« την συνταγή της ανατροπής του κόσμου δεν την αναζητήσαμε στα βιβλία, αλλά αλητεύοντας ». Γκύ Ντεμπόρ
Η 25η Δεκεμβρίου ήταν στην αρχαιότητα μια πολύ σημαντική ημέρα αφιερωμένη στη λατρεία του ήλιου και των διάφορων ηλιακών θεοτήτων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται και ο Μίθρας του οποίου τα γενέθλια εορτάζονταν στις 25 Δεκεμβρίου.
Η χριστιανική εκκλησία καπηλεύθηκε την ημερομηνία αυτή εξ αιτίας της τεράστιας δημοφιλίας της και απλώς άλλαξε το περιεχόμενο της προχριστιανικής αυτής εορτής.
Άλλωστε κατά την διάρκεια των πρώτων αιώνων της χριστιανικής χρονολόγησης τα γενέθλια του Ιησού εορτάζονταν σε διάφορες ημερομηνίες, όπως η 15η Απριλίου η 20η Μαΐου η 17η Νοεμβρίου και η 6η Ιανουαρίου.
Η ημερομηνία γέννησης του Ιησού (εάν πράγματι υπήρξε, καθότι δεν ειναι ιστορικά διαπιστωμένη η ύπαρξη του) ειναι αμφιλεγόμενη και σίγουρα πάντως όχι γνωστή. Σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές Λουκά και Ματθαίο ο Ιησούς γεννήθηκε τον καιρό που ο Ηρώδης ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας και ο Κυρήνιος κυβερνήτης της Συρίας. Ο Ηρώδης όμως πέθανε το έτος 4 π.Χ. ενώ ο Κυρήνιος δεν ανακηρύχθηκε κυβερνήτης πριν από το 10 μ.Χ…
Η γενέθλια μέρα του Ιησού οριστικέ τελικώς ως η 25η Δεκεμβρίου στη Ρώμη και στα μέσα του 4ου αιώνα από τον πάπα Ιούλιο τον Α΄.
Ποια ειναι η πραγματική καταγωγή του Χριστουγέννων;
Οι εορτασμοί των ημερών των Χριστουγέννων ειναι κατά πολύ παλαιότεροι του Ιησού. Παλαιοτέρα και από τον Μίθρα στην Αίγυπτο εορτάζονταν με μεγάλες τιμές η γέννηση του Θεού Όσιρη. Σε ότι αφορά το περιεχόμενο και το νόημα των «Χριστουγέννων», πρέπει κανεις να ανατρέξει στην ελληνορωμαϊκή παράδοση και τους εορτασμούς των Κρονίων κατά τη διάρκεια των οποίων οι άνθρωποι άναβαν κεριά, απελευθέρωναν δούλους, ξεχνούσαν πάθη και μίση και αντάλλασσαν δώρα μεταξύ τους.
Αρχικά η εορτή ελάμβανε χώρα στις 17 Δεκεμβρίου αλλά από το 400 π.Χ. περίπου μεταφέρθηκε νια εβδομάδα αργότερα.
Έτσι συνέπεσε να εορτάζεται με την μεγάλη γιορτή του Ηλίου (Μίθρα) στις 25 Δεκεμβρίου. Η χριστιανική εκκλησία καπηλεύτηκε την γιορτή αυτή και την μετέτρεψε σε χριστιανική ονομάζοντάς την «Χριστούγεννα»
Έχουν το χριστουγεννιάτικο δένδρο και η βασιλόπιτα χριστιανική καταγωγή;
Το έθιμο του στολισμένου δένδρου δεν έχει την παραμικρή σχέση με τον Ιησού αλλά και το χριστιανισμό γενικότερα. Στον Ελληνικό χώρο, από τα Ομηρικά κιόλας χρόνια, οι άνθρωποι τιμούσαν τα Κρόνια, στολίζοντας δένδρα με στολίδια και πορτοκάλια, τιμώντας έτσι τον αναγεννώμενο ήλιο. Στις βόρειες παραδόσεις σημειώνονται αντιστοίχως παρόμοιοι στολισμοί με παρόμοιο νοηματικό περιεχόμενο. Στους σύγχρονους καιρούς, μόλις την τελευταία εκατονταετία το έθιμο αυτό γνώρισε την καθολικότητα που παρατηρούμε σήμερα.
