» δεν ήταν μέσα!
Αυτό που βλέπει δεν το εννοεί. Αδιάφορο! Τον καίει αυτό που βλέπει.
η πλάνη μες στα μάτια του βαθιά - τον ξεγελάει μαζί και τον ξανάβει.
(Οβ., Μετ. 3. 351-355)
*****Ηχώ και Νάρκισσος: η ακουστική ψευδαίσθηση
Μια μέρα κυνηγούσε το παιδί [ο Νάρκισσος] από τους άλλους είχε
ξεμακρύνει
και φώναξε «παιδιά, είστε εδώ;» -«εδώ», του αντιλάλησε εκείνη [η Ηχώ].
Έστρεψε γύρω έκπληκτος να δει, έφερνε πέρα-δώθε τη ματιά του
και «τότε έλα!» είπε δυνατά - το « έλα» ξαναγύρισε στ' αφτιά του.
Κοιτάει ξανά τριγύρω του. κανείς! Δε φαίνεται ψυχή μέσα στα δάση,
«έλα λοιπόν», φωνάζει - και ξανά ακούει ακριβώς την ίδια φράση.
Τον ξεγελάει τούτη η φωνή, που είναι της φωνής του η ρεπλίκα,
και λέει «έλα, να 'μαστε μαζί!» Αυτός ο λόγος ήταν σκέτη γλύκα
για την Ηχώ που απάντησε «μαζί!»
(Οβ., Μετ. 3. 379-387)
******Ο μύθος του Νάρκισσου ως μίτος για τη ζωγραφική και την τέχνη γενικότερα
Ο ιταλός πολυμαθής ουμανιστής Leon Battista Alberti (1404-1472) ονόμαζε τον Νάρκισσο πρώτο ευρετή της ζωγραφικής: «τι άλλο θα μπορούσες να αποκαλέσεις ζωγραφική από το αγκάλιασμα με τη βοήθεια της τέχνης της επιφάνειας του νερού της πηγής;». Παίζει κανείς στη ζωγραφική με τη διπλή εικόνα που υπάρχει μόνο όταν το νερό δεν είναι ταραγμένο. Διαφορετικά, το είδωλο αλλοιώνεται με κάθε ταραχή. Η Πέπη Ρηγοπούλου, στο βιβλίο της Ο Νάρκισσος. Στα ίχνη της εικόνας και του μύθου (Αθήνα: Πλέθρον 1994), σημειώνει ότι ο Νάρκισσος αρνείται να δεχτεί το στιγμιαίο της ωραιότητας της εικόνας του στα νερά της λίμνης και να δεχτεί τη συνεχή απώλεια και εύρεση της ταυτότητας. ότι είναι ο δυστυχισμένος ηδονοβλεψίας μιας ηδονής που οδηγεί στην οδύνη και τον θάνατο. είναι αυτός που φοβάται ότι, αν χάσει το πρόσωπό του, δεν θα το ξαναβρεί. Οι ρίζες μιας τέτοιας δοξασίας είναι παλιές, ο ονειροκρίτης Αρτεμίδωρος (ύστερος 2ος αι. μ.Χ.) έλεγε ότι «το καθρέφτισμα στο νερό σημαίνει θάνατο γι' αυτόν που καθρεφτίζεται ή για κάποιο κοντινό του πρόσωπο»(Ονειροκριτικά 2.7).
Με μίτο τον μύθο του αυτοαναφορικού Νάρκισσου η Ρηγοπούλου δείχνει ότι στην τέχνη κυριαρχούν η μεταμόρφωση, η καθαρή σειρά των φαινομένων, το μη ατομικό, πολλαπλό και ρευστό σώμα, ικανό για όλες τις μεταμορφώσεις, ελευθερωμένο από τον καθρέφτη του εαυτού του και την υποκειμενικότητα, προδότη του είδους του, παραδομένο σε κάθε αποπλάνηση, εκτεθειμένο στον ίλιγγο των άλλων ειδών και στην ερωτική αποπλάνηση, στην ετερότητα του άλλου φύλου και του άλλου είδους, που διασκορπίζεται σε εμφανίσεις, και δεν πεθαίνει· σώμα που δεν γνωρίζει την τάξη αλλά την ιλιγγιώδη μεταβολή, ανοιχτό σε παραπλανήσεις και περιπλανήσεις. Το κυρίαρχο σε μια τέτοια δημιουργία είναι η αντιστρεψιμότητα και η μίμηση-προσποίηση, το παιχνίδι των μορφών και η διείσδυση ή μεταλλαγή της μιας στην άλλη, το συνεχές ανέβασμα στη σκηνή, στον τόπο αυτόν της ψευδαίσθησης αλλά και της ανάδυσης της αλήθειας, ένα συνεχές πηγαινέλα ανάμεσα στον ορατό και το αόρατο, μια πρόκληση για συνάντηση της ζωής με τον θάνατο, ένα ερωτικό ραντεβού, βίωση θρησκευτική, αγωνία για την αλήθεια (α-λήθεια, μη λήθη, συνεχής παρουσία μέσα από τη μνήμη).