Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, επίσης γνωστός ως ο Μεγάλος Πόλεμος, όπως λεγόταν πριν το ξέσπασμα του Δεύτερου Πολέμου, ήταν μια γενικευμένη σύγκρουση των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων που διήρκεσε από τον Αύγουστο του 1914 ως τις 11 Νοεμβρίου 1918. Στην ουσία αν και ήταν μία μεγάλη ενδοευρωπαϊκή διένεξη με τα κύρια μέτωπα στη Γηραιά Ήπειρο, η επέκτασή της ωστόσο και στη περιφέρεια, με ενεργό συμμετοχή αποικιακών στρατευμάτων με την εμπλοκή ακόμα και Αμερικανικών προσέδωσαν τελικά την έννοια του παγκόσμιου. Οι Ενωμένες Δυνάμεις, καλούμενες και Δυνάμεις της Αντάντ (κυρίως οι Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, ως τις αρχές του 1918 η Ρωσία και, από το 1917, οι ΗΠΑ) νίκησαν τις Κεντρικές Δυνάμεις καλούμενες και Τριπλή Συμμαχία, (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία και Βουλγαρία)...
Και με τη νίκη αυτή οδήγησαν, αφενός στην κατάρρευση τεσσάρων Αυτοκρατοριών και σε ριζικές αλλαγές στον χάρτη της Ευρώπης, εκ του κατακερματισμού αυτών, αφετέρου στη μεγάλη Ρωσική Επανάσταση και σε τελική φάση την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών. Τα θύματα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου ανήλθαν σε 9 εκατομμύρια στρατευμένους και σε άλλους τόσους αμάχους ξεπερνώντας συνολικά τα 18,5 εκατομμύρια ψυχών.
ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
- Εθνικισμός και Ιμπεριαλισμός
Ένας ολόκληρος αιώνας είχε περάσει από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, το 1815, στην Ευρώπη. Μετά τον Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1871 καμιά από τις Μεγάλες Δυνάμεις δεν είχε στείλει τους στρατιώτες της σε κάποια επιχείρηση ενάντια σε μια άλλη. Πόλεμοι φυσικά συνέχιζαν να υπάρχουν αλλά, όπως γράφει ο Έρικ Χομπσμπάουμ, «οι Μεγάλες Δυνάμεις διάλεγαν τα θύματα ανάμεσα στους αδύναμους και έξω από τον Ευρωπαϊκό κόσμο». Και δεν ήταν λίγες οι φορές που τα στρατεύματά τους είχαν βρεθεί αντιμέτωπα σε κάποια μακρινή αποικία. Η προοπτική, όμως, ενός μεγάλου Ευρωπαϊκού πολέμου έμοιαζε πολύ απίθανη μέχρι τον Αύγουστο του 1914.
Για την άρχουσα τάξη οι τελευταίες δεκαετίες ήταν δεκαετίες θριάμβου. Η οικονομία είχε βγει δυναμωμένη από τη Μεγάλη Ύφεση του 1870 - 1880, η επιστήμη και η τεχνολογία έκαναν άλματα και η κυριαρχία τους απλωνόταν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η εμπιστοσύνη τους στο μέλλον ήταν απεριόριστη. Η ''Belle Epoque'', η Ωραία Εποχή, σίγουρα θα συνεχιζόταν για πάντα. Ο πόλεμος δεν είχε καμιά θέση μέσα σε αυτόν τον ονειρικό παράδεισο. Το 1910 ο Νόρμαν Έιντζελ, ένας φιλελεύθερος δημοσιογράφος, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τίτλο «Η Μεγάλη Χίμαιρα» όπου προανήγγειλε το οριστικό τέλος των πολέμων.
Οι ενδοευρωπαϊκές διεθνείς συναλλαγές, υποστήριζε, έχουν κάνει πλέον καθαρή παραφροσύνη για τις άρχουσες τάξεις τον πόλεμο. Οι Άγγλοι βιομήχανοι δεν είχαν κανένα συμφέρον να βομβαρδίσουν τις θυγατρικές τους στη Γαλλία. Οι Γάλλοι τραπεζίτες δεν είχαν κανένα λόγο να ανατινάξουν τα μεγάλα έργα που χρηματοδότησαν στη Γερμανία και να χάσουν έτσι τους τόκους και τα κεφάλαιά τους. Αλλά δεν ήταν μόνο οι φιλελεύθεροι που αντιμετώπιζαν με τόση αισιοδοξία και τόση βεβαιότητα το μέλλον. Το πνεύμα της Belle Epoque είχε επηρεάσει ακόμα και την ίδια την αριστερά.
Η αίσθηση ότι ο κόσμος «πήγαινε μπροστά» -και θα συνέχιζε να πηγαίνει μπροστά για πάντα- είχε τρυπώσει βαθιά στα μυαλά ακόμα και των ηγετών των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, των κομμάτων που υποτίθεται ότι είχαν σαν στόχο την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση μια σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Καρλ Κάουτσκι, ο «Πάπας του Μαρξισμού» είχε αναπτύξει μια θεωρία που θύμιζε πολύ τις απόψεις του Νόρμαν Έιντζελ. Ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός, έλεγε, οδηγείται σιγά-σιγά σε ένα στάδιο «υπεριμπεριαλισμού». Τα συμφέροντα των καπιταλιστών εξυπηρετούνται πλέον σήμερα πολύ καλύτερα από την συνένωση και τη διεθνή συνεργασία παρά από τον ανταγωνισμό και τον πόλεμο.
Ακόμα και την τελευταία στιγμή, τον Ιούλιο του 1914, όταν η Αυστρία είχε πλέον κηρύξει τον πόλεμο στην Σερβία, γράφει ο Xόμπσμπάουμ, οι ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων «ήταν πεισμένοι ότι ένας γενικευμένος πόλεμος ήταν αδύνατος και ότι σίγουρα θα βρισκόταν κάποια ειρηνική λύση στην κρίση». «Εγώ προσωπικά», δήλωνε στις 29 Ιουλίου ο Βίκτορ Άντλερ, ο σημαντικότερος Αυστριακός «Μαρξιστής», «δεν πιστεύω ότι θα γίνει ένας γενικευμένος πόλεμος». Λίγες μέρες αργότερα οι Μεγάλες Δυνάμεις θα έριχναν 19 εκατομμύρια στρατιώτες στη μάχη.
- Πολιτικοί Ανταγωνισμοί και Επιδιώξεις
Τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στις οικονομικές συνθήκες της εποχής και στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών, που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ανταγωνισμού μεταξύ τους. Ειδικότερα η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας, που προήλθε από τη ραγδαία εξέλιξη της βιομηχανίας της, οδήγησε στην όξυνση του ανταγωνισμού της με την Αγγλία σχετικά με την εξασφάλιση του μονοπωλίου των διεθνών αγορών. Ταυτόχρονα, η Γαλλική πολιτική της «ρεβάνς», δηλ. η επιθυμία της Γαλλίας να αποκαταστήσει το γόητρό της και να ανακτήσει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, (που είχε χάσει στο Γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 - 1871) είχε δημιουργήσει ένταση στις σχέσεις της με τη Γερμανία, χαρακτηριστική επ´αυτού ήταν και η υπόθεση Ντρέιφους.
Την ίδια εποχή, η Αυστροουγγαρία βρισκόταν σε ανταγωνισμό με τη Ρωσία σχετικά με την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Τα νέα εθνικά Βαλκανικά κράτη, που είχαν δημιουργηθεί μετά την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κρατούσαν ευνοϊκή στάση απέναντι στις διεκδικήσεις των εθνικών μειονοτήτων της Αυστροουγγαρίας και απειλούσαν την ενότητά της. Έτσι, η Αυστροουγγαρία επιθυμούσε να διατηρηθεί το status quo των Βαλκανίων. Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, επιθυμούσε να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, υποστήριζε την κίνηση του πανσλαβισμού και θεωρούσε τον εαυτό της φυσικό προστάτη των Ορθόδοξων λαών των Βαλκανίων, πράγματα που έβρισκαν αντίθετες τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία.
ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ ΠΟΛΕΜΟ
Οι κύριοι συνασπισμοί κρατών όπως δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη τις παραμονές του πολέμου (1914). Από τις αρχές του αιώνα όλες οι Μεγάλες Δυνάμεις ρίχτηκαν σε έναν ξέφρενο αγώνα δρόμου ενίσχυσης και εκσυγχρονισμού των ενόπλων τους δυνάμεων. Στη Βρετανία οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν σχεδόν κατά 30% μέσα στη δεκαετία 1890 - 1900. Το 1913 ήταν 140% υψηλότερες από ότι το 1887. Η Γερμανία, στα μέσα της δεκαετίας του 1890, δαπανούσε 90 περίπου εκατομμύρια μάρκα κάθε χρόνο για το πολεμικό της ναυτικό. Το 1913 είχε ξεπεράσει τα 400 εκατομμύρια μάρκα. Και οι άλλες Μεγάλες Δυνάμεις δεν πήγαιναν πίσω.
Πίσω από τις καθησυχαστικές θεωρίες για τις ''Μεγάλες Χίμαιρες'', οι άρχουσες τάξεις προετοιμάζονταν πυρετωδώς για τον Μεγάλο Πόλεμο. Οι προετοιμασίες δεν ήταν μόνο στρατιωτικές. Από τα τέλη του 19ου αιώνα κιόλας οι Μεγάλες Δυνάμεις ξεχύθηκαν σε έναν διπλωματικό αγώνα δρόμου για να εξασφαλίσουν φίλους και συμμάχους, δημιουργώντας έτσι δύο μεγάλους συνασπισμούς. Το 1882 η Αυστρία, η Γερμανία και η Ιταλία υπέγραψαν ένα σύμφωνο «αμοιβαίας συνεργασίας» τη λεγόμενη «Τριπλή Συμμαχία». Το 1907 η Γαλλία, η Ρωσία και η Μεγάλη Βρετανία συνέστησαν την «Τριπλή Συνεννόηση» την λεγόμενη Αντάντ».
Οι συμμαχίες και τα στρατόπεδα που αιματοκύλησαν την Ευρώπη το 1914 - 1918 είχαν διαμορφωθεί χρόνια πριν. Στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Μόσχα και το Βερολίνο οι άρχουσες τάξεις προσπάθησαν να ρίξουν το φταίξιμο απλά στην άλλη πλευρά. Και οι ηγέτες της αριστεράς, που όλα τα προηγούμενα χρόνια αναμασούσαν τις αναλύσεις των φιλελεύθερων αστών για την «παγκοσμιοποίηση» και τις «μεγάλες χίμαιρες», (μελλοντικοί πόλεμοι), έτρεξαν, για μια ακόμα φορά, να συμφωνήσουν μαζί τους. Στη Γερμανία οι βουλευτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος -με μοναδική εξαίρεση τον Καρλ Λίμπκνεχτ- υπερψήφισαν τον προϋπολογισμό για τον πόλεμο.
Στη Ρωσία ο «μαρξιστής» Πλεχάνοφ και ο «αναρχικός» Κροπότκιν τάχθηκαν ανεπιφύλακτα στην πλευρά του Τσάρου. Στη Βρετανία το Εργατικό Κόμμα στήριξε ανεπιφύλακτα την «εθνική υπόθεση». Μόνο μια μειοψηφία επαναστατών τάχθηκε ανοιχτά και δυναμικά ενάντια στον πόλεμο, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, ο Τρότσκι, ο Λένιν και οι σύντροφοί τους. Παρά τις μικρές διαφορές στις απόψεις τους όλοι τους συμφωνούσαν ότι ο πόλεμος δεν οφειλόταν σε κάποια «εξωτερικά» ή «τυχαία» γεγονότα, ο πόλεμος ήταν παιδί του καπιταλισμού. Το σύστημα δεν πήγαινε συνεχώς «μπροστά», όπως έλεγαν οι ηγέτες της επίσημης αριστεράς: αντίθετα πήγαινε ολοταχώς προς τα πίσω.
Ο Μεγάλος Πόλεμος ήταν μόνο η αρχή. Όσο περισσότερο σάπιζε το σύστημα τόσο μεγαλύτερες θα ήταν οι καταστροφές που θα επιφύλασσε για την ανθρωπότητα. Οι άρχουσες τάξεις προσπαθούσαν να ρίξουν τις ευθύνες στους «εχθρούς». Οι δικές τους ευθύνες, όμως, δεν ήταν ούτε ένα χιλιοστό μικρότερες. Στις 22 Απριλίου του 1915, στο Λάνγκεμαρκ, οι στρατηγοί του Κάιζερ, Γουλιέλμου Β' χρησιμοποίησαν δοκιμαστικά ασφυξιογόνα αέρια - προκαλώντας σάλο από σχόλια για την «καταπάτηση των νόμων του πολέμου» από τους Βρετανούς και τους Γάλλους αξιωματούχους.
Αυτό δεν τους εμπόδισε να χρησιμοποιήσουν και αυτοί δηλητηριώδη αέρια στο Λόος τον Σεπτέμβρη του 1915 και να συνεχίσουν να τα χρησιμοποιούν σε όλη τη διάρκεια του πολέμου. Τις προηγούμενες δεκαετίες η Βρετανία, η Γαλλία, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία, η Γερμανία είχαν χωρίσει τον πλανήτη σε αποικίες και σφαίρες επιρροής. Αλλά η προσπάθειά τους να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους όλο και πιο μακριά, τις έφερνε, αργά ή γρήγορα, αναπόφευκτα σε σύγκρουση μεταξύ τους.
Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ
Σ’ αυτήν την τόσο τεταμένη διεθνή κατάσταση αρκούσε μια αφορμή για να προκαλέσει τον πόλεμο. Στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφονήθηκε στο Σαράγεβο της Βοσνίας (επαρχία της Αυστροουγγαρίας) ο αρχιδούκας διάδοχος της Αυστρίας Φερδινάνδος και η σύζυγός του, Σοφία φον Τσότεκ, από το νεαρό σπουδαστή Γαβριήλ Πρίντσιπ, φανατικό οπαδό της πανσλαβικής εθνικιστικής κίνησης, η οποία διευθυνόταν από υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της Σερβίας.
Το γεγονός αυτό έδωσε την αφορμή στην Αυστροουγγαρία να ταπεινώσει τη Σερβία και να αυξήσει τη δική της επιρροή στα Βαλκάνια. Έστειλε λοιπόν στη Σερβία τελεσίγραφο, με το οποίο την καθιστούσε υπεύθυνη για τη δολοφονία και της έθετε όρους απαράδεκτους. Στις 25 Ιουλίου η Σερβία απάντησε ότι αποδεχόταν όλους σχεδόν τους όρους, αλλά η απάντησή της αγνοήθηκε.
ΝΤΟΜΙΝΟ ΚΗΡΥΞΕΩΝ ΠΟΛΕΜΩΝ
Έχοντας η Αυστροουγγαρία την υποστήριξη της Γερμανίας διέταξε γενική επιστράτευση, κήρυξε τον πόλεμο (28 Ιουλίου) κατά της Σερβίας και βομβάρδισε το Βελιγράδι. Σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, ο πόλεμος γενικεύτηκε. Στην επιστράτευση της Ρωσίας (30 Ιουλίου) απάντησε η Γερμανία με κήρυξη πολέμου εναντίον της (1 Αυγούστου) καθώς και εναντίον της Γαλλίας (3 Αυγούστου). Θέλοντας να εισβάλει στη Γαλλία, παραβίασε την ουδετερότητα του Βελγίου. Το γεγονός αυτό ενέπλεξε στον πόλεμο την Αγγλία, σύμμαχο του Βελγίου, που κήρυξε τον πόλεμο κατά της Γερμανίας (4 Αυγούστου).
Στη συνέχεια, η Αυστροουγγαρία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Ρωσίας (5 Αυγούστου), η Σερβία κατά της Γερμανίας (6 Αυγούστου), το Μαυροβούνιο κατά της Αυστροουγγαρίας (7 Αυγούστου) και κατά της Γερμανίας (12 Αυγούστου), η Γαλλία και η Αγγλία κατά της Αυστροουγγαρίας (10 Αυγούστου), η Ιαπωνία κατά της Γερμανίας (28 Αυγούστου), η Αυστροουγγαρία κατά της Ιαπωνίας (25 Αυγούστου) και κατά του Βελγίου (28 Αυγούστου). Η σύγκρουση ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου 1914 με την κήρυξη πολέμου από την Αυστροουγγαρία στη Σερβία. Στις 30 Ιουλίου κάλεσε η Ρωσία τις δυνάμεις της σε γενική επιστράτευση για να υποστηρίξει τη Σερβία.
Σε απάντηση η Γερμανία, που ήταν σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας και είχε ανανεώσει την υποστήριξή της ακόμα και σε περίπτωση πολέμου, κάλεσε με τελεσίγραφό της τη Ρωσία να σταματήσει την επιστράτευση εντός 12 ωρών και της κήρυξε τον πόλεμο την 1 Αυγούστου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας τμήματα του ρωσικού ιππικού παραβίασαν τα σύνορα της ανατολικής Πρωσίας.
ΤΑ ΜΕΤΩΠΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Δυτικό Μέτωπο
Το Δυτικό Μέτωπο αποτέλεσε το κύριο και αποφασιστικότερο μέτωπο του πολέμου. Εδώ τέθηκαν αντιμέτωπες οι δυνάμεις της Γερμανίας με αυτές της Γαλλίας, της Βρετανίας, του Βελγίου, και αργότερα των ΗΠΑ. Ενώ και οι δυο πλευρές ήλπιζαν αρχικά σε μια ταχεία αποφασιστική προέλαση, τελικά το Δυτικό Μέτωπο χαρακτηρίστηκε από τις μακρές γραμμές χαρακωμάτων και τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών, στον μεγαλύτερο πόλεμο φθοράς στην Ιστορία.
Με την κήρυξη του πολέμου, το Γερμανικό επιτελείο έθεσε σε εφαρμογή το Σχέδιο Σλίφφεν, που προέβλεπε την ραγδαία προέλαση, παραβιάζοντας την ουδετερότητα του Βελγίου, παρακάμπτοντας τις γαλλικές οχυρώσεις, προς την Βόρεια Γαλλία, με απώτερο σκοπό την περικύκλωση του Παρισιού από την δεξιά πτέρυγα του γερμανικού στρατού. Το Γαλλικό σχέδιο («Plan XVII») προέβλεπε προώθηση στην Αλσατία - Λωρραίνη, αλλά λόγω της ταχείας Γερμανικής προέλασης, δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί πλήρως. Ως αποτέλεσμα της επίθεσης στο Βέλγιο, και της πιθανότητας της Γερμανικής εγκατάστασης στις ακτές της Μάγχης, η Μεγάλη Βρετανία βρήκε αφορμή να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία στις 4 Αυγούστου.
