Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (22.354-22.397)

Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσ᾽ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο,
355 αἶψα δ᾽ ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα·
«ἴσχεο μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ.
καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος,
εἰ δὴ μή μιν ἔπεφνε Φιλοίτιος ἠὲ συβώτης,
360 ἠὲ σοὶ ἀντεβόλησεν ὀρινομένῳ κατὰ δῶμα.»
Ὣς φάτο, τοῦ δ᾽ ἤκουσε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς·
πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ θρόνον, ἀμφὶ δὲ δέρμα
ἕστο βοὸς νεόδαρτον, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.
αἶψα δ᾽ ὑπὸ θρόνου ὦρτο, βοὸς δ᾽ ἀπέδυνε βοείην,
365 Τηλέμαχον δ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα προσαΐξας λάβε γούνων
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ὦ φίλ᾽, ἐγὼ μὲν ὅδ᾽ εἰμί, σὺ δ᾽ ἴσχεο· εἰπὲ δὲ πατρί,
μή με περισθενέων δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ,
ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον
370 κτήματ᾽ ἐνὶ μεγάρῳ, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.»
Τὸν δ᾽ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«θάρσει, ἐπεὶ δή σ᾽ οὗτος ἐρύσατο καὶ ἐσάωσεν,
ὄφρα γνῷς κατὰ θυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσθα καὶ ἄλλῳ,
ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ᾽ ἀμείνων.
375 ἀλλ᾽ ἐξελθόντες μεγάρων ἕζεσθε θύραζε
ἐκ φόνου εἰς αὐλήν, σύ τε καὶ πολύφημος ἀοιδός,
ὄφρ᾽ ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι ὅττεό με χρή.»
Ὣς φάτο, τὼ δ᾽ ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε,
ἑζέσθην δ᾽ ἄρα τώ γε Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν,
380 πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί.
Πάπτηνεν δ᾽ Ὀδυσεὺς καθ᾽ ἑὸν δόμον, εἴ τις ἔτ᾽ ἀνδρῶν
ζωὸς ὑποκλοπέοιτο, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν.
τοὺς δὲ ἴδεν μάλα πάντας ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι
πεπτεῶτας πολλούς, ὥς τ᾽ ἰχθύας, οὕς θ᾽ ἁλιῆες
385 κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης
δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ· οἱ δέ τε πάντες
κύμαθ᾽ ἁλὸς ποθέοντες ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται·
τῶν μέν τ᾽ Ἠέλιος φαέθων ἐξείλετο θυμόν·
ὣς τότ᾽ ἄρα μνηστῆρες ἐπ᾽ ἀλλήλοισι κέχυντο·
390 δὴ τότε Τηλέμαχον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«Τηλέμαχ᾽, εἰ δ᾽ ἄγε μοι κάλεσον τροφὸν Εὐρύκλειαν,
ὄφρα ἔπος εἴπωμι τό μοι καταθύμιόν ἐστιν.»
Ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί,
κινήσας δὲ θύρην προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν·
395 «δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηῢ παλαιγενές, ἥ τε γυναικῶν
δμῳάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρ᾽ ἡμετεράων·
ἔρχεο· κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός, ὄφρα τι εἴπῃ.»

***
Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ ήμουν
παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. Εκτός κι αν πρόλαβε ο Φιλοίτιος
ή ο χοιροβοσκός και τον θανάτωσαν· μπορεί κι εσύ,
κάποια στιγμή που βρέθηκε μπροστά σου, όταν ορμούσες κι έσφαζες
360 μέσα σ᾽ αυτό το σπίτι.»
Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί
στην ακατάσχετή του ορμή, με τους μνηστήρες
χολωμένος, που ρήμαξαν το σπιτικό του κι εσένα οι μωροί
370 τόσο σ᾽ αψήφησαν.»
Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Θάρρος, σ᾽ έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ᾽ αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός·
εμένα αφήστε με το χρέος μου να κάνω μέσα στο σπίτι μου.»
Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
πήγαν και κάθησαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
380 ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από τον θάνατο.
Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ᾽ την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι.
390 Τότε πολύγνωμος στράφηκε στον Τηλέμαχο ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Τηλέμαχε, άμε και φώναξε την παραμάνα Ευρύκλεια,
έχω ένα λόγο να της πω που μέσα μου τον συλλογίζομαι.»
Του μίλησε, κι αυτός, υπάκουος στον πατέρα του, τρέχοντας
πήρε να χτυπά την πόρτα, φωνάζοντας στην παραμάνα Ευρύκλεια:
«Έλα και μέσα πέρασε, γερόντισσα πολύχρονη, εσύ που επιστατείς
τις άλλες δούλες, γυναίκες που κυκλοφορούν στο σπιτικό μας·
βιάσου, ο πατέρας μου σε θέλει, που κάτι έχει να σου πει.»

Καχυποψία: Πόσο παρανοϊκοί είμαστε;

Η καχυποψία είναι ένα χρήσιμο χαρακτηριστικό, που μας βοηθά να μην πέφτουμε θύματα εκμετάλλευσης και να μην είμαστε καλοπροαίρετοι και ανοιχτοί με όλους τους ανθρώπους γύρω μας.

Τι γίνεται όμως όταν η καχυποψία αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό και δεν μας επιτρέπει να αναπτύξουμε σχέσεις, γιατί κάθε φορά περιμένουμε τη στιγμή που ο άλλος θα μας κοροϊδέψει ή θα μας εκμεταλλευτεί;

Πόσο κακοπροαίρετους μπορούμε να θεωρήσουμε τους άλλους και πόσο δυσκολευόμαστε να αξιολογήσουμε αντικειμενικά τις καταστάσεις που βιώνουμε;

Υψηλά επίπεδα δυσπιστίας και καχυποψίας εμφανίζουν τα άτομα με παρανοϊκή διαταραχή προσωπικότητας, τα οποία σχεδόν πάντα θεωρούν ότι τα κίνητρα των άλλων ανθρώπων είναι ύποπτα ή κακόβουλα.

Πρόκειται για άτομα που διαρκώς θεωρούν ότι οι άλλοι άνθρωποι θα τα εκμεταλλευτούν, θα τα βλάψουν ή θα τα υποτιμήσουν, ακόμη και αν δεν έχουν καμία τέτοιου είδους ένδειξη.

Τα έντονα και ακραία χαρακτηριστικά της καχυποψίας μπορεί να μην μας αφορούν, αλλά μέσα από αυτά μπορούμε να δούμε λίγο πιο ξεκάθαρα τις καταστάσεις που προκαλεί η καχυποψία και ας αναλογιστούμε τις επιπτώσεις που προκαλεί. Σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, η καχυποψία μας οδηγεί σε παρανοϊκά στοιχεία, καθώς μπαίνουμε στη διαδικασία να κάνουμε υποθέσεις και να προσπαθούμε να προβλέψουμε τι κακό μπορεί να μας κάνουν οι άλλοι.

Εύκολα μπορούμε να μετατρέψουμε ουδέτερες ή θετικές καταστάσεις σε αρνητικές, προκαλώντας αρνητικά συναισθήματα σε εμάς και στους γύρω μας. Και οι επιπτώσεις της καχυποψίας, τουλάχιστον εδώ, δεν μας ενδιαφέρουν για αυτά που προκαλούμε στους γύρω μας, αλλά σε εμάς τους ίδιους.

Για αρχή, ας δούμε πόσο καχύποπτοι είμαστε με τους ανθρώπους γύρω μας...

Πόσο συχνά πιστεύουμε ότι φίλοι, γνωστοί ή άγνωστοι μας αντιμετωπίζουν εχθρικά ή κάνουν πράγματα πίσω από την πλάτη μας ή μας κοροϊδεύουν;

Πόσο συχνά προσπαθούμε να βρούμε την αλήθεια, πιστεύοντας ότι μας εξαπατούν ή μας εκμεταλλεύονται;

Πόσο δύσκολο μας είναι να εμπιστευτούμε ανθρώπους γύρω μας, να τους γνωρίσουμε και να δούμε τα θετικά τους στοιχεία;

Όταν όλα αυτά είναι για εμάς ένα καθημερινό βίωμα και μας οδηγεί συχνά σε αμφισβήτηση των άλλων και σε συγκρούσεις με το περιβάλλον, θα πρέπει να εξετάσουμε τι ρόλο παίζει σε αυτό η καχυποψία που μας χαρακτηρίζει και μας καθοδηγεί;

Η καχυποψία μας οδηγεί σε μια διαρκή αρνητική κατάσταση, αφού προσανατολιζόμαστε συνεχώς σε οτιδήποτε αρνητικό που μας φαίνεται ύποπτο, έτσι ώστε να προλάβουμε διάφορα αρνητικά που μπορεί να μας συμβούν.

Σε οποιαδήποτε αμφιλεγόμενη κατάσταση, σε οποιοδήποτε δίλημμα εστιάζουμε στην αρνητική οπτική των πραγμάτων, προσπαθώντας να δώσουμε μια εξήγηση, μια ερμηνεία.

Το κακό που κάνει η καχυποψία σε εμάς τους ίδιους είναι το γεγονός ότι βιώνουμε διαρκώς μια κατάσταση αστάθειας και αμφιβολίας, μια έντονη απειλή.

Νιώθουμε ότι έχουμε ανάγκη να προστατεύσουμε τον εαυτό μας και βρισκόμαστε συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης.

Δεν μπορούμε να ηρεμήσουμε, δεν μπορούμε να αφεθούμε μέσα σε σχέσεις, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ανθρώπους και να επιτρέψουμε σε άλλους ανθρώπους να μας γνωρίσουν.

Ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο να σκεφτούμε γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους ανθρώπους γύρω μας και κυρίως τους ανθρώπους που θεωρούμε σημαντικούς στη ζωή μας.

Πώς βιώσαμε την προδοσία ή την έλλειψη εμπιστοσύνης στην παιδική και εφηβική ηλικία;

Τι παραδείγματα και διδαχές πήραμε από την οικογένειά μας;

Πόσο εύκολα οι γονείς μας εμπιστεύονταν άλλους ανθρώπους;

Μήπως μεγαλώσαμε ότι δεν θα πρέπει να εμπιστευόμαστε κανέναν πέρα από την οικογένειά μας;

Μήπως μας πέρασαν με πολλαπλούς τρόπους το μήνυμα ότι όλοι θέλουν το κακό μας εκτός από τους γονείς μας;

Ποιες είναι οι αρνητικές εμπειρίες που καλλιέργησαν την καχυποψία μας;

Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι που έχουμε καλλιεργήσει τόσο την καχυποψία ως χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας, ας δούμε τι κάνουμε τώρα...

Τι μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε για να είμαστε λιγότερο καχύποπτοι;

Προσπαθούμε να γνωρίσουμε περισσότερο τους άλλους ανθρώπους, αντιμετωπίζοντάς τους πιο καλοπροαίρετα, δίνοντας έμφαση στα θετικά τους στοιχεία.

Εστιάζουμε περισσότερο στα πραγματικά στοιχεία και στις καταστάσεις που παρατηρούμε, παρά στα σενάρια και στις υποθέσεις που κάνουμε.

Προσπαθούμε να μειώσουμε την αίσθηση του ελέγχου που θέλουμε να έχουμε για όλα και για όλους. Δεν θα προστατεύσουμε τη σχέση μας μέσα από τον συνεχή έλεγχο του άλλου και δεν μπορούμε να καθοδηγήσουμε τη συμπεριφορά των άλλων.

Δεν θέλουν όλοι το κακό μας και δεν σκέφτονται όλοι πώς να μας εκμεταλλευτούν ή να μας εξαπατήσουν.

Δεν μας βοηθάει σε κάτι η υπερανάλυση των καταστάσεων που βιώνουμε και των σχέσεων που δομούμε.

Δεν μπορούμε να ζούμε διαρκώς περιμένοντας τη στιγμή που θα ανακαλύψουμε ότι ο άλλος δεν αξίζει την εμπιστοσύνη μας.

Δεν γίνεται να θυμώνουμε με υποθετικά σενάρια και δεν μπορούμε να ζούμε αναζητώντας όλους τους εναλλακτικούς τρόπους που μπορεί ο άλλος να μας πληγώσουμε. Θα καταστρέψουμε τη σχέση πριν προλάβει ο άλλος να κάνει οτιδήποτε και μπορεί να επιβεβαιώνουμε στον εαυτό μας ότι μας προδίδουν, αγνοούμε όμως ποιος το προκάλεσε όλο αυτό...

Δεν μας προσφέρει κάτι η προσπάθεια αναζήτησης όλων των αρνητικών στοιχείων των άλλων. Δεν είναι όλοι γύρω μας κακοπροαίρετοι και δεν θέλουν το κακό μας. Ας στηριχτούμε λίγο περισσότερο στη λογική...

Καλό είναι να θέλουμε να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, αλλά ας προσπαθήσουμε να μην φτάσουμε στο σημείο του να στερήσουμε από τον εαυτό μας σχέσεις και ανθρώπους.

Μακριά από όλους και από όλα δεν κινδυνεύουμε να μας βλάψουν ή να μας κοροϊδέψουν, όμως, θα χάσουμε την ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά με κάποιους ανθρώπους... να μπορέσουμε να τους γνωρίσουμε και να δομήσουμε κοντινές- ειλικρινείς- πραγματικές σχέσεις.

Η ανάβαση στην αποδοχή

Οι άνθρωποι διακατεχόμαστε από μία επιμονή, να πολεμούμε, για να αλλάξουμε τις καταστάσεις ή τους ανθρώπους.

Η επιμονή, αυτή, έχει επαινεθεί σαν τις προσπάθειες που κάνει ένα παιδί να κατακτήσει κάτι έξω από τη σφαίρα των δυνατοτήτων του· με την αστοχία του να αξιώνεται απ’ την προσπάθειά του.

Είναι, όμως, η επιμονή η απαραίτητη αρετή για να κατακτήσουμε αυτό που λαχταρούμε, ή μας καθιστά ηττημένους από την έννοια της κατάκτησης, που τόσο αυτόματα αναπαράγεται και επανεκκινείται κάθε φορά που δεν τα καταφέρνουμε;

Λαχταρούμε, δηλαδή, την επιτυχία, ή τη διαιώνιση της ήττας αυτής καθώς μας υπόσχεται τη μονιμότητα εκείνου που λαχταρούμε;

Σκεφτείτε πως το να περιμένουμε να αλλάξει κάτι μας δίνει μία σιωπηρή υπόσχεση ότι θα παραμένει στη ζωή μας μέχρις ότου αυτό συμβεί...

