«ὤ μοι, πῇ δή τοι φρένες οἴχονθ᾽, ᾗς τὸ πάρος περ
ἔκλε᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους ξείνους ἠδ᾽ οἷσιν ἀνάσσεις;
πῶς ἐθέλεις ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν ἐλθέμεν οἶος,
ἀνδρὸς ἐς ὀφθαλμούς, ὅς τοι πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς
205 υἱέας ἐξενάριξε· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ.
εἰ γάρ σ᾽ αἱρήσει καὶ ἐσόψεται ὀφθαλμοῖσιν,
ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνὴρ ὅ γε, οὔ σ᾽ ἐλεήσει,
οὐδέ τί σ᾽ αἰδέσεται. νῦν δὲ κλαίωμεν ἄνευθεν
ἥμενοι ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ὥς ποθι Μοῖρα κραταιὴ
210 γιγνομένῳ ἐπένησε λίνῳ, ὅτε μιν τέκον αὐτή,
ἀργίποδας κύνας ἆσαι ἑῶν ἀπάνευθε τοκήων,
ἀνδρὶ πάρα κρατερῷ, τοῦ ἐγὼ μέσον ἧπαρ ἔχοιμι
ἐσθέμεναι προσφῦσα· τότ᾽ ἂν τιτὰ ἔργα γένοιτο
παιδὸς ἐμοῦ, ἐπεὶ οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα,
215 ἀλλὰ πρὸ Τρώων καὶ Τρωϊάδων βαθυκόλπων
ἑσταότ᾽, οὔτε φόβου μεμνημένον οὔτ᾽ ἀλεωρῆς.»
Τὴν δ᾽ αὖτε προσέειπε γέρων Πρίαμος θεοειδής·
«μή μ᾽ ἐθέλοντ᾽ ἰέναι κατερύκανε, μηδέ μοι αὐτὴ
ὄρνις ἐνὶ μεγάροισι κακὸς πέλευ· οὐδέ με πείσεις.
220 εἰ μὲν γάρ τίς μ᾽ ἄλλος ἐπιχθονίων ἐκέλευεν,
ἢ οἳ μάντιές εἰσι θυοσκόοι ἢ ἱερῆες,
ψεῦδός κεν φαῖμεν καὶ νοσφιζοίμεθα μᾶλλον·
νῦν δ᾽, αὐτὸς γὰρ ἄκουσα θεοῦ καὶ ἐσέδρακον ἄντην,
εἶμι, καὶ οὐχ ἅλιον ἔπος ἔσσεται. εἰ δέ μοι αἶσα
225 τεθνάμεναι παρὰ νηυσὶν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων,
βούλομαι· αὐτίκα γάρ με κατακτείνειεν Ἀχιλλεὺς
ἀγκὰς ἑλόντ᾽ ἐμὸν υἱόν, ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον εἵην.»
Ἦ, καὶ φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ᾽ ἀνέῳγεν·
ἔνθεν δώδεκα μὲν περικαλλέας ἔξελε πέπλους,
230 δώδεκα δ᾽ ἁπλοΐδας χλαίνας, τόσσους δὲ τάπητας,
τόσσα δὲ φάρεα λευκά, τόσους δ᾽ ἐπὶ τοῖσι χιτῶνας.
χρυσοῦ δὲ στήσας ἔφερεν δέκα πάντα τάλαντα,
ἐκ δὲ δύ᾽ αἴθωνας τρίποδας, πίσυρας δὲ λέβητας,
ἐκ δὲ δέπας περικαλλές, ὅ οἱ Θρῇκες πόρον ἄνδρες
235 ἐξεσίην ἐλθόντι, μέγα κτέρας· οὐδέ νυ τοῦ περ
φείσατ᾽ ἐνὶ μεγάροις ὁ γέρων, περὶ δ᾽ ἤθελε θυμῷ
λύσασθαι φίλον υἱόν. ὁ δὲ Τρῶας μὲν ἅπαντας
αἰθούσης ἀπέεργεν ἔπεσσ᾽ αἰσχροῖσιν ἐνίσσων·
«ἔρρετε, λωβητῆρες ἐλεγχέες· οὔ νυ καὶ ὑμῖν
240 οἴκοι ἔνεστι γόος, ὅτι μ᾽ ἤλθετε κηδήσοντες;
ἦ ὀνόσασθ᾽ ὅτι μοι Κρονίδης Ζεὺς ἄλγε᾽ ἔδωκε,
παῖδ᾽ ὀλέσαι τὸν ἄριστον; ἀτὰρ γνώσεσθε καὶ ὔμμες·
ῥηΐτεροι γὰρ μᾶλλον Ἀχαιοῖσιν δὴ ἔσεσθε
κείνου τεθνηῶτος ἐναιρέμεν. αὐτὰρ ἔγωγε
245 πρὶν ἀλαπαζομένην τε πόλιν κεραϊζομένην τε
ὀφθαλμοῖσιν ἰδεῖν, βαίην δόμον Ἄϊδος εἴσω.»
