Ξεκινώντας το έργο του «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι το κύριο θέμα που θα τον απασχολήσει είναι η αναζήτηση της ευτυχίας: «πρέπει να δούμε σε τι συνίσταται η ευτυχία και πώς μπορεί να την αποκτήσει κανείς» (1214a 18-19).
Η διερεύνηση του θέματος θα πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τα πρότυπα της φιλοσοφικής μεθοδολογίας που εφαρμόζει το Αριστοτέλης σε όλα του έργα: «(πρέπει) να δούμε αν στη φύση, πρώτον, οφείλουν την ευτυχία τους όσοι καλούνται ευτυχισμένοι, όπως ακριβώς στη φύση οφείλουν τη διαφορά τους οι μεγαλόσωμοι και οι μικρόσωμοι ή όσοι διαφέρουν στο χρώμα του δέρματος» (1214a 19-21).
Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης θα εξαντλήσει το θέμα, όπως οφείλει μια τεκμηριωμένη φιλοσοφική διερεύνηση, παραθέτοντας το σύνολο των διαφορετικών απόψεων σχετικά με την πηγή της ευτυχίας. Η παράθεση των αξιολογικά επικρατέστερων (επί του θέματος) εκδοχών δεν αφορά μόνο τη συστηματοποίηση της σκέψης, που πρέπει να λάβει υπόψη της όλες τις προηγούμενες προσεγγίσεις, αλλά θεμελιώνει την ουσία της φιλοσοφικής έρευνας που έχοντας πλήρη επίγνωση όσων ήδη έχουν διατυπωθεί στέκεται κριτικά χαράσσοντας το νέο δρόμο της σκέψης.
Σε αντίθεση με την πρώτη εκδοχή που συνδέει την ευτυχία με τη φύση, η δεύτερη την αποθέτει στην παιδεία: «(πρέπει να δούμε) δεύτερον, αν γίνονται ευτυχισμένοι μέσω της παιδείας, σαν να είναι η ευτυχία μια μορφή επιστήμης» (1214a 22-23).
Και υπάρχει και τρίτη εκδοχή: «Ή, τρίτον, μέσω κάποιας άσκησης (σίγουρα υπάρχουν πολλά γνωρίσματα που δεν τα έχουν οι άνθρωποι ούτε από τη φύση ούτε από τη γνώση αλλά από τον εθισμό· γνωρίσματα κακά όσοι είχαν εθισμούς κακούς, και γνωρίσματα καλά όσοι είχαν εθισμούς καλούς)» (1214a 23-26).
Όμως, πέρα από αυτά τα ενδεχόμενα ο Αριστοτέλης θα προσθέσει κι άλλα δύο: «Υπάρχει και η περίπτωση να μην ισχύει κανένας από αυτούς τους τρεις τρόπους, αλλά ένας από τους εξής δύο: να γίνονται κάποιοι ευτυχισμένοι είτε όπως οι άνθρωποι οι νυμφόληπτοι και θεόληπτοι, όσοι δέχτηκαν τη θεία επίπνοια σαν εκείνους που μπήκε ο θεός μέσα τους· είτε από την τύχη (γιατί είναι πολλοί που ταυτίζουν την ευτυχία με την καλή τύχη)» (1214a 26-31).
Για τον Αριστοτέλη η αναζήτηση της ευτυχίας δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με αυτές τις απόψεις. Το ζήτημα είναι ο ακριβής καθορισμός: «Είναι προφανές, συνεπώς, ότι η παρουσία της ευτυχίας εξασφαλίζεται στους ανθρώπους είτε μέσω όλων αυτών, είτε μέσω ορισμένων, είτε μέσω ενός. Εξάλλου, όλα σχεδόν τα ανθρώπινα αποκτήματα στις συγκεκριμένες αρχές ανάγονται» (1214a 32-35).
Το βέβαιο είναι ότι η ευτυχία δεν μπορεί να ταυτιστεί με τρόπο απόλυτο με τις διανοητικές πράξεις, αφού για την κατάκτησή της δεν αρκεί μόνο η γνώση. Αν συνέβαινε αυτό θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η ευτυχία αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των μορφωμένων ανθρώπων. Από την άλλη, όμως, δε θα μπορούσε να νοηθεί ως κάτι εντελώς ξεκομμένο από τη γνώση. Η γνώση δεν εξασφαλίζει με τρόπο αυτόματο την ευτυχία αλλά έχει σαφή ρόλο για την κατάκτησή της.