Έτσι, όμως, καταλήγουμε να επιζητούμε την κατάσταση περισσότερο από το ποθητό αποτέλεσμα...

Σε αυτή την περίπτωση γινόμαστε μέρη ενός φαύλου κύκλου, ο οποίος, σκοπό έχει, να διαιωνίζει την ύπαρξη του στο βωμό ενός αποτελέσματος που δεν θα έρθει ποτέ.

Ο λόγος που αυτό συμβαίνει, δεν είναι άλλος από την άρνησή μας να δούμε την κατάσταση ως είναι, να δεχτούμε αυτό που συμβαίνει. Να αποτάξουμε εκείνους τους υπαινισσόμενους επαίνους που, οι φωνές μέσα μας δίνουν – τόσο δυνατά που σιωπούν τη δική μας φωνή – για το πείσμα μας και να αποπαγιδεύσουμε, με την κατανόησή μας, όση συναισθηματική ενέργεια βρίσκεται εγκλωβισμένη στα ψυχικά δόκανα του εαυτού.

Να αποδεχτούμε, με λίγα λόγια, ότι δεν περνάει από το χέρι μας να την αλλάξουμε και δεν ευθυνόμαστε που – ως δια μαγείας – δεν βρίσκουμε τον τρόπο να το κάνουμε. Δεν μπορούμε να της δώσουμε το τέλος που θέλουμε, μπορούμε, όμως, να δώσουμε, σε εμάς, το τέλος που αξίζουμε με το να την υπερβούμε. Τι είναι, όμως, η αποδοχή μιας κατάστασης;

Η αποδοχή μιας κατάστασης δεν είναι τίποτε άλλο από την ανάβαση του ανθρώπου στην αλήθεια της. Η διαδρομή του από την προσδοκία στην πραγματικότητα την ώρα που αποδύεται της απόπειράς του να την αλλάξει.

Μοιάζει πολύ, θα μπορούσα να πω, με τη διαδρομή ενός ανθρώπου προς τη δροσερή θάλασσα, σκορπώντας τα ρούχα που τον βαραίνουν στην άμμο αναγνωρίζοντας ότι το νερό, αν και κρύο, δεν μπορεί να τον βλάψει, πλέον, καθώς δεν έχει καμία άλλη πρόθεση από το να το βιώσει ως είναι.

Σε καμία περίπτωση δεν είναι παράδοση... Στην παράδοση δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο από το να δεχτείς τη μοίρα σου.

Στην αποδοχή, όμως, μπορείς να κάνεις τα πάντα από τη στιγμή που θα το κάνεις· από τη στιγμή που θα δεχτείς τα πράγματα ως έχουν.

Μέσα σε αυτή τη διαδικασία, τη διαδικασία του εαυτού που ξεκαθαρίσει το τοπίο, που διώχνει την ομίχλη που το καλύπτει και “στρογγυλεύει” τις γωνίες, συμβαίνει κάτι εξίσου μεγαλειώδες. Σιγά – σιγά βλέπει τα πραγματικά χρώματα που το συνθέτουν και αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι, που το απαρτίζουν, μοιάζουν να μην ταιριάζουν σε αυτό...

Μοιάζουν να μην ταιριάζουν γιατί, αυτοί οι άνθρωποι, είναι καταχωρημένοι ως κάτι περισσότερο από άνθρωποι μέσα μας. Είναι εξιδανικευμένες φιγούρες, ντυμένες με τις αρετές που είχαμε ανάγκη να έχουν, όταν τις πρωτογνωρίσαμε, σε μία θέση ψηλότερη από τη δική μας, εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να μας κρίνουν ώστε να ανέλθουμε κι εμείς στο κύρος τους.

Εξυπηρετώντας την ανάγκη μας να παραμείνουν στη ζωή μας σαν φανοί που φέγγουν όπως φέγγουν οι φάροι και γλιτώνουν τα καράβια από τα βράχια... Η αλήθεια πίσω από αυτό, όμως, είναι πως οι φάροι, με τον ίδιο τρόπο που κρατούν τα καράβια μακριά από τα κοφτερά βράχια, έτσι τα κρατούν και μακριά από τους ίδιους.

Δεν τα αφήνουν να πλησιάσουν στην ακτή, και να γνωριστούν μαζί της, ενώ καταλήγουν εξαρτώμενα από το φως τους για να βρουν το δρόμο προς το συναισθηματικό εκείνο παρελθόν που τα κατέστησε ταξιδευτές.

Με λίγα λόγια καθιστά τις σχέσεις μας πολύ μακρινά από ειλικρινείς, πολύ μακρινά από πραγματικές αφού δημιουργεί απόσταση από τα στοιχεία που τη συνθέτουν.

Ο αδικημένος της υπόθεσης, φυσικά, είναι ο διαπραγματευτικός χώρος που μοιράζονται οι άνθρωποι, οι οποίοι κατέχονται συναισθηματικά, η λεγόμενη μεταξύ τους σχέση...

Για να δοθεί λύση σε αυτό τον ταλανισμό χρειάζεται, κανείς, να κοιτάξει μέσα του· στο εσωτερικό του ευρετήριο και να αλλάξει τις καταχωρήσεις του, επιτρέποντας στα συναισθήματα που συνοδεύουν τα πρόσωπα, εκεί, να αποπαγιδευτούν.

Να αποδεχτεί τους άλλους ως ολότητες, δηλαδή, καθώς οι ανάγκες του έχουν αλλάξει από την πρώτη μέρα που τους καταχώρησε μέσα του.

Αποδοχή, λοιπόν, είναι το απαραίτητο τέντωμα του κορμιού που χρειάζεται, κανείς, να κάνει, στα ράφια του εσωτερικού του κόσμου, για να κατεβάσει τους ανθρώπους από εικονίσματα.

Είναι η αφαίρεση της χρυσής ή ασημένιας επίστρωσης που τους καθιστά ιερούς, η συγκέντρωση στους ίδιους και όχι στην παντοδυναμία που τους απέδωσε η εξιδανίκευσή τους.

Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει κάποιος να τους απευθυνθεί ως ίσος και τα λόγια του να μεταφέρουν τη συναισθηματική του ενέργεια η οποία θα ντύσει τη σχέση τους με το ιμάτιο της αλήθειας.

Το ύφασμα μπορεί να είναι “τραχύ” μα όποιος φοβάται ας θυμάται το εξής... Είναι οι τραχιές επιφάνειες που γδέρνουν απαλά το δέρμα και επιβεβαιώνουν πως η επαφή... έχει συμβεί στα αλήθεια...

Τα περισσότερα τα δίνουν εκείνοι που πήραν τα λιγότερα

Όλη η ζωή μας είναι μια σειρά συναλλαγών, ένα συνεχές πάρε-δώσε. Παίρνεις και δίνεις λέξεις, στιγμές, ελπίδες, αλήθειες, συναισθήματα· αγάπη, στοργή, κατανόηση. Υπάρχουν όμως και αυτοί οι άνθρωποι που δίνουν χωρίς να περιμένουν να πάρουν και όταν έρθει η στιγμή να πάρουν και αυτοί, τότε παίρνουν πολύ λιγότερα από όσα έδωσαν ή τους αξίζουν.

Ναι, υπάρχουν άνθρωποι που πάντα δίνουν, που ο μόνος τρόπος που ξέρουν είναι να τα δίνουν όλα ανεξαρτήτως ανταλλάγματος κι αν υπάρξει δηλαδή. Είναι εκείνοι που θέλουν να δώσουν ό,τι έχουν μέσα στην ψυχή τους και ας μείνει άδεια μετά. Θα σου δώσουν όση κατανόηση χρειάζεσαι, όση αφοσίωση πρέπει, όσες νύχτες είναι αναγκαίες για να πάψεις να πονάς, να κλάψεις στον ώμο τους. Θα σου δώσουν αγάπη γιατί αυτοί δεν έχουν λάβει αρκετή, θα σου δώσουν με κάθε εφικτό τρόπο χαρά γιατί αυτούς όση χαρά τους έδωσαν, τους την πήραν πίσω.

Δεν εκτιμούν τον εαυτό τους ιδιαίτερα, δεν πιστεύουν πως αξίζουν και πολλά και πώς να το πιστέψουν άλλωστε όταν κανείς ποτέ δεν τους το έδειξε. Γνωρίζουν πολύ καλά τι συμβαίνει να μην παίρνεις όσα σου αξίζουν, επίσης γνωρίζουν καλά πόσο σκληρό είναι, πόσο πολύ μπορεί να διαλύσει έναν άνθρωπο η στέρηση αγάπης. Και γι ’αυτό το λόγο δεν έχουν σκοπό να στερήσουν ποτέ από κανέναν αυτό το υπέροχο δώρο, το δώρο της υπέρτατης, ανεκτίμητης, άπειρης αγάπης. Θα σε πνίγουν στα φιλιά, στις αγκαλιές, στα χάδια και στα πανέμορφα λόγια και θα τα εννοούν όλα. Θα σε έχουν πάνω από όλα και από όλους, ο κόσμος να χαλάσει και δε θα ντρέπονται για αυτό.

Μια μάνα που μεγάλωσε σε δύσκολες συνθήκες, που δεν είχε τα εφόδια για να σπουδάσει, να γλεντήσει, είναι η μάνα που θα παλεύει μια ζωή να μεγαλώσει τα παιδιά της με όλα τα απαραίτητα εφόδια χωρίς να τους λείψει το παραμικρό, να μπορούν να σπουδάσουν και να ζήσουν μια ζωή άνετη χωρίς να αναγκαστούν να θυσιάσουν όσα θυσίασε η ίδια.

Αυτός ο άνθρωπος που τα δίνει όλα, να ξέρεις πως είναι αυτός που έχει λάβει τα λιγότερα και ποτέ δεν είχε κάποιον να τον βάλει πάνω απ’ όλους. Θα μου πεις, αφού δεν έχει λάβει αγάπη, τότε πώς ξέρει πώς είναι και τι να δώσει. Ίσως να μην αναγνωρίζει τη μορφή της και έτσι να χαρίζει απλόχερα όσα αυτός θεωρεί ότι ορίζουν την αγάπη. Ο ορισμός που χτίζει για την αγάπη είναι δικός του, όπως για όλους μας στην τελική. Δεν υπάρχει ένας ορισμός που θα βρεις στο λεξικό και θα τον ακολουθείς για όλη σου τη ζωή, δεν πάει έτσι το πράγμα, φίλε. Ονομάζουμε αγάπη όσα εμείς αναγνωρίζουμε ως αγάπη, όσα εμείς αποζητούμε μια ζωή.

Μην τους λυπάστε, μην τους θεωρήσετε θύματα, ξέρουν κι οι ίδιοι ότι η αγάπη τους ίσως να είναι και η καταστροφή τους. Κάποιοι θα τους εκμεταλλευτούν, θα τους ποδοπατήσουν, θα τους ζορίσουν και θα τους πληγώσουν ανεπανόρθωτα για ακόμη μια φορά. Όμως κάποιοι άλλοι θα τους εκτιμήσουν, θα τους λατρέψουν και θα προσπαθήσουν να παλέψουν για αυτούς με νύχια και με δόντια αν χρειαστεί. Γιατί ποιος δε θα ήθελε να του χαρίζουν απλόχερα τόση αγάπη και ας τους πνίγει κάποιες στιγμές, ας πνιγούν μαζί αν είναι από αγάπη.

Παίρνουμε ό,τι δίνουμε και βρίσκουμε ό,τι προσδοκάμε

Είναι ατυχές, αλλά είναι αλήθεια ότι ζούμε σε έναν κόσμο που κατακλύζεται από ανθρώπους κυνικούς και σκεπτικιστές. Πρόκειται για μια κατηγορία ατόμων που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να προβάλλουν την ανειλικρίνεια και την ανεντιμότητα που είναι σίγουροι ότι αποτελούν κοινό χαρακτηριστικό όλων των ανθρώπων. Είναι πεπεισμένοι ότι κάθε πράξη καλοσύνης και αγάπης υποκρύπτει κάποια υστεροβουλία.

Δυστυχώς, πολλοί από εμάς έχουμε αναπτύξει ένα σκληρό εξωτερικό κέλυφος. Όταν κάποιος μας προσφέρει ένα τριαντάφυλλο και αμέσως μετά μας ζητήσει να κάνουμε μια δωρεά, είναι βέβαιο ότι στο μέλλον θα αντιμετωπίζουμε με αρκετή επιφύλαξη κάθε τέτοια πράξη αβροφροσύνης. Από εκείνη τη φορά και μετά, κάθε λουλούδι που θα μας προσφέρεται θα συνιστά λόγο καχυποψίας.

Οι ερωτευμένοι που έχουν εμπιστευτεί τη σχέση τους και έχουν γίνει ευάλωτοι μπορεί ξαφνικά να ανακαλύψουν ότι εξαπατήθηκαν. Όταν μαζέψουν τα κομμάτια τους και κάποιος τους ξαναπροσφέρει αγάπη, είναι φυσικό να αντιμετωπίσουν τη νέα σχέση με σκεπτικισμό. Έχουν γίνει «υγιείς κυνικοί» – λιγότερο ανοιχτοί, λιγότερο εύπιστοι, λιγότερο ευάλωτοι. Εν ολίγοις, λιγότερο ικανοί να συντηρήσουν μια υγιή σχέση στο μέλλον.

Είναι πολύ ευκολότερο, μου φαίνεται, να γίνουμε κυνικοί παρά να ξεπεράσουμε την απογοήτευση και το ψυχικό τραύμα. Πρέπει ωστόσο να είμαστε πρόθυμοι να εμπιστευτούμε ξανά και να περιμένουμε κάτι καλύτερο απ΄αυτό που μας δόθηκε στο παρελθόν.

