1370 μή μ᾽ ἐκδίδασκε, μηδὲ συμβούλευ᾽ ἔτι.
ἐγὼ γὰρ οὐκ οἶδ᾽ ὄμμασιν ποίοις βλέπων
πατέρα ποτ᾽ ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών,
οὐδ᾽ αὖ τάλαιναν μητέρ᾽, οἷν ἐμοὶ δυοῖν
ἔργ᾽ ἐστὶ κρείσσον᾽ ἀγχόνης εἰργασμένα.
1375 ἀλλ᾽ ἡ τέκνων δῆτ᾽ ὄψις ἦν ἐφίμερος,
βλαστοῦσ᾽ ὅπως ἔβλαστε, προσλεύσσειν ἐμοί;
οὐ δῆτα τοῖς γ᾽ ἐμοῖσιν ὀφθαλμοῖς ποτε·
οὐδ᾽ ἄστυ γ᾽, οὐδὲ πύργος, οὐδὲ δαιμόνων
ἀγάλμαθ᾽ ἱερά, τῶν ὁ παντλήμων ἐγὼ
1380 κάλλιστ᾽ ἀνὴρ εἷς ἔν γε ταῖς Θήβαις τραφεὶς
ἀπεστέρησ᾽ ἐμαυτόν, αὐτὸς ἐννέπων
ὠθεῖν ἅπαντας τὸν ἀσεβῆ, τὸν ἐκ θεῶν
φανέντ᾽ ἄναγνον καὶ γένους τοῦ Λαΐου.
τοιάνδ᾽ ἐγὼ κηλῖδα μηνύσας ἐμὴν
1385 ὀρθοῖς ἔμελλον ὄμμασιν τούτους ὁρᾶν;
ἥκιστά γ᾽· ἀλλ᾽ εἰ τῆς ἀκουούσης ἔτ᾽ ἦν
πηγῆς δι᾽ ὤτων φραγμός, οὐκ ἂν ἐσχόμην
τὸ μὴ ἀποκλῇσαι τοὐμὸν ἄθλιον δέμας,
ἵν᾽ ἦ τυφλός τε καὶ κλύων μηδέν· τὸ γὰρ
1390 τὴν φροντίδ᾽ ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν γλυκύ.
ἰὼ Κιθαιρών, τί μ᾽ ἐδέχου; τί μ᾽ οὐ λαβὼν
ἔκτεινας εὐθύς, ὡς ἔδειξα μήποτε
ἐμαυτὸν ἀνθρώποισιν ἔνθεν ἦ γεγώς;
ὦ Πόλυβε καὶ Κόρινθε καὶ τὰ πάτρια
1395 λόγῳ παλαιὰ δώμαθ᾽, οἷον ἆρά με
κάλλος κακῶν ὕπουλον ἐξεθρέψατε.
νῦν γὰρ κακός τ᾽ ὢν κἀκ κακῶν εὑρίσκομαι.
ὦ τρεῖς κέλευθοι καὶ κεκρυμμένη νάπη
δρυμός τε καὶ στενωπὸς ἐν τριπλαῖς ὁδοῖς,
1400 αἳ τοὐμὸν αἷμα τῶν ἐμῶν χειρῶν ἄπο
ἐπίετε πατρός, ἆρά μου μέμνησθ᾽ ὅτι
οἷ᾽ ἔργα δράσας ὑμὶν εἶτα δεῦρ᾽ ἰὼν
ὁποῖ᾽ ἔπρασσον αὖθις; ὦ γάμοι γάμοι,
ἐφύσαθ᾽ ἡμᾶς, καὶ φυτεύσαντες πάλιν
1405 ἀνεῖτε ταὐτὸν σπέρμα, κἀπεδείξατε
πατέρας, ἀδελφούς, παῖδας, αἷμ᾽ ἐμφύλιον,
νύμφας γυναῖκας μητέρας τε, χὡπόσα
αἴσχιστ᾽ ἐν ἀνθρώποισιν ἔργα γίγνεται.
ἀλλ᾽, οὐ γὰρ αὐδᾶν ἔσθ᾽ ἃ μηδὲ δρᾶν καλόν,
1410 ὅπως τάχιστα πρὸς θεῶν ἔξω μέ που
καλύψατ᾽, ἢ φονεύσατ᾽, ἢ θαλάσσιον
ἐκρίψατ᾽, ἔνθα μήποτ᾽ εἰσόψεσθ᾽ ἔτι.
