τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς;
νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ
καὶ τρίς· τοιούτοις γὰρ κακοῖς ἐντυγχάνω·
ὅτου πατὴρ μὲν τῆσδ᾽ ἀπ᾽ Ἰδαίας χθονὸς
435 τὰ πρῶτα καλλιστεῖ᾽ ἀριστεύσας στρατοῦ
πρὸς οἶκον ἦλθε πᾶσαν εὔκλειαν φέρων·
ἐγὼ δ᾽ ὁ κείνου παῖς, τὸν αὐτὸν ἐς τόπον
Τροίας ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθένει,
οὐδ᾽ ἔργα μείω χειρὸς ἀρκέσας ἐμῆς,
440 ἄτιμος Ἀργείοισιν ὧδ᾽ ἀπόλλυμαι.
καίτοι τοσοῦτόν γ᾽ ἐξεπίστασθαι δοκῶ,
εἰ ζῶν Ἀχιλλεὺς τῶν ὅπλων τῶν ὧν πέρι
κρίνειν ἔμελλε κράτος ἀριστείας τινί,
οὐκ ἄν τις αὔτ᾽ ἔμαρψεν ἄλλος ἀντ᾽ ἐμοῦ.
445 νῦν δ᾽ αὔτ᾽ Ἀτρεῖδαι φωτὶ παντουργῷ φρένας
ἔπραξαν, ἀνδρὸς τοῦδ᾽ ἀπώσαντες κράτη.
κεἰ μὴ τόδ᾽ ὄμμα καὶ φρένες διάστροφοι
γνώμης ἀπῇξαν τῆς ἐμῆς, οὐκ ἄν ποτε
δίκην κατ᾽ ἄλλου φωτὸς ὧδ᾽ ἐψήφισαν.
450 νῦν δ᾽ ἡ Διὸς γοργῶπις ἀδάματος θεὰ
ἤδη μ᾽ ἐπ᾽ αὐτοῖς χεῖρ᾽ ἐπευθύνοντ᾽ ἐμὴν
ἔσφηλεν ἐμβαλοῦσα λυσσώδη νόσον,
ὥστ᾽ ἐν τοιοῖσδε χεῖρας αἱμάξαι βοτοῖς·
κεῖνοι δ᾽ ἐπεγγελῶσιν ἐκπεφευγότες,
455ἐμοῦ μὲν οὐχ ἑκόντος· εἰ δέ τις θεῶν
βλάπτοι, φύγοι τἂν χὡ κακὸς τὸν κρείσσονα.
καὶ νῦν τί χρὴ δρᾶν; ὅστις ἐμφανῶς θεοῖς
ἐχθαίρομαι, μισεῖ δέ μ᾽ Ἑλλήνων στρατός,
ἔχθει δὲ Τροία πᾶσα καὶ πεδία τάδε.
460 πότερα πρὸς οἴκους, ναυλόχους λιπὼν ἕδρας
μόνους τ᾽ Ἀτρείδας, πέλαγος Αἰγαῖον περῶ;
καὶ ποῖον ὄμμα πατρὶ δηλώσω φανεὶς
Τελαμῶνι; πῶς με τλήσεταί ποτ᾽ εἰσιδεῖν
γυμνὸν φανέντα τῶν ἀριστείων ἄτερ,
465 ὧν αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν;
οὐκ ἔστι τοὔργον τλητόν. ἀλλὰ δῆτ᾽ ἰὼν
πρὸς ἔρυμα Τρώων, ξυμπεσὼν μόνος μόνοις
καὶ δρῶν τι χρηστόν, εἶτα λοίσθιον θάνω;
ἀλλ᾽ ὧδέ γ᾽ Ἀτρείδας ἂν εὐφράναιμί που.
470 οὐκ ἔστι ταῦτα. πεῖρά τις ζητητέα
τοιάδ᾽ ἀφ᾽ ἧς γέροντι δηλώσω πατρὶ
μή τοι φύσιν γ᾽ ἄσπλαγχνος ἐκ κείνου γεγώς.
αἰσχρὸν γὰρ ἄνδρα τοῦ μακροῦ χρῄζειν βίου,
κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται.
475 τί γὰρ παρ᾽ ἦμαρ ἡμέρα τέρπειν ἔχει
προσθεῖσα κἀναθεῖσα τοῦ γε κατθανεῖν;
οὐκ ἂν πριαίμην οὐδενὸς λόγου βροτῶν
ὅστις κεναῖσιν ἐλπίσιν θερμαίνεται.
ἀλλ᾽ ἢ καλῶς ζῆν ἢ καλῶς τεθνηκέναι
480 τὸν εὐγενῆ χρή. πάντ᾽ ἀκήκοας λόγον.
ΧΟ. οὐδεὶς ἐρεῖ ποθ᾽ ὡς ὑπόβλητον λόγον,
Αἴας, ἔλεξας, ἀλλὰ τῆς σαυτοῦ φρενός.
παῦσαί γε μέντοι καὶ δὸς ἀνδράσιν φίλοις
γνώμης κρατῆσαι τάσδε φροντίδας μεθείς.
