Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἀντιγόνη (1115-1154)

1115 ΧΟ. πολυώνυμε, Καδμείας ἄγαλμα νύμφας [στρ. α]
καὶ Διὸς βαρυβρεμέτα
γένος, κλυτὰν ὃς ἀμφέπεις
Ἰταλίαν, μέδεις δὲ
1120 παγκοίνοις Ἐλευσινίας
Δῃοῦς ἐν κόλποις, ὦ Βακχεῦ,
Βακχᾶν ματρόπολιν Θήβαν
ναιετῶν παρ᾽ ὑγροῖς Ἰ-
σμηνοῦ ῥείθροις, ἀγρίου τ᾽
1125 ἐπὶ σπορᾷ δράκοντος·

σὲ δ᾽ ὑπὲρ διλόφου πέτρας στέροψ ὄπωπε [ἀντ. α]
λιγνύς, ἔνθα Κωρύκιαι
στείχουσι Νύμφαι Βακχίδες
1130 Κασταλίας τε νᾶμα.
καί σε Νυσαίων ὀρέων
κισσήρεις ὄχθαι χλωρά τ᾽ ἀ-
κτὰ πολυστάφυλος πέμπει,
ἀβρότων ἑπετᾶν εὐ-
1135 αζόντων Θηβαΐας
ἐπισκοποῦντ᾽ ἀγυιάς·

τὰν ἐκ πασᾶν τιμᾷς [στρ. β]
ὑπερτάταν πόλεων
ματρὶ σὺν κεραυνίᾳ·
1140 καὶ νῦν, ὡς βιαίας ἔχεται
πάνδαμος πόλις ἐπὶ νόσου,
μολεῖν καθαρσίῳ ποδὶ Παρνασσίαν
1145 ὑπὲρ κλιτύν, ἢ στονόεντα πορθμόν.

ἰὼ πῦρ πνειόντων [ἀντ. β]
χοράγ᾽ ἄστρων, νυχίων
φθεγμάτων ἐπίσκοπε,
παῖ Διὸς γένεθλον, προφάνηθ᾽,
1150 ὦναξ, σαῖς ἅμα περιπόλοις
Θυίαισιν, αἵ σε μαινόμεναι πάννυχοι
χορεύουσι τὸν ταμίαν Ἴακχον.

***
ΧΟΡ. Ω πολυονόματε
της νύφης της Καδμείας καμάρι
και του βαρύβροντου
του Δία βλαστάρι,
την Ιταλία την ξακουστή
που προστατεύεις
1120 και στης Ελευσινίας Δηούς
τους κοσμοσύναχτους τους κόρφους βασιλεύεις,
ω Βάκχε εσύ, που των Βακχών
κατοικείς τη μητρόπολη τη Θήβα
στου Ισμηνού πλάι τα νερά
και στη Δρακοσπορά.

Εσένα πάνω από το δίκορφο
το βράχο, που οι Κωρύκιες οι μαινάδες
περνούν βακχεύοντας,
σέ ειδαν οι δάδες
μες σε φεγγόβολους καπνούς,
σε είδε κι η βρύση
1130 της Κασταλίας· και σένα προβοδούν
οι κισσοφούντωτες βουνοπλαγιές της Νύσσας
κι ο πολυστάφυλος χλωρός γιαλός,
όταν μ᾽ ευάν ευοί θεϊκά τραγούδια
της Θήβας σου τους δρόμους τους πλατείς
θα ᾽ρθεις να επισκεφτείς.

Την πόλη πὄχεις σε τιμή
απ᾽ όλες πιο ξεχωριστή
μαζί με την κεραυνωμένη σου μητέρα·
1140 και τώρα που τη χώρα μας κρατεί
μεγάλη αρρώστια πέρα ως πέρα,
έλα σε μας να φέρεις λυτρωμό
πάνω απ᾽ του Παρνασσού τις ράχες
ή πέρ᾽ από τον πολυτάραχο πορθμό.

Ω εσύ που σέρνεις σε χορό
τα φλογερ᾽ άστρα τ᾽ ουρανού,
ω των νυχτερινών οργίων παραστάτη,
ω θεϊκό διογέννητο παιδί
μπρόβαλ᾽ εσύ της χώρας μας προστάτη
1150 με τη δική σου συνοδειά μαζί,
τις Θυιάδες, που ολονύχτιες σε χορεύουν,
τον Ίακχό τους, ξώφρενες, ευάν ευοί.

Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία: 3. Κλασική εποχή (508-323 π.Χ.)

Από τον μύθο στον λόγο
[1]

Στον μισόδρομο της Ελληνικής αρχαιότητας σταματούμε να θεωρήσουμε σε γενικές γραμμές την ως τώρα πορεία μας.

Ξεκινήσαμε από τα ομηρικά έπη, έμμετρα αφηγηματικά έργα συνθεμένα σε άνετη, βαριοστολισμένη, τραγουδιστική ποιητική λαλιά - έργα που αναφέρονται στον μυθικό κόσμο των θεών και των ηρώων. Καταλήξαμε στα πεζά επιστημονικά υπομνήματα του Αριστοτέλη, γραμμένα σε συνοπτικό, απέριττο ύφος - έργα που αναφέρονται στον πραγματικό, όχι στον μυθικό κόσμο. Ο δρόμος ήταν μακρύς, μεσολάβησαν πολλά, και η διαφορά, αρχή και τέλος, μεγάλη.

Ωστόσο, όταν μιλούμε για την πορεία από τον μύθο στον λόγο, δεν εννοούμε μόνο τη σταδιακή μετακίνηση των ενδιαφερόντων από τον μυθικό κόσμο στην πραγματικότητα, ούτε μόνο τη βαθμιαία μετάβαση από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς τρόπους γλωσσικής επικοινωνίας, αλλά και κάτι σημαντικότερο: την προοδευτική μεταβολή στον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν, αναζητούσαν και παρουσίαζαν το καλό και την αλήθεια.

Στα πρώιμα χρόνια, του Ομήρου, του Ησιόδου και των λυρικών, το καλό και η αλήθεια προέρχονταν πρώτα και πάνω απ᾽ όλα από τους θεούς. Από αυτούς αντλούσαν τη γνώση τους οι μάντεις, από αυτούς και οι ποιητές. Φυσικά, μια τέτοια γνώση από θεού δεν επιδέχεται αμφισβήτηση και δε χρειάζεται απόδειξη - αλλά βέβαια είχαν δίκιο οι Μούσες όταν αποκάλυψαν στον Ησίοδο ότι «ξέρουν να λεν και τις αλήθειες, ξέρουν να λεν και ψέματα που μοιάζουν με αλήθειες» (Θεογονία 27-8).

Αναπόδειχτοι έμεναν οι ισχυρισμοί και όταν ο ομιλητής, όποιος και αν ήταν, για να δυναμώσει την άποψή του έφερνε ένα παράδειγμα που τις περισσότερες φορές προερχόταν από τη μυθολογία. Έτσι, για να μεταπείσει τον Αχιλλέα ο γερο-Φοίνικας παρουσίασε το παράδειγμα του Μελέαγρου (I 527-99)· έτσι, για να αποδείξει τη δύναμη του έρωτα η Σαπφώ χρησιμοποίησε το παράδειγμα της ωραίας Ελένης (απόσπ. 195 P.).

Άλλος τρόπος να ενισχύσει κανείς τις απόψεις του ήταν να επικαλεστεί ως τεκμήριο ένα μύθο σαν του Αισώπου, μια παροιμία («κατάλοιπο παλιάς σοφίας που σώθηκε για τη συντομία και την πετυχημένη της διατύπωση», Αριστοτέλης, απόσπ. 13), ή και μιαν αναπόδειχτη γνώμη, συνήθως επώνυμη, του Ομήρου π.χ., του Ησιόδου, ή των Επτά σοφών. Αντίστοιχα, όχι μόνο ο Θαλής, που συγκαταλέγεται στους Επτά σοφούς, αλλά και άλλοι προσωκρατικοί δε δίστασαν να διατυπώσουν επιγραμματικά τις πεποιθήσεις τους, δογματικά, χωρίς καθόλου να νοιάζονται και να τις αποδείξουν.

Οι παραπάνω τρόποι να προσεγγίσει και να παρουσιάσει κανείς την άποψή του για το καλό και την αλήθεια ήταν πάντα, και είναι ακόμα σήμερα, συνηθισμένοι· όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια, όλο και περισσότερο οι άνθρωποι ανακάλυπταν το πνεύμα,[2] και μάθαιναν να χρησιμοποιούν τις συλλογιστικές δυνατότητες: τους ορισμούς, τις κρίσεις, τις λογικές αποδείξεις κλπ. Έτσι, στα κλασικά χρόνια οι ρήτορες και οι σοφιστές ήξεραν καλά πως όταν υπάρχουν δύο ή περισσότερες γνώμες, σωστό είναι να αντιπαραταχτούν με επιχειρήματα και αποδεικτικούς συλλογισμούς, οπότε ο κρείττων λόγος, ο πιο σωστός, αν υποστηριχτεί ορθολογικά θα υπερτερήσει.

Όχι σπάνια, έχοντας διερευνήσει σε βάθος τους αποδεικτικούς τρόπους, οι σοφιστές, είτε για να υπερισχύσουν στους αγώνες λόγων και στους εριστικούς διάλογους, είτε για να επιδείξουν τη νοητική τους δεινότητα, εκμεταλλεύονταν τις συλλογιστικές δυνατότητες όχι μόνο για να λένε, όπως οι Μούσες, αλλά και για να υποστηρίζουν πειστικά, με λογικά επιχειρήματα, «ψέματα που μοιάζαν με αλήθειες». Παράλληλα, την ίδια εποχή, ο Σωκράτης συζητούσε τις διάφορες απόψεις για το καλό και την αλήθεια, δείχνοντας με την ιδιότυπη διαλεκτική του πως οι περισσότερες δεν άντεχαν σε λογικό έλεγχο.

Ένα βήμα πέρα από τον Σωκράτη, που σταματούσε στον έλεγχο χωρίς ο ίδιος να καταλήγει σε αμετάκλητες απόψεις, οι μαθητές του, με πρώτο και σπουδαιότερο τον Πλάτωνα, πίστεψαν πως πια μπορούσαν να συλλάβουν συλλογιστικά και να στηρίξουν με ακλόνητα επιχειρήματα οριστικές θέσεις για το καλό και την αλήθεια.

Τελευταίος στις εξελίξεις που παρακολουθούμε, ο Αριστοτέλης δεν περιορίστηκε στο να εκθέτει συστηματικά και τεκμηριωμένα τις απόψεις του για τα πολλά και ποικίλα θέματα που τον απασχόλησαν, αλλά φρόντισε, σε μια σειρά από διατριβές, να συστηματοποιήσει και να μελετήσει σε βάθος τη λογική σκέψη, δηλαδή το ίδιο το Όργανο που επιτρέπει στον άνθρωπο να αναζητήσει με τον νου και να γνωρίσει το καλό και την αλήθεια.

Σύδδετες με τις παραπάνω εξελίξεις ήταν, όπως θα το περιμέναμε, και οι μεταβολές στα εκφραστικά μέσα. Από όπου και αν προερχόταν, ο αναπόδεικτος λόγος έπρεπε, για να γίνει πιο πειστικός, να επιστρατεύσει τα εξωλογικά, μαγικά σχεδόν, μέσα της ποίησης και της μουσικής. Έτσι, από τις αρχές και για ένα μεγάλο διάστημα που ξεπερνά το κατώφλι της κλασικής εποχής, η λογοτεχνική παραγωγή ήταν στο μεγαλύτερο μέρος προφορική, έμμετρη και τραγουδιστή.

Αργότερα, στην εποχή της δημοκρατικής ακμής, των μεγάλων ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, των σοφιστών και του Σωκράτη, η διερεύνηση των συλλογιστικών τρόπων, η επίπονη αναζήτηση του σωστού και της αλήθειας, ο έλεγχος και η αντιπαράθεση των διαφόρων απόψεων ευνοούσαν άλλους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι, αναπτύχτηκαν και κυριάρχησαν (στα δικαστήρια, στην εκκλησία του δήμου, στις σοφιστικές επιδείξεις και αλλού) προφορικά πάλι είδη, ο αγώνας λόγων και ο διάλογος.