Και έστειλε το μικρό αλλά καλοεκπαιδευμένο Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (British Expeditionary Force, BEF) στην Γαλλία. Παρά τις αρχικές επιτυχίες και την ραγδαία προέλαση διαμέσου του Βελγίου, το Γερμανικό επιτελείο αναγκάστηκε να αποσύρει αρκετές μεραρχίες και να τις στείλει στο Ανατολικό Μέτωπο, όπου οι Ρώσοι προήλαυναν. Σε συνδυασμό με προβλήματα ανεφοδιασμού, αλλά και την εντεινόμενη Γαλλική αντίσταση υπό τον Στρατηγό Ζοζέφ Ζoφφρ, η γερμανική επίθεση ανακόπηκε τον Σεπτέμβριο στα πρόθυρα του Παρισιού, στην Πρώτη Μάχη του Μάρνη.
Ως αποτέλεσμα αυτής της ήττας, η Γερμανία έχασε την ευκαιρία να βγάλει γρήγορα εκτός μάχης την Γαλλία και υποχρεώθηκε να αποδεχτεί τον διμέτωπο αγώνα, που αποτελούσε ανάθεμα για την Γερμανική ηγεσία. Καθώς το κύριο μέτωπο είχε περιπέσει σε αδιέξοδο, οι αντίπαλες ηγεσίες προσπάθησαν να υπερφαλαγγίσουν η μία την άλλη, προωθώντας διαδοχικά τις δυνάμεις τους βορειοδυτικά, σε έναν αγώνα δρόμου προς την θάλασσα, και εγκαθιστώντας ένα συνεχές αμυντικό μέτωπο, από την ουδέτερη Ελβετία μέχρι τη Μάγχη, με τους Γερμανούς να κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του Βελγίου, και ένα μεγάλο κομμάτι της βορειοδυτικής Γαλλίας.
Και οι δύο αντίπαλοι άρχισαν να οχυρώνουν τις γραμμές τους με συνεχείς σειρές χαρακωμάτων, προστατευόμενα από συρματόπλεγμα και ναρκοπέδια και υποστηριζόμενα από πολυβόλα και πυροβολικό. Παρά την σφοδρή επίθεση που εξαπέλυσε ο νέος Γερμανός αρχιστράτηγος, Έριχ φον Φάλκενχαϋν, τον Οκτώβριο, αυτή αποκρούστηκε, με μεγάλες απώλειες εκατέρωθεν, από το ΒΕΣ στην Πρώτη Μάχη του Υπρ. Την ίδια τύχη είχαν και οι τοπικές Γαλλικές αντεπιθέσεις στα Βόσγια και την Καμπανία, αποδεικνύοντας την υπεροχή της άμυνας έναντι της επίθεσης. Ο πόλεμος κινήσεων, που είχαν σχεδιάσει οι στρατηγοί, είχε αρχίσει να μετατρέπεται στον στατικό πόλεμο των χαρακωμάτων.
Κατά το 1915, οι Γερμανοί τήρησαν κυρίως αμυντική στάση, επικεντρώνοντας τις δυνάμεις τους ενάντια στη Ρωσία. Η κύρια εξαίρεση ήταν η Δεύτερη Μάχη του Υπρ, η οποία χαρακτηρίστηκε από την πρώτη χρήση δηλητηριωδών αερίων (χλώριο) από τους Γερμανούς. Η δράση των αερίων προκάλεσε πανικό στις Γαλλικές γραμμές, αλλά η Γερμανική ηγεσία δεν ήταν προετοιμασμένη να το εκμεταλλευτεί, και οι Καναδικές δυνάμεις γρήγορα έκλεισαν το κενό. Οι Σύμμαχοι επίσης περιορίστηκαν σε τοπική δράση, ως την μεγάλη επίθεση στην Καμπανία τον Σεπτέμβριο, όπου ο Γάλλος αρχιστράτηγος Ζόφφρ, ήλπιζε ότι με την χρήση ισοπεδωτικών βομβαρδισμών (μπαράζ) θα μπορούσε να ανοίξει ένα ρήγμα στις Γερμανικές γραμμές.
Η επίθεση όμως γρήγορα αποτελματώθηκε όταν συνάντησε την δεύτερη και τρίτη Γερμανική γραμμή άμυνας, και τερματίστηκε τον Νοέμβριο μετά από βαριές Αγγλογαλλικές απώλειες. Το 1916, η ολική κινητοποίηση της βιομηχανίας και του πληθυσμού στις εμπόλεμες χώρες είχε ως αποτέλεσμα την συγκέντρωση αρκετών ανδρών και υλικού για τη διεξαγωγή μιας, όπως ήλπιζαν τα επιτελεία των αντιπάλων, αποφασιστικής επίθεσης.
Ο φον Φάλκενχαϋν, υπολογίζοντας στην υπεροχή της Γερμανίας σε άνδρες και όπλα έναντι της Γαλλίας και επιθυμώντας να προλάβει την εμφάνιση του νέου Βρετανικού στρατού, που είχε προκύψει από την γενική επιστράτευση, αποφάσισε να επιτεθεί στον οχυρωμένο τομέα - κλειδί του Βερντέν, με σκοπό να συντρίψει τον γαλλικό στρατό σε έναν πόλεμο φθοράς, που, όπως πίστευε, η Γερμανία θα κέρδιζε. Η κολοσσιαία Μάχη του Βερντέν ξεκίνησε στις 21 Φεβρουαρίου και συνεχίστηκε μέχρι τον Ιούνιο, αλλά καμία από τις δύο πλευρές, παρά τις τρομερές τους απώλειες, δεν κατόρθωσε να επιτύχει τους σκοπούς της.
Έφερε όμως τον Γαλλικό στρατό στα πρόθυρα της κατάρρευσης και της ανταρσίας, με αποτέλεσμα η κύρια συμμαχική προσπάθεια να αναληφθεί από τον νέο Βρετανικό «Στρατό του Κίτσενερ» στην Μάχη του Σομμ. Η επίθεση, που ξεκίνησε στις 1 Ιουλίου, υπό τις διαταγές του Στρατηγού Σερ Ντάγκλας Χαίηγκ, στοίχισε στους Βρετανούς απώλειες 60.000 ανδρών την πρώτη ημέρα. Παρά την αυτοθυσία των Βρετανών κληρωτών, την πρωτοφανή συγκέντρωση πυροβολικού, την καινοτόμο χρήση των τανκς, και την σχετική γερμανική αδυναμία, η επίθεση, που συνεχίστηκε μέχρι τον Νοέμβριο, απέφερε μόνο μια στενή λωρίδα εδάφους, με αντίτιμο συνολικές απώλειες πάνω από ένα εκατομμύριο.
Από Γερμανικής πλευράς, οι εκατόμβες του Βερντέν και του Σομμ οδήγησαν στην παραίτηση του Φάλκενχαϋν και την ανάληψη της συνολικής διεύθυνσης του πολέμου από το περίφημο δίδυμο Χίντενμπουργκ - Λούντεντορφ. Το Γερμανικό επιτελείο, μετά τις απώλειες του 1916, προσανατολίστηκε σε μια αμυντική τακτική για το νέο έτος, και άρχισε την κατασκευή μιας ισχυρής οχυρωματικής γραμμής, της «Γραμμής Χίντενμπουργκ». Από τη Γαλλική πλευρά, ο Ζοφφρ αντικαταστάθηκε τον Δεκέμβριο του 1916 από τον Στρατηγό Ρομπέρ Νιβέλ, ο οποίος επέμεινε και επέβαλε την διεξαγωγή μιας ακόμα μεγάλης επίθεσης, στην περιοχή Chemin-des-Dames, τον Απρίλιο του 1917.
Η επίθεση, που έμεινε στην Ιστορία ως η «Επίθεση του Νιβέλ», αποδείχθηκε καταστροφική. Οι Γερμανοί είχαν πληροφορηθεί τα Γαλλικά σχέδια, και οι οχυρώσεις τους αποδείχθηκαν πολύ ισχυρές. Οι απώλειες έφτασαν τους 187.000 άνδρες και στάσεις σημειώθηκαν σε πολλές Γαλλικές μονάδες. Ο Νιβέλ απολύθηκε εσπευσμένα και αντικαταστάθηκε από τον ήρωα του Βερντέν, Στρατηγό Φιλίπ Πεταίν, ο οποίος κατάφερε να επαναφέρει τάξη στο στράτευμα με την υπόσχεση ότι θα περιοριζόταν στην άμυνα «Θα περιμένουμε τα τανκς και τους Αμερικανούς». Έτσι, η πρωτοβουλία αφέθηκε στις δυνάμεις της Βρετανίας και των αποικιών της.
Οι Βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν μια ακόμα κολοσσιαία επίθεση κατά την Τρίτη Μάχη του Υπρ από τον Ιούλιο ως τον Νοέμβριο, όπου κατάφεραν να κατακτήσουν μερικά τετραγωνικά χιλιόμετρα εδάφους, αλλά απέτυχαν να διασπάσουν το Γερμανικό μέτωπο. Περισσότερη επιτυχία σημείωσε η επίθεση στο Καμπραί, όπου η πρωτοφανής μαζική χρήση 400 τανκς επέτρεψε στους Βρετανούς να σημειώσουν γρήγορη πρόοδο. Λόγω, όμως, των απωλειών από τις τετράμηνες μάχες στο Υπρ, δεν διέθεταν εφεδρείες για να εκμεταλλευτούν την αρχική τους επιτυχία, με αποτέλεσμα οι Γερμανικές δυνάμεις, ενισχυμένες με εφεδρείες, να αντεπιτεθούν και να ανακαταλάβουν το απωλεσθέν έδαφος.
Ανατολικό Μέτωπο
Η Ρωσία έστειλε στην Ανατολική Πρωσία δύο στρατιές υπό την αρχηγία των Ρένενκαμφ και Σαμσόνοφ, οι οποίες κατέλαβαν σημαντικά εδάφη και ανάγκασαν τις Γερμανικές δυνάμεις του Πρίτβιτς να υποχωρήσουν. Ο Χίντεμπουργκ, όμως, (που διαδέχτηκε τον Πρίτβιτς) νίκησε τον Σαμσόνοφ στο Τάννεμπεργκ (26 Αυγούστου) και στα μέσα Σεπτεμβρίου ο Ρώσος στρατηγός Ρένενκαμφ νικήθηκε στη μάχη των Μαζουριανών λιμνών και εκδιώχθηκε από την ανατολική Πρωσία. Η Ρωσική επίθεση, αντίθετα, πέτυχε στη Γαλικία (Αύγουστος - Σεπτέμβριος) και οι Αυστριακοί αναγκάστηκαν να συμπτυχθούν στα Καρπάθια.
Και στο ανατολικό μέτωπο ο πόλεμος πήρε μορφή χαρακωμάτων μήκους 900 χλμ., που εκτείνονταν από τον ποταμό Νιέμεν ως τα Ρουμανικά σύνορα. Το 1915, τα Γερμανικά στρατεύματα του Λούντεντορφ νίκησαν τους Ρώσους στις Μαζουριανές λίμνες (Φεβρουάριος). Οι Ρώσοι κατέλαβαν το Πρεμίσλ της Γαλικίας (22 Μαρτίου). Οι Γερμανοί, όμως, με τη βοήθεια των Αυστροούγγρων στον νότο, νίκησαν τους Ρώσους στο Γκορλίτσε, τους υποχρέωσαν να εκκενώσουν την ανατολική Πρωσία και την Πολωνία και να εγκαταστήσουν νέα αμυντική γραμμή από την Ρίγα μέχρι το Τσέρνοβιτς στα Ρουμανικά σύνορα.
Στον τρίτο χρόνο του πολέμου οι Ρώσοι, αφού ανασυγκρότησαν τις δυνάμεις τους, εξαπέλυσαν επίθεση στην Γαλικία (Ιούνιος - Σεπτέμβριος) σε συνδυασμό με την επίθεση στο Σομμ. Η μάχη αυτή της Γαλικίας είχε ως αποτέλεσμα την καθήλωση των Γερμανικών δυνάμεων, την διάσπαση των Αυστριακών γραμμών και την κατάληψη της Βουκοβίνας. Το 1917 η πλάστιγγα έγειρε κατά των Ρώσων. Η άσχημη για το Ρωσικό στρατό τροπή του πολέμου και η εξαθλίωση του λαού στάθηκαν αφορμές για την έκρηξη της Ρωσικής επανάστασης. Ο Τσάρος Νικόλαος Β' παραιτήθηκε (16 Μαρτίου) και ανέβηκε η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Κερένσκι, η οποία και ήθελε συνέχιση του πολέμου.
Η ρωσική επίθεση στη Γαλικία κατέληξε σε πανωλεθρία. Οι Γερμανοί έκαναν αντεπίθεση, κατέλαβαν τη Ρίγα (Σεπτέμβριος) και απώθησαν στη συνέχεια τους Ρώσους σε όλο το μήκος του μετώπου. Στη Ρωσία ακολούθησε πλήρης αναρχία μέχρι την επανάσταση του Οκτώβρη και την επικράτηση των μπολσεβίκων. Η κυβέρνηση του Λένιν, με υπουργό Εξωτερικών τον Τρότσκι, άρχισε να διερευνά τις δυνατότητες υπογραφής ειρήνης με τη Γερμανία. Στις 15 Δεκεμβρίου υπογράφηκε ανακωχή με τη Γερμανία στο Μπρεστ - Λιτόφσκ και, μετά από λίγους μήνες, ειρήνη (3 Μαρτίου 1918).
Με τη συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ η Σοβιετική Ένωση παραιτούνταν από τον έλεγχο της Εσθονίας, της Λιθουανίας, της Πολωνίας και τμήματος της Λευκορωσίας, αναγνώριζε την ανεξαρτησία της Φινλανδίας και παραχωρούσε το Καρς, το Βατούμ και το Αρνταχάν στην Τουρκία. Εξάλλου, η Ρουμανία, από τον φόβο της απομόνωσης, αναγκάστηκε να προσχωρήσει και αυτή στη συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ. Έτσι, στο τέλος του 1917 έπαψε πλέον να υπάρχει ανατολικό μέτωπο και όλα τα Γερμανικά στρατεύματα μεταφέρθηκαν στο δυτικό, ανακουφίζοντας έτσι το έμψυχο υλικό του δυτικού μετώπου.
Βαλκανικό Μέτωπο
Το 1914 οι Αυστριακοί επιτέθηκαν εναντίον της Σερβίας και σημείωσαν αρχικά επιτυχίες, νικώντας στους ποταμούς Σάβο και Δρίνο και στην Κολουμπάρα (Νοέμβριος) και αναγκάζοντας τους Σέρβους να εκκενώσουν το Βελιγράδι (30 Νοεμβρίου). Οι Σέρβοι, όμως, υπό την αρχηγία του Πούτνικ, πέρασαν στην αντεπίθεση, νίκησαν τους Αυστριακούς στη μάχη του Ρούδνικ και ανακατέλαβαν την πρωτεύουσά τους (15 Δεκεμβρίου). Ο Τούρκος στρατηγός Εμβέρ Πασάς, θεωρώντας πως το συμφέρον της Τουρκίας βρισκόταν με το μέρος της Γερμανίας, υπέγραψε μυστική συνθήκη με αυτήν στις 2 Αυγούστου.
Στις 10 Αυγούστου, δύο γερμανικά καταδρομικά, το «Γκέμπεν» και το «Μπρεσλάου», μπήκαν στη Μεσόγειο και έγιναν δεκτά στα Τουρκικά χωρικά ύδατα. Ακολούθησε, κατόπιν, εικονική πώλησή τους στην Τουρκία, η οποία στη συνέχεια βομβάρδισε την Οδησσό κι άλλα Ρωσικά λιμάνια (30 Οκτωβρίου). Η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας (1 Νοεμβρίου) και ακολούθησαν οι σύμμαχοί της (5 Νοεμβρίου), ενώ Αγγλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στον Περσικό κόλπο. Η είσοδος της Τουρκίας στον πόλεμο είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία τριών νέων μετώπων (Καλλίπολης, Καυκάσου, Μεσοποταμίας).
Στις 26 Μαΐου 1916 καταλήφθηκε το οχυρό Ρούπελ, από τις Γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις, παρά την μη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο. Η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο στις 28 Ιουνίου 1917 και η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου συγκέντρωσε 300.000 στρατιώτες που εντάχθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο Αγγλογαλλικό στράτευμα που πολεμούσε στην Μακεδονία. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Σκρα στις 30 Μαΐου 1918, γνωστή και ως «μάχη του Σκρα», με ολοκληρωτική νίκη των Ελληνικών δυνάμεων.
Η Βουλγαρία συνθηκολογεί τον Σεπτέμβριο του 1918 ενώ η Τουρκία τον Οκτώβριο του 1918. Ο Αγγλογαλλικός στρατός καταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη και μαζί του εγκαθίσταται σ' αυτήν ένα άγημα Ελληνικού στρατού με αρχηγό τον Λεωνίδα Παρασκευόπουλο. Συγχρόνως, ο Ελληνικός στόλος, με ναυαρχίδα το θωρηκτό Αβέρωφ, αγκυροβολούσε στον Βόσπορο.
Ιταλικό Μέτωπο
Στις 26 Απριλίου 1915 η Ιταλία υπέγραψε συμφωνία με την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία και μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Στις 23 Μαΐου κήρυξε τον πόλεμο κατά της Αυστροουγγαρίας. Οι Ιταλοί, με την καθοδήγηση του στρατηγού Καντόρνα, πραγματοποίησαν τέσσερις επιθέσεις κατά μήκος της πεδιάδας του Ιζόντσο και καθήλωσαν εκεί μεγάλες δυνάμεις Αυστριακών, χωρίς να έχουν ιδιαίτερες επιτυχίες. Το 1916, η Ιταλία επιχείρησε την πέμπτη επίθεση στο Ιζόντσο (Μάρτιος) με απαίτηση της Γαλλίας, που αποσκοπούσε στην παρεμπόδιση της μεταφοράς αυστριακού στρατού στο Βερντέν. Στα μέσα Μαΐου οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν αντεπίθεση στο Τρεντίνο.
