Υπάρχουν οι σχέσεις (συνήθως σαφώς καθορισμένες), οι μη σχέσεις (συνήθως σαφώς καθορισμένες) και υπάρχουν και οι σχεδόν σχέσεις (σχεδόν ποτέ σαφώς καθορισμένες). Εκεί κάπως περιπλέκονται τα πράγματα. Είναι σχεδόν σχέση και για τους δύο; Το γνωρίζουν και οι δύο; Το πιστεύουν και οι δύο; Είναι και οι δύο ευχαριστημένοι με αυτό; Εδώ χωράνε πολλά τέτοια ερωτήματα. Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι το να σπαταλάς τον χρόνο του Άλλου, αλλά και τον δικό σου. Το χειρότερο πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να γεννάς σε κάποιον έρωτα και προσδοκίες και όνειρα για το μέλλον, εάν γνωρίζεις πολύ καλά πως δε σκοπεύεις να του δώσεις τίποτα.
Εάν αυτό που θέλεις εσύ είναι το «ολόκληρο» και το «για πάντα» και είσαι πλήρως διατεθειμένος για αυτό (είσαι;) και νιώθεις την αδιάλειπτη ανάγκη να ρωτάς τον Άλλον εάν θα βρίσκεται δίπλα σου αύριο, τότε δε θα «έπρεπε» να βρίσκεται δίπλα σου ούτε τώρα. Γιατί είναι σαφές ότι δε θέλετε τα ίδια πράγματα. Γιατί κάτι στη συμπεριφορά του σου λέει πως δεν είναι δίπλα σου ούτε τώρα- γι’ αυτό και ρωτάς για το αύριο. Αλλά, εάν δεν υπάρχει σήμερα, πώς θα υπάρξει αύριο; Ποιον Μέλλοντα ψάχνουμε, εάν αυτή τη στιγμή δεν έχουμε ούτε τον Ενεστώτα;
Ο Βρετανός ψυχίατρος/ψυχοθεραπευτής Jown Bowbly ήταν ο πρώτος που εισήγαγε στην ψυχολογία τη «Θεωρία Της Προσκόλλησης», μία εις βάθος μελέτη απ’ την οποία πολλές μεταγενέστερες εμπνεύστηκαν για να εμβαθύνουν και να προσθέσουν στα ευρήματά της. Ο Bowbly βάσισε το ερευνητικό του έργο στον συναισθηματικό δεσμό που αναπτύσσει το βρέφος με τη μητέρα του (ή με όποιον το φροντίζει εντατικά), καθώς αυτή η πρώτη σχέση που δημιουργεί ο άνθρωπος λειτουργεί ως μοντέλο για τις επόμενες. Απ’ αυτόν τον δεσμό επίσης το άτομο αντλεί την εντύπωση αν είναι άξιο ν’ αγαπηθεί ή όχι και κατά πόσο μπορεί να εμπιστευτεί τους άλλους και να βασιστεί επάνω τους. Ο Βowbly εξήγαγε τα συμπεράσματά του μελετώντας τις αντιδράσεις των βρεφών όταν έπρεπε ν’ αποχωριστούν για λίγο τη μητέρα τους και όταν εκείνη επέστρεφε ξανά.
Το 1967 στηριζόμενη στις βάσεις του Bowbiy, η Mary Ainsworth, Αμερικανίδα-Καναδή αναπτυξιακή ψυχολόγος διενεργεί το πείραμα «Η Συνθήκη Του Ξένου» (strange situation) που έμελλε να μείνει στην ιστορία. Επρόκειτο για ένα πολύ απλό πείραμα χωρισμένο σε οκτώ επεισόδια όπου το καθένα διαρκούσε περίπου τρία λεπτά και συμπεριλάμβανε απλώς το βρέφος, τη μητέρα του, έναν ξένο κι ένα δωμάτιο με παιχνίδια
Επεισόδιο 1°: Η μητέρα και το βρέφος (9-18 μηνών) εισέρχονται στο δωμάτιο του πειράματος μαζί με τον μελετητή του πειράματος
Επεισόδιο 2°. Παραμένουν μόνο η μητέρα και το βρέφος στο δωμάτιο. Η μητέρα στέκεται παρα πέρα ή κάθεται σε μια πολυθρόνα και το βρέφος ξεκινά να εξετάζει το δωμάτιο και ν’ ασχολείται με τα παιχνίδια του
Επεισόδιο 3°: Ένας ξένος μπαίνει στο δωμάτιο, συνομιλεί για λίγο με τη μητέρα και πλησιάζει το παιδί. Η μητέρα χαιρετά το βρέφος και φεύγει απ’ τον χώρο
Επεισόδιο 4°: «1ο επεισόδιο χωρισμού»: Παιδί και ξένος παραμένουν μόνοι στο δωμάτιο και ο δεύτερος προσπαθεί να το πλησιάσει και να παίξει μαζί του.