Τέλος, τον 4ο π.Χ. αιώνα, από τη μια οι σωκρατικοί χρησιμοποίησαν ως εκφραστικό μέσο τον διάλογο, σε γραπτή παγιωμένη μορφή που όλο και περισσότερο τον απομάκρυνε από την αρχική του ζωντάνια, από την άλλη ο νηφάλιος γραπτός πεζός λόγος κυριάρχησε στις κάθε λογής πραγματείες ως το μόνο κατάλληλο μέσο για να παρουσιαστούν το καλό και η αλήθεια, απογυμνωμένα από κάθε στολίδι, με μόνο στήριγμα τη λογική.

Ξεχωριστή θέση σε όλα αυτά κατέχει το θέατρο, όπου μέσα του συνυπάρχουν ο μυθικός με τον λογικό τρόπο σκέψης και το τραγούδι με τον διάλογο - και βέβαια τώρα καταλαβαίνουμε καλύτερα πώς και γιατί στην εξέλιξη του θεάτρου τα τραγουδιστικά χορικά ολοένα και λιγόστευαν, ώσπου σχεδόν εξαφανίστηκαν για χάρη του διαλόγου.

Ένα ιδιαίτερο φαινόμενο διαπιστώνουμε και στη ρητορεία, όπου οι ομιλητές, για να πείσουν ευκολότερα ή και για να παραπλανήσουν τους ακροατές τους, δε διστάζουν μαζί με τα λογικά τους επιχειρήματα να χρησιμοποιούν και τα γοργίεια σχήματα, που βέβαια ανήκουν στα εξωλογικά, «μαγικά», ποιητικά και μουσικά μέσα.

Τελευταία, ίσως περιττή, παρατήρηση: η πορεία από τον μύθο στον λόγο, δηλαδή η βαθμιαία μετάβαση από τον μυθικό-θεολογικό στον ορθολογικό τρόπο σκέψης, και συνάμα από τους ποιητικούς στους πεζολογικούς εκφραστικούς τρόπους, δεν περιορίστηκε στους συγγραφείς και στους διανοούμενους, αλλά αφορούσε το σύνολο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας - ουσιαστικά τον τρόπο που οι αρχαίοι αντιλαμβάνονταν και ερμήνευαν τον κόσμο.
------------------------------
1. Από τον μύθο στον λόγο είναι ο πετυχημένος τίτλος ενός βιβλίου του γερμανού φιλολόγου Β. Νέστλε (1940). Οι ιστορικοί του πνεύματος τον χρησιμοποιούν συχνά όταν περιγράφουν πώς εξελίχτηκε ο τρόπος σκέψης των Ελλήνων από τον Όμηρο ως το τέλος της κλασικής εποχής.

2. Η ανακάλυψη του πνεύματος είναι ένας ακόμα πετυχημένος τίτλος βιβλίου, όπου σε μια σειρά από δοκίμια ο γερμανός φιλόλογος Μ. Σνελ σχολιάζει την εξέλιξη του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τις αρχές ως αργά στα ελληνιστικά χρόνια.

Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα. Φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία

Η ζωή είναι παράξενη!

Συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί που δεν τα περιμένεις και δεν λύνεις κανένα πρόβλημα με το να αντιστέκεσαι σ' αυτά.

Χρειάζεται να έχεις τεράστια ευλυγισία και σταθερή καρδιά.

Η ζωή είναι σαν μια κόψη ξυραφιού και πρέπει να περπατήσει κανείς πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι με εξαιρετική προσοχή και ευέλικτη σοφία.

Η ζωή είναι πολύ πλούσια, έχει τόσους πολλούς θησαυρούς κι εμείς την πλησιάζουμε με άδειες καρδιές.

Δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε τις καρδιές μας με την αφθονία της ζωής.

Ενώ είμαστε φτωχοί μέσα μας, όταν μας προσφέρονται τα πλούτη της τ’ αρνιόμαστε.

Πάμε στο πηγάδι για νερό κρατώντας δαχτυλήθρα κι έτσι η ζωή καταντάει μια κακόγουστη υπόθεση, ασήμαντη και μικρή.

Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα. Φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία.

Είναι τόσο λίγοι εκείνοι από μας που μπορούν ν’ αγαπούν. Τόσο λίγοι εκείνοι που θέλουν ν’ αγαπούν.

Αγαπάμε βάζοντας όρους, κάνοντας την αγάπη ένα εμπορεύσιμο πράγμα.

Έχουμε νοοτροπία παζαριού, αλλά η αγάπη δεν είναι εμπορεύσιμη, δεν είναι ένα απλό «πάρε-δώσε».

Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου όλα τα ανθρώπινα προβλήματα είναι λυμένα.

Τι υπέροχο μέρος που θα μπορούσε να είναι η γη με τόση πολλή ομορφιά που υπάρχει, τόσο μεγαλείο, τόση άφθαρτη ομορφιά!

Είμαστε παγιδευμένοι στον πόνο και δεν νοιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ’ αυτόν ακόμα κι όταν κάποιος μας δείχνει το δρόμο.

Δεν ξέρω, αλλά νιώθει κανείς να φλέγεται από αγάπη· υπάρχει μια άσβηστη φλόγα· νιώθει ότι έχει τόση πολλή απ’ αυτήν μέσα του, που θέλει να τη δώσει σε όλους· και το κάνει.

Είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει με ορμή, που ποτίζει και δίνει ζωή σε κάθε πόλη και χωριό· μολύνεται από τις ανθρώπινες βρομιές που πέφτουν σ’ αυτό, αλλά σύντομα τα νερά καθαρίζονται από μόνα τους και συνεχίζουν να τρέχουν.

Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη γιατί διαλύονται μέσα σ’ αυτήν τα πάντα: το καλό και το κακό· το άσχημο και το όμορφο.

Είναι το μοναδικό πράγμα που είναι αυτό το ίδιο αιωνιότητα.

Μετά τη μεγαλύτερη μου νύχτα, έχω ένα ατελείωτο πρωινό να ζήσω

Κι αύριο ξημερώνει κάτι καινούριο.
Αρκεί εγώ να πετάξω από πάνω μου τα φθαρμένα.
Ό, τι βρώμικο κόλλησε στη ψυχή μου και την μολύνει.
Να το αρπάξω με δύναμη και να το κάψω στην πυρά.
Εκεί που καίγονται οι αμαρτίες.
Εκεί που εξαγνίζονται τα σφάλματα.
Εκεί που από τις στάχτες σου ξαναγεννιέσαι νεότερος και καλύτερος.

Την πιο βαθιά μου νύχτα την περπάτησα με μικρά βήματα.
Βαριά.
Σιδερένια.
Τα όνειρά μου έμειναν άστρα σβηστά.
Μόνος, εγώ κι οι φόβοι μου να κολυμπάμε στο σκοτάδι.
Ώσπου στο τέλος γίναμε ένα.
Χωρίς ελπίδα.
Χωρίς ανάσα.
Χωρίς χαρά.
Μόνο ένα ζευγάρι μάτια έμειναν ανοιχτά ν’ ανιχνεύουν την έξοδο από την σκοτεινιά.
Όλα τ’ άλλα έκλεισαν.
Σφραγίστηκαν από την σιωπή και την πάλη.

Ο δυσκολότερος αγώνας ήταν να νικήσω τους φόβους μου.
Κι αυτό το κατόρθωσα, όταν όλοι κοιμόνταν.
Όταν όλα ησύχαζαν.
Τότε στη μεγαλύτερη μου απελπισία μαζί με το νεκρό έκοψα και το ζωντανό μου κομμάτι.
Δεν πόνεσα περισσότερο από άλλοτε.
Όχι, αφού σύρθηκα στα πιο πηχτά σκοτάδια του μυαλού.
Το έκοψα και να που αρχίζει να ξημερώνει.
Μια νέα μέρα.
Ένας νέος χρόνος.
Ένας άλλος εαυτός.

Η σκλαβιά τελείωσε. Την εξέτισα την ποινή μου.
Το χαμόγελο που άφησα κρεμασμένο στην ντουλάπα περιμένει να το φορέσω.
Τ’ άλλα τα χάρτινα που μου καρφίτσωνες, διαλύθηκαν με τις πρώτες καταιγίδες.
Μετά την μεγαλύτερη νύχτα μου, έχω ένα ατελείωτο πρωινό για να ζήσω.

Και να σε αφήσω πίσω, χωρίς τύψεις, εκεί που μ’ έριξες εσύ συνειδητά.

Την τύχη μας τη φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι

Θα ξέρεις βέβαια ότι ισχύει το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» και ότι, στην όση τύχη ή και ατυχία σου, θα πρέπει κι εσύ να συμμετέχεις ενεργά για να εκδηλωθεί μια ευνοϊκή τροπή των πραγμάτων στη ζωή σου.

Με άλλα λόγια, την τύχη μας τη φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι.

Μπορεί για παράδειγμα να έχεις την αίσθηση ότι κάτι σε κρατά και δεν σε αφήνει να προχωρήσεις όπως θα ήθελες στη ζωή. Ίσως δυσκολεύεσαι να βρεις δουλειά, να ανακαλύψεις ποιο είναι εκείνο που σε παθιάζει να κάνεις, να μην μπορείς να βγάλεις χρήματα ή να τα κρατήσεις.

Ή ενδεχομένως να έχεις ζητήματα με τις σχέσεις σου. Ή να περιμένεις ακόμα τον μεγάλο έρωτα που δεν εννοεί να εμφανιστεί. Όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, εύκολα ρίχνουμε το φταίξιμο στους άλλους. Ο υποψήφιος εργοδότης δεν σε προσέλαβε γιατί δεν κατάλαβε την αξία σου, κανένα από τα πρόσωπα που γνωρίζεις δεν ενδιαφέρεται για μια σοβαρή σχέση και, το κυριότερο, για κάποιο λόγο η τύχη σε έχει βάλει στο μάτι και σε κατατρέχει η κακοτυχία.

Υπάρχει όμως τρόπος να αλλάξεις την τύχη σου. Οι άνθρωποι που φαίνονται να είναι καλότυχοι, που όλα τα πράγματα στη ζωή τους μοιάζουν να έρχονται στον τέλειο συγχρονισμό, που έχουν χρήμα, φήμη ή μια αξιοζήλευτη σχέση, στην πραγματικότητα δεν κρύβουν κανένα κοκαλάκι της νυχτερίδας.

Απλώς ξέρουν τα μυστικά της επιτυχίας, το πώς να αλλάξουν την ενέργεια μέσα τους και έξω τους ώστε το Σύμπαν ή η όποια Δύναμη στην οποία πιστεύουν τους βοηθά στην πορεία τους και απομακρύνει όλα τα εμπόδια. Και όχι, δεν χρειάζεται να κάνεις… μάγια. Απλώς εφάρμοσε τα πέντε μυστικά που ακολουθούν.

Μετάτρεψε τις προκλήσεις σε ευκαιρίες

Για να απογειωθεί ένα αεροπλάνο, πρέπει να πάει κόντρα στον άνεμο, όχι προς την κατεύθυνσή του.

Αυτό να το θυμάσαι, όταν η ζωή σου τα φέρνει ανάποδα, σταμάτα να βλέπεις τις αντιξοότητες σαν εμπόδια και αναζήτησε τις ευκαιρίες που κρύβουν. Όποτε κάτι πάει στραβά ή διαφορετικά απ’ ό,τι περίμενες, βρες ένα τρόπο να αξιοποιήσεις την κατάσταση και να τη γυρίσεις προς όφελός σου.

