ΑΡΤΕΜΙΣ
σὲ τὸν εὐπατρίδην Αἰγέως κέλομαι
παῖδ᾽ ἐπακοῦσαι·
1285 Λητοῦς δὲ κόρη σ᾽ Ἄρτεμις αὐδῶ.
Θησεῦ, τί τάλας τοῖσδε συνήδηι,
παῖδ᾽ οὐχ ὁσίως σὸν ἀποκτείνας
ψεύδεσι μύθοις ἀλόχου πεισθεὶς
ἀφανῆ; φανερὰν δ᾽ ἔσχεθες ἄτην.
1290 πῶς οὐχ ὑπὸ γῆς τάρταρα κρύπτεις
δέμας αἰσχυνθείς,
ἢ πτηνὸν ἄω μεταβὰς βίοτον
πήματος ἔξω πόδα τοῦδ᾽ ἀνέχεις;
ὡς ἔν γ᾽ ἀγαθοῖς ἀνδράσιν οὔ σοι
1295 κτητὸν βιότου μέρος ἐστίν.
ἄκουε, Θησεῦ, σῶν κακῶν κατάστασιν.
καίτοι προκόψω γ᾽ οὐδέν, ἀλγυνῶ δέ σε·
ἀλλ᾽ ἐς τόδ᾽ ἦλθον, παιδὸς ἐκδεῖξαι φρένα
τοῦ σοῦ δικαίαν, ὡς ὑπ᾽ εὐκλείας θάνηι,
1300 καὶ σῆς γυναικὸς οἶστρον ἢ τρόπον τινὰ
γενναιότητα. τῆς γὰρ ἐχθίστης θεῶν
ἡμῖν ὅσαισι παρθένειος ἡδονὴ
δηχθεῖσα κέντροις παιδὸς ἠράσθη σέθεν·
γνώμηι δὲ νικᾶν τὴν Κύπριν πειρωμένη
1305 τροφοῦ διώλετ᾽ οὐχ ἑκοῦσα μηχαναῖς,
ἣ σῶι δι᾽ ὅρκων παιδὶ σημαίνει νόσον.
ὁ δ᾽, ὥσπερ οὖν δίκαιον, οὐκ ἐφέσπετο
λόγοισιν, οὐδ᾽ αὖ πρὸς σέθεν κακούμενος
ὅρκων ἀφεῖλε πίστιν, εὐσεβὴς γεγώς·
1310 ἡ δ᾽ εἰς ἔλεγχον μὴ πέσηι φοβουμένη
ψευδεῖς γραφὰς ἔγραψε καὶ διώλεσεν
δόλοισι σὸν παῖδ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως ἔπεισέ σε.
ΘΗ. οἴμοι.
ΑΡ. δάκνει σε, Θησεῦ, μῦθος; ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος,
τοὐνθένδ᾽ ἀκούσας ὡς ἂν οἰμώξηις πλέον.
1315 ἆρ᾽ οἶσθα πατρὸς τρεῖς ἀρὰς ἔχων σαφεῖς;
ὧν τὴν μίαν παρεῖλες, ὦ κάκιστε σύ,
ἐς παῖδα τὸν σόν, ἐξὸν εἰς ἐχθρῶν τινα.
πατὴρ μὲν οὖν σοι πόντιος φρονῶν καλῶς
ἔδωχ᾽ ὅσονπερ χρῆν, ἐπείπερ ἤινεσεν·
1320 σὺ δ᾽ ἔν τ᾽ ἐκείνωι κἀν ἐμοὶ φαίνηι κακός,
ὃς οὔτε πίστιν οὔτε μάντεων ὄπα
ἔμεινας, οὐκ ἤλεγξας, οὐ χρόνωι μακρῶι
σκέψιν παρέσχες, ἀλλὰ θᾶσσον ἤ σ᾽ ἐχρῆν
ἀρὰς ἐφῆκας παιδὶ καὶ κατέκτανες.
1325 ΘΗ. δέσποιν᾽, ὀλοίμην. ΑΡ. δείν᾽ ἔπραξας, ἀλλ᾽ ὅμως
ἔτ᾽ ἔστι καί σοι τῶνδε συγγνώμης τυχεῖν·
Κύπρις γὰρ ἤθελ᾽ ὥστε γίγνεσθαι τάδε,
πληροῦσα θυμόν. θεοῖσι δ᾽ ὦδ᾽ ἔχει νόμος·
οὐδεὶς ἀπαντᾶν βούλεται προθυμίαι
1330 τῆι τοῦ θέλοντος, ἀλλ᾽ ἀφιστάμεσθ᾽ ἀεί.
