1. Εισαγωγή
Το πρόβλημα της δουλείας στην Ελληνική Αρχαιότητα διατρέχει και απασχολεί την έρευνα της ιστορίας της ελληνικής οικονομίας. Στο θέμα αυτό υπάρχουν αρκετά δημοσιεύματα[1], ώστε να μη συντρέχει λόγος εκτεταμένης αναλύσεως. Η εξέταση που ακολουθεί γίνεται σε τρεις ενότητες:
Στην πρώτη ενότητα αφιερώνεται η θεώρηση και αξιολόγηση της δουλείας από τους Έλληνες στοχαστές, ως υποκατάστατο της τεχνολογίας, στη δεύτερη ενότητα παρουσιάζονται τα είδη των δούλων που απαντώνται σε διαφόρους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής και στην τρίτη ενότητα καταγράφονται οι δραστηριότητες των δούλων ανάλογα με τον τομέα στον οποίο απασχολούνται.
2. Οι αντιλήψεις των Κλασικών για τη δουλεία
Το πρόβλημα της δουλείας και η ηθική αξιολόγησή του πάντοτε απασχολούσαν την ελληνική διανόηση. Οι αντιλήψεις για τον θεσμό της δουλείας είναι συνυφασμένες κατά το τέλος του Ε' και τις αρχές του Δ' αιώνα με την αξιολόγηση της ανθρώπινης εργασίας και, ειδικότερα, του εμπορίου, των χειροτεχνικών και χειρωνακτικών επαγγελμάτων[2].
Ο Αριστοτέλης πρώτος έθεσε και επιχείρησε να αναλύσει με συστηματικό τρόπο το πρόβλημα της δουλείας[3]. Οι συγγραφείς που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα της δουλείας, την εξέτασαν σε συνάρτηση με διαφόρους παράγοντες. Έτσι, ο Ξενοφών εξετάζει τη δουλεία από απόψεως αυτάρκειας του Οίκου και ηθικής τελειώσεως του κυρίου, ενώ ο Πλάτων εξετάζει τη δουλεία από της απόψεως της αυτάρκειας και ηθικής τελειώσεως του κυρίου[4].
Ο Αντιφών ο Σοφιστής, ο Λυκόφρων και ο Αλκιδάμας αντιτίθενται στον θεσμό της δουλείας. Τούτο συνάγεται από την περίφημη ρήση του τελευταίου «ἐλευθέρους ἀφῆκε πάντας ὁ θεός, οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν»[5]. Οι σοφιστές εξετάζουν τον θεσμό της δουλείας σε συνάρτηση προς τη σχέση φύσεως και νόμου, όχι καθ’ εαυτόν[6]. Ο Αριστοτέλης γνωρίζει τις απόψεις αυτές και τις μνημονεύει στα Πολιτικά[7]. Όπως αναφέρει, ορισμένοι υποστηρίζουν, ο θεσμός της δουλείας είναι καθαρώς συμβατικός και τυχαίος, όταν στηρίζεται στη βία και όχι στην ηθική ή φυσική τάξη. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η άποψη αυτή δεν είναι εσφαλμένη, διότι πράγματι πολλοί «δουλεύουν»[8], ενώ είναι άξιοι καλυτέρας τύχης. Δεν είναι όμως δούλοι, διότι τέτοιος είναι μόνον ο φύσει δούλος.
2.1. Ορισμός και ανθρώπινος χαρακτήρας του δούλου
Η δουλεία σύμφωνα με την κλασική αντίληψη υπάρχει φύσει. Ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ο λόγος της ψυχής υπερέχει του αλόγου αυτής στοιχείου, διότι ο λόγος κατέχει την επιστήμη των όσων είναι ωφέλιμα γι’ αυτή[9]. Κατά συνέπειαν, το έλλογο δίκαια και φύσει άρχει του αλόγου. Ο δούλος, ο οποίος εξ υποθέσεως είναι άλογο όν, οφείλει να υποτάσσεται στον κύριο, στο μέτρο και στον βαθμό που αυτός είναι πράγματι έλλογος[10]. Ο Πλάτων ασχολήθηκε με τη δουλεία υπό την ευρεία έννοια του όρου της υποταγής του λογικώς και ηθικώς υποδεεστέρου σε εκείνο που υπερτερεί.
Ο Αριστοτέλης, επίσης, εκκινεί από την πλατωνική έννοια του φύσει δούλου, λέγοντας ότι κατά φύση οφείλει να διακριθεί το άρχον του αρχομένου: «Σε όλα τα όντα, κάθε ένα από τα οποία αποτελέσθηκε από περισσότερα μέρη, εκφαίνονται με σαφήνεια τα εν λόγω στοιχεία του άρχοντος και του αρχομένου και ενυπάρχει ο συνδυασμός αυτός σε όλα τα έμψυχα»[11]. Το υποδεέστερο όν που υπάρχει εκ φύσεως πρέπει να υπακούει στις επιταγές του υπερτέρου όντος προς επιτέλεση του έργου, το οποίο η φύση προέβλεψε και για τα δύο όντα. Η αρχή αυτή διέπει τη σχέση κυρίου και δούλου[12].
Ο δούλος δεν έχει ανεξάρτητη οντότητα, αλλά είναι όργανο του κυρίου του, όπως «ή ψυχή τού σώματος άρχει»[13]. Ταυτόχρονα, ο δούλος είναι «μόριον» του κυρίου του[14], ως όργανό του, διότι ο σκοπός της υπάρξεώς του ταυτίζεται με τον σκοπό της υπάρξεως του κυρίου του, την ηθική τελείωση που πραγματοποιείται με την απόλυτη αυτάρκεια.
Ο δούλος ορίζεται από τον Αριστοτέλη ως κτήμα ή όργανο προς ζωή του κυρίου: «Οὕτω καί τό κτῆμα ὄργανον πρός ζωήν ἐστί»[15]. Ο ορισμός του δούλου συμπληρώνεται με δύο ιδιότητες: Πρώτο, ο δούλος είναι έμψυχο όργανο του κυρίου σε αντιδιαστολή προς τα άψυχα όργανα, τα οποία αυτός πιθανώς να διαθέτει[16]. Δεύτερο, είναι όργανο πρακτικό και όχι ποιητικό: «Εκείνος, ο οποίος, όντας άνθρωπος, δεν ανήκει στον εαυτό του, αλλά σε άλλον, αυτός είναι φύσει δούλος· ανήκει δε σε άλλον, τότε είναι κτήμα τούτου (κτῆμα δέ ὄργανον πρακτικόν καί χωριστόν)»[17]. Ο όρος «κτήμα» χρησιμοποιείται από τον ανώνυμο Περιπατητικό συγγραφέα των Οικονομικών, ο οποίος παρουσιάζει όλα τα όντα αδιακρίτως: «Λέγοντας κτήματα εννοώ την τακτοποίηση των καρπών και του ρουχισμού, και για τους καρπούς, που πρέπει να τοποθετηθούν οι ξηροί και που οι υγροί· και για τα λοιπά που πρέπει να τοποθετηθούν τα έμψυχα και που τα άψυχα· ποιος είναι ο κατάλληλος χώρος για τους δούλους και τους ελευθέρους, τις γυναίκες και τους άνδρες, τους ξένους και τους πολίτες»[18]. Σύμφωνα με μία ερμηνεία, «ο κατασκευαστής της οικίας πρέπει να την προσαρμόζει όχι μόνον προς τους καρπούς και τα ενδύματα, αλλ’ επίσης και προς τα άλλα κτήματα, άψυχα ή έμψυχα, τους δούλους, τους ξένους και τους πολίτες»[19]. Το χωρίο δηλώνει ότι τα «κτήματα» οφείλουν να διατελούν κάτω από φροντίδα και προστασία[20].
Τον ορισμό του δούλου συνοψίζει ο χαρακτηρισμός του ως χειρός του κυρίου του[21]. Με τον χαρακτηρισμό αυτό, ο Αριστοτέλης θέλει να τονίσει ότι ο κύριος ενεργεί μέσω του δούλου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η βούλησή του[22]. Προς την αρχή άρχοντος-αρχομένου δεν αντιφάσκει το λεγόμενο ότι στη δεσποτική σχέση κυρίου και δούλου πρωτίστως ικανοποιείται το συμφέρον του κυρίου, και συμπτωματικά μόνον το συμφέρον του δούλου[23]. Δεν μπορεί να υπάρχει αντίφαση, διότι η σύμπτωση των συμφερόντων τους εξασφαλίζεται με την ταυτότητα του έργου τους. Αυτό διέπεται από μια κοινή σκοπιμότητα, η οποία δεν είναι άλλη από την ευδαιμονία του κυρίου. Με την επίτευξη των στόχων του κυρίου εξυπηρετείται και ο δούλος[24].
Ο δούλος ως έμψυχο όργανο δεν έχει ιδίαν βούληση, βούλευση ή προαίρεση[25]. Δεν μπορεί να αναπτύξει πρωτοβουλία σε οποιοδήποτε ζήτημα, και για τον λόγο αυτό ορθά χαρακτηρίσθηκε από τον R. Schlaifer ως ατελές ανθρώπινο όν, «Part Man»[26].
Πραγματική ανθρώπινη σχέση ή «κοινωνία» δεν μπορεί να αναπτυχθεί ανάμεσα στον κύριο και τον δούλο, διότι μια τέτοια σχέση προϋποθέτει δύο αυθύπαρκτα ανθρώπινα όντα. Ο δούλος είναι όν ριζικώς ατελές από ηθικής απόψεως. Δεν είναι δεκτικός ηθικής τελειώσεως, διότι δεν μετέχει στην ευδαιμονία[27]. Αυτή είναι απρόσιτη στον δούλο, αφού αυτός δεν ζει κατά «προαίρεσιν»[28]. Στη σχέση κυρίου και δούλου έχουμε ένα ανθρώπινο όν, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το εξάρτημά του[29].
Η σκέψη του Αριστοτέλους διΐσταται όσον αφορά το προς εξέταση θέμα της σχέσεως κυρίου-δούλου, όπως παρατηρεί ο Α.-Κ. Μπαγιόνας (1931 -2005)[30]. Ειδικότερα, στα Ἠθικά Εὐδήμια τονίζεται το χάσμα ανάμεσα στον κύριο και στον δούλο: Η σχέση τους δεν μπορεί να ονομασθεί φιλία[31]. Στα Ἠθικά Νικομάχεια, «ἀφιστάμενα τῆς πλατωνικής περιόδου»[32] ο Σταγειρίτης είναι λιγότερο κατηγορηματικός: Αναφέρει φυσικά κι εδώ ότι δεν είναι δυνατό να υπάρξει φιλία, όμως μπορούμε να διαστείλουμε, υπογραμμίζει ο Αριστοτέλης, την υπηρετική λειτουργία του δούλου από την ανθρώπινη ιδιότητά του, πράγμα που υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρξει φιλία προς δούλο «ᾗ δ’ ἄνθρωπος»[33]. Στην δεσποτική σχέση προϋποθέτει ο Αριστοτέλης τόσο την αντίληψη για τον «φύσει» δούλο και την απορρέουσα απ’ αυτήν «οργανική» λειτουργία του δούλου, δηλαδή τη χρήση του δούλου ως οργάνου, όσο και την αναγνώριση της ανθρώπινης ιδιότητας του δούλου[34]. Αυτό προκύπτει από τη μελέτη του δούλου ως μέλους του Οίκου.
2.2. Ο ρόλος του δούλου στην οικιακή οικονομία
Η Οικονομική έχει ως σκοπό την ίδρυση και συνετή διαχείριση του Οίκου[35]. Η διοίκηση του Οίκου ασκείται μόνον από έναν (μοναρχείται ο Οίκος). Ο Οίκος συστάθηκε από φυσική ανάγκη για την ικανοποίηση των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών[36]. Περιελάμβανε τόσο τα έμψυχα όντα —κύριος, σύζυγος, τυχόν τέκνα και δούλοι— όσο και το άψυχο υλικό —έπιπλα και σκεύη, κτήματα— και αποτελούσε εστία μεγάλης οικονομικής δραστηριότητος. Είχε ιδιάζουσα σημασία στην Κλασική Αρχαιότητα, διότι στον Οίκο δεν λάμβανε χώρα μόνο κατανάλωση, αλλά και παραγωγή[37].
Η οποιαδήποτε αναφορά στο περιεχόμενο της οικονομίας και του Οίκου χωρίς μια εμβριθέστερη ανάλυση των σχέσεων των ατόμων που ανήκουν σ’ αυτόν, διαβιούν, παράγουν και καταναλώνουν, θα αποτελούσε ελλιπή αντιμετώπιση του θέματος[38]. Τόσο ο Ξενοφών[39] όσο και ο Αριστοτέλης[40] και ο ανώνυμος περιπατητικός συγγραφέας των Οικονομικών[41] κάνουν λόγο για τριών ειδών σχέσεις ανάμεσα στους ζώντες οργανισμούς του Οίκου:
(γ) Δεσποτική σχέση: Σχέση κυρίου - δεσπότου προς τους οικιακούς δούλους, τους οικέτες.