Μπορεί για παράδειγμα, χάνοντας μια δουλειά που τη θεωρούσες καλή ή έστω απαραίτητη για σένα, να αξιοποιήσεις τον χρόνο της ανεργίας για να αποκτήσεις μια επιπλέον εκπαίδευση (όπως το να μάθεις κάποια προγράμματα στο κομπιούτερ) και μετά να βρεις μια καλύτερη εργασία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά να μάθεις και μετά από μερικούς μήνες ότι ο πρώην εργοδότης σου το έκλεισε το μαγαζί, οπότε και να είχες μείνει, πάλι θα βρισκόσουν άνεργος…

Τίποτα δεν είναι μόνο καλό ή μόνο κακό. Οι Κινέζοι (ειδικοί σε κάτι τέτοιες σοφίες) δεν είναι τυχαίο ότι γράφουν τη λέξη «κρίση» με ένα ιδεόγραμμα που αποτελείται από τις έννοιες «κίνδυνος» και «ευκαιρία». Πράγμα που θέλει να πει ότι, σε μια κρίση, έχε επίγνωση του κινδύνου αλλά ταυτόχρονα να αναγνωρίζεις και τις δυνατότητες που σου δίνει. Προπαντός λοιπόν, ξεκόλλα από τη στενοχώρια, τον θυμό ή το στρες και δες πώς θα αξιοποιήσεις τις παρούσες συνθήκες.

Αν το μυαλό σου μένει στραμμένο στο κακό που σε βρήκε, δεν μπορεί να σκεφτεί το καλό που μπορεί να σε βρει (ή να το βρεις).

Βλέπε τον εαυτό σου σαν ένα τυχερό άνθρωπο

Ένα κοινό σημείο που έχουν όλοι οι επιτυχημένοι, αυτοί που θεωρούμε ότι είχαν την τύχη με το μέρος τους, είναι ότι πρώτοι εκείνοι θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό. Ποτέ δεν θα τους ακούσεις να γκρινιάζουν για την… γκαντεμιά τους, αντίθετα μιλούν πάντα με θετικό τρόπο για όσα τους συμβαίνουν. Και αντί να προοιωνίζουν την ατυχία, περιμένουν πάντα πως τα πράγματα θα έχουν την καλή έκβαση.

Αν μπορέσεις να υιοθετήσεις μια τέτοια στάση, θα δεις πώς τα πράγματα στη ζωή σου θα αρχίσουν να παίρνουν πιο ευνοϊκή τροπή. Με ένα θαυμαστό τρόπο, συνήθως μας έρχονται αυτά που περιμένουμε, καλά ή άσχημα. Φρόντισε λοιπόν εσύ να προσανατολίζεσαι προς τα πρώτα. Σημαντικό είναι επίσης σε οτιδήποτε σου συμβαίνει, ακόμα και στο πιο αντίξοο, να βρίσκεις την πλευρά εκείνη του γεγονότος όπου στάθηκες πραγματικά τυχερός. Πάντα υπάρχει, αρκεί να μάθεις να τη βλέπεις.

Ακόμα μην ξεχνάς ότι έχει σημασία και ο τρόπος που μιλάς για τα γεγονότα. Πάψε να περιφέρεις στους άλλους τις ατυχίες σου, επιδεικνύοντάς τις και συζητώντας διαρκώς για αυτές, γιατί έτσι είναι σαν να τους δίνεις διαρκώς ζωή και να τις γιγαντώνεις. Αλλά προπαντός, πάψε να τις αναμασάς μέσα στο μυαλό σου. Ξέχνα τις και θα σε ξεχάσουν κι εκείνες.

Δείχνε την ευγνωμοσύνη σου για ό,τι έρχεται στη ζωή σου

Αν ξεκινήσεις από τώρα να ευχαριστείς για κάθε καλό που υπάρχει ή έρχεται στη ζωή σου, θα δεις ότι σε δύο μήνες η κατάσταση των πραγμάτων που σε αφορούν, θα έχει αλλάξει. Κι αυτό, γιατί θα έχεις βάλει σε κίνηση τον πνευματικό νόμο που λέει ότι όσο περισσότερη ευγνωμοσύνη εκφράζεις, τόσο πιο πολλά πράγματα θα σου δίνονται.

Και μην το βάλεις έτσι απλά στο μυαλό σου και να το θυμάσαι… στη χάση και στη φέξη. Συστηματοποίησέ το. Στο τέλος κάθε μέρας παίρνε ένα χαρτί (ή ακόμα καλύτερα ένα σημειωματάριο) και γράφε όλους τους λόγους για τους οποίους μπορείς να λες ευχαριστώ στον Θεό, στην τύχη σου, στους ανθρώπους.

Ή γράψε ένα ευχαριστήριο γράμμα με αποδέκτη… το Σύμπαν. Μπορεί στην αρχή να είναι δυσκολεύεσαι, ιδίως σε κάποιες μέρες που όλα φαίνονται να πηγαίνουν στραβά, αλλά πάντα κάτι θα βρίσκεις. Και μετά θα γίνεται όλο και πιο εύκολο να σκέφτεσαι έτσι.

Υπάρχουν και πιο έμπρακτοι τρόποι να εκφράζεις την ευγνωμοσύνη σου. Για παράδειγμα, να δίνεις κάτι από τον χρόνο κάνοντας μια εθελοντική εργασία.

Να ευχαριστείς οποιονδήποτε κάνει κάτι για σένα, ακόμα και το πιο ασήμαντο ή αυτονόητο. Και τέλος, να τοποθετείς στον χώρο σου αντικείμενα, που σου θυμίζουν τους λόγους που νιώθεις ευγνωμοσύνη στη ζωή, όπως φωτογραφίες και αναμνηστικά. Αυτά θα σου θυμίζουν τις περιστάσεις που η ζωή έχει σταθεί καλή μαζί σου ως τώρα και έτσι θα συνεχίσει να είναι.

Ζήσε στο παρόν

Ένα ρητό που αποδίδεται στον Βούδα λέει: «Το μυστικό της υγείας και για τον νου και για το σώμα είναι να μη θρηνείς για το παρελθόν, να μην ανησυχείς για το μέλλον, να μην περιμένεις προβλήματα, αλλά να ζεις στην παρούσα στιγμή με σύνεση και τιμιότητα». Τι σχέση έχει αυτό με την καλή τύχη;

Ζώντας στο παρόν είσαι σε εγρήγορση για να εντοπίσεις τις ευκαιρίες που σου παρουσιάζονται. Δεν χάνεσαι σε ονειροπολήσεις και συγκρίσεις με προηγούμενες καταστάσεις που παρήλθαν ανεπιστρεπτί και δεν πνίγεσαι από ανησυχίες για το μέλλον, που τις μεγεθύνεις με τη φαντασία σου.

Αν δεν γίνουμε πρώτα εμείς δεκτικοί στην αφθονία, δεν θα έρθει. Και για να έρθει πρέπει να της κάνεις χώρο, μέσα σου προπαντός. Μείνε λοιπόν στο τώρα. Έτσι ανοίγεις την πόρτα σε ό,τι καινούργιο έχει να σου φέρει η ζωή.

Κράτα ανοιχτή την πόρτα της τύχης

Και, μια που μιλάμε για πόρτες, πόσο ανοιχτή είναι η δική σου πόρτα στην καλοτυχία; Στην κυριολεξία, όμως. Η πόρτα του σπιτιού σου αλλά και άλλων βασικών χώρων, όπως του γραφείου όπου εργάζεσαι και της κρεβατοκάμαράς σου, πρέπει σύμφωνα με την παράδοση του Φενγκ Σούι να ανοίγουν ανεμπόδιστα, για να μπαίνει μέσα η καλή ενέργεια. Και μαζί της η καλή τύχη.

Αυτό σημαίνει να μην υπάρχουν μπροστά ή πίσω από μια πόρτα που οδηγεί σε ένα σημαντικό χώρο αντικείμενα, που να μην την αφήνουν να ανοίξει τουλάχιστον κατά 90 μοίρες.

Είτε το πιστεύεις είτε όχι, το βέβαιο είναι ότι η ψυχολογική σου κατάσταση επηρεάζεται όταν πρέπει να στριμώχνεσαι για να μπεις στο σπίτι σου, στο γραφείο σου ή στο υπνοδωμάτιό σου. Γι’ αυτό μην μετατρέπεις σε αποθήκη αυτά τα σημεία, παραχώνοντας εκεί πίσω παπούτσια, κούτες με πράγματα που δεν ξέρεις πού αλλού να βάλεις ή τοποθετώντας έπιπλα, μια που αυτό σου δίνει την εύκολη λύση.

Βρες ένα τρόπο να τα τακτοποιήσεις διαφορετικά και άσε ανοιχτό το πέρασμα. Φρόντισε η είσοδος του σπιτιού σου να είναι περιποιημένη και ανεμπόδιστη, σαν να περιμένεις τον πιο σπουδαίο επισκέπτη, την καλή σου τύχη. Πολλές φορές, μια συμβολική πράξη έχει αντίκτυπο και στον υλικό κόσμο.

Η εσωτερική επανάσταση θα αλλάξει τα πάντα

Η αρρώστια από την οποία υποφέρει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας είναι απροσδιόριστη, αόριστη.

Όλοι αισθάνονται λίγο πολύ λυπημένοι, θλιμμένοι, καταβεβλημένοι, αλλά δεν έχουν κάποιον ή κάτι για να βγάλουν τον θυμό τους ή για να ελπίζουν.

Κάποτε η εξουσία από την οποία κάποιος αισθανόταν καταπιεσμένος είχε σύμβολα, έδρες, και η επανάσταση γινόταν εναντίον τους. Αλλά σήμερα; Που είναι το κέντρο της εξουσίας που συνθλίβει τις ζωές μας;

Μήπως πρέπει να αποδεχθούμε πως εκείνο το κέντρο είναι μέσα μας και πως μια μεγάλη εσωτερική επανάσταση μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, από την στιγμή πως όλες οι εξωτερικές επαναστάσεις δεν άλλαξαν και πολλά πράγματα;

Η χαρά βρίσκεται πάντοτε μέσα σου. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές.

Όποτε υπάρχει χαρά, νιώθεις πως έρχεται απ’ έξω. Συνάντησες ένα φίλο. Φυσικά, φαίνεται ότι η χαρά σου έρχεται από το φίλο, επειδή τον είδες. Στην πραγματικότητα όμως, δεν συμβαίνει αυτό. Η χαρά βρίσκεται πάντοτε μέσα σου. Ο φίλος έγινε απλώς η αφορμή. Ο φίλος σε βοήθησε να τη βγάλεις προς τα έξω, σε βοήθησε να δεις πως είναι εκεί.

Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο με τη χαρά, αλλά με το κάθε τι. Συμβαίνει με το θυμό, με τη λύπη, με τη δυστυχία, με την ευτυχία, συμβαίνει με το κάθε τι. Οι άλλοι είναι απλώς οι αφορμές, με τις οποίες εκφράζονται τα πράγματα που είναι κρυμμένα μέσα σου. Δεν είναι οι αιτίες, δεν προκαλούν εκείνοι κάτι μέσα σου.

Οτιδήποτε συμβαίνει, συμβαίνει μέσα σου. Πάντοτε εκεί βρισκόταν. Απλώς η συνάντηση με αυτό το φίλο έχει γίνει η αφορμή να βγει οτιδήποτε ήταν κρυμμένο. Από τις κρυμμένες πηγές, έχει γίνει φανερό, έχει εκδηλωθεί. Όποτε συμβαίνει αυτό, μείνε κεντραρισμένος στο εσωτερικό συναίσθημα και τότε θα έχεις διαφορετική συμπεριφορά για το κάθε τι στη ζωή.

Όποτε είσαι μόνος, δεν υπάρχει κανένας που να προκαλέσει το θυμό σου, κανένας που να σε κάνει να στενοχωρηθείς, κανένας που να σε κάνει να φορέσεις τα ψεύτικα πρόσωπά σου. Όταν είσαι μόνος, δεν εμφανίζεται ο θυμός. Όχι ότι ο θυμός έχει εξαφανιστεί, απλώς δεν υπάρχει αφορμή για να εκδηλωθεί ο θυμός. Είσαι γεμάτος θυμό, μα δεν βρίσκεται εκεί κανένας για να σε προσβάλλει, να σε πληγώσει. Το μόνο που λείπει είναι η ευκαιρία. Κι ύστερα, γυρίζεις και πάλι στον κόσμο. Ζεις πενήντα χρόνια στην απομόνωση και όταν ξαναγυρίζεις στον κόσμο, αμέσως θα βρεις πως υπάρχει θυμός μέσα σου, φρέσκος όσο ποτέ. Μπορεί μάλιστα να είναι και πιο δυνατός τώρα, επειδή επί πενήντα χρόνια μάζευες θυμό, μάζευες δηλητήριο. Τότε, φοβάται κανείς να ξαναγυρίσει στον κόσμο.

