Ο Διογένης, βάζοντας τα δυνατά του έβγαλε ένα λόγο, θαρρετά και σε υψηλό ύφος.
«Πολλές, γιέ τού Φιλίππου, είναι οι κάθε λογής συμφορές και καταστροφές για τούς άθλιους ανθρώπους, τόσες πού σχεδόν δεν είναι δυνατόν έστω και να τις αναφέρει κανείς. Γιατί πραγματικά, καθώς λέει ό ποιητής, δεν υπάρχει λέξη καμιά πού να ’ναι τόσο φοβερή να την προφέρει κανείς ούτε πάθος ούτε συμφορά σταλμένη από το Θεό, πού να μη μπορεί ή ανθρώπινη φύση να σηκώσει το βάρος της.
Καθώς τρεις είναι οι επικρατέστεροι, για να το πούμε έτσι, τύποι ζωής, στους όποιους ως επί το πλείστον εντάσσονται οι πολλοί άνθρωποι — μα τον Δία, όχι ύστερα από ενδελεχή σκέψη και έλεγχο άλλα παρασυρμένοι από μιαν άλογη παρόρμηση και την τύχη, πρέπει να δεχτούμε ότι τόσοι ακριβώς είναι και οι δαίμονες τούς οποίους ακολουθεί και λατρεύει η μεγάλη και ανίδεη μάζα των ανθρώπων — άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλο δαίμονα, όπως ακριβώς ένα άθλιο και ακόλαστο μπουλούκι ακολουθεί άθλιο και μανιακό δαίμονα. Από αυτούς τούς τύπους ζωής πού ανέφερα, ό ένας είναι φιλήδονος και τρυφηλός σε σχέση με τις σωματικές απολαύσεις, ό άλλος άπληστος και φιλοχρήματος κι ό τρίτος, πιο ξεχωριστός και πολύ πιο ακανόνιστος, εννοώ αυτόν πού αγαπά την τιμή και τη δόξα, παρουσιάζει πιο έκδηλη την αταξία και την τρέλα, γεννώντας έτσι την αυταπάτη ότι είναι ερωτευμένος με κάτι ευγενικό.
Ας μιμηθούμε λοιπόν κι εμείς τούς επιδέξιους δημιουργούς της τέχνης. Αυτοί, κοντολογίς, αποθέτουν σε όλα τη σφραγίδα της έμπνευσης και της τέχνης τους, αναπαριστάνοντας όχι μόνο τις θεϊκές φύσεις μέσα από ανθρώπινες μορφές, άλλα και καθετί άλλο: άλλοτε ζωγραφίζουν ποταμούς δίνοντάς τους μορφή ανδρική και άλλοτε κρήνες δίνοντάς τους κάποιο γυναικείο σχήμα, και νησιά και πολιτείες και σχεδόν όλα τα άλλα — κάτι πού τόλμησε να κάνει και ό Όμηρος παρουσιάζοντας τον Σκάμανδρο να μιλάει μέσα από τούς στροβίλους του· κι εκείνοι, οι καλλιτέχνες, δεν μπορούν να κάνουν ώστε να μιλούν οι μορφές τις όποιες πλάθουν, ωστόσο μπορούν να τούς δίνουν σχήματα και σύμβολα ταιριαστά στη φύση τους, όπως, για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τα ποτάμια σαν άνδρες ξαπλωμένους, γυμνούς ως επί το πλείστον, με μακριά γένια και με στεφάνια από μυστικιές και καλάμια στο κεφάλι. Έτσι λοιπόν κι εμείς ας δείξουμε ότι δεν είμαστε χειρότεροι ούτε πιο αδέξιοι στους λόγους απ’ ότι εκείνοι στις δικές τους τέχνες σε ότι άφορα το να πλάθουμε και να απεικονίζουμε τα χαρακτηριστικά τού -τριπλού δαίμονα εκείνων των τριών βίων, δείχνοντας μια τάση αντίθετη και αντίστροφη από την ικανότητα και την προφητική δύναμη εκείνων των λεγομένων φυσιογνωμιστών. Εκείνοι δηλαδή αναγνωρίζουν και παριστάνουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τη μορφή και την εμφάνιση, ενώ εμείς προτείνουμε να σχεδιάσουμε — με βάση τον χαρακτήρα και τα ενεργήματα— έναν τύπο και μια μορφή πού να ανταποκρίνεται σε εκείνα, αν μπορέσουμε δηλαδή να αγγίξουμε τον μέσο και τον κατώτερο τύπο.
Προκειμένου να καταστήσουμε φανερό τον παραλογισμό πού ενυπάρχει στις ανθρώπινες ζωές, δεν είναι κακό ούτε μεμπτό να μας δούνε ότι μιμούμαστε ποιητές, καλλιτέχνες και, αν χρειαστεί, ιερείς πού τελούν καθαρμούς, και ότι προσπαθούμε να παρουσιάσουμε απεικονίσεις και παραδείγματα πάσης προελεύσεως, με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε κάπως να αποτρέψουμε ορισμένους από την κακία, την απάτη και τις πονηρές επιθυμίες και να τούς οδηγήσουμε στην αρετή, τη φιλία και στον πόθο μιας καλύτερης ζωής· ή ακόμη θα επακολουθήσουμε αυτό πού συνηθίζουν να κάνουν ορισμένοι από εκείνους πού ασχολούνται με μυήσεις και καθαρμούς: αναλαμβάνοντας να εξευμενίσουν την οργή της Εκάτης και να απαλλάξουν από το κακό κάποιον, τού εκθέτουν και τού εξηγούν, πριν από την καθαρτήρια διαδικασία, πολλά και ποικίλα οράματα πού, καθώς λένε, τα στέλνει ή θεά, όταν είναι θυμωμένη.
Έτσι λοιπόν, εκείνος o φιλοχρήματος δαίμονας, έχει πάθος για το χρυσάφι, το ασήμι, την κτηματική περιουσία, τα κοπάδια, τα σπίτια και την κάθε λογής περιουσία. Ένας καλός καλλιτέχνης, λοιπόν, δεν θα τον απεικόνιζε σκυθρωπό και με όψη σκοτεινιασμένη, ντυμένων με ρούχα ελεεινά και άθλια; Δεν θα τον έφτιαχνε άψαχνο και ρυπαρό, έναν πού δεν αισθάνεται αγάπη ούτε για τα παιδιά του ούτε για τούς γονείς, ούτε για την πατρίδα ή σαν έναν πού δεν αναγνωρίζει άλλη συγγένεια παρά μόνο αυτή τού χρήματος, και πού τούς θεούς δεν τούς λογαριάζει για τίποτε άλλο παρά μόνο για εκείνους πού τού φέρνουν πολλούς και μεγάλους θησαυρούς ή πού προξενούν το θάνατο κάποιων δικών του και κάποιων συγγενών, ώστε να μπορεί μετά να τούς κληρονομήσει, και τις γιορτές τις θεωρεί έτσι κι αλλιώς ζημιά και περιττά έξοδα, έναν αγέλαστο και κατσούφη πού τούς βλέπει όλους με μισό μάτι και τούς θεωρεί επικίνδυνους, πού δεν εμπιστεύεται κανέναν, με βλέμμα αρπαχτικό, έναν πού κουνάει συνεχώς τα δάχτυλά του είτε για να υπολογίσει την περιουσία του είτε την περιουσία κάποιου άλλου — έναν δαίμονα αναίσθητο και ανίδεο για κάθε άλλο πράγμα, o όποιος ειρωνεύεται τη μόρφωση και τα γράμματα έκτος από ότι σχετίζεται με λογαριασμούς και συμβόλαια, έναν ακόμη πιο τυφλό εραστή του πλούτου, τον όποιο, πλούτο, δίκαια τον χαρακτηρίζουν και τον περιγράφουν ως τυφλό· λυσσασμένος για οποιοδήποτε απόκτημα, κι έχοντας την ιδέα πώς τίποτα δεν είναι για πέταμα, όχι σαν τον μαγνήτη πού καθώς λένε έλκει προς το μέρος του το σίδερο, άλλα σωρεύοντας και τον χαλκό και το μολύβι, ναι, ακόμη και άμμο και πέτρες, αν τού τα δώσει κανείς, θεωρώντας ότι το να έχει κανείς — παντού και, περίπου, σε σχέση με τα πάντα— είναι καλύτερο από το να μην έχει, προπαντός όμως παθιασμένος και άπληστος σε ότι αφορά στην απόκτηση τού χρήματος, αφού ή επιτυχία έρχεται εδώ πιο γρήγορα και πιο ανέξοδα από οπουδήποτε αλλού, και το χρήμα σωρεύεται μέρα και νύχτα, ακολουθώντας, θαρρώ, τούς περιοδικούς κύκλους της σελήνης, δηλ. παίρνοντας τόκο κάθε μήνα — χωρίς o δαίμονας αυτός διόλου να λογαριάζει την απέχθεια, το μίσος και τις κατάρες, κι ακόμη πιστεύοντας ότι κάθε άλλο απόκτημα αποτελεί κάτι σαν επιπρόσθετο εξωραϊσμό, ενώ το χρήμα, για να το πούμε με δυο λόγια, αποτελεί την πεμπτουσία τού πλούτου.
