[242] Ἀπὸ μὲν οὖν τῆς ἀναισχύντου πραγματείας, ἐὰν σωφρονῇς, ἀποστήσῃ, ποίησαι δέ, ὦ Κτησιφῶν, διὰ σαυτοῦ τὴν ἀπολογίαν. Οὐ γὰρ δή που τοῦτό γε σκήψῃ ὡς οὐ δυνατὸς εἶ λέγειν. Καὶ γὰρ ἂν ἄτοπόν σοι συμβαίνοι, εἰ πρώην μέν ποθ᾽ ὑπέμεινας πρεσβευτὴς ὡς Κλεοπάτραν τὴν Φιλίππου θυγατέρα χειροτονεῖσθαι, συναχθεσθησόμενος ἐπὶ τῇ τοῦ Μολοττῶν βασιλέως Ἀλεξάνδρου τελευτῇ, νυνὶ δὲ οὐ φήσεις δύνασθαι λέγειν. Ἔπειτα γυναῖκα μὲν ἀλλοτρίαν πενθοῦσαν δύνασαι παραμυθεῖσθαι, γράψας δὲ μισθοῦ ψήφισμα οὐκ ἀπολογήσῃ;
[243] ἢ τοιοῦτός ἐστιν ὃν γέγραφας στεφανοῦσθαι οἷος μὴ γιγνώσκεσθαι ὑπὸ τῶν εὖ πεπονθότων, ἂν μή τίς σοι συνείπῃ; ἐπερώτησον δὴ τοὺς δικαστὰς εἰ ἐγίγνωσκον Χαβρίαν καὶ Ἰφικράτην καὶ Τιμόθεον, καὶ πυθοῦ παρ᾽ αὐτῶν διὰ τί τὰς δωρεὰς αὐτοῖς ἔδοσαν καὶ τὰς εἰκόνας ἔστησαν. Ἅπαντες γὰρ ἅμα ἀποκρινοῦνται ὅτι Χαβρίᾳ μὲν διὰ τὴν περὶ Νάξον ναυμαχίαν, Ἰφικράτει δὲ ὅτι μόραν Λακεδαιμονίων ἀπέκτεινε, Τιμοθέῳ δὲ διὰ τὸν περίπλουν τὸν εἰς Κέρκυραν, καὶ ἄλλοις, ὧν ἑκάστῳ πολλὰ καὶ καλὰ κατὰ πόλεμον ἔργα πέπρακται.
[244] Δημοσθένει δ᾽ ἀντεροῦ διὰ τί; ὅτι δωροδόκος, ὅτι δειλός, ὅτι τὴν τάξιν ἔλιπε; καὶ πότερον τοῦτον τιμήσετε, ἢ ὑμᾶς αὐτοὺς ἀτιμωρήτους ἐάσετε καὶ τοὺς ὑπὲρ ὑμῶν ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας; οὓς νομίσαθ᾽ ὁρᾶν σχετλιάζοντας, εἰ οὗτος στεφανωθήσεται. Καὶ γὰρ ἂν εἴη δεινόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ τὰ μὲν ξύλα καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν σίδηρον, τὰ ἄφωνα καὶ τὰ ἀγνώμονα, ἐάν τῳ ἐμπεσόντα ἀποκτείνῃ, ὑπερορίζομεν, καὶ ἐάν τις αὑτὸν διαχρήσηται, τὴν χεῖρα τὴν τοῦτο πράξασαν χωρὶς τοῦ σώματος θάπτομεν,
[245] Δημοσθένην δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν γράψαντα μὲν τὴν πανυστάτην ἔξοδον, προδόντα δὲ τοὺς στρατιώτας, τοῦτον ὑμεῖς τιμήσετε. Οὐκοῦν ὑβρίζονται μὲν οἱ τελευτήσαντες, ἀθυμότεροι δὲ οἱ ζῶντες γίγνονται, ὁρῶντες τῆς ἀρετῆς ἆθλον τὸν θάνατον κείμενον, τὴν δὲ μνήμην ἐπιλείπουσαν· τὸ δὲ μέγιστον, ἐπερωτῶσιν ὑμᾶς οἱ νεώτεροι πρὸς ὁποῖον χρὴ παράδειγμα αὐτοὺς τὸν βίον ποιεῖσθαι.
