Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (483-518)

ΧΟ. ἄγε, τίς πρῶτος, τίς δ᾽ ἐπὶ πρώτωι
ταχθεὶς δαλοῦ κώπην ὀχμάσαι.
485 Κύκλωπος ἔσω βλεφάρων ὤσας
λαμπρὰν ὄψιν διακναίσει;
[ὠιδὴ ἔνδοθεν.]
σίγα σίγα. καὶ δὴ μεθύων
ἄχαριν κέλαδον μουσιζόμενος
490 σκαιὸς ἀπωιδὸς καὶ κλαυσόμενος
χωρεῖ πετρίνων ἔξω μελάθρων.
φέρε νιν κώμοις παιδεύσωμεν
τὸν ἀπαίδευτον·
πάντως μέλλει τυφλὸς εἶναι.

495 μάκαρ ὅστις εὐιάζει [στρ. α]
βοτρύων φίλαισι πηγαῖς
ἐπὶ κῶμον ἐκπετασθεὶς
φίλον ἄνδρ᾽ ὑπαγκαλίζων,
ἐπὶ δεμνίοις τε †ξανθὸν†
500 χλιδανᾶς ἔχων ἑταίρας
μυρόχριστος λιπαρὸν βό-
στρυχον, αὐδᾶι δέ· Θύραν τίς οἴξει μοι;

ΚΥ. παπαπαῖ· πλέως μὲν οἴνου, [στρ. β]
γάνυμαι ‹δὲ› δαιτὸς ἥβαι,
505 σκάφος ὁλκὰς ὣς γεμισθεὶς
ποτὶ σέλμα γαστρὸς ἄκρας.
ὑπάγει μ᾽ ὁ φόρτος εὔφρων
ἐπὶ κῶμον ἦρος ὥραις
ἐπὶ Κύκλωπας ἀδελφούς.
510 φέρε μοι, ξεῖνε, φέρ᾽, ἀσκὸν ἔνδος μοι.

ΧΟ. καλὸν ὄμμασιν δεδορκὼς [στρ. γ]
καλὸς ἐκπερᾶι μελάθρων.
‹ . . . › φιλεῖ τίς ἡμᾶς;
λύχνα δ᾽ †ἀμμένει δαΐα σὸν
515 χρόα χὡς† τέρεινα νύμφα
δροσερῶν ἔσωθεν ἄντρων.
στεφάνων δ᾽ οὐ μία χροιὰ
περὶ σὸν κρᾶτα τάχ᾽ ἐξομιλήσει.

***
ΧΟΡ. Ποιός σειρά θα πάρει πρώτος, ποιός θα είν᾽ ο δεύτερος,
που θ᾽ αρπάξει το δαυλί, θα το σφίξει στα γεμάτα
485 και θα το καρφώσει μέσα στο κυκλώπειο βλέφαρο,
για να του αφανίσει το αστραπόβολο το μάτι;
(Ακούγεται ο Κύκλωπας να τραγουδάει φάλτσα)
Σώπα, σώπα! Είναι τύφλα. Κάνει και τον καλλιτέχνη,
τραγουδάει παράφωνα — άσματα ξεράσματα.
(Ο Κύκλωπας εμφανίζεται στην είσοδο του σπηλαίου)
490 Κοίτα κοίτα, τώρα βγαίνει μέσα από το μέγαρό του:
σκούξιμο κι αγριοφωνάρες τώρα τονε περιμένουν!
Ας του πούμε και κανένα τραγουδάκι του γλεντιού,
μπας και μάθει μουσική, ο ανεπίδεχτος ο βλάχος.
Είτε έτσι είτε αλλιώς … στραβομάρα θα τον δέρνει!

(Τραγουδούν όλοι μαζί)
Καλότυχος όποιος τον Βάκχο τραγουδεί —«ευάν ευοί»— [στροφή α’]
496 και φτερωμένος από τ᾽ αμπελιού το νάμα
στους δρόμους νυχτοπερπατεί μ᾽ όλο τραγούδια και χορούς,
το μπράτσο γύρω από τον ώμο κάποιου φίλου αγαπημένου,
ή στο κρεβάτι πια χαϊδεύοντας, φρεσκοαρωματισμένος,
τις μυρισμένες μπούκλες, τις ολόξανθες
500 μιας γκόμενας ναζιάρας· και φωνάζει:
«Ανοίχτε, ρε, κάποιος την πόρτα!»

(Ο Κύκλωπας εμφανίζεται στο στόμιο της σπηλιάς. Τραγουδάει.)
ΚΥΚ. Βάιβάιβάιβάι! Τι κρασοπότι ασύστολο, [στροφή β’]
τί γλέντι, τί φαΐ — χαρά μεγάλη!
505 Σαν φορτηγό καράβι γέμισα τη στομάχα μου
ως πάνω στο κατάστρωμα, και πάει να ξεχειλίσει.
Με πάει ολόισια η σαβούρα —τί χαρά!—
για χαροκόπι μες στους δρόμους ανοιξιάτικο.
Θα πάω να βρω τ᾽ αδέρφια μου. —Έλα μου, ξένε,
έλα μου, δος μου τ᾽ ασκί.
510
ΧΟΡ. Άχου, τί όμορφα ματάκια, βρε τί όμορφος που είσαι, [στροφή γ’]
σαν προβάλλεις απ᾽ το σπίτι!
Άραγε μας αγαπά κι εμάς τα φτωχά κανένας;
Σε προσμένουν αναμμένα τα λυχνάρια κι οι λαμπάδες,
515 νυφούλα ροδομάγουλη, γλυκιά και τρυφερή
μες στη δροσερή σπηλιά σου.
Μια φορά, πάντως, εγώ για πολύχρωμα τα βλέπω
τα γιασεμιά που θα σου ράνουνε σε λίγο το κεφάλι.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γραφής

3.4.7 Συλλαβικά συστήματα γραφής


Με βάση αυτό το σύγχρονο παράδειγμα μπορούμε να καταλάβουμε γιατί στην αρχαιότητα (στη Μεσοποταμία, στην Αίγυπτο) η γνώση των σημασιογραφικών/ιδεογραφικών συστημάτων ήταν προνόμιο μιας κλειστής ομάδας «ειδικών» (ιερέων, γραφέων). Μπορούμε επίσης να καταλάβουμε, πάλι μέσα από το σύγχρονο παράδειγμα, γιατί ήδη γύρω στο 4000-3000 π.Χ. γεννιέται στις πόλεις της Μεσοποταμίας η ανάγκη για ένα οικονομικότερο σύστημα γραφής, για ένα σύστημα δηλαδή όπου τα σημεία της γραφής θα είναι φωνογραφικά, θα αποδίδουν δηλαδή γλωσσικούς ήχους και όχι αντικείμενα ή σημασίες. Η ανάγκη για ένα τέτοιο σύστημα γεννιέται και πάλι από τις κοινωνικές συνθήκες. Από τη στιγμή που ο γεωργικός τρόπος παραγωγής οδήγησε σιγά σιγά σε μεγαλύτερη αφθονία αγαθών, δημιούργησε πολυάνθρωπες πόλεις (στη Μεσοποταμία και αργότερα στην Αίγυπτο), κοινωνική ιεραρχία, διοικητικούς μηχανισμούς, τη δυνατότητα μετακινήσεων και επαφών (με την εφεύρεση του τροχού), ένα σημασιογραφικό σύστημα που είχε την αρχή του στις ανάγκες της αρίθμησης καλούνταν τώρα να εκφράσει ένα τεράστιο φάσμα εννοιών: διοίκηση, νόμους, θρησκεία, φορολογία κλπ. Αυτή ακριβώς η «πίεση» θα οδηγήσει σιγά σιγά στην ανακάλυψη των φωνογραφικών συστημάτων - συστημάτων όπου τα γραφικά σημεία αντιστοιχούν σε γλωσσικούς ήχους, όχι σε πράγματα και σημασίες. Άλλωστε πώς να δηλώσει κανείς εικονογραφικά/ιδεογραφικά κύρια ονόματα (ονόματα τόπων, προσώπων) ή λέξεις με ασαφές νόημα, όπως λ.χ. τη λέξη και, τη λέξη αλλά και άλλες;

Στα μεσοποταμιακά σημασιογραφικά συστήματα (στη σφηνοειδή γραφή των Σουμερίων) αυτή την ανάγκη τη βλέπουμε να εκφράζεται με την επέκταση των βασικών σημασιογραφικών σημείων (αυτά ήταν μερικές εκατοντάδες), έτσι ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες που επισημάναμε. Και αυτό έγινε με διάφορους συνδυασμούς. Έτσι, το σημείο λ.χ. που σήμαινε 'νερό' συνδυάζεται με το σημείο που σήμαινε 'κεφάλι' για να κατασκευαστεί η σημασία 'ποτό/πίνω'. Στην προσπάθεια αυτή όμως γίνεται μια σημαντική «ανακάλυψη»: η ανακάλυψη των «ομώνυμων»/«ομόηχων» λέξεων, λέξεων δηλαδή που έχουν την ίδια ακουστική μορφή αλλά διαφορετική σημασία. Για να δούμε ένα τέτοιο παράδειγμα από τα ελληνικά, οι λέξεις πάλη και πάλι έχουν διαφορετική σημασία αλλά ίδιο «ήχο» (ας μη μας μπερδεύει η διαφορά στην ορθογραφία· αυτό το έχουμε ήδη συζητήσει): είναι ομόηχες ή ομώνυμες. Έτσι και στα σουμεριακά η λέξη sn, που σήμαινε 'σώμα', ήταν ομόηχη με τη λέξη sn, που σήμαινε 'αντικαθιστώ'.

Οι σουμέριοι γραφείς αποφάσισαν λοιπόν να χρησιμοποιούν το ιδεόγραμμα που απέδιδε τη σημασία 'σώμα' και για την ομόηχη λέξη που σήμαινε 'αντικαθιστώ'. Επίσης, η λέξη ti σήμαινε 'βέλος' αλλά και 'ζωή'. Η σημασία 'βέλος' δηλωνόταν με ένα σημείο που απεικόνιζε ένα βέλος. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει τη σημασία 'ζωή'. Το μεγάλο βήμα είχε γίνει: η γραφή αρχίζει πλέον να συνδυάζεται και με τη φωνητική πλευρά της γλώσσας - να μην είναι αποκλειστικά σημασιογραφική. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για να οδηγηθούν οι άνθρωποι σε φωνογραφικά συστήματα γραφής. Και αυτό έγινε σε δύο βήματα ή στάδια.

Το πρώτο ήταν η ανακάλυψη ότι η λέξη μπορεί να χωριστεί σε συλλαβές (έχουμε ήδη μιλήσει για τη συλλαβή). Έτσι, φτιάχτηκαν συλλαβικά συστήματα γραφής ή συλλαβάρια, όπου κάθε σημείο της γραφής απέδιδε μια συλλαβή.

Το κέρδος ήταν τεράστιο. Ενώ στα σημασιογραφικά συστήματα χρειάζονταν εκατοντάδες ιδεογραμμάτων για να εκφράσουν την ποικιλία των σημασιών, στα συλλαβικά συστήματα δεν χρειάζονταν πάνω από εκατό.

Το επόμενο βήμα, η κορύφωση της οδύσσειας της γραφής, ήταν η ανακάλυψη ότι «πέρα» από τη συλλαβή υπάρχουν ακόμη μικρότερες μονάδες ήχου (φθόγγοι ή φωνήματα, όπως τα λέμε σήμερα), οι οποίες συνδυαζόμενες φτιάχνουν την τεράστια ποικιλία των λέξεων. Η ανακάλυψη αυτή ήταν, ουσιαστικά, η ανακάλυψη της φύσης της γλώσσας. Και αυτό το συζητήσαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο.

Κάντε ένα άλμα στο μέλλον και μετά κοιτάξτε πίσω σας

Όλα φαίνονται πιο καθαρά και λιγότερο επείγοντα όταν τα κοιτάς από κάποια απόσταση. Όταν περάσει αρκετός χρόνος, μπορείς να βάλεις τα πράγματα στη σωστή τους προοπτική και να ξεχωρίσεις ποια είναι πραγματικά σημαντικά.

Είχα ξαναθυμηθεί στιγμές του παρελθόντος που ήταν δύσκολες ή επώδυνες, και τις θεωρούσα από τις πιο σημαντικές για την προσωπική μου εξέλιξη και τη βίωση της ζωής.

Για παράδειγμα, αν δεν είχαμε εγώ και η γυναίκα μου, σωθεί από βέβαιο θάνατο σ’ ένα αυτοκινητικό ατύχημα, δε θα είχαμε την ίδια εκτίμηση για το δώρο της ζωής. Αν δεν είχαμε νιώσει σωματικό πόνο, δε θα είχαμε εκτιμήσει τη σημασία του να φροντίζουμε τον εαυτό μας, ούτε το δώρο να ζεις χωρίς πόνους. Αν δεν είχαμε χάσει δικούς μας ανθρώπους, μπορεί ποτέ να μην είχαμε εκτιμήσει τη σημασία του να μειώνεις το στρες και να απολαμβάνεις την κάθε μέρα.

Συνειδητοποιήσαμε μάλιστα ότι στο τέλος τα περισσότερα από τα πράγματα που μας προβληματίζουν θα τα θυμόμαστε με πλήρη αδιαφορία, αν βέβαια τα θυμόμαστε καθόλου. Όλους τους καβγάδες και τις διαφωνίες και τις προσπάθειες να αποδείξουμε την υπεροχή μας θα τα δούμε όπως ακριβώς είναι: μια θλιβερή σπατάλη ενέργειας και χρόνου.

Κάποιοι φίλοι όταν βρέθηκαν σε δύσκολη εποχή είπαν: «Πάω στοίχημα ότι ακόμα κι αυτό, όσο οδυνηρό κι αν είναι τώρα, θα φαίνεται ασήμαντο όταν το σκεφτόμαστε αργότερα. Γιατί λοιπόν να μην πάρουμε την απόφαση να τελειώσουμε εδώ και τώρα με αυτή τη στενοχώρια;»

Μια τέτοια διευρυμένη αντίληψη για τα πράγματα βοηθάει τα ζευγάρια να πάψουν να βασανίζονται για μικροπράγματα και να εστιάζουν την προσοχή τους σε πιο σημαντικά θέματα.

Αυτό είναι η ουσία της συγκεκριμένης στρατηγικής: να μάθετε να ξεπερνάτε τα πράγματα που βαθιά μέσα σας ξέρετε ότι δεν αξίζουν τη στενοχώρια και το άγχος σας. Στο κάτω κάτω, αν ξέρετε ότι κάτι θα σας φαίνεται ασήμαντο αργότερα, γιατί να το αντιμετωπίζετε τώρα ως κάτι σημαντικό;

Σας προτείνω να αφιερώσετε λίγο χρόνο σε αυτή τη στρατηγική. Κάντε ένα άλμα στο μέλλον και φτάστε στο τέλος της ζωής σας.

Τώρα κοιτάξτε πίσω και σκεφτείτε αυτά που βλέπετε. Μπορεί να βρείτε ένα δυο πράγματα που να θέλετε να αλλάξετε: κάποια προτεραιότητά σας, κάποια στάση σας απέναντι στη ζωή. Στη χειρότερη περίπτωση, μπορεί να τη θεωρήσετε μια ενδιαφέρουσα άσκηση. Στην καλύτερη, θα αλλάξει τον τρόπο που βλέπετε τα πράγματα.

