Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Ο Περικλής

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο Περικλής (495-429 π.Χ.), (από τις λέξεις περί και κλέος, δηλαδή o περιτριγυρισμένος από δόξα, περίδοξος) ήταν αρχαίος Έλληνας πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και συγκεκριμένα της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού Πολέμου. Η δύναμη, η δόξα και η φήμη που χάρισε στην αρχαία Αθήνα, δικαιώνουν απόλυτα το χαρακτηρισμό του Χρυσού Αιώνα. Η εποχή στην οποία ήταν κύριος της πολιτικής ζωής της αρχαίας Αθήνας, δηλαδή 461-429 π.Χ., ονομάζεται μέχρι σήμερα «Εποχή του Περικλή».

Ο Περικλής εκμεταλλεύτηκε τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων επί των Περσών και την άνοδο της ναυτικής δύναμης της Αθήνας για να μετατρέψει τη Δηλιακή Συμμαχία σε «Αθηναϊκή Ηγεμονία», οδηγώντας την πόλη του στη μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας της κατά την περίοδο των 14 συνεχόμενων ετών που εκλεγόταν στο αξίωμα του Στρατηγού. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι επεκτατικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησε στη διάρκεια της κυριαρχίας του είχαν σαν κύριο στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Αθήνας. Τις επιχειρήσεις αυτές διεξήγαγε με τη βοήθεια του πανίσχυρου αθηναϊκού ναυτικού, που άρχισε να δυναμώνει την εποχή του Θεμιστοκλή κι αργότερα του Κίμωνα, γιου του Μιλτιάδη. Ωστόσο ήταν στην εποχή του Περικλή που έφτασε στην απόλυτη ακμή του, αποτελώντας τον κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής υπερδύναμης. Ο Περικλής ήταν ηγέτης της Αθήνας μέχρι τα δύο πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ώσπου το 429 π.Χ. πέθανε εξαιτίας του λοιμού που χτύπησε την πόλη του.

Υπήρξε μέγας προστάτης των τεχνών, της λογοτεχνίας και των επιστημών, και ο βασικός υπεύθυνος για το γεγονός ότι η Αθήνα έγινε το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Επίσης, σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή πολλών από τα σημαντικά μνημεία που κοσμούσαν την αρχαία Αθήνα, με εκείνα της Ακρόπολης να διατηρούν εξέχουσα θέση ανάμεσά τους. Επίσης, υπήρξε μεγάλος υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και ως αποτέλεσμα, στην εποχή του, τέθηκαν οι βάσεις του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού. Η δράση του δεν περιορίστηκε μόνον εκεί, αλλά ως ηγέτης της Αθήνας, με μία σειρά νόμων, υποστήριξε τις λαϊκές μάζες και τις βοήθησε να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα σε βάρος της αριστοκρατικής τάξης στην οποία ανήκε κι ο ίδιος. Ήταν τόσο ανοικτός προς τις ευρύτερες μάζες, που πολλοί τον αποκαλούσαν λαϊκιστή (S. Muhlberger, «Periclean Athens», S. Ruden, «Lysistrata», 80).

Οι φιλοδημοκρατικές του θέσεις αποτυπώνονται καλύτερα στον περίφημο «Επιτάφιο Λόγο» του προς τιμήν των πεσόντων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου, που διασώθηκε από τον ιστορικό Θουκυδίδη, ο οποίος τελευταίος θαύμαζε τόσο πολύ τον Περικλή, που τον αποκαλούσε «πρώτο πολίτη των Αθηνών».

ΝΕΑΝΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Περικλής γεννήθηκε στον Δήμο Χολαργού, βόρεια της Αθήνας, γύρω στο 495 π.Χ.[α] Πατέρας του ήταν ο επίσης πολιτικός και στρατηγός των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., Ξάνθιππος, γνωστός επειδή βοήθησε στην καταδίκη του Μιλτιάδη για την αποτυχημένη αθηναϊκή εκστρατεία εναντίον της Πάρου το 489 π.Χ., για τον οστρακισμό του το 485 π.Χ., και κυρίως για το ότι ηγήθηκε των αθηναϊκών δυνάμεων στη Ναυμαχία της Μυκάλης τον Αύγουστο του 479 π.Χ., όπου οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη εναντίον των Περσών. Μητέρα του ήταν η Αγαρίστη, μέλος της παλαιάς και ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνιδών. Προπάππους της Αγαρίστης ήταν ο τύραννος της Σικυώνας, Κλεισθένης, ενώ θείος της ήταν ο μεγάλος μεταρρυθμιστής του αθηναϊκού πολιτεύματος, Κλεισθένης που επίσης ήταν μέλος της οικογένειας των Αλκμεωνιδών (Encyclopaedia Britannica. 2002).[β]

Σύμφωνα με την αφήγηση του φερόμενου ως «πατέρα της ιστορίας» και συγχρόνου του Περικλή, Ηροδότου («Ιστορίες», VI, 131), καθώς και του ιστορικού Πλουτάρχου («Βίοι παράλληλοι: Περικλής», III), λίγες ημέρες πριν τη γέννηση του μεγάλου πολιτικού, η μητέρα του, Αγαρίστη, είδε στο ύπνο της ένα όνειρο όπου, αντί για παιδί, είχε φέρει στον κόσμο ένα λιοντάρι. Οι υπηρέτριές της, όταν ξύπνησε από το φόβο της, της είπαν πως το όνειρο ήταν καλό σημάδι, γιατί το λιοντάρι αντιπροσώπευε τη δύναμη και τη δόξα. Ωστόσο, πολλοί κωμωδιογράφοι και πολιτικοί του αντίπαλοι αργότερα κορόιδευαν τον Περικλή (V.L. Ehrenberg, «From Solon to Socrates», a239, Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι: Περικλής», III) και συνέδεαν το όνειρο αυτό με το ασυνήθιστο σχήμα του κεφαλιού του, εξαιτίας του οποίου τάχα απεικονιζόταν πάντα στις προτομές φορώντας περικεφαλαία. Εντούτοις, αυτό συνέβαινε απλώς γιατί χαρακτήριζε το αξίωμα του ως Στρατηγού της αθηναϊκής δημοκρατίας (L. Cunningham & J. Reich, «Culture and Values», 73).

Ο Περικλής ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Χάρη στον πλούτο και την υψηλή κοινωνική θέση της οικογενείας του πέρασε ήρεμα νεανικά χρόνια και είχε την τύχη όχι μόνο να ικανοποιήσει την αγάπη του για τη μελέτη (Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», 1952), αλλά και να γνωρίσει και να μαθητεύσει κοντά σε μερικούς από τους πιο ξακουστούς φιλοσόφους της εποχής του, όπως ήταν ο Ζήνων ο Ελεάτης, ιδρυτής της Ελεατικής Φιλοσοφικής Σχολής στην Κάτω Ιταλία, ο Πρωταγόρας, καθώς και ο Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία (M. Mendelson, «Many Sides», 1, Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι: Περικλής», IV) και από το χαρακτήρα του οποίου πιθανώς πήρε την πραότητα και τον αυτοέλεγχο, κύρια χαρακτηριστικά της μετέπειτα πολιτικής του (Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι: Περικλής», VI και Πλάτωνας, «Φαίδρος», 270a). Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι διδάχθηκε μουσική από τους κορυφαίους μουσικούς εκείνης της εποχής όπως το Δάμωνα και, πιθανώς, τον Πυθοκλείδη (Πλάτωνας, «Αλκιβιάδης Α’», 118c, Πλούταρχος, «Βίοι παράλληλοι: Περικλής», IV).

Ο Περικλής με τον Αναξαγόρα, έργο του Ωγκιστέν-Λουί Μπελέ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ
ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Το 472 π.Χ. ο Περικλής, οποίος έπρεπε τότε να βρίσκεται στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, παρουσίασε το έργο Πέρσαι του τραγικού ποιητή Αισχύλου στα Διονύσια ως λειτουργός. Αυτό σημαίνει ότι πιθανόν τότε ήταν ένας από τους πλουσιότερους (Oxford Classical Dictionary, 1996) και γνωστότερους ανθρώπους της Αθήνας. Μπορεί να θεωρείται τυχερός, καθώς κέρδισε το έργο που παρουσίαζε, οι Πέρσαι, ένα σπάνιο δείγμα μεγάλης συγγραφικής ικανότητας από τον πρώτο από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας. Εκείνο τον καιρό, ο Περικλής παντρεύτηκε μία γυναίκα αγνώστου ονόματος, που του χάρισε δύο γιους. Το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο γάμος τους δεν ήταν καθόλου επιτυχημένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη την εποχή πρέπει να είχε γεννηθεί η μετέπειτα σύντροφός του, Ασπασία. Η πολιτική ενασχόληση του Περικλή, που ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, πρέπει να άρχισε σχεδόν μία δεκαετία αργότερα και συγκεκριμένα το 463 π.Χ., όταν ήταν μέλος του κατηγορητηρίου εναντίον του Κίμωνα, γιου του στρατηγού Μιλτιάδη και ηγέτη της συντηρητικής παράταξης. Ο Κίμωνας είχε καταφέρει να εξοστρακίσει (S. Hornblower, The Greek World, 479–323 BC, 33–4) τον ηγέτη των δημοκρατικών Θεμιστοκλή, που αυτοκτόνησε στην Περσία, και να ανελιχθεί στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Είχε κατηγορηθεί ότι είχε παραδώσει πολλά συμφέροντα της Αθήνας, στο βασίλειο της Μακεδονίας (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία), ενώ πιθανώς μεγάλο ρόλο πρέπει να έπαιξε και η παταγώδης αποτυχία που γνώρισε στη διάρκεια του Γ” Μεσσηνιακού Πολέμου. Τότε, η Σπάρτη είχε ζητήσει τη βοήθεια της Αθήνας για να καταπνίξει την εξέγερση των ειλώτων που εκμεταλλεύτηκαν το μεγάλο σεισμό του 464 π.Χ., επαναστάτησαν και οχυρώθηκαν στο φρούριο της Ιθώμης. Όταν ο Κίμων έφτασε στη Σπάρτη, οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν τη βοήθειά του, λέγοντας πως δεν είναι απαραίτητη. Τελικά, ο Κίμων αθωώθηκε, αλλά η πολιτική του θέση κλονίστηκε σοβαρά (Πλούταρχος, Κίμων, XV).

Μετά τη δικαστική πάλη με τον ηγέτη των συντηρητικών, Κίμωνα, ο Εφιάλτης, που ήταν ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης στην οποία ανήκε ο Περικλής, αποφάσισε γύρω στο 461 π.Χ. να περάσει ένα ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου, που θα αφαιρούσε πολλά (Fornara-Samons,Athens from Cleisthenes to Pericles, 24–25) από τα εναπομείναντα προνόμια του Αρείου Πάγου, πού ήταν απομεινάρι του παλαιού αριστοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Το ψήφισμα πέρασε με αρκετά μεγάλη πλειοψηφία (Πλούταρχος, Περικλής, IX), και πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι με αυτό το γεγονός άρχισε η «ριζοσπαστικότερη δημοκρατία» της εποχής του Περικλή. Ο Εφιάλτης δολοφονήθηκε μετά από συνωμοσία ολιγαρχικών εναντίον του, λόγω της ριζικής και τολμηρής μεταρρύθμισης που επέβαλε με τη λαϊκή ψήφο την ίδια χρονιά. Και όμως την ίδια χρονιά εξοστρακίστηκε ο προηγουμένως δημοφιλής πολιτικός Κίμωνας, λόγω της φιλολακωνικής στάσης του και της ολοένα μεγαλύτερης απόστασης που είχε αρχίσει να χωρίζει το συντηρητικό κόμμα από τις ευρύτερες λαϊκές μάζες της Αθήνας, στην αυγή της Κλασσικής Εποχής. Ένας εξοστρακισμός του Κίμωνα δεν ήταν καθόλου εύκολος, επειδή ο Κίμωνας ήταν πλούσιος και γενναιόδωρος (Αριστοτέλης, Αθηναίων Πολιτεία), ενώ κι οι στρατιωτικές του επιτυχίες δεν ήταν καθόλου μικρές. Αυτό σήμαινε πως ο εξοστρακισμός του Κίμωνα ήταν μία τεράστια πολιτική νίκη του Περικλή.

Όστρακο με το όνομα Περικλής
Η ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΟ ΑΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ
Η πραγματική άνοδος της Αθηναϊκής δημοκρατίας μόλις άρχισε όταν ο Περικλής παραμέρισε με εξοστρακισμό τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο, τον συντηρητικό Κίμωνα. Μετά από τον εξοστρακισμό του Κίμωνα, ο Περικλής συνέχισε να προτείνει ολοένα και πιο ριζοσπαστικούς νόμους (Πλούταρχος, Περικλής, IX), που προωθούσαν το βαθμό της δημοκρατίας σε πραγματικά δυσθεώρητα ύψη. Η πολιτική του Περικλή συνέχισε να είναι υπερβολικά φιλολαϊκή, πράγμα που τον κράτησε στην εξουσία τις επόμενες δύο δεκαετίες και του άνοιξε τον δρόμο, για να κάνει την Αθήνα την ισχυρότερη πόλη της Μεσογείου και την πιο ξακουστή στον αρχαίο κόσμο. Το 458 π.Χ. μείωσε το μέγεθος της απαιτούμενης περιουσίας πού έπρεπε να έχει κάποιος ώστε να γίνει Επώνυμος Άρχων. Λίγο μετά το 454 π.Χ., αύξησε το μισθό των δικαστικών της Ηλιαίας (Fornara-Samons, Athens from Cleisthenes to Pericles, 67–73). Ο ριζοσπαστικότερος νόμος πού επέβαλε ήταν αυτός του 451 π.Χ., που από καθαρή ειρωνεία της τύχης θα έχει μεγάλες συνέπειες στην κατοπινή προσωπική του ζωή. Ο νόμος αυτός, επέτρεπε σε κάποιον να αποκτήσει την αθηναϊκή υπηκοότητα μόνον εφόσον και οι δύο του γονείς ήταν Αθηναίοι, πλήττοντας ιδιαίτερα για άλλη μία φορά την τάξη των αριστοκρατών, επειδή πρακτικά απαγόρευε την απόκτηση αθηναϊκής υπηκοότητας στα παιδιά των αριστοκρατών πού είχαν το ένα γονέα από άλλη πόλη (R. Martin, An Overview of Classical Greek History). Πολλοί πιστεύουν ότι το έκανε για να εμποδίσει πιθανές ξένες επιρροές στην Αθήνα. Ακόμη επέτρεψε στις υποδεέστερες τάξεις να κατέχουν υψηλότερα αξιώματα από αυτά πού τους επιτρέπονταν μέχρι την εποχή του, επειδή ο Περικλής ήθελε μία διεύρυνση του Δήμου, του λαού πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρίξει τα μελλοντικά του προγράμματα. Ο Περικλής πίστευε ότι εκτός από τα άλλα, εάν αύξανε τη δύναμη του λαού θα μπορούσε να αυξήσει τη στρατιωτική και κυρίως ναυτική δύναμη της Αθήνας. Όλα αυτά γίνονταν καθώς οι κωπηλάτες των αθηναϊκών πλοίων προέρχονταν από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα (Fine,The Ancient Greeks, 377–8).

