Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ - Σαμία (119b-162)

119b [. . .].
119c [. . . ].α.
119d [ΜΟ.] [ . . . ]ται
120 [ . . . ].μισεῖ καὶ δικ[αίως· οὐδὲ] ἓν
ἐ]γὼ μελετήσας ὧν τό̣[τ᾽ ἐνόουν ἔρ]χομαι.
ὡς ἐγενόμην γὰρ ἐκπ[οδὼν αὐτὸς μ]όνος,
ἔθυον, ἐπὶ τὸ δεῖπνον [ἐκάλουν τοὺς φ]ίλους,
ἐπὶ λούτρ᾽ ἔπεμπον τὰς γ[υναῖκας,] περιπατῶν
125 τὴν σησαμῆν διένεμον, ᾖ[δον…τ]ότε
ὑμέναιον, ἐτερέτιζον· ἦν ἀβέλτερος.
ὡς δ᾽ οὖν ἐνεπλήσθην — ἀλλ᾽, Ἄπολλον, οὑτοσὶ
ὁ πατήρ. ἀκήκο᾽ ἆρα; χαῖρέ μοι, πάτερ.
[ΔΗ.] ν]ὴ καὶ σύ γ᾽, ὦ παῖ. (ΜΟ.) τί σκυθρωπάζεις; (ΔΗ.) τί γάρ;
130 γαμετὴν ἑταίραν, ὡς ἔοικ᾽, ἐλάνθανον
ἔχων. (ΜΟ.) γαμετήν; πῶς; ἀγνοῶ ‹γὰρ› τὸν λόγον.
(ΔΗ.) . . λάθ]ριό[ς τι]ς ὑ‹ός›, ὡς ἔοικε, γέγονέ μοι·
ὅν γ᾽] ἐς κόρακας ἄπεισιν ἐκ τῆς οἰκίας
ἤ]δη λαβ[ο]ῦσα. (ΜΟ.) μηδαμῶς. (ΔΗ.) πῶς μηδαμῶς;
135 ἄλλ᾽ ἦ μ[ε θ]ρέψειν ἔνδον ὑὸν προσδοκᾷς
νόθον; [κενὸ]ν γ᾽ οὐ τοῦ τρόπου τοὐμοῦ λέγεις.
(ΜΟ.) τίς δ᾽ ἐστ[ὶν] ἡμῶν γνήσιος, πρὸς τῶν θεῶν,
ἢ τίς νόθος, γενόμενος ἄνθρωπος; (ΔΗ.) σὺ μὲν
παίζεις. (ΜΟ.) μὰ τὸν Διόνυσον, ‹ἀλλ᾽› ἐσπούδακα·
140οὐθὲν γένος γένους γὰρ οἶμαι διαφέρειν,
ἀλλ᾽ εἰ δικαίως ἐξετάσαι τις, γνήσιος
ὁ χρηστός ἐστιν, ὁ δὲ πονηρὸς καὶ νόθος
καὶ δοῦλος ἐ[στὶν . . . ].[.]ς
[ . . . ]
150 (ΜΟ.)[ . . .] [ΔΗ.] ἐ]πὰν διδῶσ᾽ οὗτοι γαμεῖς.
(ΜΟ.) πῶς ἂν π]υθόμενος μηδὲ ἓν τοῦ πράγματος,
ἐσπο]υδακότα μ᾽ αἴσθοιο συλλάβοις τέ μοι;
(ΔΗ.) ἐσπουδακότα; μηδὲν πυθόμενος; καταν[οῶ
τὸ πρᾶγμα, Μοσχίων, ὃ λέγεις· ἤδη τρέχω
155 πρὸς τουτονὶ καὶ τοὺς γάμους αὐτῷ φράσω
ποεῖν· τὰ παρ᾽ ἡμῶν γὰρ ‹τάχ᾽› ἔσται ταῦ̣[τα. [MΟ.] ‹πῶς›
λέγεις. περιρρανάμενος ἤδη παρα[γαγών,
σπείσας τε καὶ λιβανωτὸν ἐπιθεὶς [τὴν κόρην
μέτειμι; (ΔΗ.) μήπω δὴ βάδιζ᾽, ἄχ[ρι ἂν μάθω
160 εἰ ταῦτα συγχωρήσεθ᾽ ἡμ[ῖν οὑτοσί.
(ΜΟ.) οὐκ ἀντερεῖ σοι· παρενοχλε[ῖν
ἐμὲ συμπαρόντ᾽ ἐστ᾽ ἀπρε[πές, ἀλλ᾽ ἀπέρχομαι.

***
ΜΟΣ. Εγώ γυρίζω πίσω χωρίς να μελετήσω τίποτε,
από όσα τότε είχα στο μυαλό μου.
Γιατί όταν βρέθηκα μόνος μου σε ερημιά,
έκανα του γάμου τη θυσία, προσκαλούσα
τους φίλους, έστελνα για νερό των λουτρών τις γυναίκες,
125 μοίραζα το γαμήλιο γλύκισμα στα σπίτια,
τραγουδούσα τον υμέναιο, σιγομουρμούριζα.
Ήμουν βλάκας. Κι όταν πια χόρτασα απ᾽ αυτά—
Απόλλωνά μου, νά ο πατέρας μου. Άκουσε άραγε;
Καλώς όρισες, πατέρα. ΔΗΜ. Καλώς σε βρήκα, γιέ μου.
ΜΟΣ. Γιατί είσαι σκυθρωπός; ΔΗΜ. Ρωτάς γιατί; Δεν ήξερα,
130 όπως φαίνεται, πως έχω γυναίκα μια εταίρα.
ΜΟΣ. Γυναίκα νόμιμη; Πώς; Δεν σε καταλαβαίνω.
ΔΗΜ. Έχω αποκτήσει, όπως φαίνεται, κρυφά ένα γιό·
θα τον πάρει αμέσως και θα φύγει αυτή, στα κομμάτια,
από το σπίτι μου. ΜΟΣ. Μη, όχι. ΔΗΜ. Πώς όχι; Αλήθεια,
135 περιμένεις ν᾽ αναθρέψω εγώ στο σπίτι μου νόθο γιό;
Ανόητο, δεν ταιριάζει αυτό σε μένα.
ΜΟΣ. Ποιός από μας είναι γνήσιος, για τ᾽ όνομα των θεών,
ή ποιός νόθος, κι οι δυο δεν είναι άνθρωποι;
ΔΗΜ. Έλα, άφησε τα αστεία. ΜΟΣ. Μα τον Διόνυσο,
140 μιλάω σοβαρά. Νομίζω πως σε τίποτε δεν διαφέρει
γενιά από γενιά, αλλά, δίκαια κανείς αν εξετάσει,
γνήσιος είναι ο καλός, ενώ ο κακός είναι
και νόθος και δούλος…
(λείπουν περίπου 7 στίχοι, ενώ από άλλους περίπου 15 μικρό μέρος μόνο έχει σωθεί)
150 ΔΗΜ. …όταν αυτοί τη δώσουν, θα γίνει ο γάμος.
ΜΟΣ. Αχ, και να καταλάβαινες ότι βιάζομαι,
χωρίς να μου ζητήσεις να μάθεις τίποτε,
και να με βοηθούσες!
ΔΗΜ. Βιάζεσαι; Χωρίς να μάθω
τίποτε; Μοσχίων, καταλαβαίνω τί συμβαίνει.
155 Τρέχω αμέσως σ᾽ αυτόν εδώ, να του πω να βάλει
μπρος τον γάμο. Εμείς θα ετοιμαστούμε αμέσως.
ΜΟΣ. Τί λες; Να πάω τώρα μέσα
για ραντίσματα, σπονδές, και λιβανίσματα,
κι ύστερα θα πάω να πάρω τη νύφη;
160 ΔΗΜ. Όχι ακόμη, ώσπου να μάθω αν κι αυτός
συμφωνεί με μας. ΜΟΣ. Δεν θα σου φέρει αντίρρηση.
Εγώ δεν πρέπει με την παρουσία μου
να γίνω ενοχλητικός, γι᾽ αυτό φεύγω.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πώς άλλαξε η αρχαία Ελληνική γλώσσα

10.7.9 Υποχωρεί το απαρέμφατο

Το απαρέμφατο θα αρχίσει επίσης να υποχωρεί και να αντικαθίσταται από το μόριο ἵνα (από το οποίο προέρχεται το νεοελληνικό να) + υποτακτική, ή από τον σύνδεσμο ὅτι + οριστική. 

Από το απαρέμφατο «κατάγονται» ουσιαστικά όπως φαΐ (από το φαγεῖν), φιλί (από το φιλεῖν) στα νέα ελληνικά.

Τέχνη να χειρίζεσαι δυσκολίες στη σχέση· όχι όμως πάντα ωφέλιμη

Όλοι μας έχουμε βρεθεί σε δύσκολες θέσεις στη ζωή μας, θέσεις που μας έφεραν αντιμέτωπους με καταστάσεις άλλοτε απλώς δυσάρεστες και άλλοτε πραγματικά δυσχερείς. Αυτό επεκτείνεται φυσικά και στον ερωτικό τομέα· όσο κι αν μας αρέσει να τον εξυμνούμε, ο έρωτας δε μεταμορφώνει πάντοτε τη ζωή σε μια συγκινησιακή έκφανση του «La vie en rose». 

O έρωτας αποτελείται και από μονοπάτια που οδηγούν τους επίδοξους περιπλανώμενους σε αδιέξοδα, χειμαρρώδη ρέματα και γκρεμούς. Κάπου εκεί ο περιπλανώμενος πρέπει να μετουσιωθεί σε τραγικό ήρωα, ο οποίος μέσω δύναμης συναισθήματος, αυτοθυσίας, επιμονής και αντιληπτικών δυνατοτήτων, θα καταφέρει να προσπεράσει εμπόδια και δυσκολίες, θα καταφέρει να φτάσει στην άλλη πλευρά ή να ξαναβρεί το δρόμο του περήφανος, κουβαλώντας στις πλάτες του και τον έρωτά του. Αντάξιος του τίτλου του, μπορεί πλέον να στέκεται στην απέναντι όχθη και να συνεχίσει την πορεία του πιο δυνατός, αν και όχι αλώβητος. Τι συμβαίνει όμως στην περίπτωση που ο τραγικός μας ήρωας δεν αισθάνεται αρκετά «τραγικός», ή όταν ανακαλύπτει πόσο νόστιμη είναι η γεύση μιας επιτυχίας έναντι των αντιξοοτήτων και επιλέγει ξανά και ξανά να οδηγήσει τα βήματά του μεθοδικά προς την καταστροφή; Τι γίνεται συνεπώς όταν επιλέγουμε ξανά και ξανά τον πόνο, τη δυσκολία και τους δρόμους στους οποίους βλέπουμε εξαρχής τις ταμπέλες «προσοχή κίνδυνος», μόνο και μόνο επειδή μας εξιτάρει η σκέψη πως εμείς ξέρουμε πώς να διαχειριστούμε την κατάσταση με επιτυχία; Τι γίνεται όταν σε κάθε σχέση σου επιλέγεις να είσαι εσύ ο τραγικός ήρωας της ιστορίας, είτε η έμφαση επικεντρώνεται στο τραγικός, είτε στο ήρωας;

Υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές με τις οποίες μπορεί να παρουσιαστεί αυτή η κατάσταση, πολλοί διαφορετικοί «τραγικοί ήρωες» και αυτό το μάθαμε από παιδιά. Από την πριγκίπισσα που κλειδωμένη στο κάστρο της, επιλέγει να αφήνει να εισέλθουν μέσα μόνο όσοι με το έτσι θέλω γκρεμίσουν τα τείχη, στο δράκο που ερωτεύεται την πριγκίπισσα και προσπαθεί πάση θυσία να την κάνει να καταλάβει τον έρωτά του, εξαπολύοντας δίχως να το θέλει φλόγες προς τη μεριά της, μέχρι και τον λευκό ιππότη, που έρχεται πάνω στο άλογο έτοιμος να σώσει την πριγκίπισσα από τις ίδιες τις επιλογές της, αυτές που ο ίδιος θεωρεί λάθος. Και όλοι μας μπορούμε να είμαστε σε όλες τις θέσεις. Με άλλα λόγια, οι προσωπικές μας επιλογές είναι αυτές που, με μαθηματική ακρίβεια, μας οδηγούν κατ’ επανάληψη, στην επιλογή του ίδιου τύπου συντρόφου και την αναπαραγωγή των ίδιων συμπεριφορών, που θα μας προσφέρουν σε συνδυασμό, το «γλυκό βάσανο» το οποίο αναζητούμε. Τσακωμοί και λίγα δάκρυα, πλατωνικός έρωτας και εξιδανίκευση, σύνδρομο του «σωτήρα» και προσπάθειες διόρθωσης του συντρόφου μας. Δεν έχει σημασία ποια ακριβώς είναι η συνταγή που χρησιμοποιούμε για να χτίσουμε τα πιο εύγευστα για τους προσωπικούς γευστικούς μας κάλυκες, εμπόδια. Σημασία έχει ότι έχουμε μάθει να τα προσπερνάμε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουμε αποκτήσει ταλέντο στην κατάρριψή τους και για αυτό πλέον προχωράμε ίσως σε ένα δρόμο που κατ’ επιλογήν έχουμε στρώσει εμείς οι ίδιοι με μυριάδες από αυτά. Κάνουμε ανέμελοι τους περιπάτους μας στη δική μας «φωλιά της αντιξοότητας», ανέμελοι και πληγωμένοι. Ακούγεται οξύμωρο. Και σίγουρα είναι.