Ἦ, καὶ σκηπανίῳ δίεπ᾽ ἀνέρας· οἱ δ᾽ ἴσαν ἔξω
σπερχομένοιο γέροντος· ὁ δ᾽ υἱάσιν οἷσιν ὁμόκλα,
νεικείων Ἕλενόν τε Πάριν τ᾽ Ἀγάθωνά τε δῖον
250 Πάμμονά τ᾽ Ἀντίφονόν τε βοὴν ἀγαθόν τε Πολίτην
Δηΐφοβόν τε καὶ Ἱππόθοον καὶ Δῖον ἀγαυόν·
ἐννέα τοῖς ὁ γεραιὸς ὁμοκλήσας ἐκέλευε·
«σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα, κατηφόνες· αἴθ᾽ ἅμα πάντες
Ἕκτορος ὠφέλετ᾽ ἀντὶ θοῇς ἐπὶ νηυσὶ πεφάσθαι.
255 ὤ μοι ἐγὼ πανάποτμος, ἐπεὶ τέκον υἷας ἀρίστους
Τροίῃ ἐν εὐρείῃ, τῶν δ᾽ οὔ τινά φημι λελεῖφθαι,
Μήστορά τ᾽ ἀντίθεον καὶ Τρωΐλον ἱππιοχάρμην
Ἕκτορά θ᾽, ὃς θεὸς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, οὐδὲ ἐῴκει
ἀνδρός γε θνητοῦ πάϊς ἔμμεναι, ἀλλὰ θεοῖο.
260 τοὺς μὲν ἀπώλεσ᾽ Ἄρης, τὰ δ᾽ ἐλέγχεα πάντα λέλειπται,
ψεῦσταί τ᾽ ὀρχησταί τε, χοροιτυπίῃσιν ἄριστοι,
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων ἐπιδήμιοι ἁρπακτῆρες.
οὐκ ἂν δή μοι ἄμαξαν ἐφοπλίσσαιτε τάχιστα,
ταῦτά τε πάντ᾽ ἐπιθεῖτε, ἵνα πρήσσωμεν ὁδοῖο;»
***
200 Και τότε με ξεφωνητό του απάντησεν η γραία:
«Οϊμέ, πού επήγε η γνώση σου και η φρονιμάδα εκείνη
και εις τους ξένους ξακουστή και σ᾽ όλον τον λαόν σου;
Πώς θέλεις μόνος συ να πας στων Αχαιών τες πρύμνες
τον άνδρα που σου έσφαξε τέκνα πολλά και ανδρεία
205 να ιδείς στα μάτια; Σίδερο είναι η καρδιά σου, ω γέρε.
Και όταν στα χέρια του ευρεθείς, λύπην ή σέβας τάχα
ελπίζεις απ᾽ τον άπιστον εκείνον και ωμοφάγον;
Αλλά στο σπίτι ας μείνομε μακρόθεν να τον κλαίμε,
ότι άμα τον εγέννησα του έχει λινογνέσει
210 η μοίρα η παντοδύναμη τους σκύλους να χορτάσει
απ᾽ τους γονείς του έρημος στα χέρι᾽ ανδρός αγρίου.
Αχ! καρφωμένη επάνω του το σκώτι πέρα πέρα
θα του ᾽τρωγα να πλερωθούν τα πάθια του παιδιού μου.
Ότι δεν μου τον φόνευσεν οπού ψυχομαχούσε,
215 αλλά εκεί που ακλόνητος εμάχονταν να σώσει
τους άνδρες και τες σεβαστές μητέρες της Τρωάδος».
Σ᾽ αυτήν ο θείος Πρίαμος απάντησε και είπε:
«Το θέλω, μη αντιστέκεσαι· κι η ίδια συ στο σπίτι
κακό σημάδι μη γενείς· ποτέ δεν θα με πείσεις·
220 ότι αν απ᾽ άνθρωπον θνητόν το πρόσταγμα είχ᾽ ακούσει
είτ᾽ ιερέας τύχαινεν είτε ιερογνώστης,
πλάν᾽ ημπορούσε να φανεί και αποστροφήν να κάμει·
αλλ᾽ αφού τώρα την θεάν άκουσα εγώ και είδα,
θα πάω και ό,τ᾽ είπα θα γενεί· το στέργω, η μοίρ᾽ αν θέλει,
225 στων χαλκοφόρων Αχαιών τες πρύμνες ν᾽ αποθάνω·
να σφίξω στες αγκάλες μου το άμοιρο παιδί μου
να ξεθυμάνω κλαίοντας και ας με φονεύσει εκείνος».
