Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

VI . Επιθήματα με το -θ- (-θρ-, -θλ-)

§ 390. Επειδή εδώ δεν έχει αναπτυχτεί κάποιος αξιόλογος τύπος, αρκούν μερικά δείγματα των λιγότερο σπάνιων σχηματισμών:

ἄρθρον 'μέλος' (κλασ.) από το ἀρ- 'προσαρμόζω',

ῥέεθρον ῥεῖθρον 'ρεύμα' (Όμ.) από το ῥε(Ϝ)- 'ρέω', κόρηθρον 'σκούπα' (ελληνιστ.) από το κορεῖν 'σκουπίζω',

ἀλινδήθρα 'μέρος για να κυλιούνται τα άλογα' (Αριστοφ.) από το ἀλινδεῖσθαι 'κυλιέμαι',

ὄλεθρος 'καταστροφή' (Όμ.) από το ὀλέ-σαι 'καταστρέφω',

γενέθλη γένεθλον 'καταγωγή, γένος' (Όμ.) από το γενε- (γένεσις γενετήρ),

ἱμάσθλη 'μαστίγιο' (Όμ.) από το ἱμάσαι 'μαστιγώνω'.

Το -θ- σ' αυτούς τους σχηματισμούς είναι μάλλον το ίδιο με τα -θμός και -θμα (§ 306 και 310).

Το επίθημα -νθ(ο)- σε γεωγραφικά ονόματα, όπως Κόρινθος Ὄλυνθος Τίρυνς (-υνθος), σίγουρα δεν είναι ελληνικό, ίσως και σε προσηγορικά όπως ἀσάμινθος 'μπανιέρα' (Όμ.) και τερέβινθος (τέρμινθος) 'ένα είδος φιστικιάς και ο καρπός της'.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 5. Από τον Αλέξανδρο στον Πύρρο

5.4. Πόδια από σίδερο και πηλό


Με τον θάνατο του Αλεξάνδρου οι αγώνες για ατέρμονα στρατιωτική κυριαρχία σταμάτησαν. Οι στρατηγοί του είχαν να διαχειριστούν μια τεράστια επικράτεια και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν ασχολήθηκαν με νέες κατακτήσεις. Μέσα σε δέκα χρόνια είχαν φτάσει έως την Ινδία και την Αίγυπτο, αφήνοντας έξω από τον έλεγχό τους μόνο κάποιες περιοχές στη βόρεια Μικρά Ασία και τη Λιβύη. Ήταν πλέον πιεστική η ανάγκη να διοικήσουν αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτοκρατορία που είχαν δημιουργήσει πολεμώντας στο πλευρό του βασιλιά τους. Όπως αποδείχθηκε, χρειάστηκε περίπου μισός αιώνας για να σταθεροποιηθεί η κατάσταση και να επιβληθούν σχετικά σαφή όρια εξουσίας. Όλοι οι άμεσοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου είχαν πια πεθάνει (οι περισσότεροι πολεμώντας), πρωταγωνιστούσαν ωστόσο οι απόγονοι κάποιων από τους επιφανέστερους. (Σύμφωνα με την ορολογία που καθιερώθηκε τον 19ο αιώνα από τον Γερμανό ιστορικό Γιόχαν Γκούσταβ Ντρόιζεν, ο κόσμος που δημιουργήθηκε με τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου αποκαλείται «ελληνιστικός», για να υπογραμμιστεί η διάδοση του ελληνικού πολιτισμού σε ένα μη ελληνικό περιβάλλον.)

Αν οι επιτυχίες του Αλεξάνδρου έδωσαν την εντύπωση μιας λαμπερής αστραπής, όπως το διατύπωσε ο Αππιανός, ένας μεταγενέστερος ιστορικός, οι πόλεμοι των Διαδόχων του έδωσαν την εντύπωση μιας βασιλείας που συντρίφτηκε και διαμοιράστηκε στους τέσσερις ανέμους, όπως το διατύπωσε ο Ιουδαίος «προφήτης Δανιήλ». Το βασίλειο του Αλεξάνδρου ήταν δυνατό σαν το σίδερο, αλλά τα δάχτυλα και τα πόδια του περιείχαν επίσης πηλό και ήταν έτσι ισχυρά και εύθραυστα ταυτοχρόνως, καθώς ο σίδηρος δεν ενώνεται με τον πηλό. Ο Ιουδαίος προφήτης δεν είχε πάντως καμία ψευδαίσθηση. Οι πόλεμοι που ήταν σε θέση να διεξάγουν μεταξύ τους οι Διάδοχοι του Αλεξάνδρου μπορούσαν κάποτε να προσλαμβάνουν κοσμογονικές διαστάσεις.

Αρκετές δεκάδες χιλιάδες άνδρες βρίσκονταν διαρκώς σε κατάσταση ετοιμότητας σε όλα τα στρατόπεδα, διεκδικώντας μισθούς, τροφή και στέγη. Στις μεγάλες προετοιμασίες οι αριθμοί τους πολλαπλασιάζονταν δραματικά. Μετά από κάθε αναμέτρηση, οι ηττημένοι στρατιώτες αιχμαλωτίζονταν ή προσλαμβάνονταν από τον νικητή, ενώ οι νεκροί αριθμούνταν με τις χιλιάδες ή τις δεκάδες χιλιάδες. Στην καλύτερη περίπτωση οι νεκροί αξιώνονταν μια εύλογη ταφή, αλλά όταν αυτό δεν ήταν εφικτό εγκαταλείπονταν στα πεδία των μαχών. Από τη σκοπιά των στρατηγών, εκείνο που κυρίως ενδιέφερε ήταν η αντικατάστασή τους. Όπως το διατύπωσε ένας από τους επιφανέστερους, οι νεκροί δεν είχαν ανάγκη από συσσίτιο. Σοβαρότερες ήταν πάντως οι επιπτώσεις στον άμαχο πληθυσμό. Οι υποδουλωμένοι σπανίως έβρισκαν τον δρόμο της επιστροφής στα σπίτια τους. Κανείς άλλωστε δεν χρειάστηκε να υπολογίσει και να καταγράψει τον αριθμό των σκοτωμένων γερόντων, των γυναικών και των παιδιών.

Όλα τα άρρενα μέλη του μακεδονικού βασιλικού οίκου που θα μπορούσαν να διεκδικήσουν την εξουσία είχαν εξοντωθεί - τα περισσότερα από την εποχή που ανέλαβε τη βασιλεία ο Αλέξανδρος. Επιζούσε μόνο ο ετεροθαλής αδελφός του, ο Αρριδαίος, τον οποίο ο Φίλιππος είχε αποκτήσει με μια χορεύτρια. Ως διανοητικά καθυστερημένος δεν είχε θεωρηθεί σοβαρή απειλή. Υπήρχε επίσης ο μικρός γιος του Αλεξάνδρου, ο Ηρακλής, αλλά η μητέρα του Βαρσίνη δεν ήταν νόμιμη βασιλική σύζυγος. Απέμενε έτσι το παιδί που ανέμενε η Ρωξάνη. Έτσι κι αλλιώς, την πραγματική εξουσία όφειλαν να αναλάβουν αμέσως οι Μακεδόνες στρατηγοί. Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο ενός εμφύλιου πολέμου, αποφάσισαν να αναγνωρίσουν ως βασιλείς τον Αρριδαίο (στον οποίο δόθηκε το δυναστικό όνομα Φίλιππος Γ') και το παιδί του Αλεξάνδρου, εφόσον γεννιόταν αγόρι (όταν γεννήθηκε, το ονόμασαν Αλέξανδρο Δ'.) Επιμελητή όρισαν τον Περδίκκα, που κατείχε την υψηλότερη θέση στον μακεδονικό στρατό μετά τον θάνατο του Ηφαιστίωνα. Οι υπόλοιποι μοιράστηκαν μεταξύ τους την αυτοκρατορία, αφήνοντας στον Αντίπατρο τη Μακεδονία και τις πόλεις της Ελλάδας και στον Αντίγονο, τον λεγόμενο Μονόφθαλμο, τη δυτική Μικρά Ασία. Αμφότεροι, γηραιοί πλέον, ανήκαν στη γενεά του Φιλίππου και διατήρησαν τις θέσεις στις οποίες τους είχε τοποθετήσει ο Αλέξανδρος. Από τους νεότερους, ο Πτολεμαίος πήρε την Αίγυπτο, όπου μετέφερε με πανουργία τη σορό του νεκρού βασιλιά, και επεκτάθηκε σύντομα στην Κυρήνη. Ο Λυσίμαχος ανέλαβε τη διοίκηση της Θράκης, ενώ ο Σέλευκος τη διοίκηση των ἑταίρων. Οι υπόλοιπες σατραπείες παραδόθηκαν σε άλλους στρατηγούς.

Ευνοημένος βρέθηκε και ο Ευμενής ο Καρδιανός, που είχε υπηρετήσει τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο ως αρχιγραμματέας. Μολονότι δεν ήταν Μακεδόνας, διακρίθηκε και ως στρατηγός, αναλαμβάνοντας μετά τον θάνατο του βασιλιά τη διοίκηση της Παφλαγονίας, της Καππαδοκίας και άλλων περιοχών που δεν είχαν ακόμη τεθεί σε πλήρη έλεγχο. Στην υπηρεσία του βρισκόταν ένας προικισμένος συμπολίτης του που τον έλεγαν Ιερώνυμο. Αυτός ευτύχησε να ζήσει περισσότερα από εκατό χρόνια και να υπηρετήσει διαδοχικά τον Αλέξανδρο, τον Ευμένη, τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, τον γιο του Δημήτριο και τον εγγονό του Αντίγονο Γονατά. Σε προχωρημένη ηλικία αφηγήθηκε με σύνεση και ακρίβεια την ιστορία των Διαδόχων - τα πενήντα κρίσιμα χρόνια μετά από τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Οι βασικές πληροφορίες από το χαμένο του σύγγραμμα ενσωματώθηκαν στην ιστορία του Διόδωρου.

Τα προβλήματα των Διαδόχων ήταν σοβαρά. Οι κατακτημένοι λαοί δεν εξεγέρθηκαν, ούτε ανέδειξαν άλλωστε ισχυρούς διεκδικητές με ερείσματα νομιμότητας. Η αντίδραση πολλών Ελλήνων, ωστόσο, ήταν άμεση και βίαιη. Πρώτοι εξεγέρθηκαν οι πολλές χιλιάδες Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί, χωρίς τη θέλησή τους, στην Ασία, αλλά σύντομα συντρίφτηκαν και εξοντώθηκαν. Στην κεντρική Ελλάδα πάλι χρειάστηκε μεγαλύτερος αγώνας για να εξασφαλιστεί η κυριαρχία των Μακεδόνων. Δυσκολότερο ήταν πάντως να διευθετηθούν οι σχέσεις των ίδιων των Διαδόχων. Όπως το διατύπωσε ο Πλούταρχος, εφόσον κυριαρχούσε η υπέρμετρη πλεονεξία, ούτε το πέλαγος ούτε τα όρη, ούτε η ακατοίκητη έρημος αλλά ούτε και τα σύνορα της Ευρώπης και της Ασίας μπορούσαν να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους.

Οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου διέθεταν πρωτόγνωρη στρατιωτική πείρα. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το είχαν περάσει πολεμώντας. Συμμετέχοντας στην ασιατική εκστρατεία, αντιμετώπισαν τις πιο περίπλοκες καταστάσεις και υποχρεώνονταν να επινοούν συνεχώς νέα στρατηγήματα. Είχαν άλλωστε στις διαταγές τους πολλούς εμπειροπόλεμους Μακεδόνες, πάντα πρόθυμους να συμμετάσχουν σε προσοδοφόρους αγώνες. Ορισμένοι από τους παλαιούς ὑπασπιστάς, που ονομάστηκαν ἀργυράσπιδες, πολεμούσαν από την εποχή του Φιλίππου και ήταν πλέον τουλάχιστον 60 ή και 70 χρόνων - πάντα όμως αξιόμαχοι.

Οι στρατηγοί διέθεταν άφθονα χρήματα για να προσλαμβάνουν πολυάριθμο μισθοφορικό στρατό. Με τα ανυπολόγιστα αποθέματά τους χρηματοδοτούσαν επιχειρήσεις με έναν τρόπο που κανένας Πέρσης βασιλιάς δεν είχε έως τότε τη δυνατότητα ή τη βούληση να το πράξει. Στις μετακινήσεις τους οι στρατοί μετέφεραν τεράστιες σκευοφόρους με τα χρήματα και τα λάφυρα που αποκόμιζαν. Στις μάχες συνοδεύονταν συχνά από πλῆθος ὄχλου παντοδαπόν, που αναλάμβανε το πλιάτσικο, χωρίς να προσφέρει άλλη υπηρεσία. Επιπλέον, από μίμους, θαυματοποιούς, ορχηστρίδες και ψάλτριες, που αναλάμβαναν να ψυχαγωγήσουν τους άνδρες σε ώρες ανάπαυλας. Μετά από κάθε νίκη, οι στρατιώτες φόρτωναν στις αποσκευές τους νέα αποκτήματα, ενώ οι στρατηγοί τους περιέφεραν ολόκληρα θησαυροφυλάκια. Οι νικηφόροι στρατοί έσερναν επίσης πλήθη υποδουλωμένων ανδρών και γυναικών. Με τα φορτία τους γίνονταν συχνά δυσκίνητοι και ευάλωτοι. Οι εχθροί επιτίθονταν κάποτε πρώτα στις αποσκευές τους, για να τις λεηλατήσουν και για να καταρρακώσουν το ηθικό των αντιπάλων τους.

Οι Διάδοχοι εξέλιξαν τις πολιορκητικές μηχανές, που έφταναν πλέον έως τα σαράντα μέτρα ύψος και διέθεταν εννέα ορόφους. Για τις ναυμαχίες τους κατασκεύαζαν όλο και μεγαλύτερα πολεμικά πλοία. Πρώτη φορά μνημονεύονται ἑπτήρεις, αλλά και πλοία με 15 ή 16 σειρές κουπιά. Επιπλέον, άρχισαν να παραγγέλνουν σιδερένιους θώρακες και πανοπλίες μεγάλου βάρους. Η ουσιαστικότερη καινοτομία που αποδέχθηκαν ήταν πάντως η χρήση πολεμικών ελεφάντων, τους οποίους προμηθεύονταν κυρίως από την Ινδία. Για να σταθεροποιήσουν κάπως τις μεταξύ τους συμμαχίες, που άλλαζαν σύμφωνα με τις ανάγκες της στιγμής, παντρεύονταν ο ένας τις αδελφές ή τις θυγατέρες του άλλου, συχνά σε δεύτερο και τρίτο γάμο. Από τις πλέον περιζήτητες νύφες ήταν βεβαίως η αδελφή του Αλεξάνδρου, η Κλεοπάτρα. Για αυτούς τους γάμους σκοπιμότητας ορισμένοι παρέφραζαν έναν στίχο του Ευριπίδη: «Όπου υπάρχει κέρδος, οι γάμοι πρέπει να γίνονται παρά φύσιν.» Ορισμένοι άρχισαν να παντρεύονται τις αδελφές τους.

Ο Αντίπατρος προσπαθούσε ακόμη να καταστείλει την εξέγερση των Αιτωλών που είχαν πάρει μέρος στον Λαμιακό Πόλεμο, όταν ο Περδίκκας κατέστησε φανερό ότι προετοιμαζόταν να επιτεθεί στη Μακεδονία. Ήταν ήδη προστάτης των δύο κατ᾽ όνομα βασιλέων, είχε νυμφευτεί την Κλεοπάτρα και διοικούσε τον κύριο όγκο των βασιλικών στρατευμάτων. Επιπλέον, εξασφάλισε ως βασικό σύμμαχο τον Ευμένη. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος, ο Λυσίμαχος και ο Πτολεμαίος συνασπίστηκαν εναντίον του, και έτσι ξέσπασε ο Πρώτος Πόλεμος των Διαδόχων. Το 320, μετά από σκληρές μάχες και ενώ ο Ευμένης νικούσε, η αναμέτρηση κρίθηκε στην Αίγυπτο, όπου, πολεμώντας εναντίον του Πτολεμαίου, ο Περδίκκας δολοφονήθηκε από τους άνδρες του. Έγινε έτσι αμέσως νέος διακανονισμός στον Τριπαράδεισο της βόρειας Συρίας. Ο Αντίπατρος, ο Αντίγονος και ο Πτολεμαίος παρέμειναν στις θέσεις τους, αλλά ο πρώτος ανέλαβε την επιμέλεια των βασιλέων και ο δεύτερος τα βασιλικά στρατεύματα της Ασίας. Ο Πτολεμαίος επεκτάθηκε στη Συρία. Στον Σέλευκο δόθηκε η πλούσια Βαβυλωνία, ενώ οι υπόλοιπες σατραπείες διαμοιράστηκαν και πάλι σε άλλους στρατηγούς.

Οι Αθηναίοι θεώρησαν τις συνθήκες κατάλληλες για να ζητήσουν με διπλωματική αποστολή την απομάκρυνση της μακεδονικής φρουράς από την πόλη τους. Έστειλαν για τον σκοπό αυτό ως πρέσβη τον Δημάδη, που είχε διαπραγματευτεί την ταπεινωτική τους παράδοση. Αλλά ο Αντίπατρος ήταν ανένδοτος και επιπλέον θανάτωσε τον πρεσβευτή. Σύντομα ωστόσο οι συνθήκες άλλαξαν αναπάντεχα με τον θάνατο του Αντίπατρου. Ο Πολυπέρχων, που τον διαδέχθηκε, ένας παλαιός αξιωματικός του Φιλίππου Β' και συμπολεμιστής του Αλεξάνδρου, προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τους Έλληνες και τους επέτρεψε να αποκαταστήσουν τα παλαιά τους πολιτεύματα. Στους Αθηναίους έδωσε την άδεια να δεχτούν πίσω όσους είχαν υποχρεωθεί να εγκαταλείψουν την πόλη όταν απώλεσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και να πάρουν πάλι τον έλεγχο της Σάμου.