Δίχως αμφιβολία υπάρχουν διάφορες περιστάσεις που ο καθένας από εμάς έχει κληθεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του, θέλοντας και μη. Αρκετοί από εμάς μάλιστα, έχουμε βρεθεί με τέτοια συχνότητα εμπρός δυσκολιών, χωρίς να περιορίζονται αυτές στον ερωτικό τομέα, που πλέον όχι μόνο νιώθουμε άνετα όταν βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο με τέτοιας φύσεως συγκυρίες, αλλά μάλλον έχουμε αναπτύξει και κάποιο ταλέντο στο να τις διαχειριζόμαστε με επιτυχία. Και ενώ ένα τέτοιο ταλέντο μπορεί να είναι άκρως σημαντικό και χρήσιμο, η αλήθεια είναι ότι δε χρειάζεται να το καλούμε στο προσκήνιο πιο συχνά από όσο είναι ανάγκη.

Η επιλογή συντρόφου είναι κάτι τόσο προσωπικό, όσο είναι και συχνά υποσυνείδητο. Ο άνθρωπος που θα σε γοητεύσει περπατώντας απλώς μπροστά σου στο δρόμο, αυτός που θα εκτοξεύσει την περιέργειά σου με μόνο μία φράση του, αυτός που θα αναζητήσεις εσύ από μόνος σου με τη ματιά σου μπαίνοντας μέσα στο μαγαζί, είτε το συνειδητοποιείς είτε όχι, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τις γεύσεις «δυσκολίας» τις οποίες θέλεις να δοκιμάσεις. Σίγουρα έχει τη χάρη του κι αυτό· καθένα από τα συναισθήματα που μας προσφέρονται σε αυτήν τη ζωή, μπορεί να προσφέρει νοστιμιά. Όμως, όπως και κάθε άλλο συναίσθημα (και μη), θέλει να κρατάς τις ισορροπίες σου. Μη βολεύεσαι λοιπόν, ξανά και ξανά στην ίδια «φωλιά αντιξοότητας» που έχεις δημιουργήσει εσύ για τον εαυτό σου. Δοκίμασε κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό. Μπορείς μέχρι και να δοκιμάσεις να κινηθείς προς αυτό που σε τραβάει, δίχως να σου χτυπάει ταυτοχρόνως τον ιδιωτικό σου, εσωτερικό κώδωνα κινδύνου. Γιατί τραγικός ήρωας ή μη, είσαι κι εσύ άνθρωπος. Δε θέλεις λίγη ζάχαρη, μετά από την πικρή επίγευση της αναποδιάς;

Μάσκα: Η συνήθεια που έγινε λατρεία

Η μάσκα είναι ένα πολύ αγαπημένο αντικείμενο για τον άνθρωπο. Τόσο αγαπημένο που τον έχει εμπνεύσει να τη χρησιμοποιεί ακόμη και χωρίς να χρειάζεται να τη φορά. Είναι το τέχνασμα που επινόησε από πολύ νωρίς και για πολλούς λόγους.

Στην εξέλιξή του φορά μάσκα για να μεταμφιεστεί, για να επικοινωνήσει με πνεύματα, για να παραδοθεί σε παράνομες απολαύσεις, για να κρύψει την ταυτότητα ή τα συναισθήματά του. Φορά μάσκα για να εξυγιανθεί, να εξυψωθεί, να γίνει αρεστός, σύννομος και αποδεκτός. Φορά μάσκα για να συνδιαλλαγεί με τον συνάνθρωπό του και με τον ανώτερο εαυτό του.

Φορά μάσκα γιατί αναγνωρίζει τη δυσκαμψία του να ανταποκριθεί σε όλους τους ρόλους που αναμένονται από εκείνον στην εκάστοτε συχνότητα και ορθότητα. Ένα δεκανίκι όμως είναι ένας γρήγορος τρόπος για να ξεμπερδεύει κάποιος με τις πολλές απαιτήσεις μεγιστοποιώντας το κέρδος και ελαχιστοποιώντας τις ζημιές σε μια ισορροπία μάλλον εύθραυστη. Η μάσκα λοιπόν είναι ένα ωραίο μέσο για την επίτευξη του επιθυμητού στόχου ειδικά σε περιβάλλον ευρείας ανταπόκρισης και αποδοχής. Η μάσκα πια δεν βαραίνει τον άνθρωπο ως ανήθικο ή ως αφελή. Περισσότερο τον εμφανίζει σαν απλό καταφερτζή και αυτό δεν φαίνεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις για τον ίδιο με μια πρώτη ματιά.

Έχει αξία όμως να αναρωτηθεί κανείς τι θα μπορούσε να υπάρχει στον αντίποδα του τεχνάσματος της μάσκας. Για παράδειγμα μια εναλλακτική θα μπορούσε να είναι οι λιγότερες απαιτήσεις από τον εαυτό του και κατ’ επέκταση και από τους άλλους. Οι μειωμένες προσδοκίες θα μπορούσαν να ευνοούν μια πιο χαλαρή διάθεση και η αποδοχή θα ερχόταν πιο φυσικά και όχι μηχανικά όπως μέσω της μάσκας. Μια ακόμη εναλλακτική στη μάσκα θα μπορούσε να είναι η έκθεση των αδυναμιών. Ο άνθρωπος θα μπορούσε να τολμά να εμφανίζεται τρωτός και αυθεντικός και να διαχειρίζεται τις προκληθείσες συγκρούσεις με σθένος και όχι με αναβολή όπως μέσω της μάσκας. Και οι δυο εναλλακτικές όμως υπονοούν καταβολή προσπάθειας από τον άνθρωπο στον οποίο πάντα άρεσαν οι μηχανές και τα τεχνάσματα που δουλεύουν για αυτόν και που του εξοικονομούν μια κάποιου είδους ενέργεια.

Με μια πιο διεισδυτική δεύτερη ματιά όμως μπορεί κάποιος να δει τον κίνδυνο για εθισμό σε ένα τόσο δελεαστικό τέχνασμα. Το πρόβλημα ξεκινά στην αδυναμία του ανθρώπου να απαλλαγεί από τη μάσκα που έχει φορέσει όταν εκείνος το θελήσει. Η μάσκα είναι εξορισμού προσωρινή όσο δηλαδή διαρκεί η διεκπαιρέωση ενός στόχου. Όταν ο στόχος αλλάζει αλλά η μάσκα μένει η ίδια τότε ο άνθρωπος που τη φορά μάλλον θα τα βρεί σκούρα.

Λίγο παραπέρα από τον κίνδυνο του εθισμού στη μάσκα βρίσκεται και ο κίνδυνος εξαπάτησης του ίδιου του εαυτού. Ο άνθρωπος που φορά μάσκα καταλήγει στη μάσκα που φορά τον άνθρωπο. Η ταύτιση με τη μάσκα και το θόλωμα της αντίληψης του πραγματικού εαυτού αναστέλλουν την περαιτέρω ανάπτυξη και φράζουν τα περιθώρια βελτίωσης. Ο άνθρωπος που φορά μάσκα έχει προτιμήσει την ευκολία της κάλπικης τελειότητας έναντι της ευκαιρίας για ουσιαστική εξέλιξη. Το κανάλι επικοινωνίας με τον πραγματικό εαυτό έχει κοπεί και άρα η δυνατότητα για ανατροφοδότηση και εποικοδομητικό συγχρωτισμό.

Μπορεί λοιπόν η μάσκα να φαντάζει σαν μια ανακουφιστική λύση για τον άνθρωπο που προσπαθεί να σφυρηλατήσει την εικόνα του σε μια ιδεατή αλλά μπορεί να είναι και από μόνη της μια πλάνη που χρειάζεται μέτρο. Ίσως γι' αυτό τον 16ο αιώνα οι Βενετοί που αναγνώρισαν την κατάχρησης της την περιόρισαν στην περίοδο του καρναβαλιού. Εμείς για πόσο ακόμη θα τις φοράμε;

Οι αθώες γονεϊκές εντολές που γίνονται δυνάστες της ενήλικης ψυχής

Όλοι οι γονείς θέλουν το καλό του παιδιού τους και μέχρι τώρα δεν έχω συναντήσει κανέναν που να μην το θέλει. Στην προσπάθειά τους να το προστατεύσουν από τους κινδύνους καθώς μεγαλώνει, του λένε τι να κάνει, πως να φερθεί και τι να προσέχει.

Όταν οι γονείς μιλήσουν στη γλώσσα που καταλαβαίνει και ανάλογα με την ηλικία του για τον κόσμο και τους ανθρώπους, τότε η γονεϊκή ανατροφή και οι οικογενειακές σχέσεις γίνονται πολύ πιο εύκολες. Το παιδί κατανοεί τους λόγους για τους οποίους πρέπει να αποφύγει ή να επιλέξει κάτι και αυτή η επιχειρηματολογία μένει στο μυαλό του βοηθώντας το να το ενσωματώσει στη λογική του και να μπολιάσει πάνω σε αυτήν.

Σε πολλές όμως περιπτώσεις, όπως έχουμε δει και στις οικογενειακές θεραπείες, οι γονείς είτε επειδή είναι κουρασμένοι, είτε επειδή ματαιώνονται από τον γονεϊκό ρόλο, είτε γιατί έτσι έχουν μάθει από τη δική τους οικογένεια είτε κυρίως γιατί η σχέση μεταξύ τους δεν είναι πια ζευγαρική αλλά τυπικά γονεϊκή, νομίζουν ότι γονέας σημαίνει να είσαι ένα πρόσωπο εξουσίας που δίνει προστατευτικές μεν, εντολές δε και αρκετές φορές προσταγές, χωρίς εξήγηση και χωρίς αντίρρηση. Άλλωστε ένα πρόσωπο εξουσίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ειδικότερα όταν διαπραγματεύεται την αγάπη του μέσα από την υπακοή των εντολών του.

Το παιδί δε γνωρίζει τι συμβαίνει (άλλωστε και ο ίδιος ο γονέας δεν γνωρίζει τι συμβαίνει μέσα του και συνεχίζει αυτοματοποιημένα το οικογενειακό μοτίβο που έχει κληρονομήσει). Ξέρει μόνο ότι πρέπει να ακολουθεί πιστά τις εντολές, δεν έχει σημασία που οδηγούν, αν είναι σωστές ή αν υπάρχει άλλη επιλογή. Η αγάπη του γονέα θα χαθεί, η μοναξιά παραμονεύει και η ζωή απελείται αν δεν τηρηθούν απαρέγκλιτα οι εντολές. Και έτσι το παιδί, μαθαίνει να ζει πλαισιωμένο με εξουσιαστικές εντολές που έχουν ντυθεί με το μανδύα της προστασίας.

Αυτές οι εντολές, θα σκεφτείτε ότι είναι μόνο απλές λέξεις που θα ξεχαστούν μέσα στα χρόνια. Λάθος. Στην ουσία τους είναι πέρα για πέρα ψυχολογικά καταπιεστικές. Τις συναντώ στους ενήλικους που τις θυμούνται σαν να ήταν χθες: «Να προσέχεις εκεί έξω (από το σπίτι) γιατί συμβαίνουν μόνο άσχημα πράγματα!», «Θα το κάνω εγώ για σένα, εσένα δε σώνει ο νους σου!», «Γίνε επιτέλους άνθρωπος!», «Μαζέψου στο σπίτι, αυτά δεν είναι για σένα!», «Εσύ είσαι το όμορφο παιδί, η αδερφή σου είναι το έξυπνο!», «Μόνο εσένα έχω, εσύ θα με γηροκομήσεις»...

Με το πρώτο άκουσμα, αυτές οι λέξεις ίσως ακούγονται τρυφερές, προστατευτικές ή και αποποιητικές ευθυνών, άλλωστε ποιο παιδί δεν θα ήθελε να έχει τον γονιό του να τον βοηθά και να του δίνει έτοιμη τη λύση; Το πρόβλημα ξεκινά όταν το ενήλικο «παιδί» δεν μπορεί πια να έχει το γονέα δίπλα του για να του λύσει τα προβλήματα και πρέπει να τα διαχειριστεί μόνο του. Θέλει να τα λύσει, μπορεί όμως; Δύσκολο καθώς έχει μάθει να ζει μέσα από αυτές τις εντολές που του τονίζουν συνεχώς στα αυτιά σου το ψυχολογικό νόημα που κρύβουν όλες αυτές οι φράσεις: «Μόνο στο σπίτι μπορείς να βρεις προστασία, έξω παραμονεύει ο θάνατος», «Είσαι ανίκανος να το κάνεις μόνος/η σου», «Είσαι άχρηστος», «Δεν θα τα καταφέρεις ποτέ μόνος σου», «Θα πρέπει να υπακούς την αδερφή σου γιατί εσύ είσαι χαζή/ος», «Αν φύγεις ποτέ από δίπλα μου, θα πεθάνω και θα το έχεις για πάντα βάρος στην ψυχή σου για πάντα».

Η ιδέα που σχηματίζει το ενήλικο παιδί για τον εαυτό του, μέσα από αυτές τις εντολές, βλέπουμε πολύ καλά ποια είναι: είναι άχρηστο, ανίκανο, δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα μόνο του, πρέπει να έχει ανάγκη τους γονείς του πάντα (γιατί μόνοι τους δεν μπορούν να αντέξουν ο ένας τον άλλον) και ενοχοποιημένο αν κάνει κάτι που του αρέσει και δεν εγκρίνεται από τους γονείς του. Συνήθως, η πρώτη επανάσταση γίνεται στην εφηβεία και αν υπάρξει εκεί η κατάλληλη παρέμβαση, μπορεί να προληφθούν διάφορες καταστάσεις και να μην εκδηλωθούν χειρότερες συμπεριφορές ή ψυχολογικές δυσκολίες αργότερα.