Επεισόδιο 5°: «1ο επεισόδιο επανασύνδεσης»: Η μητέρα επιστρέφει στο δωμάτιο, ο ξένος φεύγει και η μητέρα ανακουφίζει το παιδί με μια αγκαλιά και παίζοντας μαζί του.
Επεισόδιο 6°: «2ο επεισόδιο χωρισμού»: Φεύγει ξανά η μητέρα. Το βρέφος μένει ολομόναχο στο δωμάτιο.
Επεισόδιο 7°: «Συνέχιση 2ου επεισοδίου χωρισμού»: Ενώ το μωρό εξακολουθεί να είναι μόνο στο δωμάτιο, μπαίνει ξανά ο ξένος.
Επεισόδιο 8°: «2ο επεισόδιο επανασύνδεσης»: Η μητέρα επιστρέφει οριστικά στο δωμάτιο, χαιρετάει το βρέφος, το σηκώνει στα χέρια της και ο ξένος φεύγει.
Οι ερευνητές μελετώντας τη συμπεριφορά του βρέφους κατά τα επεισόδια χωρισμού και επανασύνδεσης μπόρεσαν να προσδιορίσουν τον «τύπο προσκόλλησης» που αυτό έχει με τη μητέρα του, καθώς και λεπτομέρειες για τον δεσμό τους.
Ως τύπος προσκόλλησης στην ψυχολογία ορίζεται ο τρόπος με τον οποίον σχετιζόμαστε από βρέφη αρχικά με το κοντινότερο σ’ εμάς πρόσωπο και αργότερα με τους ερωτικούς συντρόφους μας. Σύμφωνα με μεταγενέστερες έρευνες στο 70% περίπου των ανθρώπων ο τύπος προσκόλλησης παραμένει ο ίδιος καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Ένα παιδί που είναι με «ασφαλή» τρόπο προσκολλημένο στη μητέρα, θα εξερευνήσει το δωμάτιο και θ’ ασχοληθεί ατάραχο με τα παιχνίδια του όσο εκείνη βρίσκεται στο δωμάτιο. Όταν ο ξένος εισέλθει στον χώρο θ’ αλληλεπιδράσει μαζί του όσο παραμένει και η μητέρα και μπορεί ν’ αναστατωθεί λίγο όταν εκείνη φύγει, αλλά κατά την επιστροφή της θα χαρεί βλέποντάς την και θα επιδιώξει επαφή μαζί της. Το βρέφος αισθάνεται τη σιγουριά και την ασφάλεια πως όταν χρειαστεί τη βοήθειά της θα του την παρέχει και θ’ ανταποκριθεί σ’ όλα τα καλέσματά του.
Οι μητέρες που δημιουργούν το έδαφος γι’ αυτόν τον τύπο προσκόλλησης είναι στοργικές, συναισθηματικά διαθέσιμες και ήρεμες, γεγονός που κάνει τα παιδιά να αισθάνονται αποδεκτά και ελεύθερα να εκφράσουν θετικά και αρνητικά συναισθήματα, χωρίς ν’ αναπτύσσουν άμυνες.
Τα βρέφη που παρατηρήθηκε ότι ήταν προσκολλημένα με «ανασφαλή» τρόπο στη μητέρα, χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες. Την «αποφευκτική» προσκόλληση και την «αμφιθυμική».
Στο «αποφευκτικό» στιλ το βρέφος δείχνει ν᾿ αδιαφορεί για την παρουσία της μητέρας, ασχολείται αποκλειστικά με τα παιχνίδια και δε μοιάζει ν’ αναστατώνεται καθόλου όταν εκείνη φεύγει απ’ το δωμάτιο. Παρόμοια είναι η συμπεριφορά του προς τον ξένο. Όταν τελικά η μητέρα επιστρέφει εκείνο αντιστέκεται στο κάλεσμά της για αγκαλιά.