Οι παράνομοι έρωτες, περπατάνε ξυπόλητοι

Καμία σκέψη, καμία ενοχή. Στο μυαλό υπάρχει σκοτάδι, το απόλυτο κενό, το απόλυτο τίποτα. Μόνο δυο κορμιά ενωμένα, με πάθος που δεν ξεκολλάνε. Μόνο αυτό έχουν. Μόνο αυτή η στιγμή τους ενώνει πραγματικά. Μια στιγμούλα και μετά το τίποτα.

Δυο ξένοι για τους έξω, δυο άγνωστοί που κατά βάθος είναι πολύ γνωστοί. Δυο κορμιά γυμνά που προσπαθούν να σβήσουν πάθη και λάθη μεταξύ τους, να μετράνε πόνους και φόβους σε ανακατωμένα μαλλιά και κραυγές.

Δυνατές κραυγές που βγάζουν αγανάκτηση. Αγανάκτηση για τη ζωή τους, για την κατάντια τους, για τη στέρηση τους για ζωή. Δυο ζευγάρια πατούσες δίχως παπούτσια να μπλέκονται ανάμεσα σε εσώρουχα και σεντόνια. Και έξω από εκείνη την πόρτα, σοβαροί, μετρημένοι και πιστοί.

Πιστοί στους ανθρώπους που γυρνάνε, πιστοί στα έργα και στις δουλειές τους . Όμως κάθε βράδυ η απόλυτη κόλαση αναμεμειγμένη με λίγο παράδεισο. Μια ανάσα σε μια ασφυκτική ζωή.

Οι παράνομοι έρωτες δεν γεννιούνται από τύχη. Αγκαλιάζουν ψυχές και υπάρχουν. Γίνονται χωρίς σκέψη και δεν γεννάνε όνειρα..

Διεκδικούν, φωνάζουν, κλαίνε και παθιάζονται. Μα δεν αγαπούν και δεν αγαπιούνται. Δεν ονειρεύονται παρέα. Βγάζουν πόνο, δυστυχία μα όχι έρωτα, όχι ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ.

Οι παράνομοι έρωτες περπατάνε ξυπόλητοι, πατάνε αγκάθια και λάσπες, συγχωρούν τους άλλους αλλά όχι τους εαυτούς τους. Θέλουν να φωνάξουν, μα πνίγονται, σου λένε πως στις ζωές τους δυστύχησαν μα δεν τους ακούς.

Μόνο κρίνεις, κατακρίνεις και τους καταδικάζεις.

Καταδικάζεις μια στιγμή που έχουν για να ξεχάσουν τα προβλήματα τους. Κατακρίνεις τις στιγμές που ζητάνε λίγο παράδεισο.

Οι παράνομοι έρωτες περπατάνε ξυπόλητοι γιατί κανένας από τους κριτές δεν ξέρει ποια παπούτσια να τους δώσει να φορέσουν!

Κανείς δεν είναι υπόλογος για όσα δεν ένιωσε

Πάντα θα είναι πιο εύκολο να δώσεις την ευθύνη αλλού παρά να την αναλάβεις. Αλλά αυτό το ξέραμε. Το έχουμε ξανακάνει άλλωστε. Παραπάνω από μία φορές. Μας κουράζει η ευθύνη αλλά αφού κουραζόμαστε εμείς ας κουραστεί και αυτή. Είναι και φορές που ούτε καν μπαίνουμε σε αυτές τις διαδικασίες. Ήρεμα, σταθερά και σαν από συνήθεια την πασάρουμε αλλού. Σαν να προσφέρεις ένα γλυκό. Ευγενική χειρονομία με ψεύτικο χαμόγελο και όλες τις τυπικές εγκαρδιότητες που χρειάζονται για να ξεμπερδεύεις. Αφού δεν μπορείς να ξεμπερδεύεις με το αίσθημα, τουλάχιστον ας τελειώσεις μια και καλή με την ευθύνη του.

Γιατί κάπου πρέπει να βρεθεί η ευθύνη σωστά; Κάποιος πρέπει να την αναλαμβάνει για όλο το αίσθημα που πάει χαμένο, για όλα αυτά που δε συνέβησαν ποτέ επειδή τους έλειπε η αμοιβαιότητα. Αν κάποιος δεν μπορεί να σε αγαπήσει όπως εσύ, αν δεν μπορεί να σου επιστρέψει το αίσθημα πίσω, κάπου να το εξαργυρώσει και να το ανταποδώσει, έχει ευθύνη. Ναι, ναι, έτσι πρέπει να ‘ναι. Την κουβαλάει πέρα δώθε για όλα αυτά που δεν μπορεί ή δε νοιάζεται να δώσει. Δεν είναι δυνατόν άλλωστε κάποιος να αγαπάει ή ακόμα και να αγαπιέται και ο άλλος να μην ανταποκρίνεται ή έστω να μην προσπαθεί. Να μη νοιάζεται. Αδιανόητο η αγάπη του ενός να μη βρίσκει στέγη κάπου μέσα στον άλλον. Πού ξανακούστηκε να αγαπάς και ο άλλος να κάθεται με τα χέρια σταυρωμένα. Δεν είναι δυνατόν η αγάπη, αυτό το τόσο ιερό και κινητήριο πράγμα να μην αλληλεπιδρά.

Και όμως είναι δυνατόν. Βασικά είναι τόσο δυνατόν όσο το να βρέξει αν τα σύννεφα είναι μαύρα και αστραπές χαράζουν τον ορίζοντα. Για ποιο λόγο αν κάποιος δε νιώθει τα ίδια με εμάς, να κουβαλάει την ευθύνη πέρα δώθε σαν έμβλημα ντροπής; Για ποιο λόγο είναι υποχρεωμένος να μας ανταποδώσει συναισθήματα; Για ποιο λόγο να τιμωρείται αιωνίως και να θεωρείται υπόλογος αν τολμήσει να αγαπήσει άλλον όσο εμείς αγαπάμε αυτόν; Για κανένα λόγο. Αν τα βάλεις κάτω με τη λογική να υπερτερεί και αν αφήσεις τον εαυτό σου να βγει επιτέλους έξω από τη στρογγυλάδα του συναισθήματος και να πλησιάσει το τετράγωνο των γεγονότων, θα δεις ότι κάνεις δεν είναι υποχρεωμένος να νοιάζεται αν τον αγαπάς και δεν μπορεί να σου προσφέρει το ίδιο, κανείς δε θα έπρεπε να νιώθει και ένοχος για αυτό. Είναι μόνο υποχρεωμένος να το σέβεται.

Είναι όλα μέσα στο παιχνίδι του ρίσκου και αν το πάρεις δεν μπορείς να περιμένεις καμία εγγύηση ότι θα αποδώσει. Γιατί αν όντως πήγαινες για να αποδώσει τότε δεν πήγαινες για να αγαπήσεις. Πήγαινες για να αγαπηθείς και υπάρχει διαφορά. Ας προτιμούσες στην τελική καλύτερα μια βόλτα για να δεις τα αξιοθέατα. Η αγάπη είναι το επικίνδυνο εύφλεκτο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα όλα όσα λαχταράμε. Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να μην είχε βαθμό επικινδυνότητας; Πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν να ανεχόταν να αποδίδονται ευθύνες στις καρδιές που δεν υπάρχει;

Αν δεν έρχεται φυσικά είτε σε σένα είτε στον άλλον τότε η επίρριψη ευθυνών δε γίνεται για χάρη της αγάπης. Γίνεται για χάρη του πληγωμένου εγωισμού, των ακυρωμένων προσδοκιών, της διάθεσης για θλίψη η οποία ίσως πιάνει το χώρο της πραγματικότητας.

Γιατί αυτό είναι το να μη σ ‘αγαπάνε πίσω ή να μην μπορείς εσύ να ανταποδώσεις τα αισθήματα κάποιου, άλλη μια πραγματικότητα. Ούτε κακή τύχη, ούτε αιτία για πόνο. Είναι κάτι αναπόφευκτο αν όχι και αναγκαίο για την ακόμα πιο πραγματική συνειδητοποίηση ότι το τι νιώθει ο καθένας είναι δικό του πρόβλημα και μόνο αν γίνει με κάποιον τρόπο και μοιραστείς με τον άλλο μια ζωή, μια σχέση, ένα κρεβάτι έστω και μια αμοιβαία στιγμή, τότε μοιράζεται και η ευθύνη. Αλλιώς η αγάπη ας έχει μόνο την ευθύνη να μας κάνει τη ζωή όσο καλύτερη της επιτρέπουμε.

Το σεξ είναι ασπίδα

Το σεξ κάνει καλό στη σωματική και στην ψυχική μας υγεία! Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τα αποτελέσματα πολλών ιατρικών μελετών, οι οποίες τονίζουν πόσο ευεργετική είναι η επίδραση της σεξουαλικής ζωής.

Πράγματι, όσον αφορά τη σωματική υγεία, έχει διαπιστωθεί ότι η σεξουαλική ζωή ενισχύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα (το αμυντικό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού), συμβάλλει στην καλύτερη καρδιακή λειτουργία, μπορεί να μας προφυλάξει από την εκδήλωση κάποιων μορφών καρκίνου και βοηθάει γενικότερα στην παράταση του χρόνου ζωής.

Σχετικά με το ανοσοποιητικό σύστημα, ο οργανισμός μας αποκτάει πιο δυνατή άμυνα απέναντι στις λοιμώξεις και είναι γρηγορότερη η επούλωση των τραυμάτων.

Επίσης, το σεξ ενισχύει την καλή καρδιακή λειτουργία. Η σεξουαλική επαφή μπορεί να θεωρηθεί σαν μια πολύ καλή αεροβική άσκηση που βοηθάει στην κυκλοφορία του αίματος και εξασκεί την καρδιά. Κατά το στάδιο της οργασμικής κορύφωσης μεγαλώνουν οι παλμοί της καρδιάς και ενισχύεται η λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα επιστημονικής μελέτης, οι άνδρες οι οποίοι έχουν ενεργή σεξουαλική ζωή, με συχνότητα ερωτικών επαφών δύο φορές την εβδομάδα, μειώνουν τις πιθανότητες να πάθουν έμφραγμα.

Ακόμη, πρέπει να θυμόμαστε ότι το σεξ είναι σα μια πολύ καλή μορφή σωματικής άσκησης που μας βοηθάει να διατηρήσουμε το σώμα μας λεπτό και σε καλή φυσική κατάσταση αφού καίμε αρκετές θερμίδες και λίπος.

Επιπλέον, καθοριστικό ρόλο στη θετική επίδραση της σεξουαλικής ζωής έχει και η ορμόνη ωκυτοκίνη, μια ουσία που εκκρίνει ο εγκέφαλός μας σε αυξημένη ποσότητα κατά τη διάρκεια του οργασμού. Η ωκυτοκίνη μεταφέρεται μέσα από την κυκλοφορία του αίματος στο σώμα μας.

Οι θετικές επιδράσεις της έχουν να κάνουν με τη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος και της αρτηριακής πίεσης, με την επούλωση πληγών και τη μείωση του αισθήματος του πόνου.

Παράλληλα, πρόσφατες ιατρικές έρευνες υποστηρίζουν ότι οι διάφορες ορμόνες που απελευθερώνονται κατά τον οργασμό μπορεί να μας προφυλάξουν από κάποιες μορφές καρκίνου, όπως ο καρκίνος του προστάτη στους άνδρες και ο καρκίνος του μαστού στις γυναίκες.

Ακόμη, η σεξουαλική ζωή λειτουργεί θετικά στην αντιμετώπιση του χρόνιου πόνου. Πράγματι, κατά το στάδιο του οργασμού εκκρίνονται ειδικές ουσίες, οι ενδορφίνες, οι οποίες μειώνουν σημαντικά την αίσθηση του πόνου.

Όσον αφορά τη θετική επίδραση του σεξ στην ψυχική μας υγεία, πολλές επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι οι άνθρωποι με σεξουαλική ζωή είναι πιο ευδιάθετοι και αισιόδοξοι και έχουν μικρές πιθανότητες να εμφανίσουν ψυχικές ασθένειες.

Τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και περισσότερες μελέτες που διερευνούν τη δράση ειδικών χημικών ουσιών που εκκρίνονται κατά τη διάρκεια του σεξ και που επιδρούν θετικά στη διάθεση των ατόμων.

Παράλληλα, η ύπαρξη σεξουαλικής ζωής αποτελεί και έναν παράγοντα που δείχνει την ψυχοσεξουαλική ωρίμανση του ατόμου. Είναι επίσης άξιο αναφοράς ότι οι άνθρωποι που διατηρούν ενεργή τη σεξουαλική τους ζωή εμφανίζουν σημαντικά μικρότερο ποσοστό άγχους και κατάθλιψης, σε σύγκριση με εκείνους που δεν έχουν σεξουαλική ζωή.

Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι τα άτομα αυτά είναι πιο ικανοποιημένα, ευδιάθετα και αισθάνονται καλά με τον εαυτό τους.

Ακόμη η καλή σεξουαλική ζωή φαίνεται να ενισχύει τη συναισθηματική επικοινωνία και τη συντροφικότητα ενός ζευγαριού. Τα ζευγάρια που έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές φαίνεται να είναι πιο ευτυχισμένα και ενισχύεται η επικοινωνία μεταξύ των συντρόφων.

Η Ψυχο(παθο)λογία του Έρωτα

«Ο έρωτας δεν είναι σπάνιος. Σπάνιος είναι ο αμοιβαίος έρωτας και ο έρωτας που διαρκεί». -Pascal Bruckner

Γιατί έχουμε ανάγκη να μιλήσουμε για τον έρωτα; Πρώτον, επειδή πρόκειται για θεμελιώδες υπαρξιακό ζήτημα με το οποίο όλοι, κάποια στιγμή, κληθήκαμε ή θα κληθούμε να αναμετρηθούμε.

Δεύτερον, επειδή όταν του επιτρέπουμε να κάνει τη δουλειά του (δηλαδή όταν τον ζούμε μέχρις εσχάτων), μας φέρνει αντιμέτωπους με όλα τα σκληρά δεδομένα της ύπαρξης: το εφήμερο των πραγμάτων, την έλλειψη νοήματος, τη μοναξιά.

Τέλος, επειδή δοκιμάζει τα όρια και τις αντοχές μας, θυμίζοντάς μας την επιθυμία να ζήσουμε στο έπακρο τη ζωή και, συγχρόνως, το φόβο να το πράξουμε.

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΙΟΝ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΣΤΕ;

«Ποτέ δεν πέφτω στα δίχτυα του έρωτα εφόσον προηγουμένως δεν το έχω ποθήσει», έχει πει κάποιος (1), και εγώ θα συμπλήρωνα ότι τον πόθο να ερωτευτούμε τον ξυπνάει η ανάγκη να ταράξουμε τα νερά, όταν η ζωή μας είναι ήρεμη και τακτοποιημένη μεν, αλλά κάπως άχρωμη. Φαίνεται, δηλαδή, ότι πρώτα ξυπνούν οι ανάγκες του εαυτού για αμφισβήτηση και αναθεώρηση των δεδομένων της ζωής, και κατόπιν κάνει την εμφάνιση της η ανάγκη για έναν συγκεκριμένο άλλο.

