Μια παρουσίαση του Αλκιβιάδη θα ήταν κάτι περιττό: ο Πλάτων το έχει ήδη κάνει σε μια αξέχαστη σελίδα. Στο Συμπόσιο φαντάζεται μία συγκέντρωση εξαιρετικών ανθρώπων οι οποίοι, στο τραπέζι, συζητούν για τον έρωτα. Είναι αρκετοί. Μιλούν, ακούν, ο διάλογος είναι σε εξέλιξη. Ενώ όμως το θέμα που συζητούν έχει προχωρήσει αρκετά, εμφανίζεται κάτι καινούργιο: ένα τελευταίο πρόσωπο φτάνει, ύστερα από τους άλλους. Η είσοδός του κρατήθηκε για το τέλος, για να γίνει πιο εντυπωσιακή. Και ξαφνικά όλα ζωντανεύουν. Ακούν χτυπήματα στην πόρτα μαζί με θόρυβο γλεντιού και τη φωνή μιας αυλήτριας. Ποιος φτάνει λοιπόν τόσο αργά; Είναι ο Αλκιβιάδης, τελείως μεθυσμένος, υποβασταζόμενος από την αυλήτρια.
«’Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ’ ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν».
Αμέσως έγινε δεκτός και κάθησε πλάι στον οικοδεσπότη. Από την άλλη πλευρά κάθεται ο Σωκράτης, τον οποίον στην αρχή δεν βλέπει. ‘Ύστερα αρχίζει μία συζήτηση ανάμεσα στον στεφανωμένο με κισσούς νέο και στον φιλόσοφο: όλη η συνέχεια του διαλόγου κυλάει μεταξύ αυτών των δύο.
Έτσι εισάγεται το νέο πρόσωπο στη σκηνή, θριαμβευτικά και με αρκετό θόρυβο. Στην είσοδό του περιέχεται όλη η γοητεία του καθώς επίσης και η ανάγωγη συμπεριφορά του, σχεδόν πάντα σκανδαλώδης.
Τον επευφημούν, τον υποδέχονται. Γιατί; Ποιος είναι; Στην αίθουσα του συμποσίου όλοι τον ξέρουν. Είκοσι πέντε αιώνες όμως αργότερα πρέπει ασφαλώς να τον προσδιορίσουμε. Πραγματικά, τα έχει όλα.
Κάλλος.
Το πρώτο χαρακτηριστικό φαίνεται αμέσως: ο Αλκιβιάδης είναι ωραίος, εξαιρετικά ωραίος. ‘Όλοι οι συγγραφείς έχουν μιλήσει γι’ αυτό, και επικαλούνται ότι υπήρξε αντικείμενο ερωτικών επιδιώξεων. Το στοιχείο αυτό επισημαίνει κατ’ αρχήν ο Ξενοφών στα Απομνημονεύματα όταν δηλώνει, με την απλοϊκή αρετή που τον διακρίνει: «ο Αλκιβιάδης επειδή δια την καλλονήν του υπό πολλών και σεβαστών γυναικών εκυνηγείτο». Έλεγαν, «ο ωραίος Αλκιβιάδης». Στην αρχή του Πρωταγόρα του Πλάτωνα, αν και αστειεύονται για τον θαυμασμό που του έδειχνε ο Σωκράτης και που θεωρούν κάπως απερίσκεπτο, τον ρωτούν: «Και τι είναι αυτό το τόσο σπουδαίο που συνέβη σε σένα και σε κείνον; Γιατί βέβαια δε συνάντησες κανέναν άλλον ομορφότερο σε τούτη την πόλη;» Δεν υπήρχε ωραιότερος άνδρας από αυτόν: μπορούσε μόνο να υπάρχει μια άλλη ομορφιά εκτός από τη φυσική και αυτή είναι η έννοια της απάντησης που δίνει ο Σωκράτης, όταν λέει ότι συνάντησε τον Πρωταγόρα, τον πιο σοφό από τους ανθρώπους της εποχής. Μια διάκριση που θα την επαναλάβει συχνά.
Πρέπει να θυμηθούμε ότι το κάλλος ήταν τότε ένα προσόν που όλοι αναγνώριζαν και επαινούσαν. Συνδεόταν με τις ηθικές ιδιότητες για να συνθέσει το ιδεώδες του πλήρους ανθρώπου, καλός καγαθός. Μπορούσε επίσης να ξεσηκώσει λιγότερο ενάρετο θαυμασμό τον οποίο δεν έκρυβαν – όπως σε όλες τις απεικονίσεις σε αγγεία, που εξαίρουν έναν νέο, με τον μοναδικό όρο, «ωραίος». Και μερικές φορές, στα ήθη της εποχής βρίσκουμε τη σχεδόν λυρική επίκληση στα πάθη που ενέπνεε η ομορφιά το βλέπουμε στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, όπου το θέμα παρουσιάζεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στο πάθος του νεαρού Κριτόβουλου, ο οποίος εγκωμιάζει τη δική του ομορφιά και του φίλου του, Κλεινία: «Και θα δεχόμουν να είμαι τυφλός για όλα τα άλλα παρά για εκείνο το ένα και μόνο πλάσμα ». Ο νεαρός Κλεινίας ήταν πρώτος εξάδελφος του Αλκιβιάδη.
Για να επανέλθουμε στον Αλκιβιάδη, θα θέλαμε να φανταστούμε αυτή την ομορφιά, αλλά πρέπει να αρκεστούμε στις αντιδράσεις των συγχρόνων του για την τελειότητά της. Δεν περιγράφουν τον Αλκιβιάδη και δεν έχουμε καμιά εικόνα με την παραμικρή αυθεντικότητα. Μας λένε ότι μετά τις νίκες του στους Ολυμπιακούς αγώνες, έδωσε εντολή να τον ζωγραφίσουν τη στιγμή που δέχεται τον κότινο. Και οι δύο όμως σχετικοί πίνακες έχουν χαθεί. Υπήρξαν διαφορετικά αγάλματα πολύ μεταγενέστερα, που τον παρίσταναν να οδηγεί άρμα με τέσσερα άλογα. Έτσι έχουμε το δικαίωμα να φανταζόμαστε ένα πολύ καθαρό πρόσωπο και μια πολύ περήφανη κορμοστασιά: θα είναι εκείνος.