ἐπεί, σάφ᾽ ἴσθι, Ζῆνα μὴ φοβουμένη
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἦλθον ἐς τόδ᾽ αἰσχύνης ἐγὼ
ὥστ᾽ ἄνδρα πάντων φίλτατον βροτῶν ἐμοὶ
θανεῖν ἐᾶσαι. τὴν δὲ σὴν ἁμαρτίαν
1335 τὸ μὴ εἰδέναι μὲν πρῶτον ἐκλύει κάκης·
ἔπειτα δ᾽ ἡ θανοῦσ᾽ ἀνήλωσεν γυνὴ
λόγων ἐλέγχους, ὥστε σὴν πεῖσαι φρένα.
μάλιστα μέν νυν σοὶ τάδ᾽ ἔρρωγεν κακά,
λύπη δὲ κἀμοί· τοὺς γὰρ εὐσεβεῖς θεοὶ
1340 θνήισκοντας οὐ χαίρουσι· τούς γε μὴν κακοὺς
αὐτοῖς τέκνοισι καὶ δόμοις ἐξόλλυμεν.
***
ΑΡΤΕΜΗ
Τ᾽ αρχοντόπουλο, εσένα, του Αιγέα
τον υγιό, σε προστάζω ν᾽ ακούσεις!
Της Λητώς θυγατέρα, η Αρτέμιδα,
σου μιλάω! Πώς Θησέα, καταδύστυχε,
μ᾽ αυτά που ᾽κανες χαίρεσαι; Πώς
έτσι ανόσια το τέκνο σου σκότωσες;
Τις ψευτιές της γυναίκας σου πίστεψες
για ένα κρίμ᾽ αφανέρωτο; Τώρα
αμαρτία φοβερή σε βαραίνει!
1290 Πώς δε χώνεσαι μέσα στα τάρταρα
την ντροπή σου να κρύψεις και πώς
δεν αλλάζεις μορφή και πετούμενο
στ᾽ αψηλά τ᾽ ουρανού να ξεφύγεις
απ᾽ τ᾽ αβάσταγο μόλεμα. Αλιά σου,
με τους δίκιους ανθρώπους να ζήσεις
δεν μπορείς από τώρα κι ομπρός!
Άκου, Θησέα, ποιά των παθών σου η αλήθεια.
Θα σε πονέσω, δίχως να σε σώσω.
Έτρεξα εδώ, του γιου σου ν᾽ αποδείξω
την αγνότητα (κι έτσι ο θάνατός του
να μην τον ατιμάσει) και την τρέλα
1300 της Φαίδρας ή, ας το πούμε, το φιλότιμο.
Ξαφνικά τηνε κέντρισε η θεά
που την παραμισούμε όσοι αγαπάμε
την παρθενιά, κι αγάπησε το γιο σου.
Προσπαθούσεν η δόλια να νικήσει
το πάθος με τη φρόνηση, μα η νένα
χωρίς να τη ρωτήσει, πήε στο γιο σου
μεσίτρα της αγάπης, αφού πρώτα
τον όρκισε να το ᾽χει μυστικό.
Κι αυτός, τίμια ψυχή, δεν τονε πάτησε
τον όρκο του κι όταν εσύ τον έβριζες,
γιατί ᾽τανε πιστός και θεοφοβούμενος.
1310 Κι αυτή απ᾽ το φόβο μην ξεσκεπαστεί
γράφοντάς σου το ψεύτικό της γράμμα
σ᾽ απάτησε και χάλασες το γιο σου
πιασμένος στην παγίδα της. ΘΗΣ. Αλίμονο!
ΑΡΤ. Σε πληγώνουν τα λόγια μου, Θησέα;
Αλλά βάστα κι ό,τι από δω και πέρα
θ᾽ ακούσεις, πιο πολύ θα σε πληγώσει.
