ΚΛ. ὦ παῖ, πέφυκας πατέρα σὸν στέργειν ἀεί.
ἔστιν δὲ καὶ τόδ᾽· οἱ μέν εἰσιν ἀρσένων,
οἱ δ᾽ αὖ φιλοῦσι μητέρας μᾶλλον πατρός.
1105 συγγνώσομαί σοι· καὶ γὰρ οὐχ οὕτως ἄγαν
χαίρω τι, τέκνον, τοῖς δεδραμένοις ἐμοί.
σὺ δ᾽ ὧδ᾽ ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα
λεχὼ νεογνῶν ἐκ τόκων πεπαυμένη;
οἴμοι τάλαινα τῶν ἐμῶν βουλευμάτων·
1110 ὡς μᾶλλον ἢ χρῆν ἤλασ᾽ εἰς ὀργὴν πόσει.
ΗΛ. ὀψὲ στενάζεις, ἡνίκ᾽ οὐκ ἔχεις ἄκη.
πατὴρ μὲν οὖν τέθνηκε· τὸν δ᾽ ἔξω χθονὸς
πῶς οὐ κομίζηι παῖδ᾽ ἀλητεύοντα σόν;
ΚΛ. δέδοικα· τοὐμὸν δ᾽, οὐχὶ τοὐκείνου σκοπῶ.
1115 πατρὸς γάρ, ὡς λέγουσι, θυμοῦται φόνωι.
ΗΛ. τί δ᾽ αὖ πόσιν σὸν ἄγριον εἰς ἡμᾶς ἔχεις;
ΚΛ. τρόποι τοιοῦτοι· καὶ σὺ δ᾽ αὐθάδης ἔφυς.
ΗΛ. ἀλγῶ γάρ· ἀλλὰ παύσομαι θυμουμένη.
ΚΛ. καὶ μὴν ἐκεῖνος οὐκέτ᾽ ἔσται σοι βαρύς.
1120 ΗΛ. φρονεῖ μέγ᾽· ἐν γὰρ τοῖς ἐμοῖς ναίει δόμοις.
ΚΛ. ὁρᾶις; ἀν᾽ αὖ σὺ ζωπυρεῖς νείκη νέα.
ΗΛ. σιγῶ· δέδοικα γάρ νιν ὡς δέδοικ᾽ ἐγώ.
ΚΛ. παῦσαι λόγων τῶνδ᾽. ἀλλὰ τί μ᾽ ἐκάλεις, τέκνον;
ΗΛ. ἤκουσας, οἶμαι, τῶν ἐμῶν λοχευμάτων·
1125 τούτων ὕπερ μοι θῦσον (οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἐγώ)
δεκάτην σελήνην παιδὸς ὡς νομίζεται.
τρίβων γὰρ οὐκ εἴμ᾽, ἄτοκος οὖσ᾽ ἐν τῶι πάρος.
ΚΛ. ἄλλης τόδ᾽ ἔργον, ἥ σ᾽ ἔλυσεν ἐκ τόκων.
ΗΛ. αὐτὴ ᾽λόχευον κἄτεκον μόνη βρέφος.
1130 ΚΛ. οὕτως ἀγείτων οἶκος ἵδρυται φίλων;
ΗΛ. πένητας οὐδεὶς βούλεται κτᾶσθαι φίλους.
ΚΛ. ἀλλ᾽ εἶμι, παιδὸς ἀριθμὸν ὡς τελεσφόρον
θύσω θεοῖσι. σοὶ δ᾽ ὅταν πράξω χάριν
τήνδ᾽, εἶμ᾽ ἐπ᾽ ἀγρὸν οὗ πόσις θυηπολεῖ
1135 Νύμφαισιν. ἀλλὰ τούσδ᾽ ὄχους, ὀπάονες,
φάτναις ἄγοντες πρόσθεθ᾽· ἡνίκ᾽ ἂν δέ με
δοκῆτε θυσίας τῆσδ᾽ ἀπηλλάχθαι θεοῖς,
πάρεστε· δεῖ γὰρ καὶ πόσει δοῦναι χάριν.
ΗΛ. χώρει πένητας ἐς δόμους· φρούρει δέ μοι
1140 μή σ᾽ αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους.
θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη.
κανοῦν δ᾽ ἐνῆρκται καὶ τεθηγμένη σφαγίς,
ἥπερ καθεῖλε ταῦρον, οὗ πέλας πεσῆι
πληγεῖσα· νυμφεύσηι δὲ κἀν Ἅιδου δόμοις
1145 ὧιπερ ξυνηῦδες ἐν φάει. τοσήνδ᾽ ἐγὼ
δώσω χάριν σοι, σὺ δὲ δίκην ἐμοὶ πατρός.