Γενικότερα πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι το πάντα πράσινο (ever green) δένδρο αναγνωριζόταν ως σύμβολο γονιμότητας και αθανασίας. Τόσο η γονιμότητα, όσο και η αθανασία της φύσης αποτελούν συστατικά στοιχεία όλων σχεδόν των προχριστιανικών κοσμολατρευτικών παραδόσεων και θρησκειών. Το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιοελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, το οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς, σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Το Ελληνικό «Τριέσπερον» ή Ηλιούγεννα
Στη θέση των «Χριστουγέννων», οι Αρχαίοι Έλληνες εώρταζαν το λεγόμενο «Τριέσπερον», μία εορτή η οποία γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους κι εντεύθεν, προς τιμήν των πυρφόρων και ηλιακών θεοτήτων Ηρακλέους (ο οποίος κατά τον Κορνούτο ορίζεται ως «ο εν τοίς όλοις Λόγος καθ’όν η Φύσις ισχυρά και κραταιά εστί και απεριγένητος ούσα, μεταδοτικός ισχύος και τοίς κατά μέρος και αλκής υπάρχων») και Ηλίου. Το «Τριέσπερον» ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους) και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του φωτοδότη Ηλίου (τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα έχει ήδη μείνει «στάσιμη» επί 3 ημέρες μετά το Ηλιοστάσιο και αρχίζει πλέον να μεγαλώνει).
Αργότερα, με την επιβολή της κρατικής ηλιολατρίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό, το ελληνικό «Τριέσπερον» επισκιάσθηκε (κατά μίμηση της παρσικής λατρείας του Θεού Μίθρα που εώρταζε και αυτή την γέννηση του Θεού στις 25 Δεκεμβρίου) από την «επίσημη» ρωμαϊκή εορτή του «Ανίκητου Ήλιου» («Sol Invictus»). Η «Ημέρα της Γεννήσεως του Ανίκητου Ηλίου» («Dies Natalis Solis Invicti»), η στιγμή δηλαδή που ο ακατάβλητος Ήλιος, έχοντας θριαμβεύσει επάνω στο σκοτάδι της «bruma» (βλέπε κατωτέρω), αρχίζει να ανέρχεται δυναμικά και υπερήφανα στον ουράνιο θόλο, είχε, φυσικά, ως προεόρτιο τη νύκτα του Χειμερινού Ηλιοστασίου, όταν ετιμάτο σιωπηρώς η Θεά του Κάτω Κόσμου Αντζερόνα (Angerona, Dea Tacita), προστάτις των νεκρών και προσωποποίηση της Θελήσεως, της Εσωτερικής Φωνής, της Ενοράσεως και της Σιωπής, στα λεγόμενα «Ντιβάλια» ή «Αντζερονάλια» («Divalia» ή «Angeronalia», βλ. Claudio Rutilio, «Η Θεολογία των Ρωμαίων»). Τα «Divalia» έκλειναν τις λεγόμενες «σύντομες ημέρες» («brevissimi dies», «bruma») που σηματοδοτούσαν την ολοκλήρωση της ηλιακής διαδρομής μέσα στον ενιαυτό.
Ο Sol «Invictus» συνέχισε να λατρεύεται ως Ανώτατος Θεός και καθοδηγητής της οργανωμένης κοινωνίας και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος άρχισε την βασιλεία του ως τυπικός ηλιολάτρης. Υπάρχουν νομίσματα ως το 324 μ.α.χ.χ. που εμφανίζουν τον Κωνσταντίνο να δοξάζει τον Sol ως «Πηγή της Αυτοκρατορικής Δυνάμεως», μόνον δε κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του οι αναφορές στον Sol και τις άλλες εθνικές θεότητες εξαφανίσθησαν από τα νομίσματα.
Η εορτή πάντως του «Sol Invictus» επικαλύφθηκε με τη σειρά της αμέσως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού (4ος αιώνας, με απόφαση του Πάπα Ιουλίου) από τα γνωστά μας «Χριστούγεννα» (που έως τότε υπολογίζονταν στις 6 Ιανουαρίου -ημερομηνία που στην Ανατολή παρέμεινε μέχρι τουλάχιστον τη βασιλεία του αυτοκράτορα Γιουτπράβδα, ελληνιστί Ιουστινιανού-, ή στις 19 Απριλίου, ή στις 20 Μαϊου κατ’άλλους, ενώ στο «Pascha Compustus» του 243 μ.α.χ.χ. η «γέννηση» του Τζεσουά ορίζεται στις 28 Μαρτίου). Η μετέπειτα χυδαία ιδιοποίηση του ελληνικού «Τριεσπέρου» δεν εμπόδισε φυσικά τους πιο σκληροπυρηνικούς απολογητές της νέας Θρησκείας να περιγελούν τους Εθνικούς, κατά την προσφιλή τους πρακτική, ακόμη και κατά τον 3ο αιώνα μ.α.χ.χ. (!!), ως τάχα… ανόητους που εώρταζαν γενέθλια Θεών (Αρνόβιος, περίπου 296 μ.α.χ.χ.).
