ΧΟ. ἐγὼ καὶ διὰ μούσας [στρ. α]
καὶ μετάρσιος ᾖξα, καὶ
πλείστων ἁψάμενος λόγων
965 κρεῖσσον οὐδὲν Ἀνάγκας
ηὗρον, οὐδέ τι φάρμακον
Θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς
Ὀρφεία κατέγραψεν
970 γῆρυς, οὐδ᾽ ὅσα Φοῖβος Ἀσκληπιάδαις ἔδωκε
φάρμακα πολυπόνοις ἀντιτεμὼν βροτοῖσιν.
μόνας δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ βωμοὺς [ἀντ. α]
ἔστιν οὔτε βρέτας θεᾶς
975 ἐλθεῖν, οὐ σφαγίων κλύει.
μή μοι, πότνια, μείζων
ἔλθοις ἢ τὸ πρὶν ἐν βίῳ.
καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ,
σὺν σοὶ τοῦτο τελευτᾷ.
980 καὶ τὸν ἐν Χαλύβοις δαμάζεις σὺ βίᾳ σίδαρον,
οὐδέ τις ἀποτόμου λήματός ἐστιν αἰδώς.
καί σ᾽ ἐν ἀφύκτοισι χερῶν εἷλε θεὰ δεσμοῖς. [στρ. β]
985 τόλμα δ᾽· οὐ γὰρ ἀνάξεις ποτ᾽ ἔνερθεν
κλαίων τοὺς φθιμένους ἄνω.
καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι
990 παῖδες ἐν θανάτῳ.
φίλα μὲν ὅτ᾽ ἦν μεθ᾽ ἡμῶν,
φίλα δὲ †καὶ θανοῦσ᾽ ἔσται,†
994 γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν.
μηδὲ νεκρῶν ὡς φθιμένων χῶμα νομιζέσθω [ἀντ. β]
τύμβος σᾶς ἀλόχου, θεοῖσι δ᾽ ὁμοίως
τιμάσθω, σέβας ἐμπόρων.
1000 καί τις δοχμίαν κέλευθον
ἐκβαίνων τόδ᾽ ἐρεῖ·
Αὕτα ποτὲ προύθαν᾽ ἀνδρός,
νῦν δ᾽ ἐστὶ μάκαιρα δαίμων·
1005 χαῖρ᾽, ὦ πότνι᾽, εὖ δὲ δοίης. τοῖαί νιν προσεροῦσι φῆμαι.
***
ΧΟΡ. Και με τις Μούσες περπάτησα εγώ
και σε κορφές πήγε ο νους μου,
πλήθος ερεύνησα ιδέες,
δύναμη ανώτερη ωστόσο στον κόσμο δε βρήκα απ᾽ τη Μοίρα·
δεν τη νικάει η μαγεύτρα του Ορφέα φωνή, η χαραγμένη
πάνω σε πλάκες της Θράκης·
βότανα δεν τη νικούν από κείνα
970 που σε γιατρούς, τ᾽ Ασκληπιού τη γενιά,
έδωσε ο Φοίβος,
για ν᾽ απαλύνουν τον πόνο των δόλιων θνητών.
Μοίρα αδυσώπητη! Η μόνη θεά
που δεν μπορείς σε βωμό της
ή σε άγαλμά της να τρέξεις
και να προσπέσεις· θυσίες προσφορών ως τ᾽ αυτιά της δε φτάνουν.
Θεά σεβαστή! Πιο βαριά στη ζωή μου από πρώτα μην πέσεις.
Κάθε του απόφαση ο Δίας
πάντα μαζί σου τη φέρνει ως την άκρη.
980 Και των Χαλύβων το σίδερο εσύ
καταδαμάζεις·
δε μαλακώνει ποτέ η τρομερή σου βουλή.
Έτσι κι εσένα η θεά,
Άδμητε, μες στων χεριών της τ᾽ αξέφευγα σ᾽ έκλεισε αρπάγια·
δεν ανασταίνουν τα δάκρυα νεκρούς, ώστε κάμε
υπομονή.
990 Ως κι αθανάτων παιδιά μαραμένα βουλιάζουν στον Άδη.
Αγαπητή κι όταν ήταν κοντά μας,
αγαπητή ᾽ναι και τώρα που μέσα στη γη πια θα μένει·
Άδμητε, ομόκλινη εσύ μια γυναίκα ειχες πάρει, που τόσο
ευγενικιά δεν ακούστηκε σ᾽ όλη τη γη.
Όχι, για τάφος νεκρού
να μη λογιέται ποτέ της δικής σου γυναίκας το μνήμα·
όπως θεούς προσκυνούν, οι διαβάτες κι εκείνο
να το τιμούν·
1000 λοξοδρομώντας, κοντά θα πηγαίνουνε κι έτσι θα λένε:
«Τούτη η γυναίκα που εδώ ᾽ναι θαμμένη
πρόσφερε για τον καλό της, σε χρόνια παλιά, τη ζωή της
κι είναι θεότητα τώρα· τη χάρη σου εμείς προσκυνούμε,
ω σεβαστή, και καλόβουλη δείξου σ᾽ εμάς.»