Η ζωή όμως προχωρά και δεν σταματά σε εντολές. Το παιδί γίνεται ενήλικος που πρέπει να αναλάβει υποχρεώσεις πλέον μόνο του.

Οι απαιτήσεις είναι καθημερινές και σε όλους τους τομείς: στις σπουδές, στην επαγγελματική σταδιοδρομία, στις διαπροσωπικές σχέσεις και στη σχέση με τον εαυτό – αυτοεκτίμηση και αισιόδοξη ματιά στον κόσμο. Οι δεξιότητες δεν έχουν δημιουργηθεί ώστε να αντιμετωπιστούν ακόμη και τα πιο απλά θέματα της καθημερινότητας. Οι σχέσεις φοβίζουν, η εργασία είναι δυσφορική και ο εαυτός είναι ένα μπέρδεμα: δεν ξέρει τι θέλει, γιατί το θέλει και πώς το θέλει. Αδιέξοδο. Η ζωή περνά μπροστά του και χάνεται, θέλει να την αρπάξει, να τη γευθεί, να την απολαύσει και να τη χαρεί αλλά δεν μπορεί. Κάθε επιθυμία, ισοδυναμεί με απαγόρευση.

Πώς μπορεί να προχωρήσει στη ζωή, αφού δεν έχει κάποιον να του δείξει που να πάει;

Πώς μπορεί να κάνει σχέσεις, αφού δεν ξέρει τι θέλει από το σύντροφό του;

Πώς μπορεί να διεκδικήσει καλύτερη θέση εργασίας, όταν δεν πιστεύει αυτό που έχει καταφέρει μέχρι τώρα;

Πώς να συνυπάρξει ισότιμα με ανθρώπους της ίδιας ηλικίας, όταν το μόνο που έχει μάθει είναι να βρίσκεται με μεγαλύτερους που έχουν πάντα δίκιο γιατί αυτός δεν γνωρίζει τι είναι το σωστό;

Πώς να αντέξει να κοιτάξει βαθιά μέσα του, όταν αυτό που βλέπει είναι την ψυχολογική εντολή του γονιού να τον κατηγορεί;

Που να βρει νόημα να διοχετεύσει την αυθεντική επιθυμία του...;

Και ξαφνικά μία ημέρα, η χύτρα σκάει, το καπάκι τινάζεται στον αέρα, τα νερά χύνονται και τσουρουφλίζουν όποιον πάει να την αγγίξει: αγχωτικά συμπτώματα, κρίσεις πανικού, ταχυκαρδίες, ψυχοσωματικά συμπτώματα, εντάσεις, απόσυρση, ενοχοποίηση, θυμός χωρίς προφανή λόγο και χιλιάδες σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις συνέχεια... Ο εαυτός δεν ελέγχεται, το οξυγόνο λιγοστεύει, πνίγεται στα ρηχά νερά της ζωής, που να σκεφτεί να βουτήξει στα βαθιά; Συνεχώς τριβελίζουν οι γονεϊκές εντολές μέσα του, κάθε φορά που επιχειρεί να κάνει ένα βήμα, ενεργοποιείται ο μηχανισμός ασφαλείας του γονέα και τον σταματά. Αν συνεχίσει, θα το κάνει με τη λογική, ενώ το συναίσθημα λέει όχι. Γιατί το συναίσθημα έχει κάτι το παιδικό και αποζητά την ασφάλεια του γονέα. Χωρίς αυτόν, δεν μπορεί να υπάρξει ζωή, επομένως η μόνη λύση είναι η οικειότητα της ασφάλειας της παιδικής πατρίδας. Όλα εκεί γυρίζουν.

Στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες, αποκρυπτογραφούμε συχνά το παραπάνω οικογενειακό μοτίβο. Αν μείνουμε μόνο στα συμπτώματα και τα καταστείλουμε, έχουμε γίνει συνένοχοι με τους γονείς, του έχουμε κάνει μία ένεση με ιό και τον έχουμε καταδικάσει να ζει σαν ζόμπι, να ζει αλλά να μην το ξέρει. Όχι, η ευθύνη μας ως θεραπευτές δεν μας επιτρέπει να μείνουμε στα συμπτώματα όταν η επιθυμία είναι αυτή που βράζει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και θέλει να επαναστατήσει για να βγει μπροστά.

Τα συμπτώματα μιλούν για τον ίδιο τον άνθρωπο που στέκεται μπροστά μας και παλεύει με κάτι διπλό: παιδί σε σώμα του ενηλίκου, την οικειότητα του παρελθόντος με την αγωνία του μέλλοντος, την ανάγκη να κοιτά με ασφάλεια τη ζωή με τον κίνδυνο να τη ζήσει...

Είναι η επιθυμία για τη ζωή που θέλει να ζήσει, που του αναδεικνύουμε μέσα από αυτό το δίπολο. Η ευθύνη να ζήσει τη ζωή που θέλει το ίδιο το πρόσωπο αντί για τη ζωή που οι γονείς του έχουν θέλουν να ζήσει για εκείνους. Είναι τότε που οι τυραννικές γονεϊκές εντολές δεν φοβίζουν και δεν απειλούν πια γιατί αυτό που θα χάσει, είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό που θα κερδίσει αν παραμείνει να τις υπακούσει. Η ζωή που βλέπει να ζουν οι άλλοι άνθρωποι, δεν είναι πια φαντασιωσική αλλά έχει γίνει πραγματικότητα γιατί η αυτοπεποίθηση έχει πάρει το χώρο της και πλέον ορίζει τις σκέψεις και τις συμπεριφορές.

Ο κόσμος δεν είναι τρομακτικός αλλά γίνεται επιλέξιμος, καθώς πλέον το νόημα της ζωής έχει βρεθεί και μπορεί πια να διακρίνει τι είναι αυτό που τον εκφράζει και θέλει να ακολουθήσει, αντί για πριν που η κατανάλωση της ζωής γέμιζε ένα βαρέλι χωρίς πάτο. Τα δεσμά από τις εντολές έχουν σπάσει και χωρίς ενοχή, μπορεί να κοιτάζει πίσω συγχωρητικά στους γονείς, δίνοντας πλέον προτεραιότητα στις επιθυμίες που περιμένουν να ανακαλυφθούν.

Ωδή στο παραμύθι της ζωής μας

Βουλιάζουμε, κάτω απ' την τέντα του γαλάζιου ουρανού μας, κάτω από το λαμπρό φως του ήλιου, σε μια γη που δονείται ανάμεσα σ αμέτρητα αστέρια, φτωχοί και πλούσιοι, άρχοντες και σκλάβοι, θύτες και θύματα, συνταξιδιώτες όλοι μαζί στο ίδιο καράβι…

Βουλιάζουμε όλοι μαζί από το βάρος ενός μυαλού που ξεχειλίζει, σαν χύτρα σε κατάσταση βρασμού, από δεισιδαιμονίες, στρεβλά πρότυπα, εικόνες, προκαταλήψεις, προσκολλήσεις, εξαρτήσεις, προσδοκίες και μια ιστορία γεμάτη ψέματα που μας ειπώθηκε όταν ήμασταν πολύ μικροί, ένα έτοιμο σύστημα πεποιθήσεων.

Μας έστειλαν στα σχολεία τους για να μάθουμε τα μυστικά της ζωής και τα μόνα που μας μάθανε ήταν να αποστηθίζουμε την μασημένη παλιά γνώση, να συμμορφωνόμαστε με τα υπάρχοντα πρότυπα και να υπακούμε στους μεγαλύτερους που ήξεραν, πουθενά δεν μας είπαν για προκλήσεις, τόλμη, καινοτομίες, αμφισβήτηση, περιέργεια, φαντασία και δημιουργικότητα.

Από τότε περιπλανιόμαστε, κουβαλώντας οδικούς χάρτες φόβου που οδηγούν σε αδιέξοδα και καταστροφή, σε αλληλοσπαραγμούς χωρίς ουσία, σε απέραντη μοναξιά και δυστυχία, μια περιπλάνηση που δεν μας αφήνει να ευημερήσουμε, να εξελιχθούμε και να ανακαλύψουμε τις πραγματικές μας δυνατότητες, να χαρούμε και να ευχαριστηθούμε αληθινά τη ζωή, αυτό το μοναδικό και μαγικό μυστήριο.

Και βουλιάζουμε όλο και πιο πολύ, μέσα στο βούρκο των προσωπικών και διαχωριστικών μας πεποιθήσεων, μέσα στα έλη των χρεωκοπημένων ιδεολογιών και των προτύπων μας που μας εγκατέλειψαν γυμνούς μέσα στο κρύο, στο ψέμα και τη φτιαχτή ασχήμια, στις προδομένες προσδοκίες μας και σ ένα κόσμο βάρβαρο και άδικο που δεν αλλάξαμε ποτέ ουσιαστικά.

Γιατί ποτέ δεν το θελήσαμε αληθινά με την καρδιά μας, γιατί η ανατροπή αυτή θα είχε πόνο. Κι εμείς μάθαμε να τον αποφεύγουμε τον πόνο…

Αρνούμαστε, λες κι από πείσμα, να αμφισβητήσουμε ό,τι βολικά έχει βρει τη θέση του μέσα μας, αρνούμαστε να ταράξουμε τα βαλτωμένα μας νερά, θέλουμε να περάσουμε το ποτάμι χωρίς να βραχούμε, θέλουμε ν αναστηθούμε χωρίς σταύρωση, να μην συναντηθούμε με τη φύση και τη ρίζα του πόνου.

Και σπαταλάμε ολάκερη ζωή σε διαφυγές και σε αναμονές, με βαριές αποσκευές στους ώμους, σε κρύους σταθμούς, περιμένοντας τρένα που δεν έρχονται ποτέ, ολάκερη ζωή να περιμένουμε κάτι να γίνει, κάτι που θα μας πάει κάπου αλλού και αυτό το αλλού να μην είναι πουθενά, σπατάλη μιας ζωής περιμένοντας “κάτι καλύτερο” και για το “κάτι καλύτερο” χάσαμε το “καλύτερο δυνατό”…

Βουλιάζουμε, κορμιά κουρασμένα και ασθενικά από την ατελείωτη σκληρή και άδικη καθημερινή βιοπάλη, ταλαιπωρημένες και απελπισμένες ψυχές που προσπαθούν να καταλάβουν πως γίνεται ο παράδεισος κόλαση, πως τόση ομορφιά γίνεται ασχήμια, πως γεννιέται τόση βαρβαρότητα μέσα σ ένα ανθρώπινο πλάσμα, και συνεχώς να διαπιστώνουμε ότι έχει και πιο κάτω, περισσότερη βαρβαρότητα…

Εθελοτυφλούμε όλο και πιο πολύ, θέλουμε να μην μας ενοχλήσουν τα “κουτάκια” μας γιατί μας δίνουνε τις βολικές απαντήσεις για να μπορέσει να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ, αυτή την ψευδαίσθηση του “όλα καλά” που λέμε όταν συναντάμε στο δρόμο κάποιο παλιό φίλο, μπρός στα μάτια μας καταστρέφονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, η καλλιεργήσιμη γη, αθώα πλάσματα μολύνεται ο αέρας που αναπνέουμε κι εμείς ευχόμαστε να έχουμε την υγειά μας και να είμαστε καλά…

Μα ο θάνατός μας είναι αργός και κατοικεί μέσα στα μπετόν, σκουριάζουμε μαζί με τους τόνους από τα σίδερα και τα μέταλλα που μέσα τους φωλιάζει η μοναξιά μας, που μέσα τους κρύβονται οι φόβοι μας, σαπίζουμε μα συνηθίζουμε ακόμα και τούτη την αβάσταχτη δυσωδία της σαπίλας γιατί είναι δικιά μας, και οι μέρες έρχονται και πάνε τα καλοκαίρια και οι χειμώνες, οι μήνες και τα χρόνια περνάνε κι εκλιπαρούμε για μια ξέγνοιαστη στιγμή, να μας αφήσουνε για λίγο ήσυχους.

Βουλιάζουμε, με μια λαχτάρα πάντα για τ αυτονόητα που δεν ζούμε, την αγάπη, τη λευτεριά, την ομορφιά, την απλότητα, το χαμόγελο, τη γύμνια, τις μοιρασιές, τα όμορφα μέρη, τις όμορφες αισθήσεις, γιατί αυτό που ζούμε είναι ένα ψέμα, η ψυχή το ξέρει μα διαφωνεί το μυαλό, που αποδέχεται άχρηστες πεποιθήσεις, ανόητα και παρωχημένα πρότυπα, μονάχα να υπομένουμε μάθαμε όσα δεν τολμάμε ν αμφισβητήσουμε, να γκρεμίσουμε και να ξαναχτίσουμε, σαν αιώνια ανώριμα παιδιά που πεισματικά αρνούνται να ωριμάσουν.