***
ΚΛΥ. Το φυσικό σου, κόρη μου, είναι πάντα
ν᾽ αγαπάς τον πατέρα. Έτσι συμβαίνει
πολλές φορές· άλλα παιδιά αγαπούνε
πιότερο τον γονιό τους, κι άλλα πάλι
τη μάνα τους. Δεν σου κρατάω κακία·
αλλά κι εγώ δεν χαίρομαι και τόσο,
παιδί μου, για τις πράξεις μου. Μα έτσι,
μετά τη γέννα σου, απομένεις
άλουστη και κακοντυμένη; Αχ! σε μένα
τη δύστυχη, για τις κακές βουλές μου.
Πόσο με συνεπήρε περισσότερο,
παρ᾽ όσο θα ᾽πρεπε, η οργή κι απάνω
1110 στον άντρα μου έτσι έχω ξεσπάσει.
ΗΛΕ. Αργά στενάζεις πια, τώρα που διόλου
δεν μπορείς το κακό να το γιατρέψεις.
Είναι ο πατέρας πεθαμένος· όμως
γιατί δεν φέρνεις πίσω το παιδί σου
που σαν αλήτης μακριά πλανιέται;
ΚΛΥ. Φοβάμαι. Το δικό μου, όχι του γιου μου
σκέφτομαι το καλό· γιατί, όπως λένε,
έχει οργιστεί απ᾽ τον φόνο του πατέρα.
ΗΛΕ. Γιατί τον άντρα σου σε μένα ενάντια σπρώχνεις;
ΚΛΥ. Το φυσικό μου τέτοιο· μα κι εσύ έχεις γλώσσα.
ΗΛΕ. Γιατί πονώ· μα θα κρατήσω τον θυμό μου.
ΚΛΥ. Κι αυτός δεν θα ᾽ναι πια σκληρός με σένα.
1120 ΗΛΕ. Κομπάζει, γιατί ζει μες στο δικό μου σπίτι.
ΚΛΥ. Βλέπεις; Καινούριες έχθρες πάλι αναπυρώνεις.
ΗΛΕ. Σωπαίνω· τον φοβάμαι, όπως φοβάμαι εγώ.
ΚΛΥ. Πάψε τα λόγια τούτα· τί με θέλεις;
ΗΛΕ. Γέννησα και θαρρώ το ᾽χεις ακούσει.
Κάνε θυσίες εσύ για το μωρό μου
καθώς είναι συνήθεια —εγώ δεν ξέρω—
τώρα που κλείσαν απ᾽ τη γέννησή του
οι δέκα νύχτες, είμαι άμαθη σε τούτα
γιατί δεν έχω άλλο παιδί γεννήσει.
ΚΛΥ. Σ᾽ άλλη γυναίκα η πράξη αυτή ταιριάζει,
σ᾽ αυτήν που σε λευτέρωσε απ᾽ τους πόνους.
ΗΛΕ. Μόνη κοιλοπονούσα, μόνη γέννησα.
1130 ΚΛΥ. Έρμο το σπίτι σου, χωρίς γειτόνους;
ΗΛΕ. Κανείς δεν θέλει να ᾽χει φτωχούς φίλους.
ΚΛΥ. Πηγαίνω στους θεούς να θυσιάσω,
αφού ᾽ναι του παιδιού συμπληρωμένες
οι μέρες. Σαν θα κάνω αυτή τη χάρη
σε σένα, στα χωράφια εκεί θα πάω
που θυσιάζει ο άντρας μου στις Νύμφες.
Τ᾽ άλογα στα παχνιά τραβήξτε, σκλάβοι.
Κι όταν θα λογαριάσετε πως έχω
τελειώσει τη θυσία, ελάτε πάλι.
Να ευχαριστήσω πρέπει και τον άντρα μου.
(Οι δούλοι με τις σκλάβες της παίρνουν την άμαξα και φεύγουν.)
ΗΛΕ. Έμπα στο φτωχικό μου· έχε τον νου σου
οι καπνισμένοι τοίχοι μη λερώσουν
1140 τα πέπλα σου, γιατί θυσίες θα τελέσεις
τέτοιες που πρέπει στους θεούς να κάνεις.
(Η Κλυταιμήστρα μπαίνει στο καλύβι.)
Έτοιμο το πανέρι, τροχισμένο
το ξίφος που τον ταύρο έχει σκοτώσει.
Εκεί κοντά θα πέσεις χτυπημένη.
Άντρα σου θα τον έχεις και στον Άδη,
εκείνον που εδώ, στο φως του ήλιου,
μαζί του πλάγιαζες. Αυτή τη χάρη
θα σου την κάνω εγώ και του γονιού μου
εσύ το φονικό θα μου πληρώσεις.
(Μπαίνει μέσα και η Ηλέκτρα.)
