ΧΟ. δίκαι᾽ ἔλεξας, ἡ δίκη δ᾽ αἰσχρῶς ἔχει.
γυναῖκα γὰρ χρὴ πάντα συγχωρεῖν πόσει,
ἥτις φρενήρης· ἧι δὲ μὴ δοκεῖ τάδε,
οὐδ᾽ εἰς ἀριθμὸν τῶν ἐμῶν ἥκει λόγων.
1055 ΗΛ. μέμνησο, μῆτερ, οὓς ἔλεξας ὑστάτους
λόγους, διδοῦσα πρὸς σέ μοι παρρησίαν.
ΚΛ. καὶ νῦν γέ φημι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι, τέκνον.
ΗΛ. ἆρ᾽ ἂν κλύουσα, μῆτερ, εἶτ᾽ ἔρξαις κακῶς;
ΚΛ. †οὐκ ἔστι, τῆι σῆι δ᾽ ἡδὺ προσθήσω φρενί†.
1060 ΗΛ. λέγοιμ᾽ ἄν· ἀρχὴ δ᾽ ἥδε μοι προοιμίου·
εἶθ᾽ εἶχες, ὦ τεκοῦσα, βελτίους φρένας.
τὸ μὲν γὰρ εἶδος αἶνον ἄξιον φέρειν
Ἑλένης τε καὶ σοῦ, δύο δ᾽ ἔφυτε συγγόνω,
ἄμφω ματαίω Κάστορός τ᾽ οὐκ ἀξίω.
1065 ἡ μὲν γὰρ ἁρπασθεῖσ᾽ ἑκοῦσ᾽ ἀπώλετο,
σὺ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἄριστον Ἑλλάδος διώλεσας,
σκῆψιν προτείνουσ᾽ ὡς ὑπὲρ τέκνου πόσιν
ἔκτεινας· οὐ γάρ ‹σ᾽› ὡς ἔγωγ᾽ ἴσασιν εὖ.
ἥτις, θυγατρὸς πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς,
1070 νέον τ᾽ ἀπ᾽ οἴκων ἀνδρὸς ἐξωρμημένου,
ξανθὸν κατόπτρωι πλόκαμον ἐξήσκεις κόμης.
γυνὴ δ᾽ ἀπόντος ἀνδρὸς ἥτις ἐκ δόμων
ἐς κάλλος ἀσκεῖ, διάγραφ᾽ ὡς οὖσαν κακήν.
οὐδὲν γὰρ αὐτὴν δεῖ θύρασιν εὐπρεπὲς
1075 φαίνειν πρόσωπον, ἤν τι μὴ ζητῆι κακόν.
μόνην δὲ πασῶν οἶδ᾽ ἐγὼ σ᾽ Ἑλληνίδων,
εἰ μὲν τὰ Τρώων εὐτυχοῖ, κεχαρμένην,
εἰ δ᾽ ἥσσον᾽ εἴη, συννέφουσαν ὄμματα,
Ἀγαμέμνον᾽ οὐ χρήιζουσαν ἐκ Τροίας μολεῖν.
1080 καίτοι καλῶς γε σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι·
ἄνδρ᾽ εἶχες οὐ κακίον᾽ Αἰγίσθου πόσιν,
ὃν Ἑλλὰς αὑτῆς εἵλετο στρατηλάτην·
Ἑλένης δ᾽ ἀδελφῆς τοιάδ᾽ ἐξειργασμένης
ἐξῆν κλέος σοι μέγα λαβεῖν· τὰ γὰρ κακὰ
1085 παράδειγμα τοῖς ἐσθλοῖσιν εἴσοψίν τ᾽ ἔχει.