Γι’  αυτό  βαδίζουν  με  κεφάλι  σκυφτό

Τίποτα  δεν  κουράζει,  δεν  απογοητεύει,  δεν  μαραζώνει  τον  άνθρωπο  (των  εξελιγμένων  κοινωνιών, σαν τη δική μας) όσο η διάσταση και η δυσαρμονία ανάμεσα στις ικανότητες, στα  αισθήματα και στις ιδέες του από το ένα μέρος, και στο επάγγελμα που ασκεί για βιοπορισμό  ή στο ρόλο που παίζει μέσα στον κοινωνικό βίο από το άλλο μέρος. Εάν δώσομε σ’ αυτή την  πρόταση  τη  θετική  της  διατύπωση,  θα  έχομε  μιαν  άλλη  όψη  της  αλήθειας.  Όταν  ένας άνθρωπος, στην επαγγελματική και κοινωνική του ζωή, εργάζεται σύμφωνα με τις δυνάμεις, τις  διαθέσεις  και  τις  βλέψεις  του,  όταν  επομένως  ό,τι  λέγει  και  ό,τι  πράττει  βρίσκεται  σε  αρμονία με τον εσώτερο εαυτό του και με τους (μικρούς ή μεγάλους) σκοπούς που έχει τάξει  στη ζωή του, αυτός και στον κάματο αντέχει και στη φθορά: δεν αρρωσταίνει, δεν λυγίζει, δεν  γερνάει — είναι πάντοτε ακμαίος, εύθυμος, νέος.

Για  να  βεβαιώσομε  αυτή  τη  γνώμη,  δεν  χρειάζονται  μεγάλες  αναλύσεις.  Αρκεί  η  απλή  παρατήρηση των περιπτώσεων που μας προσφέρονται κάθε μέρα στο άμεσο περιβάλλον μας, για να μας πείσει. Ποιοι άνθρωποι απ’ αυτούς που μας τριγυρίζουν, είναι πιο δραστήριοι, πιο  αισιόδοξοι, πιο ζωντανοί; — Εκείνοι που βρήκαν το δρόμο τους. Δηλαδή εκείνοι που πέτυχαν  να δώσουν σ’ αυτό  το μέρος  της ύπαρξης που καλύπτεται από  την κοινωνική  ζωή   περιεχόμενο  σύμφωνο  με  τον  εσωτερικό  τους  κόσμο:  με  τις  επιθυμίες,  τις  προσδοκίες, τις φιλοδοξίες τους. Τους βλέπεις να τσακίζονται στη δουλειά όλη την ημέρα, να  περιορίζουν στο ελάχιστο τον ύπνο, την ανάπαυση, την ψυχαγωγία τους, και όμως ποτέ να μη  δυσανασχετούν,  να  μη  καταπονούνται,  να  μην  αποθαρρύνονται  από  τα  εμπόδια  ή  να  απελπίζονται από τις μικροαποτυχίες, αλλά να έχουν πάντα το χαμόγελο στα χείλη, τη χαρά  και την πίστη στην καρδιά, έτοιμοι, κάθε φορά που δυσκολεύεται η πορεία τους από κάποιαν  ατυχία, να  ξαναρχίζουν  το έργο  τους με κέφι, με ενθουσιασμό, με αυτοπεποίθηση. Απορείς  που βρίσκουν οι άνθρωποι αυτοί τα αποθέματα της δραστηριότητας, και ιδίως τα κεφάλαια  της  αισιοδοξίας,  που  ξοδεύονται  χωρίς  να  λιγοστεύουν.  Και  θαυμάζεις  την  ευθυμία,  τη  φρεσκάδα,  τα  νιάτα  τους —  ακόμη  και  σε  προχωρημένη  ηλικία.  Το  μυστικό  τους (χάρισμα  ακριβό  και  αναντικατάστατο)  είναι  η  εσωτερική  τους  αρμονία:  λέγουν  και  πράττουν  εκείνα  που  έχουν  μέσα  στην  ψυχή  τους,  μικρό  ή  μεγάλο,  αδιάφορο.  Δεν  φορούν  μάσκα,  δεν  υποκρίνονται, δεν πιστεύουν άλλα απ’ αυτά που λέγουν, ούτε κάνουν εκείνα που μέσα τους  αποστρέφονται ή αντιπαθούν. Μαραγκοί είναι; Την αγαπούν την τέχνη τους και την ασκούν  με όρεξη. Παπάδες είναι; Πιστεύουν στο λειτούργημά τους και το υπηρετούν με ευχαρίστηση. Γιατροί  είναι; Τους  εμπνέει  η  εργασία  τους,  την  προσέχουν,  τη  χαίρονται.  Πολιτικοί  είναι; Βρίσκονται στην παράταξη που μάχεται για τα ίδια ιδανικά, μιλούν την ίδια γλώσσα με τους  συμπολεμιστές  τους,  και  για  τούτο  είναι  πάντα  έτοιμοι  για  κόπους  και  θυσίες.  Πώς  να  λυγίσουν, πώς να φθαρούν, πώς να γεράσουν τέτοιοι άνθρωποι;

Κοιτάξετε  έπειτα  τους άλλους,  τους  δυσαρμονικούς, εκείνους  που κουβαλούν  μέσα  τους  τη  διάσταση, την αντίφαση, την ασυναρτησία. Για αλλού ξεκίνησαν, και αλλού βρέθηκαν. Καλώς  ή κακώς πίστεψαν ότι ήσαν καμωμένοι για κάτι άλλο, ότι είχαν τις ικανότητες που χρειάζονται  για  να  κερδίσουν  χρήματα,  ν’  αποκτήσουν  υπόληψη,  να  διακριθούν  στην  τέχνη,  στην  επιστήμη,  στην  πολιτική,  αλλά  ο  δρόμος  που  πήραν  (αιτία  η  ολιγωρία,  η  ανάγκη  ή  και  η  σύμπτωση) τους απομάκρυνε από τις επιθυμίες και τα όνειρά τους. Και τώρα, υποχρεωμένοι  να βγάλουν το ψωμί τους ή να κρατήσουν μια δαπανηρή θέση κοινωνική που δεν μπορούν να  την εγκαταλείψουν, αναγκάζονται να ασκούν ένα επάγγελμα που τους ενοχλεί, ή να παίζουν  ένα  ρόλο  που  δεν  τους  πάει,  ή  να  διακηρύττουν  πράγματα  που  δεν  τα  πιστεύουν.  Αυτή  η  δυσαρμονία  έχει  σαν  αποτέλεσμα  να  χάνουν  τα  αντιστύλιά  τους,  τον  άξονα  της  υπόστασής  τους,  και  να  γίνονται  μεμψίμοιροι,  βαρύθυμοι,  κακεντρεχείς.  Αρρωσταίνουν.  Και  αρρωσταίνουν  όχι  μόνο  ψυχικά,  αλλά  και  σωματικά. (Πολύ  συχνά  λησμονούμε  ότι  τα  δύο  αυτά  στοιχεία  πάνε  μαζί).  Και  γι’  αυτό  βαδίζουν  με  κεφάλι  σκυφτό,  με  καρδιά  κλειστή, σκοτεινή, δίχως χαρά, δίχως καλοσύνη (και αυτά πάνε μαζί). Θέλγητρα δεν έχει γι’ αυτούς η  ζωή,  κουράζονται  εύκολα,  γερνάνε  γρήγορα.  Γιατί  μέσα  τους  δεν  υπάρχει  δύναμη,  φως, αρμονία. Αλλά διχασμός, τύψεις, ερημία.

Ανέκαθεν θεωρήθηκε αρχή αναμφισβήτητη ότι όχι η βαρειά, η δύσκολη, η αδιάκοπη, αλλά η  εργασία η ασυμβίβαστη με το χαρακτήρα, με τη φιλοτιμία, με τις πραγματικές ικανότητες και  επιδιώξεις του ανθρώπου τον φθείρει και τον εξευτελίζει. Για τούτο και επιβάλλεται ως ποινή. Τιμωρείσαι  να κάνεις  εκείνο  που  δεν  σου  ταιριάζει,  που  δεν  μπορείς  να  θέλεις,  που  δεν  το  ανέχεσαι. Από την ώρα που αναγκάζεσαι να υποστείς αυτή τη δεινή κατάσταση, έχεις χάσει  μαζί με την ελευθερία και τη χαρά της ζωής. Και για να εξακολουθήσεις ακόμη να δέχεσαι να  ζεις,  ένας  τρόπος  υπάρχει:  να  αναιρέσεις  σιγά  ‐  σιγά  την  ανθρωπιά  σου  και  να  γίνεις  υποζύγιο. Αυτή είναι η έννοια του δούλου. Ο δούλος δεν εργάζεται — δουλεύει∙ γι’ αυτό ό,τι  κάνει  δεν  είναι  έργο,  είναι  δουλειά,  επειδή  δεν  το  εκλέγει  ελεύθερα,  ούτε  το  πράττει  με  ευχαρίστηση,  αλλά  αναγκάζεται  να  το  εκτελεί  με  όλο  που  είναι  ασυμβίβαστο  προς  τον  εσωτερικό  του  κόσμο —έως  τη  στιγμή  που  θα  έχει  ψυχικά  εξουθενωθεί,  θα  έχει  χάσει  την  αίσθηση και την υπερηφάνεια των ανθρώπινων ιδιοτήτων και των ανθρώπινων δικαιωμάτων  του,  και  δεν  θα  υποφέρει  πια  απ’  αυτό  τον  εξευτελισμό.  Αλλά  τότε  δεν  θα  ξεχωρίζει  πλέον  από το ζώο.


— Υπάρχουν «δουλειές» που δεν είναι καταπονητικές ή επαίσχυντες∙ που κάποτε  μάλιστα φαίνονται «απ’ έξω» λαμπρές και αξιοζήλευτες. Να «κοσμείς» λ.χ. με το παράστημα  και την εορταστική σου εμφάνιση το παλάτι ενός ισχυρού, ή να διασκεδάζεις με το «πνεύμα» σου τους συνδαιτημόνες του. Να έχεις (χάρη στις παραχωρήσεις, στην υποτακτικότητα, στους  συμβιβασμούς που καταδέχτηκες να κανείς) περιβληθεί υψηλά αξιώματα που εξασφαλίζουν  στον κάτοχο τους τιμές και πλούτη. Αν όλα αυτά τα αισθάνεσαι σαν ξένα και αντίθετα προς  τον βαθύτερο εαυτό σου, ασυμβίβαστα προς ό,τι θα μπορούσες και θα έπρεπε να επιδιώξεις  και να επιτύχεις στη ζωή, είσαι ένας δυστυχής, ένας τραγικός άνθρωπος, καταδικασμένος να  λυγίσεις κάτω από το βάρος του εικονικού θριάμβου σου.

