“Βουκολικό”
Ο Θεόκριτος γεννήθηκε στις Συρακούσες, τη σημαντική δωρική αποικία με την ισχυρότατη παράδοση στην κωμωδία (Επίχαρμος) και την πρωτοπορία στον μίμο (Σώφρων), αλλά πιθανώς έζησε και στην Αλεξάνδρεια και ίσως στην Κω. Με το όνομά του παραδίδονται, εκτός από τα επιγράμματα, τριάντα ειδύλλια, οκτώ από τα οποία θεωρούνται νόθα. Ποιο είναι το ακριβές περιεχόμενο του όρου εἰδύλλιον (που δεν έχει σχέση με ό,τι ονομάζουμε σήμερα ειδυλλιακό) δεν γνωρίζουμε. Βέβαιο είναι μόνο ότι πρόκειται για το υποκοριστικό του ουσιαστικού εἶδος και ότι το υποκοριστικό δεν έχει χαρακτήρα αξιολογικό αλλά περιγραφικό, δηλώνει δηλαδή ποιήματα μικρής έκτασης.
Το ειδύλλιο συνιστά νέο ποιητικό είδος, η δημιουργία του οποίου εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αλεξανδρινής αναθεώρησης των παλαιότερων ποιητικών ειδών και της δημιουργίας νέων (επύλλιο, αιτιολογικό έπος κ.ά.). Τα ποιήματα του Θεόκριτου, τα οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο (το μέτρο του έπους) και σε δωρική διάλεκτο με ενοφθαλμισμένα στοιχεία από άλλες διαλέκτους, αντιστέκονται στις απόπειρες που έχουν γίνει κατά καιρούς να καταταγούν σε κατηγορίες, και λόγω της θεματικής ποικιλίας ("ποιμενικά", αστικά, μυθολογικά, ερωτικά) και γιατί σ᾽ αυτά συναιρούνται στοιχεία από διαφορετικά παλαιότερα ποιητικά είδη. Ιδιαίτερα στενά συνδέεται το ειδύλλιο με το έπος (μέτρο) και με τον μίμο (δωρική διάλεκτος, διάλογος, καθημερινά θέματα).
Την πιο ευδιάκριτη και την πιο συμπαγή ομάδα ειδυλλίων μέσα στη θεοκρίτεια συλλογή συγκροτούν τα ποιήματα που χαρακτηρίζονται με τον αρκετά ασαφή και ρευστό όρο βουκολικά και που αποτελούν το νέο που εκόμισε ο Θεόκριτος στην τέχνη, αφορμώμενος ενδεχομένως από ανάλογες λαϊκές παραδόσεις στη γενέτειρά του. Τα ποιήματα αυτά διαδραματίζονται στην ύπαιθρο, σε περιβάλλον παραδείσιο, και έχουν ήρωες άντρες της υπαίθρου (ποιμένες, γεωργούς) που συμμετέχουν σε μουσικούς και ποιητικούς̒ αγώνες̉ τραγουδώντας τον έρωτα ή τα πάθη, τα δικά τους ή των άλλων. Από την άποψη αυτή το πρώτο ειδύλλιο (Θύρσις ἢὨιδή), στο οποίο υπάρχουν όλα τα στοιχεία που αναφέραμε, έχει προγραμματικό χαρακτήρα. Οι ήρωες είναι δυο βοσκοί, ο ποιμένας (βοσκός προβάτων) Θύρσης και ένας ανώνυμος αιγοβοσκός, που συναντιούνται σ᾽ ένα τόπο παραδείσιο την ώρα της μεσημβρινής ραστώνης. Ο Θύρσης επαινεί τον αιγοβοσκό για το παίξιμο της σύριγγας, και εκείνος με τη σειρά του εγκωμιάζει τον Θύρση για τις επιδόσεις του στο τραγούδι και τον πείθει να τραγουδήσε "τα πάθη του Δάφνη", υποσχόμενος να του δώσει ως έπαθλο ένα ξυλόγλυπτο ποτήρι (κισσύβιον,)που το κοσμούν θαυμάσιες παραστάσεις. Ο αιγοβοσκός περιγράφει λεπτομερώς το κισσύβιον (στ. 27-61), το ταπεινό αντικείμενο με την περίτεχνη διακόσμηση, και ο Θύρσης τραγουδάει τα ἄλγεα του ερωτευμένου αρχετυπικού βουκόλου Δάφνη (στ. 64-145). Το ποίημα κλείνει με την παράδοση του επάθλου.