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Τα Χριστούγεννα η εορτή της ανάμνησης της γεννήσεως του Ιησού Χριστού δηλαδή, αποτελούν την μεγαλύτερη γιορτή του Χριστιανισμού, αποτελώντας ημέρες χαράς για όλον τον Χριστιανικό κόσμο. Λόγω βέβαια της «οικονομικής εκμετάλλευσης» και του τεράστιου «οικονομικού τζίρου της εορτής» τα Χριστούγεννα εορτάζονται πλέον σχεδόν σε όλο τον κόσμο. Ιχνηλατώντας την ιστορικότητα της εορτής ο μελετητής ανακαλύπτει ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν την ημερομηνία της εορτής, αλλά και συσχετίσεις με συνήθειες στον αρχαίο κόσμο. Αναζητώντας την ακριβή ημερομηνία γενέσεως του Ιησού ο μελετητής ανακαλύπτει ότι αφενός στην καινή Διαθήκη δεν γίνεται αναφορά για την εορτή Χριστουγέννων και αφετέρου ότι κανείς από τους Αποστόλους δεν τήρησε την 25η Δεκεμβρίου ως γενέθλια ημέρα του Σωτήρα.
Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς γεννήθηκε ο Ιησούς Χριστός, (υπολογίζεται πως γεννήθηκε μεταξύ του 6 – 2 π. X.) Υπάρχουν όμως ενδείξεις που συνηγορούν στην Φθινοπωρινή γέννηση του, και όχι στην χειμερινή. Το εδάφιο από το Ευαγγέλιο του Λουκά παραδείγματος χάριν αναφέρει: «Οι ποιμένες ήσαν κατά το αυτό μέρος διανυκτερεύοντες εν τοις αγροίς, και φυλάττοντες φύλακας της νυκτός επί το ποίμνιον αυτών 2:
Η φράση αυτή έρχεται σε αντίθεση με τις πρακτικές των βοσκών καθώς τον χειμώνα λόγω του ψύχους οι ποιμένες δεν διανυκτερεύουν στους αγρούς. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γέννηση του Ιησού δεν έγινε το Δεκέμβριο αλλά το Φθινόπωρο εφόσον τα κοπάδια δεν ήταν στις στάνες. Γνωρίζουμε επίσης ότι η γέννηση συνέπεσε, με την απογραφή, που συνήθως γινόταν μετά την συγκομιδή, κατά τις αρχές Οκτωβρίου. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης επίσης συσχετίζει την γέννηση του Ιησού Χριστού με την εορτή της «Σκηνοπηγίας», η οποία γινόταν τον Οκτώβρη.
Στην Αγία Γραφή γενέθλιες και ονομαστικές εορτές δεν συνιστούνται. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα δεν συμπεριλαμβάνοντα στις αρχαίες γιορτές της Χριστιανικής Εκκλησίας, και μάλιστα η τήρηση των γενεθλίων καταδικάζονταν σαν ένα ειδωλολατρικό έθιμο απεχθές στους Χριστιανούς. Ημέρα μνήμης των αγίων και μαρτύρων όριζαν αυτή του θανάτου. Η Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει σχετικά : «Τα Χριστούγεννα δεν ήταν ανάμεσα στις πρώτες εορτές της Εκκλησίας. Ο Ειρηναίος και ο Τερτυλλιανός την παραλείπουν από τους καταλόγους των εορτών» .