Αποκαμωμένοι απ' τις καθημερινές μάχες βουλιάζουμε στους φτηνούς μας καναπέδες και τις καταναλωτικές μας ανέσεις μ ένα στόμα ορθάνοιχτο, περιμένοντας πεινασμένοι τα μαγικά μικρά μπλε χαπάκια που πετάγονται από κάθε μεριά και κάθε γωνία, απ' όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, όπου κι αν βρεθείς, τηλεόραση, εκπομπές, ειδικοί σύμβουλοι, πολιτικοί, επίσημες ανακοινώσεις, φορείς, ιδρύματα, κι εμείς τα χάβουμε όλα, τα καταπίνουμε αμάσητα μας καταστέλλουν, μας ηρεμούν, όλα μοιάζουν συνηθισμένα, όλα είναι στη θέση τους, όλα πρέζα, περήφανοι και πλήρεις, οπλισμένοι με το τελευταίο μας iphone βγάζουμε selfies μ εκείνο το χαμόγελο του ηλίθιου.

Αργοπεθαίνουμε, ευνουχισμένοι και ιδανικοί αυτόχειρες που αδυνατούν να αντιληφθούν την ουσία, την ουσία που φωνάζει ολόκληρη η πλάση με κάθε τρόπο, που ρέει ακατάπαυστα απ' τις ανεξάντλητες πηγές του φωτός, κωφεύουμε στα μηνύματα, γυρίζουμε την πλάτη στο οφθαλμοφανές, φοράμε τα κοστουμάκια μας, τις μάσκες μας και βγαίνουμε στις λεωφόρους και τους δρόμους ταχείας κυκλοφορίας προσπαθώντας να τη βγάλουμε καθαρή, ν αποφύγουμε τα ατυχήματα, να μην πονέσουμε, να μην ταραχτούν τα θολωμένα νερά του βάλτου μας, μας αρκεί απλά να επιπλέουμε, άτολμοι στ' απάτητα χωρίς σωσίβιο, αδύναμοι μπροστά στο αυτονόητο και το απλό, κουτοπόνηροι και πανούργοι στο να κοροϊδέψουμε ο ένας τον άλλο, παρασέρνοντας ο ένας τον άλλο στη φθορά στη σπατάλη της ενέργειας που είμαστε καμωμένοι.

Το καράβι να πηγαίνει ολοταχώς για το παγόβουνο κι εμείς να σπρωχνόμαστε για το ποιός θα κάτσει στην πρώτη θέση, κάνουμε πάρτι και ξεφαντώματα για εκτόνωση κι αφήνουμε το καράβι του κόσμου μας να το κυβερνάνε παρανοϊκοί, διεφθαρμένοι και επικίνδυνοι ψυχοπαθείς.

Αργοπεθαίνουμε, και δεν έχουμε ιδέα κατά που πάμε ,ένα προσανατολισμό, κάποιο σχέδιο, δεν έχουμε ιδέα ότι οι σημερινές επιλογές μας είναι το αύριο που περιμένει εμάς και τα παιδιά μας, που τα παρασέρνουμε στο δικό μας ανόητο όλεθρο χωρίς να βάζουμε ένα τέλος στην τρελή πορεία μας στα παράδοξα.

Πλάσματα με νοημοσύνη και καρδιά να σέρνουμε ατσαλένιες μπάλες μ αλυσίδες στα πόδια ακολουθώντας αξίες που γίνανε πυξίδες χαλασμένες και δείχνουνε μονάχα πρόσκαιρες απολαύσεις, επιφανειακές μικροαλλαγές και ατελείωτες επαναλήψεις του ίδιου μοντέλου, αυτού που μας ειπώθηκε να αποφεύγουμε ότι μας πονά και να προσπαθούμε να επαναλάβουμε ότι μας ευχαριστεί, έχοντας πάντα όπλο πολύτιμο την επιλεκτική μας ηθική και τις αποδοχές μας.

Ένα βάρβαρο θεριό τρέφουμε εντός μας, μα τα θεριά όσο και να τα ταΐσεις πάντα πεινασμένα θα είναι και πάντα θεριά, για να γίνει το θεριό άνθρωπος χρειάζεται όλα να τ απαρνηθεί, όλα να τα πετάξει, να πεθάνει για ν αναστηθεί να λυτρωθεί μιας και η ζωή μας πιο πολύ με μια μακρά αναμονή θανάτου μοιάζει.

Φοβόμαστε το θάνατο πιο πολύ από τις τύψεις που δεν ζήσαμε, φοβόμαστε το θάνατο όλων όσων έχουμε επενδύσει ότι είμαστε, μα θάνατος στην ουσία δεν υπάρχει, αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος του θανάτου, αυτό που υπάρχει είναι ο φόβος, εμείς είμαστε ο φόβος γιατί ποτέ δεν γυμνωθήκαμε
γιατί ποτέ δεν νοιώσαμε λεύτεροι, γιατί πάντα κουβαλούσαμε βάρη, εικόνες, προσδοκίες, ενοχές και πίστεις.

Αργοπεθαίνουμε, ζώντας μια ζωή δανεική, μια ζωή φτιαγμένη από τα λόγια και τις υποδείξεις άλλων αναζητούμε το δικό μας παραμύθι, με τους δικούς μας ήρωες, την πλοκή και τους ρόλους, γεννάμε συνεχώς όνειρα μα τ όνειρο είναι μονάχα μια στιγμή, καπνός, δεν είναι ζωή αληθινή, η ζωή είναι μάθηση, είναι δημιουργία και σχέσεις, είναι επίγνωση κι εμείς ονειρευόμαστε γιατί αυτό μας μάθανε, να ονειρευόμαστε κι όχι να δημιουργούμε οράματα, μας μάθανε να ζούμε και να υπομένουμε την κόλασή μας, κι έπειτα να ονειρευόμαστε ότι κάπου υπάρχει και ο παράδεισος που από ένστικτο λαχταράμε…

Αργοπεθαίνουμε, μόνοι ανάμεσα σε δισεκατομμύρια γαλαξίες και αστέρια, τ' αστέρια που μας περιμένουνε, που είναι η πραγματική μας πατρίδα.

Απορούμε συχνά πως γίνεται και ο άνθρωπος δεν έχει καταφέρει ακόμα να συμφιλιωθεί και να συμβιώσει αρμονικά με όλη αυτή τη φυσική ομορφιά που απλώνεται παντού γύρω του, τη βιοποικιλία και τις θαυμαστές διαδικασίες της ζωής…

Λησμονούμε ότι χρειάζεται πρώτα απ' όλα ν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε θεριά, κι έπειτα ν' αντιληφθούμε ξεκάθαρα πως για να γίνει το θεριό άνθρωπος χρειάζεται να καλυφθούν όλες του οι βασικές ανάγκες, ενέργεια, τροφή, νερό, στέγη, ασφάλεια, περίθαλψη… να μπορεί να έχει άμεση πρόσβαση σε όλα όσα έχει ανάγκη και υπάρχουν, χωρίς περιορισμούς, χωρίς διακρίσεις, χωρίς ένα μέσο σαν το χρήμα που γεννά τις αδικίες και τις ανισότητες…

…και τέλος για να γίνει ο άνθρωπος πλάσμα πολιτισμένο χρειάζεται ν αναγνωρίσει και να αποδεχτεί την ισότητα, την ενότητα και το Όλον της ύπαρξης…

Μαζί σου

Η ζωή είναι ένα ταξίδι, σ’ άλλους, στους πιο τυχερούς διαρκεί πολύ. Σ’ άλλους πάλι όχι. Κανείς δεν ξέρει τη διάρκεια του. Ούτε τους συνεπιβάτες του. Αλλάζουν που και που. Εσύ συνεχίζεις. Οφείλεις να συνεχίσεις. Με ή χωρίς αυτούς.

Άλλοι δειλιάζουν γρήγορα επειδή η διαδρομή δεν είναι εύκολη. Άλλοι επιλέγουν δικούς τους δρόμους, μέσα στους οποίους εσύ δεν χωράς. Ή τουλάχιστον έτσι σου λένε. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που στο παιχνίδι «θάρρος ή αλήθεια» δε θα επέλεγαν ποτέ την πρώτη επιλογή.

Αφού η ζωή μας είναι ένα ταξίδι, οφείλεις να επιλέξεις τους καλύτερους συνεπιβάτες, εκείνους που θα έχουν το ίδιο πάθος μαζί σου για να ανακαλύψουν τον κόσμο, εκείνους που για να είναι μαζί σου θα επιλέξουν να βρίσκονται ακόμη και σε μία ερημική παραλία χωρίς τίποτα άλλο, μόνο μ’ εσένα. Αυτούς που θα σε κυνηγήσουν μέχρι το τέλος ομορφαίνοντας τη διαδρομή. Αυτό το είδος των ανθρώπων δεν αναρωτιέται συνήθως για τον προορισμό, απλώς απολαμβάνει τη διαδρομή.

Ο προορισμός ποικίλει, όπως και τα άτομα. Κάποιες φορές είναι δύσκολο να τους αποχωριστείς, να τους αφήσεις το χέρι, επειδή ο δικός τους προορισμός δεν συμπίπτει με τον δικό σου. Η ουσία είναι όμως σ’ αυτούς, που είναι ικανοί να αλλάξουν τον προορισμό τους για σένα. Αυτοί που θα σου κρατήσουν σφιχτά το χέρι και θα σου πουν πως «θέλω να ‘μαι μαζί σου». Δεν τους ενδιαφέρει το πού, το πώς, το πότε. Αρκεί η ύπαρξη σου για να είναι ευτυχισμένοι.

Είναι αυτοί που σε κυνηγούν μέχρι το τέλος, που δεν μπορούν να αφήσουν αυτή την τρέλα που σας διακατέχει, γιατί οι δυο σας διαμορφώνετε την τέλεια διαδρομή, τη δική σας τέλεια διαδρομή. Αν τους ρίξεις ένα κέρμα ρωτώντας τους τι θα ήθελαν να δουν, ποιο μέρος θα ήθελαν να επισκεφθούν, η απάντηση τους θα είναι λιτή και απόλυτη «Θέλω να είμαι μαζί σου».

Εξάλλου η ζωή δε χρειάζεται κάτι άλλο. Όσοι την αγαπούν, αγαπούν τον εαυτό τους άρα μπορούν να αγαπήσουν και τους άλλους. Κράτα σφιχτά το χέρι του ανθρώπου, που θέλεις να είναι μαζί σου, του δικού σου προορισμού και άφησε τον να πιστεύει πως ενδιαφέρεσαι για τον προορισμό. Ο προορισμός σου είναι δίπλα σου και αφού τον βρήκες απολαμβάνεις τη διαδρομή μαζί του.

Ένα είναι το σίγουρο, το ταξίδι θα είναι γεμάτο από χαμόγελα, από ένταση, από έρωτα, από επιμονή. Γιατί εκείνοι που πραγματικά θέλουν να είναι μαζί σου, δεν αφήνουν το κέρμα να αποφασίσει γι’ αυτούς, δεν απαντούν στο ερώτημα «θάρρος ή αλήθεια’ γιατί γνωρίζουν πως χωρίς το ένα το άλλο δεν υφίσταται.

Υ.Γ.: Όταν θα ανακαλύψεις τον πραγματικά κατάλληλο συνεπιβάτη της ζωής σου θα το γνωρίζεις απευθείας γιατί η απάντηση θα είναι μία, «Μαζί σου»…

A. SCHOPENHAUER: Ακόμα και ένα πούρο είναι μια καλή λύση για να μην απασχολήσουν το μυαλό τους

«Αλήθεια, πόσο άθλιες είναι οι χαμένες ώρες των αδαών ανθρώπων!». Αυτό που απασχολεί περισσότερο τους απλούς ανθρώπους είναι το πώς θα περάσουν τον χρόνο τους· οι χαρισματικοί προσπαθούν να τον χρησιμοποιήσουν. Ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι περιορισμένων πνευματικών ικανοτήτων πλήττονται συχνά από ανία είναι ότι η ευφυΐα τους δεν εξυπηρετεί παρά μόνο την κινητήρια δύναμη της βούλησης· και όταν δεν υπάρχει τίποτε συγκεκριμένο για να την κινητοποιήσει, η βούληση αδρανεί, διότι, όπως και η ευφυΐα, έχει ανάγκη από κάποιον εξωτερικό παράγοντα για να αφυπνιστεί. 

Το αποτέλεσμα είναι μια άθλια αποτελμάτωση όλων των δυνάμεων του ανθρώπου – με μια λέξη, πλήξη. Για να εξουδετερώσουν αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα, οι άνθρωποι προσφεύγουν σε φαύλες δραστηριότητες που προσφέρουν πρόσκαιρη απόλαυση, ελπίζοντας με τον τρόπο αυτόν να κινητοποιήσουν τη βούλησή τους και να την ενεργοποιήσουν, ενεργοποιώντας έτσι και την ευφυΐα τους- διότι η ευφυΐα είναι εκείνη η οποία πρέπει να θέσει σε λειτουργία τα κίνητρα της βούλησης. 

Σε σύγκριση με τα αληθινά και φυσικά κίνητρα, τα κίνητρα αυτά είναι σαν χαρτονομίσματα απέναντι σε χρυσό, διότι η αξία τους δεν είναι παρά αυθαίρετη – χαρτοπαίγνια και τα συναφή, ασχολίες που επινοήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Και αν δεν υπάρχει τίποτε να κάνουν, θα παίζουν με τους αντίχειρές τους ή θα χτυπούν νευρικά τα δάχτυλά τους. Ακόμα και ένα πούρο είναι μια καλή λύση για να μην απασχολήσουν το μυαλό τους

Γι’ αυτό και σε όλες τις χώρες η κύρια κοινωνική ασχολία είναι τα χαρτοπαίγνια- αυτά δείχνουν την αξία της κοινωνίας και φανερώνουν τη χρεοκοπία της σκέψης. Οι άνθρωποι δεν έχουν σκέψεις να μοιράσουν μεταξύ τους, μοιράζουν τα τραπουλόχαρτα και προσπαθούν να κερδίσουν τα χρήματα των άλλων. Τι ανόητοι, αλήθεια!

ΑΡΤΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Το όπλο σου είναι η σιωπή

Έχω δει πολλούς θυμωμένους ανθρώπους να μην δέρνουν, να μην απειλούν, να μην βρίζουν, να μην κατηγορούν.
Κάνουν όμως μούτρα, βυθίζονται στη μιζέρια τους, βλέπουν τηλεόραση με τις ώρες, βγαίνουν για περίπατο και δε μιλούν σε κανέναν.
Οι μεγάλοι περίπατοι δεν τους βοηθούν σε τίποτα. Τους κάνουν μελαγχολικούς και κατηφείς.
Αν κάποιος τους ρωτήσει τι συμβαίνει, αυτοί συνήθως λένε «Τίποτα» ή «Άμα δεν καταλαβαίνεις από μόνος σου, τι να σου πω» ή «Θέλω να μείνω για λίγο μόνος μου.»
Αυτοί δεν κάνουν διάλειμμα.
Διάλειμμα σημαίνει να ηρεμήσεις, για να μπορέσεις να μιλήσεις μετά.
Αυτό είναι διαφορετικό.
Είναι άμεση χρήση θυμού.
Σκοπός είναι να πληγώσεις κάποιον, να τον τιμωρήσεις και το όπλο είναι η σιωπή.
Η σιωπή λέει στους άλλους ότι δεν αξίζει ούτε καν να τους μιλήσεις.
Τα περισσότερα είδη θυμού είναι θυμός που βράζει.
Αυτός εδώ δεν είναι έτσι.
Αυτός ο θυμός είναι παγωμένος.
Μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε αποστροφή και μίσος.
Το βασικότερο πρόβλημα στην περίπτωση αυτή είναι ότι τίποτα δε λύνεται με τη σιωπή.
Να λες στους άλλους τι σε ενοχλεί.
Να είσαι ευθύς, συγκεκριμένος και ευγενικός.
Τέλος η αδιαφορία και τα κηρύγματα.
Απλά πες την αλήθεια. «Αγάπη μου, είμαι θυμωμένος επειδή είπες ότι θα γυρίσεις σπίτι στις δέκα και τώρα είναι μεσάνυχτα.»
Αυτό ήταν όλο. Δε χρειάζεται να παραμένεις σιωπηλός και ταυτόχρονα θυμωμένος με τις ώρες.
Να είσαι συγκεκριμένος.
Μην είσαι αόριστος.
Να είσαι ευγενικός.
Ευγενικός σημαίνει να έχεις καλούς τρόπους με τους άλλους.
Οι ευγενικοί άνθρωποι είναι διακριτικοί και προσέχουν τους τρόπους τους, δηλαδή είναι το αντίθετο από τους αγενείς και τους χοντροκομμένους.

Μπορείς να είσαι ευγενικός ακόμα κι όταν είσαι θυμωμένος…

Η ευφροσύνη είναι ο ανθός της υγείας

ARTHUR SCHOPENHAUER

Από όλα τα παραπάνω εκείνο που μας κάνει πιο άμεσα χαρούμενους είναι μια χαρμόσυνη και καλή διάθεση, διότι αυτή η σπουδαία αρετή μάς ανταμείβει άμεσα από μόνη της. Εκείνος που είναι χαρούμενος και χαμογελαστός έχει πάντα καλό λόγο για να είναι – το ίδιο το γεγονός ότι είναι χαρούμενος. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί, όπως αυτή η αρετή, να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου την απώλεια οποιουδήποτε άλλου αγαθού. Εάν γνωρίζετε κάποιον που είναι νέος, όμορφος, πλούσιος και χαίρει της εκτίμησης των άλλων, και θέλετε να μάθετε αν είναι ευτυχισμένος, αρκεί να ρωτήσετε εάν είναι χαμογελαστός και καλοσυνάτος. Και πράγματι είναι, τι σημασία έχει τότε αν είναι νέος ή ηλικιωμένος, ευθυτενής ή καμπούρης, φτωχός ή πλούσιος – αρκεί που είναι ευτυχισμένος. 

Όταν ήμουν νέος, μια φορά, ανοίγοντας ένα βιβλίο, είχα συναντήσει αυτή τη φράση: “Αν γελάς πολύ, είσαι χαρούμενος- αν κλαις πολύ, είσαι δυστυχισμένος” – μια αφελής παρατήρηση δίχως άλλο, ακριβώς όμως επειδή είναι τόσο απλοϊκή, δεν κατάφερα ποτέ να την ξεχάσω, παρόλο που είναι μια τεράστια κοινοτοπία. Έτσι, κάθε φορά που η ευφροσύνη μάς χτυπά την πόρτα, πρέπει να την ανοίγουμε διάπλατα, καθώς ποτέ δεν είναι ακατάλληλη στιγμή για να την υποδεχτούμε. Αντ’ αυτού συχνά είμαστε διστακτικοί απέναντί της· θέλουμε να είμαστε σίγουροι πως έχουμε κάθε λόγο να είμαστε ικανοποιημένοι- έπειτα φοβόμαστε πως η χαρωπή διάθεση θα σταθεί εμπόδιο στους σοβαρούς συλλογισμούς μας και στις βαρυσήμαντες έγνοιες μας. 

Η ευφροσύνη αποτελεί άμεσο και αδιαμεσολάβητο κέρδος- είναι το ίδιο το νόμισμα της ευτυχίας και όχι μια επιταγή που πρέπει να εξαργυρωθεί σε κάποια τράπεζα, διότι από μόνη της μας κάνει χαρούμενος άμεσα και αυτοστιγμεί, και αυτό είναι το ύψιστο αγαθό για πλάσματα σαν κι εμάς, που η ύπαρξή μας δεν είναι παρά μια απειροελάχιστη στιγμή ανάμεσα σε δύο αιωνιότητες. Ο απώτερος στόχος όλων των προσπαθειών μας για ευτυχία πρέπει να είναι να εξασφαλίσουμε και να καλλιεργήσουμε το αίσθημα της ευφροσύνης.

Αναμφίβολα, τίποτα δεν συμβάλλει λιγότερο στην ευφροσύνη από τα πλούτη, και τίποτα δεν συμβάλλει περισσότερο από την υγεία. Δεν είναι τυχαίο που τα πιο ικανοποιημένα και χαμογελαστά πρόσωπα τα συναντάμε στην κατώτερη κοινωνική τάξη, τη λεγόμενη εργατική, και ειδικά σε ανθρώπους που ζουν στην επαρχία. Αντίστοιχα, τους πιο δύσθυμους και εκνευρισμένους ανθρώπους τους συναντάμε ανάμεσα στους πλούσιους, σ’ εκείνους που ανήκουν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Συνεπώς, θα πρέπει να προσπαθήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο να διατηρήσουμε την υγεία μας σε ένα καλό επίπεδο, διότι η ευφροσύνη είναι ο ανθός της υγείας. 

Το τι πρέπει να κάνει κανείς για να είναι υγιής είναι αυτονόητο: πρέπει να αποφεύγει κάθε υπερβολή, κάθε βίαιο και δυσάρεστο αίσθημα, κάθε ψυχική πίεση, να ασκείται καθημερινά στον καθαρό αέρα, να ρίχνει κρύο νερό στο σώμα του και να υιοθετήσει και άλλες παρόμοιες υγιεινές συνήθειες. Διότι δίχως αρκετή καθημερινή συστηματική άσκηση, κανείς δεν μπορεί να διατηρηθεί υγιής- όλες οι ζωτικές λειτουργίες του σώματος χρειάζονται άσκηση για να λειτουργήσουν σωστά, άσκηση όχι μόνο των μερών που σχετίζονται άμεσα με την εκάστοτε λειτουργία, αλλά ολόκληρου του σώματος. Γι’ αυτό πολύ σωστά λέει ο Αριστοτέλης ότι η ζωή είναι κίνηση – η κίνηση είναι η ίδια η ουσία της ζωής. Κάθε μέρος του οργανισμού μας χαρακτηρίζεται από ακατάπαυστη και γοργή κίνηση. 

Η καρδιά με την πολύπλοκη διπλή συστολή και διαστολή της χτυπά δυνατά και ακούραστα· με είκοσι οχτώ χτύπους διοχετεύει τη συνολική ποσότητα του αίματος μέσα στις αρτηρίες, τις φλέβες και τα τριχοειδή αγγεία· οι πνεύμονες δουλεύουν ακατάπαυστα, σαν ατμομηχανή· το πεπτικό σύστημα κάνει συνέχεια περισταλτικές κινήσεις· οι αδένες συνεχώς απορροφούν και εκκρίνουν ουσίες· ακόμη και ο εγκέφαλος έχει μια δίκη του διπλή κίνηση, σε κάθε σφυγμό και κάθε αναπνοή μας. Όταν οι άνθρωποι δεν ασκούνται καθόλου, όπως συμβαίνει με αμέτρητους ανθρώπους που είναι καθηλωμένοι σε μια καθιστική ζωή, δημιουργείται μια έντονη και βλαβερή δυσαναλογία ανάμεσα στην εξωτερική ακινησία και την εσωτερική ταραχή. Αυτή η ακατάπαυστη εσωτερική κίνηση απαιτεί ένα εξωτερικό αντιστάθμισμα, και η ανάγκη αυτή δημιουργεί επιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, συναισθήματα που αναγκαζόμαστε να καταπιέσουμε.

Όταν έχουμε καλή υγεία, μπορούμε να απολαύσουμε τα πάντα- δίχως υγεία δεν μπορούμε να απολαύσουμε τίποτα, οτιδήποτε και αν είναι αυτό- ακόμα και τα υπόλοιπα υποκειμενικά αγαθά- το σπουδαίο μυαλό, ο πρόσχαρος χαρακτήρας- φθίνουν και ατροφούν από την έλλειψη της υγείας.

Από όλα αυτά συνεπάγεται πως η μεγαλύτερη τρέλα είναι να θυσιάσει κανείς την υγεία του για ένα άλλο είδος ευτυχίας, όποιο και εάν είναι αυτό· για το κέρδος, την ανέλιξη, την επιστήμη ή τη δόξα, πόσο μάλλον για παροδικές αισθησιακές απολαύσεις. Όλα θα έπρεπε να έρχονται σε δεύτερη μοίρα μπροστά στην υγεία.

ΑΡΤΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Η ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Friedrich Nietzsche: Η ωριμότητα του ανθρώπου είναι να ξαναβρεί τη σοβαρότητα με την οποία έπαιζε όταν ήταν παιδί

Αυτό ήταν το θέμα που απασχολούσε σε μεγάλο βαθμό τον Νίτσε, ο οποίος δήλωνε ότι «σε κάθε αυθεντικό άνθρωπο υπάρχει ένα παιδί που θέλει να παίξει».

Για τον Γερμανό φιλόσοφο, το να πιστεύει κανείς ότι τα παραμύθια και τα παιχνίδια είναι πράγματα της παιδικής ηλικίας είναι σημάδι μεγάλης νοητικής μυωπίας, αφού μόνο αυτός που μπορεί να διατηρήσει την περιέργεια και το μαχητικό πνεύμα της παιδικής ηλικίας θα κατορθώσει να έχει πάντα καινούρια επιτεύγματα.

Το παιδί θεωρεί το παιχνίδι του δουλειά και το παραμύθι αλήθεια, και την ίδια αυτή στάση δείχνουν να έχουν οι επιστήμονες, οι καλλιτέχνες και οι διανοούμενοι. Γι’ αυτό, πρέπει πάντα να έχουμε το ένα μας πόδι στη φαντασία.

Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν έλεγε ότι «τα παραμύθια γράφονται για να κοιμούνται τα παιδιά, αλλά και για να ξυπνάνε οι ενήλικες».

Ίσως να έφτασε η στιγμή να αφήσουμε για λίγο κατά μέρος τον κόσμο των ενηλίκων και να αρχίσουμε να τρέφουμε τη δημιουργική ψυχή μας με τις εμπνεύσεις του τη γέμιζαν όταν ήμασταν μικροί.

Επίκτητος: Κύριος σε κάθε τι είναι αυτός που έχει τη δύναμη να παρέχει ή να απομακρύνει αυτό που ο ίδιος θέλει ή δεν θέλει

Σε αυτά το αποσπάσματα από το Εγχειρίδιό του, ο Επίκτητος θεμελιώνει μια σημαντική σχέση ανάμεσα στις επιθυμίες, την ελευθερία και την επιλογή, προτρέποντας να φροντίζουμε μόνο εκείνο που είναι στις δυνάμεις μας.