εἰ δ᾽, ὡς λέγεις, σὴν θυγατέρ᾽ ἔκτεινεν πατήρ,
ἐγὼ τί σ᾽ ἠδίκησ᾽ ἐμός τε σύγγονος;
πῶς οὐ πόσιν κτείνασα πατρώιους δόμους
ἡμῖν προσῆψας, ἀλλ᾽ ἐπηνέγκω λέχει
1090 τἀλλότρια, μισθοῦ τοὺς γάμους ὠνουμένη,
κοὔτ᾽ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις
οὔτ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ τέθνηκε, δὶς τόσως ἐμὲ
κτείνας ἀδελφῆς ζῶσαν; εἰ δ᾽ ἀμείψεται
φόνον δικάζων φόνος, ἀποκτενῶ σ᾽ ἐγὼ
1095 καὶ παῖς Ὀρέστης πατρὶ τιμωρούμενοι.
εἰ γὰρ δίκαι᾽ ἐκεῖνα, καὶ τάδ᾽ ἔνδικα.
ὅστις δὲ πλοῦτον ἢ εὐγένειαν εἰσιδὼν
γαμεῖ πονηρὰν μῶρός ἐστι· μικρὰ γὰρ
μεγάλων ἀμείνω σώφρον᾽ ἐν δόμοις λέχη.
1100 ΧΟ. τύχη γυναικῶν ἐς γάμους. τὰ μὲν γὰρ εὖ,
τὰ δ᾽ οὐ καλῶς πίπτοντα δέρκομαι βροτῶν.
***
ΧΟΡ. Δίκαια μίλησες, ωστόσο τέτοιο δίκιο
φέρνει ντροπή. Γιατί πάντοτε πρέπει
τον άντρα της να συχωράει η γυναίκα,
αν είναι γνωστικιά. Κι όποια δεν έχει
αυτή τη γνώμη, δεν τη λογαριάζω.
ΗΛΕ. Μάνα, θυμήσου τα στερνά σου λόγια.
Να σου μιλήσω λεύτερα μου είπες.
ΚΛΥ. Πάλι το λέω, παιδί μου, δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΗΛΕ. Κατόπι, όταν μ᾽ ακούσεις, θα με βλάψεις;
ΚΛΥ. Όχι. Καλόδεχτα τη γνώμη σου θ᾽ ακούσω.
1060 ΗΛΕ. Μιλάω· κι αρχή στον πρόλογό μου βάζω τούτη.
Μακάρι να ᾽χες πιο καλά μυαλά, μητέρα.
Εσέ και την Ελένη βέβαια δίκαια
σας επαινούνε για την ομορφιά σας.
Μα οι δυο σας γεννηθήκατε απερίσκεπτες
κι ανάξιες αδερφές του Κάστορα είστε.
Γιατί κλέφτηκε θέλοντας η μία
κι εχάθηκε, κι εσύ τον πρώτο της Ελλάδας
σκότωσες άντρα, βάζοντας αιτία
πως για το τέκνο σου τον έχεις σφάξει.
Όπως εγώ κανένας δεν σε ξέρει
τόσο καλά. Εσύ και πριν ακόμα
της κόρης σου η σφαγή αποφασιστεί,
κι ενώ μόλις ο άντρας σου είχε φύγει
1070 από το σπίτι του, μπρος στον καθρέφτη
εχτένιζες τα ολόξανθα μαλλιά σου.
Δεν είναι τίμια η γυναίκα εκείνη,
που, ενώ απ᾽ το σπιτικό της λείπει ο άντρας,
αυτή κοιτάει την ομορφιά της μόνο.
Γιατί δεν της χρειάζεται να δείχνει
έξω από την πόρτα την ωραία θωριά της,
αν δεν ζητάει κάποιο κακό να κάνει.
Και ξέρω πως εσύ μονάχα απ᾽ όλες
τις Ελληνίδες ένιωθες μεγάλη
χαρά, οι Τρωαδίτες αν νικούσαν,
κι αν έχαναν, συννέφιαζε η θωριά σου,
γιατί δεν ήθελες να ᾽ρθει απ᾽ την Τροία
ο Αγαμέμνονας. Μα είχες κάθε λόγο
1080 φρόνιμη να ᾽σαι, γιατί ο άντρας σου ήταν
πιο καλός απ᾽ τον Αίγισθο κι η Ελλάδα
τον διάλεξε για πρώτο στρατηγό της.