Έτσι Τα Χριστούγεννα ως εορτή των γενεθλίων του Σωτήρα δεν γιορτάζονταν τα πρώτα 300 χρόνια. Η καθιέρωση της 25ης Δεκεμβρίου ως ημέρα των Χριστουγέννων έγινε στη Ρώμη από τον Πάπα Ιούλιο τον Α, τον 4ο μ.χ. αιώνα, μετά από έρευνα που έγινε στα αρχεία της Ρώμης για την χρονιά επί Αυγούστου απογραφής, και κατόπιν υπολογισμών βάση των Ευαγγελίων. Ένα στοιχείο που λήφθηκε υπόψιν είναι το η φράση από το κατ’ Ιωάννη γ’30 «Εκέινον δει αυξάνειν, εμέ ελατούσθαι»
Στην πραγματικότητα όμως αυτό συνέβη διότι η συγκεκριμένη ημερομηνία συνέπεφτε με τις ειδωλολατρικές εορτές του Χειμερινού Ηλιοστασίου και την «Επιστροφή» του Ηλίου. Έκτοτε ο Χριστός όφειλε να είναι ο Ήλιος ο δίδων το φως εις τον κόσμο. Πριν εορταζόταν στις 6 Ιανουαρίου μαζί με τη βάπτιση του Ιησού (Θεοφάνια). Αργότερα το έθιμο πιθανολογείται ότι μεταφέρθηκε στην Ανατολή, πιθανόν από τον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό το 378-381 περίπου μ.Χ. Ο Ιωάννης Χρυσόστομος (345-407 μ.Χ.) σε ομιλία του για τη γέννηση του Χριστού, αναφέρει ότι είχε αρχίσει στην Αντιόχεια να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στις 25 Δεκεμβρίου. Το σίγουρο είναι ότι την εποχή του Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, ο εορτασμός των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου είχε εξαπλωθεί σχεδόν σε όλη την Ανατολή.
Τι όμως εόρταζαν οι ειδωλολάτρες με τόση ευλάβεια που κατέστη αδύνατο από τους Χριστιανούς να απαγορέψουν. (Είναι χαρακτηριστικό δε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί κατά αντιστοιχία με την παγανιστική τελετουργία της λατρείας του Θεού Ήλιου, δεν προσεύχονταν ποτέ αν δεν γύριζαν προς την Ανατολή του ήλιου, ενώ και ναοί τους είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο, αλλά και όλοι οι ναοί είχαν μέτωπο προς τον ανατέλλοντα Ήλιο). Και αυτό βέβαια όταν ο απόστολος Παύλος αναφέρει στη Β΄ Κορινθίους 6:14 & 17:
«Μη ομοζυγείτε με τούς απίστους, διότι τίνα μετοχήν έχει η δικαιοσύνη με την ανομίαν; Τίνα δε κοινωνίαν το φως προς το σκότος; Δια τούτο εξέλθετε εκ μέσου αυτών και αποχωρίσθητε, λέγει ο Κύριος, και μη εγγίσητε ακάθαρτον και εγώ θέλω σας δεχθή».
Η απάντηση είναι ο Ήλιος, τον οποίο οι αρχαίοι λαοί είχαν θεοποιήσει. Οι αρχαίοι λαοί αναπαριστούσαν την κίνηση του ήλιου με την ζωή ενός ανθρώπου που γεννιόταν κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου που μεγάλωνε βαθμιαία καθώς αυξάνονταν και οι ώρες που ο ήλιος φωταγωγούσε την Γη, και πέθαινε ή ανασταίνονταν τον Μάρτιο την ημέρα της Εαρινής Ισημερίας, συμβολίζοντας με αυτόν τον τρόπο την αναγέννηση του φυτικού βασιλείου μέσα από την μήτρα της Γης. Το χειμερινό Ηλιοστάσιο 22-25 Δεκεμβρίου σημαίνει την αρχή του χειμώνα, και ο αρχίζει βαθμιαία να αυξάνει η ημέρα έως ότου εξισωθεί με την νύχτα, κατά την Ιση-μερία τον Μάρτιο. Τότε ο Ήλιος νικά το σκοτάδι, και έρχεται η άνοιξη η εποχή της αναγέννησης για την φύση Οι Αιγύπτιοι στις 25 Δεκεμβρίου εόρταζαν την γέννηση του θεού-ήλιου Όσιρη.
Μετά την δολοφονία του ένα δένδρο ξεφύτρωσε στο οποίο Ίσις κάθε επέτειο της γέννησης του στις 25 Δεκεμβρίου άφηνε δώρα γύρω από το δένδρο. Οι Βαβυλώνιοι, και οι Φοίνικες ονόμαζαν το θεό-ήλιο Βαάλ , οι Πέρσες λάτρευαν τη γέννηση του Αήττητου-ήλιου και θεού Μίθρα Βασιλιά, ενώ οι Βραχμάνοι στην γέννηση του ψάλλουν: «Εγέρσου ω βασιλιά του κόσμου, έλα σε μας από τις σκηνές σου».