Ξέρουμε τουλάχιστον ότι αυτή η ομορφιά συνοδευόταν από χάρη και μεγάλη τέχνη να γοητεύει. Ο Πλούταρχος την υμνεί από την αρχή της βιογραφίας του: «Για την ομορφιά του σώματός του φτάνει ίσως να πούμε ότι και στην παιδική και στην εφηβική και στην ανδρική του ηλικία ήταν γλυκός και ελκυστικός, αχτιδοβολώντας κάθε φορά σαν ωραίο άνθος. Ο Ευριπίδης δεν είχε δίκιο όταν έλεγε πως όλοι οι ωραίοι άνθρωποι είναι και στο φθινόπωρό τους επίσης ωραίοι. Οπωσδήποτε αυτό επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Αλκιβιάδη, ο οποίος, όπως και λίγοι άλλοι προνομοιούχοι, ήταν προικισμένος από τη φύση με καλοφτιαγμένο σώμα. Ακόμα και το ψεύδισμα που είχε, του ταίριαζε, λένε, στον τρόπο που μιλούσε και του έδινε μια χάρη στο λόγο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με προσοχή»
Ήξερε να θέλγει ακόμα κι εκείνους που είχε προσβάλει. ‘Ένα άλλο ωραίο κείμενο του Πλούταρχου τον παρουσιάζει να γοητεύει έναν Πέρση σατράπη, σε σημείο να τον κάνει ό,τι θέλει.
Και ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί αυτό το θέλγητρο, πράγμα που τον ευχαριστούσε. Ένα ανέκδοτο: ενώ μάθαινε όλα όσα ένα αγόρι, από καλή οικογένεια έπρεπε τότε να γνωρίζει, αυτός αρνήθηκε, λένε, να μάθει αυλό: γιατί παραμόρφωνε το πρόσωπο και τον εμπόδιζε να χρησιμοποιεί τη φωνή του. Η οργισμένη άρνηση του ωραίου παιδιού επαινέθηκε τόσο, ώστε ο αυλός, κατά την ιστορία, εξαιρέθηκε από τα μαθήματα των ελευθέρων σπουδών. Με μια διάθεση για μελετημένες προκλητικές εμφανίσεις, ο ωραίος Αλκιβιάδης περπατούσε συχνά στην αγορά με μακρύ πορφυρό ένδυμα. ‘Ήταν η βεντέτα, το αγαπημένο παιδί της Αθήνας, εκείνος στον οποίον επιτρέπονταν τα πάντα και κάθε τι δικό του ήταν αγαπητό. Οι βεντέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης είναι για μας ό,τι ήταν για την Αθήνα αυτός ο ωραίος νέος άνδρας, με τη μόνη διαφορά ότι στη μικρή πόλη ο καθένας μπορούσε να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει.
Διάσημη καταγωγή.
Τον γνώριζαν τόσο καλά και πέρα από αυτό δεν τους ενδιέφερε τι ήταν. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια – αυτό δεν ήταν αμελητέο ακόμα και στη δημοκρατία της ισότητας που επικρατούσε τότε στην Αθήνα. Περί τα μέσα του 5ου αιώνα, οι μεγάλες οικογένειες διατηρούσαν ακόμα σημαντική φήμη και κύρος. Ο Αλκιβιάδης ανήκε στις δύο μεγαλύτερες οικογένειες. Ο πατέρας του, ο Κλεινίας, ήταν από την οικογένεια των Ευπατριδών, που καταγόταν, κατά την παράδοση, από τον ήρωα Αίαντα. Και ένα από τα μέλη της, που ονομαζόταν επίσης Αλκιβιάδης, συνδεόταν πολιτικά με τον Κλεισθένη, τον ιδρυτή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Επί πλέον, ο ίδιος ο Κλεινίας, συγγένεψε, με το γάμο του, με την οικογένεια του Κλεισθένη, τη διασημότερη της Αθήνας, τους Αλκμεωνίδες. Πήρε σύζυγο την κόρη του Μεγακλή, ενός αρκετά σημαντικού πολιτικού, ο οποίος δεν απέφυγε τον εξοστρακισμό, ένα μέτρο για να απομακρύνονται κάποια πρόσωπα που επεδίωκαν να αποκτήσουν επιρροή. Αυτό είναι όλο; ‘Οχι. Ο Μεγακλής, ο παππούς του, είχε αδελφή, τη μητέρα του Περικλή, ο οποίος έμεινε αρκετά χρόνια στην κορυφή της αθηναϊκής δημοκρατίας και έδωσε το όνομά του στον αιώνα. Πόσοι τίτλοι και πάσες δόξες! Οι εφημερίδες μας, που ασχολούνται με τις πριγκίπισσες και τους κληρονόμους μεγάλων ονομάτων, μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για την υπόληψη που έχαιρε τέτοια καταγωγή, σε πλήρη δημοκρατία. Επί πλέον, αυτή η καταγωγή αποτελούσε πολύτιμο πλεονέκτημα και αγωγή χρήσιμη για την πολιτική ζωή.
Για τον Αλκιβιάδη, η λαμπρή αυτή καταγωγή δεν υπήρξε το παν. Με το θάνατο του πατέρα του, το 447, ο Αλκιβιάδης μας, παιδί ακόμα, υιοθετήθηκε από τον κηδεμόνα του, συγκεκριμένα από τον Περικλή! ‘Έτσι, κανείς δεν θα μπορούσε να φτάσει πιο ψηλά.
Όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα δίνουν στον Αλκιβιάδη λαμπρή ακτινοβολία.
Και πόσες υποσχέσεις! Από όλες τις πλευρές, γύρω του ήταν πράγματι άνθρωποι που έδιναν την κατεύθυνση στην αθηναϊκή πολιτική, ανήκαν οι ίδιοι σε ονομαστές οικογένειες και ήταν τοποθετημένοι στη δημοκρατική πλευρά. Δεν θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε καλύτερη κληρονομιά για να οδηγηθεί ένας νέος στην πολιτική δράση.
Η κληρονομιά αυτή ήταν ικανή να τον βοηθήσει ακόμα και έξω από την Αθήνα. Διότι τόσο σημαντικές οικογένειες είχαν σχέσεις και με άλλες πόλεις. Συχνά πρόκειται για επίσημους δεσμούς. Ένα τέτοιο πρόσωπο ονομαζόταν πρόξενος για μια ξένη πόλη – δηλαδή ήταν επιφορτισμένο να προστατεύει τα συμφέροντα και τις δικαιοδοσίες της, κάτι σαν τον σημερινό πρόξενο – με τη διαφορά ότι ο ρόλος αυτός δεν σήμαινε τότε υπαλληλική ιδιότητα. Άλλες φορές επρόκειτο για σχέσεις φιλοξενίας, η οποία, κατά τον 5ο αιώνα, είχε τη σημασία ισχυρού καθήκοντος. Ακόμα, οι σχέσεις μπορεί να ήταν προσωπικές – όπως στη σύγχρονη εποχή οι αριστοκράτες ή οι μεγάλοι επιχειρηματίες διατηρούν συνεχείς σχέσεις με τους ξένους ομολόγους τους. Ο Αλκιβιάδης, χάρη στην οικογένειά του, είχε πολλούς τέτοιους δεσμούς. Ένα παράδειγμα: τη στιγμή που η Αθήνα έκλεισε ειρήνη με τη Σπάρτη, το 421, ο Αλκιβιάδης δυσαρεστήθηκε επειδή οι Λακεδαιμόνιοι παρέκαμψαν τη μεσολάβησή του και, όπως λέει ο Θουκυδίδης, δεν τον τίμησαν ανάλογα με την παλαιά προξενική ιδιότητα της οικογένειάς του: ο παππούς του είχε παραιτηθεί από το αξίωμα, αλλά ο ίδιος σκεφτόταν να το ανανεώσει και γι’ αυτό είχε ενδιαφερθεί για τους Λακεδαιμονίους αιχμαλώτους (Ε, 43, 2). Και οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν τίποτα. 0 παππούς, ο Αλκιβιάδης ο παλαιότερος, ένας ευπατρίδης, είχε παραιτηθεί από τα καθήκοντά του ύστερα από επεισόδια μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας. Ένα όμως από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της Σπάρτης, ο Ένδιος, στον οποίον ο Αλκιβιάδης θα στηριχτεί πολύ, είχε πατέρα έναν Αλκιβιάδη! Ο Ένδιος αυτός θα δεχθεί αργότερα τον Αλκιβιάδη, εξόριστο πια, στη Σπάρτη.
Το ίδιο όμως συνέβαινε σχεδόν παντού. Θέλοντας να στραφεί προς το Άργος, ο Αλκιβιάδης στέλνει εκεί ένα «προσωπικό μήνυμα». Θα συναντήσουμε πάλι στην ιστορία «αυτούς που τον φιλοξένησαν στο Άργος», θα μάθουμε ακόμα ότι «συνδεόταν με τους προύχοντες των Μιλησίων». Η εξωτερική πολιτική ασκείται συχνά με προσωπικές σχέσεις: η οικογένεια του Αλκιβιάδη δεν υστερούσε σε αυτές…
Δεν υστερούσε σε τίποτα.
Πλούτος.
Πράγματι – και αυτό επίσης έχει σημασία – πρόκειται για πλούσιους ανθρώπους και από τις δύο πλευρές. Από την πλευρά του πατέρα, σημειώνουμε έναν Κλεινία ο οποίος εξοπλίζει με δικά του έξοδα ένα πολεμικό πλοίο. Από την πλευρά των Αλκμεωνιδών ξέρουμε ότι, αφού εξορίστηκαν ύστερα από μία ιεροσυλία, συμμάχησαν με τον κλήρο των Δελφών και συνέβαλαν γενναιόδωρα στην ανακατασκευή του ιερού. Ο ίδιος ο Περικλής διέθετε σημαντική περιουσία: στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο βασιλιάς της Σπάρτης, διοικητής του στρατού που εισέβαλε και λεηλατούσε την Αττική, είχε ίσως την ιδέα να εξαιρέσει τα κτήματα του Περικλή. Επειδή μεταξύ των δύο υπήρχαν δεσμοί φιλοξενίας, μια τέτοια εξαίρεση θα γεννούσε υποψίες σε βάρος του Περικλή. Αυτός όμως ξεπέρασε το τέχνασμα δηλώνοντας ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα δώριζε στην πόλη «τις γαίες και τις ιδιοκτησίες του».
Ο Αλκιβιάδης βρίσκει λοιπόν, γύρω από το λίκνο του, αν μπορούμε να πούμε, κάθε τι που προσφέρει το χρήμα για μια σταδιοδρομία – από μια λαμπρή παιδεία με τις καλύτερες πνευματικές προσωπικότητες, ως τα διαφορετικά μέσα δράσης, που είναι απαραίτητα για την επιτυχία σε κάθε δημοκρατία.