Ανθολογείται ο εισαγωγικός διάλογος των βοσκών και η αρχή και το τέλος της ωδής του Θύρση, που στίζεται από εφύμνια.
Θύρσις ἢ Ὠιδὴ 1-18, 64-72, 132-141
ἁ ποτὶ ταῖς παγαῖσι, μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τύ
συρίσδες· μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
αἴ κα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ·
5 αἴ κα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ
ἁ χίμαρος· χιμάρω δὲ καλὸν κρέας, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς.
τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ.
αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται,
10 ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας· αἰ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν ὄιν ὕστερον ἀξῇ.
ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι,
συρίσδεν; τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ.
συρίσδεν. τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες· ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας
τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται· ἔστι δὲ πικρός,
καί οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.
65 Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά.
πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα, Νύμφαι;
ἦ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα, ἢ κατὰ Πίνδω;
οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέγαν ῥόον εἴχετ᾽ Ἀνάπω,
οὐδ᾽ Αἴτνας σκοπιάν, οὐδ᾽ Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ.
70 ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο,
τῆνον χὠκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε θανόντα.
ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ᾽ ἄναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι,
135 Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει, καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι,
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο.»
λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.
χὢ μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύσατο· τὸν δ᾽ Ἀφροδίτα
ἤθελ᾽ ἀνορθῶσαι· τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει
140 ἐκ Μοιρᾶν, χὠ Δάφνις ἔβα ῥόον. ἔκλυσε δίνα
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ.
***
και το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,
γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με τη σύριγγα·1
μετά τον Πάνα2 θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.
Αν εκείνος κερδίσει τράγο κερασφόρο, εσύ θα πάρεις αίγα·
αν πάλι πάρει εκείνος αίγα ως έπαθλο, σ᾽ εσένα πέφτει το κατσίκι·35
του κατσικιού το κρέας είναι τρυφερό, ώς την ώρα που θα το αρμέξεις.
και από εκείνο το νερό που κελαρύζει
καθώς κυλάει ψηλά από το βράχο.
Αν οι Μούσες πάρουν δώρο την προβατίνα,
εσύ θα λάβεις ως έπαθλο αρνί της μάντρας·
αν πάλι εκείνες θελήσουν να πάρουν αρνί,10
εσύ θα έχεις τότε την προβατίνα.
σ᾽ αυτή την πλαγιά του λόφου με τα αρμυρίκια και να παίζεις
τη σύριγγα;
Όσο εσύ θα παίζεις, θα φυλάω εγώ τις αίγες.
τη σύριγγα τα μεσημέρια.5
Φοβόμαστε τον Πάνα· την ώρα εκείνη αναπαύεται
κουρασμένος από το κυνήγι.
Και είναι ανελέητος· μια ζωή στη μύτη του κάθεται χολή φαρμάκι.
...
Εγώ είμαι ο Θύρσης από την Αίτνα,65
και είναι γλυκιά η φωνή του Θύρση.
Πού ήσασταν άραγε, Νύμφες, όταν έλιωνε ο Δάφνης, πού ήσασταν;
Μήπως στις θεσπέσιες κοιλάδες του Πηνειού ή μήπως στην Πίνδο;
Στο πλατύ ποτάμι του Ανάπου6 πάντως δεν ήσασταν, όχι,
ούτε στην κορυφή της Αίτνας, ούτε στα ιερά νερά του Άκιδος.7
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.70
Για κείνον ωρύονταν τα τσακάλια, για κείνον οι λύκοι,
εκείνον και το λιοντάρι του δρυμού τον έκλαψε όταν πέθανε.