Η νεώτερη Ψυχολογία πρόσεξε ιδιαίτερα τις βαθειές αλλοιώσεις που προκαλεί στην ψυχική  και στη σωματική κατάσταση του ανθρώπου η δυσαρμονία που γεννιέται στον αισθηματικό  του  κόσμο,  στους  χώρους  της  ερωτικής  ζωής.  Οι  αναλύσεις  της  υπήρξαν  πραγματικά  αποκαλυπτικές∙  άνοιξαν  δρόμους  απροσδόκητους  για  την  ανίχνευση  του  λαβύρινθου  της  ανθρώπινης  ψυχής.  Γρήγορα  όμως  έγινε  αντιληπτό  ότι  ο  άνθρωπος  έχει  και  μια  κοινωνική  διάσταση  που  πρέπει  να  εξερευνηθεί. (Ιστορικά  η  πρόοδος  αυτή  πραγματοποιήθηκε  με  το  πέρασμα  από  τον  Freud  στον Adler).  Ζει  μέσα  στην  κοινωνία,  για  την  κοινωνία  και  από  την  κοινωνία. Και με τις σχέσεις αυτές υφαίνεται ο οικονομικός και ο πολιτικός ιστός που τυλίγει  όλους  μας.  Εδώ  έχει  τη  θέση  του  σαν  παράγων  (που  προσδιορίζει  και  προσδιορίζεται)  το  επάγγελμα,  κατά  τη  γενικότερη  έννοιά  του. Το  τι  πράττομε,  όχι  μόνο  για  να  ποριστούμε  τα  μέσα της ζωής αλλά και για να «γεμίσομε» κατά κάποιο τρόπο αυτή τη ζωή, έχει πολύ μεγάλη  σημασία.  Σημασίαν  αποφασιστική  για  τη  διαμόρφωση  της  προσωπικότητας  και  της  μοίρας  μας. Άλλοτε  ταυτιζόμαστε εσωτερικά  με  την κοινωνική  διάσταση  της  ύπαρξής  μας, και  τότε  πορευόμαστε  ομαλά∙  άλλοτε  πάλι  δεν  κατορθώνομε  να  βρούμε  ή  να  αποκαταστήσομε  την  αρμονία ανάμεσα στο τι λέγομε και πράττομε, και στο τι γίνεται ή πάει να γίνει μέσα μας, και  τότε καταστρέφεται μαζί με την ψυχική και η σωματική μας επάρκεια και αντοχή — μια τριβή  προκαλείται  επικίνδυνη  και  ανυπόφορη  και  σιγά  ‐  σιγά  ρημάζομε,  αρρωσταίνομε, δυστυχούμε. Γινόμαστε μίζεροι, βάναυσοι, μισαλλόδοξοι, κακοί. Έχομε χάσει μαζί με τη χαρά  της  ζωής  και  την  αγάπη  προς  τον  συνάνθρωπο.  Όλοι  μας  φταίνε,  επειδή  είμαστε  βαθιά  δυσαρεστημένοι  με  τον  εαυτό  μας.  Πικραμένοι,  απογοητευμένοι,  κουρασμένοι,  επειδή  δεν  μπορούμε  να  υπερνικήσομε  την  αντίφαση  που  μας  φθείρει,  τα  βάζομε  με  τους  άλλους  (προπάντων  με  όσους  έχουν  πραγματοποιήσει  στη  ζωή  τους  εκείνο  που  εμείς  δεν  κατορθώσαμε)  με  μιαν  επιθετικότητα,  με  μια  κακεντρέχεια,  με  ένα  μίσος  που  μένουν  ανεξήγητα  για  τον  κοινό  παρατηρητή.  Κατά  βάθος,  αντιπαθούμε  τους  άλλους  —  επειδή αντιπαθούμε  τον  εαυτό  μας.  Μας  έχει  γίνει  ανυπόφορος  (με  τη  δειλία,  τις  προδοσίες,  την  υποκρισία του), και για τούτο δεν υποφέρομε κανένα. Όταν μάλιστα τους βλέπομε ακμαίους, αισιόδοξους, ευτυχείς, η δυστυχία μας πολλαπλασιάζεται. Καθώς και η κακότητά μας.

Η πηγή του κοινωνικού άγχους

Είναι γνωστά τα οφέλη που απέφερε ο δυτικός πολιτισμός τα τελευταία δυο χιλιάδες χρόνια: έχουν αυξηθεί σε πρωτοφανή βαθμό ο πλούτος, τα αποθέματα τροφίμων, οι επιστημονικές γνώσεις, τα καταναλωτικά αγαθά, η ασφάλεια του ατόμου, το προσδόκιμο επιβίωσης και οι δυνατότητες βιοπορισμού. Εκείνο όμως που παραμένει λιγότερο εμφανές και γεννά ερωτήματα είναι το ενδεχόμενο οι εντυπωσιακές αυτές πρόοδοι να συμπορεύονται με μια άνοδο της στάθμης του άγχους που νιώθουν οι κοινοί Δυτικοί πολίτες για τη θέση τους στον κόσμο, με άλλα λόγια μια έμφαση στην ενασχόλησή μας με ερωτήματα όπως τι σημαίνουμε για τους γύρω μας, τι έχουμε πετύχει στη ζωή μας και πόσα χρήματα κερδίζουμε.

Κατά παράδοξο τρόπο, η δραστική μείωση των στερήσεων δεν έχει καταργήσει την αίσθηση ότι στερούμαστε ούτε το φόβο μήπως στερηθούμε – ίσως μάλιστα να τα επιτείνει ολοένα και περισσότερο. Σε πληθυσμούς ολόκληρους που έχουν ευλογηθεί με πλούτη και με δυνατότητες κυριολεκτικά αδιανόητες για τους προγόνους τους, οι οποίοι καλλιεργούσαν την απρόβλεπτη γη της μεσαιωνικής Ευρώπης, παρατηρείται μια αξιοσημείωτη ευχέρεια του ατόμου να αισθάνεται ανεπάρκεια τόσο ως προς αυτό που είναι όσο και ως προς αυτά που κατέχει.

Πάντως, αυτή η αίσθηση της στέρησης δε φαίνεται ίσως τόσο παράξενη, αν τη δούμε με βάση το ψυχικό πλαίσιο στο οποίο αποφασίζουμε τι είναι «επαρκές». Όπως συμβαίνει γενικότερα με τον καθορισμό ορίων, κανείς μας δεν προσδιορίζει μόνος του ποιο είναι το ελάχιστα απαιτούμενο για να αισθάνεται φερ’ ειπείν πλούσιος ή ευυπόληπτος. Όλοι το συνάγουμε αφού πρώτα συγκρίνουμε τη θέση μας με την κατάσταση κάποιων που τους δεχόμαστε ως σημείο αναφοράς, αυτούς που θεωρούμε ίσους με εμάς.

Αδυνατούμε να εκτιμήσουμε τη θέση μας χωρίς αυτή τη σύγκριση ή με μια σύγκριση ανεπίκαιρη, όπως π.χ. σε σχέση με τη ζωή των προγόνων μας κατά το Μεσαίωνα. Το πόσο ευημερούμε ιστορικά ποσώς μας εντυπωσιάζει. Η μόνη περίπτωση να θεωρήσουμε ότι περνάμε μια χαρά είναι να έχουμε όσα –ή και λίγο περισσότερα- έχουν εκείνοι μαζί με τους οποίους μεγαλώνουμε, εκείνοι με τους οποίους εργαζόμαστε πλάι πλάι, εκείνοι που τους έχουμε για φίλους μας και με τους οποίους ταυτιζόμαστε στην κοινωνική ζωή.

Αν μας έβαζαν να μείνουμε σε μια ετοιμόρροπη τρώγλη και να δεχόμαστε τη βάναυση μεταχείριση κάποιου αριστοκράτη που ζει σ’ ένα ζεστό και στεγανό πύργο, η κατάστασή μας θα κατέληγε να μας φαίνεται φυσιολογική σε περίπτωση που βλέπαμε όλους τους όμοιούς μας να ζουν στις ίδιες συνθήκες μ’ εμάς – που θα ήταν μεν δυσάρεστες, όχι όμως και έδαφος για να ευδοκιμήσει ο φθόνος. Αν, ωστόσο, έχουμε ένα βολικό σπίτι και μια άνετη δουλειά, αλλά μάθουμε στήνοντας απερίσκεπτα το αυτί μας σε κάποια συνάντηση με τους πάλαι ποτέ συμμαθητές μας ότι κάποιοι από αυτούς (που είναι η ισχυρότερη «ομάδα αναφοράς») ζουν τώρα σε σπίτια μεγαλύτερα από το δικό μας, αγορασμένα με τα έσοδα από κάποια πολύ πιο γοητευτική απασχόληση, είναι πιθανόν στο γυρισμό ν’ αρχίσει να μας τυραννάει η αίσθηση ότι η ζωή μας έχει αδικήσει.

Επομένως, το άγχος και η δυσφορία πηγάζουν από μια αίσθηση ότι θα ήταν δυνατόν να έχουμε γίνει κάτι άλλο από αυτό που είμαστε – αίσθηση που προκύπτει όταν εκείνοι τους οποίους θεωρούμε ίσους μας διαθέτουν επιτεύγματα ανώτερα από τα δικά μας. Αν είμαστε μικρόσωμοι και ζούμε ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν όλοι ίσο ύψος μ’ εμάς, δεν πρόκειται ποτέ να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το μπόι μας.

Αρκεί όμως κάποιοι από την ομάδα να ψηλώσουν ελάχιστα και τότε ρέπουμε ξαφνικά προς μια αίσθηση στενοχώριας, αρχίζουμε να δυσανασχετούμε και να ζηλεύουμε – κι ας μην έχουμε κοντύνει ούτε χιλιοστό εμείς οι ίδιοι.

Με δεδομένες τις μεγάλες ανισότητες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε καθημερινά, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του φθόνου είναι μάλλον ότι καταφέρνουμε να μη ζηλεύουμε τους πάντες. Η ευημερία πολλών μας αφήνει ατάραχους – αλλά την ίδια στιγμή τα μικρά πλεονεκτήματα κάποιων άλλων μας τριβελίζουν διαρκώς και ανελέητα. Αιτία είναι ότι ζηλεύουμε μόνο εκείνους με τους οποίους νιώθουμε όμοιοι· φθονούμε μόνο τα μέλη της «ομάδας αναφοράς». Γι’ αυτό και ελάχιστες επιτυχίες είναι τόσο ανυπόφορες όσο οι επιτυχίες των στενών φίλων μας.

Εάν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά

Εάν τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά για εσένα – E τότε αυτό μπορεί να συμβαίνει γιατί, όπως λέει και ένας από τους πιο κυνικούς αφορισμούς, η ζωή είναι χάλια και μετά πεθαίνεις. Ωστόσο, πριν η κρίση που περνάς σε οδηγήσει σε αυτό το φρικτό συμπέρασμα, ίσως να θες να αναλογιστείς το εξής: το πρόβλημα δεν το έχει η ζωή. Το πρόβλημα το έχεις εσύ. Τουλάχιστον αυτή η διαπίστωση σου δίνει κάποιες επιλογές. Εάν η ζωή σου δεν πηγαίνει καλά, ίσως αυτό που δεν επαρκεί είναι οι γνώσεις που έχεις αυτήν τη στιγμή και όχι η ζωή αυτή καθαυτή. Ίσως το πλέγμα των αξιών σου χρειάζεται σημαντική αναδιάρθρωση. Ίσως αυτό που επιθυμείς σε τυφλώνει και δεν βλέπεις πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα. Ίσως να είσαι τόσο αγκιστρωμένος στις επιθυμίες σου, στο παρόν, τόσο σφικτά αγκιστρωμένος που δεν μπορείς να δεις τίποτε άλλο – ακόμη και αυτό που πραγματικά χρειάζεσαι.

Φαντάσου ότι σκέφτεσαι, με ζήλια: «Θα έπρεπε να έχω τη δουλειά του αφεντικού μου». Εάν το αφεντικό σου παραμένει στη θέση του, με πείσμα και ικανότητα, σκέψεις σαν και αυτή θα σε οδηγήσουν σε μια κατάσταση εκνευρισμού, δυστυχίας και αηδίας. Μπορεί και να το συνειδητοποιήσεις. Σκέφτεσαι: «Είμαι δυστυχής. Ωστόσο, θα μπορούσα να θεραπευτώ από αυτήν τη δυστυχία εάν μπορούσα να ικανοποιήσω τη φιλοδοξία μου». Όμως, τότε ίσως να σκεφτείς λίγο περισσότερο: «Για κάτσε» λες. «Ίσως να μην είμαι δυστυχισμένος επειδή δεν έχω τη δουλειά του αφεντικού μου. Ίσως να είμαι δυστυχισμένος επειδή δεν μπορώ να σταματήσω να επιθυμώ αυτήν τη δουλειά». Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορείς απλά και μαγικά να πεις στον εαυτό σου να σταματήσει να επιθυμεί αυτήν τη δουλειά και μετά να τον ακούσεις και να μεταμορφωθείς. Δεν θα αλλάξεις τον εαυτό σου τόσο εύκολα – στην πραγματικότητα, δεν μπορείς. Πρέπει να σκάψεις πιο βαθιά. Πρέπει να αλλάξεις αυτό που επιδιώκεις σε βαθύτερο επίπεδο.