καὶ μετάρσιος ᾖξα, καὶ
πλείστων ἁψάμενος λόγων
965 κρεῖσσον οὐδὲν Ἀνάγκας
ηὗρον, οὐδέ τι φάρμακον
Θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς
Ὀρφεία κατέγραψεν
970 γῆρυς, οὐδ᾽ ὅσα Φοῖβος Ἀσκληπιάδαις ἔδωκε
φάρμακα πολυπόνοις ἀντιτεμὼν βροτοῖσιν.
μόνας δ᾽ οὔτ᾽ ἐπὶ βωμοὺς [ἀντ. α]
ἔστιν οὔτε βρέτας θεᾶς
975 ἐλθεῖν, οὐ σφαγίων κλύει.
μή μοι, πότνια, μείζων
ἔλθοις ἢ τὸ πρὶν ἐν βίῳ.
καὶ γὰρ Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ,
σὺν σοὶ τοῦτο τελευτᾷ.
980 καὶ τὸν ἐν Χαλύβοις δαμάζεις σὺ βίᾳ σίδαρον,
οὐδέ τις ἀποτόμου λήματός ἐστιν αἰδώς.
καί σ᾽ ἐν ἀφύκτοισι χερῶν εἷλε θεὰ δεσμοῖς. [στρ. β]
985 τόλμα δ᾽· οὐ γὰρ ἀνάξεις ποτ᾽ ἔνερθεν
κλαίων τοὺς φθιμένους ἄνω.
καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι
990 παῖδες ἐν θανάτῳ.
φίλα μὲν ὅτ᾽ ἦν μεθ᾽ ἡμῶν,
φίλα δὲ †καὶ θανοῦσ᾽ ἔσται,†
994 γενναιοτάταν δὲ πασᾶν ἐζεύξω κλισίαις ἄκοιτιν.
μηδὲ νεκρῶν ὡς φθιμένων χῶμα νομιζέσθω [ἀντ. β]
τύμβος σᾶς ἀλόχου, θεοῖσι δ᾽ ὁμοίως
τιμάσθω, σέβας ἐμπόρων.
1000 καί τις δοχμίαν κέλευθον
ἐκβαίνων τόδ᾽ ἐρεῖ·
Αὕτα ποτὲ προύθαν᾽ ἀνδρός,
νῦν δ᾽ ἐστὶ μάκαιρα δαίμων·
1005 χαῖρ᾽, ὦ πότνι᾽, εὖ δὲ δοίης. τοῖαί νιν προσεροῦσι φῆμαι.
***
ΧΟΡ. Και με τις Μούσες περπάτησα εγώ
και σε κορφές πήγε ο νους μου,
πλήθος ερεύνησα ιδέες,
δύναμη ανώτερη ωστόσο στον κόσμο δε βρήκα απ᾽ τη Μοίρα·
δεν τη νικάει η μαγεύτρα του Ορφέα φωνή, η χαραγμένη
πάνω σε πλάκες της Θράκης·
βότανα δεν τη νικούν από κείνα
970 που σε γιατρούς, τ᾽ Ασκληπιού τη γενιά,
έδωσε ο Φοίβος,
για ν᾽ απαλύνουν τον πόνο των δόλιων θνητών.
Μοίρα αδυσώπητη! Η μόνη θεά
που δεν μπορείς σε βωμό της
ή σε άγαλμά της να τρέξεις
και να προσπέσεις· θυσίες προσφορών ως τ᾽ αυτιά της δε φτάνουν.
Θεά σεβαστή! Πιο βαριά στη ζωή μου από πρώτα μην πέσεις.
Κάθε του απόφαση ο Δίας
πάντα μαζί σου τη φέρνει ως την άκρη.
980 Και των Χαλύβων το σίδερο εσύ
καταδαμάζεις·
δε μαλακώνει ποτέ η τρομερή σου βουλή.
Έτσι κι εσένα η θεά,
Άδμητε, μες στων χεριών της τ᾽ αξέφευγα σ᾽ έκλεισε αρπάγια·
δεν ανασταίνουν τα δάκρυα νεκρούς, ώστε κάμε
υπομονή.
990 Ως κι αθανάτων παιδιά μαραμένα βουλιάζουν στον Άδη.
Αγαπητή κι όταν ήταν κοντά μας,
αγαπητή ᾽ναι και τώρα που μέσα στη γη πια θα μένει·
Άδμητε, ομόκλινη εσύ μια γυναίκα ειχες πάρει, που τόσο
ευγενικιά δεν ακούστηκε σ᾽ όλη τη γη.
Όχι, για τάφος νεκρού
να μη λογιέται ποτέ της δικής σου γυναίκας το μνήμα·
όπως θεούς προσκυνούν, οι διαβάτες κι εκείνο
να το τιμούν·
1000 λοξοδρομώντας, κοντά θα πηγαίνουνε κι έτσι θα λένε:
«Τούτη η γυναίκα που εδώ ᾽ναι θαμμένη
πρόσφερε για τον καλό της, σε χρόνια παλιά, τη ζωή της
κι είναι θεότητα τώρα· τη χάρη σου εμείς προσκυνούμε,
ω σεβαστή, και καλόβουλη δείξου σ᾽ εμάς.»