[246] Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι οὐχ αἱ παλαῖστραι οὐδὲ τὰ διδασκαλεῖα οὐδ᾽ ἡ μουσικὴ μόνον παιδεύει τοὺς νέους, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὰ δημόσια κηρύγματα. Κηρύττεταί τις ἐν τῷ θεάτρῳ ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας καὶ εὐνοίας, ἄνθρωπος ἀσχημονῶν τῷ βίῳ καὶ βδελυρός· ὁ δέ γε νεώτερος ταῦτ᾽ ἰδὼν διεφθάρη. Δίκην τις δέδωκε πονηρὸς καὶ πορνοβοσκός, ὥσπερ Κτησιφῶν· οἱ δέ γε ἄλλοι πεπαίδευνται. Τἀναντία τις ψηφισάμενος τῶν καλῶν καὶ δικαίων, ἐπανελθὼν οἴκαδε παιδεύει τὸν υἱόν· ὁ δέ γε εἰκότως οὐ πείθεται, ἀλλὰ τὸ νουθετεῖν ἐνοχλεῖν ἐνταῦθα ἤδη δικαίως ὀνομάζεται.
[247] Ὡς οὖν μὴ μόνον κρίνοντες, ἀλλὰ καὶ θεωρούμενοι, οὕτω τὴν ψῆφον φέρετε, εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν μὲν οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν, ἐπερησομένοις δὲ ὑμᾶς τί ἐδικάζετε. Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τοιαύτη δόξει ἡ πόλις εἶναι ὁποῖός τις ἂν ᾖ ὁ κηρυττόμενος· ἔστι δὲ ὄνειδος μὴ τοῖς προγόνοις ὑμᾶς, ἀλλὰ τῇ Δημοσθένους ἀνανδρίᾳ προσεικασθῆναι. Πῶς οὖν ἄν τις τὴν τοιαύτην αἰσχύνην ἐκφύγοι;
[248] ἐὰν τοὺς προκαταλαμβάνοντας τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων, ἀπίστους ὄντας τοῖς ἤθεσι, φυλάξησθε. Ἡ γὰρ εὔνοια καὶ τὸ τῆς δημοκρατίας ὄνομα κεῖται μὲν ἐν μέσῳ, φθάνουσι δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὰ καταφεύγοντες τῷ λόγῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ τοῖς ἔργοις πλεῖστον ἀπέχοντες.
[249] Ὅταν οὖν λάβητε ῥήτορα στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐπιθυμοῦντα, ἐπανάγειν αὐτὸν κελεύετε τὸν λόγον, ὥσπερ καὶ τὰς βεβαιώσεις τῶν κτημάτων ὁ νόμος κελεύει ποιεῖσθαι, εἰς βίον ἀξιόχρεων καὶ τρόπον σώφρονα. Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.
[250] Ἢ οὐ δεινὸν ὑμῖν εἶναι δοκεῖ, εἰ τὸ μὲν βουλευτήριον καὶ ὁ δῆμος παρορᾶται, αἱ δ᾽ ἐπιστολαὶ καὶ αἱ πρεσβεῖαι ἀφικνοῦνται εἰς ἰδιωτικὰς οἰκίας, οὐ παρὰ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων, ἀλλὰ παρὰ τῶν πρωτευόντων ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ τῇ Εὐρώπῃ; καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐστιν ἐκ τῶν νόμων ζημία θάνατος, ταῦτά τινες οὐκ ἐξαρνοῦνται πράττειν, ἀλλ᾽ ὁμολογοῦσιν ἐν τῷ δήμῳ, καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἀλλήλοις παραναγιγνώσκουσιν· παρακελεύονται δ᾽ ὑμῖν οἱ μὲν βλέπειν εἰς τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα ὡς φύλακες τῆς δημοκρατίας, ἕτεροι δ᾽ αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς πόλεως ὄντες.