Οι αληθινοί κυνικοί, που πιστεύουν ότι έχουν γίνει ειδικοί στο να «διαβάζουν» τους ανθρώπους, έχουν στην πραγματικότητα υποκύψει σε μια άλλη μορφή τύφλωσης. Εάν θέλουμε αγάπη, είναι καλύτερα να ψάχνουμε για το καλό στους ανθρώπους, έστω κι αν αυτό μας κάνει λίγο αιθεροβάμονες.

Δεν υπάρχει συνταγή ή μέθοδος. Μαθαίνεις να αγαπάς αγαπώντας.

Η κτητικότητα πάντα καταστρέφει ό,τι προσπαθεί να προστατεύσει

«Και σταθείτε ο ένας πλάι στον άλλο, αλλά όχι υπερβολικά κοντά διότι οι κολόνες τον ναού στέκουν χωριστές, και η βελανιδιά με το κυπαρίσσι δε φυτρώνουν το ένα στη σκιά τον άλλου.» -Kahlil Gibran

Ο απόλυτος έλεγχος πάνω σε ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν είναι ούτε εφικτός ούτε επιθυμητός. Και είναι πάντα καταστροφικός. Ένας από τους μεγαλύτερους μύθους που αφορούν την αγάπη θέλει δυο ανθρώπους που αγαπιούνται αληθινά να είναι συνέχεια μαζί, να ακολουθούν το ίδιο μονοπάτι, να έχουν τους ίδιους στό­χους και τα ίδια ενδιαφέροντα, οι ζωές τους είναι αιώνια συνυφασμένες και η κάθε στιγμή του ενός μακριά από τον άλλο να μοιάζει με αιωνιότητα. Ακόμα κι αν αυτό ήταν δυνατό, εμένα μου φαίνεται τρομερά ανιαρό.

Είναι πολύ φυσικό να θέλουμε να μοιραζόμαστε πράγματα ή τη ζωή μας με το/τη σύντροφό μας, να θέλουμε να νιώθουμε δε­μένοι και προστατευμένοι. Αυτό γίνεται πρόβλημα μόνο όταν η αγάπη μετατρέπεται σε πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Όσοι επικεντρώνουν την αγάπη τους σε ένα μόνο πρόσωπο έχουν πρόβλημα σχέσεων γενικά.

Θα έπρεπε να είναι αvακoύφιση μάλλον παρά απειλή το να ανακαλύπτουμε πως εκείνοι που αγαπάμε έχουν την ικανότητα να αγαπούν κι άλλους ανθρώπους και να αγαπιούνται. Θα έπρεπε να είμαστε ευγνώμονες που έχουν ενδιαφέροντα πέρα από εμάς, που είναι αυτάρκεις και αυτοδύναμοι.

Είμαστε πραγματικά ικανοί να αγαπάμε πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μειώνεται εκείνο που έχουμε να δώσουμε. Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερες εμπειρίες αγάπης έχουμε, είτε στο παρελθόν είτε στο παρόν, τόσο περισσότερα κομίζουμε στην προσωπική μας σχέση. Η αγάπη δεν ξεθωριάζει όταν μοιράζεται μάλλον γίνεται πιο φωτεινή και σίγουρα βελτιώνεται με την πείρα.

Το παράδοξο του να πληγώνουμε αυτούς που αγαπάμε.

Αποτελεί ένα από τα παράδοξα της αγάπης το ότι συχνά πληγώνουμε περισσότερο αυτούς που αγαπάμε περισσότερο. Επισημαίνουμε συνεχώς τα λάθη τους, επικρίνουμε τις αποφάσεις τους, αμφισβητούμε τα συμπεράσματά τους. Κάποιες φορές, βάζουμε σ’ εκείνους πιο υψηλά στάνταρ απ’ ό,τι στον εαυτό μας. Δεν είναι κακό να θέλουμε τα πρόσωπα που αγαπάμε να κάνουν το καλλίτερο που μπορούν, αλλά αυτό δε θα το πετύχουμε ποτέ με τις επικρίσεις και τα αρνητικά σχόλια.

Μερικά χρόνια πριν, βιντεοσκοπήσαμε μια καθηγήτρια σιη διάρκεια του μαθήματος, προκειμένου να αναλύσουμε την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην ίδια και τους μαθητές. Μελετώντας τα αποτελέσματα, ανακαλύψαμε, προς μεγάλη έκπληξη της εκπαιδευτικού, ότι, μολονότι ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τους μαθητές της, η συμπεριφορά της απέναντι τους ήταν σχεδόν εντελώς αρνητική – ένας ολόκληρος κατάλογος με «Απαγορεύεται» κο­σμούσε την αίθουσα, γραπτά επιστρέφονταν γεμάτα κοκκινίλες και τα προφορικά σχόλιά της επισήμαιναν σχεδόν πάντα τις αδυναμίες των παιδιών.

Η κριτική είναι μια σύνθετη και δύσκολη τέχνη, που δεν πρέπει να γίνεται με ελαφριά καρδιά. Μπορεί να είναι εποικοδομητική, αλλά μπορεί να είναι και ισοπεδωτική.

Την επόμενη φορά που θα μπούμε στον πειρασμό να πούμε «Το πρόβλημα με σένα είναι ότι…» θα πρέπει ίσως να το ξανασκεφτούμε και να αναρρωτηθούμε γιατί το κάνουμε!

Το σχόλιό μας θα έχει πραγματικά κάποιο θετικό αποτέλεσμα ή μήπως είναι καλύτερα να σωπάσουμε; Θα ωφελήσει αν μιλήσουμε ή θα μειώσουμε ένα ανθρώπινο πλάσμα ή μήπως θα χάσουμε ένα αγαπημένο μας πρόσωπο;

«Η αγάπη ανάβει περισσότερες φωτιές απ’ όσες σβήνει το μίσος.»

ΜARCUS AURELIUS: Κάθε πράξη στη ζωή σου κάνε τη σαν να ήταν η τελευταία της ζωής σου

“Κάθε πράξη στη ζωή σου κάνε τη σαν να ήταν η τελευταία της ζωής σου” -ΜΑΡΚΟΣ ΑΥΡΗΛΙΟΣ, ΡΩΜΑΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ (121 – 180 μ.Χ.) ΣΤΩΙΚΟΣ

Αν μας φαίνεται οικείο το απόφθεγμα του Μάρκου Αυρήλιου, αυτό οφείλεται στο ότι ήδη από τα πανάρχαια χρόνια φιλόσοφοι και θρησκευτικοί στοχαστές λένε λίγο πολύ το ίδιο.

Να είσαι εδώ τώρα.

Να είσαι πάντα πνευματικά προσηλωμένος.

Να ζεις στο παρόν.

Ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορό είναι ένας από τους σύγχρονους φιλοσόφους που εξέφρασαν με τον πιο ξεκάθαρο κι επιβλητικό τρόπο αυτή την ψυχική διάθεση: “Πρέπει να ζεις στο παρόν, να ορμάς σε κάθε κύμα, να βρίσκεις την αιωνιότητά σου κάθε στιγμή. Οι ανόητοι στέκονται στο νησί των ευκαιριών τους κι έχουν το βλέμμα τους στραμμένο σε έναν άλλο τόπο. Δεν υπάρχει άλλος τόπος· δεν υπάρχει άλλη ζωή εκτός από αυτή”.

Είναι ξεκάθαρο ότι εμείς τα ανθρώπινα όντα πρέπει να βρίσκουμε πολύ δύσκολο το να ζούμε πνευματικά προσηλωμένοι στο παρόν, αλλιώς γιατί να νιώθουν την ανάγκη να επαναλαμβάνουν το συγκεκριμένο μήνυμα τόσοι και τόσοι φιλόσοφοι;

Εκ πρώτης όψεως, δε φαίνεται και τόσο δύσκολο να βιώσουμε πλήρως το εδώ και τώρα. Το εδώ βρίσκεται ακριβώς εδώ μπροστά μας. Και το τώρα είναι ακριβώς τώρα. Οπότε ποιο είναι το πρόβλημα;
Κάποιοι άνθρωποι παρασύρονται από την επιθυμία τους για κάτι καλύτερο από αυτό που υπάρχει εδώ και τώρα και απομακρύνονται από το παρόν. Άλλοι, όπως εγώ, απομακρύνονται από το παρόν προσπαθώντας να φανταστούν τι θα γίνει στο μέλλον. Ένας άλλος, πιο ολοκληρωτικός τρόπος αποφυγής της πλήρους προσήλωσης στο παρόν είναι το να βλέπουμε όλη τη ζωή μας ως στάδια προετοιμασίας, από προετοιμασία για δείπνο έως προετοιμασία για τη ζωή στο Επέκεινα, και κάπου ενδιάμεσα προετοιμασία για την εξεταστική. Στον αντίποδα βρίσκονται όσοι από μας είναι προσκολλημένοι στο παρελθόν, νιώθοντας είτε νοσταλγία, είτε τύψεις, είτε και τα δύο.

Αυτή η απομάκρυνση από το παρόν είναι συνάρτηση των ανθρώπινων ικανοτήτων της φαντασίας και της μακροπρόθεσμης μνήμης. Πάντοτε έχουμε τη δυνατότητα να φανταστούμε ότι η ζωή μας είναι διαφορετική από αυτή που πραγματικά είναι· πάντοτε μπορούμε να δούμε εναλλακτικές εκδοχές της. Φαίνεται πως αυτό συνιστά έναν πειρασμό στον οποίο οι περισσότεροι από μας δυσκολευόμαστε να αντισταθούμε. Παρομοίως, μπορούμε να θυμηθούμε πως ήταν η ζωή στο παρελθόν, και η προσκόλληση σε αυτό επίσης μοιάζει ακαταμάχητη.

Φυσικά, μια ζωή χωρίς καθόλου προετοιμασία για το μέλλον έχει σοβαρά μειονεκτήματα.
Ο σχεδιασμός που κάνουμε για το μέλλον εμείς οι άνθρωποι συχνά αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της συνειδησιακής λειτουργίας μας, κυρίως επειδή έχουμε την τάση να επανεξετάζουμε ατέρμονα τα σχέδιά μας, αναπαράγοντάς τα ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μας.

Υποπτεύομαι ότι η ολοκληρωτική βίωση του παρόντος έχει κάτι που γεννά μέσα μας έναν βαθιά ριζωμένο φόβο. Ίσως αυτός ο φόβος να αποτελεί βασικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, όπως η θεμελιώδης ενόρμηση του Φρόυντ, η λίμπιντο.

Μάλιστα, φαίνεται πως αυτά τα δύο αλληλοσυμπληρώνονται: Η περίπτωση του σεξ είναι μια από τις λίγες στις οποίες μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είμαστε σταθερά προσηλωμένοι στο εδώ και τώρα.

Όμως, ποια θα μπορούσε να είναι η πηγή του φόβου μας να ζούμε στο παρόν; Ένας λόγος θα μπορούσε να είναι το ότι φοβόμαστε διαρκώς μήπως απογοητευτούμε από τη ζωή μας, και μάλιστα από τη ζωή γενικά. Αντιλαμβανόμαστε διαισθητικά ότι η ζωή στο εδώ και τώρα είναι η ζωή στην απόλυτη έκφανσή της – η ζωή ακριβώς τώρα είναι η πιο πραγματική που μπορούμε να βιώσουμε. Τι γίνεται όμως αν ανακαλύψουμε ότι η ζωή τού εδώ και τώρα υπολείπεται κατά πολύ των προσδοκιών μας; Τι γίνεται αν μας έρθει κατακέφαλα ένα μεγαλοπρεπές “Αυτό είναι όλο κι όλο;”; Τι γίνεται αν βρούμε αυτή την απόλυτη πραγματικότητα μπανάλ ή, ακόμη χειρότερα, σκληρή, άδικη και οδυνηρή; Για να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον φόβο της υπαρξιακής απογοήτευσης προβαίνουμε σε ένα προληπτικό χτύπημα κατά της βίωσης του παρόντος, με το να φανταζόμαστε αυτόματα κάτι διαφορετικό, κατευθύνοντας τη συνείδησή μας στο μέλλον ή στο παρελθόν ή σε μια φανταστική εναλλακτική ζωή.

Άλλος πιθανός λόγος που αποφεύγουμε να ζούμε στο παρόν είναι ότι βρίθει από παραπομπές στη θνητότητά μας. Όταν είμαστε ολοκληρωτικά προσηλωμένοι στο εδώ και τώρα συναισθανόμαστε βαθιά το ασταμάτητο πέρασμα του χρόνου και τη συνεχή αλλαγή. Οι περισσότεροι από μας έχουμε βιώσει στιγμές ευδαιμονίας με αφορμή απλά γεγονότα – η ξαφνική εμφάνιση ενός σμήνους περιστεριών στον ουρανό, μια καταπληκτική εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, το γοητευτικό χαμόγελο ενός άγνωστου περαστικού.

Αυτές οι στιγμές είναι φευγαλέες. Η έντασή τους έχει άμεση σχέση με το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό. Όμως, αυτές οι φευγαλέες στιγμές μάς αφήνουν μια γλυκόπικρη αίσθηση ότι όλα τελειώνουν. Και η αίσθηση αυτή συνοδεύεται από την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση του πεπερασμένου της ατομικής μας ύπαρξης. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι κάποια στιγμή τα εδώ και τώρα μας θα τελειώσουν και δε θα υπάρχουν άλλα.

Αρκεί μόνο να κάνεις υπομονή;

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί που δεν μπορούσε να πετάξει. Περπατούσε όπως τα κοτόπουλα γύρω-γύρω στο χώμα, αν και γνώριζε καλά ότι υπάρχουν πουλιά που μπορούν να πετούν.

Και πώς τα έφερε η μοίρα, με μία σειρά συμπτώσεις ν’ ακολουθούν η μία την άλλη, και βρέθηκε να κλωσσά στη φωλιά του το αυγό ενός πουλιού που πετούσε.

Σύντομα ο νεοσσός εκκολάφθηκε, έχοντας τη δυνατότητα (κι αυτός) να πετά.

Ρωτούσε το θετό του γονιό: «Πότε θα πετάξω;» και το δεμένο γερά στη γη πουλί του απαντούσε κάθε φορά: «Πρέπει απλά να κάνεις υπομονή και θα πετάξεις, έτσι όπως κάνουν όλα τα πουλιά».

