Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (238-279)

οὔποτε φήσω γάμον εὐφραίνειν
πλέον ἢ λυπεῖν, τοῖς τε πάροιθεν
240 τεκμαιρόμενος καὶ τάσδε τύχας
λεύσσων βασιλέως, ὅστις ἀρίστης
ἀπλακὼν ἀλόχου τῆσδ᾽ ἀβίωτον
τὸν ἔπειτα χρόνον βιοτεύσει.

ΑΛΚΗΣΤΙΣ
Ἅλιε καὶ φάος ἁμέρας, [στρ. α]
245 οὐράνιαί τε δῖναι νεφέλας δρομαίου.
ΑΔΜΗΤΟΣ
ὁρᾷ σὲ κἀμέ, δύο κακῶς πεπραγότας,
οὐδὲν θεοὺς δράσαντας ἀνθ᾽ ὅτου θανῇ.

ΑΛ. γαῖά τε καὶ μελάθρων στέγαι [ἀντ. α]
νυμφίδιοί τε κοῖται πατρίας Ἰωλκοῦ.
250 ΑΔ. ἔπαιρε σαυτήν, ὦ τάλαινα, μὴ προδῷς·
λίσσου δὲ τοὺς κρατοῦντας οἰκτῖραι θεούς.

ΑΛ. ὁρῶ δίκωπον ὁρῶ σκάφος ἐν λίμνᾳ· [στρ. β]
νεκύων δὲ πορθμεὺς
ἔχων χέρ᾽ ἐπὶ κοντῷ Χάρων
255 μ᾽ ἤδη καλεῖ· Τί μέλλεις;
ἐπείγου· σὺ κατείργεις. τάδε τοί με
σπερχόμενος ταχύνει.
ΑΔ. οἴμοι, πικράν γε τήνδε μοι ναυκληρίαν
ἔλεξας. ὦ δύσδαιμον, οἷα πάσχομεν.

ΑΛ. ἄγει μ᾽ ἄγει τις· ἄγει μέ τις —οὐχ ὁρᾷς;— [ἀντ. β]
260 νεκύων ἐς αὐλάν,
ὑπ᾽ ὀφρύσι κυαναυγέσι
βλέπων πτερωτός — † ἅιδας†.
[μέθες με·] τί ῥέξεις; ἄφες. — οἵαν ὁδὸν ἁ δει-
λαιότατα προβαίνω.
ΑΔ. οἰκτρὰν φίλοισιν, ἐκ δὲ τῶν μάλιστ᾽ ἐμοὶ
265 καὶ παισίν, οἷς δὴ πένθος ἐν κοινῷ τόδε.

ΑΛ. μέθετε μέθετέ μ᾽ ἤδη. [ἐπῳδ.]
κλίνατ᾽, οὐ σθένω ποσίν·
πλησίον Ἅιδας.
σκοτία δ᾽ ἐπ᾽ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει.
270 τέκνα, τέκν᾽, οὐκέτι δὴ
οὐκέτι μάτηρ σφῷν ἔστιν.
χαίροντες, ὦ τέκνα, τόδε φάος ὁρῴτον.
ΑΔ. οἴμοι· τόδ᾽ ἔπος λυπρὸν ἀκούω
καὶ παντὸς ἐμοὶ θανάτου μεῖζον.
275 μὴ πρός ‹σε› θεῶν τλῇς με προδοῦναι,
μὴ πρὸς παίδων οὓς ὀρφανιεῖς,
ἀλλ᾽ ἄνα, τόλμα·
σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ᾽ ἂν εἴην·
ἐν σοὶ δ᾽ ἐσμὲν καὶ ζῆν καὶ μή·
σὴν γὰρ φιλίαν σεβόμεσθα.

***
ΚΟΡ. Α, ποτέ δε θα πω πως του γάμου οι χαρές
ξεπερνούν τα φαρμάκια που αυτός μας ποτίζει·
240 το ᾽δα κι άλλες φορές, βλέπω τώρα κι αυτή
του καλού βασιλιά τη βαριά συμφορά,
που την έξοχη χάνει γυναίκα, και πια
μιαν αβάσταχτη τώρα ζωή θα περνάει.

ΑΛΚΗΣΤΗ
Ω φως της ημέρας, ω ήλιε εσύ,
κι ω στροβιλίσματα νεφών που τρέχουνε στα ουράνια!
ΑΔΜΗΤΟΣ
Μας βλέπει, τους δυο δύστυχους· πεθαίνεις
χωρίς ποτέ στους θεούς να ᾽χουμε φταίξει.

ΑΛΚ. Ω γη, και του σπιτιού σκεπή,
και της πατρίδας, της Ιωλκού, ω νυφικό κρεβάτι!
250 ΑΔΜ. Ανασηκώσου, μη μ᾽ αφήνεις· δεήσου
στους δυνατούς θεούς να σπλαχνιστούνε.

ΑΛΚ. Βλέπω ένα πλοίο με δυο κουπιά,
και με το χέρι στο κοντάρι
το Χάρωνα, νεκρών περαματάρη,
που κράζει κιόλας: «Πώς αργείς;
Πιο γρήγορα, έλα! Μη με κάνεις
εσύ την ώρα μου να χάνω».
Αυτά μου λέει, και να βιαστώ με πιέζει.
ΑΔΜ. Ταξίδι, οϊμέ, πικρό, φαρμακωμένο.
Δυστυχισμένη, τί κακό μας βρήκε!

ΑΛΚ. Κάποιος με σέρνει, με τραβά
260 – δε βλέπεις; – θέλει να με φέρει
κάτω στων πεθαμένων το λημέρι·
φλόγες τα μάτια του πετούν
κάτω απ᾽ τα μαύρα φρύδια· κι έχει
φτερούγες. Ο Άδης! Τί θα κάμεις;
Άσε με, μη! Τί στράτα παίρνω η δόλια!
ΑΔΜ. Πικρή στους φίλους, πιο πικρή σ᾽ εμένα
και στα παιδιά, της θλίψης μου συντρόφους.

ΑΛΚ. Αφήστε με πια, αφήστε με·
δε με κρατούν τα πόδια μου·
πλαγιάστε με, σιμώνει ο Άδης·
στα δυο μου μάτια χύνεται νύχτας σκοτάδι.
270 Παιδάκια μου, παιδάκια μου, δεν έχετε πια μάνα·
τελειώνω. Εσείς, παιδιά μου,
να ζήσετε, να χαίρεστε το φως τη μέρας.
ΑΔΜ. Τί πικρός, πιο βαρύς
κι από θάνατο ο λόγος σου αυτός.
Στ᾽ όνομα, αχ, των θεών, μη μ᾽ αφήσεις, ω, μη,
στ᾽ όνομα, αχ, των παιδιών, που ορφανά
θ᾽ απομείνουνε· σήκω, έχε θάρρος·
αν πεθάνεις, κι εγώ θα χαθώ·
τη δική μας ζωή και το θάνατο εσύ
μες στα δυο σου τα χέρια κρατάς.
Είν᾽ η αγάπη σου πράγμα ιερό για μας όλους.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΝΕΙΛΟΣ

ΝΕΙΛΟΣ
(αστερισμός)
 
Ο θεός ποταμός Νείλος είναι και αυτός γιος του Ωκεανού, όπως όλοι οι ποταμοί. Δίπλα στον Νείλο η Ιώ γέννησε τον Έπαφο. Αυτός ο γιος του Δία, παντρεύτηκε την κόρη του ποταμού, τη Μέμφιδα, και από την ένωσή τους γεννήθηκε η Λιβύη, από την οποία προέκυψε το γένος του Αγήνορα και του Βήλου.
 
Η αιγυπτιακή παράδοση συνέδεσε τον Όσιρη με τον Νείλο, το νερό του οποίου χανόταν και επέστρεφε το καλοκαίρι. Αγγείο με νερό του Νείλου επιδεικνυόταν στις τελετές και μεταφερόταν στις πομπές (Πλούτ., Ίσις 365b). Κατά πάσα πιθανότητα μέσα στα ιερά πραγματοποιούνταν δρώμενο κατά το οποίο προκαλούνταν ένα είδος τεχνητής πλημμύρας του Νείλου, ενώ τα δοχεία νερού στα ιερά της Ίσιδας, τα οποία φαίνεται να υπαινίσσονται βάπτιση, χρησιμοποιούνταν για να συμβολίσουν την πλημμύρα του Νείλου.
 
Σε πιάτο της αλεξανδρινής σχολής (2ος αι. μ.Χ.), προσωποποιημένος ο ποταμός Νείλος κρατά το κέρας της Αμαλθείας. Κάτω η σφίγγα του Οσίριδος και πάνω σε αυτήν η Ίσις, με τα χαρακτηριστικά του Πτολεμαίου Ε' και της συζύγου του Κλεοπάτρας αντίστοιχα. Στο κέντρο ο Ώρος-Τριπτόλεμος, με τα χαρακτηριστικά του διαδόχου Πτολεμαίου ΣΤ', δεξιά δύο προσωποποιήσεις εποχών -των πλημμυρών και του θερισμού, επάνω οι ετήσιοι άνεμοι. Η απεικόνιση αυτή μπορεί να μεταδίδει ή και να αποτυπώνει το πολιτικό μήνυμα της ευμάρειας, μέσα από την ορθολογική διευθέτηση των υδάτων με δεδομένες τις συγκεκριμένες κλιματολογικές συνθήκες, κάτω από την ηγεσία της βασιλικής οικογένειας. Εξάλλου, σύμφωνα με μια ευημεριστική* / ορθολογική / ιστορική παραλλαγή ο Νείλος ονομάστηκε έτσι από τον βασιλιά Νειλέα της Αιγύπτου που είχε κάνει εύφορη την Αίγυπτο κατασκευάζοντας τεχνικά έργα (κανάλια, φράγματα κτλ.). Προς τιμή του, και αναγνωρίζοντας την προσφορά του, ο λαός μετονόμασε τον ποταμό σε Νείλο από Αίγυπτο ή Αετό ή Ωκεάνη που λεγόταν παλιά (Διόδ. Σ. 1.19). Αυτός ο ποταμός σύμφωνα με τον Ερατοσθένη είναι ο αστερισμός του Ποταμού**, ενώ κατά τον Άρατο ο αστερισμός αυτός είναι του Ηριδανού.
------------------------------
*Ωκεάνη, Αετός, Αίγυπτος, Νείλος
 