Αναπτερωμένοι οι δημοκρατικοί Αθηναίοι καταδίκασαν σε θάνατο τους ηγέτες τους που είχαν συνεργαστεί με τον Αντίπατρο. Επιφανέστερος ανάμεσά τους ήταν ο Φωκίων, που είχε εκλεγεί 45 φορές στρατηγός και ήταν πλέον πάνω από 80 ετών. Η δίκη έγινε σε έκρυθμες συνθήκες και χωρίς να τηρηθούν οι συνήθεις δημοκρατικές διαδικασίες. Για πρώτη φορά στην Εκκλησία του Δήμου παρευρίσκονταν ανεμπόδιστα δούλοι και ξένοι. Αλλά τα πάθη ήταν ιδιαιτέρως οξυμμένα, καθώς πολλοί είχαν υποφέρει σκληρά.

Ο Πολυπέρχων κινδύνευε πλέον από τον Αντίγονο, που με τον μεγάλο του στρατό και τον έλεγχο των θησαυροφυλακίων της Ασίας διεκδικούσε τη γενική εξουσία. Για την αντιμετώπισή του συμφιλιώθηκε με τον Ευμένη και τον διόρισε στρατηγό της Ασίας. Επιπλέον, ενίσχυσε τη θέση του προσκαλώντας από την Ήπειρο, όπου είχε καταφύγει, την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Αλεξάνδρου, η οποία ανέλαβε την επιμέλεια του εγγονού της. Μια από της πρώτες της φροντίδες ήταν να θανατώσει τον Αρριδαίο-Φίλιππο Γ' και τη γυναίκα του. Βασιλιάς έπρεπε να απομείνει μόνο ο Αλέξανδρος Δ'. Με τον Αντίγονο πάλι συνέπραττε ο παραγκωνισμένος Κάσσανδρος, ο γιος του Αντίπατρου, που επιθυμούσε να αναλάβει ο ίδιος τη διοίκηση της Μακεδονίας.

Στον Δεύτερο Πόλεμο των Διαδόχων, που διήρκεσε από το 319 έως το 315, ανέδειξαν τις στρατηγικές τους ικανότητες τόσο ο Αντίγονος όσο και ο Ευμένης. Η κρίσιμη μάχη δόθηκε στην Περσία, όπου αμφότεροι είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις. Και από τις δύο πλευρές πολεμούσαν Μακεδόνες, νεότεροι και πρεσβύτεροι, καθώς και πλήθος άλλοι πολεμιστές. Η αναμέτρηση άρχισε με συμπλοκή ελεφάντων, 65 από την πλευρά του Αντίγονου, 114 από την πλευρά του Ευμένη. Αμέσως μετά ακολούθησε ιππομαχία και πεζομαχία. Η κατάσταση παρέμενε αμφίρροπη, αλλά ο Αντίγονος κατόρθωσε να κυριεύσει τις αποσκευές των Μακεδόνων που πολεμούσαν με τον Ευμένη. Και αυτοί, που ουδέποτε είχαν συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι τους οδηγούσε στη μάχη ένας Έλληνας, προτίμησαν να ανταλλάξουν τον αρχηγό τους με τις περιουσίες τους. Στα χέρια του Αντίγονου ο Ευμένης βρήκε βασανιστικό θάνατο. Σειρά είχε ο Σέλευκος, ο οποίος ωστόσο πρόλαβε να καταφύγει στην Αίγυπτο, εγκαταλείποντας τη σατραπεία του.

Καθώς ο Αντίγονος κυριαρχούσε στην Ασία, το βασίλειο των Μακεδόνων διεκδικούσε πλέον ο Κάσσανδρος. Η πρώτη του μεγάλη επιτυχία ήταν η θανάτωση της Ολυμπιάδας, η δεύτερη ο γάμος του με τη Θεσσαλονίκη, μια άλλη αδελφή του Αλεξάνδρου. Έκτισε μια πόλη στο Θερμαϊκό στην οποία έδωσε το όνομά της, η οποία έμελλε να καταστεί το κυριότερο λιμάνι της Μακεδονίας. Αναζητώντας συμμάχους, επανίδρυσε τη Θήβα, είκοσι χρόνια μετά την ισοπέδωσή της, δίνοντας την άδεια στους επιζώντες παλαιούς κατοίκους να επιστρέψουν στην πόλη τους. Στην Αθήνα ωστόσο επέβαλε πάλι φρουρά, κατήργησε τη δημοκρατία και όρισε επιμελητή της πόλης τον αριστοτελικό φιλόσοφο Δημήτριο Φαληρέα.

Αμέσως μετά ξέσπασε Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων, που συμπαρέσυρε πολλές ελληνικές πόλεις στην Πελοπόννησο, την Αιτωλία, την Ακαρνανία, τη Βοιωτία, την Εύβοια, τα νησιά του Ιονίου, αλλά επίσης την Ήπειρο και άλλες περιοχές. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος, έχοντας με το μέρος τους τον Σέλευκο, συγκρότησαν συμμαχία εναντίον του Αντίγονου. Ένας από τους λίγους παλαιούς στρατηγούς που συνεργάστηκε με τον Αντίγονο ήταν ο Πολυπέρχων, ο οποίος, διωγμένος από τη Μακεδονία, είχε ως βάση του την Πελοπόννησο. Ο Αντίγονος αξιοποιούσε επίσης τις στρατηγικές ικανότητες του νεαρού γιου του Δημητρίου. Μια μεγάλη ήττα ωστόσο του Δημητρίου στη Γάζα επέτρεψε στον Σέλευκο να ανακτήσει τον έλεγχο της Βαβυλωνίας.

Το 311 οι ισορροπίες δυνάμεων υποχρέωσαν τους πάντες να συνάψουν νέα συνθήκη. Ο Κάσσανδρος αναγνωρίστηκε επισήμως στρατηγός της Ευρώπης έως την ενηλικίωση του μικρού Αλεξάνδρου Δ', και ο Αντίγονος στρατηγός της Ασίας. Ο Λυσίμαχος διατήρησε τον έλεγχο της Θράκης, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου έως τη Λιβύη και την Αραβία, ενώ οι ελληνικές πόλεις αφέθηκαν τυπικώς αυτόνομες. Η συμφωνία δεν περιλάμβανε τον Πολυπέρχοντα και τον Σέλευκο, αλλά αμφότεροι διατήρησαν τις περιοχές που είχαν κατακτήσει, στην Πελοπόννησο ο πρώτος, στη Βαβυλωνία ο δεύτερος. Ο διακανονισμός έδειχνε εύλογος και ανταποκρινόταν στην πραγματική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αλλά παρέμενε από τη φύση του προσωρινός, εφόσον υπήρχε ακόμη νόμιμος κληρονόμος όλου του βασιλείου. Την εκκρεμότητα αυτή ανέλαβε να διευθετήσει ο Κάσσανδρος, δολοφονώντας τον μικρό Αλέξανδρο και τη μητέρα του. Οι Διάδοχοι δεν είχαν πλέον καμία τυπική υποχρέωση να εμφανίζονται ως προστάτες της ξεκληρισμένης πλέον δυναστείας των Αργεαδών.

Η συνθήκη των Διαδόχων δεν οδήγησε σε γενική ειρήνη. Στο ευρύτερο Αιγαίο οι ανταγωνισμοί συνεχίζονταν διαρκείς. Ο Πολυπέρχων επιχείρησε να ανεβάσει στον θρόνο της Μακεδονίας τον ανήλικο Ηρακλή, ως τέκνο του Αλεξάνδρου, αλλά ο Κάσσανδρος τον έπεισε ότι ήταν για το συμφέρον όλων να τον δολοφονήσουν και αυτόν. Ο Δημήτριος, ο γιος του Αντίγονου, κατέλαβε την Αθήνα και την απάλλαξε από τη μακεδονική φρουρά. Ο Δημήτριος Φαληρέας, εντεταλμένος επιμελητής της, κατέφυγε στη Θήβα και τελικώς στην Αλεξάνδρεια - όπου διέπρεψε στα γράμματα. Για την αποκατάσταση της δημοκρατίας μετά από 15 χρόνια, ο απελευθερωτής Δημήτριος δέχτηκε από τους Αθηναίους τιμές πρωτόγνωρες και υπερβολικές ως Σωτήρας - δείγμα της παθιασμένης προσήλωσής τους στο πάτριο πολίτευμα. Στις δέκα φυλές προστέθηκαν η Αντιγονίς και η Δημητριάς, για να τιμηθούν οι νέοι ευεργέτες και, για να εκπροσωπηθούν, οι βουλευτές αυξήθηκαν από 500 σε 600. Αμέσως μετά ο Δημήτριος έδιωξε τη μακεδονική φρουρά από τα Μέγαρα. Επιθυμούσε να αναγνωριστεί ως ελευθερωτής των Ελλήνων - και πράγματι απελευθέρωσε αρκετές ελληνικές πόλεις. Συγκάλεσε το Συνέδριο της Κορίνθου και αναγορεύτηκε ηγεμόνας της Ελλάδας, όπως είχαν πράξει ο Φίλιππος Β' και ο Αλέξανδρος Γ'.

Όταν το 306 ο Δημήτριος κατέλαβε την Κύπρο με πείσμονες μάχες και πολύνεκρες ναυμαχίες, ο πατέρας του και αυτός αυτοανακηρύχθηκαν βασιλείς και φόρεσαν διαδήματα. Ο Πτολεμαίος, ο Λυσίμαχος, ο Σέλευκος και ο Κάσσανδρος έσπευσαν να τους μιμηθούν. Η αυτοκρατορία την οποία είχε οικοδομήσει ο Αλέξανδρος διέθετε πλέον μια πλειάδα βασιλέων. Τέσσερις από αυτούς ήταν στρατηγοί του και δύο, ο Κάσσανδρος και ο Δημήτριος, τέκνα στρατηγών.

Ο Δημήτριος, με τη δυναμική και εντυπωσιακή πολιορκία της Ρόδου, που κράτησε έναν χρόνο, κέρδισε τον τίτλο του Πολιορκητή - μολονότι τελικώς η Ρόδος δεν κατακτήθηκε και διατήρησε σχετική αυτονομία. Οι άνδρες της είχαν αμυνθεί γενναία από τα τείχη της πόλης σε ναυμαχίες στις οποίες πυρπολούσαν τα εχθρικά πλοία, προσδένοντας τους φλεγόμενες βάρκες και καταστρέφοντας τις περίτεχνες πολιορκητικές μηχανές, πολλές από τις οποίες ήταν πλωτές. Όπως παραδίδει ο Πλούταρχος, μετά από τη συμφωνία που επήλθε με τη μεσολάβηση των Αθηναίων και άλλων Ελλήνων, οι Ρόδιοι ζήτησαν από τον πολιορκητή τους να τους αφήσει ως ενθύμιο της ανδρείας τους δείγματα των πολιορκητικών του μηχανών. Από την πώλησή τους, σύμφωνα με την παράδοση που διασώζει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, οι Ρόδιοι συγκέντρωσαν αρκετά χρήματα για να κατασκευάσουν μέσα σε 12 χρόνια το μεγαλύτερο ορειχάλκινο άγαλμα της εποχής, αφιερωμένο στον θεό Ήλιο. Ο Κολοσσός της Ρόδου, όπως ονομάστηκε, ήταν έργο ενός μαθητή του Λύσιππου και είχε ύψος μεγαλύτερο από 30 μέτρα (όσο και το Άγαλμα της Ελευθερίας στη Νέα Υόρκη).

Ο Σέλευκος πάλι, που επειγόταν να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του προς τη Μεσόγειο, όπου διεξάγονταν πλέον οι σημαντικότεροι αγώνες, παρέδωσε τις ανατολικότερες περιοχές του βασιλείου του στους Ινδούς με αντάλλαγμα 500 πολεμικούς ελέφαντες.

Οι συνεχείς συγκρούσεις στην Ελλάδα και τη Μικρά Ασία από το 303 αριθμούνται ως Τέταρτος Πόλεμος των Διαδόχων. Έληξαν το 301 στην Ιψό της Φρυγίας, όπου δόθηκε μία από τις σημαντικότερες μάχες της εποχής. Από τη μια πλευρά ήταν ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος με τον γιο του Δημήτριο, επικεφαλής ενός στρατού που διέθετε 70.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 75 ελέφαντες. Από την άλλη, συνασπισμένοι ο Κάσσανδρος, ο Λυσίμαχος και ο Σέλευκος με τον γιο του Αντίοχο. (Με το μέρος τους ήταν επίσης ο Πτολεμαίος, που ωστόσο δεν πήρε μέρος στη μάχη.) Όλοι μαζί διέθεταν 64.000 πεζούς, 10.500 ιππείς, 400 ελέφαντες και 120 άρματα. Η υπεροχή των συνασπισμένων σε ελέφαντες υπήρξε, καθώς φαίνεται, καθοριστική. Ο Δημήτριος με τους ιππείς του καταδίωξε τον Αντίοχο, αλλά οι ελέφαντες του Σέλευκου τον απέκοψαν από τον στρατό του πατέρα του. Ηττημένος ο Αντίγονος, χτυπήθηκε από εχθρικά ακόντια και σκοτώθηκε. Ήταν πλέον 81 ετών. Οι αντίπαλοί του τον έθαψαν με βασιλικές τιμές και διαμοιράστηκαν την επικράτειά του.

Μεγάλοι κερδισμένοι βγήκαν ο Σέλευκος και ο Λυσίμαχος. Ο πρώτος κυριαρχούσε πλέον από τον Ευφράτη ποταμό έως τη Συρία, ο δεύτερος στη Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας. Ο Πτολεμαίος, πέρα από την Αίγυπτο, είχε καταλάβει μόνος του τη νότια Συρία, γνωστή ως Κοίλη Συρία. Ο Κάσσανδρος διατήρησε το βασίλειο της Μακεδονίας, αλλά δεν έζησε για πολύ ακόμη. Έτσι, η μάχη στην Ιψό έκρινε την τύχη της αυτοκρατορίας που είχε κατακτήσει ο Αλέξανδρος. Δεν υπήρχε πλέον ούτε κληρονόμος ούτε διεκδικητής για το σύνολό της. Τη θέση της πήραν τέσσερα μεγάλα βασίλεια.

Εκτός από τα μεγάλα βασίλεια των Διαδόχων, την ίδια περίπου εποχή διαμορφώθηκαν και άλλα μικρότερα, τα οποία είτε εκμεταλλεύονταν τα κενά που δημιουργούσαν οι ισορροπίες δυνάμεων είτε ενθαρρύνονταν από τους ίδιους τους νέους βασιλείς. Τέτοια βασίλεια ήταν της Βιθυνίας και του Πόντου στη Μικρά Ασία ή των Θρακών, που ζούσαν έξω από την επικράτεια του Λυσιμάχου και πολεμούσαν εναντίον του σχεδόν διαρκώς. Σημαντικό για τις εξελίξεις αποδείχθηκε επίσης το παλαιό βασίλειο της Ηπείρου. Βασιλικό τίτλο διεκδίκησε στη Σικελία και ο τύραννος Αγαθοκλής.

Ο Αγαθοκλής είχε πάρει την εξουσία στις Συρακούσες από το 317 σε συνθήκες που θύμιζαν κοινωνική εξέγερση. Το σύνθημά του ήταν η κατάργηση των χρεών και η αναδιανομή γης στους φτωχούς. Επιπλέον, ενίσχυσε το δημόσιο ταμείο και προετοίμασε στρατιωτικά την πόλη. Γρήγορα επέκτεινε την εξουσία του σε πολλές άλλες σικελικές πόλεις. Στον μακρό του πολιτικό βίο πολεμούσε σχεδόν αδιάκοπα, άλλοτε εναντίον εσωτερικών του αντιπάλων, άλλοτε εναντίον των σικελικών πόλεων που δεν ανέχονταν την υποταγή τους και άλλοτε εναντίον των Καρχηδονίων. Διακρίθηκε για τις μεγάλες του στρατηγικές ικανότητες αλλά και για τη σκληρότητά του. Φαίνεται ότι με τη μεγαλύτερη ευκολία αθετούσε τις συμφωνίες του και θανάτωνε όσους του αντιστέκονταν - κάποτε κατά χιλιάδες. Στις μεγάλες του επιχειρήσεις στη Λιβύη οι επιτυχίες εναλλάσσονταν με αποτυχίες.

Το 306, όταν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε ότι οι στρατηγοί του Αλεξάνδρου φόρεσαν βασιλικά διαδήματα, αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς - προτιμώντας ωστόσο να διατηρήσει το στεφάνι του ιερατικού αξιώματος που ήδη κατείχε. Θεωρούσε πως δεν ήταν κατώτερος από τους άλλους βασιλείς ούτε σε εξουσία ούτε σε κατορθώματα. Όταν πέθανε δολοφονημένος το 289, στις Συρακούσες αποκαταστάθηκε το μετριοπαθές δημοκρατικό πολίτευμα που είχε εγκαθιδρύσει ο Τιμολέων. Στο μεταξύ ο Αγαθοκλής είχε συνάψει συμμαχία με τον Δημήτριο Πολιορκητή, η οποία δεν πρόλαβε να αποδώσει καρπούς.

Μετά τη μάχη στην Ιψό ο Δημήτριος επέστρεψε στην Αθήνα με έναν μικρό στρατό για να ξεκινήσει νέους αγώνες. Διέθετε ακόμη ισχυρό ναυτικό με βάσεις στα ιωνικά παράλια, την Κύπρο, τα νησιά του Αιγαίου, αλλά επίσης στα Μέγαρα και την Κόρινθο. Ενημερωμένοι για τη νέα κατάσταση, οι Αθηναίοι δεν άνοιξαν τις πύλες τους στον παλαιό τους ευεργέτη. Στη δραματική θέση που βρέθηκε, του παρουσιάστηκε ωστόσο αναπάντεχη ευκαιρία, καθώς ο Πτολεμαίος είχε συμμαχήσει με τον Λυσίμαχο. Απομονωμένος και απειλημένος, ο Σέλευκος πρότεινε στον Δημήτριο να ενεργήσουν μαζί για να τους αντιμετωπίσουν. Ο Δημήτριος άρχισε έτσι επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Μία από τις πρώτες του επιτυχίες ήταν η κατάληψη της Αθήνας ύστερα από πολιορκία που προκάλεσε φοβερό λιμό. Στην πόλη εισήλθε και πάλι ως ελευθερωτής, ανατρέποντας τον τύραννο που της είχε επιβληθεί. Αμέσως μετά ξεκίνησε να κατακτήσει τη Σπάρτη. Νίκησε τον βασιλιά της Αρχίδαμο Δ' (305-275) και εισέβαλε στη Λακωνία. Πριν εισέλθει στην πόλη ωστόσο, πληροφορήθηκε ότι κινδύνευε άμεσα από τον Λυσίμαχο και τον Πτολεμαίο και αναγκάστηκε να αλλάξει πορεία. Για μία ακόμη φορά, οι ηττημένοι Σπαρτιάτες δεν υποχρεώθηκαν να δουν ξένα στρατεύματα μέσα στην πόλη τους.

