«τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθέα πάντ᾽ ἀγορεύσω.
ἐκ μὲν Κρητάων γένος εὔχεται εὐρειάων,
φησὶ δὲ πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστεα δινηθῆναι
πλαζόμενος· ὣς γάρ οἱ ἐπέκλωσεν τά γε δαίμων.
65 νῦν αὖ Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν παρὰ νηὸς ἀποδρὰς
ἤλυθ᾽ ἐμὸν πρὸς σταθμόν, ἐγὼ δέ τοι ἐγγυαλίξω·
ἔρξον ὅπως ἐθέλεις· ἱκέτης δέ τοι εὔχεται εἶναι.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«Εὔμαι᾽, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες·
70 πῶς γὰρ δὴ τὸν ξεῖνον ἐγὼν ὑποδέξομαι οἴκῳ;
αὐτὸς μὲν νέος εἰμὶ καὶ οὔ πω χερσὶ πέποιθα
ἄνδρ᾽ ἀπαμύνασθαι, ὅτε τις πρότερος χαλεπήνῃ·
μητρὶ δ᾽ ἐμῇ δίχα θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,
ἢ αὐτοῦ παρ᾽ ἐμοί τε μένῃ καὶ δῶμα κομίζῃ,
75 εὐνήν τ᾽ αἰδομένη πόσιος δήμοιό τε φῆμιν,
ἦ ἤδη ἅμ᾽ ἕπηται Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος
μνᾶται ἐνὶ μεγάροισιν ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι τὸν ξεῖνον, ἐπεὶ τεὸν ἵκετο δῶμα,
ἕσσω μιν χλαῖνάν τε χιτῶνά τε, εἵματα καλά,
80 δώσω δὲ ξίφος ἄμφηκες καὶ ποσσὶ πέδιλα,
πέμψω δ᾽ ὅππῃ μιν κραδίη θυμός τε κελεύει.
εἰ δ᾽ ἐθέλεις, σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας·
εἵματα δ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐγὼ πέμψω καὶ σῖτον ἅπαντα
ἔδμεναι, ὡς ἂν μή σε κατατρύχῃ καὶ ἑταίρους.
85 κεῖσε δ᾽ ἂν οὔ μιν ἐγώ γε μετὰ μνηστῆρας ἐῷμι
ἔρχεσθαι· λίην γὰρ ἀτάσθαλον ὕβριν ἔχουσι·
μή μιν κερτομέωσιν, ἐμοὶ δ᾽ ἄχος ἔσσεται αἰνόν.
πρῆξαι δ᾽ ἀργαλέον τι μετὰ πλεόνεσσιν ἐόντα
ἄνδρα καὶ ἴφθιμον, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι.»
90 Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς·
«ὦ φίλ᾽, ἐπεί θήν μοι καὶ ἀμείψασθαι θέμις ἐστίν,
ἦ μάλα μευ καταδάπτετ᾽ ἀκούοντος φίλον ἦτορ,
οἷά φατε μνηστῆρας ἀτάσθαλα μηχανάασθαι
ἐν μεγάροις, ἀέκητι σέθεν τοιούτου ἐόντος.
95 εἰπέ μοι ἠὲ ἑκὼν ὑποδάμνασαι, ἦ σέ γε λαοὶ
ἐχθαίρουσ᾽ ἀνὰ δῆμον, ἐπισπόμενοι θεοῦ ὀμφῇ,
ἦ τι κασιγνήτοις ἐπιμέμφεαι, οἷσί περ ἀνὴρ
μαρναμένοισι πέποιθε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται.
αἲ γὰρ ἐγὼν οὕτω νέος εἴην τῷδ᾽ ἐπὶ θυμῷ,
100 ἢ πάϊς ἐξ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἠὲ καὶ αὐτὸς
ἔλθοι ἀλητεύων· ἔτι γὰρ καὶ ἐλπίδος αἶσα·
αὐτίκ᾽ ἔπειτ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο κάρη τάμοι ἀλλότριος φώς,
εἰ μὴ ἐγὼ κείνοισι κακὸν πάντεσσι γενοίμην
ἐλθὼν ἐς μέγαρον Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος.