Έπειτα, αφού είχε κάνει η αδερφή σου
η Ελένη τέτοια σφάλματα, μπορούσες
εσύ μεγάλη δόξα ν᾽ αποκτήσεις·
γιατί για τους καλούς οι άνομες πράξεις
γίνονται μάθημα κι έτσι τους κάνουν
τον εαυτό τους να εξετάζουν. Κι άμα,
καθώς μας λες, την κόρη σου ο γονιός μας
έσφαξε, εγώ σε τί κι ο αδερφός μου
σε αδικήσαμε; Όταν σκότωνες τον άντρα,
γιατί σε μας το πατρικό παλάτι
δεν έδωσες, παρά σαν προίκα σου στον γάμο
1090 χάρισες στον καλό σου ξένα πλούτη;
Κι ούτε εξορίστηκε ο καινούριος σου άντρας,
την εξορία του γιου σου να πληρώσει,
κι ούτε σκοτώθηκεν αντί για μένα,
που με θανάτωσε διπλά, παρόλο
που ζω, και πιο σκληρά απ᾽ την αδερφή μου.
Άμα προστάξει η Δίκη ν᾽ ακλουθήσει
ο φόνος άλλο φόνο, εγώ κι ο Ορέστης
θα σε σκοτώσουμε, εκδικώντας έτσι
τη σφαγή του πατέρα μας· γιατί αν ήταν
η πρώτη πράξη δίκια, τότε θα ᾽ναι
και τούτη. Όποιος κοιτάζοντας τα πλούτη
ή την καλή γενιά, κακιά γυναίκα
πάρει, μυαλό δεν έχει. Μες στο σπίτι
πιότερο αξίζει η φρόνιμη γυναίκα,
κι ας μη βαστάει από μεγάλο σόι,
από μιαν άλλη αρχοντογεννημένη.
ΧΟΡ. Το τί λογής γυναίκα θα σου λάχει
1100 το κανονίζει η τύχη· γιατί βλέπω
άλλους από γάμο ευτυχισμένους
κι άλλους να ζουν δυστυχισμένα.
γυναῖκα γὰρ χρὴ πάντα συγχωρεῖν πόσει,
ἥτις φρενήρης· ἧι δὲ μὴ δοκεῖ τάδε,
οὐδ᾽ εἰς ἀριθμὸν τῶν ἐμῶν ἥκει λόγων.
1055 ΗΛ. μέμνησο, μῆτερ, οὓς ἔλεξας ὑστάτους
λόγους, διδοῦσα πρὸς σέ μοι παρρησίαν.
ΚΛ. καὶ νῦν γέ φημι κοὐκ ἀπαρνοῦμαι, τέκνον.
ΗΛ. ἆρ᾽ ἂν κλύουσα, μῆτερ, εἶτ᾽ ἔρξαις κακῶς;
ΚΛ. †οὐκ ἔστι, τῆι σῆι δ᾽ ἡδὺ προσθήσω φρενί†.
1060 ΗΛ. λέγοιμ᾽ ἄν· ἀρχὴ δ᾽ ἥδε μοι προοιμίου·
εἶθ᾽ εἶχες, ὦ τεκοῦσα, βελτίους φρένας.
τὸ μὲν γὰρ εἶδος αἶνον ἄξιον φέρειν
Ἑλένης τε καὶ σοῦ, δύο δ᾽ ἔφυτε συγγόνω,
ἄμφω ματαίω Κάστορός τ᾽ οὐκ ἀξίω.
1065 ἡ μὲν γὰρ ἁρπασθεῖσ᾽ ἑκοῦσ᾽ ἀπώλετο,
σὺ δ᾽ ἄνδρ᾽ ἄριστον Ἑλλάδος διώλεσας,
σκῆψιν προτείνουσ᾽ ὡς ὑπὲρ τέκνου πόσιν
ἔκτεινας· οὐ γάρ ‹σ᾽› ὡς ἔγωγ᾽ ἴσασιν εὖ.
ἥτις, θυγατρὸς πρὶν κεκυρῶσθαι σφαγάς,
1070 νέον τ᾽ ἀπ᾽ οἴκων ἀνδρὸς ἐξωρμημένου,
ξανθὸν κατόπτρωι πλόκαμον ἐξήσκεις κόμης.