Οι Ιταλοί, όμως, με την έκτη επίθεση στο Ιζόντσο (Αύγουστος) συνέτριψαν τους Αυστριακούς και κατέλαβαν την Γκόρτζια. Ενθαρρυμένη η Ιταλία κήρυξε στις 28 Αυγούστου τον πόλεμο κατά της Γερμανίας. Το 1917, ο Ιταλός στρατηγός Καντόρνα εξαπέλυσε στο Ιζόντσο άλλες δυο επιθέσεις (Μάιος - Αύγουστος) χωρίς ιδιαίτερα εδαφικά κέρδη. Με τη βοήθεια των Γερμανών οι Αυστριακοί εξαπέλυσαν αντεπίθεση στην πεδιάδα της Βενετίας (Οκτώβριος - Νοέμβριος), νίκησαν τους Ιταλούς στο Καπορέτο (24 Οκτωβρίου) και τους υποχρέωσαν να συμπτυχτούν στο Πιάβε. Μετά την πανωλεθρία του Καπορέτο, ο Καντόρνα αντικαταστάθηκε από το στρατηγό Ντιάζ και αποφασίστηκε από τους Συμμάχους η αποστολή ενισχύσεων στην Ιταλία.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις, έγινε πια επιτακτική η ανάγκη να συντονιστούν οι συμμαχικές προσπάθειες και στη σύσκεψη του Ραπάλο (6 Νοεμβρίου) αποφασίστηκε η συγκρότηση διασυμμαχικού πολεμικού συμβουλίου στις Βερσαλίες, που αποτελούνταν από μόνιμους στρατιωτικούς αντιπροσώπους των συμμαχικών δυνάμεων. Το 1918, τα Ιταλικά στρατεύματα απέκρουσαν τον Ιούνιο τις επιθέσεις των Αυστριακών στο Τρεντίνο και στο Πιάβε. Στις 24 Οκτωβρίου οι Ιταλοί εξαπέλυσαν επίθεση νίκησαν τους Αυστριακούς στο Βιτόριο Βένετο (29 Οκτωβρίου) και τους καταδίωξαν. Στις 3 Νοεμβρίου η Αυστρία αναγκάστηκε να υπογράψει την ανακωχή της Πάντοβα, αποδεχόμενη όλους τους όρους της Ιταλίας.
Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο, ξέσπασε επανάσταση στην Αυστροουγγαρία και στις 13 Νοεμβρίου ο Αυτοκράτορας Κάρολος Α' παραιτήθηκε. Η Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία διαλύθηκε και δημιουργήθηκαν δύο χωριστά κράτη, η Αυστρία και η Ουγγαρία. Οι διάφορες εθνικές μειονότητες διακήρυξαν την ανεξαρτησία τους. Οι Τσέχοι ενώθηκαν με τους Σλοβάκους και ανακήρυξαν την Τσεχοσλοβακική Δημοκρατία (15 Νοεμβρίου), ενώ οι Κροάτες κι οι Σλοβένοι ενώθηκαν με τη Σερβία (που θα ονομαστεί Γιουγκοσλαβία).
Μεσανατολικό Μέτωπο
Στις αρχές Νοεμβρίου 1914 η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον πόλεμο, στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ιδιαίτερα την θέση τους, λόγω των στρατηγικών περιοχών που κατείχε και ιδιαίτερα των Στενών. Αφαιρούσε και την δυνατότητα για εφοδιασμό της Ρωσίας σε πολεμικό υλικό από τους Άγγλους και Γάλλους. Τον Νοέμβριο του 1914 καταλήφθηκε η νότια περιοχή του Ιράκ (Βασόρα) που ανήκε μέχρι τότε στους Οθωμανούς. Για την εξασφάλιση θαλάσσιου δρόμου επικοινωνίας η Γαλλία και η Αγγλία αποφάσισαν να καταλάβουν τα Στενά με αποβατική ενέργεια, αρχικά στα Δαρδανέλια.
Η επιχείρηση αυτή διήρκεσε δέκα μήνες, όμως οι Τούρκοι οργανωμένοι από Γερμανούς αξιωματικούς κατάφεραν να κάμψουν τις αλλεπάλληλες συμμαχικές επιθέσεις. Οι Αγλλογαλλικές δυνάμεις υπέστησαν τρομακτικές απώλειες και, στο τέλος του 1915, σταμάτησε η επιχείρηση αυτή. Το 1916 οι Ρώσοι κατέλαβαν την περιοχή της Αρμενίας και την Τραπεζούντα (18 Απριλίου). Στο μέτωπο της Μεσοποταμίας οι Τούρκοι αρχικά κύκλωσαν Βρετανικά στρατεύματα στην θέση Κουτ-ελ-Αμάρα και τα ανάγκασαν να παραδοθούν.
Από τον Ιούνιο, όμως, οι Άγγλοι, επικεφαλής των οποίων τέθηκε ο Συνταγματάρχης Λώρενς, κατόρθωσαν να εξεγείρουν τους Άραβες της περιοχής. και σταδιακά να θέσουν όλη την περιοχή μέχρι και βόρεια της Δαμασκού υπό συμμαχικό έλεγχο, η Βαγδάτη καταλήφθηκε στις 11 Μαρτίου 1917 και τα Ιεροσόλυμα στις 17 Νοεμβρίου 1917.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΙΣ ΑΠΟΙΚΙΕΣ
Στα 1914, Αγγλικές και Γαλλικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στο Γερμανικό Καμερούν (Αύγουστος) και μέχρι το τέλος του χρόνου κατέλαβαν όλη την παράκτια περιοχή. Η Ιαπωνία επιτέθηκε κατά της Γερμανικής αποικίας Τσιγκ - Τάο στις Κινέζικες ακτές και την κατέλαβε (Νοέμβριος). Οι σύμμαχοι της Αντάντ κατέλαβαν τη Νέα Γουινέα και τη Σαμόα. Ο στρατηγός φον Λέτοβ Βόρμπεκ απέκρουσε, τέλος, τον Αγγλικό στρατό στη Γερμανική Ανατολική Αφρική.
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η πρώτη ναυμαχία δόθηκε στην Ελιγολάνδη (28 Αυγούστου), όπου ο Αγγλικός στόλος μπήκε στα Γερμανικά χωρικά ύδατα και βύθισε πολλά Γερμανικά καταδρομικά. Τους επόμενους μήνες τα Γερμανικά υποβρύχια είχαν αρκετές επιτυχίες στα Βρετανικά ύδατα. Ο Γερμανικός στόλος, εξάλλου, σημείωσε αξιόλογη δράση στον Ινδικό και στον Ειρηνικό ωκεανό βυθίζοντας εμπορικά και πολεμικά πλοία των συμμάχων της Αντάντ. Οι Βρετανοί, όμως, μετά την ήττα τους στο Κορονέλ (1 Νοεμβρίου), συνέτριψαν τις δυνάμεις επιφανείας των Γερμανών, οι οποίοι στο εξής αναγκάστηκαν να δρουν μόνο με υποβρύχια. Ο ναυτικός αποκλεισμός ανάγκασε τους Γερμανούς σε αυστηρούς περιορισμούς στη διανομή τροφίμων.
Κατά το 1915, ο Γερμανικός στόλος, που είχε αποκλειστεί στο λιμάνι του Κιέλου, επιχείρησε να βγει και συγκρούστηκε με τον Αγγλικό στο Ντόγκερμπανκ (24 Ιανουαρίου). Η ναυμαχία έληξε με φανερή υπεροχή των Άγγλων. Στις 6 Μαρτίου, Γερμανικά υποβρύχια βύθισαν το Αγγλικό υπερωκεάνιο «Λουζιτάνια», που μετέφερε Αμερικανούς επιβάτες. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αγανάκτηση στην κοινή γνώμη των ΗΠΑ, αλλά ο πρόεδρος Ουίλσον περιορίστηκε σε μιαν αυστηρή ανακοίνωση, χωρίς να μετακινηθεί από την ουδετερότητα. Στα 1916, στις 31 Μαΐου ο γερμανικός στόλος, κάτω από την αρχηγία του ναυάρχου Σερ, βγήκε από τις βάσεις του και έδωσε τη ναυμαχία της Γιουτλάνδης.
Η ναυμαχία αυτή αποτέλεσε τη μεγαλύτερη ναυτική σύγκρουση του Α' Παγκόσμιου πολέμου μεταξύ Γερμανικού και Αγγλικού στόλου. Οι Γερμανοί νικήθηκαν και αναγκάστηκαν να εντείνουν τον υποβρύχιο πόλεμο. Το 1918, η Γερμανία ενέτεινε τον υποβρύχιο πόλεμο, ενώ η Αντάντ, με την ενίσχυση πλέον και των ΗΠΑ, επιδόθηκε στην οργάνωση όλων των ανθυποβρυχιακών μέσων. Ο στόλος της άρχισε να υπερέχει. Οι Άγγλοι βύθισαν τρία καταδρομικά και απέκλεισαν το Ζεεμπρύγκε (22 Απριλίου), ενώ στις 9 Μαΐου απέκλεισαν την Οστάνδη, αποκόπτοντας, έτσι, τα Γερμανικά υποβρύχια από τις βάσεις τους.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ
Στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπογράφεται η πρώτη ανακωχή του πολέμου, η Συνθήκη ανακωχής του Μούδρου, μεταξύ του Άγγλου ναυάρχου Κάλθορπ, πληρεξούσιου των Συμμάχων της Αντάντ αφενός και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφετέρου. Αυτή η συνθήκη απετέλεσε και την απαρχή της λήξης του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Την 11η Νοεμβρίου 1918 υπογράφηκε και η δεύτερη και ουσιαστικότερη επί της κεντρικής Ευρώπης ανακωχή, η ανακωχή της Κομπιέν, σε σιδηροδρομικό βαγόνι, που είχε εγκαταστήσει ο Γάλλος Στρατάρχης Φερντινάν Φος (Ferdinand Foch) το στρατηγείο του, κοντά στην Κομπιέν.
Η «άνευ όρων» συνθηκολόγηση της Γερμανίας, που ήταν αποτέλεσμα αυτής της ανακωχής, αποτέλεσε τη βάση των συνθηκών ειρήνης, που συντάχθηκαν από την Διεθνή Διάσκεψη Ειρήνης, η οποία συνήλθε στο Παρίσι τον Ιανουάριο του 1919 και στην οποία συμμετείχαν ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον (Woodrow Wilson), ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Ζωρζ Κλεμανσώ, ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Λόιντ Τζωρτζ, ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Ορλάντο και αντιπροσωπείες 32 συνολικά κρατών. Οι συνθήκες ειρήνης που υπογράφηκαν τότε κατά ημερολογιακή σειρά είναι οι παρακάτω:
1. Συνθήκη των Βερσαλλιών, την 28η Ιουνίου 1919
Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας. Σύμφωνα με αυτή, η Γερμανία υποχρεώθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις 226 δισεκατομ. χρυσών μάρκων για τις καταστροφές που προκάλεσε στη διάρκεια του πολέμου, να μειώσει το στρατό της σε 100.000 άνδρες και το στόλο της σε δυναμικό 108.000 τόνων. Υποχρεώθηκε επίσης σε μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις, έχασε περίπου 75.000 τ.χλμ. του εδάφους της με πληθυσμό 7.000.000 κατ. (το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στην Πολωνία και στη Γαλλία) και όλες τις αποικίες της, από τις οποίες τη μερίδα του λέοντος (73% του εδάφους και 47% του πληθυσμού) πήρε η Αγγλία.
Οι υπόλοιποι όροι της συνθήκης αφορούσαν τη διεθνοποίηση των ποταμών της Γερμανίας, την αποστρατικοποίηση της περιοχής της Ρηνανίας για 15 χρόνια, τη δήμευση των κάθε είδους γερμανικών αξιών στο εξωτερικό, την παράδοση του 90% του γερμανικού εμπορικού στόλου στους Συμμάχους σε αντάλλαγμα για τις ζημιές που προκλήθηκαν στα συμμαχικά εμπορικά πλοία στη διάρκεια του πολέμου, την ακύρωση της συμφωνίας του Μπρεστ - Λιτόφσκ (με την ΕΣΣΔ το 1918). Επιπλέον, η Γερμανία περιορίστηκε αυστηρά τόσο σε θέματα διεθνούς εμπορίου όσο και σε στρατιωτικές δυνάμεις και οργάνωση. Η Συνθήκη αυτή αποτέλεσε μια από τις αιτίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
2. Συνθήκη του Σεν Ζερμέν (ή Συνθήκη Αγίου Γερμανού) στις 10 Σεπτεμβρίου 1919
Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Αυστρίας. Η Αυστρία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει εδάφη με συνολική έκταση 220.000 τ.χλμ. και πληθυσμό 22.000.000 κατ., από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος στην Πολωνία, στην Τσεχοσλοβακία και στην Ιταλία.
3. Συνθήκη του Νεϊγύ την 27η Νοεμβρίου 1919
Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Βουλγαρίας. Μ' αυτήν αποσπάστηκαν από τη Βουλγαρία εδάφη συνολικής έκτασης 9.000 km2. με πληθυσμό 500.000 κατ., που παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα (Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη) και στη Γιουγκοσλαβία.
4. Συνθήκη του Τριανόν την 4η Ιουνίου 1920
Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Ουγγαρίας. Με αυτήν η Ουγγαρία έχασε τα 3/4 του εδάφους της και το 65% του πληθυσμού της. Το μεγαλύτερο μέρος παραχωρήθηκε στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και στην Τσεχοσλοβακία.
5. Συνθήκη των Σεβρών τη 10η Αυγούστου 1920
Υπογράφηκε μεταξύ των Συμμάχων και της Τουρκίας. Σύμφωνα μ' αυτήν, η Τουρκία περιορίστηκε στο Μικρασιατικό της τμήμα, η Συρία δινόταν στη Γαλλία, η Μεσοποταμία, η Αραβία, η Παλαιστίνη στην Αγγλία, τα Δωδεκάνησα και το Καστελόριζο στην Ιταλία, αναγνωρίστηκε η προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία και δόθηκαν στην Ελλάδα η Ανατολική Θράκη (μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης) και τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος, καθώς και η δυνατότητα εξάσκησης κυριαρχικών δικαιωμάτων στην περιοχή της Σμύρνης κ.λπ.
Δύο χρόνια αργότερα, και ενώ είχε μεσολαβήσει η Μικρασιατική καταστροφή, η συνθήκη της Λωζάνης (23 Ιουλίου 1923) επέβαλε τελείως διαφορετικό Ελληνοτουρκικό καθεστώς τόσο εδαφικά όσο και πληθυσμιακά.
H ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το Βερντέν, μια πόλη της Βορειοανατολικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Μόζα, βρισκόταν από μακρού χρόνου στο επίκεντρο της Γαλλογερμανικής διένεξης. Το 843 μ.Χ., στο πάλαι ποτέ Ρωμαϊκό οχυρό, υπεγράφη Συνθήκη βάσει της οποίας η Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου διαιρέθηκε σε τρία τμήματα. Ακολούθησαν περίοδοι άλλοτε Γαλλικής και άλλοτε Γερμανικής κατοχής, ωσότου ο Ερρίκος Β' της Γαλλίας κατέλαβε την πόλη, το 1552. Το Βερντέν πολιορκήθηκε και κατελήφθη από τον Πρωσικό στρατό το 1792, αλλά απελευθερώθηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά τη μάχη του Βαλμύ.
Η φρουρά της πόλης αντιστάθηκε περισσότερο το 1870, από τις 24 Αυγούστου ως τις 8 Νοεμβρίου, όταν παραδόθηκε με τις δέουσες στρατιωτικές τιμές. Το Βερντέν παρέμεινε υπό Γερμανική κατοχή ως το 1873. Με την αποχώρηση των Γερμανών οικοδομήθηκαν μια σειρά από σύγχρονα οχυρωματικά έργα προς υπεράσπιση των Γαλλικών συνόρων. Αργότερα κατασκευάστηκαν στα «κενά» μεταξύ των οχυρών επιπλέον οχυρωματικά έργα. Τον Ιούλιο του 1914 περίπου 65.000 άνδρες υπερασπίζονταν τις οχυρές θέσεις του Βερντέν. Παρά τις επιμελώς κατασκευασμένες αμυντικές του θέσεις, το Βερντέν σχεδόν περικυκλώθηκε και έπεσε στα χέρια των Γερμανών το 1914.
Η γραμμή του μετώπου στο Βερντέν παρέμεινε σταθερή κατά τη διάρκεια του 1915. Τη Γερμανική προέλαση του 1914 διαδέχθηκε ο πόλεμος των χαρακωμάτων. Ο αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου Έριχ φον Φαλκενχάιν πίστευε ότι μια μαζική επίθεση του στρατού του θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες στους Γάλλους και θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Διάλεξε το Βερντέν, που ήταν απομονωμένο από τα τρία σημεία του ορίζοντα, με μικρές δυνατότητες υποχώρησης και μόνο μία οδό ανεφοδιασμού για τους Γάλλους. Επιπλέον, σε μια ενδεχόμενη νίκη του, ο δρόμος για το Παρίσι θα ήταν ανοικτός.
Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με μεγάλη μυστικότητα, αλλά διέρρευσε στους Γάλλους λίγες ημέρες πριν από την έναρξή της, που καθυστέρησε εξαιτίας της κακοκαιρίας. Έτσι οι Γάλλοι πρόφθασαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στο Βερντέν με δύο μεραρχίες και ανέβασαν το έμψυχο δυναμικό τους στους 30.000 άνδρες. Η επίθεση των Γερμανών άρχισε στις 7 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1916 με σφοδρό κανονιοβολισμό των γαλλικών θέσεων. Υπολογίστηκε ότι ως το απόγευμα ρίχτηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο βόμβες. Ακολούθησε επίθεση από τρία σώματα στρατού, συνολικής δύναμης 150.000 ανδρών.
Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά φλογοβόλα όπλα για να «καθαρίσουν» τα Γαλλικά χαρακώματα, αλλά και χημικά αέρια. Δύο ημέρες αργότερα είχαν προελάσει επτά χιλιόμετρα μέσα στις εχθρικές γραμμές, ενώ στις 25 Φεβρουαρίου κατέλαβαν το Φορ Ντουαμόν, έναν σπουδαίο κρίκο στην οχυρωματική αλυσίδα του Βερντέν. Η κατάσταση έγινε απελπιστική για τους Γάλλους. Τους έσωσαν, όμως, οι ενισχύσεις υπό τον στρατηγό Πετέν, που κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο. Οι έντονες χιονοπτώσεις και η αριθμητική ισορροπία οδήγησαν τη μάχη σε στασιμότητα και τέλμα, γνώριμο στοιχείο των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο.
Στις μάχες του Βερντέν έλαβε μέρος και ένας νεαρός λοχαγός, ο Σαρλ Ντε Γκωλ (μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας), ο οποίος συνελήφθη αιχμάλωτος. Η μάχη του Βερντέν αποτέλεσε σύμβολο για το Γαλλικό έθνος. Η επιτυχία του αμυντικού συστήματος των χαρακωμάτων οδήγησε στη δημιουργία της κατοπινής οχυρωματικής Γραμμής Μαζινό, κατά μήκος των Γαλλογερμανικών συνόρων. Η αμυντική αυτή διάταξη όμως αποτέλεσε κύριο παράγοντα της αδυναμίας της Γαλλίας να αντιμετωπίσει τη γερμανική εισβολή του 1940.
Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΕΡΒΙΑΣ
Η υπογραφή της Βουλγαρογερμανικής συνθήκης (6 Σεπτεμβρίου 1915) και η επιστράτευση των Βουλγάρων (9 του μήνα) προκάλεσαν την άμεση αντίδραση της Ελληνικής κυβέρνησης (Βενιζέλου). Διέταξε επιστράτευση, κάλεσε τις δυνάμεις της Αντάντ να χρησιμοποιήσουν τη Θεσσαλονίκη για στήριξη των Σέρβων και ζήτησε από τον βασιλιά να τιμήσει την υπογραφή του στην Ελληνοσερβική συνθήκη (της 19ης Μαΐου 1913). Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Η απόβαση των Αγγλογάλλων στη Θεσσαλονίκη ολοκληρώθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου.
Ο Σέρβος αρχιστράτηγος, Ράντομιρ Πούτνικ, διέθετε 200.000 άνδρες και το μόνο που είχε να κάνει ήταν να διεξάγει πόλεμο φθοράς, με την ελπίδα ότι η Ελληνική και η Αγγλογαλλική βοήθεια θα έφθαναν έγκαιρα. Πληροφορήθηκε ότι Ελληνική δεν θα έφθανε ποτέ. Της Αντάντ αργούσε. Κι ο εχθρός οργανωνόταν: Επτά Γερμανικές και Αυστριακές μεραρχίες μαζεύονταν στη δυτική μεριά, κοντά στην κοιλάδα που σχηματίζουν ο Δούναβης και ο Σαύος. Άλλες επτά Γερμανικές μεραρχίες συγκεντρώνονταν βόρεια του Δούναβη. Και δυο διπλές Βουλγαρικές ήταν έτοιμες να εισβάλουν από τα ανατολικά σύνορα της Σερβίας.
Η προπαρασκευή πυροβολικού ξεκίνησε στις 5 Οκτωβρίου 1915. Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 6 του μήνα. Στις 9, Αυστριακές και Γερμανικές δυνάμεις κυρίευαν το Βελιγράδι, ενώ οι Βούλγαροι εισέβαλλαν στη Σερβία από τα ανατολικά. Οι Σέρβοι συνεχώς υποχωρούσαν, ενώ οι Αγγλογάλλοι που κινήθηκαν από τη Θεσσαλονίκη να τους βοηθήσουν, κόλλησαν έξω από τα Ελληνικά σύνορα όπου τους σταμάτησαν οι Βούλγαροι. Ο Σερβικός στρατός εξοντωνόταν. Υπολείμματά του στριμώχνονταν στη νοτιοδυτική Σερβία, με τον Πούτνικ να προσπαθεί κάτι να κάνει, δίνοντας εντολές από το φορείο με το οποίο τον μετέφεραν. Μαζί τους ακολουθούσε ο βασιλιάς Πέτρος.
Οι Αγγλογάλλοι αναγκάστηκαν να γυρίσουν άπρακτοι στη Θεσσαλονίκη (18 Δεκεμβρίου). Η καταδίωξη των Σέρβων από τους Γερμανούς, Αυστριακούς και Βούλγαρους σταμάτησε όταν ό,τι απέμεινε από τον σερβικό στρατό πέρασε στην Αλβανία. Μέσα στον άγριο χειμώνα και διαβαίνοντας δυσπρόσιτα βουνά, οι Σέρβοι έφτασαν στην Αδριατική. Πέρασαν στην Κέρκυρα. Ο Πούτνικ έφυγε στη Γαλλική Νίκαια. Πέθανε εκεί στις 17 Μαΐου 1917, στα εβδομήντα του χρόνια.
Η κατάληψη της Σερβίας ολοκληρώθηκε στις 4 Δεκεμβρίου 1915, όταν οι Βούλγαροι μπήκαν στο Μοναστήρι. Οι Αυστριακοί στράφηκαν στο ξεχασμένο Μαυροβούνιο. Ως τις 23 Ιανουαρίου 1916, το είχαν κυριεύσει, με τον βασιλιά του, Νικόλαο, να έχει διαφύγει στο εξωτερικό. Ο αντικειμενικός σκοπός του αρχιστράτηγου Έριχ Φαλκενχάιν για τη γραμμή Έλβα Ευφράτη είχε επιτευχθεί ως τον ενδιάμεσο σταθμό της Κωνσταντινούπολης. Το τρένο μπορούσε να περάσει από Αυστρία, Σερβία, Βουλγαρία και να φτάσει χωρίς εμπόδια ως την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
H ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ
Δύο από τις μεγαλύτερες μάχες του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, οι μάχες του Βερντέν και του Σομ ξεχώρισαν αναμφίβολα. Η σπουδαιότητα τους ως προς την εξέλιξη των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο, ο πρωτοφανής αριθμός των απωλειών, οι καινοτομίες που εισήγαγαν στη στρατιωτική τακτική, το αδιέξοδο που προκάλεσαν, η σύνδεση με τα μετόπισθεν και ο αντίκτυπος που είχαν στη συλλογική μνήμη των ανθρώπων που έλαβαν μέρος, είναι μερικοί από αυτούς. Επίσης, ήταν δύο επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα την ίδια χρονιά και έχουν άμεση σχέση μεταξύ τους, σε σημείο που θα μπορούσε, μάλιστα, να ισχυριστεί κανείς ότι η μία προκάλεσε την άλλη.
Μετά από τη μάχη του Μάρνη ποταμού (5 - 11 / 9 / 1914) ακολούθησε σειρά αγώνων με τους οποίους επιδιώχθηκε η υπερκέραση του αντιπάλου. Η περίοδος αυτή των επιχειρήσεων που ονομάσθηκε δρόμος προς τη θάλασσα διήρκεσε από 25 / 9 - 15 / 11 / 1914 και κατέληξε στη δημιουργία ενός συνεχούς μετώπου από την Ελβετία μέχρι το Νιούπορτ στη Βόρεια Θάλασσα, το οποίο παρουσίαζε μια εσοχή προς το Παρίσι, που απείχε 80 χλμ. περίπου από αυτό. Επακολούθησε ο πόλεμος χαρακωμάτων, που διήρκεσε πάνω από τρία χρόνια. Η περίοδος αυτή της στασιμότητας αποτελεί μια διαρκή πάλη επικρατήσεως μεταξύ επιθέσεως και άμυνας των αντιπάλων (Γερμανών - Αγγλογάλλων).
Σ΄αυτήν την περίοδο τέθηκαν σε εφαρμογή νέες μέθοδοι όπως :
1. Ακατάπαυστη προπαρασκευή Πυροβολικού με συνεχή παρατήρηση από τον αέρα.
2. Χρησιμοποίηση ασφυξιογόνων αερίων από τους Γερμανούς.
3. Χρησιμοποίηση αρμάτων μάχης από τους Αγγλογάλλους.
4. Κινητός φραγμός πυρός.
5. Απόκρυψη της προπαρασκευής.
6. Δημιουργία των διαδοχικών οργανωμένων τοποθεσιών άμυνας.
7. Ελαστική ή κατά βάθος άμυνα.
8. Οργάνωση της αντιαρματικής άμυνας.
9. Διασπορά των μέσων άμυνας κτλ.
Με την πάροδο του χρόνου η θέση της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας συνεχώς χειροτέρευε. Τελικά, οι Γερμανοί υπέκυψαν μπροστά στη συντριπτική υπεροχή των Συμμάχων. Όταν ξεκινούσε ο πόλεμος που εν συνεχεία ονομάστηκε A' Παγκόσμιος, ακλόνητη πεποίθηση των αντιμαχομένων ήταν ότι οι εχθροπραξίες θα ήταν θέμα μερικών μηνών, οι Γερμανοί πίστευαν ότι μέχρι τα Χριστούγεννα θα έπιναν τον καφέ τους στη Μονμάρτη και οι Αγγλογάλλοι θεωρούσαν ότι ήταν θέμα εβδομάδων να ρίξουν τους Γερμανούς στο Ρήνο. Αυτά που ακολούθησαν διέψευσαν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο αυτές τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις.
H μάχη του Βερντέν αποτελεί την πρώτη από τις πολυάριθμες, αιματηρές και εν τέλει μάταιες συγκρούσεις ενός στατικού πολέμου, που δεν άφησαν χώρο για ηρωισμό και ανδραγαθήματα και διέψευσαν τις φρούδες, όπως αποδείχτηκε, ελπίδες. H Γερμανική επίθεση στο Βερντέν έγινε από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο του 1916 και αν λάβουμε υπόψη τις Γαλλικές αντεπιθέσεις από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο, τότε η μάχη κράτησε 10 μήνες. Hταν η μοναδική μεγάλη επίθεση των Γερμανών στο δυτικό μέτωπο, από τη μάχη του Μάρνη έως το 1918. Oι απώλειες και για τις δύο πλευρές υπήρξαν τρομακτικές.
Οι νεκροί και οι τραυματίες για το Γαλλικό στρατό ανήλθαν περίπου στις 377.000, ενώ για τους Γερμανούς στις 340.000. Όμως ακόμη και αυτή η τρομακτική ανθρωποσφαγή θα ωχριούσε μπροστά στην κόλαση του Σομ και του Yπρ που θα ακολουθούσαν. Η μάχη του Βερντέν χαρακτηρίζεται από το μεγάλο αριθμό των δυνάμεων που έλαβαν μέρος (περίπου 110 Μεραρχίες συνολικά) καθώς και για την τρομακτική σκληρότητα, κατατριβή και φθορά των αντιπάλων.
1915: ΓEΓONOTA KAI AΠOΦAΣEIΣ
Για τις κεντρικές αυτοκρατορίες το 1915 υπήρξε η πιο επιτυχημένη χρονιά του πολέμου. Kαμία πρωτοβουλία των Συμμάχων δεν είχε αποφέρει ικανοποιητικό αποτέλεσμα. O Γάλλος στρατηγός Zοφρ (Joffre) επιθυμούσε μία συνδυασμένη επιχείρηση από τη πλευρά των Συμμάχων ώστε να υπάρξει ουσιαστικό αποτέλεσμα. Σε σύνοδο που έλαβε χώρα στο αρχηγείο του στο Σαντιγύ (Chantilly), τον Δεκέμβριο του 1915 με τη συμμετοχή των αντιπροσώπων όλων των επιτελείων των Συμμάχων, συμφωνήθηκε να γίνουν συγχρονισμένες επιθετικές ενέργειες στο δυτικό, ανατολικό και στο ιταλικό μέτωπο σε κάποια ημερομηνία μετά τον Mάρτιο του 1916.
Σε περίπτωση επίθεσης προς μία σύμμαχο από τις Κεντρικές Δυνάμεις, οι άλλες θα συνέδραμαν αμέσως. Θα προηγούνταν μικρότερης κλίμακας ενέργειες φθοράς του αντιπάλου, με την ευθύνη γι' αυτές να βαρύνει κυρίως τις M. Βρετανία, Ρωσία και Ιταλία. Oι συμφωνίες του Σαντιγύ έγιναν μεταξύ των επιτελείων, αλλά οι αποτυχίες στο επιχειρησιακό επίπεδο το 1915 διευκόλυναν την αποδοχή τους από τις κυβερνήσεις των Συμμάχων. Όταν στη Γαλλία έγινε πρωθυπουργός ο Μπριάν, έκανε έκκληση για στενότερη διά-συμμαχική δράση, καθώς πίστευε ότι οι συμφωνίες του Σαντιγύ εξυπηρετούσαν τα Γαλλικά συμφέροντα.
Έδωσε ακόμη περισσότερες εξουσίες στον Ζοφρ, αναβαθμίζοντάς τον σε στρατάρχη του Γαλλικού στρατού, ενώ στη Ρωσία ο αρχιδούκας Νικόλαος ανέλαβε ο ίδιος τη γενική αρχηγία του στρατού. Αυτό στην ουσία σήμαινε ότι η στρατηγική θα εκπονούνταν υπό την επίβλεψη του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου, Μιχαήλ Αλεξέγιεφ, ο οποίος ήταν αρκετά συνεργάσιμος με τις συμμαχικές χώρες και πρόθυμος να διαθέσει το Ρωσικό στρατό σε δύσκολες στιγμές.
BEPNTEN Η ΣTPATHΓIKH ΣHMAΣIA KAI OI ΣYMBOΛIΣMOI TOY ΓIA TOYΣ ΓAΛΛOYΣ
Στο Γερμανικό στρατόπεδο, από το 1914 είχε τεθεί επικεφαλής ο στρατάρχης Εριχ φον Φαλκενχάιν (Falkenhayn), διαδεχόμενος τον Μόλτκε το νεότερο στην αρχηγία του Μεγάλου Γενικού Επιτελείου. Θεωρείται ότι η επιχείρηση στο Βερντέν ήταν εξ ολοκλήρου δική του έμπνευση, αν και υπήρξε μια αινιγματική και εσωστρεφής προσωπικότητα, αφού απέφευγε να μοιράζεται τις σκέψεις του και τις προθέσεις του ακόμη και με τους πιο στενούς συνεργάτες του. O Φαλκενχάιν είχε και αυτός την πεποίθηση ότι σε μακροπρόθεσμη βάση η ισορροπία των δυνάμεων θα διαμορφωνόταν υπέρ των Συμμάχων.
Εξάλλου, έτρεφε βάσιμες αμφιβολίες για το αν η Γερμανική οικονομία και το ηθικό του Γερμανικού λαού θα άντεχαν τις πολεμικές επιχειρήσεις για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Πίστευε ότι επιπλέον προέλαση στο ανατολικό μέτωπο προς την Oυκρανία θα απαιτούσε περισσότερα στρατεύματα με καθήκοντα φρουράς και θα επιμήκυνε επικίνδυνα τις γραμμές επικοινωνίας. Θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να γίνει κάτι δραστικό, σύντομο και κυρίως αποτελεσματικό. Tο σχέδιο που συνέλαβε ήταν να προσπαθήσει να παγιδεύσει τη M. Bρετανία με επιδρομές από υποβρύχια, ενώ για τους Γάλλους επεφύλασσε μια τακτική πολέμου φθοράς που θα τους ανάγκαζε να συνθηκολογήσουν και να δεχτούν τους όρους του.
Ως σύλληψη, το έργο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μεγαλεπήβολο και υπέρμετρα αισιόδοξο, παρόλα αυτά η επιλογή να επιτεθεί στο Βερντέν μέχρι ενός σημείου τον δικαίωσε, σε στρατηγικό επίπεδο τουλάχιστον. Όπως φάνηκε στην πορεία, οι Γάλλοι αμύνθηκαν μέχρις εσχάτων για τη διατήρησή του αλλά και με ιδιαίτερη γενναιότητα και αυταπάρνηση - ένα σημείο που δεν εκτίμησε σωστά ο Γερμανός στρατηγός. Tο Βερντέν ως τοποθεσία πληρούσε απολύτως τις προϋποθέσεις για την ευόδωση των σκοπών του σχεδίου του, καθώς για τους Γάλλους είχε πολυσήμαντους ιστορικούς συμβολισμούς.
Υπήρξε ένα ιδιαίτερα σημαντικό οχυρό από την εποχή του Λουδοβίκου του XIV, ενώ η πτώση του στους Πρώσους, το 1792, πυροδότησε την πρώτη δημοκρατική επανάσταση στο Παρίσι. Άντεξε στο Γαλλοπρωσικό πόλεμο του 1870, μία πολιορκία δέκα εβδομάδων, και έπεσε μόνο αφού εξαντλήθηκαν τα εφόδια. Tέλος, αποτέλεσε τη βάση για την υποχώρηση του Zοφρ το 1914 και είχε καταστεί ο κυριότερος ανατολικός προμαχώνας της Γαλλίας, αντιμέτωπος με το αντίστοιχο σπουδαιότητας οχυρό του εχθρού, το Mετς. Eπιπλέον, η μορφολογία της περιοχής ευνοούσε μια τέτοια επιχείρηση.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΜΑΧΗΣ
Το Βερντέν ήταν μία ευρεία οχυρωμένη περιοχή γύρω από την ομώνυμη πόλη της Γαλλίας, κοντά στα Γαλλογερμανικά σύνορα, που κάλυπτε και τις δύο όχθες του ποταμού Μεζ και αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα φρούρια του κόσμου. Περιλάμβανε 18 ανεξάρτητα συγκροτήματα οχυρών και πολυάριθμα άλλα έργα συνδέσμου, πυροβολεία και πολυβολεία από σκυρόδεμα, ενισχυμένα καταφύγια, αποθήκες πυρομαχικών, δίκτυο στενής σιδηροδρομικής γραμμής κτλ. Το υπέδαφος των κύριων οχυρών ήταν ένα απέραντο υπόγειο, όπου μπορούσαν να καλυφθούν όλες οι υπηρεσίες και οι εφεδρείες της περιοχής.