Αυτό λοιπόν κυνηγάει και αυτό επιδιώκει απ’ όλες τις μεριές, χωρίς να έχει ενδοιασμούς κατά πόσο ή απόκτηση τού χρήματος θα γίνει με μέσα επαίσχυντα ή άδικα, ενώ το μόνο πού τον συγκρατεί είναι οι κίνδυνοι, τούς οποίους βλέπει ότι παραμονεύουν στο δρόμο, κι αυτό από δειλία· γιατί ή ψυχή του είναι σαν τού άχρηστου σκύλου τη ψυχή πού άλλα πράγματα τα αρπάζει, όταν λογαριάζει πώς θα μείνει απαρατήρητος και άλλα τα κοιτάζει χωρίς να τα πειράζει, επειδή υπάρχουν κάποιοι φύλακες.
«Ας πούμε πώς είναι ένας άνθρωπος με ασήμαντη εμφάνιση, δουλοπρεπής, άυπνος, πού δεν χαμογελάει ποτέ, πού διαρκώς τσακώνεται και διαπληκτίζεται με κάποιον, φτυστός σωματέμπορος — θρασύς και κακομοίρης— ως προς την κοψιά και τον χαρακτήρα, ντυμένος με ένα χρωματιστό παλτουδάκι, στην πραγματικότητα ένα φτηνό λούσο κάποιας από τις κυρίες του. Ό δαίμονας αυτός είναι αισχρός, μιαρός, προξενεί κακό στους φίλους και τούς συντρόφους του, περισσότερο όμως στους δούλους και τούς υπηρέτες του, και τούς ντροπιάζει με χίλιους τρόπους, είτε ως απλός ιδιώτης τούς έχει απέναντι του είτε ως βασιλιάς.
«Η μήπως για πολλούς από εκείνους που τους λένε βασιλιάδες δεν είναι φανερό πώς πρόκειται για έμπορους και τελώνες και μαστροπούς; Άλλα για τον Δρόμωνα και τον Σάραμβο, επειδή είναι εμπορευόμενοι στην Αθήνα, λέμε ότι σωστά τούς έχουν δώσει τον χαρακτηρισμό του εμπόρου, ό Δαρείος όμως ό πρεσβύτερος, πού είχε μαγαζιά στη Βαβυλώνα και στα Σούσα και πού οι Πέρσες ακόμη και τώρα τον αποκαλούν “έμπορο”, δίκαια δεν έχει λάβει αυτό τον χαρακτηρισμό; Επίσης, με αυτό τον δαίμονα έχει συμβεί κάτι πού δεν το έχουν οι άλλοι δαίμονες: Ενώ κάποτε-κάποτε δεσπόζει και κυριαρχεί στην ψυχή, κάποτε άλλοτε πάλι δίνει την εντύπωση ότι υποτάσσεται σ’ αυτήν εξαιτίας του ότι ό πλούτος είναι υπηρέτης και πρόθυμος θεράπων κάθε επιθυμίας και επιδίωξης. Εγώ όμως τώρα αναφέρομαι στον δαίμονα πού δίνει την κατεύθυνση και δεσπόζει στο μυαλό του δύστυχου ανθρώπου: αυτού πού δεν έχει ως κίνητρο της απόκτησης χρημάτων ούτε κάποια απόλαυση ούτε τη δόξα και πού δεν τα αποκτά για να τα ξοδέψει και να τα χρησιμοποιήσει αλλά φυλάει τον πλούτο του στ αλήθεια καταχωνιασμένο σε κάποια κρυφά κι ανήλιαγα δωμάτια.
Αυτά. O δεύτερος άνθρωπος και ό δαίμονας αυτού τού ανθρώπου πού δοξάζει τα οργιά της ‘Ηδονής και θαυμάζει και τιμά αυτή τη θεά, μια αληθινά γυναικεία θεότητα, έχει πολλές μορφές και πολλά χρώματα κι είναι αχόρταγος σε ότι έχει να κάνει με μυρουδιές και γεύσεις κι ακόμη, θαρρώ, σε ότι έχει να κάνει με όλα όσα ευχαριστούν τα μάτια, κι όλα όσα φέρνουν κάποια απόλαυση στο αυτί, όλα όσα είναι μαλακά και ευχάριστα στην αφή, όπως τα ζεστά λουτρά κάθε ημέρα ή μάλλον δυο φορές την ήμερα, οι επαλείψεις, όχι αυτές πού παίρνουν την κούραση, κι έκτος από αυτά, οι μαλακές μακριές φορεσιές, οι κατάλληλες ξάπλες και ή προσεγμένη προσφορά υπηρεσιών για όλες τις ορέξεις και τις ανάγκες. Είναι δοσμένος με πάθος σε όλα αυτά, κυρίως όμως — και με μεγαλύτερη ακράτεια— στη σουβλερή και ανάφλογη τρέλα της σαρκικής απόλαυσης, της συνεύρεσης με άντρες ή με γυναίκες, και σε πολλές άλλες ακόμη ακολασίες πού δεν λέγονται και πού δεν έχουν όνομα: όλ’ αυτά, αδιακρίτως, τα κυνηγάει και παρασύρει και άλλους σε αυτά μην αφήνοντας τίποτα πού να το θεωρεί απαγορευμένο και καμιά μορφή απόλαυσης πού να μη τη δοκιμάζει.
Προς το παρόν ας πούμε ότι λογαριάζουμε ως έναν το δαίμονα πού έχει προσβληθεί από όλες αυτές τις αρρώστιες και τα πάθη της ψυχής, ώστε να μη μαζέψουμε ένα μπουλούκι από μοιχικούς δαίμονες, γαστρίμαργους, μέθυσους κι ένα σωρό άλλα τέτοια, αλλά ας θεωρήσουμε ότι πρόκειται απλώς για ένα δαίμονα: αυτόν πού είναι ακόλαστος και υποδουλωμένος στην ηδονή. «Αν υπάρχει κάποια πηγή από την όποια να εισρέει συνεχώς άφθονο χρήμα — ενός βασιλιά ή από κάποια μεγάλη ιδιωτική περιουσία—, ό δαίμονας αυτός κυλιέται σε μεγάλη και αχαλίνωτη ακολασία ως τα γεράματά του· διαφορετικά, αφού ξοδέψει πολύ γρήγορα την περιουσία, καταντά ένας ανίκανος κι ακόλαστος φουκαράς, στερημένος και ακόρεστος, εντελώς ανήμπορος να εκπληρώσει τις επιθυμίες του . Κι ακόμη, ό δαίμονας αυτός ορισμένους από εκείνους πού τούς έχει στη δύναμή του τούς άλλαξε τη ζωή και τη μορφή και τα έκανε γυναικεία- ακριβώς οι μύθοι λένε για εκείνους πού από άνθρωποι έγιναν πουλιά ή θηρία, αν είχαν την ατυχία να υποδουλωθούν σε τέτοιας λογής ηδονή.
Και εδώ πάλι όμως φανερώνεται μια διπλή “προσφορά γιατί ο ασθενικός και άτολμος δαίμονας αυτού τού είδους εύκολα οδηγεί σε γυναικίστικα πάθη και άλλες απρέπειες πού συνεπάγονται απώλειες και ντροπές· όπου όμως συμβαίνει μερικές απολαύσεις να συνεπάγονται τιμωρίες πού επιβάλλουν, σε όσους διαπράττουν τα λάθη, θάνατο ή φυλάκιση ή την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού ό δαίμονας αυτός δεν ωθεί προς τη διάπραξη τέτοιων σφαλμάτων. ‘Υπάρχει ωστόσο και ό πιο επιθετικός και πιο θρασύς δαίμονας πού εξαναγκάζει τα θύματά του να ξεπεράσουν κάθε ανθρώπινο και θεϊκό όνειρο. Κι ο μεν αδύναμος και άτολμος δαίμονας, μόλις υποστεί αύτη τη ντροπή, παραδέχεται ότι αυτό πού κάνει διόλου δεν ταιριάζει σε άνδρα, και αφήνει τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες για εκείνους, οι όποιοι έχουν ζήσει με περισσότερη ευπρέπεια· ό θρασύς όμως κι ό άφοβος, αυτός πού έχει υπομείνει πολλές ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, σαν γυρίσει, όπως λένε, ό τροχός της τύχης και βρεθεί στρατηγός ή λαϊκός ηγέτης με ηχηρή και διαπεραστική φωνή, σαν τούς ηθοποιούς στα δράματα, αφού στο μεταξύ πετάξει τα γυναικεία ρούχα και αρπάξει τη στολή ενός στρατιώτη ή ενός ρήτορα, περιφέρεται εδώ κι εκεί — ένας συκοφάντης πού προξενεί φόβο και καρφώνει τούς πάντες με το βλέμμα του.