Ενώ, λοιπόν, ο Όσιρις και ο στρατός του ασχολούνταν με αυτούς [τους Αιθίοπες], λένε ότι ο Νείλος ποταμός, την εποχή που ανέτειλε ο Σείριος, τότε δηλαδή που συνήθιζε να φουσκώνει, ξεχύθηκε έξω από τις όχθες του και πλημμύρισε μεγάλο μέρος της Αιγύπτου, και μάλιστα χτύπησε εκείνη την περιοχή που διοικούσε ο Προμηθέας. Και καθώς χάθηκαν τα πάντα στην περιοχή αυτή, ο Προμηθέας από τη λύπη του παραλίγο να αυτοκτονήσει. Και το ρεύμα κατέβαινε με τόση ταχύτητα και ορμή που ο ποταμός ονομάστηκε Αετός, ενώ ο Ηρακλής που επιχειρούσε μεγάλα έργα και ζήλευε τη δόξα της παληκαριάς, έφραξε αμέσως το ρήγμα και επανέφερε το ποτάμι στην παλιά του κοίτη. Γι' αυτό και μερικοί Έλληνες ποιητές μυθοποίησαν το γεγονός και είπαν ότι τάχα ο Ηρακλής σκότωσε τον αετό που έτρωγε το συκώτι του Προμηθέα. Το αρχαιότερο όνομα που είχε ο ποταμός ήταν Ωκεάνη που στα ελληνικά είναι Ωκεανός. Έπειτα, εξαιτίας της πλημμύρας λένε ότι ονομάστηκε Αετός, έπειτα τον είπαν Αίγυπτο από το όνομα του βασιλιά της χώρας. Το επιβεβαιώνει και ο ποιητής εκεί που λέει «Κι έστησα στον Αίγυπτο ποταμό τα πλοία τα κυρτά» [Όμ., Οδ. ξ 258]. Γιατί κοντά στη λεγόμενη Θώνη το ποτάμι χύνεται στη θάλασσα και το μέρος αυτό στα παλιά χρόνια ήταν εμπορικό λιμάνι της Αιγύπτου. Το τελευταίο όνομα του ποταμού, αυτό που έχει μέχρι σήμερα, το πήρε από τον βασιλιά Νειλέα.
(Διόδ. Σ. 1.19)
 
**Αστερισμός του Ποταμού
 
Οὗτος ἐκ τοῦ ποδὸς τοῦ Ὠρίωνος τοῦ ἀριστεροῦ τὴν ἀρχὴν ἔχει· καλεῖται δὲ κατὰ μὲν τὸν Ἂρατον Ἠριδανός· οὐδεμίαν δὲ ἀπόδειξιν περὶ αὐτοῦ φέρει· ἕτεροι δέ φασι δικαιότατον αὐτὸν εἶναι Νεῖλον· μόνος γὰρ οὗτος ἀπὸ μεσημβρίας τὰς ἀρχὰς ἔχει. πολλοῖς δὲ ἄστροις διακεκόσμηται. ὑπόκειται δὲ αὐτῷ καὶ ὁ καλούμενος ἀστὴρ Κάνωβος, ὃς ἐγγίζει τῶν πηδαλίων τῆς Ἀργοῦς· τούτου δὲ οὐδὲν ἄστρον κατώτερον φαίνεται, διὸ καὶ Περίγειος καλεῖται.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,37

Όταν οι σχέσεις φτάνουν σε αδιέξοδο

Η ανάγκη της αλλαγής γίνεται επιτακτική όταν μια σχέση μετατρέπεται σε πηγή αρνητικής ενέργειας και αγανάκτησης, κι όταν οι προσπάθειές μας να βελτιώσουμε την κατάσταση δεν φέρνουν κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Γιατί αυτές ακριβώς οι αδιέξοδες σχέσεις, που συνήθως είναι ή «υπερβολικά έντονες» ή «υπερβολικά απόμακρες» ή και τα δυο, αποκλείουν την ανάπτυξη αληθινού δεσμού.

Η υπερβολική ένταση σε μια σχέση σημαίνει πως το ένα μέλος έχει εστιάσει σε βαθμό υπερβολής το ενδιαφέρον του στο άλλο, κατηγορώντας το, ανησυχώντας για λογαριασμό του ή προσπαθώντας να το κάνει ν΄ αλλάξει. Ή πως και τα δυο μέλη εστιάζουν το ενδιαφέρον τους ο ένας στον άλλον, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν καταπρόσωπο τον εαυτό τους. Τα σημαντικά ζητήματα αποσιωπούνται αντί ν’ αντιμετωπίζονται και να συζητιούνται ανοιχτά.

Η υπερβολικά απόσταση σε μια σχέση σημαίνει πως υπάρχει ελάχιστη συντροφικότητα και πως κανένας από τους δυο δεν είναι πρόθυμος να μοιραστεί κάποια κομμάτια του εαυτού με τον άλλον.

Από τη στιγμή που μια σχέση φτάνει σε αδιέξοδο, η θέληση για αλλαγή δεν αρκεί. Αν όχι τίποτ’ άλλο, μπορεί τα συναισθήματά μας να είναι τόσο έντονα, που να μη μας αφήνουν να δούμε το πρόβλημα καθαρά και να το σκεφτούμε αντικειμενικά.

Όταν η ένταση βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αντιδρούμε (αντί να παρατηρούμε και να σκεφτόμαστε), εστιάζουμε υπερβολικά την προσοχή μας στον άλλον (αντί στον εαυτό μας) και βρισκόμαστε τελικά σε μια πολωμένη θέση απ΄ όπου δε βλέπουμε παρά τη μια πλευρά του ζητήματος (τη δική μας).

Μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, είναι φυσικό να θεωρούμε πως δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις στο πρόβλημα. Μπορεί να χειριζόμαστε τις σχέσεις μας με τρόπους που ελαττώνουν βραχυπρόθεσμα το άγχος μας, αλλά που ελαχιστοποιούν μακροπρόθεσμα τις πιθανότητές μας για πραγματικό δεσμό.

Μπορεί να διασταυρώνουμε πυρά σε μία σχέση, αλλά να μη δίνουμε, ή να μη θέλουμε να δώσουμε σημασία στην πηγή του προβλήματος. Κι έτσι, γινόμαστε σαν αυτόν που είχε μεθύσει κι έχασε τα κλειδιά του στο δρόμο, αλλά τα έψαχνε κάτω από τη λάμπα γιατί εκεί το φως ήταν πιο δυνατό.

Όταν περνάμε μια ιδιαίτερα επώδυνη περίοδο σε μια σχέση, αυτό είναι που θέλουμε να συζητήσουμε και ν΄αλλάξουμε. Η ανάγκη μας να εστιάσουμε «εκεί που πονάει» είναι απόλυτα φυσιολογική και, μερικές φορές, δεν υπάρχει λόγος να προχωρήσουμε παραπέρα. Ωστόσο, αρκετά συχνά, ένα πρόβλημα σε μια σχέση υποδαυλίζεται από ανεπίλυτα ζητήματα του παρελθόντος και του παρόντος και μετατοπίζεται σε άλλα, φαινομενικά άσχετα, πεδία.

Μερικές φορές, είναι αδύνατο ν’ αποκτήσετε οικειότητα με τον σύντροφό σας αν δεν λύσετε πρώτα κάποιο πρόβλημα με τον πατέρα σας, αν δεν υιοθετήσετε μια καινούρια στάση με τη μητέρα σας, αν δεν αλλάξετε το ρόλο σας σ’ ένα παλιό οικογενειακό πρότυπο συμπεριφοράς.

Η λύση οποιουδήποτε προβλήματος στις σχέσεις μας είναι άμεσα συνδεδεμένη με την ικανότητά μας να συμμετάσχουμε με ένα πιο ολοκληρωμένο «εγώ». Χωρίς ολοκληρωμένο, ξεκάθαρο και ανεξάρτητο «εγώ», οι σχέσεις γίνονται πραγματικά υπερβολικά έντονες, υπερβολικά απόμακρες ή εναλλάσσονται περνώντας από τη μια κατάσταση στην άλλη. Θέλουμε μια γνήσια σχέση, αλλά οι προσπάθειές μας για αλλαγή αποδεικνύονται αναποτελεσματικές όταν τη μια μέρα θυμώνουμε, παραπονιόμαστε και περνάμε στην επίθεση, και την άλλη απομακρυνόμαστε συναισθηματικά για να κλειστούμε με ψυχρότητα στον εαυτό μας.

Η κοινωνία μας δίνει μεγάλη έμφαση στην ανάπτυξη του «εγώ». Έννοιες όπως η «αυτονομία», η «ανεξαρτησία», η «ατομικότητα», η «αυθεντικότητα» και η «αυτάρκεια» θεωρούνται από την πλειοψηφία ως ιδιαίτερα επιθυμητοί στόχοι.

Χαμένες μάχες είναι οι εμπειρίες που ζήσαμε χωρίς να αποκομίσουμε αυτά που είχαν να μας διδάξουν

Όταν χάνεις μια μάχη, δε σημαίνει ότι έχασες και τον πόλεμο. Ο πόλεμος δεν τελειώνει με ένα λάθος που κάναμε. Ένα λάθος δεν φέρνει την ήττα. Ηττάται όποιος σταματήσει να προχωρά κι όποιος πάψει να μαθαίνει. Η μοιρολατρία ποτέ δεν ήταν απάντηση στα προβλήματα, διότι το να αφεθείς στα χέρια κάποιου άλλου, ακόμα κι αν αυτός είναι η μοίρα σου, μόνο ευθυνοφοβία γεννά.

Κάθε λάθος μας και ένα σκαλοπάτι. Η σκάλα της ζωής δε χτίζεται μόνο από τα σωστά που κάνουμε, μα κι από τις επιλογές που τολμήσαμε μα βγήκαν λανθασμένες. Κι αυτές μας τιμούν περισσότερο, γιατί αυτές δείχνουν το ποιόν του χαρακτήρα μας. Αυτές μας οδηγούν στην αυτογνωσία.

Ένας καλός στρατηγός, όπως και ένας καλός ηγέτης δεν είναι αυτός που δε χάνει μάχες. Είναι αυτός που γνωρίζει πώς να γυρίζει το αποτέλεσμα προς όφελος του στρατεύματος του. Το στράτευμα κάθε ανθρώπου είναι η καρδιά, η ψυχή, το μυαλό, τα αισθήματα και τα συναισθήματα του. Μονίμως σε πόλεμο με την ύλη και τους ανθρώπους γύρω τους για το ποιος θα επικρατήσει.

Έχει αλήθεια σημασία ποιος θα επικρατήσει; Ποιος από όλους μπορεί να μας αποκλείσει το ενδεχόμενο του λάθους; Η απάντηση είναι φυσικά κανείς. Ισορροπία χρειάζεται η ζωή. Ένα συνονθύλευμα αυτών των στοιχείων σε αρμονική συνύπαρξη. Αυτό είναι το ζητούμενο ακόμα κι αν ο άνθρωπος αδυνατεί να το δει.

Κι αν δεν έχει σημασία το ποιος θα νικήσει κι αν πάντα έχεις να μάθεις κάτι από αυτό που θα βγει, νικάς τον πόλεμο. Κι ας χάνεις μάχες. Ο πόνος των μαχών σε κάνει πιο δυνατό και πιο ευέλικτο στα νέα δεδομένα.

Ένας διαρκής πόλεμος είναι η ζωή, μόνο γι’ αυτούς που φέρουν τον πόλεμο μέσα τους. Αν μαχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, στερώντας μας την ελευθερία των επιλογών μέσα από «πρέπει» και «δε βαριέσαι», δε θα φτάσουμε ποτέ σε αυτό που θέλουμε, πόσο μάλλον σε αυτό που αξίζουμε. Και όλοι αξίζουμε μια νίκη, η οποία δεν είναι άλλη από την πολυπόθητη ευτυχία των στιγμών.

Για να επικρατήσει λοιπόν ειρήνη μέσα μας, στόχος μας είναι να μη φοβόμαστε τον πόλεμο. Να μην βλέπουμε πόλεμο. Ο ηγέτης που δε σκιάζεται, έχει ανοιχτά μάτια, γερή καρδιά, και οξύ νου. Τολμά και νικά γιατί έχει νικήσει πρώτα τον Εφιάλτη μέσα του. Έχει νικήσει τον φόβο.