Οι ιστορικοί δεν είναι σίγουροι κατά πόσον η συγκεκριμένη στρατηγική του Περικλή ήταν καλή για την αρχαία Αθήνα, και κατά πόσον ήταν καλή για την δημοκρατία γενικότερα. Ο ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Ab, 145) γράφει ότι ο Περικλής ήθελε να εδραιώσει το δημοκρατικό πολίτευμα στην αρχαία Αθήνα, προωθώντας μία σειρά φιλολαϊκών μέτρων που λειτούργησαν πολύ καλά όσο αυτός ήταν στην εξουσία, όμως μετά τον θάνατό του, η Αθήνα παρασύρθηκε σ’ έναν ωκεανό πολιτικής αβεβαιότητας κι αναταραχής, κυβερνώμενη κυρίως από τυχοδιωκτικούς δημαγωγούς, όπως ο ανιψιός του Αλκιβιάδης και ο στρατηγός Κλέων, δικαιώνοντας απόλυτα τον συντηρητικό του αντίπαλο Κίμωνα, που υποστήριζε ότι η δημοκρατία δεν έχει πια περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και εδραίωσης, και οποιεσδήποτε φιλολαϊκές υποχωρήσεις από αυτό το σημείο και έπειτα θα σήμαναν τη βαθιά διάβρωση του πολιτικού και γενικότερα κοινωνικού ιστού της Αθήνας. Όπως λέει ο ιστορικός Τζάστιν Ντάνιελ Κίνγκ, οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή βοήθησαν τον λαό, αλλά διέβρωσαν το κράτος, και το έκαναν πολύ πιο ευάλωτο. Ο ιστορικός Ντόναλντ Κάγκαν υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή, έβαλαν τις βάσεις για την τερατώδη ανάπτυξη πολιτικών δυνάμεων, που θα μπορούσαν μέσω τις φιλολαϊκής δημαγωγίας να καταστρέψουν την Αθήνα. Όταν ο Κίμωνας γύρισε από την δεκάχρονη εξορία το 451 π.Χ., δεν αντιτάχθηκε στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Περικλή, και ειδικότερα στην μεταρρύθμιση, όσον αφορά το δικαίωμα στην αθηναϊκή υπηκοότητα (D. Kagan,The Outbreak of the Peloponnesian War, 135–136).

ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Μετά το θάνατο του αρχηγού των δημοκρατικών, Εφιάλτη,[γ] και τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που αυτός άρχισε και ο Περικλής συνέχισε και διεύρυνε, πρακτικά εξελίχθηκε σε απόλυτο κυρίαρχο της πολιτικής ζωής της Αθήνας, αποτελώντας τον πολιτικό ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης και της πόλης του, μέχρι τον θάνατό του, το 429 π.Χ., κατά την τρίτη χρονιά του Πελοποννησιακού Πολέμου.

ΠΡΩΤΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Ο Περικλής οργάνωσε τις πρώτες του πολεμικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πελοποννησιακού Πολέμου, μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και των συμμάχων τους, που περισσότερο έμοιαζε με έναν πόλεμο συμφερόντων μεταξύ των συμμαχικών πόλεων των δύο υπερδυνάμεων της Κλασσικής Αρχαιότητας. Ρόλο έπαιξε επίσης η συμμαχία της Αθήνας με τα Μέγαρα και το Άργος, που ήταν παραδοσιακός εχθρός της Σπάρτης. Το 454 π.Χ., υπό την ηγεσία του Περικλή, η Αθήνα επιτέθηκε (Θουκυδίδης, 1.111) στη Σικυώνα και στην Ακαρνανία. Πριν την επιστροφή στην Αθήνα προσπάθησε να καταλάβει την πόλη Οιενιάδα στον Κορινθιακό Κόλπο, χωρίς επιτυχία (P.J. Rhodes, A History of the Classical Greek World, 44). Όταν επέστρεψε ο Κίμωνας από την εξορία το 451 π.Χ., ο Περικλής τού εμπιστεύτηκε την αρχηγία του Αθηναϊκού στρατού, και ο ίδιος περιορίστηκε στα καθήκοντά του μέσα στην Αθήνα. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτό έγινε επειδή ο Περικλής δεν είχε αποδείξει ότι ήταν μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης, σε αντίθεση με τον Κίμωνα που ήταν γνωστός για τις επιτυχίες του εναντίον των Περσών στην τελευταία φάση των Περσικών Πολέμων. Έτσι, ο Περικλής συγκεντρώθηκε (Πλούταρχος,Περικλής, X) σε αυτό πού ήταν πραγματικά καλός, δηλαδή στην εσωτερική διακυβέρνηση του κράτους, και πολύ ευρύτερα της ηγεμονίας των Αθηνών. Με αυτόν τον τρόπο πέτυχε κάτι το πραγματικά εξαιρετικό, δηλαδή τον πολιτικό γάμο μεταξύ της δημοκρατικής παράταξης της οποίας ηγείτο και της συντηρητικής παράταξης του Κίμωνα (D. Kagan, The Outbreak of the Peloponnesian War, 135–136).

Στα μέσα της δεκαετίας του 450 π.Χ., η Αθήνα έκανε μία αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον της Περσικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, στην προσπάθειά της να βοηθήσει τους Αιγύπτιους να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό. Η εκστρατεία αποδείχθηκε καταστροφική, καθώς η αθηναϊκή στρατιά που πήγε να βοηθήσει τους Αιγύπτιους εναντίον των Περσών γνώρισε πανωλεθρία (J. M. Libourel, The Athenian Disaster in Egypt, 605–15). Λίγα χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 451 π.Χ., η Αθήνα απέστειλε στρατεύματα εναντίον των Περσών στην Κύπρο, όπου οι αθηναϊκές δυνάμεις υπό την ηγεσία του συντηρητικού Κίμωνα, σημείωσαν επιτυχίες, νικώντας τους Πέρσες στη μάχη της Σαλαμίνας στην Κύπρο, αλλά υπήρξαν παράλληλα μεγάλες απώλειες, καθώς το 449 π.Χ. πέθανε από ασθένεια ο στρατιωτικός ηγέτης της Αθήνας, Κίμωνας. Δεν είναι καθόλου σίγουρος (H. Aird, Pericles: The Rise and Fall of Athenian Democracy, 52) ο ρόλος του Περικλή σε αυτές τις δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αθηνών. Οι απόψεις των ιστορικών διίστανται για τον πραγματικό ρόλο και την επιρροή του Περικλή σε αυτές τις δύο εκστρατείες, και τις αποδίδουν περισσότερο στις στρατιωτικές φιλοδοξίες του Κίμωνα (K.J. Beloch, Griechische Geschichte, II, 205), που ήταν πρακτικά αρχηγός του αθηναϊκού στρατού, και λιγότερο στην πολιτική επιρροή του Περικλή. Οι ιστορικοί διαφωνούν επίσης στο θέμα της Ειρήνης του Καλλία που υπογράφτηκε το 449 π.Χ. και με αυτή τερματίστηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και Περσών. Ο ιστορικός Ερνστ Μπάντιαν υποστηρίζει ότι η Αθήνα παραβίασε μία προηγούμενη συμφωνία ειρήνης, που είχε υπογραφεί το 463 π.Χ., καθώς οι στρατιωτικές της επιχειρήσεις στην Αίγυπτο και στην Κύπρο συνιστούσαν απευθείας παραβίαση του συγκεκριμένου συμφώνου ειρήνης που αναφέρει ο Μπάντιαν. Η ύπαρξη αυτής της συμφωνίας ειρήνης είναι κάτι που έχει οδηγήσει σε διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών (J. Fine, The Ancient Greeks, 359–361). Ο ιστορικός Τζον Φάιν, αντιθέτως, πιστεύει ότι η Περσία χρησιμοποίησε την ειρήνη του Καλλία, όταν κατάλαβε ότι οι συνεχείς συγκρούσεις των αθηναϊκών συμφερόντων με τα περσικά συμφέροντα αποδυνάμωναν την Αθήνα, και την επιρροή της στο Αιγαίο, γεγονός που μείωνε τη ναυτική της ηγεμονία. Από την άλλη πλευρά, ο Κάγκαν, υποστηρίζει ότι ο Καλλίας, ως γαμπρός του Κίμωνα, ήταν ένα σύμβολο ενότητας για τους Πέρσες και επιζητούσαν να ηγείται των διαπραγματεύσεων με την αθηναϊκή πλευρά.

Το 449 π.Χ., ο Περικλής πρότεινε την ίδρυση μίας συνομοσπονδίας των πόλεων του αρχαιοελληνικού κόσμου, για να επανεξεταστεί το θέμα της ανακατασκευής των μνημείων που είχαν καταστραφεί στη διάρκεια της περσικής εισβολής στην Ελλάδα, το 480 π.Χ. (Πλούταρχος,Περικλής, XVII). Η ιδέα του Περικλή απέτυχε λόγω της άκαμπτης στάσης της Σπάρτης, παρόλο που μέχρι σήμερα οι πραγματικοί σκοποί του Περικλή δεν είναι απόλυτα διασαφηνισμένοι. Σύμφωνα με την κρίση των μοντέρνων ιστορικών, ο Περικλής ήθελε να αυξήσει τη δύναμη και την επιρροή της Αθήνας ακόμη περισσότερο (J. Fine, The Ancient Greeks, 359–361), να εισπράξει ακόμη περισσότερους φόρους και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο συνάντησε την αντίσταση των Σπαρτιατών, που δεν ήθελαν περαιτέρω επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας.

Στη διάρκεια του δεύτερου Ιερού Πολέμου, ο Περικλής βοήθησε τη Φωκίδα να ανακαταλάβει τους Δελφούς και να έχει υπό τον έλεγχο της το Μαντείο των Δελφών (Θουκυδίδης, 1.112 και Πλούταρχος, Περικλής, XXI). Το 447 π.Χ., ο Περικλής έκανε μάλλον την πιο επιτυχημένη στρατιωτική του επιχείρηση, όταν έδιωξε τους βαρβάρους από τη χερσόνησο της Καλλίπολης και εγκατέστησε Αθηναίους αποίκους σε αυτή τη στρατηγική θέση (Πλούταρχος, Περικλής, XIX, Encyclopaedia Britannica, 2002). Την ίδια χρονιά, οι ολιγαρχικοί της Θήβας συνωμότησαν εναντίον της δημοκρατικής φιλοαθηναϊκής παράταξης της πόλης, και ο Περικλής ζήτησε την παράδοσή τους, ωστόσο μετά τη μάχη στην Κορώνεια, η Αθήνα έπρεπε να δεχτεί την ήττα για να πάρει πίσω τους αιχμαλώτους πολέμου (Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», 1952). Έτσι, όλη η Βοιωτία έπεσε σε εχθρικά, για την Αθήνα, χέρια, ενώ στη Φωκίδα και στη Λοκρίδα, εγκαταστάθηκαν εχθρικές, προς την Αθήνα, ολιγαρχικές παρατάξεις. Το 446 π.Χ., όταν τα Μέγαρα και η Εύβοια επαναστάτησαν και ξέφυγαν από τον έλεγχο των Αθηνών, ο Περικλής επιτέθηκε στην Εύβοια, αλλά ο ερχομός των Σπαρτιατών στην Αττική τον υποχρέωσε να ακυρώσει τη στρατιωτική επίθεση και να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου με διαπραγματεύσεις και δωροδοκίες έπεισε τους Σπαρτιάτες να γυρίσουν πίσω στη Σπάρτη (Θουκυδίδης, 2.21 και Αριστοφάνης, Αχαρνείς, 832). Όταν αργότερα έγινε οικονομικός έλεγχος για τη διαχείριση κρατικών χρημάτων, η δαπάνη 10 ταλάντων από το κρατικό ταμείο δε θα μπορούσε τυπικά να δικαιολογηθεί, επειδή στα επίσημα έγγραφα αναφερόταν ότι τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για «πολύ σοβαρό σκοπό», δηλαδή για τη δωροδοκία. Ωστόσο, καθώς ο σκοπός αυτός ήταν προφανής για τους ελεγκτές, η δαπάνη τελικά εγκρίθηκε (Πλούταρχος, Περικλής, XXIII). Μετά την αποχώρηση των Σπαρτιατών, ο Περικλής επιτέθηκε στην Εύβοια και επανεγκατέστησε την τάξη στην περιοχή, τιμωρώντας τους γαιοκτήμονες της Χαλκίδας με αφαίρεση των κτημάτων τους. Στους κατοίκους της Ιστιαίας, που έσφαξαν το πλήρωμα μίας αθηναϊκής τριήρους, επιβλήθηκε η τιμωρία της εκδίωξής τους από την περιοχή, όπου εγκαταστάθηκαν 2.000 Αθηναίοι άποικοι (Πλούταρχος, Περικλής, XXIII). Η κρίση τελείωσε οριστικά με την Τριακονταετή Ειρήνη, τον χειμώνα του 446/445 π.Χ., με την οποία η Αθήνα διατήρησε τις περισσότερες κτήσεις που είχε από το 460 π.Χ., και συμφώνησε με τη Σπάρτη να μην προσπαθήσει η μία πόλη να κερδίσει συμμάχους, σε βάρος της άλλης.


ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Το 449 π.Χ., ο Περικλής πρότεινε την ανακατασκευή της Ακρόπολης της Αθήνας, που είχε καταστραφεί από την επιδρομή του Ξέρξη στην Αθήνα το 480 π.Χ. Η Αθήνα ήταν το ηγετικό στέλεχος της Δηλιακής Συμμαχίας στα χρόνια που ακολούθησαν μετά την περσική εισβολή, παίρνοντας το χρίσμα από την Σπάρτη, που παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας από την ηγεσία της πανελλήνιας συμμαχίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, πρακτικά μίας de facto Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας από την Δήλο που ήταν το κέντρο της συμμαχίας, στην Ακρόπολη της Αθήνας, παίρνοντας τα χρήματα της συμμαχίας υπό τον έλεγχο τους. Κάτι τέτοιο επέτρεψε την κατασκευή μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως ο Παρθενώνας και το Ερεχθείο, αλλά προκάλεσε πολλά μελλοντικά προβλήματα στην Αθήνα, λόγω της ολοένα και περισσότερο αυτοκρατορικής συμπεριφοράς της.

Η ανακατασκευή της Ακρόπολης ξεκίνησε το 447 π.Χ., μετά από εισήγηση του Περικλή, που προσωπικά παρότρυνε τους συμπολίτες του στο πιο φιλόδοξο οικοδομικό έργο της κλασσικής αρχαιότητας. Για την κατασκευή μόνο του Παρθενώνα, χρειάστηκαν 5.000 τάλαντα, τον πρώτο χρόνο κατασκευής του ναού, την κατασκευή του οποίου επέβλεπε ο ίδιος ο Περικλής. Το πεντελικό μάρμαρο που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του Παρθενώνα, καθώς και γενικότερα της Ακρόπολης των Αθηνών, προκάλεσαν μελλοντικές αντιδράσεις από τις άλλες πόλεις της Δηλιακής Συμμαχίας. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι κατασκευές έργων εξαιρετικής καλλιτεχνικής ομορφιάς όπως ο Παρθενώνας και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, οδήγησαν στη χαλάρωση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας. Ο Παρθενώνας χτίστηκε με 20.000 τόνους πεντελικού μαρμάρου και η διάρκεια κατασκευής του κράτησε 15 χρόνια. Κάποια έργα του Περικλή παρέμειναν ανολοκλήρωτα λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου, που ξέσπασε στη διάρκεια της κατασκευής τους, και του ανταγωνισμού του Περικλή με τους πολιτικούς του, αντιπάλους.


Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΗΤΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΩΝ
Το 444 π.Χ., η δημοκρατική παράταξη του Περικλή και η συντηρητική του πολιτικού Θουκυδίδη βρέθηκαν σε ευθεία αντιπαράθεση για την εξουσία. Ο νέος και φιλόδοξος ηγέτης των συντηρητικών, συγγενής του Κίμωνα, Θουκυδίδης, κατηγόρησε τον Περικλή για κατασπατάληση των χρημάτων της Πολιτείας, για την ανοικοδόμηση των μεγάλων έργων της Αθήνας, που ο ίδιος επέβλεπε. Ο Θουκυδίδης κατάφερε στην αρχή να πάρει με το μέρος του τον λαό, στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά αυτή η επιτυχία ήταν μικρή σε χρονική διάρκεια, καθώς ο Περικλής, όταν ανέβηκε στο βήμα, δήλωσε ότι θα αποπληρώσει τα έργα με χρήματα από τη δική του περιουσία, με τον όρο να χαραχθεί το όνομά του επάνω στα έργα (Πλούταρχος, Περικλής, XIV). Η δήλωσή του ανταμείφθηκε με χειροκροτήματα από το κοινό της Εκκλησίας του Δήμου. Όπως είπε ο πολιτικός και ολυμπιονίκης παλαιστής Θουκυδίδης αργότερα: «Ακόμη και εάν τον έριχνα κάτω με τις ικανότητες πάλης που έχω, αυτός θα το αρνιόταν και θα το αρνιόταν τόσο υπομονετικά και εμφατικά, ώστε ακόμη και αυτοί που θα έβλεπαν να τον ρίχνω κάτω, θα είχαν πειστεί ότι ποτέ δεν τον έριξα κάτω».
Ο Θουκυδίδης γνώρισε μία μεγάλη και αναπάντεχη ήττα. Το 442 π.Χ., εξοστρακίστηκε για δέκα χρόνια από την Αθήνα, γεγονός που έκανε τον Περικλή, ξανά, απόλυτο ηγέτη της Αθήνας, σχεδόν μέχρι το θάνατό του (Πλούταρχος, Περικλής, XIV). Όπως είπε ο ιστορικός και σύγχρονος του Περικλή, Θουκυδίδης: «(Η Αθήνα) ήταν κατ’ όνομα δημοκρατία και στην πραγματικότητα, το πολίτευμα ενός άνδρα».

ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Ο Περικλής ήθελε να επιβάλει και να σταθεροποιήσει την ηγεμονία της Αθήνας, και την ισχυρή επιρροή της στα εσωτερικά πράγματα άλλων πόλεων-κρατών. Η διαδικασία που μετέτρεψε τη Δηλιακή Συμμαχία, μετά την αποχώρηση της Σπάρτης, σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, θεωρείται ότι άρχισε ήδη πολύ πριν την ενασχόληση του Περικλή με την πολιτική ζωή στην Αρχαία Αθήνα (T. Buckley, Aspects of Greek History 750–323 BC, 196). Διάφορες πόλεις-κράτη της Δηλιακής Συμμαχίας, προτιμούσαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο στη συμμαχία, πρακτικά στην Αθήνα, παρά να εφοδιάζουν τη συμμαχία με πολεμικά πλοία, κάτι πού ήταν σαφώς δυσκολότερο. Η μετατροπή της Δηλιακής Συμμαχίας σε Αθηναϊκή Ηγεμονία έγινε σαφώς εμφανέστερη στα χρόνια του Περικλή, λόγω της στρατηγικής και των μέτρων που πήρε ο Περικλής, για να ενδυναμώσει τη θέση της Αθήνας. Το τελικό βήμα της επιβολής της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, πιθανώς ήρθε μετά την παταγώδη αποτυχία της εκστρατείας στην Αίγυπτο, που οδήγησε πόλεις της συμμαχίας όπως η Μίλητος και η Ερυθραία να επαναστατήσουν εναντίον της αθηναϊκής κυριαρχίας. Είναι πιθανό οι πόλεις της Δηλιακής Συμμαχίας να επαναστάτησαν λόγω της θέλησης να λάβουν μεγαλύτερο μερίδιο από το συμμαχικό ταμείο. Μετά τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο, το 454/453 π.Χ. (T. Buckley, Aspects of Greek History 750–323 BC, 204), η Αθήνα είχε καταφέρει να επανακτήσει τον έλεγχο στους συμμάχους της, στη Μίλητο και στην Ερυθραία μέχρι το 449 π.Χ., το αργότερο. Το 447 π.Χ., ο Κλέαρχος πρότεινε την εφαρμογή του ασημένιου νομίσματος, με μέτρα και σταθμά για όλους τους συμμάχους των Αθηνών. Σύμφωνα με τη συμφωνία, το πλεόνασμα από την κατασκευή των νομισμάτων θα διοχετευόταν σε «ειδικά έργα», και οποιοσδήποτε πρότεινε τη χρήση των χρημάτων για άλλους σκοπούς θα τιμωρείτο με την ποινή του θανάτου (S. Hornblower, The Greek World 479–323 BC, 120). Το 449 π.Χ., ο Περικλής ζήτησε να επιτραπεί η χρήση 9.000 ταλάντων, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη, για την ανακατασκευή της Ακρόπολης των Αθηνών, συμπεριλαμβανομένου των Προπυλαίων, του Παρθενώνα και του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς από τον γλύπτη και φίλο του Φειδία. Ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος (Thucydides’ Bias, 62–63) υποστηρίζει ότι χρήση των χρημάτων του ταμείου της συμμαχίας συνιστά μία από τις μεγαλύτερες καταχρήσεις της ιστορίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ωστόσο μερικά από τα ωραιότερα μνημεία του αρχαίου κόσμου.

ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ
Ο πόλεμος της Σάμου ήταν ένα από τα τελευταία στρατιωτικά γεγονότα στα οποία ήταν αναμειγμένη η Αθήνα πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά τον εξοστρακισμό του Θουκυδίδη, ο Περικλής έγινε Στρατηγός και πάλι, που ήταν και η μοναδική επίσημη πολιτική θέση που κατείχε, Η επιρροή του στα πράγματα της Αθήνας και της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, ήταν όμως τόσο μεγάλη που πρακτικά ήταν ο απόλυτος και αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Αθηνών. Το 440 π.Χ. ξέσπασε πόλεμος μεταξύ της Σάμου και της Μίλητου, για τον έλεγχο της Πριήνης, μίας αρχαίας πόλης κοντά στη Μυκάλη. Οι Μιλήσιοι ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηνών να σταματήσουν τον πόλεμο. Όταν οι Σάμιοι αρνήθηκαν να σταματήσουν τον πόλεμο, παρά την απαίτηση των Αθηναίων για κάτι τέτοιο (Θουκυδίδης, 1.115), ο Περικλής πέρασε ένα ψήφισμα κατά των Σαμίων (Πλούταρχος, Περικλής, XXV), σύμφωνα με το οποίο παρά τη διαταγή προς τους Σάμιους να σταματήσουν τις πολεμικές συγκρούσεις με τους Μιλήσιους, εκείνοι δεν πειθάρχησαν, δίνοντας στην Αθήνα το δικαίωμα να επιβάλει την τάξη.[δ] Σε ναυμαχία εναντίον των Σαμίων, οι Αθηναίοι με ηγέτη τον Περικλή και 9 ακόμα στρατηγούς, μαζί με το Σοφοκλή, κέρδισαν τη μάχη και επέβαλαν μία φιλοαθηναϊκή κυβέρνηση στη Σάμο. Όταν οι Σάμιοι επαναστάτησαν, ο Περικλής υποχρέωσε τους ηγέτες της Σάμου να παραδοθούν μετά από οκτάμηνη σκληρή πολιορκία, που προκάλεσε αγανάκτηση στους Αθηναίους ναύτες (Πλούταρχος, Περικλής, XXVIII). Κατόπιν, ο Περικλής κατέπνιξε άλλη μία εξέγερση στο Βυζάντιο, και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου απέδωσε τιμές στους πεσόντες Αθηναίους που πολέμησαν στη Σάμο και στο Βυζάντιο (R. Sealey, A History of the Greek City States, 310).
Μεταξύ του 438 και 436 π.Χ. ο Περικλής οδήγησε τον αθηναϊκό στόλο στις όχθες του Πόντου, όπου δημιούργησε δεσμούς φιλίας με τις ελληνικές παραθαλάσσιες πόλεις της περιοχής (C.J. Tuplin, Pontus and the Outside World, 28). Ο Περικλής ασχολήθηκε και με την εσωτερική ενδυνάμωση των Αθηνών, με την κατασκευή του «Μεσαίου Τείχους» το 440 π.Χ. και με τη δημιουργία νέων κληρουχιών στην Άνδρο, στη Νάξο και στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας το 444 π.Χ., που χτιζόταν με πρωτοβουλία του Περικλή στη θέση της ξακουστής Σύβαρης, που είχε καταστραφεί το 510 π.Χ. στον πόλεμο με τον Κρότωνα. Σημαντική κληρουχία δημιουργήθηκε και στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, μεταξύ 437 π.Χ. και 436 π.Χ. (Πλούταρχος, Περικλής, XI και Πλάτων, Γοργίας, 455e).


ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ
Ο Περικλής και οι φίλοι του στη δημοκρατική Αθήνα της Κλασσικής Εποχής δεν ήταν καθόλου άτρωτοι σε πολιτικές ή και προσωπικές επιθέσεις, επειδή ο ρόλος του Περικλή στη διακυβέρνηση της αρχαίας Αθήνας δε σήμαινε απαραίτητα ότι ο ίδιος και οι οπαδοί του είχαν την απόλυτη κυριαρχία, καθώς το αξίωμα του Περικλή δεν του έδινε τέτοιο δικαίωμα (Fornara-Samons, Athens from Cleisthenes to Pericles, 31). Λίγο πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Περικλής, η σύντροφός του Ασπασία, και ο φίλος του, διάσημος γλύπτης Φειδίας, δέχθηκαν μία σειρά δικαστικών επιθέσεων σε βάρος τους.
 
Ο Φειδίας, που ήταν υπεύθυνος για την ανοικοδόμηση όλων των κτιριακών συγκροτημάτων που του είχε αναθέσει ο Περικλής, κατηγορήθηκε πρώτα ότι έκλεψε ένα συγκεκριμένο ποσό χρυσού, για να προσθέσει τη δική του μορφή, ως ενός φαλακρού άντρα, στην ασπίδα της θεάς Αθηνάς στο χρυσελεφάντινο άγαλμά της, φιλοτεχνώντας μια σκηνή που απεικόνιζε τον εαυτό του, μαζί με μία άλλη μορφή που έμοιαζε υπερβολικά στον Περικλή, να πολεμούν εναντίον των μυθικών Αμαζόνων (Πλούταρχος, Περικλής, XXXI). Ένας ψευδομάρτυρας, ο Μένωνας, κατέθεσε επίσης εναντίον του Περικλή. Η Ασπασία, που ήταν γνωστή για τις συμβουλευτικές της ικανότητες και ως εξαιρετική συνομιλητής, κατηγορήθηκε ότι διέφθειρε τις γυναίκες της Αθήνας για να ικανοποιήσει τον Περικλή (Suda, article Aspasia). Ήταν επίσης γνωστή εταίρα, αλλά οι ιστορικοί διαφωνούν για το εάν είχε στην κατοχή της οίκο ανοχής (Αριστοφάνης, Αχαρνείς, 523–527, R. Just, Women in Athenian Law and Life, 144), καθώς πολλοί σύγχρονοι μελετητές απορρίπτουν κάτι τέτοιο (N. Loraux, Aspasie, l’étrangère, l’intellectuelle, 133–164, M. Henry, Prisoner of History, 138–139). Οι κατηγορίες εναντίον της ήταν μάλλον συκοφαντίες και φημολογίες της Αθήνας εκείνης της εποχής. Η Ασπασία αθωώθηκε μετά από μία σπάνια συναισθηματική έκρηξη του Περικλή, που υπήρξε οδυνηρή εμπειρία για τον ίδιο προσωπικά. Παρόλα αυτά, ο φίλος του Περικλή, γλύπτης Φειδίας, πέθανε στη φυλακή και ο άλλος φίλος του, φιλόσοφος Αναξαγόρας, δέχθηκε επίθεση από την Εκκλησία του Δήμου για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις (Πλούταρχος, Περικλής, XXXI). Μετά από αυτές τις αρχικές επιθέσεις, η Εκκλησία επιτέθηκε στον ίδιο τον Περικλή, για κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος και για κατάχρηση εξουσίας. Πολλοί πιστεύουν ότι ο Περικλής εσκεμμένα δεν απέφυγε τον πόλεμο, επειδή η πολιτική του θέση είχε αρχίσει να κλονίζεται πολύ σοβαρά. Κατά ειρωνεία της τύχης, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος άρχιζε τη στιγμή που η θέση του Περικλή είχε αρχίσει να κλονίζεται. Ο Μπέλοχ (K.J. Beloch, Die Attische Politik seit Perikles, 19–22) υποστηρίζει ότι ο Περικλής υποστήριξε την επιλογή του πολέμου για να αποφύγει τον αυξανόμενο εσωτερικό ανταγωνισμό, μέσα στην Αθήνα, για πρώτη φορά μετά τη θριαμβευτική πολιτική νίκη του επί του συντηρητικού πολιτικού ηγέτη Θουκυδίδη, πριν από μία δεκαετία.


ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Οι αιτίες του Πελοποννησιακού Πολέμου είναι μέχρι σήμερα αντικείμενο συζήτησης των ιστορικών, καθώς δεν υπάρχει ταύτιση ως προς τα συγκεκριμένα αιτία που οδήγησαν στον καταστροφικό για όλους τους Έλληνες πόλεμο. Πολλοί αρχαίοι ιστορικοί αποδίδουν κύρια ευθύνη στον Περικλή και στην Αθήνα. Ο Πλούταρχος, πιστεύει ότι κύριος λόγος του μεγάλου πολέμου ήταν η υπεροψία της Αθήνας και της μεγάλης ναυτικής ηγεμονίας που είχε δημιουργήσει.[ε] Ο Θουκυδίδης, αποδίδει τον πόλεμο στη σπαρτιατική πλευρά και στο φόβο των Σπαρτιατών μπροστά στη δημιουργία μίας ισχυρής Αθήνας και της ολοένα αυξανόμενης δύναμής της. Ο Θουκυδίδης έχει κατηγορηθεί για αντισπαρτιατικές απόψεις του.[στ]

Ο Περικλής ήταν πεπεισμένος ότι ο πόλεμος με την Πελοποννησιακή Συμμαχία ήταν πραγματικά αναπόφευκτος, αν όχι καλοδεχούμενος (A.J. Podlecki, Perikles and his Circle, 158). Γι’ αυτό ακριβώς δε δίστασε να στείλει τον αθηναϊκό στόλο στην Κέρκυρα, για να βοηθήσει τον κερκυραϊκό στόλο που πολεμούσε εναντίον του κορινθιακού στόλου, παραδοσιακού συμμάχου της Σπάρτης. Το 433 π.Χ., ο ενωμένος αθηναϊκός και κερκυραϊκός στόλος αντιμετώπισε τον κορινθιακό στα νερά της Κέρκυρας, σε μία μάχη χωρίς τελικό νικητή. Το 432 π.Χ., οι Αθηναίοι κέρδισαν τους Κορίνθιους αποίκους στη μάχη της Ποτίδαιας, στις ακτές της Μακεδονίας, ενισχύοντας το αντιαθηναϊκό αίσθημα των Κορινθίων. Την ίδια περίοδο, ο Περικλής επέβαλε οικονομικό αποκλεισμό στη γειτονική πόλη της Αθήνας, τα Μέγαρα, διαλύοντας την οικονομία της πόλης και τραυματίζοντας την τριακονταετή συμφωνία ειρήνης με τη Σπάρτη, που ήταν σύμμαχος των Μεγαρέων. Οι Αθηναίοι, με τη σειρά τους, θεωρούσαν πως οι Μεγαρείς είχαν καλλιεργήσει ιερή γη που ήταν αφιερωμένη στη θεά Δήμητρα και επιπλέον παραχωρούσαν άσυλο σε δούλους που ξέφευγαν από την Αθήνα, γεγονός ανίερο για τους ίδιους (T. Buckley, Aspects of Greek History 750–323 BC, 322).

Μετά από συνομιλίες με τους συμμάχους της, η Σπάρτη απαίτησε από την Αθήνα την εκδίωξη των μελών της αριστοκρατικής οικογενείας των Αλκμεωνιδών από την Αθήνα, και του ίδιου του Περικλή, και να άρει αμέσως το εμπάργκο που επέβαλε κατά της πόλης των Μεγάρων, απειλώντας με πόλεμο εάν οι απαιτήσεις της δεν πραγματοποιούνταν. Σκοπός της απαίτησης των Σπαρτιατών ήταν η δημιουργία χάσματος μεταξύ του Περικλή και του Δήμου, γεγονός που συνέβη λίγα χρόνια αργότερα (Θουκυδίδης, 1.127). Οι Αθηναίοι ακολούθησαν τις οδηγίες του Περικλή, που παρότρυνε να μη δεχθούν τις παράλογες απαιτήσεις των αντιπάλων τους, αφού η Αθήνα ήταν στρατιωτικά ισχυρότερη. Ο Περικλής δεν ήθελε να υποχωρήσει στις απαιτήσεις της Σπάρτης, επειδή πίστευε ότι τότε θα επανερχόταν με περισσότερες απαιτήσεις (A.G. Platias-C. Koliopoulos, Thucydides on Strategy, 100–03). Υποστήριξε ότι η Αθήνα θα προέβαινε σε άρση του εμπάργκο στα Μέγαρα, μόνο εάν η Σπάρτη εγκατέλειπε την τακτική της ξενηλασίας και αναγνώριζε την αυτονομία των συμμαχικών της πόλεων, άποψη που μαρτυρά ότι και η Σπαρτιατική Ηγεμονία ήταν σκληρή (A. Vlachos, Thucydides’ Bias, 20). Οι όροι του Περικλή δεν έγιναν αποδεκτοί από τη Σπάρτη, και με δεδομένο ότι καμία πλευρά δεν υποχωρούσε, ο πόλεμος ήταν πλέον αναπόφευκτος. Υπάρχουν πολλοί λόγοι που υποχρέωσαν τον Περικλή σε αυτή την άκαμπτη στάση. Ο πρώτος, όπως υποστηρίζουν ο Αθανάσιος Γ. Πλατιάς και ο Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, είναι ότι ο Περικλής επέλεξε τον πόλεμο από την υποχώρηση μπροστά στις απαιτήσεις της Σπάρτης, επειδή δεν ήθελε να δείξει ότι η Αθήνα κι η Δηλιακή Συμμαχία (Αθηναϊκή Ηγεμονία) ήταν αδύναμες, κάτι που ενδεχομένως ήταν σε θέση να διαταράξει τη συμμαχία.