Οι αρχαίοι Έλληνες κατά την χειμερινή τροπή του ήλιου γιόρταζαν την γέννηση του Διονύσου. Ο Διόνυσος αποκαλούταν «σωτήρ» και θείο «βρέφος», το οποίο γεννήθηκε από την παρθένο Σέμελη. Ήταν ο καλός «Ποιμήν», του οποίου οι ιερείς κρατούν την ποιμενική ράβδο, όπως συνέβαινε και με τον Όσιρη. Τον χειμώνα θρηνούσαν το σκοτωμό του Διονύσου από τους Τιτάνες, αλλά στις 30 Δεκεμβρίου εόρταζαν την αναγέννησή του. Οι γυναίκες-ιέρειες ανέβαιναν στην κορυφή του ιερού βουνού και κρατώντας ένα νεογέννητο βρέφος φώναζαν «ο Διόνυσος ξαναγεννήθηκε. Ο Διόνυσος ζει» , ενώ σε επιγραφή αφιερωμένη στον Διόνυσο αναγράφεται: «Εγώ είμαι που σε προστατεύω και σε οδηγώ, εγώ είμαι το Άλφα και το Ωμέγα».
Η εορτή αυτή πέρασε και στην αρχαία Ρώμη με τις δημοφιλείς γιορτές των Σατουρναλίων, προς τιμήν του Κρόνου τον Δεκέμβριο αλλά και της θεάς Δήμητρας, γι΄ αυτό και έκαναν θυσίες χοίρων για την ευφορία της γης . Τα Σατουρνάλια ήταν από τις σημαντικότερες ονομάζονταν « DIES INVICTI SOLIS «, «Ημέρα του αήττητου ήλιου», και άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου και διαρκούσαν επτά ήμερες. Στην εορτή αυτή αντάλλασσαν δώρα, συνήθως λαμπάδες και στα παιδία έδιναν πήλινες κούκλες και γλυκά σε σχήμα βρέφους για να θυμίζουν το Κρόνο, που τρώει τα παιδιά του.
Σταδιακά λοιπόν τα γενέθλια του θεού Ήλιου μετατράπηκαν σε γενέθλια του Υιού του Θεού. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι «εθνικοί-ειδωλολάτρες» αποκαλούσαν την Πρώτη Ημέρα της εβδομάδας Ημέρα του θεού-Κυρίου Ήλιου, ορολογία την οποία αργότερα χρησιμοποίησαν και οι εκκλησιαστικοί Πατέρες για λόγους σκοπιμότητας ίσως. Κάτι που διασώζεται έως σήμερα στα Αγγλικά ως SUN-DAY, στα Γερμανικά SONN-TAG. Ο Ιουστίνος ο μάρτυς (114-165 μ.Χ.) γράφει στη 2η απολογία του για τον Ιησού
«…σταυρώθηκε, πριν το Σάββατο, ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ “ΚΡΟΝΟΥ” και την επόμενη ημέρα ΠΟΥ ΗΤΑΝ Η ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ (θεού) “ΗΛΙΟΥ” και η οποία μετονομάσθηκε σε ΚΥΡΙΑΚΗ, αναστήθηκε και εμφανίσθηκε στους μαθητές Του…»
Εκτός όμως της ημέρας της γέννησης και πολλές από τις παραδόσεις που συνδέονται με τα Χριστούγεννα ανταλλαγή δώρων, στολισμοί, κάλαντα, Χριστουγεννιάτικο δέντρο έχουν τις ρίζες τους σε παλαιότερες θρησκείες.
Πιο συγκεκριμένα τα κάλαντα τα οποία πήραν τ” όνομά τους από τις αρχαίες Ρωμαϊκές καλένδες του Γεναρίου, ήταν μία ρωμαϊκή εορτή κατά την οποία οι Ρωμαίοι ξεχύνονταν στους δρόμους και στις πλατείες με τραγούδια, φωνές και λαϊκά ξεφαντώματα για να γιορτάσουν το διπρόσωπο θεό Ιανό.(απ” αυτόν πήρε το όνομα του ο μήνας Ιανουάριος). Πίσω όμως από τα κάλαντα κρύβεται ένα αρχαίο Ελληνικό έθιμο με το όνομα Ειρεσιώνη, που αναφέρεται ήδη από τον Όμηρο, ο οποίος ευρισκόμενος στην Σάμο, σκάρωσε διάφορα τραγούδια τα οποία μαζί με μια ομάδα παιδιών τα τραγουδούσαν στα σπίτια των πλουσίων ευχόμενοι πλούτο, χαρά και ειρήνη. Συμβόλιζε την ευφορία και γονιμότητα της γης και εορτάζονταν δυο φορές το χρόνο, μια την άνοιξη με σκοπό την παράκληση των ανθρώπων προς τους θεούς κυρίως του Απόλλωνος-ήλιου και των Ωρών για προστασία της σποράς και μια το φθινόπωρο, για να τους ευχαριστήσουν για την συγκομιδή των καρπών.