Επί πλέον, ο Αλκιβιάδης δεν αρκείται στην άμεση αυτή κληρονομιά. Αργότερα θα παντρευτεί, το 422. Και ποια θα παντρευτεί; Μία κόρη του Ιππόνικου, ο οποίος ανήκε επίσης σε σημαντική οικογένεια, διάσημη κυρίως για τον πλούτο της. Κάθε φορά που αναφέρεται ένα μέλος αυτής της οικογένειας, λένε: «ο πλούσιος Ιππόνικος», «ο πλούσιος Καλλίας». Στο σπίτι του «πλούσιου Καλλία» (ήταν γυναικάδελφος του Αλκιβιάδη) διεξάγεται ο διάλογος του Πλάτωνα Πρωταγόρας, κι αυτό γιατί ο Καλλίας, χάρη στον πλούτο του, μπορούσε να φιλοξενεί στο σπίτι του συγχρόνως όλους τους σοφιστές του διαλόγου: Πρωταγόρα, Ιππία, Πρόδικο, μαζί με όλους που πήγαιναν, κατά τη συνήθεια της εποχής, να τους ακούσουν. Ο Πλάτων αναφέρει μια δωδεκάδα. Ο Αλκιβιάδης είναι μέσα σε αυτούς.
Βρισκόμαστε πάντοτε στο ίδιο περιβάλλον. Η πρώτη γυναίκα του Περικλή ήταν πρώην σύζυγος του Ιππόνικου και μητέρα του Καλλία. Με την αρχαία Αθήνα έχουμε αμέσως το αίσθημα ότι βρισκόμαστε συνεχώς ανάμεσα σε πρόσωπα που γνωρίζονται, επειδή είναι ένας κόσμος κλειστός. Το ίδιο ισχύει γενικά και για την αριστοκρατία, που διατηρούσε ακόμα ένα προνομιακό ρόλο κατ’ εξαίρεση στη δημοκρατική πόλη. Θα πρέπει να ανοίξουμε μία παρένθεση για τον πλούτο του Αλκιβιάδη. Ξόδευε τόσα πολλά, ώστε είχε πάντοτε μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Διατηρούσε έναν πολυτελή σταύλο με άλογα για αρματοδρομίες. Του άρεσε επίσης να έχει καλό όνομα στον κόσμο. Ανελάμβανε τριηραρχίες και χορηγίες – δηλαδή τα έξοδα μιας τριήρους ή μιας παράστασης: γι’ αυτόν θα μιλούν ακόμα και τον επόμενο αιώνα και ο Πλούταρχος θα αναφέρει: «Οι προσφορές του στην πόλη, οι χορηγίες του, που εξαιτίας της φιλοδοξίας του ήταν πλουσιότατες… ». Και αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τα διάφορα φιλοδωρήματα εδώ κι εκεί. Διηγούνται ότι ο Φαίδων – ο φιλόσοφος που έδωσε το όνομά του σε ένα διάλογο του Πλάτωνα – κάποια μέρα αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε ως σκλάβος: ο Σωκράτης ζήτησε από τον Αλκιβιάδη να τον αγοράσει, όπως λένε τουλάχιστον κάποιες παραδόσεις. Ο άνθρωπός μας, σαν αληθινός μεγάλος άρχοντας, αγαπούσε τις μεγάλες χειρονομίες, όπως και την επίδειξη. Μερικοί σκέφτονται ότι, σε στιγμές ευμάρειας, είχε δαπανήσει πάρα πολλά: και αυτό συμβαίνει σε όλες τις εποχές! Και ίσως, η φροντίδα να ενισχύσει τα οικονομικά του είχε αντίκτυπο στη συμπεριφορά του. Ο συνετός Θουκυδίδης λέει: «’Ήταν πολύ δημοφιλής ανάμεσα στο λαό, έκανε πολυτελή ζωή, ανώτερη από τα μέσα του και ξόδευε για τ’ άλογά του και τις διασκεδάσεις του» (Ζ, 15, 3). Έχουν όμως υπερβάλει τις δυσκολίες που του προκάλεσε αυτή η συνήθεια. Τότε που ήταν εξορία, έγινε μία δημοπρασία της περιουσίας του, που είχε κατασχεθεί. Αποσπάσματα από την πράξη αυτή έχουν βρεθεί χαραγμένα σε πέτρα. Και στην αρχή έκριναν ότι είχε πολύ λίγα. Θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι ο Αλκιβιάδης είχε καταστραφεί ή ακόμα ότι ήταν δυνατόν να είχε σώσει κρυφά ένα μέρος της περιουσίας, πριν από την κατάσχεση – όπως συμβαίνει και σήμερα. Καινούργια όμως αποσπάσματα έχουν έρθει στο φως και βεβαιώνουν: μένουν πολλά ανάκλιντρα, σκεπάσματα, μανδύες, κασέλες κλπ. Και βεβαιώνουν ακόμα ότι η πόλη θα επανορθώσει αυτή την πώληση, προσφέροντάς του ένα χρυσό στεφάνι και μία κατοικία. Ο Αλκιβιάδης, αν και είχε κατασπαταλήσει πολλά, δεν υπήρξε ποτέ φτωχός.