Ταιριάζει λοιπόν μια ανδροπρεπής και σοβαρή εμφάνιση σ’ έναν τέτοιο δαίμονα ή μια εμφάνιση πλαδαρή και αβρή; «Ας τού φορέσουμε λοιπόν το ρούχο πού τού ταιριάζει κι όχι αυτό το ανδρικό και επιβλητικό πού πολλές φορές ό ίδιος βάζει επάνω του παίζοντας θέατρο. Ας πούμε, έτσι, μα το Δία, ότι πηγαίνει μαλθακός, με το χνώτο του να μυρίζει μύρο και κρασί, τυλιγμένος σε μια κροκάτη φορεσιά, ξεκαρδισμένος σ’ ένα γέλιο χωρίς σταματημό, όμοιος με μεθυσμένο πού συμμετέχει καταμεσήμερα σε ακόλαστη πομπώδη παρέλαση γλεντζέδων, με κάμποσες ξέπλεκες γιρλάντες στο κεφάλι και στο λαιμό, γέρνοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας ένα γυναικίσιο και ανάρμοστο τραγούδι. «Ας πούμε ότι τον οδηγούν γυναίκες ξεδιάντροπες και ακόλαστες πού τον τραβολογούν άλλη από δη και άλλη από ’κει χωρίς αυτός να τις αποδιώχνει ή να τις αποκρούει αλλά έτοιμος να τις ακολουθήσει με προθυμία. Κι «αυτές να τραβούν βιαστικά μπροστά μέσα σ’ ένα βροντοκόπημα από κύμβαλα και σουραύλια συνοδεύοντας αυτόν τον ξετρελαμένο. Κι εκείνος να ξεφωνίζει ανάμεσα τους με φωνή πιο διαπεραστική και πιο παθιασμένη κι από των γυναικών τη φωνή, ασπρουλιάρικος και πλαδαρός, ανίδεος τί πάει να πει καθαρός αέρας και μόχθος, με τον σβέρκο γυρτό στα πλάγια, ρίχνοντας με τα μουσκεμένα μάτια του λάγνες ματιές κι έχοντας το νου του πάντοτε στο σώμα χωρίς να δίνει σημασία στην ψυχή και σε όσα αυτή επιτάσσει. «Αν κάποιος γλύπτης ή ζωγράφος υποχρεωνόταν να τον απεικονίσει δεν θα τον έφτιαχνε να μοιάζει σε κανέναν άλλο περισσότερο παρά στο βασιλιά της Συρίας πού περνάει τον καιρό του στα ενδότερα μαζί με τούς ευνούχους και τις παλλακίδες, χωρίς ποτέ μα ποτέ του να έχει αντικρίσει πόλεμο ή συνέλευση. «Ας πούμε ακόμη ότι μπροστά του πηγαίνει ή Απάτη, πανέμορφη και απατηλή, στολισμένη με πορνικά κοσμήματα, χαμογελαστή και γεμάτη υποσχέσεις για όμορφα πράγματα, πώς τάχα θα τον οδηγήσει στην ευτυχία, ίσαμε να τον σπρώξει, χωρίς αυτός να το καταλάβει, στον γκρεμό, στη λάσπη και στη δυσωδία, για να τον αφήσει έπειτα να κυλιστεί εκεί με τις γιρλάντες και την κροκάτη φορεσιά του. Λατρεύοντας έναν τέτοιο τύραννο και έχοντας τέτοια πάθη περνούν τον καιρό τους όσες ψυχές, δειλές και Αδύναμες απέναντι στη σκληρή προσπάθεια, υποδουλωμένες στις ηδονές, γεμάτες αγάπη για τις απολαύσεις και το σώμα, ζουν μια ζωή μέσα στη ντροπή και τον εξευτελισμό όχι επειδή το διάλεξαν οι ίδιες αυτό άλλα επειδή τις έσπρωξαν προς τα εκεί.
Και τώρα, ύστερα από αυτό τον δαίμονα, ό λόγος, σαν σε αγώνα, σπεύδει να μάς παρουσιάσει τον τρίτο δαίμονα, όπως ό κήρυκας τον χορό: τον φιλόδοξο· πολύ πρόθυμος να ριχτεί τώρα στον αγώνα δεν είναι, μόλο πού από τη φύση του αγαπήσει τον ανταγωνισμό γύρω από οτιδήποτε, και αξιώνει να είναι ό πρώτος. Ωστόσο αύτη τη φορά δεν κρίνεται κάτι σχετικό με δόξα ή με τιμή άλλα ή πολύ κακή φήμη του — πού του αξίζει. «Ας δούμε πώς θα απεικονίσουμε τη μορφή και την εμφάνιση τού φιλόδοξου δαίμονα. ‘Η είναι φανερό ότι θα τον απεικονίσουν φτερωτό και αεράτο, όπως ταιριάζει στο χαρακτήρα και στους πόθους του, πετώντας μαζί με τούς ανέμους, όπως συνέλαβαν και ζωγράφισαν οι καλλιτέχνες τους γιους του Βορρά: να τρέχουν ανάλαφροι και μετέωροι, μαζί με τις Αύρες του πατέρα τους. Κι εκείνοι βέβαια έδειχναν, όποτε ήθελαν, τη δύναμή τους, ωστόσο επί ένα διάστημα έπλεαν μαζί με τούς άλλους ήρωες πάνω στην ’Αργώ, εκτελώντας τις δουλειές του καραβιού και τα άλλα έργα όπως ό οποιοσδήποτε άλλος. ‘Ο δαίμονας όμως πού προστατεύει τούς φιλόδοξους ανθρώπους δεν ακουμπήσει ποτέ στη γη ή σε οτιδήποτε χαμηλό- βρίσκεται στα ύψη, μετέωρος, κι όταν τύχει να ’ναι ό ουρανός καθαρός και να ’χει γαλήνη ή να φυσάει όμορφα κανένας ζέφυρος, αυτός ευχαριστιέται ακόμη περισσότερο και ανεβαίνει στον ίδιο τον ουρανό. Συχνά ωστόσο κρύβεται σε κάποιο σκοτεινό σύννεφο, όταν τού συμβεί να μην έχει καλό όνομα και να τον κατακρίνουν οι πολλοί άνθρωποι, αυτοί τούς οποίους εκείνος υπηρετεί και τιμά και τούς έχει αναδείξει σε αφεντικά, από τα όποια εξαρτάται ή δική του ευτυχία.
ΩΣ προς την ασφάλεια ό δαίμονας αυτός διόλου δεν μοιάζει με τούς αετούς ούτε με τούς γερανούς ούτε με κάποιο άλλο πετούμενο της φύσης άλλα θα μπορούσε κανείς να τον παρομοιάσει με το βίαιο και αφύσικο τόλμημα τού ’Ικάρου ό όποιος επιχείρησε να εφαρμόσει με μαστοριά το μηχανικό τέχνασμα τού Δαιδάλου. Έτσι λοιπόν, θέλοντας να φθάσει πιο ψηλά από τα άστρα, παρασυρμένος από τα νιάτα και την αλαζονεία του, ήταν για ένα χρονικό διάστημα ασφαλής, μόλις όμως οι συνδέσεις άρχιζαν να χαλαρώνουν και το κερί να στάζει έδωσε, από τότε κι έπειτα, το όνομά του στο πέλαγος όπου έπεσε και χάθηκε. Έτσι κι εκείνος ό δαίμονας της φιλοδοξίας, επειδή έχει εμπιστοσύνη σε αδύναμα και τιποτένια φτερά, εννοώ τις τιμές «και τα τυχαία παινέματα των πολλών ανθρώπων, τα όποια γίνονται έτσι στην τύχη, περιφέρεται από ’δη κι από ’κει χωρίς ασφάλεια και χωρίς σταθερότητα, και σέρνει μαζί του τον άνθρωπο, ό όποιος τον θαυμάζει και είναι δούλος του: αυτού πού εμφανίζεται —στα μάτια των πολλών-τρανός και καλότυχος, κι αμέσως πάλι φαίνεται άθλιος και κακομοίρης όχι μόνο στους άλλους άλλα και στον ίδιο τον εαυτό του. ’Αλλά αν κάποιος δεν θέλει να τον φανταστεί και να τον φιλοτεχνήσει, φτερωτό, ας τον απεικονίσει, όμοιο με τη φριχτή και βίαιη κίνηση του Ιξίωνα, του αναγκασμένου να κινείται και να γυρίζει κυκλικά πάνω σε έναν τροχό. Γιατί στ αλήθεια δεν είναι αταίριαστη, ούτε απέχει από τις προσφυείς και πνευματώδεις παρομοιώσεις, ή παρομοίωση του τροχού με τη δόξα· με την εναλλασσόμενη κίνησή του περιστρέφεται πολύ εύκολα και κατά την περιστροφή του αναγκάζει την ψυχή να λαμβάνει κάθε λογής σχήματα, περισσότερο απ’ ότι ό τροχός των κεραμέων αναγκάζει τα υλικά πού λαμβάνουν το σχήμα τους επάνω του. Και ποιος δεν θα αισθανόταν οίκτο για ένα τέτοιον άνθρωπο, για τον χαρακτήρα του και τον τρόπο με τον όποιο ζει, έναν άνθρωπο πού γυρίζει και περιστρέφεται, έναν κόλακα τού λαού και τού όχλου στις δημόσιες συγκεντρώσεις και στις λογοτεχνικές επιδείξεις ή στις λεγάμενες φιλίες του με τούς βασιλιάδες ή τούς τυράννους και τις περιποιήσεις του σ’ αυτούς; Και δεν εννοώ βέβαια αυτόν ό όποιος αφού κατανόησε με τον καλύτερο τρόπο τις δικές του υποθέσεις, προσπαθεί έπειτα με πειθώ και καλή θέληση και με αίσθηση της δικαιοσύνης να τακτοποιήσει και να κατευθύνει προς το καλύτερο ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