γυνὴ δ᾽ ἀπόντος ἀνδρὸς ἥτις ἐκ δόμων
ἐς κάλλος ἀσκεῖ, διάγραφ᾽ ὡς οὖσαν κακήν.
οὐδὲν γὰρ αὐτὴν δεῖ θύρασιν εὐπρεπὲς
1075 φαίνειν πρόσωπον, ἤν τι μὴ ζητῆι κακόν.
μόνην δὲ πασῶν οἶδ᾽ ἐγὼ σ᾽ Ἑλληνίδων,
εἰ μὲν τὰ Τρώων εὐτυχοῖ, κεχαρμένην,
εἰ δ᾽ ἥσσον᾽ εἴη, συννέφουσαν ὄμματα,
Ἀγαμέμνον᾽ οὐ χρήιζουσαν ἐκ Τροίας μολεῖν.
1080 καίτοι καλῶς γε σωφρονεῖν παρεῖχέ σοι·
ἄνδρ᾽ εἶχες οὐ κακίον᾽ Αἰγίσθου πόσιν,
ὃν Ἑλλὰς αὑτῆς εἵλετο στρατηλάτην·
Ἑλένης δ᾽ ἀδελφῆς τοιάδ᾽ ἐξειργασμένης
ἐξῆν κλέος σοι μέγα λαβεῖν· τὰ γὰρ κακὰ
1085 παράδειγμα τοῖς ἐσθλοῖσιν εἴσοψίν τ᾽ ἔχει.
εἰ δ᾽, ὡς λέγεις, σὴν θυγατέρ᾽ ἔκτεινεν πατήρ,
ἐγὼ τί σ᾽ ἠδίκησ᾽ ἐμός τε σύγγονος;
πῶς οὐ πόσιν κτείνασα πατρώιους δόμους
ἡμῖν προσῆψας, ἀλλ᾽ ἐπηνέγκω λέχει
1090 τἀλλότρια, μισθοῦ τοὺς γάμους ὠνουμένη,
κοὔτ᾽ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις
οὔτ᾽ ἀντ᾽ ἐμοῦ τέθνηκε, δὶς τόσως ἐμὲ
κτείνας ἀδελφῆς ζῶσαν; εἰ δ᾽ ἀμείψεται
φόνον δικάζων φόνος, ἀποκτενῶ σ᾽ ἐγὼ
1095 καὶ παῖς Ὀρέστης πατρὶ τιμωρούμενοι.
εἰ γὰρ δίκαι᾽ ἐκεῖνα, καὶ τάδ᾽ ἔνδικα.
ὅστις δὲ πλοῦτον ἢ εὐγένειαν εἰσιδὼν
γαμεῖ πονηρὰν μῶρός ἐστι· μικρὰ γὰρ
μεγάλων ἀμείνω σώφρον᾽ ἐν δόμοις λέχη.
1100 ΧΟ. τύχη γυναικῶν ἐς γάμους. τὰ μὲν γὰρ εὖ,
τὰ δ᾽ οὐ καλῶς πίπτοντα δέρκομαι βροτῶν.
***
ΧΟΡ. Δίκαια μίλησες, ωστόσο τέτοιο δίκιο
φέρνει ντροπή. Γιατί πάντοτε πρέπει
τον άντρα της να συχωράει η γυναίκα,
αν είναι γνωστικιά. Κι όποια δεν έχει
αυτή τη γνώμη, δεν τη λογαριάζω.
ΗΛΕ. Μάνα, θυμήσου τα στερνά σου λόγια.
Να σου μιλήσω λεύτερα μου είπες.
ΚΛΥ. Πάλι το λέω, παιδί μου, δεν τ᾽ αρνιέμαι.
ΗΛΕ. Κατόπι, όταν μ᾽ ακούσεις, θα με βλάψεις;
ΚΛΥ. Όχι. Καλόδεχτα τη γνώμη σου θ᾽ ακούσω.
1060 ΗΛΕ. Μιλάω· κι αρχή στον πρόλογό μου βάζω τούτη.