Ταυτόχρονα με τις ευχαριστίες προς τους θεούς, έδιναν ευχές και στους συνάνθρωπους. Τα παιδιά γύριζαν από σπίτι σε σπίτι, κρατώντας ελιάς ή δάφνης στολισμένα με μαλλί (σύμβολο υγείας και ομορφιάς) και καρπούς κάθε λογής, τραγουδώντας για καλύτερη τύχη και γονιμότητα της γης. Πολλά από τα παιδιά έφεραν τον κλάδο σπίτι τους και τον κρεμούσαν στην πόρτα όπου έμενε όλο το έτος.(κάτι που συνηθίζουμε να κάνουμε σήμερα την Πρωτομαγιά).
Οι ευχές και τα τραγούδια περνώντας από γενιά σε γενιά, κληρονομήθηκαν στα Ρωμαϊκά Χρόνια με τις Καλένδες, απ” τις οποίες έλαβαν τη μορφή που απαντάμε σήμερα, από τα Πρωτοχριστιανικά κιόλας χρόνια. Ένα άλλο Χριστουγεννιάτικο έθιμο αυτό του Χριστουγεννιάτικου δένδρου όπως είδαμε έχει τις ρίζες του στην αρχαία Αίγυπτο.
Σύμφωνα με την παράδοση αυτός που καθιέρωσε το έλατο ως «χριστουγεννιάτικο δέντρο» ήταν ο Άγιος Βονιφάτιος, που θέλησε να αντικαταστήσει την ιερότητα που απέδιδαν οι ειδωλολάτρες στη δρυ, και αυτό παρότι στον Ιερεμία 10: 2-4 αναφέρεται : «Μη μανθάνετε την οδόν των εθνών.. Διότι τα έθνη πτοούνται εις αυτά. Διότι τα νόμιμα των λαών είναι μάταια. Διότι κόπτουσιν ξύλον εκ του δάσους, έργον χειρών τέκτονος με τον πέλεκυν. Καλλωπίζουσιν αυτό με άργυρον και χρυσόν. Στερεόνουσιν αυτό με καρφία και με σφύρας δια να μη κινείται».
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Γερμανία στο τέλος του 16ου, αλλά έως τις αρχές του 19ου αιώνα δεν ήταν διαδεδομένο ευρέως – τοποθετούνταν μόνο στις εκκλησίες. Το δέντρο ως Χριστιανικό σύμβολο, συμβολίζει την ευτυχία που κρύβει για τον άνθρωπο η γέννηση του Χριστού. Σταδιακά το δένδρο άρχισε να γεμίζει με διάφορα χρήσιμα είδη- κυρίως φαγώσιμα κι αργότερα ρούχα κι άλλα είδη καθημερινής χρήσης, (κάτι που γινόταν στους αρχαίους Ελληνικούς ναούς) συμβολίζοντας την προσφορά των Θείων Δώρων. Στην σύγχρονη Ελλάδα το έθιμο το εισήγαγαν οι Βαυαροί με τον στολισμό στα ανάκτορα του Όθωνα το 1833. Μετά τον το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το δέντρο με τις πολύχρωμες μπάλες μπήκε σε όλα τα ελληνικά σπίτια.
Τέλος το κόψιμο της βασιλόπιτας αποτελεί εξέλιξη του αρχαιο Ελληνικού εθίμου του εορταστικού άρτου, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες πρόσφεραν στους θεούς σε μεγάλες αγροτικές γιορτές, όπως τα Θαλύσια και τα Θεσμοφόρια.