Το ξεχνάς, πως στα χέρια σου κρατούσες
απ᾽ το γονιό σου τρία αληθινά
ταξίματα; Και το ᾽να εσύ, πανάθλιε,
το αμόλυσες ενάντια στο παιδί σου
κι όχι ενάντια σε ξένον; Κι ο πατέρας σου,
ο θαλασσόθεος, βάσταξε το λόγο του
και σου ᾽κανε το θέλημα. Μα ελόγου σου
1320 και σ᾽ αυτόν και σε μένα εφάνης φταίχτης,
γιατί δεν επερίμενες απόδειξη
και μάντηδων απόκριση· δεν ξέτασες
το ζήτημα, δεν έβανες καιρό
ν᾽ αποφασίσεις, αλλά στο άψε-σβήσε
το γιο σου εκαταράστης και τον σκότωσες.
ΘΗΣ. Αχ! να πεθάνω θέλω, Δέσποινά μου!
ΑΡΤ. Αμάρτησες βαριά κι ωστόσο ακόμα
μπορείς να βρεις συχώρεσην. Η Κύπρη
τα ᾽θελεν όλα τούτα που γενήκαν,
για να χορτάσει το θυμό της. Νόμος
είναι σ᾽ εμάς τους αθανάτους, όταν
ένας θελήσει κάτι, οι άλλοι ν᾽ απέχουν
1330 και να μην αντιπράττουν σ᾽ ό,τι κάνει.
Μάθε το, αν δε φοβόμουνα το Δία,
τέτοια ντροπή ποτές δε θα την πάθαινα:
ν᾽ αφήσω να πεθάνει ο πιο ακριβός μου
άντρας απ᾽ όλους. Κι όσο για το κρίμα σου,
αλαφρώνεται, πρώτα τι δεν ήξερες
την αλήθεια· κατόπι κι η γυναίκα σου
πεθαίνοντας αμίλητη δε σου ᾽δωκε
στοιχεία να κρίνεις κι έτσι την επίστεψες.
Αν απάνω σου πιο πολύ ξεσπάσαν
οι συφορές, κι εμένα με λυπήσαν.
Δε χαίρονται οι θεοί, όντας πεθαίνουν
1340 ανθρώποι ευλαβικοί. Μα τους κακούς
τους τιμωρούν και σπίτι και παιδιά.
σὲ τὸν εὐπατρίδην Αἰγέως κέλομαι
παῖδ᾽ ἐπακοῦσαι·
1285 Λητοῦς δὲ κόρη σ᾽ Ἄρτεμις αὐδῶ.
Θησεῦ, τί τάλας τοῖσδε συνήδηι,
παῖδ᾽ οὐχ ὁσίως σὸν ἀποκτείνας
ψεύδεσι μύθοις ἀλόχου πεισθεὶς
ἀφανῆ; φανερὰν δ᾽ ἔσχεθες ἄτην.
1290 πῶς οὐχ ὑπὸ γῆς τάρταρα κρύπτεις
δέμας αἰσχυνθείς,
ἢ πτηνὸν ἄω μεταβὰς βίοτον
πήματος ἔξω πόδα τοῦδ᾽ ἀνέχεις;
ὡς ἔν γ᾽ ἀγαθοῖς ἀνδράσιν οὔ σοι
1295 κτητὸν βιότου μέρος ἐστίν.
ἄκουε, Θησεῦ, σῶν κακῶν κατάστασιν.
καίτοι προκόψω γ᾽ οὐδέν, ἀλγυνῶ δέ σε·
ἀλλ᾽ ἐς τόδ᾽ ἦλθον, παιδὸς ἐκδεῖξαι φρένα
τοῦ σοῦ δικαίαν, ὡς ὑπ᾽ εὐκλείας θάνηι,
1300 καὶ σῆς γυναικὸς οἶστρον ἢ τρόπον τινὰ
γενναιότητα. τῆς γὰρ ἐχθίστης θεῶν
ἡμῖν ὅσαισι παρθένειος ἡδονὴ
δηχθεῖσα κέντροις παιδὸς ἠράσθη σέθεν·
γνώμηι δὲ νικᾶν τὴν Κύπριν πειρωμένη
1305 τροφοῦ διώλετ᾽ οὐχ ἑκοῦσα μηχαναῖς,
ἣ σῶι δι᾽ ὅρκων παιδὶ σημαίνει νόσον.