105 εἰ δ᾽ αὖ με πληθυῖ δαμασαίατο μοῦνον ἐόντα,
βουλοίμην κ᾽ ἐν ἐμοῖσι κατακτάμενος μεγάροισι
τεθνάμεν ἢ τάδε γ᾽ αἰὲν ἀεικέα ἔργ᾽ ὁράασθαι,
ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά,
110 καὶ οἶνον διαφυσσόμενον, καὶ σῖτον ἔδοντας
μὰψ αὔτως, ἀτέλεστον, ἀνηνύστῳ ἐπὶ ἔργῳ.»
Τὸν δ᾽ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα·
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾽ ἀτρεκέως ἀγορεύσω.
οὔτε τί μοι πᾶς δῆμος ἀπεχθόμενος χαλεπαίνει,
115 οὔτε κασιγνήτοις ἐπιμέμφομαι, οἷσί περ ἀνὴρ
μαρναμένοισι πέποιθε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται.
ὧδε γὰρ ἡμετέρην γενεὴν μούνωσε Κρονίων·
μοῦνον Λαέρτην Ἀρκείσιος υἱὸν ἔτικτε,
μοῦνον δ᾽ αὖτ᾽ Ὀδυσῆα πατὴρ τέκεν· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
120 μοῦνον ἔμ᾽ ἐν μεγάροισι τεκὼν λίπεν οὐδ᾽ ἀπόνητο.
τῷ νῦν δυσμενέες μάλα μυρίοι εἴσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ.
ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,
Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,
ἠδ᾽ ὅσσοι κραναὴν Ἰθάκην κάτα κοιρανέουσι,
125 τόσσοι μητέρ᾽ ἐμὴν μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.
ἡ δ᾽ οὔτ᾽ ἀρνεῖται στυγερὸν γάμον οὔτε τελευτὴν
ποιῆσαι δύναται· τοὶ δὲ φθινύθουσιν ἔδοντες
οἶκον ἐμόν· τάχα δή με διαρραίσουσι καὶ αὐτόν.
ἀλλ᾽ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται·
130 ἄττα, σὺ δ᾽ ἔρχεο θᾶσσον, ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ
εἴφ᾽ ὅτι οἱ σῶς εἰμι καὶ ἐκ Πύλου εἰλήλουθα.
αὐτὰρ ἐγὼν αὐτοῦ μενέω, σὺ δὲ δεῦρο νέεσθαι,
οἴῃ ἀπαγγείλας· τῶν δ᾽ ἄλλων μή τις Ἀχαιῶν
πευθέσθω· πολλοὶ γὰρ ἐμοὶ κακὰ μηχανόωνται.»
***
60 Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Και βέβαια θα σου πω, παιδί μου, όλη την αλήθεια.
Για τη γενιά του από τη μεγάλη Κρήτη καμαρώνει·
λέει πως περιπλανώμενος γνώρισε παραδέρνοντας
πολλών ανθρώπων πολιτείες, γιατί ένας δαίμονας του όρισε τη μοίρα αυτή·
πως τώρα ξέφυγε από καράβι Θεσπρωτών — έτσι πως έφτασε
στη στάνη μου. Εγώ σ᾽ τον παραδίδω, και κάμε τον εσύ ό,τι θελήσεις —
ομολογεί πως είναι ικέτης σου.»
Ο συνετός Τηλέμαχος αντιμιλώντας είπε:
«Εύμαιε, δάγκωσε αλήθεια την ψυχή μου ο λόγος σου·
70 γιατί πώς θα μπορούσα εγώ τον ξένο να δεξιωθώ στο σπίτι μου;
Είμαι ακόμη νέος πολύ, δεν εμπιστεύομαι τα χέρια μου,
για ν᾽ αποκρούσω κάποιον, αν πρώτος αγριέψει.