Η κατασκευή των οχυρών του Βερντέν είχε αρχίσει από το 1874 και από τότε συνεχώς αυτά συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν. Παρ΄όλα αυτά όμως, επειδή στα προηγούμενα χρόνια του πολέμου τα οχυρά του Βελγίου και της Βόρειας Γαλλίας έπεσαν, μάλλον γρήγορα, η Ανώτατη Γαλλική Διοίκηση (ΑΓΔ) κατάργησε την αυτονομία των οχυρών του Βερντέν και τα υπήγαγε στις εκεί Στρατιές, οι οποίες χρησιμοποίησαν τα διάφορα υλικά και τον οπλισμό τους για άλλες αποστολές. Συνεπώς, την εποχή της γερμανικής επιθέσεως, η οχυρωμένη περιοχή του Βερντέν, ήταν ένας αμυντικός τομέας ανάλογος με τους υπόλοιπους του Δυτικού Μετώπου.
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Η γενική πολεμική κατάσταση, στις αρχές του 1916 ήταν ευνοϊκή για τους Γερμανούς. Στο Δυτικό Μέτωπο είχαν αποκρούσει τις επιθέσεις των Συμμάχων, ενώ στο Ανατολικό είχαν τέτοιες επιτυχίες, ώστε οι Ρώσοι να θεωρούνται ανίκανοι να αναλάβουν σοβαρές επιχειρήσεις για αρκετό χρόνο. Μετά από αυτά ο Στρατάρχης Χίντεμπουργκ πρότεινε να συνεχισθεί η προσπάθεια για την πλήρη συντριβή των Ρώσων.
Όμως ο Στρατηγός Φον Φαλκεχάιν που είχε αντικαταστήσει τον Μόλτκε στη διοίκηση του Γερμανικού Στρατού μετά τη μάχη του Μάρνη ποταμού (5 - 11 / 9 / 1914), αποφάσισε να τηρήσει το έτος 1916, αμυντική στάση στο Ανατολικό μέτωπο, ενώ η κύρια προσπάθεια θα στρεφόταν στο Δυτικό Μέτωπο, με αιφνιδιαστική, ισχυρή επίθεση κατά της οχυρωμένης περιοχής του Βερντέν. Οι σημαντικότεροι λόγοι εκλογής του Βερντέν για να εκδηλωθεί εκεί η κύρια Γερμανική επίθεση, ήταν οι ακόλουθοι :
1. Στρατηγικοί:
Μετά την επιτυχία των τακτικών επιτυχιών, χάρη στην ισχυρή αιφνιδιαστική επίθεση. Προβλεπόταν με ταχεία εκμετάλλευση, να επιτευχθεί ο διαχωρισμός των Γαλλικών δυνάμεων και η διαδοχική συντριβή τους.
2. Δυναστικοί:
Ο τομέας του Βερντέν ανήκε στη Ζώνη Ενεργείας (ΖΕ) του Διαδόχου του Αυτοκρατορικού θρόνου Κόνπριτζ, ο οποίος πάρα πολλές φορές το 1914 και 1915 προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να καταλάβει την οχυρωμένη τοποθεσία του Βερντέν. Έτσι, η Ανώτατη Γερμανική Διοίκηση για να εξυψώσει το γόητρό του ανέθεσε σε αυτόν την επίθεση, προκειμένου να αποκτήσει τον τίτλο » Ο Νικητής του Βερντέν».
3. Ηθικοί και Ιστορικοί:
Το όνομα του Βερντέν ήταν γεμάτο με ένδοξες αναμνήσεις για τους Γερμανούς. Δύο φορές το κατέλαβαν, το 1792 και το 1870, αλλά, επειδή από τη συνθήκη της Φραγκφούρτης θεωρούνταν ο «ακρογωνιαίος λίθος της Γαλλικής άμυνας», η πτώση του για τρίτη φορά στους Γερμανούς, θα είχε εξαιρετικά σοβαρό αντίκτυπο τόσο στη Γερμανική και στη Γαλλική κοινή γνώμη, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο.
Στις παραμονές της επιθέσεως οι Γερμανοί διέθεταν έναντι του Βερντέν 17 - 18 Μεραρχίες, υποστηριζόμενες από 2.000 πυροβόλα τελευταίου τύπου, υπό τη V Στρατιά. Την αρχική επίθεση θα εκτελούσαν 10 Μεραρχίες, ενώ οι υπόλοιπες θα είχαν ετοιμότητα να επέμβουν στον αγώνα αργότερα, για να αντικαταστήσουν τις πρώτες Μεραρχίες και να εξασφαλίσουν στη μάχη την επιθυμητή κλιμάκωση.
ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΓΑΛΛΩΝ
Στις 6 Δεκεμβρίου 1915 συνήλθε στο Σαντιγύ της Γαλλίας πολεμικό συμβούλιο των Συμμάχων για το έτος 1916. Μετά από εισήγηση του Γάλλου Αρχιστρατήγου Ζοφρ, αποφασίσθηκε να αναληφθεί ταυτόχρονη επίθεση από τους Συμμάχους, για την περίσφιξη της Γερμανίας και των συμμάχων της. Την κύρια προσπάθεια θα αναλάμβαναν οι Αγγλογάλλοι στο Δυτικό Μέτωπο, στην περιοχή του Σομ ποταμού, ώστε να μην αφήσουν το χρόνο στους Γερμανούς να αντιδράσουν. Υπολόγιζαν η συνδυασμένη αυτή επίθεση να άρχιζε από τον Ιούλιο, λόγω της αδυναμίας των Ρώσων και λόγω των ατυχημάτων του 1915, από τα οποία είχαν ανάγκη εξάμηνης προθεσμίας τουλάχιστον για να προετοιμασθούν.
Αν το διάστημα του εξαμήνου αυτού, οι Γερμανοί επωφελούνταν από τη Ρωσική εξασθένιση και ενεργούσαν επίθεση, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συμβουλίου, θα γινόταν γρηγορότερα η συμμαχική επίθεση για να ανακουφισθεί το Ρωσικό μέτωπο. Όταν το ενδεχόμενο αυτό πραγματοποιήθηκε και ολόκληρη η Γερμανική ορμή ξέσπασε κατά των Γάλλων στο Βερντέν, ο Αρχιστράτηγος Ζοφρ, αποφάσισε να αντιμετωπίσει την εχθρική ενέργεια μόνο με τις Γαλλικές δυνάμεις, ώστε να είναι δυνατή η εκδήλωση της προβλεπόμενης συμμαχικής επιθέσεως στον ποταμό Σομ. Οι Γαλλικές δυνάμεις που υπεράσπιζαν τον τομέα του Βερντέν, στις αρχές του 1916 ήταν:
1. Στην αριστερή (δυτική) όχθη του ποταμού Μεζ (Μεύση): 27η και 67η ΜΠ υπό το Στρατηγό ντε Μπαζελαίρ.
2. Στη δεξιά (ανατολική) όχθη μέχρι τη σιδηροδρομική γραμμή Βερντέν - Μετς 72η, 51η και 14η ΜΠ υπό το Στρατηγό Κρετιέν.
3. Το 2ο ΣΣ (τρεις ΜΠ) και η 37η ΜΠ νοτιότερα ως Εφεδρεία. Μετά τις πρώτες ενδείξεις για Γερμανική επίθεση οι δυνάμεις αυτές ενισχύθηκαν ακόμη με τρεις Μεραρχίες. Έτσι, οι Γαλλικές δυνάμεις στο Βερντέν κατά το χρόνο της επιθέσεως ανέρχονταν σε 11 ΜΠ. Υποστηριζόμενες από 388 πυροβόλα μάχης και 244 βαριά, όλα σχεδόν παλιού τύπου.
Η Γαλλική διάταξη ακολουθούσε τα υψώματα ανατολικά του Μεζ ποταμού, καμπτόταν κοντά στο φρούριο Βερντέν σε ορθή γωνία, έτσι ώστε αυτό που βρισκόταν στην κορυφή της γωνίας, να σχηματίζει προεξοχή προς τη Γερμανική πλευρά.
ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΓΕΡΜΑΝΩΝ
Οι Γερμανοί έχοντας αποφασίσει να επιτεθούν κατά των Γάλλων και επειδή δε διέθεταν επαρκείς δυνάμεις για να αναλάβουν επίθεση σε ευρύ μέτωπο, προετοιμάσθηκαν να επιτεθούν κατά της προεξοχής του Βερντέν, σε στενό μέτωπο στα ανατολικά υψώματα του Μεζ ποταμού. Έκριναν ότι εκεί παρουσιαζόταν για αυτούς το εξαιρετικό πλεονέκτημα να συγκεντρώσουν τον όγκο των δυνάμεών τους (10 Μεραρχίες) και την καταπληκτική μάζα του πυροβολικού (2.000 πυροβόλα), η οποία ποτέ άλλοτε δεν είχε συγκεντρωθεί σε τόσο στενό μέτωπο, αφού ο βομβαρδισμός θα κάλυπτε μέτωπο 22 χλμ. και η επίθεση θα εκδηλωνόταν σε τμήματα περίπου 7 χλμ.
Ακόμα, ότι, εξαιτίας της γεωγραφικής θέσεως και, κυρίως, της εθνικής σπουδαιότητας του Βερντέν, οι Γάλλοι θα δέχονταν τη μάχη στις οχυρωμένες θέσεις τους. Εάν οι Γάλλοι αρνούνταν τη μάχη στο σημείο αυτό, η άρνησή τους θα προσπόριζε στους Γερμανούς σπουδαία ηθικά πλεονεκτήματα. Και στις δύο περιπτώσεις η επίθεση δε θα είχε τη μορφή των προηγουμένων (Μάρνη - Ανατολικό Μέτωπο) που κατέληγαν σε ένα θύλακα μέσα στην εχθρική διάταξη και αποτελούσε οπωσδήποτε παγίδα για τις δυνάμεις που εισέρχονταν σε αυτόν.
ΣΧΕΔΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ ΓΑΛΛΩΝ
Το Γαλλικό σχέδιο ήταν απλό και προέβλεπε σθεναρή άμυνα στην οχυρωμένη αυτή τοποθεσία και τη διενέργεια αντεπιθέσεων με τις ισχυρές εφεδρικές δυνάμεις που υπήρχαν. Αναμφισβήτητα οι Γάλλοι βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση, αλλά ο Αρχιστράτηγος Ζοφρ δέχθηκε τη μάχη και παρά τις δυσμενείς συνθήκες την κέρδισε.
H ENAPΞH THΣ MAXHΣ
Η μάχη του Βερντέν διακρίνεται σε δύο φάσεις:
- 1η Φάση: Γερμανική επίθεση, 21 Φεβρουαρίου 1916.
- 2η Φάση: Γαλλική αντεπίθεση, 24 Οκτωβρίου 1916. Κατέληξε στην απώθηση των Γερμανών και την εξασφάλιση της ακεραιότητας του Βερντέν.
- Έναρξη Γερμανικής Επιθέσεως (21 Φεβρουαρίου 1916).
- Στις 07:15 της 21 Φεβρουαρίου 1916 το Γερμανικό πυροβολικό άρχισε έναν τρομερό βομβαρδισμό σε μέτωπο 22 χλμ. από τις δύο πλευρές του ποταμού Μεζ και σε όλο το βάθος των Γαλλικών οργανώσεων. Παράλληλα, η Γερμανική αεροπορία υποχρέωνε τη Γαλλική, να αναστραφεί προς τη βάση της.
- Ο βομβαρδισμός εξακολούθησε αμείωτος μέχρι τις 1645, οπότε οι Γερμανοί απέστειλαν ισχυρές επιθετικές αναγνωρίσεις για την εξακρίβωση των αποτελεσμάτων της προπαρασκευής του Πυροβολικού και την κατάληψη ορισμένων σοβαρών σημείων. Έμειναν έκπληκτοι, γιατί από παντού εξέρχονταν οι Γάλλοι υπερασπιστές από τα χαρακώματα και μετά από πολλές δυσκολίες και θυσίες τα Γερμανικά επιτιθέμενα τμήματα κατόρθωσαν να προσεγγίσουν τις Γαλλικές θέσεις.
- Την επομένη, 22 Φεβρουαρίου, κάτω από πυκνό χιόνι, άρχισε με την υποστήριξη του πυροβολικού η κύρια επίθεση του πεζικού με 10 Μεραρχίες παρατεταγμένες στην πρώτη γραμμή. Μέσα σε δύο μέρες και μετά από ισχυρές επιθέσεις, οι Γερμανοί, κατόρθωσαν να προχωρήσουν περίπου 8 χλμ., ενώ άλλα 6 χλμ. απέμεναν μέχρι την πόλη του Βερντέν. Οι Γάλλοι υποχρεώθηκαν να υποχωρήσουν σε μέτωπο 20 - 25 χλμ. και σε βάθος 7 - 9 χλμ. Στις 26 Φεβρουαρίου οι Γερμανοί κατέλαβαν το οχυρό Ντουωμόν. Η Γαλλική διάταξη κλονίσθηκε επικίνδυνα, αλλά το Γαλλικό πυροβολικό -που ήταν κατάλληλα αναπτυγμένο στη δυτική όχθη του Μεζ ποταμού- πλευροκόπησε τα επιτιθέμενα Γερμανικά τμήματα με σφοδρότατα πυρά και τα ανάγκασε να ανακόψουν την προχώρησή τους.
- Στο μεταξύ, ο Γάλλος Αρχιστράτηγος Ζοφρ απέστειλε επιτόπου το Γενικό Επιτελάρχη Στρατηγό Καστελνώ και παράλληλα κατεύθυνε τις πρώτες ενισχύσεις (1ο, 13ο, 20ό, 21ο, ΣΣ) και όλες τις διαθέσιμες εφεδρείες Πυροβολικού προς την τοποθεσία του Βερντέν. Η ενίσχυση του μετώπου εξακολούθησε αδιάκοπα και από τις δύο πλευρές μέχρι το τέλος της μάχης.
- Ο Στρατηγός Καστελνώ φθάνοντας εκεί, διόρισε διοικητή της άμυνας του Βερντέν το Στρατηγό Πεταίν, Διοικητή 2ης Στρατιάς, ο οποίος είχε ήδη διακριθεί σε όλες τις διοικήσεις που είχε ασκήσει, από την έναρξη του πολέμου.
- Ο Πεταίν διαδηλώνοντας τη σταθερή θέληση διεκδικήσεως του εδάφους σπιθαμή προς σπιθαμή, πήρε όλα τα απαραίτητα μέτρα για την επιτυχία στη δεξιά (ανατολική) όχθη του Μεζ ποταμού, ενώ παράλληλα διαισθανόμενος ότι οι Γερμανοί θα επιτίθονταν και στην αριστερή (δυτική) όχθη, βελτίωσε τις οργανώσεις και σε αυτήν.
- Πράγματι, στις 6 Μαρτίου μετά από διήμερη προπαρασκευή του Πυροβολικού, οι Γερμανοί επιτέθηκαν και στον τομέα αυτό, σε μέτωπο 5 χλμ. Αρχικά, σημείωσαν κάποιες επιτυχίες, αλλά με την πάροδο του χρόνου αντιμετώπιζαν όλο και περισσότερο τη σθεναρή αντίσταση των Γάλλων. Η ταχεία προχώρηση των Γερμανών επιβραδύνεται αισθητά και αρχίζει πλέον η μεθοδική προώθηση των δυνάμεων με σκληρές προσπάθειες που προκάλεσαν αιματηρές απώλειες.
- Οι επιχειρήσεις αυτές συνεχίσθηκαν όλο το Μάρτιο και τον Απρίλιο, είτε στη μία, είτε στην άλλη ή και στις δύο όχθες του Μεζ ποταμού ταυτόχρονα, στα ιστορικά εδάφη του Βερντέν, στα οχυρά Ντουωμόν, Βω, στο Μορτόμ και στο ύψ. 304 αλλά δεν είχαν άλλο αποτέλεσμα, παρά μόνο ασήμαντα εδαφικά κέρδη. Η σφοδρότητα του αγώνα ήταν τέτοια, ώστε δάση ολόκληρα καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς, ενώ ένα χωριό (το Φλερύ) εξαφανίσθηκε τελείως, και μετά τη μάχη δεν υπήρχε ούτε ίχνος να δείχνει την ύπαρξή του.
- Τους μήνες Μάιο και Ιούνιο η μάχη συνεχίσθηκε αδιάκοπα, με πολλές απώλειες των αντιπάλων. Στις 7 Μαΐου οι Γερμανοί κατόρθωσαν να καταλάβουν ύστερα από σκληρό και πεισματώδη αγώνα το ύψ. Μορτόμ και το ύψ. 304 στη δυτική όχθη του Μεζ ποταμού. Στις 22 και 23 του ίδιου μήνα μεγάλη Γαλλική αντεπίθεση στην ανατολική όχθη, κλόνισε τη Γερμανική διάταξη γύρω από το οχυρό Ντουωμόν. Οι Γάλλοι όμως, απέτυχαν να ανακαταλάβουν το οχυρό αυτό. Στα τέλη Μαΐου οι Γερμανοί κατέλαβαν το δάσος και το χωριό Κυμιέρ στη δυτική όχθη, ενώ τις πρώτες μέρες του Ιουνίου το οχυρό Βω στην ανατολική όχθη και στις 21 Ιουνίου το χωριό Φλερύ, πολύ κοντά στην πόλη του Βερντέν.
- Στην τρομερή αυτή πάλη, οι Γάλλοι αντικαθιστούσαν πολλές φορές τις μεραρχίες κάθε δεύτερη μέρα, μετά από σκληρή δοκιμασία. Έτσι, κατά το διάστημα της μάχης αυτής υπολογίζεται ότι 60 - 65 Γαλλικές μεραρχίες έλαβαν μέρος και πολλές από αυτές, εναλλάχθηκαν στον αγώνα 2 - 4 φορές.
- Οι Γερμανικές απώλειες όμως, υπήρξαν μεγαλύτερες, αν και ο αριθμός των μεραρχιών τους ήταν μικρότερος. Και αυτό γιατί οι Γερμανοί δεν αντικαθιστούσαν τις μεραρχίες τους από την πρώτη γραμμή, αλλά αναπλήρωναν τις απώλειές τους με νέες ενισχύσεις επί τόπου, με αποτέλεσμα την πλήρη κατατριβή αυτών και, ιδιαίτερα, των στελεχών.