Μάχες χαμένες είναι οι εμπειρίες που αφήνουμε να επαναλαμβάνονται χωρίς να αποκομίζουμε αυτό που έχουν να μας διδάξουν. Μάχες κερδισμένες, αυτές που ακόμα κι αν λαβωθήκαμε, δεν αφήσαμε να κόψουν την πορεία μας προς τη νίκη. Το ζητούμενο; Με αρμονία και ισορροπία, ο πόνος να γίνεται μάθημα και το χαμόγελο τρόπος ζωής.

Ο Αλκιβιάδης διέθετε όλα τα δώρα, όλα τα μέσα

Μια παρουσίαση του Αλκιβιάδη θα ήταν κάτι περιττό: ο Πλάτων το έχει ήδη κάνει σε μια αξέχαστη σελίδα. Στο Συμπόσιο φαντάζεται μία συγκέντρωση εξαιρετικών ανθρώπων οι οποίοι, στο τραπέζι, συζητούν για τον έρωτα. Είναι αρκετοί. Μιλούν, ακούν, ο διάλογος είναι σε εξέλιξη. Ενώ όμως το θέμα που συζητούν έχει προχωρήσει αρκετά, εμφανίζεται κάτι καινούργιο: ένα τελευταίο πρόσωπο φτάνει, ύστερα από τους άλλους. Η είσοδός του κρατήθηκε για το τέλος, για να γίνει πιο εντυπωσιακή. Και ξαφνικά όλα ζωντανεύουν. Ακούν χτυπήματα στην πόρτα μαζί με θόρυβο γλεντιού και τη φωνή μιας αυλήτριας. Ποιος φτάνει λοιπόν τόσο αργά; Είναι ο Αλκιβιάδης, τελείως μεθυσμένος, υποβασταζόμενος από την αυλήτρια.

«’Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ’ ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν».

Αμέσως έγινε δεκτός και κάθησε πλάι στον οικοδεσπότη. Από την άλλη πλευρά κάθεται ο Σωκράτης, τον οποίον στην αρχή δεν βλέπει. ‘Ύστερα αρχίζει μία συζήτηση ανάμεσα στον στεφανωμένο με κισσούς νέο και στον φιλόσοφο: όλη η συνέχεια του διαλόγου κυλάει μεταξύ αυτών των δύο.

Έτσι εισάγεται το νέο πρόσωπο στη σκηνή, θριαμβευτικά και με αρκετό θόρυβο. Στην είσοδό του περιέχεται όλη η γοητεία του καθώς επίσης και η ανάγωγη συμπεριφορά του, σχεδόν πάντα σκανδαλώδης.

Τον επευφημούν, τον υποδέχονται. Γιατί; Ποιος είναι; Στην αίθουσα του συμποσίου όλοι τον ξέρουν. Είκοσι πέντε αιώνες όμως αργότερα πρέπει ασφαλώς να τον προσδιορίσουμε. Πραγματικά, τα έχει όλα.

Κάλλος.

Το πρώτο χαρακτηριστικό φαίνεται αμέσως: ο Αλκιβιάδης είναι ωραίος, εξαιρετικά ωραίος. ‘Όλοι οι συγγραφείς έχουν μιλήσει γι’ αυτό, και επικαλούνται ότι υπήρξε αντικείμενο ερωτικών επιδιώξεων. Το στοιχείο αυτό επισημαίνει κατ’ αρχήν ο Ξενοφών στα Απομνημονεύματα όταν δηλώνει, με την απλοϊκή αρετή που τον διακρίνει: «ο Αλκιβιάδης επειδή δια την καλλονήν του υπό πολλών και σεβαστών γυναικών εκυνηγείτο». Έλεγαν, «ο ωραίος Αλκιβιάδης». Στην αρχή του Πρωταγόρα του Πλάτωνα, αν και αστειεύονται για τον θαυμασμό που του έδειχνε ο Σωκράτης και που θεωρούν κάπως απερίσκεπτο, τον ρωτούν: «Και τι είναι αυτό το τόσο σπουδαίο που συνέβη σε σένα και σε κείνον; Γιατί βέβαια δε συνάντησες κανέναν άλλον ομορφότερο σε τούτη την πόλη;» Δεν υπήρχε ωραιότερος άνδρας από αυτόν: μπορούσε μόνο να υπάρχει μια άλλη ομορφιά εκτός από τη φυσική και αυτή είναι η έννοια της απάντησης που δίνει ο Σωκράτης, όταν λέει ότι συνάντησε τον Πρωταγόρα, τον πιο σοφό από τους ανθρώπους της εποχής. Μια διάκριση που θα την επαναλάβει συχνά.

Πρέπει να θυμηθούμε ότι το κάλλος ήταν τότε ένα προσόν που όλοι αναγνώριζαν και επαινούσαν. Συνδεόταν με τις ηθικές ιδιότητες για να συνθέσει το ιδεώδες του πλήρους ανθρώπου, καλός καγαθός. Μπορούσε επίσης να ξεσηκώσει λιγότερο ενάρετο θαυμασμό τον οποίο δεν έκρυβαν – όπως σε όλες τις απεικονίσεις σε αγγεία, που εξαίρουν έναν νέο, με τον μοναδικό όρο, «ωραίος». Και μερικές φορές, στα ήθη της εποχής βρίσκουμε τη σχεδόν λυρική επίκληση στα πάθη που ενέπνεε η ομορφιά το βλέπουμε στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, όπου το θέμα παρουσιάζεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στο πάθος του νεαρού Κριτόβουλου, ο οποίος εγκωμιάζει τη δική του  ομορφιά και του φίλου του, Κλεινία: «Και θα δεχόμουν να είμαι τυφλός για όλα τα άλλα παρά για εκείνο το ένα και μόνο πλάσμα ». Ο νεαρός Κλεινίας ήταν πρώτος εξάδελφος του Αλκιβιάδη.

Για να επανέλθουμε στον Αλκιβιάδη, θα θέλαμε να φανταστούμε αυτή την ομορφιά, αλλά πρέπει να αρκεστούμε στις αντιδράσεις των συγχρόνων του για την τελειότητά της. Δεν περιγράφουν τον Αλκιβιάδη και δεν έχουμε καμιά εικόνα με την παραμικρή αυθεντικότητα. Μας λένε ότι μετά τις νίκες του στους Ολυμπιακούς αγώνες, έδωσε εντολή να τον ζωγραφίσουν τη στιγμή που δέχεται τον κότινο. Και οι δύο όμως σχετικοί πίνακες έχουν χαθεί. Υπήρξαν διαφορετικά αγάλματα πολύ μεταγενέστερα, που τον παρίσταναν να οδηγεί άρμα με τέσσερα άλογα. Έτσι έχουμε το δικαίωμα να φανταζόμαστε ένα πολύ καθαρό πρόσωπο και μια πολύ περήφανη κορμοστασιά: θα είναι εκείνος.

Ξέρουμε τουλάχιστον ότι αυτή η ομορφιά συνοδευόταν από χάρη και μεγάλη τέχνη να γοητεύει. Ο Πλούταρχος την υμνεί από την αρχή της βιογραφίας του: «Για την ομορφιά του  σώματός του φτάνει ίσως να πούμε ότι και στην παιδική και στην εφηβική και στην ανδρική του ηλικία ήταν γλυκός και ελκυστικός, αχτιδοβολώντας κάθε φορά σαν ωραίο άνθος. Ο Ευριπίδης δεν είχε δίκιο όταν έλεγε πως όλοι οι ωραίοι άνθρωποι είναι και στο φθινόπωρό τους επίσης ωραίοι. Οπωσδήποτε αυτό επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Αλκιβιάδη, ο οποίος, όπως και λίγοι άλλοι προνομοιούχοι, ήταν προικισμένος από τη φύση με καλοφτιαγμένο σώμα. Ακόμα και το ψεύδισμα που είχε, του ταίριαζε, λένε, στον τρόπο που μιλούσε και του έδινε μια χάρη στο λόγο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με προσοχή»

Ήξερε να θέλγει ακόμα κι εκείνους που είχε προσβάλει. ‘Ένα άλλο ωραίο κείμενο του Πλούταρχου τον παρουσιάζει να γοητεύει έναν Πέρση σατράπη, σε σημείο να τον κάνει ό,τι θέλει.

Και ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί αυτό το θέλγητρο, πράγμα που τον ευχαριστούσε. Ένα ανέκδοτο: ενώ μάθαινε όλα όσα ένα αγόρι, από καλή οικογένεια έπρεπε τότε να γνωρίζει, αυτός αρνήθηκε, λένε, να μάθει αυλό: γιατί παραμόρφωνε το πρόσωπο και τον εμπόδιζε να χρησιμοποιεί τη φωνή του. Η οργισμένη άρνηση του ωραίου παιδιού επαινέθηκε τόσο, ώστε ο αυλός, κατά την ιστορία, εξαιρέθηκε από τα μαθήματα των ελευθέρων σπουδών. Με μια διάθεση για μελετημένες προκλητικές εμφανίσεις, ο ωραίος Αλκιβιάδης περπατούσε συχνά στην αγορά με μακρύ πορφυρό ένδυμα. ‘Ήταν η βεντέτα, το αγαπημένο παιδί της Αθήνας, εκείνος στον οποίον επιτρέπονταν τα πάντα και κάθε τι δικό του ήταν αγαπητό. Οι βεντέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης είναι για μας ό,τι ήταν για την Αθήνα αυτός ο ωραίος νέος άνδρας, με τη μόνη διαφορά ότι στη μικρή πόλη ο καθένας μπορούσε να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει.

Διάσημη καταγωγή.

Τον γνώριζαν τόσο καλά και πέρα από αυτό δεν τους ενδιέφερε τι ήταν. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια – αυτό δεν ήταν αμελητέο ακόμα και στη δημοκρατία της ισότητας που επικρατούσε τότε στην Αθήνα. Περί τα μέσα του 5ου αιώνα, οι μεγάλες οικογένειες διατηρούσαν ακόμα σημαντική φήμη και κύρος. Ο Αλκιβιάδης ανήκε στις δύο μεγαλύτερες οικογένειες. Ο πατέρας του, ο Κλεινίας, ήταν από την οικογένεια των Ευπατριδών, που καταγόταν, κατά την παράδοση, από τον ήρωα Αίαντα. Και ένα από τα μέλη της, που ονομαζόταν επίσης Αλκιβιάδης, συνδεόταν πολιτικά με τον Κλεισθένη, τον ιδρυτή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Επί πλέον, ο ίδιος ο Κλεινίας, συγγένεψε, με το γάμο του, με την οικογένεια του Κλεισθένη, τη διασημότερη της Αθήνας, τους Αλκμεωνίδες. Πήρε σύζυγο την κόρη του Μεγακλή, ενός αρκετά σημαντικού πολιτικού, ο οποίος δεν απέφυγε τον εξοστρακισμό, ένα μέτρο για να απομακρύνονται κάποια πρόσωπα που επεδίωκαν να αποκτήσουν επιρροή. Αυτό είναι όλο; ‘Οχι. Ο Μεγακλής, ο παππούς του, είχε αδελφή, τη μητέρα του Περικλή, ο οποίος έμεινε αρκετά χρόνια στην κορυφή της αθηναϊκής δημοκρατίας και έδωσε το όνομά του στον αιώνα. Πόσοι τίτλοι και πάσες δόξες! Οι εφημερίδες μας, που ασχολούνται με τις πριγκίπισσες και τους κληρονόμους μεγάλων ονομάτων, μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για την υπόληψη που έχαιρε τέτοια καταγωγή, σε πλήρη δημοκρατία. Επί πλέον, αυτή η καταγωγή αποτελούσε πολύτιμο πλεονέκτημα και αγωγή χρήσιμη για την πολιτική ζωή.