Κι η μάνα μου, μοιράζεται στα δύο ο νους της:
να μείνει αμετακίνητη, φροντίζοντας το σπίτι, και να σταθεί
στο πλάι μου, σεβόμενη και το συζυγικό κρεβάτι της και τη φωνή του κόσμου;
ή να πάρει το κατόπι όποιο Αχαιό φαντάζει σπουδαιότερος
και μέσα στο παλάτι τής γυρεύει γάμο, προσφέροντας τα πιο πολλά;
Τον ξένο ωστόσο που έφτασε στο υποστατικό σου εδώ
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με χλαίνη και χιτώνα, ωραία ρούχα,
80 πως θα του δώσω ξίφος δίκοπο και πέδιλα στα πόδια του —
μετά θα τον ξεπροβοδίσω όπου η ψυχή κι η όρεξή του θέλουν.
Αν πάλι προτιμάς, λέω να τον κρατήσεις στο καλύβι σου
κι εσύ να τον φροντίζεις· εγώ θα στείλω ρούχα εδώ
και το απαραίτητο ψωμί για την τροφή του, να μη σου γίνει βάρος,
εσένα και της συντροφιάς σου.
Όμως εκεί, με τους μνηστήρες, δεν θα τον άφηνα εγώ
να ᾽ρθει. Είναι το θράσος τους μεγάλο και ξεδιάντροπο,
μην τον χλευάσουν, οπότε η λύπη μου θα γίνει ασήκωτη.
Δύσκολα κάποιος να τα βγάλει πέρα, ένας με τους πολλούς,
έστω γενναίος, αφού είναι αυτοί πιο δυνατοί.»
90 Πήρε τον λόγο τώρα και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, θαρρώ πως επιτρέπεται να πω κι εγώ τον λόγο μου.
Σ᾽ ακούω αλήθεια κι η καρδιά μου γίνεται κομμάτια,
με τις ξεδιαντροπιές που λέτε των μνηστήρων, όσα μες στο παλάτι
μηχανεύονται και δεν σε λογαριάζουν, ας είσαι αυτός που είσαι.
Πες μου, θέλεις και σ᾽ έχουν από κάτω; μήπως από φωνή θεού
σ᾽ εχθρεύεται ο λαός; ή πικραμένος κατηγορείς
τ᾽ αδέλφια σου; Κι όμως σ᾽ αυτά στηρίζεται
όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, αν έχει σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Νέος ας ήμουνα κι εγώ, αν είχα το κουράγιο σου,
100 να ᾽μουνα ο γιος του άψογου Οδυσσέα· ή, και μετά την τόση περιπλάνησή του,
να ᾽φτανε εδώ ο Οδυσσέας ο ίδιος — υπάρχει ακόμη ελπίδα·
τότε επιτόπου να μου κόψει το κεφάλι ο κάθε ξένος,
αν δεν γινόμουνα σ᾽ όλους αυτούς η συμφορά τους,
φτάνει να μπω στου Οδυσσέα το σπίτι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Αν πάλι, έναν εμένα, οι πολλοί με δάμαζαν,
καλύτερα μες στο παλάτι μου νεκρός να πέσω χτυπημένος,
παρά να βλέπουν συνεχώς τα μάτια μου τα ανόσια έργα τους·
ξένους να τους προπηλακίζουν, δούλες γυναίκες να τις σέρνουν άσχημα
σ᾽ ωραία δώματα, κρασί να το στραγγίζουν ως τον πάτο,
110 ψωμί που με το έτσι θέλω να το τρων, άκοπα κι άσκοπα —
υπόθεση που τελειωμό δεν έχει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Ξένε, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές θα σου μιλήσω.
Μήτε ο λαός μ᾽ εχθρεύεται κι είναι βαρύς μαζί μου,
μήτε τ᾽ αδέλφια μου κατηγορώ, που όποιος συναγωνίζεται μαζί τους,
βρίσκει σ᾽ αυτά πράγματι στήριγμα, αν σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Γιατί ο Κρονίδης τη γενιά μας μονόκληρη την έκαμε·
μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μοναχογιό ο Λαέρτης τον πατέρα μου Οδυσσέα·
κι ο Οδυσσέας πάλι μόνο εμένα έσπειρε και μ᾽ άφησε
120 σε τούτο το παλάτι, αλλά δεν πρόλαβε το όφελος να δει.
Και να στο σπίτι τώρα χιλιάδες οι κακόβουλοι ξεφύτρωσαν·
όσοι ξεχωριστοί αφεντεύουν τα νησιά τριγύρω,
τη Σάμη, το Δουλίχιο, τη δασωμένη Ζάκυνθο —
αλλά κι αυτοί που κάνουνε κουμάντο στη βραχώδη Ιθάκη,
τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται το βιος μου.