Είναι φανερό, ήταν ένας πρίγκιπας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό είχε σημασία, Η αθηναϊκή πολιτική ρυθμιζόταν επί μακρό διάστημα από το αριστοκρατικό και καλλιεργημένο αυτό περιβάλλον. Σε λίγο όμως θα ξέφευγε από τον κύκλο αυτόν αλλά πολλοί Αθηναίοι δεν το ήθελαν. Τα δημοκρατικά δικαιώματα είχαν επεκταθεί και είχε αναπτυχθεί κάποια εκπαίδευση: νέες κοινωνικές τάξεις αποκτούσαν σημασία. ‘Όσο ζούσε ο Περικλής, όλα πήγαιναν καλά. Μετά το θάνατό του, όμως, βλέπουμε ότι η ουσιαστική δύναμη περνά στον Κλέωνα, έναν πλούσιο βυρσοδέψη. Και όλοι οι συγγραφείς επισημαίνουν τη χυδαιότητα, τη βαναυσότητα, την αμάθεια του προσώπου. Φαίνεται ότι σε κάθε δημοκρατία, υπάρχει κίνδυνος να προσελκύσει τους απλούς ανθρώπους η χυδαιότητα, την οποία θεωρούν οικεία και ενθαρρυντική. Ο Αριστοφάνης, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Περικλή, έγραψε μία κωμωδία για να καταγγείλει την κυριαρχία των εμπόρων. Οι υπηρέτες του Δήμου αποδέχονται έναν πλαστό χρησμό, σύμφωνα με τον οποίον την πόλη θα κυβερνήσει ένας έμπορος στουπιού, ύστερα ένας έμπορος αρνιών, ώσπου να φτάσει ένα άλλο πρόσωπο πιο ποταπό ακόμα, ένας αλλαντοπώλης (Ιππής, 126-145). Φυσικά δεν θα έχει την παραμικρή μόρφωση: «Κάτι γραμματάκια ξέρω κι αυτά κουτσά στραβά. – Το μόνο που σε βλάφτει είναι που ξέρεις γράμμα-τα, έστω και κουτσά στραβά. Να διευθύνεις το λαό δεν είναι δουλειά μορφωμένου και τίμιου ανθρώπου παρά αγράμματου κι αχρείου» (188-194).
Δεν θα επεκταθούμε στην κοινωνική αυτή αλλαγή που κινδυνεύει πάντοτε να επιφέρει, όπως έγινε στην Αθήνα, την ανάπτυξη μιας καταστροφικής δημαγωγίας. Όλοι καταγγέλλουν το κακό, από τους τραγικούς και τους κωμωδιογράφους ως τις αναλύσεις του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη. ‘Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε, γιατί έτσι γίνεται αντιληπτή η ανωτερότητα που διέθετε σε σχέση με τους καινούριους δημαγωγούς, ο νεαρός απόγονος των μεγάλων οικογενειών, με την πολυτέλειά του, την κοινωνική του τάξη και τη γοητεία του. Θα μπορούσε να είναι για την Αθήνα ένας νέος Περικλής. Πρέπει εδώ να πούμε ότι τα πλεονεκτήματα του Αλκιβιάδη δεν περιορίζονταν διόλου στα υλικά αγαθά, ούτε στα πρακτικά μέσα. Διέθετε και όλα τα άλλα.
Πνευματική υπεροχή.
Ας φανταστούμε μόνο τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού Αλκιβιάδη με κηδεμόνα τον Περικλή. Είχε συνηθίσει από τα παιδικά του κιόλας χρόνια να ακούει πολιτικές συζητήσεις από αρμόδια πρόσωπα. Κοντά σε αυτά, η σκέψη του οξύνθηκε. Στο περιβάλλον του Περικλή, είχε συναντήσει, παιδί και ύστερα έφηβος, τα λαμπρότερα πνεύματα της εποχής. Είχε μάθει, βέβαια, τη ρητορική, γιατί ο κηδεμόνας του ήταν φίλος των μεγάλων σοφιστών. Και ξέρουμε την αφοσίωση που δεν έπαψε να του δείχνει ο Σωκράτης. Με τέτοιους δασκάλους και τέτοια παραδείγματα, πώς να μην είχε αναπτύξει τη λαμπρή ευφυία, που τόσο συχνά διέκρινε την οικογένειά του; Εξάλλου, είναι γεγονός ότι η πολιτική ματιά του, η ταχύτητα και η ευρύτητα των απόψεών του δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν. Ο Θουκυδίδης, που δεν τον επαινούσε χωρίς επιφύλαξη, λέει ότι η πόλη θα χάσει πολλά αν τον στερηθεί γιατί «ήταν άριστος για τα πολεμικά ζητήματα» . Και κάθε φορά, μπροστά σε μία δυσκολία, ο Αλκιβιάδης ήξερε να βρίσκει αμέσως τη λύση, τους χειρισμούς και τα μέτρα που έπρεπε να πάρει. Ήξερε επίσης να πείθει τους άλλους. Πόσο καλά το ήξερε! Γνώριζε να επηρεάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του, όπως επίσης να πείθει και τα άτομα, προσθέτοντας στα επιχειρήματά του υποσχέσεις και γοητεία. Ακόμα και αυθεντίες στο είδος, όπως ο Δημοσθένης και ο Θεόφραστος, έλεγαν ότι μιλούσε θαυμάσια. Και ο Θεόφραστος, κατά τον Πλούταρχο σημειώνει ότι ο Αλκιβιάδης «είχε μία απεριόριστη ικανότητα να βρίσκει και να συλλαμβάνει ό,τι ήταν αναγκαίο κάθε φορά». Συχνά σταματούσε στην προσπάθειά του να βρει τη σωστή λέξη, ένα ελαφρό ελάττωμα στην προφορά πρόσθετε ακόμα μία χάρη στο λόγο του… Γενικά, πλησίαζε την πολιτική με μία κοινωνική ανωτερότητα, που γινόταν μεγαλύτερη με την αναντίρρητη πνευματική του υπεροχή – καθώς η μία βοηθούσε την άλλη.