Όταν πέθανε ο Κάσσανδρος, τα νεαρά τέκνα του συγκρούστηκαν για τον θρόνο της Μακεδονίας. Προσκεκλημένος από τον έναν διεκδικητή, ο Δημήτριος κατέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας για λογαριασμό του και δολοφόνησε τα δύο αδέλφια. Στη συνέχεια κυριάρχησε στη Θεσσαλία, όπου ίδρυσε μια νέα πρωτεύουσα στον Παγασητικό, τη Δημητριάδα. Είχε πλέον ικανό συνεργάτη τον γιο του Αντίγονο Γονατά. Με στόχο να ξανακερδίσει το χαμένο βασίλειο του πατέρα του, άρχισε τις μεγαλύτερες προετοιμασίες που είχαν γίνει από την εποχή του Αλεξάνδρου για μια εκστρατεία στην Ασία. Ο Πλούταρχος κάνει λόγο για 98.000 πεζούς, σχεδόν 12.000 ιππείς και 500 πλοία. Απειλούσε πλέον ανοιχτά και τους τρεις άλλους βασιλείς, τον Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, που για να τον αντιμετωπίσουν συνασπίστηκαν μεταξύ τους και συμμάχησαν με τον βασιλιά της Ηπείρου, τον Πύρρο.

Το 287 ο Δημήτριος αποφάσισε να κινηθεί πρώτα εναντίον του Πύρρου. Πίστευε ότι οι Μακεδόνες θα πολεμούσαν αποφασιστικότερα εναντίον ενός ξένου παρά εναντίον ενός στρατηγού του Αλεξάνδρου. Αλλά όταν έφτασε στη Βέροια, οι άνδρες του τον εγκατέλειψαν και προσχώρησαν στον εχθρό. Οι Μακεδόνες είχαν κουραστεί να αγωνίζονται για τη δική του τρυφηλή ζωή. Μπροστά στην εξέλιξη αυτή, ο Δημήτριος πήγε στη σκηνή του, έβγαλε τα βασιλικά ενδύματα και το έσκασε μεταμφιεσμένος - όπως κάνουν οι ηθοποιοί, σημειώνει ο Πλούταρχος. Είχε βασιλεύσει στη Μακεδονία για επτά χρόνια. Το βασίλειο της Μακεδονίας διαμοιράστηκαν ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος.

Ο Δημήτριος δεν το έβαλε κάτω και ανοίχτηκε σε νέες περιπέτειες. Βρίσκοντας για μια ακόμη φορά τους Αθηναίους απρόθυμους να τον δεχτούν και έτοιμους να επαναφέρουν τη δημοκρατία τους, στράφηκε προς την Ασία. Το 285 ωστόσο αιχμαλωτίστηκε από τον Σέλευκο και πέθανε τρία χρόνια αργότερα σε ηλικία 54 ετών, μέθυσος και σε κατάσταση πλήρους παρακμής.

Ύστερα από περιπέτειες, το βασίλειο της Μακεδονίας πέρασε στην εξουσία του Λυσιμάχου. Σύντομα, ωστόσο, ο Λυσίμαχος συγκρούστηκε με τον Σέλευκο για τον έλεγχο της Φρυγίας - αλλά και τη γενικότερη κυριαρχία. Οι δύο βασιλείς ήταν πλέον σχεδόν 80 ετών. Το 281, σε μια κρίσιμη μάχη στο Κουροπέδιο κοντά στη Μαγνησία, ο Λυσίμαχος σκοτώθηκε, αλλά ο Σέλευκος, καθώς περνούσε στην Ευρώπη και διεκδικούσε πλέον το σύνολο της παλαιάς αυτοκρατορίας (εκτός από την Αίγυπτο), δολοφονήθηκε από τον προστατευόμενό του Πτολεμαίο Κεραυνό. Βασιλιάς της Μακεδονίας ανέλαβε έτσι ο νεαρός δολοφόνος, ενώ στο βασίλειο του Σέλευκου εδραιωνόταν ο γιος του Αντίοχος. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός, που βρέθηκε ανέλπιστα βασιλιάς της Μακεδονίας, ήταν γιος του Πτολεμαίου της Αιγύπτου, αλλά είχε παραγκωνιστεί στη διαδοχή για χάρη του μικρότερου αδελφού του. Μέσα σε έναν χρόνο πάντως σκοτώθηκε και αυτός, πολεμώντας με Κέλτες επιδρομείς, που άρχισαν να κατακλύζουν σε απίστευτα μεγάλους αριθμούς τη Μακεδονία.

Ορισμένοι από τους Κέλτες, τους οποίους οι Έλληνες αποκάλεσαν Γαλάτες, έφτασαν έως τους Δελφούς. Για την αντιμετώπισή τους δημιουργήθηκε μια συμμαχία, στην οποία συμμετείχαν οι Αιτωλοί, οι Βοιωτοί, οι Φωκείς, αλλά επίσης οι Αθηναίοι και διάφορες άλλες ελληνικές πόλεις. Οι σύμμαχοι είχαν τη συνδρομή τόσο του Αντίγονου Γονατά όσο και του Αντίοχου. Γράφοντας αιώνες αργότερα για αυτό τον αγώνα των Ελλήνων εναντίον των επικίνδυνων επιδρομέων, ο περιηγητής Παυσανίας τον παραλλήλισε με τους Περσικούς Πολέμους. Η εισβολή στην Ελλάδα αποκρούστηκε, αλλά πολλοί Γαλάτες κατέκλυσαν, εκτός από τη Μακεδονία, και τη Μικρά Ασία. Αποφασιστικό πλήγμα τούς έδωσε πάντως ο ίδιος ο Αντίγονος Γονατάς, ο οποίος με τη νίκη του αυτή κέρδισε το 276 το βασίλειο της Μακεδονίας. Πολύ σύντομα τους επιδρομείς νίκησε και ο Αντίοχος στην Ασία. Οι Γαλάτες αξιοποιήθηκαν στη συνέχεια περισσότερο ως μισθοφόροι. Από την εγκατάστασή τους στη Μικρά Ασία μια περιοχή ονομάστηκε Γαλατία.

Μισό αιώνα περίπου μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, τα τέσσερα βασίλεια στα οποία είχε διαμοιραστεί η αυτοκρατορία του περιορίστηκαν σε τρία. Στη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και τη Θράκη βασιλιάς ήταν ο Αντίγονος Γονατάς (276-239), γιος του Δημητρίου και εγγονός του Αντίγονου του Μονόφθαλμου αλλά και του Αντίπατρου από την πλευρά της μητέρας του. Στη Συρία, τη Μεσοποταμία και σε μεγάλο μέρος της Μικρά Ασίας βασίλευε ο γιος του Σέλευκου Α', ο Αντίοχος Α' (281-261). Λίγο νωρίτερα, τον Πτολεμαίο Α' είχε διαδεχθεί ο γιος του Πτολεμαίος Β' (285-246) - που έμεινε γνωστός ως Φιλάδελφος επειδή παντρεύτηκε την αδελφή του Αρσινόη. Κυριαρχούσε στην Αίγυπτο, την Κοίλη Συρία, την Κύπρο και πολλά νησιά του Αιγαίου. (Η Αρσινόη, που σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Λυσίμαχο και σε δεύτερο τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό, έμελλε, ως σύζυγος του Πτολεμαίου Β', να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στην Αίγυπτο.)

Μυστικισμός και μη εννοιολογικά περιεχόμενα: Ένας νέος τρόπος γνώσης

Ο μυστικισμός είναι μια πνευματική πρακτική που περιλαμβάνει την αναζήτηση άμεσης επαφής με την έσχατη πραγματικότητα, που συχνά αναφέρεται ως Θεός, το Απόλυτο ή η Πηγή. Οι μυστικιστές στοχεύουν να υπερβούν τους συνηθισμένους τρόπους αντίληψης και γνώσης και να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα βαθύτερο επίπεδο αλήθειας και κατανόησης που είναι πέρα από την κατανόηση της γλώσσας και της λογικής σκέψης. Σε αυτήν την ανάρτηση ιστολογίου, θα διερευνήσουμε την έννοια των μη εννοιολογικών περιεχομένων, που είναι τα βασικά στοιχεία των μυστικιστικών εμπειριών, και πώς μπορούν να θεωρηθούν ως μια μορφή γνώσης που είναι διαφορετική, αλλά συμπληρωματική, από τις συμβατικές μορφές γνώσης.

Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα είναι οι πτυχές της εμπειρίας που δεν διαμεσολαβούνται από έννοιες, κατηγορίες ή σύμβολα. Είναι οι ακατέργαστες και άμεσες εντυπώσεις που προκύπτουν στη συνείδηση, πριν τις επεξεργαστεί και ερμηνεύσει ο νους. Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα μπορεί να είναι αισθητηριακά, συναισθηματικά, διαισθητικά ή πνευματικά. Μπορεί επίσης να είναι πολύπλοκα και πλούσια, όπως οράματα, ιδέες ή αισθήματα ενότητας.

Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα είναι σημαντικά για τον μυστικισμό επειδή επιτρέπουν στον μυστικιστή να έχει πρόσβαση σε ένα βαθύτερο επίπεδο πραγματικότητας που δεν περιορίζεται από τους περιορισμούς της γλώσσας και της ορθολογικής σκέψης. Η γλώσσα και η ορθολογική σκέψη είναι χρήσιμα εργαλεία επικοινωνίας και συλλογισμού, αλλά επιβάλλουν επίσης ορισμένες δομές και όρια στην αντίληψη και την κατανόησή μας για την πραγματικότητα. Φιλτράρουν ορισμένες πτυχές της εμπειρίας που δεν ταιριάζουν στα προκαθορισμένα πλαίσια τους και παραμορφώνουν άλλες για να τις κάνουν να συμμορφώνονται με τις προσδοκίες και τις υποθέσεις τους. Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα, από την άλλη, αποκαλύπτουν την πραγματικότητα όπως είναι, χωρίς καμία παραμόρφωση ή παράλειψη.

Ένας από τους κύριους στόχους του μυστικισμού είναι να επιτύχει μια κατάσταση μυστικιστικής ένωσης με το Θείο, η οποία συχνά περιγράφεται ως μια κατάσταση καθαρής επίγνωσης, ευδαιμονίας, αγάπης ή ειρήνης. Σε αυτή την κατάσταση, ο μυστικιστής βιώνει μια αίσθηση ταυτότητας με την απόλυτη πραγματικότητα και μια διάλυση των ορίων μεταξύ του εαυτού και του άλλου. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται επίσης από υψηλό βαθμό μη εννοιολογικότητας, καθώς ο μυστικιστής υπερβαίνει τις δυιστικές διακρίσεις μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, εαυτού και Θεού ή ατομικού και καθολικού. Ο μυστικιστής βιώνει την πραγματικότητα ως σύνολο, χωρίς κανένα διαχωρισμό ή κατακερματισμό.

Ένας άλλος στόχος του μυστικισμού είναι να επιτύχει μια κατάσταση αφύπνισης ή φώτισης, η οποία συχνά περιγράφεται ως κατάσταση διαύγειας, διορατικότητας ή σοφίας. Σε αυτή την κατάσταση, ο μυστικιστής βλέπει την πραγματικότητα όπως είναι πραγματικά, χωρίς καμία ψευδαίσθηση ή αυταπάτη. Ο μυστικιστής αντιλαμβάνεται την αληθινή φύση των πραγμάτων, όπως η παροδικότητα, η αλληλεξάρτηση, το κενό ή η θεϊκότητά τους. Αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται επίσης από υψηλό βαθμό μη εννοιολογικότητας, καθώς ο μυστικιστής υπερβαίνει τους συμβατικούς τρόπους σκέψης και γνώσης που βασίζονται σε έννοιες, κατηγορίες ή σύμβολα. Ο μυστικιστής γνωρίζει την πραγματικότητα άμεσα και διαισθητικά, χωρίς καμία μεσολάβηση ή ερμηνεία.

Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα μπορούν να θεωρηθούν ως μια μορφή γνώσης που είναι διαφορετική, αλλά συμπληρωματική, από τις συμβατικές μορφές γνώσης. Η συμβατική γνώση βασίζεται σε έννοιες, κατηγορίες ή σύμβολα που προέρχονται από την εμπειρία και χρησιμοποιούνται για την αναπαράσταση της πραγματικότητας. Η συμβατική γνώση είναι χρήσιμη για επικοινωνία και συλλογισμό, αλλά έχει επίσης τους περιορισμούς και τις προκαταλήψεις της. Η μη εννοιολογική γνώση βασίζεται σε μη εννοιολογικά περιεχόμενα που προέρχονται από την άμεση εμπειρία και χρησιμοποιούνται για την αποκάλυψη της πραγματικότητας. Η μη εννοιολογική γνώση είναι χρήσιμη για την αντίληψη και την κατανόηση, αλλά έχει και τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της.

Η μη εννοιολογική γνώση μπορεί να θεωρηθεί ως ένας τρόπος γνώσης που υπερβαίνει τους περιορισμούς της γλώσσας και της ορθολογικής σκέψης. Η γλώσσα και η ορθολογική σκέψη βασίζονται σε ορισμένους κανόνες και δομές που μας επιτρέπουν να επικοινωνούμε και να συλλογιζόμαστε αποτελεσματικά. Ωστόσο, αυτοί οι κανόνες και οι δομές περιορίζουν επίσης την ικανότητά μας να αντιλαμβανόμαστε και να κατανοούμε την πραγματικότητα στην πληρότητα και την πολυπλοκότητά της. Η μη εννοιολογική γνώση μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε αυτούς τους περιορισμούς εκθέτοντάς μας σε πτυχές της πραγματικότητας που δεν συλλαμβάνονται από τη γλώσσα και την ορθολογική σκέψη. Η μη εννοιολογική γνώση μπορεί επίσης να μας βοηθήσει να εμπλουτίσουμε τη γλώσσα και τη λογική σκέψη μας παρέχοντάς μας νέες προοπτικές και ιδέες που μπορούν να αμφισβητήσουν τις υποθέσεις μας και να διευρύνουν τους ορίζοντές μας.

Η μη εννοιολογική γνώση έχει πολλές επιπτώσεις και εφαρμογές για την προσωπική μεταμόρφωση και ανάπτυξη. Συμμετέχοντας σε μυστικιστικές πρακτικές που καλλιεργούν μη εννοιολογικά περιεχόμενα, όπως ο διαλογισμός, η προσευχή, ο στοχασμός ή η τέχνη, μπορούμε να ενισχύσουμε την επίγνωση και την ευαισθησία μας στην πραγματικότητα όπως είναι. Μπορούμε επίσης να αναπτύξουμε τη συναισθηματική μας νοημοσύνη και ενσυναίσθηση βιώνοντας μια σειρά συγκινήσεων και συναισθημάτων που δεν φιλτράρονται ή καταστέλλονται από τα εννοιολογικά μας πλαίσια. Μπορούμε επίσης να προωθήσουμε την πνευματική μας ανάπτυξη και τη σύνδεσή μας με το Θείο βιώνοντας μια αίσθηση ενότητας και αρμονίας με όλα όσα υπάρχουν.

Η μη εννοιολογική γνώση έχει επίσης πολλές επιπτώσεις και εφαρμογές για τη συλλογική συνείδηση και την κατανόηση της πραγματικότητας. Μοιραζόμαστε τις μυστικιστικές μας εμπειρίες με άλλους που έχουν παρόμοιες ή διαφορετικές εμπειρίες, μπορούμε να δημιουργήσουμε έναν διάλογο και μια ανταλλαγή που μπορεί να εμπλουτίσει τη συλλογική μας γνώση και σοφία. Μπορούμε επίσης να συμβάλουμε στην πρόοδο της επιστήμης και της φιλοσοφίας προσφέροντας νέα δεδομένα και υποθέσεις που μπορούν να αμφισβητήσουν και να επεκτείνουν τα υπάρχοντα παραδείγματα και θεωρίες. Μπορούμε επίσης να προωθήσουμε μια κουλτούρα ειρήνης και αρμονίας αναγνωρίζοντας και σεβόμενοι τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα κάθε ατόμου και κάθε παράδοσης.

Συμπερασματικά, ο μυστικισμός είναι μια πολύτιμη και έγκυρη μορφή γνώσης που μπορεί να συμπληρώσει και να ενισχύσει τις συμβατικές μορφές γνώσης. Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα είναι τα βασικά στοιχεία των μυστικιστικών εμπειριών που μπορούν να αποκαλύψουν ένα βαθύτερο επίπεδο αλήθειας και κατανόησης που είναι πέρα από την κατανόηση της γλώσσας και της ορθολογικής σκέψης. Τα μη εννοιολογικά περιεχόμενα μπορούν επίσης να μας βοηθήσουν να υπερβούμε τους περιορισμούς της γλώσσας και της ορθολογικής σκέψης και να αποκτήσουμε πρόσβαση σε έναν νέο τρόπο γνώσης που βασίζεται στην άμεση και διαισθητική αντίληψη της πραγματικότητας. Ενσωματώνοντας μυστικιστικές εμπειρίες στην προσωπική και συλλογική μας ανάπτυξη, μπορούμε να εμπλουτίσουμε τη ζωή μας και να συμβάλουμε στη βελτίωση του κόσμου.

Η Χρονική-Χωρική Συνέχεια του Διαλογισμού

Εισαγωγή:

Στην αναζήτηση της κατανόησης της φύσης της ύπαρξης, η ανθρωπότητα έχει από καιρό εξερευνήσει τις σφαίρες του υλικού κόσμου και τις λειτουργίες του ανθρώπινου μυαλού. Ωστόσο, υπάρχει μια λιγότερο γνωστή πτυχή της συνείδησης που υπερβαίνει τα όρια του χρόνου και του χώρου, προσβάσιμη μέσω της πρακτικής του διαλογισμού. Σε αυτή τη μεταφυσική-μυστική θεωρία, θα εμβαθύνουμε στην έννοια του Χρονικού-Χωρικού Συνεχούς, όπου η συνείδηση επεκτείνεται πέρα από τους περιορισμούς του φυσικού πεδίου και συνδέεται με το άπειρο και αιώνιο.