[251] Ὁ δὲ δῆμος ἐκ τῆς ἀθυμίας τῶν συμβεβηκότων ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκὼς αὐτὸ μόνον τοὔνομα τῆς δημοκρατίας περιποιεῖται, τῶν δ᾽ ἔργων ἑτέροις παρακεχώρηκεν. Ἔπειτ᾽ ἀπέρχεσθε ἐκ τῶν ἐκκλησιῶν οὐ βουλευσάμενοι, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐκ τῶν ἐράνων, τὰ περιόντα νειμάμενοι.
[252] Ὅτι δ᾽ οὐ ληρῶ, ἐκεῖθεν τὸν λόγον θεωρήσατε. Ἐγένετό τις, ἄχθομαι δὲ πολλάκις μεμνημένος, ἀτυχία τῇ πόλει. Ἐνταῦθ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης ἐκπλεῖν μόνον εἰς Σάμον ἐπιχειρήσας ὡς προδότης τῆς πατρίδος αὐθημερὸν ὑπὸ τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆς θανάτῳ ἐζημιώθη. Ἕτερος δ᾽ ἐκπλεύσας ἰδιώτης εἰς Ῥόδον, ὅτι τὸν φόβον ἀνάνδρως ἤνεγκε, πρώην ποτὲ εἰσηγγέλθη καὶ ἴσαι αἱ ψῆφοι αὐτῷ ἐγένοντο· εἰ δὲ μία ψῆφος μετέπεσεν, ὑπερώριστ᾽ ἂν ἢ ἀπέθανεν.
[253] Ἀντιθῶμεν δὴ τὸ νυνὶ γιγνόμενον. Ἀνὴρ ῥήτωρ, ὁ πάντων τῶν κακῶν αἴτιος, ἔλιπε μὲν τὴν ἀπὸ στρατοπέδου τάξιν, ἀπέδρα δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως· οὗτος στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ καὶ κηρύττεσθαι οἴεται δεῖν. Οὐκ ἀποπέμψεσθε τὸν ἄνθρωπον ὡς κοινὴν τῶν Ἑλλήνων συμφοράν; Ἢ συλλαβόντες ὡς λῃστὴν τῶν πραγμάτων, ἐπ᾽ ὀνομάτων διὰ τῆς πολιτείας πλέοντα, τιμωρήσεσθε;
[254] καὶ τὸν καιρὸν μέμνησθε ἐν ᾧ τὴν ψῆφον φέρετε. Ἡμερῶν μὲν ὀλίγων μέλλει τὰ Πύθια γίγνεσθαι καὶ τὸ συνέδριον τὸ τῶν Ἑλλήνων συλλέγεσθαι· διαβέβληται δ᾽ ἡ πόλις ἐκ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων περὶ τοὺς νυνὶ καιρούς· δόξετε δ᾽ ἐὰν μὲν τοῦτον στεφανώσητε, ὁμογνώμονες εἶναι τοῖς παραβαίνουσι τὴν κοινὴν εἰρήνην, ἐὰν δὲ τοὐναντίον τούτου πράξητε, ἀπολύσετε τὸν δῆμον τῶν αἰτιῶν.