Όσο για το ποιον ερωτευόμαστε, μάλλον αποτελεί μυστήριο με ελάχιστες πιθανότητες να διαλευκανθεί. Ίσως είναι ο πιο ταιριαστός ή συμπληρωματικός, όπως υποστηρίζουν οι θεωρίες της ψυχολογίας. Ή ίσως είναι εκείνος, του οποίου το βλέμμα μας θυμίζει το πρώτο βλέμμα που πρωτοαντικρίσαμε ερχόμενοι στον κόσμο, όπως υποστηρίζει η ψυχανάλυση. Ίσως τελικά δεν έχει σημασία ποιος είναι, μιας και εμείς οι ίδιοι κατασκευάζουμε ενεργητικά την εικόνα του ώστε να μας αρέσει. Ώστε να ικανοποίει την ανάγκη μας να οικοδομήσουμε ένα νέο εαυτό και μια νέα ζωή εντός μιας νέας πραγματικότητας.

Παρόλο που είναι δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ του αν ερωτευόμαστε τον πραγματικό άνθρωπο απέναντί μας ή την εικόνα που έχουμε στο κεφάλι μας για εκείνον, ο άνθρωπος που θα μας συγκινήσει είναι ένας και μοναδικός, αναντικατάστατος και μη συγκρίσιμος (τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκούν τα μάγια).

Όπως και να έχει, η αδυναμία να εξηγήσουμε αιτιολογικά την επιλογή μας δεν μας εγκαταλείπει ποτέ. Γιατί ερωτευτήκαμε αυτόν τον συγκεκριμένο άνθρωπο; Το ερώτημα σχεδόν εξεγείρει. Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο άγνωστος που μέσα σε μια στιγμή έγινε τόσο σημαντικός;

(1) Μπαρτ, 1977, 223

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Για αδιευκρίνιστους, λοιπόν, λόγους δύο άνθρωποι (ή δύο βλέμματα) συναντιούνται. Και λέγοντας ψυχολογική συνάντηση δεν εννοούμε κάτι απλό. Αναφερόμαστε στη σπάνια εκείνη στιγμή μέσα στο χρόνο, κατά την οποία ένας άνθρωπος αγγίζει έναν άλλο στον πυρήνα του και, εξαιτίας αυτού, εξαναγκάζεται σε ριζική μεταστροφή και διαφοροποίηση.

Ασφαλώς υπάρχουν ιδιοσυγκρασιακές διαφορές, αλλά, σε γενικές γραμμές, έπειτα από μια τέτοια συνάντηση, ένας άνθρωπος, «φυσιολογικός» μέχρι εκείνη τη στιγμή, αρχίζει να εμφανίζει τα ακόλουθα «συμπτώματα»:

1. Αισθητά μειωμένη όρεξη για ύπνο ή φαγητό και μόνιμη ψυχοφυσιολογική διέγερση (αυξημένος καρδιακός ρυθμός, διεσταλμένες κόρες ματιών, ίλιγγος, αποπροσανατολισμός).

2. Υπερβολικό, ανεξέλεγκτο πάθος για τον άλλον, σε συνδυασμό με επίμονα συναισθήματα ευφορίας, αγαλλίασης, ενθουσιασμού, έκστασης.

3. Διαρκής ονειροπόληση και ισχυρή απροθυμία ή άρνηση να εργαστεί, να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους εκτός του ποθητού αντικειμένου, γενικώς να συντονιστεί με την πραγματικότητα.

4. Επαναλαμβανόμενες σεξουαλικές φαντασιώσεις καθημερινά, προκαλούμενες από ισχυρή φυσική έλξη και σεξουαλική επιθυμία για το ερωτικό αντικείμενο.

5. Απορρόφηση από ρομαντικές φαντασιώσεις απόλυτης ένωσης κατά το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας, και εκδήλωση συμπεριφορών στοργής, τρυφερότητας και ενδιαφέροντος για τον άλλον.

6. Παράλογη υποκειμενική αίσθηση ότι είναι μαγεμένος ή υπνωτισμένος ή υπό την επήρεια ουσιών, με συνέπεια την εκδήλωση συμπεριφορών εξάρτησης και άμεσης προσκόλλησης στον άλλον.

7. Ταχέως αυξανόμενη αμοιβαία εμπιστοσύνη και ισχυρή ανάγκη εκατέρωθεν αλλαγής, επιρροής και αυτοαποκάλυψης.

8. Διάχυτη αίσθηση συνενοχής και συμμετοχής σε ένα ιδιωτικό μυστικό μόνο για δύο (αίσθηση ειδυλλίου).

Τα παραπάνω «συμπτώματα» είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Την αμέσως επόμενη στιγμή (ή και τη ίδια), αρχίζει ο πόλεμος και απόδειξη αυτού είναι η πολεμική ορολογία του έρωτα: αιχμαλωτίζω, κατακτώ, δολοπλοκώ, επιτίθεμαι, υποτάσσομαι.

Η αναπόφευκτη αποτυχία απόλυτου συντονισμού με τον άλλον, ακριβώς επειδή είναι διαφορετικός από εμάς, γεννά την αγωνία, την αβεβαιότητα, την αδημονία. Το βάθος και η υπερβολή του δικού μας συναισθήματος, σε συνδυασμό με την συνειδητοποίηση ότι ο άλλος είναι ελεύθερος να μείνει ή να φύγει όποτε θέλει, ξυπνούν το θυμό, τη ζήλια, μας κάνουν αβέβαιους και ασταθείς, με διαρκείς μεταπτώσεις στο συναίσθημα και τη συμπεριφορά. Ακόμα και όταν ο άλλος είναι ολοκληρωτικά παρών και δηλώνει εξίσου ερωτευμένος, η αίσθηση του ανικανοποίητου, της στέρησης, της έλλειψης, δε λένε να μας εγκαταλείψουν.

Η κατάσταση που βιώνουμε είναι η αποθέωση της αμφιθυμίας. Μας ελκύει και μας απωθεί την ίδια στιγμή. Μας γεμίζει ενέργεια και συγχρόνως μας εξαντλεί. Μας απομακρύνει και μετά μας φέρνει πάλι κοντά και μάλιστα με ενισχυμένη την επιθυμία. Πρόκειται για βίωμα πρώτου μεγέθους που ψυχολογικά καταλαμβάνει όλο το χώρο, κυριεύοντας ολοκληρωτικά τον άνθρωπο.

Με αυτή την έννοια, ο έρωτας εντάσσεται στη σφαίρα της «ψυχοπαθολογίας», της ψυχής που πάσχει. Οι ερωτευμένοι τον μισό καιρό χαίρονται και τον υπόλοιπο υποφέρουν. Υποφέρουν για τον άλλον, αλλά κυρίως για τον εαυτό τους προσπαθώντας να βγάλουν νόημα από αυτό που τους συμβαίνει. Είναι τραγικά πρόσωπα όσο και αν ακούγεται υπερβολικό. Όσοι έχουν ερωτευτεί έστω μία φορά στη ζωή τους το γνωρίζουν αυτό.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Ασφαλώς κάποια στιγμή ο έρωτας τελειώνει. Με μαθηματική ακρίβεια: κάθε φορά βιώνεται ως μοναδικός, κάθε φορά βιώνεται ως αιώνιος, κάθε φορά τελειώνει. Είτε διακοπεί είτε συνεχιστεί η σχέση, ο έρωτας θα μας εγκαταλείψει οπωσδήποτε και με αυτή την έννοια κάθε έρωτας είναι εξορισμού καταδικασμένος.

Ένα λεπτό όμως. Γιατί τελειώνει;

Επειδή είναι αδύνατον να πραγματοποιήσει όσα υπόσχεται. Επειδή όταν έρχεται η ώρα να συγκρουστεί με την πραγματικότητα είναι χαμένος από χέρι.

Επειδή, από βιασύνη ή φόβο, δόθηκαν και κατακτήθηκαν τα πάντα και η επιθυμία δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης.

Επειδή δεν αντέχουμε να το πάμε μέχρι τέλους, από φόβο μήπως ταλαιπωρηθούμε, πονέσουμε ή εγκαταλειφθούμε. Πράγματα σίγουρα δηλαδή έτσι και ερωτευτούμε.

Επειδή ο άλλος είναι άλλος. Είναι διαφορετικός, ξεχωριστός από εμάς και δεν μπορούμε να συγχωνευτούμε μαζί του, ούτε καν να συγχρονιστούμε.

Επειδή δεν αντέχουμε το πόσο ευάλωτους και τρωτούς μας καθιστά. Μαθημένοι να κρύβουμε τις ανάγκες και τα συναισθήματα μας, μόλις ψυλλιαστούμε ότι κινδυνεύουμε να εκτεθούμε, το βάζουμε στα πόδια.

Επειδή αποδεικνύεται ότι ο άλλος είναι απλώς ένας άνθρωπος και όχι ο θεός που ερωτευτήκαμε. Ο έρωτας χωρίς εξιδανίκευση απλώς δεν μας γεμίζει το μάτι.

Υπάρχουν πολλά «επειδή» που εξηγούν γιατί τελειώνει ο έρωτας, αλλά καμία εξήγηση δεν μπορεί να μας κάνει να δεχθούμε το τέλος έτσι απλά. Ανεξάρτητα από το αν ο έρωτας εγκατέλειψε πρώτα εμάς ή τον άλλον, δυσκολευόμαστε να αντικρίσουμε την «αποτυχία» μας κατάματα και να παραδεχτούμε ότι πάλι δεν τα καταφέραμε. Ανακόπτοντας τη διαδικασία ωρίμανσης που ξεκίνησε ήδη με την πρώτη συνάντηση, επιστρατεύουμε μια σειρά από μηχανισμούς, προκειμένου να αντισταθούμε στον πόνο.

Ψευδαίσθηση ελέγχου. Πείθουμε τον εαυτό μας ότι ελέγχουμε απόλυτα τα συναισθήματα μας. Αποφασίζουμε να γυρίσουμε σελίδα μέσα σε μια νύχτα. Δεν έχουμε τίποτα να σκεφτούμε, να δουλέψουμε ή να ξεπεράσουμε. Έτσι κι αλλιώς, δεν πιστεύουμε καν στον έρωτα.

Εμμονή. Ολοκληρωτική άρνηση του τέλους. Ο άλλος έχει φύγει οριστικά, αλλά εμείς ορκιζόμαστε ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς εκείνον. Μένουμε κολλημένοι, ανίκανοι να πάμε παρακάτω, αδυνατώντας να συμφιλιωθούμε με το ανέφικτο και το εφήμερο.

Άρνηση ανάληψης της ευθύνης των συναισθημάτων και συμπεριφορών μας. Φερόμαστε ως ανώριμα, επιπόλαια παιδιά που τα θέλουν όλα. Δεν ξέρουμε αν θέλουμε να τελειώσει ή να συνεχίσει ο έρωτας, προτιμούμε κάποιος άλλος να αποφασίσει για μας. Δεν παίρνουμε θέση, δεν επιλέγουμε, δεν διεκδικούμε, δεν εγκαταλείπουμε τίποτα. Στασιμότητα στην αιωνιότητα.

Όταν όλοι οι μηχανισμοί αποτύχουν, όταν εξαντληθούν όλα τα περιθώρια, τελικά (και επιτέλους) αφηνόμαστε στον πόνο. Πρόκειται για γνήσιο πένθος καθώς οι απώλειες είναι μεγάλες και πολλά αυτά για τα οποία πρέπει να κλάψουμε.

Χάθηκε ο άλλος. Η δύναμη και επιρροή του επάνω μας. Το βλέμμα του που ήταν ο καθρέφτης μας. Η απουσία του δεν γίνεται αισθητή πια. Η παρουσία του δεν αναστατώνει. Σχεδόν απορούμε που συμβαίνει έτσι.

Χάθηκε ένα δικό μας, πολύ ζωτικό, κομμάτι που αφορούσε εκείνον και όσα ζήσαμε, και που ο άλλος, φεύγοντας, το πήρε μαζί του.

Χάθηκαν οι αυταπάτες. Η μόνη επιλογή που μας έμεινε είναι η επίπονη αποδοχή του τέλους όλων των πραγμάτων.

Χάθηκε ο εαυτός μας όπως τον ξέραμε. Δεν είμαστε πια ο άνθρωπος που ήμασταν πριν τον έρωτα, ούτε ο άνθρωπος που έζησε τον έρωτα. Και ο νέος άνθρωπος που είμαστε είναι ακόμα υπό διαμόρφωση.

Χάθηκε η επαφή, οικειότητα, το δέσιμο. Ο συνένοχος και συμπαίκτης μας. Και καλούμαστε να συμφιλιωθούμε με τη μοναξιά.

Χάθηκε το συγκεκριμένο νόημα γύρω από το οποίο είχαμε οικοδομήσει τη ζωή μας για όσο διάστημα ζούσαμε υπό ερωτικό καθεστώς.

Χάθηκε το πολύτιμο δώρο του να μας σκέφτονται, να μας ποθούν, να μας αγαπούν, να είμαστε σημαντικοί για κάποιον.

Χάθηκε η δυνατότητα να κρυβόμαστε από τον εαυτό μας. Αναγκαζόμαστε να αναμετρηθούμε με τα όρια μας. Να παραδεχτούμε τις αδυναμίες και ανάγκες μας. Να αγκαλιάσουμε το φόβο μας για αλλαγή και να αποφασίσουμε αν θα ανοιχτούμε σε νέες δυνατότητες.

Η φάση του πένθους διαρκεί όσο χρειάζεται μέχρι να ανασυνθέσουμε τα σκορπισμένα κομμάτια μας. Συνήθως περιλαμβάνει πλήθος υποτροπών που μας γυρνούν βήματα πίσω και ξεκινάμε από την αρχή ξανά. Χρειάζεται πίστη ότι έχουμε τη δύναμη να το ζήσουμε ενεργητικά μέχρι τέλους και να πάρουμε όσα έχει να μας προσφέρει. Αν όχι μόνοι μας, με τη πολύτιμη στήριξη ενός καλού φίλου ή θεραπευτή.

ΠΕΡΙΠΟΥ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Κάποτε η διαδικασία ολοκληρώνεται και είμαστε έτοιμοι να βγούμε στον κόσμο ξανά. Κάπως διαφορετικοί, δυναμωμένοι, μεταμορφωμένοι και διευρυμένοι. Η ανάγκη για αλλαγή που μας οδήγησε αρχικά στον έρωτα μοιάζει έτσι να ικανοποιείται.

Μόλις βγήκαμε από μια οριακή εμπειρία, από μια κρίση. Και όπως κάθε κρίση, σύμφωνα με το χιλιοειπωμένο κλισέ, μπορεί να αντιμετωπιστεί είτε ως κίνδυνος είτε ως ευκαιρία. Την μετατρέπουμε σε ευκαιρία όταν, εξαιτίας της, βρίσκουμε νέους τρόπους ψυχικής οργάνωσης και συμπεριφοράς, οι οποίοι αποδεικνύονται εξαιρετικά χρήσιμοι στην αντιμετώπιση κρίσεων σε άλλα πεδία ή χρονικές στιγμές της ζωής.

Όπως και να έχει, ήταν από κάθε άποψη πλούσια εμπειρία. Σχεδόν νιώθουμε υπερηφάνεια που επιλέξαμε να τη ζήσουμε ως το τέλος. Ήταν μια από τις φορές που νιώσαμε αληθινά ζωντανοί. Αντιμετωπίσαμε εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια, περιοριστικά της ελευθερίας μας, και τολμήσαμε να αναμετρηθούμε μαζί τους. Και με αυτή την έννοια ο έρωτας που ζήσαμε ήταν επαναστατική πράξη. Αφεθήκαμε να κυριευτούμε από συναισθήματα και να χάσουμε το μυαλό μας για έναν άνθρωπο, ενάντια σε μια κοινωνία αυστηρά ορθολογική και κόντρα σε ό,τι θεωρείται πρέπον για το φύλο μας, την ηλικία μας ή τη θέση μας. Τολμήσαμε να χάσουμε τον εαυτό μας και να τον ξαναβρούμε περισσότερο θαρραλέο, αυθεντικό και ανεξάρτητο.