Οι μητέρες που δημιουργούν το έδαφος γι’ αυτόν τον τύπο προσκόλλησης φαίνονται συχνά θυμωμένες και τείνουν να τα τιμωρούν τα παιδιά τους όταν εκφράζουν τα συναισθήματά τους ή ακόμη και να τα κατηγορούν γι’ αυτά. Αναπόφευκτα λοιπόν αυτά τα παιδιά στρέφονται στον εαυτό τους για να δημιουργήσουν συνθήκες «ψευδοασφάλειας», ώστε να διαχειριστούν το άγχος τους. Μοιάζουν αυτάρκη και αποκομμένα απ’ όσα νιώθουν. Η απόσυρση και η συναισθηματική απόσταση είναι ο πιο συνηθισμένος τρόπος για ν’ αντιμετωπίσουν τον κόσμο και είναι πιο πιθανό ν’ αναπτύξουν εχθρική συμπεριφορά ή κρίσεις μελαγχολίας.
Στο «αμφιθυμικό» στιλ το βρέφος είναι απόλυτα προσκολλημένο στη μητέρα του. Ακόμη και όταν εκείνη είναι στο δωμάτιο δείχνει ν’ αρνείται ν’ ασχοληθεί με τα παιχνίδια. Όταν φύγει απ’ τον χώρο αναστατώνεται πολύ και όταν επιστρέφει εναλλάσσει τη συμπεριφορά του αφού απ’ τη μια επιδιώκει να την αγκαλιάσει, αλλά ταυτόχρονα δείχνει και οργισμένο μαζί της. Μπορεί να προσπαθήσει για παράδειγμα να τη σπρώξει ή να της επιτεθεί.
Οι μητέρες που δημιουργούν το έδαφος γι’ αυτόν τον τύπο προσκόλλησης έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των παιδιών τους. Πιθανότατα λειτουργούν με ασταθή, κυκλοθυμικό κι απρόβλεπτο τρόπο με αποτέλεσμα τα παιδιά ν’ αμφιβάλλουν για τα συναισθήματά τους. Αυτό τα ωθεί στο ν’ αποκτούν χαμηλή αυτοεκτίμηση, να κλείνονται στον εαυτό τους, να μη διεκδικούν, να δείχνουν συνεσταλμένα και ν’ αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες στη σύναψη σχέσεων.
Σ’ αυτό το πρωταρχικό πείραμα προσδιορίστηκαν οι τρεις τύποι προσκόλλησης που αφορούσαν τη βρεφική και παιδική ηλικία. Στην πορεία των ετών τα ευρήματα επαληθεύτηκαν σε πολλαπλές έρευνες κι αναδιαμορφώθηκαν, ώστε να περιλαμβάνουν και τους ενήλικες. Προστέθηκε και ένας τέταρτος τύπος και πλέον χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως κοινά αποδεκτοί σ’ όλα τα πεδία της ψυχολογίας.
Στην ενήλικη ζωή δε σχετιζόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο, έχουμε όμως οι περισσότεροι ένα προσωπικό στιλ να δημιουργούμε δεσμούς που συνήθως δεν επηρεάζεται απ’ τον σύντροφό μας. Είμαστε δηλαδή πάνω κάτω η ίδια εκδοχή μας προς όλους τους πιθανούς συντρόφους. Αυτό το στιλ, σε πολύ μεγάλο βαθμό λειτουργεί ασυνείδητα, δηλαδή ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τον τύπο προσκόλλησής του κι ελάχιστα μπορεί να επέμβει σ’ αυτόν, μέχρι τουλάχιστον να τον αναγνωρίσει και να επιδιώξει με τη βοήθεια ενός ειδικού να τον ανακατασκευάσει. Παραμένουν ωστόσο αρκετοί σκεπτικιστές που θεωρούν ότι ο τύπος προσκόλλησης δε δύναται ν’ αλλάξει παρά μόνο ν’ αμβλυνθεί, δηλαδή το άτομο να προσαρμόσει συνειδητά σε κάποιον βαθμό τη συμπεριφορά του.