Το Χρονικό-Χωρικό Συνεχές:

Το Χρονικό-Χωρικό Συνεχές είναι ένα θεωρητικό πλαίσιο που περιγράφει τη διασυνδεδεμένη φύση του χρόνου, του χώρου και της συνείδησης. Σε αυτό το μοντέλο, η συνείδηση δεν δεσμεύεται από τους περιορισμούς του φυσικού σώματος ή του υλικού κόσμου. Αντίθετα, υπάρχει ως μια ρευστή, δυναμική δύναμη που μπορεί να διασχίσει τον ιστό της ύπαρξης, ανεμπόδιστη από τους περιορισμούς των χρονικών και χωρικών διαστάσεων.

Το Συνεχές αποτελείται από πολλαπλά επίπεδα ύπαρξης, που το καθένα αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό επίπεδο συνείδησης και επίγνωσης. Καθώς ένα άτομο διαλογίζεται, η συνείδησή του ανεβαίνει μέσα από αυτά τα επίπεδα, επιτρέποντάς του να έχει πρόσβαση σε υψηλότερες καταστάσεις επίγνωσης και να συνδεθεί με το σύμπαν σε ένα βαθύτερο επίπεδο.

Τα επίπεδα της Ύπαρξης:

1. Το Φυσικό Επίπεδο: Αυτό είναι το βασίλειο του υλικού κόσμου, όπου υπάρχουν τα φυσικά μας σώματα και οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα.

2. Το αστρικό επίπεδο: Αυτό το επίπεδο αντιπροσωπεύει το βασίλειο της σκέψης και των συναισθημάτων, όπου το μυαλό μας περιηγείται στις προκλήσεις του υλικού κόσμου και η φαντασία μας εκτινάσσεται στα ύψη.

3. Το Αιτιαίο Επίπεδο: Αυτό το επίπεδο είναι το βασίλειο της αιτίας και του αποτελέσματος, όπου οι νόμοι της φυσικής και του κάρμα διέπουν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ οντοτήτων και γεγονότων.

4. Το πνευματικό επίπεδο: Αυτό το επίπεδο αντιπροσωπεύει το βασίλειο της υπέρβασης, όπου η ατομική συνείδηση συνδέεται με την καθολική συνείδηση και υπερβαίνει τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου.

Η Γέφυρα του Διαλογισμού:

Ο διαλογισμός χρησιμεύει ως η γέφυρα που συνδέει το Φυσικό Επίπεδο με το Πνευματικό Επίπεδο, επιτρέποντας στη συνείδηση να διασχίσει το Συνεχές και να αποκτήσει πρόσβαση στα ανώτερα επίπεδα ύπαρξης. Μέσω του διαλογισμού, μπορούμε να αγγίξουμε το βασίλειο της υπερβατικής, της θείας και της παγκόσμιας συνείδησης.

Ο ρόλος του χρόνου και του χώρου:

Στο Χρονικό-Χωρικό Συνεχές, ο χρόνος και ο χώρος δεν είναι ξεχωριστές οντότητες αλλά αλληλοσυνδεόμενες πτυχές ενός ενιαίου, ενοποιημένου ιστού. Ο χρόνος αντιπροσωπεύει τη ροή των εμπειριών, ενώ ο χώρος αντιπροσωπεύει την απεραντοσύνη των δυνατοτήτων. Καθώς η συνείδηση επεκτείνεται μέσω του διαλογισμού, υπερβαίνει τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου, επιτρέποντάς μας να έχουμε πρόσβαση σε πολλαπλές διαστάσεις και σφαίρες ύπαρξης

Τα οφέλη του διαλογισμού:

Με την εξάσκηση του διαλογισμού, μπορούμε να αξιοποιήσουμε τη δύναμη του Χρονικού-Χωρικού Συνεχούς, αποκτώντας πρόσβαση στα ανώτερα επίπεδα ύπαρξης και καλλιεργώντας μια βαθύτερη αίσθηση εσωτερικής ειρήνης, διαύγειας και σύνδεσης με το σύμπαν. Ο διαλογισμός μας επιτρέπει:

1. Να Ξεπεράσουμε τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου, αποκτώντας πρόσβαση σε πολλαπλές διαστάσεις και σφαίρες ύπαρξης.

2. Να Συνδεθουμε με την καθολική συνείδηση, καλλιεργώντας μια αίσθηση ενότητας και ενότητας με όλα τα πράγματα.

3. Να Αγγίξουμε το βασίλειο του υπερβατικού, του θείου και του άπειρου.

4. Να Καλλιεργήσουμε την εσωτερική ειρήνη, τη διαύγεια και τη βαθύτερη κατανόηση του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας.

Συμπέρασμα: Το Χρονικό-Χωρικό Συνεχές Διαλογισμού προσφέρει μια βαθιά προοπτική για τη φύση της συνείδησης και τη διασύνδεση του χρόνου, του χώρου και της συνείδησης. Αγκαλιάζοντας αυτή τη θεωρία και ενσωματώνοντας τον διαλογισμό στην καθημερινή μας ζωή, μπορούμε να ξεκλειδώσουμε τα μυστήρια του σύμπαντος και να συνδεθούμε με μια βαθύτερη αίσθηση του εαυτού μας και του κόσμου γύρω μας. Μέσω του διαλογισμού, μπορούμε να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς του φυσικού σώματος και του μυαλού μας, αγγίζοντας το άπειρο και αιώνιο και ανακαλύπτοντας την αληθινή φύση της ύπαρξης.

Εξερευνώντας τα Μυστικά Βάθη της Συνείδησης: Πέρα από το Εγώ

Εισαγωγή

Στην τεράστια ταπισερί της ύπαρξης, υπάρχει ένα βασίλειο πέρα από τα όρια του εγώ - ένα βασίλειο που μας παρακινεί να τολμήσουμε πέρα από το γνωστό, να αναζητήσουμε μια σύνδεση με την αινιγματική φύση του Σύμπαντος. Αυτό το ταξίδι είναι ένα ταξίδι μεταφυσικής εξερεύνησης, μια επιδίωξη πνευματικής φώτισης που μας οδηγεί σε άπειρα μονοπάτια προς μια βαθύτερη κατανόηση της ίδιας της ύπαρξης. Καθώς αγκαλιάζουμε το μυστικιστικό, βρισκόμαστε σε μια βαθιά αναζήτηση να ξεπεράσουμε τους περιορισμούς της ατομικότητάς μας και να συγχωνευθούμε με τον κοσμικό χορό που εκτυλίσσεται στην απέραντη έκταση του Σύμπαντος.

Το Κάλεσμα του Μυστικού

Το μυστικιστικό μας γνέφει από τα βάθη της ύπαρξής μας, από τα πιο απομακρυσμένα σημεία της συνείδησής μας. Είναι ο ψίθυρος του ίδιου του Σύμπαντος, που μας προσκαλεί να κοιτάξουμε πέρα από το απτό και το μετρήσιμο, να εξερευνήσουμε τις αχαρτογράφητες περιοχές του εσωτερικού μας εαυτού. Είναι ένα κάλεσμα να μετατοπίσουμε την εστίασή μας από το υλικό και το εγκόσμιο και να κοιτάξουμε τα άπειρα θαύματα που υπάρχουν ακριβώς πέρα από το πέπλο των καθημερινών μας αντιλήψεων.

Υπέρβαση του Εγώ

Στην καρδιά του μυστικιστικού μας ταξιδιού βρίσκεται η ανάγκη να υπερβούμε το εγώ - το κατασκεύασμα του εαυτού που καθορίζει την ατομική μας ταυτότητα. Το εγώ, ενώ είναι απαραίτητο για την επιβίωση και την πλοήγησή μας στον φυσικό κόσμο, συχνά γίνεται εμπόδιο για βαθύτερη κατανόηση. Μέσα από συνειδητές εμπειρίες πέρα από το εγώ, χαλαρώνουμε τη λαβή του στη συνείδησή μας, επιτρέποντάς μας να κοιτάξουμε στα μυστήρια της ύπαρξης με έναν πιο καθαρό, ασύνεφο φακό.

Η βαθιά σύνδεση

Καθώς τολμούμε περαιτέρω στις μυστικιστικές σφαίρες, ανακαλύπτουμε μια βαθιά σύνδεση με το ίδιο το Σύμπαν. Είναι μια σύνδεση που υπερβαίνει το χρόνο και το χώρο, μια κοινωνία με τον ίδιο τον ιστό της πραγματικότητας. Αυτή η σύνδεση δεν δεσμεύεται από γλώσσα ή έννοιες. είναι μια άμεση εμπειρία που αψηφά την εξήγηση. Είναι η αναγνώριση ότι δεν είμαστε ξεχωριστοί από το Σύμπαν, αλλά μάλλον αναπόσπαστο μέρος της μεγάλης ταπισερί του.

Ο Χορός του Κόσμου

Στη μυστικιστική κατάσταση, γινόμαστε μάρτυρες του κοσμικού χορού - ενός χορού που εκτυλίσσεται εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια. Βλέπουμε γαλαξίες να στροβιλίζονται, αστέρια να γεννιούνται και να πεθαίνουν και την άμπωτη και τη ροή του ίδιου του Κόσμου. Συνειδητοποιούμε ότι αυτός ο χορός δεν είναι ξεχωριστός από εμάς. είναι προέκταση της ίδιας μας της ύπαρξης. Είμαστε αστερόσκονη, και ο χορός του Κόσμου είναι και δικός μας χορός.

Διαφώτιση και Αυτοπραγμάτωση

Σε αυτό το μεταφυσικό ταξίδι, βρίσκουμε τη φώτιση όχι ως προορισμό αλλά ως μια συνεχή διαδικασία αυτοπραγμάτωσης. Καταλαβαίνουμε ότι το Σύμπαν δεν είναι κάτι ξεχωριστό από εμάς, αλλά μάλλον μια έκφραση της δικής μας συνείδησης. Είμαστε και ο παρατηρητής και ο παρατηρούμενος, ο αναζητητής και ο αναζητούμενος. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση, βρίσκουμε μια βαθιά αίσθηση του σκοπού και του ανήκειν.

Συμπέρασμα

Το μυστικιστικό-μεταφυσικό ταξίδι μας καλεί να ξεπεράσουμε τα όρια του εγώ μας και να συνδεθούμε με τα μυστήρια του Σύμπαντος. Είναι ένα ταξίδι αυτο-ανακάλυψης, μια αναζήτηση για φώτιση που μας οδηγεί σε άπειρα μονοπάτια προς μια βαθύτερη κατανόηση της ύπαρξης. Καθώς αγκαλιάζουμε το μυστικιστικό, βρισκόμαστε να συγχωνευόμαστε με τον κοσμικό χορό, γινόμαστε ένα με την αινιγματική φύση του ίδιου του Σύμπαντος. Σε αυτή τη βαθιά σύνδεση, ανακαλύπτουμε ότι το Σύμπαν δεν είναι μόνο εκεί έξω. είναι επίσης μέσα μας, και είμαστε μέρος της αιώνιας, μυστηριώδους ιστορίας του.

Υπέρτατη Σοφία: Ένα Φιλοσοφικό Δοκίμιο

Ποια είναι η φύση της πραγματικότητας; Ποια είναι η πηγή της γνώσης; Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που γοήτευαν τους φιλοσόφους εδώ και αιώνες, και που μας προκαλούν ακόμα και σήμερα. Σε αυτό το δοκίμιο, θα διερευνήσουμε μια προοπτική που ισχυρίζεται ότι προσφέρει μια ριζική απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα, βασισμένη στην έννοια της Υπέρτατης Σοφίας.

Η Υπέρτατη Σοφία, σύμφωνα με αυτή την προοπτική, δεν είναι ένα σύνολο δογμάτων, αρχών ή κανόνων που μπορούν να μαθευτούν, να διδαχθούν ή να εφαρμοστούν. Δεν είναι προϊόν λόγου, λογικής ή αποδείξεων. Δεν είναι ένας στόχος που πρέπει να επιτευχθεί, μια κατάσταση που πρέπει να επιτευχθεί ή μια ποιότητα που πρέπει να κατέχετε. Δεν είναι καν μια λέξη που μπορεί να οριστεί ή να εξηγηθεί.

Η Υπέρτατη Σοφία είναι μια εμπειρία ακινησίας, σιωπής, κενού. Είναι μια επίγνωση της απόλυτης πραγματικότητας που ξεπερνά κάθε μορφή, ονόματα και διακρίσεις. Είναι μια διαίσθηση της ενότητας της συνείδησης που βρίσκεται κάτω από όλα τα φαινόμενα. Είναι η συνειδητοποίηση του τίποτα που είναι η πηγή και η ουσία των πάντων.

Η Υπέρτατη Σοφία δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκτηθεί ή να χαθεί, να αποκτηθεί ή να απορριφθεί, να αυξηθεί ή να μειωθεί. Είναι πάντα παρόν, πάντα διαθέσιμο, πάντα προσβάσιμο. Είναι η αληθινή μας φύση, το αρχικό μας πρόσωπο, η ουσιαστική μας ύπαρξη. Είναι αυτό που είμαστε πριν σκεφτούμε ότι είμαστε οτιδήποτε άλλο.

Αλλά πώς μπορούμε να βιώσουμε την Υπέρτατη Σοφία; Πώς μπορούμε να το αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας και στους άλλους; Πώς μπορούμε να το εκφράσουμε με λόγια και πράξεις; Αυτά είναι τα ερωτήματα που προσπαθεί να αντιμετωπίσει αυτή η προοπτική, χρησιμοποιώντας διάφορες μεθόδους, τεχνικές και πρακτικές. Μερικές από αυτές τις μεθόδους είναι:

- Διαλογισμός: Μια πρακτική εστίασης του νου σε ένα μεμονωμένο αντικείμενο, όπως η αναπνοή, ένα μάντρα, ένας ήχος ή μια εικόνα, προκειμένου να ηρεμήσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα και να καλλιεργήσει συγκέντρωση και επίγνωση.

- Ενατένιση: Μια πρακτική στοχασμού για ένα συγκεκριμένο θέμα, όπως η φύση της πραγματικότητας, η προέλευση του πόνου, το νόημα της ύπαρξης ή οι ιδιότητες της σοφίας, προκειμένου να εμβαθύνει την κατανόηση και τη διορατικότητα.

- Έρευνα: Μια πρακτική αμφισβήτησης του εαυτού και των άλλων σχετικά με τις πεποιθήσεις, τις υποθέσεις, τις απόψεις και τις εμπειρίες του, προκειμένου να αμφισβητήσει το εγώ και να αποκαλύψει την αλήθεια.

- Διάλογος: Μια πρακτική συμμετοχής σε μια σεβαστή και ειλικρινή συζήτηση με άλλους που μοιράζονται το ίδιο ενδιαφέρον για την εξερεύνηση της Υπέρτατης Σοφίας, προκειμένου να ανταλλάξουν ιδέες και προοπτικές και να μάθουν ο ένας από τον άλλο.

- Παράδοξο: Μια πρακτική χρήσης φαινομενικά αντιφατικών ή παράλογων δηλώσεων ή ιστοριών, όπως κοάν, αινίγματα ή ανέκδοτα, προκειμένου να προκαλέσει το μυαλό και να ξεπεράσει τους περιορισμούς της λογικής και της γλώσσας.

- Ποίηση: Μια πρακτική χρήσης δημιουργικής και εκφραστικής γλώσσας, όπως μεταφορές, παρομοιώσεις, σύμβολα ή εικόνες, προκειμένου να μεταδοθεί η ομορφιά και το μυστήριο της Υπέρτατης Σοφίας.

- Τέχνη: Μια πρακτική χρήσης διαφόρων μορφών οπτικής ή ακουστικής έκφρασης, όπως ζωγραφική, γλυπτική, μουσική ή χορός, προκειμένου να εκδηλωθεί η αρμονία και η διαφορετικότητα της Υπέρτατης Σοφίας.

Αυτές οι μέθοδοι δεν είναι αμοιβαία αποκλειστικές ή εξαντλητικές. Δεν προορίζονται να ακολουθούνται αυστηρά ή δογματικά. Δεν είναι αυτοσκοποί ούτε εγγυήσεις επιτυχίας. Είναι μόνο εργαλεία που μπορούν να μας βοηθήσουν να προσεγγίσουμε την Υπέρτατη Σοφία από διαφορετικές οπτικές γωνίες και διαστάσεις. Είναι μόνο δείκτες που μπορούν να μας κατευθύνουν στην απόλυτη πραγματικότητα, στην οποία δεν μπορούμε να δείξουμε.

Η εμπειρία της Υπέρτατης Σοφίας δεν εξαρτάται από καμία μέθοδο ή τεχνική. Δεν περιορίζεται από κανέναν χρόνο ή τόπο. Δεν περιορίζεται από κανένα πολιτισμό ή παράδοση. Δεν είναι αποκλειστικό σε καμία θρησκεία ή φιλοσοφία. Δεν προορίζεται για κανένα άτομο ή ομάδα. Είναι ανοιχτό σε όποιον έχει την ειλικρινή επιθυμία και διάθεση να το αναζητήσει.

Αλλά γιατί πρέπει να αναζητήσουμε την Υπέρτατη Σοφία; Τι οφέλη προσφέρει; Τι επιπτώσεις έχει; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία αυτή η προοπτική προσπαθεί να απαντήσει, επισημαίνοντας ορισμένες πτυχές της Υπέρτατης Σοφίας:

- Ειρήνη: Η Υπέρτατη Σοφία φέρνει ειρήνη στο μυαλό και την καρδιά διαλύοντας όλες τις συγκρούσεις και αντιφάσεις μέσα στον εαυτό του και με τους άλλους. Απαλλάσσει κάποιον από την προσκόλληση στις επιθυμίες και τις αποστροφές, από την ταύτιση με τις σκέψεις και τα συναισθήματα, από την εξάρτηση από συνθήκες και περιστάσεις. Επιτρέπει σε κάποιον να αποδεχτεί αυτό που είναι, να εκτιμήσει αυτό που έχει, να απολαύσει αυτό που κάνει. Δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να ζήσει σε αρμονία με τον εαυτό του, με τους άλλους, με τη φύση, με την πραγματικότητα.