Εάν επιθυμείς τα παιδιά σου, η γυναίκα σου και οι φίλοι σου να ζουν για πάντα, είσαι ανόητος: θέλεις τα πράγματα που δεν είναι στον έλεγχό σου, να είναι, και εκείνα που είναι ξένα, να γίνουν δικά σου. Με τον ίδιο τρόπο, εάν θέλεις ο σκλάβος σου να μη σφάλλει, είσαι τρελός, γιατί θέλεις το ελάττωμα να μην είναι ελάττωμα, αλλά κάτι άλλο. Αλλά αν θέλεις να μην αποτυγχάνεις όταν επιθυμείς κάτι, αυτό μπορείς να το καταφέρεις. Να ασκείσαι, λοιπόν, σε αυτό που μπορείς. Κύριος σε κάθε τι είναι αυτός που έχει τη δύναμη να παρέχει ή να απομακρύνει αυτό που ο ίδιος θέλει ή δεν θέλει. Όποιος, λοιπόν, θέλει να είναι ελεύθερος, δεν επιθυμεί και δεν αφαιρεί κάτι που βρίσκεται στον έλεγχο άλλων: διαφορετικά. αναπόφευκτα είναι σκλάβος.

Παρατήρησε πως όταν βλέπεις αξιότιμους ή ισχυρούς άντρες ή τον τρόπο με τον οποίο είναι φημισμένοι και δοξασμένοι, η εμφάνισή τους δεν σου κάνει εντύπωση ώστε να θεωρήσεις ότι είναι περιπετειώδεις και ευτυχισμένοι. Γιατί, αν η ουσία του καλού βρίσκεται στα πράγματα που είναι στην ευχέρειά μας, δεν πρέπει να υπάρχουν ούτε ο φθόνος ούτε η ζήλια. Κι εσύ, σε ό,τι σε αφορά, δεν θα θέλεις να είσαι ούτε αρχηγός στρατού ούτε πρόεδρος συμβουλίου ούτε πρόξενος, αλλά ελεύθερος: και προς αυτό υπάρχει μόνο ένας δρόμος, που είναι να μην ασχολούμαστε με τα πράγματα που δεν ανήκουν στη δύναμή μας.

10 πράγματα για την ελληνική επανάσταση

1. Οι Έλληνες δεν ήταν οι πρώτοι που επαναστάτησαν ενάντια στους Οθωμανούς

Η Ελληνική Επανάσταση, που ξεκίνησε το 1821 και τελείωσε το 1830 με την αναγνώριση εθνικού ανεξάρτητου κράτους με το όνομα Ελλάς, είναι η δεύτερη στα Βαλκάνια. Την πρώτη την έκαναν οι Σέρβοι το 1804. Είχαν αρχηγό τους τον Γεώργιο Πέτροβιτς Καραγκεόργεβιτς, τον Καραγιώργη της Σερβίας, τον οποίον τιμούμε με δρόμο στην πρωτεύουσά μας επειδή υπήρξε σημαντική προσωπικότητα που έπαιξε ρόλο και στα ελληνικά πράγματα. Η σερβική επανάσταση ήταν μακρόσυρτη, ολοκληρώθηκε το 1830, αλλά με αυτονομία. Δηλαδή προέκυψε ένα αυτόνομο κράτος και όχι ανεξάρτητο, όπως αργότερα το Ελληνικό.

Η επανάστασή τους δεν έμοιαζε πολύ με τη δική μας, διότι αυτών ξεκίνησε ως εξέγερση και εξελίχθηκε σε επανάσταση. Κατά την έκρηξη, δηλαδή, των γεγονότων, δεν είχαν εθνικό διακύβευμα στον νου τους, καθώς ξεκίνησαν διαμαρτυρόμενοι για την αθέτηση προνομίων που τους είχε παραχωρήσει η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τελικά η διαμαρτυρία έγινε επανάσταση. Αντίθετα, η ελληνική ξεκίνησε προετοιμασμένη ως τέτοια.

Τέλος η σερβική συνέβη μέσα στους ναπολεόντειους πολέμους, ενώ η ελληνική μετά τους ναπολεόντειους πολέμους. Έχει σημασία αυτό, μια και το συνολικό σκηνικό ήταν διαφορετικό στις δύο περιπτώσεις.

2. Η Ελλάδα ήταν το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος στην ανατολική Μεσόγειο.

Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο ανεξάρτητο εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε αποκοπτόμενο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτό ήταν μεγάλη τομή, αν σκεφθεί κανείς ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία επί αιώνες ήταν νικηφόρα, κι αν έχανε εδάφη -που έχανε δύσκολα- ήταν προς όφελος μιας άλλη χώρας, που έπαιρνε τις περιοχές. Και τώρα έρχεται ένα τμήμα της –όχι μεγάλο βέβαια, διότι ήταν μικρά τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους– και γίνεται ανεξάρτητο κράτος. Αυτό το γεγονός επηρέασε τις εξελίξεις διότι οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι θεώρησαν το ελληνικό παράδειγμα πρότυπο για την δική τους εθνική πορεία κατά το δεύτερο μισό του 19ου και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.

Ο 19ος αιώνας ονομάζεται «ο αιώνας του εθνισμού», της τάσης των λαών να αποκοπούν από τις αυτοκρατορίες και να δημιουργήσουν δικά τους ανεξάρτητα κράτη. Σε αυτό οι Έλληνες είναι μπροστά παγκοσμίως, καθώς στην ίδια περίπου εποχή, με αρχηγούς άτομα σαν τον Σιμόν Μπολιβάρ, επαναστατικά γεγονότα γίνονται και στη Λατινική Αμερική, ενάντια στους Ισπανούς, και διαμορφώνονται τα σημερινά εθνικά κράτη στην εκεί περιοχή.

3. Κύρια αιτία της ελληνικής πρωτοπορίας: η παιδεία

Καίριος λόγος για το γεγονός ότι οι Έλληνες προηγήθηκαν ως προς την εθνική τους επανάσταση είναι ότι είχαν την πιο διαδεδομένη και σημαντική παιδεία στα Βαλκάνια, και μία γλώσσα με θαυμαστά χαρακτηριστικά πλούτου και διάρκειας. Η ελληνική γλώσσα, η κινεζική και η χίντι των Ινδών είναι οι μοναδικές ζώσες γλώσσες ανάμεσα στις περισσότερες από τις σημερινές περίπου 6.000 γλώσσες της γης, που την πορεία τους παρακολουθεί κανείς γραπτά επί σχεδόν 4.000 χρόνια. Υπήρξε δε, και ακόμα είναι, η γλώσσα της παρασιτικής Ορθοδοξίας. Ξεκίνησε ως γλώσσα ολόκληρου του Χριστιανισμού και παρέμεινε για πολλούς αιώνες η κύρια γλώσσα της Ορθοδοξίας, γι’ αυτό και οι Ορθόδοξοι, ανεξαρτήτως καταγωγής, λέγονται παγκοσμίως Greek Orthodox, μια και τα τέσσερα πατριαρχεία της Ανατολής μιλούσαν ελληνικά – και ακόμα μιλούν, εκτός από αυτό της Αντιοχείας που πρόσφατα υιοθέτησε τα αραβικά.
 
Το λέω αυτό διότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν θεοκρατική, σε χώριζε ανάλογα με το θρήσκευμά σου. Εξ αυτού, το γεγονός ότι τα εκατομμύρια των Χριστιανών Ορθοδόξων των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής διοικούνταν από ελληνόφωνα Πατριαρχεία προσέθετε μεγάλο ειδικό βάρος στη σπουδαία αυτή γλώσσα. Και στην παιδεία της.

Κατά τον 17ο, 18ο και 19ον αιώνα, οι Έλληνες είχαν τα περισσότερα και καλύτερα σχολεία από κάθε άλλον Χριστιανικό Ορθόδοξο λαό στη Βαλκανική. Όχι κρυφά σχολεία, αντίθετα, ολοφάνερα, και δυναμικά. Εξ αυτού είχαν εγγράμματους, μορφωμένους και λογίους. Πίσω από το επίτευγμα αυτό, κατά τους ίδιους αιώνες, κρύβεται η επίδοσή τους στο χερσαίο και το θαλασσινό εμπόριο που τους έφερνε σε επαφή με Δύση και με Ανατολή, ενισχύοντας την αυτοπεποίθησή τους, την ώρα που έφερνε γνώσεις και εμπειρίες, στον καιρό του εθνισμού.

4. Επαναστατήσαμε λόγω υπεροχής

Αυτό που συνήθως λέγεται είναι πως οι Έλληνες ξεκίνησαν το 1821 την επανάστασή τους απελπισμένοι από τα 400 χρόνια σκλαβιάς. Τούτο φυσικά ισχύει, αλλά παράλληλα ίσχυαν και άλλες πραγματικότητες. Αυτές υπογραμμίζει και ο Σπυρίδωνας Τρικούπης, ο πατέρας του Χαριλάου Τρικούπη, ο οποίος ήταν στέλεχος της Επανάστασης του 1821, λόγιος από το Μεσολόγγι, που όταν τελείωσε η Επανάσταση συνέγραψε την Ιστορία της. Στο προοίμιο του πολύτιμου αυτού έργου του ο Τρικούπης, αναφερόμενος στα αίτια της Επανάστασης, τα τοποθετεί στο γεγονός ότι οι Έλληνες, παρότι «δεσποζόμενοι», υπερείχαν και προόδευαν, ενώ οι Τούρκοι, παρότι «δεσπόζοντες» παρέμεναν στάσιμοι. Στο γεγονός δηλαδή ότι οι Έλληνες είχαν αποκτήσει αυτοπεποίθηση λόγω των επιδόσεών τους στα γράμματα, στο εμπόριο κ.λπ. και εξ αυτού αισθάνθηκαν ότι ήρθε ή ώρα να κάνουν την Επανάσταση. Ότι μπορούσαν να κάνουν την Επανάσταση. Και ότι είχαν πιθανότητες να τα βγάλουν επιτυχώς πέρα.

5. Ο Φιλελληνισμός και η σύνδεση της Επανάστασης με τη Δύση

Ο Φιλελληνισμός που εκδηλώθηκε κατά την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία. Κανένας λαός δεν θα μπορούσε, σε τέτοια κρίσιμη ώρα, να έχει το προνόμιο που είχαν οι Έλληνες, οι οποίοι ήσαν γνωστοί χάρη στους προγόνους τους, που οι λαοί της Ευρώπης από τον 14ο ήδη αιώνα θαύμαζαν και μελετούσαν. Ο αγώνας των Σέρβων για παράδειγμα, δεν προξένησε τέτοιο κίνημα, γιατί οι Σέρβοι ήταν σχεδόν άγνωστοι για τους Ευρωπαίους. Αντίθετα, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί, όταν πληροφορήθηκαν τον Αγώνα των Ελλήνων, συγκινήθηκαν βαθιά νιώθοντας ότι τους αφορούσε, μια και οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούνταν από τον δυτικό κόσμο η βάση των ιδεών και του πολιτισμού του. Το γεγονός ότι όσο πιο μορφωμένος –άρα, κατά κανόνα, και κοινωνικά πιο ισχυρός και πιο ευκατάστατος– τόσο πιο ελληνομαθής, είχε σημασία στα πράγματα γιατί ισχυρά άτομα στάθηκαν στο πλευρό των Ελλήνων σε πολλές κοινωνίες της Ευρώπης και της Αμερικής την εποχή αυτή. Αυτό έκανε τη διαφορά στην Ελληνική Επανάσταση μια και, από ένα σημείο και πέρα, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία στάθηκαν υπέρ των Ελλήνων και αποφάσισαν πως θα δημιουργηθεί ένα ελληνικό κράτος που θα είναι ανεξάρτητο. Κάτι που δεν έζησαν οι Σέρβοι, με αποτέλεσμα να γίνουν ανεξάρτητοι πολύ αργότερα, προς το τέλος του 19ου αιώνα, αρχές του 20ού.

Ο Φιλελληνισμός είχε δύο σκέλη: αυτούς που ήρθαν να πολεμήσουν δίπλα στους Έλληνες και αυτούς που δρούσαν υπέρ των Ελλήνων από τις πατρίδες τους, οργανωμένοι σε φιλελληνικές επιτροπές (κομιτάτα). Μέχρι και 1.200 άτομα ήρθαν από τη Δύση για να πολεμήσουν μαζί με τους Έλληνες – οι περισσότεροι Γερμανοί. Από αυτά τα 1.200 άτομα, περίπου 350 σκοτώθηκαν ή πέθαναν στην Ελλάδα – και πάλι οι περισσότεροι Γερμανοί.

6. Το λαϊκό αίσθημα ήταν φιλορωσικό, όχι φιλοδυτικό.

Η σύνδεσή μας με την Αγγλία κατά την Επανάσταση του 1821 είναι εξαιρετικά σημαντικό στοιχείο της νεότερης Ιστορίας μας, γιατί ερμηνεύει και μία εθνική σχιζοφρένεια που ακόμη μάς συνοδεύει, μετά από 200 χρόνια ζωής. Το γεγονός δηλαδή ότι από το ’21 συνδεθήκαμε με τη Δύση, ενώ ο μέσος Έλληνας ήταν –και σε έναν βαθμό εξακολουθεί να είναι– κατά βάση φιλορώσος και αντιδυτικός. Την ίδια στιγμή όμως ήθελε να θεωρείται δυτικός, αφενός για να προστατεύεται από την ισχυρή Δύση και αφετέρου για να συγκαταλέγεται στους ισχυρούς, πρωτοπόρους, και επιτυχημένους του σύγχρονου κόσμου.

7. Η εχθρότητα «πολιτικών»-«στρατιωτικών».