ΠΡΩΤΟ ΕΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το 431 π.Χ., και ενώ η ειρήνη ήταν εύθραυστη, ο βασιλιάς της Σπάρτης Αρχίδαμος Β” απέστειλε μία νέα αντιπροσωπεία, με την οποία ζήτησε από την Αθήνα να δεχτεί τους όρους της Σπάρτης. Στη σπαρτιατική αντιπροσωπεία δεν επετράπη η είσοδος στην Αθήνα, καθώς ο Περικλής είχε απαγορεύσει κάτι τέτοιο, εφόσον διαπιστωνόταν ότι η Σπάρτη είχε λάβει στρατιωτικά μέτρα κατά της Αθήνας. Εκείνη την περίοδο, ο σπαρτιατικός στρατός συγκεντρωνόταν στην Κόρινθο κι οι Αθηναίοι αρνήθηκαν γι’ αυτό το λόγο την είσοδο στους αντιπροσώπους της Σπάρτης (Θουκυδίδης, 2.12). Όταν και οι τελευταίες του προσπάθειες για διαπραγματεύσεις με τους Αθηναίους απέτυχαν, ο Αρχίδαμος εισέβαλε στην Αττική, αλλά την βρήκε έρημη, καθώς ο Περικλής είχε πείσει τους Αθηναίους να οχυρωθούν πίσω από τα τείχη της Αθήνας (Θουκυδίδης, 2.14). Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο ο Περικλής κατόρθωσε να πείσει τον αγροτικό πληθυσμό της Αττικής να εγκαταλείψει τα χωράφια και τις περιουσίες του. Για πολλούς, η μετακίνηση αυτή συνιστούσε βίαιη αλλαγή του τρόπου ζωής τους (J. Ober, The Athenian Revolution, 72–85). Έτσι, πολλοί αγρότες δεν ήταν καθόλου ικανοποιημένοι από την απόφαση του Περικλή. Εκείνος τους καθησύχασε με το επιχείρημα ότι εάν ο εχθρός δεν κατέστρεφε την ακίνητη περιουσία του, που βρισκόταν έξω από τα τείχη, τότε θα την παραχωρούσε στο κράτος. Κατά τον Θουκυδίδη (2.13), ο Περικλής έδωσε αυτή την υπόσχεση θεωρώντας πως ο Αρχίδαμος, που ήταν φίλος του, πιθανώς δε θα κατέστρεφε την περιουσία του, είτε σε ένδειξη φιλίας, είτε στα πλαίσια πολιτικής σκοπιμότητας, για να απομονώσει πολιτικά τον Περικλή από το Δήμο. Σε κάθε περίπτωση, βλέποντας οι Αθηναίοι μέσα από τα τείχη την καταστροφή της περιουσίας τους στην ύπαιθρο, άρχισαν να δείχνουν την έντονη δυσαρέσκειά τους προς τον Περικλή, ενώ πολλοί από αυτούς θεωρούσαν ότι τους εξώθησε στον πόλεμο. Παρά τη μεγάλη πίεση, ο Περικλής αρνήθηκε να αλλάξει την αρχική του στρατηγική απέναντι στον πόλεμο. Επίσης αρνήθηκε να ζητήσει τη γνώμη της Εκκλησίας του Δήμου, φοβούμενος μήπως οι Αθηναίοι αποφασίσουν να πολεμήσουν μόνοι τους τον ισχυρό Σπαρτιατικό Στρατό στην ύπαιθρο (Θουκυδίδης, 2.22). Τις συνελεύσεις των Πρυτάνεων, ο Περικλής δεν τις είχε υπό τον έλεγχό του, αλλά ο σεβασμός που είχε από τους Πρυτάνεις ήταν αρκετός ώστε να δεχτούν τις απόψεις του (D. Kagan, The Peloponnesian War, 69). Ενώ ο σπαρτιατικός στρατός παρέμενε στην Αττική, ο Περικλής έστειλε ένα στόλο 100 πλοίων να λεηλατήσει τα παράλια της Πελοποννήσου και τοποθέτησε το ιππικό να φυλά τα κτήματα κοντά στα τείχη της πόλης (Θουκυδίδης, 2.18 και Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, 2). Όταν ο εχθρός έφυγε και η λεηλασία της αττικής υπαίθρου έλαβε τέλος, ο Περικλής πρότεινε ένα νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η Αθήνα έπρεπε να δεσμεύσει ένα ποσό 1.000 ταλάντων και 100 πλοία, εάν η Αθήνα δεχόταν επίθεση από τη θάλασσα. Ακόμη, επέβαλε νόμο που καταδίκαζε σε θάνατο οποιονδήποτε πρότεινε διαφορετική χρήση των χρημάτων ή των πλοίων. Το φθινόπωρο του 431 π.Χ., ο Περικλής εισέβαλε στα Μέγαρα και λίγους μήνες αργότερα, τον χειμώνα του 431 προς 430 π.Χ., απάγγειλε τον περίφημο Επιτάφιο Λόγο του, και με μνημειώδη συναισθηματισμό τίμησε τη δημοκρατία και τους πεσόντες πολεμιστές για την Αθήνα στη διάρκεια του πρώτου έτους του πολέμου (Θουκυδίδης, 2.35–46).

ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ-Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ
Το 430 π.Χ., ο Σπαρτιατικός στρατός λεηλάτησε την Αττική για δεύτερη φορά αλλά ο Περικλής αρνήθηκε να αντιπαραταχθεί στους Σπαρτιάτες, και για δεύτερη φορά αρνήθηκε να αλλάξει την αρχική του στρατηγική (Θουκυδίδης, 2.55). Καθώς δεν ήθελε να πολεμήσει τους Σπαρτιάτες σε ανοιχτή μάχη, ηγήθηκε ξανά μίας αθηναϊκής εκστρατείας για να λεηλατήσει τα παράλια της Πελοποννήσου, παίρνοντας αυτή τη φορά 100 πλοία μαζί του. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περικλής, XXXV), πριν την αρχή της εκστρατείας συνέβη μία έκλειψη Ηλίου που φόβισε τα πληρώματα των πλοίων, αλλά ο Περικλής τους καθησύχασε με τη βοήθεια των αστρονομικών γνώσεων που είχε αποκτήσει από τον Αναξαγόρα. Το καλοκαίρι, στην Αθήνα ξέσπασε ο λοιμός που προκάλεσε το θάνατο μεγάλου μέρους του πληθυσμού (Θουκυδίδης, 2.48 και 2.56). Η προέλευση του λοιμού είναι μέχρι σήμερα αντικείμενο μελέτης των επιστημόνων.[ζ] Στην περίπτωση του λοιμού, ο δήμος ξεσηκώθηκε εναντίον του Περικλή, και εκείνος υποχρεώθηκε να υπερασπιστεί τον εαυτό του, μ’ ένα συναισθηματικό τελευταίο λόγο, μέρος του οποίου παραδίδεται από τον Θουκυδίδη (2.60–64). Θεωρείται μεγάλη πράξη του Περικλή που δείχνει τις αρετές του, αλλά και την απογοήτευσή του, μπροστά στην αχαριστία των συμπολιτών του. Προσωρινά κατάφερε να μειώσει το μένος του Δήμου εναντίον του, αλλά οι εσωτερικοί εχθροί του επανεμφανίστηκαν, και κατάφεραν να του στερήσουν το αξίωμα του Στρατηγού και να τον τιμωρήσουν με χρηματικό πρόστιμο μεταξύ 15 και 50 ταλάντων (Πλούταρχος, Περικλής, XXXV). Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν ότι ο Κλέων, ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός ανταγωνιστής, ήταν ο εισαγγελέας στη δίκη του Περικλή.

Παρόλα αυτά, ο Περικλής επανέκτησε την εμπιστοσύνη του λαού και επανεξελέγη Στρατηγός, μόλις έναν χρόνο αργότερα, το 429 π.Χ. Ανέκτησε τον έλεγχο του αθηναϊκού στρατού και ηγήθηκε της Αθήνας σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις το 429 π.Χ., έχοντας και πάλι την αθηναϊκή εξουσία στα χέρια του. Την ίδια χρονιά, ο Περικλής είδε τους δύο γιους του, τον Πάραλο και τον Ξάνθιππο να πεθαίνουν από το φοβερό λοιμό που χτύπησε την πόλη. Πέθανε και ο ίδιος από το λοιμό, τον Αύγουστο του 429 π.Χ.

Λίγο πριν το θάνατό του, οι φίλοι του Περικλή είχαν μαζευτεί γύρω από το κρεβάτι του, μιλώντας για τα κατορθώματά του στη διάρκεια της ειρήνης, αλλά και για τα 9 πολεμικά του τρόπαια. Ο Περικλής, παρόλο που ήταν άρρωστος, τους διέκοψε, λέγοντας πως είχαν ξεχάσει να αναφέρουν το σημαντικότερο κατόρθωμά του, που κατά τον ίδιο ήταν το γεγονός ότι ποτέ κανένας εν ζωή Αθηναίος δεν έκλαψε γι’ αυτόν (Πλούταρχος, Περικλής, XXXVIII). Ο Περικλής, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, έζησε στα πρώτα 2,5 χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, και ο θάνατος του ήταν καταστροφικός για την Αθήνα, καθώς οι πολιτικοί διάδοχοί του ήταν υποδεέστεροι και προτιμούσαν να κατηγορούν τους άλλους για τα μειονεκτήματά τους, αντί να κάνουν κάτι καλό για την πόλη τους. Οι πολιτικοί του διάδοχοι ήταν απλώς δημαγωγοί που ως αποκλειστικό στόχο είχαν την κατάληψη της εξουσίας, ενώ η πολιτική τους ήταν καταστροφική για την Αθήνα (Θουκυδίδης, 2.65). Γράφοντας αυτά, ο Θουκυδίδης εκφράζει την πικρία του, όχι μόνο για το χαμό ενός άνδρα που θαύμαζε, αλλά και για τη δύναμη και τη δόξα της Αθήνας που είχε αρχίσει να φθίνει.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΖΩΗ
Ο Περικλής, ακολουθώντας την αθηναϊκή παράδοση της εποχής, παντρεύτηκε πρώτα μία γυναίκα που ήταν κοντινή συγγενής του, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον Ξάνθιππο και τον Πάραλο. Ο γάμος τους όμως δεν ήταν ευτυχισμένος και, γύρω στο 445 π.Χ., ο Περικλής χώρισε τη γυναίκα του και την πρόσφερε σ’ έναν άλλο άνδρα για γάμο, με τη σύμφωνη γνώμη των αρσενικών μελών της οικογένειας της γυναίκας του (K. Παπαρρηγόπουλος, Aa, 221). Το όνομα της πρώτης του γυναίκας δεν είναι γνωστό, η μόνη πληροφορία που έχουμε σήμερα είναι ότι ήταν σύζυγος κάποιου Ιππόνικου, πριν παντρευτεί τον Περικλή, και μητέρα του Καλλία, από τον πρώτο της γάμο (Πλούταρχος, Περικλής, XXIV). Η γυναίκα με την οποία συνδέθηκε ήταν η Μιλήσια Ασπασία, εταίρα από την Μίλητο και κατά πολλά χρόνια νεότερή του. Ο Σωκράτης την περιέγραψε ως την πιο έξυπνη και πνευματική γυναίκα της εποχής της. Η σχέση αυτή ήταν υπερβολικά τολμηρή, επειδή ο Περικλής της συμπεριφερόταν ως ίση προς ίσο, και με δεδομένο την κοινωνική θέση της γυναίκας στην αρχαία Αθήνα, κάτι τέτοιο ήταν αδιανόητο για τους περισσότερους άνδρες εκείνης της εποχής.

Ακόμη και ο γιος του Περικλή Ξάνθιππος, που είχε πολιτικές φιλοδοξίες, δε δίστασε να καταδικάσει αυτή τη σχέση του πατέρα του (Πλούταρχος, Περικλής, XXXVI). Οι κατηγορίες αυτές δεν έριξαν το ηθικό του, παρόλο που ξέσπασε σε κλάματα όταν τον κατηγόρησαν ότι διέφθειρε την ηθική της πόλης του, με αυτήν του τη σχέση. Η μεγαλύτερη προσωπική του τραγωδία ήταν ο θάνατος των δύο παιδιών του, του Ξάνθιππου και του Πάραλου, από τον πρώτο του γάμο, καθώς και ο θάνατος της αδελφής του. Όλοι αυτοί πέθαναν από τον φοβερό λοιμό που χτύπησε την Αθήνα τα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο θάνατος τόσων συγγενικών προσώπων ήταν κάτι που ποτέ δεν κατάφερε ψυχολογικά να ξεπεράσει. Λίγο πριν τον θάνατό του, οι Αθηναίοι άλλαξαν τον νόμο του 451 π.Χ. για το δικαίωμα στην αθηναϊκή υπηκοότητα, που έκανε τον μισό-Αθηναίο γιο του που είχε αποκτήσει με την Ασπασία, Περικλή τον νεώτερο, Αθηναίο πολίτη και νόμιμο κληρονόμο του (Πλούταρχος, Περικλής, XXXVII). Από ειρωνεία της τύχης, ο ίδιος ο Περικλής είχε προτείνει να ψηφιστεί αυτός νόμος που έλεγε ότι μόνο όσοι έχουν και τους δύο γονείς Αθηναίους έχουν το δικαίωμα στην υπηκοότητα της πόλης (W. Smith, A History of Greece, 271).

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Ο Περικλής σημάδεψε μία ολόκληρη εποχή και ενέπνευσε αντικρουόμενες απόψεις για τις αποφάσεις που έλαβε στη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του. Το γεγονός πως ήταν στρατηγός, ρήτορας και πολιτικός ηγέτης, την ίδια ακριβώς εποχή, δυσχεραίνει την αντικειμενική αποτίμηση των ενεργειών του.

ΗΓΕΤΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ
Μερικοί σύγχρονοι μελετητές, όπως η Σάρα Ρούντεν (S. Ruden, Lysistrata, 80), αποκαλούν τον Περικλή λαϊκιστή και δημαγωγό, ενώ άλλοι εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τις ηγετικές του ικανότητες. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περικλής, XV), όταν ο Περικλής ανέλαβε την εξουσία των Αθηνών, δεν ήταν πια ο ίδιος άνδρας όπως πριν, αλλά είχε πραγματικά αλλάξει. Οι αρχαίοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο Περικλής ήταν πραγματικά αδιάφθορος πολιτικός, αλλά δεν ήταν αντίθετος στον πλουτισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ιστορικός Θουκυδίδης δίνει ελάχιστη σημασία στις αρνητικές πλευρές του πολιτικού βίου του Περικλή, αλλά γράφει κυρίως για τις θετικές.[η] Από την άλλη, ο Πλάτωνας, σ’ έναν από τους διαλόγους του αναφέρει ότι ο Περικλής έκανε την πόλη της Αθήνας μαλθακή και ματαιόδοξη, αφού αυτός επέβαλε το θεσμό των δημοσίων μισθών. Με αυτά τα λόγια, ο Πλάτωνας (Γοργίας, 515e) αποκηρύσσει πλήρως τη μυθοποίηση του Περικλή. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι έσπρωξε τον λαό της Αθήνας σε μία ματαιόδοξη και μαλθακή στάση, λόγω των πολλών φιλολαϊκών μέτρων που πρότεινε και που με την υποστήριξη του Δήμου επέβαλε.

Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Περικλής δεν ακολουθούσε αλλά ηγείτο του λαού της Αθήνας. Κάποιοι μελετητές του 20ού αιώνα, όπως ο Μάλκολμ Μαγκρέγκορ (M.F. McGregor, Government in Athens, 122–23) και ο Τζων Μόρρισον (J.S. Morrison, Pericles Monarchos, 76–77), υποστήριξαν ότι πιθανόν ο Περικλής να ήταν μία χαρισματική και δημοφιλής προσωπικότητα που περισσότερο από ηγέτης υπήρξε μέγας σύμβουλος του λαού του. Σύμφωνα με τον Ντάνιελ Κινγκ, αυξάνοντας ο Περικλής τη δύναμη του Δήμου, έχασε τον έλεγχο της εξουσίας, αφήνοντας τους Αθηναίους χωρίς πραγματικό ηγέτη. Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, η ανάγκη του Περικλή να βασιστεί στις ευρύτερες λαϊκές μάζες ήταν κάτι παραπάνω από εμφανής.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΕΠΙΤΥΧΙΕΣ
Για πάνω από 20 χρόνια, ο Περικλής ηγήθηκε ενός μεγάλου αριθμού εκστρατειών, πολλές από τις οποίες ήταν ναυτικές εκστρατείες. Ποτέ δεν έπαιρνε μεγάλα ρίσκα και ήταν πάντοτε πολύ προσεκτικός στην επιλογή των εκστρατειών. Ακολουθώντας τη στρατηγική σκέψη του Θεμιστοκλή, πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να βασιστεί στη ναυτική της δύναμη, και θεωρούσε τους Πελοποννήσιους σχεδόν ανίκητους στην ξηρά (Πλούταρχος,Περικλής, XVIII). Ο Περικλής επίσης προσπάθησε να αμβλύνει το πλεονέκτημα που είχε η πολεμική μηχανή της Σπάρτης στη ξηρά, ξαναχτίζοντας τα τείχη της Αθήνας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Κλασσικών Σπουδών στο Πρίνστον, Ιωσία Όμπερ (J. Ober,National Ideology and Strategic Defence of the Population, 254), η στρατηγική της ανακατασκευής των τειχών της πόλης του άλλαξε δραστικά τη χρήση της στρατιωτικής δύναμης στις σχέσεις μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών.
 
Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Περικλής βασίστηκε σε μία μεγαλειώδη αμυντική στρατηγική, που στόχο της είχε την εξασθένηση του αντιπάλου και τη διατήρηση του status quo (A.G. Platias-C. Koliopoulos, Thucydides on Strategy, 98–99). Σύμφωνα με τον Πλατιά και τον Κολιόπουλο, η Αθήνα, ως η ισχυρότερη πόλη, δεν επέλεξε να νικήσει τη Σπάρτη με στρατιωτικά μέσα, αλλά να καταστρέψει το στρατηγικό σχέδιο της Σπάρτης και των συμμάχων της. Τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της στρατηγικής του Περικλή ήταν η αποφυγή αναβολής των οικονομικών κυρώσεων στα Μέγαρα και στην αποφυγή επέκτασης των συγκρούσεων, που δεν θα ήταν σε όφελος της Αθήνας.[θ] Σύμφωνα με τον Κάγκαν (D. Kagan, The Outbreak of the Peloponnesian War, 83), η επιμονή του Περικλή στην απόρριψη μεγάλων εκστρατειών οφείλεται μάλλον στην πικρή ανάμνηση της αποτυχημένης εκστρατείας στην Αίγυπτο, που είχε υποστηρίξει στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας. Γι’ αυτό, ο Χανς Ντέλμπρουκ (H. Delbrück, History of the Art of War, I, 137) τον αποκάλεσε ως έναν από τους μεγαλύτερους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας. Παρόλο που οι συμπολίτες του ενεπλάκησαν σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις αμέσως μετά τον θάνατό του, δεν άλλαξαν τη στρατηγική του μέχρι και την τραγική εκστρατεία στη Σικελία (V.L. Ehrenberg, From Solon to Socrates, 278). Κατά τον Μπεν ντε Βετ (B. X. de Wet,This So-Called Defensive Policy of Pericles, 103–19), εάν ο Περικλής ζούσε περισσότερο, η στρατηγική του θα είχε επιτυχία.
 
Όσοι διαφωνούν με τη στρατηγική του Περικλή δεν είναι λιγότεροι από όσους την υποστηρίζουν. Μια ευρέως διαδεδομένη άποψη θέλει τον Περικλή καλύτερο ρήτορα από στρατηγό (K. Παπαρρηγόπουλος, Aa, 241–42). Ο Ντόναλντ Κάγκαν (D. Kagan, Athenian Strategy in the Peloponnesian War, 54) υποστηρίζει ότι η στρατηγική του Περικλή εμπεριείχε ευσεβείς πόθους που πρακτικά ήταν δύσκολο να πραγματοποιηθούν κι απέτυχε. Ο Μπάρυ Στράους και ο Ιωσίας Όμπερ (S. Strauss-J. Ober, The Anatomy of Error, 47), έχουν υποστηρίξει ότι ο Περικλής, ως στρατηγός, ήταν αποτυχημένος, συμβάλλοντας στην ήττα της Αθήνας στον πόλεμο. Ο Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον (V.D. Hanson, Peloponnesian War, 58) προσθέτει ότι ο Περικλής δεν επεξεργάστηκε επαρκώς την επιθετική στρατηγική της πόλης του, για να αντιμετωπίσει με επιτυχία μία πιθανή εισβολή. Ο Κάγκαν ασκεί κριτική στη στρατηγική του Περικλή σε 4 σημεία. Κατηγορεί τον Περικλή, καταρχήν, για την άρνησή του να προβεί σε μικρές παραχωρήσεις, οδηγώντας με αυτό τον τρόπο στον πόλεμο. Το δεύτερο σημείο της κριτικής του εστιάζει στην έλλειψη μυστικότητας γύρω από τη στρατηγική του, δίνοντας πλεονέκτημα στον αντίπαλο. Επιπλέον, κατά τον Κάγκαν (D. Kagan, The Archidamian War, 28, 41), το σχέδιο ήταν αδύνατο να εκμεταλλευτεί πιθανές ευκαιρίες, ενώ παράλληλα βασιζόταν πολύ στον ίδιο τον Περικλή, με αποτέλεσμα να εγκαταλειφθεί μετά το θάνατό του. Ο Κάγκαν (D. Kagan, The Peloponnesian War, 61–62) υπολογίζει ότι ο Περικλής δαπανούσε περίπου 2.000 τάλαντα κάθε χρόνο για τις ανάγκες του Πελοποννησιακού πολέμου, και υποστηρίζει ότι ήταν σε θέση να ξοδέψει ένα τέτοιο ποσό μόνο για 3 χρόνια. Θεωρεί συνεπώς ότι γι’ αυτό το λόγο, που λογικά ο Περικλής γνώριζε, ήταν προετοιμασμένος για ένα συντομότερο σε διάρκεια πόλεμο. Άλλοι, όπως ο Ντόναλντ Νάιτ, υποστηρίζουν ότι η στρατηγική του ήταν υπερβολικά αμυντική χωρίς καμία πιθανότητα επιτυχίας.

Από την άλλη πλευρά, ο Πλατιάς και ο Κολιόπουλος (A.G. Platias-C. Koliopoulos, Thucydides on Strategy, 138), θεωρούν ότι οι Αθηναίοι έχασαν τον πόλεμο μόνον όταν εγκατέλειψαν τη μεγαλοφυή στρατηγική του Περικλή. Κατά τον Χάνσον (V.D. Hanson, Peloponnesian War, 74-75), η στρατηγική του Περικλή δεν ήταν καινοτόμος, αλλά μπορούσε να αποδώσει καρπούς. Κοινή πίστη είναι ότι οι πολιτικοί διάδοχοι του Περικλή δεν είχαν ούτε τις ικανότητες, ούτε τον χαρακτήρα του (L.J. Samons, What’s Wrong with Democracy?, 131–32).

ΡΗΤΟΡΙΚΕΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ
Οι σύγχρονοι μελετητές του Θουκυδίδη προσπαθούν ακόμη να επανασυνδέσουν τους λόγους του Περικλή, ώστε να αποκτήσουμε μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τις ρητορικές ικανότητες του Περικλή, και να διαχωρίσουμε τους λόγους του Περικλή από τα γραπτά του Θουκυδίδη.[ι] Επειδή ο Περικλής δεν κατέγραψε ούτε διένειμε τους λόγους του,[ια] οι ιστορικοί δεν μπορούν να είναι απολύτως σίγουροι ποιοι λόγοι και ποιες απόψεις[ιβ] ανήκουν στον ίδιο τον Περικλή και ποιοι ανήκουν στον Θουκυδίδη. Ο Θουκυδίδης παραδίδει τρεις από τους λόγους του Περικλή, που τους έγραψε από μνήμης, γεγονός που καθιστά μάλλον απίθανο να μην πρόσθεσε προσωπικά στοιχεία στους λόγους του Περικλή για τους οποίους γράφει. Αν και ο Περικλής θεωρείται εξαιρετικός ρήτορας, πολλοί σύγχρονοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η ομορφιά των λόγων του Περικλή οφείλεται περισσότερο στις συγγραφικές ικανότητες του Θουκυδίδη παρά στις ρητορικές του Περικλή.[ιγ] Πιθανόν ο Θουκυδίδης να ενσωμάτωσε τις συγγραφικές του ικανότητες στους λόγους του Περικλή, για να δημιουργήσει αυτήν την εικόνα που έχουμε σήμερα.

Ο Ντόναλντ Κάγκαν υποστηρίζει ότι ο Περικλής είχε έναν εκλεπτυσμένο τύπο λόγου, που δεν ήταν καθόλου χυδαίος, σε αντίθεση με τους περισσότερους δημαγωγούς της εποχής του. Σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη, θάμπωνε τους συμπολίτες του με τις ικανότητες λόγου που κατείχε. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Περικλής απέφευγε να ξεσηκώνει τα πλήθη, όπως ο παθιασμένος ρήτορας Δημοσθένης, αλλά πάντα μιλούσε μ’ έναν πράο και ήρεμο τρόπο. Βέβαια, ο Πλούταρχος αναφέρει ακόμη ότι οι λόγοι του Περικλή είχαν κάποια δόση υπεροψίας που δεν άρεσε σε πολλούς. Ο Πλούταρχος βασίζει αυτή την πληροφορία σε μαρτυρία του φιλόσοφου Ίωνα από τη Χίο, σύγχρονου του Περικλή. Ο Γοργίας, στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνα, χρησιμοποιεί τη ρητορική ικανότητα του Περικλή ως παράδειγμα μίας πραγματικά ανώτερης ρητορικής ικανότητας. Παρόλα αυτά, στο διάλογο του Μενέξενου, ο Σωκράτης αναφέρει ότι ο Περικλής είχε εκπαιδευτεί στη ρητορική από την Ασπασία, που είχε εκπαιδεύσει πολλούς ρήτορες, και ήταν σαφώς ανώτερος από έναν ρήτορα που είχε διδαχθεί τη ρητορική από τον Αντίφωντα. Επίσης αποδίδει τον Επιτάφιο Λόγο στην Ασπασία και επιτίθεται στους σύγχρονούς του για τη μυθοποίηση του Περικλή.

Οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αποκαλούσαν τον Περικλή «Ολύμπιο», εκθείασαν τις ικανότητές του, και έγραψαν ότι ο Περικλής κουβαλούσε τα όπλα του Δία όταν έβγαζε τους λόγους του. Σύμφωνα με τον Κουιντιλιάνο, ο Περικλής έκανε μία συγκεκριμένη προετοιμασία πριν βγάλει τους λόγους του, δηλαδή πήγαινε και προσευχόταν στους θεούς ώστε να μην εκστομίσει καμία λέξη κατά λάθος. Ο Σερ Ρίτσαρντ Γουέμπ αναφέρει ότι ο Περικλής ήταν ένας μοναδικός πολιτικός, στρατιωτικός και ρήτορας, επειδή κράτησε τη θέση του Στρατηγού για τόσα πολλά χρόνια, που κανείς πριν και μετά από αυτόν δεν κράτησε, και επειδή κέρδισε το σεβασμό των Αθηναίων, με τις σκέψεις και τις πράξεις του, όσο κανείς άλλος.

ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
Ως μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε ο Περικλής θεωρούνται τα έργα τέχνης του Χρυσού Αιώνα της Αθήνας, αλλά και τα λογοτεχνικά έργα της εποχής του, που διασώθηκαν μέχρι σήμερα. Η Ακρόπολη της Αθήνας, αν και τώρα είναι ερειπωμένη, στέκεται μέχρι σήμερα ως σύμβολο της σύγχρονης Αθήνας. Ο ιστορικός Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι αυτά τα έργα τέχνης είναι αρκετά για να κάνουν την Ελλάδα αθάνατη σε όλη την υφήλιο. Σε σχέση με την πολιτική κληρονομιά του Περικλή, ο Βίκτωρ Έρενμπεργκ (V. L. Ehrenberg, From Solon to Socrates, 332) υποστηρίζει ότι το βασικό στοιχείο της πολιτικής κληρονομιάς του Περικλή ήταν ο Αθηναϊκός ιμπεριαλισμός, που δε δίνει πραγματική δημοκρατία και ελευθερία στους πολίτες του. Υποστηρίζεται ότι η προώθηση ενός τέτοιου ιμπεριαλισμού στο τέλος κατέστρεψε την Αθήνα (C.G. Starr, A History of the Ancient World, 306). Ο Περικλής και οι επεκτατικές πολιτικές του ενάντια στις πιο αδύναμες πόλεις-κράτη, έχουν γίνει αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών.