- Χαρά: Η Υπέρτατη Σοφία φέρνει χαρά στην ψυχή αποκαλύπτοντας όλη την ομορφιά και το θαύμα μέσα στον εαυτό του και γύρω από τον εαυτό του. Γεμίζει με ευγνωμοσύνη για το δώρο της ζωής, με δέος για το μυστήριο της ύπαρξης, με αγάπη για την ουσία των πάντων. Εμπνέει κάποιον να δημιουργεί ό,τι είναι καλό, να μοιράζεται ό,τι είναι πολύτιμο, να γιορτάζει αυτό που έχει νόημα. Δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να εκφραστεί πλήρως, να συνδεθεί βαθιά με τους άλλους, να συνεισφέρει θετικά στην πραγματικότητα.

- Ελευθερία: Η Υπέρτατη Σοφία φέρνει ελευθερία στο πνεύμα υπερβαίνοντας όλα τα όρια και τους περιορισμούς που επιβάλλονται από τον εαυτό του και από τους άλλους. Απελευθερώνει κάποιον από την άγνοια και την αυταπάτη, από τον φόβο και την αμφιβολία, από την ενοχή και την ντροπή. Επιτρέπει σε κάποιον να δει τι είναι αληθινό, να μάθει τι είναι πραγματικό, να είναι αυτό που είναι. Δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να επιλέξει αυτό που είναι σωστό, να ενεργήσει αυτό που είναι σοφό, να αλλάξει αυτό που είναι δυνατό.

- Συμπόνια: Η Υπέρτατη Σοφία φέρνει συμπόνια στον κόσμο ξυπνώντας όλη την ενσυναίσθηση και την καλοσύνη μέσα στον εαυτό του και προς τον εαυτό του. Θεραπεύει κάποιον από πόνο και βάσανα, από θυμό και μίσος, από απληστία και εγωισμό. Επιτρέπει σε κάποιον να νιώσει αυτό που νιώθουν οι άλλοι, να καταλάβει τι σκέφτονται οι άλλοι, να σεβαστεί αυτό που είναι οι άλλοι. Δίνει τη δυνατότητα σε κάποιον να βοηθήσει αυτό που χρειάζονται οι άλλοι, να υποστηρίξει αυτό που θέλουν οι άλλοι, να υπηρετήσει αυτό που αξίζουν οι άλλοι.

Αυτές οι πτυχές της Υπέρτατης Σοφίας δεν είναι ξεχωριστές ή ανεξάρτητες. Είναι αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα. Είναι εκφράσεις και εκδηλώσεις της ίδιας πραγματικότητας. Είναι όψεις και διαστάσεις της ίδιας εμπειρίας. Είναι ιδιότητες και χαρακτηριστικά του ίδιου όντος.

Η Υπέρτατη Σοφία δεν είναι έννοια ή θεωρία. Δεν είναι θεώρηση ή δόγμα. Δεν είναι πεποίθηση ή πίστη.

Η «Υπέρτατη Σοφία» είναι μια βαθιά πνευματική ή μεταφυσική εμπειρία:

- Ακινησία, Σιωπή, Κενότητα: Η Υπέρτατη Σοφία χαρακτηρίζεται από ιδιότητες όπως η ησυχία, η σιωπή και το κενό. Αυτές οι ιδιότητες συνδέονται συχνά με το διαλογισμό και τις στοχαστικές πρακτικές σε διάφορες πνευματικές παραδόσεις. Σηματοδοτούν μια κατάσταση εσωτερικής γαλήνης, διανοητικής διαύγειας και ελευθερίας από περισπασμούς, επιτρέποντας σε κάποιον να συνδεθεί με μια βαθύτερη πραγματικότητα.

- Υπέρβαση των μορφών και των ονομάτων: Η Υπέρτατη Σοφία υπερβαίνει τις συμβατικές κατηγορίες και ετικέτες. Αυτό σημαίνει ότι υπερβαίνει τους περιορισμούς της γλώσσας και της εννοιολογικής σκέψης. Σε πολλές πνευματικές και φιλοσοφικές παραδόσεις, αυτή η ιδέα σχετίζεται με την ιδέα ότι η απόλυτη αλήθεια δεν μπορεί να περιγραφεί ή να οριστεί πλήρως χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη γλώσσα.

- Ενότητα Συνείδησης: Η Υπέρτατη Σοφία περιλαμβάνει μια διαίσθηση ή συνειδητοποίηση της ενότητας της συνείδησης που βρίσκεται κάτω από όλα τα φαινόμενα. Αυτό είναι ένα κοινό θέμα σε πολλές μυστικιστικές και πνευματικές διδασκαλίες, όπου πιστεύεται ότι η ατομική συνείδηση συγχωνεύεται με μια καθολική ή κοσμική συνείδηση, με αποτέλεσμα μια βαθιά αίσθηση ενότητας και διασύνδεσης.

- Το τίποτα ως Πηγή: Η Υπέρτατη Σοφία είναι μια συνειδητοποίηση του τίποτα που είναι η πηγή και η ουσία των πάντων. Αυτή η έννοια ευθυγραμμίζεται με τις φιλοσοφικές και πνευματικές ιδέες για το κενό ή την αδειοσύνη ως την αρχέγονη πηγή ύπαρξης, όπως φαίνεται σε έννοιες όπως το Τάο στον Ταοϊσμό ή το Κενό σε ορισμένες βουδιστικές παραδόσεις. Υποδηλώνει ότι από αυτό το φαινομενικό τίποτα, προκύπτουν όλα τα πράγματα.

Η Υπέρτατη Σοφία δεν είναι κάτι που μπορεί να περιγραφεί ή να εξηγηθεί. Μπορεί μόνο να βιωθεί και να πραγματοποιηθεί. Μπορεί μόνο να υποδειχθεί και να υπονοηθεί. Μπορεί μόνο να πλησιαστεί και να προσεγγιστεί. Μπορεί μόνο να αναζητηθεί και να βρεθεί.

Η Υπέρτατη Σοφία είναι ο απώτερος στόχος της φιλοσοφίας, ο υψηλότερος σκοπός της ζωής, το βαθύτερο νόημα της ύπαρξης. Η Υπέρτατη Σοφία είναι η ουσία αυτού που είμαστε, ο πυρήνας αυτού που είμαστε, η καρδιά του γιατί είμαστε.

Η Υπέρτατη Σοφία είναι εδώ και τώρα, μέσα και έξω, παντού και πουθενά.

Η Υπέρτατη Σοφία είναι αυτό!

Η παρεξηγημένη έννοια της Μεταφυσικής και η αλλοίωση του ύψιστου νοήματος που κομίζει

Ζούμε σε ένα φυσικό κόσμο, όπου όλα στην υλική τους υπόσταση γίνονται ορατά. Γεννιούνται, αναπτύσσονται και κατόπιν αποσύρονται στα αφανή τους πεδία.

Πέρα όμως από το φυσικό -άρα και ορατό κόσμο- υπάρχει και ο αόρατος, αυτός των σκέψεων και των νοημάτων. Επίσης, ότι δε μπορεί να νοηθεί, ή είναι παντελώς ανύπαρκτο, ή δε μπορεί να κατανοηθεί ακόμα.

Έτσι, ότι αφορά το ανύπαρκτο, είναι αδύνατον ποτέ να το προσεγγίσουμε. Ενώ γι’ αυτό που δε μπορεί να κατανοηθεί ακόμα, υπάρχει το ενδεχόμενο κατανόησής του. Τότε όμως, και αυτό επίσης εντάσσεται στον αόρατο κόσμο. Άλλωστε από το αόρατο και αφανές, εκπηγάζει η ύλη και σε αυτόν επιστρέφει.

Κάθε δημιούργημα λοιπόν, είναι πρώτα προϊόν ενός νοήμονος όντος, το οποίο σκέπτεται και στοχάζεται πριν παραχθεί κάποιο έργο. Γι’ αυτό ότι είναι πέρα από τα φυσικά φαινόμενα, μπορεί να οριστεί και να περιγράφει, ως κάτι που είναι μετά τα φυσικά.

Ο ορός Μεταφυσική υιοθετήθηκε τυχαία από τα βιβλία του Αριστοτέλη. Μετά από το τελευταίο στη σειρά των βιβλίων του, [τα Φυσικά], αναζητείτο ο τίτλος των επόμενων, τα οποία ονομάστηκαν από τους μεταγενέστερους μετά τα Φυσικά.

Στην εποχή μας, πολλές φορές το σκοτεινό, αδιευκρίνιστο, αδιανόητο και ασαφές ερμηνεύεται ως “κακό” το οποίο δεν ωφελεί την ανθρώπινη φύση να εξερευνήσει. Όμως η ουσία των πραγμάτων, πάντοτε ως ένα βαθμό, έχει μια αδιευκρίνιστη παράμετρο που μας καλεί να τη γνωρίσουμε. Γι’ αυτό άλλωστε υπάρχει και με κάποιον τρόπο -αργά ή γρήγορα- ενδέχεται να υποπέσει στην αντίληψή μας.

Ότι είναι υπαρκτό και μας γίνεται αντιληπτό στη σκέψη και στις αισθήσεις, στην ουσία θέλει να μας πληροφορήσει για εμάς και τον κοινό μας κόσμο.

Το Είναι

Όλα τα γνωστά, τα ορατά και αόρατα, αλλά και τα δυνάμενα να γνωστοποιηθούν, μπορούν να εντάξουν με ασφάλεια, την ουσία τους στο κοινό τους Είναι. Ο Παρμενίδης μας επιβεβαιώνει πως «το παν είναι ένα». Αυτό το Ένα, είναι το Ενιαίο Είναι, το οποίο καθότι εν-Είναι, όλα τα περιέχει ως οικεία μέρη Του. Στο παρόντα Χρόνο, όλα διαθέτουν τη δυνατότητα -εκ του Είναι τους- να ανασύρονται στο προσκήνιο, αλλά και να αποσύρονται στα αφανή Του. Παρελθόν και Μέλλον, στο Παρόν συνυπάρχουν ως ενιαία και συνδεόμενα συνακόλουθα του ενός Είναι με τα έτερα μέρη Του. Στο Παρόν τους, όλα αληθεύουν αποκαλύπτοντας την προέλευση της ουσία τους: Το κοινό τους Είναι.

Εντός του Είναι, η απουσία και η παρουσία, δεν προσδίδει κανένα νοηματικό κενό, ή κάποια μορφή ασυνέχειας.

Στη Μεταφυσική της έννοια, η απουσία ή η παρουσία, δεν αφορά το φαινόμενο αυτό καθαυτό, αλλά το νοητικώς σχετιζόμενο.

Η απουσία δηλώνει την έλλειψη σκέψης, περί του απόντος αντικειμένου.

Στην απουσία ο ανθρώπινος νους, δημιουργεί ένα κενό σκέψης, ως μια μορφή ασυνέχειας, όπου χάνεται η κατεύθυνση του προσανατολισμού του.

Μπορεί να ανακτηθεί όμως, όταν τίθεται το ερώτημα προς το ελλείπον. Αυτό συμβαίνει διότι, εντός του Είναι η σκέψη, η πράξη, όπως και το φανερό αλλά και το αφανές, όλα συν-κοινωνούμενα είναι. Γι’ αυτό ο Παρμενίδης διατύπωσε τη σύνδεση και την άρρηκτη σχέση του Νοείν με το Είναι: «το Νοιείν έτσι Είναι» (απ.3.1).

Η σκέψη είναι μια εναλλακτική δυνατότητα παράστασης, αυτού που απουσιάζει. Ο Σωκράτης αναφέρει ότι: «Η μάθηση είναι ανάμνηση». Αυτό δηλαδή που μέσα από την αφάνειά του τείνει να λησμονηθεί, μπορεί να ζωντανεύει με της σκέψης το κάλεσμα. Και αυτό είναι το κάλεσμα που αναζητά την παρ-ουσία εκείνου που απουσιάζει (=εν τη απουσία-του-ζει).

Θέτοντας ένα νοητικό ερώτημα, στο άφθαρτο της ουσίας εκείνου που απουσιάζει, φανερώνει το κοινό του όντος, ως το καθολικό Είναι.

Επειδή ο άνθρωπος ουσιώνεται μέσα από το Είναι του, το ίδιο και τα απόντα καθίστανται παρόντα στον ανθρώπινο νου (ως Είναι).

Έτσι σύμφωνα με το Σωκράτη: δε μπορεί κάτι να μας γνωστοποιηθεί, αν εκ των προτέρων δε μας ήταν ήδη γνωστό. Κάποτε το γνωρίζαμε, ενώ στο παρόν το έχουμε αποσύρει στη λήθη του. Κατ’ ουσία δηλαδή αποσύρουμε στη λήθη το ίδιο το κοινό μας Είναι. Σύμφωνα με τον Heidegger: Η λήθη του Είναι, είναι το ισοδύναμο της έλλειψης του βιώματος της παρουσίας Του.

Η όποια έλλειψη νοήματος, υποδηλώνει την απουσία ερωτήματος περί της ουσίας των όντων. Κάθε ερώτημα το οποίο απευθύνεται οπουδήποτε, στην ουσία του αναζητά την κατανόηση των όντων, καθότι είναι μέρος του εαυτού του( ως Είναι). Με αυτήν του τη στόχευση, αποζητά το προσωπικό του ρίζωμα με το Είναι, ως τροφού ζωής. Εκεί βρίσκει αληθινό νόημα και καταφύγιο η ύπαρξη, στην ουσίας της ως το Ζείδωρο Είναι (κατά τον Εμπεδοκλή).

Για τον Heidegger: «Η μεταφυσική αναφέρεται στο τι είναι το ον ως ον». Πως μπορεί όμως να συνδέεται με την ουσία της η ίδια η ύπαρξη; Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο μέσω του Είναι. Όλα εντός Του, είναι συναρτώμενα και συν-ίστανται ως παντοτινά παρόντα. Εκεί αναζητείται το πραγματικό, συνεκτικό και κοινό περιεχόμενο των πάντων: ως το αυθεντικά Αληθινό Είναι.

Το μετα- της Μεταφυσικής, υποδηλώνει το πέρα από το ον, προς του Είναι την ενατένιση. Είναι η προσπάθεια του όντος, να συλλάβει με τη σκέψή του, την ολότητα του Είναι.

Τι άλλο θα μπορούσε να είναι η Μεταφυσική, αν όχι η αναζήτηση της ουσίας αυτού που θέτει το ερώτημα; Αυτού του αναζητητή της Αλήθειας του Είναι, στην αυθεντική Του μορφή.

Το μετα- της Μεταφυσικής, βρίσκεται στο μεταξύ του φυσικού και το πέραν αυτού διάστημα. Στο μεταίχμιο όριο των φυσικών και των υπερβάσεων της ύπαρξης, μαζί με το πέραν από αυτήν, βρισκόμαστε και εμείς.

Είναι ο συνδετικός κρίκος μια ενιαίας συνέχειας:

α) Αυτών των γνωστών, αν και μεταβλητών παραμέτρων, που συγκροτούν ένα άτομο, με όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά.
β) Κυριότερο όλων όμως είναι, εκείνων των άγνωστων και ανεξάντλητων πτυχώσεων, που εξυψώνουν τον άνθρωπο στην υψηλότερη θέση: ως αυτών που του παρέχει το Είναι να εκφράσει.

Του δίδεται αυτή η δυνατότητα, στο βαθμό που θέτει ο ίδιος το αίτημα. Έτσι επιχειρείται επιπροσθέτως, να εκφράσει αυθεντικά μέσα από αυτόν, το ίδιο του το Είναι. Τα φυσικά και τα μετα-τα-φυσικά, από κοινού οδεύουν έτσι κι αλλιώς στο Είναι που αναζητούν. Αυτό συμβαίνει, διότι αποκρύπτεται η συνεκτική τους ουσία, ώστε ο ίδιος ο άνθρωπος να ανακαλύψει.

Αυτός που θέτει ένα ερώτημα, είναι ο ίδιος που βιώνει τη λήθη του Είναι ως εγκατάλειψη. Γι’ αυτό και ρωτά. Γιατί επιζητεί να του αποκαλυφθεί ο Λόγος (ως Σχέση) της ύπαρξής του με το Είναι.

Η απάντηση που αναμένει να λάβει από το Είναι, θα είναι το βίωμα της παρουσίας Του: ως αίσθηση μιας εσωτερικής ευφορίας και χαρούμενης ευδαιμονίας. Λόγω της αυθεντικής σχέσης μας με το Είναι, η απάντηση όταν ερμηνεύεται ως Αλήθεια από μεριά μας, θα αποκαλύπτει αυτό που μπορεί ενσυναισθητικά να εννοηθεί και να συλληφθεί νοητικά.

Ανέκαθεν η ανθρώπινη φύση αναζητούσε ιστορικά να καταγράψει, τους τρόπους, πως το ανέφικτο της εξιστόρησης ενός μύθου, θα μπορούσε να το καταστήσει εφικτό. Πως εκείνο που συνέβαινε κάπου εκεί έξω, να το κατανοήσει εντός του, ώστε να πραγματώσει και αυτός -κατά έναν τρόπο- το ίδιο του το όνειρο. Πως όμως η έλλογη σκέψη να συλλάβει πλήρως τη φυσική πραγματικότητα, όταν η ίδια ζει με μεταφυσικό τρόπο; Πως να ανορθώσει τη σκέψη του ο άνθρωπος και από θνητός να επιδιώξει να καταστεί ημίθεος και κατόπιν θεός; Αυτή είναι η εναγώνια πορεία του φυσικού ανθρώπου στη ζωή, να καταστήσει εαυτόν αθάνατο με μεταφυσικό τρόπο.

Ο άνθρωπος θα απαλλαγεί από την υλική του δέσμευση, όταν συνεχώς αναζητά να επαληθεύει τη συνάντησή του με την ουσία της ύπαρξης εν γένει. Όχι όμως ως προς ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά ως εκείνο το μεταφυσικό απρόσωπο, του οποίου επιχειρεί να εκπροσωπεί την ολότητα: ως Παρ-ουσία Του Είναι.

Η μεταφυσική σκέψη αναζητεί ινδάλματα που εδραιώνουν την πιστή ως βεβαιότητα υπέρβασης. Υπό αυτήν την έννοια, «η μεταφυσική σκέψη πάντα είναι προορισμένη να θεολογεί και να οντολογεί συγχρόνως», αναζητώντας τη Θεία υπερβατικότητά του, στην ουσία του Είναι των πάντων. Το ένα όμως δεν αναιρεί το άλλο. Και τα δυο οδηγούν στον ίδιο δρόμο της εσωτερικής αποκάλυψης, όπου καλούμαστε να ερμηνεύσουμε, με όσο το δυνατόν πειστικότερο για εμάς τρόπο. Το πεδίο που τα δυο συμπίπτουν είναι στο ότι, κανένα από αυτά δε μπορεί να νοηθεί στην ολότητά του: ούτε το Είναι ούτε και ο υπερβαίνων τα ανθρώπινα. Μπορεί όμως να καταγράφουν αμφότερα, ως βιωματική εμπειρία μιας ατέρμονης πορείας προς τη συνεχή επαλήθευση τους.