«Ας τελειώνουμε λοιπόν και με αυτό τον δαίμονα ώστε να μη φθάσουμε τώρα σε ένα δίχως τέλος πλήθος από λέξεις, ενδυμασίες, μορφές και τα συνακόλουθα. Το ήθος του θα το χαρακτηρίζαμε, με δυο λόγια, εριστικό, ανόητο, κούφιο, κυριαρχούμενο από αλαζονεία, ζηλοφθονία και όλα τα παρόμοια φοβερά και άγρια πάθη. Γιατί όλα αυτά τα αντικοινωνικά, άγρια και φοβερά αισθήματα συνοδεύουν αναγκαστικά τον φιλόδοξο τύπο της ψυχής, κι είναι φυσικό ό τύπος αυτός να αλλάζει διαρκώς αντιλήψεις και να είναι ασταθής, αφού είναι υποδουλωμένος και προσηλωμένος σε κάτι τόσο αστάθμητο, και να έχει μεταπτώσεις από τη χαρά στη λύπη πιο συχνές και πιο διαρκείς απ’ ότι λένε πώς έχουν οι κυνηγοί· λένε δηλαδή ότι στους κυνηγούς το πράγμα αυτό συμβαίνει συχνότατα, διαρκώς, καθώς βλέπουν τη λεία και αμέσως πάλι την χάνουν. Έτσι και με τον φιλόδοξο: όταν τυχαίνει να τούς εκτιμούν και να τούς παινεύουν, ή ψυχή ενός τέτοιου ανθρώπου φουσκώνει και βλασταίνει και παίρνει αξιοθαύμαστο μέγεθος, σαν το ιερό βλαστάρι της ελιάς στην ’Αθήνα πού, καθώς λένε, βλασταίνει και αναπτύσσεται σε μια μέρα· γρήγορα πάλι ή ψυχή του φιλόδοξου ανθρώπου μαζεύεται, συρρικνώνεται και σβήνει — με την πρώτη κατάκριση ή την πρώτη κακολογία. Και αυτό τον δαίμονα τον ακολουθεί μια ’Απάτη, πιο αληθοφανής από όλες τις άλλες. ’Όχι σαν εκείνες του φιλάργυρου ή του φιλήδονου πού δεν μπορούσαν να υποσχεθούν με τα λόγια τίποτε φανταχτερό κι ούτε οδηγούσαν τα θύματά τους σε ευγενικά και λαμπρά πράγματα άλλα απλώς τούς ψιθύριζαν και τούς υπέβαλλαν το όνομα των αγαθών· δεν ενεργεί έτσι ή ’Απάτη αυτού τού δαίμονα άλλα γοητεύοντας και ξεγελώντας το θύμα της, τού λέει ότι είναι εραστής τού ωραίου και ότι τον οδηγεί στη δόξα σαν σε κάποια αρετή ή σε κάτι πολύ ευφήμως γνωστό.
Θα αποπειραθώ, έτσι, πάλι εδώ να αναφερθώ, για δεύτερη φορά στον ίδιο μύθο τού Ιξίωνα. Λένε, λοιπόν, ότι, στον πόθο του να ενωθεί σε τρισευτυχισμένο γάμο με την ’Ήρα, ό Ιξίωνας συνουσιάστηκε με κάποιο σκοτεινό και ανταριασμένο σύννεφο από το όποιο γεννήθηκαν άχρηστα και τερατόμορφα παιδιά, ή γενιά των Κενταύρων, αλλόκοτη και απροσδιόριστη. Όμοια και εκείνος πια, αφού γνώρισε την απογοήτευση στον έρωτά του για την καλή φήμη, συνουσιάστηκε έπειτα, από πόθο για τη δόξα, πραγματικά με ένα σύννεφο, χωρίς να το αντιληφτεί, αντί να χαρεί το θεϊκό και τίμιο ερωτικό αντάμωμα. ’Από τέτοιας λογής σμιξίματα ή γάμους τίποτα χρήσιμο και ωφέλιμο δεν είναι δυνατόν να προκόψει παρά μόνο αλλόκοτα και άλογα πλάσματα, όμοια με τούς Κενταύρους, δηλαδή οι πολιτικές πράξεις κάποιων δημαγωγών και τα συγγράμματα των σοφιστών. Γιατί και οι σοφιστές και οι δημαγωγοί είναι απλώς επικεφαλής μισθοφόρων. ’Αλλά λέγοντάς το αυτό ξεχωρίζω τούς στρατηγούς και τούς δασκάλους και τούς πολιτικούς άνδρες από εκείνους για τούς οποίους μόλις τώρα μίλησα- όλοι αυτοί αξίζει να παραχωρηθούν στον δαίμονα της φιλοδοξίας και να συγκαταλεχτούν στη δική του παράταξη και συντροφιά.
Έδωσα, τώρα, μια περιγραφή εκείνων πού διατελούν κάτω από την επιρροή καθενός από τούς δαίμονες πού κατονόμασα. Συχνά συμβαίνει δύο δαίμονες, ή ακόμη και όλοι τους, να έχουν στην εξουσία τους το ίδιο άτομο δίνοντας του άλληλοσυγκρουόμενες προσταγές και απειλώντας το, αν τυχόν δεν υπακούει, ότι θα του επιβάλουν μεγάλες τιμωρίες. Ό δαίμονας της ηδονής τον προστάζει να ξοδεύει για τις ηδονές και να μη λυπάται ούτε το χρυσάφι ούτε το ασήμι ούτε οποιοδήποτε άλλο απόκτημα του, ενώ ο φιλοχρήματος και τσιγκούνης δαίμονας δεν τού το επιτρέπει άλλα τον κρατάει και τον απειλεί πώς αν υπακούσει σ’ εκείνον, αυτός θα τον αφανίσει από την πείνα, τη δίψα και την κάθε λογής φτώχεια και ανέχεια. Ταυτόχρονα, ό δαίμονας της φιλοδοξίας τον συμβουλεύει και τον ενθαρρύνει να θυσιάσει τα υπάρχοντά του για χάρη της τιμής· ό άλλος δαίμονας όμως τού αντιστέκεται και τον πολεμάει. Και στ αλήθεια αυτός πού αγαπάει την απόλαυση και αυτός πού αγαπάει τη δόξα ποτέ δεν μπορούν να συνταιριάζουν ούτε να πουν το ίδιο πράγμα. Γιατί ό ένας περιφρονεί τη δόξα, την θεωρεί ανοησία και συχνά απαγγέλλει τούς στίχους τού Σαρδανάπαλου «Δικά μου είναι αυτά: ότι έφαγα, οι βρισιές πού ξέρασα, ότι χάρηκα στον έρωτα».
Και ό δαίμονας αυτός του φέρνει συνεχώς μπροστά στα μάτια ειδικά το θάνατο, ως προειδοποίηση πώς δεν θα μπορέσει να έχει μερτικό σε καμιά απόλαυση· ο δαίμονας όμως της φιλοδοξίας τον αποτρέπει και τον τραβάει από τις ηδονές επισημαίνοντας του την καταισχύνη και τις λοιδορίες. Μη έχοντας λοιπόν τί να πράξει και προς τα πού να στραφεί και να κρυφτεί, συχνά δραπετεύει στο σκοτάδι και προσπαθεί να ευχαριστήσει τον άλλο δαίμονα και στα κρυφά να υπηρετήσει αυτόν· ό άλλος όμως τον ξεσκεπάζει και τον βγάζει στη φόρα. Έτσι, ή ψυχή του, διχασμένη και διασπασμένη, πάντοτε σε πόλεμο και σε διαρκή διάσταση με τον εαυτό της, κατ ανάγκη θα οδηγηθεί σε κάθε λογής δυστυχία. Γιατί όπως και οι παθήσεις συμπλέκονται μεταξύ τους και φαίνεται να εναντιώνονται ή μια στην άλλη καθιστώντας δύσκολη και ανέφικτη τη γιατρειά, το ίδιο, νομίζω, συμβαίνει κατ ανάγκη και με της ψυχής τα πάθη που συμφέρονται μπερδεύονται σε ένα.