Αναπόσπαστο στοιχείο του Οίκου αποτελεί ο οικέτης-δούλος. Πρόκειται για τον οικιακό δούλο, ο οποίος επικουρεί τον κύριό του στις εργασίες του Οίκου. Ο Ξενοφών κατανοεί τη σημασία της υπάρξεως δούλων στον Οίκο και για τον λόγο αυτό ασχολείται εκτενέστερα με το θέμα αυτό[42]. Στον διάλογο ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Ισχόμαχο, στο δεύτερο μέρος του Οικονομικού, ο Ισχόμαχος παρατηρεί ότι τα πουλάρια μαθαίνουν να υπακούουν στους δαμαστές τους, διότι, όταν υπακούουν αμείβονται (λαμβάνουν κριθάρι), ενώ όταν δείχνουν ανυπακοή τιμωρούνται ώσπου να συνηθίσουν[43]. Τους ανθρώπους όμως είναι δυνατό να τους κάμει κανείς υπάκουους μόνο με τα λόγια, χωρίς να αποκλείεται παρόμοια διαπαιδαγώγηση με εκείνη των ζώων[44].
Η στενή συσχέτιση δούλου και οικίας, ως οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ενότητας, επιτρέπει να λεχθεί ότι ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφών αφίστανται, ως προς το σημείο αυτό, του Πλάτωνος. Όταν ο Πλάτων ομιλεί για τη δουλεία, εννοεί συνήθως τη σχέση υποταγής, η οποία πρέπει να συνδέει το ψυχολογικώς ή ηθικώς υποδεέστερο όν προς εκείνο που υπερτερεί[45]. Η «ἰδίωσις» σύμφωνα με τον Πλάτωνα είναι από ηθικής απόψεως η αρχή και η πηγή κάθε κακού και κάθε βλάβης και εντελώς ασυμβίβαστη προς την πολιτική τάξη[46]. Για τον λόγο αυτό ο Πλάτων δεν ευνοεί την ανάπτυξη «οικίας» και ο παραμερισμός της, με τον παράλληλο παραμερισμό του θεσμού της ιδιοκτησίας, αποτελούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση της αρχής της δικαιοσύνης και την ενότητα της πολιτείας[47].
Στην Πολιτεία, όπου δεν υπάρχει «οικία» υπό την ξενοφώντειο και αριστοτέλεια έννοια του όρου, οι «φύλακες» στερούνται κτημάτων, δεν έχουν ούτε ιδίαν κατοικία, αλλά κοινόχρηστη[48], σιτίζονται από κοινού και, κατ’ επέκταση, δεν κατέχουν δούλους. Στο έργο του Νόμοι, όπου προσδιορίζει τον αριθμό των 5040 οικιών[49] ως το άριστο μέγεθος του πληθυσμού, στο οποίο πρέπει να κρατηθεί η πόλη- πολιτεία[50], ανέχεται, αν και μετά δισταγμών, την ατομική ιδιοκτησία δούλων, και ορίζει τρόπους συμπεριφοράς τους[51] και προσπαθεί να περιορίσει με διάφορα μέσα τους ηθικούς κινδύνους που απορρέουν απ’ αυτούς για τον κύριο[52]. Επισημαίνει την απελευθέρωση του δούλου σε περίπτωση που δείξει καλή διαγωγή[53].
Η λειτουργία του δούλου στην «οικία» έχει ως κύριο αντικειμενικό σκοπό την ικανοποίηση των υλικών αναγκών της. Τόσο ο Ξενοφών όσο και ο Αριστοτέλης αποδέχονται τον θεσμό της δουλείας και προσπαθούν να του αποδώσουν την πλήρη οικονομική του αξία: Ο δούλος είναι ένα αντικείμενο ιδιοκτησίας και εργαλείο παραγωγής, από το οποίο πρέπει να αντληθεί η μεγαλύτερη δυνατή απόδοση[54]. Τούτο είναι, άλλωστε, και το αντικείμενο της «δεσποτικής» επιστήμης: Η ατομική σχέση μεταξύ κυρίου και δούλου. Η επιστήμη αυτή επιτρέπει στον κύριο να γνωρίζει πώς να χρησιμοποιήσει τους δούλους του και να αποκτήσει το μεγαλύτερο δυνατό όφελος με την μικρότερη δυνατή θυσία[55]. Η δεσποτική αποτελεί μέρος της «οικονομικής» επιστήμης, μέσω της οποίας ο κύριος, ως «ζῷον οἰκονομικόν»[56], εξασφαλίζει τους αναγκαίους όρους επιβιώσεως του Οίκου.
Πρέπει να αναφερθεί, ότι ο σύγχρονος του Ξενοφώντος, μαθητής του Σωκράτους και μέλος του σωκρατικού κύκλου, ο «κορυφαιώτατος τῶν λεγομένων Σωκρατικῶν»[57], Αντισθένης, ιδρυτής της Κυνικής Σχολής, συνέγραψε πραγματείες που ασχολούνται με το ζήτημα της δουλείας στον Οίκο[58], άρα τη «δεσποτική» επιστήμη. Το αντικείμενο αυτό πρέπει να το ανέλυσε και στο έργο του περί νίκης οικονομικός, που αποτελεί το πρώτο σύγγραμμα, εξ όσων γνωρίζουμε, στην ελληνική γραμματεία. Το έργο αυτό επηρέασε τον Ξενοφώντα στη συγγραφή του ομοτίτλου έργου του[59], ενώ δεν αποκλείεται να ήταν γνωστό και στον συγγραφέα των Οικονομικών[60].
Η «δεσποτική» είναι μέρος της «χρηματιστικής», η οποία νοείται ως η επιστήμη της παραγωγής, κυκλοφορίας και διανομής των παραγομένων αγαθών[61], εφόσον ο δούλος δεν είναι μόνο όργανο, αλλά και κτήμα[62]. Όλες αυτές οι γνώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της «δεσποτικής» ανήκουν, ως χρησιμοθηρικές, στον «ἄσχολον» και όχι στον κατά σχολή βίο, όπως η φιλοσοφική θεωρία ή η άσκηση πολιτικής δραστηριότητας. Είναι αναγκαίες για τον δεσπότη και, γενικώς για τον πολίτη, αλλά δεν είναι αγαθές, διότι δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά υπάρχουν χάρη του κατά σχολή βίου[63].
Η σχέση κυρίου και δούλου, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της «δεσποτικής» επιστήμης[64], έχει επιτακτική μορφή. Ο κύριος, ο οποίος διαθέτει βούληση και προαίρεση, συλλαμβάνει νοητικώς το προς εκτέλεση έργο, δίδει εντολές με βάση τη νοητική του αυτή σύλληψη και ο δούλος τις εκτελεί με τα σωματικά του όργανα. Η θεωρία της επιταγής είναι συνυφασμένη με την αντίληψη για τον δούλο, «διότι εκείνο, το οποίο διαθέτει την ικανότητα να καταστρώνει με τη διάνοιά του σχέδια εν όψει των αναγκών είναι από τη φύση του άρχον και αρχόμενο, εκείνο το οποίο διαθέτει ως οικεία την ικανότητα να εκτελεί με τις σωματικές δυνάμεις αυτά είναι από τη φύση του αρχόμενο και δούλο- γι’ αυτό συνδυάζονται στο κοινό συμφέρον κύριος και δούλος»[65]. Ο δούλος, ως «ὄργανον πρό ὀργάνων»[66] αντικαθιστά τα λοιπά όργανα και αποτελεί μοχλό, μέσω του οποίου ο κύριος τα χρησιμοποιεί.
Ο δούλος, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το πλέον «ἀναγκαιότατον καί οἰκονομικώτατον»[67] από τα άλλα μέρη της κτήσεως, οφείλει να αντιμετωπίζεται με επιείκεια[68] και να διακρίνεται ο άδικος από τον δίκαιο[69]. Συνιστάται όπως οι κύριοι μεταχειρίζονται τους δούλους με καλό τρόπο[70] και όπως επαινείται ο δούλος, αν επιδεικνύει τιμιότητα και ωφελεί τον κύριο[71]. Με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζει η ελληνική γραμματεία την ύπαρξη κινήτρων για την απονομή τιμών στους πλέον εργατικούς[72].
2.3. Ο δούλος σε σχέση με την πόλη-πολιτεία
Ο δούλος, μετέχοντας της πόλεως ως «οικήσεως», συνυπάρχει από φυσικής και υλικής απόψεως με τους ελεύθερους πολίτες. Υπό το πρίσμα αυτό μελετάται ο δούλος σε σχέση με την πόλη- πολιτεία.
Κατά την περιγραφή της «πολιτείας τῆς ἀρίστης»[73], από τον Φαλέα τον Χαλκηδόνιο, ο οποίος σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «πρῶτος εἰσήνεγκε»[74]«τό περί τάς οὐσίας εἶναι μέγιστον»[75], ουδα μού γίνεται αναφορά σε δούλους. Κάθε εργασία στην «ἀρίστη πολιτεία» του Φαλέα θα ασκείται προς όφελος της πολιτείας και κάτω από την εποπτεία της. Όλοι οι τεχνίτες, γεωργοί και λοιποί χειρώνακτες θα καταστούν δημόσιοι υπηρέτες[76]. Οι εργαζόμενοι δεν θα γνωρίζουν οποιονδήποτε προϊστάμενο παρά μόνον την πολιτεία και την οποιαδήποτε ικανότητά τους θα τη διαθέτουν προς όφελος της πολιτείας. Με τον τρόπο αυτό η κοινωνία θα περιλαμβάνει δύο κατηγορίες πολιτών, τους ιδιοκτήτες ακινήτου πλούτου και τους εργαζομένους σε αυτόν[77].
Στην «ἀρίστη πολιτεία» που ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος «πρῶτος τῶν μή πολιτευομένων ἐνεχείρησε»[78], διακρίνεται ο πληθυσμός των δέκα χιλιάδων κατοίκων[79] σε τρία «μέρη»: τεχνίτες, γεωργοί και πολεμιστές[80]. Ουδεμία αναφορά γίνεται σε δούλους. Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν έχουν θέση οι δούλοι στην πολιτεία του Ιπποδάμου του νεοπυθαγορείου[81], η οποία απαρτίζεται από τρία «μόρια»: Βουλευτικόν (πρόεδρον - ἀρχοντικόν - κοινοβουλευτικόν), ἐπίκουρον (ἀρχοντικόν - προμαχατικόν - ἀγελαῖον καί στρατιωτικόν) και βάναυσον (γεωπόνον - τεχνατικόν - μεταβατικόν καί ἐμπορικόν)[82]. Με τον τρόπο αυτό προσδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ύπαρξη ομοιογενείας στον πληθυσμό της πολιτείας.
Κατά τον Πλάτωνα η πολιτεία γεννήθηκε με την αλληλοπρόσληψη των ανθρώπων, που είχε απώτερο σκοπό την αμοιβαία εξυπηρέτηση των αναγκών τους και την αυτάρκειά τους. Παράλληλα, η αυτάρκεια προϋποθέτει τη φιλία ανάμεσα στους ανθρώπους[83], η ύπαρξη της οποίας αναγνωρίζεται αναγκαία και ικανή προϋπόθεση για την ύπαρξη της πόλεως[84].
Μετά την περιγραφή των βιοτικών αναγκών και των επαγγελμάτων, που κρίνονται απαραίτητα για τη βιωσιμότητα της πόλεως- πολιτείας, εισάγεται μια κατηγορία «διακόνων», ανθρώπων που καλούνται «μισθωτοί». «Ακόμη όμως φαίνεται ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, όχι πολύ χρήσιμοι διανοητικώς στην κοινωνία (τά μέν τῆς διανοίας μή πάνυ ἀξιοκοινώνητοι), οι οποίοι όμως με τη σωματική τους δύναμη είναι ικανοί για τα βαρύτερα έργα. Πωλούν λοιπόν σε άλλους τη δύναμή τους και λαμβάνουν μισθό και γι’ αυτό τους λένε κι αυτούς μισθωτούς (οἱ δή πωλοῦντες τήν τῆς ἰσχύος χρείαν, τήν τιμήν ταύτην μισθόν καλοῦντες, κέκληνται ... μισθωτοί)»[85]. Το χωρίο αυτό της Πολιτείας, στο οποίο δίδεται ο ορισμός του μισθωτού, συγκρινόμενο με αντίστοιχο χωρίο των Πολιτικών —«τό μέν γάρ δυνάμενον τῇ διανοίᾳ προορᾶν ἄρχον φύσει καί δεσπόζον φύσει, τό δέ δυνάμενον τῷ σώματι ταῦτα ποιεῖν ἀρχόμενον καί φύσει δοῦλον»[86]— είναι δηλωτικό της προσπάθειας του Πλάτωνος να μη περιλάβει τον θεσμό της δουλείας στην ορθή πολιτεία[87]. Παράλληλα, δείχνει ότι ο ανθρώπινος τύπος που χαρακτηρίζεται από τον Αριστοτέλη «φύσει δούλος», αναγνωρίζεται από τον Πλάτωνα ως «μισθωτός», ελεύθερος, που πωλεί την «τῆς ἰσχύος χρείαν» με τίμημα τον «μισθόν»[88].
Ο Πλάτων δεν αναφέρεται στον θεσμό της δουλείας στην αδιάφθορη και «όρθή» πόλη-πολιτεία[89]. Ο δούλος αποκλείεται στην πολιτεία, διότι η ύπαρξή του ενσαρκώνει επιβλητικά την άρνηση της δικαιοσύνης που εκφράζεται είτε με «τό τά αὐτοῦ πράττειν»[90] είτε με «ἡ τοῦ οἰκείου τε καί ἑαυτοῦ ἕξις τε καί πράξις»[91]. Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο περιγράφεται η δημιουργία της πολιτείας, η αλληλοπρόσληψη δηλαδή των ανθρώπων για την αμοιβαία εξυπηρέτηση των αναγκών τους, δεν περιέχει τη δυνατότητα να υπάρξει και άρα να ευδοκιμήσει ο θεσμός της δουλείας[92]. Ο δούλος δεν μετέχει στην «ἀλληλοπρόσληψη», ούτε στην αμοιβαία εξυπηρέτηση των αναγκών, διότι υπηρετεί χωρίς να υπηρετείται. Επιπροσθέτως, η ύπαρξη φιλίας ως προαπαιτούμενου της συγκροτήσεως της πολιτείας δεν αφήνει περιθώρια για την ύπαρξη δούλων[93].