Οι τέσσερις τύποι για τους ενήλικες είναι οι εξής:
«Ασφαλής», «αποφευκτικός», «υπερεμπλεκόμενος» (συναντάται και ως εμμονικός ή αγχώδης) και «φοβικός» (συναντάται και ως αμφιθυμικός). Και οι τρεις που ακολουθούν τον «ασφαλή», κατατάσσονται στους «ανασφαλείς» τύπους με διαφοροποιήσεις όμως στα επιμέρους τους. Για όσους αγαπούν τη στατιστική, αν και οι προσεγγίσεις θεωρούνται ρευστές, οι περισσότεροι επιστήμονες υπολογίζουν πώς οι «ασφαλείς» είναι περίπου το 50%, οι «αποφευκτικοί» 25%, οι «υπερεμπλεκόμενοι» 20% και οι «φοβικοί» ένα 5%. Οι ειδικοί τα τελευταία χρόνια αμφιβάλλουν για το ποσοστό της πρώτης κατηγορίας και το τοποθετούν χαμηλότερα.
Πώς σχετίζεται τώρα ο καθένας απ’ αυτούς τους τύπους και πώς αντιλαμβάνεται τους ερωτικούς δεσμούς.;
Οι άνθρωποι με «ασφαλή» τύπο προσκόλλησης (θετική εικόνα για τον εαυτό και τους άλλους), τείνουν να έχουν υψηλή αυτοεκτίμηση, να εμπιστεύονται τους συντρόφους και τις προθέσεις τους, ν’ αντιμετωπίζουν γενικώς τις σχέσεις μέσα από ένα πρίσμα καλοπιστίας και επιείκειας, να επιδιώκουν την ουσιαστική εγγύτητα χωρίς όμως να στερούν απ’ τον εαυτό και το ταίρι τους την προσωπική τους ανεξαρτησία, να αισθάνονται άνετα να εκφράσουν όλα τους τα συναισθήματα, να δημιουργούν μακροχρόνιες μονογαμικές σχέσεις και να εκφράζουν λιγότερο άγχος. Στρέφονται στον σύντροφό τους προς αναζήτηση στήριξης και βοήθειας και παραμένουν εξίσου διαθέσιμοι για να προσφέρουν οι ίδιοι. Τις περισσότερες φορές οι «ασφαλείς» σχετίζονται με άτομα που μοιράζονται το ίδιο στιλ προσκόλλησης.
Εκείνοι με «αποφευκτικό» τύπο προσκόλλησης (θετική εικόνα για τον εαυτό, αρνητική για τους άλλους), παλεύουν μέσα τους με τους τομείς της στενής οικειότητας και της εμπιστοσύνης. Ενώ συνήθως έχουν καλή εικόνα για τον εαυτό τους, αντιμετωπίζουν με επιφυλακτικότητα και καχυποψία τους άλλους. Φοβούνται μη χάσουν τον εαυτό τους μέσα σε μια σχέση. Έχουν συνηθίσει ν’ απο κόβονται απ’ τα δυσάρεστα συναισθήματα και χρησιμοποιούν αντιπερισπασμούς για να διατηρήσουν αυτήν την αποσύνδεση. Συνήθως επενδύουν υπερβολικά πολύ στην καριέρα και τους προσωπικούς τους στόχους δίνοντας την εντύπωση ότι τοποθετούν τις σχέσεις σε δεύτερη μοίρα. Παρ’ όλα αυτά δημιουργούν συχνά δεσμούς που όμως στην πλειοψηφία τους είναι ρηχοί. Είναι αρκετά συχνό φαινόμενο να επιλέγουν να διακόψουν μια σχέση ακριβώς τη στιγμή που πάει να γίνει λίγο πιο οικεία. Χρησιμοποιούν προληπτικούς μηχανισμούς για ν” αποφύγουν να πληγωθούν, όπως για παράδειγμα να μην ξεκινούν καν μια γνωριμία ή να προσδοκούν τον τέλειο σύντροφο -που ασφαλώς δεν υπάρχει απορρίπτοντας στο μεταξύ όλους τους υποψήφιους, μια στρατηγική που έχει ως σκοπό να κατευνάσει το άγχος τους. Ακόμη κι αν τελικά αποφασίσουν να επενδύσουν σε μια σχέση, δυσκολεύονται στην έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων, επιδιώκουν να περνάνε πολύ χρόνο χώρια απ’ το ταίρι τους, καθυστερούν στη λήψη αποφάσεων που αφορούν επισημοποίηση ή συγκατοίκηση, αισθάνονται συχνά πως πνίγονται απ’ το ενδιαφέρον και τις ανάγκες των άλλων για πιο στενή εγγύτητα και προσπαθούν να επιλύουν πάντα μόνοι τα προβλήματά τους πολλές φορές χωρίς καν να τα μοιράζονται με τον σύντροφό τους, στοιχεία που ωθούν τους άλλους να τους περιγράφουν ως ψυχρούς και αδιάφορους.