Αλλά εμπρός! Αφού γευθούμε την καθαρή αρμονία, αυτή που είναι καλύτερη από την προηγούμενη, ας υμνούμε τον αγαθό και σοφό δαίμονα και θεό – που οι ευμενείς Μούσες αποφάσισαν να μας δοθεί – , σ εμάς που έχουμε γευθεί σωστή παιδεία και φρόνηση
Δίων Χρυσόστομος – Λόγοι IV(4): Περί βασιλείας
«Πολλές, γιέ τού Φιλίππου, είναι οι κάθε λογής συμφορές και καταστροφές για τούς άθλιους ανθρώπους, τόσες πού σχεδόν δεν είναι δυνατόν έστω και να τις αναφέρει κανείς. Γιατί πραγματικά, καθώς λέει ό ποιητής, δεν υπάρχει λέξη καμιά πού να ’ναι τόσο φοβερή να την προφέρει κανείς ούτε πάθος ούτε συμφορά σταλμένη από το Θεό, πού να μη μπορεί ή ανθρώπινη φύση να σηκώσει το βάρος της.
Καθώς τρεις είναι οι επικρατέστεροι, για να το πούμε έτσι, τύποι ζωής, στους όποιους ως επί το πλείστον εντάσσονται οι πολλοί άνθρωποι — μα τον Δία, όχι ύστερα από ενδελεχή σκέψη και έλεγχο άλλα παρασυρμένοι από μιαν άλογη παρόρμηση και την τύχη, πρέπει να δεχτούμε ότι τόσοι ακριβώς είναι και οι δαίμονες τούς οποίους ακολουθεί και λατρεύει η μεγάλη και ανίδεη μάζα των ανθρώπων — άλλοι τον ένα και άλλοι τον άλλο δαίμονα, όπως ακριβώς ένα άθλιο και ακόλαστο μπουλούκι ακολουθεί άθλιο και μανιακό δαίμονα. Από αυτούς τούς τύπους ζωής πού ανέφερα, ό ένας είναι φιλήδονος και τρυφηλός σε σχέση με τις σωματικές απολαύσεις, ό άλλος άπληστος και φιλοχρήματος κι ό τρίτος, πιο ξεχωριστός και πολύ πιο ακανόνιστος, εννοώ αυτόν πού αγαπά την τιμή και τη δόξα, παρουσιάζει πιο έκδηλη την αταξία και την τρέλα, γεννώντας έτσι την αυταπάτη ότι είναι ερωτευμένος με κάτι ευγενικό.
Ας μιμηθούμε λοιπόν κι εμείς τούς επιδέξιους δημιουργούς της τέχνης. Αυτοί, κοντολογίς, αποθέτουν σε όλα τη σφραγίδα της έμπνευσης και της τέχνης τους, αναπαριστάνοντας όχι μόνο τις θεϊκές φύσεις μέσα από ανθρώπινες μορφές, άλλα και καθετί άλλο: άλλοτε ζωγραφίζουν ποταμούς δίνοντάς τους μορφή ανδρική και άλλοτε κρήνες δίνοντάς τους κάποιο γυναικείο σχήμα, και νησιά και πολιτείες και σχεδόν όλα τα άλλα — κάτι πού τόλμησε να κάνει και ό Όμηρος παρουσιάζοντας τον Σκάμανδρο να μιλάει μέσα από τούς στροβίλους του· κι εκείνοι, οι καλλιτέχνες, δεν μπορούν να κάνουν ώστε να μιλούν οι μορφές τις όποιες πλάθουν, ωστόσο μπορούν να τούς δίνουν σχήματα και σύμβολα ταιριαστά στη φύση τους, όπως, για παράδειγμα, παρουσιάζοντας τα ποτάμια σαν άνδρες ξαπλωμένους, γυμνούς ως επί το πλείστον, με μακριά γένια και με στεφάνια από μυστικιές και καλάμια στο κεφάλι. Έτσι λοιπόν κι εμείς ας δείξουμε ότι δεν είμαστε χειρότεροι ούτε πιο αδέξιοι στους λόγους απ’ ότι εκείνοι στις δικές τους τέχνες σε ότι άφορα το να πλάθουμε και να απεικονίζουμε τα χαρακτηριστικά τού -τριπλού δαίμονα εκείνων των τριών βίων, δείχνοντας μια τάση αντίθετη και αντίστροφη από την ικανότητα και την προφητική δύναμη εκείνων των λεγομένων φυσιογνωμιστών. Εκείνοι δηλαδή αναγνωρίζουν και παριστάνουν τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου από τη μορφή και την εμφάνιση, ενώ εμείς προτείνουμε να σχεδιάσουμε — με βάση τον χαρακτήρα και τα ενεργήματα— έναν τύπο και μια μορφή πού να ανταποκρίνεται σε εκείνα, αν μπορέσουμε δηλαδή να αγγίξουμε τον μέσο και τον κατώτερο τύπο.
Προκειμένου να καταστήσουμε φανερό τον παραλογισμό πού ενυπάρχει στις ανθρώπινες ζωές, δεν είναι κακό ούτε μεμπτό να μας δούνε ότι μιμούμαστε ποιητές, καλλιτέχνες και, αν χρειαστεί, ιερείς πού τελούν καθαρμούς, και ότι προσπαθούμε να παρουσιάσουμε απεικονίσεις και παραδείγματα πάσης προελεύσεως, με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε κάπως να αποτρέψουμε ορισμένους από την κακία, την απάτη και τις πονηρές επιθυμίες και να τούς οδηγήσουμε στην αρετή, τη φιλία και στον πόθο μιας καλύτερης ζωής· ή ακόμη θα επακολουθήσουμε αυτό πού συνηθίζουν να κάνουν ορισμένοι από εκείνους πού ασχολούνται με μυήσεις και καθαρμούς: αναλαμβάνοντας να εξευμενίσουν την οργή της Εκάτης και να απαλλάξουν από το κακό κάποιον, τού εκθέτουν και τού εξηγούν, πριν από την καθαρτήρια διαδικασία, πολλά και ποικίλα οράματα πού, καθώς λένε, τα στέλνει ή θεά, όταν είναι θυμωμένη.
Έτσι λοιπόν, εκείνος o φιλοχρήματος δαίμονας, έχει πάθος για το χρυσάφι, το ασήμι, την κτηματική περιουσία, τα κοπάδια, τα σπίτια και την κάθε λογής περιουσία. Ένας καλός καλλιτέχνης, λοιπόν, δεν θα τον απεικόνιζε σκυθρωπό και με όψη σκοτεινιασμένη, ντυμένων με ρούχα ελεεινά και άθλια; Δεν θα τον έφτιαχνε άψαχνο και ρυπαρό, έναν πού δεν αισθάνεται αγάπη ούτε για τα παιδιά του ούτε για τούς γονείς, ούτε για την πατρίδα ή σαν έναν πού δεν αναγνωρίζει άλλη συγγένεια παρά μόνο αυτή τού χρήματος, και πού τούς θεούς δεν τούς λογαριάζει για τίποτε άλλο παρά μόνο για εκείνους πού τού φέρνουν πολλούς και μεγάλους θησαυρούς ή πού προξενούν το θάνατο κάποιων δικών του και κάποιων συγγενών, ώστε να μπορεί μετά να τούς κληρονομήσει, και τις γιορτές τις θεωρεί έτσι κι αλλιώς ζημιά και περιττά έξοδα, έναν αγέλαστο και κατσούφη πού τούς βλέπει όλους με μισό μάτι και τούς θεωρεί επικίνδυνους, πού δεν εμπιστεύεται κανέναν, με βλέμμα αρπαχτικό, έναν πού κουνάει συνεχώς τα δάχτυλά του είτε για να υπολογίσει την περιουσία του είτε την περιουσία κάποιου άλλου — έναν δαίμονα αναίσθητο και ανίδεο για κάθε άλλο πράγμα, o όποιος ειρωνεύεται τη μόρφωση και τα γράμματα έκτος από ότι σχετίζεται με λογαριασμούς και συμβόλαια, έναν ακόμη πιο τυφλό εραστή του πλούτου, τον όποιο, πλούτο, δίκαια τον χαρακτηρίζουν και τον περιγράφουν ως τυφλό· λυσσασμένος για οποιοδήποτε απόκτημα, κι έχοντας την ιδέα πώς τίποτα δεν είναι για πέταμα, όχι σαν τον μαγνήτη πού καθώς λένε έλκει προς το μέρος του το σίδερο, άλλα σωρεύοντας και τον χαλκό και το μολύβι, ναι, ακόμη και άμμο και πέτρες, αν τού τα δώσει κανείς, θεωρώντας ότι το να έχει κανείς — παντού και, περίπου, σε σχέση με τα πάντα— είναι καλύτερο από το να μην έχει, προπαντός όμως παθιασμένος και άπληστος σε ότι αφορά στην απόκτηση τού χρήματος, αφού ή επιτυχία έρχεται εδώ πιο γρήγορα και πιο ανέξοδα από οπουδήποτε αλλού, και το χρήμα σωρεύεται μέρα και νύχτα, ακολουθώντας, θαρρώ, τούς περιοδικούς κύκλους της σελήνης, δηλ. παίρνοντας τόκο κάθε μήνα — χωρίς o δαίμονας αυτός διόλου να λογαριάζει την απέχθεια, το μίσος και τις κατάρες, κι ακόμη πιστεύοντας ότι κάθε άλλο απόκτημα αποτελεί κάτι σαν επιπρόσθετο εξωραϊσμό, ενώ το χρήμα, για να το πούμε με δυο λόγια, αποτελεί την πεμπτουσία τού πλούτου.