Κι εκείνη μήτε αρνείται τον μισητό της γάμο μήτε μπορεί
να βάλει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ τρων κι αφανίζουν
οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά μου· ακόμη λίγο, θα με φαν κι εμένα ολόκληρο —
όμως αυτά το ξέρω πως είναι στο χέρι των θεών.
130 Και τώρα, γέροντά μου, όσο μπορείς πιο γρήγορα, πήγαινε
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, το νέο να πεις πως είμαι σώος,
πως έφτασα καλά από την Πύλο. Εγώ προς το παρόν θα μείνω εδώ.
Εσύ γύρισε πάλι πίσω, αφού μόνο σ᾽ εκείνην
αναγγείλεις το μήνυμά μου·
από τους Αχαιούς άλλος κανείς μην πάρει είδηση,
αφού πολλοί θέλουν και μελετούνε το κακό μου.»
60 Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Και βέβαια θα σου πω, παιδί μου, όλη την αλήθεια.
Για τη γενιά του από τη μεγάλη Κρήτη καμαρώνει·
λέει πως περιπλανώμενος γνώρισε παραδέρνοντας
πολλών ανθρώπων πολιτείες, γιατί ένας δαίμονας του όρισε τη μοίρα αυτή·
πως τώρα ξέφυγε από καράβι Θεσπρωτών — έτσι πως έφτασε
στη στάνη μου. Εγώ σ᾽ τον παραδίδω, και κάμε τον εσύ ό,τι θελήσεις —
ομολογεί πως είναι ικέτης σου.»
Ο συνετός Τηλέμαχος αντιμιλώντας είπε:
«Εύμαιε, δάγκωσε αλήθεια την ψυχή μου ο λόγος σου·
70 γιατί πώς θα μπορούσα εγώ τον ξένο να δεξιωθώ στο σπίτι μου;
Είμαι ακόμη νέος πολύ, δεν εμπιστεύομαι τα χέρια μου,
για ν᾽ αποκρούσω κάποιον, αν πρώτος αγριέψει.
Κι η μάνα μου, μοιράζεται στα δύο ο νους της:
να μείνει αμετακίνητη, φροντίζοντας το σπίτι, και να σταθεί
στο πλάι μου, σεβόμενη και το συζυγικό κρεβάτι της και τη φωνή του κόσμου;
ή να πάρει το κατόπι όποιο Αχαιό φαντάζει σπουδαιότερος
και μέσα στο παλάτι τής γυρεύει γάμο, προσφέροντας τα πιο πολλά;
Τον ξένο ωστόσο που έφτασε στο υποστατικό σου εδώ
υπόσχομαι πως θα τον ντύσω με χλαίνη και χιτώνα, ωραία ρούχα,
80 πως θα του δώσω ξίφος δίκοπο και πέδιλα στα πόδια του —
μετά θα τον ξεπροβοδίσω όπου η ψυχή κι η όρεξή του θέλουν.
Αν πάλι προτιμάς, λέω να τον κρατήσεις στο καλύβι σου
κι εσύ να τον φροντίζεις· εγώ θα στείλω ρούχα εδώ
και το απαραίτητο ψωμί για την τροφή του, να μη σου γίνει βάρος,
εσένα και της συντροφιάς σου.
Όμως εκεί, με τους μνηστήρες, δεν θα τον άφηνα εγώ
να ᾽ρθει. Είναι το θράσος τους μεγάλο και ξεδιάντροπο,
μην τον χλευάσουν, οπότε η λύπη μου θα γίνει ασήκωτη.
Δύσκολα κάποιος να τα βγάλει πέρα, ένας με τους πολλούς,
έστω γενναίος, αφού είναι αυτοί πιο δυνατοί.»
90 Πήρε τον λόγο τώρα και του μίλησε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Φίλε, θαρρώ πως επιτρέπεται να πω κι εγώ τον λόγο μου.