Γιατί δεν γνώριζε πώς να διδάξει στο μικρό πουλί να πετά. Δεν γνώριζε καν πως δεν είχε απλά παρά να του δώσει μια και να το ρίξει απ’ τη φωλιά ώστε ν’ αναγκαστεί να ανοίξει τα φτερά του.

Και κατά έναν παράξενο τρόπο, ούτε ο νεοσσός μπορούσε ν’ αντιληφθεί καθαρά την κατάσταση. Τον μπέρδευε η ευγνωμοσύνη για το πουλί που τον είχε κλωσήσει ως γονιός.

«Δίχως τη δική του βοήθεια, σίγουρα θα είχα παραμείνει στο αυγό», επαναλαμβάνε στον εαυτό του.

Κι άλλες φορές μονολογούσε: «Αν κάποιος κατάφερε να με κλωσήσει, σίγουρα θα καταφέρει και να μου δείξει να πετώ. Όλα είναι ζήτημα χρόνου ή ίσως ζήτημα δικής μου προσπάθειας ή έστω κάποιας ιδιαίτερης σοφίας: ναι αυτό είναι. Κάποτε θα έρθει η μέρα και ό,τι με έφερε μέχρι εδώ, θα φροντίσει για τη μετάβασή μου στο επόμενο στάδιο.»

Το παραμύθι αυτό εμφανίζεται σε διαφορετικές μορφές στο έργο Awarif Al-maarif τους 12οι αιώνα (Suhrawardi) και φέρει πολλαπλά μηνύματα.

Λέγεται ότι μπορεί να γίνει κατανοητό διαισθητικά, αναλόγως του επιπέδου συνείδησης κάθε αναγνώστη.

Σε ένα πρώτο επίπεδο φυσικά, δίνει έμφαση σε μια σειρά αξιών σχετικών του πολιτισμού μας. Οι αξίες αυτές συμπεριλαμβάνουν:

«Το να συμπεραίνει κανείς ότι ένα πράγμα αποτελεί ακολουθία μίας προηγούμενης κατάστασης είναι ανοησία και ενδέχεται να εμποδίσει κάθε πρόοδο» και «αν κάποιος επιτελεί έναν ρόλο σωστά, δεν σημαίνει ότι θα καταφέρνει να εκπληρώνει κάθε ρόλο».

Η λάμπα της Ντέντερα στην Αίγυπτο

Ίσως θα έχετε ακούσει ή διαβάσει κάπου τη φράση πως εκεί που σταματούν να μιλούν οι άνθρωποι, μιλούν οι πέτρες.

Πρόκειται για νόημα πέρα για πέρα αληθινό, που έχει να κάνει με τα κάθε μορφής και τύπου αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μας δείχνουν πράγματα και γεγονότα που αλλάζουν τα όσα πιστεύαμε έως τώρα, τα όσα ήθελε η συμβατική ιστορία να πιστεύουμε.

Κλασσικό και μέγιστο παράδειγμα αποτελούν οι τοιχογραφίες και οι λιθογραφίες.

Όπως αυτές που συναντάμε στην Αρχαία Αίγυπτο. Εκεί στο βάθος των πυραμίδων, που το σκοτάδι σκεπάζει τα πάντα, υπάρχουν σχέδια μεγάλης ακρίβειας, τα οποία έχουν να μας πουν πολλά για το παρελθόν των λαών.

Τα ευρήματα στην Τέντυρα

Τα ευρήματα στην πανάρχαια Ελληνική πόλη Τέντυρα (Ντέντερα) της Αιγύπτου, νότια της Αβύδου είναι εντυπωσιακά. Στα υπόγεια του ναού Χαθόρ βρέθηκαν λιθογραφίες όπου αναπαρίστανται τεράστιες λυχνίες, τροφοδοτούμενες από καλώδια που καταλήγουν σε τεράστια τροφοδοτικά (ή τεράστιες μπαταρίες) φτιαγμένα με τη βοήθεια ηλεκτροδίων μέσα σε πολύ μεγάλα πιθάρια. Οι λιθογραφίες και οι τοιχογραφίες είναι πολλές και ιδιαίτερα λεπτομερείς.

Οι τοιχογραφίες απεικονίζουν ανθρώπους να κρατούν λαμπτήρες και φωτεινές μπάλες στα χέρια τους ή συσκευές με λαμπτήρες. Μάλιστα με κάποιες φωτίζουν, προκειμένου να κάνουν κάποια εργασία, όντα πολύ πιο ψηλά και δυνατά από αυτούς (γίγαντες).

Μέσα στους λαμπτήρες υπάρχουν μεγάλα φίδια σε κυματιστές γραμμές. Η ουρά των φιδιών βγαίνει μέσα από λωτούς. Κάποιες λιθογραφίες δείχνουν συστήματα πολλαπλών λυχνιών. Στις λιθογραφίες υπάρχουν και άλλες συσκευές ηλεκτρικού ρεύματος, λιγότερο ή περισσότερο περίεργες, που είτε κάποιοι τις κρατούν ή προσπαθούν να τις θέσουν σε λειτουργία ή τις έχουν τοποθετήσει στο κεφάλι τους.

Πως όμως, συνέβη αυτό στην αρχαιότητα. Προσέξτε, σε δωμάτια χωρίς παράθυρα έχουμε χαραγμένα και λαξεμένα θέματα, χωρίς να υπάρχει ίχνος κάπνας ακόμα και στις σχισμές των τοίχων. Μιλάμε φυσικά για υπολείμματα κάπνας και αιθάλης, που να χρονολογούνται εκείνη την περίοδο, καθότι τα κατοπινά χρόνια ερευνητές, επισκέπτες, συντηρητές, ακόμα και ληστές χρησιμοποίησαν και δαυλούς και λάμπες λαδιού και κεριά.

Άλλωστε, αυτό αποδείχθηκε και στην πράξη, αφού στους ναούς και τις κρύπτες που ανοίχθηκαν πιο πρόσφατα για να εξερευνηθούν, δεν βρέθηκε το παραμικρό ίχνος κάπνας ή καύσης. Εδώ πρέπει να συνυπολογίσουμε και δύο ακόμα παράγοντες.

Όσο σπουδαίοι καλλιτέχνες και να ήταν αυτοί που έφτιαξαν τις λιθογραφίες, δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τέτοιες λεπτομέρειες και χρωματισμούς, αν δεν είχαν στη διάθεση τους πλούσιο και σταθερό φως, επί ώρες. Επιπλέον, η χρήση δαυλών ή λαμπών λαδιού και κεριών, θα ξόδευε μεγάλες ποσότητες οξυγόνου και θα τους εξασθενούσε εμποδίζοντας την προσπάθεια τους.

Αρχικά δόθηκε η εξήγηση των πολλαπλών ανακλαστικών επιφανειών, αλλά σύντομα αποδείχτηκε πως δεν ισχύει. Βλέπετε, ακόμα και τα πιο σύγχρονα κάτοπτρα δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν. Αυτό λόγω του ποσοστού απορρόφησης της έντασης της ηλιακής ακτινοβολίας και του μεγάλου αριθμού των απαιτούμενων ανακλάσεων δεν θα επέτρεπε στο φως να φτάσει σε τέτοιο βάθος. Έτσι, το φως μέσω των ανακλάσεων έφτανε το πολύ μέχρι τη μισή απόσταση και φυσικά ήταν εξασθενημένο.

Αλλά υπάρχουν και τεχνικές δυσκολίες που παραβλέπονται. Θα χρειαζόταν μια σειρά από κάτοπτρα, τα οποία κάποιοι τεχνίτες θα έπρεπε να κρατούν ή να τοποθετούν διαρκώς, αλλάζοντας συχνά πυκνά γωνία.

Έτσι, μια πιθανή απροσεξία η ζημιά θα μπορούσε να σπάσει την αλυσίδα και να βυθίσει τους πάντες στο σκοτάδι. Τέλος, θα έπρεπε να επιλέγουν μόνο ηλιόλουστες μέρες, όπου δεν θα υπήρχε συννεφιά και σκόνη ή άλλες ουσίες στην ατμόσφαιρα. Εμείς, απλώς θα αναφέρουμε ότι έχουν διακοσμηθεί με σχολαστικό τρόπο περίπου 400 υπόγειοι ναοί και τάφοι.

Αρκετοί Αιγυπτιολόγοι έσπευσαν άμεσα να υποβαθμίσουν και αυτό το θέμα, τονίζοντας πως πρόκειται απλώς για συμβολικές εικόνες από τη μυθολογία των Αιγυπτίων. Σύμφωνα με αυτούς, ο στυλοβάτης στις εικόνες αντιπροσωπεύει ένα σύμβολο σταθερότητας και αναπαριστά κατά κάποιον τρόπο τη σπονδυλική στήλη του θεού Όσιρι.

Αυτό που κρατούν οι άνθρωποι στους ώμους τους είναι φίδι μέσα σε φύλλα λωτού. Αυτό συμβολίζει τη γονιμότητα και σχετίζεται άμεσα με τις πλημμύρες του ποταμού Νείλου. Τα γιγαντιαία όντα που κρατούν μαχαίρια ερμηνεύονται ως ένα είδος αμυντικής και προστατευτικής δύναμης.

Η απλή λογική οδηγεί συνήθως στην αλήθεια

Τα πράγματα είναι απλά. Εφόσον δεν υπάρχουν ανοίγματα στις πυραμίδες για να μπαίνει από κάποιο σημείο το φως και εφόσον δεν έχουν βρεθεί ίχνη από κάπνα που θα δικαιολογούσαν τη χρήση δαυλών, με κάποιο τρόπο οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ή αυτοί που κατοικούσαν τότε στην Αίγυπτο μπορούσαν να παράγουν φως. Ο πιο πιθανός τρόπος είναι μέσω του ηλεκτρισμού και σε αυτό συνηγορούν και οι αρχαίες μπαταρίες που βρέθηκαν.

Οι μπαταρίες αποτελούνταν από πήλινο δοχείο στο οποίο έβαζαν έναν κούφιο μεταλλικό κύλινδρο. Στον κύλινδρο εισερχόταν μια μεταλλική ράβδος, χωρίς να έρχεται σε επαφή μαζί του. Έτσι, δημιουργούσαν δύο ηλεκτρόδια. Στη συνέχεια γέμιζαν το δοχείο με ηλεκτρολυτικό υγρό, που δημιουργούσε στα άκρα των ηλεκτροδίων την απαιτούμενη τάση. Η διαφορά είναι πως η μπαταρία του Ιράκ είναι μικρού μεγέθους (χωράει σε ανθρώπινη παλάμη), ενώ της Αιγύπτου είναι πολύ μεγάλες (μοιάζουν με τεράστια πιθάρια).

Ο Λουκιανός

Σε απόσπασμά έργου του ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς αναφέρεται σε έναν συριακό ναό στον Ευφράτη, τον 2 αιώνα μ.Χ., όπου φυλασσόταν άγαλμα θέας. Η θεά έχει στο κεφάλι της ένα αντικείμενο. Πρόκειται για πέτρα με στρογγυλό σχήμα, την οποία αποκαλεί λαμπτήρα και εξηγεί πως παίρνει το όνομα αυτό χάρη στη λειτουργία της. Η συγκεκριμένη πέτρα λάμπει τόσο πολύ όλη τη νύχτα, που φωτίζει όλο το ναό, όπως θα συνέβαινε με τη χρησιμοποίηση πολλών λαμπτήρων λαδιού. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, η πέτρα λάμπει λιγότερο, αλλά διατηρεί έντονη φλογερή πτυχή.

Ορισμένοι επιστήμονες κάνουν λόγο για ύπαρξη, γνώση και χρήση του άνθρακα εκείνη την εποχή, που θα μπορούσε να επιφέρει τη χρησιμοποίηση ενός απλού λαμπτήρα ηλεκτρικών τόξων με άνθρακα και πιστεύουν πως παρόμοια συστήματα υπήρχαν σε διάφορες περιοχές εκείνης της περιόδου.

Ίχνη ρεύματος στη «Μεγάλη Πυραμίδα»

Πέρυσι το καλοκαίρι βγήκαν στη δημοσιότητα νέες εικόνες από το εσωτερικό του άξονα, της «Μεγάλης Πυραμίδας». Σ αυτές υπάρχουν στοιχεία ηλεκτρικών ακροδεκτών, καλώδια, διαγράμματα συνδεσμολογίας. Η ύπαρξη καλωδίων, συνδέσμων και ηλεκτρικών επαφών δεν «αγγίζονται» μέχρι στιγμής από τους Αιγυπτιολόγους.

Σχετική αναφορά για τέτοια θεωρία υπάρχει στο βιβλίο «Giza Power Plant: Τεχνολογίες της Αρχαίας Αιγύπτου», που εκδόθηκε το 1998. Πλέον, οι επιστήμονες στέλνουν ρομπότ για να εξερευνήσουν περισσότερα στοιχεία στους άξονες, ψάχνοντας ενδείξεις και αποδείξεις που θα επιβεβαιώσουν και θα εδραιώσουν τη θεωρία αυτή.

Η φαντασία δημιουργεί σενάρια

Αν αφήναμε τη φαντασία μας να καλπάσει θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε πως στην αρχαιότητα υπήρχαν άνθρωποι ή όντα με υπερφυσικές δυνάμεις που μπορούσαν να παράγουν μόνοι τους φως ή να βλέπουν απολύτως καθαρά στο σκοτάδι, αλλά επειδή δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη για κάτι τέτοιο, δεν έχουμε την όποια διάθεση να μπούμε σε παρόμοιες αναλύσεις. Το μόνο που μπορούμε να καταθέσουμε και το οποίο θα αναφέρουμε πάντα, είναι πως κανένας μα κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει με λεπτομέρειες, πως ζούσαν, πως σκέπτονταν και πως λειτουργούσαν ανά πάσα στιγμή οι αρχαίοι πρόγονοι σε κάθε σημείο της γης.