Για τον Αλκιβιάδη, η λαμπρή αυτή καταγωγή δεν υπήρξε το παν. Με το θάνατο του πατέρα του, το 447, ο Αλκιβιάδης μας, παιδί ακόμα, υιοθετήθηκε από τον κηδεμόνα του, συγκεκριμένα από τον Περικλή! ‘Έτσι, κανείς δεν θα μπορούσε να φτάσει πιο ψηλά.

Όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα δίνουν στον Αλκιβιάδη λαμπρή ακτινοβολία.

Και πόσες υποσχέσεις! Από όλες τις πλευρές, γύρω του ήταν πράγματι άνθρωποι που έδιναν την κατεύθυνση στην αθηναϊκή πολιτική, ανήκαν οι ίδιοι σε ονομαστές οικογένειες και ήταν τοποθετημένοι στη δημοκρατική πλευρά. Δεν θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε καλύτερη κληρονομιά για να οδηγηθεί ένας νέος στην πολιτική δράση.

Η κληρονομιά αυτή ήταν ικανή να τον βοηθήσει ακόμα και έξω από την Αθήνα. Διότι τόσο σημαντικές οικογένειες είχαν σχέσεις και με άλλες πόλεις. Συχνά πρόκειται για επίσημους δεσμούς. Ένα τέτοιο πρόσωπο ονομαζόταν πρόξενος για μια ξένη πόλη – δηλαδή ήταν επιφορτισμένο να προστατεύει τα συμφέροντα και τις δικαιοδοσίες της, κάτι σαν τον σημερινό πρόξενο – με τη διαφορά ότι ο ρόλος αυτός δεν σήμαινε τότε υπαλληλική ιδιότητα. Άλλες φορές επρόκειτο για σχέσεις φιλοξενίας, η οποία, κατά τον 5ο αιώνα, είχε τη σημασία ισχυρού καθήκοντος. Ακόμα, οι σχέσεις μπορεί να ήταν προσωπικές – όπως στη σύγχρονη εποχή οι αριστοκράτες ή οι μεγάλοι επιχειρηματίες διατηρούν συνεχείς σχέσεις με τους ξένους ομολόγους τους. Ο Αλκιβιάδης, χάρη στην οικογένειά του, είχε πολλούς τέτοιους δεσμούς. Ένα παράδειγμα: τη στιγμή που η Αθήνα έκλεισε ειρήνη με τη Σπάρτη, το 421, ο Αλκιβιάδης δυσαρεστήθηκε επειδή οι Λακεδαιμόνιοι παρέκαμψαν τη μεσολάβησή του και, όπως λέει ο Θουκυδίδης, δεν τον τίμησαν ανάλογα με την παλαιά προξενική ιδιότητα της οικογένειάς του: ο παππούς του είχε παραιτηθεί από το αξίωμα, αλλά ο ίδιος σκεφτόταν να το ανανεώσει και γι’ αυτό είχε ενδιαφερθεί για τους Λακεδαιμονίους αιχμαλώτους (Ε, 43, 2). Και οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν τίποτα. 0 παππούς, ο Αλκιβιάδης ο παλαιότερος, ένας ευπατρίδης, είχε παραιτηθεί από τα καθήκοντά του ύστερα από επεισόδια μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας. Ένα όμως από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της Σπάρτης, ο Ένδιος, στον οποίον ο Αλκιβιάδης θα στηριχτεί πολύ, είχε πατέρα έναν Αλκιβιάδη! Ο Ένδιος αυτός θα δεχθεί αργότερα τον Αλκιβιάδη, εξόριστο πια, στη Σπάρτη.

Το ίδιο όμως συνέβαινε σχεδόν παντού. Θέλοντας να στραφεί προς το Άργος, ο Αλκιβιάδης στέλνει εκεί ένα «προσωπικό μήνυμα». Θα συναντήσουμε πάλι στην ιστορία «αυτούς που τον φιλοξένησαν στο Άργος», θα μάθουμε ακόμα ότι «συνδεόταν με τους προύχοντες των Μιλησίων». Η εξωτερική πολιτική ασκείται συχνά με προσωπικές σχέσεις: η οικογένεια του Αλκιβιάδη δεν υστερούσε σε αυτές…

Δεν υστερούσε σε τίποτα.

Πλούτος.

Πράγματι – και αυτό επίσης έχει σημασία – πρόκειται για  πλούσιους ανθρώπους και από τις δύο πλευρές. Από την πλευρά  του πατέρα,  σημειώνουμε έναν Κλεινία ο οποίος εξοπλίζει με δικά του έξοδα ένα πολεμικό πλοίο. Από την πλευρά των Αλκμεωνιδών ξέρουμε ότι, αφού εξορίστηκαν ύστερα από μία ιεροσυλία, συμμάχησαν με τον κλήρο των Δελφών και συνέβαλαν γενναιόδωρα στην ανακατασκευή  του ιερού. Ο ίδιος ο  Περικλής  διέθετε σημαντική περιουσία: στην αρχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο βασιλιάς της Σπάρτης, διοικητής του στρατού που εισέβαλε και λεηλατούσε την Αττική, είχε ίσως την ιδέα να εξαιρέσει τα κτήματα του Περικλή. Επειδή μεταξύ των δύο υπήρχαν δεσμοί φιλοξενίας, μια τέτοια εξαίρεση θα γεννούσε υποψίες σε βάρος του Περικλή. Αυτός όμως ξεπέρασε το τέχνασμα δηλώνοντας ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, θα δώριζε στην πόλη «τις γαίες και τις ιδιοκτησίες του».

Ο Αλκιβιάδης βρίσκει λοιπόν, γύρω από το λίκνο του, αν μπορούμε να πούμε, κάθε τι που προσφέρει το χρήμα για μια σταδιοδρομία – από μια λαμπρή παιδεία με τις καλύτερες πνευματικές προσωπικότητες, ως τα διαφορετικά μέσα δράσης, που είναι απαραίτητα για την επιτυχία σε κάθε δημοκρατία.

Επί πλέον, ο Αλκιβιάδης δεν αρκείται στην άμεση αυτή κληρονομιά. Αργότερα θα παντρευτεί, το 422. Και ποια θα παντρευτεί; Μία κόρη του Ιππόνικου, ο οποίος ανήκε επίσης σε σημαντική οικογένεια, διάσημη κυρίως για τον πλούτο της. Κάθε φορά που αναφέρεται ένα μέλος αυτής της οικογένειας, λένε: «ο πλούσιος Ιππόνικος», «ο πλούσιος Καλλίας». Στο σπίτι του «πλούσιου Καλλία» (ήταν γυναικάδελφος του Αλκιβιάδη) διεξάγεται ο διάλογος του Πλάτωνα Πρωταγόρας, κι αυτό γιατί ο Καλλίας, χάρη στον πλούτο του, μπορούσε να φιλοξενεί στο σπίτι του συγχρόνως όλους τους σοφιστές του διαλόγου: Πρωταγόρα, Ιππία, Πρόδικο, μαζί με όλους που πήγαιναν, κατά τη συνήθεια της εποχής, να τους ακούσουν. Ο Πλάτων αναφέρει μια δωδεκάδα. Ο Αλκιβιάδης είναι μέσα σε αυτούς.

Βρισκόμαστε πάντοτε στο ίδιο περιβάλλον. Η πρώτη γυναίκα του Περικλή ήταν πρώην σύζυγος του Ιππόνικου και μητέρα του Καλλία. Με την αρχαία Αθήνα έχουμε αμέσως το αίσθημα ότι βρισκόμαστε συνεχώς ανάμεσα σε πρόσωπα που γνωρίζονται, επειδή είναι ένας κόσμος κλειστός. Το ίδιο ισχύει γενικά και για την αριστοκρατία, που διατηρούσε ακόμα ένα προνομιακό ρόλο κατ’ εξαίρεση στη δημοκρατική πόλη. Θα πρέπει να ανοίξουμε μία παρένθεση για τον πλούτο του Αλκιβιάδη. Ξόδευε τόσα πολλά, ώστε είχε πάντοτε μεγάλη ανάγκη από χρήματα. Διατηρούσε έναν πολυτελή σταύλο με άλογα για αρματοδρομίες. Του άρεσε επίσης να έχει καλό όνομα στον κόσμο. Ανελάμβανε τριηραρχίες και χορηγίες – δηλαδή τα έξοδα μιας τριήρους ή μιας παράστασης: γι’ αυτόν θα μιλούν ακόμα και τον επόμενο αιώνα και ο Πλούταρχος θα αναφέρει: «Οι προσφορές του στην πόλη, οι χορηγίες του, που εξαιτίας της φιλοδοξίας του ήταν πλουσιότατες… ». Και αυτά χωρίς να υπολογίσουμε τα διάφορα φιλοδωρήματα εδώ κι εκεί. Διηγούνται ότι ο Φαίδων – ο φιλόσοφος που έδωσε το όνομά του σε ένα διάλογο του Πλάτωνα – κάποια μέρα αιχμαλωτίστηκε και πουλήθηκε ως σκλάβος: ο Σωκράτης ζήτησε από τον Αλκιβιάδη να τον αγοράσει, όπως λένε τουλάχιστον κάποιες παραδόσεις. Ο άνθρωπός μας, σαν αληθινός μεγάλος άρχοντας, αγαπούσε τις μεγάλες χειρονομίες, όπως και την επίδειξη. Μερικοί σκέφτονται ότι, σε στιγμές ευμάρειας, είχε δαπανήσει πάρα πολλά: και αυτό συμβαίνει σε όλες τις εποχές! Και ίσως, η φροντίδα να ενισχύσει τα οικονομικά του είχε αντίκτυπο στη συμπεριφορά του. Ο συνετός Θουκυδίδης λέει: «’Ήταν πολύ δημοφιλής ανάμεσα στο λαό, έκανε πολυτελή ζωή, ανώτερη από τα μέσα του και ξόδευε για τ’ άλογά του και τις διασκεδάσεις του» (Ζ, 15, 3). Έχουν όμως υπερβάλει τις δυσκολίες που του προκάλεσε αυτή η συνήθεια. Τότε που ήταν εξορία, έγινε μία δημοπρασία της περιουσίας του, που είχε κατασχεθεί. Αποσπάσματα από την πράξη αυτή έχουν βρεθεί χαραγμένα σε πέτρα. Και στην αρχή έκριναν ότι είχε πολύ λίγα. Θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι ο Αλκιβιάδης είχε καταστραφεί ή ακόμα ότι ήταν δυνατόν να είχε σώσει κρυφά ένα μέρος της περιουσίας, πριν από την κατάσχεση – όπως συμβαίνει και σήμερα. Καινούργια όμως αποσπάσματα έχουν έρθει στο φως και βεβαιώνουν: μένουν πολλά ανάκλιντρα, σκεπάσματα, μανδύες, κασέλες κλπ. Και βεβαιώνουν ακόμα ότι η πόλη θα επανορθώσει αυτή την πώληση, προσφέροντάς του ένα χρυσό στεφάνι και μία κατοικία. Ο Αλκιβιάδης, αν και είχε κατασπαταλήσει πολλά, δεν υπήρξε ποτέ φτωχός.