Έτσι, ίσως σκεφτείς: «Δεν ξέρω τι να κάνω για αυτόν τον απαίσιο πόνο. Δεν μπορώ απλώς να εγκαταλείψω τις φιλοδοξίες μου. Αυτό θα με άφηνε χωρίς σκοπό. Όμως, η βαθιά μου επιθυμία για μια δουλειά την οποία δεν μπορώ να έχω δεν λειτουργεί». Ίσως να αποφασίσεις να ακολουθήσεις διαφορετική διαδρομή. Ίσως να ζητήσεις να σου αποκαλυφθεί κάποιο διαφορετικό σχέδιο: ένα σχέδιο που θα ικανοποιούσε τις επιθυμίες σου, θα ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες σου πραγματικά, αλλά το οποίο θα σε έβγαζε από μια ζωή γεμάτη πικρία και μνησικακία, από την οποία υποφέρεις επί του παρόντος. Ίσως σκεφτείς: «Θα καταστρώσω διαφορετικό σχέδιο. Θα προσπαθήσω να θέλω ό,τι χρειάζεται για να γίνει η ζωή μου καλύτερη –ό,τι και να είναι αυτό– και θα αρχίσω να το δουλεύω από τώρα. Αν αποδειχθεί ότι αυτό είναι κάτι διαφορετικό από το να κυνηγάω τη δουλειά του αφεντικού μου, θα το δεχτώ και θα προχωρήσω».

Τώρα πλέον βρίσκεσαι σε μια τελείως διαφορετική τροχιά. Μέχρι πρότινος, η φαινομενικά σωστή, επιθυμητή και αξιόλογη επιδίωξη ήταν κάτι περιορισμένο και συγκεκριμένο. Όμως κόλλησες σε αυτήν, στριμώχτηκες και έγινες δυστυχισμένος. Οπότε, άφησέ το πίσω σου. Κάνε την απαραίτητη θυσία και άσε αυτόν τον νέο κόσμο των δυνατοτήτων, τον οποίον δεν έβλεπες μέχρι τώρα λόγω της προηγούμενης φιλοδοξίας σου, να σου αποκαλυφθεί. Και αυτός ο κόσμος είναι πολύ πλούσιος. Πώς θα ήταν η ζωή σου αν ήταν καλύτερη; Πώς θα ήταν η Ζωή αυτή καθαυτή; Τι ακριβώς σημαίνει το «καλύτερη» τελικά; Δεν ξέρεις. Και δεν έχει σημασία που δεν ξέρεις, ακριβώς, αμέσως, γιατί σιγά σιγά θα αρχίσεις να βλέπεις τι είναι το «καλύτερο» αφού θα έχεις αποφασίσει ότι το θέλεις. Θα αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι ό,τι παρέμενε κρυμμένο από τις υποθέσεις και τις προκαταλήψεις σου – εξαιτίας των προηγούμενων μηχανισμών της όρασής σου. Και θα αρχίσεις να μαθαίνεις.

Ωστόσο, αυτό θα λειτουργήσει μόνο αν πραγματικά επιθυμείς να βελτιωθεί η ζωή σου. Δεν μπορείς να ξεγελάσεις τις υπόρρητες αντιληπτικές σου δομές. Κα θόλου. Στοχεύουν όπου εσύ τους υποδείξεις. Για να αναδιαρθρωθείς, να δεις τα πράγματα όπως πραγματικά έχουν, να θέσεις έναν καλύτερο στόχο, πρέπει να το σκεφτείς ενδελεχώς, από κάτω προς τα επάνω. Πρέπει να οργώσεις την ψυχή σου. Πρέπει να την καθαρίσεις. Και πρέπει να είσαι προσεκτικός, γιατί το να κάνεις τη ζωή σου καλύτερη σημαίνει ότι θα αναλάβεις μεγάλες ευθύνες και αυτό απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια και φροντίδα από το να ζεις βλακωδώς μέσα στον πόνο και να παραμένεις αλαζόνας, υποκριτής και μνησίκακος.

Και αν ο κόσμος σού αποκάλυπτε την καλοσύνη του ανάλογα με τη δική σου επιθυμία για το καλύτερο; Και αν όσο περισσότερο μεγάλωνε, διευρυνόταν και γινόταν πιο εκλεπτυσμένη η αντίληψή σου για το καλύτερο τόσο περισσότερο θα μπορούσες να αντιληφθείς τη δυνατότητα και το όφελος; Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορείς να έχεις αυτό που θέλεις μόνο και μόνο γιατί το επιθυμείς ή ότι τα πάντα είναι μια ερμηνεία ή ότι δεν υπάρχει πραγματικότητα. Ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει, με τις δομές και τους περιορισμούς του. Καθώς τον περιδιαβαίνεις, είτε συναινεί είτε αντιστέκεται. Αλλά μπορείς να χορέψεις με τον κόσμο, αν ο στόχος σου είναι να χορέψεις – και ίσως και να μπορείς ακόμη και να οδηγήσεις τον χορό, εάν έχεις αρκετή επιδεξιότητα και χάρη. Δεν είναι θεολογία. Δεν είναι μυστικισμός. Είναι εμπειρική γνώση. Δεν υπάρχει κάτι το μαγικό σε όλο αυτό – ή τουλάχιστον όχι περισσότερο μαγικό από την ήδη υπάρχουσα μαγεία της συνείδησης, Βλέπουμε μόνο ό,τι θέτουμε ως στόχο. Ο υπόλοιπος κόσμος (δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του) μας είναι κρυμμένος. Εάν αρχίσουμε να στοχεύουμε σε κάτι διαφορετικό -κάτι του τύπου «Θέλω να είναι η ζωή μου καλύτερη»- το μυαλό μας θα αρχίσει να μας δίνει νέες πληροφορίες, οι οποίες προέρχονται από τον μέχρι πρότινος κρυμμένο κόσμο, για να μας βοηθήσει σε αυτή μας την αναζήτηση. Στη συνέχεια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις πληροφορίες και να μετακινηθούμε, να δράσουμε, να παρατηρήσουμε και να βελτιωθούμε. Και μετά από όλα αυτά, αφού βελτιωθούμε, ίσως να επιδιώξουμε κάτι διαφορετικό ή ανώτερο – κάτι του τύπου «Θέλω ό,τι μπορεί να είναι καλύτερο από το απλώς να είναι η ζωή μου καλύτερη». Και στη συνέχεια μπαίνουμε σε μια ανώτερη και πληρέστερη πραγματικότητα.

Και όταν βρεθούμε εκεί, τι μπορεί να είναι αυτό στο οποίο θα εστιάσουμε; Τί μπορεί να δούμε;

Σκέψου το ως εξής: Ξεκίνα από την παρατήρηση ότι πράγματι επιθυμούμε διάφορα πράγματα –- ακόμη και αυτά που χρειαζόμαστε. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση. Μοιραζόμαστε την εμπειρία της πείνας, της μοναξιάς, της δίψας, Αυτο της σεξουαλικής επιθυμίας, της επιθετικότητας, του φόβου και του πόνου. είναι στοιχεία του Είναι – αρχέγονα, αυταπόδεικτα στοιχεία του Είναι. Όμως πρέπει να ξεκαθαρίζουμε και να οργανώνουμε αυτές τις αρχέγονες επιθυμίες, γιατί ο κόσμος είναι περίπλοκος και εντελώς πραγματικός. Δεν μπορούμε να πάρουμε το ένα συγκεκριμένο πράγμα που θέλουμε τώρα, μαζί με όλα τα υπόλοιπα τα οποία επιθυμούμε συνήθως, γιατί οι επιθυμίες μας προκαλούν σύγκρουση με τις άλλες επιθυμίες μας, καθώς και με τους άλλους ανθρώπους και με τον κόσμο. Έτσι, πρέπει να αποκτήσουμε συνείδηση των επιθυμιών μας και να τις εκφράζουμε, να τους δίνουμε προτεραιότητα και να τις θέτουμε σε ιεραρχία. Αυτό τις εξελίσσει. Τις κάνει να δημιουργούν συνέργειες μεταξύ τους και με τις επιθυμίες των άλλων ανθρώπων και του κόσμου. Με αυτόν τον τρόπο οι επιθυμίες μας γίνονται ανώτερες. Με αυτόν τον τρόπο οργανώνονται και γίνονται αξίες και αποκτούν ηθική διάσταση. Οι αξίες μας, το ήθος μας – είναι ενδείξεις εξέλιξης.

Karl Jaspers: Προϋποθέσεις για μια φιλοσοφική κατανόηση του Nietzsche (4)

Η κατανόηση του έργου (β)

Θεμελιώδεις αρχές της ερμηνείας.— Από τη στιγμή, που η σκέψη ενός συγγραφέα αποκτά για μας ένα βάρος απεριόριστο, δεν επιτρέπεται να ξεχωρίζουμε με τη δική μας κρίση κάτι και να παρατάμε όλα τ’ άλλα˙ πρέπει κάθε λέξη να παίρνεται στα σοβαρά. Και όμως αυτό δεν σημαίνει, ότι όλες οι εξωτερικεύσεις του συγγραφέα έχουν την ίδια αξία. Οι εξωτερικεύσεις βρίσκονται μεταξύ τους σε μια σχέση ιεραρχική, μια σχέση όμως, που δεν μπορεί ν’ ανακαλυφθή, αν χρησιμοποιήσουμε ένα μέτρο, που πήραμε εμείς εκ των προτέρων μαζί μας. Το μέτρο πρέπει να προκύπτει μόνο από το σύνολο της σκέψεως του συγγραφέα.

Η ερμηνεία γίνεται με τη συσχέτιση θεμελιωδών φράσεων. Έτσι σχηματίζεται ένας πυρήνας, που μας δίνει έναν καθολικό προσανατολισμό και που με την πρόοδο της ερμηνείας επικυρώνεται ή αλλάζει, αλλά που σε κάθε στιγμή οδηγεί το διάβασμα σε μιαν οριστική και ουσιαστική κατανόηση μέσω των προβλημάτων, που παρακολουθούν τον αναγνώστη. Αυτό ισχύει στην περίπτωση του Nietzsche περισσότερο παρ’ ότι ισχύει σε κάθε άλλο φιλόσοφο, πρώτον λόγω της κομματιασμένης μορφής του έργου του, δεύτερον δε και προ πάντων λόγω του ότι κάθε σκέψη του Nietzsche είναι έμμεση και κινείται μ’ αυτόν τον έμμεσο χαρακτήρα της ανάμεσα στο φαινομενικά απόλυτα θετικό και στο φαινομενικά απόλυτα αρνητικό.

Για να καταλάβει κανείς σωστά τον Nietzsche έχει ανάγκη από το αντίθετο εκείνου, προς το οποίον φαίνεται το διάβασμα των έργων του να παρασύρει: στον Nietzsche δεν οδηγεί η παραδοχή των αποφασιστικών ισχυρισμών του ως τελευταίων αληθειών, που πρέπει να μείνουν άθικτες˙ στον Nietzsche οδηγεί η μεγάλη και βαθειά αναπνοή, που δίνει τη δύναμη να ρωτάει κανείς όλο και περισσότερα, ν’ ακούει διαρκώς και κάτι άλλο, κάτι αντίθετο και που διατηρεί ακέραιη την ένταση των δυνατοτήτων. Στην ουσιαστική αφομοίωση του Nietzsche δεν μας οδηγεί η θέληση για αλήθεια, η θέληση εκείνη, που ζητάει να κατέχει την αλήθεια σαν κάτι οριστικά σταθερό, αλλά μια διαφορετική θέληση για αλήθεια, εκείνη, που βγαίνει από το βάθος και ζητάει να πάει στο βάθος, που εκθέτει τον εαυτό της σε κάθε αμφιβολία, που δεν κλείνει ως προς κανένα συστατικό της στοιχείο και που ξέρει να περιμένει.