Ιδρυτής της Οντολογίας είναι ο μέγιστος προπλατωνικός φιλόσοφος Παρμενίδης. Υπήρξε ο επίμονος αναζητητής του Είναι, όπου ο Πλάτωνας αφιέρωσε ολόκληρο βιβλίο στο όνομα του. Δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε ότι, υπάρχουμε στην υποτιθέμενη ελευθερία της αυτονομίας μας, ενώσω ταυτόχρονα θεωρούμε ότι είμαστε παρατηρητές ενός κόσμου του οποίου είμαστε αναπόσπαστο μέρος: στην ίδια αγκαλιά του κοινού μας Είναι. Εντός του Είναι όλα συν-υπάρχουν, συν-χωρούνται και συν-πορεύονται. Επειδή ακριβώς όλα είναι συμπληρωματικά, το καθένα εκφράζει επάξια με το δικό του αυθεντικό τρόπο το Εν-Είναι. (Όπως το εγώ ειμί στη θεολογία).

Η Θεολογία από τη μεριά της επίσης, αναφέρεται σε αυτό που υπερβαίνει τα αισθητά και νοητικά μας όρια, αν και μας συνιστά. Είναι η θεότητα που καλούμαστε να πιστεύσουμε και να εμπιστευτούμε την ύπαρξή μας. Και οι δύο, η Θεολογία αλλά και η Οντολογία του Είναι του Παρμενίδη, θα υπηρετούν το ύψιστο στόχο τους, στο βαθμό που μας απαλλάσσουν από ενοχές, τιμωρίες και αδιαμαρτύρητες μαρτυρίες (α-μαρτίες).

Κήρυκες Αγάπης είναι η Οντολογία όπως και κάθε τι που υπερβαίνει τα της ανθρώπινης κατανόησης. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η Ψυχολογία, η οποία επιχειρεί χωρίς ορούς και αποκλεισμούς, να ερμηνεύσει την αυθεντικότητα κάθε ύπαρξης, σε μια προσπάθεια να την εντάξει ενσυναισθητικά, στον τρόπο εκδήλωσης του Είναι. Η άνευ όρων αποδοχή, είναι η προϋπόθεση που επιτρέπει να εκκινήσουμε από την όποια αφετηρία και αν βρισκόμαστε.

Αυτό όμως που γίνεται ο καταλύτης κάθε θεραπευτικής διαδικασίας είναι:

1) Να προσδενόμαστε οικειοθελώς -χωρίς όρους και με αυθεντικό τρόπο- στις συνθήκες και τα όποια καλέσματα η εποχή προτάσσει.

2) Όταν θελήσουμε [να συναντήσουμε αυτά τα καλέσματα], να μην παρεκκλίνουμε από τους στόχους των βαθυτέρων πιστεύω μας ως προς αυτά.

Μια χρονική ακολουθία, ποτέ δεν αναιρεί την προηγουμένη πορεία της, αλλά τη συμπληρώνει. Έτσι υφαίνει στο εκάστοτε παρόν, την αιωνιότητα του άχρονου.

Δεν έχει σημασία από ποιο μετα-ρίζιο ανθεί ο κάθε βλαστός. Και μόνο που ανθεί, επιβεβαιώνει την προσμονή του καρπού που το Είναι με τη μετ-ουσίωσή Του, μετα-αγγίζει Ζωή. Έτσι προσδίδει υπόσταση με τους καρπούς του το Είναι, ενόσω γεμίζει με μύρο τον περίγυρο, με θρέψεις ζωής.

Όταν εντοπίσουμε στο συνάνθρωπό μας, την ουσία του Είναι ως καθολική έννοια, είναι αδύνατον να αντισταθούμε ώστε να μη δακρύσουμε εμπρός στο θάμπος Του [Είναι], και την αδυναμία των οφθαλμών να το εντοπίσουν νωρίτερα. Με την ευγένεια της προσφοράς Του, συμμετέχουμε σε ένα μεταφυσικό θαύμα, που είναι αδύνατον να νοηθεί επαρκώς. Είναι το θαύμα του ζειν αυθεντικά, το οποίο αν και ασύλληπτο, εν τούτοις είναι βέβαιον.

Πίσω από τις προσβάσεις και τις εναλλαγές των μορφών, κρύβεται μια ιστορική καταγραφή αλήθειας: αυτή του Είναι. Και Αυτό, ασίγαστο, επιλέγει να περιδιαβαίνει τις γειτονιές του κόσμου με άπειρες μορφές, τρόπους και εναλλαγές. Έτσι επιλεγεί να μας προσκαλέσει με τη βεβαιότητα της συνάντησης μαζί του.

Το Φυσικό, το Μετα-φυσικό όπως και η Υπερ-φυσικό, αλληλοδιάδοχα σχήματα του ιδίου Είναι φορείς γίνονται. Όπως το πριν, έτσι και το μετά δε χωρίζονται, αλλά θεμελιώνονται με την κοινή συγκολλητική ουσία στη διαχρονία του Είναι, του όποιου όλα είναι συνεχές και αναπόσπαστο μέρος.

«Κάθε προσπάθεια να κατανοηθεί το ίδιο το Είναι στο μέτρο που ξεκινά από τη Μεταφυσική είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Όσο και αν φιλοδοξεί να υπερβεί τη Μεταφυσική σκαρφαλώνοντας στις κορυφές της, δεν κατορθώνει παρά να ξαναπέφτει στις υπώρειές της, διότι δεν είναι ικανή να ξεπεράσει το αρχαιοελληνικό ξεκίνημα».

Στις οποίες ενασχολήσεις -με φυσικό ή μεταφυσικό τρόπο- όταν αναζητείται η αυθεντική έκφραση όλων όσων είμαστε, με αποδοχή χωρίς ορούς και χωρίς αποκλεισμούς, προς εμάς και προς τους άλλους, θα ανταμειβόμαστε ενσυναισθητικά με ανάσες αθανασίας, όπου το Είναι θα μας παρέχει αδιάλειπτα.

Στο Τώρα όπως και στο Πάντα, σιωπηλά στο άρμα του Είναι, προσδεμένα όλα βρίσκονται. Ούτε στιγμή δε χωρίζονται από την ενιαία θέαση, της ίδιας αιωνιότητας όπου βρίσκονται. Στη θεά του Παντός μέσω του εαυτού, όλα σιωπούν με δέος. Στο Εν-Είναι ενυπάρχει εκ προοιμίου, ο δεσμευμένος χώρος, για κάθε ενοχή ώστε να συγχωρεθεί.

Ο ανθρώπινος πόνος και η όποια ανησυχία απαλύνεται, όταν χάνεται στην αγκαλιά της Αγάπης του Είναι και γίνεται ένα με Αυτήν.

Όπως συμβαίνει και στο βρέφος, όπου το μητρικό άγγιγμα και η αγκαλιά της Αγάπης της μητέρας, του αφαιρεί το φόβο. Έτσι καθησυχάζει και κοπάζει η ανθρώπινη ανησυχία: στην Αγάπη του Είναι. Είναι η μόνη απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη εν γένει, ώστε αυτή να συνεχίσει να ζει τη δική της Αλήθεια ως οικουμενική: όταν θεάται με τη ματιά στραμμένη προς το Είναι.

Ποιος θα μπορούσε να κατανοήσει τη δύναμη της μητρικής Αγάπης, που με το χάδι της μεταγγίζει ζωή;

Με σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, χωρίς ίχνος επίκρισης, πάντα θα γαληνεύει και θα καθιστά ατάραχη την συνέχεια, προς αυτό που της έχει ανατεθεί επάξια να φέρει η πέρας: να τιμά και να διαιωνίζει με την Αγάπή της, την συνέχεια του Ζειν Αληθώς.

Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη καλείται ενίοτε, στη διάρκεια του εφήμερου βίου της, να επιβεβαιώνει ιδίοις όμμασι, -ως αυτόπτης μάρτυς- στιγμές ανείπωτης χαράς, εσωτερικής ευδαιμονίας και γαλήνης. Έτσι ώστε να έχει καταγεγραμμένα βιώματα -ως αδιαμφισβήτητα πειστήρια πλέον- που μπορεί να ανασύρει ανά πάσα στιγμή από τη μνήμη της. Είναι εκείνες οι στιγμές που το Ζειν Αληθώς, αξιώνει εντός του αιώνιου Χρόνου συχνά να ζει αυθεντικά, μήπως και γίνει κατανοητή η προέλευση αλλά και ο προορισμός της.

Ίσως ζούμε εν τέλει, για να ξαναβρούμε την Αγάπη μας για την Αλήθεια.

Πως θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει το βίωμα ενός θαύματος, μέσα από τους περιορισμούς των λέξεων; Πως θα μπορούσε να είναι πειστικός κάποιος, για αυτό που δε μπορεί να κατανοήσει και παρ’ όλα αυτά τον αφορά; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται μεσ’ την απλότητα μιας σιωπηλής, ευσυγκίνητης ευγνωμοσύνης και εσώτερης ομολογίας ότι: μέρος του Θαύματος είσαι και εσύ εαυτέ. Εντός σου όλα Είναι!

Μήπως εν τέλει το Θαύμα που ψάχνεις να πιστέψεις, είσαι εσύ; Εσύ που εκπροσωπείς το Είναι επάξια;

Η Μεταφυσική δεν μπορεί να νοηθεί και να κοινωνηθεί βιωματικά, πάρα μόνο στη σιωπή της εσωτερικά. Το ίδιο κάνει και η Θεολογία, αλλά και η Ψυχολογία, ή η όποια άλλη ανθρωποκεντρική προσέγγιση. Αρκεί να βρουν καταφύγιο τα βαθύτερα πιστεύω μας. Εκεί συνομιλούν σιωπηλά στην εσωτερική σιγή, με ευγένεια και ιερότητα προς κάθε υπάρχον, ώστε αυτό να εκπληρώσει με βεβαιότητα, την αυθεντική αποστολή του στο έπακρον, με αξιώσεις ισοτιμίας.

Τι και αν είναι δύο οι κόσμοι, ή πολλοί, ένας ο Ωκεανός της Αγάπης του Είναι. Αν και θα παραμένει o άνθρωπος πάντοτε ανεξερεύνητος -αλλά και κόσμος που μας περιβάλλει- μόνο με το μεταφυσικό δέος μπορούμε να τον προσεγγίσουμε. Έτσι θα επιβεβαιώνεται στο εκάστοτε Παρόν, η ομολογία Πίστεως του Είναι στο πρόσωπό μας, για τις όποιες πολυδαίδαλες διαδρομές μας μέλλει να διανύσουμε.

Ο κάθε άνθρωπος στη ζωή, αναζητά το ρόλο του να παίξει με αυθεντικό τρόπο. Στο βαθμό που αυτό το πετυχαίνει, θα βιώνει τη χαρά της ανακάλυψης και της δίκης του ύπαρξης, ως προσφορά του Είναι.

Στη ένωση στιγμών, σκέψεων, συμβάντων, αποκαλύπτεται το Είναι, ενώ στο διχασμό και τη διαίρεση, αποσύρεται κρυπτόμενο στα αφανή Του. Και εμείς αναζητούμε το μεταφυσικό του τρόπο, ώστε να μας προσφέρει τη ζωή Του και πάλι. Με τον ίδιο άγνωστο τρόπο που εμφανίζεται στα βάθη του είναι μας, με τον ίδιο αποσύρεται στα αφανή μεταφυσικά υψιπετή πεδία, ώστε να το ατενίζουμε και εκ του μακρόθεν. Μην και παραλείψουμε ή χάσουμε από τον ορίζοντα μας, προς τα που θα πρέπει πάντοτε να προσβλέπουμε τα σημάδια Του. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ στην ολότητα της η ύπαρξη, δε θα καταφέρει να συλλάβει επαρκώς, το θαύμα στο οποίο συμμετέχει ενεργά με μεταφυσικό τρόπο. Εν τούτοις πάντα θα κινείται ο άνθρωπος σε ωραίους τόπους, [δηλ. ωριαίους], ως αυτοί που φανερώνονται στην ώρα τους, αλλά επίσης και αποκρύβονται στην ώρα του επίσης: μη και παύσει το πάθος της ασίγαστης αναζήτησης, αλλά και η βεβαιότητα της χαράς της ανακάλυψης και της ανεύρεσης.

Το Είναι αποκαλύπτεται μόνο μέσα στην υπερβατικότητα του μεταφυσικού, σε πεδία Μηδενικής πρόσβασης από τον άνθρωπο. Μέσω του Εν-Νοείν κοινωνείται σε έναν αέναο διάλογο με το Είναι Του, όπως διατυπώνει ο Παρμενίδης(απ.3.1). Σε αυτόν το [τόπο] της παραχώρησης, το Είναι και το Μηδέν ταυτίζονται, υπό την προϋπόθεση ότι όλα ως υποκείμενα νοούν και βιώνουν εντός τους το μεταφυσικό επεκεινά.

Η φιλοσοφική ματιά πάντα θα αγνοεί. Επειδή δε γνωρίζει, γι’ αυτό και πάντα θα αγαπά τη Σοφία. Αυτό που θα κάνει όμως, είναι να θέτει συνεχώς ερωτήματα. Όσο για τις απαντήσεις που θα λαμβάνει, αυτές θα προκύπτουν με μεταφυσικό τρόπο. Στο βαθμό που θεωρούμε πως είμαστε και εμείς ενταγμένοι, στο θαυμαστό μεταφυσικό κόσμο, καθώς και το φυσικό, μας δίνονται τα εφόδια κατανόησης του εαυτού που οφείλουμε αυθεντικά να είμαστε, ως άξιοι εκπρόσωποι του Είναι.

Θέλουμε να καταλάβουμε τη ζωή ή να αποδράσουμε από αυτή;

Οι ζωές όλων μας διαμορφώνονται από την ποιότητα των σχέσεών μας. Κάθε αλληλεπίδραση με τους γύρω μας, από τους οικείους μας μέχρι τους αγνώστους, είναι μια ευκαιρία για στοχασμό. Αν γνωρίσουμε τις σχέσεις μας σε βάθος, θα μπορέσουμε να βιώσουμε πλήρως την ομορφιά και τον πλούτο τους.

Ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;

Ξεκινώντας, λοιπόν, να βρούμε ποιος είναι ο σκοπός της ζωής, πρέπει να διευκρινίσουμε τι εννοούμε με αυτό – όχι μόνο με τον ορισμό που δίνει το λεξικό, αλλά και με τη σημασία που τελικά δίνουμε σε αυτές τις λέξεις. Σίγουρα, η ζωή αναφέρεται στις καθημερινές πράξεις, τις καθημερινές λέξεις, τα καθημερινά αισθήματα, έτσι δεν είναι; Περιλαμβάνει τους μόχθους, τους πόνους, τα άγχη, τις εξαπατήσεις, τις ανησυχίες, τη ρουτίνα του γραφείου, της επιχείρησης, της γραφειοκρατίας και ούτω καθεξής. Όλα αυτά είναι η ζωή. Με τον όρο ζωή εννοούμε όχι ένα μόνο τμήμα ή ένα επίπεδο της συνείδησης, αλλά τη συνολική διαδικασία της ύπαρξης, η οποία συνιστά τη σχέση μας με τα πράγματα, με τους ανθρώπους, με τις ιδέες.

Αυτό εννοούμε όταν λέμε ζωή – όχι κάτι αφηρημένο. Αν λοιπόν αυτό εννοούμε ως ζωή, τότε η ζωή έχει σκοπό; Ή μήπως επειδή δεν καταλαβαίνουμε τις πτυχές της ζωής –τον καθημερινό πόνο, το άγχος, τον φόβο, τη φιλοδοξία, την απληστία–, επειδή δεν καταλαβαίνουμε τις καθημερινές δραστηριότητες της ύπαρξης, χρειαζόμαστε έναν σκοπό, μακρινό ή κοντινό;

Γιατί θέλουμε έναν σκοπό;

Θέλουμε έναν σκοπό για να μπορούμε να κατευθύνουμε την καθημερινή ζωή μας προς έναν στόχο. Προφανώς αυτό εννοούμε με τον σκοπό. Αν, όμως, καταλαβαίνω πώς να ζήσω, τότε η ζωή από μόνη της είναι αρκετή, δεν είναι; Σε αυτή την περίπτωση, θέλουμε έναν σκοπό; Αν σ’ αγαπώ ή αν αγαπώ κάποιον άλλο, δεν είναι αυτό από μόνο του αρκετό;

Χρειάζομαι τότε έναν σκοπό; Ασφαλώς, θέλουμε έναν σκοπό μόνο όταν δεν κατανοούμε ή όταν θέλουμε έναν τρόπο συμπεριφοράς με έναν διακριτό στόχο. Άλλωστε, οι περισσότεροι από μας αναζητούμε έναν τρόπο ζωής, έναν τρόπο συμπεριφοράς, και είτε στρέφουμε το βλέμμα μας στους άλλους, στο παρελθόν, είτε προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο συμπεριφοράς μέσω της δικής μας εμπειρίας.

Όταν ψάχνουμε ένα πρότυπο συμπεριφοράς μέσα από τη δική μας εμπειρία, η εμπειρία μας είναι πάντα εξαρτημένη, έτσι δεν είναι; Όσο ευρείες κι αν είναι οι εμπειρίες που έχει κανείς, εκτός αν οι εμπειρίες αυτές καταρρίπτουν την εξαρτημένη μάθηση του παρελθόντος, κάθε νέα εμπειρία απλώς ενδυναμώνει περισσότερο την εξαρτημένη μάθηση του παρελθόντος.

Και αυτό είναι ένα γεγονός που μπορούμε να συζητήσουμε. Εάν στρεφόμαστε σε κάποιον άλλο, στο παρελθόν, σε έναν γκουρού, σε ένα ιδανικό, σε ένα παράδειγμα, για να βρούμε ένα πρότυπο συμπεριφοράς, τότε απλώς αναγκάζουμε την εξαιρετική ζωτικότητα της ζωής να μπει σε ένα καλούπι, να πάρει ένα συγκεκριμένο σχήμα, και έτσι χάνουμε την ταχύτητα, την ένταση, τον πλούτο της ζωής.