Στην πόλη-πολιτεία των Νόμων μνημονεύεται η ύπαρξη δούλων στις γεωργικές εργασίες[94], όπου επισημαίνεται ότι είναι δύσκολη η επιλογή των δούλων και γι’ αυτό πρέπει να τους μεταχειρίζεται ο κύριος με καλό τρόπο[95]. Η αξιολόγηση του δούλου και η θέση του εντός της πόλεως είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις απόψεις των Ελλήνων για τα «βάναυσα», χειρωνακτικά επαγγέλματα.
Ο Πρωταγόρας τιμά τις «δημιουργικές» εργασίες. Σύμφωνα με τη δοξογραφική παράδοση που ανάγεται στον Επίκουρο[96], ο Πρωταγόρας διατέλεσε κατά τη νεότητά του «φορμοφόρος»[97]. Οι «δημιουργικές» τέχνες ανταποκρίνονται προς τις ανάγκες ή χρείες των ανθρώπων[98]. Χωρίς αυτές δεν είναι δυνατό να υπάρξει πολιτικοκοινωνική οργάνωση[99]. Κατά συνέπεια, η πηγή και ο κύριος φορέας της πολιτιστικής προόδου είναι η «περί τόν βίον σοφία»[100]. Ασφαλώς, ο σοφιστής θα θεωρεί ως «μανίαν» την προς αυτήν περιφρόνηση[101]. Είναι λογικό λοιπόν να δικαιούνται οι «χαλκεῖς» και οι «σκυκοτόμοι» ενεργού συμμετοχής στην Εκκλησία του Δήμου[102].
Ο Ξενοφών[103] και ο Ηρακλείδης ο Ποντικός[104] είχαν υποστηρίξει ότι η χειρωνακτική και τεχνική δραστηριότητα παραμορφώνει το σώμα και διαφθείρει την ψυχή, διότι την υποδουλώνει και της αφαιρεί τον προς «σχολήν» βίον. Για τον λόγο αυτό, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ανατίθενται στους δούλους μόνο βάναυσα και «μισθαρνικά» έργα. Απήχηση των απόψεων αυτών υπάρχει και στον Αριστοτέλη, του οποίου, όμως, οι απόψεις έχουν διατυπωθεί κατά τρόπο λιγότερο κατηγορηματικό[105].
Η καθιερωμένη από το δίκαιο απόσταση ανάμεσα στους δούλους και στους ελεύθερους πολίτες άγει τον Αριστοτέλη στο να τονίσει τη διαφορά του τρόπου διαβιώσεως. Οι πολίτες οφείλουν να διάγουν τον παραπλήσιο προς τον θεωρητικό πολιτικό βίο και να μη ζουν τον βάναυσο, απολαυστικό και ανδραποδώδη βίο των δούλων. Η αρετή των πολιτών, χωρίς να συμπίπτει με την αρετή του αρίστου ατόμου[106], είναι παντελώς διάφορος των «διακονικών» αρετών, εφόσον το έργο του πολίτη είναι διαφορετικό από το έργο των «διακόνων»[107]. Με τον τρόπο αυτό, ο πολίτης θα αγνοεί όσα γνωρίζει ο δούλος[108]. Η αντίληψη του Αριστοτέλους είναι απλώς ότι η λειτουργία του πολίτη είναι ασυμβίβαστη προς τον βάναυσο και απολαυστικό βίο του δούλου.
Τούτο εμφαίνεται από την, από κοινωνικής απόψεως, σύνθεση της πόλεως-πολιτείας, η οποία περιλαμβάνει τους γεωργούς —«τό περί τήν τροφήν πλῆθος», —το βάναυσον— «τό περί τάς τέχνας ὧν ἄνευ πόλιν αδύνατον οἰκεῖσθαι», τό ἀγοραῖον —«τό περί τάς ὠνάς καί τάς πράσεις καί τάς ἐμπορίας καί καπηλείας διατρίβον», —τους εργαζομένους χωρίς ατομική περιουσία —«τό θητικόν», —τους πολεμιστές —«τό προπολεμῆσον», εκείνους που ασκούν τη δικαστική εξουσία —«μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς καί τό βουλευόμενον», —εκείνους που αναλαμβάνουν τα οικονομικά βάρη —«τό ταῖς οὐσίαις λειτουργοῦν, ὅ καλοῦμεν εὐπορους»— και τους άρχοντες —«τό δημιουργικόν καί τό περί τάς ἀρχάς λειτουργοῦν»[109]. Αποκλείονται οι δούλοι τόσο από γενικότερη κοινωνική όσο και από στενότερη οικονομική και παραγωγική σκοπιά.
Ο Αριστοτέλης δεν διαφοροποιείται ουσιωδώς κατά τη συγκρότηση των μερών της «ἀρίστης πολιτείας»[110], όταν ομιλεί για έξι παραγωγικές τάξεις: γεωργοί, τεχνίτες, πολεμιστές, εύποροι, ιερείς, δικαστές[111]. Οι «δούλοι ή βάρβαροι» εάν καταστεί «ἀναγκαῖον» μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως γεωργοί[112]. Επαναλαμβάνει στα συστατικά της αρίστης πόλεως ότι οι γεωργοί, οι τεχνίτες και εκείνοι που παρέχουν μισθωτή εργασία «ἀναγκαῖον ὑπάρχειν ταῖς πόλεσιν»[113]. Τα πραγματικά μέρη της πόλεως είναι «τό τε ὁπλιτικόν καί βουλευτικόν»[114]. Αυτό είναι απόρροια του γεγονότος ότι μόνο όσοι ασκούν την αρετή ως κύριο έργο μετέχουν της πόλεως, «τό γάρ βάναυσον οὐ μετέχει τῆς πόλεως»[115].
Κατά συνέπεια, τόσο οι δούλοι όσο και οι «βάναυσοι», τεχνίτες πρέπει να αποκλεισθούν της «εὐνομουμένης πόλεως»[116]. Στην άποψη αυτή άγεται ο Αριστοτέλης από τη διαπίστωση ότι η συμμετοχή των βαναύσων τεχνιτών καθιστά την πόλη πολυάνθρωπο, αλλά η πολυάνθρωπος πόλη δεν είναι δυνατό να είναι «εὔνομος», διότι υπερβολικός αριθμός πολιτών και «εύνομος» τάξη δύσκολα συμβιβάζονται: «Ἴσως δ’ ἀδύνατον, εὐνομεῖσθαι τήν λίαν πολυάνθρωπον»[117].
2.4. Ο δούλος ως υποκατάστατο της τεχνικής
Ο Αριστοτέλης προσπαθεί να θεμελιώσει, κατά τρόπο φιλοσοφικό, την οικονομική λειτουργία του δούλου, χωρίς όμως, όπως φαίνεται, ούτε ο ίδιος να έχει πεισθεί πλήρως για την ορθότητα της θεμελιώσεως αυτής. Και αυτό, διότι δέχεται: Πρώτο, ότι ως έσχατο κριτήριο περί του ποιος πρέπει τελικά να είναι ή να μην είναι δούλος είναι η αρετή και όχι η καταγωγή[118] και, δεύτερο, ότι η ύπαρξη δούλων ούτε σε κάποια φυσική επιταγή ανταποκρίνεται ούτε αναγκαία προϋπόθεση της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου αποτελεί, αλλά απλώς και μόνο καλύπτει σε μια συγκεκριμένη εποχή την έλλειψη προηγμένης τεχνικής και τεχνολογίας[119]. Τη θέση του αυτή, δικαιολογεί έχοντας στο νου του, προφανώς, αυτά που έλεγαν ορισμένοι κωμικοί ποιητές, όπως ο Κράτης[120], με τον ακόλουθο συλλογισμό: «Εἰ γάρ ἠδύνατο ἕκαστον τῶν ὀργάνων κελευσθέν ἤ προαισθανόμενον ἀποτελεῖν τό αὐτοῦ ἔργον, ὥσπερ τά Δαιδάλου φασίν[121] ἤ τούς τοῦ Ἡφαίστου τρίποδας, οὕς φησιν ποιητή[122] αὐτομάτους θεῖον δύεσθαι ἀγῶνα, οὕτως αἱ κερκίδες ἐκέρκιζον αὐταί καί τά πλήκτρα ἐκιθάριζεν, οὐδέν ἄν ἔδει οὔτε τοῖς ἀρχιτέκτοσιν ὑπηρετῶν οὔτε τοῖς δεσπόταις δούλων»[123].
Οι λόγοι αυτοί σημαίνουν κατ’ αρχήν το ανέφικτο της καταργήσεως του θεσμού της δουλείας και παραπέμπουν στον «χρυσό αιώνα», όπως τον περιγράφουν οι κωμικοί ποιητές, που, προφανώς, ο Αριστοτέλης γνωρίζει, όπου απουσιάζει ο θεσμός της δουλείας. Οι εργασίες στον Οίκο θα μπορούσαν να γίνουν και χωρίς την παρουσία δούλων[124]. Το χωρίο όμως εισάγει τόσο τον αυτοματισμό —«οὕς φησιν ὁ ποιητής αὐτομάτους»— όσο και την ύπαρξη αρχιτέκτονα, ο οποίος λειτουργεί μετά «ὑπηρετῶν».
Αναφορικά με το πρώτο θέμα, αναγνωρίσθηκε ότι ο Αριστοτέλης ορθά διέβλεψε ότι μόνον η τεχνολογική πρόοδος θα καθιστούσε το θεσμό της δουλείας περιττό, με συνέπεια τη δυνατότητα καταργήσεώς του[125]. Σημαίνει ταυτόχρονα και στενή εξάρτηση του θεσμού της δουλείας από την τεχνική πρόοδο. Όπως επισημαίνει ο Κ. Γεωργούλης (1896-1968) «ο Αριστοτέλης κατώρθωσε να διαγνώση ότι μόνον η τελειοποίησις εις θαυμαστόν βαθμόν της τεχνικής θα ηδύνατο να καταργήση τον θεσμόν της δουλείας»[126]. Εκφράζει το χωρίο αυτό με τον καλύτερο τρόπο τον αυτοματισμό της εποχής μας[127], πράγμα που οδήγησε τον Άγγελο Θ. Αγγελόπουλο (1904-1995) να παρατηρήσει ότι «το όραμα του φιλοσόφου φαίνεται να επαληθεύεται στην εποχή μας»[128]. Με τον οραματισμό του αυτό αναγκάζεται ο Αριστοτέλης να αποδεχθεί τη δουλεία ως αναπόφευκτο υποκατάστατο της τεχνικής εξελίξεως[129]. Αναγνωρίζεται, βέβαια, το ανέφικτο της εξαλείψεως του θεσμού[130].
Τούτο επιβεβαιώνεται από την ύπαρξη του αρχιτέκτονα. Ο Αριστοτέλης, επηρεασμένος από τον Πλάτωνα[131], θα αναφερθεί και σε άλλα έργα του στον ρόλο και το έργο του αρχιτέκτονα[132]. Ο αρχιτέκτονας είτε συντάσσει τη «συγγραφή» είτε διευθύνει την κατασκευή και επιστατεί ουσιαστικά την εκτέλεση των εργασιών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα σύμφωνα με τη «συγγραφή» άλλου[133]. Κατά συνέπεια απαιτείται η ύπαρξη «υπηρετών». Η απουσία τους αποτελεί ουτοπική σύλληψη ακόμη και για την εποχή μας, πολύ δε περισσότερο για την εποχή του Αριστοτέλους[134].
Ο Πλάτων αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα στον σχεδιασμό της «ορθής» πολιτείας. Η «ορθή» πολιτεία, με τη μη αποδοχή του θεσμού της δουλείας και την έλλειψη παράλληλα εξελιγμένης τεχνικής της παραγωγής, αντιμετωπίζει το απειλητικό πρόβλημα: Ποιοι από τους πολίτες θα υποστούν πραγματικά το άχθος του εξουθενωτικού μόχθου της παραγωγής, και ποια συμμετοχή θα μπορούν αυτοί να έχουν στην πολιτική εξουσία και στην ολική άρθρωση της πολιτείας; Ο Πλάτων δίνει την απάντηση: Η παραγωγική εργασία, η τόσο αναγκαία για το σύνολο της πολιτικής κοινωνίας, θα ανατεθεί σε εκείνους τους πολίτες, που ο φυσικός προικισμός τους δεν είναι ο πλέον πρόσφορος για να υποβληθούν σε βαριά παιδεία και δοκιμασία[135]. Με τον τρόπο αυτό επιλύει ο Πλάτων το πρόβλημα της δουλείας στην «ορθή» πολιτεία, αναγνωρίζοντας στους πολίτες αυτούς την ύπαρξη, ως ένα βαθμό, των μικρών χαρών της καθημερινότητος, όπως είναι η περιορισμένη, έστω, ιδιοκτησία και η χωριστή οικογένεια[136].