Σχηματίζοντας το πορτρέτο του βλέπουμε ότι όλα τον ωθούσαν προς την πολιτική. Είχε τα εφόδια, τα χαρίσματα, όπως επίσης και την επιθυμία. Συνηθισμένος από τη νεότητά του να είναι παντού ο πρώτος, ήθελε με πάθος να παίξει ένα ρόλο στην πολιτική. ‘Έτσι εμφανίζεται στους διαλόγους του Πλάτωνα και ιδιαίτερα στο διάλογο ο Αλκιβιάδης ονομάζεται συχνά «ο πρώτος Αλκιβιάδης» για να διαφέρει από έναν άλλο διάλογο με τον ίδιο τίτλο. Επιστρέφουμε στον Αλκιβιάδη. Πρέπει όμως από τώρα να συγκρατήσουμε την εικόνα αυτής της φιλοδοξίας που ωθεί τον νέον άνδρα προς την πολιτική επιτυχία, για την οποία μιλάει με έμφαση ο Σωκράτης. «Τώρα όμως εγώ θα σου ειπώ με ποια (κρυφή) ελπίδα (κατά την ιδέα μου) ζεις. Στοχάζεσαι πως εάν βιαστείς και εμφανισθείς εις το βήμα της συνελεύσεως του δήμου των Αθηναίων – και ότι αυτό μπορεί να γίνει εντός ολίγων ημερών – αφού λοιπόν εμφανισθείς θα αποδείξεις εις τους Αθηναίους ότι είσαι άξιος να τιμηθείς όσον ούτε και ο Περικλής, ούτε άλλος κανείς, από όσους ποτέ έζησαν ως τώρα, και αφού αποδείξεις αυτό, θα αποκτήσεις μεγίστην δύναμιν εις την πολιτείαν, εάν δε εδώ είσαι πανίσχυρος, θα είσαι (πανίσχυρος) και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, και όχι μόνον μεταξύ των Ελλήνων αλλά και μεταξύ των βαρβάρων, όσοι κατοικούν την ίδιαν ήπειρον με ημάς» (105 1)-ε).
Οι φιλοδοξίες, βέβαια, δεν σταματούν σε μία ήπειρο: η αληθινή φιλοδοξία δεν έχει όρια. Και το κείμενο λέει καθαρά τη δύναμη που τον εμψυχώνει. Η φιλοδοξία θα τον ωθήσει πολύ γρήγορα στη δράση. Τον συναντάμε κατ’ αρχήν στον πόλεμο – και εκεί είχε επίσης το θάρρος! -και σε λίγο θα εμφανιστεί στην πολιτική. Θα καταλάβει τα πιο υψηλά λειτουργήματα, μόλις το επιτρέψει η ηλικία του. Συναντήσαμε ήδη δύο φορές το όνομα του Σωκράτη. Και στα κάθε λογής δώρα που προσφέρονται από το ξεκίνημα του νεαρού Αλκιβιάδη, θα ήταν αταίριαστη απλοποίηση να παραλείψουμε το εξαιρετικό δώρο, που διαφέρει από τα άλλα και δεν προέρχεται από την οικογένειά του: το άνοιγμά του στο φιλοσοφικό ιδεώδες και στην επιρροή του Σωκράτη.
Η φιλία του Σωκράτη.
Η φιλία μεταξύ του νέου άνδρα και του φιλοσόφου παρουσιάζεται στο Συμπόσιο, διάλογο του Πλάτωνα, με τον οποίον αρχίζει το κεφάλαιο αυτό. Ο δεσμός τους βεβαιώνεται από όλους: από τους διαλόγους και από τις βιογραφίες. Είναι γεγονός ότι ο Σωκράτης αγαπούσε τον Αλκιβιάδη και ο Αλκιβιάδης αγαπούσε τον Σωκράτη. Ακόμα και αν παραβλέψουμε προς στιγμήν την ερωτική πλευρά της σχέσης τους, η σχέση αυτή υποδήλωνε στον νεαρό άνδρα, για ένα τουλάχιστον διάστημα και με αναλαμπές, μια βαθιά διείσδυση του άλλου ιδεώδους που ενσάρκωνε ο Σωκράτης, μια επιθυμία να τον ακολουθήσει στο δρόμο του καλού, μια κατανόηση και εξαιρετικό θαυμασμό. Ύστερα από αυτά, ο Πλάτων επιφόρτισε εκείνον τον αποτυχόντα μαθητή να κάνει το πορτρέτο του δασκάλου του.
Ο ωραίος νεαρός του Συμποσίου μπαίνει και κάθεται κοντά στον οικοδεσπότη. Αμέσως διαπιστώνει, με τρομαγμένη έκπληξη, ότι δίπλα του βρίσκεται ο Σωκράτης. Ανταλλάσσουν ερωτικά πειράγματα.
Ο Αλκιβιάδης μαθαίνει περί τίνος μιλούσαν οι συμπότες και αποφασίζει να πλέξει και αυτός το εγκώμιο του Σωκράτη. Αρχίζει αμέσως. Και εδώ έχουμε τις περίφημες εικόνες για τον Σωκράτη που συγκίνησαν γενεές και γενεές αναγνωστών. Σε όλον τον Πλάτωνα δεν υπάρχει, για τον δάσκαλο, κείμενο πιο προσωπικό και πιο βαθύ.
Ο Αλκιβιάδης, δηλαδή, ήταν ικανός να αποδώσει με ζωντανό τρόπο την προσωπικότητα του Σωκράτη. Και, με όσα είπε, ήταν ικανός να συγκινηθεί και να εμπνευστεί από αυτόν.
Τον παραβάλλει κατ’ αρχήν με τα αγάλματα των Σιληνών. Όπως ο Σιληνός, αλλά χωρίς αυλό, ο Σωκράτης θέλγει εκείνους που τον ακούν. Και ο Αλκιβιάδης περιγράφει το αποτέλεσμα των λόγων του: όποιος κι αν είναι ο ακροατής ή εκείνος που επαναλαμβάνει τα λόγια του Σωκράτη «όλοι μένομεν εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι». Ύστερα, μιλώντας για λογαριασμό του δηλώνει: «οσάκις τον ακούω χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδραση της ομιλίας του. Παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια». Και αφού άκουσε τον Σωκράτη, είπε: «εδοκίμασα αισθήματα ώστε να πιστεύσω πως δεν άξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι»… «Μ’ αναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω διά τον εαυτόν μου, αλλ’ ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις» (216 α).