Η ΠΑΓΑΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Η 25η Δεκεμβρίου συμπίπτει παραδοσιακά με το χειμερινό ηλιοστάσιο, δηλαδή με τη νύχτα με τη μεγαλύτερη διάρκεια. Η επόμενη νύχτα είναι θεωρητικά μικρότερη για κάποια δευτερόλεπτα, καθώς ο ήλιος ανατέλλει νωρίτερα και δύει αργότερα, ενώ μέχρι την ημερομηνία αυτή συμβαίνει το αντίθετο (λόγω όμως των εκατοντάδων χρόνων που έχουν περάσει από την καθιέρωση της ημερομηνίας αυτής, αυτή δεν είναι πια σωστή, καθώς μετακινείται αργά ¾η ακριβής ημερομηνία του χειμερινού ηλιοστασίου του 1999 είναι το ξημέρωμα της 22ης Δεκεμβρίου).
Όλοι οι πολιτισμοί είχαν καθιερώσει γιορτές για αυτή την ημερομηνία, καθώς πίστευαν πως είναι η μέρα της ανάστασης του ηλιακού θεού.
Η αρχαιότερη απόδειξη της σημαντικότητας της ημερομηνίας αυτής για τους αρχαίους λαούς είναι το μεγαλιθικό μνημείο του Newgrange στην Ιρλανδία, το οποίο θεωρείται παλιότερο από τις πυραμίδες και είναι μια κυκλικό πέτρινο κτίριο απίστευτης τεχνικής. Κατασκευασμένο, υποτίθεται, από πρωτόγονους, είναι παρόλα αυτά έτσι χτισμένο που ο κεντρικός του θάλαμος φωτίζεται κάθε χειμερινό ηλιοστάσιο και μόνο. Η ακτίνα του ήλιου περνά μέσα από πολλά μέτρα πέτρας και φωτίζει μια λεκάνη στολισμένη με ηλιακά σύμβολα και σπείρες. Σήμερα δε γνωρίζουμε ποιο σκοπό εξυπηρετούσε και τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάστηκε.
Οι Σουμέριοι και οι Μεσοποτάμιοι γιόρταζαν το ηλιοστάσιο σαν την ημέρα της μάχης του Μαρντούκ με τις δυνάμεις του Χάους. Επειδή, μάλιστα, η παράδοση απαιτούσε την αυτοκτονία του βασιλιά τους για να «μεταφερθεί» στο πλευρό του Μαρντούκ και να τον βοηθήσει, ανακήρυτταν βασιλιά τους για την περίοδο του δωδεκαήμερου κάποιον τυχαίο και, αφού του πρόσφεραν βασιλικές τιμές, τον έσφαζαν τη δωδέκατη μέρα τελετουργικά.
Οι Βαβυλώνιοι και οι Πέρσες εκτελούσαν την ίδια περίοδο παρόμοιους εορτασμούς, στους οποίους οι άρχοντες και οι δούλοι άλλαζαν τίτλους.
Οι Σκανδιναβοί, που αντιμετώπιζαν νύχτες μεγαλύτερες από 25 ώρες(!), γιόρταζαν το Yuletide, κατά το οποίο οι κυνηγοί έφευγαν στα ψηλά βουνά για να δουν πρώτοι την επιστροφή του Ήλιου που είχε χαθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο πρώτος που θα την αντίκριζε έφερνε τα καλά νέα στους καταυλισμούς και ήταν επικεφαλής στο πλούσιο γλέντι που διοργανωνόταν στην επιστροφή του. Στα ίδια μέρη του Βορρά, έδεναν μήλα στα κλαδιά των δέντρων για να υπενθυμίζουν πως η άνοιξη θα γυρίσει, ξεκινώντας ίσως έτσι την παράδοση του χριστουγεννιάτικου δέντρου.
Δεν ήταν μόνο ο Χριστός και ο μιθραϊκός ηλιακός θεός που λέγεται πως γεννήθηκαν τη μέρα αυτή, αλλά και ο Όσιρις, ο Ώρος, ο Διόνυσος, ο Άδωνις, ο Δίας και ο Jupiter, ο Tammuz, ο Ηρακλής και όλοι οι ηλιακοί ημίθεοι. Η περσική μυστηριακή θρησκεία του Μίθρα, που μέχρι την επίσημη καθιέρωση του χριστιανισμού ήταν η βασική θρησκεία των Ρωμαίων στρατιωτών, την ονόμαζε «Ημέρα της Γέννησης του Ήλιου».