Άλλοι αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Αθηναϊκός ουμανισμός ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του Χρυσού Αιώνα (E.J. Power, A Legacy of Learning, 52). Η ελευθερία του λόγου θεωρείται η μεγαλύτερη και μακροβιότερη κληρονομιά που μας άφησε ο «Αιώνας του Περικλή» (R.A. Katula,A Synoptic History of Classical Rhetoric, 18). Ο Περικλής θεωρείται ο ιδανικός τύπος ηγέτη στην Αρχαία Ελλάδα και ο Επιτάφιος Λόγος του, ακόμα και σήμερα θεωρείται συνώνυμο της πάλης για τη δημοκρατία και την ελευθερία.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[α] Η ακριβής χρονολογία γέννησης του Περικλή δεν είναι γνωστή. Εκτιμάται ότι γεννήθηκε πριν το 492/491 π.Χ. ώστε να είναι σε κατάλληλη ηλικία να παρουσιάσει το έργο Πέρσαι το 472 π.Χ. Δεν αναφέρεται ότι πήρε μέρος στους Περσικούς Πολέμους τις χρονιές 480 π.Χ. και 479 π.Χ. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι είναι απίθανο να είχε γεννηθεί πριν το 498 π.Χ.
[β] Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι η Αγαρίστη ήταν εγγονή του Κλεισθένη, αλλά χρονολογικά αυτό δεν φαίνεται ακριβές και έτσι πιστεύεται ότι ήταν ανιψιά του.
[γ] Ο Αριστόδικος από την Τανάγρα δολοφόνησε τον Εφιάλτη. Ο Πλούταρχος γράφει ότι κάποιος Ιδομενέας έλεγε ότι άκουσε πως ο Περικλής σκότωσε τον Εφιάλτη, χωρίς όμως να το πιστεύει καθώς κάτι τέτοιο δεν ήταν στο χαρακτήρα του Περικλή.
[δ] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Περικλής, XXIV), ο Περικλής έβαλε την Αθήνα στον πόλεμο εναντίον της Σάμου για χάρη της Ασπασίας από την Μίλητο.
[ε] Ο Πλούταρχος (Περικλής, XXXI) περιγράφει αυτούς τους ισχυρισμούς αλλά δεν τους επιβεβαιώνει. Ο Θουκυδίδης (1.139) επιμένει, όμως, ότι ο Περικλής ήταν ακόμη ο ισχυρότερος άνδρας των Αθηνών. Οι Γκομ (A. W. Gomme, An Historical Commentary on Thucydides, I, 452) και Βλάχος (Comments on Thucydides, 141) υποστηρίζουν την άποψη του Θουκυδίδη.
[στ] Ο Βλάχος αναφέρει ότι ο Θουκυδίδης μας δίνει την εικόνα πως η ηγεμονία της Αθήνας ήταν σκληρή και αυταρχική, αλλά ο ιστορικός δε σχολιάζει την αυταρχική ηγεμονία της Σπάρτης την ίδια εποχή. Σύμφωνα με τον Βλάχο (Thucydides’ bias, 60 etc), η ήττα των Αθηνών στον πόλεμο έκανε την Σπαρτιατική Ηγεμονία ακόμα πιο σκληρή και αυταρχική. Ωστόσο, η εικασία πως η Σπάρτη απελευθέρωσε την υπόλοιπη Ελλάδα από την ηγεμονία των Αθηνών φαίνεται αβάσιμη. Ο Geoffrey Ernest Maurice de Ste Croix (The Character of the Athenian Empire, 1–41), αναφέρει ότι η Ηγεμονία των Αθηνών ήταν καλοδεχούμενη ως παράγων σταθερότητας και δημοκρατίας για την υπόλοιπη Ελλάδα (Fornara-Samons, Athens from Cleisthenes to Pericles, 77).
[ζ] Με βάση τις επιστημονικές μελέτες, οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι ο λοιμός ήταν πιθανόν ένας τύφος ή τυφοειδής πυρετός, και όχι χολέρα ή κάτι άλλο (A.W. Gomme, An Historical Commentary on Thucydides, II, 145–62).
[η] Ο Βλάχος (Thucydides’ bias, 62) ασκεί κριτική στον ιστορικό Θουκυδίδη, επειδή ο τελευταίος επισημαίνει μόνο τα θετικά σημεία του Περικλή και αγνοεί πλήρως τις φημολογίες και τις κατηγορίες εναντίον του Περικλή, αλλά και τις κατηγορίες εναντίον του Περικλή για διαφθορά.
[θ] Σύμφωνα με τον Πλατιά και τον Κολιόπουλο (A.G. Platias-C. Koliopoulos, Thucydides on Strategy, 104 etc.), η πολιτική του Περικλή αποτελείτο από 5 κύρια σημεία: α) Την ισορρόπηση της δύναμης του αντιπάλου, β) Τη χρησιμοποίηση όλων των πλεονεκτημάτων και την απενεργοποίηση των πλεονεκτημάτων του αντιπάλου, γ) Την άρνηση της επιτυχίας του (πολιτικού) αντιπάλου και τη χρήση των αντιποίνων, δ) Τη διάβρωση της πηγής δύναμης του αντιπάλου, ε) Τη χρησιμοποίηση της πολιτικής κατάστασης στην πόλη προς όφελος των πολιτικών του στόχων.
[ι] Σύμφωνα με τον Βλάχο, ο Θουκυδίδης θα πρέπει να ήταν περίπου 30 ετών όταν ο Περικλής απάγγειλε τον Επιτάφιο Λόγο του, και πιθανώς ανήκε στο πλήθος που άκουγε τον λόγο.
[ια] Ο Βλάχος υποστηρίζει ότι δε γνωρίζει ποιος έγραψε το λόγο, αλλά αυτός θα πρέπει να απαγγέλθηκε στο τέλος του 431 π.Χ. Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Τζεμπ, οι λόγοι του Θουκυδίδη δίνουν μία εικόνα των λόγων του Περικλή και περιέχουν πιθανώς κάποια κύρια σημεία από τον πραγματικό λόγο του Περικλή, αλλά δεν μπορούμε να θεωρήσουμε σε καμία περίπτωση τον λόγο που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης ως τον πραγματικό λόγο του Περικλή. Ο Τζον Ντόμπσον (J.F. Dobson, The Greek Orators) πιστεύει ότι ενώ η γλώσσα του λόγου είναι του ιστορικού, κάποια στοιχεία του λόγου ανήκουν στον Περικλή. Ο Σίκινγκ (C.M.J. Sicking, Distant Companions, 133) υποστηρίζει ότι στο λόγο ακούμε τη φωνή του πραγματικού Περικλή, ενώ ο Ιωάννης Κακριδής (Interpretative comments on the Funeral Oration, 6) επιμένει ότι ο Επιτάφιος Λόγος είναι ένα κατασκεύασμα του Θουκυδίδη, επειδή το κοινό δεν είναι οι Αθηναίοι της εποχής του Περικλή αλλά οι Αθηναίοι του 400 π.Χ., που είναι απογοητευμένοι από την ήττα της πόλης τους. Ο Γκομ (A.W. Gomme, An Historical Commentary on Thucydides, II, 145–62) δεν συμφωνεί με τον Κακριδή και πιστεύει ότι ο Θουκυδίδης είναι αξιόπιστος.
[ιβ] Όπως αποφαίνεται ο Πλούταρχος, σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια του 10ου αιώνα μ.Χ., τη Σούδα (Suda, article Pericles), ο Περικλής είχε κάποιον που συστηματικά έγραφε τους λόγους του. Ο Κικέρων (Cicero, De Oratote, II, 93) αναφέρεται στο συγγραφικό έργο του Περικλή, αλλά οι παρατηρήσεις του δεν θεωρούνται αξιόπιστες. Πιθανότατα, άλλοι συγγραφείς έκαναν χρήση του ονόματός του (Quintilian, Institutiones, III, 1).
[ιγ] Ο Ιωάννης Καλουτσινάκης υποστηρίζει ότι κανένας αναγνώστης δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο ρυθμός του Επιτάφιου Λόγου δεν ανήκει στον ίδιο τον Περικλή, και ότι ο όμορφα γραμμένος Επιτάφιος Λόγος είναι σχεδόν ολόκληρος ο λόγος του Περικλή, όπως με αρκετά μεγάλη ακρίβεια τον κατέγραψε ο Θουκυδίδης (Εγκυκλοπαίδεια «Ήλιος», 1952). Σύμφωνα με τον Χάρβεϊ Γιούνις (H. Yunis, Taming Democracy, 63), ο Θουκυδίδης δημιούργησε το θρύλο της ρητορείας του Περικλή που έχει κυριαρχήσει από τότε.

Η ανίατη περίπτωση των Τροιζηνίων

Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν άνθρωποι εύθυμοι και γλεντζέδες και χαίρονταν τη ζωή, σα γνήσια παιδιά της φύσης με την οποία ήταν στενά δεμένοι. Εκτιμούσαν πολύ τα αστεία, που τα θεωρούσαν ένδειξη πολιτισμού.
Αυτό το μαρτυρεί και η ετυμολογία της ίδιας της λέξης. Το αστείο προέρχεται από το άστυ, την πόλη και δηλώνει ότι αστεία κάναν οι πολιτισμένοι κάτοικοι των πόλεων και όχι οι χωριάτες των αγρών που γιαυτό ήταν αγροίκοι. (Η διάκριση αυτή πέρασε και στη νέα ελληνική όπου έχουμε το χωρατό, το πολιτισμένο αστείο των κατοίκων της χώρας, δηλαδή της πόλης σε αντιπαράθεση με τη χωριατιά, των αγροίκων κατοίκων του χωριού).

Οι ευθυμότεροι χωρίς άλλο από τους αρχαίους Έλληνες ήταν οι Τροιζήνιοι, που τους έλεγαν φιλογέλωτες, γιατί δεν σταματούσαν να χωρατεύουν και να αστειεύονται ακόμα και την ώρα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Και ναι μεν τα αστεία και τα πειράγματα προκαλούσαν άφθονα γέλια, εμπόδιζαν όμως την ομαλή λειτουργία των συνελεύσεων, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να παίρνουν αποφάσεις σε σοβαρά ζητήματα

Τελικά καταφύγαν στο Μαντείο των Δελφών, μήπως ο Απόλλων τους βρει κάποια λύση.

Η Πυθία τους συμβούλεψε πως τότε μόνο θα θεραπευθούν αν καταφέρουν να θυσιάσουν στον Ποσειδώνα έναν ταύρο, χωρίς καθ΄όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και της θυσίας να γελάσει έστω και ένας από τους συμμετέχοντες.

Συμμορφώθηκαν με την εντολή του θεού αλλά καλού κακού κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της θυσίας διώξαν από το χώρο όλα τα παιδιά, μήπως με τις αναπόφευκτες σκανταλιές τους δώσουν αφορμή στους μεγάλους να γελάσουν. Έτσι και έγινε αλλά την ώρα ακριβώς της θυσίας οι ιεροθύτες ανακάλυψαν έναν πιτσιρικά, που παρακολουθούσε κρυμμένος τη διαδικασία.
– Φύγε από δω μικρέ, του βάλαν τις φωνές
– Γιατί, φοβάστε μη σας φάω τον ταύρο;
απάντησε αυτός θαρρετά, προκαλώντας ακράτητα γέλια...

Όπως ήταν επόμενο η θυσία ματαιώθηκε, γιατί οι Τροιζήνιοι κατάλαβαν πως ο θεός ήθελε να τους δείξει ότι η περίπτωσή τους ήταν ανίατη.

Να αγαπάς αυτούς που δεν πληγώνουν την αγάπη


Το μικρό παιδί χρειάζεται βοήθεια από τους γονείς του στο να συλλάβει, να οργανώσει, να αξιοποιήσει τα ερεθίσματα που δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον, για να μπορέσει να κατακτήσει την ενότητα εκείνη που θα του προσφέρει την ψυχική ισορροπία, αλλά και την υγιή σύνδεση μεταξύ της πραγματικότητάς  και του εαυτού του.
 
 Χρειάζεται από τους γονείς του  να τον καθησυχάσουν καταπραΰνοντας τα συναισθήματά του, κάθε φορά που στην επαφή του με το περιβάλλον κατακλύζεται από ερεθίσματα που είναι περίπλοκα για εκείνον, ώστε να μην  μεταφέρει αυτά τα συναισθήματα στον εξωτερικό κόσμο, θεωρώντας τον εχθρικό,  προκειμένου να απαλλαγεί από αυτά.
 
Ένα παιδί τρομάζει όταν νιώθει αρνητικά συναισθήματα για τους γονείς του ή για άλλους σημαντικούς ανθρώπους κάθε φορά που τον ματαιώνουν ή του εναντιώνονται και αυτό που χρειάζεται, για να καθησυχαστεί, είναι οι γονείς του να κατανοήσουν τα συναισθήματά του ως φυσιολογικά. Αυτό που θα βοηθούσε ένα παιδί είναι η  αποδοχή τόσο των θετικών όσο και των δύσκολων συναισθημάτων του, ώστε να μπορέσει να δώσει χώρο τόσο στην χαρά όσο και στην θλίψη ή στον θυμό του. Θα μπορέσει να δεχτεί όλα του τα συναισθήματα, όταν αισθανθεί ότι οι γονείς του δεν αγωνιούν με αυτά τα συναισθήματα και  επομένως δεν θα αντιδρά σε αυτά με απόσυρση ή με εκδικητική επιθετικότητα.
 
Εάν οι γονείς δεν καταφέρουν να το κάνουν αυτό, τότε δημιουργείται στο παιδί η εντύπωση ότι τα συναισθήματα του είναι επικίνδυνα, οπότε θα τα απορρίπτει προβάλλοντας τα αλλού, θεωρώντας ότι οι άλλοι νιώθουν αυτά τα συναισθήματα και όχι ο ίδιος.  Ό,τι βιώνει ως επικίνδυνο θα το αποβάλλει από τον εαυτό του και θα το τοποθετεί στο περιβάλλον του ( εγώ εκτιμώ τον εαυτό μου, οι άλλοι δεν με εκτιμούν) ή σε άλλα πρόσωπα (δεν σε μισώ, εσύ με μισείς),  προσπαθώντας να διατηρήσει, ότι βιώνει ως καλό, σε απόσταση ασφαλείας  από ότι βιώνεται ως κακό και καταστροφικό,  με αποτέλεσμα όμως έτσι να διασπάται ο ψυχικός του κόσμος και να νιώθει διχασμένος.

Αν σε έναν άνθρωπο δεν έγιναν επιτρεπτά τα συναισθήματά του από τους σημαντικούς του ανθρώπους, θεωρεί κάθε συναίσθημα που δεν έγινε αποδεκτό ως αρνητικό για τον ίδιο και προκειμένου να διαφυλάξει την θετική εικόνα που έχει για τον εαυτό του, γιατί αλλιώς θα συντριβεί η αυτοεκτίμησή του, τα εκτοξεύει αλλού. Αυτό βέβαια θα έχει ως αντίκτυπο, ο άλλος, που του προβάλλει τα συναισθήματα του, να γίνεται μισητός, εχθρικός, απεχθής και να αποτελεί συγχρόνως πόλο έλξης και πόλο άπωσης ταυτόχρονα για τον ίδιο.
Ελκύεται από εκείνον, γιατί  εφόσον προβάλει το δύσκολο συναίσθημά του σε αυτό το πρόσωπο, θα δημιουργεί σχέση, έστω συγκρουσιακή, μαζί του γιατί έτσι θα νιώθει ενωμένος με το μέρος του εαυτού του που αποβάλλει οπότε, για να μην χάσει την σύνδεση με τον εαυτό του και αποσχιστεί ψυχικά, εξαρτιέται από εκείνον και δεν μπορεί να τον αποχωριστεί.
 
Θα φανατίζεται όμως παράλληλα με το πρόσωπο στο οποίο προβάλλει τα συναισθήματά του, γιατί όσο νιώθει κατακερματισμένος,  η διαφορετικότητα του άλλου τον απειλεί, επειδή του θυμίζει την απόρριψη του εαυτού του από τους σημαντικούς ανθρώπους του όπως την βίωσε ή όπως φαντασιώθηκε  πως την βίωσε, όταν τόλμησε να αισθανθεί διαφορετικά συναισθήματα από αυτά που του επέτρεψαν εκείνοι. Δεν έχει αποδεχτεί την διαφορετικότητα των πλευρών του εαυτού του, ώστε να καταφέρει να τις ενώσει, και κάθε ιδέα ένωσης ξεσηκώνει μια θύελλα συναισθημάτων οδύνης που γίνεται τρόμος στην ιδέα ότι μπορεί να χάσει τα ψήγματα της αποδοχής τους, αν εκείνος κάνει βήματα προόδου και διαφοροποιηθεί από εκείνους, οπότε,  για να μην συντριβεί ψυχικά, ταυτίζεται με την απροθυμία των σημαντικών του προσώπων να αποδεχτούν τα συναισθήματα του.
 
Οι ρατσιστές για παράδειγμα εκδηλώνουν τα επιθετικά τους συναισθήματα σε όλους εκείνους που εκφράζουν ιδεώδη διαφορετικά από τα δικά τους, γιατί αισθάνονται απέχθεια και μίσος για όλα εκείνα τα κομμάτια του εαυτού τους που βλέπουν ως όμοια σε εκείνους που επιτίθενται και τα οποία δεν μπορούν να τα αποδεχτούν,  γιατί απορρίφτηκαν βίαια από τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής τους στο παρελθόν, οπότε προκειμένου να έχουν την εύνοια τους, υποτάσσονται παθητικά στα μοντέλα κυριαρχίας που έχουν διαμορφώσει,  ενώ εκφράζουν την βία τους στους αδύναμους. Κάθε έκφραση αδυναμίας τους παραπέμπει σε συνθήκες μοναξιάς και οδύνης που βίωσαν,  όταν συνθλίφτηκε η αυτοεκτίμησή τους κάτω από την μπότα της απόρριψης και για να μην συντριβούν ολοσχερώς, αρνούνται και αποδιώχνουν το συναίσθημα αδυναμίας τους, ταυτίζονται με τον επιτιθέμενο και επιτίθενται σε καθετί που ανασκαλεύει τις μνήμες, τις στοιχειωμένες από το φόβο τους.