ας βλαστήσουν από αγκάθια,
ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,
ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,
αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους135
και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ᾽ αηδόνια.»8
Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.
Αυτά είπε και σώπασε· η Αφροδίτη ήθελε να τον σηκώσει επάνω,
όμως είχε σωθεί το νήμα της Μοίρας
και ο Δάφνης ταξίδεψε στις ροές του ποταμού.140
Το κύμα εσκέπασε τον άνδρα που αγάπησαν οι Μούσες,
που ελάτρεψαν οι Νύμφες.
--------------------------
Το ειδύλλιο συνιστά νέο ποιητικό είδος, η δημιουργία του οποίου εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αλεξανδρινής αναθεώρησης των παλαιότερων ποιητικών ειδών και της δημιουργίας νέων (επύλλιο, αιτιολογικό έπος κ.ά.). Τα ποιήματα του Θεόκριτου, τα οποία, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο (το μέτρο του έπους) και σε δωρική διάλεκτο με ενοφθαλμισμένα στοιχεία από άλλες διαλέκτους, αντιστέκονται στις απόπειρες που έχουν γίνει κατά καιρούς να καταταγούν σε κατηγορίες, και λόγω της θεματικής ποικιλίας ("ποιμενικά", αστικά, μυθολογικά, ερωτικά) και γιατί σ᾽ αυτά συναιρούνται στοιχεία από διαφορετικά παλαιότερα ποιητικά είδη. Ιδιαίτερα στενά συνδέεται το ειδύλλιο με το έπος (μέτρο) και με τον μίμο (δωρική διάλεκτος, διάλογος, καθημερινά θέματα).
Την πιο ευδιάκριτη και την πιο συμπαγή ομάδα ειδυλλίων μέσα στη θεοκρίτεια συλλογή συγκροτούν τα ποιήματα που χαρακτηρίζονται με τον αρκετά ασαφή και ρευστό όρο βουκολικά και που αποτελούν το νέο που εκόμισε ο Θεόκριτος στην τέχνη, αφορμώμενος ενδεχομένως από ανάλογες λαϊκές παραδόσεις στη γενέτειρά του. Τα ποιήματα αυτά διαδραματίζονται στην ύπαιθρο, σε περιβάλλον παραδείσιο, και έχουν ήρωες άντρες της υπαίθρου (ποιμένες, γεωργούς) που συμμετέχουν σε μουσικούς και ποιητικούς̒ αγώνες̉ τραγουδώντας τον έρωτα ή τα πάθη, τα δικά τους ή των άλλων. Από την άποψη αυτή το πρώτο ειδύλλιο (Θύρσις ἢὨιδή), στο οποίο υπάρχουν όλα τα στοιχεία που αναφέραμε, έχει προγραμματικό χαρακτήρα. Οι ήρωες είναι δυο βοσκοί, ο ποιμένας (βοσκός προβάτων) Θύρσης και ένας ανώνυμος αιγοβοσκός, που συναντιούνται σ᾽ ένα τόπο παραδείσιο την ώρα της μεσημβρινής ραστώνης. Ο Θύρσης επαινεί τον αιγοβοσκό για το παίξιμο της σύριγγας, και εκείνος με τη σειρά του εγκωμιάζει τον Θύρση για τις επιδόσεις του στο τραγούδι και τον πείθει να τραγουδήσε "τα πάθη του Δάφνη", υποσχόμενος να του δώσει ως έπαθλο ένα ξυλόγλυπτο ποτήρι (κισσύβιον,)που το κοσμούν θαυμάσιες παραστάσεις. Ο αιγοβοσκός περιγράφει λεπτομερώς το κισσύβιον (στ. 27-61), το ταπεινό αντικείμενο με την περίτεχνη διακόσμηση, και ο Θύρσης τραγουδάει τα ἄλγεα του ερωτευμένου αρχετυπικού βουκόλου Δάφνη (στ. 64-145). Το ποίημα κλείνει με την παράδοση του επάθλου.