Είπε και από τ᾽ αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία
σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
230 Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες
και δέκ᾽ ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες
235 του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·
και μηδ᾽ εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε
λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.
Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:
«Ω λώβες, σύρετ᾽ από ᾽δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν
240 λύπην και αυτά και ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;
Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου ᾽δωκε ο Κρονίδης,
να χάσω το καλύτερον απ᾽ όλα τα παιδιά μου;
Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη
όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.
245 Αχ! να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλιν
να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν».
Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος
τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν·
εννέα ήσαν· Έλενος και Πάρις και Αγάθων
250 και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος
Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.
Σ᾽ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,
κακά μου τέκνα, ελεεινά· να ᾽χετε όλοι αντάμα
αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι·
255 οϊμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα
απ᾽ τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν·
πού είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,
ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,
πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,
260 και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν
οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες
και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν᾽ αρπάζουν μαθημένοι·
δεν πάτε να μου ζέψετε τ᾽ αμάξι ευθύς και τούτα
επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»
200 Και τότε με ξεφωνητό του απάντησεν η γραία:
«Οϊμέ, πού επήγε η γνώση σου και η φρονιμάδα εκείνη
και εις τους ξένους ξακουστή και σ᾽ όλον τον λαόν σου;
Πώς θέλεις μόνος συ να πας στων Αχαιών τες πρύμνες
τον άνδρα που σου έσφαξε τέκνα πολλά και ανδρεία
205 να ιδείς στα μάτια; Σίδερο είναι η καρδιά σου, ω γέρε.
Και όταν στα χέρια του ευρεθείς, λύπην ή σέβας τάχα
ελπίζεις απ᾽ τον άπιστον εκείνον και ωμοφάγον;
Αλλά στο σπίτι ας μείνομε μακρόθεν να τον κλαίμε,
ότι άμα τον εγέννησα του έχει λινογνέσει
210 η μοίρα η παντοδύναμη τους σκύλους να χορτάσει
απ᾽ τους γονείς του έρημος στα χέρι᾽ ανδρός αγρίου.
Αχ! καρφωμένη επάνω του το σκώτι πέρα πέρα
θα του ᾽τρωγα να πλερωθούν τα πάθια του παιδιού μου.
Ότι δεν μου τον φόνευσεν οπού ψυχομαχούσε,
215 αλλά εκεί που ακλόνητος εμάχονταν να σώσει
τους άνδρες και τες σεβαστές μητέρες της Τρωάδος».
Σ᾽ αυτήν ο θείος Πρίαμος απάντησε και είπε:
«Το θέλω, μη αντιστέκεσαι· κι η ίδια συ στο σπίτι
κακό σημάδι μη γενείς· ποτέ δεν θα με πείσεις·
220 ότι αν απ᾽ άνθρωπον θνητόν το πρόσταγμα είχ᾽ ακούσει
είτ᾽ ιερέας τύχαινεν είτε ιερογνώστης,
πλάν᾽ ημπορούσε να φανεί και αποστροφήν να κάμει·
αλλ᾽ αφού τώρα την θεάν άκουσα εγώ και είδα,
θα πάω και ό,τ᾽ είπα θα γενεί· το στέργω, η μοίρ᾽ αν θέλει,
225 στων χαλκοφόρων Αχαιών τες πρύμνες ν᾽ αποθάνω·
να σφίξω στες αγκάλες μου το άμοιρο παιδί μου
να ξεθυμάνω κλαίοντας και ας με φονεύσει εκείνος».
Είπε και από τ᾽ αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία
σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.
230 Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ομοίως
και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες
και δέκ᾽ ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,
τέσσερους λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν
κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες
235 του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος·
και μηδ᾽ εκείνο εκράτησεν ο γέρος, τόσην είχε
λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.
Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:
«Ω λώβες, σύρετ᾽ από ᾽δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν
240 λύπην και αυτά και ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;
Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου ᾽δωκε ο Κρονίδης,
να χάσω το καλύτερον απ᾽ όλα τα παιδιά μου;
Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη
όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.
245 Αχ! να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλιν
να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν».
Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος
τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν·
εννέα ήσαν· Έλενος και Πάρις και Αγάθων
250 και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος
Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.
Σ᾽ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,
κακά μου τέκνα, ελεεινά· να ᾽χετε όλοι αντάμα
αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι·
255 οϊμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα
απ᾽ τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν·
πού είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,
ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,
πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,
260 και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν
οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες
και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν᾽ αρπάζουν μαθημένοι·
δεν πάτε να μου ζέψετε τ᾽ αμάξι ευθύς και τούτα
επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»