- Η κατάληψη του χωριού Φλερύ υπήρξε η τελευταία επιτυχία των Γερμανών. Η μεγάλη νίκη του Ρώσου Στρατηγού Βρουσίλωφ στο Ανατολικό Μέτωπο στις 7 Ιουνίου και η εκδήλωση την 1η Ιουλίου της συμμαχικής επιθέσεως στον ποταμό Σομ, ανακούφισαν τους Γάλλους στο Βερντέν, από το οποίο οι Γερμανοί υποχρεώθηκαν να αποσύρουν μεγάλες δυνάμεις για να ενισχύσουν τα άλλα μέτωπα. Από τότε, παρά τις προσπάθειές τους οι Γερμανοί δεν κατόρθωσαν να προχωρήσουν βαθύτερα.
- Μετά την ανάληψη της Ανωτάτης Διοικήσεως του Γερμανικού στρατού από τη δυανδρία Χίντερμπουργκ - Λούντεντορφ, διατάχθηκε η τέλεια ανακοπή της Γερμανικής επιθέσεως.
- Έναρξη Γαλλικής αντεπιθέσεως (24 Οκτωβρίου 1916).
- Μετά την ανακοπή της Γερμανικής επιθέσεως, η Ανώτατη Γαλλική Διοίκηση αποφάσισε να αναλάβει ευρεία αντεπίθεση για να απομακρύνει την εχθρική απειλή και να αποκαταστήσει την ακεραιότητα της τοποθεσίας του Βερντέν.
- Η αντεπίθεση αυτή εκδηλώθηκε με δύο διαδοχικές επιθετικές ενέργειες στις 24 Οκτωβρίου και στις 15 Δεκεμβρίου 1916, που είχαν ως αποτέλεσμα την απώθηση των Γερμανών, την ανακατάληψη των οχυρών που είχαν κυριευθεί και την εξουδετέρωση κάθε άμεσης απειλής κατά του Βερντέν.
- Η Γαλλική νίκη στο Βερντέν, ολοκληρώθηκε τον επόμενο χρόνο, όταν στις 20 Αυγούστου 1917 οι Γαλλικές δυνάμεις εξαπέλυσαν νέα επίθεση και στις δυο πλευρές του Μεζ ποταμού και ανάγκασαν τους Γερμανούς να επανέλθουν στις αρχικές βάσεις εξορμήσεώς τους.
Σε "πρωταγωνιστή" της μάχης του Βερντέν, χωρίς αμφιβολία, αναδείχθηκε το πυροβολικό. Tο πεζικό περιορίστηκε στην κατάληψη εδαφών που είχαν προηγουμένως βληθεί με ανεπανάληπτη και πρωτόγνωρη σφοδρότητα. Ακόμη, για πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στο πεδίο της μάχης νέες τεχνολογίες πολέμου, όπως το φλογοβόλο και το αέριο φωσγενίου. Πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η μεγαλύτερη προέλαση των Γερμανικών στρατευμάτων ήταν σχεδόν οκτώ χιλιόμετρα. O Φαλκενχάιν δεν είχε σκοπό να διεξαγάγει ανοιχτή σύγκρουση ούτε είχε ως στόχο την κατάληψη της πόλης του Βερντέν.
Mε ένα βραχύ αριθμητικό προβάδισμα και γνωρίζοντας ότι υπερασπιζόταν δύο απομακρυσμένα μέτωπα, διέθεσε μόνο εννέα μεραρχίες για την επίθεση. O βασικός στόχος ήταν η κατάληψη της ανατολικής όχθης του ποταμού Μεύση και η πρόκληση από το πυροβολικό ουσιαστικών απωλειών στους Γάλλους κατά την αντεπίθεσή τους. Γι' αυτό το λόγο, συσσώρευσε τεράστια ισχύ πυρός πυροβολικού σε έναν στενό τομέα του μετώπου. Αυτό που ήθελε ήταν ένας σύντομος, εξαιρετικά σφοδρός βομβαρδισμός, αντί της παρατεταμένης δράσης πυροβολικού, που στην ουσία απλώς προειδοποιούσε τους αμυνόμενους από νωρίς για επικείμενη επίθεση.
Επί επτά εβδομάδες ειδικά διαμορφωμένοι συρμοί τρένων έφερναν τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών στο μέτωπο, δίνοντας στο Γερμανικό πυροβολικό ένα τεράστιο απόθεμα πολεμοφοδίων για τον καταιγιστικό βομβαρδισμό που σχεδίαζε, ο οποίος θα κονιορτοποιούσε τις αμυντικές γραμμές των Γάλλων, θα παρέλυε την άμυνά τους και θα επέτρεπε σε μία σχετικά μικρή Γερμανική δύναμη να προελάσει χωρίς μεγάλες απώλειες. Έτσι στις 21 Φεβρουαρίου 1916 πάνω από 1.200 πυροβόλα όπλα, άρχισαν να σφυροκοπούν ανελέητα το Γαλλικό τομέα επί εννέα ώρες σε ένα μέτωπο δεκατριών χιλιομέτρων, καταναλώνοντας συνολικά 2 εκατομμύρια βλήματα.
Στη Γαλλική πλευρά, ο τομέας του Βερντέν δεν είχε τύχει ούτε ιδιαίτερης προσοχής ούτε -πολύ περισσότερο- κάποιας αναβάθμισης του εξοπλισμού των οχυρών της περιοχής. Δεν πρέπει να αγνοηθεί ότι τον Φεβρουάριο του 1916, όταν άρχισε η μάχη, το δυτικό μέτωπο εκτεινόταν από την Oστάνδη, έπειτα έκανε καμπή ανατολικά, ωσότου φτάσει στο Bερντέν και, τέλος, στρεφόταν προς τα νοτιοανατολικά, καταλήγοντας στα σύνορα με την Eλβετία. Σύμφωνα λοιπόν με μία άποψη και βάσει της γεωγραφίας της περιοχής και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, οι Γάλλοι θα βρίσκονταν σε πλεονεκτικότερη θέση στρατηγικά χωρίς το Βερντέν.
Μία ελαφριά υποχώρηση θα ευθυγράμμιζε τη γραμμή του μετώπου και θα ελάττωνε το μήκος της, επομένως θα την καθιστούσε λιγότερο ευάλωτη στα Γερμανικά σχέδια. Στην ουσία, το Βερντέν προφυλασσόταν από μία και μοναδική γραμμή χαρακωμάτων, κάτι όμως που δεν ήταν ευρύτερα γνωστό. H μονή γραμμή ήταν σαφώς πολύ πιο εύθραυστη και αναξιόπιστη αμυντικά, αντίθετα με τη διπλή που απαιτούσε πολλές δυνάμεις για να διασπαστεί.
OI ΠPΩTEΣ KPIΣIMEΣ HMEPEΣ THΣ MAXHΣ
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι Γάλλοι στο Βερντέν απέφυγαν μια συντριπτική ήττα εξαιτίας των καιρικών συνθηκών, οι οποίες καθυστέρησαν τη Γερμανική επίθεση για εννέα ημέρες. Aν η επίθεση των Γερμανών εκδηλωνόταν στις 12 Φεβρουαρίου, όπως προέβλεπε αρχικά το σχέδιο, θα έβρισκε τους Γάλλους σε μεταβατική φάση, καθώς είχαν μόλις αρχίσει να προωθούν ενισχύσεις. Τότε η συντριβή θα ήταν απόλυτη. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο μέρος του Γερμανικού στρατού είχε στρατοπεδεύσει βορείως του Βερντέν, μεταξύ του ποταμού Μεύση και της ελώδους πεδιάδας Βεβρ.
Όλα είχαν ετοιμαστεί στην εντέλεια, με τη χαρακτηριστική τευτονική ακρίβεια και συνέπεια: εφοδιασμός πυρομαχικών, τροφή για τα ζώα, επικοινωνίες, κατασκοπία. Όμως ο αστάθμητος παράγοντας του καιρού για άλλη μία φόρα έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Tη νύχτα πριν από την επίθεση, ο καιρός ξαφνικά επιδεινώθηκε, η θερμοκρασία έπεσε δραματικά, πυκνό χιόνι κάλυψε το έδαφος, με αποτέλεσμα η ορατότητα να περιοριστεί στο ένα μέτρο. Έτσι, το Γερμανικό σχέδιο επίθεσης αναβλήθηκε για 24 ώρες. Oι άσχημες καιρικές συνθήκες συνεχίστηκαν, ενώ έκανε την εμφάνισή της πυκνή ομίχλη που δυσκόλεψε τα πράγματα ακόμη περισσότερο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ακολούθησαν και άλλες αναβολές. Eπί εννέα ημέρες τα Γερμανικά στρατεύματα ανέμεναν τη βελτίωση του καιρού, αθέατα μέσα στα υπόγεια καταφύγιά τους. Tο πρωινό, τελικά, της 21ης Φεβρουαρίου η ορατότητα βελτιώθηκε αισθητά και κρίθηκαν οι συνθήκες ικανοποιητικές για την έναρξη των επιχειρήσεων. H χρονική καθυστέρηση των εννέα ημερών προσέφερε ανέλπιστα τον ζωτικής σημασίας χρόνο στο Γαλλικό στρατό να οργανωθεί και να επιδοθεί σε μία άνευ προηγουμένου ενίσχυση των οχυρών. H εναρκτήρια βολή της μάχης ρίχτηκε από ένα γιγαντιαίο πυροβόλο των 38 εκ., κατασκευασμένο από τα εργοστάσια Κρουπ.
O επί εννέα ώρες αδιάκοπος και αμείωτος βομβαρδισμός άφησε πίσω του ακρωτηριασμένα πτώματα, διαλυμένους κορμούς δέντρων, ανεσκαμμένο έδαφος και παραμορφωμένα μηχανήματα. Oι τηλεφωνικές επικοινωνίες διακόπηκαν εντελώς, ενώ τα χαρακώματα των Γάλλων καταστράφηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό. Στις 5:00 μ.μ. σταμάτησε ξαφνικά ο καταιγισμός των οβίδων και ακολούθησε η επέλαση του πεζικού. Oι Γερμανοί προέλασαν σε μικρούς σχηματισμούς κατά μήκος ενός μετώπου 6,5 χλμ. μεταξύ του δάσους του Ωμόν και του Ερμπεβουά στην ανατολική όχθη του Μεύση. Ακολούθησαν καινοτόμους τακτικές διείσδυσης, ενώ χρησιμοποίησαν μαζικά ένα νέο και φοβερό όπλο, το φλογοβόλο.
H Γαλλική γραμμή διαλύθηκε, καθώς ελάχιστοι στην πρώτη γραμμή επέζησαν. Αφού ξεπέρασαν το σοκ της πρώτης σφοδρότατης επίθεσης, οι Γάλλοι κινητοποίησαν τις εφεδρείες τους και άρχισαν να αμύνονται σθεναρά και να επιφέρουν βαριές απώλειες. Tο συγκεκριμένο γεγονός αιφνιδίασε σε μεγάλο βαθμό τα Γερμανικά στρατεύματα, καθώς πίστευαν ότι μετά τον καταιγιστικό βομβαρδισμό που είχε προηγηθεί, η Γαλλική αντίσταση θα ήταν από ασθενέστατη έως ανύπαρκτη. Oι Γερμανοί θα μπορούσαν να προελάσουν μέχρι τα χωριά Μπραμπάντ (Brabant) και Σαμονιέ (Samogneux), αλλά τη στιγμή που δόθηκε η έγκριση από το γενικό στρατηγείο, είχε πέσει το σκοτάδι και οι εχθροπραξίες έπαυσαν προσωρινά.
H αντίδραση του Ανώτατου Γαλλικού Επιτελείου ήταν αρκετά διστακτική και θεώρησε τη Γερμανική επίθεση ως ένα αυστηρά τοπικό και επουσιώδες γεγονός. Την επόμενη ημέρα ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό και ακόμη δυνατότερος. Oι Γερμανοί κατέλαβαν το Μπραμπάντ αλλά οι αναφορές προς το Γαλλικό επιτελείο δεν έδιναν ακόμη την αληθινή εικόνα των γεγονότων. Mε την πτώση του Μπραμπάντ, οι Γάλλοι έστρεψαν την προσοχή τους προς την υπεράσπιση του Σαμονιέ, ένα εγχείρημα πολύ δύσκολο, διότι η δεύτερη και η τρίτη γραμμή άμυνας είχαν σχεδόν αφανιστεί.
Τελικά, οι Γάλλοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Σαμονιέ και σχημάτισαν γραμμή αμύνης πίσω ακριβώς από τη γραμμή Σαμονιέ - Μπομόντ - Ορν. Tότε το γενικό επιτελείο των Γάλλων άρχισε να αντιλαμβάνεται τις πραγματικές διαστάσεις των πραγμάτων. O Ζοφρ έστειλε ένα μέλος από το επιτελείο του στο Βερντέν για να κάνει επιτόπια αποτίμηση της κατάστασης. Tην επόμενη μέρα, στις 24 Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί έφεραν ενισχύσεις, ενώ οι Γάλλοι βομβάρδισαν το Γερμανικό τομέα από τη δυτική όχθη του Μεύση, η οποία δεν αποτελούσε στόχο των Γερμανών - μια επιλογή του Φαλκενχάιν που έχει επικριθεί ιδιαιτέρως.
Παρά τον βομβαρδισμό από τους Γάλλους, ο Γερμανικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το ύψωμα 344 και το χωριό του Ορν, καθώς και το μεγαλύτερο και για αρκετούς απροσπέλαστο οχυρό του Βερντέν, το Ντουομόν (Douaumont).
Η ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΥΣ ΓΑΛΛΟΥΣ
Μία από τις πιο δυσάρεστες επιπτώσεις του σφοδρού βομβαρδισμού του Βερντέν, αλλά και του αποκλεισμού από του Γερμανούς, ήταν η καταστροφή όλων των σιδηροδρομικών γραμμών προς και από το Βερντέν. O Πεταίν διείδε από νωρίς την κρισιμότητα και το επείγον του παράγοντα του εφοδιασμού. Έτσι, για πρώτη φορά στα χρονικά του πολέμου, το μοναδικό μέσο μεταφοράς ήταν τα μηχανοκίνητα μέσα μεταφοράς. Διαμέσου, λοιπόν, της "Ιεράς Οδού", επί επτά μήνες διέσχιζαν όλο το μήκος της διαδρομής 3.000 Γαλλικά φορτηγά, με ρυθμό ένα κάθε δεκατέσσερα δευτερόλεπτα.
Κάθε εβδομάδα 50.000 κατά μέσο όρο τόνοι τροφίμων και πολεμικού υλικού προωθούνταν και 90.000 άντρες μεταφέρονταν από ή προς το μέτωπο. H πολιτική του Πεταίν ήταν να εναλλάσσει τα στρατεύματά του ώστε κανείς να μη μένει στα χαρακώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι, από τις συνολικά 96 Γαλλικές μεραρχίες του δυτικού μετώπου, έχει υπολογιστεί ότι από την κόλαση του Βερντέν πέρασαν περίπου οι 70, αντίθετα με τους Γερμανούς οι οποίοι "χρησιμοποίησαν" συνολικά 46 μεραρχίες. Oι εκτεταμένες χιονοπτώσεις και οι πολυήμερες βροχές είτε έκαναν το δρόμο απροσπέλαστο είτε τον μετέτρεπαν σε αδιάβατο νερόλακκο.
Τεράστιες ποσότητες λίθων αποθηκεύτηκαν στα κράσπεδα κατά μήκος του δρόμου και συνεργεία από αποικιακά στρατεύματα, περίπου 1.000 άτομα, εργάζονταν επί 24ώρου βάσεως υπό αντιξοότατες συνθήκες ώστε να παραμένει ο δρόμος ανοιχτός.
Η AΞIOΠOIHΣH TOY ΣTPATHΓOY ΦIΛIΠ ΠETAIN
H πτώση του Ντουομόν αλλά, κυρίως, μία κατεπείγουσα αναφορά του στρατηγού Λανγκλ ντε Καρί (Langle de Cary) προς το Γαλλικό αρχηγείο, όπου τονιζόταν η κρισιμότητα των πραγμάτων αλλά και ο εμφανής πλέον κίνδυνος να εδραιώσουν τις θέσεις τους οι Γερμανοί στην ανατολική όχθη του Μεύση, ώθησε τον αρχηγό του επιτελείου του Ζοφρ, στρατηγό Nτε Καστελνώ (De Castelnau), να δώσει διαταγή να σταλεί αμέσως η 2η Γαλλική Στρατιά, υπό την ηγεσία του στρατηγού Φιλίπ Πεταίν, ως ενίσχυση του μετώπου του Βερντέν. Μάλιστα, ο ίδιος ο Καστελνώ πήγε στο Βερντέν ώστε να προετοιμάσει το έδαφος και να κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες για την έλευση του Πεταίν.
Mε την άφιξη του Πεταίν στο Βερντέν, ο στρατηγός Καστελνώ έθεσε αμέσως το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, θέτοντας το ερώτημα πώς θα μπορούσε να σωθεί το Βερντέν. Και οι δύο συμφώνησαν πως η εκκένωση της ανατολικής όχθης (του Μεύση) δεν αποτελούσε επιλογή, διότι η ιδέα της αποχώρησης δεν ταίριαζε στα ιδεώδη του Γαλλικού στρατού εκείνης της περιόδου. Κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η ανατολική όχθη θα έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία και ανεξαρτήτως κόστους. Έτσι, ο Πεταίν έπρεπε να οργανώσει μια ισχυρή γραμμή αμύνης και στις δύο πλευρές το γρηγορότερο δυνατόν.
O Πεταίν, για να κερδίσει τον απαραίτητο χρόνο που χρειαζόταν για την οργάνωση της άμυνας, έδωσε την εντολή να δημιουργηθεί μία γραμμή άμυνας ανάμεσα στα εναπομείναντα ελεύθερα οχυρά τα οποία επανδρώθηκαν άμεσα και να διατηρηθεί αυτή η γραμμή ανεξαρτήτως απωλειών. Mε αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να ασχοληθεί πιο επισταμένως με την κατανομή των δυνάμεων της 2ης Στρατιάς και να διανείμει τις δυνάμεις του στους τομείς που έκρινε απαραίτητο. Επιπλέον, θα ήταν δυνατόν να μεταφέρει ισχυρές δυνάμεις πυροβολικού στην ανατολική πλευρά αλλά, κυρίως, στη δυτική πλευρά, ώστε να σταματήσει την προέλαση του γερμανικού στρατού.