3. Είδη δούλων
Οι δούλοι διακρίνονταν σε δύο βασικές κατηγορίες, στους δορύλατους και στους αργυρώνητους. Δορύλατοι ονομάζονταν οι δούλοι που ήταν από μικρή ηλικία δουλωθέντες. Αυτοί ονομάζονταν «δμώς» και «δμώη», σε αντίθεση με τους άλλους που καλούνταν «δούλοι»[137]. Αργυρώνητοι καλούνταν αυτοί που προήρχοντο ως βάρβαροι από τη Φρυγία, Σκυθία, Συρία, Περσία, Μηδία κ.λπ.. Η χρήση του δούλου προσδιόριζε και τη διαφορετική ονοματοθεσία του[138]. Έτσι, απαντά ο δούλος ως «αἰχμάλωτος», «ἀνδράποδον», «θεράπων» και «θεράπαινα», «οἰκέτης» και «ἐπιστάτης».
Ο «αιχμάλωτος» είναι εκείνος, που αιχμαλωτίσθηκε στον πόλεμο και κατέστη δούλος[139], «ἀνδράποδον»[140] είναι είτε εκείνος που αιχμαλωτίσθηκε στον πόλεμο και πωλήθηκε ως δούλος[141], είτε εκείνος που ήταν εξ αρχής δούλος[142], κατέληξε να σημαίνει απλώς και μόνο τον δούλο, τον δουλοπρεπή[143]. Ο «ἀνδραποδώδης» [144]αντιβάλλεται με τον «ελευθέριο» βίο[145]. Με τον όρο «θεράπων»[146] χαρακτηριζόταν ο υπηρέτης, ως «θεράπαινα» η υπηρέτρια που εργαζόταν στον Οίκο[147].
Ο «οἰκέτης»[148], ο οικιακός δούλος, στον οποίο αναφέρεται ο Ξενοφών στον Οικονομικό του, ο Αριστοτέλης στο πρώτο βιβλίο των Πολιτικών, ο Πλάτων στους Νόμους και ο ανώνυμος περιπατητικός συγγραφέας των Οικονομικών στο πρώτο βιβλίο, βοηθά τον κύριό του στην εργασία του, εργάζεται είτε κάτω από την προσωπική επίβλεψη του κυρίου του είτε του διαχειριστή του, τρέφεται, και του παρέχεται ρουχισμός και στέγη[149]. Δεν αποκλείεται ο οικέτης να επιδίδεται σε κάποια επικερδή δραστηριότητα εκτός από τις οικιακές εργασίες[150].
Στην παραγωγή που λαμβάνει χώρα εντός των πλαισίων της οικιακής οικονομίας προβλέπεται η διάκριση του οικέτου από τον επίτροπο. Ο επίτροπος[151] αντικαθιστά τον κύριο στην επίβλεψη και επιστασία των εργασιών που εκπονούν οι εργάτες-δούλοι στους αγρούς[152]. Η εκπαίδευση του επιτρόπου-επιστάτη λαμβάνει χώρα από τον κύριο του Οίκου, ο οποίος του δείχνει και την αμέριστη εμπιστοσύνη του[153]. Το ρόλο του και τη δραστηριότητά του περιγράφει αναλυτικά ο Αριστοτέλης: «Ἀλλ’ ἴσως ἔχετε ὥσπερ ἐν οἰκείᾳ ὁ ἐπίτροπος: οὗτος γάρ πάντων κύριος καί πάντα διοικεῖ ἀλλ’ οὕπω οὗτος ἄρχει πάντων, ἀλλά παρασκευάζει τῷ δεσπότῃ σχολήν, ὅπως ἄν ἐκεῖνος μή κωλυόμενος ὑπό τῶν ἀναγκαίων ἐκκλείηται τοῦ τῶν καλών τι καί προσηκόντων πράττειν»[154]. Το χωρίο επιβεβαιώνει ότι ο επίτροπος διευκολύνει τον κύριο να «παρασκευάζει σχολήν».
Έχει υποστηριχθεί η άποψη[155] ότι ο Ξενοφών διατύπωσε θεωρία περί της διαφοροποιήσεως της αμοιβής της εργασίας. Η άποψη αυτή εδράζεται σε συγκεκριμένο χωρίο του Οἰκονομικοῦ[156], το οποίο, όμως, εντάσσεται στο κεφάλαιο που πραγματεύεται τον ρόλο του επιτρόπου-επιστάτη. Ο Ξενοφών μιλεί για δούλους-εργάτες και όχι για ελεύθερους εργάτες. Κατ’ αυτόν η ύπαρξη διαφορετικών τιμών και επαίνων στους δούλους, θα οδηγήσει και τους λιγότερο πρόθυμους για εργασία να εντείνουν τις προσπάθειές τους για την απόκτηση υψηλότερων αμοιβών. Σημειωτέον ότι ως δημόσιοι δούλοι αναγνωρίζονται οι είλωτες της Σπάρτης. Δεν ανήκουν σε ιδιώτες, αλλά στην πόλη. Ο Ξενοφών προτείνει όπως η πόλη των Αθηνών αποκτήσει δημοσίους δούλους —«ἡ πόλις κτῶτο δημόσια ἀνδράποδα»[157]—, οι οποίοι θα πρέπει να είναι «σεσημασμένα τῷ δημοσίῳ σημάντρῳ»[158]. Η πρόταση, όμως, του Ξενοφώντος πρέπει να αξιολογηθεί σε σχέση με την αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου και όχι μεμονωμένα. Τελικά, η πρόταση αυτή δεν υιοθετήθηκε από την Αθήνα.
4. Είδη παραγωγικής απασχολήσεως των δούλων
Αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι η ανάπτυξη της δουλείας συνετέλεσε στην ενίσχυση των προκαταλήψεων έναντι της χειρωνακτικής εργασίας. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανταγωνισμό ανάμεσα στην ελεύθερη και δουλοκτητική εργασία και τούτο διότι δεν υπήρχε ελεύθερη αγορά εργασίας. Η ελεύθερη εργασία συνυπήρχε ανέκαθεν με την εργασία των δούλων. Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο που η δουλεία σημείωσε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη (Ε' και Δ' αιώνας) δούλοι και ελεύθεροι εργάζονταν στους αγρούς και στα εργοτάξια των δημοσίων έργων[159].
Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι νόμοι κατά της απραξίας, η ηθική δικαίωση της χειρωνακτικής εργασίας και η καταδίκη της οκνηρίας, όπως αυτά απεικονίζονται στον ύμνο της εργασίας από τον Ησίοδο[160] και την απασχόληση για την καταπολέμηση της ανεργίας από τον Ξενοφώντα και τον Ισοκράτη[161], αντιστοιχούν είτε σε μια περίοδο, κατά την οποία η δουλεία βρισκόταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο είτε στην εποχή της παρακμής της, όταν η έλλειψη εργατικών χεριών και η άνοδος των τιμών έδιναν στην ελεύθερη και ανεξάρτητη εργασία τη δέουσα σημασία[162]. Τέτοια είναι η περίπτωση του Αριστάρχου, ο οποίος κατά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση και παραπονείται στον Σωκράτη ότι «ούτε από τους αγρούς λαμβάνουμε τίποτε, διότι οι αντίπαλοι τους κατέχουν, ούτε από τις οικίες, διότι ολιγανθρωπία τώρα υπάρχει στην πόλη»[163]. Εν τούτοις, η έκδηλη περιφρόνηση ορισμένων στοχαστών για τη χειρωνακτική εργασία δεν έπαυσε να έχει μεγάλο αντίκτυπο στις ίδιες τις συνθήκες εργασίας.
Οι περιπτώσεις αυτές θέλουν να δηλώσουν ότι, πρώτο η δουλεία δεν εξετόπισε ποτέ την ελεύθερη εργασία, δεύτερο, η εργασία των δούλων είναι αναμφισβήτητα φθηνότερη από την ελεύθερη εργασία, όσον αφορά τη μεταποίηση και τρίτο, ο κίνδυνος της υπερ- βαλλούσης παραγωγής δεν υπάρχει στην αρχαία πόλη[164].
4.1. Η απασχόληση των δούλων στη γεωργία
Οι κωμωδίες του Αριστοφάνους, που συχνά έχουν ήρωες «αυτουργούς», αυτούς δηλαδή που καλλιεργούν μόνοι τους τον αγρό τους, μαρτυρούν ότι, οι καλλιεργητές αυτοί, στην πλειονότητά τους, παρά το περιορισμένο μέγεθος της ιδιοκτησίας τους και τις δυσκολίες της ζωής τους, είχαν τουλάχιστον ένα δούλο, αν όχι και περισσότερους[165]. Ο Χρεμύλος, ο οποίος παραπονείται για τη φτώχεια του, έχει τουλάχιστον ένα δούλο, ίσως μάλιστα και περισσότερους.
Το μόνο κείμενο στο οποίο περιγράφονται οι εργασίες ενός δούλου στη γεωργία είναι ο Οικονομικός του Ξενοφώντος. Ο Ξενοφών σκιαγραφεί τον μεγαλοϊδιοκτήτη Ισχόμαχο, ως αντιπροσωπευτικό δείγμα της αθηναϊκής κοινωνίας του Δ' αιώνα, που γεννήθηκε από τις αναταραχές που ακολούθησαν τον Πελοποννησιακό Πόλεμο[166]. Ο Ξενοφών δεν δίνει την ακριβή θέση των κτημάτων, δεν αναφέρει αν ήταν συνεχόμενα ή όχι, ή αν βρίσκονταν σε διαφορετικούς δήμους της Αττικής. Ο Ισχόμαχος κατορθώνει να διατρέξει μέσα σε μία ημέρα τις εκτάσεις του και να επιβλέψει από κοντά την πορεία των αγροτικών εργασιών[167].
Σε αντίθεση με τον μικροκαλλιεργητή, ο οποίος, παρόλον ότι κατέχει έναν ή δύο δούλους και συμμετέχει στην καλλιέργεια των αγρών, ο μεγαλοϊδιοκτήτης αρκείται στο να επιβλέπει την εργασία των δούλων του. Ο Ξενοφών δεν κάνει λόγο για τον ακριβή αριθμό τους. Από το γεγονός όμως ότι κρίνεται απαραίτητη η παρουσία επιτρόπου-επιστάτη, συνάγεται ότι ο αριθμός τους δεν ήταν μικρός. Ο επίτροπος εκπροσωπεί τον κύριό του παντού όπου εκείνος δεν μπορεί να είναι παρών. Ο Ισχόμαχος χρειάζεται συχνά να μεταβαίνει στην πόλη για τις υποθέσεις του ή για να λάβει μέρος σε συνέλευση της Εκκλησίας ή του δικαστηρίου[168].
Όπως προείπαμε, οι επίτροποι-επιστάτες είναι δούλοι, ικανοί να κατανέμουν τις εργασίες στους δούλους και να επιβλέπουν την εκτέλεσή τους. Ρόλο επιτρόπων-επιστατών μπορούσε να παίξουν και ελεύθεροι πολίτες, οι οποίοι απώλεσαν τις περιουσίες τους μετά από πολέμους και μίσθωσαν τους εαυτούς τους ως επιστάτες στη γη κάποιων πλούσιων γαιοκτημόνων. Στα Ἀπομνημονεύματα του Ξενοφώντος ο Σωκράτης καλεί έναν από τους συνομιλητές του, που παραπονείται για τη φτώχεια του, να ακολουθήσει το παράδειγμα αυτών των επιστατών[169]. Το σημαντικότερο από τα καθήκοντα του επιτρόπου ήταν η οργάνωση, κατά ορθολογικότερο τρόπο, της εργασίας των δούλων και η παρακολούθηση της επιτελέσεως των εργασιών τους.
4.2. Η απασχόληση των δούλων στη βιοτεχνία
Ο κόσμος των τεχνιτών κατέχει στην αρχαία πόλη κατώτερη θέση από εκείνη των αγροτών. Αυτό ισχύει στην «ὀρθή πολιτεία» της Πολιτείας του Πλάτωνος[170], στην «ἀρίστη» πολιτεία του Αριστοτέλους[171] και στην πολιτεία που σχεδιάζει ο Ιππόδαμος ο Μιλήσιος[172] και ο Ιππόδαμος ο νεοπυθαγόρειος[173].
Για μεγάλο χρονικό διάστημα η βιοτεχνική παραγωγή δεν ξεχώριζε από την οικιακή παραγωγή. Ο κόσμος του Ομήρου γνώριζε τους «δημιεργούς»[174], (που σημαίνει «αυτούς που εργάζονται για το λαό»)[175] οι οποίοι εργάζονταν όμως στα πλαίσια μιας ανακτορικής οικονομίας[176]. Στα ομηρικά έπη εμφανίζονται ο ξυλουργός, ο σιδηρουργός[177], ο αγγειοπλάστης, αυτός που κτίζει οικίες ή κατασκευάζει πλοία ή όπλα, ο βυρσοδέψης[178]. Η παραγωγή παραμένει τυπική, καλύπτει, δηλαδή, τις ανάγκες των κατοίκων της πόλεως.
Το αποικιοκρατικό ρεύμα του Η' και Ζ' αιώνα δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη ανταλλαγών, οι οποίες επέτρεπαν στις μητροπόλεις να προμηθεύονται πρώτες ύλες και είδη διατροφής που είχαν ανάγκη, και παράλληλα να διαθέτουν τα προϊόντα που παράγονταν στα εργαστήριά τους σε νέες αγορές[179].