Αυτό λοιπόν κυνηγάει και αυτό επιδιώκει απ’ όλες τις μεριές, χωρίς να έχει ενδοιασμούς κατά πόσο ή απόκτηση τού χρήματος θα γίνει με μέσα επαίσχυντα ή άδικα, ενώ το μόνο πού τον συγκρατεί είναι οι κίνδυνοι, τούς οποίους βλέπει ότι παραμονεύουν στο δρόμο, κι αυτό από δειλία· γιατί ή ψυχή του είναι σαν τού άχρηστου σκύλου τη ψυχή πού άλλα πράγματα τα αρπάζει, όταν λογαριάζει πώς θα μείνει απαρατήρητος και άλλα τα κοιτάζει χωρίς να τα πειράζει, επειδή υπάρχουν κάποιοι φύλακες.
«Ας πούμε πώς είναι ένας άνθρωπος με ασήμαντη εμφάνιση, δουλοπρεπής, άυπνος, πού δεν χαμογελάει ποτέ, πού διαρκώς τσακώνεται και διαπληκτίζεται με κάποιον, φτυστός σωματέμπορος — θρασύς και κακομοίρης— ως προς την κοψιά και τον χαρακτήρα, ντυμένος με ένα χρωματιστό παλτουδάκι, στην πραγματικότητα ένα φτηνό λούσο κάποιας από τις κυρίες του. Ό δαίμονας αυτός είναι αισχρός, μιαρός, προξενεί κακό στους φίλους και τούς συντρόφους του, περισσότερο όμως στους δούλους και τούς υπηρέτες του, και τούς ντροπιάζει με χίλιους τρόπους, είτε ως απλός ιδιώτης τούς έχει απέναντι του είτε ως βασιλιάς.
«Η μήπως για πολλούς από εκείνους που τους λένε βασιλιάδες δεν είναι φανερό πώς πρόκειται για έμπορους και τελώνες και μαστροπούς; Άλλα για τον Δρόμωνα και τον Σάραμβο, επειδή είναι εμπορευόμενοι στην Αθήνα, λέμε ότι σωστά τούς έχουν δώσει τον χαρακτηρισμό του εμπόρου, ό Δαρείος όμως ό πρεσβύτερος, πού είχε μαγαζιά στη Βαβυλώνα και στα Σούσα και πού οι Πέρσες ακόμη και τώρα τον αποκαλούν “έμπορο”, δίκαια δεν έχει λάβει αυτό τον χαρακτηρισμό; Επίσης, με αυτό τον δαίμονα έχει συμβεί κάτι πού δεν το έχουν οι άλλοι δαίμονες: Ενώ κάποτε-κάποτε δεσπόζει και κυριαρχεί στην ψυχή, κάποτε άλλοτε πάλι δίνει την εντύπωση ότι υποτάσσεται σ’ αυτήν εξαιτίας του ότι ό πλούτος είναι υπηρέτης και πρόθυμος θεράπων κάθε επιθυμίας και επιδίωξης. Εγώ όμως τώρα αναφέρομαι στον δαίμονα πού δίνει την κατεύθυνση και δεσπόζει στο μυαλό του δύστυχου ανθρώπου: αυτού πού δεν έχει ως κίνητρο της απόκτησης χρημάτων ούτε κάποια απόλαυση ούτε τη δόξα και πού δεν τα αποκτά για να τα ξοδέψει και να τα χρησιμοποιήσει αλλά φυλάει τον πλούτο του στ αλήθεια καταχωνιασμένο σε κάποια κρυφά κι ανήλιαγα δωμάτια.
Αυτά. O δεύτερος άνθρωπος και ό δαίμονας αυτού τού ανθρώπου πού δοξάζει τα οργιά της ‘Ηδονής και θαυμάζει και τιμά αυτή τη θεά, μια αληθινά γυναικεία θεότητα, έχει πολλές μορφές και πολλά χρώματα κι είναι αχόρταγος σε ότι έχει να κάνει με μυρουδιές και γεύσεις κι ακόμη, θαρρώ, σε ότι έχει να κάνει με όλα όσα ευχαριστούν τα μάτια, κι όλα όσα φέρνουν κάποια απόλαυση στο αυτί, όλα όσα είναι μαλακά και ευχάριστα στην αφή, όπως τα ζεστά λουτρά κάθε ημέρα ή μάλλον δυο φορές την ήμερα, οι επαλείψεις, όχι αυτές πού παίρνουν την κούραση, κι έκτος από αυτά, οι μαλακές μακριές φορεσιές, οι κατάλληλες ξάπλες και ή προσεγμένη προσφορά υπηρεσιών για όλες τις ορέξεις και τις ανάγκες. Είναι δοσμένος με πάθος σε όλα αυτά, κυρίως όμως — και με μεγαλύτερη ακράτεια— στη σουβλερή και ανάφλογη τρέλα της σαρκικής απόλαυσης, της συνεύρεσης με άντρες ή με γυναίκες, και σε πολλές άλλες ακόμη ακολασίες πού δεν λέγονται και πού δεν έχουν όνομα: όλ’ αυτά, αδιακρίτως, τα κυνηγάει και παρασύρει και άλλους σε αυτά μην αφήνοντας τίποτα πού να το θεωρεί απαγορευμένο και καμιά μορφή απόλαυσης πού να μη τη δοκιμάζει.
Προς το παρόν ας πούμε ότι λογαριάζουμε ως έναν το δαίμονα πού έχει προσβληθεί από όλες αυτές τις αρρώστιες και τα πάθη της ψυχής, ώστε να μη μαζέψουμε ένα μπουλούκι από μοιχικούς δαίμονες, γαστρίμαργους, μέθυσους κι ένα σωρό άλλα τέτοια, αλλά ας θεωρήσουμε ότι πρόκειται απλώς για ένα δαίμονα: αυτόν πού είναι ακόλαστος και υποδουλωμένος στην ηδονή. «Αν υπάρχει κάποια πηγή από την όποια να εισρέει συνεχώς άφθονο χρήμα — ενός βασιλιά ή από κάποια μεγάλη ιδιωτική περιουσία—, ό δαίμονας αυτός κυλιέται σε μεγάλη και αχαλίνωτη ακολασία ως τα γεράματά του· διαφορετικά, αφού ξοδέψει πολύ γρήγορα την περιουσία, καταντά ένας ανίκανος κι ακόλαστος φουκαράς, στερημένος και ακόρεστος, εντελώς ανήμπορος να εκπληρώσει τις επιθυμίες του . Κι ακόμη, ό δαίμονας αυτός ορισμένους από εκείνους πού τούς έχει στη δύναμή του τούς άλλαξε τη ζωή και τη μορφή και τα έκανε γυναικεία- ακριβώς οι μύθοι λένε για εκείνους πού από άνθρωποι έγιναν πουλιά ή θηρία, αν είχαν την ατυχία να υποδουλωθούν σε τέτοιας λογής ηδονή.
Και εδώ πάλι όμως φανερώνεται μια διπλή “προσφορά γιατί ο ασθενικός και άτολμος δαίμονας αυτού τού είδους εύκολα οδηγεί σε γυναικίστικα πάθη και άλλες απρέπειες πού συνεπάγονται απώλειες και ντροπές· όπου όμως συμβαίνει μερικές απολαύσεις να συνεπάγονται τιμωρίες πού επιβάλλουν, σε όσους διαπράττουν τα λάθη, θάνατο ή φυλάκιση ή την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού ό δαίμονας αυτός δεν ωθεί προς τη διάπραξη τέτοιων σφαλμάτων. ‘Υπάρχει ωστόσο και ό πιο επιθετικός και πιο θρασύς δαίμονας πού εξαναγκάζει τα θύματά του να ξεπεράσουν κάθε ανθρώπινο και θεϊκό όνειρο. Κι ο μεν αδύναμος και άτολμος δαίμονας, μόλις υποστεί αύτη τη ντροπή, παραδέχεται ότι αυτό πού κάνει διόλου δεν ταιριάζει σε άνδρα, και αφήνει τις κοινωνικές και πολιτικές δραστηριότητες για εκείνους, οι όποιοι έχουν ζήσει με περισσότερη ευπρέπεια· ό θρασύς όμως κι ό άφοβος, αυτός πού έχει υπομείνει πολλές ταπεινώσεις και εξευτελισμούς, σαν γυρίσει, όπως λένε, ό τροχός της τύχης και βρεθεί στρατηγός ή λαϊκός ηγέτης με ηχηρή και διαπεραστική φωνή, σαν τούς ηθοποιούς στα δράματα, αφού στο μεταξύ πετάξει τα γυναικεία ρούχα και αρπάξει τη στολή ενός στρατιώτη ή ενός ρήτορα, περιφέρεται εδώ κι εκεί — ένας συκοφάντης πού προξενεί φόβο και καρφώνει τούς πάντες με το βλέμμα του.