Πετυχημένη αναπαράσταση στο σήμερα

Κάποιοι κατασκεύασαν πανομοιότυπες λυχνίες και τις τροφοδότησαν με πανομοιότυπες μπαταρίες σαν και αυτές που βρέθηκαν στο Ιράκ και την Αίγυπτο. Στο μουσείο της σύγχρονης Τέντυρας, υπάρχει αναπαράσταση της αρχαίας λυχνίας, η οποία τίθεται σε λειτουργία με τις αρχαίες μπαταρίες. Όπως αποδεικνύουν και τα σχετικά βίντεο που κυκλοφορούν, αλλά και όπως μπορούν να δουν όσοι επισκεφτούν το μουσείο, το όλο σύστημα λειτουργεί κανονικά.

Κάποιοι μηχανικοί ισχυρίζονται πως έχουμε να κάνουμε ουσιαστικά με έναν πρωτόγονο σωλήνα Crookes. Ο σωλήνας Crookes υπήρξε πρόδρομος του σύγχρονου τηλεοπτικού σωλήνα.

Αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Βρισκόταν στη δεξιά όχθη του Νείλου, στη θέση της σημερινής πόλης Ντέντερα και κοντά στην πόλη Κένα. Η Τ. ονομαζόταν στα αρχαία αιγυπτιακά και Ενετεντορέ (= Ενέτ της θεάς). Η πόλη ανάγεται στην προδυναστική περίοδο και στην εποχή της 6ης Δυναστείας ήταν πρωτεύουσα νομού.

Στην πόλη υπήρχε ναός της Αθώρ, θεάς του χορού, της μουσικής και του έρωτα, η οποία ταυτιζόταν με την Αφροδίτη. Θεωρείται ένας από τους πιο καλοδιατηρημένους αρχαίους ναούς της αρχαίας Αιγύπτου και αρχιτεκτονικό αριστούργημα χάρης και συμμετρίας. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η αρχική κατασκευή του ναού πραγματοποιήθηκε στην εποχή της 4ης Δυναστείας.

Τα τμήματα, ωστόσο, που σώθηκαν, ανάγονται στην εποχή των Πτολεμαίων, με προσθήκες που έγιναν στα χρόνια του Τιβέριου. Σε αυτόν λατρευόταν η θεά με τον σύζυγό της Ώρο και τον γιο της Εχί ή Χαρσεμτεονέ. Μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, ανακαλύφθηκαν δύο παραστάσεις ζωδιακών κύκλων, που βρίσκονταν στην οροφή του ναού, στους οποίους μπορεί κανείς να διακρίνει τα ελληνικά σημεία συνταιριασμένα με τους αιγυπτιακούς αστερισμούς: η μία παράσταση αναφέρεται στη γέννηση του Καίσαρα (100 π.Χ.) και η άλλη στη βασιλεία του Τιβέριου (14-37 μ.Χ.). Πίσω από τον ναό της Άθωρ υπήρχε και ένας μικρότερος ναός αφιερωμένος στην Ίσιδα.

Η ιδανική ηλικία γάμου κατά τους Αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους

Οι μαρτυρίες για την ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων είναι τόσο αντιφατικές και αποσπασματικές, που εύκολα επιλέγοντας μεμονωμένα κομμάτια, μπορείς να σχηματίσεις το παζλ μίας συντηρητικής κοινωνίας ή μίας ελευθεριάζουσας κοινωνίας.

Η πραγματική συνολική εικόνα που έχουμε και αφορά στην Αθήνα της κλασικής περιόδου του Περικλή (είναι η εποχή για την οποία έχουμε τις περισσότερες γραπτές πηγές), δείχνει μία κοινωνία που τιμά και προτρέπει τα μέλη της στην ετεροφυλόφιλη μονογαμία. Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στην ερωτική ζωή των Αρχαίων Ελλήνων θα ασχοληθούμε με τη θέση της γυναίκας και τον γάμο, όπως και το γιατί οι Αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν τόσο σημαντική την παρθενία της υποψήφιας νύφης.

Η θέση της γυναίκας είχε δύο αφετηρίες. Η πρώτη ήταν ο πόλεμος, το γεγονός δηλαδή ότι οι αρχαίες κοινωνίες ανά πάσα στιγμή έπρεπε να επιτεθούν και να αμυνθούν για να επιβιώσουν ή να αποκτήσουν πλούτο. Η ανδρική δύναμη επομένως ήταν αναγκαία προϋπόθεση της ύπαρξής τους.

Οι γυναίκες δεν πολέμησαν ποτέ στην αρχαιότητα, ούτε ακόμα και στην στρατιωτική κοινωνία της Σπάρτης.

Ο δεύτερος λόγος περιορισμού των γυναικών ήταν η διάρθρωση της οικονομίας στον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, που βασίζονταν στους «οίκους» των πολιτών. Οι γυναίκες έπρεπε να μένουν στο σπίτι για να φροντίζουν τη διατήρηση των οίκων (ο οίκος συμπεριελάμβανε συγγενείς και δούλους), όταν ο άνδρας πολεμούσε ή αποφάσιζε για τα θέματα της πόλης. Πάνω από όλα όμως, έπρεπε να μένουν στο σπίτι, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα παιδιά που θα έκανε και θα συνέχιζαν τον «οίκο», θα ήταν γνήσιοι απόγονοι του άνδρα της οικογένειας.

Η κλασική Αθήνα επέμενε στην ξεκάθαρη πατρότητα των πολιτών της. Ο κάθε άνδρας ήταν γιος συγκεκριμένου άνδρα. Και αυτό γινόταν αυταπόδεικτο μόνο όταν η γυναίκα δεν είχε την ευκαιρία να βρεθεί με άλλους άνδρες.

Από τη γένεση της αρχαίας ελληνικής πόλης – κράτους (8ος αιώνας π.Χ.), πυρήνας της δομής του μορφώματος ήταν ο «οίκος», η πατριαρχική δηλαδή οικογένεια που ζούσε κάτω από την ίδια στέγη, παρήγαγε και κατανάλωνε τα ίδια αγαθά. Η επιβίωση της πόλης εξαρτιόταν από τη συνέχιση των οίκων, κάτι που μπορούσε να γίνει μόνο με το γάμο και την απόκτηση παιδιών. Ο γάμος θωρούνταν ιερός στην αρχαιότητα και ήταν πρώτιστο μέλημα των νομοθετών να ρυθμίζουν με αυστηρούς νόμους τα ζητήματα γνησιότητας των παιδιών και της κληρονομιάς ενός γάμου.

Παλιότερη πηγή για τα γαμήλια έθιμα είναι τα ομηρικά έπη. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια εμφανίζεται ο γάμος ως ένας διακανονισμός ανάμεσα στον μνηστήρα και στον πατέρα της νύφης. Ως γαμήλια τελετή είναι η πανηγυρική μεταφορά της νύφης μέσα από τους κύριους δρόμους της πόλης από το πατρικό της σπίτι, στο σπίτι του γαμπρού.

Η αρχαιότερη αναφορά στην ιδεώδη ηλικία γάμου βρίσκεται στα «Έργα και Ημέρες» του Ησίοδου, όπου ο ποιητής συμβουλεύει τον αδερφό του:

«να είσαι σε κατάλληλη ηλικία, όταν φέρεις γυναίκα για σύζυγο στο σπίτι, μήτε πολύ κάτω από 30 ετών, μήτε πολύ πιο μεγάλος. Αυτός ο γάμος είναι στην ώρα του. Η γυναίκα όμως, ας κλείσει τέσσερα χρόνια στην ήβη, και στον πέμπτο ας παντρευτεί» (στίχοι 695-698).

Πως καθοριζόταν η αρχή της ήβης; Ο ποιητής δεν διευκρινίζει αλλά υποθέτουμε βάσιμα ότι εννοεί την έναρξη της εμμηνορρυσίας, αφού μοναδικός στόχος του αρχαίου γάμου ήταν η τεκνοποιία.

Σύμφωνα με ελεγεία του Σόλωνα, έναν αιώνα μετά τον Ησίοδο, η κατάλληλη ηλικία γάμου για έναν άνδρα ήταν ανάμεσα στα 27 και 34 χρόνια, ενώ ο Ξενοφώντας, έναν αιώνα ακόμα πιο μετά, αναφέρει ως κατάλληλη ηλικία γάμου για τη γυναίκα τα 15 έτη.

Στους φιλόσοφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη, τα όρια για τις γυναίκες ανεβαίνουν στα 18 χρόνια, σε μία προσπάθεια να μειωθεί η γυναικεία θνησιμότητα που επέφερε η πρώιμη κύηση. Αδιαμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι οι Αθηναίες παντρεύονταν σε πολύ μικρές ηλικίες πολύ μεγαλύτερους άνδρες. Από λογοτεχνικές μαρτυρίες προκύπτει ότι η ηλικία γάμου των γυναικών ήταν από τα 13 μέχρι τα 25 χρόνια και των ανδρών, ανάμεσα στα 17 και 35.

Πίσω από τη μεγάλη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στη νύφη και στον γαμπρό, βρισκόταν η ιδιαίτερη σημασία που έδινε η κοινωνία στην παρθενία της γυναίκας. Ο Ησίοδος στα «Έργα και Ημέρες» μιλά χωρίς προσχήματα, δίνοντας συμβολή στον αδελφό του:

«Παρθένα να παντρευτείς, για να της μάθεις σεμνούς τρόπους».

Η σύναψη ενός γάμου στην Αρχαιότητα ήταν υπόθεση ιδιωτική, στην οποία δεν παρενέβαινε η πολιτεία, δεν υπήρχε δηλαδή καταγραφή σε κάποια αρχεία, όπως γινόταν με την γέννηση των παιδιών. Δύο διαδικασίες που απείχαν χρονικά συνιστούσαν τον αθηναϊκό γάμο: η εγγύη ή εγγύηση (ο αρραβώνας) και η έκδοση (η παράδοση της νύφης με την προίκα της στον γαμπρό). Ο γάμος ολοκληρωνόταν με τη συγκατοίκηση του ζεύγους («συνοικείν»).

Η εγγύη (αρραβώνας) ήταν η συμφωνία του μεγέθους και της σύνθεσης της προίκας ανάμεσα στον πατέρα της νύφης και στον μνηστήρα, παρουσία μαρτύρων. Η παρουσία της μέλλουσας νύφης δεν ήταν απαραίτητη. Η «έκδοση», η πανηγυρική μεταφορά της νύφης στο σπίτι του γαμπρού γινόταν κατά προτίμηση τον χειμερινό μήνα Γαμηλίωνα, κατά τον εορτασμό του γάμου του Δία με την Ήρα. Αργότερα, το Φθινόπωρο ο γαμπρός παρουσίαζε τη νύφη στη φατρία του (στην ανδρική συγγενική ομάδα που ανήκε η οικογένειά του) κατά την εορτή των Απατουρίων.

Η αποδοχή της νύφης από τη φατρία ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για να θεωρηθούν Αθηναίοι πολίτες τα αρσενικά παιδιά του ζευγαριού. Η παρουσίαση της νύφης συνοδευόταν από θυσία ζώων (γαμηλία), τα οποία απολάμβανε στη συνέχεια μαγειρεμένα η φατρία

Για την Επίγνωση

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση; Και ποιος έχει την επίγνωση όταν υπάρχει επίγνωση;

Ας εξετάσουμε πρώτα τι εννοούμε λέγοντας «ενδοσκόπηση». Με την ενδοσκόπηση εννοούμε το κοίταγμα μέσα μας, την εξέταση του εαυτού μας. Γιατί εξετάζει κανείς τον εαυτό του; Για να τον βελτιώσει, για να τον αλλάξει, για να τον τροποποιήσει. Κάνεις ενδοσκόπηση για να γίνεις κάτι, αλλιώς δεν θα καταπιανόσουν με την ενδοσκόπηση. Δεν θα ερευνούσες τον εαυτό σου αν δεν υπήρχε η επιθυμία να τον τροποποιήσεις, να τον αλλάξεις, να γίνεις κάτι άλλο από εκείνο που είσαι. Αυτός είναι ο προφανής λόγος για ενδοσκόπηση. Είμαι θυμωμένος και κάνω ενδοσκόπηση, εξετάζω τον εαυτό μου για να απαλλαγώ από το θυμό ή για να τον τροποποιήσω.

Όπου γίνεται ενδοσκόπηση -που είναι η επιθυμία να τροποποιήσω ή να προσαρμόσω τις αντιδράσεις, τη συμπεριφορά του εαυτού- υπάρχει πάντα κάποιος σκοπός. Όταν αυτός ο σκοπός δεν επιτυγχάνεται, υπάρχει κακοκεφιά, κατάθλιψη. Οπότε η ενδοσκόπηση πάει σταθερά μαζί με την κατάθλιψη. Δεν ξέρω αν έχετε παρατηρήσει ότι όταν κάνεις ενδοσκόπηση, όταν κοιτάς μέσα σου προκειμένου ν’ αλλάξεις τον εαυτό σου, έρχεται πάντα ένα κύμα κατάθλιψης.

Έρχεται πάντα ένα κύμα κακοκεφιάς που πρέπει να το καταπολεμήσεις, μετά πρέπει να ερευνήσεις τον εαυτό σου ξανά για να κατανικήσεις αυτή την κακοκεφιά και ούτω καθεξής. Στην ενδοσκόπηση δεν υπάρχει αποδέσμευση, επειδή είναι μία διαδικασία μεταμόρφωσης «εκείνου που είναι» σε κάτι που δεν είναι.

Προφανώς, αυτό ακριβώς είναι εκείνο που συμβαίνει όταν κάνουμε ενδοσκόπηση, όταν ασχολούμαστε μ’ αυτή την ιδιόμορφη πράξη, όπου υπάρχει πάντα μια συσσωρευτική διαδικασία: καθώς το «εγώ» εξετάζει κάτι για να το αλλάξει, υπάρχει πάντα μια διπλή σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αντίθετα και επομένως μία διαδικασία απογοήτευσης. Δεν υπάρχει ποτέ αποδέσμευση και με τη συνειδητοποίηση της απογοήτευσης, έρχεται η κατάθλιψη.

Η επίγνωση είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό.

Επίγνωση είναι παρατήρηση χωρίς επίκριση.