ἔστιν δὲ καὶ τόδ᾽· οἱ μέν εἰσιν ἀρσένων,
οἱ δ᾽ αὖ φιλοῦσι μητέρας μᾶλλον πατρός.
1105 συγγνώσομαί σοι· καὶ γὰρ οὐχ οὕτως ἄγαν
χαίρω τι, τέκνον, τοῖς δεδραμένοις ἐμοί.
σὺ δ᾽ ὧδ᾽ ἄλουτος καὶ δυσείματος χρόα
λεχὼ νεογνῶν ἐκ τόκων πεπαυμένη;
οἴμοι τάλαινα τῶν ἐμῶν βουλευμάτων·
1110 ὡς μᾶλλον ἢ χρῆν ἤλασ᾽ εἰς ὀργὴν πόσει.
ΗΛ. ὀψὲ στενάζεις, ἡνίκ᾽ οὐκ ἔχεις ἄκη.
πατὴρ μὲν οὖν τέθνηκε· τὸν δ᾽ ἔξω χθονὸς
πῶς οὐ κομίζηι παῖδ᾽ ἀλητεύοντα σόν;
ΚΛ. δέδοικα· τοὐμὸν δ᾽, οὐχὶ τοὐκείνου σκοπῶ.
1115 πατρὸς γάρ, ὡς λέγουσι, θυμοῦται φόνωι.
ΗΛ. τί δ᾽ αὖ πόσιν σὸν ἄγριον εἰς ἡμᾶς ἔχεις;
ΚΛ. τρόποι τοιοῦτοι· καὶ σὺ δ᾽ αὐθάδης ἔφυς.
ΗΛ. ἀλγῶ γάρ· ἀλλὰ παύσομαι θυμουμένη.
ΚΛ. καὶ μὴν ἐκεῖνος οὐκέτ᾽ ἔσται σοι βαρύς.
1120 ΗΛ. φρονεῖ μέγ᾽· ἐν γὰρ τοῖς ἐμοῖς ναίει δόμοις.
ΚΛ. ὁρᾶις; ἀν᾽ αὖ σὺ ζωπυρεῖς νείκη νέα.
ΗΛ. σιγῶ· δέδοικα γάρ νιν ὡς δέδοικ᾽ ἐγώ.
ΚΛ. παῦσαι λόγων τῶνδ᾽. ἀλλὰ τί μ᾽ ἐκάλεις, τέκνον;
ΗΛ. ἤκουσας, οἶμαι, τῶν ἐμῶν λοχευμάτων·
1125 τούτων ὕπερ μοι θῦσον (οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἐγώ)
δεκάτην σελήνην παιδὸς ὡς νομίζεται.
τρίβων γὰρ οὐκ εἴμ᾽, ἄτοκος οὖσ᾽ ἐν τῶι πάρος.
ΚΛ. ἄλλης τόδ᾽ ἔργον, ἥ σ᾽ ἔλυσεν ἐκ τόκων.
ΗΛ. αὐτὴ ᾽λόχευον κἄτεκον μόνη βρέφος.
1130 ΚΛ. οὕτως ἀγείτων οἶκος ἵδρυται φίλων;
ΗΛ. πένητας οὐδεὶς βούλεται κτᾶσθαι φίλους.
ΚΛ. ἀλλ᾽ εἶμι, παιδὸς ἀριθμὸν ὡς τελεσφόρον
θύσω θεοῖσι. σοὶ δ᾽ ὅταν πράξω χάριν
τήνδ᾽, εἶμ᾽ ἐπ᾽ ἀγρὸν οὗ πόσις θυηπολεῖ
1135 Νύμφαισιν. ἀλλὰ τούσδ᾽ ὄχους, ὀπάονες,
φάτναις ἄγοντες πρόσθεθ᾽· ἡνίκ᾽ ἂν δέ με
δοκῆτε θυσίας τῆσδ᾽ ἀπηλλάχθαι θεοῖς,
πάρεστε· δεῖ γὰρ καὶ πόσει δοῦναι χάριν.
ΗΛ. χώρει πένητας ἐς δόμους· φρούρει δέ μοι
1140 μή σ᾽ αἰθαλώσηι πολύκαπνον στέγος πέπλους.
θύσεις γὰρ οἷα χρή σε δαίμοσιν θύη.
κανοῦν δ᾽ ἐνῆρκται καὶ τεθηγμένη σφαγίς,
ἥπερ καθεῖλε ταῦρον, οὗ πέλας πεσῆι
πληγεῖσα· νυμφεύσηι δὲ κἀν Ἅιδου δόμοις
1145 ὧιπερ ξυνηῦδες ἐν φάει. τοσήνδ᾽ ἐγὼ
δώσω χάριν σοι, σὺ δὲ δίκην ἐμοὶ πατρός.