Ταιριάζει λοιπόν μια ανδροπρεπής και σοβαρή εμφάνιση σ’ έναν τέτοιο δαίμονα ή μια εμφάνιση πλαδαρή και αβρή; «Ας τού φορέσουμε λοιπόν το ρούχο πού τού ταιριάζει κι όχι αυτό το ανδρικό και επιβλητικό πού πολλές φορές ό ίδιος βάζει επάνω του παίζοντας θέατρο. Ας πούμε, έτσι, μα το Δία, ότι πηγαίνει μαλθακός, με το χνώτο του να μυρίζει μύρο και κρασί, τυλιγμένος σε μια κροκάτη φορεσιά, ξεκαρδισμένος σ’ ένα γέλιο χωρίς σταματημό, όμοιος με μεθυσμένο πού συμμετέχει καταμεσήμερα σε ακόλαστη πομπώδη παρέλαση γλεντζέδων, με κάμποσες ξέπλεκες γιρλάντες στο κεφάλι και στο λαιμό, γέρνοντας, χορεύοντας και τραγουδώντας ένα γυναικίσιο και ανάρμοστο τραγούδι. «Ας πούμε ότι τον οδηγούν γυναίκες ξεδιάντροπες και ακόλαστες πού τον τραβολογούν άλλη από δη και άλλη από ’κει χωρίς αυτός να τις αποδιώχνει ή να τις αποκρούει αλλά έτοιμος να τις ακολουθήσει με προθυμία. Κι «αυτές να τραβούν βιαστικά μπροστά μέσα σ’ ένα βροντοκόπημα από κύμβαλα και σουραύλια συνοδεύοντας αυτόν τον ξετρελαμένο. Κι εκείνος να ξεφωνίζει ανάμεσα τους με φωνή πιο διαπεραστική και πιο παθιασμένη κι από των γυναικών τη φωνή, ασπρουλιάρικος και πλαδαρός, ανίδεος τί πάει να πει καθαρός αέρας και μόχθος, με τον σβέρκο γυρτό στα πλάγια, ρίχνοντας με τα μουσκεμένα μάτια του λάγνες ματιές κι έχοντας το νου του πάντοτε στο σώμα χωρίς να δίνει σημασία στην ψυχή και σε όσα αυτή επιτάσσει. «Αν κάποιος γλύπτης ή ζωγράφος υποχρεωνόταν να τον απεικονίσει δεν θα τον έφτιαχνε να μοιάζει σε κανέναν άλλο περισσότερο παρά στο βασιλιά της Συρίας πού περνάει τον καιρό του στα ενδότερα μαζί με τούς ευνούχους και τις παλλακίδες, χωρίς ποτέ μα ποτέ του να έχει αντικρίσει πόλεμο ή συνέλευση. «Ας πούμε ακόμη ότι μπροστά του πηγαίνει ή Απάτη, πανέμορφη και απατηλή, στολισμένη με πορνικά κοσμήματα, χαμογελαστή και γεμάτη υποσχέσεις για όμορφα πράγματα, πώς τάχα θα τον οδηγήσει στην ευτυχία, ίσαμε να τον σπρώξει, χωρίς αυτός να το καταλάβει, στον γκρεμό, στη λάσπη και στη δυσωδία, για να τον αφήσει έπειτα να κυλιστεί εκεί με τις γιρλάντες και την κροκάτη φορεσιά του. Λατρεύοντας έναν τέτοιο τύραννο και έχοντας τέτοια πάθη περνούν τον καιρό τους όσες ψυχές, δειλές και Αδύναμες απέναντι στη σκληρή προσπάθεια, υποδουλωμένες στις ηδονές, γεμάτες αγάπη για τις απολαύσεις και το σώμα, ζουν μια ζωή μέσα στη ντροπή και τον εξευτελισμό όχι επειδή το διάλεξαν οι ίδιες αυτό άλλα επειδή τις έσπρωξαν προς τα εκεί.
Και τώρα, ύστερα από αυτό τον δαίμονα, ό λόγος, σαν σε αγώνα, σπεύδει να μάς παρουσιάσει τον τρίτο δαίμονα, όπως ό κήρυκας τον χορό: τον φιλόδοξο· πολύ πρόθυμος να ριχτεί τώρα στον αγώνα δεν είναι, μόλο πού από τη φύση του αγαπήσει τον ανταγωνισμό γύρω από οτιδήποτε, και αξιώνει να είναι ό πρώτος. Ωστόσο αύτη τη φορά δεν κρίνεται κάτι σχετικό με δόξα ή με τιμή άλλα ή πολύ κακή φήμη του — πού του αξίζει. «Ας δούμε πώς θα απεικονίσουμε τη μορφή και την εμφάνιση τού φιλόδοξου δαίμονα. ‘Η είναι φανερό ότι θα τον απεικονίσουν φτερωτό και αεράτο, όπως ταιριάζει στο χαρακτήρα και στους πόθους του, πετώντας μαζί με τούς ανέμους, όπως συνέλαβαν και ζωγράφισαν οι καλλιτέχνες τους γιους του Βορρά: να τρέχουν ανάλαφροι και μετέωροι, μαζί με τις Αύρες του πατέρα τους. Κι εκείνοι βέβαια έδειχναν, όποτε ήθελαν, τη δύναμή τους, ωστόσο επί ένα διάστημα έπλεαν μαζί με τούς άλλους ήρωες πάνω στην ’Αργώ, εκτελώντας τις δουλειές του καραβιού και τα άλλα έργα όπως ό οποιοσδήποτε άλλος. ‘Ο δαίμονας όμως πού προστατεύει τούς φιλόδοξους ανθρώπους δεν ακουμπήσει ποτέ στη γη ή σε οτιδήποτε χαμηλό- βρίσκεται στα ύψη, μετέωρος, κι όταν τύχει να ’ναι ό ουρανός καθαρός και να ’χει γαλήνη ή να φυσάει όμορφα κανένας ζέφυρος, αυτός ευχαριστιέται ακόμη περισσότερο και ανεβαίνει στον ίδιο τον ουρανό. Συχνά ωστόσο κρύβεται σε κάποιο σκοτεινό σύννεφο, όταν τού συμβεί να μην έχει καλό όνομα και να τον κατακρίνουν οι πολλοί άνθρωποι, αυτοί τούς οποίους εκείνος υπηρετεί και τιμά και τούς έχει αναδείξει σε αφεντικά, από τα όποια εξαρτάται ή δική του ευτυχία.
ΩΣ προς την ασφάλεια ό δαίμονας αυτός διόλου δεν μοιάζει με τούς αετούς ούτε με τούς γερανούς ούτε με κάποιο άλλο πετούμενο της φύσης άλλα θα μπορούσε κανείς να τον παρομοιάσει με το βίαιο και αφύσικο τόλμημα τού ’Ικάρου ό όποιος επιχείρησε να εφαρμόσει με μαστοριά το μηχανικό τέχνασμα τού Δαιδάλου. Έτσι λοιπόν, θέλοντας να φθάσει πιο ψηλά από τα άστρα, παρασυρμένος από τα νιάτα και την αλαζονεία του, ήταν για ένα χρονικό διάστημα ασφαλής, μόλις όμως οι συνδέσεις άρχιζαν να χαλαρώνουν και το κερί να στάζει έδωσε, από τότε κι έπειτα, το όνομά του στο πέλαγος όπου έπεσε και χάθηκε. Έτσι κι εκείνος ό δαίμονας της φιλοδοξίας, επειδή έχει εμπιστοσύνη σε αδύναμα και τιποτένια φτερά, εννοώ τις τιμές «και τα τυχαία παινέματα των πολλών ανθρώπων, τα όποια γίνονται έτσι στην τύχη, περιφέρεται από ’δη κι από ’κει χωρίς ασφάλεια και χωρίς σταθερότητα, και σέρνει μαζί του τον άνθρωπο, ό όποιος τον θαυμάζει και είναι δούλος του: αυτού πού εμφανίζεται —στα μάτια των πολλών-τρανός και καλότυχος, κι αμέσως πάλι φαίνεται άθλιος και κακομοίρης όχι μόνο στους άλλους άλλα και στον ίδιο τον εαυτό του. ’Αλλά αν κάποιος δεν θέλει να τον φανταστεί και να τον φιλοτεχνήσει, φτερωτό, ας τον απεικονίσει, όμοιο με τη φριχτή και βίαιη κίνηση του Ιξίωνα, του αναγκασμένου να κινείται και να γυρίζει κυκλικά πάνω σε έναν τροχό. Γιατί στ αλήθεια δεν είναι αταίριαστη, ούτε απέχει από τις προσφυείς και πνευματώδεις παρομοιώσεις, ή παρομοίωση του τροχού με τη δόξα· με την εναλλασσόμενη κίνησή του περιστρέφεται πολύ εύκολα και κατά την περιστροφή του αναγκάζει την ψυχή να λαμβάνει κάθε λογής σχήματα, περισσότερο απ’ ότι ό τροχός των κεραμέων αναγκάζει τα υλικά πού λαμβάνουν το σχήμα τους επάνω του. Και ποιος δεν θα αισθανόταν οίκτο για ένα τέτοιον άνθρωπο, για τον χαρακτήρα του και τον τρόπο με τον όποιο ζει, έναν άνθρωπο πού γυρίζει και περιστρέφεται, έναν κόλακα τού λαού και τού όχλου στις δημόσιες συγκεντρώσεις και στις λογοτεχνικές επιδείξεις ή στις λεγάμενες φιλίες του με τούς βασιλιάδες ή τούς τυράννους και τις περιποιήσεις του σ’ αυτούς; Και δεν εννοώ βέβαια αυτόν ό όποιος αφού κατανόησε με τον καλύτερο τρόπο τις δικές του υποθέσεις, προσπαθεί έπειτα με πειθώ και καλή θέληση και με αίσθηση της δικαιοσύνης να τακτοποιήσει και να κατευθύνει προς το καλύτερο ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων.