Είναι φανερό, ήταν ένας πρίγκιπας. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτό είχε σημασία, Η αθηναϊκή πολιτική ρυθμιζόταν επί μακρό διάστημα από το αριστοκρατικό και καλλιεργημένο αυτό περιβάλλον. Σε λίγο όμως θα ξέφευγε από τον κύκλο αυτόν αλλά πολλοί Αθηναίοι δεν το ήθελαν. Τα δημοκρατικά δικαιώματα είχαν επεκταθεί και είχε αναπτυχθεί κάποια εκπαίδευση: νέες κοινωνικές τάξεις αποκτούσαν σημασία. ‘Όσο ζούσε ο Περικλής, όλα πήγαιναν καλά. Μετά το θάνατό του, όμως, βλέπουμε ότι η ουσιαστική δύναμη περνά στον Κλέωνα, έναν πλούσιο βυρσοδέψη. Και όλοι οι συγγραφείς επισημαίνουν τη χυδαιότητα, τη βαναυσότητα, την αμάθεια του προσώπου. Φαίνεται ότι σε κάθε δημοκρατία, υπάρχει κίνδυνος να προσελκύσει τους απλούς ανθρώπους η χυδαιότητα, την οποία θεωρούν οικεία και ενθαρρυντική. Ο Αριστοφάνης, πέντε χρόνια μετά το θάνατο του Περικλή, έγραψε μία κωμωδία για να καταγγείλει την κυριαρχία των εμπόρων. Οι υπηρέτες του Δήμου αποδέχονται έναν πλαστό χρησμό, σύμφωνα με τον οποίον την πόλη θα κυβερνήσει ένας έμπορος στουπιού, ύστερα ένας έμπορος αρνιών, ώσπου να φτάσει ένα άλλο πρόσωπο πιο ποταπό ακόμα, ένας αλλαντοπώλης (Ιππής, 126-145). Φυσικά δεν θα έχει την παραμικρή μόρφωση: «Κάτι γραμματάκια ξέρω κι αυτά κουτσά στραβά. – Το μόνο που σε βλάφτει είναι που ξέρεις γράμμα-τα, έστω και κουτσά στραβά. Να διευθύνεις το λαό δεν είναι δουλειά μορφωμένου και τίμιου ανθρώπου παρά αγράμματου κι αχρείου» (188-194).

Δεν θα επεκταθούμε στην κοινωνική αυτή αλλαγή που κινδυνεύει πάντοτε να επιφέρει, όπως έγινε στην Αθήνα, την ανάπτυξη μιας καταστροφικής δημαγωγίας. Όλοι καταγγέλλουν το κακό, από τους τραγικούς και τους κωμωδιογράφους ως τις αναλύσεις του Θουκυδίδη και του Αριστοτέλη. ‘Έχει σημασία να υπενθυμίσουμε, γιατί έτσι γίνεται αντιληπτή η ανωτερότητα που διέθετε σε σχέση με τους καινούριους δημαγωγούς, ο νεαρός απόγονος των μεγάλων οικογενειών, με την πολυτέλειά του, την κοινωνική του τάξη και τη γοητεία του. Θα μπορούσε να είναι για την Αθήνα ένας νέος Περικλής. Πρέπει εδώ να πούμε ότι τα πλεονεκτήματα του Αλκιβιάδη δεν περιορίζονταν διόλου στα υλικά αγαθά, ούτε στα πρακτικά μέσα. Διέθετε και όλα τα άλλα.

Πνευματική υπεροχή.

Ας φανταστούμε μόνο τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού Αλκιβιάδη με κηδεμόνα τον Περικλή. Είχε συνηθίσει από τα παιδικά του κιόλας χρόνια να ακούει πολιτικές συζητήσεις από αρμόδια πρόσωπα. Κοντά σε αυτά, η σκέψη του οξύνθηκε. Στο περιβάλλον του Περικλή, είχε συναντήσει, παιδί και ύστερα έφηβος, τα λαμπρότερα πνεύματα της εποχής. Είχε μάθει, βέβαια, τη ρητορική, γιατί ο κηδεμόνας του ήταν φίλος των μεγάλων σοφιστών. Και ξέρουμε την αφοσίωση που δεν έπαψε να του δείχνει ο Σωκράτης. Με τέτοιους δασκάλους και τέτοια παραδείγματα, πώς να μην είχε αναπτύξει τη λαμπρή ευφυία, που τόσο συχνά διέκρινε την οικογένειά του; Εξάλλου, είναι γεγονός ότι η πολιτική ματιά του, η ταχύτητα και η ευρύτητα των απόψεών του δεν αμφισβητήθηκαν από κανέναν. Ο Θουκυδίδης, που δεν τον επαινούσε χωρίς επιφύλαξη, λέει ότι η πόλη θα χάσει πολλά αν τον στερηθεί γιατί «ήταν άριστος για τα πολεμικά ζητήματα» . Και κάθε φορά, μπροστά σε μία δυσκολία, ο Αλκιβιάδης ήξερε να βρίσκει αμέσως τη λύση, τους χειρισμούς και τα μέτρα που έπρεπε να πάρει. Ήξερε επίσης να πείθει τους άλλους. Πόσο καλά το ήξερε! Γνώριζε να επηρεάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του, όπως επίσης να πείθει και τα άτομα, προσθέτοντας στα επιχειρήματά του υποσχέσεις και γοητεία. Ακόμα και αυθεντίες στο είδος, όπως ο Δημοσθένης και ο Θεόφραστος, έλεγαν ότι μιλούσε θαυμάσια. Και ο Θεόφραστος, κατά τον Πλούταρχο  σημειώνει ότι ο Αλκιβιάδης «είχε μία απεριόριστη ικανότητα να βρίσκει και να συλλαμβάνει ό,τι ήταν αναγκαίο κάθε φορά». Συχνά σταματούσε στην προσπάθειά του να βρει τη σωστή λέξη, ένα ελαφρό ελάττωμα στην προφορά πρόσθετε ακόμα μία χάρη στο λόγο του… Γενικά, πλησίαζε την πολιτική με μία κοινωνική ανωτερότητα, που γινόταν μεγαλύτερη με την αναντίρρητη πνευματική του υπεροχή – καθώς η μία βοηθούσε την άλλη.

Σχηματίζοντας το πορτρέτο του βλέπουμε ότι όλα τον ωθούσαν προς την πολιτική. Είχε τα εφόδια, τα χαρίσματα, όπως επίσης και την επιθυμία. Συνηθισμένος από τη νεότητά του να είναι παντού ο πρώτος, ήθελε με πάθος να παίξει ένα ρόλο στην πολιτική. ‘Έτσι εμφανίζεται στους διαλόγους του Πλάτωνα και ιδιαίτερα στο διάλογο ο Αλκιβιάδης ονομάζεται συχνά «ο πρώτος Αλκιβιάδης» για να διαφέρει από έναν άλλο διάλογο με τον ίδιο τίτλο. Επιστρέφουμε στον Αλκιβιάδη. Πρέπει όμως από τώρα να συγκρατήσουμε την εικόνα αυτής της φιλοδοξίας που ωθεί τον νέον άνδρα προς την πολιτική επιτυχία, για την οποία μιλάει με έμφαση ο Σωκράτης. «Τώρα όμως εγώ θα σου ειπώ με ποια (κρυφή) ελπίδα (κατά την ιδέα μου) ζεις. Στοχάζεσαι πως εάν βιαστείς και εμφανισθείς εις το βήμα της συνελεύσεως του δήμου των Αθηναίων – και ότι αυτό μπορεί να γίνει εντός ολίγων ημερών – αφού λοιπόν εμφανισθείς θα αποδείξεις εις τους Αθηναίους ότι είσαι άξιος να τιμηθείς όσον ούτε και ο Περικλής, ούτε άλλος κανείς, από όσους ποτέ έζησαν ως τώρα, και αφού αποδείξεις αυτό, θα αποκτήσεις μεγίστην δύναμιν εις την πολιτείαν, εάν δε εδώ είσαι πανίσχυρος, θα είσαι (πανίσχυρος) και μεταξύ των άλλων Ελλήνων, και όχι μόνον μεταξύ των Ελλήνων αλλά και μεταξύ των βαρβάρων, όσοι κατοικούν την ίδιαν ήπειρον με ημάς»  (105 1)-ε).

Οι φιλοδοξίες, βέβαια, δεν σταματούν σε μία ήπειρο: η αληθινή φιλοδοξία δεν έχει όρια. Και το κείμενο λέει καθαρά τη δύναμη που τον εμψυχώνει. Η φιλοδοξία θα τον ωθήσει πολύ γρήγορα στη δράση. Τον συναντάμε κατ’ αρχήν στον πόλεμο – και εκεί είχε επίσης το θάρρος! -και σε λίγο θα εμφανιστεί στην πολιτική. Θα καταλάβει τα πιο υψηλά λειτουργήματα, μόλις το επιτρέψει η ηλικία του. Συναντήσαμε ήδη δύο φορές το όνομα του Σωκράτη. Και στα κάθε λογής δώρα που προσφέρονται από το ξεκίνημα του νεαρού Αλκιβιάδη, θα ήταν αταίριαστη απλοποίηση να παραλείψουμε το εξαιρετικό δώρο, που διαφέρει από τα άλλα και δεν προέρχεται από την οικογένειά του: το άνοιγμά του στο φιλοσοφικό ιδεώδες και στην επιρροή του Σωκράτη.

Η φιλία του Σωκράτη.

Η φιλία μεταξύ του νέου άνδρα και του φιλοσόφου παρουσιάζεται στο Συμπόσιο, διάλογο του Πλάτωνα, με τον οποίον αρχίζει το κεφάλαιο αυτό. Ο δεσμός τους βεβαιώνεται από όλους: από τους διαλόγους και από τις βιογραφίες. Είναι γεγονός ότι ο Σωκράτης αγαπούσε τον Αλκιβιάδη και ο Αλκιβιάδης αγαπούσε τον Σωκράτη. Ακόμα και αν παραβλέψουμε προς στιγμήν την ερωτική πλευρά της σχέσης τους, η σχέση αυτή υποδήλωνε στον νεαρό άνδρα, για ένα τουλάχιστον διάστημα και με αναλαμπές, μια βαθιά διείσδυση του άλλου ιδεώδους που ενσάρκωνε ο Σωκράτης, μια επιθυμία να τον ακολουθήσει στο δρόμο του καλού, μια κατανόηση και εξαιρετικό θαυμασμό. Ύστερα από αυτά, ο Πλάτων επιφόρτισε εκείνον τον αποτυχόντα μαθητή να κάνει το πορτρέτο του δασκάλου του.
Ο ωραίος νεαρός του Συμποσίου μπαίνει και κάθεται κοντά στον οικοδεσπότη. Αμέσως διαπιστώνει, με τρομαγμένη έκπληξη, ότι δίπλα του βρίσκεται ο Σωκράτης. Ανταλλάσσουν ερωτικά πειράγματα.

Ο Αλκιβιάδης μαθαίνει περί τίνος μιλούσαν οι συμπότες και αποφασίζει να πλέξει και αυτός το εγκώμιο του Σωκράτη. Αρχίζει αμέσως. Και εδώ έχουμε τις περίφημες εικόνες για τον Σωκράτη που συγκίνησαν γενεές και γενεές αναγνωστών. Σε όλον τον Πλάτωνα δεν υπάρχει, για τον δάσκαλο, κείμενο πιο προσωπικό και πιο βαθύ.