Ανθολογείται ο εισαγωγικός διάλογος των βοσκών και η αρχή και το τέλος της ωδής του Θύρση, που στίζεται από εφύμνια.
Θύρσις ἢ Ὠιδὴ 1-18, 64-72, 132-141
ΘΥΡΣΙΣ
Ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς, αἰπόλε, τήνα,ἁ ποτὶ ταῖς παγαῖσι, μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τύ
συρίσδες· μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
αἴ κα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ·
5 αἴ κα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ
ἁ χίμαρος· χιμάρω δὲ καλὸν κρέας, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς.
ΑΙΠΟΛΟΣ
ἅδιον, ὦ ποιμήν, τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ καταχέςτῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ.
αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται,
10 ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας· αἰ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν ὄιν ὕστερον ἀξῇ.
ΘΥΡΣΙΣ
λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν, λῇς, αἰπόλε, τεῖδε καθίξας,ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι,
συρίσδεν; τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ.
ΑΙΠΟΛΟΣ
15 οὐ θέμις, ὦ ποιμήν, τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμινσυρίσδεν. τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες· ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας
τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται· ἔστι δὲ πικρός,
καί οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.
…
ΘΥΡΣΙΣ
ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.65 Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά.
πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα, Νύμφαι;
ἦ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα, ἢ κατὰ Πίνδω;
οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέγαν ῥόον εἴχετ᾽ Ἀνάπω,
οὐδ᾽ Αἴτνας σκοπιάν, οὐδ᾽ Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ.
70 ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.
τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο,
τῆνον χὠκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε θανόντα.
…
(ΘΥΡΣΙΣ)
«νῦν ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανθαι,ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ᾽ ἄναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι,
135 Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει, καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι,
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο.»
λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.
χὢ μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύσατο· τὸν δ᾽ Ἀφροδίτα
ἤθελ᾽ ἀνορθῶσαι· τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει
140 ἐκ Μοιρᾶν, χὠ Δάφνις ἔβα ῥόον. ἔκλυσε δίνα
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ.
***
ΘΥΡΣΗΣ
Γλυκύτατα, γιδοβοσκέ, τραγουδάει θροΐζονταςκαι το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,
γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με τη σύριγγα·1
μετά τον Πάνα2 θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.
Αν εκείνος κερδίσει τράγο κερασφόρο, εσύ θα πάρεις αίγα·
αν πάλι πάρει εκείνος αίγα ως έπαθλο, σ᾽ εσένα πέφτει το κατσίκι·35
του κατσικιού το κρέας είναι τρυφερό, ώς την ώρα που θα το αρμέξεις.
ΑΙΠΟΛΟΣ
Το δικό σου τραγούδι, βοσκέ, είναι πιο γλυκόκαι από εκείνο το νερό που κελαρύζει
καθώς κυλάει ψηλά από το βράχο.
Αν οι Μούσες πάρουν δώρο την προβατίνα,
εσύ θα λάβεις ως έπαθλο αρνί της μάντρας·
αν πάλι εκείνες θελήσουν να πάρουν αρνί,10
εσύ θα έχεις τότε την προβατίνα.
ΘΥΡΣΗΣ
Θέλεις για χάρη των Νυμφών,4 γιδοβοσκέ, θέλεις να καθίσεις εδώσ᾽ αυτή την πλαγιά του λόφου με τα αρμυρίκια και να παίζεις
τη σύριγγα;
Όσο εσύ θα παίζεις, θα φυλάω εγώ τις αίγες.
ΑΙΠΟΛΟΣ
Δεν κάνει, βοσκέ, δεν κάνει εμείς να παίζουμε15τη σύριγγα τα μεσημέρια.5
Φοβόμαστε τον Πάνα· την ώρα εκείνη αναπαύεται
κουρασμένος από το κυνήγι.