Η επίγνωση φέρνει κατανόηση γιατί δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, αλλά μόνο σιωπηλή παρακολούθηση. Αν θέλω να κατανοήσω κάτι, πρέπει να το παρατηρήσω και δεν πρέπει να κριτικάρω, δεν πρέπει να καταδικάζω, δεν πρέπει να το επιδιώκω ως κάτι ευχάριστο ή να το αποφεύγω ως δυσάρεστο. Πρέπει να υπάρχει απλώς η σιωπηλή παρατήρηση ενός γεγονότος. Δεν υπάρχει κάτι που θέλεις να πετύχεις, αλλά επίγνωση του καθετί που παρουσιάζεται. Αυτή η παρατήρηση και η κατανόησή της παύουν όταν υπάρχει επίκριση, ταύτιση ή δικαιολόγηση.

Η ενδοσκόπηση είναι αυτοβελτίωση κι επομένως η ενδοσκόπηση είναι εγωκεντρισμός.

Η Επίγνωση δεν είναι αυτοβελτίωση. Απεναντίας, είναι το τέλος του εαυτού, του «εγώ», με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, την μνήμη του, τις απαιτήσεις του και τις επιδιώξεις του. Στην ενδοσκόπηση υπάρχει ταύτιση και επίκριση. Στην επίγνωση δεν υπάρχει επίκριση ή ταύτιση, κι επομένως δεν υπάρχει αυτοβελτίωση. Υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στα δύο.

Ο άνθρωπος που θέλει να καλυτερέψει τον εαυτό του δεν μπορεί ποτέ να έχει επίγνωση, γιατί το να καλυτερέψεις τον εαυτό σου προϋποθέτει επίκριση και επίτευξη κάποιου αποτελέσματος. Ενώ στην επίγνωση υπάρχει παρατήρηση χωρίς επίκριση, χωρίς απόρριψη ή αποδοχή. Αυτή η επίγνωση αρχίζει παρατηρώντας και κατανοώντας τον κόσμο γύρω σου- όταν έρχεσαι σε επαφή με αντικείμενα, με τη φύση.

Πρώτα υπάρχει επίγνωση των πραγμάτων που μας περιβάλλουν, ευαισθησία για τα αντικείμενα, για τη φύση, μετά για τους ανθρώπους, που σημαίνει για τις σχέσεις μας μαζί τους- κι ύστερα υπάρχει επίγνωση των ιδεών. Αυτή η επίγνωση, το να είναι κανείς ευαίσθητος στα πράγματα, στη φύση, στους ανθρώπους, στις ιδέες, δεν αποτελείται από ξεχωριστές διαδικασίες, αλλά είναι μια ενιαία διαδικασία.

Επίγνωση είναι μια διαρκής παρατήρηση των πάντων: της κάθε σκέψης, του κάθε αισθήματος και της κάθε πράξης. Καθώς η επίγνωση δεν επικρίνει, δεν υπάρχει και συσσώρευση.

Επικρίνεις μόνο όταν έχεις ένα πρότυπο, που σημαίνει ότι υπάρχει συσσώρευση κι επομένως βελτίωση του «εγώ». Επίγνωση είναι η κατανόηση της δράσης του εαυτού, του «εγώ», στις σχέσεις του με τους ανθρώπους, με τις ιδέες και με τα πράγματα. Αυτή η επίγνωση υπάρχει από τη μια στιγμή στην άλλη κι επομένως δεν μπορεί κανείς να εξασκηθεί σ’ αυτήν. Όταν εξασκείσαι σε κάτι, αυτό γίνεται συνήθεια- και η επίγνωση δεν είναι συνήθεια. Ένας νους που κάνει κάτι από συνήθεια είναι αναίσθητος- ένας νους που ακολουθεί το αυλάκι μιας συγκεκριμένης δράσης είναι νωθρός, άκαμπτος, ενώ η επίγνωση απαιτεί διαρκή ευστροφία, διαρκή εγρήγορση.

Δεν είναι δύσκολο. Είναι στην πραγματικότητα εκείνο που κάνετε όταν ενδιαφέρεστε για κάτι: για το παιδί σας, για τη γυναίκα σας, για τα λουλούδια σας, για τα δέντρα, για τα πουλιά. Παρατηρείτε χωρίς επίκριση, χωρίς ταύτιση. Οπότε σ’ αυτή την παρατήρηση υπάρχει πλήρης επικοινωνία- ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι σε πλήρη επικοινωνία. Αυτό συμβαίνει πραγματικά όταν ενδιαφέρεσαι για κάτι έντονα, βαθιά.

Έτσι, υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στην επίγνωση και στην ενδοσκόπηση, η οποία δυναμώνει το «εγώ» με την αυτοβελτίωσή του. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε περισσότερη και μεγαλύτερη εσωτερική σύγκρουση, ενώ η επίγνωση είναι μια κίνηση αποδέσμευσης από τη δράση του «εγώ»• σημαίνει επίγνωση των καθημερινών σου κινήσεων, σκέψεων, πράξεων, καθώς και να το έχεις επίγνωση και των άλλων, να παρατηρείς τους άλλους. Αυτό μπορείς να το κάνεις όταν αγαπάς κάποιον, όταν ενδιαφέρεσαι βαθιά για κάτι. Όταν θέλω να γνωρίσω τον εαυτό μου, όλο μου το «είναι», ολόκληρο το περιεχόμενο του «εγώ» μου και όχι απλώς ένα ή δυο επίπεδα, τότε προφανώς δεν μπορεί να υπάρχει επίκριση.

Τότε πρέπει να είμαι ανοιχτός σε κάθε σκέψη, σε κάθε συναίσθημα, σε όλες τις διαθέσεις μου, σε όλες τις καταπιέσεις• και καθώς υπάρχει όλο και περισσότερη διευρυμένη επίγνωση, τόσο υπάρχει και μεγαλύτερη ελευθερία από όλες τις κρυφές κινήσεις της σκέψης, των κινήτρων και των επιδιώξεων. Η επίγνωση είναι ελευθερία• φέρνει ελευθερία- δίνει ελευθερία• ενώ η ενδοσκόπηση καλλιεργεί τη σύγκρουση, το μηχανισμό της απομόνωσης του εαυτού- οπότε υπάρχει πάντα σ’ αυτήν απογοήτευση και φόβος.

Εκείνος που έκανε την ερώτηση θέλει επίσης να ξέρει ποιος είναι αυτός που έχει την επίγνωση. Όταν ζεις μια βαθιά εμπειρία, οποιουδήποτε είδους, τι συμβαίνει; Όταν υπάρχει μια τέτοια εμπειρία, έχεις επίγνωση ότι ζεις αυτή την εμπειρία; Όταν θυμώνεις ξαφνικά, σ’ εκείνο το κλάσμα του δευτερολέπτου του θυμού -ή της ζήλιας, ή της χαράς- έχεις επίγνωση ότι είσαι θυμωμένος; Μόνο όταν η εμπειρία τελειώσει υπάρχει εκείνος που βίωσε την εμπειρία κι εκείνο που βιώθηκε. Τότε εκείνος που βίωσε την εμπειρία παρατηρεί εκείνο που βιώθηκε, το αντικείμενο της εμπειρίας.

Την στιγμή της εμπειρίας δεν υπάρχει ούτε ο παρατηρητής ούτε το παρατηρούμενο: υπάρχει μόνο η βίωση της εμπειρίας. Οι περισσότεροι από εμάς δεν ζούμε τις εμπειρίες. Είμαστε πάντα έξω από την κατάσταση βίωσής τους και γι’ αυτό ρωτάμε ποιος είναι ο παρατηρητής, ποιος είναι εκείνος που έχει επίγνωση. Μια τέτοια ερώτηση είναι σίγουρα λάθος, δεν είναι; Τη στιγμή της εμπειρίας δεν υπάρχει ούτε εκείνος που έχει επίγνωση ούτε το αντικείμενο της επίγνωσης. Δεν υπάρχει ούτε ο παρατηρητής ούτε το παρατηρούμενο, αλλά μόνο μια κατάσταση βίωσης της εμπειρίας.

Οι περισσότεροι από εμάς το βρίσκουμε εξαιρετικά δύσκολο να είμαστε μέσα σε μια τέτοια κατάσταση, γιατί αυτό απαιτεί εξαιρετική ευστροφία, γρήγορη αντίληψη και μεγάλο βαθμό ευαισθησίας• κι αυτά δεν υπάρχουν όταν κυνηγάμε ένα αποτέλεσμα, όταν θέλουμε να επιτύχουμε, όταν επιδιώκουμε κάποιο σκοπό, όταν είμαστε υπολογιστές – πράγματα που όλα φέρνουν απογοήτευση. Ο άνθρωπος που δεν ζητάει τίποτα, που δεν επιδιώκει κάποιο σκοπό, που δεν αναζητά ένα αποτέλεσμα με όλα όσα συνεπάγεται, ένας τέτοιος άνθρωπος βρίσκεται σε μια κατάσταση διαρκούς εμπειρίας.

Το καθετί τότε βρίσκεται σε κίνηση, έχει νόημα τίποτα δεν είναι παλιό, ξεραμένο, τίποτα δεν είναι επαναλαμβανόμενο, γιατί «εκείνο που είναι» δεν είναι ποτέ παλιό. Η πρόκληση είναι πάντα καινούργια. Μόνο ο τρόπος ανταπόκρισης στην πρόκληση είναι παλιός. Το παλιό δημιουργεί περισσότερο κατακάθι, που είναι η μνήμη, ο παρατηρητής που χωρίζει τον εαυτό του από το παρατηρούμενο, από την πρόκληση, από την εμπειρία.

Μπορείτε να πειραματιστείτε μ’ αυτό μόνοι σας πολύ απλά και εύκολα. Την επόμενη φορά που θα θυμώσετε ή θα ζηλέψετε ή θα νιώσετε πλεονεξία ή βιαιότητα ή οτιδήποτε άλλο, παρατηρήστε τον εαυτό σας. Σ’ αυτή την κατάσταση δεν υπάρχεις εσύ, απλώς είσαι μέσα στην κατάσταση αυτού που βιώνεις. Την επόμενη στιγμή, το επόμενο δευτερόλεπτο, το χαρακτηρίζεις, το ονομάζεις και το αποκαλείς «ζήλια», «θυμό», «πλεονεξία».

Έτσι, δημιουργείς αμέσως, στο δευτερόλεπτο, τον διαχωρισμό σε παρατηρητή και παρατηρούμενο, σ’ εκείνον που βιώνει την εμπειρία και στην εμπειρία που βιώνεται. Όταν εκείνος που βιώνει την εμπειρία διαχωρίζει τον εαυτό του από αυτήν, προσπαθεί να τροποποιήσει την εμπειρία, να την αλλάξει, θυμάται διάφορα πράγματα γι’ αυτήν από τότε που του έχει ξανασυμβεί κ.λπ.

Κι έτσι διατηρείτο διαχωρισμό ανάμεσα στον εαυτό του και στην εμπειρία που ζει. Αν δεν κατονομάσεις αυτό το συναίσθημα που έχεις τη στιγμή της εμπειρίας -που σημαίνει ότι δεν θες να το αλλάξεις, ότι δεν το δικαιολογείς, δεν το επικρίνεις, αλλά απλώς έχεις μία σιωπηρή επίγνωση του συναισθήματος- τότε θα δεις ότι, καθώς το βιώνεις, δεν υπάρχει ούτε παρατηρητής ούτε παρατηρούμενο, γιατί ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο είναι ένα, κι έτσι υπάρχει μόνο η βίωση της εμπειρίας.

Συνεπώς η ενδοσκόπηση και η επίγνωση είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα. Η ενδοσκόπηση οδηγεί σε απογοήτευση, σε μεγαλύτερη σύγκρουση, γιατί προϋποθέτει την επιθυμία της αλλαγής – και η αλλαγή είναι απλώς μια τροποποιημένη συνέχεια του ίδιου πράγματος. Η επίγνωση είναι μια κατάσταση στην οποία δεν υπάρχει επίκριση, ούτε δικαιολόγηση ούτε ταύτιση – κι επομένως υπάρχει κατανόηση. Σ’ αυτή την κατάσταση της ουδέτερης, άγρυπνης επίγνωσης δεν υπάρχει ούτε εκείνος που βιώνει την εμπειρία ούτε η εμπειρία που βιώνεται.

Η ενδοσκόπηση, που είναι μια μορφή βελτίωσης, επέκτασης του «εγώ», δεν μπορεί ποτέ να οδηγήσει στην αλήθεια, γιατί είναι πάντα μια κίνηση απομόνωσης του «εγώ». Ενώ η επίγνωση είναι μια κατάσταση μέσα στην οποία μπορεί να γεννηθεί η αλήθεια, η αλήθεια «εκείνου που είναι», η απλή αλήθεια της καθημερινής μας ζωής. Μόνο όταν κατανοήσουμε την αλήθεια της καθημερινής ζωής μπορούμε να πάμε μακριά.

Πρέπει να αρχίσεις από κοντά για να πας μακριά, αλλά οι περισσότεροι από εμάς θέλουμε να βρεθούμε μακριά μ’ ένα πήδημα, να αρχίσουμε από τα μακρινά χωρίς να κατανοήσουμε τα διπλανά.

Καθώς κατανοούμε αυτά που είναι κοντά μας, θα ανακαλύψουμε ότι δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στο κοντινό και στο μακρινό.

Δεν υπάρχει απόσταση – η αρχή και το τέλος είναι ένα.

Ποιά Αλήθεια;

Αλήθεια είναι, γενικά, η υπαρκτότητα μιας κατάστασης ή η πραγματικότητα ενός γεγονότος. Ως αλήθεια δεχόμαστε αυτό που αντιλαμβάνονται ως πραγματικότητα, με σιγουριά, οι περισσότεροι άνθρωποι. Όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στην αντίληψη ενός φαινομένου, δημιουργούν μια κοινή σύμβαση για το φαινόμενο και την «αίσθηση» που αυτό προκαλεί.

Όταν αυτή η κοινή σύμβαση αφορά ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, όταν δηλαδή «όλοι» αντιλαμβάνονται κάτι με όμοιο τρόπο, τότε η κοινή αυτή σύμβαση γίνεται αποδεκτή ως αλήθεια.

Αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι συμφωνούν ότι είναι αληθινό.