Τέλος, ο Σωκράτης είναι σαν τα αγαλματίδια των Σιληνών γιατί στο εσωτερικό του περικλείει μία σοφία πολυτιμότερη από κάθε τι άλλο: « Όταν όμως σοβαρευθεί και ανοίξει το εσωτερικόν του, δεν ξέρω αν έχει κανείς αντικρύσει τ’ αγάλματα μέσα του. Εγώ όμως τ’ αντίκρυσα κάποτε, και μου εφάνταξαν τόσο θεϊκά και χρυσά, τόσον πανέμορφα και εκπληκτικά, ώστ’ έπρεπε χωρίς άλλο να εκτελέσω ο,τιδήποτε μου επέβαλλεν ο Σωκράτης» (Συμπόσιο, 216 e).
Ακολουθεί ένας εκτενής έπαινος για την εγκράτεια του Σωκράτη, την ανεξαρτησία του ως προς τα εξωτερικά πράγματα και για το θάρρος του. Ο έπαινος περιγράφει θαυμάσια τον Σωκράτη, αλλά αποκαλύπτει επίσης και τον Αλκιβιάδη. Μας τον δείχνει να πάλλεται στην επίκληση ενός ηθικού ιδανικού, να συγκινείται με την ιδέα του καλού, να είναι έτοιμος να αλλάξει ζωή, έναν μαθητή πιο ευαίσθητο, πιο ανήσυχο, πιο φλογερό από κάθε άλλον. Ο ωραίος νέος άνδρας, που ήρθε μεθυσμένος, μπορούσε επίσης να μεθύσει από έξαρση για την ανακάλυψη του καλού: «εγώ όμως τα αντίκρυσα κάποτε…» Αυτό είναι ένα ωραίο δώρο που του προσφέρει ο Πλάτων. Κανέναν από όσους μίλησαν προηγουμένως, ούτε κανέναν από τους μαθητές που παρουσιάζονται στους άλλους διαλόγους δεν περιποιήθηκε τόσο γενναιόδωρα. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι αυτής της επιλογής, οι οποίοι Θα αποσαφηνιστούν στο τέλος αυτού του βιβλίου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι εδώ υπάρχει η αντανάκλαση πραγματικών σχέσεων και εντυπώσεων που μένουν για πάντα: ο Αλκιβιάδης θα μπορούσε να υποταχτεί σε μία επιρροή, που η γοητεία της είχε τόση δύναμη σε αυτόν.
Θα επανέλθουμε, στο επόμενο κεφάλαιο, στη γοητεία αυτή και στο ερωτικό περιεχόμενο που υποδηλώνει: Εδώ, σε ένα κεφάλαιο που αρχίζει με το Συμπόσιο του Πλάτωνα, έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε αυτήν την επί πλέον λάμψη, την τόσο διαφορετική από τις άλλες, η οποία δίνει στο πρόσωπο και στην ακτινοβολία του μία αυξημένη αξία. Ο νέος άνδρας της αρχής δεν ήταν μόνο η εικόνα-τύπος της χρυσής νεότητας.
Η έκφραση όμως «νέος άνδρας» προκαλεί μια τελευταία παρατήρηση. Φανταζόμαστε τον Αλκιβιάδη σαν έναν νέον άνδρα. Και αυτό είναι κάπως το λάθος του Πλάτωνα, αν αυτό το στολίδι παραμένει και προσθέτει στη γοητεία του.
Νεότητα.
Ο Αλκιβιάδης, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ γέρος: πέθανε περίπου πενήντα χρόνων. Την εποχή του Συμποσίου δεν ήταν πια ένας νέος άνδρας. Πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ του 452 και του 450. Όταν άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, μόλις είχε απαλλαγεί από την κηδεμονία του Περικλή. Από τότε είχε το δικό του σπίτι, τους δούλους του. Σε λίγο θα μπορεί να αναλάβει πολιτικές ευθύνες. Ο χαρακτήρας όμως του ανθρώπου παρέμεινε, ως προς αυτό το σημείο, ίδιος με ενός εφήβου, λαμπερού, αναιδέστατου, κάπως ανεύθυνου, και έτσι θα τον φανταζόμαστε πάντοτε. Στο συμπόσιο, η σκηνή υποτίθεται ότι συμβαίνει το 416: ο Αλκιβιάδης είναι λοιπόν τριάντα πέντε χρόνων: του φέρονται όμως όπως σε «ερωμένο», τον οποίον οι άνδρες ενοχλούν με τις προτάσεις τους, και σαν χαϊδεμένο παιδί που μπορεί να λέει οτιδήποτε και του συγχωρούνται τα πάντα. Η εικόνα αυτού του έφηβου έχει, κατά κάποιον τρόπο, χαραχτεί στις εντυπώσεις μας και έχει για πάντα επιβληθεί.
Πρέπει να πούμε ότι το 416, ο Πλάτων ήταν δώδεκα χρόνων. Δεν είχε γνωρίσει τον νεαρό Αλκιβιάδη. Μεταξύ τους υπήρχε διαφορά μιας γενιάς. Η παράδοση όμως για τον Αλκιβιάδη κυριαρχούσε στη φαντασία. Και σε σχέση με τον Σωκράτη, τον έβλεπαν πάντοτε έφηβο. Ο Πλάτων, που δεν είχε ιδιαίτερο σεβασμό στις χρονολογίες, του έδειξε έτσι αδιαφορώντας αν αυτό ήταν πιστευτό.
Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι ο Αλκιβιάδης, καθώς παρέμεινε ωραίος ως την ωριμότητά του, δεν δίστασε ποτέ να ενσαρκώνει τη νεότητα. Αναλαμβάνει τους μεγάλους πολιτικούς ρόλους του μόλις το επιτρέπει η ηλικία του. Και δίνεται με τη δύναμη της νεότητάς του. Αντιτίθεται στον Νικία, συγκεκριμένα το 416, θεωρεί τον εαυτό του νέον και διεκδικεί το δικαίωμα των νέων να μιλούν και να δίνουν χρήσιμες συμβουλές. Αυτό συμβαίνει κατά τη λογομαχία για την εκστρατεία στη Σικελία. Ο Νικίας, που είναι εναντίον της εκστρατείας, προσβάλλει με βίαιο τρόπο τον νεαρό φιλόδοξο, τον Αλκιβιάδη. Αυτός είναι λίγο περισσότερο από πενήντα χρόνων. Και λέει καθαρά τη γνώμη του: «Αν πάλι κάποιος, εδώ, καμαρώνει επειδή τον εκλέξατε στρατηγό και σας παροτρύνει να επιχειρήσετε την εκστρατεία, μη λογαριάζοντας παρά το δικό του συμφέρον, άλλωστε είναι και πάρα πολύ νέος για να γίνει αρχηγός…» Και γενικεύει: «Δεν είναι ανεκτό οι νεότεροι να πάρουν βιαστικές αποφάσεις. Τους βλέπω, τώρα, εγώ, να παρακάθονται εδώ, κινημένοι από τον ίδιο άνθρωπο και τρομάζω και παρακαλώ τους γεροντότερους…». Να λοιπόν, στην Αθήνα του 5ου αιώνα, μία πολύ γνωστή αντίθεση μεταξύ «νέων» και «γέρων». Αρκετά συχνά βρίσκουμε σχετικούς υπαινιγμούς στο θέατρο. Πρόκειται γι’ αυτό που θα ονομάζαμε «κοινωνικό φαινόμενο». Ο Αλκιβιάδης όμως δεν επιτρέπει στον εαυτό του να φοβάται. Ναι, είναι νέος. Μιλάει για τις επιτυχίες του και δηλώνει: «Αυτά κατόρθωσαν τα νιάτα μου και αυτό που θεωρείται υπερβολική παρατολμία μου. Βρήκα τα λόγια τα σωστά για να δημιουργήσω δεσμούς με πολιτείες της Πελοποννήσου και ο ενθουσιασμός μου τους παρέσυρε να με ακολουθήσουν. Αλλά και τώρα μη φοβηθείτε τα νιάτα μου». Πιο πέρα, στο λόγο του, επανέρχεται με κάποια περιφρόνηση: «Δεν πρέπει να εντυπωσιαστείτε από τα όσα λέει ο Νικίας, που συμβουλεύει αδράνεια και προσπαθεί, προκαλώντας έριδες μεταξύ νέων και γέρων, να σας αποτρέψει από την εκστρατεία. Αλλά κατά τη συνηθισμένη τάξη, όπως έκαναν και οι πατέρες μας, που συσκέπτονταν νέοι και γέροι μαζί και έφεραν τα πράγματα της πολιτείας σε τόση περιωπή.
Σκεφτείτε ότι η νεότητα και τα γηρατειά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε αν δεν ενεργήσουν μαζί.»
Όπως στο Συμπόσιο, η νεότητα εξακολουθεί να είναι το γνώρισμα αυτού του άνδρα των τριάντα πέντε χρόνων, και η νεότητα αυτή γίνεται στα χέρια του ένα καινούργιο πλεονέκτημα, ένα καινούργιο μέσον να γοητεύει τα άτομα και τα πλήθη, ένα καινούργιο μέσον να αποβαίνουν όλα προς όφελός του. Όλα ήταν δικά του. Και είχε πολλά. Πώς να μην σκεφτεί ότι αυτός ήταν το πρόσωπο που κυριαρχούσε; Αποτελεί λοιπόν ένα παράδειγμα πιο αξιόλογο από κάθε άλλο που αξίζει να το σκέφτεται κανείς πάντα. Σε όλες τις εποχές έχουμε δει λαμπρούς έφηβους που ανήκουν σε μια χρυσή νεότητα. Ξέρουμε νέους άνδρες προικισμένους με όλα τα δυνατά προσόντα για να πλησιάσουν την πολιτική. Ο Αλκιβιάδης όμως ξεπερνά τα όρια. Η ευγενής καταγωγή του, το κάλλος του, η τόλμη του δεν είχαν το όμοιό τούς. Επί πλέον, η πατρίδα του βρίσκεται στην υψηλότερη βαθμίδα δύναμης και καλλιέργειας. Και η φιλοδοξία του δεν γνωρίζει κανένα μέτρο. Εξάλλου, εκείνος που θα ήθελε να τον τραβήξει προς το καλό είναι ο δάσκαλος, ο πολύ απαιτητικός, από δική του ανάγκη, για το απόλυτο και τη δικαιοσύνη. Στη ζωή του Αλκιβιάδη υπάρχει ένα είδος παραδειγματικής αξίας που την κάνει συμβολική και αξέχαστη. Αποκτά μια έννοια για όλες τις εποχές, όπως επίσης και για τη δική μας, και ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Ο Αλκιβιάδης, σαν εικόνα της προσωπικής φιλοδοξίας, σε μία δημοκρατία που βρίσκεται σε κρίση, φωτίζει με τη γοητεία και τα σκάνδαλά του τις δικές μας κρίσεις – ακόμα και αν ο Αλκιβιάδης δεν ανήκει στους σύγχρονούς πολιτικούς.
Πράγματι, σαν σε σχεδιάγραμμα, βλέπουμε τη μοίρα του να τον παρασύρει, και να παρασύρει την Αθήνα. Αυτό αρχίζει με τα μικρά σκάνδαλα ενός αλαζονικού ατομικισμού, για να συνεχιστεί με τις κινήσεις μιας θρασύτατης πολιτικής – μέχρι την ημέρα που τα σκάνδαλα θα ξεσπάσουν πάνω του βίαια. Σε μια δημοκρατία, το σκάνδαλο είναι και υπήρξε πάντοτε, επικίνδυνο.
Τα σκάνδαλα του Αλκιβιάδη άρχισαν νωρίς και προχώρησαν μακριά.