ὁ δ᾽, ὥσπερ οὖν δίκαιον, οὐκ ἐφέσπετο
λόγοισιν, οὐδ᾽ αὖ πρὸς σέθεν κακούμενος
ὅρκων ἀφεῖλε πίστιν, εὐσεβὴς γεγώς·
1310 ἡ δ᾽ εἰς ἔλεγχον μὴ πέσηι φοβουμένη
ψευδεῖς γραφὰς ἔγραψε καὶ διώλεσεν
δόλοισι σὸν παῖδ᾽, ἀλλ᾽ ὅμως ἔπεισέ σε.
ΘΗ. οἴμοι.
ΑΡ. δάκνει σε, Θησεῦ, μῦθος; ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος,
τοὐνθένδ᾽ ἀκούσας ὡς ἂν οἰμώξηις πλέον.
1315 ἆρ᾽ οἶσθα πατρὸς τρεῖς ἀρὰς ἔχων σαφεῖς;
ὧν τὴν μίαν παρεῖλες, ὦ κάκιστε σύ,
ἐς παῖδα τὸν σόν, ἐξὸν εἰς ἐχθρῶν τινα.
πατὴρ μὲν οὖν σοι πόντιος φρονῶν καλῶς
ἔδωχ᾽ ὅσονπερ χρῆν, ἐπείπερ ἤινεσεν·
1320 σὺ δ᾽ ἔν τ᾽ ἐκείνωι κἀν ἐμοὶ φαίνηι κακός,
ὃς οὔτε πίστιν οὔτε μάντεων ὄπα
ἔμεινας, οὐκ ἤλεγξας, οὐ χρόνωι μακρῶι
σκέψιν παρέσχες, ἀλλὰ θᾶσσον ἤ σ᾽ ἐχρῆν
ἀρὰς ἐφῆκας παιδὶ καὶ κατέκτανες.
1325 ΘΗ. δέσποιν᾽, ὀλοίμην. ΑΡ. δείν᾽ ἔπραξας, ἀλλ᾽ ὅμως
ἔτ᾽ ἔστι καί σοι τῶνδε συγγνώμης τυχεῖν·
Κύπρις γὰρ ἤθελ᾽ ὥστε γίγνεσθαι τάδε,
πληροῦσα θυμόν. θεοῖσι δ᾽ ὦδ᾽ ἔχει νόμος·
οὐδεὶς ἀπαντᾶν βούλεται προθυμίαι
1330 τῆι τοῦ θέλοντος, ἀλλ᾽ ἀφιστάμεσθ᾽ ἀεί.
ἐπεί, σάφ᾽ ἴσθι, Ζῆνα μὴ φοβουμένη
οὐκ ἄν ποτ᾽ ἦλθον ἐς τόδ᾽ αἰσχύνης ἐγὼ
ὥστ᾽ ἄνδρα πάντων φίλτατον βροτῶν ἐμοὶ
θανεῖν ἐᾶσαι. τὴν δὲ σὴν ἁμαρτίαν
1335 τὸ μὴ εἰδέναι μὲν πρῶτον ἐκλύει κάκης·
ἔπειτα δ᾽ ἡ θανοῦσ᾽ ἀνήλωσεν γυνὴ
λόγων ἐλέγχους, ὥστε σὴν πεῖσαι φρένα.
μάλιστα μέν νυν σοὶ τάδ᾽ ἔρρωγεν κακά,
λύπη δὲ κἀμοί· τοὺς γὰρ εὐσεβεῖς θεοὶ
1340 θνήισκοντας οὐ χαίρουσι· τούς γε μὴν κακοὺς
αὐτοῖς τέκνοισι καὶ δόμοις ἐξόλλυμεν.
***
ΑΡΤΕΜΗ
Τ᾽ αρχοντόπουλο, εσένα, του Αιγέα
τον υγιό, σε προστάζω ν᾽ ακούσεις!
Της Λητώς θυγατέρα, η Αρτέμιδα,
σου μιλάω! Πώς Θησέα, καταδύστυχε,
μ᾽ αυτά που ᾽κανες χαίρεσαι; Πώς
έτσι ανόσια το τέκνο σου σκότωσες;
Τις ψευτιές της γυναίκας σου πίστεψες
για ένα κρίμ᾽ αφανέρωτο; Τώρα
αμαρτία φοβερή σε βαραίνει!