Για να μελετηθή λοιπόν η σκέψη του Nietzsche ερμηνευτικά, πρέπει να συνδυάζονται παντού όλες οι εξωτερικεύσεις του, που αναφέρονται στο ίδιο πράγμα. Η ανεύρεση όμως του υλικού, που ερμηνεύεται με τον αμοιβαίο συσχετισμό, που το ένα κομμάτι του χρησιμεύει για να εντείνει ή να περιορίσει το άλλο που έχει μέσα του μια συνοχή, δεν επιτυγχάνεται απλώς με τη συλλογή των χωρίων, που συνδέονται με τη χρήση της ίδιας λέξεως—αν και αυτό βγαίνει επίσης σε καλό, εφ’ όσον διευκολύνει κάπως μ’ ένα άνετο δρόμο τον σχηματισμό του καταλόγου—, αλλ’ επιτυγχάνεται τελειωτικά μόνο μ’ έναν ουσιαστικόν συσχετισμό, που η μνήμη μπορεί κατά το διάβασμα να εξασφαλίσει.

Μόνο με τον συστηματικό κόπο αυτού του συσχετισμού μπορεί να φθάσει κανείς να ιδεί όσα πρόκειται αμέσως νά τονίσουμε:

1. Όλα όσα λέει ο Nietzsche φαίνεται σαν να αναιρούνται από άλλες εξωτερικεύσεις του. Το ότι αντιφάσκει με τον εαυτό του, αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό της σκέψεως του Nietzsche. Παράλληλα σχεδόν σε κάθε κρίση του βρίσκουμε διατυπωμένο και κάτι, που αντιτίθεται σ’ αυτήν, φαίνεται σαν νάχει για όλα δυο γνώμες. Γι’ αυτό μπορεί ο καθένας για ό,τι θέλει να παραπέμψει στον Nietzsche. Κι oι δυο μερίδες θα μπορούσαν να τον επικαλεσθούν: οι άθεοι και oι πιστοί, oι συντηρητικοι και oι επαναστάτες, oι σοσιαλιστές και οι ατομιστές, οι μεθοδικοί επιστήμονες και oι ονειροπόλοι, oι πολιτικοί άνθρωποι κι εκείνοι, που δεν έχουν διάθεση πολιτική, το ελεύθερο πνεύμα και ο φανατικός. Γι’ αυτό ακριβώς βγάζουν μερικοί το συμπέρασμα, ότι ο Nietzsche είναι συγκεχυμένος, ότι δεν παίρνει τίποτε στα σοβαρά, ότι παραδίνεται στις στιγμιαίες εμπνεύσεις του˙ δεν αξίζει λοιπόν να παίρνουμε κι εμείς στα σοβαρά αυτή την φλυαρία, που δεν δεσμεύεται από τίποτε.

Κι όμως: ίσως να πρόκειται συχνά για αντιφάσεις που δεν είναι τυχαίες. Ίσως τα διλήμματα, στα οποία είναι συνηθισμένος ο αναγνώστης και που είναι από το μυαλό βγαλμένα και μας υποδεικνύουν τις αντιφάσεις, ίσως να μην είναι τα διλήμματα αυτά τίποτε άλλο παρά μερικές απλοποιήσεις της υπάρξεώς μας, που οδηγούν σε πλάνες. Αν μένει το μυαλό —και μάλιστα αναγκαστικά— προσκολλημένο στο προσκήνιο της υπάρξεως, ίσως είναι μοιραίο στην περίπτωση αυτή, εφ’ όσον δεν μπορεί το μυαλό ν’ αναζητήσει την ύπαρξη παρά μόνο στο προσιτό στα μάτια του προσκήνιο και εφ’ όσον οπωσδήποτε ζητάει να βρει την αλήθεια, είναι μοιραίο ν’ αποκαλύπτεται η ύπαρξη κάτω από τη μορφή του αντιφατικού. Η αντίφαση που παρουσιάζεται έτσι, θάπρεπε να θεωρηθή σαν να προκύπτει από τα πράγματατα τα ίδια, σαν αναγκαία, σαν σημείο αλήθειας κι όχι κακού τρόπου σκέψεως.

Ο σκοπός της ερμηνείας είναι πάντως ν’ αναζητάει τις αντιφάσεις σε όλες τις μορφές, να μην ικανοποιήται ποτέ, εφ’ όσον δεν αποκαλύφθηκε η αντίφαση, να συλλαμβάνει μάλιστα ίσως τις αντιφάσεις στην αναγκαιότητά τους. Αντί να σκωντάφτει κανείς απλώς επάνω σε αντιφάσεις, προτιμότερο είναι ν’ αναζητάει την πηγή της αντιφατικότητας.

2. Όσον αφορά τις ατέλειωτες επαναλήψεις, το πράγμα είναι ακόμα απλούστερο. Εφ’ όσον είναι ανάγκη να τυπωθή καθετί, που έγραψε ο Nietzsche οποτεδήποτε, για να γίνει προσιτή σε μας η σκέψη του, φυσικό είναι να σημειώνονται επαναλήψεις. Στις επαναλήψεις αυτές πρέπει ν’ αναζητήσουμε τις τροποποιήσεις, με τις όποιες χάνει μια βασική σκέψη τη στεγνή οριστικότητα, που έχει σε ορισμένες διατυπώσεις υποστή. Κυρίως όμως μπορεί ν’ αποδειχθή, ποια είναι τα πράγματα εκείνα, που χρειάζονται να μνημονευθούν εκατό φορές από τον Nietzsche για να γίνει δυνατή η καθεμιά από τις διατυπώσεις, και ποια αντιθέτως εκείνα, που με μια μόνο διατύπωση αποκτούν ίσως σημασία. Μόνο η συνειδητή γνώση των επαναλήψεων μας κάνει ικανούς να προσέξουμε τις μοναδικές αυτές εκφράσεις.

3. Η δυσαρέσκεια, που γεννούν οι αντιφάσεις, και η ανυπομονησία, που προκαλεί το γεγονός, ότι oι σκέψεις φαίνονται σαν να διατυπώνονται κατ’ αρέσκειαν, αποτελούν ακριβώς την αφορμή, που μας ωθεί, να φθάσουμε στην πραγματική διαλεκτική, που από μέσα της ακριβώς, συμμετέχοντας στην κίνηση, που δεν έρχεται καθαρά στην επιφάνεια, κατορθώνουμε να μάθουμε τι θέλει ο Nietzsche. Έτσι μαθαίνουμε ότι ο Nietzsche, χωρίς να κυριαρχεί συνειδητά επάνω σε όλες τις δυνατότητες του υπαρκτού και του νοητού, πορεύεται εντούτοις τους δρόμους, που είναι αναγκαστικά μέσα τους. Το διαλεκτικό ξεκαθάρισμα προχωρεί όσο βρίσκουμε μέσα από τα διάφορα κείμενα τα κομμάτια εκείνα, που, λόγω του ουσιαστικού περιεχομένου των, ανήκουν μαζί. Πάντως δεν φθάνει μια λογική αντίληψη του πράγματος˙ το διαλεκτικό ξεκαθάρισμα επιτυγχάνεται ως επέκταση του φωτιζόμενου χώρου δυνατής υπάρξεως. Όποιος δεν έχει υπομονή στην προσπάθεια, που τείνει να συλλάβει τις λογικές και ουσιαστικές σχέσεις, και δεν έχει τον πλούτο των δυνατοτήτων στην κίνηση της ίδιας του της ψυχής, δεν θα μπορέσει ποτέ να διαβάσει τον Nietzsche έτσι, ώστε να έχει νόημα το διάβασμα του.

4. Επίσης μέσα από το έργο του Nietzsche προβάλλει ένα όλον, που όμως είναι ανέφικτο, αλλά που ωθεί, σαν ερώτηση, που διαρκώς γίνεται πιο έντονη, προς το ένα ουσιαστικό κέντρο της όλης σκέψεως του Nietzschε και μάλιστα ανάμεσα από όλες τις δυνατές φάσεις. Δεν πρόκειται για μια έννοια, ούτε για μια εικόνα του κόσμου, ούτε για ένα σύστημα, αλλά πρόκειται για το πάθος, που τείνει στην αναζήτηση του όντος, για ένα πάθος, που εκδηλώνεται σαν ανατεταμένη κίνηση προς το καθ’ αυτό αληθινό και σαν μια αμείλικτη κριτική, που όλο και οδηγεί σε μιαν υπερνίκηση. Αν βρεθούμε μπροστά σε φράσεις, που στην συνυπαγωγή τους κάτω από το ίδιο νόημα αποτελούν το μέσον για να καταλάβουμε και κάτι άλλο, τότε πρέπει πάντως να προσέξουμε στην εξής ουσιαστική διάκριση: πρέπει να ξεχωρίσουμε τις συστηματικές ολότητες των απλών θεωριών, που δεν είναι παρά μια απλή λειτουργία του γενικού όλου, από το όλον εκείνο, που περιλαμβάνει υπαρξιακά τα πάντα και που δεν είναι μια θεμελιώδης θεωρία, αλλ’ ένα θεμελιώδες κίνητρο. Μ’ ένα σωστό συνδυασμό των φράσεων μπορούν και τα δυο να διαφωτισθούν, ώστε να είναι δυνατόν ο πλούτος του ειδικού να ταξινομηθή γύρω από την οριστικότητα της θεμελιώδους αρχής. Ανεξάντλητη είναι αυτή η έρευνα, που ζητάει το όλον και που πετυχαίνει στα ερωτήματα και στις συλλήψεις των εννοιών και αντικειμένων μόνον, αν ξεκινήσει επίσης από το όλον.

Μόνο με μια τέτοια ερμηνεία, που είναι προσανατολισμένη στο όλον, μπορεί να βγάλει κανείς μέσα από τον ίδιο τον Nietzsche το μέτρο, με το οποίον είναι δυνατό να ταξινομηθούν oι φράσεις του αξιολογικά ανάλογα με το βάρος τους, ανάλογα με τον ουσιαστικό ή δευτερεύοντα χαρακτήρα τους, ανάλογα με την πετυχημένη ή παραστρατημένη τροπολογία τους.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (2.4.1-2.4.11)