Η ανθρώπινη ευτυχία εξασφαλίζεται από την εκπλήρωση περισσότερων παραγόντων και είναι αδύνατο να ταυτιστεί με μία μονάχα εκδοχή: «Ειδικότερα η ευτυχία και η μακάρια και καλή ζωή συνίστανται και στα τρία, σε αυτά που θεωρούνται οι ανώτατες επιλογές. Διότι άλλοι ισχυρίζονται πως η φρόνηση είναι το μέγιστο αγαθό, άλλοι η αρετή, άλλοι η ηδονή» (1214a 37-41).
Ωστόσο, ακόμη κι αν συμφωνηθεί ότι αυτές οι τρεις «ανώτατες επιλογές» είναι που καθορίζουν την ευτυχία, το ζήτημα δεν έχει λυθεί, αφού γεννιούνται νέες διαφωνίες σε σχέση με το μέγεθος επιρροής της καθεμίας: «Μερικών, πάλι, οι διαφωνίες σχετίζονται με τη βαρύτητα που έχουν η φρόνηση και η αρετή και η ηδονή για την απόκτηση της ευτυχίας. Λένε ότι η μία συμβάλλει στην ευτυχία πιο πολύ από την άλλη. Και ορισμένοι θεωρούν τη φρόνηση μεγαλύτερο αγαθό από την αρετή, άλλοι την αρετή από τη φρόνηση, και κάποιοι τρίτοι βάζουν την ηδονή πάνω από τις άλλες δύο. Έτσι, η ευτυχισμένη ζωή για άλλους σχετίζεται και με τις τρεις, για άλλους με τις δύο, και για άλλους μόνο με τη μία» (1214b 1-7).
Για την πλήρη αποσαφήνιση των όρων σχετικά με την (εδώ) ερμηνεία της λέξης φρόνηση: «Ο όρος δεν έχει στα ΗΕ την εξειδικευμένη σημασία, με την οποία συναντάται συχνά σε άλλες αριστοτελικές πραγματείες. Δεν δηλώνει, δηλαδή, την πρακτική σοφία, την ικανότητα να αντιμετωπίζονται με λογικό τρόπο οι καθημερινές ανάγκες της ζωής (σε αντίθεση με την θεωρίαν ή τη σοφίαν, που σηματοδοτούν περισσότερο τις θεωρητικές ή επιστημονικές ικανότητες της ανθρώπινης διανόησης). Φρόνησις στα ΗΕ είναι η γενικότερη ικανότητα του ανθρώπου να διανοείται, να κρίνει λογικά πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις».
Μπροστά σε όλες αυτές τις εκδοχές της ευτυχίας κάθε άνθρωπος πρέπει να σκεφτεί το ζήτημα σοβαρά, ώστε να μπορέσει να κάνει τις πρέπουσες επιλογές: «… πρέπει καταρχήν μέσα του, αποφεύγοντας τόσο τη βιασύνη όσο και τη ραθυμία, να ξεκαθαρίσει ποιο από τα ανθρώπινα αγαθά βρίσκεται στον πυρήνα της ευτυχίας, καθώς και ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτησή του» (1214b 15-18).
Το βέβαιο είναι ότι δεν πρέπει να συγχέεται η ευτυχία με τις προϋποθέσεις της: «Πρόκειται, εξάλλου, για κάτι που συμβαίνει και με πολλά άλλα, οπότε και η ευτυχία δεν ταυτίζεται με τις απαραίτητες προϋποθέσεις της ευτυχίας (ορισμένες, όμως, προϋποθέσεις δεν αφορούν αποκλειστικά την υγεία ή την ευτυχία, αλλά είναι κοινές περίπου για όλες τις συνήθειες και τις πράξεις μας· π.χ., αν δεν αναπνέαμε ή δεν είμαστε ξύπνιοι ή δεν κινούμαστε, δε θα είχαμε τίποτε, ούτε καλό ούτε κακό)» (1214b 20-26).
Πράγματι, το δεδομένο ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να ευτυχήσει κανείς είναι η ίδια η ζωή –η ευτυχία δεν αφορά τους πεθαμένους– δε συνεπάγεται την ταύτιση της ευτυχίας με τις προϋποθέσεις της ζωής. Θα ήταν παράλογος ο ισχυρισμός ότι κάποιος είναι ευτυχισμένος επειδή απλώς ανασαίνει ή έχει τη δυνατότητα να ξυπνά μετά τον ύπνο του. Η εκπλήρωση των βιολογικών αναγκών και η καλή υγεία αποτελούν σαφέστατες προϋποθέσεις για την ευτυχία (συνήθως η αξία τους γίνεται κατανοητή σε περιόδους στέρησης), αλλά δεν αποτελούν ευτυχία από μόνα τους.