Δύο διαφορετικές ομάδες ανθρώπων μπορούν να έχουν διαφορετικές «αλήθειες»: οι μεν να λένε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος και οι δε ότι ο ουρανός είναι μπλε. Καθώς το χρώμα είναι μόνο μια μορφή που σχηματίζεται στον εγκέφαλο από την επεξεργασία της αλληλουχίας ηλεκτρικών ώσεων που μεταφέρει το οπτικό νεύρο, το μπλε είναι μια σύμβαση, η οποία εξαρτάται από την ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε όλοι με όμοιο τρόπο κάτι όπως το χρώμα. Η αχρωματοψία για παράδειγμα θα μπορούσε να προκαλέσει μια τέτοια ασυμφωνία.

Η αλήθεια ως όρος χρησιμοποιείται από την ευρωπαϊκή φιλοσοφία για να καθορίσει αυτό που αποτελεί μέρος της πραγματικότητας. Γενικά η έννοια και η αξία της αλήθειας αποτελεί ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα της φιλοσοφίας, με πολλές διαφορετικές θεωρίες να έχουν ειπωθεί.

Η έκφραση της μη αλήθειας είναι το ψέμα.

Η λέξη προέρχεται από το στερητικό α- και την λέξη λήθη (λησμονιά).

Σύμφωνα όμως με το λεξικό των Liddell – Scott η λέξη προέρχεται από το λήθω = λανθάνω (= μου διαφεύγει) και το στερητικό “α”.

Το ψέμα δεν είναι το ακριβώς αντίθετο της αλήθειας.

Η αλήθεια αντανακλά και παράγει πραγματικότητα, η μη αλήθεια δεν παράγει πραγματικότητα, ενώ το ψέμα, ενώ δεν αντανακλά την πραγματικότητα, παράγει νέα πραγματικότητα, νέα δηλαδή αλήθεια, όταν το πιστεύει κάποιος. Πολλές φορές κάποιος μπορεί να κάνει αληθείς δηλώσεις, να μη λέει δηλαδή ψέματα για όσα τον ρωτούν και παρόλα αυτά να κρύβει μέρος της αλήθειας, ηθελημένα. Αυτού του είδους η πρακτική για πολλούς είναι ομότιμη με ψέμα, με την έννοια ότι έχει την ίδια πρόθεση.

Η αλήθεια για τον καθένα είναι η πραγματικότητα που βιώνει. Η πραγματικότητα αυτή καθορίζεται από όσα αισθάνεται και πιστεύει. Συνήθως, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο αλήθεια, αναφερόμαστε σε πράγματα που αισθανόμαστε και πιστεύουμε από κοινού.

Η αλήθεια δεν είναι ίδια για τον καθένα.

Για την αλήθεια διαφωνούν ακόμη και ειδικοί επί των θεμάτων. Για παράδειγμα οι επιστήμονες διαφωνούν σε πολλά θέματα για το τι ισχύει πραγματικά και οι θρησκείες αποδέχονται διαφορετική εκδοχή της αλήθειας η μία από την άλλη. Ακόμη και όταν αλήθεια θεωρείται η πραγματικότητα που βιώνουμε, όσοι υποστηρίζουν πως υπάρχουν παράλληλα σύμπαντα, θεωρούν πως ένα σύμπαν σαν το δικό μας είναι επίσης μια εκδοχή της αλήθειας.

Για να αποφεύγει το λάθος, η επιστήμη αναζητά την αλήθεια μέσα από αυστηρές διαδικασίες ελέγχου. Η επιστημονική αλήθεια φαίνεται (θα έπρεπε) να είναι αρκετά αντικειμενική καθώς ζητά τα όσα ισχυρίζεται κάποιος να επαληθεύονται πειραματικά, όσες φορές κι αν κάποιο πείραμα επαναλαμβάνεται. Για όσο διάστημα μια θεωρία καλύπτει όσα παρατηρούμε, η θεωρία αυτή θεωρείται αληθής. Καθώς η επιστήμη κάνει συνεχώς νέες ανακαλύψεις, η επιστημονική αλήθεια αναπροσαρμόζεται ή επεκτείνεται.

Η αλήθεια των θρησκειών είναι (δόγμα) αξιωματική και αδιαπραγμάτευτη από αυτή της επιστήμης, η οποία έχει γίνει κι αυτό δογματική. Η θρησκευτική αλήθεια παραμένει σταθερή, ενδεχομένως όμως να αλλάζει η ερμηνεία των πιστεύω της ώστε να ακολουθεί τις σύγχρονες παρατηρήσεις. Στον χριστιανισμό, η θρησκευτική αλήθεια φανερώνει τον ίδιο τον Θεό ως την απαρχή και συνέχεια της αλήθειας: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. γ΄ 21). Μεγάλο μέρος της θρησκευτικής αλήθειας δεν είναι δυνατό να τεκμηριωθεί με επιστημονική διαδικασία και ως εκ τούτου γίνεται αποδεκτή μέσω της πίστης. Στην θρησκευτική αλήθεια γίνεται φανερό πως, εννοιολογικά, η αλήθεια δεν είναι το αντίθετο του ψέματος, καθώς οι θρησκευτικές αλήθειες διαφέρουν μεταξύ τους.

Η αλήθεια σύμφωνα με την «Θεωρία των Ιδεών» του Πλάτωνα.

Ο Πλάτωνας, θέλοντας να δείξει την δυσκολία του να συλλάβει κανείς την αλήθεια, χρησιμοποίησε μια αλληγορία. Είπε πως οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις αισθήσεις τους για να συλλάβουν την αλήθεια, όμως εξαπατώνται από αυτές. Μοιάζουν σαν να είναι δεμένοι μέσα σε ένα σπήλαιο από το οποίο δεν μπορούν να βγουν ή να κοιτάξουν πίσω, όπου (πίσω τους) βρίσκεται αναμμένη μία φωτιά, καθώς οι δεσμώτες κινούν διάφορα αντικείμενα που περνούν από μπροστά της. Το μόνο που βλέπουν είναι οι σκιές που σχηματίζονται από τα αντικείμενα στον τοίχο του σπηλαίου καθώς αυτά φωτίζονται από την φωτιά.

Η σκιά ενός κύβου θα μπορούσε να εμφανίζεται είτε σαν ακανόνιστο εξάγωνο, σαν παραλληλόγραμμο ή σαν τετράγωνο, αλλάζοντας συνεχώς μορφή καθώς αυτός περιστρέφεται. Οι σκιώδεις αυτές μορφές εμφανίζονται μάλιστα παραμορφωμένες από την φωτιά που κυματίζει και από το ανάγλυφο του τοίχου του σπηλαίου. Οι άνθρωποι τελικά, εμπιστευόμενοι την εικόνα που τους δίνει η περιορισμένη όρασή τους, την οποία και συνηθίζουν, πιστεύουν πως η αλήθεια είναι οι σκιές και οι δεσμώτες τους οι Θεοί.

Ακόμη και αν κάποιος δραπετεύσει και βγει από το σπήλαιο στο φως του ήλιου, αν δεν έχει ανοικτό φιλοσοφικό πνεύμα τυφλώνεται από το φως και ξαναμπαίνει στην σιγουριά του σπηλαίου, ανίκανος να ξεφύγει από αυτό που έχει συνηθίσει ως αληθινό. Ο φιλόσοφος, αυτός δηλαδή που συνεχώς θέτει ερωτήματα για το «τι», «πώς» και «γιατί», είναι ο μόνος που μπορεί να δει την αλήθεια και παρόλο που γνωρίζει πως θα χλευαστεί στην προσπάθειά του να την μεταφέρει και στους υπόλοιπους μέσα στο σπήλαιο, ο Πλάτωνας υποστηρίζει πως είναι χρέος του να τους μεταδώσει την γνώση αυτή. Τίποτε ποιο λανθασμένο από αυτό. Το μοναδικό χρέος του είναι να τους αφήσει στην ησυχία τους και να ζήσει την ζωή του σύμφωνα με την νέα του γνώση.

Ο Πλάτωνας διατύπωσε τον ορισμό της αλήθειας: Αλήθεια είναι η συμφωνία του νοείν και του Είναι.

Με το ζήτημα της αλήθειας, ασχολήθηκαν και ανέπτυξαν διάφορες θεωρίες και πολλοί σύγχρονοι φιλόσοφοι, όπως οι Ιμμάνουελ Καντ, Ρενέ Ντεκάρτ, Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς, Φρειδερίκος Νίτσε, Πολ Νατόρπ και άλλοι, που αντέγραψαν ασύστολα τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους.

Η σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη δίνει στον όρο αλήθεια διάφορες ερμηνείες.

Οντολογική αλήθεια: Είναι η αλήθεια για τα πράγματα όπως υπάρχουν καθ’ εαυτά και όπως είναι η πραγματική τους φύση και όχι όπως ο άνθρωπος έχει την δυνατότητα να τα γνωρίσει.

Τυπική αλήθεια: Στην τυπική αλήθεια προϋπόθεση είναι η έλλειψη αντιφατικότητας και η ταυτόχρονη παρουσία λογικής ακολουθίας. Ωστόσο μία τυπική αλήθεια μπορεί να μην είναι ουσιαστική. Στην φράση «η ψυχή είναι αθάνατη», περιέχεται μία τυπική αλήθεια, δεδομένου ότι δεν είναι ουσιαστικά επιβεβαιωμένη.

Καθ’ ύλην αλήθεια: Είναι η αλήθεια κατά την οποία υπάρχει πλήρης ταύτιση της γνώσης προς το περιεχόμενο και τα πραγματικά δεδομένα. Η φράση «Η γη κινείται γύρω από τον ήλιο» είναι πραγματική αλήθεια και διαθέτει απόλυτο κύρος.

Μεταφυσική αλήθεια: Πρόκειται για την αλήθεια που δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει με βεβαιότητα. Έρχεται σε αντίθεση με την θετική σχολή, που υποστηρίζει ότι γνωρίζουμε την αλήθεια μόνο με τα εμπειρικά δεδομένα.

Δογματική αλήθεια: Είναι η άποψη ότι μπορούμε με βεβαιότητα να γνωρίσουμε την αλήθεια των πραγμάτων, τα οποία είναι όπως ακριβώς μας φαίνονται. Το αληθές είναι μία από τις δύο βασικές αξίες (τιμές) της λογικής. Η δεύτερη είναι το ψευδές.

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι φαίνεται να ήταν οι πρώτοι που έθεσαν τυπικό πλαίσιο για την λογική, την προτασιακή λογική, που εξελίχθηκε και συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη μαθηματική λογική.

Η Άλγεβρα Μπουλ, που έχει προκύψει ως μαθηματική έκφραση της λογικής (του είναι ή δεν είναι), έχει βρει ευρεία εφαρμογή στην σχεδίαση του λογισμικού και των κυκλωμάτων των ηλεκτρονικών υπολογιστών.

Η Αλήθεια ήταν θεότητα στην Ελληνική Μυθολογία, ιδεατή ανθρωπόμορφη προσωποποίηση της αλήθειας των αρχαίων Ελλήνων φερόμενη προστάτις της έννοιας. Σύμφωνα με τον Πίνδαρο ήταν κόρη του Δία. Ο Πλούταρχος την αναφέρει ως “Τροφό του θεού Απόλλωνα”, μαζί με την Κορυθάλεια.

Σύμφωνα με έναν μύθο του Αισώπου ο Προμηθέας είχε πλάσει την Αλήθεια από πηλό, πριν όμως την ζωντανέψει, o Δόλος έπλασε ένα δεύτερο ομοίωμα, που όμως του τέλειωσε ο πηλός και έτσι άφησε το έργο του χωρίς πόδια. Επιστρέφοντας ο Προμηθέας και βλέποντας τα δύο πανομοιότυπα καλλιτεχνήματα αποφάσισε να τα ζωντανέψει και τα δυο. Η Αλήθεια περπάτησε, το ομοίωμα του Δόλου όμως δεν μπόρεσε να κάνει ούτε ένα βήμα. Σύμφωνα με τον Φιλόστρατο η Θεά Αλήθεια φορούσε λευκή εσθήτα και περιφέρονταν “λευκοχειμωνούσα” κοντά στο Αμφιάρειο.

Οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν την Αλήθεια Veritas, θεωρώντας την κόρη του Κρόνου (Saturnus), ή του Χρόνου (Tempus). Επειδή η Αλήθεια εικονίζονταν πάντα χωρίς στολίδια και πλούσια ενδύματα έναντι των άλλων θεοτήτων, ο Οράτιος την αποκαλούσε “nuda” Veritas, δηλαδή “γυμνή αλήθεια”. Από τότε καθιερώθηκε η ρητορική έκφραση “γυμνή αλήθεια”, ή “αλήθεια γυμνή” που λέγεται μέχρι και σήμερα εκ του γεγονότος ότι δεν χρειάζεται στην απόδοσή της ιδιαίτερα καλολογικά στοιχεία ή προλόγους, εξ ου ακόμη και η έκφραση “ωμή αλήθεια”.

Τέλος στη αρχαία Αίγυπτο όπως αναφέρει ο Κλαύδιος Αιλιανός στις διηγήσεις του ο Αιγύπτιος Αρχιερέας, ως δείγμα δίκαιου ανθρώπου, όταν εκτελούσε καθήκοντα δικαστή, κρεμούσε από το λαιμό του ιδιαίτερο περίαπτο από ζαφείρι που έφερε το όνομα “Αλήθεια”.

Νίτσε: Γιατί να διπλασιάζουμε το “εγώ”

Το να βλέπουμε τις προ­σωπικές μας εμπειρίες με τα ίδια μάτια που κοιτάζουμε τα βιώ­ματα των άλλων, – είναι κάτι που μας καθησυχάζει πολύ και εί­ναι ένα αποτελεσματικό φάρμακο.


Το να βλέπουμε, αντίθετα, και να δεχόμαστε τις εμπειρίες των άλλων, σα να ήταν οι δικές μας – διεκδίκηση μιας φιλοσοφίας του οίκτου -, αυτό θα μας κατάστρεφε στο βάθος, και μάλιστα σε ελάχιστο χρόνο.

Ας δοκιμάσουμε λοιπόν την εμπειρία δίχως να παραλογιζόμαστε περισσότερο.