[2.4.1] Αὐτὸς δὲ τῇ ὑστεραίᾳ ἐπ᾽ Ἀγκύρας τῆς Γαλατικῆς ἐστέλλετο· κἀκεῖ αὐτῷ πρεσβεία ἀφικνεῖται Παφλαγόνων, τό τε ἔθνος ἐνδιδόντων καὶ ἐς ὁμολογίαν ξυμβαινόντων· ἐς δὲ τὴν χώραν ξὺν τῇ δυνάμει μὴ ἐσβαλεῖν ἐδέοντο. [2.4.2] τούτοις μὲν δὴ προστάσσει Ἀλέξανδρος ὑπακούειν Κάλᾳ τῷ σατράπῃ τῷ Φρυγίας. αὐτὸς δὲ ἐπὶ Καππαδοκίας ἐλάσας ξύμπασαν τὴν ἐντὸς Ἅλυος ποταμοῦ προσηγάγετο καὶ ἔτι ὑπὲρ τὸν Ἅλυν πολλήν· καταστήσας δὲ Καππαδοκῶν Σαβίκταν σατράπην αὐτὸς προῆγεν ἐπὶ τὰς πύλας τὰς Κιλικίας. [2.4.3] καὶ ἀφικόμενος ἐπὶ τὸ Κύρου τοῦ ξὺν Ξενοφῶντι στρατόπεδον, ὡς κατεχομένας τὰς πύλας φυλακαῖς ἰσχυραῖς εἶδε, Παρμενίωνα μὲν αὐτοῦ καταλείπει σὺν ταῖς τάξεσι τῶν πεζῶν, ὅσοι βαρύτερον ὡπλισμένοι ἦσαν. αὐτὸς δὲ ἀμφὶ πρώτην φυλακὴν ἀναλαβὼν τούς τε ὑπασπιστὰς καὶ τοὺς τοξότας καὶ τοὺς Ἀγριᾶνας προῆγε τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὰς πύλας, ὡς οὐ προσδεχομένοις τοῖς φύλαξιν ἐπιπεσεῖν. [2.4.4] καὶ προσάγων μὲν οὐκ ἔλαθεν, ἐς ἴσον δὲ αὐτῷ κατέστη ἡ τόλμα. οἱ γὰρ φύλακες αἰσθόμενοι Ἀλέξανδρον αὐτὸν προσάγοντα λιπόντες τὴν φυλακὴν ᾤχοντο φεύγοντες. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ἅμα τῇ ἕῳ ξὺν τῇ δυνάμει πάσῃ ὑπερβαλὼν τὰς πύλας κατέβαινεν ἐς τὴν Κιλικίαν. [2.4.5] καὶ ἐνταῦθα ἀγγέλλεται αὐτῷ Ἀρσάμης ὅτι πρόσθεν μὲν ἐπενόει διασώζειν Πέρσαις τὴν Ταρσόν, ὡς δὲ ὑπερβεβληκότα ἤδη τὰς πύλας ἐπύθετο Ἀλέξανδρον ἐκλιπεῖν ἐν νῷ ἔχειν τὴν πόλιν· δεδιέναι οὖν τοὺς Ταρσέας μὴ ἐφ᾽ ἁρπαγὴν τραπεὶς οὕτω τὴν ἀπόλειψιν τῆς Ταρσοῦ ποιήσηται. [2.4.6] ταῦτα ἀκούσας δρόμῳ ἦγεν ἐπὶ τὴν Ταρσὸν τούς τε ἱππέας καὶ τῶν ψιλῶν ὅσοι κουφότατοι, ὥστε ὁ Ἀρσάμης μαθὼν αὐτοῦ τὴν ὁρμὴν σπουδῇ φεύγει ἐκ τῆς Ταρσοῦ παρὰ βασιλέα Δαρεῖον οὐδὲν βλάψας τὴν πόλιν.
[2.4.7] Ἀλέξανδρος δέ, ὡς μὲν Ἀριστοβούλῳ λέλεκται, ὑπὸ καμάτου ἐνόσησεν, οἱ δὲ ἐς τὸν Κύδνον [τὸν] ποταμὸν λέγουσι ῥίψαντα νήξασθαι, ἐπιθυμήσαντα τοῦ ὕδατος, ἱδρῶντα καὶ καύματι ἐχόμενον. ὁ δὲ Κύδνος ῥέει διὰ μέσης τῆς πόλεως· οἷα δὲ ἐκ τοῦ Ταύρου ὄρους τῶν πηγῶν οἱ ἀνισχουσῶν καὶ διὰ χώρου καθαροῦ ῥέων, ψυχρός τέ ἐστι καὶ τὸ ὕδωρ καθαρός· [2.4.8] σπασμῷ τε οὖν ἔχεσθαι Ἀλέξανδρον καὶ θέρμαις ἰσχυραῖς καὶ ἀγρυπνίᾳ ξυνεχεῖ· καὶ τοὺς μὲν ἄλλους ἰατροὺς οὐκ οἴεσθαι εἶναι βιώσιμον, Φίλιππον δὲ Ἀκαρνᾶνα, ἰατρόν, ξυνόντα Ἀλεξάνδρῳ καὶ τά τε ἀμφὶ ἰατρικὴν ἐς τὰ μάλιστα πιστευόμενον καὶ τὰ ἄλλα οὐκ ἀδόκιμον ἐν τῷ στρατῷ ὄντα, καθῆραι ἐθέλειν Ἀλέξανδρον φαρμάκῳ· καὶ τὸν κελεύειν καθῆραι. [2.4.9] τὸν μὲν δὴ παρασκευάζειν τὴν κύλικα, ἐν τούτῳ δὲ Ἀλεξάνδρῳ δοθῆναι ἐπιστολὴν παρὰ Παρμενίωνος φυλάξασθαι Φίλιππον· ἀκούειν γὰρ διεφθάρθαι ὑπὸ Δαρείου χρήμασιν ὥστε φαρμάκῳ ἀποκτεῖναι Ἀλέξανδρον. τὸν δὲ ἀναγνόντα τὴν ἐπιστολὴν καὶ ἔτι μετὰ χεῖρας ἔχοντα αὐτὸν μὲν λαβεῖν τὴν κύλικα ἐν ᾗ ἦν τὸ φάρμακον, τὴν ἐπιστολὴν δὲ τῷ Φιλίππῳ δοῦναι ἀναγνῶναι. [2.4.10] καὶ ὁμοῦ τόν τε Ἀλέξανδρον πίνειν καὶ τὸν Φίλιππον ἀναγινώσκειν τὰ παρὰ τοῦ Παρμενίωνος. Φίλιππον δὲ εὐθὺς ἔνδηλον γενέσθαι, ὅτι καλῶς οἱ ἔχει τὰ τοῦ φαρμάκου· οὐ γὰρ ἐκπλαγῆναι πρὸς τὴν ἐπιστολήν, ἀλλὰ τοσόνδε μόνον παρακαλέσαι Ἀλέξανδρον, καὶ ἐς τὰ ἄλλα οἱ πείθεσθαι ὅσα ἐπαγγέλλοιτο· σωθήσεσθαι γὰρ πειθόμενον. [2.4.11] καὶ τὸν μὲν καθαρθῆναί τε καὶ ῥαΐσαι αὐτῷ τὸ νόσημα, Φιλίππῳ δὲ ἐπιδεῖξαι, ὅτι πιστός ἐστιν αὐτῷ φίλος, καὶ τοῖς ἄλλοις δὲ τοῖς ἀμφ᾽ αὐτὸν, ὅτι αὐτοῖς τε τοῖς φίλοις βέβαιος εἰς τὸ ἀνύποπτον τυγχάνει ὢν καὶ πρὸς τὸ ἀποθανεῖν ἐρρωμένος.

***
[2.4.1] Την επόμενη μέρα ο Αλέξανδρος ξεκίνησε για την Άγκυρα, πόλη της Γαλατίας. Εκεί ήρθαν προς αυτόν πρέσβεις των Παφλαγόνων, που του παρέδωσαν τον λαό τους και συμφώνησαν τους όρους της παραδόσεώς του· τον παρακάλεσαν μόνο να μην εισβάλει με τον στρατό του στη χώρα τους. [2.4.2] Ο Αλέξανδρος τους διέταξε να υπακούουν στον Κάλα, τον σατράπη της Μεγάλης Φρυγίας. Ο ίδιος προχώρησε προς την Καππαδοκία και προσάρτησε όλη τη χώρα δυτικά του Άλυος ποταμού, καθώς και μεγάλη έκταση πέρα από τον Άλυ. Διόρισε τον Σαβίκτα σατράπη της Καππαδοκίας και αυτός προχώρησε προς τις Κιλίκιες πύλες. [2.4.3] Όταν έφθασε στο στρατόπεδο του Κύρου, ο οποίος είχε συνεκστρατεύσει με τον Ξενοφώντα, και είδε ότι ισχυρές φρουρές κατείχαν τις Κιλίκιες πύλες, άφησε τον Παρμενίωνα εκεί με τα τάγματα των πεζών που ήταν βαρύτερα οπλισμένα. Ο ίδιος κατά την ώρα της πρώτης περίπου νυχτερινής φρουράς πήρε μαζί του τους υπασπιστές, τους τοξότες, και τους Αγριάνες και προχώρησε μέσα στη νύχτα προς τις πύλες, με σκοπό να επιτεθεί στους φρουρούς, ενώ αυτοί δεν τον περίμεναν. [2.4.4] Καθώς πλησίαζε, έγινε αντιληπτός, η τόλμη του όμως έφερε το ίδιο νικηφόρο αποτέλεσμα. Γιατί οι φύλακες, μόλις κατάλαβαν ότι πλησιάζει ο ίδιος ο Αλέξανδρος, εγκατέλειψαν τη θέση τους και τράπηκαν σε φυγή. Την επόμενη μέρα μόλις ξημέρωσε, πέρασε τις Κιλίκιες πύλες με όλες του τις δυνάμεις και κατέβηκε στην Κιλικία. [2.4.5] Εκεί του ανήγγειλαν ότι ο Αρσάμης προηγουμένως μεν σκεφτόταν να διασώσει την Ταρσό για τους Πέρσες, μόλις όμως πληροφορήθηκε ότι ο Αλέξανδρος είχε περάσει πια τις Κιλίκιες πύλες, είχε την πρόθεση να εγκαταλείψει την πόλη· φοβούνταν λοιπόν οι κάτοικοι της Ταρσού μήπως λεηλατήσει την πόλη πριν την εγκαταλείψει. [2.4.6] Όταν το πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος, οδήγησε γρήγορα προς την Ταρσό το ιππικό του και τους πιο ελαφρά οπλισμένους από τους πεζούς, ώστε ο Αρσάμης μαθαίνοντας για την ορμητική προέλαση του Αλεξάνδρου έφυγε βιαστικά από την Ταρσό και πήγε στον βασιλιά Δαρείο, χωρίς να βλάψει καθόλου την πόλη.
[2.4.7] Ο Αλέξανδρος, όπως αναφέρει ο Αριστόβουλος, αρρώστησε από κόπωση. Άλλοι όμως λένε ότι αρρώστησε, επειδή βούτηξε στον Κύδνο ποταμό για να κολυμπήσει· είχε επιθυμήσει το νερό, επειδή ήταν ιδρωμένος και τον είχε πιάσει η ζέστη. Ο Κύδνος ποταμός περνάει μέσα από την Ταρσό και, επειδή πηγάζει από το όρος Ταύρο και διασχίζει ανοιχτό χώρο, είναι ψυχρός και έχει νερά καθαρά. [2.4.8] Τον έπιασαν λοιπόν σπασμοί και υπέφερε από υψηλό πυρετό και συνεχή αγρυπνία. Όλοι οι γιατροί νόμιζαν ότι δεν πρόκειται να ζήσει, ο γιατρός όμως Φίλιππος ο Ακαρνάνας που ήταν φίλος του Αλεξάνδρου και του είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στα ιατρικά ζητήματα και γενικά έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως στον στρατό, ήθελε να του δώσει καθαρτικό φάρμακο· ο Αλέξανδρος λοιπόν τον διέταξε να του δώσει το καθαρτικό. [2.4.9] Ο Φίλιππος ετοίμαζε ήδη το ποτήρι με το φάρμακο, όταν έδωσαν στον Αλέξανδρο επιστολή του Παρμενίωνα· του έγραφε ότι έπρεπε να φυλαχτεί από τον Φίλιππο, γιατί είχε πληροφορίες ότι εξαγοράστηκε από τον Δαρείο για να τον δηλητηριάσει. Ο Αλέξανδρος διάβασε το γράμμα και, ενώ ακόμη το κρατούσε στα χέρια του, πήρε το ποτήρι, όπου ήταν το φάρμακο, και συγχρόνως έδινε το γράμμα στον Φίλιππο για να το διαβάσει. [2.4.10] Έτσι την ίδια στιγμή έπινε το φάρμακο ο Αλέξανδρος και ο Φίλιππος διάβαζε την επιστολή του Παρμενίωνα. Αμέσως έγινε φανερό ότι το φάρμακο του Φιλίππου ήταν ακίνδυνο, επειδή δεν έδειξε καμιάν έκπληξη για την επιστολή, αλλά μόνο παρακάλεσε τον Αλέξανδρο να ακολουθήσει τις οδηγίες του και σε ό,τι άλλο θα του υποδείκνυε· γιατί μονάχα αν τις ακολουθούσε, θα σωζόταν. [2.4.11] Το φάρμακο τον καθάρισε και η αρρώστια πέρασε· έτσι ο Αλέξανδρος και στον Φίλιππο απέδειξε ότι είναι πιστός του φίλος, και στους άλλους, που τον περιστοίχιζαν, ότι είναι αποφασισμένος να μην υποψιάζεται τους φίλους του και μπροστά στον θάνατο έδειξε γενναιότητα.