Σ᾽ ακούω αλήθεια κι η καρδιά μου γίνεται κομμάτια,
με τις ξεδιαντροπιές που λέτε των μνηστήρων, όσα μες στο παλάτι
μηχανεύονται και δεν σε λογαριάζουν, ας είσαι αυτός που είσαι.
Πες μου, θέλεις και σ᾽ έχουν από κάτω; μήπως από φωνή θεού
σ᾽ εχθρεύεται ο λαός; ή πικραμένος κατηγορείς
τ᾽ αδέλφια σου; Κι όμως σ᾽ αυτά στηρίζεται
όποιος συναγωνίζεται μαζί τους, αν έχει σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Νέος ας ήμουνα κι εγώ, αν είχα το κουράγιο σου,
100 να ᾽μουνα ο γιος του άψογου Οδυσσέα· ή, και μετά την τόση περιπλάνησή του,
να ᾽φτανε εδώ ο Οδυσσέας ο ίδιος — υπάρχει ακόμη ελπίδα·
τότε επιτόπου να μου κόψει το κεφάλι ο κάθε ξένος,
αν δεν γινόμουνα σ᾽ όλους αυτούς η συμφορά τους,
φτάνει να μπω στου Οδυσσέα το σπίτι, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
Αν πάλι, έναν εμένα, οι πολλοί με δάμαζαν,
καλύτερα μες στο παλάτι μου νεκρός να πέσω χτυπημένος,
παρά να βλέπουν συνεχώς τα μάτια μου τα ανόσια έργα τους·
ξένους να τους προπηλακίζουν, δούλες γυναίκες να τις σέρνουν άσχημα
σ᾽ ωραία δώματα, κρασί να το στραγγίζουν ως τον πάτο,
110 ψωμί που με το έτσι θέλω να το τρων, άκοπα κι άσκοπα —
υπόθεση που τελειωμό δεν έχει.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια του ο φρόνιμος Τηλέμαχος:
«Ξένε, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές θα σου μιλήσω.
Μήτε ο λαός μ᾽ εχθρεύεται κι είναι βαρύς μαζί μου,
μήτε τ᾽ αδέλφια μου κατηγορώ, που όποιος συναγωνίζεται μαζί τους,
βρίσκει σ᾽ αυτά πράγματι στήριγμα, αν σηκωθεί φιλονικία μεγάλη.
Γιατί ο Κρονίδης τη γενιά μας μονόκληρη την έκαμε·
μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος τον Λαέρτη,
μοναχογιό ο Λαέρτης τον πατέρα μου Οδυσσέα·
κι ο Οδυσσέας πάλι μόνο εμένα έσπειρε και μ᾽ άφησε
120 σε τούτο το παλάτι, αλλά δεν πρόλαβε το όφελος να δει.
Και να στο σπίτι τώρα χιλιάδες οι κακόβουλοι ξεφύτρωσαν·
όσοι ξεχωριστοί αφεντεύουν τα νησιά τριγύρω,
τη Σάμη, το Δουλίχιο, τη δασωμένη Ζάκυνθο —
αλλά κι αυτοί που κάνουνε κουμάντο στη βραχώδη Ιθάκη,
τόσοι της μάνας μου οι μνηστήρες, τόσοι λυμαίνονται το βιος μου.
Κι εκείνη μήτε αρνείται τον μισητό της γάμο μήτε μπορεί
να βάλει τέλος στην υπόθεση· στο μεταξύ τρων κι αφανίζουν
οι μνηστήρες τ᾽ αγαθά μου· ακόμη λίγο, θα με φαν κι εμένα ολόκληρο —
όμως αυτά το ξέρω πως είναι στο χέρι των θεών.
130 Και τώρα, γέροντά μου, όσο μπορείς πιο γρήγορα, πήγαινε
στη συλλογισμένη Πηνελόπη, το νέο να πεις πως είμαι σώος,
πως έφτασα καλά από την Πύλο. Εγώ προς το παρόν θα μείνω εδώ.
Εσύ γύρισε πάλι πίσω, αφού μόνο σ᾽ εκείνην
αναγγείλεις το μήνυμά μου·
από τους Αχαιούς άλλος κανείς μην πάρει είδηση,
αφού πολλοί θέλουν και μελετούνε το κακό μου.»