Για να ανακαλύψουμε τον σκοπό της ζωής, το μυαλό πρέπει να απελευθερωθεί από κάθε μέτρο σύγκρισης

Συνεπώς, πρέπει να καταστήσουμε απολύτως σαφές τι εννοούμε όταν λέμε σκοπός, αν υπάρχει πράγματι ένας σκοπός. Ίσως ισχυριστείτε ότι όντως υπάρχει ένας σκοπός: να αδράξετε την
πραγματικότητα, ή ό,τι άλλο επιθυμείτε. Για να το προσεγγίσετε αυτό, όμως, πρέπει να το γνωρίζετε, να έχετε την επίγνωσή του, πρέπει να έχετε το μέτρο, το βάθος, το νόημά του.

Γνωρίζουμε στ’ αλήθεια την πραγματικότητα από μόνοι μας ή μήπως τη γνωρίζουμε μόνο μέσω της αυθεντίας κάποιου άλλου; Μπορείτε, δηλαδή, να ισχυριστείτε ότι ο σκοπός της ζωής είναι να βρείτε την πραγματικότητα, όταν δεν ξέρετε καν τι είναι η πραγματικότητα; Από τη στιγμή που η πραγματικότητα είναι το άγνωστο, το μυαλό που αναζητά το άγνωστο πρέπει πρώτα να ελευθερωθεί από το γνωστό, δεν συμφωνείτε; Αν το μυαλό είναι θολωμένο, φορτωμένο με το βάρος του γνωστού, μπορεί να μετρήσει μόνο βάσει της δικής του κατάστασης, σύμφωνα με τους δικούς του περιορισμούς και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει πραγματικά το άγνωστο, σωστά;

Άρα, αυτό που προσπαθούμε να αναλύσουμε και να ανακαλύψουμε είναι κατά πόσο η ζωή έχει έναν σκοπό και αν αυτός ο σκοπός είναι μετρήσιμος. Αν μπορεί να μετρηθεί μόνο με γνώμονα το γνωστό, με γνώμονα το παρελθόν· και όταν μετράω τον σκοπό της ζωής με γνώμονα το γνωστό, τότε θα τον μετρήσω σύμφωνα με ό,τι μου αρέσει και ό,τι δεν μου αρέσει.

Επομένως, ο σκοπός θα εξαρτάται από τις επιθυμίες μου, άρα θα σταματήσει να είναι σκοπός. Φυσικά, αυτό είναι σαφές, έτσι δεν είναι; Μπορώ να κατανοήσω ποιος είναι ο σκοπός της ζωής μόνο μέσα από την οθόνη των δικών μου προκαταλήψεων, των δικών μου θέλω, των δικών μου επιθυμιών – ειδάλλως, δεν μπορώ να κρίνω, μπορώ; Οπότε, το μέτρο, η μεζούρα, το υποδεκάμετρο, είναι η εξαρτημένη μάθηση του μυαλού μου και βρίσκεται σε συμφωνία με ό,τι υπαγορεύει η εξαρτημένη μάθησή μου.

Εγώ θα αποφασίσω ποιος είναι ο σκοπός. Ποιος είναι, όμως, ο σκοπός της ζωής; Προκύπτει από την επιθυμία μου, συνεπώς σίγουρα δεν είναι ο σκοπός τη ζωής. Προκειμένου να ανακαλύψετε τον σκοπό της ζωής, το μυαλό πρέπει να είναι ελεύθερο από κάθε μέτρο σύγκρισης, τότε μόνο μπορείτε να τον βρείτε – διαφορετικά, απλώς προβάλλετε τα δικά σας θέλω. Αυτό δεν είναι μια απλή διανοητική διαπίστωση, και αν προχωρήσετε πιο βαθιά, θα δείτε το νόημά του.

Μόνο στην ελευθερία μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αλήθεια

Τελικά, σύμφωνα με τις δικές μου προκαταλήψεις, με τα δικά μου θέλω, τις δικές μου επιθυμίες, τις δικές μου προτιμήσεις, αποφασίζω ποιος πρέπει να είναι ο σκοπός της ζωής. Επομένως, η επιθυμία μου γεννά τον σκοπό.

Σίγουρα, όμως, δεν είναι αυτός ο σκοπός της ζωής. Ποιο είναι σημαντικότερο – να ανακαλύψω τον σκοπό της ζωής ή να ελευθερώσω το μυαλό μου από τις ίδιες τις προκαταλήψεις του και στη συνέχεια να ερευνήσω; Και ίσως, όταν το μυαλό απελευθερωθεί από τη δική του εξαρτημένη μάθηση, η ελευθερία αυτή από μόνη της να είναι ο σκοπός. Διότι, εντέλει, μόνο με την ελευθερία μπορεί κανείς να ανακαλύψει οποιαδήποτε αλήθεια.

Συνεπώς, πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία, και όχι η αναζήτηση του σκοπού της ζωής. Χωρίς ελευθερία, προφανώς, δεν μπορεί κανείς να τον ανακαλύψει· αν δεν απελευθερωθούμε από τα προσωπικά μας ασήμαντα θέλω, τις επιδιώξεις, τις φιλοδοξίες, τους φθόνους και τις κακές μας προθέσεις – χωρίς ελευθερία από όλα αυτά, πώς είναι δυνατό κανείς να ερευνήσει ή να ανακαλύψει ποιος είναι ο σκοπός της ζωής;

Θέλουμε να κατανοήσουμε την αλληλεπίδραση ή απλώς να αποδράσουμε από τον πόνο;

Επομένως, δεν είναι σημαντικό για εκείνον που αναζητά τον σκοπό της ζωής να διαπιστώσει πρώτα αν το εργαλείο της έρευνας είναι ικανό να διεισδύσει στις διαδικασίες της ζωής, στις ψυχολογικές πολυπλοκότητες της ίδιας του της ύπαρξης;

Διότι μόνο αυτό διαθέτουμε, έτσι δεν είναι; – ένα ψυχολογικό εργαλείο που έχει διαμορφωθεί για να ταιριάζει στις δικές μας ανάγκες. Και καθώς το εργαλείο έχει κατασκευαστεί από τις δικές μας ασήμαντες επιθυμίες, καθώς είναι προϊόν των δικών μας βιωμάτων, ανησυχιών, αγωνιών και κακής βούλησης, πώς είναι δυνατόν να ανακαλύψει ένα τέτοιο εργαλείο την πραγματικότητα;

Δεν είναι, επομένως, σημαντικό, αν προτίθεστε να διερευνήσετε τον σκοπό της ζωής, να ερευνήσετε πρωτίστως κατά πόσο ο ερευνητής είναι σε θέση να κατανοήσει ή να ανακαλύψει ποιος είναι ο σκοπός; Δεν σας αντιστρέφω τους όρους, ωστόσο αυτό εξυπακούεται όταν θέτουμε ερωτήματα σχετικά με τον σκοπό της ζωής. Όταν κάνουμε αυτή την ερώτηση, πρώτα πρέπει να εξετάσουμε κατά πόσο ο ερωτών, ο ερευνητής, είναι σε θέση να κατανοήσει.

Όταν, λοιπόν, συζητάμε για τον σκοπό της ζωής, βλέπουμε ότι με τον όρο ζωή εννοούμε την εξαιρετικά περίπλοκη κατάσταση της αλληλεπίδρασης, δίχως την οποία δεν θα υπήρχε ζωή. Και αν δεν κατανοήσουμε την πλήρη σημασία αυτής της ζωής, την ποικιλία της, τις εκφάνσεις της και τα λοιπά, ποιο το νόημα να ρωτάμε για τον σκοπό της ζωής; Αν δεν κατανοώ τη σχέση μου με εσένα, τη σχέση μου με την περιουσία και τις ιδέες, πώς μπορώ να προχωρήσω παραπέρα;

Σε τελική ανάλυση, για να βρω την αλήθεια, πρέπει να κατανοήσω τη ζωή γύρω μου και μέσα μου· διαφορετικά, η αναζήτηση της πραγματικότητας γίνεται μια απλή απόδραση από την καθημερινή δράση, αφού για τους περισσότερους από μας η ζωή είναι αγγαρεία, πόνος, μόχθος, άγχος, και αναφωνούμε «Ας μου πει κάποιος πώς να ξεφύγω από όλα αυτά». Γιατί αυτό είναι που επιζητούμε οι περισσότεροι – ένα ναρκωτικό που θα μας κοιμίζει, για να μη νιώθουμε πλέον τους πόνους και τα βάσανα της ζωής.

Θέλουμε να καταλάβουμε τη ζωή ή να αποδράσουμε από αυτή;

Κατά βάθος, η ζωή μας είναι μια σύγχυση, ένα χάος, μια δυστυχία, ένα μαρτύριο. Και όσο πιο ευαίσθητοι είμαστε, τόσο μεγαλύτερη η απόγνωση, η αγωνία, το αίσθημα ενοχής, και φυσικά θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτά, επειδή δεν έχουμε βρει την απάντηση· δεν ξέρουμε πώς να γλιτώσουμε από αυτή τη σύγχυση. Θέλουμε να βρεθούμε σε ένα άλλο βασίλειο, σε μια άλλη διάσταση.

Δραπετεύουμε μέσω της μουσικής, μέσω της τέχνης, μέσω της λογοτεχνίας, αλλά δεν είναι παρά μια απόδραση· δεν έχει καμία ουσία αναφορικά με αυτό που αναζητούμε. Όλες οι αποδράσεις είναι παρόμοιες, είτε μέσω της πύλης του ποτού ή των ναρκωτικών. Οφείλουμε όχι μόνο να κατανοήσουμε τι ψάχνουμε και γιατί, αλλά πρέπει επίσης να κατανοήσουμε και αυτή την ανάγκη για βαθιά, συνεχή εμπειρία, διότι μόνο το μυαλό είναι αυτό που δεν αναζητά καθόλου, που δεν απαιτεί την εμπειρία σε οποιαδήποτε μορφή της, είναι το μυαλό που μπορεί να εισέλθει σε ένα πεδίο, σε μια διάσταση εντελώς καινούργια. Και αυτό είναι που θα προσεγγίσουμε απόψε, ευελπιστώ.

Οι ζωές μας είναι επιφανειακές, ανεπαρκείς από μόνες τους, και εμείς επιθυμούμε κάτι άλλο, μια πιο σημαντική, πιο βαθιά εμπειρία. Επιπλέον, είμαστε εκπληκτικά απομονωμένοι. Κάθε πράξη μας, κάθε σκέψη μας, ολόκληρη η συμπεριφορά μας οδηγεί σε αυτή την απομόνωση, σε αυτή τη μοναξιά, και εμείς θέλουμε να ξεφύγουμε από αυτή.

Τα «λαμόγια» και ο Αριστοφάνης

Λένε πως οι ποιητές προηγούνται της εποχής τους και προβλέπουν πράγματα τα οποία οι άλλοι δεν μπορούν ούτε να τα φανταστούν. Σήμερα που η οικονομική δυσπραγία μαστίζει τους λαούς και η χρεοκοπία σαν μεταδοτική νόσος μεταδίδεται γρήγορα από το ένα κράτος στο άλλο και προκαλεί ανεργία, πείνα και κοινωνική αναστάτωση, ακούγονται κάποιες φωνές διαμαρτυρίας, οι οποίες προτείνουν λύσεις διεξόδου από το αδιέξοδο.

Ακούγονται χαρακτηρισμοί πρωτόγνωροι, όπως “λαμόγια”, “λαμογιά” για ανθρώπους που τους θεωρούν ως μία από τις αιτίες της οικονομικής τους δυσπραγίας.

Ο Αριστοφάνης, που ζει κι αυτός στην Αθήνα μια παραπλήσια οικονομική κατάσταση, βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για σπατάλη του δημόσιου πλούτου, για ατασθαλίες, για μίζες και τα παρόμοια. Και όλα αυτά τα αποδίδει σε άρχοντες και ανθρώπους όμοιους με τα δικά μας λαμόγια, δηλαδή ανθρώπους που αδιαφορούν για το κοινό καλό και ευλογούν, όπως λέει και ο λαός, μόνο τα γένια τους.

Ο Αριστοφάνης εχθρός του πολέμου και των ανθρώπων αυτών που συνεχίζουν τον πόλεμο, για να πλουτίζουν αθέμιτα, την ώρα που πολλοί συμπολίτες τους υποφέρουν αποκλεισμένοι στην πόλη τους εξαιτίας του Πελοποννησιακού πολέμου, θέλει να αντιδράσει δυναμικά και να εκθέσει στα μάτια του κοινού αυτά τα πρόσωπα, να τα πολεμήσει. Το μόνο αποτελεσματικό του όπλο είναι η κωμωδία.

Διαπιστώνει με λύπη του πως ακόμα και μια μερίδα δικαστών πάσχει από αυτή την ασθένεια, όταν ακούει τους ίδιους να ομολογούν ότι ανήκουν στην άρχουσα τάξη και έχουν την εξουσία οι ίδιοι στα χέρια τους και ότι αμείβονται καλύτερα από όλους τους υπαλλήλους για τις υπηρεσίες που προσφέρουν.

Ο ποιητής, που είναι αντίθετος μ’ αυτή τους την αντίληψη και πίστη, θέλει να τους αποδείξει το μεγάλο λάθος τους, ώστε να τους ανοίξει τα μάτια και να δουν την αλήθεια κατάματα. Γι’ αυτό το σκοπό το 422 π.Χ. ανεβάζει στη σκηνή την κωμωδία του Σφήκες, όπου χλευάζει τη φιλοδικία των συμπολιτών του και την κατάντια των δικαστηρίων της Αθήνας, ενώ ταυτόχρονα προτείνει ένα τρόπο μείωσης της φτώχειας στην Αθήνα. Πρωτάκουστα για την εποχή του πράγματα, γιατί τονίζει στους συμπολίτες του πως, αν κάθε μια πόλη της Αθηναϊκής συμμαχίας, η οποία πληρώνει φόρους στην Αθήνα, επιφορτισθεί να συντηρεί είκοσι φτωχούς Αθηναίους πολίτες, τότε είκοσι χιλιάδες πολίτες θα ζουν με κάθε άνεση. Η ιδέα του ξενίζει πολλούς, γιατί τη θεωρούν καθαρά ουτοπική και γι’ αυτό ούτε καν τη συζητούν μεταξύ τους οι πολίτες. Την απορρίπτουν και τα δύο μέρη, η φιλοπόλεμη μερίδα, γιατί δεν ενισχύει τα συμφέροντά της αλλά και η μερίδα των φίλων της ειρήνης, γιατί τη βρίσκει πολύ προωθημένη.

Ο ποιητής όμως έχει και μια εναλλακτική πρόταση, όπως θα λέγαμε σήμερα. Φέρει στο προσκήνιο το θέμα της οικονομίας και τονίζει πως κι εδώ τα πράγματα δεν είναι καλύτερα, αφού ο δημόσιος πλούτος διασπαθίζεται αλόγιστα από τους άρχοντες και από ανθρώπους που είναι πάντα στα πράγματα και ξέρουν να ελίσσονται και να ευδοκιμούν, χωρίς να το αξίζουν. Αν ήταν και μιλούσε σήμερα γι’ αυτούς τους ανθρώπους ασφαλώς και θα χρησιμοποιούσε τη λέξη λαμόγια, αφού εκείνοι της εποχής του και οι σημερινοί δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους.. Ζουν πλουσιοπάροχα αυτοί και οι οικογένειές τους και ο εργαζόμενος λαός δυστυχεί.

Στην κωμωδία αυτή επάνω στη σκηνή αντιμάχονται δύο πρόσωπα: ο Φιλοκλέων και ο Βδελυκλέων.
Ο πρώτος είναι δικαστής, φίλος του δημαγωγού Κλέωνα και πατέρας του Βδελυκλέωνα, δηλαδή εχθρού του Κλέωνα.

Ο Βδελυκλέων, που βλέπει την άθλια κατάσταση που επικρατεί στην πόλη του και την «αρρώστια» του δικαστή πατέρα του, που θέλει να δικάζει, για να παίρνει τους τρεις οβολούς την ημέρα για τη συμμετοχή στη δίκη και να επαίρεται ότι οι δικαστές είναι οι καλύτερα αμειβόμενοι υπάλληλοι, θέλοντας να τον συνετίσει, του λέει πως πλανάται, αν νομίζει πως αμείβεται ικανοποιητικά ο δικαστής με τους τρεις οβολούς που παίρνει από τη συμμετοχή του στη δίκη την ημέρα. Και, για να κάνει χειροπιαστή την άποψή του, λέει στον πατέρα του, ότι το κράτος από τα 2000 τάλαντα των εσόδων του κάθε χρόνο δίνει στους δικαστές μόνο 150 τάλαντα ως μισθό το χρόνο. Τα υπόλοιπα τα καρπούνται οι επιτήδειοι!

ΒΔΕΛ. Άκουσέ με λοιπόν, πατερούλη,….
πόσους φόρους μας στέλνουν στο σύνολο εδώ
απ’ τις σύμμαχες πόλεις το χρόνο,
μα και χώρια απ’ τους φόρους λογάριασε εσύ
πόσες εκατοντάδες μαζεύει
από δάνεια, παράβολα, τέλη αγορών,
λιμανιών, νοίκια, κι όσα δημεύει.
Σούμα ετούτα αν τα κάμεις μας κάνουν κοντά
κάπου τάλαντα έως δύο χιλιάδες.
Βγάλε τώρα από τούτα και δίνε μισθούς
κάθε χρόνο για τους δικαστάδες,
οπού φτάνουν στους έξι χιλιάδες, ποτέ
πιο πολλούς δεν τους είχαμε, παίρνουν
εκατό και πενήντα μισθό τους αυτοί
τάλαντα, κάπου τόσα μας βγαίνουν.
ΦΙΛ. Ώστε μήτ’ ένα δέκατο παίρνουμε εμείς
για μισθό από όσα σοδεύουν.
Μα τότε λοιπόν
Τ’ άλλα τα χρήματα πού τα ξοδεύουν;
ΒΔΕΛ. Μα σ’ κείνους που ξέρεις και λεν:» το λαό
της Αθήνας δε θα προδώσω,
και για κείνον εγώ πάντοτε θ’ αγωνιστώ..»
γελασμένος τους δίνεις την ψήφο σου εσύ
και στο σβέρκο σου επάνω καθίζουν
……
Μα δεν είναι μεγάλη σκλαβιά που όλοι αυτοί
τις μεγάλες τις θέσεις κρατούνε
με τους μπράβους τους, κι όλοι τους παίρνουν μισθούς;
Και σένα, αν σου δώσουν τρεις μονάχα οβολούς
θέλουν έτσι φτωχό να σ’ αφήνουν.
Το γιατί; Θα στο πω, να το ξέρεις.
Γιατί , αν ήθελαν αυτοί να περνάει ο λαός
τη ζωή του καλά, το μπορούνε.
Χίλιες σύμμαχες πόλεις υπάρχουν, που εδώ
φόρο τώρα σ’ εμάς κουβαλούνε.
Αν πρόσταζε ένας άρχοντας η κάθε μια
πολιτεία να τρέφει είκοσι άντρες,
τότε έτσι θα ζούσαν είκοσι χιλιάδες πολίτες.