Μακάρι να ᾽χες πιο καλά μυαλά, μητέρα.
Εσέ και την Ελένη βέβαια δίκαια
σας επαινούνε για την ομορφιά σας.
Μα οι δυο σας γεννηθήκατε απερίσκεπτες
κι ανάξιες αδερφές του Κάστορα είστε.
Γιατί κλέφτηκε θέλοντας η μία
κι εχάθηκε, κι εσύ τον πρώτο της Ελλάδας
σκότωσες άντρα, βάζοντας αιτία
πως για το τέκνο σου τον έχεις σφάξει.
Όπως εγώ κανένας δεν σε ξέρει
τόσο καλά. Εσύ και πριν ακόμα
της κόρης σου η σφαγή αποφασιστεί,
κι ενώ μόλις ο άντρας σου είχε φύγει
1070 από το σπίτι του, μπρος στον καθρέφτη
εχτένιζες τα ολόξανθα μαλλιά σου.
Δεν είναι τίμια η γυναίκα εκείνη,
που, ενώ απ᾽ το σπιτικό της λείπει ο άντρας,
αυτή κοιτάει την ομορφιά της μόνο.
Γιατί δεν της χρειάζεται να δείχνει
έξω από την πόρτα την ωραία θωριά της,
αν δεν ζητάει κάποιο κακό να κάνει.
Και ξέρω πως εσύ μονάχα απ᾽ όλες
τις Ελληνίδες ένιωθες μεγάλη
χαρά, οι Τρωαδίτες αν νικούσαν,
κι αν έχαναν, συννέφιαζε η θωριά σου,
γιατί δεν ήθελες να ᾽ρθει απ᾽ την Τροία
ο Αγαμέμνονας. Μα είχες κάθε λόγο
1080 φρόνιμη να ᾽σαι, γιατί ο άντρας σου ήταν
πιο καλός απ᾽ τον Αίγισθο κι η Ελλάδα
τον διάλεξε για πρώτο στρατηγό της.
Έπειτα, αφού είχε κάνει η αδερφή σου
η Ελένη τέτοια σφάλματα, μπορούσες
εσύ μεγάλη δόξα ν᾽ αποκτήσεις·
γιατί για τους καλούς οι άνομες πράξεις
γίνονται μάθημα κι έτσι τους κάνουν
τον εαυτό τους να εξετάζουν. Κι άμα,
καθώς μας λες, την κόρη σου ο γονιός μας
έσφαξε, εγώ σε τί κι ο αδερφός μου
σε αδικήσαμε; Όταν σκότωνες τον άντρα,
γιατί σε μας το πατρικό παλάτι
δεν έδωσες, παρά σαν προίκα σου στον γάμο
1090 χάρισες στον καλό σου ξένα πλούτη;
Κι ούτε εξορίστηκε ο καινούριος σου άντρας,
την εξορία του γιου σου να πληρώσει,
κι ούτε σκοτώθηκεν αντί για μένα,
που με θανάτωσε διπλά, παρόλο
που ζω, και πιο σκληρά απ᾽ την αδερφή μου.
Άμα προστάξει η Δίκη ν᾽ ακλουθήσει
ο φόνος άλλο φόνο, εγώ κι ο Ορέστης
θα σε σκοτώσουμε, εκδικώντας έτσι
τη σφαγή του πατέρα μας· γιατί αν ήταν
η πρώτη πράξη δίκια, τότε θα ᾽ναι
και τούτη. Όποιος κοιτάζοντας τα πλούτη
ή την καλή γενιά, κακιά γυναίκα
πάρει, μυαλό δεν έχει. Μες στο σπίτι
πιότερο αξίζει η φρόνιμη γυναίκα,
κι ας μη βαστάει από μεγάλο σόι,
από μιαν άλλη αρχοντογεννημένη.
ΧΟΡ. Το τί λογής γυναίκα θα σου λάχει
1100 το κανονίζει η τύχη· γιατί βλέπω
άλλους από γάμο ευτυχισμένους
κι άλλους να ζουν δυστυχισμένα.