Το ζήτημα της ευτυχίας ξεκινά μετά την εκπλήρωση αυτών κι έχει να κάνει με τη συνολική διαχείριση του εαυτού απέναντι σε όλα τα ερεθίσματα. Από αυτή την άποψη, είναι σαφές ότι η ευτυχία δεν μπορεί να ταυτιστεί ούτε με το φαγητό ούτε με τον έρωτα ούτε με όλες τις σωματικές απολαύσεις, αφού αυτές σχετίζονται με τις προϋποθέσεις και όχι με την τελική της ουσία. Η σύγχυση που υπάρχει σχετικά με την εκτίμηση των σωματικών ηδονών πηγάζει από την αδυναμία διαχωρισμού του τελικού σκοπού με τα μέσα που απαιτούνται για την εκπλήρωσή του.
Η θεοποίηση των μέσων-προϋποθέσεων που εκλαμβάνονται σαν τελικός σκοπός καταδεικνύει τον αποπροσανατολισμό του ανθρώπου, που δείχνει αδύναμος να ιεραρχήσει τις ανάγκες του. Κι όσο σφάλλουν αυτοί που υπερτιμούν τις προϋποθέσεις καταφεύγοντας στην υπερβολή των σωματικών ηδονών, άλλο τόσο σφάλλουν κι αυτοί που τις περιφρονούν ή τις καταπιέζουν προβάλλοντας επιχειρήματα ηθικού χαρακτήρα. Οι πρώτοι σφάλλουν από την πλευρά της υπερβολής και οι δεύτεροι από την πλευρά της έλλειψης.
Οι σωματικές ανάγκες δεν πρέπει ούτε να θεοποιούνται ούτε να κατακρίνονται. Η χαρά της ζωής ασφαλώς και προϋποθέτει την εκπλήρωσή τους, η οποία, όμως, πρέπει να κινηθεί μέσα στα όρια του μέτρου: «Αυτές ακριβώς οι προϋποθέσεις προκαλούν τις διχογνωμίες σχετικά με την ευτυχία, τι είναι αυτή και πως αποκτιέται· διότι μερικοί πιστεύουν ότι οι απαραίτητες προϋποθέσεις της είναι και τμήματα ευτυχίας» (1214b 30-33).
Κι επειδή οι απόψεις περί ευτυχίας είναι πάρα πολλές, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι δεν πρέπει να ληφθούν όλες υπόψη, παρά μόνο αυτές που αξίζουν: «Το να εξετάσουμε, τώρα, όλες τις απόψεις που κυκλοφορούν περί ευτυχίας είναι απολύτως περιττό (απόψεις πολλές έχουν και τα παιδάρια και οι άρρωστοι και οι παράφρονες· κανείς νουνεχής δε θα προβληματιζόταν με αυτές)» (1214b 34-38).
Για να συμπληρωθεί: «Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις απόψεις των πολλών περί ευτυχίας: δεν αξίζει να τις μελετήσουμε, μιας και αυτοί μιλούν όπως τους έρθει, τόσο περί παντός επιστητού όσο και περί ευτυχίας. Για την ευτυχία, μόνο τις απόψεις των σοφών έχει νόημα να εξετάσουμε, αφού δε στέκει να προσφέρεται λόγος σε εκείνους που δεν έχουν καθόλου ανάγκη από λόγο αλλά από πάθος» (1215a 1-6).
Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που δεν έχει τιθασεύσει τα πάθη του δεν μπορεί να έχει και άποψη για την ευτυχία, αφού από θέση αρχής στερείται του μέτρου. Αυτός που κατάφερε να τα χαλιναγωγήσει είναι ο σοφός και γι’ αυτό η γνώμη του μπορεί να έχει βαρύτητα. Κατόπιν αυτών η διερεύνηση οφείλει να προχωρήσει σε άλλα ζητήματα: «Επίσης, εκτός από αυτά επείγει να διερευνηθούν κατεξοχήν τα ζητούμενα της συνολικής έρευνας, με ποια μέσα δηλαδή ενδέχεται να μετάσχουμε στο ευ ζην και την καλή ζωή που συντηρούν στους καλούς ανθρώπους την ελπίδα μέσα στην καθημερινότητα» (1215a11-16).
Το πράγμα θα γίνει περισσότερο χειροπιαστό, αφού αποκλειστούν οι παράγοντες της φύσης και της τύχης: «Διότι, αν η καλή ζωή οφείλεται σε τυχαία ή φυσικά συμβάντα, θα είναι κάτι για το οποίο οι πολλοί δε θα έχουν ελπίδα, αφού η απόκτησή της δε θα οφείλεται ούτε στη φροντίδα τους ούτε στη μέριμνά τους» (1215a 17-20).