***
[242] Αν έχεις μυαλό, Κτησιφώντα, μακριά από μας τέτοια αδιάντροπη ενέργεια· κάνε μόνος σου την απολογία για τον εαυτό σου. Γιατί, προφανώς, δεν θα προβάλεις την δικαιολογία ότι δεν έχεις την ικανότητα να μιλάς. Καθόσον δεν συμβιβάζεται από τη μια να έχεις δεχτεί πριν από λίγο να εκλεγείς απεσταλμένος για την Κλεοπάτρα, τη θυγατέρα του Φιλίππου, για να τη συλλυπηθείς για τον θάνατο του Αλέξανδρου, του βασιλιά των Μολοσσών, και τώρα να λες ότι δεν έχεις την ικανότητα να μιλάς. Μπορείς να παρηγορείς μια ξένη γυναίκα που πενθεί και δεν είσαι σε θέση να υποστηρίξεις το ψήφισμα που πρότεινες για ανταμοιβή; Δεν είναι αστείο;
[243] Ή μήπως αυτός που έχεις προτείνει να στεφανωθεί είναι άγνωστος στους ευεργετηθέντες; Εκτός και αν χρειάζεσαι συνήγορο. Ρώτησε λοιπόν τους δικαστές αν ήξεραν τον Χαβρία, τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και μάθε από αυτούς για ποιο λόγο έδωσαν σ᾽ αυτούς δωρεές και έστησαν προς τιμήν τους ανδριάντες. Όλοι θα απαντήσουν με ένα στόμα ότι τον μεν Χαβρία τίμησαν για τη ναυμαχία στη Νάξο, τον δε Ιφικράτη επειδή εξολόθρεψε στρατιωτική μονάδα των Λακεδαιμονίων, και τον Τιμόθεο για τον περίπλου στην Κέρκυρα. Και σε άλλους δόθηκαν τιμές για τα πολλά και ωραία κατορθώματα του καθενός στους πολέμους.
[244] Ρώτησέ τους τώρα γιατί να τιμηθεί ο Δημοσθένης. Επειδή χρηματίζεται; Επειδή είναι δειλός; Επειδή λιποτάκτησε; Και σας ρωτώ. Θα τιμήσετε αυτόν ή θα αφήσετε χωρίς εκδίκηση τους εαυτούς σας και τους πεσόντες στη μάχη για χάρη σας; Φανταστείτε πως τους βλέπετε να αγανακτούν, αν αυτός τιμηθεί με στεφάνι. Πράγματι, θα ήταν φοβερό, Αθηναίοι, που, ενώ τα ξύλα, τις πέτρες και τα σιδερικά, πράγματα άφωνα και άψυχα, αν πέσουν και σκοτώσουν κάποιον, τα πετάμε έξω από τα σύνορα, και, αν κάποιος αυτοκτονήσει, θάβουμε χωριστά από το υπόλοιπο σώμα το χέρι που έκανε την πράξη αυτή,
[245] θα τιμήσετε, Αθηναίοι, τον Δημοσθένη, που πρότεινε την ύστατη αυτή εκστρατεία και πρόδωσε τους στρατιώτες! Σε μια τέτοια περίπτωση οι νεκροί περιφρονούνται, ενώ οι ζώντες απογοητεύονται όταν βλέπουν ότι η ανταμοιβή της παλικαριάς είναι ο θάνατος και, όταν πεθάνουν, κανείς δεν τους θυμάται πια. Και το πιο σπουδαίο· σας ρωτούν οι νεότεροι ποιον πρέπει να έχουν ως παράδειγμα στη ζωή τους.
[246] Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι δεν είναι μόνο οι παλαίστρες ούτε και τα διδασκαλεία ούτε και η μουσική που μορφώνουν τους νέους αλλά πολύ περισσότερο η δημόσια επιβράβευση των ενάρετων ανδρών. Για παράδειγμα· αναγγέλλει στο θέατρο ο κήρυκας ότι στεφανώνεται κάποιος για την αρετή του, την ανδραγαθία και τη φιλοπατρία του, ενώ ζει βίο ακόλαστο και βδελυρό· οι νέοι, τουλάχιστον, που θα δουν αυτό διαφθείρονται· αντίθετα, τιμωρείται κάποιος κακοήθης και πορνοβοσκός, όπως ο Κτησιφών· οι υπόλοιποι έχουν πάρει το μάθημά τους. Αν κάποιος δικαστής ψηφίσει αντίθετα προς κάθε ηθικό και δίκαιο και, γυρίζοντας σπίτι του, προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει τον γιο του, αυτός εύλογα αρνείται να υπακούσει· έτσι, στην προκειμένη περίπτωση η νουθεσία καταντά δίκαια να θεωρείται ενόχληση.