Εκείνη η πρώτη θεωρία είναι άλλωστε σίγουρα πιο σύμφωνη με τη λογική και με την καλή συνετή θέληση, για­τί κρίνουμε πιο αντικειμενικά την αξία και το νόημα ενός γεγο­νότος όταν παρουσιάζεται στους άλλους περισσότερο απ’ ότι σε μας: για παράδειγμα, την αξία ενός θανάτου, μιας χρηματι­κής απώλειας, μιας συκοφαντίας.

Ο οίκτος ως αρχή της πρά­ξης μ’ αυτή την εντολή: «Να υποφέρεις για τον πόνο του άλλου όσο υποφέρει κι ο ίδιος», θα οδηγούσε αντίθετα στην άποψη ότι το εγώ, με την υπερβολή του και με τις παρεκτροπές του, θα έπρεπε να γίνει και η άποψη του άλλου, του πονετικού: έτσι που θα έπρεπε να υποφέρουμε ταυτόχρονα με το εγώ μας και με το εγώ του άλλου, και να επιβαρυνόμαστε εκούσια με μια διπλή απερισκεψία, αντί να ελαφρύνουμε το δικό μας βάρος όσο μπορούμε

Νίτσε, Αυγή: Σκέψεις για τις ηθικές προλήψεις

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΙΚΟΣ

ΙΣΟΚΡ 7.28–35

(ΙΣΟΚΡ 7. Πίστις: §20–76): 

Ο αντίκτυπος της ορθής διοίκησης στον τρόπο ζωής και τις καθημερινές σχέσεις μεταξύ των πολιτών

[28] Τὸ μὲν οὖν σύνταγμα τῆς πολιτείας τοιοῦτον ἦν
αὐτοῖς· ῥᾴδιον δ’ ἐκ τούτων καταμαθεῖν ὡς καὶ τὰ καθ’
ἡμέραν ἑκάστην ὀρθῶς καὶ νομίμως πράττοντες διετέ-
λεσαν. ἀνάγκη γὰρ τοῖς περὶ ὅλων τῶν πραγμάτων καλὰς
τὰς ὑποθέσεις πεποιημένοις καὶ τὰ μέρη τὸν αὐτὸν
τρόπον ἔχειν ἐκείνοις.

[29] Καὶ πρῶτον μὲν τὰ περὶ τοὺς θεούς, ἐντεῦθεν
γὰρ ἄρχεσθαι δίκαιον, οὐκ ἀνωμάλως οὐδ’ ἀτάκτως
οὔτ’ ἐθεράπευον οὔτ’ ὠργίαζον· οὐδ’ ὁπότε μὲν δόξειεν
αὐτοῖς, τριακοσίους βοῦς ἔπεμπον, ὁπότε δὲ τύχοιεν,
τὰς πατρίους θυσίας ἐξέλειπον· οὐδὲ τὰς μὲν ἐπιθέτους
ἑορτάς, αἷς ἑστίασίς τις προσείη, μεγαλοπρεπῶς ἦγον,
ἐν δὲ τοῖς ἁγιωτάτοις τῶν ἱερῶν ἀπὸ μισθωμάτων ἔθυον·
[30] ἀλλ’ ἐκεῖνο μόνον ἐτήρουν, ὅπως μηδὲν μήτε τῶν
πατρίων καταλύσουσιν μήτ’ ἔξω τῶν νομιζομένων προ-
σθήσουσιν. οὐ γὰρ ἐν ταῖς πολυτελείαις ἐνόμιζον εἶναι
τὴν εὐσέβειαν, ἀλλ’ ἐν τῷ μηδὲν κινεῖν ὧν αὐτοῖς οἱ
πρόγονοι παρέδοσαν. καὶ γάρ τοι καὶ τὰ παρὰ τῶν θεῶν
οὐκ ἐμπλήκτως οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινεν, ἀλλ’
εὐκαίρως καὶ πρὸς τὴν ἐργασίαν τῆς χώρας καὶ πρὸς
τὴν συγκομιδὴν τῶν καρπῶν.

[31] Παραπλησίως δὲ τοῖς εἰρημένοις καὶ τὰ πρὸς
σφᾶς αὐτοὺς διῴκουν. οὐ γὰρ μόνον περὶ τῶν κοινῶν
ὡμονόουν, ἀλλὰ καὶ περὶ τὸν ἴδιον βίον τοσαύτην ἐποι-
οῦντο πρόνοιαν ἀλλήλων, ὅσην περ χρὴ τοὺς εὖ φρο-
νοῦντας καὶ πατρίδος κοινωνοῦντας. οἵ τε γὰρ πενέστεροι
τῶν πολιτῶν τοσοῦτον ἀπεῖχον τοῦ φθονεῖν τοῖς πλείω
κεκτημένοις, [32] ὥσθ’ ὁμοίως ἐκήδοντο τῶν οἴκων τῶν
μεγάλων ὥσπερ τῶν σφετέρων αὐτῶν, ἡγούμενοι τὴν
ἐκείνων εὐδαιμονίαν αὑτοῖς εὐπορίαν ὑπάρχειν· οἵ τε
τὰς οὐσίας ἔχοντες οὐχ ὅπως ὑπερεώρων τοὺς κατα-
δεέστερον πράττοντας, ἀλλ’ ὑπολαμβάνοντες αἰσχύνην
αὑτοῖς εἶναι τὴν τῶν πολιτῶν ἀπορίαν ἐπήμυνον ταῖς
ἐνδείαις, τοῖς μὲν γεωργίας ἐπὶ μετρίαις μισθώσεσι
παραδιδόντες, τοὺς δὲ κατ’ ἐμπορίαν ἐκπέμποντες, τοῖς
δ’ εἰς τὰς ἄλλας ἐργασίας ἀφορμὴν παρέχοντες.
[33] οὐ γὰρ ἐδεδίεσαν μὴ δυοῖν θἄτερον πάθοιεν, ἢ πάντων
στερηθεῖεν, ἢ πολλὰ πράγματα σχόντες μέρος τι κο-
μίσαιντο τῶν προεθέντων· ἀλλ’ ὁμοίως ἐθάρρουν περὶ
τῶν ἔξω δεδομένων ὥσπερ περὶ τῶν ἔνδον κειμένων.
ἑώρων γὰρ τοὺς περὶ τῶν συμβολαίων κρίνοντας οὐ
ταῖς ἐπιεικείαις χρωμένους, ἀλλὰ τοῖς νόμοις πειθομένους,
[34] οὐδ’ ἐν τοῖς τῶν ἄλλων ἀγῶσιν αὑτοῖς ἀδικεῖν ἐξουσίαν
παρασκευάζοντας, ἀλλὰ μᾶλλον ὀργιζομένους τοῖς ἀπο-
στεροῦσιν αὐτῶν τῶν ἀδικουμένων, καὶ νομίζοντας διὰ
τοὺς ἄπιστα τὰ συμβόλαια ποιοῦντας μείζω βλάπτεσθαι
τοὺς πένητας τῶν πολλὰ κεκτημένων· τοὺς μὲν γάρ, ἢν
παύσωνται προϊέμενοι, μικρῶν προσόδων ἀποστερηθήσεσθαι,
τοὺς δ’, ἢν ἀπορήσωσι τῶν ἐπαρκούντων, εἰς τὴν ἐσχάτην
ἔνδειαν καταστήσεσθαι. [35] καὶ γάρ τοι διὰ τὴν γνώμην
ταύτην οὐδεὶς οὔτ’ ἀπεκρύπτετο τὴν οὐσίαν οὔτ’ ὤκνει
συμβάλλειν, ἀλλ’ ἥδιον ἑώρων τοὺς δανειζομένους ἢ τοὺς
ἀποδιδόντας. ἀμφότερα γὰρ αὐτοῖς συνέβαινεν, ἅπερ
ἂν βουληθεῖεν ἄνθρωποι νοῦν ἔχοντες· ἅμα γὰρ τούς
τε πολίτας ὠφέλουν καὶ τὰ σφέτερ’ αὐτῶν ἐνεργὰ καθ-
ίστασαν. κεφάλαιον δὲ τοῦ καλῶς ἀλλήλοις ὁμιλεῖν· αἱ
μὲν γὰρ κτήσεις ἀσφαλεῖς ἦσαν, οἷσπερ κατὰ τὸ δίκαιον
ὑπῆρχον, αἱ δὲ χρήσεις κοιναὶ πᾶσιν τοῖς δεομένοις τῶν 
πολιτῶν.

***
Τέτοια λοιπόν ήταν η διάρθρωση του πολιτεύματος κατά την εποχή εκείνη. Είναι τώρα εύκολο από όσα εξέθεσα να συμπεράνη κανείς πόσον ορθές και πόσο νόμιμες ήσαν και οι καθημερινές τους ασχολίες, γιατί χωρίς άλλο εκείνοι που έχουν θέσει καλοθεμελιωμένες βάσεις για την όλη διοίκηση, θα εφαρμόζουν την ίδια τακτική και για τις λεπτομέρειες της ζωής.

Και πρώτα–πρώτα οι σχέσεις τους προς τους θεούς, γιατί από το σημείο αυτό είναι δίκαιο να κάνουμε αρχή, δεν παρουσίαζαν ανωμαλία και αταξία, ούτε όταν ήθελαν έστελναν για θυσία τριακόσια βόδια, ενώ άλλοτε παρέλειπαν όλως διόλου τις πατροπαράδοτες θυσίες, ούτε έδιναν τόνο μεγαλοπρεπείας στας «προσθέτους εορτάς» όπου ακολουθούσε πάνδημος ευωχία, ενώ στα αγιώτατα ιερά ανέθεταν τη θυσία σ' εκείνον που εμειοδοτούσε, αλλ' επρόσεχαν μόνο σ' αυτό, πώς δηλ. να μην ξεφύγουν ούτε στο παραμικρό από τα πατροπαράδοτα, ούτε και να προσθέσουν τίποτα έξω από τις συνήθειές τους και τις δοξασίες τους. Γιατί δεν είχαν την αφέλεια να πιστεύουν ότι η ευσέβεια έγκειται στην πολυτέλεια, αλλά στο να μη μεταβάλλουν τίποτε από εκείνα που τους παρέδωσαν οι πρόγονοί τους. Έτσι και οι θεοί με συνέπεια και περίσκεψη ρύθμιζαν την εύνοιά τους προς τους ανθρώπους και όπως ταίριαζε έδιναν τον κατάλληλο καιρό τόσο για την καλλιέργεια των αγρών, όσο και για τη συγκομιδή των καρπών.

Κατά παρόμοιο τρόπο (προς τα ανωτέρω) διοικούσαν και τις ατομικές τους υποθέσεις, γιατί δεν είχαν μόνο ταυτότητα αντιλήψεων για τη διοίκηση των κοινών πραγμάτων, αλλά και στην ιδιωτική τους ζωή έδειχναν τόση φροντίδα ο ένας για τον άλλο, όση πρέπει να δείχνουν οι λογικοί άνθρωποι και εκείνοι που έχουν την ίδια πατρίδα. Γιατί και οι πιο φτωχοί πολίται απείχαν τόσο πολύ από το να φθονούν τους πλουσιώτερους, ώστε έδειχναν την ίδιαν αφοσίωση για τις μεγάλες οικογένειες που θα έδειχναν για τις δικές τους, γιατί είχαν την αντίληψη ότι η ευδαιμονία εκείνων θα έχη ως συνέπεια και τη δική τους ευημερία. Εκείνοι πάλι που είχαν μεγάλες περιουσίες, δεν περιφρονούσαν τους φτωχούς, αλλ' επειδή εθεωρούσαν δική τους ντροπή τη δυστυχία των πολιτών, εβοηθούσαν τους απόρους και σ' άλλους μεν παραχωρούσαν αγρούς για καλλιέργεια με μικρό μίσθωμα, άλλους χρησιμοποιούσαν για το εμπόριο και σ' άλλους τέλος έδιναν κεφάλαια για την ανάπτυξη άλλων εργασιών. Γιατί δεν είχαν το φόβο μήπως πάθουν το ένα από τα δύο, ή δηλαδή να τα χάσουν όλα ή με μεγάλη δυσκολία και πολλές ενοχλήσεις να κατορθώσουν να πάρουν ένα μέρος από εκείνα που εδάνεισαν. Απ' εναντίας είχαν εμπιστοσύνη για τα χρήματα που εδάνειζαν, όμοια μ' εκείνη που είχαν και για τα χρήματα που έμεναν μέσα στο χρηματοκιβώτιό τους, γιατί έβλεπαν ότι εκείνοι που εξεδίκαζαν τις δανειακές υποθέσεις, δεν έκριναν με μέτρον επιεικείας, αλλ' ήσαν προσηλωμένοι στο γράμμα του νόμου, ουδέ ήσαν διατεθειμένοι να αδικούν, στους δικαστικούς αγώνες των άλλων πολιτών, αλλά απεναντίας ωργίζοντο εναντίον των απατώντων, περισσότερο και απ' αυτούς τους αδικουμένους και είχαν την γνώμη ότι εκείνοι που καθιστούν άκυρα τα συμβόλαια ζημιώνουν περισσότερο τους φτωχούς παρά τους πλούσιους· γιατί οι πλούσιοι, αν πάψουν να χορηγούν δάνεια, δεν πρόκειται να χάσουν και μεγάλα έσοδα, ενώ οι φτωχοί, αν στερηθούν τα απαραίτητα για τη συντήρησή τους, θα καταντήσουν στην έσχατη ένδεια. Λόγω λοιπόν αυτής της στάσεως των δικαστών κανείς δεν έκρυβε την περιουσία του ούτε και εδίσταζε να δανείζη χρήματα· έβλεπαν μάλιστα με μεγαλύτερη ευχαρίστηση εκείνους που εζητούσαν δάνεια παρά εκείνους που τα επέστρεφαν, γιατί συνέβαιναν σ' αυτούς και τα δύο πράγματα που θα επιθυμούσε πολύ κάθε φρόνιμος άνθρωπος: Εξυπηρετούσαν δηλαδή τους πολίτας, αλλά και συγχρόνως δεν άφηναν τα κεφάλαιά τους νεκρά. Αποτέλεσμα δε των αγαθών σχέσεων μεταξύ δανειστών και οφειλετών ήταν ότι η κυριότης των χρημάτων ήταν αδιαφιλονίκητη, η δε χρήσις αυτών ήταν στη διάθεση κάθε ανθρώπου που είχε την ανάγκη τους.