Και έτοιμο για όσους έρωτες χρειαστεί ακόμα.

Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα. Φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία

Η ζωή είναι παράξενη.

Συμβαίνουν τόσα πράγματα εκεί που δεν τα περιμένεις και δεν λύνεις κανένα πρόβλημα με το να αντιστέκεσαι σ' αυτά.

Χρειάζεται να έχεις τεράστια ευλυγισία και σταθερή καρδιά.

Η ζωή είναι σαν μια κόψη ξυραφιού και πρέπει να περπατήσει κανείς πάνω σ’ αυτό το μονοπάτι με εξαιρετική προσοχή και ευέλικτη σοφία.

Η ζωή είναι πολύ πλούσια, έχει τόσους πολλούς θησαυρούς κι εμείς την πλησιάζουμε με άδειες καρδιές.

Δεν ξέρουμε πώς να γεμίσουμε τις καρδιές μας με την αφθονία της ζωής.

Ενώ είμαστε φτωχοί μέσα μας, όταν μας προσφέρονται τα πλούτη της τ’ αρνιόμαστε.

Πάμε στο πηγάδι για νερό κρατώντας δαχτυλήθρα κι έτσι η ζωή καταντάει μια κακόγουστη υπόθεση, ασήμαντη και μικρή.

Η αγάπη είναι επικίνδυνο πράγμα. Φέρνει τη μόνη επανάσταση που δίνει απόλυτη ευτυχία.

Είναι τόσο λίγοι εκείνοι από μας που μπορούν ν’ αγαπούν. Τόσο λίγοι εκείνοι που θέλουν ν’ αγαπούν.

Αγαπάμε βάζοντας όρους, κάνοντας την αγάπη ένα εμπορεύσιμο πράγμα.

Έχουμε νοοτροπία παζαριού, αλλά η αγάπη δεν είναι εμπορεύσιμη, δεν είναι ένα απλό «πάρε-δώσε».

Είναι μια κατάσταση ύπαρξης όπου όλα τα ανθρώπινα προβλήματα είναι λυμένα.

Τι υπέροχο μέρος που θα μπορούσε να είναι η γη με τόση πολλή ομορφιά που υπάρχει, τόσο μεγαλείο, τόση άφθαρτη ομορφιά!

Είμαστε παγιδευμένοι στον πόνο και δεν νοιαζόμαστε να ξεφύγουμε απ’ αυτόν ακόμα κι όταν κάποιος μας δείχνει το δρόμο.

Δεν ξέρω, αλλά νιώθει κανείς να φλέγεται από αγάπη· υπάρχει μια άσβηστη φλόγα· νιώθει ότι έχει τόση πολλή απ’ αυτήν μέσα του, που θέλει να τη δώσει σε όλους· και το κάνει.

Είναι σαν ένα ποτάμι που κυλάει με ορμή, που ποτίζει και δίνει ζωή σε κάθε πόλη και χωριό· μολύνεται από τις ανθρώπινες βρομιές που πέφτουν σ’ αυτό, αλλά σύντομα τα νερά καθαρίζονται από μόνα τους και συνεχίζουν να τρέχουν.

Τίποτα δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη γιατί διαλύονται μέσα σ’ αυτήν τα πάντα: το καλό και το κακό· το άσχημο και το όμορφο.

Είναι το μοναδικό πράγμα που είναι αυτό το ίδιο αιωνιότητα.

Παιδεία είναι η ταπεινότητα και η επιμονή στις αξίες μας

Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση!

Παιδεία είναι η αισθητική μας. Ο τρόπος με τον οποίο συνομιλούμε, φλερτάρουμε, περπατάμε στο δρόμο, κρατάμε την πόρτα να περάσει ο άγνωστος στο ασανσέρ.

Παιδεία είναι οι λέξεις μας, η διακριτικότητά μας, η ελευθερία μας, τα όρια της ελευθερίας μας, η μουσική που ακούμε, η γλώσσα του σώματός μας, το πόσο αγαπάμε να μαθαίνουμε, να αλλάζουμε, να διαβάζουμε σαν να είμαστε κάθε φορά άγραφα χαρτιά.

Παιδεία είναι η ταπεινότητα αλλά και η επιμονή στις αξίες μας, το ότι δεν είμαστε προς πώληση, το ότι σεβόμαστε τον άνθρωπο, το παιδί του άλλου, την κυρία που καθαρίζει το γραφείο μας, τον κύριο που καθαρίζει το πάρκο στο οποίο βγάζουμε βόλτα το σκύλο μας, την κοπέλα στο ταμείο. Παιδεία είναι η μεγαλοψυχία μας, το να ποτίσουμε μια άγνωστη γλάστρα, το να φροντίζουμε την πίσω όψη του σπιτιού μας.

Παιδεία είναι το να προστατεύουν τα χέρια μας τον αδύναμο, να τα βάζουνε με το θηρίο. Παιδεία είναι το πόσο μπορούμε να έρθουμε απέναντι στο σύστημα και στους συστημικούς, παιδεία είναι η γενναιότητα και η ευθύνη.

Παιδεία είναι το να διαλέγεις τον δύσκολο δρόμο της αξιοπρέπειας, της μοναξιάς και συνάμα να καίγεται το μέσα σου για το κοινό καλό. Για το ωραίο και τη σωτηρία του.

«Ο άνθρωπος είναι η απάντηση, όποια κι αν είναι η ερώτηση» –André Breton.

ΣΕΝΕΚΑΣ: Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι του, η ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη

Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς λόγος να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ζήσει πολύ επειδή έχει άσπρα μαλλιά και ρυτίδες` δεν έζησε πολύ, απλώς και μόνο υπήρξε στη ζωή επί πολύ. Θα πίστευες μήπως ότι το ταξίδι κάποιου είχε μεγάλη διάρκεια επειδή ο άνθρωπος αυτός, αμέσως μόλις βγήκε από το λιμάνι, έπεσε πάνω σε φοβερή θύελλα, η οποία τον πέταγε από το ένα μέρος στο άλλο, ενώ οι άνεμοι, που λυσσομανούσαν από διάφορες κατευθύνσεις, τον γυρόφερναν μέσα στον ίδιο κύκλο; Δεν ήταν μεγάλο το ταξίδι του` η ταλαιπωρία του ήταν μεγάλη.

Συχνά παραξενεύομαι όταν βλέπω κάποιους να ζητούν να τους διατεθεί ο χρόνος των άλλων, και εκείνοι πάλι, προς τους οποίους διατυπώνεται το αίτημα, να είναι εξαιρετικά ενδοτικοί. Και οι δύο πλευρές φαίνεται να δίνουν σημασία μόνο στο ίδιο το αίτημα της προσφοράς χρόνου, καμιά τους όμως να μην την απασχολεί το θέμα του ίδιου του χρόνου` σαν να ήταν μηδαμινό αυτό που ζητείται και ανάξιο σημασίας αυτό που προσφέρεται. Οι άνθρωποι παίζουν με το πιο πολύτιμο πράγμα στον κόσμο` στην πραγματικότητα όμως δεν το βλέπουν, επειδή δεν έχει συγκεκριμένη υλική υπόσταση, δεν περιλαμβάνεται μέσα στο οπτικό πεδίο των ανθρώπων, και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο θεωρείται κάτι το ευτελέστατο ή, για να είμαι πιο ακριβής, κάτι που δεν έχει καμιά απολύτως αξία. 

Οι άνθρωποι δέχονται με μεγάλη ευχαρίστηση μισθούς και επιδόματα, καταβάλλουν μάλιστα για την απόκτησή τους μόχθο, προσωπική εργασία και όλο τους το ζήλο. Αλλά κανείς τους δεν υπολογίζει το χρόνο` όλοι τον χρησιμοποιούν με απλοχεριά, σαν να μην τους κοστίζει τίποτα. Πρόσεξε όμως πως πέφτουν στα πόδια των γιατρών τους όταν αρρωστήσουν και ο κίνδυνος του θανάτου είναι κοντά, πρόσεξε πόσο έτοιμοι είναι, αν απειληθούν με θανατική καταδίκη, να ξοδέψουν όλα τα υπάρχοντά τους, με μόνο αντάλλαγμα τη ζωή! 

Τόσο μεγάλη είναι η αστάθεια των συναισθημάτων τους. Αλλά αν ο καθένας μπορούσε να έχει μπροστά του εκτεθειμένα όσα χρόνια ζωής του απομένουν, όπως ακριβώς έχει και εκείνα που έχουν περάσει, πόσο τρομοκρατημένοι θα ήταν όσοι θα έβλεπαν ότι ελάχιστα μόνο τους υπολείπονται και πόσο θα πρόσεχαν να μη τα σπαταλήσουν! Θα σου ήταν, ίσως, εύκολο να διαθέσεις κάποιον αριθμό ετών, ιδιαίτερα αν αυτός ήταν μικρός` θα πρέπει όμως να είσαι πολύ πιο προσεκτικός φρουρός εκείνου που δεν ξέρεις πόσο θα διαρκέσει.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της συντομίας της ζωής

ROBERT GREENE: Φρόντισε να φαίνεσαι ανόητος ώστε να αποκαλύπτονται εύκολα οι επιτήδειοι που σε προσεγγίζουν

To χειμώνα του 1872, ο Αμερικανός Χρηματιστής Άσμπουρι Χάρπεντινγκ επισκεπτόταν το Λονδίνο όταν έλαβε ένα τηλεγράφημα: ένα ορυχείο διαμαντιών είχε ανακαλυφθεί στην Αμερικανική Δύση. Το τηλεγράφημα προερχόταν από μια αξιόπιστη πηγή, τον Γουίλιαμ Ράστον, ιδιοκτήτη της Τράπεζας της Καλιφόρνια, αλλά ο Χάρπεντινγκ το θεώρησε φάρσα, εμπνευσμένη από την πρόσφατη ανακάλυψη τεράστιων ορυχείων διαμαντιών στη Νότια Αφρική. Η αλήθεια είναι ότι όταν για πρώτη φορά έφτασαν αναφορές ότι είχε ανακαλυφθεί χρυσός στις δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες, όλοι αμφέβαλλαν, αλλά τελικά οι φήμες επαληθεύτηκαν. Αλλά ένα ορυχείο διαμαντιών στη Δύση! Ο Χάρπεντινγκ έδειξε το τηλεγράφημα στο συνάδελφό του χρηματιστή, τον Βαρόνο Ρόθτσαϊλντ (έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου), λέγοντάς του ότι επρόκειτο γι’ αστείο. Ο βαρόνος, ωστόσο, απάντησε: Μην είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό. Η Αμερική είναι μια πάρα πολύ μεγάλη χώρα. Έχει καταπλήξει πολλές φορές τον κόσμο. Ίσως μας επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις». Ο Χάρπεντινγκ, αμέσως, πήρε το πρώτο καράβι και γύρισε στην Αμερική.

Όταν ο Χάρπεντινγκ έφτασε στο Σαν Φρανσίσκο συνάντησε μια ατμόσφαιρα ενθουσιασμού που έμοιαζε με αυτή των ημερών του Πυρετού για Χρυσό , στα τέλη της δεκαετίας του 1840. Το ορυχείο το ανακάλυψαν δύο δύστροποι κυνηγοί πολυτίμων μετάλλων και λίθων, ο Φίλιπι Άρνολντ και ο Τζον Σλακ. Δεν αποκάλυψαν την τοποθεσία του, στο Γουαϊόμινγκ, αλλά πήγαν εκεί μ’ έναν εξαιρετικά ευυπόληπτο ειδικό μερικές εβδομάδες αργότερα, ακολουθώντας μια παραπλανητική πορεία για να μη μπορέσει να μαντέψει την ακριβή τοποθεσία. Αφού έφτασαν εκεί, ο ειδικός παρακολουθούσε καθώς οι εργάτες εξόρυσσαν τα διαμάντια. Όταν επέστρεψαν στο Σαν Φρανσίσκο ο ειδικός πήγε τα πετράδια σε διάφορους κοσμηματοπώλες, ένας από τους οποίους υπολόγισε την αξία τους γύρω στο 1,5 εκατομμύρια δολάρια.

Ο Χάρπεντινγκ και ο Ράλστον τώρα ζήτησαν από τον Άρνολντ και τον Σλακ να τους συνοδέψουν πίσω στη Νέα Υόρκη, όπου ο κοσμηματοπώλης Τσαρλς Τίφανι θα πιστοποιούσε τις αρχικές εκτιμήσεις. Οι Άρνολντ και Σλακ αντέδρασαν με καχυποψία – μυρίστηκαν παγίδα: Πώς μπορούσαν να εμπιστευτούν αυτούς τους έξυπνους απατεώνες της πόλης; Τι θα γινόταν αν ο Τίφανι και οι επενδυτές κατάφερναν να τους κλέψουν το ορυχείο μέσα από τα χέρια τους; Ο Ράλστον προσπάθησε να κατευνάσει τους φόβους τους δίνοντάς τους 100.000 δολάρια και καταθέτοντάς τους άλλες 300.000 δολάρια. Αν κατέληγαν σε συμφωνία, θα τους πλήρωναν ακόμη 300.000 δολάρια. Συμφώνησαν.

Η μικρή ομάδα ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, όπου και συναντήθηκαν στην έπαυλη του Σάμιουελ Λ. Μπάρλοου και όπου παρευρέθηκε η αφρόκρεμα της αριστοκρατίας ο Στρατηγός Τζορτζ Μπρίντον ΜακΚλέλαν, ο διοικητής των δυνάμεων των Βορείων στον Εμφύλιο Πόλεμο, ο Στρατηγός Μπέντζαμιν Μπάτλερ, ο Χόρας Γκρήλι, εκδότης της εφημερίδας Νιου Γιορκ Τρίμπιουν, ο Χάρπεντινγκ, ο Ράλστον και ο Τίφανι. Μόνο ο Σλακ και ο Αρνολντ έλειπαν- σαν τουρίστες , αποφάσισαν να πάνε να δουν τα αξιοθέατα.

Όταν ο Τίφανι ανήγγειλε ότι τα πετράδια ήταν αυθεντικά και ότι χτίζουν μια περιουσία, οι επενδυτές δεν μπορούσαν να ελέγξουν τον ενθουσιασμό τους. Τηλεγράφησαν στον Ρόθτσαϊλντ και σε άλλους μεγιστάνες για να τους πληροφορήσουν σχετικά με το ορυχείο διαμαντιών και για να τους προσκαλέσουν να μοιραστούν την επένδυση. Ταυτόχρονα, ζήτησαν από τον Σλακ και τον Άρνολντ να κάνουν ακόμη έναν έλεγχος επέμεναν να στείλουν ένα δικό τους ειδικό μαζί τους στο ορυχείο για να πιστοποιήσει τα αποθέματά του. Συμφώνησαν χωρίς να το πολυθέλουν. Στο μεταξύ, είπαν ότι έπρεπε να επιστρέψουν στο Σαν Φρανσίσκο. Τα πετράδια που είχε εξετάσει ο Τίφανι τα άφησαν με τον Χάρπεντινγκ για να τους τα φυλάξει.

