ΠΙ. δεινόν γε τὸν κήρυκα τὸν παρὰ τοὺς βροτοὺς
1270 οἰχόμενον, εἰ μηδέποτε νοστήσει πάλιν.
ΚΗΡΥΞ
ὦ Πισθέταιρ᾽, ὦ μακάρι᾽, ὦ σοφώτατε,
ὦ κλεινότατ᾽, ὦ σοφώτατ᾽, ὦ γλαφυρώτατε,
ὦ τρισμακάρι᾽, ὦ— κατακέλευσον. ΠΙ. τί σὺ λέγεις;
ΚΗ. στεφάνῳ σε χρυσῷ τῷδε σοφίας οὕνεκα
1275 στεφανοῦσι καὶ τιμῶσιν οἱ πάντες λεῴ.
ΠΙ. δέχομαι. τί δ᾽ οὕτως οἱ λεῲ τιμῶσί με;
ΚΗ. ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν,
οὐκ οἶσθ᾽ ὅσην τιμὴν παρ᾽ ἀνθρώποις φέρει,
ὅσους τ᾽ ἐραστὰς τῆσδε τῆς χώρας ἔχεις.
1280 πρὶν μὲν γὰρ οἰκίσαι σε τήνδε τὴν πόλιν,
ἐλακωνομάνουν ἅπαντες ἄνθρωποι τότε,
ἐκόμων, ἐπείνων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων,
σκυτάλι᾽ ἐφόρουν· νῦν δ᾽ ὑποστρέψαντες αὖ
ὀρνιθομανοῦσι, πάντα δ᾽ ὑπὸ τῆς ἡδονῆς
1285 ποιοῦσιν ἅπερ ὄρνιθες ἐκμιμούμενοι.
πρῶτον μὲν εὐθὺς πάντες ἐξ εὐνῆς ἅμα
ἐπέτονθ᾽ ἕωθεν ὥσπερ ἡμεῖς ἐπὶ νομόν·
κἀκεῖθεν ἂν κατῇρον εἰς τὰ βιβλία·
εἶτ᾽ ἂν ἐνέμοντ᾽ ἐνταῦθα τὰ ψηφίσματα.
1290 ὠρνιθομάνουν δ᾽ οὕτω περιφανῶς ὥστε καὶ
πολλοῖσιν ὀρνίθων ὀνόματ᾽ ἦν κείμενα.
Πέρδιξ μὲν εἷς κάπηλος ὠνομάζετο
χωλός, Μενίππῳ δ᾽ ἦν Χελιδὼν τοὔνομα,
Ὀπουντίῳ δ᾽ ὀφθαλμὸν οὐκ ἔχων Κόραξ,
1295 Κορυδὸς Φιλοκλέει, Χηναλώπηξ Θεογένει,
Ἶβις Λυκούργῳ, Χαιρεφῶντι Νυκτερίς,
Συρακοσίῳ δὲ Κίττα· Μειδίας δέ τοι
Ὄρτυξ ἐκαλεῖτο· καὶ γὰρ ᾔκειν ὄρτυγι
ὑπὸ στυφοκόπου τὴν κεφαλὴν πεπληγμένῳ.
1300 ᾖδον δ᾽ ὑπὸ φιλορνιθίας πάντες μέλη,
ὅπου χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποημένη
ἢ πηνέλοψ ἢ χήν τις ἢ περιστερὰ
ἢ πτέρυγες, ἢ πτεροῦ τι καὶ σμικρὸν προσῆν.
τοιαῦτα μὲν τἀκεῖθεν. ἓν δέ σοι λέγω·
1305 ἥξουσ᾽ ἐκεῖθεν δεῦρο πλεῖν ἢ μυρίοι
πτερῶν δεόμενοι καὶ τρόπων γαμψωνύχων.
ὥστε πτερῶν σοι τοῖς ἐποίκοις δεῖ ποθέν.