«Ας τελειώνουμε λοιπόν και με αυτό τον δαίμονα ώστε να μη φθάσουμε τώρα σε ένα δίχως τέλος πλήθος από λέξεις, ενδυμασίες, μορφές και τα συνακόλουθα. Το ήθος του θα το χαρακτηρίζαμε, με δυο λόγια, εριστικό, ανόητο, κούφιο, κυριαρχούμενο από αλαζονεία, ζηλοφθονία και όλα τα παρόμοια φοβερά και άγρια πάθη. Γιατί όλα αυτά τα αντικοινωνικά, άγρια και φοβερά αισθήματα συνοδεύουν αναγκαστικά τον φιλόδοξο τύπο της ψυχής, κι είναι φυσικό ό τύπος αυτός να αλλάζει διαρκώς αντιλήψεις και να είναι ασταθής, αφού είναι υποδουλωμένος και προσηλωμένος σε κάτι τόσο αστάθμητο, και να έχει μεταπτώσεις από τη χαρά στη λύπη πιο συχνές και πιο διαρκείς απ’ ότι λένε πώς έχουν οι κυνηγοί· λένε δηλαδή ότι στους κυνηγούς το πράγμα αυτό συμβαίνει συχνότατα, διαρκώς, καθώς βλέπουν τη λεία και αμέσως πάλι την χάνουν. Έτσι και με τον φιλόδοξο: όταν τυχαίνει να τούς εκτιμούν και να τούς παινεύουν, ή ψυχή ενός τέτοιου ανθρώπου φουσκώνει και βλασταίνει και παίρνει αξιοθαύμαστο μέγεθος, σαν το ιερό βλαστάρι της ελιάς στην ’Αθήνα πού, καθώς λένε, βλασταίνει και αναπτύσσεται σε μια μέρα· γρήγορα πάλι ή ψυχή του φιλόδοξου ανθρώπου μαζεύεται, συρρικνώνεται και σβήνει — με την πρώτη κατάκριση ή την πρώτη κακολογία. Και αυτό τον δαίμονα τον ακολουθεί μια ’Απάτη, πιο αληθοφανής από όλες τις άλλες. ’Όχι σαν εκείνες του φιλάργυρου ή του φιλήδονου πού δεν μπορούσαν να υποσχεθούν με τα λόγια τίποτε φανταχτερό κι ούτε οδηγούσαν τα θύματά τους σε ευγενικά και λαμπρά πράγματα άλλα απλώς τούς ψιθύριζαν και τούς υπέβαλλαν το όνομα των αγαθών· δεν ενεργεί έτσι ή ’Απάτη αυτού τού δαίμονα άλλα γοητεύοντας και ξεγελώντας το θύμα της, τού λέει ότι είναι εραστής τού ωραίου και ότι τον οδηγεί στη δόξα σαν σε κάποια αρετή ή σε κάτι πολύ ευφήμως γνωστό.
Θα αποπειραθώ, έτσι, πάλι εδώ να αναφερθώ, για δεύτερη φορά στον ίδιο μύθο τού Ιξίωνα. Λένε, λοιπόν, ότι, στον πόθο του να ενωθεί σε τρισευτυχισμένο γάμο με την ’Ήρα, ό Ιξίωνας συνουσιάστηκε με κάποιο σκοτεινό και ανταριασμένο σύννεφο από το όποιο γεννήθηκαν άχρηστα και τερατόμορφα παιδιά, ή γενιά των Κενταύρων, αλλόκοτη και απροσδιόριστη. Όμοια και εκείνος πια, αφού γνώρισε την απογοήτευση στον έρωτά του για την καλή φήμη, συνουσιάστηκε έπειτα, από πόθο για τη δόξα, πραγματικά με ένα σύννεφο, χωρίς να το αντιληφτεί, αντί να χαρεί το θεϊκό και τίμιο ερωτικό αντάμωμα. ’Από τέτοιας λογής σμιξίματα ή γάμους τίποτα χρήσιμο και ωφέλιμο δεν είναι δυνατόν να προκόψει παρά μόνο αλλόκοτα και άλογα πλάσματα, όμοια με τούς Κενταύρους, δηλαδή οι πολιτικές πράξεις κάποιων δημαγωγών και τα συγγράμματα των σοφιστών. Γιατί και οι σοφιστές και οι δημαγωγοί είναι απλώς επικεφαλής μισθοφόρων. ’Αλλά λέγοντάς το αυτό ξεχωρίζω τούς στρατηγούς και τούς δασκάλους και τούς πολιτικούς άνδρες από εκείνους για τούς οποίους μόλις τώρα μίλησα- όλοι αυτοί αξίζει να παραχωρηθούν στον δαίμονα της φιλοδοξίας και να συγκαταλεχτούν στη δική του παράταξη και συντροφιά.
Έδωσα, τώρα, μια περιγραφή εκείνων πού διατελούν κάτω από την επιρροή καθενός από τούς δαίμονες πού κατονόμασα. Συχνά συμβαίνει δύο δαίμονες, ή ακόμη και όλοι τους, να έχουν στην εξουσία τους το ίδιο άτομο δίνοντας του άλληλοσυγκρουόμενες προσταγές και απειλώντας το, αν τυχόν δεν υπακούει, ότι θα του επιβάλουν μεγάλες τιμωρίες. Ό δαίμονας της ηδονής τον προστάζει να ξοδεύει για τις ηδονές και να μη λυπάται ούτε το χρυσάφι ούτε το ασήμι ούτε οποιοδήποτε άλλο απόκτημα του, ενώ ο φιλοχρήματος και τσιγκούνης δαίμονας δεν τού το επιτρέπει άλλα τον κρατάει και τον απειλεί πώς αν υπακούσει σ’ εκείνον, αυτός θα τον αφανίσει από την πείνα, τη δίψα και την κάθε λογής φτώχεια και ανέχεια. Ταυτόχρονα, ό δαίμονας της φιλοδοξίας τον συμβουλεύει και τον ενθαρρύνει να θυσιάσει τα υπάρχοντά του για χάρη της τιμής· ό άλλος δαίμονας όμως τού αντιστέκεται και τον πολεμάει. Και στ αλήθεια αυτός πού αγαπάει την απόλαυση και αυτός πού αγαπάει τη δόξα ποτέ δεν μπορούν να συνταιριάζουν ούτε να πουν το ίδιο πράγμα. Γιατί ό ένας περιφρονεί τη δόξα, την θεωρεί ανοησία και συχνά απαγγέλλει τούς στίχους τού Σαρδανάπαλου «Δικά μου είναι αυτά: ότι έφαγα, οι βρισιές πού ξέρασα, ότι χάρηκα στον έρωτα».
Και ό δαίμονας αυτός του φέρνει συνεχώς μπροστά στα μάτια ειδικά το θάνατο, ως προειδοποίηση πώς δεν θα μπορέσει να έχει μερτικό σε καμιά απόλαυση· ο δαίμονας όμως της φιλοδοξίας τον αποτρέπει και τον τραβάει από τις ηδονές επισημαίνοντας του την καταισχύνη και τις λοιδορίες. Μη έχοντας λοιπόν τί να πράξει και προς τα πού να στραφεί και να κρυφτεί, συχνά δραπετεύει στο σκοτάδι και προσπαθεί να ευχαριστήσει τον άλλο δαίμονα και στα κρυφά να υπηρετήσει αυτόν· ό άλλος όμως τον ξεσκεπάζει και τον βγάζει στη φόρα. Έτσι, ή ψυχή του, διχασμένη και διασπασμένη, πάντοτε σε πόλεμο και σε διαρκή διάσταση με τον εαυτό της, κατ ανάγκη θα οδηγηθεί σε κάθε λογής δυστυχία. Γιατί όπως και οι παθήσεις συμπλέκονται μεταξύ τους και φαίνεται να εναντιώνονται ή μια στην άλλη καθιστώντας δύσκολη και ανέφικτη τη γιατρειά, το ίδιο, νομίζω, συμβαίνει κατ ανάγκη και με της ψυχής τα πάθη που συμφέρονται μπερδεύονται σε ένα.
Αλλά εμπρός! Αφού γευθούμε την καθαρή αρμονία, αυτή που είναι καλύτερη από την προηγούμενη, ας υμνούμε τον αγαθό και σοφό δαίμονα και θεό – που οι ευμενείς Μούσες αποφάσισαν να μας δοθεί – , σ εμάς που έχουμε γευθεί σωστή παιδεία και φρόνηση
Δίων Χρυσόστομος – Λόγοι IV(4): Περί βασιλείας