Η εναπόθεση της ευτυχίας στη φύση ή την τύχη ουσιαστικά αποκλείει την ανθρώπινη συμμετοχή καταδεικνύοντας την έσχατη μοιρολατρία. Μια τέτοια εκδοχή είναι αδύνατο να γίνει αποδεκτή (αν ίσχυε κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιη κάθε φιλοσοφική έρευνα), καθώς στην ουσία ματαιώνει τον άνθρωπο. Η ευτυχία, ως αποκλειστικά ανθρώπινη συνθήκη σχετίζεται απόλυτα με την ανθρώπινη συμπεριφορά, δηλαδή τον ανθρώπινο χαρακτήρα που θα ενεργήσει. Το ζήτημα αφορά τη διαμόρφωση αυτού του χαρακτήρα προς την κατεύθυνση της λογικής και του μέτρου. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει την πλήρη ευθύνη των πράξεών του καθιστά σαφή και την ευθύνη της ευτυχίας του.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Εάν, αντίθετα, το αγαθό ανάγεται στην ποιότητα του χαρακτήρα κάθε ανθρώπου και στις πράξεις που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη ποιότητα, θα είναι κάτι πιο κοινό και θείο. Πιο κοινό, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να μετάσχουν σε αυτό περισσότεροι· και πιο θείο, καθώς η ευτυχία θα έρχεται ως αμοιβή για τους ανθρώπους που πάσχισαν να δώσουν μια ποιότητα στο χαρακτήρα τους και τις πράξεις τους» (1215a 21-26).
Η σύνδεση της ευτυχίας με το θείο διατυπώνεται και στο πρώτο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» όπου ο Αριστοτέλης αναφέρει: «Ότι έτσι έχει το πράγμα προκύπτει λογικά και από το ότι η ευδαιμονία είναι αρχή· για χάρη της πράγματι κάνουμε όλοι όλα τα άλλα. Αυτό όμως που είναι η αρχή και η αιτία των αγαθών λέμε ότι είναι κάτι το άξιο τιμής, κάτι το θεϊκό» (1102a 12, 2-5).
Και συμπληρώνει: «Αν ο έπαινος είναι για πράγματα σαν αυτά που περιγράψαμε, είναι φανερό ότι για τα άριστα πράγματα δεν ταιριάζει έπαινος, αλλά κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο, όπως δείχνουν και τα ίδια τα πράγματα· τις λέξεις, πράγματι, “μακαρίζω” και “ευδαιμονίζω” τις λέμε για τους θεούς και, ύστερα, για τους πιο θεϊκούς μεταξύ των ανθρώπων» (1101b 12, 25-29).
Η αριστοτελική αντίληψη της θεϊκής υπόστασης της ευτυχίας καταδεικνύεται και στα «Ηθικά Ευδήμια», αφού η ευτυχία παρουσιάζεται ως θεϊκή ανταμοιβή στον επίγειο κόσμο γι’ αυτούς που προσπάθησαν και διέπλασαν το χαρακτήρα τους σύμφωνα με τις επιταγές της αρετής. Γι’ αυτό και τελικά η ευτυχία αποτελεί θεϊκό συναίσθημα. Θα έλεγε κανείς ότι ο θεός έδωσε στον άνθρωπο τη δυνατότητα να συμμετέχει στα συναισθήματά του, ώστε να νιώσει (πάντα μέσα στο πλαίσιο των ανθρώπινων ορίων) και εκείνος θεός. Το κατά πόσο θα το πετύχει είναι δική του ευθύνη.
Αυτό που μένει είναι να ξεκαθαριστεί ο τρόπος που πρέπει να ορίζεται η ευτυχία: «Θα ξεκαθαριστούν οι πιο πολλές αμφισβητήσεις και απορίες, αν ορισθεί καλά τι πρέπει να πιστεύουμε ότι είναι η ευτυχία. Άραγε έγκειται μόνο στο να έχει η ψυχή μια ποιότητα, όπως φαντάστηκαν κάποιοι από τους σοφούς και παλαιότερους; Ή μήπως είναι υποχρεωτικά και τα δύο: και ο άνθρωπος να έχει κάποια ποιότητα στο χαρακτήρα του και ακόμα πιο πολύ να την έχουνε οι πράξεις του;» (1215a 27-33).