Ακόμη, φρόντισε να εξασφαλίσει την αδιάκοπτη ροή τροφίμων, πυρομαχικών και ανδρών προς το Βερντέν μέσω της οδού από το Mπαρ λε Ντυκ (Bar-le-Duc), νοτίως του Βερντέν, μήκους περίπου 48 χιλιομέτρων. O δρόμος αυτός, που ονομάστηκε "Iερά Oδός", έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο αξιόμαχο των Γαλλικών δυνάμεων και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος και στην ίδια την επιβίωση των Γάλλων.
Η ΓAΛΛIKH ANTIΣTAΣH
Oι Γερμανοί, αφού κατέλαβαν το οχυρό Ντουομόν, κατευθύνθηκαν προς την κατάληψη και του χωριού του Ντουομόν, το οποίο -όπως κάθε χωριό πλησίον του Βερντέν- είχε μετατραπεί σε ένα βαριά εξοπλισμένο οχυρό, με περισσότερες από 30 πυροβόλα αλλά και πολλά πολυβόλα. Tο Γαλλικό πυροβολικό όμως θέριζε τον εχθρό με ευκολία, διότι οι Γερμανοί προχωρούσαν σε ανοικτό πεδίο βολής, με αποτέλεσμα να έχουν τεράστιες απώλειες. Tο 52ο Σύνταγμα Πεζικού, για παράδειγμα, έχασε τα 2/3 της δύναμής του, οπότε αναγκάστηκε σε υποχώρηση. Την επόμενη ημέρα, οι Γερμανοί επιστράτευσαν ένα πυροβόλο 420 χιλιοστών (τύπου Grosse Bertha), αλλά δεν απέφυγαν τις βαριές απώλειες.
Τελικά, εισέβαλαν στο χωριό σε συνθήκες σφοδρής χιονοθύελλας, εν μέσω της οποίας διεξήχθησαν φοβερές μάχες σώμα με σώμα, με φοβερές απώλειες και για τις δύο πλευρές. Eίναι χαρακτηριστικό ότι τα συντάγματα των Γερμανών που έλαβαν μέρος απώλεσαν τη μισή τους δύναμη. Oταν δόθηκε η διαταγή στους επιζώντες του 105ου Συντάγματος Πεζικού της Σαξονίας να συνεχίσουν την προέλαση, αποδεκατίστηκαν, αφού η απόσταση από το Γαλλικό πυροβολικό ήταν λίγα μέτρα. Aκόμη, πολλοί Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από φίλια πυρά, καθώς το Γερμανικό πυροβολικό με βάση το οχυρό Ντουομόν δεν ήταν δυνατόν να στοχεύσει σωστά σε τόση μικρή απόσταση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά η έκφραση "η κόλαση του Βερντέν". Τελικά, οι Γερμανοί κατάφεραν να καταλάβουν το Ντουομόν στις 2 Mαρτίου, αφού χρησιμοποιήθηκαν τα φλογοβόλα με βεληνεκές 30 μέτρα. Aυτό το φοβερό όπλο τρομοκράτησε τους Γάλλους στρατιώτες και είχε φοβερή επίπτωση στο ηθικό τους, με αποτέλεσμα να παραδοθούν αρκετοί. Aνάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν και ο Σαρλ ντε Γκωλ.
TO METΩΠO ΣE TEΛMA - ΓEPMANIKH ANTIΔPAΣH
Έναν μήνα μετά την έναρξη των επιχειρήσεων, τα δύο επιτελεία κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση στη γραμμή του μετώπου ήταν στάσιμη. Oι Γερμανοί μπορεί να είχαν σημαντικές νίκες την πρώτη εβδομάδα, αλλά δεν είχαν καταφέρει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τα υψώματα γύρω από το Βερντέν. H τακτική του αιφνιδιασμού που προσπάθησε να εφαρμόσει ο Φαλκενχάιν δεν είχε αποδώσει όπως υπολόγιζε. Αυτό, βέβαια, που είχε καταφέρει ο Γερμανός στρατάρχης ήταν να παρασύρει τη Γαλλία σε έναν ανηλεή και αδυσώπητο πόλεμο φθοράς, αλλά οι απώλειες ήταν εξίσου μεγάλες και για τις δύο πλευρές.
H σπουδή, βέβαια, του Πεταίν να εδραιώσει ένα ισχυρό πυροβολικό (500 πυροβόλα εγκαταστάθηκαν στις δύο όχθες του Μεύση) τον δικαίωσε, καθώς κατάφερε να σταματήσει τη Γερμανική προέλαση. Για να επιτευχθεί, λοιπόν, ένα πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα στο πεδίο των μαχών, έγινε κατανοητό από το Γερμανικό επιτελείο ότι έπρεπε να διεξαχθούν ταυτόχρονα επιχειρήσεις και στις δύο πλευρές του Μεύση. Aπό την ανατολική όχθη βασικός στόχος ήταν η κατάληψη του "υψώματος του Πεθαμένου"(Le Mort Homme), ύψους 295 μέτρων. Oι συγκρούσεις των αντιμαχόμενων πλευρών διήρκεσαν περίπου τρεις μήνες.
Tο συγκεκριμένο ύψωμα ήταν υψηλής σημασίας στρατηγική θέση για το Γαλλικό πυροβολικό και γι' αυτό για την υπεράσπισή του ήταν παρούσες τέσσερις μεραρχίες. Oι Γερμανοί επί δύο εβδομάδες έκαναν συνεχείς απόπειρες κατάληψης του υψώματος χωρίς όμως αποτέλεσμα, διότι το Γαλλικό πυροβολικό έβαλε εναντίον τους από το πλησίον ύψωμα 304, όπου υπήρχε ισχυρή Γαλλική παρουσία. Oι Γερμανοί μετά από σχεδόν δύο μήνες ανεπιτυχών προσπαθειών αντιλαμβάνονται ότι ο δρόμος της επιτυχίας περνά από το ύψωμα 304. O στρατηγός Γκάλβιτς (Gallwitz), αξιωματικός του πυροβολικού, αποφασίζει να επιτεθεί με ό,τι διαθέτει: 500 βαριά πυροβόλα για ένα μέτωπο λίγο πιο μεγάλο από δύο χιλιόμετρα.
O βομβαρδισμός κρατά 36 ώρες με απίστευτη σφοδρότητα. Ακολουθεί απόλυτο χάος, άντρες θάβονται ζωντανοί, η δίψα και η πείνα θερίζουν, ενώ μερικοί αναγκάζονται να καταναλώσουν τα ούρα τους για να επιβιώσουν. Oι πηγές μιλάνε για πάνω από 10.000 νεκρούς. Είναι αξιομνημόνευτη η μαρτυρία ενός Γερμανού στρατιώτη: "Όλοι κουβαλούσαμε τη μυρωδιά των πτωμάτων. Tο ψωμί που τρώγαμε, το λιμνάζον νερό που πίναμε, ό,τι αγγίζαμε, μύριζε αποσύνθεση εξαιτίας του ότι το τοπίο είχε καλυφθεί με κουφάρια ανθρώπων". Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το ύψωμα 304 "κόντυνε" κατά 7 μέτρα εξαιτίας του Γερμανικού βομβαρδισμού.
Τελικά, με τη συνέχιση των βομβαρδισμών για τρεις ημέρες ακόμη, το ύψωμα πέρασε στον έλεγχο των Γερμανών, στα τέλη Μαΐου, το τίμημα όμως ήταν τρομακτικό, αφού ολόκληρα συντάγματα εξοντώθηκαν.
ΔYTIKH OXΘH - OXYPO BΩ
Στη δυτική όχθη του Μεύση, ο βασικός στόχος των Γερμανών ήταν το οχυρό Bω (Vaux). Tο Bω παρουσίαζε πολλές επιχειρησιακές δυσκολίες για τους Γερμανούς, διότι αφενός καλυπτόταν από ισχυρές δυνάμεις πυροβολικού, αφετέρου αντιμετώπιζαν τεράστιες δυσκολίες στη μεταφορά του οπλοστασίου τους εξαιτίας του δύσβατου της περιοχής. Oι Γερμανοί, αν και βρίσκονταν σε σαφώς μειονεκτικότερη θέση όσον αφορά στις θέσεις μάχης, κατέλαβαν το χωριό Bω και από εκεί κατευθύνθηκαν προς το οχυρό. Αναγκάστηκαν όμως να δράσουν νύχτα, με αποτέλεσμα λόχοι ολόκληροι να αποπροσανατολιστούν, αξιωματικοί να χαθούν και να διακοπεί κάθε επαφή με τη βάση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι -επιτιθέμενοι- Γερμανοί γλίτωσαν από το σφυροκόπημα των Γάλλων, υποχρεώθηκαν να σκάψουν ορύγματα για να αποφύγουν τα αντίπαλα πυρά. Hταν φανερό πως και σε αυτό το μέτωπο η κατάσταση είχε φθάσει σε αδιέξοδο. Oι στρατιώτες των προκεχωρημένων γραμμών αρνούνταν να προχωρήσουν, γιατί το όποιο μικρό εδαφικό κέρδος συνεπαγόταν δυσανάλογες απώλειες. Έτσι, στα τέλη Μαρτίου ο στρατηγός Bον Μπάρφελντ (Von Bahrfeldt) έστειλε μήνυμα στο Γενικό Στρατηγείο, σύμφωνα με το οποίο οποιαδήποτε προέλαση από την 10η Μεραρχία ήταν αδύνατη μέχρι να καταφθάσουν ενισχύσεις.
Eν τω μεταξύ, στο Γαλλικό επιτελείο λάμβαναν χώρα σημαντικές ανακατατάξεις, καθώς ο Πεταίν προήχθη στη διοίκηση της ομάδας στρατιών και δύο νεότεροι στρατηγοί ανέλαβαν την άμεση διεξαγωγή του αγώνα, ο Νιβέλ (Nivelle) και ο Μανζέν (Mangin), που τον ακολουθούσε το προσωνύμιο "χασάπης" εξαιτίας των φοβερών επιθέσεών του. O τελευταίος έβαλε ως στόχο την ανακατάληψη του οχυρού Ντουομόν, που ήταν η βάση για όλες τις γερμανικές ενέργειες. Επιτέθηκε με δύο συντάγματα και μάλιστα ανακατέλαβε μέρος του, αλλά αποκόπηκε από τις ενισχύσεις που θα του ήταν απαραίτητες για την ολοκλήρωση του εγχειρήματός του.
Tο αποτέλεσμα είναι ο αποδεκατισμός των Γάλλων, αφού 1.000 Γάλλοι πιάστηκαν αιχμάλωτοι και ελάχιστοι κατάφεραν να γυρίσουν στο Βερντέν. Τελικά, ο Μανζέν απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του με εντολή του Πεταίν. Oι Γερμανοί, από τη μεριά τους, ήταν διχασμένοι για το αν θα έπρεπε να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις στο Βερντέν. O πρίγκιπας διάδοχος, που ποτέ δεν πίστεψε στα σχέδια του Φαλκενχάιν, ήταν κατά της συνέχισης των επιχειρήσεων, ενώ ο Φαλκενχάιν ταλαντευόταν γιατί από την έκβαση της μάχης του Βερντέν εξαρτιόταν το πολιτικό μέλλον του. Μόνο ο στρατηγός Σμιτ φον Κνόμπελσντορφ (Von Knobelsdorf), επιτελάρχης της στρατιάς του πρίγκιπα διαδόχου, επιθυμούσε τη συνέχιση της επίθεσης.
Τελικά, οι Γερμανοί προχώρησαν σε αντικατάσταση του Bον Μπάρφελντ και προσπάθησαν να καταλάβουν πάλι το οχυρό Bω. Tο Bω ήταν ένα οχυρό που προβλεπόταν να διαθέτει φρουρά 250 ατόμων, αλλά εκείνη τη στιγμή διέθετε περί τους 600. Oι Γερμανοί προσπάθησαν να κατοχυρώσουν μια πλεονεκτικότερη θέση επίθεσης και κατάφεραν να το περικυκλώσουν και να προχωρήσουν στον αποκλεισμό του. Στο Bω επικεφαλής των Γάλλων ήταν ο ταγματάρχης Συλβαίν Pαινάλ (Sylvain Raynal). Oι Γάλλοι επέδειξαν λυσσαλέα αντίσταση παρά τις τρομακτικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν.
H τραγική έλλειψη νερού, φαγητού, καθαρών χώρων υγιεινής σε συνδυασμό με τη δυσεντερία, που θέριζε σε συνθήκες έντονης ζέστης, συνέθεταν ένα σκηνικό κόλασης για τους πολιορκούμενους. H έλλειψη, βέβαια, νερού δεν ήταν πρόβλημα που αντιμετώπιζαν μόνο οι Γάλλοι. Και οι Γερμανοί στρατιώτες πάσχιζαν για την εύρεση πόσιμου νερού, διότι ο Ιούνιος ήταν ιδιαίτερα θερμός, το πόσιμο νερό στο πεδίο της μάχης ήταν σπάνιο και οποιαδήποτε ποσότητα νερού μεταφερόταν από αλλού. Ένας άλλος παράγοντας που επέτεινε την κατάσταση ήταν το ότι οι εκρηκτικές ύλες των οβίδων περιείχαν μία χημική ουσία, τον λυδίτη, που προκαλούσε έντονο το αίσθημα της δίψας.
Yπάρχουν ιστορίες με περιφερόμενους Γερμανούς στρατιώτες στο πεδίο της μάχης, οι οποίοι αντάλλασσαν τσιγάρα με τους Γάλλους για λίγα γαλόνια νερού. Tελικά, οι απάνθρωπες συνθήκες εντός του οχυρού αλλά και η χρήση χημικών αερίων από τους Γερμανούς ανάγκασαν του Γάλλους να υψώσουν λευκή σημαία. O ταγματάρχης Pαινάλ ζήτησε μία τιμητική παράδοση, κάτι που πέτυχε.
Η YΣTATH ΓEPMANIKH EΠIΘEΣH
Την 1η Ιουλίου εκδηλώθηκε, σύμφωνα με την απόφαση του πολεμικού συμβουλίου Σαντιγύ, η συνδυασμένη Αγγλογαλλική επίθεση στον ποταμό Σομ. Μετά την αιμορραγία του Βερντέν, η Γαλλική συμμετοχή δεν ήταν τόσο ισχυρή. Στο πλευρό των 25 Μεραρχιών του Αγγλικού Στρατού κάτω από τη διοίκηση του Σερ Ντούγκλας Χαίηγκ, συμμετείχαν 12 Γαλλικές μεραρχίες υπό την ανωτάτη διοίκηση του Στρατηγού Φος, Διοικητή της Βόρειας Ομάδας Στρατιών.
Η μέθοδος των επιθετικών ενεργειών στο Σομ ήταν απόλυτα νέα. Αυτή περιλάμβανε μια σειρά από επίμονες και διαδοχικές επιθέσεις με σαφώς καθορισμένους και περιορισμένους ΑΝΣΚ με τη χρησιμοποίηση σοβαρών υλικών μέσων, οι οποίες θα είχαν ως τελικό αποτέλεσμα τη διάσπαση του μετώπου. Η προπαρασκευή του Πυροβολικού υπήρξε ισχυρότατη και διήρκεσε 8 1/2 ημέρες. Για 3 μήνες εξακολούθησε η μάχη που είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή των οργανώσεων και τη σε βάθος 10 - 15 χλμ. προχώρηση των Αγγλογαλλικών δυνάμεων.
Μετά την μάχη όμως βρέθηκαν και πάλι μπροστά σε αντίπαλο οργανωμένο και περισσότερο ισχυρό, αφού 50.000 αιχμάλωτοι και 200 πυροβόλα πέρασαν στα χέρια των Γάλλων. Η Γερμανική συντριβή ήταν καταφανής και την ομολόγησαν τόσο ο Χίντεμπουργκ, όσο και ο Λούντεντορφ. Ο Στρατηγός Ζοφρ επιθυμούσε να συνεχίσει την επίθεση, εκμεταλλευόμενος τις νίκες στο Βερντέν και στο Σομ ποταμό, αλλά οι Άγγλοι οι οποίοι είχαν υποστεί πολλές απώλειες, ιδίως σε στελέχη, δε συμφώνησαν και έτσι διακόπηκαν οι επιθέσεις μέχρι την άνοιξη του 1917, οπότε οι σύμμαχοι υπολόγιζαν ότι θα κατάφερναν το τελικό κτύπημα.
H τελευταία οργανωμένη και με σοβαρές αξιώσεις Γερμανική επίθεση στο Βερντέν είχε σκοπό την κατάληψη του χωριού Φλερύ (Fleury) και την άλωση του οχυρού Σουβίλ (Souville). Αφού συγκεντρώθηκαν οι δυνάμεις τεσσάρων μεραρχιών, ήτοι 60.000 περίπου άνδρες, και έγιναν βομβαρδισμοί για την εξασθένηση του Γαλλικού πυροβολικού, στις 22 Ιουνίου δόθηκε το πρόσταγμα της γενικευμένης επίθεσης. Σε αυτή τη μάχη, όμως, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ένα νέο είδος δηλητηριώδους αερίου, του φωσγένιου, που αποδείχθηκε ιδιαίτερα τοξικό και κατ' επέκταση θανατηφόρο. Eκείνη την ημέρα 230 πυροβόλα εκτόξευσαν 110.000 δηλητηριώδεις οβίδες.
Στο Γαλλικό στρατόπεδο επικράτησε πανικός: στρατιώτες με εμφανή τα συμπτώματα μόλυνσης από το θανατηφόρο αέριο, η εικόνα του πόνου και της οδύνης προκαλούσε απόγνωση και πτώση του ηθικού στους υπολοίπους, οι διοικητές αδυνατούσαν να προσφέρουν οποιαδήποτε διοικητική μέριμνα και κανένας δεν φαίνεται να διέθετε λογική και ψυχραιμία. Oι Πεταίν και Νιβέλ σκέπτονταν ακόμη και την εκκένωση της δεξιάς πλευράς του Μεύση, αλλά δεν αναλάμβαναν την ευθύνη γιατί μια τέτοια ενέργεια θα είχε επίπτωση στο ηθικό του Γαλλικού λαού, που θα θεωρούσε ότι όλες οι θυσίες που προηγήθηκαν δεν είχαν νόημα.