Αρκετές εβδομάδες αργότερα, ένας άντρας, ο Λούις Τζάνιν, ο καλύτερος ειδικός εξορύξεων στη χώρα, συνάντησε τον Σλακ και τον Άρνολντ στον Σαν Φρανσίσκο. Ο Τζάνιν ήταν ένας γεννημένος αμφισβητίας, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να διαπιστώσει αν το ορυχείο ήταν απάτη. Τον συνόδευαν ο Χάρπεντινγκ και αρκετοί άλλοι ενδιαφερόμενοι επενδυτές. Όπως και με τον προηγούμενο ειδικό, ο Σλακ και ο Άρνολντ οδήγησαν την ομάδα μέσα από μια πολύπλοκη σειρά από φαράγγια, προσπαθώντας να τους αποπροσανατολίσουν. Όταν έφτασαν στην τοποθεσία, οι επενδυτές παρακολούθησαν απορημένοι καθώς ο Τζάνιν έσκαψε την περιοχή, ισοπεδώνοντας λοφίσκους, αναποδογυρίζοντας κοτρόνες και βρίσκοντας σμαράγδια, ρουμπίνια, ζαφείρια και πιο πολύ απ’ όλα διαμάντια. Το σκάψιμο διήρκεσε οκτώ ημέρες και στο τέλος ο Τζάνιν πείστηκε: είπε στους επενδυτές ότι τώρα ήταν ιδιοκτήτες του πλουσιότερου ορυχείου στην Ιστορία, «Με εκατό άντρες και τα κατάλληλα μηχανήματα», τους είπε, «θα μπορούσα να εγγυηθώ να σας στέλνω ένα εκατομμύριο δολάρια σε διαμάντια κάθε τριάντα μέρες».

Όταν επέστρεψαν στο Σαν Φρανσίσκο, λίγες ημέρες αργότερα, Ράλστον, ο Χάρπεντινγκ και οι υπόλοιποι, έσπευσαν να ιδρύσουν μια εταιρεία ιδιωτικών επενδυτών. Πρώτα, ωστόσο, έπρεπε να απαλλαγούν από τον Σλακ και τον Άρνολντ. Κάτι τέτοιο σήμαινε πως έπρεπε να κρύψουν τον ενθουσιασμό τους – σίγουρα δεν ήθελαν να αποκαλύψουν την αξία του ορυχείου. Έτσι έκαναν την πάπια. Ποιος ξέρει αν ο Τζάνιν είχε δίκιο, είπαν στους Σλακ και Άρνολντ, το ορυχείο μπορεί να μην είναι τόσο πλούσιο όσο νομίζουμε. Ο Σλακ και ο Άρνολντ θύμωσαν. Τότε οι επενδυτές δοκίμασαν κάτι άλλο και είπαν στους δύο άντρες ότι αν επέμεναν να έχουν μετοχές στο ορυχείο, θα κατέληγαν να τους μαδήσουν οι αδίστακτοι μεγιστάνες και οι επενδυτές οι οποίοι θα διεύθυναν την εταιρεία. Θα ήταν καλύτερα να έπαιρναν τις 700.000 δολάρια που τους πρόσφεραν – ένα τεράστιο ποσό για την εποχή εκείνη – και να παραμέριζαν την πλεονεξία τους. Ο Σλακ και ο Άρνολντ κατανόησαν τι τους έλεγαν και τελικά συμφώνησαν να δεχτούν τα χρήματα και να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους μαζί με τους χάρτες στους επενδυτές.

Τα νέα για το ορυχείο διαδόθηκαν με την ταχύτητα του φωτός. Διάφοροι πιθανοί αγοραστές συνέρρευσαν στο Γουαϊόμινγκ. Στο μεταξύ ο Χάρπεντινγκ και η ομάδα άρχισαν να ξοδεύουν τα εκατομμύρια που είχαν μαζέψει από τους επενδυτές, αγοράζοντας εξοπλισμό, προσλαμβάνοντας τους καλύτερους άντρες για το είδος αυτό της δουλειάς και επιπλώνοντας πολυτελή γραφεία στη Νέα Υόρκη και στο Σαν Φρανσίσκο.

Μερικές εβδομάδες αργότερα, στο πρώτο τους ταξίδι πίσω στο ορυχείο, ήρθαν αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια: Δεν είχε βρεθεί ούτε ένα διαμάντι ή ρουμπίνι. Τα πάντα ήταν μια απάτη. Καταστράφηκαν. Ο Χάρπεντινγκ, άθελά του, είχε παρασύρει τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου στη μεγαλύτερη απάτη του αιώνα.

Ερμηνεία

Ο Άρνολντ και ο Σλακ κατάφεραν να φέρουν σε αίσιο πέρας την εκπληκτική τους απάτη χωρίς να χρησιμοποιήσουν ούτε έναν ψεύτικο μηχανικό και χωρίς να δωροδοκήσουν τον Τίφανι: Όλοι οι ειδικοί ήταν αληθινοί. Όλοι είχαν πραγματικά πιστέψει στην ύπαρξη του ορυχείου και στην αξία των πετραδιών. Εκείνο που τους παρέσυρε ήταν ο Σλακ και ο Άρνολντ. Οι δύο άντρες φαίνονταν να είναι τόσο άξεστοι, τόσο χωριάτες, τόσο αφελείς, ώστε κανείς, ούτε για ένα λεπτό, δεν πίστεψε ότι ήταν ικανοί για μια τόσο αναιδή απάτη. Δεν είχαν κάνει τίποτα παραπάνω από το να τηρήσουν το νόμο του να “φαίνεσαι πιο ανόητος από το στόχο – η Πρώτη Εντολή του απατεώνα.”

Οι χειρισμοί της απάτης ήταν αρκετά απλοί. Μήνες πριν ο Άρνολντ και ο Σλακ αναγγείλουν την “ανακάλυψη” ενός ορυχείου διαμαντιών, ταξίδεψαν στην Ευρώπη όπου αγόρασαν μερικά αυθεντικά πετράδια για περίπου 12.000 δολάρια (μέρος από τα χρήματα που είχαν αποταμιεύσει από τις ημέρες της χρυσοθηρίας τους). Κατόπιν σκόρπισαν αυτά τα πετράδια τα οποία ανάσκαψαν οι ειδικοί και έφεραν στο Σαν Φρανσίσκο στο ορυχείο”. Οι κοσμηματοπώλες που τα Εκτίμησαν, συμπεριλαμβανομένου και του Τίφανι, παρασύρθηκαν από την πυρετώδη ατμόσφαιρα που επικρατούσε και υπερεκτίμησαν την αξία τους. Κατόπiν ο Ράλστον έδωσε στον Σλακ και στον Άρνολντ 100.000 δολάρια για εγγύηση και αμέσως μετά το ταξίδι τους στη Νέα Υόρκη, κατευθύνθηκαν στο Άμστερνταμ όπου αγόρασαν σάκους ακατέργαστων πολύτιμων λίθων, πριν επιστρέψουν στο Σαν Φρανσίσκο. Τη δεύτερη φορά που οι ειδικοί έψαξαν στο ορυχείο βρήκαν πολλά περισσότερα πετράδια,

Η αποτελεσματικότητα του σχεδίου τους, ωστόσο, δεν εξαρτιόταν από κόλπα σαν αυτά, αλλά από το ότι ο Σλακ και ο Άρνολντ έπαιξαν τους ρόλους τους τέλεια. Στο ταξίδι τους στη Νέα Υόρκη, όπου συναναστράφηκαν εκατομμυριούχους και μεγιστάνες, παρίσταναν τους άξεστους χωριάτες ακόμη περισσότερο, φορώντας παντελόνια και πανωφόρια ένα ή δύο νούμερα μικρότερα και απορώντας με οτιδήποτε έβλεπαν στη μεγάλη πόλη. Κανείς δεν πίστευε ότι αυτά τα δύο χαϊβάνια θα μπορούσαν να εξαπατήσουν τους πιο δόλιους και αδίστακτους επενδυτές της εποχής. Και από τη στιγμή που ο Χάρπεντινγκ, ο Ράλατον, ακόμη και ο Ρόθτσαιλντ δέχτηκαν ότι υπάρχει ορυχείο, όποιος το αμφισβητούσε ήταν σαν να αμφισβητούσε την εξυπνάδα των πιο επιτυχημένων επιχειρηματιών του κόσμου.

Στο τέλος, η καλή φήμη του Χάριτεντινγκ αμαυρώθηκε και δεν την ανέκτησε ποτέ. Ο Ρόθτσαιλντ έμαθε το μάθημά του και δεν ξανάπεσε ποτέ θύμα απάτης. Ο Σλακ πήρε τα λεφτά του και εξαφανίστηκε, χωρίς να τον δει κανείς ποτέ ξανά. Ο Άρνολντ γύρισε στην πατρίδα του, το Κεπάκι. Όπως και να το κάνουμε, δεν υπήρχε τίποτα το παράνομο με την πώληση των δικαιωμάτων του ορυχείου. Οι αγοραστές είχαν συμβουλευτεί τους καλύτερους ειδικούς και αν το ορυχείο δεν είχε άλλα διαμάντια, το πρόβλημα ήταν δικό τους. Ο Άρνολντ χρησιμοποίησε τα χρήματα για να επεκτείνει το αγρόκτημά του και άνοιξε και μια δική του τράπεζα.

ROBERT GREENE, ΔΥΝΑΜΗ

Άγιοι καταστροφείς: Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άγιοι της χριστιανοσύνης που φέρονται ως καταστροφείς του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού ή των αντιπάλων τους ή και δολοφόνοι!

Ένας από τους γνωστούς ισχυρισμούς των χριστιανών απολογητών είναι ότι: "Οι χριστιανοί δεν έκαναν καταστροφές, ο Ελληνικός πολιτισμός κατέπεσε από μόνος του και αν έγιναν κάποιες ελάχιστες καταστροφές από κάποιους φανατικούς· αυτό έγινε λόγω των διωγμών που υπέστησαν από τους εθνικούς". Θα δούμε αν ευσταθεί αυτός ο πολύ συχνός ισχυρισμός τους, με βάση τα δικά τους κείμενα που είναι τα συναξάρια των αγίων, από τα οποία θα δούμε αποσπάσματα καταστροφών, όπως και από την ιστορία, τι αναφέρει για όσους από αυτούς τους αγίους, έχουμε ιστορικά στοιχεία.

Τα Συναξάρια είναι οι βιογραφίες των αγίων του Χριστιανισμού, άσχετα αν περιλαμβάνουν πλήθος μυθικών και υπερφυσικών στοιχείων, ή πολλές από αυτές είναι δημιουργήματα μεταγενέστερης ανάγκης για ύπαρξη πληθώρας μαρτύρων

Τα σχετικά με καταστροφές αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι κυρίως από την συλλογή του Άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη. Ακολουθεί ο "σύνδεσμος 1" στο πρωτότυπο. Ο δεύτερος "σύνδεσμος 2", είναι ένα διαδομένο συναξάρι στο Διαδίκτυο, που έχει μεταφρασμένα τα κείμενα, και ίσως πληροφορίες και από άλλα συναξάρια, αλλά όπως θα διαπιστώσετε και αρκετά αλλοιωμένα. Όταν ο δεύτερος σύνδεσμος είναι σε παρένθεση, υπάρχει αλλοίωση που συνήθως σημειώνεται δίπλα του σε παρένθεση. Για τα ιστορικά πρόσωπα χρησιμοποιήθηκαν άλλες πηγές.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τον άφησα τελευταίο γιατί γιορτάζει αρκετές μέρες, που δείχνει σε πόσο μεγάλη εκτίμηση τον έχει η Εκκλησία.
13 Νοεμβρίου: Μνήμη Ιωάννη του Χρυσοστόμου (η 14η Σεπτεμβρίου είναι η εορτή Υψώσεως του Σταυρού και έτσι η εορτή μετατέθηκε).
30 Ιανουαρίου: Των Τριών Ιεραρχών, μαζί με τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο.
15 Δεκεμβρίου: Χειροτονία του σε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
27 Ιανουαρίου: Ανακομιδή των λειψάνων του το 438 από τον Πατριάρχη Πρόκλο.
26 Φεβρουαρίου: Η χειροτονία του σε πρεσβύτερο.

Επειδή ήταν πολυγραφότατος, έχουμε δεκάδες κείμενα του επί παντός επιστητού. Δυστυχώς η γλώσσα του είναι μάλλον δύσκολη, αλλά αξίζει της μνείας μας, τόσο για τον έκδηλο αντισημιτισμό του (όλο το έργο κατά Ιουδαίων), για την υποβάθμιση της γυναίκας, για την λοιδορία κατά των Ελλήνων φιλοσόφων και του ελληνικού πολιτισμού, αλλά και για την φονταμενταλιστική θέση του, ότι ο φόνος κατ`εντολή του θεού δεν σε κάνει φονιά, το αντίθετο, είναι καλός και άγιος.

Την εποχή που ήταν πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, ανέλαβε επίτροπος του ανήλικου Αρκάδιου ο φίλος του ευνούχος Ευτρόπιος που στην ουσία διοικούσε αυτός. Τότε έγινε και ο γνωστός νόμος για τα ιερά "ες Έδαφος φέρειν" σήμα κατατεθέν έκτοτε για τους χριστιανούς, να καταστρέφουν με την αυτοκρατορική βούλα. Ὴταν η εποχή που ο νεοφώτιστος χριστιανός Αλάριχος κατέστρεφε την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα με την βοήθεια των καλογήρων. Φυσικά τότε το πρόβλημα του Χρυσόστομου δεν ήταν μόνο οι Έλληνες, τους οποίους μισούσε βαθύτατα και αυτό φαίνεται από τους λίβελους για τον πολιτισμό τους και την φιλοσοφία τους, αλλά ο αιρετικός για αυτόν Θεόφιλος Αλεξανδρείας και το αν η Παναγία ήταν θεοτόκος ή ανθρωποτόκος.

Η Εκκλησία της Ελλάδος τον θεωρεί Πατέρα της και έναν από τους τρεις Φωστήρες που υποτίθεται ότι συζεύξαν τον Ελληνισμό με τον Χριστιανισμό και είναι και "προστάτες της ελληνικής παιδείας". Δηλαδή η πλήρης υποκρισία.

Για τη δράση και των τριών Ιεραρχών της Εκκλησίας υπάρχει και ξεχωριστή ανάρτηση.

ΔΕΣ:

ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ: ΕΝΑΣ ΒΡΩΜΟΣΤΟΜΟΣ ΑΝΘΕΛΛΗΝΑΣ

Γνώμες των χριστιανών Πατέρων για την Ελληνική παιδεία και τους αρχαίους Έλληνες σοφούς – Η δυσφήμηση των Ελλήνων από την Ορθοδοξία

Να σημειωθεί για τον άγιο Χρυσόστομο κάτι ενδιαφέρον: Ή ήταν τρικέφαλος σαν τον Γηρυόνη, ή μας δουλεύουν χοντρά, καθώς κυκλοφορούν τουλάχιστον τρία κεφάλια του (τις ονομάζουν κάρες). 

Διαβάστε το αντίστοιχο ορθόδοξο (εδώ φυσικά οι άλλες κάρες είναι "δήθεν" γιατί το αυτί σε αυτές δεν είναι άφθαρτο!).

Η αλήθεια είναι ότι τα συναξάρια είναι σε απίστευτο βαθμό μυθολογήματα και εφόσον δεν μπορούμε να δεχτούμε ως αληθή τα εξόφθαλμα θαύματα που περιέχουν, άλλο τόσο και τις ιστορίες τους. Αυτά όμως μαζί και με τις πράξεις των ιστορικών αγίων, αλλά και ότι έχουμε δει ήδη για το πως επικράτησε ο Χριστιανισμός, δείχνουν την ιδεολογία των χριστιανών διαχρονικά στο πως έβλεπαν τις άλλες θρησκείες και το μίσος τους για τις θεωρήσεις των άλλων που δεν άντεχαν, κυρίως των αρχαίων Ελλήνων που τους θεωρούσαν "μιαρούς", και "διεφθαρμένους". Αντικατοπτρίζουν τελικά το ποιοι κατέστρεφαν τα αρχαία ιερά, επίσης αντικατοπτρίζει τον πραγματικό λόγο που έγιναν οι σχετικά λίγοι διωγμοί των χριστιανών: Έγιναν εξαιτίας της επιθετικής τους δράσης κατά της αρχαίας θρησκείας, αφού εκείνη την εποχή και μέχρι να επικρατήσουν, υπήρχε πραγματική ανεξιθρησκεία.

Βλέπετε, για τους χριστιανούς τότε δεν εθεωρείτο κακό να καταστρέψεις τον ναό μιας άλλης θρησκείας ή τα αγάλματα της, υπήρχαν άλλωστε και οι κανόνες του Δευτερονομίου που δεν φαίνεται κανείς στον Χριστιανισμό να τους θεωρεί ως άκυρους, το αντίθετο. Υπάρχουν επίσης και οι εντολές του ίδιου του Ιησού, που είπε: ότι όποιος δεν είναι μαζί του είναι εναντίον του, ότι θα φέρει διχόνοια και ότι όποιος είναι έξω από την διδασκαλία του, πρέπει να αποβληθεί και να ριφθεί στην φωτιά. Έτσι δεν μας κάνουν εντύπωση τα κατορθώματα και οι καταστροφές αγίων χριστιανών, αφού συμφωνούν και με την θεωρία του. Μια θεωρία που η σύγχρονη Εκκλησία θέλει να ξεχάσει ή να συμβολοποιήσει.

Η μελέτη αυτή μπήκε για να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά, ότι ο Χριστιανισμός στην ουσία του και συχνά με την πράξη του, δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη και την ειρήνη που δήθεν θέλει να μας πει, ειδικά στον τρόπο που εξαπλώθηκε. Ήταν φονταμενταλιστικός, δηλαδή επικροτούσε και εφάρμοσε την βία στους άλλους όπως κάνουν τώρα οι μουσουλμάνοι, το προβάλει αυτό σαν επίτευγμα στα κείμενα αλλά και σε εικόνες του. Έτσι εξαπλώθηκε και δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά διασφάλιση ότι δεν μπορεί να ξαναγίνει κάποια στιγμή το ίδιο.

ΔΕΣ: Άγιοι καταστροφείς

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος και διαλεκτική

HEGEL: 1770-1831

Φιλοσοφία και διαλεκτική του πνεύματος

§1 Προκαταρκτικές υποτυπώσεις

Ι. Το ερώτημα που διαρκώς θέτει νέους προβληματισμούς γύρω από την ουσία και την αλήθεια της Φαινομενολογίας του πνεύματος είναι το εξής: Πώς μπορεί να κατανοεί κανείς τελικά τη Φαινομενολογία του πνεύματος; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα ουσιαστικά συνιστά απάντηση σε δυο τινά: α) τι είναι το πνεύμα και ποια η σχέση του με τη φιλοσοφία; και β) Η Φαινομενολογία του πνεύματος, έτσι όπως τη γνωρίζουμε ως το πρώτο έργο της συστηματικής σκέψης του Χέγκελ, είναι μια απλή Προπαιδευτική εργασία στο όλο σύστημα της φιλοσοφίας του πνεύματος του Χέγκελ και στην εγελιανή επιστήμη του Λόγου ή μια επιστημονική εισαγωγή στο όλο Λογικό σύστημα και συγχρόνως ένα κραταιό μέλος αυτού του συστήματος; Καμιά απάντηση, ιστορικά ιδωμένες όλες οι ως τώρα ερμηνευτικές απόπειρες των μελετητών του Χέγκελ, δεν μπορεί να είναι οριστική. Είναι ωστόσο μια ερμηνευτική προσπάθεια, που επιτρέπει περαιτέρω σε κάθε ευσυνείδητο ερευνητή της εγελιανής φιλοσοφίας να γνωρίσει σε βάθος την αλήθεια του φαινομενολογικού πνεύματος του εν λόγω έργου σε συνάφεια με την αλήθεια του σκεπτόμενου ανθρώπου.

ΙΙ. Ο ίδιος ο Χέγκελ στον Πρόλογο και στην Εισαγωγή της Φαινομενολογίας του πνεύματος μιλάει για το εν λόγω έργο ως μέθοδο της εμπειρίας της συνείδησης ή ως επιστήμης της εμπειρίας της συνείδησης. Γενικώς ειπείν, η εγελιανή Φαινομενολογία του πνεύματος δείχνει να προσφέρει μια σφαιρική εικόνα ολόκληρου του συστήματος φιλοσοφίας του Χέγκελ και όχι απλώς μια προπαιδευτική σύλληψη της φιλοσοφίας συγκριτικά με το επακόλουθο συστηματικό-επιστημονικό μέρος της φιλοσοφικής αυτοκατανόησης του Λόγου. Η Φαινομενολογία του πνεύματος αυτοκατανοείται κατ’ αρχάς, από μεθοδολογική άποψη, ως επιστήμη της εμπειρίας της συνείδησης. Τουτέστι, η συνείδηση, όντας άμεση παρουσία του πνεύματος, αποκτά συνείδηση του εαυτού της ως φιλοσοφικής συνείδησης ιστορικά και διαλεκτικά. Τούτο το ιστορικό-διαλεκτικό στοιχείο γίνεται περισσότερο κατανοητό, αν λάβουμε υπόψη ότι η Φαινομενολογία του πνεύματος, ως εμπειρία, από πλευράς μεθόδου, δεν είναι μια απλή, καθημερινή εμπειρία· απεναντίας παραπέμπει στην εμπειρία υπό την ύψιστη φιλοσοφική εμβέλεια της τελευταίας.

ΙΙΙ. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για την εμπειρία που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία του Όλου ή ως Όλο· ήτοι ως φιλοσοφία της ζωής και της ύπαρξης, της συνείδησης, της ιστορίας, της θρησκείας, του πνεύματος αλλά και του απόλυτου πνεύματος, εν τέλει ως φιλοσοφική συνειδητοποίηση της Γνώσης. Πώς προσλαμβάνεται η εν λόγω εμπειρία και πώς σχετίζεται με την ατομική αλλά και καθολική πορεία του πνεύματος ως συνείδησης; Προσλαμβάνεται και μορφοποιείται αντιστοίχως εν είδει διαλεκτικών βαθμίδων της κίνησης της συνείδησης· μια κίνηση που ολοκληρώνεται ως μεταστοχαστικός Λογισμός της συνείδησης, ως ανασκοπική της επιστροφή από την εξωτερική της περιπέτεια, από το άνοιγμά της στον κόσμο, ιστορικά και Λογικά κατανοούμενο, στη γνωσι-οντο-λογική συνάντηση-ενότητα του εαυτού της με τον ως τώρα αποξενωμένο της κόσμο, τον οποίο καθ’ όλη αυτή τη διαλεκτική της εκδίπλωση η σκεπτόμενη συνείδηση γιγνώσκει και διαγιγνώκει ω το χαρακτηριστικό της αντι-κείμενο. Αυτή η ενότητα, που επιτυγχάνει η συνείδηση, είναι μια συγκεκριμένη ενότητα, μια διαλεκτικώς πεπληρωμένη περιεχομένου ολότητα και συγχρόνως ταυτότητα υποκειμένου και αντικειμένου, μορφής και περιεχομένου

§2 Πνεύμα: φιλοσοφία του ενεργώς πραγματικού

«Η φιλοσοφία αντίθετα δεν εξετάζει τον επουσιώδη προσδιορισμό αλλά τον προσδιορισμό, εφόσον είναι ουσιώδης· το στοιχείο και το περιεχόμενό της δεν είναι το αφηρημένο ή το μη πραγματικό, αλλά το ενεργώς-πραγματικό, το αυτο-τιθέμενο και το εντός εαυτού ζωντανό, η ύπαρξη στην έννοιά της. Το στοιχείο της φιλοσοφίας είναι η διεργασία, η προχωρητική πορεία, που γεννά και διατρέχει τις βαθμίδες της· και αυτή η κίνηση στην ολότητά της συνιστά το θετικό και την αλήθεια του θετικού. Τούτη η αλήθεια εγκλείει επίσης το αρνητικό, εκείνο που θα ονομάζαμε εσφαλμένο ή ψευδές, αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα τέτοιο, από το οποίο θα έπρεπε να κάνουμε αφαίρεση. Αυτό που οδηγείται στον εξαφανισμό, πρέπει πολύ περισσότερο το ίδιο να το θεωρούμε ως ουσιαστικό, όχι ως κάτι το παγιωμένο, που αποκομμένο από το αληθές θα έπρεπε να κείτεται έξω από αυτό, ποιος ξέρει πού· και το αληθές, με τη σειρά του, δεν πρέπει να θεωρείται ως το νεκρό, στατικό θετικό στην άλλη πλευρά. Η εμφάνιση ή το φαινόμενο είναι η κίνηση της γένεσης και του αφανισμού, κίνηση η οποία δεν γεννιέται και δεν παρέρχεται αφ' εαυτής, αλλά είναι καθεαυτήν [=εγγενής] και συνιστά την ενεργό-πραγματικότητα (Wirklichkeit) και την κίνηση της ζωής της αλήθειας. Το αληθές λοιπόν είναι η βακχική παραζάλη, όπου κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο, και, επειδή το καθένα αυτοκαταλύεται ομοίως άμεσα, όταν αποχωρίζεται από το όλο, αυτή η παραζαλη είναι σύγχρονα η διαυγής και απλή ηρεμία. Στο δικαστήριο εκείνης της κίνησης [έχοντας κριθεί] οι ενικές μορφές του πνεύματος δεν υφίστανται περισσότερο απ' ό,τι οι προσδιορισμένες σκέψεις, αλλά είναι πτυχές τόσο θετικές και αναγκαίες, όσο αρνητικές και παροδικές. ‒ Μέσα στην ολότητα της κίνησης, εννοημένην ως ηρεμία, εκείνο που διακρίνεται σ' αυτή και προσδίδει στον εαυτό του ιδιαίτερη ύπαρξη, διαφυλάσσεται ως κάτι, το οποίο αναμιμνήσκεται του εαυτού [= εσωτερικεύεται], [ως κάτι] του οποίου η ύπαρξη είναι η γνώση του ίδιου του εαυτού, όπως και η γνώση είναι εξίσου άμεσα ύπαρξη».

§3 Ερμηνεία ‒ κατανόηση

Ι. Είναι πρόδηλο πως εδώ ο Χέγκελ μας δίνει μια μοναδικής ενάργειας αντιπροσωπευτική εικόνα του διαλεκτικού φιλοσοφείν του πνεύματος. Ειδικότερα, επί του συγκεκριμένου πεδίου του μέγιστου έργου του, της Φαινομενολογίας του πνεύματος, η φιλοσοφία παρουσιάζει την ενύπαρκτη στα πράγματα διαλεκτική κίνησή τους, έτσι όπως αυτή-εδώ εμπίπτει στη γνωσιακή διεργασία ως δια-νοηματικά δυναμική αντιστοιχία ανάμεσα στην εξωτερική ύπαρξη των εν λόγω πραγμάτων και στην έννοιά τους. Αυτή η αντιστοιχία είναι κυρίως ισοδύναμη με το ενεργώς-πραγματικό (das Wirkliche), με την ενεργό-πραγματικότητα (die Wirklichkeit), δηλ. το πνεύμα, ενώ στα μετά τη Φαινομενολογία του πνεύματος έργα του Χέγκελ, και δη στην Επιστήμη της Λογικής, φέρει, ως επί το πλείστον, το όνομα της Ιδέας.

ΙΙ. Η φιλοσοφική διεργασία ή διαδικασία (der Prozeß) εκτυλίσσεται υπό τη μορφή μιας συνεχώς μεταβαλλόμενης κίνησης, που παραπέμπει στη διαλεκτική εκδίπλωση του πνεύματος και ορισμένως συμπαρασύρει τους πάντες και τα πάντα. Κατ’ αυτή τη διαλεκτική εκδίπλωση, οι βαθμίδες της είναι τo ένα μετά το άλλο σχήμα, μορφή ή μόρφωμα (Gestalt) της συνείδησης, έτσι όπως ο Χέγκελ την εννοεί πρωτίστως στο προαναφερθέν έργο του ως την άμεση ύπαρξη του πνεύματος . Το φιλοσοφικό Όλο, όλη η ακολουθία των σχημάτων της συνείδησης, δηλ. η Φαινομενολογία του πνεύματος ως τέτοιο Όλο, είναι το θετικό και το αληθές· συνάμα περιέχει και το αρνητικό, δηλαδή το κάθε εξατομικευμένο σχήμα της συνείδησης, που είναι μεταβατικό και παροδικό, ενώ συγχρόνως αποδεικνύεται ανεπαρκές και τελεί σε αναντιστοιχία με την έννοια των πραγμάτων. Αυτά τα καθέκαστα σχήματα ωστόσο, αν και ανεπαρκή σχήματα γνώσης, δεν παύουν να αποτελούν αναγκαίο και ουσιώδες τμήμα ολόκληρου του φιλοσοφικού γνωρίζειν.

ΙΙΙ. Έτσι, η εμφάνιση των εν λόγω σχημάτων υποδηλώνει την εμφάνιση του αληθούς, δηλ. της έννοιας, στην ύπαρξη της οποίας ανήκουν και τα διαδοχικά σχήματα της συνείδησης. Αυτή η εμφάνιση είναι η φαινόμενη ύπαρξη του πνεύματος και γι’ αυτό συνιστά «την ενεργό πραγματικότητα και την κίνηση της ζωής της αλήθειας». Τούτη η πραγματικότητα αποτυπώνεται πολύ παραστατικά με τη μορφή της βακχικής παραζάλης, όπου κάθε σχήμα της συνείδησης, κάθε ενικό άτομο μοιάζει να συμμετέχει και ως εξατομικευμένος χαροκόπος να αποκόπτεται, όταν έρθει η σειρά του, από τους άλλους χαροκόπους, με αποτέλεσμα να άγεται στην αυτο-κατάλυσή του και να δίνει τη θέση του στον επόμενο, ο οποίος προορίζεται να έχει την ίδια μοίρα. Υπ’ αυτή την έννοια, η βακχική παραζάλη, δηλ. η ενεργός-πραγματικότητα ή η αλήθεια, ενσαρκώνει τη διαλεκτική στάσης, ακινησίας και εν ταυτώ κίνησης: του Είναι και της έννοιας. 