[247] Γι᾽ αυτό, ψηφίστε όχι μόνο ως κρίνοντες αλλά και ως άνθρωποι που θα κριθείτε, ώστε να μπορείτε να απολογηθείτε στους πολίτες που τώρα απουσιάζουν αλλά που θα σας ρωτήσουν ποια απόφαση πήρατε. Γιατί, να είστε σίγουροι, Αθηναίοι, ότι, ό,τι λογής είναι αυτός που στεφανώνεται, ανάλογη θα είναι και η εντύπωση που θα σχηματιστεί για την πόλη. Και είναι ντροπή για σας να σας παρομοιάσουν όχι με τους προγόνους σας αλλά με τον άνανδρο τον Δημοσθένη. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να αποφύγει μια τέτοια ντροπή;
[248] Πολύ απλά, εάν φυλαχθείτε από ανθρώπους που οικειοποιούνται τα ονόματα των φίλων του λαού και των φιλανθρώπων, ενώ λόγω του χαρακτήρα τους είναι αναξιόπιστοι. Γιατί, ενώ η έννοια της φιλοπατρίας και της δημοκρατίας διεκδικείται εξίσου από όλους, τις οικειοποιούνται ως επί το πλείστον καταφεύγοντας σε ρητορικά σχήματα εκείνοι που με τα έργα τους απέχουν πάρα πολύ από αυτές.
[249] Όταν λοιπόν συναντήσετε πολιτικό να επιθυμεί στεφάνια και ανακηρύξεις ενώπιον των Ελλήνων, διατάξτε τον να βασίσει το αίτημά του στον έντιμο βίο και στον ακέραιο χαρακτήρα του, όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος να παρουσιάζει κανείς τις αποδείξεις για τις αγοραπωλησίες κτημάτων. Όποιος δεν πιστοποιήσει αυτά, μην επιβεβαιώσετε τους επαίνους και φροντίστε για τη δημοκρατία, που έχει ήδη γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας.
[250] Ή μήπως έχετε τη γνώμη ότι δεν είναι φοβερό που η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου περιφρονούνται και καταλήγουν σε σπίτια ιδιωτών οι διπλωματικές επιστολές και αποστολές από πρόσωπα όχι τυχαία αλλά από τα πρώτα ονόματα στην Ασία και στην Ευρώπη; Και μάλιστα πράξεις για τις οποίες η ποινή σύμφωνα με τους νόμους είναι θάνατος δεν αρνούνται κάποιοι ότι τις διαπράττουν, αλλά το παραδέχονται μπροστά στον λαό, ενώ διαβάσουν ο ένας στον άλλον τις επιστολές και τις συγκρίνουν. Άλλοι πάλι σας προτρέπουν να προσβλέπετε σ᾽ αυτούς σαν σε φύλακες της δημοκρατίας, και άλλοι αξιώνουν δωρεές σαν να είναι τάχα σωτήρες της πόλης.
[251] Έτσι ο λαός απογοητευμένος από τα όσα έχουν συμβεί, σαν να έχει γεράσει πριν την ώρα του ή ξεμωραθεί, κρατά για τον εαυτό του μόνο το όνομα της δημοκρατίας, ενώ τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων την έχει παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, αποχωρείτε κάθε φορά από τις συνελεύσεις όχι ως άνθρωποι που πήρατε αποφάσεις, αλλά σαν να έχετε μοιράσει μεταξύ σας τα απομεινάρια συμποσίου.