1290 Πώς δε χώνεσαι μέσα στα τάρταρα
την ντροπή σου να κρύψεις και πώς
δεν αλλάζεις μορφή και πετούμενο
στ᾽ αψηλά τ᾽ ουρανού να ξεφύγεις
απ᾽ τ᾽ αβάσταγο μόλεμα. Αλιά σου,
με τους δίκιους ανθρώπους να ζήσεις
δεν μπορείς από τώρα κι ομπρός!
Άκου, Θησέα, ποιά των παθών σου η αλήθεια.
Θα σε πονέσω, δίχως να σε σώσω.
Έτρεξα εδώ, του γιου σου ν᾽ αποδείξω
την αγνότητα (κι έτσι ο θάνατός του
να μην τον ατιμάσει) και την τρέλα
1300 της Φαίδρας ή, ας το πούμε, το φιλότιμο.
Ξαφνικά τηνε κέντρισε η θεά
που την παραμισούμε όσοι αγαπάμε
την παρθενιά, κι αγάπησε το γιο σου.
Προσπαθούσεν η δόλια να νικήσει
το πάθος με τη φρόνηση, μα η νένα
χωρίς να τη ρωτήσει, πήε στο γιο σου
μεσίτρα της αγάπης, αφού πρώτα
τον όρκισε να το ᾽χει μυστικό.
Κι αυτός, τίμια ψυχή, δεν τονε πάτησε
τον όρκο του κι όταν εσύ τον έβριζες,
γιατί ᾽τανε πιστός και θεοφοβούμενος.
1310 Κι αυτή απ᾽ το φόβο μην ξεσκεπαστεί
γράφοντάς σου το ψεύτικό της γράμμα
σ᾽ απάτησε και χάλασες το γιο σου
πιασμένος στην παγίδα της. ΘΗΣ. Αλίμονο!
ΑΡΤ. Σε πληγώνουν τα λόγια μου, Θησέα;
Αλλά βάστα κι ό,τι από δω και πέρα
θ᾽ ακούσεις, πιο πολύ θα σε πληγώσει.
Το ξεχνάς, πως στα χέρια σου κρατούσες
απ᾽ το γονιό σου τρία αληθινά
ταξίματα; Και το ᾽να εσύ, πανάθλιε,
το αμόλυσες ενάντια στο παιδί σου
κι όχι ενάντια σε ξένον; Κι ο πατέρας σου,
ο θαλασσόθεος, βάσταξε το λόγο του
και σου ᾽κανε το θέλημα. Μα ελόγου σου
1320 και σ᾽ αυτόν και σε μένα εφάνης φταίχτης,
γιατί δεν επερίμενες απόδειξη
και μάντηδων απόκριση· δεν ξέτασες
το ζήτημα, δεν έβανες καιρό
ν᾽ αποφασίσεις, αλλά στο άψε-σβήσε
το γιο σου εκαταράστης και τον σκότωσες.
ΘΗΣ. Αχ! να πεθάνω θέλω, Δέσποινά μου!
ΑΡΤ. Αμάρτησες βαριά κι ωστόσο ακόμα
μπορείς να βρεις συχώρεσην. Η Κύπρη
τα ᾽θελεν όλα τούτα που γενήκαν,
για να χορτάσει το θυμό της. Νόμος
είναι σ᾽ εμάς τους αθανάτους, όταν
ένας θελήσει κάτι, οι άλλοι ν᾽ απέχουν
1330 και να μην αντιπράττουν σ᾽ ό,τι κάνει.
Μάθε το, αν δε φοβόμουνα το Δία,
τέτοια ντροπή ποτές δε θα την πάθαινα:
ν᾽ αφήσω να πεθάνει ο πιο ακριβός μου
άντρας απ᾽ όλους. Κι όσο για το κρίμα σου,
αλαφρώνεται, πρώτα τι δεν ήξερες
την αλήθεια· κατόπι κι η γυναίκα σου
πεθαίνοντας αμίλητη δε σου ᾽δωκε
στοιχεία να κρίνεις κι έτσι την επίστεψες.
Αν απάνω σου πιο πολύ ξεσπάσαν
οι συφορές, κι εμένα με λυπήσαν.
Δε χαίρονται οι θεοί, όντας πεθαίνουν
1340 ανθρώποι ευλαβικοί. Μα τους κακούς
τους τιμωρούν και σπίτι και παιδιά.