ΙV. Είναι ακριβώς τούτο το δικαστήριο του διαλεκτικού Λόγου, που καταδικάζει τα καθέκαστα σχήματα της συνείδησης για τον λόγο ότι ξεκόβουν από το φιλοσοφικό Όλο και συγχρόνως τα διατηρεί ως αναγκαία συστατικά του τελευταίου. Πώς τα διατηρεί; Τα διατηρεί δυνάμει της ανάμνησης, Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με την άρνηση του καθέκαστου μορφώματος της συνείδησης και με την άρνηση τούτης της άρνησης και επιστροφή στην κατάφαση αλλά και με την περίφημη προσδιορισμένη άρνηση (bestimmte Negation), κατά την οποία το ένα ή το άλλο μόρφωμα της συνείδησης δεν υπόκειται σε μια τυπική, δηλ. μορφική και εξωτερική άρνηση, αλλά σε εσωτερική άρνηση ορισμένων χαρακτηριστικών και στη διατήρηση του πνευματικού πυρήνα ‒του πνευματικού στοιχείου‒ του κάθε συνειδησιακού μορφώματος. Η διατήρηση τούτη, με τη σειρά της, δεν είναι στατική, αλλά μια ποιοτικά ανώτερη, φιλοσοφικά πληρέστερη κατάσταση της συνείδησης, η οποία (κατάσταση) λαμβάνει τον χαρακτήρα του επόμενου σχήματος/μορφώματος, εντός του οποίου ενυπάρχει αποκαθαρμένο, ήτοι ανηρημένο, το προηγούμενό του.

V. Με την ολοκλήρωση της σειράς των σχημάτων ή μορφωμάτων της συνείδησης έχουμε και μια καθολική, μια ολική ανάμνηση, δηλ. μεταστοχαστική εσωτερίκευση, όλων των εν λόγω σχημάτων· πρόκειται για εκείνη την ανάμνηση/εσωτερίκευση που συγκροτεί το ποιοτικό κεφάλαιο της φιλοσοφικής Γνώσης/μετα-Γνώσης. Είναι κάτι σαν τον άνθρωπο, που από την πρώτη του ηλικία ως τα ύστερά του εξελίσσεται σε πνευματικό ον, μέσα από μορφώσεις, διαμορφώσεις και μεταλλάξεις της συνειδησιακής του ολότητας, ήτοι της γνωσι-οντο-λογικής του κατάστασης ως Όλου, και κατά την προχωρημένη ηλικία αναμιμνήσκεται του πραγματοποιημένου εαυτού του, κατά τρόπο που η εν λόγω ανάμνηση να παραπέμπει στον ολοκληρωμένο φιλοσοφικά Εαυτό, στην έννοια της υπαρκτικής του οντότητας και στην εννοιολογική, ήτοι κατανοητική, συγκρότηση της σκέψης του ως πνεύματος.

§4 Η φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος

«Στη Φαινομενολογία του Πνεύματος, το πνεύμα εξετάζεται στην εμφάνισή του ως συνείδηση· ακόμη εξετάζεται η αναγκαιότητα της προχωρητικής του πορείας έως την απόλυτη άποψη. Εδώ εξετάζονται τα σχήματα του πνεύματος, οι βαθμίδες, που το ίδιο δημιουργεί, έτσι όπως εισέρχονται στη συνείδησή του. Ό,τι όμως το πνεύμα γνωρίζει, ό,τι είναι ως συνείδηση, είναι το ένα· η αναγκαιότητα του τι γνωρίζει το πνεύμα και του τι υπάρχει γι’ αυτό είναι κάτι άλλο. Πράγματι, το πρώτο, δηλ. ότι για το πνεύμα υπάρχει ο κόσμος του, είναι ακριβώς κάτι απλώς υπαρκτό και εμφανίζεται ως τυχαίο· το άλλο, η αναγκαιότητα δυνάμει της οποίας αυτός ο κόσμος έχει δημιουργηθεί γι’ αυτό, δεν υπάρχει για το πνεύμα σε τούτη τη βαθμίδα της συνείδησης αλλά λαμβάνει χώρα κρυφά απ’ αυτό· υπάρχει μόνο για τη φιλοσοφική θεώρηση και ιδιάζει στην ανάπτυξη αυτού που το πνεύμα είναι σύμφωνα με την έννοιά του. Σε τούτη την ανάπτυξη επιτυγχάνεται μια βαθμίδα, όπου το πνεύμα φτάνει στην απόλυτη συνείδησή του· μια βαθμίδα, κατά την οποία η Λογικότητα υπάρχει για το πνεύμα ως ένας κόσμος· και καθώς από την άλλη πλευρά, ως συνείδηση, αναπτύσσεται σε συνείδηση του καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι του κόσμου, τούτο είναι το σημείο, όπου συμπίπτουν οι δυο, αρχικά διαφορετικές, προσεγγίσεις. Η τελείωση της συνείδησης έγκειται στο ότι το αληθινό αντι-κείμενο [πρέπει να] υπάρχει γι’ αυτήν, ενώ η τελείωση του αντι-κειμένου, του υποστασιακού, της υπόστασης, στο ότι τούτη πρέπει να υπάρχει διεαυτήν, ήτοι να διακρίνεται από τον εαυτό της και να έχει για αντι-κείμενο τον ίδιο τον εαυτό της. Η συνείδηση ωθείται περαιτέρω ώστε να γίνει συνείδηση του υποστασιακού, τούτο δε το τελευταίο, η έννοια του πνεύματος, ωθείται περαιτέρω ώστε να γίνει φαινόμενο και σχέση, στην οποία υπάρχει για τον εαυτό του. Τούτο το τελευταίο σημείο, όπου η κίνηση αμφοτέρων των πλευρών συμπίπτει, είναι ο κοινωνικά ηθικός κόσμος (die sittliche Welt), η πολιτεία».

§5 Ερμηνεία ‒ κατανόηση

Ι. Το πνεύμα, όπως ρητά αποφαίνεται ο Χέγκελ, είναι το ίδιο δημιουργός της μοίρας του: από τη μια πλευρά, στην υπαρκτική του σύσταση, είναι το καθεαυτό-και-διεαυτό-Είναι, ήτοι το Απόλυτο ή το απόλυτο πνεύμα, η Ιδέα· ως τέτοιο είναι ταυτό με τον εαυτό του και δεν υπάρχει άμεσα για τη συνείδηση παρά εμφανίζεται να υπάρχει γι’ αυτήν με τη μορφή ενός Άλλου. Το τελευταίο τούτο σημαίνει πως είναι άμεσα παρόν για τον ίδιο τον εαυτό του, νοούμενον ως συνείδηση, με τη μορφή ενός Άλλου. Αλλά το πνεύμα εν γένει δεν είναι παρά η νόηση που θεωρεί, εποπτεύει και εξετάζει. Από την άλλη πλευρά, εν τούτοις, οι δυο γνωσι-οντο-λογικές εκφάνσεις του πνεύματος, συνείδηση και πνεύμα, διαφορετικές στις αρχικές βαθμίδες της φαινομενολογικής του κίνησης, αποδεικνύονται βαθμιαία να είναι τόσο αλληλένδετες μεταξύ τους, ώστε όσο προχωρεί και εξελίσσεται η συνείδηση, τόσο το πνεύμα, ως τέτοια κατ’ αρχήν συνείδηση, να μορφώνεται και να δια-μορφώνεται περαιτέρω σε απόλυτη Γνώση, σε απόλυτα ελεύθερη συνείδηση του Εαυτού, σε απόλυτη αυτογνωσία του Λόγου. 

ΙΙ. Μια τέτοια συγκρότηση ανταποκρίνεται πλήρως στον άνθρωπο, που προορίζεται να είναι ο ίδιος, ως σκεπτόμενο ον, δημιουργός του ζωτικού του χώρου, της πολιτείας. Η τελευταία είναι ο τόπος, όπου ενδημεί η ελευθερία του πνεύματος ως αναγκαιότητα του προσδιορισμένου-Είναι, της καθορισμένης ύπαρξης (Dasein). του ανθρώπινου κόσμου. Ειδικότερα λοιπόν είναι ο κόσμος της ελευθερίας και σε σχέση με το πνεύμα αντιστοιχεί στην ενδιάμεση βαθμίδα του αντικειμενικού πνεύματος με τις δυο άλλες βαθμίδες να είναι το υποκειμενικό και το απόλυτο πνεύμα. Η διαλλαγή ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό στοιχείο καθίσταται δυνατή με την πραγματοποίηση του διαλεκτικού κύκλου του πνεύματος και με φόντο πάντα την κοινωνική ηθική (Sittlichkeit), ήτοι την ηθική τάξη και ζωή, νοούμενη όχι τόσο με τη στενή έννοια της τάξης που υπαγορεύουν κάποιοι ηθικοί κανόνες και αντίστοιχες ηθικολογικές ή αξιολογικές θεωρίες, αλλά θεμελιωδώς με τα συλλεγμένα ήθη της ανθρώπινης κοινότητας και τον αντίστοιχο συλλογικό τρόπο ζωής των ανθρώπινων ατόμων. Την καθολική έκφραση των ατόμων, στο μεταξύ, πραγματώνει ως πνευματική ενότητα η πολιτεία, αυτό τούτο το αντικειμενικό πνεύμα. Έτσι δεν πρόκειται για μια απλή εξωτερική σύναξη ετερόκλιτων ατόμων και συμφερόντων αλλά για εσωτερική ανταπόκριση ανθρώπινης ατομικότητας, αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας και υποστασιακής ουσίας της πολιτείας.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (567a-569c)

[567a] Οὐκοῦν καὶ ἵνα χρήματα εἰσφέροντες πένητες γιγνόμενοι πρὸς τῷ καθ᾽ ἡμέραν ἀναγκάζωνται εἶναι καὶ ἧττον αὐτῷ ἐπιβουλεύωσι;Δῆλον.
Καὶ ἄν γέ τινας οἶμαι ὑποπτεύῃ ἐλεύθερα φρονήματα ἔχοντας μὴ ἐπιτρέψειν αὐτῷ ἄρχειν, ὅπως ἂν τούτους μετὰ προφάσεως ἀπολλύῃ ἐνδοὺς τοῖς πολεμίοις; τούτων πάντων ἕνεκα τυράννῳ ἀεὶ ἀνάγκη πόλεμον ταράττειν;
Ἀνάγκη.
Ταῦτα δὴ ποιοῦντα ἕτοιμον μᾶλλον ἀπεχθάνεσθαι τοῖς [567b] πολίταις;
Πῶς γὰρ οὔ;
Οὐκοῦν καί τινας τῶν συγκαταστησάντων καὶ ἐν δυνάμει ὄντων παρρησιάζεσθαι καὶ πρὸς αὐτὸν καὶ πρὸς ἀλλήλους, ἐπιπλήττοντας τοῖς γιγνομένοις, οἳ ἂν τυγχάνωσιν ἀνδρικώτατοι ὄντες;
Εἰκός γε.
Ὑπεξαιρεῖν δὴ τούτους πάντας δεῖ τὸν τύραννον, εἰ μέλλει ἄρξειν, ἕως ἂν μήτε φίλων μήτ᾽ ἐχθρῶν λίπῃ μηδένα ὅτου τι ὄφελος.
Δῆλον.
Ὀξέως ἄρα δεῖ ὁρᾶν αὐτὸν τίς ἀνδρεῖος, τίς μεγαλόφρων, [567c] τίς φρόνιμος, τίς πλούσιος· καὶ οὕτως εὐδαίμων ἐστίν, ὥστε τούτοις ἅπασιν ἀνάγκη αὐτῷ, εἴτε βούλεται εἴτε μή, πολεμίῳ εἶναι καὶ ἐπιβουλεύειν, ἕως ἂν καθήρῃ τὴν πόλιν.
Καλόν γε, ἔφη, καθαρμόν.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸν ἐναντίον ἢ οἱ ἰατροὶ τὰ σώματα· οἱ μὲν γὰρ τὸ χείριστον ἀφαιροῦντες λείπουσι τὸ βέλτιστον, ὁ δὲ τοὐναντίον.
Ὡς ἔοικε γάρ, αὐτῷ, ἔφη, ἀνάγκη, εἴπερ ἄρξει.
[567d] Ἐν μακαρίᾳ ἄρα, εἶπον ἐγώ, ἀνάγκῃ δέδεται, ἣ προστάττει αὐτῷ ἢ μετὰ φαύλων τῶν πολλῶν οἰκεῖν, καὶ ὑπὸ τούτων μισούμενον, ἢ μὴ ζῆν.
Ἐν τοιαύτῃ, ἦ δ᾽ ὅς.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχὶ ὅσῳ ἂν μᾶλλον τοῖς πολίταις ἀπεχθάνηται ταῦτα δρῶν, τοσούτῳ πλειόνων καὶ πιστοτέρων δορυφόρων δεήσεται;
Πῶς γὰρ οὔ;
Τίνες οὖν οἱ πιστοί; καὶ πόθεν αὐτοὺς μεταπέμψεται;
Αὐτόματοι, ἔφη, πολλοὶ ἥξουσι πετόμενοι, ἐὰν τὸν μισθὸν διδῷ.
Κηφῆνας, ἦν δ᾽ ἐγώ, νὴ τὸν κύνα, δοκεῖς αὖ τινάς μοι [567e] λέγειν ξενικούς τε καὶ παντοδαπούς.
Ἀληθῆ γάρ, ἔφη, δοκῶ σοι.
Τίς δὲ αὐτόθεν; ἆρ᾽ οὐκ ἂν ἐθελήσειεν—
Πῶς;
Τοὺς δούλους ἀφελόμενος τοὺς πολίτας, ἐλευθερώσας, τῶν περὶ ἑαυτὸν δορυφόρων ποιήσασθαι.
Σφόδρα γ᾽, ἔφη· ἐπεί τοι καὶ πιστότατοι αὐτῷ οὗτοί εἰσιν.
Ἦ μακάριον, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις τυράννου χρῆμα, εἰ τοιούτοις [568a] φίλοις τε καὶ πιστοῖς ἀνδράσι χρῆται, τοὺς προτέρους ἐκείνους ἀπολέσας.
Ἀλλὰ μήν, ἔφη, τοιούτοις γε χρῆται.
Καὶ θαυμάζουσι δή, εἶπον, οὗτοι οἱ ἑταῖροι αὐτὸν καὶ σύνεισιν οἱ νέοι πολῖται, οἱ δ᾽ ἐπιεικεῖς μισοῦσί τε καὶ φεύγουσι;
Τί δ᾽ οὐ μέλλουσιν;
Οὐκ ἐτός, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἥ τε τραγῳδία ὅλως σοφὸν δοκεῖ εἶναι καὶ ὁ Εὐριπίδης διαφέρων ἐν αὐτῇ.
Τί δή;
Ὅτι καὶ τοῦτο πυκνῆς διανοίας ἐχόμενον ἐφθέγξατο, ὡς [568b] ἄρα «σοφοὶ τύραννοί» εἰσι «τῶν σοφῶν συνουσίᾳ.» καὶ ἔλεγε δῆλον ὅτι τούτους εἶναι τοὺς σοφοὺς οἷς σύνεστιν.
Καὶ ὡς ἰσόθεόν γ᾽, ἔφη, τὴν τυραννίδα ἐγκωμιάζει, καὶ ἕτερα πολλά, καὶ οὗτος καὶ οἱ ἄλλοι ποιηταί.
Τοιγάρτοι, ἔφην, ἅτε σοφοὶ ὄντες οἱ τῆς τραγῳδίας ποιηταὶ συγγιγνώσκουσιν ἡμῖν τε καὶ ἐκείνοις ὅσοι ἡμῶν ἐγγὺς πολιτεύονται, ὅτι αὐτοὺς εἰς τὴν πολιτείαν οὐ παραδεξόμεθα ἅτε τυραννίδος ὑμνητάς.
Οἶμαι ἔγωγ᾽, ἔφη, συγγιγνώσκουσιν ὅσοιπέρ γε αὐτῶν [568c] κομψοί.
Εἰς δέ γε οἶμαι τὰς ἄλλας περιιόντες πόλεις, συλλέγοντες τοὺς ὄχλους, καλὰς φωνὰς καὶ μεγάλας καὶ πιθανὰς μισθωσάμενοι, εἰς τυραννίδας τε καὶ δημοκρατίας ἕλκουσι τὰς πολιτείας.
Μάλα γε.
Οὐκοῦν καὶ προσέτι τούτων μισθοὺς λαμβάνουσι καὶ τιμῶνται, μάλιστα μέν, ὥσπερ τὸ εἰκός, ὑπὸ τυράννων, δεύτερον δὲ ὑπὸ δημοκρατίας· ὅσῳ δ᾽ ἂν ἀνωτέρω ἴωσιν πρὸς [568d] τὸ ἄναντες τῶν πολιτειῶν, μᾶλλον ἀπαγορεύει αὐτῶν ἡ τιμή, ὥσπερ ὑπὸ ἄσθματος ἀδυνατοῦσα πορεύεσθαι.
Πάνυ μὲν οὖν.
Ἀλλὰ δή, εἶπον, ἐνταῦθα μὲν ἐξέβημεν· λέγωμεν δὲ πάλιν ἐκεῖνο τὸ τοῦ τυράννου στρατόπεδον, τὸ καλόν τε καὶ πολὺ καὶ ποικίλον καὶ οὐδέποτε ταὐτόν, πόθεν θρέψεται.
Δῆλον, ἔφη, ὅτι, ἐάν τε ἱερὰ χρήματα ᾖ ἐν τῇ πόλει, ταῦτα ἀναλώσει, ὅποι ποτὲ ἂν ἀεὶ ἐξαρκῇ τὰ τῶν ἀποδομένων, ἐλάττους εἰσφορὰς ἀναγκάζων τὸν δῆμον εἰσφέρειν.
[568e] Τί δ᾽ ὅταν δὴ ταῦτα ἐπιλίπῃ;
Δῆλον, ἔφη, ὅτι ἐκ τῶν πατρῴων θρέψεται αὐτός τε καὶ οἱ συμπόται τε καὶ ἑταῖροι καὶ ἑταῖραι.
Μανθάνω, ἦν δ᾽ ἐγώ· ὅτι ὁ δῆμος ὁ γεννήσας τὸν τύραννον θρέψει αὐτόν τε καὶ ἑταίρους.
Πολλὴ αὐτῷ, ἔφη, ἀνάγκη.
Πῶς [δὲ] λέγεις; εἶπον· ἐὰν δὲ ἀγανακτῇ τε καὶ λέγῃ ὁ δῆμος ὅτι οὔτε δίκαιον τρέφεσθαι ὑπὸ πατρὸς ὑὸν ἡβῶντα, ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ ὑέος πατέρα, οὔτε τούτου αὐτὸν ἕνεκα [569a] ἐγέννησέν τε καὶ κατέστησεν, ἵνα, ἐπειδὴ μέγας γένοιτο, τότε αὐτὸς δουλεύων τοῖς αὑτοῦ δούλοις τρέφοι ἐκεῖνόν τε καὶ τοὺς δούλους μετὰ συγκλύδων ἄλλων, ἀλλ᾽ ἵνα ἀπὸ τῶν πλουσίων τε καὶ καλῶν κἀγαθῶν λεγομένων ἐν τῇ πόλει ἐλευθερωθείη ἐκείνου προστάντος, καὶ νῦν κελεύει ἀπιέναι ἐκ τῆς πόλεως αὐτόν τε καὶ τοὺς ἑταίρους, ὥσπερ πατὴρ ὑὸν ἐξ οἰκίας μετὰ ὀχληρῶν συμποτῶν ἐξελαύνων;
Γνώσεταί γε, νὴ Δία, ἦ δ᾽ ὅς, τότ᾽ ἤδη ὁ δῆμος οἷος οἷον [569b] θρέμμα γεννῶν ἠσπάζετό τε καὶ ηὖξεν, καὶ ὅτι ἀσθενέστερος ὢν ἰσχυροτέρους ἐξελαύνει.
Πῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις; τολμήσει τὸν πατέρα βιάζεσθαι, κἂν μὴ πείθηται, τύπτειν ὁ τύραννος;
Ναί, ἔφη, ἀφελόμενός γε τὰ ὅπλα.
Πατραλοίαν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγεις τύραννον καὶ χαλεπὸν γηροτρόφον, καὶ ὡς ἔοικε τοῦτο δὴ ὁμολογουμένη ἂν ἤδη τυραννὶς εἴη, καί, τὸ λεγόμενον, ὁ δῆμος φεύγων ἂν καπνὸν [569c] δουλείας ἐλευθέρων εἰς πῦρ δούλων δεσποτείας ἂν ἐμπεπτωκὼς εἴη, ἀντὶ τῆς πολλῆς ἐκείνης καὶ ἀκαίρου ἐλευθερίας τὴν χαλεπωτάτην τε καὶ πικροτάτην δούλων δουλείαν μεταμπισχόμενος.
Καὶ μάλα, ἔφη, ταῦτα οὕτω γίγνεται.
Τί οὖν; εἶπον· οὐκ ἐμμελῶς ἡμῖν εἰρήσεται, ἐὰν φῶμεν ἱκανῶς διεληλυθέναι ὡς μεταβαίνει τυραννὶς ἐκ δημοκρατίας, γενομένη τε οἵα ἐστίν;
Πάνυ μὲν οὖν ἱκανῶς, ἔφη.