Οι άνθρωποι με «υπερεμπλεκόμενο» τύπο προσκόλλησης (αρνητική εικόνα για τον εαυτό, θε τική για τους άλλους) μοιράζονται με τα άτομα που ανήκουν στον «αποφευκτικό» τύπο, τη δυσκολία να εμπιστευτούν τους άλλους. Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι ειδικοί που επισημαίνουν ότι αυτές οι δύο κατηγορίες πρόκειται για δύο όψεις ενός ίδιου νομίσματος, όπου απλώς αλλάζουν οι εκφράσεις και οι άμυνες που ανά περιπτώσεις χρησιμοποιούνται.
Όσοι σχετίζονται με «υπερεμπλεκόμενο/αγχώδη» τρόπο, τείνουν ν’ ανησυχούν διαρκώς και σε υπερβολικό βαθμό για το αν ισχύει ακόμη το ενδιαφέρον του συντρόφου τους προς το πρόσωπό τους. Φοβούνται την εγκατάλειψη. Αφιερώνονται τόσο στη σχέση ώστε δείχνουν να ξεχνούν καθετί άλλο στη ζωή τους και επιδιώκουν στενή εγγύτητα από πολύ νωρίς, όταν ο άλλος δεν μπορεί ακόμη να την προσφέρει. Είναι κτητικοί, ελεγκτικοί και μ’ εξαιρετικά εύθραυστη αυτοεκτίμηση. Συνηθίζουν να υπερεκτιμούν το ταίρι τους και να υποτιμούν τον εαυτό τους. Εκφράζουν όλα τους τα συναισθήματα με υπερβολικά δραματικό τρόπο: Όταν πρόκειται για θετικά επιλέγουν κινήσεις εντυπωσιασμού, όπως ακριβές εκπλήξεις ή μεγαλόστομες δηλώσεις κι όταν πρόκειται γι’ αρνητικά συνήθως καταφεύγουν σε έντονους καβγάδες και εξαπόλυση βαριών κατηγοριών. Μια τέτοια οργισμένη έκρηξη, ίσως ακολουθήσει η ικεσία για συγχώρεση. Βρίσκονται σε μόνιμη επαγρύπνηση να εντοπίσουν τα σημάδια που θα τους επιβεβαιώσουν ότι ο σύντροφός τους δεν ενδιαφέρεται πια γι’ αυτούς, ώστε να επαληθεύσουν το σενάριο που έχουν στο μυαλό τους. Όταν τελικά όντως στρέψουν προς φυγή το ταίρι τους, σπανίως θα μπουν σε διαδικασία αυτοκριτικής μα θα παραδοθούν απλώς στους φόβους τους ότι ο κόσμος -και μαζί κι οι άλλοι- εί ναι ένα εχθρικό περιβάλλον το οποίο δεν μπορείς να εμπιστεύεσαι.
Τις περισσότερες φορές τους περιγράφουν ως υπερβολικά προσκολλημένους και εξαρτημένους.
Εκείνοι με τον «φοβικό» τύπο προσκόλλησης (αρνητική εικόνα για τον εαυτό και τους άλλους) συνδυάζουν τους φόβους, αλλά και τις επιθυμίες των δύο προηγούμενων τύπων γι’ αυτό και πρόκειται για τον πιο σύνθετο. Αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται σε διαρκή εσωτερική πάλη, καθώς απ’ τη μια λαχταρούν την οικειότητα και τη δημιουργία στενών δεσμών κι απ’ την άλλη τις αποφεύγουν. Φοβούνται δηλαδή εξίσου τόσο τις στενές σχέσεις, όσο και ότι θα τις χάσουν. Η ταυτόχρονη ύπαρξη των δύο άκρων κάνει τη συμπεριφορά τους απρόβλεπτη, μυστήρια και ανεξήγητη.