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι γιόρταζαν την περίοδο αυτή τα Σατουρνάλια και τα Κρόνια, τις γιορτές που ήταν αφιερωμένες στο χθόνιο θεό της γης, τον Κρόνο. Οι εορτάζοντες φώναζαν στους δρόμους «Ιώ Σατουρνάλια!», αντάλλασσαν δώρα και γλυκά και διοργάνωναν γλέντια με φαγητό. Θεωρούσαν πως η εποχή της κυριαρχίας του Κρόνου ήταν η Χρυσή Εποχή της ζωής, μια παραδείσια κατάσταση ευδαιμονίας, που την έκλεψε και τη σταμάτησε ο Δίας, όταν μαχαίρωσε τον Κρόνο για να του αποσπάσει την εξουσία.
Σαν χθόνιος θεός, ο Κρόνος ήταν ταυτόχρονα και θεός του θανάτου και του σκότους. Έτσι, οι εκδηλώσεις είχαν αρκετά σκοτεινά σημεία. Σε συνδυασμό με τους εορτασμούς του Βάκχου Διόνυσου που γίνονταν την ίδια εποχή, πολλοί «μετατρέπονταν» σε σάτυρους και κρατώντας τεράστιους φαλλούς, επιτίθονταν στους περαστικούς με σκοπό να τους τρομοκρατήσουν. Η υποχρεωτική δωροδοκία ήταν ο κανόνας, για να τους αφήσουν τελικά στην ησυχία τους. Ο σάτυρος, που μιμούνταν τον Βάκχο, υποδυόταν την εμφάνιση που σήμερα θεωρούμε μορφή του διαβόλου: φορούσε κέρατα, τριχωτά ενδύματα, προβιές και οπλές κατσίκας.
Η «τραγωδία», τα τραγούδια των τράγων δηλαδή, ήταν στην πρώτη τους μορφή μέρη των πρωτόγονων αυτών εορτασμών. Αν νομίζετε πως τελικά εξαφανίστηκαν με την έλευση του χριστιανισμού, έχετε μεγάλο λάθος! Θα σας περιγράψω το τυπικό που ακολουθούσαν πχ. έξω από τη Θεσσαλονίκη, στα Κουφάλια μέχρι πρόσφατα, το 1950:
Τις μέρες των Χριστουγέννων, τα παιδιά έπαιρναν ξύλα στα χέρια τους και έβγαιναν στους δρόμους φωνάζοντας «Κόλιεντα!» (Κόλεντα ή Κόλιεντα ονομάζονταν και οι σλάβικες τελετές προς τιμή του Τρίγκλαβ, που σημαίνει Τρικέφαλος). Μετά χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών και απαιτούσαν φιλοδώρημα, απειλώντας τους σπιτονοικοκύρηδες με το ποιηματάκι αυτό: «Δώσε μπάμπω μια κουρούδα (μπισκότο ή κουλούρι ή γλύκισμα) μη σε βγάλ’ απ’ την καμινούδα (καμινάδα)», που φυσικά συσχετίζεται με την δοξασία πως η καμινάδα κρύβει μια μαγική είσοδο-έξοδο. Μετά όμως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία εκδικούνταν τα παιδιά, καθώς ντύνονταν «καμήλες», φορούσαν κακομούτσουνες στολές με δερμάτινες μάσκες και κουδούνια και τρομοκρατούσαν τα μικρά παιδιά, απαιτώντας χρήματα. Παρόμοιες παραδόσεις κρατούσαν σε όλη την Ευρώπη σε κάθε τόπο, παραδόσεις που σταμάτησαν ξαφνικά καθώς τα Χριστούγεννα μετατράπηκαν στην αμερικανική έκδοσή τους, που είναι στο μεγαλύτερο μέρος της κατασκευασμένη για εμπορικούς σκοπούς.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος, που επέβαλε το χριστιανισμό έχοντας αρκετούς πολιτικούς σκοπούς (βλέπε «εν τούτω νίκα»), στην προσπάθειά του να σιγάσει τους εορτασμούς του Μίθρα που συνεχίζονταν κρυφά και μετά την επιβολή του χριστιανισμού, διέταξε το 336 μ.Χ. τον επίσκοπο της Ρώμης, Ιούλιο Α΄, να επιβάλει την 25η Δεκεμβρίου σαν τη μέρα των Χριστουγέννων. Ο σκοπός του ήταν να «υπεξαιρέσει» τους εορτασμούς των Μιθραϊστών και των υπόλοιπων παγανιστών, επειδή δεν μπορούσε να τους σταματήσει με άλλο τρόπο.