Eπί 200 χρόνια υπηρετούμε ως κοινωνία ένα σχήμα που δημιουργήθηκε στην Επανάσταση: αυτό της εχθρότητας μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Την επεξεργασία αυτής της πόλωσης ανέλαβαν αργότερα, στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα, κατά κύριο λόγο αριστερής κατεύθυνσης συγγραφείς, σαν τον Γιάννη Κορδάτο, οι οποίοι εξήγησαν ότι οι «κακοί πολιτικοί» πήραν στα χέρια τους την επανάσταση και αδίκησαν τους «καλούς στρατιωτικούς». Και αυτό είναι το αφήγημα που έχει περάσει για την Επανάσταση του '21. Αν ρωτήσει κανείς τον μέσο Έλληνα ποιος ήταν ο καλός της επανάστασης, θα πει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ποιος ήταν ο κακός, θα πει ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Η αντίληψη αυτή πρώτα πρώτα βασίζεται σε κάτι πραγματικό: ότι κατά την επανάσταση, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ «πολιτικών» και «στρατιωτικών». Έπειτα, στην επανάσταση την ίδια, ο μέσος απλός άνθρωπος καταλάβαινε περισσότερο τον Κολοκοτρώνη και τη στάση του, παρά τον Μαυροκορδάτο, μια και ο δεύτερος ήταν ένας Ευρωπαίος πολιτικός ενώ ο Κολοκοτρώνης ένας δικός του άνθρωπος, σαν τον ίδιο.

Όμως στο γεγονός ότι γίναμε ανεξάρτητο κράτος μεγάλο ρόλο έπαιξαν τόσο οι στρατιωτικοί όσο και οι πολιτικοί. Ανάμεσα στα άλλα, οι «πολιτικοί» κράτησαν και το διπλωματικό σκέλος των πραγμάτων του Αγώνα. Αν δεν ήταν αυτοί, πιθανά θα είχαμε γίνει αυτόνομο κράτος, όχι ανεξάρτητο. Θα ανήκαμε, δηλαδή, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα της πληρώναμε φόρους, στα εσωτερικά μας θα είχαμε ευρείες ελευθερίες, δεν θα είχαμε δικό μας στρατό ούτε δική μας εξωτερική πολιτική.

Γενικά, η Επανάσταση του 1821 ιδεολογικοποιήθηκε πολύ τα 200 χρόνια που κύλησαν. Όλες οι πολιτικές πλευρές τη διεκδίκησαν ως δική τους και, φυσικά, το ίδιο έκανε η Εκκλησία.

8. Οι εμφύλιοι πόλεμοι.

Βασικό χαρακτηριστικό της Επανάστασης του '21 είναι και οι μεγάλης κλίμακας εσωτερικές συγκρούσεις, που πήραν τον χαρακτήρα εμφυλίου. Στην ουσία, όλο το 1824 ήταν χρονιά εμφυλίου πολέμου. Αυτό που οδήγησε την επανάσταση σε δύο κύκλους εμφυλίων ήταν η επιδίωξη του Θ. Κολοκοτρώνη να την ελέγξει πολιτικά. Τελικά, ο Κολοκοτρώνης και οι Πελοποννήσιοι ηττήθηκαν, γι’ αυτό και φυλακίστηκαν από τους αντιπάλους τους το 1825 στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, στην Ύδρα.

Ο Κολοκοτρώνης μπήκε στη διαδικασία διεκδίκησης της εξουσίας εκ μέρους των «στρατιωτικών» στηριγμένος στο γεγονός ότι είχε νικήσει, το καλοκαίρι του 1822, τον Δράμαλη στα Δερβενάκια, κάτι που εκτίναξε το κύρος και τη δύναμη του ίδιου, αλλά και των «στρατιωτικών» απέναντι στους «πολιτικούς». Με τις κινήσεις του να ελέγξει την Εθνοσυνέλευση του Άστρους, κατηγορήθηκε ότι επεδίωκε να εγκαθιδρύσει «γκοβέρνο μιλιτάρε», δηλαδή στρατιωτική κυβέρνηση. Θα μπορούσε να είχε επιτύχει, αλλά χειρίστηκε το πράγμα αφρόνως και τελικά απέτυχε, την ίδια ώρα που ο Ιμπραήμ και οι Αιγύπτιοι έμοιαζε πως συνέτριβαν την Επανάσταση, με μεγάλο κίνδυνο να ακολουθήσει γενική σφαγή.

Εδώ έχουμε μία πραγματικότητα που αξίζει προβληματισμού: το γεγονός δηλαδή ότι ένας άνθρωπος, ο οποίος πράγματι στα Δερβενάκια έσωσε την Επανάσταση, δρα μετά με τρόπο βλαπτικό για αυτήν, όπως αργότερα έπραξε και ο Μιαούλης, ο μέγιστος των Ελλήνων ναυτικών της Επανάστασης, ο οποίος, αντιπολιτευόμενος τον Καποδίστρια, έκαψε στον Πόρο τον ελληνικό στόλο το 1831.

Στην πραγματικότητα ο Εμφύλιος δεν σταμάτησε το 1825, παρά υπέβοσκε και τα επόμενα χρόνια, αναζωπυρώθηκε μετά το 1830 ως αντιπολίτευση στον Καποδίστρια, κορυφώθηκε το 1831 μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη, για να πάψει το 1833 με την έλευση της Αντιβασιλείας και του ενόπλου βαυαρικού σώματος που τη συνόδευε.

9. «Ετερόχθονες» και «αυτόχθονες»

Άλλη μία πόλωση της Επανάστασης υπήρξε εκείνη μεταξύ «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων». Ετερόχθονες θεωρούνταν οι Έλληνες που ήρθαν από αλλού στα σημεία που κρατήθηκε η Επανάσταση – δηλαδή στην Πελοπόννησο, στη Στερεά και σε κάποια νησιά. Αυτοί ήρθαν να πολεμήσουν, μαζί με τους αδελφούς τους, για την ελληνική υπόθεση, ωστόσο Πελοποννήσιοι και Στερεοελλαδίτες τους θεωρούσαν «ετερόχθονες», δηλαδή από άλλη χθόνα, άλλη γη, και τους αντιμετώπιζαν εχθρικά κατηγορώντας τους ότι ήρθαν ακόπως για να τους πάρουν τις δουλειές και τα αξιώματα.

Η διάσταση αυτή διατηρήθηκε επί μακρόν στην ελληνική πολιτική ζωή, μέχρι και τη δεκαετία του 1840. Πάντως, έχει ενδιαφέρον ότι στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, τον Ιανουάριο του 1822, οι Έλληνες ψήφισαν ως πρώτο πρωθυπουργό τους έναν «ετερόχθονα», τον μεγάλης μόρφωσης και ικανοτήτων Φαναριώτη Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο. Το δε 1827, στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, ως πρώτο Κυβερνήτη τους επέλεξαν τον επτανήσιο Ιωάννη Καποδίστρια, επίσης «ετερόχθονα», άνθρωπο εντυπωσιακών ικανοτήτων, παιδείας και ήθους.

10. Αποκοπή από το Πατριαρχείο.

Μεγάλης σημασίας είναι τέλος η αποκοπή των Ελλήνων από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Τούτο, όπως και η σύνδεση των Ελλήνων με τη Δύση καθώς και τα εντυπωσιακά, δυτικού τύπου, Συντάγματα που ο Αγώνας υιοθέτησε, δικαιολογούν το γεγονός ότι ο Πόλεμος της Ελληνικής Εθνικής Ανεξαρτησίας θεωρείται Επανάσταση, μια και συνιστούν πολιτικές ανατροπές μεγάλης κλίμακας και εύρους.

Η αποκοπή της Εκκλησίας των επαναστατημένων περιοχών συνέβη αμέσως με την έκρηξη του Αγώνα, σαν να ήταν αυτονόητη, και διατηρήθηκε όλα τα χρόνια μέχρι και το 1833, οπότε το πράγμα έγινε επίσημο με την αναγνώριση το 1850 της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος – με την οποία και πορευόμαστε μέχρι σήμερα. Στη διάρκεια του Αγώνα, τα θέματα της Εκκλησίας λύνονταν από το κράτος μέσω του «Μινιστερίου της Λατρείας» και τον αντίστοιχο υπουργό, τον Μινίστρο της Λατρείας. Με τον τρόπον αυτό, η θρησκεία υπετάγη στο κράτος –στο εθνικό κράτος– κάτι που συνοδεύει τα πράγματα μέχρι σήμερα.

Οι Έλληνες στην επανάστασή τους δημιούργησαν ένα εθνικό σχήμα ελέγχου της Εκκλησίας τους. Τούτο συνέβη, στη συνέχεια, με όλα τα Χριστιανικά Ορθόδοξα κράτη της Βαλκανικής όταν απέκτησαν την ανεξαρτησία τους, καθώς έσπευσαν –και αυτά– να αποκοπούν από το Τουρκόφιλο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, με δικούς τους, μάλιστα, Πατριάρχες. Στη βάση των εξελίξεων αυτών βρίσκεται το γεγονός ότι πολιτικός προϊστάμενος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ήταν επί Βυζαντίου ο αυτοκράτορας, επί δε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο σουλτάνος. Έχοντας δημιουργήσει δικό σου ανεξάρτητο εθνικό κράτος, εάν ο εθνοπροδοτικός κλήρος σου παρέμενε διοικητικά συνδεδεμένος με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τότε, εμμέσως, ο σουλτάνος θα είχε λόγο στα δικά σου πράγματα. Και τούτο δεν επιθυμούσε κανένα βαλκανικό κράτος την ώρα της εθνικής δημιουργίας του.

Σκέφτομαι, άρα υπάρχω

Ο Ντεκάρτ (1596-1650), (είναι) ο πατέρας της υποκειμενικής και ιδεαλιστικής παράδοσης της σύγχρονης φιλοσοφίας.

Για τους Γάλλους οπαδούς του αλλά και για τους Άγγλους αντιπάλους του, η κύρια ιδέα του Ντεκάρτ ήταν η υπεροχή της συνείδησης – η φαινομενικά προφανής θέση του ότι η νόηση γνωρίζει τον εαυτό της πιο άμεσα από όσο μπορεί να γνωρίσει οτιδήποτε άλλο· ότι γνωρίζει τον «εξωτερικό κόσμο» μόνο από το αποτύπωμα που αφήνει αυτός πάνω στη νόηση μέσα από τις αισθήσεις και την αντίληψη· ότι, κατά συνέπεια, κάθε φιλοσοφία (αν και οφείλει να αμφιβάλλει για όλα τα άλλα) πρέπει να έχει ως αφετηρία την ατομική νόηση και τον εαυτό, και να διατυπώνει το πρώτο της επιχείρημα με τρεις λέξεις: «Σκέφτομαι, άρα υπάρχω» (Cogito, ergo sum).

Σε όλο του το έργο, η αλήθεια επιβάλλεται ως κάτι το προφανές που δεν μπορούμε να το αρνηθούμε, μόλις την ανταμώσουμε εν πλήρει διαυγεία. Το σφάλμα είναι συνέπεια σπουδής: είπαμε «ναι» πάρα πολύ γρήγορα σε μια απεικόνιση που δεν ήταν ακόμη σαφής και ξεκάθαρη. Απομένει να αναρωτηθούμε: ποια διαπίστωση, λοιπόν, είναι επαρκώς σαφής και ξεκάθαρη ώστε να μπορούμε με απόλυτη βεβαιότητα, να δηλώσουμε πως είναι αληθής; Κρίσιμο ερώτημα, διότι θα μπορούσε, στο κάτω κάτω, να μην υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε που να είναι απολύτως βέβαιο – περίπτωση στην οποία θα έπρεπε να παραιτηθούμε από τη γνώση, από την αλήθεια, από τη φιλοσοφία.

Σε τούτη την αναζήτηση για την ανεύρεση τουλάχιστον μιας αδιαμφισβήτητης αλήθειας, ο Καρτέσιος επιδίδεται στη μεγέθυνση ισχύος της αμφιβολίας. Καλή μέθοδος: όσο πιο ισχυρή είναι η αμφιβολία τόσο πιο στέρεο θα είναι αυτό που θα της αντισταθεί – αν κάτι μπορέσει να αντέξει. Είτε όλα βυθίζονται στην αβεβαιότητα είτε ένας βράχος παραμένει ένα σταθερό σημείο που θα μπορούμε να το λέμε ακλόνητο.

Έστω και αν η σκέψη μου κατευθύνεται, εξαπατώμενη ακόμη και στον ύπνο μου, έστω και αν ο εξωτερικός κόσμος δεν υπάρχει και το κορμί μου είναι μια αυταπάτη, απομένει ως απολύτως βέβαιο ότι το σκέπτομαι. Σκέπτομαι ίσως λανθασμένα και εν ονείρω, ωστόσο σκέπτομαι (cogito, στα λατινικά)· αυτό είναι κάτι το αδιαμφισβήτητο, μιας απόλυτης βεβαιότητας.

Το θέμα, λοιπόν, είναι να αρχίσουμε με τη διάλυση του κόσμου –να θέσουμε τα πάντα εν αμφιβόλω μέχρι τη μυστικότητα της σκέψης- κινδυνεύοντας να δούμε τα πάντα να σκοτεινιάζουν και να καταρρέουν δια παντός. Και πάνω σε μια μόνο αλήθεια –«σκέπτομαι»- που εμφανίζεται ως άφθαρτη, αναλλοίωτη, η οποία όμως καταρχήν είναι μόνο σημειακή και σποραδική, θα χρειαστεί να ανοικοδομήσουμε τα πάντα. Θα χρειαστεί να αφαιρέσουμε τον Θεό, τη δυνατότητα να γνωρίζουμε την ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου, την πραγματικότητα του σώματος, τη διάκριση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Ο Καρτέσιος κρατά το βράχο που αναζητούσε. Απάνω σ’ αυτή την πέτρα χτίζει τη φιλοσοφία του.