ΠΙ. οὐ τἄρα μὰ Δί᾽ ἡμῖν ἔτ᾽ ἔργον ἑστάναι.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα σὺ μὲν ἰὼν τὰς ἀρρίχους
1310 καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλη πτερῶν·
μανῆς δὲ φερέτω μοι θύραζε τὰ πτερά·
ἐγὼ δ᾽ ἐκείνων τοὺς προσιόντας δέξομαι.
***
ΠΙΣ. Μα ο κήρυκας που πήγε στους ανθρώπους
1270 δε γύρισε· πολύ παράξενο είναι.
Έρχεται λαχανιασμένος ένας κήρυκας κρατώντας ένα χρυσό στεφάνι.
Ο ΚΗΡΥΚΑΣ
Πισθέταιρε, ω σοφότατε, ω μακάριε,
ω πάνσοφε, ω σπουδαίε, ω δοξασμένε,
ω τρισμακάριε. . . (Σιγά) Πες να σταματήσω.
ΠΙΣ. Μίλα. ΚΗΡ. Με το χρυσό στεφάνι τούτο
όλα της γης σε στεφανώνουν τα έθνη
τιμώντας τη σοφία σου. ΠΙΣ. Όλα τα έθνη
τα ευχαριστώ. Γιατί όμως με τιμούνε;
ΚΗΡ. Ω ουράνιας δοξασμένης πολιτείας
εσύ ιδρυτή, δεν ξέρεις τί μεγάλο
οι ανθρώποι σού έχουν σεβασμό, και πόσοι
1280 τη χώρα σου θαυμάζουν. Πριν τη χτίσεις,
μια λακωνομανία τους είχε πιάσει·
δεν έτρωγαν, δεν πλένονταν, αφήναν
μακριά μαλλιά, σωκρατοφέρνανε όλοι,
κρατούσαν κοντοράβδια· τώρα αλλάξαν,
πουλομανία τούς βρήκε, είν᾽ η χαρά τους
τρόπους πουλιών να ξεσηκώνουν σε όλα.
Μύγες σα χάφτουν τα πουλιά πετώντας,
χαζεύουνε κι αυτοί και χάφτουν μύγες·
στο δάσκαλο όλοι στέλνουν τα παιδιά τους
κι όπως σκαλίζουν οι όρνιθες το χώμα,
κι αυτά ορνιθοσκαλίσματα μαθαίνουν.
1290 Απ᾽ τη μεγάλη αυτή πουλομανία
ονόματα πουλιών πολλοί έχουν πάρει.
Μέσα στ᾽ αλώνι κάποιας Φιλομήλας
με την Παγόνα χόρευε ο Περδίκης·
κι έξυπνοι και κουτοί πουλιά έχουν γίνει,
εκείνοι είναι ξεφτέρια, ετούτοι μπούφοι.
Πουλομανία! Κι όσα τραγούδια λένε,
1300 γεμάτα από πουλιά· σου τραγουδάνε
τη «γερακίνα», το «άσπρο περιστέρι»,
σειούνται οι κοπέλες ίδιες σουσουράδες
κι αλλάζουνε φιλιά σαν τα τρυγόνια.
Αυτά οι ανθρώποι κάνουν εκεί κάτω.
Ένα σου λέω: σε λίγο εδώ θα φτάσουν
αμέτρητοι, ζητώντας ν᾽ αποχτήσουν
φτερούγες κι αϊτονύχηδες να γίνουν.
Φτερά λοιπόν να βρεις γι᾽ αυτούς που θά ᾽ρθουν.
ΠΙΣ. Εμπρός, καιρό ας μη χάνουμε. Εσύ τρέξε
και γέμιζε καλάθια και κοφίνια
1310 όλο φτερά· κι όσα μαζεύονται, έξω
να μου τα φέρνει εδώ ο Μανής. Εγώ
θα δέχομαι γραμμή τους επισκέπτες.