Η αθηναϊκή οικονομία του Ε' και Δ' αιώνα, παρέχει στοιχεία για την οργάνωση ορισμένων βιοτεχνικών κλάδων, όπως η μεταλλουργία, οι κατασκευές, η αγγειοπλαστική, η βυρσοδεψία[180]. Στους κλάδους αυτούς πρέπει να προστεθεί η οικιακή βιοτεχνία, η οποία έχει μεγάλη σημασία: στην οικία του Ισχομάχου οι οικέτες γνέθουν και υφαίνουν τα ρούχα όλων των ενοίκων[181]. Μολονότι η οικιακή βιοτεχνία διατηρεί ένα ρόλο διόλου αμελητέο, οι μαρτυρίες της εποχής αποδεικνύουν ότι η βιοτεχνία έγινε αυτόνομη δραστηριότητα, η οποία απασχολούσε όλο και μεγαλύτερο εργατικό δυναμικό. Μας είναι γνωστό το χωρίο της Πολιτείας του Πλάτωνος, στο οποίο ο Σωκράτης εκθέτει στον συνομιλητή του τα πλεονεκτήματα του καταμερισμού της εργασίας στο εσωτερικό της πόλεως και το χωρίο της Κύρου Παιδείας του Ξενοφώντος, στο οποίο εκτίθενται τα αποτελέσματα του καταμερισμού της εργασίας σε ένα υποδηματοποιείο.
Για την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου σημαντικές πληροφορίες παρέχει ο Ξενοφών στους Πόρους, όπου το μεγαλύτερο τμήμα του έργου αυτού ασχολείται με την καλύτερη απόδοσή τους. Οι πληροφορίες αυτές δείχνουν πώς γινόταν η εργασία στα ορυχεία. Την εργασία ασκούσαν δούλοι, παρόλο που δεν αποκλειόταν ένας ελεύθερος άνθρωπος να εργάζεται ο ίδιος, όπως υπαινίσσεται ένας ρητορικός λόγος του Δ' αιώνα. Είναι δύσκολο να καθορισθεί ο ακριβής αριθμός των απασχολουμένων δούλων. Ο Θουκυδίδης διηγείται ότι 20.000 δούλοι που εργάζονταν στο Λαύριο δραπέτευσαν κατά την κατάληψη της Δεκελείας από τους Σπαρτιάτες στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου[182].
Τα ορυχεία ήταν ιδιοκτησία της πολιτείας, η οποία τα εκμίσθωνε σε ιδιώτες. Άλλη κατηγορία ιδιωτών εκμίσθωνε τους δούλους στους μισθωτές των μεταλλείων. Με το σύστημα αυτό, ο μεν μισθωτής που ανελάμβανε την εργολαβία της εκμεταλλεύσεως ενός κοιτάσματος είχε τη δυνατότητα να προμηθευθεί εργατικά χέρια χωρίς να καταβάλει από την αρχή ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για την αγορά δούλων, ο δε ιδιοκτήτης των δούλων εξασφάλιζε ένα σταθερό εισόδημα[183]. Η αγορά δούλων που προορίζονταν για τα ορυχεία αποτελούσε ένα είδος επενδύσεως, που ο Ξενοφών συνιστούσε στο αθηναϊκό κράτος, για να αυξήσει τα έσοδά του. Το σχέδιο αυτό θεωρούσε ο Ξενοφών εφικτό[184], αν και ο ίδιος δεν το είδε ποτέ να τίθεται σε εφαρμογή. Σημειωτέον ότι οι δούλοι που απασχολούνταν στα ορυχεία του Λαυρίου ήταν εξειδικευμένοι, όπως προκύπτει από την πληροφορία του Ηροδότου, σύμφωνα με την οποία ο Πεισίστρατος μετέφερε δούλους από τα μεταλλεία της Μαρωνείας στη Θράκη[185], οι οποίοι γνώριζαν την τεχνική εξορύξεως του μεταλλεύματος[186].
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες δίνουν οι επιγραφές για το νομικό καθεστώς των εργατών που εργάζονταν στην ανέγερση κτηρίων. Το 409 π.Χ. στους 71 εργάτες του Ερεχθείου οι είκοσι ήταν Αθηναίοι πολίτες και οι υπόλοιποι δούλοι ή μέτοικοι. Στα έξι συνεργεία που εμφανίζονται στους καταλόγους του ίδιου ναού και που απασχολήθηκαν στο σκάλισμα των κιόνων βρίσκουμε επτά Αθηναίους πολίτες, από τους οποίους τρεις ήταν επικεφαλής συνεργείου, έξι μέτοικοι, από τους οποίους δύο επικεφαλής συνεργείου και είκοσι ένας δούλοι[187]. Το 329 π.Χ. στους λογαριασμούς της Ελευσίνος, 21 από τους 94 ειδικευμένους εργάτες, 9 από τους 27 εργολάβους και 11 από τους 41 εμπόρους ήταν Αθηναίοι πολίτες[188]. Όλοι οι εργάτες, δούλοι, πολίτες ή μέτοικοι, λάμβαναν τον ίδιο μισθό. Ο δούλος όμως είχε περισσότερες επιλογές. Είτε εργαζόταν στο πλευρό του κυρίου του είτε ανήκε σε κάποιον που τον εκμίσθωνε απευθείας στον εργολάβο (πράγμα που φαίνεται πιθανότερο) είτε μπορούσε να διαλέξει μόνος του πού θα «μισθωθεί». Ο δούλος δεν κρατούσε ολόκληρο τον μισθό του, αλλά ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει στον κύριό του ένα τμήμα του.
Μία τέτοια περίπτωση ήταν «οἱ χωρίς οἰκοῦντες δοῦλοι»[189]. Πρόκειται για τους δούλους που ζούσαν έξω από την οικία του κυρίου τους και μπορούσαν να ασκούν το επάγγελμα του τεχνίτη ή να κατασκευάζουν εργαλεία. Το τμήμα του μισθού που κατέβαλαν οι δούλοι στους κυρίους καλείται «ἀποφορά»[190]. Συχνά όμως ο όρος αυτός δεν αναφέρεται, παρόλον που γίνεται λόγος για οικονομικά αυτοδύναμους δούλους.
Η επεξεργασία του μετάλλου είχε από καιρό διαφοροποιηθεί από την οικιακή εργασία. Η αναγκαιότητα του πολέμου, η τελειοποίηση του οπλισμού, ο εξοπλισμός του μισθοφορικού στρατού εξηγούν τη σημαντική θέση αυτού του κλάδου. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η μεγαλύτερη συγκέντρωση δούλων σε ένα εργαστήριο συναντάται ακριβώς στο χώρο της κατασκευής όπλων. Πρόκειται για το εργαστήριο του Κεφάλου, πατέρα του ρήτορα Λυσία, στο οποίο εργάζονταν 120 δούλοι[191] και για το εργαστήριο του πατέρα του Δημοσθένους, που απασχολούσε 30 δούλους για την κατασκευή όπλων και μαχαιριών[192]. Το εργαστήριο βρισκόταν συνήθως κοντά στο σπίτι του ιδιοκτήτη[193]. Οι εργάτες, όλοι δούλοι, εργάζονταν κάτω από την καθοδήγηση ενός επιστάτη, επίσης δούλου, που κατένειμε τις αρμοδιότητες και ασχολείτο με τη διατροφή και τη φροντίδα των λοιπών δούλων. Υπήρχαν όμως και ελεύθεροι πολίτες μεταξύ των εργατών των σιδηρουργείων. Ο Πιστίας, κατασκευαστής πανοπλιών, που συζητά με τον Σωκράτη[194] για την ποιότητα της εργασίας του, δεν αρκείτο στο να επιβλέπει από μακριά την εργασία του δούλων του, όπως ο Κέφαλος ή ο πατέρας του Δημοσθένους. Συμμετείχε και ο ίδιος στην παραγωγή των προϊόντων του εργαστηρίου του, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι δεν χρησιμοποιούσε και δούλους για εργάτες.
Η βυρσοδεψία υπήρξε ένας άλλος βιοτεχνικός κλάδος που παρουσίασε άνθηση κατά τον Ε' και Δ' αιώνα και συνδέθηκε με σημαίνοντες πολιτικούς, όπως ο Κλέων, ο δημαγωγός του τέλους του Ε' αιώνα, ο Άνυτος, ο κατήγορος του Σωκράτη και ένας από εκείνους που συνέβαλαν στην παλινόρθωση της δημοκρατίας στην Αθήνα στις αρχές του Δ' αιώνα και ο Τίμαρχος, ο φίλος του Δημοσθένους. Ο Κλέων κληρονόμησε από τον πατέρα του το μεγάλο βυρσοδεψείο του, στο οποίο παρατηρείται ένας προηγμένος καταμερισμός της εργασίας —σελλοποιοί, υποδηματοποιοί και υποδηματοποιοί για μπαλώματα— και στο οποίο απασχολούνται δούλοι. Τα εργαστήρια του Κλέωνος[195] και του Ανύτου[196] ήταν βυρσοδεψεία που κατεργάζονταν το δέρμα στην πρώτη του μορφή. Αντίθετα, οι 9 ή 10 δούλοι που εργάζονταν στο εργαστήριο του Τιμάρχου, ήταν υποδηματοποιοί, που τελούσαν υπό την καθοδήγηση ενός αρχιμάστορα, επίσης δούλου.
Γενικά, μπορεί να λεχθεί ότι η βιοτεχνική επιχείρηση παραμένει μια ατομική υπόθεση και ότι τα εργαστήριά της δεν είναι συγκεντρωμένα. Στις επιχειρήσεις αυτές υπάρχει καταμερισμός των έργων και απασχολείται ένας σημαντικός αριθμός δούλων, οι οποίοι διευθύνονται από άλλους δούλους-επιστάτες.
Κατά τους Ελληνιστικούς Χρόνους η εργασία στον δευτερογενή τομέα της οικονομίας δεν στηριζόταν στην ύπαρξη δούλων, παρόλο που δεν μπορεί να αποκλεισθεί η παρουσία τους σε μεμονωμένα εργαστήρια ή σε συγκεκριμένους ιδιοκτήτες-παραγωγούς[197]. Ειδικότερα, στην κεραμευτική περιγράφεται η παραγωγή ενός «κεραμέως», ο οποίος χρησιμοποιεί συγκεκριμένη τεχνολογία και την ικανότητά του, που έχει αποκτήσει από τον καταμερισμό των έργων στην παραγωγή κεραμικών προϊόντων[198].
Στην μεταλλοτεχνία περιγράφει ο Πολύβιος τις συνήθειες και «τάς πράξεις» του Αντιόχου του Επιφανούς[199], με μια «παράξενη αναφορά όρων»[200]: «μάλιστα δέ πρός τοῖς ἀργυροκοπείοις εὑρίσκετο καί χρυσοχοείοις, εὑρησιλογῶν καί φιλοτέχνων πρός τούς το- ρευτάς καί τούς ἄλλους τεχνίτας»[201]. Σε περίπτωση που οι «τορευ- ταί» και οι «ἄλλοι τεχνῖται» διαφοροποιούνται από τους «ἀργυροκόπους» και «χρυσοχόους», τότε πρόκειται σαφώς για μια οργανωμένη επιχείρηση, στην οποία παρατηρείται ένας καταμερισμός των έργων και οι «τορευταί» και οι «ἄλλοι τεχνῖται» εργάζονταν έναντι αμοιβής. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί και η περίπτωση κατά την οποία οι «ἀργυροκόποι» και «χρυσοχόοι» ταυτίζονται με τους «τορευτάς» και «ἄλλους τεχνίτας», πράγμα που δηλώνει στην περίπτωση αυτή ότι πρόκειται για ατομική επιχείρηση, όπου ο επιχειρηματίας ταυτίζεται με τον εργάτη.
Για την ύπαρξη πολλών βαφείων στην Τύρο, εξειδικευμένων στην παραγωγή πορφύρας, κάνει λόγο ο Στράβων[202]. Ο Στράβων υπογραμμίζει την ποιότητα της πορφύρας, αποτέλεσμα του καταμερισμού των έργων και της τεχνογνωσίας, η οποία κάνει την πόλη «πλουσίαν»202.
5. Τελικές παρατηρήσεις
Η δουλεία υπήρξε ένας θεσμός διαδεδομένος σε όλους τους αρχαίους λαούς και παραδεκτός απ’ όλους. Συνδεδεμένος με την οικονομία τους και με την εν γένει δομή τους. Κανείς δεν τη διαμφισβητούσε ως θεσμό. Το πρόβλημα της δουλείας, όπως παρατηρεί ο Γ. Βλάχος (1913-1996)[203], δεν αναφέρεται μόνο στο κατ’ αρχήν παραδεκτό ή μη του θεσμού, αλλά κυρίως στον τρόπο κατά τον οποίο ένας κύριος όφειλε να συμπεριφέρεται στους δούλους του. Τούτο υπήρξε κεντρικό σημείο στην ανάλυση των Κλασικών για τη δουλεία. Αναγνωρίζεται σήμερα ότι η μεταχείριση των δούλων στην Αθήνα ήταν κατά πολύ περισσότερο ανθρωπιστική σε σύγκριση με άλλους συγχρόνους της λαούς[204]. Τούτο δηλώνει ο Δημοσθένης στον Κατά Μειδίου λόγο του: «Ακούσατε, άνδρες Αθηναίοι, από πόσον ανθρωπισμό διαπνέεται ο νόμος, ο οποίος δεν ανέχεται τη βία ακόμη και προς τους δούλους [,..]»[205] και καταλήγει «έχουν ήδη τιμωρηθεί με θάνατον πολλοί οι οποίοι παρέβησαν τον νόμο τούτο»[206].