Ο Αλκιβιάδης, δηλαδή, ήταν ικανός να αποδώσει με ζωντανό τρόπο την προσωπικότητα του Σωκράτη. Και, με όσα είπε, ήταν ικανός να συγκινηθεί και να εμπνευστεί από αυτόν.

Τον παραβάλλει κατ’ αρχήν με τα αγάλματα των Σιληνών. Όπως ο Σιληνός, αλλά χωρίς αυλό, ο Σωκράτης θέλγει εκείνους που τον ακούν. Και ο Αλκιβιάδης περιγράφει το αποτέλεσμα των λόγων του: όποιος κι αν είναι ο ακροατής ή εκείνος που επαναλαμβάνει τα λόγια του Σωκράτη «όλοι μένομεν εκστατικοί και αιχμαλωτισμένοι». Ύστερα, μιλώντας για λογαριασμό του δηλώνει: «οσάκις τον ακούω χοροπηδά η καρδιά μου ζωηρότερα πολύ παρά εκείνων που χορεύουν τον παράφορον χορόν των Κορυβάντων, και δάκρυα μου έρχονται από την επίδραση της ομιλίας του. Παρατηρώ δε, πως και άλλοι πάρα πολλοί παθαίνουν τα ίδια». Και αφού άκουσε τον Σωκράτη, είπε: «εδοκίμασα αισθήματα ώστε να πιστεύσω πως δεν άξιζε να ζω εις την θέσιν που είμαι»… «Μ’ αναγκάζει πράγματι να παραδεχθώ ότι ενώ προσωπικώς έχω πολλάς ακόμη ελλείψεις, δεν φροντίζω διά τον εαυτόν μου, αλλ’ ασχολούμαι με των Αθηναίων τας υποθέσεις» (216 α).

Τέλος, ο Σωκράτης είναι σαν τα αγαλματίδια των Σιληνών γιατί στο εσωτερικό του περικλείει μία σοφία πολυτιμότερη από κάθε τι άλλο: « Όταν όμως σοβαρευθεί και ανοίξει το εσωτερικόν του, δεν ξέρω αν έχει κανείς αντικρύσει τ’ αγάλματα μέσα του. Εγώ όμως τ’ αντίκρυσα κάποτε, και μου εφάνταξαν τόσο θεϊκά και χρυσά, τόσον πανέμορφα και εκπληκτικά, ώστ’ έπρεπε χωρίς άλλο να εκτελέσω ο,τιδήποτε μου επέβαλλεν ο Σωκράτης» (Συμπόσιο, 216 e).

Ακολουθεί ένας εκτενής έπαινος για την εγκράτεια του Σωκράτη, την ανεξαρτησία του ως προς τα εξωτερικά πράγματα και για το θάρρος του. Ο έπαινος περιγράφει θαυμάσια τον Σωκράτη, αλλά αποκαλύπτει επίσης και τον Αλκιβιάδη. Μας τον δείχνει να πάλλεται στην επίκληση ενός ηθικού ιδανικού, να συγκινείται με την ιδέα του καλού, να είναι έτοιμος να αλλάξει ζωή, έναν μαθητή πιο ευαίσθητο, πιο ανήσυχο, πιο φλογερό από κάθε άλλον. Ο ωραίος νέος άνδρας, που ήρθε μεθυσμένος, μπορούσε επίσης να μεθύσει από έξαρση για την ανακάλυψη του καλού: «εγώ όμως τα αντίκρυσα κάποτε…» Αυτό είναι ένα ωραίο δώρο που του προσφέρει ο Πλάτων. Κανέναν από όσους μίλησαν προηγουμένως, ούτε κανέναν από τους μαθητές που παρουσιάζονται στους άλλους διαλόγους δεν περιποιήθηκε τόσο γενναιόδωρα. Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι αυτής της επιλογής, οι οποίοι Θα αποσαφηνιστούν στο τέλος αυτού του βιβλίου, πρέπει να παραδεχτούμε ότι εδώ υπάρχει η αντανάκλαση πραγματικών σχέσεων και εντυπώσεων που μένουν για πάντα: ο Αλκιβιάδης θα μπορούσε να υποταχτεί σε μία επιρροή, που η γοητεία της είχε τόση δύναμη σε αυτόν.

Θα επανέλθουμε, στο επόμενο κεφάλαιο, στη γοητεία αυτή και στο ερωτικό περιεχόμενο που υποδηλώνει: Εδώ, σε ένα κεφάλαιο που αρχίζει με το Συμπόσιο του Πλάτωνα, έχει ενδιαφέρον να τονίσουμε αυτήν την επί πλέον λάμψη, την τόσο διαφορετική από τις άλλες, η οποία δίνει στο πρόσωπο και στην ακτινοβολία του μία αυξημένη αξία. Ο νέος άνδρας της αρχής δεν ήταν μόνο η εικόνα-τύπος της χρυσής νεότητας.

Η έκφραση όμως «νέος άνδρας» προκαλεί μια τελευταία παρατήρηση. Φανταζόμαστε τον Αλκιβιάδη σαν έναν νέον άνδρα. Και αυτό είναι κάπως το λάθος του Πλάτωνα, αν αυτό το στολίδι παραμένει και προσθέτει στη γοητεία του.

Νεότητα.

Ο Αλκιβιάδης, φυσικά, δεν υπήρξε ποτέ γέρος: πέθανε περίπου πενήντα χρόνων. Την εποχή του Συμποσίου δεν ήταν πια ένας νέος άνδρας. Πρέπει να γεννήθηκε μεταξύ του 452 και του 450. Όταν άρχισε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, μόλις είχε απαλλαγεί από την κηδεμονία του Περικλή. Από τότε είχε το δικό του σπίτι, τους δούλους του. Σε λίγο θα μπορεί να αναλάβει πολιτικές ευθύνες. Ο χαρακτήρας όμως του ανθρώπου παρέμεινε, ως προς αυτό το σημείο, ίδιος με ενός εφήβου, λαμπερού, αναιδέστατου, κάπως ανεύθυνου, και έτσι θα τον φανταζόμαστε πάντοτε. Στο συμπόσιο, η σκηνή υποτίθεται ότι συμβαίνει το 416: ο Αλκιβιάδης είναι λοιπόν τριάντα πέντε χρόνων: του φέρονται όμως όπως σε «ερωμένο», τον οποίον οι άνδρες ενοχλούν με τις προτάσεις τους, και σαν χαϊδεμένο παιδί που μπορεί να λέει οτιδήποτε και του συγχωρούνται τα πάντα. Η εικόνα αυτού του έφηβου έχει, κατά κάποιον τρόπο, χαραχτεί στις εντυπώσεις μας και έχει για πάντα επιβληθεί.

Πρέπει να πούμε ότι το 416, ο Πλάτων ήταν δώδεκα χρόνων. Δεν είχε γνωρίσει τον νεαρό Αλκιβιάδη. Μεταξύ τους υπήρχε διαφορά μιας γενιάς. Η παράδοση όμως για τον Αλκιβιάδη κυριαρχούσε στη φαντασία. Και σε σχέση με τον Σωκράτη, τον έβλεπαν πάντοτε έφηβο. Ο Πλάτων, που δεν είχε ιδιαίτερο σεβασμό στις χρονολογίες, του έδειξε έτσι αδιαφορώντας αν αυτό ήταν πιστευτό.

Πρέπει όμως να προσθέσουμε ότι ο Αλκιβιάδης, καθώς παρέμεινε ωραίος ως την ωριμότητά του, δεν δίστασε ποτέ να ενσαρκώνει τη νεότητα. Αναλαμβάνει τους μεγάλους πολιτικούς ρόλους του μόλις το επιτρέπει η ηλικία του. Και δίνεται με τη δύναμη της νεότητάς του. Αντιτίθεται στον Νικία, συγκεκριμένα το 416, θεωρεί τον εαυτό του νέον και διεκδικεί το δικαίωμα των νέων να μιλούν και να δίνουν χρήσιμες συμβουλές. Αυτό συμβαίνει κατά τη λογομαχία για την εκστρατεία στη Σικελία. Ο Νικίας, που είναι εναντίον της εκστρατείας, προσβάλλει με βίαιο τρόπο τον νεαρό φιλόδοξο, τον Αλκιβιάδη. Αυτός είναι λίγο περισσότερο από πενήντα χρόνων. Και λέει καθαρά τη γνώμη του: «Αν πάλι κάποιος, εδώ, καμαρώνει επειδή τον εκλέξατε στρατηγό και σας παροτρύνει να επιχειρήσετε την εκστρατεία, μη λογαριάζοντας παρά το δικό του συμφέρον, άλλωστε είναι και πάρα πολύ νέος για να γίνει αρχηγός…» Και γενικεύει: «Δεν είναι ανεκτό οι νεότεροι να πάρουν βιαστικές αποφάσεις. Τους βλέπω, τώρα, εγώ, να παρακάθονται εδώ, κινημένοι από τον ίδιο άνθρωπο και τρομάζω και παρακαλώ τους γεροντότερους…». Να λοιπόν, στην Αθήνα του 5ου αιώνα, μία πολύ γνωστή αντίθεση μεταξύ «νέων» και «γέρων». Αρκετά συχνά βρίσκουμε σχετικούς υπαινιγμούς στο θέατρο. Πρόκειται γι’ αυτό που θα ονομάζαμε «κοινωνικό φαινόμενο». Ο Αλκιβιάδης όμως δεν επιτρέπει στον εαυτό του να φοβάται. Ναι, είναι νέος. Μιλάει για τις επιτυχίες του και δηλώνει: «Αυτά κατόρθωσαν τα νιάτα μου και αυτό που θεωρείται υπερβολική παρατολμία μου. Βρήκα τα λόγια τα σωστά για να δημιουργήσω δεσμούς με πολιτείες της Πελοποννήσου και ο ενθουσιασμός μου τους παρέσυρε να με ακολουθήσουν. Αλλά και τώρα μη φοβηθείτε τα νιάτα μου». Πιο πέρα, στο λόγο του, επανέρχεται με κάποια περιφρόνηση: «Δεν πρέπει να εντυπωσιαστείτε από τα όσα λέει ο Νικίας, που συμβουλεύει αδράνεια και προσπαθεί, προκαλώντας έριδες μεταξύ νέων και γέρων, να σας αποτρέψει από την εκστρατεία. Αλλά κατά τη συνηθισμένη τάξη, όπως έκαναν και οι πατέρες μας, που συσκέπτονταν νέοι και γέροι μαζί και έφεραν τα πράγματα της πολιτείας σε τόση περιωπή.

Σκεφτείτε ότι η νεότητα και τα γηρατειά δεν μπορούν να κάνουν τίποτε αν δεν ενεργήσουν μαζί.»