Ο κήρυκας φεύγει.
1270 οἰχόμενον, εἰ μηδέποτε νοστήσει πάλιν.
ΚΗΡΥΞ
ὦ Πισθέταιρ᾽, ὦ μακάρι᾽, ὦ σοφώτατε,
ὦ κλεινότατ᾽, ὦ σοφώτατ᾽, ὦ γλαφυρώτατε,
ὦ τρισμακάρι᾽, ὦ— κατακέλευσον. ΠΙ. τί σὺ λέγεις;
ΚΗ. στεφάνῳ σε χρυσῷ τῷδε σοφίας οὕνεκα
1275 στεφανοῦσι καὶ τιμῶσιν οἱ πάντες λεῴ.
ΠΙ. δέχομαι. τί δ᾽ οὕτως οἱ λεῲ τιμῶσί με;
ΚΗ. ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν,
οὐκ οἶσθ᾽ ὅσην τιμὴν παρ᾽ ἀνθρώποις φέρει,
ὅσους τ᾽ ἐραστὰς τῆσδε τῆς χώρας ἔχεις.
1280 πρὶν μὲν γὰρ οἰκίσαι σε τήνδε τὴν πόλιν,
ἐλακωνομάνουν ἅπαντες ἄνθρωποι τότε,
ἐκόμων, ἐπείνων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων,
σκυτάλι᾽ ἐφόρουν· νῦν δ᾽ ὑποστρέψαντες αὖ
ὀρνιθομανοῦσι, πάντα δ᾽ ὑπὸ τῆς ἡδονῆς
1285 ποιοῦσιν ἅπερ ὄρνιθες ἐκμιμούμενοι.
πρῶτον μὲν εὐθὺς πάντες ἐξ εὐνῆς ἅμα
ἐπέτονθ᾽ ἕωθεν ὥσπερ ἡμεῖς ἐπὶ νομόν·
κἀκεῖθεν ἂν κατῇρον εἰς τὰ βιβλία·
εἶτ᾽ ἂν ἐνέμοντ᾽ ἐνταῦθα τὰ ψηφίσματα.
1290 ὠρνιθομάνουν δ᾽ οὕτω περιφανῶς ὥστε καὶ
πολλοῖσιν ὀρνίθων ὀνόματ᾽ ἦν κείμενα.
Πέρδιξ μὲν εἷς κάπηλος ὠνομάζετο
χωλός, Μενίππῳ δ᾽ ἦν Χελιδὼν τοὔνομα,
Ὀπουντίῳ δ᾽ ὀφθαλμὸν οὐκ ἔχων Κόραξ,
1295 Κορυδὸς Φιλοκλέει, Χηναλώπηξ Θεογένει,
Ἶβις Λυκούργῳ, Χαιρεφῶντι Νυκτερίς,
Συρακοσίῳ δὲ Κίττα· Μειδίας δέ τοι
Ὄρτυξ ἐκαλεῖτο· καὶ γὰρ ᾔκειν ὄρτυγι
ὑπὸ στυφοκόπου τὴν κεφαλὴν πεπληγμένῳ.
1300 ᾖδον δ᾽ ὑπὸ φιλορνιθίας πάντες μέλη,
ὅπου χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποημένη
ἢ πηνέλοψ ἢ χήν τις ἢ περιστερὰ
ἢ πτέρυγες, ἢ πτεροῦ τι καὶ σμικρὸν προσῆν.
τοιαῦτα μὲν τἀκεῖθεν. ἓν δέ σοι λέγω·
1305 ἥξουσ᾽ ἐκεῖθεν δεῦρο πλεῖν ἢ μυρίοι
πτερῶν δεόμενοι καὶ τρόπων γαμψωνύχων.
ὥστε πτερῶν σοι τοῖς ἐποίκοις δεῖ ποθέν.
ΠΙ. οὐ τἄρα μὰ Δί᾽ ἡμῖν ἔτ᾽ ἔργον ἑστάναι.