ἴτ᾽, ἀξιώσατ᾽ ἀνδρὸς ἀθλίου θιγεῖν·
πίθεσθε, μὴ δείσητε· τἀμὰ γὰρ κακὰ
1415 οὐδεὶς οἷός τε πλὴν ἐμοῦ φέρειν βροτῶν.
***
ΟΙΔ. Μην προσπαθείς να με πείσειςπως λάθεψα
1370 και μη με συμβουλεύεις.
Αν έβλεπα και πήγαινα στον Άδη
δεν ξέρω πώς θ᾽ αντίκριζα,
με ποιές κόρες ματιών,
τον έρημο πατέρα μου·
δεν ξέρω πώς θ᾽ αντίκριζα
τη δόλια μου τη μάνα.
Εγώ προξένησα σ᾽ αυτούς τους δυο
δεινά που θέλουν τιμωρία
την κρεμάλα.
Και πώς τα προσωπάκια των παιδιών
τα ποθητά θα κοίταζα,
αφού θα το ᾽ξερα
ποιός τα ᾽σπειρε
και πού φυτρώσαν.
Ποτέ μου να μην έβλεπα.
Ούτε την πόλη, ούτε τους πύργους,
ούτε και των θεών τις ιερές εικόνες
που τα στερήθηκα,
1380 εγώ που γεύτηκα μοναδικά
την ευτυχία κάποτε στη Θήβα.
Εγώ που πρόσταξα τους πάντες
τον ασεβή να διώχνουν απ᾽ τα σπίτια τους,
αυτόν που φανερώσαν οι θεοί
μεγάλο μίασμα
κι απ᾽ του Λαΐου τη σπορά βλαστάρι.
Εγώ που κηλιδώθηκα μονάχος μου,
μπορούσα πια
να σας κοιτώ κατάματα;
Ποτέ!
Αν γινόταν να φράξω
της ακοής μου την πηγή
δε θα με σταματούσε τίποτα
να χτίσω το κορμί μου
γύρω-γύρω
κι έτσι τυφλός, κουφός κι αναίσθητος
να περιφέρω τη μοναξιά μου.
Νιώθεις μεγάλη θαλπωρή στο σπίτι,
1390 όταν κλειδώσεις έξω τη δυστυχία.
Ιδού Κιθαιρών,
γιατί με κράτησες;
Γιατί δε με θανάτωσες
ευθύς, όταν με βρήκες;
Δεν θα φανέρωνα ποτέ στον κόσμο
την περιπέτεια του γένους μου.
Ω Πόλυβε, ω Κόρινθος,
παλιό μου σπίτι,
που πίστεψα πως ήσουν πατρικό,
μέσα στην ομορφιά με κανακέψανε,
μα τα δεινά σαπίζαν ύπουλα
την όμορφη ζωή μου.
Εκ φύσεως κακός κι από κακούς γεννήθηκα.
Ω τρίστρατο, κρυφό φαράγγι,
ω δάσος κι ω μονοπάτι
που κατέβαινε στο τρίστρατο.
1400 Εκεί που πότισα με το δικό μου αίμα
τα δολοφόνα χέρια μου
που του πατέρα μου ρουφήξατε το αίμα,
θυμάστε τάχα τα φριχτά μου κατορθώματα·
τί τόλμησα, θυμάστε,
σαν έφτασα στη Θήβα;
Ω γάμοι, γάμοι,
με σπείρατε
και σπέρνοντας
δεχτήκατε το σπέρμα μου
και πλημμυρίσατε τον κόσμο
πατέρες, αδέρφια, παιδιά,
γυναίκες, νύφες, μητέρες
ένα σπέρμα κι ένα αίμα,
έργα ντροπής,
έργα φριχτά κι απάνθρωπα.
Όμως ταιριάζει σιωπή και φρίκη.
1410 Για το θεό, κρύψτε με κάπου μακριά,
σκοτώστε με,
στη θάλασσα βυθίστε με,
κι ας μη με δει κανένας πια.
Εμπρός, καταδεχτείτε με
κι αγγίξτε με τον άθλιο.
Μη με φοβάστε, σας ικετεύω·
τα πάθη μου κανείς θνητός
δε θα μπορέσει να τα βαστάξει.