***
[567a] Προπάντων όμως δεν το κάνει για να συνεισφέρουν δήθεν οι πολίτες στα έξοδα του πολέμου και έτσι, πέφτοντας στη φτώχεια και βασανιζόμενοι πια για τις καθημερινές τους ανάγκες, να μην είναι πια σε θέση να τον επιβουλεύονται;
Φανερό.
Και για να έχει ακόμη το μέσον να εξολοθρεύει με εύσχημη πρόφαση, παραδίνοντάς τους στους πολεμίους εκείνους που υποπτεύεται ότι, επειδή έχουν φιλελεύθερο το φρόνημα, θα βάλουν εμπόδια στην εξουσία του; Για όλους αυτούς τους λόγους δεν έχει πάντοτε ανάγκη ο τύραννος να προκαλεί κάποιον πόλεμο;
Μάλιστα.
Όλα όμως αυτά δεν τον κάνουν όλο και περισσότερο μισητό στους [567b] πολίτες;
Πώς όχι;
Τότε μερικοί από κείνους που βοήθησαν στην ανύψωσή του και έχουν για τούτο κάποια δύναμη κοντά του, δεν θ᾽ αρχίσουν να μιλούν με θάρρος μεταξύ τους για τις πράξεις του, μάλιστα οι τολμηρότεροι δεν θα τις κατακρίνουν μιλώντας και σ᾽ αυτόν τον ίδιο;
Βεβαίως.
Όλους λοιπόν αυτούς πρέπει να τους βγάλει ο τύραννος από τη μέση, αν θέλει να διατηρήσει την εξουσία, έως ότου δεν αφήσει κανέναν, ούτε φίλο ούτε εχθρό, που να έχει κάποιαν αξία.
Αυτό είναι φανερό.
Πρέπει λοιπόν με μεγάλην οξυδέρκεια να διακρίνει ποιός είναι ανδρείος, ποιός μεγαλόφρων, [567c] ποιός φρόνιμος, ποιός πλούσιος· και τόσο ευτυχής είναι, ώστε πρέπει, θέλοντας και μη, να τους θεωρεί όλους αυτούς εχθρούς του και να επιδιώκει την καταστροφή τους, έως ότου καθαρίσει τελείως την πόλη απ᾽ αυτούς.
Ωραίος καθαρισμός!
Ωραίος, πραγματικά, αλλ᾽ αντίθετος από κείνον που κάνουν στα σώματα οι γιατροί· εκείνοι δηλαδή αφαιρούν τα χειρότερα και αφήνουν τα καλύτερα, ενώ αυτός κάνει το αντίθετο.
Καθώς φαίνεται είναι ανάγκη να το κάνει αυτό, αν εννοεί να διατηρήσει την εξουσία.
[567d] Με αξιολάτρευτη, μά την αλήθεια, είναι δεμένος ανάγκη, που του επιβάλλει ή να ζει με τους πολλούς τους φαύλους, και μάλιστα μισούμενος απ᾽ αυτούς, ή να πεθάνει.
Αυτή είναι η θέση του.
Αλλ᾽ όσο πιο μισητός γίνεται στους πολίτες με αυτές τις πράξεις του, δεν θα ᾽χει ανάγκη και από άλλο τόσο περισσότερους και πιστότερους δορυφόρους;
Πώς όχι;
Πού θά ᾽βρει όμως αυτούς τους πιστούς; Και από πού θα τους προσκαλέσει;
Μόνοι τους θα ᾽ρθούν πολλοί πετώντας, αρκεί να τους πληρώνει καλά.
Μου φαίνεται, μά τον κύνα, πως εννοείς κάποιους κηφήνες [567e] πάλι, ξενικούς και κάθε λογής.
Σωστά το βρήκες.
Τί τάχα; Δεν θα μπορούσε άραγε να έχει εντόπιους;
Πώς;
Να πάρει τους δούλους από τους κυρίους των, να τους απελευθερώσει και να σχηματίσει απ᾽ αυτούς τη σωματοφυλακή του.
Καλά το σκέφτηκες· γιατί αυτοί πραγματικά θα του είναι και τελείως αφοσιωμένοι.
Τί αξιοζήλευτο πράγμα, αλήθεια, που μας παρασταίνεις τον τύραννο, αφού [568a] θα έχει τέτοιους φίλους και πιστούς ανθρώπους, για ν᾽ αντικαταστήσει εκείνους τους άλλους που πριν τους ξέκανε!
Και όμως αυτούς έχει.
Και τον θαυμάζουν αυτοί οι νέοι σύντροφοι και ζουν με οικειότητα μαζί του αυτοί οι νέοι πολίτες, ενώ οι έντιμοι άνθρωποι τον μισούν και τον αποφεύγουν;
Πώς να μη γίνεται αυτό;
Έχουν λοιπόν δίκιο να θεωρούν την τραγωδία γενικά θησαυρό γεμάτο σοφία, και ξεχωριστόν μέσα στους τραγικούς τον Ευριπίδη.
Γιατί το λες αυτό;
Γιατί είπε και αυτή τη βαθυστόχαστη φράση, ότι [568b] «γίνονται σοφοί οι τύραννοι με τη συναναστροφή των σοφών». Έλεγε βέβαια σοφούς αυτούς που ζουν με οικειότητα μαζί με τους τυράννους.
Και ως «ισόθεον» ακόμα εγκωμιάζει την τυραννίδα και αυτός και οι άλλοι ποιηταί.
Πιστεύω μολαταύτα ότι, καθώς είναι σοφοί οι ποιηταί της τραγωδίας, θα μας συμπαθήσουν και μας και όλους όσοι πολιτεύονται σύμφωνα με τις δικές μας αρχές, που δεν θα τους παραδεχτούμε μέσα στην πολιτεία μας, αφού εξυμνούν τους τυράννους.
Νομίζω κι εγώ ότι θα μας συμπαθήσουν, τουλάχιστον [568c] οι λεπτότεροι μεταξύ τους.
Μπορούν όμως, εννοείται, αξιόλογα να περιοδεύουν στις άλλες πολιτείες, να μαζεύουν τους όχλους και μισθώνοντας τις ωραιότερες και δυνατότερες και πειστικότερες φωνές να προσελκύουν τα πλήθη υπέρ των τυραννίδων και των δημοκρατιών.
Βεβαιότατα.
Για όλ᾽ αυτά μάλιστα παίρνουν και πλούσιες αμοιβές και τιμές, πρώτα —όπως είναι φυσικό— από τους τυράννους, κατά δεύτερο λόγο από τις δημοκρατίες· αλλ᾽ όσο, εννοείται, παίρνουν τον ανήφορο προς [568d] τα τελειότερα πολιτεύματα τόσο κουράζεται και η υπόληψή τους, σα να λαχάνιασε και δεν μπορεί να τους παρακολουθήσει.
Έχεις δίκιο.
Αλλ᾽ ας ξαναγυρίσομε απ᾽ αυτή την παρέκβαση που κάναμε· και ας ιδούμε τώρα πώς ο τύραννος θα διαθρέψει εκείνο το ωραίο και πολυάριθμο και πολυποίκιλο στρατόπεδό του.
Είναι φανερό ότι θα βάλει βέβηλο χέρι στους ναούς και στους ιερούς θησαυρούς της πόλης και, όσο θα του φτάνουν τα χρήματα που θα μαζεύει από το ξεπούλημά του, δεν θα επιβάλει στον λαό πολύ μεγάλες αναγκαστικές εισφορές.
[568e] Τί θα γίνει όμως, όταν τελειώσουν αυτά;
Τότε βέβαια θ᾽ αρχίσει να τρέφεται και αυτός και οι καλεσμένοι του και οι φίλοι του και οι φίλες του από τα πατρικά του.
Κατάλαβα· ότι ο λαός που γέννησε τον τύραννο θα θρέψει κι αυτόν και τους συντρόφους του.
Έχει βέβαια αυτή την υποχρέωση.
Πώς το λες αυτό; Αν ο λαός αγανακτήσει επιτέλους και του πει ότι δεν είναι δίκαιο να τρέφεται πια από τον πατέρα του ένας γιος σ᾽ αυτή την ηλικία αλλά το αντίθετο, ο πατέρας από τον γιο, [569a] ότι δεν τον γέννησε και τον ανάστησε για να του γίνει, όταν μεγαλώσει, δούλος των δούλων του και να τρέφει κι αυτόν και τους δούλους και όλο τον άλλο συρφετό της ακολουθίας του, αλλά για ν᾽ απελευθερωθεί με τη βοήθεια και την προστασία του από τους πλούσιους και τους ονομαζόμενους επιφανείς, και ότι τώρα τον προστάζει να φύγει από την πόλη και αυτός και οι φίλοι του, όπως ένας πατέρας που διώχνει από το σπίτι τον γιο του μαζί με τους ενοχλητικούς συντρόφους του;
Τότε, μά τον θεό, θα μάθει πια ο δήμος ποιό [569b] θρέμμα γέννησε και το ζέστανε στον κόλπο του και το μεγάλωσε, και ότι εκείνοι που πάει να διώξει είναι πολύ δυνατότεροί του.
Τί κάθεσαι και λες; Θα τολμήσει ν᾽ ασκήσει βία απάνω στον πατέρα του ο τύραννος, και αν δεν υποχωρήσει, ακόμη και να τον χτυπήσει;
Μάλιστα, αφού πρώτα τον αφοπλίσει.
Μα εσύ μας παρασταίνεις τον τύραννο σωστό πατροφάγο και διεστραμμένο γηροτρόφο και, καθώς φαίνεται, αυτό πραγματικά είναι ό,τι όλος ο κόσμος ονομάζει τυραννίδα· ο λαός, κατά το λεγόμενο, για ν᾽ αποφύγει τον καπνό [569c] της δουλείας ανθρώπων ελευθέρων έπεσε μέσα στη φωτιά μιας κυριαρχίας δούλων και αντάλλαξε το φόρεμα εκείνης της υπερβολικής και άκαιρης ελευθερίας με τη στολή της πιο σκληρής και πικρής δουλείας δούλων.
Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα.
Τί λοιπόν; θα είχαμε τώρα άδικο να ισχυριστούμε ότι αρκετά καλά αναπτύξαμε πώς γίνεται η μετάβαση από τη δημοκρατία στην τυραννίδα και ποιός είναι αυτής της τυραννίδας ο χαρακτήρας;
Και πολύ καλά μάλιστα.