***
ΚΛΥ. Το φυσικό σου, κόρη μου, είναι πάντα
ν᾽ αγαπάς τον πατέρα. Έτσι συμβαίνει
πολλές φορές· άλλα παιδιά αγαπούνε
πιότερο τον γονιό τους, κι άλλα πάλι
τη μάνα τους. Δεν σου κρατάω κακία·
αλλά κι εγώ δεν χαίρομαι και τόσο,
παιδί μου, για τις πράξεις μου. Μα έτσι,
μετά τη γέννα σου, απομένεις
άλουστη και κακοντυμένη; Αχ! σε μένα
τη δύστυχη, για τις κακές βουλές μου.
Πόσο με συνεπήρε περισσότερο,
παρ᾽ όσο θα ᾽πρεπε, η οργή κι απάνω
1110 στον άντρα μου έτσι έχω ξεσπάσει.
ΗΛΕ. Αργά στενάζεις πια, τώρα που διόλου
δεν μπορείς το κακό να το γιατρέψεις.
Είναι ο πατέρας πεθαμένος· όμως
γιατί δεν φέρνεις πίσω το παιδί σου
που σαν αλήτης μακριά πλανιέται;
ΚΛΥ. Φοβάμαι. Το δικό μου, όχι του γιου μου
σκέφτομαι το καλό· γιατί, όπως λένε,
έχει οργιστεί απ᾽ τον φόνο του πατέρα.
ΗΛΕ. Γιατί τον άντρα σου σε μένα ενάντια σπρώχνεις;
ΚΛΥ. Το φυσικό μου τέτοιο· μα κι εσύ έχεις γλώσσα.
ΗΛΕ. Γιατί πονώ· μα θα κρατήσω τον θυμό μου.
ΚΛΥ. Κι αυτός δεν θα ᾽ναι πια σκληρός με σένα.
1120 ΗΛΕ. Κομπάζει, γιατί ζει μες στο δικό μου σπίτι.
ΚΛΥ. Βλέπεις; Καινούριες έχθρες πάλι αναπυρώνεις.
ΗΛΕ. Σωπαίνω· τον φοβάμαι, όπως φοβάμαι εγώ.
ΚΛΥ. Πάψε τα λόγια τούτα· τί με θέλεις;
ΗΛΕ. Γέννησα και θαρρώ το ᾽χεις ακούσει.
Κάνε θυσίες εσύ για το μωρό μου
καθώς είναι συνήθεια —εγώ δεν ξέρω—
τώρα που κλείσαν απ᾽ τη γέννησή του
οι δέκα νύχτες, είμαι άμαθη σε τούτα
γιατί δεν έχω άλλο παιδί γεννήσει.
ΚΛΥ. Σ᾽ άλλη γυναίκα η πράξη αυτή ταιριάζει,
σ᾽ αυτήν που σε λευτέρωσε απ᾽ τους πόνους.
ΗΛΕ. Μόνη κοιλοπονούσα, μόνη γέννησα.
1130 ΚΛΥ. Έρμο το σπίτι σου, χωρίς γειτόνους;
ΗΛΕ. Κανείς δεν θέλει να ᾽χει φτωχούς φίλους.
ΚΛΥ. Πηγαίνω στους θεούς να θυσιάσω,
αφού ᾽ναι του παιδιού συμπληρωμένες
οι μέρες. Σαν θα κάνω αυτή τη χάρη
σε σένα, στα χωράφια εκεί θα πάω
που θυσιάζει ο άντρας μου στις Νύμφες.
Τ᾽ άλογα στα παχνιά τραβήξτε, σκλάβοι.
Κι όταν θα λογαριάσετε πως έχω
τελειώσει τη θυσία, ελάτε πάλι.
Να ευχαριστήσω πρέπει και τον άντρα μου.
(Οι δούλοι με τις σκλάβες της παίρνουν την άμαξα και φεύγουν.)
ΗΛΕ. Έμπα στο φτωχικό μου· έχε τον νου σου
οι καπνισμένοι τοίχοι μη λερώσουν
1140 τα πέπλα σου, γιατί θυσίες θα τελέσεις
τέτοιες που πρέπει στους θεούς να κάνεις.
(Η Κλυταιμήστρα μπαίνει στο καλύβι.)
Έτοιμο το πανέρι, τροχισμένο
το ξίφος που τον ταύρο έχει σκοτώσει.
Εκεί κοντά θα πέσεις χτυπημένη.
Άντρα σου θα τον έχεις και στον Άδη,
εκείνον που εδώ, στο φως του ήλιου,
μαζί του πλάγιαζες. Αυτή τη χάρη
θα σου την κάνω εγώ και του γονιού μου
εσύ το φονικό θα μου πληρώσεις.
(Μπαίνει μέσα και η Ηλέκτρα.)