Χωρίζουν ξαφνικά και απροειδοποίητα, το μετανιώνουν και επαναπροσεγγίζουν το πρώην ταίρι τους και λίγο καιρό μετά αποσύρονται ξανά. Δείχνουν γενικώς να προτιμούν τις ανάλαφρες περιστασιακές σχέσεις, καθώς τους αγχώνουν λιγότερο και παράλληλα όμως δεν τους προσφέρουν πληρότητα γι’ αυτό διαρκώς αναζητούν κάτι άλλο. Η διαφορά αυτού του τύπου με τον «αποφευκτικό» είναι πως δε δείχνει να εμπιστεύεται ούτε τον εαυτό του, γι’ αυτό δε θα στραφεί για παράδειγμα στην εργασία για ν’ αντλήσει από εκεί ευχαρίστηση και να τονώσει την αυτοεκτίμησή του, αλλά θα προτιμήσει άλλες διεξόδους ελέγχου της εσωτερικής του δυσφορίας, όπως οι εξαρτήσεις που τον βοηθούν να κρατάει σε απόσταση τα βαθύτερά του συναισθήματα. Με τον «υπερεμπλεκόμενο» τύπο διαφέρει στο ότι δεν εκτιμά ούτε τους άλλους, συνεπώς δεν επιτρέπει στον εαυτό του να γοητευτεί και να παρασυρθεί σ’ ένα ερωτικό συναίσθημα. Όσες φορές τελικά του συμβαίνει κι αφήνεται, οι σχέσεις είναι κατά κανόνα εκρηκτικές κι ασταθείς. Ο φοβικός τύπος είναι σαν να φωνάζει διαρκώς «έλα κοντά μου!» και αμέσως μετά να το αλλάζει σε «φύγε γρήγορα!». Τις περισσότερες φορές τους περιγράφουν ως κυκλοθυμικούς και συναισθηματικά ασταθείς.
Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, όσοι μοιράζονται ασφαλή τύπο προσκόλλησης, συνήθως σχετίζονται μεταξύ τους καθώς αλληλοκαλύπτουν τόσο την ανάγκη για στενή οικειότητα, όσο και το δικαίωμα στην ατομικότητα. Οι άνθρωποι με ασφαλή τύπο δεσμού δύσκολα θα μπορούσαν να συμβαδίσουν για καιρό με άτομα των ανασφαλών τύπων, καθώς θα ένιωθαν είτε πως δεν καλύπτονται οι ανάγκες τους για ουσιαστικό δέσιμο και βαθιά επικοινωνία (στην περίπτωση που θα σχετίζονταν μ’ έναν «αποφευκτικό» ή έναν «φοβικό»), είτε πώς περιορίζεται ο προσωπικός τους χωροχρόνος (στην περίπτωση που θα επέλεγαν να κάνουν σχέση μ’ έναν «υπερεμπλεκόμενο»). Ασφαλώς και υπάρχουν ζευγάρια μεταξύ «ασφαλών» και «ανασφαλών» -και μάλιστα πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι αυτό το ταίριασμα είναι ο καλύτερος τρόπος για ν’ απαλλαγεί απ’ τους φόβους και τις αγωνίες του ο «ανασφαλής»- αλλά αφενός δεν εί ναι ο κανόνας και αφετέρου θα πρέπει να υπάρξει αμοιβαία και εντατική προσπάθεια, ώστε η σχέση να λειτουργήσει, καθώς πρόκειται για τύπους προσκόλλησης με εντελώς διαφορετική έκφραση των συναισθηματικών αναγκών τους.
Πριν εμβαθύνουμε στο πιο δημοφιλές και ριψοκίνδυνο ντουέτο, που συχνότατα παρομοιάζεται ως devil’s dance (ο χορός του διαβόλου), θα πρέπει να σταθούμε σ’ ένα ζωτικής σημασίας δεδομένο: Όλοι οι άνθρωποι ανεξαρτήτως του τύπου προσκόλλησής τους, επιθυμούν τη στενή συναισθηματική σύνδεση με τον άλλον. Πρόκειται για ένστικτο που το άτομο φέρει απ’ τη γέννησή του και απ’ το οποίο δεν μπορούμε -ακόμα κι αν θέλαμε- ν’ αποδεσμευτούμε. Έχοντας αυτό ως σταθερά είναι πολύ πιο ρεαλιστικό όχι μόνο να κατανοήσουμε τις αγωνίες και τις επιθυμίες των άλλων και τις δικές μας, μα και να δείξουμε επιείκεια προς όλους.