Όπως στο Συμπόσιο, η νεότητα εξακολουθεί να είναι το γνώρισμα αυτού του άνδρα των τριάντα πέντε χρόνων, και η νεότητα αυτή γίνεται στα χέρια του ένα καινούργιο πλεονέκτημα, ένα καινούργιο μέσον να γοητεύει τα άτομα και τα πλήθη, ένα καινούργιο μέσον να αποβαίνουν όλα προς όφελός του. Όλα ήταν δικά του. Και είχε πολλά. Πώς να μην σκεφτεί ότι αυτός ήταν το πρόσωπο που κυριαρχούσε; Αποτελεί λοιπόν ένα παράδειγμα πιο αξιόλογο από κάθε άλλο που αξίζει να το σκέφτεται κανείς πάντα. Σε όλες τις εποχές έχουμε δει λαμπρούς έφηβους που ανήκουν σε μια χρυσή νεότητα. Ξέρουμε νέους άνδρες προικισμένους με όλα τα δυνατά προσόντα για να πλησιάσουν την πολιτική. Ο Αλκιβιάδης όμως ξεπερνά τα όρια. Η ευγενής καταγωγή του, το κάλλος του, η τόλμη του δεν είχαν το όμοιό τούς. Επί πλέον, η πατρίδα του βρίσκεται στην υψηλότερη βαθμίδα δύναμης και καλλιέργειας. Και η φιλοδοξία του δεν γνωρίζει κανένα μέτρο. Εξάλλου, εκείνος που θα ήθελε να τον τραβήξει προς το καλό είναι ο δάσκαλος, ο πολύ απαιτητικός, από δική του ανάγκη, για το απόλυτο και τη δικαιοσύνη. Στη ζωή του Αλκιβιάδη υπάρχει ένα είδος παραδειγματικής αξίας που την κάνει συμβολική και αξέχαστη. Αποκτά μια έννοια για όλες τις εποχές, όπως επίσης και για τη δική μας, και ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Ο Αλκιβιάδης, σαν εικόνα της προσωπικής φιλοδοξίας, σε μία δημοκρατία που βρίσκεται σε κρίση, φωτίζει με τη γοητεία και τα σκάνδαλά του τις δικές μας κρίσεις – ακόμα και αν ο Αλκιβιάδης δεν ανήκει στους σύγχρονούς πολιτικούς.

Πράγματι, σαν σε σχεδιάγραμμα, βλέπουμε τη μοίρα του να τον παρασύρει, και να παρασύρει την Αθήνα. Αυτό αρχίζει με τα μικρά σκάνδαλα ενός αλαζονικού ατομικισμού, για να συνεχιστεί με τις κινήσεις μιας θρασύτατης πολιτικής – μέχρι την ημέρα που τα σκάνδαλα θα ξεσπάσουν πάνω του βίαια. Σε μια δημοκρατία, το σκάνδαλο είναι και υπήρξε πάντοτε, επικίνδυνο.

Τα σκάνδαλα του Αλκιβιάδη άρχισαν νωρίς και προχώρησαν μακριά.

Γαλαξίας που έχει τρεις μαύρες τρύπες στο κέντρο του

Συνήθως οι μεγάλοι γαλαξίες, όπως ο δικός μας, έχουν μια τεράστια μαύρη τρύπα στο κέντρο τους, όμως μια διεθνής ομάδα αστρονόμων ανακάλυψε τον πρώτο γαλαξία, στην κεντρική περιοχή του οποίου υπάρχουν τρεις υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες σχετικά κοντά η μία στην άλλη.

Πρόκειται για τον γαλαξία NGC 6240 σε απόσταση περίπου 300 εκατομμυρίων ετών φωτός από τη Γη. Έως τώρα οι επιστήμονες νόμιζαν ότι αυτός έχει δύο κεντρικές μαύρες τρύπες, αλλά τελικά βρήκαν και μια τρίτη.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Βόλφραμ Κολάτσνι του γερμανικού Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν, που μελέτησαν τον γαλαξία με το Πολύ Μεγάλο Τηλεσκόπιο (VLT) του Ευρωπαϊκού Νοτίου Αστεροσκοπείου (ESO) στη Χιλή και έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστρονομίας και αστροφυσικής «Astronomy & Astrophysics», υπολόγισαν ότι κάθε μία από τις τρεις κεντρικές μαύρες τρύπες έχει μάζα πάνω από 90 εκατομμύρια ήλιους.

Οι τρεις μαύρες τρύπες βρίσκονται σε μια περιοχή του διαστήματος διαμέτρου μικρότερης των 3.000 ετών φωτός. Γαλαξίες με πάνω από μία κεντρική μαύρη τρύπα προέρχονται από τη συγχώνευση παλαιότερων μικρότερων γαλαξιών που είχαν τη δική τους κεντρική μαύρη τρύπα.

«Έως τώρα τέτοια συγκέντρωση τριών τεράστιων μαύρων οπών δεν είχε ποτέ ανακαλυφθεί στο σύμπαν. Αποτελεί ένδειξη για μια διαδικασία ταυτόχρονης συγχώνευσης τριών γαλαξιών μαζί με τις κεντρικές μαύρες τρύπες τους», δήλωσε ο Κολάτσνι.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1166a-1166b)

[1166a] [IV] Τὰ φιλικὰ δὲ τὰ πρὸς τοὺς πέλας, καὶ οἷς αἱ φιλίαι ὁρίζονται, ἔοικεν ἐκ τῶν πρὸς ἑαυτὸν ἐληλυθέναι. τιθέασι γὰρ φίλον τὸν βουλόμενον καὶ πράττοντα τἀγαθὰ ἢ τὰ φαινόμενα ἐκείνου ἕνεκα, ἢ τὸν βουλόμενον εἶναι καὶ ζῆν τὸν φίλον αὐτοῦ χάριν· ὅπερ αἱ μητέρες πρὸς τὰ τέκνα πεπόνθασι, καὶ τῶν φίλων οἱ προσκεκρουκότες. οἳ δὲ τὸν συνδιάγοντα καὶ ταὐτὰ αἱρούμενον, ἢ τὸν συναλγοῦντα καὶ συγχαίροντα τῷ φίλῳ· μάλιστα δὲ καὶ τοῦτο περὶ τὰς μητέρας συμβαίνει. τούτων δέ τινι καὶ τὴν φιλίαν ὁρίζονται. πρὸς ἑαυτὸν δὲ τούτων ἕκαστον τῷ ἐπιεικεῖ ὑπάρχει (τοῖς δὲ λοιποῖς, ᾗ τοιοῦτοι ὑπολαμβάνουσιν εἶναι· ἔοικε δέ, καθάπερ εἴρηται, μέτρον ἑκάστων ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ σπουδαῖος εἶναι)· οὗτος γὰρ ὁμογνωμονεῖ ἑαυτῷ, καὶ τῶν αὐτῶν ὀρέγεται κατὰ πᾶσαν τὴν ψυχήν· καὶ βούλεται δὴ ἑαυτῷ τἀγαθὰ καὶ τὰ φαινόμενα καὶ πράττει (τοῦ γὰρ ἀγαθοῦ τἀγαθὸν διαπονεῖν) καὶ ἑαυτοῦ ἕνεκα (τοῦ γὰρ διανοητικοῦ χάριν, ὅπερ ἕκαστος εἶναι δοκεῖ)· καὶ ζῆν δὲ βούλεται ἑαυτὸν καὶ σῴζεσθαι, καὶ μάλιστα τοῦτο ᾧ φρονεῖ. ἀγαθὸν γὰρ τῷ σπουδαίῳ τὸ εἶναι, ἕκαστος δ᾽ ἑαυτῷ βούλεται τἀγαθά, γενόμενος δ᾽ ἄλλος αἱρεῖται οὐδεὶς πάντ᾽ ἔχειν ἐκεῖνο τὸ γενόμενον (ἔχει γὰρ καὶ νῦν ὁ θεὸς τἀγαθόν) ἀλλ᾽ ὢν ὅ τι ποτ᾽ ἐστίν· δόξειε δ᾽ ἂν τὸ νοοῦν ἕκαστος εἶναι ἢ μάλιστα. συνδιάγειν τε ὁ τοιοῦτος ἑαυτῷ βούλεται· ἡδέως γὰρ αὐτὸ ποιεῖ· τῶν τε γὰρ πεπραγμένων ἐπιτερπεῖς αἱ μνῆμαι, καὶ τῶν μελλόντων ἐλπίδες ἀγαθαί, αἱ τοιαῦται δ᾽ ἡδεῖαι. καὶ θεωρημάτων δ᾽ εὐπορεῖ τῇ διανοίᾳ. συναλγεῖ τε καὶ συνήδεται μάλισθ᾽ ἑαυτῷ· πάντοτε γάρ ἐστι τὸ αὐτὸ λυπηρόν τε καὶ ἡδύ, καὶ οὐκ ἄλλοτ᾽ ἄλλο· ἀμεταμέλητος γὰρ ὡς εἰπεῖν. τῷ δὴ πρὸς αὑτὸν ἕκαστα τούτων ὑπάρχειν τῷ ἐπιεικεῖ, πρὸς δὲ τὸν φίλον ἔχειν ὥσπερ πρὸς αὑτόν (ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός), καὶ ἡ φιλία τούτων εἶναί τι δοκεῖ, καὶ φίλοι οἷς ταῦθ᾽ ὑπάρχει. πρὸς αὑτὸν δὲ πότερον ἔστιν ἢ οὐκ ἔστι φιλία, ἀφείσθω ἐπὶ τοῦ παρόντος· δόξειε δ᾽ ἂν ταύτῃ εἶναι φιλία, ᾗ ἐστὶ δύο ἢ πλείω, ἐκ τῶν εἰρημένων,

[1166b] καὶ ὅτι ἡ ὑπερβολὴ τῆς φιλίας τῇ πρὸς αὑτὸν ὁμοιοῦται. φαίνεται δὲ τὰ εἰρημένα καὶ τοῖς πολλοῖς ὑπάρχειν, καίπερ οὖσι φαύλοις. ἆρ᾽ οὖν ᾗ τ᾽ ἀρέσκουσιν ἑαυτοῖς καὶ ὑπολαμβάνουσιν ἐπιεικεῖς εἶναι, ταύτῃ μετέχουσιν αὐτῶν; ἐπεὶ τῶν γε κομιδῇ φαύλων καὶ ἀνοσιουργῶν οὐδενὶ ταῦθ᾽ ὑπάρχει, ἀλλ᾽ οὐδὲ φαίνεται. σχεδὸν δὲ οὐδὲ τοῖς φαύλοις· διαφέρονται γὰρ ἑαυτοῖς, καὶ ἑτέρων μὲν ἐπιθυμοῦσιν ἄλλα δὲ βούλονται, οἷον οἱ ἀκρατεῖς· αἱροῦνται γὰρ ἀντὶ τῶν δοκούντων ἑαυτοῖς ἀγαθῶν εἶναι τὰ ἡδέα βλαβερὰ ὄντα· οἳ δ᾽ αὖ διὰ δειλίαν καὶ ἀργίαν ἀφίστανται τοῦ πράττειν ἃ οἴονται ἑαυτοῖς βέλτιστα εἶναι. οἷς δὲ πολλὰ καὶ δεινὰ πέπρακται καὶ διὰ τὴν μοχθηρίαν μισοῦνται, καὶ φεύγουσι τὸ ζῆν καὶ ἀναιροῦσιν ἑαυτούς. ζητοῦσί τε οἱ μοχθηροὶ μεθ᾽ ὧν συνημερεύσουσιν, ἑαυτοὺς δὲ φεύγουσιν· ἀναμιμνήσκονται γὰρ πολλῶν καὶ δυσχερῶν, καὶ τοιαῦθ᾽ ἕτερα ἐλπίζουσι, καθ᾽ ἑαυτοὺς ὄντες, μεθ᾽ ἑτέρων δ᾽ ὄντες ἐπιλανθάνονται. οὐδέν τε φιλητὸν ἔχοντες οὐδὲν φιλικὸν πάσχουσι πρὸς ἑαυτούς. οὐδὲ δὴ συγχαίρουσιν οὐδὲ συναλγοῦσιν οἱ τοιοῦτοι ἑαυτοῖς· στασιάζει γὰρ αὐτῶν ἡ ψυχή, καὶ τὸ μὲν διὰ μοχθηρίαν ἀλγεῖ ἀπεχόμενόν τινων, τὸ δ᾽ ἥδεται, καὶ τὸ μὲν δεῦρο τὸ δ᾽ ἐκεῖσε ἕλκει ὥσπερ διασπῶντα. εἰ δὲ μὴ οἷόν τε ἅμα λυπεῖσθαι καὶ ἥδεσθαι, ἀλλὰ μετὰ μικρόν γε λυπεῖται ὅτι ἥσθη, καὶ οὐκ ἂν ἐβούλετο ἡδέα ταῦτα γενέσθαι αὑτῷ· μεταμελείας γὰρ οἱ φαῦλοι γέμουσιν. οὐ δὴ φαίνεται ὁ φαῦλος οὐδὲ πρὸς ἑαυτὸν φιλικῶς διακεῖσθαι διὰ τὸ μηδὲν ἔχειν φιλητόν. εἰ δὴ τὸ οὕτως ἔχειν λίαν ἐστὶν ἄθλιον, φευκτέον τὴν μοχθηρίαν διατεταμένως καὶ πειρατέον ἐπιεικῆ εἶναι· οὕτω γὰρ καὶ πρὸς ἑαυτὸν φιλικῶς ἂν ἔχοι καὶ ἑτέρῳ φίλος γένοιτο.