Οι δούλοι γίνονται δεκτοί ως ανθρώπινα όντα και όχι ως res, όπως συνήθιζαν να τους θεωρούν οι Ρωμαίοι, γι’ αυτό άλλωστε δηλώνεται το έμψυχο των δούλων, όπως αναφέραμε. Δεν είναι, κατά συνέπεια, περίεργο ότι οι δούλοι ασκούσαν τα ίδια επαγγέλματα με τους πολίτες ή εργάζονταν στον ίδιο χώρο εργασίας. Οι δούλοι αναγνωρίζονται ως υποκατάστατα της τεχνολογίας και των μηχανών, όπως άλλωστε το δηλώνει ο Αριστοτέλης στο γνωστό χωρίο των Πολιτικῶν, όπως αναλύσαμε πρωτύτερα.
------------------------------------
[1] Πρβ. την πρόσφατη βιβλιογραφία περί δουλείας στο έργο με τον τίτλο:
Bibliographie zur antiken Sklaverei. Im Auftrag der Kommission fur Geschichte des Altertums der Akademie der Wissenschaften und der Literatur Mainz. Herausgegeben von H. Bellen (+) und H. Heinen. Neu bearbeitet von Dorothea Schafer und J. Deissler auf Grundlage der von Elis. Hermann in Verbindung mit N. Brockmeyer erstellten Ausgabe. Bochum 1983. Wiesbaden: F. Steiner Verlag, 2003, σσ. XIII+VIII, 805. Βλ. τα παλαιότερα μελετήματα των J. Vogt, Sklaverei und Humanitat im klassischen Griechentum. Wiesbaden: F. Steiner, 1965, 19722 [Historia: Einzelschriften, 8]. Μ. I. Finley, Ancient Slavery and Modem Ideology. London 1980. N. Brockmeyer, Antike Sklaverei. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 19872. Y. Garlan, Slavery in Ancient Greece, transl. by J. Lloyd. Ithaca - London 1988.
[2] Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η Αρχαία Σοφιστική και ο θεσμός της δουλείας», Αθηνά 68 (1965) 115-168, εδώ σ. 155.
[3] Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η περί δουλείας θεωρία του Αριστοτέλους», Αθηνά 67 (1963/64) 47-86 [=Α.-Κ. Μπαγιόνα, Ελευθερία και Δουλεία στον Αριστοτέλη. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2003, σσ. 79-124, εδώ σ. 79, έκδοση στην οποία παραπέμπουμε], Schiitrumpf, Politik I, σσ. 234-235, όπου συνολική βιβλιογραφία της αριστοτελείου θεωρίας περί δουλείας.
[4]4Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ' 776A-778D. ΙΑ 930 D-E. Πρβ. G. Morrow, Plato’s Laws of Slavery in its relation to Greek Law. Illinois: Illinois Studies in Language and Literature, vol. 26, No 3, 1939.
[5]Σχόλια σε Αριστοτέλους, Ῥητορική A 13, 1373 b 18. F. Blass, Die attische Beredsamkeit, τόμ. B'. Leipzig 1887 [ανατ. Hildesheim: G. Olms, 1962], σ. 360.
[6]Τις απόψεις των σοφιστών για το θεσμό της δουλείας έχει εξετάσει κατά τρόπο ενδελεχή και λίαν συστηματικό ο Α - Κ. Μπαγιόνας, «Η Αρχαία Σοφιστική και ο θεσμός της δουλείας», Αθηνά 68 (1965) 115-168.
[7] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1255 a5-10.
[8] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1255 a25-26.
[9]Πλάτωνος, Πολιτεία Θ 690c-d· Πολιτικός 309a.
[10] Πλάτωνος, Νόμοι Δ 720 b-d.
[11] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1254 a 28-32.
[12] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 2, 1324 b35-40.
[13] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1254 b5-6.
[14] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1254 a8-ll· Ηθικά Εύδήμεια Η 8, 1241 b23. Πρβ. P. Camus, «L’ esclave en tant qu’ όργανον chez Aristote», Maria Capozza, ed., Schiavitu, Manomissione e classi dipendenti nel mondo Antico. Roma: Bretschneider, 1979, σσ. 99-104 [Universita degli Studi di Padova. Pubblicazioni dell’ Istituto di Storia Antica XIII].
[15] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b 31-32.
[16] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b 33: «καί ὁ δοῦλος κτῆμά τι ἔμψυχον»· Ηθικά Νικομάχεια Β 11, 1161 b 1-8.
[17] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1254 al6-18.
[18] Οἰκονομικῶν A VI, 1345 a 24-30.
[19] Ερμηνεία του A. Wartelle εις Aristote, tconomique. Texte etabli par B. A. van Groningen et A. Wartelle. Traduit et annote par A. Wartelle. Paris: Les Belles Lettres, 1968, o. 8.
[20] Πλάτωνος, Φαίδων 62B. Κυριάκου-Μπέη Δ. Λιβαδά, Η περί ελευθερίας θεωρία του Αριστοτέλους. Αθήναι 1986, σ. 65.
[21] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια Ε 9, 1136 b 30· Του Ιδιου, Περί ζώων μορίων 687 a 10-15.
[22] Α. Κ. Μπαγιόνα, Ελευθερία καί Δουλεία στον ..., ένθ’ αν., σσ. 84-85.
[23] Αριστοτέλους, Πολίτικά Γ 3, 1278 b 32-38.
[24]X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική σκέψη των Αρχαίων Ελλήνων... ένθ’ αν., σ. 288.
[25] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 13, 1260a 13-14: «ὁ μέν γάρ δοῦλος ὅλως οὐκ ἔχει τό βουλευτικόν ...»
[26] R. Schlaifer, «Greek Theories of Slavery from Homer to Aristotle», HSCPh 47 (1936) 202 [= Μ. I. Finley, ed., Slavery in Classical Antiquity. London 1964],
[27] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια A 6, 1177 a 8: «εὐδαιμονίας δ’ οὐδείς ἀνδραπόδῳ μεταδίδωσιν».
[28] Βλ. Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 5, 1280 a31-33.
[29] Αριστοτέλους, ’Ηθικά Εὐδήμια Η 8, 1241 b 15-20: «Ἐπεί δ’ ὁμοίως ἔχει ψυχή πρός σῶμα καί τεχνίτης πρός ὄργανον καί δεσπότης πρός δοῦλον, τούτων μέν οὐκ ἔστι κοινωνία· οὐ γάρ δύ’ ἐστίν, ἀλλά τό μέν ἕν, τό δέ τοῦ ἑνός οὐδ’ ἕν».
[30]Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η περί δουλείας ...», ένθ' αν., σσ. 64-67.
[31]Αριστοτέλους, Ηθικά Εύδήμια Η 10, 1242 a28-32: «δεσπότου μέν οὖν καί δούλου ἥπερ καί τέχνης καί ὀργάνων καί ψυχῆς καί σώματος, αἱ δέ τοιαῦται οὔτε φιλίαι ούτε δικαιοσύναι...».
[32] Λαμβάνεται από Α.-Κ. Μπαγιόνα, Ελευθερία και δουλεία ..., ένθ’ αν., α. 99.
[33] Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια ©11, 1161 b 1-6.
[34] Α. - Κ. Μπαγιόνα, «Η περί ...», ένθ’ αν., σσ. 67-68. Πρβ. A. Baruzzi, «Der Freie und der Sklave in der Ethik und Politik des Aristoteles», PhJb 77 (1) (1970) 15-28.
[35] Ξενοφώντος, Οικονομικός I 1-2. Οικονομικών A I 1343 a8-9.
[36] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 2, 1252 b 13-14.
[37] Κ. Αρκουδογιάννη, Ο Ξενοφών ως Οικονομολόγος. Θεσσαλονίκη 1960, σσ. 48-50.
[38] X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική Σκέψη των..., ένθ’ αν., σ. 176.
[39] Πρβ. X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική..., ένθ’ αν., σσ. 176-179.
[40] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 3, 1253 b 6-11, 13-15: «πρῶτα δέ καί ἐλάχιστα μέρη οἰκίας δεσπότης καί δοῦλος, καί πόσις καί ἄλοχος, καί πατήρ καί τέκνα, [...] ταῦτα δ’ ἐστί δεσποτική καί γαμική [...] καί τρίτον τεκνοποιητική...».
[41] Χ.Μπαλόγλου, «Η περί δουλείας θεωρία στο έργο «Οικονομικά» του Ψευδο-Αριστοτέλους», Παρν. MB' (2000) 97-102.
[42]Ξενοφώντος, Κύρου Παιδεία II 2,26.
[43] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 6-7.
[44] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 9.
[45] Πλάτωνος, Πολιτεία Η 549α. Θ 590d.
[46] Πλάτωνος, Πολιτεία Ε 464 d-e· Νόμοι Γ 699d. 701c.
[47] Κ. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία τον Πλάτωνος... ένθ’ αν., σ. 50.
[48] Πλάτωνος, Πολιτεία Ε 464b.
[49] Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 777 c 1-8.
[50] Πλάτωνος, Νόμοι, Ε 737 e 1.
[51]Πλάτωνος, Νόμοι Β 674 a5-b2.
[52]Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 776a-778a. Για τους ηθικούς κυρίως κινδύνους για τον κύριο 777D.
[53] Πλάτωνος, Νόμοι Θ 88lc2-3. ΙΑ 914 a 8-9.
[54] Πρβ. Claude Mosse, Το τέλος της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ένθ’ αν., σ. 257.
[55] Δ. Καλιτσουνάκι, Ιστορία Οικονομικού Βίου. Παραδόσεις. Αθήναι: Παπαζήσης, 1943, σ. 1. Κ. Αρκουδογιάννη, Ο Ξενοφών ..., ενθ’ αν., σα. 68-69.
[56] Αριστοτέλους, Ηθικά Ενδήμια Η 10, 1242 a 22-26: «ὁ γάρ ἄνθρωπος οὐ μόνον πολιτικόν ἀλλά καί οἰκονομικόν ζῷον».
[57] Διογ. Λαερτ. VI 15.
[58] Διογ. Ααεςτ. VI 15-18 = Αρχαίοι Κυνικοί σσ. 46-47, No 49: «φέρονται δ’ αὐτοῦ (sc. Αντισθένους) συγγράμματα τόμοι δέκα· [...] Τόμος τρίτος ἐν ᾦ [...] Περί ελευθερίας καί δουλείας, Περί πίστεως, Περί επιτρόπου ἤ περί τοῦ πείθεσθαι, Περί νίκης οἰκονομικός».
[59] Κ. Joel, Der echte und der Xenophontische Sokrates, τόμ., A'. Berlin 1893, σ. 389.
[60] Για το θέμα αυτό πρβ. U1. Victor, [Aristoteles] Οικονομικός. Konigstein i. Ts. 1983, σ. 192.
[61] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 8, 1256 a 11-13: «ὅτι μέν οὖν οὐχ ἡ αὐτή ἡ οικονομική τῇ χρηματιστικῇ, δῆλον (τῆς μέν γάρ τό πορίσασθαι, τῆς δέ τό χρήσασθαι ...».
[62] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 8, 1256 a 1-3.
[63] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 3, 1325 a 25-28: «τοῦτο γάρ ἀληθές, οὐθέν γάρ τό γε δούλῳ, ἤ δοῦλος, χρῆσθαι σεμνόν, ἤ γάρ ἐπίταξις ἡ περί τῶν ἀναγκαίων οὐδενός μετέχει τῶν καλῶν».
[64] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 7, 1255 b 32-34: «δεσποτική δ’ ἐπιστήμη ἐστίν ἡ χρηστική δούλων· ὁ γάρ δεσπότης οὐκ ἐν τῷ κτᾶσθαι τούς δούλους, ἀλλ’ ἐν τῷ χρῆσθαι δούλους».
[65] Αριστοτέλους, Πολιτικά Α2, 1252 a 31 - 1252 bl.
[66] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b 33-34.
[67]Οικονομικών A V 1344 a 23-24. Αριστοτέλους, Πολιτικά A 8, 1256 a3.
[68]Οικονομικών A V 1344 a 29-31.
[69] Ξενοφώντος, Οικονομικός IX 13.
[70] Οικονομικών A V 1344 b 15-17, αλλά και Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 744 d4-6.
[71] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 10. XIV 9. Οικονομικών A V 1344 b5. Πρβ. X. Μπαλόγλου, «Η περί δουλείας θεωρία ...», ένθ’ αν., σσ. 101-102.
[72] Α. Καραγιάννη, Ιστορία Οικονομικής... ένθ’ αν.
[73] Αριστοτέλους, Πολίτικά Β 8, 1267 b31.
[74] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 7, 1266 a40.
[75] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 7, 1266 a38.
[76]Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 7, 1267 a10-14.
[77] I. Lana, «Le teorie egalitarie di Falea di Calcedone», RCSF 5 (1950) 265-276. X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική Σκέψη ..., ένθ’ αν., σσ. 198-200.
[78] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b 32-34.
[79] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b 31-32: «Κατεσκεύαζε δέ τήν πόλιν τῷ πλήθει μέν μυρίανδρον».
[80] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b32-34.
[81] I. Lana, «I frammenti del pseudo-Ippodamo Pitagorico», RF XL (III) (1949) 315-331. C. Baloglou, «The politeia of Hippodamus the Neopythagorean: A contribution to Hellenistic Economic Thought», JNSt VIII(1)(2001). X. Μπαλόγλου, «Η οικονομική φιλοσοφία των Νεοπυθαγορείων», ΝΚοιν. τχ. 38ο, Ανοιξη 2004, σσ. 157-164, εδώ σσ. 161-162, 164.
[82] Stob. IV 1, p. 29,10-30,17.
[83] Πλάτωνος, Λύσις XI 215Α-Β. Πρβ. Κ. Ν. Townsend, Platonic Economic Theory: The Economics of Moderation, Diss., Louisiana 1983, σσ. 212-14.