Οι αλήθειες αυτές ακούγονται στη σκηνή. Τις ακούει ο Δικαστής και αντιλαμβάνεται την κοροϊδία σε βάρος του και την απάτη, το ίδιο και το κοινό που λαχταρά να ακούσει αλήθειες, έστω και με τον τρόπο που τις προβάλλει μια κωμωδία, γιατί θέλει να πιστεύει πως κάποτε οι άνθρωποι θα αλλάξουν και θα αξιωθούν να δουν μια καλύτερη μέρα. Μήπως τα ίδια δεν εξακολουθούν να συμβαίνουν, δυστυχώς, και σήμερα; Τι άλλαξε; Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημά μας.

Ο Αριστοφάνης το παρατήρησε και το σχολίασε με το δικό του τρόπο. Κι όμως το πρόβλημα παραμένει. Ο ποιητής μένει πάντα επίκαιρος και αληθινός. Είναι σαν να φωνάζει δυνατά ότι είναι ντροπή για ένα λαό φιλότιμο και εργατικό, με λαμπρή ιστορία και πολιτισμό, όπως οι Έλληνες, να δέχεται να τον ξεγελούν και να τον εκμεταλλεύονται κάτι λαμόγια, που γνωρίζουν να ελίσσονται και να ευδοκιμούν, χωρίς να το αξίζουν.

Μήπως η υπόσχεση για καλύτερες μέρες, που πάντοτε οι επιτήδειοι υπόσχονται, δεν είναι μια ωραία φαντασίωση και τίποτε παραπάνω; Αν αποδεχτούμε την άποψη αυτή και εφησυχάζουμε, δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να διατηρούμε μια αφόρητη κατάσταση, που μας εκθέτει. Τίποτα δε λύνεται με την αδράνεια, την αδιαφορία και την ηττοπάθεια. Η καταπολέμηση της αδικίας και της σπατάλης είναι υποχρέωση του κάθε πολίτη. Δεν ανατρέπεται μια τέτοια οδυνηρή και επικίνδυνη κατάσταση με εφησυχασμό αλλά με αγώνα σκληρό, με συνεχή προσπάθεια και ακράδαντη πίστη πως στο τέλος η πλάστιγγα της νίκης θα γείρει προς το μέρος αυτού που αγωνίζεται. Αυτό είναι με άλλα λόγια το κήρυγμα του Αριστοφάνη.

Πόσοι όμως το ενστερνίστηκαν; Ασφαλώς όσοι ενστερνίστηκαν από τους Έλληνες το σημερινό κήρυγμα. Τώρα που το κακό παραέγινε τα κλάματα περιττεύουν. Το μόνο που θα σώσει τους λαούς που κινδυνεύουν από πτώχευση και από τα παντός είδους λαμόγια και λαμογιές, το μόνο που αφήνει μιαν ελπίδα είναι να ξυπνήσουν και να αντιδράσουν με ψυχραιμία και σύμπνοια εναντίον αυτών που βλέπουν τους ανθρώπους ως αριθμούς και εργαλεία για το δικό τους πλουτισμό.

Τον πειρασμό ή τον ζεις ή τον θάβεις

Ο κάθε άνθρωπος περνά από διάφορες φάσεις στη ζωή του.

Καταστάσεις που απλά τις αγνοεί, άλλες που δεν αναγνωρίζει ούτε και ο ίδιος τον εαυτό του, αυτές που τον κάνουν καλύτερο άνθρωπο και αυτές που είναι ακόμη και για τον ίδιο έκπληξη το πώς θα αντιδράσει. Είναι οι διάφορες στιγμές και εμπειρίες που μας αλλάζουν, μας δοκιμάζουν, μας ωριμάζουν και μας ξυπνούν διαφορετικά συναισθήματα.

Περιόδους που δεν μας χωρά ο τόπος, διαστήματα που να και να θέλουμε να κρύψουμε την χαρά μας είναι αδιανόητο, μέρες που μας πάνε όλα καλύτερα κι απ’ ότι έχουμε φανταστεί και βεβαίως στιγμές που δείχνουν όλα να πηγαίνουν λάθος! Εμπειρίες όλα στη ζωή με τα πάνω και τα κάτω τους για να εκτιμούμε καταστάσεις και ανθρώπους.

Συνήθως εκεί που όλα κυλούν ομαλά και ήρεμα, εκεί που επιτέλους ξέχασες τη φωνή, το άρωμα, την ύπαρξη της πρώην, κάνει στα καλά των καθουμένων την εμφάνιση της αυτή που θα ταράξει ευχάριστα μεν, θρασύτατα δε, την ηρεμία σου.

Ο άνθρωπος που χωρίς να ρωτήσει θα εισβάλει σαν σίφουνας να σου θυμίσει τι είναι έρωτας, ενδιαφέρον, ξενύχτια και τα γνωστά! Αυτή που θα τρυπώνει στο μυαλό σου χωρίς να ρωτά, χωρίς να ζητά άδεια. Αυτή που χωρίς να χρειαστεί να μιλήσει, θα σου δίνει χίλιους λόγους και αφορμές για να θες να τον δεις, να του μιλήσεις, να τον αγγίξεις.

Κι εκεί γίνεται μια μάχη μέσα σου γιατί μια χαρά ηρεμία την έχεις, υπάρχει λόγος να την χαλάσεις; Έλα όμως που καθημερινά σου δίνει τόσες αφορμές να βάλεις αλάτι και πιπέρι στη ζωή σου! Σε βγάζει από τη ρουτίνα που τόσο προσεχτικά έφτιαξες με τόση μαεστρία που ακόμη και αυτό δεν περνά απαρατήρητο!

Αυτή η μια λοιπόν, έρχεται πλήρως συνειδητοποιημένη να θέλει και να απαιτεί να ζήσετε πράγματα μαζί. Κι έχει κι έναν τρόπο για να το πετύχει ο οποίος σε σκλαβώνει, κερδίζει έδαφος και ρίχνει τις άμυνες και τους ενδοιασμούς.

Συνειδητοποιημένος βέβαια κι εσύ που δεν υπάρχει περίπτωση να δοθείς χωρίς να δώσει κι η άλλη. Απολαμβάνεις την παρέα της κι εκείνη τη δική σου παρουσία. Τα βράδια βρίσκουν το ξημέρωμα και η ζωή έχει αλλιώτικη γεύση μαζί της. Είναι τόσο μεγάλος ο πειρασμός. Το αντιλαμβάνεσαι και υπόσχεσαι πως δεν θα χάσεις το μέτρο. Μα σου είναι τόσο όμορφη η παρουσία της στη ζωή σου.

Σου ταιριάζει τόσο πολύ και αρχίζει να γίνεται αγαπημένη, καθημερινή συνήθεια. Σου αρέσει που δεν λέει πολλά, μόνο δείχνει. Σου αρέσει γιατί ανακαλύπτει το πραγματικό εγώ σου. Σου αρέσει γιατί της αρέσεις ακόμη κι όταν δείχνεις να μην θέλεις κανένα δίπλα σου, όταν αισθάνεσαι κουρασμένος, όταν κλείνεσαι.

Βρίσκει χρόνο για να σε συναντήσει, για να κάνετε πράγματα μαζί. Κι αυτά τα μάτια λιβάδια που έχει σε σκλαβώνουν. Το χαμόγελο σε σαγηνεύει και η φωνή του σε τρελαίνει! Γίνεται ο καθρέφτης σου και εσύ βρίσκεις τον καλύτερο εαυτό σου.

Μεγάλος ο πειρασμός κι η ζωή μικρή. Ποιες ανασφάλειες, ποιες ανησυχίες; Στον πειρασμό πρέπει να ενδίδεις ή να τον απομακρύνεις. Δεν κάνει να το σκέφτεσαι πολύ γιατί μετά περιπλέκεις τις καταστάσεις στο μυαλό σου.

Κι είναι τόσο άδικο έναν πειρασμό που μοιάζει τόσο μοναδικός να τον διώχνεις μακριά. Κι ενδίδεις λοιπόν σε μια περιπέτεια που δείχνει να σε γεμίζει περισσότερο από ποτέ!

Μια άλλη σχέση με το άγχος

Όλοι οι άνθρωποι κάποια στιγμή στην ζωή τους έχουν έρθει σε επαφή με τα δύσκολα σωματικά συμπτώματα του άγχους. Ανεβασμένοι παλμοί, πιθανώς ταχυκαρδία, ένα απροσδιόριστο “σφίξιμο” στο στομάχι ή τον λαιμό, νευρικότητα, επαγρύπνηση. Φυσικά, κανείς δε θέλει να βιώνει άγχος και σχεδόν όλοι προσπαθούμε να το πολεμήσουμε κατά κάποιο τρόπο, δοκιμάζοντας διάφορους τρόπους.

Κάτι που ίσως δεν δοκιμάζουμε, είναι να προσπαθήσουμε, αντί να μαχόμαστε το άγχος, να το καλωσορίσουμε. Πώς θα ήταν άραγε αν, αντί να σκεφτόμαστε ότι πρέπει να μην είμαστε αγχωμένοι, καταφέρναμε να ακούσουμε το σώμα μας και ίσως να προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε σε αυτό;

Ζούμε σε έναν κόσμο που όλα γίνονται γρήγορα και δεν έχουμε πολλή αντοχή για ό,τι παίρνει λίγο παραπάνω καιρό. Έτσι, πολλοί άνθρωποι προτιμούν την “γρήγορη” αντιμετώπιση των συμπτωμάτων μέσω μιας φαρμακευτικής αγωγής, αντί για την έναρξη μιας θεραπευτικής σχέσης. Κάποιες φορές όμως, το ταξίδι της θεραπείας μας δίνει την ευκαιρία να έρθουμε σε μια άλλου είδους επαφή με εμάς. Να μας “ακούσουμε”, να μας γνωρίσουμε και ίσως τελικά να μάθουμε να μας φροντίζουμε. Σχεδόν όλοι μας, έχουμε μάθει πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε σε κάθε κατάσταση κι έχουμε δεκάδες “πρέπει” με τα οποία ζούμε, αλλά πολλές φορές παραμελούμε το ύψιστο πρέπει: αυτό του μαθαίνω να με φροντίζω. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φροντίσει κανείς τον εαυτό του. Συχνά σκεφτόμαστε μόνο τους υλικούς, αλλά ένας άλλος τρόπος είναι να μάθουμε να παρατηρούμε το σώμα μας και να προσπαθήσουμε να ακούσουμε τα μηνύματα που μας στέλνει.

Σκεφτόμαστε κάπως διχοτομικά, σαν ο νους και το σώμα να μην συνδέονται. Σαν το σώμα να παθαίνει κάτι και όχι ο νους ή πολλές φορές ακόμα και το ανάποδο. Νους και σώμα συνδέονται, όμως. Έχουμε και είμαστε σώμα, ταυτοχρόνως (Smith-Pickard, 2006) και σε αυτό το σώμα αποτυπώνονται οι σκέψεις, τα συναισθήματά μας, ό,τι συμβαίνει σε κάθε περίοδο της ζωής μας (Storolow, 2016).

Αν πάθει κάτι το χέρι μας, το πόδι μας, το σώμα μας, θα πάμε στον γιατρό για να το δει και ποτέ δεν θα πούμε “είμαι αυτό το σπασμένο χέρι” (Maisel, 2015). Κι όμως, με οποιαδήποτε “ψυχική κατάσταση” φαίνεται να ταυτιζόμαστε πολύ περισσότερο και να γινόμαστε στην ουσία, το όποιο θέμα μας. Ο Eric Maisel (2005) γράφει χαρακτηριστικά: “ενώ αν είμαι γενικά καλά στην υγεία μου, αλλά έχω σπάσει το χέρι μου χέρι και κάποιος με ρωτήσει “τι κάνεις;” θα πω “όλα καλά εκτός από το σπασμένο χέρι”, δεν συμβαίνει το ίδιο σε περιπτώσεις άγχους”, για παράδειγμα. Συνήθως λέμε “είμαι αγχώδης” και αυτό είναι σαν να με καθορίζει κατά κάποιον τρόπο, σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο σωματικό, που δεν με καθορίζει, αλλά απλώς συνυπάρχει μαζί μου.

Το άγχος, εξυπηρετεί έναν πάρα πολύ βασικό σκοπό. Η “μητέρα φύση θέλει να αγχώνεστε”, όπως γράφει και η Meg Selig (2014). Γιατί η μητέρα φύση θέλει να αγχωνόμαστε; Για να μπορούμε να επιβιώνουμε. Το άγχος έχει βοηθήσει τον άνθρωπο να επιβιώσει στη φύση τόσα χρόνια.

ΤΟ ΑΓΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΕΙ ΝΑ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΑΠΕΙΛΕΣ, ΜΑΣ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ.

Κι ενώ έχουμε εξελιχθεί τόσο πολύ μέσα στα χρόνια, δυστυχώς ο εγκέφαλός μας δεν έχει μάθει να διαχωρίζει ακόμα την πραγματική απειλή από την “φανταστική” απειλή. Έτσι, το σώμα μας, μας προετοιμάζει για την αντίδραση “φυγής ή επίθεσης” (fight or flight) μπροστά στην απειλή, ενώ στην ουσία δεν υπάρχει πραγματική απειλή μπροστά μας, δεν υπάρχει ας πούμε μια αρκούδα. Και όμως! Το ότι δεν βλέπουμε ή δεν αναγνωρίζουμε ή ακόμα το ότι δεν αποδεχόμαστε ότι βιώνουμε μια απειλή, ό,τι κι αν είναι αυτή, δεν σημαίνει ότι το βίωμά μας θα αλλάξει.

Έρευνες δείχνουν ότι αυτό που είναι πραγματικά καταστροφικό, δεν είναι τόσο το ίδιο το άγχος, όσο το πώς οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται. Αν για παράδειγμα, όπως έλεγε η Kelly McGonical (2013) στην καταπληκτική της ομιλία “How to make stress your friend”, κάποιος αντιλαμβάνεται το άγχος ως τη βοήθεια που λαμβάνει από τον οργανισμό του για να αντιμετωπίσει την πρόκληση που έχει μπροστά του, τότε αμέσως αλλάζει η σχέση του με το άγχος. Αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα σταματήσει να έχει άγχος, αλλά το πώς το αντιλαμβάνεται θα είναι πια διαφορετικό.

Με αυτή την έννοια λοιπόν, ίσως έχει ένα νόημα να ακούσουμε “τι μας λέει” το σώμα μας. Τι σημαίνει αυτό το άγχος που βιώνουμε αυτή την στιγμή, με άλλα λόγια.

Ένα τέτοιο παράδειγμα μπορεί να είναι όταν κάποιος ετοιμάζεται να δώσει εξετάσεις ή να πάει σε μία συνέντευξη για μια νέα δουλειά. Εκείνη την στιγμή, είναι σημαντικό να καταφέρει να σκεφτεί ότι οι ανεβασμένοι του παλμοί δείχνουν ότι ο οργανισμός του κάνει το καλύτερο που μπορεί για να τον προετοιμάσει για να ανταποκριθεί όσο καλύτερα γίνεται στην πρόκληση την οποία έχει να αντιμετωπίσει! Έτσι, το άγχος γίνεται σύμμαχος στο να επιτύχει αυτό που θέλει!

Όταν υπάρχει μια κατάσταση στην οποία κανείς βιώνει άγχος, θα μπορούσε να προσπαθήσει να κατανοήσει τα εξής:
  • Τι είναι πραγματικά αυτό που με αγχώνει;
  • Τι νόημα έχει για εμένα, αυτό που συμβαίνει τώρα;
  • Ποιοι είναι οι τρόποι που αντιμετωπίζω το άγχος μου;
  • Τι θα έκανα αν “άκουγα” το άγχος μου;
  • Πώς θα ήταν άραγε αν καλωσόριζα το άγχος μου;
Το να “ακούσει” κανείς το άγχος του, θα μπορούσε να σημαίνει ότι προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει κατά κάποιο τρόπο, το μήνυμα το οποίο στέλνει το σώμα του. Σαφώς, όταν κανείς πονάει, θέλει ο πόνος να σταματήσει. Την ίδια στιγμή, γνωρίζουμε πως βιώνουμε τον κόσμο μέσω του σώματός μας, στο οποίο “αποθηκεύονται” όλες οι εμπειρίες μας κι έτσι τα πάντα καταγράφονται στο σώμα μας. Αν λοιπόν απλώς βιαστούμε να εξαλείψουμε το σύμπτωμα που βιώνουμε (είτε αυτό είναι ταχυκαρδία, είτε κάτι άλλο), ίσως χαθεί η ευκαιρία να έρθουμε σε επαφή με την σοφία που κρύβει το σώμα μας.

Το ίδιο το άγχος αντιμετωπίζεται πολλές φορές ως κάτι που δεν θα έπρεπε να βιώνουμε, όμως αυτό δεν αληθεύει απαραιτήτως. Κι ενώ κάποιες φορές είναι πολύ δύσκολο να δείξουμε ανοχή στο άγχος, είναι σημαντικό, όποτε μπορούμε, να προσπαθήσουμε να “μείνουμε λίγο με αυτό”, να δούμε τι μας λέει για το που βρισκόμαστε τώρα και να προσπαθήσουμε να ακούσουμε αυτά που πιθανώς έχει να μας διδάξει. Φυσικά, αυτό δεν είναι πάντα εφικτό. Αλλά ίσως ακόμα κι αυτό να είναι εντάξει.