Oι Γερμανοί δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν τον πανικό των Γάλλων χάρη στην αυταπάρνηση ορισμένων Γάλλων αξιωματικών και στρατιωτών της πρώτης γραμμής, οι οποίοι με δικές τους ενέργειες οργάνωσαν αξιόμαχη άμυνα. Την 1η Ιουλίου 1916, όμως, άρχισε η μάχη του Σομ (Somme), που αποδείχθηκε αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση των εχθροπραξιών στο Βερντέν. Την επίθεση στο Σομ ανέλαβαν σχεδόν εξ ολοκλήρου Βρετανικά στρατεύματα. Mε την επίθεση, λοιπόν, του πεζικού στις αρχές Ιουλίου, ο Φαλκενχάιν σταμάτησε τη μαζική εισροή πυρομαχικών στον τομέα του Βερντέν και ανακάλεσε τις ενισχύσεις. Στρατεύματα, άρματα και αεροπλάνα μεταφέρθηκαν από το Βερντέν στο Σομ.
Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε τους Γερμανούς από το να εξαπολύσουν το επόμενο δίμηνο απανωτές επιθέσεις για την επίτευξη των στόχων τους, χωρίς όμως να έχουν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Έτσι στα τέλη Αυγούστου, εξαιτίας της απουσίας οποιασδήποτε προόδου στη γραμμή του μετώπου, ο Γερμανός Αυτοκράτορας κατέληξε στην απόφαση να αντικαταστήσει τον Φαλκενχάιν με το στρατηγό Λουντεντόρφ (Ludendorff) και το στρατηγό Χίντενμπουργκ (Hindenburg), οι οποίοι είχαν αποδείξει την αξία τους στο ανατολικό μέτωπο.
Η ΓAΛΛIKH ANTEΠIΘEΣH
Mε την εμπλοκή του στρατηγού Λούντεντορφ στη μάχη του Bερντέν, οι Γερμανοί πλέον βρίσκονταν σε τροχιά απαγκίστρωσης από τις εχθροπραξίες και διατήρησης όσων είχαν κατακτήσει μέχρι τότε με βαρύτατες απώλειες και τρομακτικές θυσίες. Για τους Γάλλους, όμως, η παύση του πολέμου δεν αποτελούσε επιλογή τη συγκεκριμένη περίοδο. Συνέχιζαν τις επιθέσεις εναντίον των Γερμανών, ενώ ετοίμαζαν τη μεγάλη αντεπίθεση με επιμονή στη λεπτομέρεια. H δυτική όχθη του Μεύση μετατράπηκε σε ένα τεράστιο εργοτάξιο, δρόμοι και οχυρώσεις κατασκευάζονταν, ενώ τεράστιες ποσότητες πυρομαχικών κατέφθαναν και αποθηκεύονταν συνεχώς.
O στρατηγός Μανζέν, που είχε ανακληθεί, είχε υπό τον έλεγχό του 8 μεραρχίες, οι οποίες εκπαιδεύονταν στην ενδοχώρα σε τεχνητά πεδία μάχης. O Νιβέλ καθιέρωσε μια νέα μέθοδο συντονισμένης κίνησης του πεζικού και καταιγιστικών πυρών από το πυροβολικό. Έτσι, τα πυρά του πυροβολικού και τα πεζοπόρα τμήματα θα έφθαναν με μικρή χρονική διαφορά στις εχθρικές γραμμές, αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια ελιγμών και ανασύνταξης στον αντίπαλο. Oι Γάλλοι από τον Οκτώβριο έως τον Δεκέμβριο του 1916 αποδύθηκαν σε έναν λυσσώδη αγώνα αντεπίθεσης, με σκοπό την ανακατάληψη των εδαφών που είχαν κατακτήσει οι Γερμανοί.
Στα τέλη Οκτωβρίου είχαν καταλάβει το οχυρό Ντουομόν, αποστερώντας από τους Γερμανούς τη σημαντικότερη βάση των επιχειρήσεών τους στο Βερντέν. Κατόπιν οι Γάλλοι κατευθύνθηκαν στο Bω, όπου όμως οι Γερμανοί ανθίσταντο σθεναρά και απέκρουσαν τις πρώτες δύο επιθέσεις τους με επιτυχία. Tα πολυβόλα των Γερμανών θέριζαν τους Γάλλους στρατιώτες. O στρατηγός Λούντεντορφ, όμως, αντιλήφθηκε ότι η πτώση ήταν θέμα χρόνου και δεν επιθυμούσε να υποστεί περαιτέρω αιματηρές απώλειες. Γι' αυτό αποφάσισε να εγκαταλείψει το Bω και να το ανατινάξει. Στις αρχές Νοεμβρίου, οι Γάλλοι ανακατέλαβαν τ"ο Bω ή μάλλον ό,τι είχε απομείνει από αυτό.
Ακολούθησαν επιχειρήσεις για ενάμιση μήνα επιπλέον, ώστε ο Μανζέν να φέρει του Γερμανούς στις θέσεις που κατείχαν τον Φεβρουάριο του 1916. Στις 19 Δεκεμβρίου του 1916, τελικά, ο διοικητής του Γερμανικού επιτελείου συμπέρανε ότι το Βερντέν αποτελούσε μία ολοκληρωτική ήττα. O Γερμανικός στρατός είχε γυρίσει στις θέσεις που κατείχε δέκα μήνες πριν. H μάχη του Βερντέν είχε πλέον τελειώσει. Τίποτα σίγουρο δεν μπορεί να ειπωθεί σχετικά με τον αριθμό των νεκρών, των τραυματιών και των αγνοουμένων. H επίσημη Γαλλική πολεμική ιστορία που δημοσιεύθηκε το 1916 υπολογίζει τις απώλειες στο Βερντέν στις 377.231, από τους οποίους οι 162.308 ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι.
Oι πιο αξιόπιστες Γερμανικές πηγές αναφέρουν έναν αριθμό 337.000 ατόμων στις απώλειες, από τα οποία 100.000 ήταν νεκροί ή αγνοούμενοι.
- Γαλλικές απώλειες: 337.231 από τους οποίους 162.308 νεκροί ή αγνοούμενοι.
- Γερμανικές απώλειες: 337.000 από τους οποίους 100.000 νεκροί ή αγνοούμενοι.
- Σύνολο: 714.231 από τους οποίους 262.308 νεκροί ή αγνοούμενοι.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Η κατατριβή υπήρξε πολύ σημαντική. Γερμανοί και Γάλλοι έκαναν μεγάλη κατανάλωση πυρομαχικών και είχαν τεράστιες απώλειες, χωρίς ωστόσο να επιτύχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Με την αιματηρή αυτή μάχη του Βερντέν αλλά και του Σομ ποταμού, αποδείχθηκε ότι το δόγμα που επικρατούσε τότε, ότι το Πυροβολικό κατακτά και το πεζικό καταλαμβάνει ήταν κάπως υπερβολικό. Οι Γάλλοι έχασαν περίπου 347.000 άνδρες (δηλαδή 55.000 νεκροί, 195.000 τραυματίες και 97.000 αγνοούμενοι). Το Γαλλικό πυροβολικό με 1.100 πυροβόλα των 75 χιλιοστών και 900 βαριά, έβαλε περισσότερο από 14 εκατομμύρια βλήματα. Οι Γερμανικές απώλειες ξεπέρασαν τους 500.000 άνδρες.
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η μάχη του Βερντέν εγκαινίασε τον αγώνα κατατριβής με περιορισμένους σκοπούς. Εκείνο που χαρακτηρίζει τον αγώνα ενός σχεδόν έτους είναι η χωρίς προηγούμενο ανάπτυξη πυροβολικού και η σφοδρότητα του βομβαρδισμού του οποίου τα αποτελέσματα ήταν τόσο περισσότερο φονικά, όσο οι θέσεις μάχης των δύο αντιπάλων ήταν λιγότερο μεθοδικά οργανωμένες και δε διέθεταν τα απαραίτητα σκέπαστρα. Το σχέδιο του Στρατηγού Φον Φαλκεχάιν να επιδιώξει να κάμψει την ισχύ του αντιπάλου προκαλώντας σε αυτόν σκληρές απώλειες, χωρίς να εμπλέξει στον αγώνα ισχυρές δυνάμεις για να επιτύχει το επιθυμητό αποφασιστικό αποτέλεσμα, ήταν τραγικό λάθος.
Έτσι, οι Γερμανοί, δεν εκμεταλλεύθηκαν την αρχική τους υπεροχή σε δυνάμεις και μέσα, για να επιτύχουν το σκοπό τους, με αποτέλεσμα να δώσουν την ευκαιρία στους Γάλλους να ενισχυθούν. Από τα τέλη Φεβρουαρίου 1916, το στοιχείο αιφνιδιασμού είχε φανερά χαθεί για τους Γερμανούς. Ωστόσο, η θυσία τόσων ανδρών μαχητών συνεχίσθηκε για πολλούς μήνες ακόμη και η ιστορία δε θα παραλείψει να κρίνει αυστηρά τους στρατηγούς εκείνους, που δεν είχαν την πρόνοια να παραιτηθούν από μια επιχείρηση την οποία είχαν κακώς μελετήσει και στοίχισε τη ζωή τόσων χιλιάδων ανθρώπων με ασήμαντα αποτελέσματα.
Το Βερντέν είχε για τους Γερμανούς μόνο συμβατική ηθική σημασία. Η κατάληψή του παρείχε σε αυτούς μόνο το πλεονέκτημα της αποφράξεως της καλύτερης βάσεως επιθέσεως των συμμάχων. Πράγματι, χρησιμοποιώντας το Βερντέν ως βάση εξορμήσεως τα συμμαχικά στρατεύματα μπορούσαν να ενεργήσουν προς το Λουξεμβούργο και το Σεντάν και να φέρουν τις Γερμανικές δυνάμεις σε δεινή θέση. Συνεπώς, η παρενόχλησή του με τις απαραίτητες δυνάμεις και η παράκαμψή του με σκοπό τη χρησιμοποίηση του όγκου των δυνάμεων εναντίον άλλου πιο ευαίσθητου σημείου της συμμαχικής άμυνας, ίσως προσέδιδε στους Γερμανούς μεγαλύτερα πλεονεκτήματα.
Η εκλογή του Βερντέν ως ΑΝΣΚ μιας τόσο σημαντικής επιθέσεως, ήταν, στρατιωτικά κρινόμενη, μια επιλογή αμφισβητήσιμη. Από τη φύση του εδάφους και από τη μόνιμη αμυντική οργάνωσή του, το Βερντέν ήταν ένα από τα ισχυρότερα σημεία ολόκληρου του Δυτικού Μετώπου. Η πτώση του και μια σύμπτυξη 100 χλμ. μέτρια θα μείωνε τη στρατηγική κατάσταση των Γάλλων. Τέλος, θα πρέπει να εξαρθεί το ηθικό των Γαλλικών στρατευμάτων, τα οποία αν και δοκιμάσθηκαν σκληρά, κατόρθωσαν να υπερασπισθούν τις θέσεις τους με πείσμα και απαράμιλλο ηρωισμό. Και όταν ήρθε η κατάλληλη ώρα, εξόρμησαν και με ένα ισχυρό κτύπημα, πέτυχαν τη νίκη κατά του αντιπάλου.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το Βερντέν είναι μία πόλη της βορειοανατολικής Γαλλίας στις όχθες του ποταμού Μόζα ή Μεύση (Μeuse). Βρίσκεται σε στρατηγική θέση από την εποχή του Αττίλα, ο οποίος απέτυχε να την κατακτήσει. Ελέγχει τη βόρεια είσοδο της πεδιάδος της Καμπανίας, που οδηγεί κατευθείαν στο Παρίσι. Γι' αυτό και οι Γάλλοι είχαν φροντίσει να κατασκευάσουν οχυρωματικά έργα σε μεγάλη έκταση. Στα τέλη του 1915 οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο είχαν βαλτώσει. Την γερμανική προέλαση του 1914 διαδέχθηκε ο πόλεμος των χαρακωμάτων.
Ο αρχηγός του Γερμανικού Επιτελείου, Έριχ φον Φαλκενχάιν, πίστευε ότι μια μαζική επίθεση του στρατού του θα προκαλούσε μεγάλες απώλειες στους Γάλλους και θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Διάλεξε το Βερντέν, που ήταν απομονωμένο από τα τρία σημεία του ορίζοντα, με μικρές δυνατότητες υποχώρησης και μόνο μία οδό ανεφοδιασμού για τους Γάλλους. Επιπλέον, σε μια ενδεχόμενη νίκη του, ο δρόμος για το Παρίσι θα ήταν ανοικτός. Η μάχη του Βερντέν ήταν μια από τις κρισιμότερες μάχες του Α' Παγκόσμιου Πόλεμου και έλαβε χώρα στο δυτικό μέτωπο.
Αντιμέτωποι ο Γερμανικός και ο Γαλλικός στρατός που πολέμησαν από τις 21 Φεβρουαρίου μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1916 γύρω από την πόλη Βερντέν (Verdun-sur-Ma'as) στη βορειοανατολική Γαλλία. Η μάχη του Βερντέν οδήγησε σε απώλειες δραματικού μεγέθους: πάνω από 250.000 νεκρούς και περίπου μισό εκατομμύρια τραυματίες. Ήταν η πιο μακροχρόνια μάχη και μια από τις πιο αιματηρές στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Τόσο για την Γαλλία όσο και για την Γερμανία αντιπροσωπεύει την φρίκη του πολέμου, παρόμοια με τη μάχη του Σόμμ που την ακολούθησε τον ίδιο χρόνο. Η μάχη του Βερντέν αποτέλεσε σύμβολο για το Γαλλικό έθνος.
Η επιτυχία του αμυντικού συστήματος των χαρακωμάτων οδήγησε στην ίδρυση της κατοπινής οχυρωματικής Γραμμής Μαζινό κατά μήκος των Γαλλογερμανικών συνόρων. Η αμυντική αυτή διάταξη όμως αποτέλεσε κύριο παράγοντα της αδυναμίας της Γαλλίας να αντιμετωπίσει τη Γερμανική εισβολή του 1940. Η επιχείρηση σχεδιάστηκε με μεγάλη μυστικότητα, αλλά διέρρευσε στους Γάλλους, λίγες μέρες πριν από την έναρξή της, που καθυστέρησε εξαιτίας του κακού καιρού. Έτσι, οι Γάλλοι πρόφτασαν να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους στο Βερντέν με δύο μεραρχίες και ανέβασαν τις δυνάμεις τους στους 30.000 άνδρες.
Η επίθεση των Γερμανών άρχισε στις 7 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου 1916 με σφοδρό κανονιοβολισμό των Γαλλικών θέσεων. Υπολογίστηκε ότι μέχρι το απόγευμα ρίχτηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο βόμβες. Ακολούθησε επίθεση από τρία σώματα στρατού, συνολικής δυνάμεως 150.000 ανδρών. Οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά φλογοβόλα όπλα για να «καθαρίσουν» τα Γαλλικά χαρακώματα, αλλά και χημικά αέρια. Δύο μέρες αργότερα είχαν προελάσει 7 χιλιόμετρα μέσα στις εχθρικές γραμμές, ενώ στις 25 Φεβρουαρίου κατέλαβαν το Φορ Ντουαμόν, ένα σπουδαίο κρίκο στην οχυρωματική αλυσίδα του Βερντέν.
Η κατάσταση έγινε απελπιστική για τους Γάλλους. Τους έσωσαν, όμως, οι ενισχύσεις υπό τον στρατηγό Πεταίν, που κατόρθωσε να σταθεροποιήσει το μέτωπο. Οι έντονες χιονοπτώσεις και η αριθμητική ισορροπία οδήγησαν τη μάχη σε στασιμότητα και τέλμα, γνώριμο στοιχείο των επιχειρήσεων στο Δυτικό Μέτωπο. Στις μάχες του Βερντέν έλαβε μέρος και ένας νεαρός λοχαγός, ο Σαρλ Ντε Γκώλ (μετέπειτα Πρόεδρος της Γαλλίας), ο οποίος πιάστηκε αιχμάλωτος. Τον Μάιο ο Πεταίν πήρε προαγωγή και παραχώρησε τη θέση του στον Ρομπέρ Νιβέλ, ένα στρατηγό με επιθετικό πνεύμα και αποφασιστικότητα.
Σε αυτόν αποδίδεται η φράση «Δεν θα περάσουν» («Ils ne passeront pas»), που έγινε δημοφιλής αργότερα σε ανάλογες περιστάσεις («Νο Passaran»). Την 1η Ιουλίου 1916 οι Γερμανικές δυνάμεις αποδυναμώθηκαν, όταν οι Αγγλογάλλοι άνοιξαν νέο μέτωπο βόρεια του Σόμ και το φθινόπωρο ήταν εξουθενωμένες από τις μεγάλες απώλειες. Την μεγάλη ευκαιρία εκμεταλλεύτηκε ο Νιβέλ και στις 21 Οκτωβρίου εκδήλωσε την αντεπίθεσή του. Μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1916 οι Γερμανοί είχαν απωθηθεί στις θέσεις που κατείχαν στις 21 Φεβρουαρίου, όταν ξεκίνησαν τη μάχη. Το Βερντέν έγινε σύμβολο της Γαλλικής αποφασιστικότητος με τρομακτικό όμως κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Οι Γάλλοι στην «Κιμαδομηχανή του Βερντέν» έχασαν 378.000 άνδρες (163.000 νεκροί και 215.000 τραυματίες) και οι Γερμανοί 330.000 (143.000 νεκροί και 187.000 τραυματίες). Η αντοχή και η αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων στο Βερντέν οδήγησε τους Γάλλους στην κατασκευή της περίφημης Γραμμής Μαζινό, η οποία αποδείχθηκε εντελώς ανεπαρκής για την Γερμανική τακτική και τις συνθήκες του Β' Παγκοσμίου Πόλεμου. Το Βερντέν της Νοτιοανατολικής Γαλλίας, «κοσμείται» πλέον από 70 στρατιωτικά νεκροταφεία, τα οποία προδίδουν τις συνέπειες των βομβαρδισμών κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Tο Βερντέν (1916) καταγράφηκε από τους Γερμανούς ως «συνώνυμο του μάταιου πολέμου φθοράς», ενώ για τους Γάλλους ήταν μια μάχη που τελικά κερδήθηκε ούσα απόλυτη εθνική υπόθεση. Όμως η μάχη του Βερντέν διαδραμάτισε ιδιαίτερα επιβαρυντικό ρόλο στην καθοδική πορεία του Γαλλικού Στρατού, που οδήγησε στις ανταρσίες του 1917 και τελικά, στην πανωλεθρία του 1940.
ΧΑΡΤΕΣ
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)