[84] Η προβληματική της αυταρκείας του ατόμου τίθεται από τον Πλάτωνα στον Γοργία 493Ε-494Α. Τη σύνδεση αυταρκείας ,και φιλίας για τη συγκρότηση της πόλεως αναλύσαμε στο έργο μας Η Οικονομική Σκέψη ..., σσ. 207- 208, 241.
[85] Πλάτωνος, Πολιτεία Β 371 d-e.
[86] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 2, 1252 a 31-33.
[87] Πρβ. την επισήμανση του Κ. I. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος, ένθ’ αν., σ. 30, σημ. 12.
[88] Την διάκριση «τήν τῆς ἰσχύος χρείαν» και «τιμήν ταύτην μισθόν» υιοθετεί ο Κ. Marx, Das Kapital, Bd. I. 18904 [ανατ. Berlin: Dietz Verlag, 1953], Erstes Buch, Sechster Abschnitt, σσ. 560-568: Der Arbeitslohn, σε «Preis der Arbeitskraft» και «Preis der Arbeit».
[89] Τούτο έχει δείξει πειστικά κατά το παρελθόν ο Κ. I. Δεσποτόπουλος «Διόρθωσις χωρίου της Πολιτείας του Πλάτωνος», ΓΙΑΑ 27 (1952) [=Κ. I. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος. Αθήναι: Σεφερλή, 1957, σσ. 121-130· Μελετήματα Φιλολογίας και Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1998, σσ. 119-131], ο οποίος διόρθωσε το χωρίο της Πολιτείας Δ 433 c-d: «ἤ τοῦτο μάλιστα ἀγαθήν αὐτήν ποιεῖ ἑνόν καί ἐν παιδί καί ἐν γυναικί καί δούλῳ καί ἐλευθέρῳ καί δημιουργῷ καί ἄρχοντι καί ἀρχομένῳ» σε «...καί ἐν παιδί καί ἐν γυναικί καί ἐλευθέρῳ καί δημιουργῷ καί ἄρχοντι καί ἀρχομένῳ...»· Μελετήματα ... ένθ’ αν., σ. 128· «Περί δούλων και άλλων παρανοήσεων. Ένα σχόλιο για την έκδοση της «Πολιτείας» του Πλάτωνος από τον Ν. Σκουτερόπουλο», εφημ. Καθημερινή, Κυριακή 1-6-2003, σ. 6.
[90] Πλάτωνος, Πολιτεία Δ 433 b.
[91] Πλάτωνος, Πολιτεία Δ 433 e - 434 a.
[92] Πρβ. Gr. Vlastos, «Does Slavery exist in Plato’s Republic?» CP LXIII (4) (1968) 291-295, εδώ σσ. 292-293.
[93] Σε σχετική φιλολογία για το θέμα της υπάρξεως ή μη της δουλείας στην «ὀρθή», «ἀρίστη» πολιτεία του Πλάτωνος ανάμεσα στον Κ. Ε. Φραγκομίχαλο και στον I. Δ. Δεσποτόπουλο —πρβ. C. Ε. Fragomichalos, «The Question of the existence of Slaves in Plato’s Republic», Πλάτων 36 (1984) 77-96. Κ. I. Δεσποτοπούλου, «Η Αρίστη Πολιτεία του Πλάτωνος και ο θεσμός της δουλείας», Πλάτων 37 (1985) 92-100, όπου η αναφορά στο παλαιότερο άρθρο του «La “cite parfaite” de Platon et l’esclavage (sur Republique 433D)», Ri.G LXXX 111(1970) 26-37, Κ. Ε. Φραγκομίχαλου, «Υπάρχει εις την αρίστην πολιτείαν του Πλάτωνος ο θεσμός της δουλείας;», Πλάτων 39(1987) 80-99— δεν γίνεται αναφορά στο προαναφερόμενο χωρίο του πλατωνικού Λύσις, XI 215 Α-Β, εκφραστικού, κατά την άποψή μας, για την ύπαρξη φιλίας, και άρα μη υπάρξεως δούλων.
[94] Πλάτωνος, Νόμοι Ζ 806d. Ο Κ. Ε. Φραγκομίχαλος, «Υπάρχει εις την αρίστην πολιτείαν ...», ένθ’ αν., επιχειρηματολογεί ότι και στην πόλη-πολιτείας της Πολιτείας θα ασκούν τις γεωργικές εργασίες δούλοι, βοηθώντας τους γεωργούς. Ουδαμού γίνεται μία τέτοια αναφορά από τον Πλάτωνα.
[95] Πλάτωνος, Νόμοι ΣΤ 777d.
[96] Διογ. Λαερτ., ’Επικούρου βίος 8.
[97] Αθηναίου, Δειπνοσοφισταί VIII 50,13 = Δημόκριτος, απ. LXX. Ο Ησύχιος, εν DK 80 A3 χρησιμοποιεί τον όρο «φορτοβαστάκτης».
[98] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 32Id, 322a. Ο A. Kleingiinther, «Πρώτος ευρετής», Philologus, Supplementband 26 (1) (1933), σ. 104, υποστηρίζει ότι οι τέχνες που αφορούν την τροφή, στέγη και ενδυμασία είναι οι ίδιες, όπως η γλώσσα και η λατρεία των θεών, απόρροια της «θείας μοίρας» του ανθρώπου.
[99] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 322b.
[100] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 32Id.
[101] Α. Κ. Μπαγιόνα, «Η Αρχαία Σοφιστική και ο ...», ένθ’ αν., σ. 157.
[102] Πλάτωνος, Πρωταγόρας 324c.
[103] Ξενοφώντος, Οικονομικός IV 2-3.
[104] Αθηναίου, Λειπνοσοφισταί IB 512b.
[105] Αριστοτέλους, Πολιτικά Θ 2, 1337 b 8-12.
[106] Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 4, 1276 b34-36.
[107] Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 4, 1277 b 1-18.
[108] Αριστοτέλους, Πολιτικά Γ 4, 1277 b 5-7.
[109] Αριστοτέλους, Πολίτικά Δ 4, 1290 b40-1291a7, 1291a27-29, 34-36. Η.- J.Gehrke, «Die klassische Polisgesellschaft in der Perspektive griechischer Philosopher!», Saeculum 36 (1985) 133-150, εδώ σ. 137.
[110] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1326b 34-35.
[111] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 8, 1328 b 6-15, 20-23. Πρβ. Κ. Αρκουδογιάννη, Οι παραγωγικοί κλάδοι και αι παραγωγικοί τάξεις εις τα Πολιτικά του Αριστοτέλους, διδ. διατριβή. Θεσσαλονίκη 1955. X. Μπαλόγλου, Το πρόγραμμα δημοσιονομικής και κοινωνικής πολιτικής του Αριστοτέλη (Συμβολή στην οικονομική σκέψη και πρακτική των μέσων του 4ου αιώνα π.Χ.). Αθήνα: Ελεύθερη Σκέψις, 1998, σ. 45· «Η έννοια και ο σκοπός της δημοσιονομικής πολιτικής κατά τον Αριστοτέλη», Ο Αριστοτέλης και η Σύγχρονη Εποχή. Πρακτικά του ΣΤ' Πανελληνίου Συνεδρίου (Ιερισσός, 19-21 Οκτωβρίου 2001). Επιμ. Ιω. Καλογεράκος. Πρόλογος Βασ. Πάππας. Χαλκιδική: ΙΛΕΧ, 2004, σσ. 287- 297, εδώ σσ. 287-288.
[112] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a25-27.
[113] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a36-37.
[114] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a37-38.
[115] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 9, 1329 a20-21.
[116] Αριστοτέλους, Πολίτικά Η 4 1326a25 9, 1329a20. Πρβ. Ed. Levy, «L’ artisan dans la Politique d’ Aristote», Ktema 4 (1979) 31-46, εδώ σσ. 33-35.
[117] Αριστοτέλους, Πολιτικά Η 4, 1326 a27-28.
[118] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 6, 1255 a25-26, 1255a39-b5.
[119] Δ. Παπαδή, «Η πολιτική ιδεολογία του Αριστοτέλη», Παρν. ΛΓ (1991) 101-118, εδώ σσ. 112-113.
[120] Κράτητος, Τα Θήρια, εις CGF Fr. 14. Πρβ. Αθηναίου, Δειπνοσοφισταί VI 267e.
[121] Για την μυθική του μορφή Διοδ. Σικ. IV 76,2. Αναφέρεται από τον Πλάτωνα, Ευθύφρων 1 lb9- Μένων 97d6. Δίωνος Χρυσοστόμου, Or. 37, 9. Ευριπίδου, TGF F.373. Αλλά και Αριστοτέλους, Περί ψυχής I 3, 406 b 18.
[122] Ομήρου, Ἰλιάς Σ 373-376.
[123] Αριστοτέλους, Πολιτικά A 4, 1253 b34-54al.
[124] Newman II, σ. 138.
[125] Ο. Gigon, «Die Sklaverei bei Aristoteles», Entretiens sur Γ Antiquite classique XI, Vandoeuvres-Geneve 1965, σσ. 247-276, εδώ σ. 252, η δουλεία είναι μια «βοήθεια ανάγκης». Schutrumpf, Politik I, σ. 246.
[126] Κ. Γεωργούλη, Αριστοτέλης ο Σταγειρίτης. Θεσσαλονίκη: ΙΛΕΧ, 1962 [ανατ. μετά Προλόγου Κ. Δεσποτοπούλου και Βιβλιογραφικού Επιμέτρου Ιω. Καλογεράκου. Θεσσαλονίκη: ΙΛΕΧ, 2001], σ. 364.
[127] W. Roscher, Ansichten der Volkswirthschaft. Leipzig und Heidelberg 1861,2 σ. 19. J. Kautz, Die geschichtliche Entwicxelung der National - Oekonomik und ihrer Literatur. Wien 1860 [αναστ. έκδ. Glashiitten i.T., 1970], σ. 136. B. Schefold, «Platon (428/27 - 348/47) und Aristoteles (384-322)», J. Starbatty, επιμ., Klassiker des okonomischen Denkens, τόμ. A'. Mlinchen: C. H. Beck, 1989, σσ. 19-55, εδώ σ. 36.
[128] Α. Θ. Αγγελοπούλου, Ένα παγκόσμιο σχέδιο για την απασχόληση. Κεννσιανισμός σε διεθνή κλίμακα. Πρόλογος L. Klein. Αθήνα: Electra Press, 1984, σ. 21.
[129] Ε. Ch. Welskopf, «Die Analyse von Herrschafts - und Knechtschafts- formen durch Aristoteles», Acta Antiqua Philippopolitana. Studia historica et philologica. Actes de la Vl€ Conference Internationale d’ Etudes classiques des pays socialistes. Sofia 1963, σσ. 11-16, εδώ σ. 15.
[130] R. Weil, «Deux notes sur Aristote et Γ esclavage», RPhil. 2(1982) 339- 344, εδώ σ. 340. Schlitrumpf, Politik I, o. 246.
[131] Πλάτωνος, Πολιτικός 259 e 8.
[132] Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά A 1, 980a30· Πολιτικά Η 3, 1325b21- 23· Ηθικά Μεγάλα I 24, 1198a34-36.
[133] A. Burford, The Greek Temple Builders at Epidauros. A social and economic study of building in the Asklepian sanctuary during the fourth and early third centuries B.C., Liverpool 1969, σσ. 138-145. H. Lauter, Zur gesellschaft- lichen Stellung des bildenden Klinstlers in der griechischen Klassik. Erlangen 1974, σσ. 28-31. [Erlanger Forschungen. Reihe A, τόμ. 23].
[134] Y. Garlan, Slavery in Ancient Greece, transl. by J. Lloyd. Ithaca - London 1988, σσ. 135-137.
[135] Πλάτωνος, Πολιτεία Ε 474 b-c. Πρβ. Πολιτεία 590c-d.
[136] Κ. I. Δεσποτοπούλου, Πολιτική Φιλοσοφία ..., ένθ’ αν., σσ. 56-57.
[137] Ομήρου, Ἰλιάς I 658. Σ 28. Τ 333. Ζ 323· Ὀδύσσεια α 147, 398. Πρβ. Γ. Ζώρζου, Περί δούλων διαλεγόμενοι. Κυνοσάργους: Γεωργιάδης, 1997, σ. 25.
[138] Elisabeth Charlotte Welskopf, «Probleme der Sklaverei als Privatei- gentumsvehaltnis in der Antike», SB der AdW der DDR, 6G/1977, σσ. 5-27, σσ. 5-6. U. Kastner, «Bezeichnungen flir Sklaven», E. Ch. Welskopf, επιμ., Soziale Typenbegriffe im alien Griechenland und ihr Fortleben in den Sprachen der Welt, τόμ. 3ος, Berlin 1981, σσ. 282-318.
[139] Ηροδότου, Ἱστορίαι ΣΤ' 79,134. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Γ 70,,. Ξενοφώντος, Κύρου Παιδεία Γ I 37. Δ IV 1: «αἰχμάλωτον λαμβάνειν, ἄγειν, συλλαμβάνειν αἰχμάλωτον». Γ I 7: «αἰχμάλωτον γίγνεσθαι, συλλαμβάνεσθαι».
[140] Suda s.v. ἀνδραποδίζω, ἀνδραποδισμός: αἰχμαλωσία, ἀνδραποδοκάπηλος: μεταβολεύς ἀνδραπόδων ἀνδραποδώδεις: δουλοπρεπεῖς, δουλογνώμονας.
[141] Ηροδότου, Ἱστορίαι Γ 125, 129. Ε 31. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Η 28,4.
[142] Ξενοφώντος, Ἑλληνικά A VI 15.