ἀλλ᾽ ὡς τάχιστα σὺ μὲν ἰὼν τὰς ἀρρίχους
1310 καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλη πτερῶν·
μανῆς δὲ φερέτω μοι θύραζε τὰ πτερά·
ἐγὼ δ᾽ ἐκείνων τοὺς προσιόντας δέξομαι.
***
ΠΙΣ. Μα ο κήρυκας που πήγε στους ανθρώπους
1270 δε γύρισε· πολύ παράξενο είναι.
Έρχεται λαχανιασμένος ένας κήρυκας κρατώντας ένα χρυσό στεφάνι.
Ο ΚΗΡΥΚΑΣ
Πισθέταιρε, ω σοφότατε, ω μακάριε,
ω πάνσοφε, ω σπουδαίε, ω δοξασμένε,
ω τρισμακάριε. . . (Σιγά) Πες να σταματήσω.
ΠΙΣ. Μίλα. ΚΗΡ. Με το χρυσό στεφάνι τούτο
όλα της γης σε στεφανώνουν τα έθνη
τιμώντας τη σοφία σου. ΠΙΣ. Όλα τα έθνη
τα ευχαριστώ. Γιατί όμως με τιμούνε;
ΚΗΡ. Ω ουράνιας δοξασμένης πολιτείας
εσύ ιδρυτή, δεν ξέρεις τί μεγάλο
οι ανθρώποι σού έχουν σεβασμό, και πόσοι
1280 τη χώρα σου θαυμάζουν. Πριν τη χτίσεις,
μια λακωνομανία τους είχε πιάσει·
δεν έτρωγαν, δεν πλένονταν, αφήναν
μακριά μαλλιά, σωκρατοφέρνανε όλοι,
κρατούσαν κοντοράβδια· τώρα αλλάξαν,
πουλομανία τούς βρήκε, είν᾽ η χαρά τους
τρόπους πουλιών να ξεσηκώνουν σε όλα.
Μύγες σα χάφτουν τα πουλιά πετώντας,
χαζεύουνε κι αυτοί και χάφτουν μύγες·
στο δάσκαλο όλοι στέλνουν τα παιδιά τους
κι όπως σκαλίζουν οι όρνιθες το χώμα,
κι αυτά ορνιθοσκαλίσματα μαθαίνουν.
1290 Απ᾽ τη μεγάλη αυτή πουλομανία
ονόματα πουλιών πολλοί έχουν πάρει.
Μέσα στ᾽ αλώνι κάποιας Φιλομήλας
με την Παγόνα χόρευε ο Περδίκης·
κι έξυπνοι και κουτοί πουλιά έχουν γίνει,
εκείνοι είναι ξεφτέρια, ετούτοι μπούφοι.
Πουλομανία! Κι όσα τραγούδια λένε,
1300 γεμάτα από πουλιά· σου τραγουδάνε
τη «γερακίνα», το «άσπρο περιστέρι»,
σειούνται οι κοπέλες ίδιες σουσουράδες
κι αλλάζουνε φιλιά σαν τα τρυγόνια.
Αυτά οι ανθρώποι κάνουν εκεί κάτω.
Ένα σου λέω: σε λίγο εδώ θα φτάσουν
αμέτρητοι, ζητώντας ν᾽ αποχτήσουν
φτερούγες κι αϊτονύχηδες να γίνουν.
Φτερά λοιπόν να βρεις γι᾽ αυτούς που θά ᾽ρθουν.
ΠΙΣ. Εμπρός, καιρό ας μη χάνουμε. Εσύ τρέξε
και γέμιζε καλάθια και κοφίνια
1310 όλο φτερά· κι όσα μαζεύονται, έξω
να μου τα φέρνει εδώ ο Μανής. Εγώ
θα δέχομαι γραμμή τους επισκέπτες.
Ο κήρυκας φεύγει.