Κάθε άνθρωπος που έμεινε απροστάτευτος στο χείμαρρο των συναισθημάτων του, γιατί κανείς δεν αποτέλεσε ένα φράγμα για εκείνον, κρύβει ένα μικρό παραπονεμένο παιδί μέσα του, που κατέχεται από μειονεκτική αίσθηση για τον ίδιο, αλλά και για την ικανότητά του να αγαπιέται, οπότε εκείνος ο εαυτός αποφασίζει για τις επιλογές του, τις αποφάσεις του, τις προτιμήσεις του, τις στάσεις και συμπεριφορές του. Ελκύεται από το όμοιο, που αυτό μπορεί να αφορά την μειονεκτική εικόνα του εαυτού του ή μπορεί να αφορά το όμοιο συναίσθημα τρόμου που βίωσε ως παιδί, κάτω από την ελλιπή συναισθηματική ανταπόκριση που αφάνισε την αξία του, ακόμα κι αν αυτό το όμοιο δεν το εξελίσσει, αλλά παραμένει σε αυτό γιατί νιώθει μια αίσθηση ασφάλειας, ψεύτικη μεν, αλλά τουλάχιστο το αίσθημα οικειότητας που αποπνέει αυτό το περιβάλλον δεν τον αποδιοργανώνει ριζικά.
 
Καθετί διαφορετικό τον φέρνει σε επαφή με μια θύελλα συναισθημάτων που βίωσε ως παιδί, τα οποία εξακοντίζονταν βίαια στον ψυχισμό του και εκείνο δεν βρήκε απάγκιο πουθενά, ώστε να μπορέσει να συνομιλήσει με τα συναισθήματά του, να τα καταγράψει ως  φυσιολογικά. Η βία που ποτίστηκε τον καθορίζει στην ζωή του και την εξαπολύει σε οποιονδήποτε του θυμίζει την αδικία  που βίωσε τότε.
 
Κάθε νέα εγγραφή τον διαταράσσει και η ορμή των συναισθημάτων που την ακολουθούν είναι τέτοια, που φοβάται πως μπορεί να προκαλέσει ρήγμα στο σύστημα ισορροπίας του. Καθένας, καθετί που θυμίζει ενότητα, εξέλιξη, απειλεί τον μονομερή κόσμο του που είναι γεμάτος μονόδρομους που έχει όμως μάθει τόσο καλά να τους περπατάει και ας αποτελούν τα αδιέξοδα του. Και όσο παραμένει εγκλωβισμένος εκεί, δεν μπορεί  να διεκδικήσει την απελευθέρωσή του, γιατί αναλώνει αλλού την πολύτιμη ενέργεια του.
 
Εξαπολύει την ορμή των συναισθημάτων του σε όλους εκείνους που μοιάζουν ή που φαντασιώνεται πως μοιάζουν με εκείνους που τον εγκατέλειψαν στο περιθώριο της ύπαρξης του  και  μεταθέτει σε εκείνους τα αρνητικά συναισθήματα που δεν τολμά να τα στρέψει εκεί που τον αδίκησαν, σε εκείνους που του στέρησαν την ελπίδα να επικοινωνήσει την αλήθεια του, αλλά αυτός ο αδιάκοπος πόλεμος τον στερεί από την ευθύνη της ελευθερίας του, από την επαφή με την προσωπική του δύναμη,  από την εξυγίανση της προσωπικότητάς του.
 
Καθένας μας κρύβει ένα κουβάρι στον ψυχισμό του, όπου, αν αγαπά τον εαυτό του και τους ανθρώπους του, καλείται να βρει την άκρη του και να ξετυλίξει το νόημα της ζωής του, τυλίγοντας το νήμα με τρόπο που θα του δώσει  την έμπνευση να υφάνει ένα όμορφο πίνακα ζωής, στον οποίο η αξία του θα έχει  τον πρωταγωνιστικό ρόλο για εκείνον.
 
Αν αγκαλιάσει κάθε  πτυχή του με ενδιαφέρον και αγάπη,  θα συνθέσει το παζλ της ενότητας του εαυτού του και θα επέλθει η ειρήνη στην ψυχή του, γιατί σύμμαχος του θα είναι η προσπάθεια του να αποδεχτεί κάθε δυνατή πλευρά του που θα τον οδηγήσει σε νικητήριες προσπάθειες, αλλά και κάθε αδύναμη που θα τον κάνει πιο βαθιά ανθρώπινο και θα τον φέρει πιο κοντά στην Αγάπη.

Η φιλοσοφία έχει τη χάρη της, αν ασχοληθείς μαζί της με μέτρο στα νιάτα σου

ΚΑΛΛΙΚΛΗΣ: Η φιλοσοφία, Σωκράτη, έχει τη χάρη της, αν ασχοληθείς μαζί της με μέτρο στα νιάτα σου. Ακόμη κι αν είναι κανείς πολύ προικισμένος, εφόσον συνεχίσει να φιλοσοφεί και στην ωριμότητά του, αναγκαστικά θα αποξενωθεί από όλα όσα πρέπει να γνωρίζει προκειμένου να γίνει ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. [...]

Με τη φιλοσοφία είναι ωραίο να ασχολείται για μορφωτικούς λόγους και δεν είναι άπρεπο να φιλοσοφεί κανείς όσο είναι νεαρός.
 
Όταν όμως μεγαλώσει και φιλοσοφεί ακόμη, τότε η περίπτωση είναι για γέλια και εγώ τουλάχιστον νιώθω για όσους φιλοσοφούν ό,τι νιώθω για όσους
δυσκολεύονται να μιλήσουν και παίζουν σαν μικρά παιδιά.

Τον νέο που δε φιλοσοφεί τον θεωρώ ανελεύθερο άνθρωπο, που δεν είναι άξιος για τίποτα ωραίο και μεγάλο.

Όταν όμως τον δω ηλικιωμένο να φιλοσοφεί και να μη σταματάει, μου φαίνεται πια, Σωκράτη, ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει να φάει ξύλο [...] δεν αξίζει να λέγεται άντρας, όταν φεύγει από το κέντρο της πόλης και από τις συγκεντρώσεις, όπου [...] οι άντρες διαπρέπουν, και βουλιάζει για την υπόλοιπη ζωή του σε μια γωνιά ψελλίζοντας με τρεις τέσσερις νεαρούς.

(Πλάτων, Γοργίας 484c-486a)

Έχεις Ιδέα πόσο Υποφέρω όταν με Αγνοείς;

Οι περισσότεροι άνθρωποι που υφίστανται αποκλεισμό εξομολογούνται ότι ακόμα κι ο ξυλοδαρμός, θα ήταν προτιμότερος από αυτό το σιωπηρό βασανιστήριο. Μπροστά στην αίσθηση ανυπαρξίας που βιώνουν, το ξύλο αν και επώδυνο, θα ήταν, τουλάχιστον, μια έμμεση αναγνώριση ότι υπάρχουν, ότι δεν είναι εντελώς ανάξιοι προσοχής.

Εξωφρενικό ακούγεται, αλλά η σχέση τα έχει αυτά. Τη μία στιγμή μας ανεβάζει στους ουρανούς και την αμέσως επόμενη μας κατεβάζει στα τάρταρα. Αυτή είναι η δύναμή της και αυτό είναι το ρίσκο που παίρνουμε κάθε φορά που αγαπάμε: δεν ξέρουμε σε ποιο άκρο θα καταλήξουμε.  

Καταλήγουμε πολύ χαμηλά, όταν εκείνος, στον οποίο εμείς νιώθουμε τη μεγαλύτερη ανάγκη να μιλάμε, μας φέρεται σαν να μην αξίζουμε να είμαστε συνομιλητές.

Δεν ξέρω αν είναι μια μορφή κοινωνικού θανάτου, όπως λένε κάποιοι, αλλά σίγουρα είναι μια ύπουλη μορφή απόρριψης που, όπως κάθε απόρριψη, πλήττει τη βασική ανάγκη που μας κάνει ανθρώπους και μας κινητοποιεί: την ανάγκη να είμαστε αποδεκτοί.

ΟΤΑΝ ΜΕ ΑΓΝΟΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΣΑΝ ΝΑ ΜΗΝ ΥΠΑΡΧΩ
Δεν έχει σημασία ο λόγος για τον οποίο ο άλλος μας αγνοεί. Είτε έχει διάθεση χειρισμού και τιμωρίας, είτε το κάνει από ανωριμότητα ή επειδή δεν ξέρει άλλο τρόπο, οι συνέπειες είναι ίδιες: αποσταθεροποίηση σε όλα τα επίπεδα, που εκδηλώνεται σε τρία στάδια (Williams, 2007):

Στάδιο πρώτο: Γενικός συναγερμός
Ανεξάρτητα από το φύλο στο οποίο ανήκουμε ή την προσωπικότητάς μας, η αίσθηση ότι μας αγνοούν προκαλεί ψυχολογικό πόνο εφάμιλλο με τον σωματικό. Δεν είναι θέμα αδυναμίας ή ελαττώματος – όπως δεν μπορούμε παρά να πονέσουμε όταν σπάμε ένα πόδι ή ένα χέρι, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε παρά να νιώσουμε συντετριμμένοι όταν αισθανθούμε ότι δεν υπάρχουμε στα μάτια του άλλου.

Η αίσθηση της σύνδεσης διακόπτεται βίαια και νιώθουμε την παρουσία μας να είναι ανεπιθύμητη ή να περνάει απαρατήρητη.

Αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε για την αξία μας και τις ικανότητές μας κι αναρωτιόμαστε τι κάναμε για να αξίζουμε τέτοια συμπεριφορά.

Αισθανόμαστε ότι δεν έχουμε κανένα έλεγχο της κατάστασης, ότι η φωνή μας δεν ακούγεται κι ότι δεν υπάρχει τρόπος να παρέμβουμε και να επηρεάσουμε τα γεγονότα.

Ξαφνικά, ο κόσμος χάνει το νόημα του και όλα μοιάζουν άσκοπα – δεν καταλαβαίνουμε γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, ούτε καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο βρισκόμαστε ακόμα εκεί και συνεχίζουμε.

Στάδιο δεύτερο: Απόπειρες αποκατάστασης της ισορροπίας
Ο εγκέφαλός μας, αντιλαμβανόμενος την απειλή, μας υπαγορεύει να κάνουμε κάτι για να σταματήσουμε να πονάμε. Μας πιάνει πανικός, ανυπομονησία και επιτακτική ανάγκη να διατηρήσουμε το δεσμό ώστε να πάψουμε να υποφέρουμε.

Συμμορφωνόμαστε με ό,τι φανταζόμαστε ότι είναι οι όροι του άλλου, γινόμαστε πειθήνιοι έως δουλοπρεπείς προκειμένου να κάμψουμε τις αντιστάσεις του και φτάνουμε στο σημείο να αναλαμβάνουμε εξολοκλήρου την ευθύνη, απολογούμενοι για φανταστικά εγκλήματα που υποτίθεται διαπράξαμε, με την ελπίδα ότι έτσι θα εξομαλυνθεί η κατάσταση.

Το κακό είναι ότι, τις περισσότερες φορές, δεν ξέρουμε για ποιο λόγο «τιμωρούμαστε», οπότε οι απόπειρες επανασύνδεσης που κάνουμε χτυπάνε στα τυφλά. Ο άλλος σπανίως μας δίνει κάποιο στοιχείο, σε σημείο που αναρωτιόμαστε αν αντλεί ικανοποίηση από το μπέρδεμά μας, ενώ οι προσπάθειες να μπούμε στο κεφάλι του και να διαβάσουμε το μυαλό του ποτέ δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Στενοχωριόμαστε και, συγχρόνως, θυμώνουμε που παλεύουμε ολομόναχοι και αβοήθητοι για κάτι που μοιάζει με χαμένη υπόθεση.

Σε ακραίες περιπτώσεις, όταν σβήνει κάθε ελπίδα να κερδηθεί ξανά η αποδοχή, κάποιοι άνθρωποι γίνονται ανοιχτά επιθετικοί, προσπαθώντας να ανακτήσουν έτσι, τουλάχιστον τον έλεγχο. Τάσεις δολοφονίας, απόπειρες δολοφονίας ή πραγματικές δολοφονίες, ακόμα και μαζικές, όπως των πιτσιρικάδων που εισβάλλουν στα σχολεία και εξαπολύουν πυρ κατά πάντων, είναι πιθανό να συμβαίνουν στα πλαίσια του φαινομένου που συζητάμε (Williams, 2007)

Στάδιο τρίτο: Παραίτηση
Αν γλυτώσουμε το φόνο, κάποια στιγμή, μετά από άπειρους τσακωμούς, ικεσίες ή οτιδήποτε άλλο σχετικό, οι αντοχές πέφτουν και τα αποθέματα ενέργειας εξαντλούνται.

Και τότε τα παρατάμε. Εδώ, μιλάμε για απελπισία, κατάθλιψη, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, ακόμα και κατατονία ή τάσεις αυτοκτονίας. Είναι το σημείο που πλέον ζούμε ως φαντάσματα παρατηρώντας πώς θα ήταν η ζωή αν δεν υπήρχαμε (Williams, 2007).

ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΑΝΕΧΟΜΑΙ ΝΑ ΜΕ ΑΓΝΟΕΙΣ;
Παρόλο που ο αποκλεισμός επηρεάζει τους πάντες αδιακρίτως, δεν ξέρουμε πώς και γιατί επιλέγει ο καθένας να αντιδράσει όταν γίνεται στόχος (Williams, 2007).

Η αίσθησή μου είναι ότι, οι άνθρωποι που δεν έχουν καλύψει επαρκώς τις πρωταρχικές ανάγκες τους, «κινδυνεύουν» περισσότερο από τον αποκλεισμό, σε σχέση με εκείνους που φαίνεται να είναι πιο «γεμάτοι». Μιλάμε για τους ανθρώπους που δεν ένιωσαν ποτέ αποδεκτοί, που αισθάνονται ότι δεν ανήκουν πουθενά, που έχουν χαμηλά επίπεδα αυτοεκτίμησης, που δεν νιώθουν να έχουν έλεγχο στη ζωή τους και που αγωνίζονται να βρουν νόημα και σκοπό χωρίς να τα καταφέρνουν.

Όσοι μεγαλώνουμε με ένα γονιό που συνήθιζε να μας αγνοεί προκειμένου να μας τιμωρήσει ή να μας εξαναγκάσει να κάνουμε εκείνο που ήθελε, έχουμε προγραμματιστεί έτσι ώστε να συμμορφωνόμαστε στους άλλους προκειμένου να κερδίσουμε λίγα ψίχουλα αποδοχής.

Ως παιδιά δεν είχαμε την επιλογή να θυμώσουμε και να απαιτήσουμε δίκαιη συμπεριφορά, ούτε αντέχαμε να σκεφτούμε ότι ο άνθρωπος από τον οποίο ήμασταν απολύτως εξαρτημένοι ήταν ένας άνθρωπος σκληρός ή αδιάφορος. Η ιδέα αυτή, όχι απλά δεν αντέχεται συναισθηματικά από τον παιδικό ψυχισμό, αλλά, εν δυνάμει, είναι και απειλητική για τη ζωή.

Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε τότε, ήταν να στρέψουμε τα αρνητικά συναισθήματα μέσα μας και να πάρουμε το φταίξιμο πάνω μας: «εγώ φταίω που δεν μου μιλάει, αν ήμουν καλό παιδί θα μου μιλούσε». Με αυτό τον τρόπο νιώθαμε ότι υπήρχε περιθώριο βελτίωσης της θέσης μας, πιστεύαμε ότι αν «διορθωνόμασταν» και γινόμασταν όπως μας ήθελε, ο γονιός θα μας «συγχωρούσε» και θα άρχιζε να μας μιλάει ξανά.

Μεγαλώσαμε λαμβάνοντας αποδοχή υπό όρους, άρα είμαστε εξαρτημένοι από την αποδοχή των άλλων, έχουμε την τάση να νιώθουμε ενοχή με το παραμικρό, δεν αντέχουμε την απόρριψη, δεν πιστεύουμε ότι αξίζουμε την προσοχή και τείνουμε να αναλαμβάνουμε την ευθύνη για οτιδήποτε συμβαίνει, αγνοώντας τα όρια μεταξύ ημών και των άλλων.