ΛΟΓΓΟΣ: Τὰ κατὰ Δάφνιν καὶ Χλόην (1.21.1-1.23.3)

[1.21.1] Χρόνος ὀλίγος διαγίνεται καὶ Χλόη κατήλαυνε τὰς ἀγέλας εἰς τὴν πηγήν, καταλιποῦσα τὸν Δάφνιν φυλλάδα χλωρὰν κόπτοντα τοῖς ἐρίφοις τροφὴν μετὰ τὴν νομήν. [1.21.2] Καὶ οἱ κύνες οἱ τῶν προβάτων ἐπὶ φυλακὴν καὶ τῶν αἰγῶν ἑπόμενοι, οἵα δὴ κυνῶν ἐν ῥινηλασίαις περιεργία, κινούμενον τὸν Δόρκωνα πρὸς τὴν ἐπίθεσιν τῆς κόρης φωράσαντες, πικρὸν μάλα ὑλακτήσαντες ὥρμησαν ὡς ἐπὶ λύκον· καὶ περισχόντες, πρὶν ὅλως ἀναστῆναι δι᾽ ἔκπληξιν, ἔδακνον κατὰ τοῦ δέρματος. [1.21.3] Τέως μὲν οὖν τὸν ἔλεγχον φοβούμενος καὶ ὑπὸ τοῦ δέρματος ἐπισκέποντος φρουρούμενος ἔκειτο σιωπῶν ἐν τῇ λόχμῃ· ἐπεὶ δὲ ἥ τε Χλόη πρὸς τὴν πρώτην θέαν διαταραχθεῖσα τὸν Δάφνιν ἐκάλει βοηθόν, οἵ τε κύνες περισπῶντες τὸ δέρμα τοῦ σώματος ἥπτοντο αὐτοῦ, μέγα οἰμώξας ἱκέτευε βοηθεῖν τὴν κόρην καὶ τὸν Δάφνιν ἤδη παρόντα. [1.21.4] Τοὺς μὲν δὴ κύνας ἀνακαλέσαντες συνήθως ταχέως ἡμέρωσαν, τὸν δὲ Δόρκωνα κατά τε μηρῶν καὶ ὤμων δεδηγμένον ἀγαγόντες ἐπὶ τὴν πηγὴν ἀπένιψαν τὰ δήγματα, ἵνα ἦσαν τῶν ὀδόντων αἱ ἐμβολαί, καὶ διαμασησάμενοι φλοιὸν χλωρὸν πτελέας ἐπέπασαν· [1.21.5] ὑπό τε ἀπειρίας ἐρωτικῶν τολμημάτων ποιμενικὴν παιδιὰν νομίζοντες τὴν ἐπιβολὴν τοῦ δέρματος, οὐδὲν ὀργισθέντες, ἀλλὰ καὶ παραμυθησάμενοι καὶ μέχρι τινὸς χειραγωγήσαντες ἀπέπεμψαν.
[1.22.1] Καὶ ὁ μὲν κινδύνου παρὰ τοσοῦτον ἐλθὼν καὶ σωθεὶς ἐκ κυνός, οὐ λύκου, φασί, στόματος, ἐθεράπευε τὸ σῶμα· ὁ δὲ Δάφνις καὶ ἡ Χλόη κάματον πολὺν ἔσχον μέχρι νυκτὸς τὰς αἶγας καὶ τὰς ὄϊς συλλέγοντες· [1.22.2] ὑπὸ γὰρ τοῦ δέρματος πτοηθεῖσαι καὶ ὑπὸ τῶν κυνῶν ὑλακτησάντων ταραχθεῖσαι, αἱ μὲν εἰς πέτρας ἀνέδραμον, αἱ δὲ μέχρι καὶ τῆς θαλάσσης αὐτῆς κατέδραμον. Καίτοι γε πεπαίδευντο καὶ φωνῇ πείθεσθαι καὶ σύριγγι θέλγεσθαι καὶ χειρὸς πλαταγῇ συλλέγεσθαι· ἀλλὰ τότε πάντων αὐταῖς ὁ φόβος λήθην ἐνέβαλε. [1.22.3] Καὶ μόλις ὥσπερ λαγὼς ἐκ τῶν ἰχνῶν εὑρίσκοντες εἰς τὰς ἐπαύλεις ἤγαγον. Ἐκείνης μόνης τῆς νυκτὸς ἐκοιμήθησαν βαθὺν ὕπνον καὶ τῆς ἐρωτικῆς λύπης φάρμακον τὸν κάματον ἔσχον. [1.22.4] Αὖθις δὲ ἡμέρας ἐπελθούσης, πάλιν ἔπασχον παραπλήσια. Ἔχαιρον ἰδόντες, ἐλυποῦντο ἀπαλλαγέντες, ἤλγουν, ἤθελόν τι, ἠγνόουν ὅ τι θέλουσι. Τοῦτο μόνον ᾔδεσαν ὅτι τὸν μὲν φίλημα, τὴν δὲ λουτρὸν ἀπώλεσεν.
[1.23.1] Ἐξέκαε δὲ αὐτοὺς καὶ ἡ ὥρα τοῦ ἔτους. Ἦρος ἦν ἤδη τέλος καὶ θέρους ἀρχή, καὶ πάντα ἐν ἀκμῇ· δένδρα ἐν καρποῖς, πεδία ἐν ληΐοις. Ἡδεῖα μὲν τεττίγων ἠχή, γλυκεῖα δὲ ὀπώρας ὀδμή, τερπνὴ δὲ ποιμνίων βληχή. [1.23.2] Εἴκασεν ἄν τις καὶ τοὺς ποταμοὺς ᾄδειν ἠρέμα ῥέοντας καὶ τοὺς ἀνέμους συρίττειν ταῖς πίτυσιν ἐμπνέοντας καὶ τὰ μῆλα ἐρῶντα πίπτειν χαμαὶ καὶ τὸν ἥλιον φιλόκαλον ὄντα πάντας ἀποδύειν. Ὁ μὲν δὴ Δάφνις θαλπόμενος τούτοις ἅπασιν εἰς τοὺς ποταμοὺς ἐνέβαινε, καὶ ποτὲ μὲν ἐλούετο, ποτὲ δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τοὺς ἐνδινεύοντας ἐθήρα· πολλάκις δὲ καὶ ἔπινεν, ὡς τὸ ἔνδοθεν καῦμα σβέσων. [1.23.3] Ἡ δὲ Χλόη μετὰ τὸ ἀμέλξαι τὰς ὄϊς καὶ τῶν αἰγῶν τὰς πολλὰς ἐπὶ πολὺν μὲν χρόνον εἶχε πηγνῦσα τὸ γάλα· δειναὶ γὰρ αἱ μυῖαι λυπῆσαι καὶ δακεῖν, εἰ διώκοιντο· τὸ δὲ ἐντεῦθεν ἀπολουσαμένη τὸ πρόσωπον πίτυος ἐστεφανοῦτο κλάδοις καὶ τῇ νεβρίδι ἐζώννυτο καὶ τὸν γαυλὸν ἀναπλήσασα οἴνου καὶ γάλακτος κοινὸν μετὰ τοῦ Δάφνιδος ποτὸν εἶχε.

***
[1.21.1] Ύστερα από λίγη ώρα η Χλόη άφησε τον Δάφνη να κόβει φρέσκες φυλλωσιές, για συμπλήρωμα της βοσκής των μικρών γιδιών, και κατέβασε τα κοπάδια προς την πηγή. [1.21.2] Τα μαντρόσκυλα που ακολουθούσαν τα γιδοπρόβατα και που οσμίζονταν εδώ κι εκεί, καθώς το συνηθίζουν τα σκυλιά, ένιωσαν τον Δόρκωνα που σίμωνε για να ριχτεί στη Χλόη και, παίρνοντάς τον για λύκο, όρμησαν καταπάνω του γαβγίζοντας λυσσασμένα. Εκείνος σάστισε, και πριν προλάβει ν᾽ ανασηκωθεί τον είχαν περικυκλώσει και δαγκάναν τη λυκοπροβιά. [1.21.3] Στην αρχή ο Δόρκων, από ντροπή μην τον καταλάβουν και προστατευμένος από την προβιά, έμεινε πλαγιασμένος κι άφωνος μέσα στους θάμνους. Όταν όμως η Χλόη, πάνω στην πρώτη ταραχή που της προκάλεσε το θέαμα, φώναξε τον Δάφνη για βοήθεια, και συνάμα τα σκυλιά άρχισαν να βγάζουν την προβιά από πάνω του και να ρίχνονται στον ίδιον, έσκουξε δυνατά γυρεύοντας βοήθεια από το κορίτσι κι από τον Δάφνη που μόλις είχε φτάσει. [1.21.4] Εκείνοι φώναξαν τα σκυλιά με το συνηθισμένο τους τρόπο και τα ησύχασαν ευθύς. Κατόπι οδήγησαν τον Δόρκωνα στην πηγή, γιατί είχε δαγκωματιές στα πόδια και στους ώμους, του ᾽πλυναν τις πληγές εκεί όπου είχαν μπει τα δόντια των σκυλιών και τις σκέπασαν με φρέσκο φλούδι φτελιάς, αφού το μάσησαν. [1.21.5] Καθώς δεν ήξεραν από ερωτικά τερτίπια, νόμισαν ότι το μασκάρεμα με τη λυκοπροβιά δεν ήταν παρά τσοπάνικο χωρατό, και καθόλου δεν του θύμωσαν· ίσα-ίσα τον παρηγόρησαν, τον βοήθησαν να περπατήσει ως λίγο παραπέρα και τέλος τον άφησαν.
[1.22.1] Ύστερα από το μεγάλο κίνδυνο που τόσο φτηνά γλίτωσε —όχι από το στόμα του λύκου, κατά πώς λένε, αλλά του σκυλιού— ο Δόρκων πήγε να περιποιηθεί τις λαβωματιές του. Ο Δάφνης κι η Χλόη ωστόσο κουράστηκαν πολύ, ώσπου να νυχτώσει, για να περιμαζέψουν τα γιδοπρόβατα. [1.22.2] Τόσο πολύ είχαν τρομάξει από τη λυκοπροβιά κι από τα γαβγίσματα των σκυλιών, ώστε άλλα είχαν σκαρφαλώσει πάνω στα βράχια κι άλλα είχαν τρέξει ως την παραλία. Ενώ ήταν μαθημένα και σε φωνή να υπακούνε, και να γαληνεύουν με τη φλογέρα, και να συγκεντρώνονται ακούγοντας παλαμάκια, σε κείνη την περίσταση ο φόβος τα ᾽κανε να τα ξεχάσουν όλα· [1.22.3] χρειάστηκε ν᾽ ακολουθήσουν τα παιδιά τ᾽ αχνάρια τους σα να ᾽τανε λαγοί για να τα βρουν και να τα γυρίσουν πίσω στις στάνες. Εκείνη τη νύχτα, κατ᾽ εξαίρεση, κοιμήθηκαν βαθιά — η κούραση τους έγιανε τον ερωτικό καημό. [1.22.4] Μόλις ξημέρωσε όμως άρχισαν τα ίδια βάσανα: χαρούμενοι στο συναπάντημα, θλιμμένοι στον αποχωρισμό, υπόφερναν γιατί κάτι επιθυμούσαν και δεν ήξεραν τί ήταν. Τόσο μόνο ξέρανε, ότι για τον Δάφνη είχε σταθεί μοιραίο ένα φιλί, για τη Χλόη ένα λουτρό.
[1.23.1] Τους πύρωνε ακόμα πιο πολύ κι η εποχή του χρόνου: τέλειωνε η άνοιξη κι έμπαινε το καλοκαίρι. Φούντωναν τα δέντρα από καρπό, οι κάμποι από σπαρτά. Γλυκολαλούσαν τα τζιτζίκια, μοσχομύριζαν οι καρποί, μελωδικά βελάζαν τα κοπάδια. [1.23.2] Θα ᾽λεγες πως τραγουδούσαν ως και τα ποτάμια καθώς κυλούσαν ήρεμα, ως κι ο αγέρας καθώς εσφύριζε μέσα στις κουκουναριές. Ερωτοχτυπημένα έμοιαζαν να πέφτουνε τα μήλα καταγής, από αγάπη για την ομορφιά να γυμνώνει καθετί ο ήλιος. Όλα τούτα φλόγιζαν τον Δάφνη. Βουτούσε στα ποτάμια, πότε για να λουστεί και πότε για να πιάσει τα ψάρια που στριφογύριζαν μέσα τους. Πολλές φορές έπινε νερό, πασκίζοντας να σβήσει τη φωτιά που του έκαιγε τα σωθικά. [1.23.3] Στο μεταξύ η Χλόη άρμεγε τις προβατίνες και τις περισσότερες γίδες, κι έπειτα της έμενε ακόμα πολλή δουλειά ώσπου να πήξει το γάλα. (Ήταν και οι μύγες, οι ανυπόφορες, που όσο τις έδιωχνε τόσο χειρότερα τσιμπούσαν.) Κατόπι ένιβε το πρόσωπό της, στεφανωνόταν με κλαρί κουκουναριάς, φόραγε την ελαφροπροβιά και γέμιζε την καρδάρα κρασί και γάλα για να ᾽χουν να πίνουν μαζί με τον Δάφνη.