***
[1166a] [4] Οι φιλικές σχέσεις του ανθρώπου με τους άλλους, στις οποίες βασίζονται κατά κανόνα και οι ορισμοί της φιλίας, φαίνεται ότι έχουν την αρχή τους στη φιλική σχέση του ανθρώπου με τον ίδιο τον εαυτό του. Ορισμένοι λένε ότι φίλος είναι (1) αυτός που θέλει και κάνει σε κάποιον ό,τι είναι καλό (ή ό,τι του φαίνεται πως είναι καλό) για χάρη εκείνου, ή (2) αυτός που θέλει ο φίλος του να υπάρχει και να ζει, και αυτό το θέλει για χάρη του ίδιου του φίλου του (είναι το αίσθημα που αισθάνονται οι μητέρες για τα παιδιά τους, καθώς και οι φίλοι που ήρθαν σε σύγκρουση). Άλλοι λένε ότι φίλος με κάποιον είναι (3) αυτός που περνάει όλο τον χρόνο του μαζί με εκείνον· επίσης (4) αυτός που θέλει τα ίδια πράγματα που θέλει εκείνος, ή (5) αυτός που λυπάται και χαίρεται μαζί με τον φίλο του (και αυτό επίσης είναι κάτι που το συναντούμε κατά κύριο λόγο στις μητέρες). Με κάποιο από όλα αυτά τα στοιχεία ορίζουν και τη φιλία.

Καθένα από τα στοιχεία αυτά υπάρχει στη σχέση του ενάρετου ανθρώπου προς τον εαυτό του (στους υπόλοιπους ανθρώπους στον βαθμό που θεωρούν τον εαυτό τους ενάρετο — όπως όμως έχουμε πει, μέτρο όλων των επιμέρους πραγμάτων φαίνεται πως είναι η αρετή και ο ενάρετος άνθρωπος)· γιατί ο ενάρετος άνθρωπος βρίσκεται πάντοτε σε απόλυτη συμφωνία προς τον εαυτό του, και επιθυμεί τα ίδια πάντοτε πράγματα με όλη του την ψυχή· έτσι: και επιθυμεί για τον εαυτό του τα αγαθά πράγματα (και αυτά που του φαίνονται τέτοια) και τα πράττει (γιατί το χαρακτηριστικό του ενάρετου ανθρώπου είναι να εργάζεται με όλες του τις δυνάμεις για το αγαθό) και αυτό το κάνει για τον ίδιο τον εαυτό του (αφού το κάνει για χάρη του διανοητικού μέρους της ψυχής του, του μέρους δηλαδή που θεωρείται πως είναι ο ίδιος του ο εαυτός)· θέλει, επίσης, για τον εαυτό του (και μάλιστα για εκείνο το μέρος του μέσω του οποίου σκέφτεται) να ζει και να διασώζεται. Γιατί η ύπαρξη είναι για τον ενάρετο άνθρωπο ένα αγαθό, και ο κάθε άνθρωπος επιθυμεί για τον εαυτό του ό,τι είναι αγαθό· αν όμως ήταν να αλλάξει και να γίνει κάποιος άλλος, κανείς δεν θα επέλεγε να έχει τα πάντα αυτό το καινούργιο, το άλλο ον (γιατί ο θεός έχει ήδη από τώρα το αγαθό), αλλά επιθυμεί για τον εαυτό του όλα τα αγαθά με τον όρο να μείνει αυτό που είναι τώρα· θα έλεγε όμως κανείς —και όλοι θα συμφωνούσαν— ότι το μέρος της ψυχής που σκέφτεται είναι η ουσία του καθενός ανθρώπου, ή τουλάχιστον αυτό κατά κύριο λόγο. Ο ενάρετος, επίσης, άνθρωπος θέλει να περνάει όλο του τον καιρό με τον εαυτό του· γιατί αυτό είναι κάτι που το κάνει με ευχαρίστηση, αφού και των παλαιότερων πράξεών του η ανάμνηση είναι τερπνή και οι προσδοκίες και προβλέψεις του για τις μελλοντικές του πράξεις είναι καλές, και γι᾽ αυτό ευχάριστες. Αλλά και το μυαλό του είναι γεμάτο από σκέψεις. Τις λύπες του, επίσης, και τις χαρές του ο ενάρετος άνθρωπος τις μοιράζεται κατά κύριο λόγο με τον εαυτό του· γιατί το ίδιο πράγμα είναι γι᾽ αυτόν πάντοτε δυσάρεστο και το ίδιο πάντοτε ευχάριστο, και όχι τη μια φορά αυτό και την άλλη κάποιο άλλο· γιατί —για να το πούμε έτσι— ο ενάρετος άνθρωπος δεν αισθάνεται ποτέ μεταμέλεια.

Επειδή λοιπόν όλα αυτά χαρακτηρίζουν τον ενάρετο άνθρωπο στη σχέση του προς τον ίδιο τον εαυτό του, και επειδή η σχέση του προς τον φίλο του είναι σαν τη σχέση του προς τον εαυτό του (γιατί ο φίλος είναι ένας άλλος εαυτός μας), γι᾽ αυτό και η φιλία θεωρείται ότι είναι κάτι από όλα αυτά, και, ακόμη, ότι φίλοι είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται από όλα αυτά. Όσο για το ερώτημα αν είναι ή δεν είναι φιλία το να τα αισθανόμαστε όλα αυτά για τον εαυτό μας, αυτό ας το αφήσουμε προς το παρόν καταμέρος: θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι φιλία από την άποψη ότι στην ψυχή του ανθρώπου υπάρχουν δύο ή περισσότερα μέρη —όπως γίνεται φανερό από όσα έχουμε πει—,

[1166b] αλλά και γιατί η υπερβολική φιλία προς τον άλλον μοιάζει με την αγάπη που έχει κανείς για τον εαυτό του.

Όλα όμως αυτά τα στοιχεία για τα οποία μιλήσαμε φαίνεται ότι τα έχει και η πλειονότητα των ανθρώπων, ακόμη και αν πρόκειται για άτομα κατώτερης αξίας. Μήπως, κατόπιν αυτού, πρέπει να πούμε ότι οι άνθρωποι αυτοί μετέχουν σ᾽ αυτά στον βαθμό που είναι ευχαριστημένοι με τον εαυτό τους και θεωρούν ότι είναι καλοί άνθρωποι; Πραγματικά, στους τελείως αχρείους ανθρώπους, στους ανθρώπους των ανόσιων πράξεων, δεν τα συναντούμε σε καμιά περίπτωση τα στοιχεία αυτά — ούτε καν δίνουν οι άνθρωποι αυτοί την εντύπωση ότι τα έχουν. Θα έλεγα ότι και στους γενικά μικρής αξίας ανθρώπους δεν τα συναντούμε· γιατί οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται σε διάσταση με τον ίδιο τους τον εαυτό: άλλα επιθυμούν και άλλα θέλουν, όπως κάνουν π.χ. οι ακρατείς άνθρωποι: στη θέση αυτών που θεωρούν ότι είναι για τους ίδιους καλά πράγματα, προτιμούν και επιλέγουν τα ευχάριστα, που είναι όμως βλαβερά γι᾽ αυτούς· άλλοι, πάλι, από δειλία και οκνηρία αποφεύγουν να κάνουν αυτά που θεωρούν ότι είναι τα καλύτερα γι᾽ αυτούς. Άλλοι, επίσης, που έχουν κάνει πολλές φοβερές πράξεις και έχουν γίνει μισητοί λόγω της κακίας τους, βαριούνται πια τη ζωή τους και καταλήγουν να σκοτώσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Ψάχνουν, επίσης, οι κακοί άνθρωποι να βρουν συντρόφους για να περνούν μαζί τους τις ώρες και τις μέρες τους και αποφεύγουν να μένουν μόνοι με τον εαυτό τους· ο λόγος είναι ότι, μένοντας μόνοι τους, αναθυμούνται πολλές δυσάρεστες πράξεις τους (ξέροντας την ίδια στιγμή ότι θα κάνουν και άλλες παρόμοιες στο μέλλον), όταν όμως είναι μαζί με άλλους τις ξεχνούν. Και μη έχοντας τίποτε το άξιο αγάπης μέσα τους δεν τρέφουν κανένα φιλικό αίσθημα για τον εαυτό τους. Ούτε, επίσης, μοιράζονται οι άνθρωποι αυτοί χαρές και λύπες με τον εαυτό τους· γιατί στην ψυχή τους γίνεται ένα είδος εμφύλιου πολέμου: το ένα μέρος της ψυχής τους εξαιτίας της κακίας του λυπάται και πονάει που απέχει από κάποια πράγματα, το άλλο, αντίθετα, ευχαριστιέται, και ενώ το ένα τούς τραβάει προς τα εδώ, το άλλο τούς τραβάει προς τα εκεί, σαν για να τους κομματιάσουν. Και αν είναι αδύνατο ο άνθρωπος να νιώσει την ίδια στιγμή λύπη και χαρά, εν πάση περιπτώσει ύστερα από λίγο λυπάται που ένιωσε ευχαρίστηση, και θα ήθελε τα συγκεκριμένα αυτά πράγματα να μη του είχαν δώσει ευχαρίστηση· γιατί οι μικρής αξίας άνθρωποι είναι γεμάτοι από μεταμέλειες.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτού του είδους οι άνθρωποι δεν νιώθουν κανένα φιλικό αίσθημα ούτε προς τον ίδιο τους τον εαυτό, για τον λόγο ότι δεν έχουν μέσα τους τίποτε το άξιο να αγαπηθεί. Αν, επομένως, αυτού του είδους η κατάσταση είναι ένα εξαιρετικά ελεεινό πράγμα, πρέπει να βάζει κανείς όλα του τα δυνατά για να αποφεύγει την κακία και να προσπαθεί να είναι καλός άνθρωπος· γιατί τότε και με τον εαυτό του θα έχει φιλική σχέση και με κάποιον άλλον θα μπορεί να γίνει φίλος.