***
ΑΙ. Αιαί! Ποιός το φαντάστηκε ποτέ πως το όνομά μουτόσο πολύ θα ταίριαζε να γίνει επώνυμο της συμφοράς μου.
Και νά που τώρα, δυο και τρεις φορές μου πάει
αιαί ν᾽ αναφωνώ, στην τύχη που με βρήκε.
Εμένα, που ο πατέρας μου, αφού στη χώρα αυτή της Ίδας
κέρδισε πολεμώντας έπαθλα αριστείας λαμπρά,
γύρισε πίσω νικητής και δοξασμένος.
Ενώ εγώ, εκείνου ο γιος, που πάτησα στον ίδιο χώρο
της Τρωάδας, όχι με σθένος δεύτερο, εγώ,
που δεν κατόρθωσα ανδραγαθήματα κατώτερα,
440 ατιμασμένος χάνομαι μέσα στους Έλληνες.
Είμαι ωστόσο αυτής της γνώμης, το γνωρίζω:
ανίσως ζούσε ακόμη Αχιλλέας κι έμελλε αυτός να κρίνει
τα όπλα του σε ποιόν θα δώσει, της αριστείας έπαθλο
γενναίο, δεν θα τα είχε αγγίξει άλλος από μένα.
Τώρα ωστόσο οι δυο Ατρείδες σ᾽ εκείνον τον πανούργο
τα προμήθευσαν, μεγάλα κατορθώματα περιφρονώντας,
σ᾽ εμένα που με βλέπεις.
Αν όμως μάτια και μυαλό δεν είχανε σαλέψει,
δεν θα ᾽παιρναν αυτοί ψηφίζοντας παρόμοια απόφαση.
450 Τώρα ωστόσο αδάμαστη του Δία η κόρη, με μάτι
που σ᾽ απολιθώνει, την ώρα που άπλωνα το χέρι πάνω τους,
στη λύσσα της μανίας μ᾽ έριξε, ώστε στο αίμα βοσκημάτων
τα χέρια μου να βάψω.
Κι αυτοί που ξέφυγαν τον θάνατο, τώρα περιγελούν
το άθλιο έργο μου, κι ας έγινε παρά τη θέλησή μου.
Αν όμως θέλει ένας θεός μια βλάβη, ακόμη κι ο δειλός
βγαίνει πιο πάνω απ᾽ τον γενναίο.
Μα τώρα τί απόμεινε να κάνω; αφότου ολοφάνερα
μ᾽ εχθρεύονται οι θεοί, και των Ελλήνων
ο στρατός με μίσησε, η Τροία ολόκληρη κι αυτός
ο κάμπος, όλοι και όλα μ᾽ απεχθάνονται.
Να γύριζα μήπως στο σπίτι, πίσω μου αφήνοντας
460 αυτό το αραξοβόλι, τους δυο Ατρείδες παρατώντας,
το Αιγαίο πέλαγος περνώντας;
Μα τότε με τί μάτια τον πατέρα μου θα δω,
όταν σταθώ μπροστά στον Τελαμώνα;
Πώς θ᾽ ανεχτεί να με κοιτάξει μ᾽ άδεια χέρια,
δίχως ανδρείας έπαθλο, όταν ο ίδιος κέρδισε
λαμπρό στεφάνι μιας μεγάλης δόξας;
Όχι, αυτό δεν υποφέρεται.
Μήπως καλύτερα μπροστά να προχωρήσω στης Τροίας
τα τείχη, να συγκρουστώ σώμα με σώμα με τους Τρώες,
κι αφού αναδειχθώ γενναίος, στο τέλος να πεθάνω;
Έτσι όμως θα ᾽δινα χαρά μεγάλη στους Ατρείδες.
Όχι, δεν είναι λύση αυτή.
470 Πρέπει οπωσδήποτε να βρω τον τρόπο,
στον γέροντα πατέρα μου να δείξω πως δεν γεννήθηκε
δειλός ο γιος του.
Αλλιώς είναι ντροπή να θέλει κάποιος να τραβήξει
σε μάκρος τη ζωή του, αν δεν ελπίζει πως θ᾽ αλλάξει
η τύχη στο καλύτερο.
Γιατί ποιάν ευχαρίστηση δίνει το χθες, για νά ᾽ρθει
το αύριο, μόνο αναβάλλοντας τον βέβαιο θάνατο;
Δεν έχω σε καμιά εκτίμηση όποιον θνητό
γυρεύει να θερμάνει την ψυχή του μ᾽ ελπίδες κούφιες.
Γιατί ο τίμιος ή πρέπει τίμια να ζει
480 ή να πεθάνει έντιμος. Αυτό τα λέει όλα.
ΧΟ. Κανείς δεν θα ᾽λεγε τον λόγο σου, Αίαντα,
αλλοπαρμένο, αλλά πως βγαίνει μέσα απ᾽ την καρδιά σου.
Παρ᾽ όλα αυτά ηρέμησε, στους φίλους δείξε εμπιστοσύνη,
αφήνοντας στην άκρη σκέψεις πένθιμες.