[143] Πλάτωνος, Γοργίας 483Β. Ξενοφώντος, Ἀπομνημονεύματα Δ II 39.
[144] Ομήρου, Ἰλιάς Η 475.
[145] Πλάτωνος, Φαίδων 69Β. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια Δ' 8,5.
[146] LSJ, τόμ. II, σσ. 475-476.
[147] Ηροδότου, Ἱστορίαι A 30,,. Ε 105. Αριστοφάνους, Πλοῦτος 3,5. Ενίοτε οι «θεράποντες» ταυτίζονταν με τους «οἰκέτας», συνήθως οι «οἰκέται» ήταν όρος ευρύτερος πρβ. Suda, s.v. οἰκέται· οὐ μόνον οἱ θεράποντες, ἀλλά καί πάντες οἱ κατά τήν οικίαν.
[148] LSJ III, σ. 275: οἰκέω, δοῦλος τῆς οἰκίας, ὑπηρέτης. Ηροδότου, Ἱστορίαι ΣΤ' 137. Ζ' 170. Αισχύλου, Χοηφόροι 737. Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν Β 4. Η 40,2.
[149] Οἰκονομικῶν A V 1344 b3-7. Ξενοφώντος, Οἰκονομικός XIII 10. Δημοσθένους, Κατ’ Ἀφόβου A' 25.
[150] Όπως συμβαίνει με τον δούλο του Τιμάρχου. Πρβ. Αισχίνου, Κατά Τιμάρχου 99.
[151] Πρβ. Ξενοφώντος, Οἰκονομικός I 17. IX 11-12. XIV 10. Οἰκονομικῶν A V 1344a30. Αριστοτέλους, Πολιτικά Ε 1317 bl3. Η 1337 b 18-21. Αριστοφάνους, Ἱππῆς 47 κ.έξ. Πλάτωνος, Νόμοι 763a, 777a, 853e.
[152] Οἰκονομικῶν A V 1344 a25-26.
[153] Ξενοφώντος, Οἰκονομικός XII 4.
[154] Αριστοτέλους, ’Ηθικά Μεγάλα I 35, 1198b 12-17.
[155] Κ. Αρκουδογιάννη, Ο Ξενοφών ως... ένθ’ αν., σσ. 94-95.
[156] Ξενοφώντος, Οικονομικός XIII 11-12: «Πάνυ γάρ μοί δοκεῖ, ἔφη, ὡς Σώκρατες, ἀθυμίᾳ ἐγγίγνεσθαι τοῖς ἀγαθοῖς, ὅταν ὁρῶσι τά μέν ἔργα δι’ αὐτῶν καταπραττόμενα, τῶν δέ ὁμοίων τυγχάνοντας ἑαυτοῖς τούς μήτε πονεῖν μήτε κινδυνεύειν ἐθέλοντας, ὅταν δέη. Αὐτός τε οὖν οὐδ’ ὅπως τι οὖν τῶν ἴσων ἀξιῶ τούς ἀμείνους τοῖς κακίοσι τυγχάνειν, τούς τε ἐπιτρόπους, ὅταν μέν ἴδω διαδεδωκότας τοῖς πλείστου ἀξίοις τά κράτιστα, ἐπαινῶ, ἤν δέ ἴδω ἤ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἤ καί άλλη τινί ἀνωφελεῖ χάριτι, οὐκ ἀμελῶ ἀλλ’ ἐπιπλήττω καί πειρῶμαι διδάσκειν, ὦ Σώκρατες, ὅτι οὐδ’ αὐτῷ σύμφορα ταῦτα ποιεῖ».
[157]Ξενοφώντος, Πόροι IV 17.
[158]Ξενοφώντος, Πόροι, IV 21.
[159] Τέτοια είναι η περίπτωση των δημοσίων έργων για την κατασκευή του Παρθενώνος, σύμφωνα με την επιγραφή του Ερεχθείου IJ I2: 374. Elisabeth -Charlotte Welskopf, «Probleme der Sklaverei als Privateigentumsverhaltnis in der Antike», ένθ’ αν., σ. 11, σ. 25, σημ. 15.
[160] Ησιόδου, Έργα καί Ήμέραι 311: «ἔργον οὐδέν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ’ ὄνειδος». Αναγνωρίζεται η εργασία ως πηγή του πλούτου. Ησιόδου, ένθ’ αν. στιχ. 381-82. X. Μπαλόγλου, Η Οικονομική Σκέψη, ένθ’ αν., σ. 14.
[161] Ισοκράτους, Ἀρεοπαγιτικός 31-33, 35. Ο Ισοκράτης παρουσιάζει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που στοχεύει στην αξιοποίηση των παραγωγικών πόρων της Αθήνας για την καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας. Την ίδια περίοδο συντάσσει ο Ξενοφών το έργο του Πόροι, όπου προτείνει ανάλογα μέτρα. Για μια συγκριτική παρουσίαση των προτάσεων των δύο συγγραφέων πρβ. Ε. Schiitrumpf, Xenophon. Vorschlage zur Beschaffung von Geldmitteln oder iiber die StaatseinkUnfte. Darmstadt: Wissenschaftliche Buchgesellschaft, 1982. X. Μπαλόγλου, Η οικονομική σκέψη, ένθ’ αν., σσ. 390-393.
[162] Claude Mosse, Η εργασία στην Ελλάδα και τη Ρώμη, μτφ. Αλεξάνδρας Δήμου. Αθήνα: Δαίδαλος - I. Ζαχαρόπουλος, n.d., σσ. 54-55.
[163]Ξενοφώντος, ’Απομνημονεύματα Β VII 2. Πρβ. X. Μπαλόγλου, «Οι οικονομικές αντιλήψεις του Σωκράτους», Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου «Ο Σωκράτης σήμερα» (Αθήνα - Δελφοί, 29.9. - 1.10.2001). Αθήνα 2003, σσ. 239-240.
[164] Τις διαπιστώσεις αυτές του ιερού Αυγουστίνου, De Civitate Dei VII 4 αναγνωρίζει ο A. Rehm, ένθ’ αν., σ. 154.
[165] Claude Mosse, Η εργασία ..., ένθ’ αν., σ. 64.
[166] Ξενοφώνιος, Οἰκονομικός VI 17.
[167] Ξενοφώντος, Οἰκονομικός XXI 6-7.
[168] Ξενοφώντος, Οικονομικός XII 1-3.
[169] Ξενοφώντος, Άπομνημονεύματα.
[170] Πλάτωνος, Πολιτεία Β 369-370.
[171] Αριστοτέλους, Πολιτικά Δ 4, 1290 b40-1291 a7, 1291a27-29, a34-36. H8, 1328 b 19-23.
[172] Αριστοτέλους, Πολιτικά Β 8, 1267 b32-34.
[173] Stob. IV 1, p. 29,l0-30,17
[174] Ομήρου, Ὀδύσσεια β 385-389.
[175] Μ. I. Finley, Ο κόσμος του Οδυσσέα, μτφ. Σοφ. Μαρκιανού. Αθήνα: I. Σιδέρης, 1965, σ. 25.
[176] Α. Δ. Σίδερι, Ιστορία του Οικονομικού Βίου, τόμ. Α'. Αθήναι: Πα- παζήσης, 195 03, σ. 108. J. Andreev, «Die homerische Gesellschaft», Klio 70 (1988) 5-85, εδώ σ. 10. Λ. Θ. Χουμανίδη, Οικονομική Ιστορία της Ελλάδος, τόμ. Α'. Αθήνα: Παπαζήσης, 1990, σ. 23.
[177] Ομήρου, Ἰλιάς Σ 468-482. Στο απόσπασμα αυτό περιγράφει ο Όμηρος το πλέον φημισμένο εργαστήριο ενός σιδηρουργού της Αρχαιότητος, του Ηφαίστου.
[178] Ομήρου, Ίλιάς Ρ 389-393. Πρβ. Λ. Θ. Χουμανίδη, Οικονομική Ιστορία ..., ένθ’ αν., σ. 28 για μια αναφορά στα επαγγέλματα.
[179] Claude Mosse, Η εργασία στην Ελλάδα ..., ένθ’ αν., σσ. 91-92.
[180] G. Glotz, Η Εργασία στην Αρχαία Ελλάδα, μτφ. Α. Βαγενά. Επιμ. Μ. Κωνσταντίνου. Αθήνα: Δίφρος, 1982, Μέρος Τρίτο, Κεφ. Θ'.
[181] Ξενοφώντος, Οἰκονομικός VII 41-42.
[182] Θουκυδίδου, Ἱστοριῶν ΣΤ' 91,7·
[183] Ξενοφώντος, Πόροι IV 17.
[184] Ξενοφώντος, Πόροι IV 19.
[185] Ηροδότου, Ἱστορίαι Ζ' 109,,. Αντίστοιχη είναι η Μαρώνεια του Λαυρίου, στην οποία βρίσκονταν τα πλέον προσοδοφόρα μεταλλεία. «Ὡς ἐφάνη τά μέταλλα τά ἐν Μαρωνείᾳ». Αριστοτέλους, ’Αθηναίων Πολιτεία XXII 7. Πρβ. Rhodes, Commentary, σ. 278.
[186] Πρβ. J. Η. Young, «Studies in South Attica», Hesperia X (1941) 163- 191, εδώ σ. 182. R. J. Hopper, «The Laurion Mines: A Reconsideration», ένθ’ αν., ο. 313, σημ. 60. Για τη διαφορετική περιγραφή των δούλων που απασχολούνταν στο Λαύριο, βλ. S. Lauffer, Die Bergwerksslaven von Laureion. Abhandlungen der Akademie der Wissenschaften und Literatur in Mainz, Geistes - und Sozialwissenschaftliche Klasse 1956, σσ. 1, 5-7.
[187] Μ. Ν. Tod, «Some unpublished “catalogi paterarum argentearum”», ABSA 8 (1901-1902) 197-230. IG2 I 329 και 1553-1578. D. M. Lewis, «Attic Manumissions», Hesperia 28 (1959) 208-238 και 37 (1968) 368-380.
[188] G. Glotz, ένθ’ αν., σ. 197.
[189] G. Glotz, ένθ’ αν., σσ. 217-18. Iza Biezufiska - Malowist, «Probleme der Sklaverei in der Krisenperiode Athens», σε Elizabeth- Charlotte Welskopf, επιμ., Hellenische Poleis. Krise-Wandlung-V/irkung, τόμ. A'. Berlin: Akademie Verlag, 1974, σσ. 27-45, εδώ σ. 37.
[190] [Ξενοφώντος], ’Αθηναίων Πολιτεία 111: «ἀπό χρημάτων ἀνάγκη τοῖς ἀνδραπόδοις δουλεύειν, ἵνα λαμβάνωμεν <ὧν> πράττη τάς ἀποφοράς». Θεοφράστου, Χαρακτῆρες XXX 15. Πρβ. Ε. Rupprecht, Die Schrift vom Staat der Athener, 1939 [Aalen: Scientia Verlag, 1962], σσ. 60-68.
[191] Λυσίου, Κατά Ερατοσθένους 19.
[192] Δημοσθένους, Κατ’ Αφόβου I 9.
[193] Δημοσθένους, Κατ’ Αφόβου I 10. Πρβ. P. Oliva, «Formen der Arbeit im antiken Griechenland», Eirene VIII (1970) 57-70.
[194] Ξενοφώντος, Ἀπομνημονεύματα Γ X 9-15.
[195] Κλέων Κλεαινέτου Κυδαθηνεύς. J. Κ. Davies, Athenian Propertied Families 600-300 B.C.. Oxford: At the Clarendon Press, 1971, σσ. 318-320, No 8674.
[196] Ξενοφώντος, Ἀπολογία Σωκράτους 29-30. Δίωνος Χρυσοστόμου, Περί Ὁμηρου καί Σωκράτους 22. J. Κ. Davies, Athenian Propertied... ένθ’ αν., σσ. 40-42, No 1324.
[197] Η. Kreissig, «Versuch liber den Status der Lohnarbeiter im hellenistischen Orient (Seleukidenreich)», Maria Capozza, ed., Schiavitii, Manomissione e classi dipendenti nel mondo Antico. Roma: Bretschneider, 1979, σσ. 105-113, εδώ σ. 105.
[198] Ιησού Σειράχ, 38, 29-30, παράθεση από Η. Kreissig, ένθ’ αν., σ. 106.
[199] Πολυβίου, Ιστοριών ΚΣΤ' 1.
[200] Έτσι χαρακτηρίζει το χωρίο ο Η. Kreissig, ένθ’ αν., σ. 109, ο οποίος το σχολιάζει.
[201] Πολυβίου, Ἱστοριῶν ΚΣΤ' 1,2 }.
[202] Στράβωνος, Γεωγραφικῶν ΙΣΤ' II 23 (C. 757).
[203] Γ. Κ. Βλάχου, Η ιδέα του ελευθέρου ανθρώπου στη δημοκρατία των Αθηναίων. Αθήνα 1992, σ. 31, σημ. 19.
[204] Π. Δημάκη, «Εκδηλώσεις δημοκρατικού πνεύματος στους θεσμούς του Αττικού Ιδιωτικού Δικαίου», Η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Μελέτες για το πολίτευμα καί την ιδεολογία των Αθηναίων. Αθήνα 1995, σσ. 114-149, εδώ σ. 125 [Ακαδημία Αθηνών. Δημοσιεύματα της Επιτροπής Ερευνών, τόμ. 2].
[205] Δημοσθένους, Κατά Μειδίου 47.
[206] Δημοσθένους, Κατά Μειδίου 49.