Αν έτσι μεγαλώσαμε και έτσι είμαστε, δεν είναι τυχαίο που ο αποκλεισμός πατάει όλα τα κουμπιά μας. Είμαστε οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση, ο αποκλεισμός είναι παλιός γνώριμος. Μας κάνει να ξεθάβουμε όλα τα μέσα άμυνας που αναπτύξαμε ως παιδιά: υπομονή και συμμόρφωση για λίγη αποδοχή, αντοχή στην σκληρότητα και την αδιαφορία, ανθεκτικότητα στις βαριές και ανθυγιεινές συνθήκες.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Κουβαλώντας αυτή την εμπειρία, έχουμε μεγαλύτερες πιθανότητες να διαλέξουμε ανθρώπους χειριστικούς για να σχετιστούμε. Όχι μόνο επειδή είναι κάτι που έχουμε ζήσει και το ξέρουμε καλά, αλλά κι επειδή έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι το να μας στερεί την προσοχή ο άνθρωπος που αγαπάμε και υποτίθεται μας αγαπά, είναι κάτι κανονικό και συνηθισμένο.

ΥΠΟΜΕΝΩ, ΠΑΛΕΥΩ, ΑΛΛΑΖΩ Ή ΦΕΥΓΩ;
Το κακό είναι ότι η έρευνα δεν έχει απαντήσει ακόμα στο πώς σταματάει ο αποκλεισμός ή πώς μπορούν να μειωθούν οι επιπτώσεις του (ZADRO et al., 2007).

Έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ το θέμα, προτείνονται ή ανοίγονται, χοντρικά και εντελώς σχηματικά, τέσσερις δρόμοι:

Συνεχίζουμε παθητικά να το υπομένουμε
Επειδή νιώθουμε ότι τον άλλον τον αγαπάμε ή επειδή εξαρτόμαστε οικονομικά από κείνον ή επειδή δεν πιστεύουμε στις δυνάμεις μας να αλλάξουμε τα πράγματα ή επειδή πιστεύουμε ότι είναι αργά πια να δούμε τα θέματά μας, δηλαδή τι μας οδήγησε σε αυτή τη σχέση και τι μας κρατάει σε αυτή.

Το τίμημα που πληρώνουμε μένοντας, είναι ότι μονίμως πνίγουμε τις δικές μας ανάγκες και καταπίνουμε όσα πραγματικά νιώθουμε και αισθανόμαστε, επειδή τρέμουμε στην ιδέα να αντιμετωπίσουμε τη σιωπή για ακόμα μία φορά. Καταπιέζοντας τον αυθεντικό εαυτό μας, προφανώς, συσσωρεύουμε πίκρα, θυμό και απωθημένα, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να διατηρήσουμε τη σχέση.

Τα πράγματα, επιφανειακά, μοιάζουν να διευθετούνται, αλλά, συνήθως πρόκειται για ισορροπία του τρόμου. Η απειλή και ο φόβος δεν σταματούν να πλανιούνται στον αέρα, η σχέση ποτέ δεν γίνεται αρκετά ασφαλής και η αποσύνδεση μεταξύ των δύο, έπειτα από πολλαπλά επεισόδια αποκλεισμού, είναι μάλλον μη αναστρέψιμη.

Μένουμε και πληρώνουμε με το ίδιο νόμισμα
Επειδή μπερδεύουμε την εξάρτηση με την αγάπη ή επειδή νιώθουμε ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να παλέψουμε τη φωτιά με τη φωτιά.

Δεν έχουμε καμία διάθεση να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και να δούμε τα θέματά μας, είμαστε θυμωμένοι και πληγωμένοι και θέλουμε να πληγώσουμε και να πονέσουμε. Κουραστήκαμε να φερόμαστε πολιτισμένα και να παριστάνουμε τους υπεράνω, αγνοούμε κι εμείς τον άλλο και μπαίνουμε σε παιχνίδια δύναμης μαζί του.

«Πέφτουμε στο επίπεδο του» και απαντάμε στην κακοποίηση με κακοποίηση, θέλοντας να του δώσουμε μια γεύση από το δικό του φάρμακο, «μιλώντας» του στη μόνη γλώσσα που φαίνεται να καταλαβαίνει.

Το παιχνίδι αυτό είναι επικίνδυνο κι έχει απρόβλεπτες συνέπειες, ο καθένας προχωράει με ατομική του ευθύνη.

Μένουμε και προσπαθούμε να αλλάξουμε
Επειδή τον άλλον τον αγαπάμε κι επειδή δεν μπορούμε να εγκαταλείψουμε χωρίς να αγωνιστούμε πρώτα. Επειδή ξέρουμε, πιστεύουμε ή ελπίζουμε ότι ο άλλος, κατά βάθος, δεν έχει κακή πρόθεση.

Ψύχραιμα και χωρίς κατηγορίες, του δηλώνουμε ότι όποτε νιώσει έτοιμος θα είμαστε εκεί να μιλήσουμε και μετά τον αφήνουμε στην ησυχία του, ενώ εμείς συνεχίζουμε τη ζωή μας, εστιάζοντας στον εαυτό μας. Η ιδέα είναι ότι αν καταφέρουμε να μην μας ελέγχει ο αποκλεισμός, αργά ή γρήγορα, ο άλλος θα τον σταματήσει, αφού πλέον δεν θα πετυχαίνει το σκοπό του. 

Αυτό που κάνουμε είναι ότι προσπαθούμε να δούμε τα θέματα μας και να αλλάξουμε τον εαυτό μας ΕΝΤΟΣ της σχέσης, ελπίζοντας ότι η δική μας αλλαγή θα επιφέρει αλλαγή στη δυναμική της σχέσης, στην οποία, νέα δυναμική, ο άλλος δεν μπορεί παρά να προσαρμοστεί, εφόσον επιθυμεί να παραμείνει στη σχέση.

Φεύγουμε
Επειδή εκτός από τον άλλο, αγαπάμε και τον εαυτό μας και τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο. 

Επειδή εμείς αλλάξαμε τους τρόπους μας, αλλά εκείνος δεν θέλησε να αλλάξει τους δικούς του. Επειδή εκείνος δεν θέλει να είναι μαζί μας αν δεν μπορεί να μας ελέγξει.

Φτάνει η στιγμή που αρνούμαστε να επενδύσουμε περισσότερο χρόνο και ενέργεια στην προσπάθεια να μάθουμε έναν ενήλικα να φέρεται ως ενήλικας όταν θυμώνει. Καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι δική μας δουλειά να «θεραπεύσουμε» τους άλλους, πόσο μάλλον αν δεν μας το ζητήσουν και δεν το επιθυμούν.

Είναι η στιγμή που επιτρέπουμε στον εαυτό μας να σταματήσει να προσπαθεί να διορθώσει κάτι που δεν διορθώνεται και να ζητά εξηγήσεις από κάποιον που αρνείται να μιλήσει. Βγάζουμε τον εαυτό μας από το ρόλο του θύματος και στρέφουμε το φακό σε εμάς και τα θέματά μας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού μας.

Για να μπορέσουμε να τερματίσουμε αυτή την, έτσι κι αλλιώς, ταλαιπωρημένη σχέση θα χρειαστεί μάλλον να χτίσουμε λίγο την αυτοεκτίμησή μας, να μην φοβηθούμε την μοναξιά και να μην πανικοβληθούμε μπροστά στο άγνωστο που μας περιμένει. Η σύναψη δεσμών μετά από μια τέτοια σχέση δεν θα είναι εύκολη. Η ευαισθησία μας στην απόρριψη είναι πιθανό να έχει ενταθεί και ίσως μας πάρει κάποιο χρόνο μέχρι να «δυναμώσουμε» και να μπορέσουμε να εμπιστευτούμε ξανά.

Είναι δύσκολος δρόμος, μερικές φορές δεν διανύεται χωρίς βοήθεια, όμως δεν είναι ακατόρθωτο – όπως λέμε συχνά, το πρώτο βήμα είναι το δυσκολότερο.  

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ;
Δεν υπάρχουν συμπεράσματα.

Ο καθένας αποφασίζει για τον εαυτό του και είναι υπεύθυνος για τις μεθόδους επικοινωνίας που χρησιμοποιεί και τους ανθρώπους που επιλέγει. Είναι δικαίωμά μας να φερθούμε ώριμα ή ανώριμα, να εκφραστούμε ευθέως ή πλαγίως, να προσπαθήσουμε να χτίσουμε ή να προσπαθήσουμε να διαλύσουμε.

Το θέμα είναι αν οι κόσμοι και οι τρόποι μας ταιριάζουν. Ή συναντιόμαστε σε ένα κοινό τόπο ή χωρίζουν οι δρόμοι μας.

Ας πάρουμε μια απόφαση, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον επειδή η γκρίνια είναι το πιο ανώφελο, περιττό και λιγότερο γοητευτικό χαρακτηριστικό του κόσμου.

Οι απεριόριστες δυνατότητες του παιδικού νου και η Κοκκινοσκουφίτσα

Γιατί; – Η αγαπημένη έκφραση και φυσικά ερώτηση των απανταχού πιτσιρικάδων και δεσποσύνων ανά την υφήλιο.

Μέχρι την ηλικία των πέντε με επαναλήψεις σε βαθμό κακουργήματος!

Κι από κει και μετά η επανάληψη της αναζήτησης φθίνει αναλόγως του καθενός το δεδομένο ή μη υπόβαθρο.

Ερώτηση που εκφράζεται είτε λεκτικά, είτε βουβά με απλή ένδειξη την απορία ζωγραφισμένη στα διάπλατα ανοιγμένα παιδικά ματάκια ή με τις κάθε είδους σκανταλιές, που αποσκοπούν στη μάθηση και τη γνώση.

Ερώτηση που μερικές φορές δεν εκφράζεται καθόλου για διάφορους λόγους, πέρα από αυτούς που «ελέγχουν» τα ίδια τα παιδιά, και που μπορεί να οδηγήσει σε άλλα «δύσκολα» ή «εύκολα» μονοπάτια τις τρυφερές ψυχούλες και τα αγίνωτα ακόμα μυαλουδάκια.

Κι εδώ έρχεται το βιβλίο. Κι ο γονιός. Ο γονιός που νιώθει το βάρος της ευθύνης του απέναντι στο παιδί που έφερε στον κόσμο. Ο γονιός που θέλει (μπορεί - δεν μπορεί, γνωρίζει - δεν γνωρίζει), να δώσει στο παιδί του τα εργαλεία που θα του εξασφαλίσουν μια καλή ζωή.

Και το καλύτερο εργαλείο όλων, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι η γνώση. Και η γνώση αποκτάται με διάφορους τρόπους, ένας εκ των οποίων το διάβασμα. Εργαλείο που δημιουργεί –συνήθως– σκεπτόμενα άτομα, η αγάπη προς το οποίο αποκτάται –κι αυτό συνήθως– άπαξ δια παντός.
Είμαστε από τους τυχερούς λαούς που απολαμβάνουμε το προνόμιο να μπορούμε να διαβάσουμε παραμύθια στα παιδιά μας. Και να τα μάθουμε έτσι να αγαπούν το διάβασμα. Και κατά συνέπεια να δημιουργούν εικόνες, να φαντάζονται, να ονειρεύονται, να ρωτούν, να επιδιώκουν, να παραδειγματίζονται, να αποκτούν κριτήριο, να αισθάνονται, να μαθαίνουν.

Συνήθως αντιμετωπίζουμε τα μικρά παιδιά ως ειδική κατηγορία υποδεέστερων όντων της ράτσας μας. Και ως τέτοια τα αντιμετωπίζουμε, μιλώντας τους λίγο ή χρησιμοποιώντας υπεραπλουστευμένες εκφράσεις, προσφέροντάς τους λίγα ή ελάχιστα ερεθίσματα για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων τους. Θεωρούμε ότι τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν όσα εμείς. Εν μέρει σωστή η παραδοχή. Όμως, αν εμείς δεν τους δώσουμε τροφή για σκέψη, τους στερούμε την πιθανότητα της ανάπτυξης, με την ευρεία έννοια της λέξης.

Ας μην σταματάμε μόνο στην Κοκκινοσκουφίτσα και τον Πινόκιο. Ας μην φοβόμαστε τα πιο «περίπλοκα» αναγνώσματα, πάντα στα όρια ενός διδακτικού κειμένου παιδικής λογοτεχνίας, που συνάδει με την ηλικία τους, χωρίς να τα καλουπώνει και να τα περιορίζει.

Οι δυνατότητες του ανθρώπινου νου είναι απεριόριστες. Τολμήστε, προσπαθήστε, τα πιτσιρίκια σας μπορεί να σας εκπλήξουν με την ανταπόκρισή τους!

Αν απλώς ήμασταν...

Το μυαλό θα’ πρεπε να είναι σαν το νερό της λίμνης, που υποχωρεί χωρίς καμία αντίσταση σε ό,τι πέσει μέσα. Κι αφού πάντα υποχωρεί, τίποτα δεν μπορεί να το βλάψει. Μπορούμε να δοκιμάσουμε να το χτυπήσουμε με το πιο βαρύ αντικείμενο ή να το κόψουμε με το πιο κοφτερό μαχαίρι, δεν θα καταφέρουμε ποτέ να το πληγώσουμε. Το νερό αντέχει κι αφήνει να περάσει μέσα του αυτό που έρχεται απέξω. Κάποιες φορές προσπαθούμε να γίνουμε σθεναροί κι αδιαπέραστοι σαν πέτρα, και δεν καταλαβαίνουμε ότι, ακριβώς όταν αντιστεκόμαστε, είναι που καταλήγουμε να πληγωθούμε. 

Αν ήμασταν σαν το νερό, τότε θα γινόμαστε άτρωτοι. Τίποτα δε θα μπορούσε να μας πονέσει και τίποτα δε θα μας ράγιζε την καρδιά. Θ’ αφήναμε τα πράγματα να μας διαπερνούν, κι έπειτα θα συνερχόμαστε και θα ηρεμούσαμε. Το να δεχόμαστε ότι κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, στη μέγιστη έκφρασή του, σημαίνει ακριβώς αυτό: ότι γινόμαστε σαν το νερό της λίμνης.
-------------------------
Την Άνοιξη χιλιάδες τα πλατύφυλλα λουλούδια σε κυκλώνουν
και το Φθινόπωρο ονειρικά πανσέληνου φεγγάρια σε μαγεύουν.

Η αύρα του γιαλού το Καλοκαίρι βάλσαμο χύνεται,
τα ταλαιπωρημένα άλικα χείλη σου να ζωντανέψει
και τον Χειμώνα πάλλευκες χιονονιφάδες στα μαλλιά σου
με αίσθηση γαλήνης κι αγνότητας σε πληρώνουν.

Ανέφελος από σκέψεις μικρές σαν μείνει ο νους σου
του πεπρωμένου σου η απαράμιλλη εποχή
θα αρχίσει να ανατέλλει.

Ο ΤΡΙΠΟΔΑΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ

Οι πιο σοφοί έκρυβαν την αλήθεια από τους πολλούς και την μεταβολή του θεού σε φωτιά ονομάζουν Απόλλωνα και Φοίβο εξαιτίας του καθαρού χαρακτήρα του.
Υποβάλλει τον Εαυτό του σε μεταβολές και για τον λόγο αυτό τον αναπαριστούν με πολλά σχήματα.

Ο Απόλλωνας είναι ο θεός της μαντικής, της διαλεκτικής, της μουσικής, της γεωμετρίας, του Έρωτα και της σοφίας.

Επειδή η φιλοσοφία σχετίζεται με την αλήθεια, διότι το -ΕΡΕΒΟΚΤΟΝΟ- φως της αλήθειας είναι η απόδειξη.

Ο εν λόγω θεός αγαπά πολύ την αλήθεια και η μαντική του τέχνη στηρίζεται στον τρίποδα της αλήθειας.

Η ακολουθία του συλλογισμού της πρόγνωσης έχει σχέση με το εξής: " εάν υπάρχει αυτό, εκείνο προηγείται"

και πάλι : "εάν συμβαίνει αυτό, εκείνο θα γίνει".

Δηλαδή, όλα αυτά που συμβαίνουν ακολουθούν αυτά που συνέβησαν κι αυτά που θα συμβούν.