Και είναι ανελέητος· μια ζωή στη μύτη του κάθεται χολή φαρμάκι.
...
ΘΥΡΣΗΣ
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.Εγώ είμαι ο Θύρσης από την Αίτνα,65
και είναι γλυκιά η φωνή του Θύρση.
Πού ήσασταν άραγε, Νύμφες, όταν έλιωνε ο Δάφνης, πού ήσασταν;
Μήπως στις θεσπέσιες κοιλάδες του Πηνειού ή μήπως στην Πίνδο;
Στο πλατύ ποτάμι του Ανάπου6 πάντως δεν ήσασταν, όχι,
ούτε στην κορυφή της Αίτνας, ούτε στα ιερά νερά του Άκιδος.7
Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.70
Για κείνον ωρύονταν τα τσακάλια, για κείνον οι λύκοι,
εκείνον και το λιοντάρι του δρυμού τον έκλαψε όταν πέθανε.
...
(ΘΥΡΣΗΣ)
«...Τώρα ας βλαστήσουν μενεξέδες από βάτα,132ας βλαστήσουν από αγκάθια,
ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,
ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,
αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους135
και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ᾽ αηδόνια.»8
Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.
Αυτά είπε και σώπασε· η Αφροδίτη ήθελε να τον σηκώσει επάνω,
όμως είχε σωθεί το νήμα της Μοίρας
και ο Δάφνης ταξίδεψε στις ροές του ποταμού.140
Το κύμα εσκέπασε τον άνδρα που αγάπησαν οι Μούσες,
που ελάτρεψαν οι Νύμφες.
--------------------------
1 Η σύριγγα ήταν το μουσικό όργανο του Πάνα (βλ. σχόλ. 2) και του βουκολικού κόσμου. Ήταν πνευστό μουσικό όργανο που αποτελείτο από (συνήθως επτά) καλάμια (σωλήνες), τα οποία, την εποχή του Θεόκριτου, τις πιο πολλές φορές είχαν το ίδιο μήκος και ήταν ενωμένα με κερί. Για τη διαφοροποίηση του ήχου γέμιζαν κάθε σωλήνα με κερί σε διαφορετικό ύψος. Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους επικράτησε η σύριγγα που αποτελείτο από καλάμια φθίνοντος μήκους, τα οποία σχημάτιζαν οριζόντια γραμμή στο επάνω άκρο.
2 Τραγόμορφος θεός, προστάτης των ποιμένων, των δασών και των λιβαδιών, ασυναγώνιστος στο παίξιμο της σύριγγας, της οποίας εθεωρείτο ευρετής. Όσοι τον συναντούσαν, ιδίως την κρίσιμη ώρα του μεσημεριού, καταλαμβάνονταν από τρόμο (πανικό).
3 Στο πρωτότυπο χίμαρος. Η χίμαρος είναι (θηλυκό) κατσίκι μεγαλύτερο από το μικρό κατσίκι, που ονομαζόταν ἔριφος.
4 Γυναικείες θεότητες της ελεύθερης φύσης, κόρες του Δία που ζουν πάνω στα βουνά ή μέσα σε σπηλιές. Εκτός από τις Νύμφες των βουνών (Ορειάδες), υπήρχαν οι Νύμφες των θαλασσών (Νηρηίδες, Ωκεανίδες), των πηγών (Ναϊάδες) και των δένδρων (Δρυάδες).
5 Η κρίσιμη ώρα του μεσημεριού είναι η ώρα που εμφανίζονται οι θεοί.
6 Ποταμός που εκβάλλει στον κόλπο των Συρακουσών.
7 Ποταμός της ανατολικής Σικελίας που πηγάζει από τους πρόποδες της Αίτνας και εκβάλλει στη θάλασσα βόρεια της Κατάνης.
8 Οι στ. 132-136 αποτελούν απόσπασμα από την απάντηση του Δάφνη προς την Αφροδίτη, η οποία ενσωματώνεται στο τραγούδι του Θύρση.