Το δεδομένο ότι οι καθημερινές πράξεις-ασχολίες σηματοδοτούν και τον τρόπο ζωής κάθε ανθρώπου θα αναγκάσει τον Αριστοτέλη να προβεί σε έναν ακόμη διαχωρισμό: «Έστω ότι διακρίνουμε διάφορους τρόπους ζωής. Ορισμένοι άνθρωποι δεν αμφισβητούν τη σχετική με τα εξωτερικά αγαθά ευημερία, αλλά λένε ότι ασχολούνται με αυτά λόγω ανάγκης. Αναφέρομαι σε όσους ασκούν τις ενοχλητικές ή χρηματιστικές ή βάναυσες τέχνες (κι όταν λέω ενοχλητικές εννοώ όσες επιζητούν απλά και μόνο τη δόξα, βάναυσες όσες ασκούνται καθιστικά και αμείβονται με μισθό, και χρηματιστικές όσες έχουν να κάνουν με εμπορικές αγοροπωλησίες)» (1215a 34-42).
Τελικά, ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτούς που ασκούν «ενοχλητικές ή χρηματιστικές ή βάναυσες τέχνες» δεν έχει να κάνει μόνο με τη διαμόρφωση της καθημερινότητας του καθενός, αλλά και με τη διαφορετικότητα των αντιλήψεων που αναγκαστικά θα επέλθει. Άλλες προτεραιότητες μπορεί να έχει αυτός που επιζητά τη δόξα, άλλες ο έμπορος κι άλλες ο βάναυσος (ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το επίθετο για τις χειρωνακτικές τέχνες).
Άλλοι τρόποι ζωής που υπάρχουν και που πρέπει να συμπεριληφθούν στην έρευνα για την αναζήτηση της ευτυχίας είναι ο πολιτικός, ο φιλόσοφος και ο απολαυστικός: «Ορισμένοι άλλοι στην προοπτική της ευτυχίας θέτουν τα τρία προηγούμενα αγαθά ως τα μέγιστα για τους ανθρώπους, δηλαδή την αρετή, τη φρόνηση και την ηδονή· με καθεμιά τους αντιστοιχούν και τρεις τρόποι ζωής, αυτούς που επιλέγουν να ζήσουν οι αυτεξούσιοι άνθρωποι: ο πολιτικός, ο φιλόσοφος και ο απολαυστικός βίος. Ο φιλόσοφος βίος στοχεύει στη φρόνηση και στη θεωρία της αλήθειας, ο πολιτικός στις καλές πράξεις (όσες δηλαδή ανάγονται στην αρετή), ενώ ο απολαυστικός στις σωματικές ηδονές» (1215a 42-48 και 1215b 1-5).
Κάθε τρόπος ζωής επί της ουσίας αντικατοπτρίζει και μια αντίληψη για την ευτυχία: «Εδώ ακριβώς έγκειται και η αιτία που υπάρχουν τόσες διαφωνίες για το ποιος είναι ο ευτυχισμένος, όπως ήδη αναφέρθηκε. Ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, όταν ρωτήθηκε ποιος είναι ο πιο ευτυχισμένος, απάντησε “κανένας από όσους εσύ νομίζεις, αλλά κάποιος που λογικά θα σου φανεί ανύπαρκτος”» (1215b 5-9).
Οι τόσες πολλές οπτικές για την κατάκτηση της ευτυχίας καθιστούν το θέμα τόσο ελαστικό, ώστε ο καθένας θα μπορούσε να το ορίσει κατά το δοκούν. Και είναι αλήθεια ότι το ζήτημα της ευτυχίας είναι αδύνατο να τεθεί εκτός υποκειμενικότητας. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι στερείται αντικειμενικών σταθερών και η λογική είναι το εργαλείο που θα τις καταδείξει. Τα «Ηθικά Ευδήμια» μαζί με τα «Ηθικά Μεγάλα» και τα «Ηθικά Νικομάχεια» είναι το σύνολο της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας που αποσκοπεί να δώσει απαντήσεις.
Όσο για τον Αναξαγόρα, που απάντησε με αυτό τον τρόπο, είναι φανερό ότι πρεσβεύει τη δική του οπτική της ευτυχίας: «Αποκρίθηκε έτσι, επειδή έβλεπε ότι ο ερωτών αδυνατούσε να εκλάβει ως ευτυχισμένο κάποιον μη μέγα, μήτε ωραίο, μήτε πλούσιο. Ο ίδιος ο Αναξαγόρας ίσως φανταζόταν ευτυχισμένο έναν άνθρωπο που ζει χωρίς λύπη, καθαρό από άποψη δικαιοσύνης ή μέτοχο κάποιας θείας θεωρίας· αυτόν που θα έλεγε στα ανθρώπινα όρια μακάριο» (1215b 10-16).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια