Εκείνη τη νύχτα ο Διηνέκης κοιμήθηκε λιγότερο ακόμα. Τον ένιωσα να σαλεύει και σηκώθηκα. «Ξάπλωσε» πρόσταξε. Με έσπρωξε πάλι κάτω. «Δεν πέρασε ακόμα ούτε η δεύτερη σκοπιά». Είχε αποκοιμηθεί με τη σπολάδα και καθώς σηκωνόταν όλες οι ταλαιπωρημένες αρθρώσεις του διαμαρτυρήθηκαν. Άκουσα τα κόκαλα του σβέρκου του να τρίζουν και να βγάζει πηχτό φλέγμα από τα πνευμόνια του, που είχε κάψει στην Οινόη ανασαίνοντας φωτιά. Κι αυτή η πληγή, όπως οι άλλες, δεν είχε γιάνει ποτέ πραγματικά.
«Άσε με να σε βοηθήσω, αφέντη».
«Κοιμήσου. Μη με αναγκάσεις να σ' το ξαναπώ».
Άρπαξε ένα από τα κοντάρια του, από ‘κει που ήταν τα όπλα και κρέμασε την ασπίδα του στον ώμο απ' το λουρί της. Κούτσαινε από το ένα πόδι. Κατευθύνθηκε εκεί που βρίσκονταν η ομάδα του Λεωνίδα και οι ιππείς του. Ίσως ο βασιλιάς να ήταν ξυπνητός και να ήθελε παρέα.
Θυμάμαι κάτι που είχε πει ο αφέντης μου κάποτε για τα πεδία των μαχών. Συνέβη στην Τρίτεια, όταν ο στρατός ήρθε αντιμέτωπος με τους πολεμιστές της Αχαΐας σε ένα λιβάδι με ώριμο κριθάρι. Η φοβερή σφαγή έγινε απέναντι από έναν ναό, όπου σε καιρό ειρήνης οι παράφρονες και οι σεληνιασμένοι, μεταφέρονταν από τις οικογένειές τους για να προσευχηθούν και να προσφέρουν θυσία στη Φιλεύσπλαχνη Δήμητρα και στην Περσεφόνη. «Κανένας χωρομέτρης δε σημειώνει μια περιοχή και δηλώνει: "Εδώ θα γίνει μάχη". Το έδαφος είναι συνήθως αφιερωμένο σε έναν ειρηνικό σκοπό, συχνά σε ανθρώπους που έχουν ανάγκη από βοήθεια και οίκτο. Αυτή είναι η ειρωνεία της υπόθεσης».
Ακόμα και μέσα στα ορεινά και εχθρικά από τοπογραφικής άποψης όρια της Ελλάδας, υπάρχουν αυτές οι φιλόξενες για πόλεμο τοποθεσίες, όπως τα Οινόφυτα, η Τανάγρα, η Κορώνεια, ο Μαραθώνας, η Χαιρώνεια, τα Λεύκτρα. Πεδιάδες και περάσματα όπου οι στρατοί συγκρούονταν γενιές ολόκληρες.
Το πέρασμα στις Θερμοπύλες ήταν ένα τέτοιο μέρος. Εδώ σ' αυτά τα απόκρημνα στενά, οι αντιμαχόμενες δυνάμεις αλληλοσκοτώνονταν από την εποχή του Ιάσονα και του Ηρακλή. Εδώ είχαν πολεμήσει ορεινές φυλές, άγριες φατρίες, κουρσάροι, ομάδες μεταναστών, βάρβαροι και εισβολείς από τον Βορρά και τη Δύση. Ο πόλεμος και η ειρήνη εναλλάσσονταν σ' αυτό το μέρος για αιώνες, οι λουόμενοι και οι πολεμιστές, οι μεν έρχονταν για τα νερά, οι δε για το αίμα.
Το τείχος ήταν έτοιμο πια.
Από δω που βρισκόμουν έβλεπα τις σκοπιές πάνω στο τείχος και τα τρία έτοιμα τάγματα, δύο αρκαδικά και ένα σπαρτιατικό, με πλήρη πανοπλία, σε κάθε πυργίσκο.
Ο Λεωνίδας ήταν, πράγματι, ξυπνητός. Τα μακριά ατσαλόχρωμα μαλλιά του διακρίνονταν καθαρά δίπλα στη φωτιά των διοικητών. Ο Διηνέκης τον βρήκε να κάθεται ανάμεσα σε μια ομάδα αξιωματικών. Κατάφερα να ξεχωρίσω τον Διθύραμβο, τον αρχηγό των Θεσπιέων· τον Λεοντιάδη, τον Θηβαίο διοικητή· τον Πολύνεικο· τα αδέλφια Αλφεό και Μάρωνα και αρκετούς Σπαρτιάτες ιππείς.
Ο ουρανός είχε αρχίσει να φωτίζεται. Ένιωσα ανθρώπους να κινούνται δίπλα μου. Ο Αλέξανδρος και ο Αρίστωνας είχαν ξυπνήσει κι αυτοί και τώρα στέκονταν πλάι μου. Οι νεαροί πολεμιστές, όπως κι εγώ, κάρφωσαν το βλέμμα στους αξιωματικούς και πρωταθλητές που περιέβαλλαν τον βασιλιά. Όλοι οι παλαίμαχοι το ήξεραν, θα πολεμούσαν τιμημένα. «Εμείς πώς θα τα πάμε;» Ο Αλέξανδρος έβαλε λόγια στην άφατη αγωνία, που είχε κυριεύσει τις καρδιές των νεαρών συντρόφων του. «Θα βρούμε την απάντηση στο ερώτημα του Διηνέκη; Θα ανακαλύψουμε μέσα μας το αντίθετο του φόβου;»
Τρεις μέρες πριν την αναχώρηση από τη Σπάρτη, ο αφέντης μου είχε συγκεντρώσει τους πολεμιστές και τους βοηθητικούς της ενωμοτίας του και διοργάνωσε ένα κυνήγι με δικά του έξοδα. Ήταν ένας τρόπος να αποχαιρετήσουν όχι μόνο ο ένας τον άλλο αλλά και τα βουνά της πατρίδας τους. Κανείς δεν είπε λέξη για τις Πύλες ή για τις επερχόμενες δοκιμασίες. Ήταν μια θαυμάσια εκδρομή, που την ευλόγησαν οι θεοί με αρκετά εξαίρετα θηράματα, όπως ένα υπέροχο αγριογούρουνο που σκότωσαν ο Αυτόχειρας και ο Αρίστωνας με το ακόντιο και την αιχμή του που ήταν ίση με ένα πόδι.
Κατά το σούρουπο οι κυνηγοί, καμιά δεκαριά περίπου, και οι διπλάσιοι βοηθοί και είλωτες που υπηρετούσαν στα κυνήγια, στρογγυλοκάθισαν ευδιάθετοι γύρω από αρκετές φωτιές, ανάμεσα στους λόφους πάνω από τις Θυρίδες. Ο φόβος θρονιάστηκε κι αυτός ανάμεσά τους. Ενώ οι άλλοι κυνηγοί κουβέντιαζαν γύρω από τις χωριστές φωτιές τους, διασκεδάζοντας με ψέματα για τα θηράματα και φιλικά πειράγματα, ο Διηνέκης καθάρισε τον χώρο δίπλα του και κάλεσε τον Αλέξανδρο και τον Αρίστωνα να καθίσουν. Κατάλαβα την πρόθεση του αφέντη μου. Θα μιλούσε για τον φόβο, γιατί εκείνοι οι νεαροί που δεν είχαν χύσει ακόμα σταγόνα αίμα στη μάχη, παρά τη σιωπή τους ή ίσως εξαιτίας της, είχαν αρχίσει να λιποψυχούν αναλογιζόμενοι αυτά που τους περίμεναν.
«Όλη μου τη ζωή» άρχισε ο Διηνέκης «ένα ερώτημα με έκαιγε. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;».
«Το να το πεις αφοβία δεν έχει νόημα. Είναι απλώς ένα όνομα, μια θέση που εκφράζεται ως αντίθεση. Το να αποκαλείς το αντίθετο του φόβου αφοβία δε λέει τίποτα. Θέλω να ξέρω το πραγματικό αντίθετό του, όπως μέρα και νύχτα, ουρανός και γη».
«Να είναι μια θετική έκφραση» είπε ο Αρίστωνας.
«Ακριβώς!» Ο Διηνέκης κοίταξε επιδοκιμαστικά τον νέο άντρα. Σταμάτησε να μελετήσει τα πρόσωπα των δύο νέων. Άκουγαν αυτά που τους έλεγε; Ενδιαφέρονταν; Ήταν όπως αυτός, αληθινοί μαθητές του θέματος εκείνου;
«Πώς μπορεί να δαμάσει κανείς τον φόβο του θανάτου, αυτόν τον αρχέγονο τρόμο που κυλάει στο αίμα μας, σε όλη μας τη ζωή, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους;»
Έδειξε τα σκυλιά που είχαν διπλαρώσει τον Αυτόχειρα.
«Μια αγέλη σκύλων βρίσκει το κουράγιο να επιτεθεί σε ένα λιοντάρι. Κάθε σκύλος γνωρίζει τη θέση του. Φοβάται τον σκύλο που είναι μπρος του και τρέφει τον φόβο εκείνου που είναι πίσω του. Ο φόβος δαμάζει τον φόβο. Αυτό κάνουμε κι εμείς οι Σπαρτιάτες. Βάζουμε πάνω από τον φόβο του θανάτου έναν ακόμα μεγαλύτερο φόβο: αυτόν της ατίμωσης. Του αποκλεισμού από το κοπάδι».
Ο Αυτόχειρας εκείνη τη στιγμή βρήκε να πετάξει αρκετά κομμάτια κρέας στα σκυλιά. Εκείνα άρπαξαν με μανία τα απομεινάρια από το χορτάρι. Το δυνατότερο βούτηξε τη μερίδα του λέοντος.
Ο Διηνέκης χαμογέλασε θλιμμένα.
«Είναι όμως αυτό θάρρος; Το ίδιο δεν είναι όταν ενεργείς από φόβο μήπως ατιμαστείς; Δε σου το επιβάλλει πάλι ο φόβος;»
Ο Αλέξανδρος τον ρώτησε τι έψαχνε να βρει.
«Κάτι πιο ευγενικό. Μια υψηλότερη μορφή του μυστηρίου. Αγνή. Αψεγάδιαστη».
Είπε πως για κάθε άλλο ερώτημα μπορούσε να απευθυνθεί κανείς στη σοφία των θεών. «Όχι όμως και για θέματα θάρρους. Τι έχουν να μας διδάξουν οι θεοί; Αυτοί δεν πεθαίνουν. Τα πνεύματά τους δεν κατοικούν, όπως τα δικά μας, σ' αυτό εδώ». Έδειξε το σώμα, τη σάρκα. «Εδώ μέσα παράγεται ο φόβος».
Ο Διηνέκης κοίταξε πάλι τον Αυτόχειρα, μετά τον Αλέξανδρο, τον Αρίστωνα κι εμένα.
«Εσείς οι νέοι φαντάζεστε ότι εμείς οι παλιοί πολεμιστές έχουμε τιθασεύσει τον φόβο. Όμως τον νιώθουμε τόσο έντονα όσο εσείς. Πολύ πιο έντονα, γιατί τον έχουμε βιώσει στο πετσί μας. Ο φόβος ζει μέσα μας μέρα και νύχτα, στα νεύρα μας και στα κόκαλά μας. Λέω αλήθεια, φίλοι μου;»
Ο Αυτόχειρας έσκασε ένα λοξό θλιμμένο χαμόγελο. Ο αφέντης μου του το ανταπέδωσε.
«Μπαλώνουμε το θάρρος μας επιτόπου με κουρέλια και απομεινάρια. Τα συγκεντρώνουμε μέσα από τους φόβους μας· από τον φόβο ότι θα ατιμάσουμε την πόλη, τον βασιλιά, τους ήρωες των γραμμών μας. Από τον φόβο ότι θα θεωρηθούμε δειλοί από τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, τα αδέλφια μας, τους συμπολεμιστές μας. Ξέρω πώς ν' αποτελειώσω τον άνθρωπο μου, πώς να πείσω τον εαυτό μου ότι ο φόβος του είναι μεγαλύτερος από τον δικό μου. Μπορεί να είναι. Προσέχω τους στρατιώτες που υπηρετούν κάτω από τις διαταγές μου και προσπαθώ να ξεχάσω τον δικό μου φόβο φροντίζοντας για την επιβίωσή τους. Όμως είναι πάντα παρών. Το καλύτερο που έχω πετύχει είναι να ενεργώ παρά τον φόβο μου. Αλλά ούτε αυτό είναι. Όχι το είδος του θάρρους για το οποίο μιλώ. Δεν είναι ούτε η αυτοπροστασία, που βασίζεται στο ζωώδες ένστικτο και στον πανικό. Αυτά είναι καταλήψεις. Αυτά τα έχει κι ένας ποντικός.
Παρατήρησε ότι συχνά εκείνοι που προσπαθούν να ξεπεράσουν τον φόβο του θανάτου πρεσβεύουν ότι η ψυχή δεν εξαφανίζεται μαζί με το σώμα. Για μένα αυτό είναι ηλίθιο. Ευσεβής πόθος. Άλλοι πάλι, οι βάρβαροι κυρίως, λένε πως όταν πεθαίνουμε πηγαίνουμε στον παράδεισο. Τους ρωτώ λοιπόν: Αν, πράγματι, το πιστεύετε αυτό, γιατί δεν τελειώνετε με τον εαυτό σας αμέσως για να επιταχύνετε το ταξίδι;
Ο Αχιλλέας, μας λέει ο Όμηρος, είχε πραγματική ανδρεία. Είχε όμως, αφού γεννήθηκε από μητέρα αθάνατη, βουτήχτηκε στα νερά της Στύγας όταν ήταν μωρό και ήξερε ότι εκτός από τη φτέρνα ήταν άτρωτος; Οι δειλοί θα ήταν σπανιότεροι κι απ' τα φτερά στα ψάρια αν το ξέραμε όλοι αυτό».
Ο Αλέξανδρος ρώτησε αν κάποιος στην πόλη, κατά τη γνώμη του Διηνέκη, είχε αυτήν την πραγματική ανδρεία.
«Από όλους τους Λακεδαιμονίους, ο φίλος μας ο Πολύνεικος είναι πιο κοντά. Αλλά ακόμα και τη δική του ανδρεία τη θεωρώ ανεπαρκή. Πολεμά όχι από φόβο μήπως ατιμαστεί αλλά επειδή είναι άπληστος για δόξα. Μπορεί να είναι ευγενικός σκοπός, τουλάχιστον δεν είναι ταπεινός, είναι όμως πραγματική ανδρεία;»
Ο Αρίστωνας ρώτησε αν αυτό το ανώτερο θάρρος υπήρχε πραγματικά.
«Δεν είναι κάτι φανταστικό» δήλωσε ο Διηνέκης με σιγουριά. «Το έχω δει. Ο αδελφός μου ο Ιατροκλής το είχε ορισμένες στιγμές. Όταν έβλεπα τη χάρη του, πάνωθέ του, έμενα εμβρόντητος. Ακτινοβολούσε, ήταν κάτι θεϊκό. Εκείνες τις ώρες πολεμούσε όχι σαν άνθρωπος αλλά σαν Θεός.
Ο Λεωνίδας το έχει επίσης μερικές φορές. Ο Ολύμπιος δεν το έχει. Ούτε κι εγώ. Κανένας από όσους είμαστε εδώ». Χαμογέλασε. «Υπάρχει ωστόσο μια ένδειξη εδώ. Η ανώτερη αυτή ανδρεία υποπτεύομαι ότι ενυπάρχει σε κάτι που είναι γένους θηλυκού. Οι ίδιες οι λέξεις για το θάρρος, η ανδρεία και η αφοβία, είναι θηλυκού γένους, ενώ ο φόβος και ο τρόμος είναι αρσενικού. Ίσως ο Θεός που αναζητούμε δεν είναι Θεός αλλά Θεά. Δεν ξέρω».
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Διηνέκης ευχαριστιόταν να μιλάει γι' αυτό. Ευχαρίστησε τους ακροατές του που είχαν την υπομονή να τον ακούνε ακόμη. «Οι Σπαρτιάτες δεν έχουν υπομονή για τέτοια ερωτήματα του σαλονιού. Θυμάμαι ότι ρώτησα κάποτε τον αδελφό μου σε μια εκστρατεία, μια μέρα που είχε πολεμήσει σαν αθάνατος. Ήθελα σαν τρελός να μάθω τι ένιωθε εκείνες τις στιγμές, τι αισθανόταν μέσα του. Με κοίταξε σαν να είχα βγει από το τρελοκομείο. "Λιγότερη φιλοσοφία, Διηνέκη, και περισσότερη αρετή"».
Γέλασε. «Αυτό είπε μόνο».
Ο αφέντης μου γύρισε τότε στο πλάι, σαν να ήθελε να βάλει τέλος σ' αυτήν τη συζήτηση. Κάτι ωστόσο τον έκανε να στραφεί στον Αρίστωνα, που στο πρόσωπό του ήταν αποτυπωμένη η έκφραση των μικρών παιδιών που δεν τολμούν να απευθύνουν τον λόγο στους μεγαλύτερους τους. «Πες το, φίλε μου» τον παρότρυνε ο Διηνέκης.
«Σκεφτόμουν το θάρρος των γυναικών. Πιστεύω ότι διαφέρει από των αντρών».
Ο νέος δίστασε. Η έκφρασή του μιλούσε πριν από κείνον, μάλλον θεωρούσε απρέπεια ή αλαζονεία να διαλογίζεται πάνω σε θέματα για τα οποία δεν είχε καμία εμπειρία.
Ο Διηνέκης ωστόσο τον πίεσε να μιλήσει. «Διαφορετικό πώς;» Ο Αρίστωνας κοίταξε τον Αλέξανδρο, που με ένα χαμόγελο ενίσχυσε την απόφαση του φίλου του να εκφραστεί. «Το θάρρος ενός άντρα, να δίνει τη ζωή του για την πατρίδα του, δεν είναι κάτι παράξενο. Δεν είναι στη φύση του αρσενικού, τόσο στα ζώα όσο και στους ανθρώπους, να πολεμά και να ανταγωνίζεται; Παρακολουθήστε οποιοδήποτε αγόρι. Πριν ακόμα μιλήσει, απλώνει το χέρι να πιάσει από ένστικτο το κοντάρι και το σπαθί — ενώ οι αδελφές του αποφεύγουν αυτά τα σύνεργα των αγώνων κι αντί γι' αυτά κρατούν στην αγκαλιά τους το γατάκι και την κούκλα.
«Τι πιο φυσικό σε έναν άντρα να πολεμάει και σε μια γυναίκα να αγαπάει; Αυτό που επιτάσσει το ένστικτο της μάνας δεν είναι να δίνει και να τρέφει πάνω απ' όλα αυτό που έχει βγάλει από τη μήτρα της, τα παιδιά που έχει γεννήσει με πόνο; Όλοι ξέρουμε ότι η λέαινα ή η λύκαινα, θυσιάζουν τη ζωή τους χωρίς δισταγμό για να προστατέψουν τα μικρά τους. Το ίδιο και οι γυναίκες. Τώρα αναλογιστείτε, φίλοι, αυτό που αποκαλούμε γυναικείο θάρρος:
Υπάρχει κάτι που να έρχεται σε μεγαλύτερη αντίθεση με τη γυναικεία φύση, με τη μητρότητα, από το να στέκεται ακίνητη και ασυγκίνητη καθώς οι γιοι της βαδίζουν προς το θάνατο; Δε θα έπρεπε κάθε ίνα του κορμιού της μητέρας να ουρλιάζει από αγωνία και προσβολή μπροστά σε μια τέτοια ύβρη; Δε θα έπρεπε η καρδιά της να πασχίζει να φωνάξει με όλο της το πάθος: "Όχι! Όχι το γιο μου! Λυπηθείτε τον!". Το ότι οι γυναίκες, από κάποια άγνωστη σε μας πηγή, αντλούν τη θέληση να επιβληθούν σ' αυτό που είναι η αληθινή τους φύση, είναι, πιστεύω, ο λόγος που στεκόμαστε με δέος μπροστά στις μητέρες, στις αδελφές και στις γυναίκες μας. Αυτό, Διηνέκη, πιστεύω ότι είναι η ουσία του γυναικείου θάρρους και γιατί, όπως είπες, είναι ανώτερο των αντρών».
Ο αφέντης μου επιδοκίμασε αυτές τις παρατηρήσεις. Ο Αλέξανδρος ωστόσο δίπλα του φάνηκε να αντιδρά. Καταλάβαινες ότι ο νέος δεν ήταν ικανοποιημένος.
«Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αρίστωνα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ μ' αυτό τον τρόπο. Κάτι λείπει ωστόσο. Αν η νίκη των γυναικών ήταν να στέκονται απλώς αδάκρυτες καθώς οι γιοι τους βαδίζουν προς το θάνατο, αυτό δεν είναι μόνο αφύσικο αλλά και απάνθρωπο, χυδαίο και τερατώδες ακόμα. Αυτό που ανυψώνει τούτη την πράξη και την κάνει ευγενή είναι, θαρρώ, επειδή γίνεται για να υπηρετήσει έναν ανώτερο και ανιδιοτελή σκοπό.
Αυτές οι γυναίκες που αντικρίζουμε με δέος χαρίζουν τη ζωή των αγοριών τους στη χώρα τους, στο λαό ως σύνολο, γιατί το έθνος πρέπει να επιβιώσει, έστω κι αν χαθούν τα αγαπημένα τους παιδιά. Σαν τη μητέρα που την ιστορία της μαθαίνουμε από μικρά, η οποία, όταν πληροφορήθηκε ότι και οι πέντε γιοι της είχαν σκοτωθεί στην ίδια μάχη, ρώτησε μόνο: "Το έθνος μας νίκησε;" και, όταν της είπαν πως είχε νικήσει, γύρισε να πάει σπίτι της χωρίς να χύσει ούτε ένα δάκρυ, λέγοντας μόνο: "Τότε είμαι ευτυχισμένη". Αυτό ακριβώς το στοιχείο —η ευγένεια του να βάζεις το σύνολο πάνω από το μέρος— δεν είναι που μας συγκινεί στη θυσία των γυναικών;»
«Τόση σοφία από στόματα νηπίων!» Ο Διηνέκης γέλασε και χτύπησε και τους δύο νέους στοργικά στον ώμο. «Όμως δεν απαντήσατε στην ερώτησή μου. Ποιο είναι το αντίθετο του φόβου;
Θα σας πω μια ιστορία, νεαροί μου φίλοι, αλλά όχι εδώ και τώρα. Θα την ακούσετε στις Πύλες. Την ιστορία του βασιλιά Λεωνίδα και ένα μυστικό που εμπιστεύτηκε στη μητέρα του Αλέξανδρου, την Παράλεια. Αυτή η ιστορία θα προχωρήσει την έρευνά μας πάνω στο θάρρος και θα μας εξηγήσει πώς ο Λεωνίδας επέλεξε τελικά τους Τριακόσιους. Προς το παρόν όμως ας βάλουμε τελεία στο σαλόνι μας, αλλιώς οι Σπαρτιάτες που μας ακούνε θα πουν ότι είμαστε θηλυπρεπείς. Και θα έχουν δίκιο!»
Τώρα στο στρατόπεδο των Πυλών, εμείς οι τρεις νέοι βλέπαμε τον ενωμοτάρχη μας να ανταποκρίνεται στο πρώτο φως της αυγής, να ζητά την άδεια να φύγει από το συμβούλιο του βασιλιά, να επιστρέφει στην ενωμοτία του, να βγάζει τον μανδύα του και να καλεί τους άντρες του σε γυμνάσια. «Όρθιοι λοιπόν». Ο Αρίστωνας πετάχτηκε πάνω, τραβώντας τον Αλέξανδρο κι εμένα από τις ασχολίες μας. «Το αντίθετο του φόβου πρέπει να είναι η δουλειά».
Κάτω από ποια ξένη σημαία θα έβρισκε κανείς στο πλευρό του άντρες σαν το Λεωνίδα, τον Αλφεό, τον Μάρωνα ή εδώ μέσα σ' αυτή τη βρομιά τον Δωριέα, τον Πολύνεικο και τον αφέντη μου, τον Διηνέκη;
Τους άντρες που θα μοιραστούν μαζί του τη βάρκα, η καρδιά του πολεμιστή αγκαλιάζει με μια αγάπη που ξεπερνά όλες τις άλλες που έχουν χαρίσει oι θεοί στους ανθρώπους, εκτός από την αγάπη της μάνας για το παιδί της. Δεσμεύεται για πάντα μαζί τους, όπως κι εκείνοι με αυτόν.
«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και είδα τη φάλαγγα» συνέχισε ο Αυτόχειρας «μου φάνηκε η πιο αστεία μορφή πολέμου που είχα δει ποτέ. Στη χώρα μου πολεμάμε καβάλα στ' άλογα. Για μένα αυτός ήταν ο μόνος τρόπος, σπουδαίος και ένδοξος, ένα θέαμα που συγκλονίζει την ψυχή. Η φάλαγγα μου φαινόταν αστεία. Αλλά θαύμασα τους άντρες, την αρετή τους, που ήταν φανερά πολύ πιο ανώτερη από κάθε άλλου έθνους που είχα δει και μελετήσει. Ήταν πραγματική σπαζοκεφαλιά για μένα».
Κοίταξα τον Διηνέκη μέσα από τη φωτιά για να δω αν είχε ακούσει αυτές τις σκέψεις από τον Αυτόχειρα και στο παρελθόν, τα χρόνια ίσως πριν μπω στην υπηρεσία του, τότε που ο Σκύθης ήταν ο μοναδικός του βοηθός. Από την έκφραση του προσώπου του κατάλαβα ότι τον παρακολουθούσε με πολύ μεγάλη προσοχή. Προφανώς, τούτα τα γενναιόδωρα λόγια από τα χείλη του Αυτόχειρα, ήταν εντελώς καινούρια για τον αφέντη μου όσο και για τους άλλους.
«Θυμάσαι, Διηνέκη, τότε που πολεμήσαμε τους Θηβαίους στις Ερυθρές; Τότε που έσπασαν και το έβαλαν στα πόδια; Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Τρόμαξα. Υπάρχει πιο ποταπό, πιο εξευτελιστικό θέαμα κάτω από τον ήλιο, από μια φάλαγγα που διαλύεται από φόβο; Σε κάνει να νιώθεις ντροπή που είσαι θνητός, που βλέπεις τόση χυδαιότητα ακόμα και σε έναν εχθρό. Παραβιάζει τους υψηλότερους νόμους των θεών». Το πρόσωπο του Αυτόχειρα, που είχε πάρει μια περιφρονητική έκφραση, τώρα έλαμψε από χαρά.
«Α, το αντίθετο: Μια γραμμή που κρατάει! Τι μπορεί να είναι πιο μεγάλο, πιο ευγενικό;»
Ένα βράδυ ονειρεύτηκα ότι προήλαυνα μέσα στη φάλαγγα. Προχωρούσαμε σε μια πεδιάδα για να συναντήσουμε τον αντίπαλο. Η καρδιά μου είχε παγώσει από τον τρόμο. Οι σύντροφοι μου προχωρούσαν με μεγάλα βήματα γύρω μου, μπροστά μου, πίσω μου, από όλες τις μεριές. Ήταν όλοι εγώ. Εγώ γέρος, εγώ νέος. Τρομοκρατήθηκα ακόμα πιο πολύ, λες και γινόμουν κομματάκια. Τότε άρχισαν όλοι να τραγουδούν. Όλα τα "εγώ", όλοι οι "εαυτοί μου". Καθώς οι φωνές τους υψώνονταν σε μια γλυκιά αρμονία, κάθε φόβος πέταξε από την καρδιά μου. Ξύπνησα με ένα μόνο στήθος και ήξερα ότι αυτό το όνειρο ήταν σταλμένο κατευθείαν από τους θεούς.
Κατάλαβα τότε ότι η κόλλα έκανε τη φάλαγγα σπουδαία. Η αόρατη κόλλα που την κρατούσε σφιχτοδεμένη. Συνειδητοποίησα ότι όλα τα γυμνάσια και η πειθαρχία, με τα οποία εσείς οι Σπαρτιάτες αρέσκεστε να ζαλίζετε ο ένας το κεφάλι του άλλου, δεν ήταν για να εντυπώσετε τη δεξιοτεχνία ή την τέχνη, αλλά για να δημιουργήσετε αυτήν την κόλλα».
Ο Μέδοντας γέλασε. «Δε μου λες, τι είδους κόλλα διέλυσες εσύ, Αυτόχειρα, που επέτρεψε τελικά στα σαγόνια σου να ανοιγοκλείνουν με τόση αντισκυθική υπερβολή;»
Ο Αυτόχειρας χαμογέλασε. Ο Μέδοντας ήταν αυτός, όπως έλεγαν, που έδωσε στον Σκύθη το παρατσούκλι του, όταν, ένοχος για ένα φόνο στη χώρα του, είχε καταφύγει στη Σπάρτη, όπου επιζητούσε συνέχεια τον θάνατο.
«Όταν πρωτοήρθα στη Λακεδαίμονα και άρχισαν να με φωνάζουν "Αυτόχειρα", δε μου άρεσε καθόλου. Αλλά με τον καιρό μπόρεσα να δω τη σοφία του, αφού δε μου το είχαν δώσει από κακή πρόθεση. Γιατί τι πιο ευγενικό από το να σκοτώσεις τον εαυτό σου; Όχι στην κυριολεξία. Όχι με μια λεπίδα στα σπλάχνα. Αλλά να εξοντώσεις το εγωιστικό εγώ μέσα σου, εκείνο το μέρος που κοιτάζει μόνο τη δική του επιβίωση, να σώσει το δικό του τομάρι. Αυτή ήταν η νίκη που εσείς οι Σπαρτιάτες είχατε πετύχει πάνω στον εαυτό σας. Αυτό ήταν η κόλλα. Αυτό που είχατε μάθει και με έκανε να μείνω, για να το μάθω κι εγώ.»
Όταν ένας πολεμιστής μάχεται όχι για τον εαυτό του αλλά για τα αδέλφια του, όταν ο μεγαλύτερος πόθος του δεν είναι ούτε η δόξα ούτε η σωτηρία της δικής του ζωής, αλλά να διαθέσει την ύπαρξή του ολόκληρη για κείνους, τους συντρόφους του, κι όχι να τους εγκαταλείψει ή να φανεί ανάξιος τους, τότε η καρδιά του περιφρονεί στ' αλήθεια το θάνατο κι έτσι ξεπερνά τον εαυτό του και οι πράξεις του αγγίζουν το τέλειο. Γι' αυτό ο αληθινός πολεμιστής δεν μπορεί να μιλήσει για μάχες, παρά μόνο με τα αδέλφια του που ήταν εκεί μαζί του. Αυτή η αλήθεια είναι τόσο ιερή και απαραβίαστη, που τα λόγια περισσεύουν. Ούτε κι εγώ θα τολμούσα να την πω πέρα από δω παρά μόνο σε σας».
Ο Μαύρος Λέων άκουγε προσεκτικά. «Αυτά που λες είναι αλήθεια, Αυτόχειρα, και συγχώρα με που σε λέω έτσι. Αλλά δεν είναι ευγενές ό,τι δε βλέπεται. Και τα ποταπά συναισθήματα είναι αόρατα επίσης. Ο φόβος, η απληστία και η λαγνεία. Τι λες γι' αυτά;»
«Ναι» παραδέχτηκε ο Αυτόχειρας «αλλά κι αυτά που αισθάνεται κανείς δεν είναι ποταπά; Η δυσωδία τους φτάνει ίσαμε τον ουρανό. Αρρωσταίνουν την καρδιά του ανθρώπου. Τα ευγενικά αόρατα πράγματα έχουν διαφορετική αίσθηση. Είναι σαν μουσική που οι υψηλότερες νότες της είναι οι ωραιότερες.
Άλλο ένα πράγμα που με προβλημάτισε όταν ήρθα στη Λακεδαίμονα. Η μουσική σας. Υπήρχε παντού, όχι μόνο στις πολεμικές ωδές ή στα τραγούδια που λέγατε καθώς βαδίζατε εναντίον του αντιπάλου, αλλά επίσης στους χορούς και στις χορωδίες σας, στις εορτές και στις θυσίες σας. Γιατί αυτοί οι τέλειοι πολεμιστές τιμούν τόσο τη μουσική, όταν απαγορεύουν τα θέατρα και την τέχνη; Πιστεύω πως αισθάνονται ότι οι αρετές είναι σαν τη μουσική. Πάλλονται σε έναν υψηλότερο, ευγενέστερο ρυθμό».
Στράφηκε στον Αλέξανδρο. «Γι' αυτό σε επέλεξε ο Λεωνίδας για τους Τριακόσιους, νεαρέ μου αφέντη, αν και ήξερε ότι δεν είχες βρεθεί ποτέ ανάμεσα στις σάλπιγγες. Πιστεύει ότι θα τραγουδήσεις εδώ στις Θερμοπύλες σ' αυτήν τη θεία καταγραφή, όχι μ' αυτόν» —έδειξε το λαιμό— «αλλά με τούτη». Και το χέρι του άγγιξε την καρδιά.
Ο Αυτόχειρας σώπασε. Φάνηκε αμήχανος και ντροπαλός. Όλα τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά τον κοίταζαν με σοβαρότητα και σεβασμό. Ο Διηνέκης ράγισε τη σιωπή με ένα γέλιο.
«Είσαι φιλόσοφος, Αυτόχειρα».
Ο Σκύθης χαμογέλασε κι αυτός. «Ναι» είπε κουνώντας το κεφάλι «του πρόσεξ' τούτο!».
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε ένας αγγελιαφόρος, που καλούσε τον Διηνέκη στο συμβούλιο του Λεωνίδα. Ο αφέντης μου μού έγνεψε να τον ακολουθήσω. Κάτι είχε αλλάξει μέσα του. Το ένιωσα καθώς περπατούσαμε ανάμεσα στα δρομάκια που διέσχιζαν τα στρατόπεδα των συμμάχων.
«Θυμάσαι εκείνο το βράδυ, Χίονη, τότε που καθόμαστε με τον Αρίστωνα και τον Αλέξανδρο και μιλούσαμε για τον φόβο και το αντίθετό του;»
Είπα ότι θυμόμουν.
«Έχω την απάντηση στο ερώτημά μου. Μου την έδωσαν οι φίλοι μας ο έμπορος και ο Σκύθης».
Το βλέμμα του στράφηκε στις φωτιές του στρατοπέδου, στους συμμάχους που ήταν μαζεμένοι στις μονάδες τους και στους αξιωματικούς τους, που βλέπαμε να πλησιάζουν από όλες τις μεριές τη φωτιά του βασιλιά, όπως κι εμείς άλλωστε, έτοιμοι να ανταποκριθούν στις ανάγκες του και να λάβουν τις οδηγίες του.
«Το αντίθετο του φόβου» είπε ο Διηνέκης «είναι η αγάπη».