[252] Ότι δεν φλυαρώ εξετάστε το επιχείρημά μου με βάση τα εξής: Συνέβη —στενοχωριέμαι που το θυμάμαι πολλές φορές— κάποια ατυχία στην πόλη μας. Τότε ένας απλός πολίτης επιχείρησε απλώς να αποπλεύσει για τη Σάμο· αυτός ο πολίτης ούτε λίγο ούτε πολύ την ίδια εκείνη ημέρα δικάστηκε και καταδικάστηκε από τη Βουλή του Αρείου Πάγου σε θάνατο ως προδότης της πατρίδας. Κάποιος άλλος απλός πολίτης, που είχε πάει στη Ρόδο επειδή φέρθηκε άνανδρα μπροστά στον κίνδυνο, κατηγορήθηκε πριν από λίγο καιρό για δημόσιο αδίκημα. Οι ψήφοι, αθωωτικές και καταδικαστικές, μοιράστηκαν· εάν όμως έπεφτε έστω και μία ψήφος στις καταδικαστικές, θα εξοριζόταν ή θα εκτελούνταν.
[253] Ας συγκρίνουμε λοιπόν με αυτά αυτό που γίνεται σήμερα. Ένας πολιτικός άνδρας, ο αίτιος όλων των κακών, εγκατέλειψε τη θέση του στη μάχη και δραπέτευσε από την πόλη. Αυτός ο άνθρωπος αξιώνει να στεφανωθεί και νομίζει ότι πρέπει να γίνει η ανακήρυξή του στο θέατρο. Δεν θα στείλετε στον αγύριστο αυτόν τον άνθρωπο ως κοινή συμφορά των Ελλήνων; Δεν θα συλλάβετε ως πειρατή της πολιτικής και δεν θα τιμωρήσετε αυτόν που πλέει με την τέχνη των λόγων πάνω στη θάλασσα της πολιτείας;
[254] Τώρα που θα πάρετε την απόφαση, να λάβετε υπόψη σας και την εποχή. Σε λίγες ημέρες πρόκειται να αρχίσουν τα Πύθια και να συγκληθεί το συνέδριο των Ελλήνων. Εξαιτίας της πολιτικής του Δημοσθένη σχετικά με τη σημερινή περίσταση, η πόλη έχει διαβληθεί. Εάν τον στεφανώσετε, θα δώσετε την εντύπωση ότι είστε σύμφωνοι με όσους παραβιάζουν την κοινή ειρήνη· εάν όμως κάνετε το αντίθετο, θα απαλλάξετε τον λαό από αυτές τις κατηγορίες.
[243] ἢ τοιοῦτός ἐστιν ὃν γέγραφας στεφανοῦσθαι οἷος μὴ γιγνώσκεσθαι ὑπὸ τῶν εὖ πεπονθότων, ἂν μή τίς σοι συνείπῃ; ἐπερώτησον δὴ τοὺς δικαστὰς εἰ ἐγίγνωσκον Χαβρίαν καὶ Ἰφικράτην καὶ Τιμόθεον, καὶ πυθοῦ παρ᾽ αὐτῶν διὰ τί τὰς δωρεὰς αὐτοῖς ἔδοσαν καὶ τὰς εἰκόνας ἔστησαν. Ἅπαντες γὰρ ἅμα ἀποκρινοῦνται ὅτι Χαβρίᾳ μὲν διὰ τὴν περὶ Νάξον ναυμαχίαν, Ἰφικράτει δὲ ὅτι μόραν Λακεδαιμονίων ἀπέκτεινε, Τιμοθέῳ δὲ διὰ τὸν περίπλουν τὸν εἰς Κέρκυραν, καὶ ἄλλοις, ὧν ἑκάστῳ πολλὰ καὶ καλὰ κατὰ πόλεμον ἔργα πέπρακται.
[244] Δημοσθένει δ᾽ ἀντεροῦ διὰ τί; ὅτι δωροδόκος, ὅτι δειλός, ὅτι τὴν τάξιν ἔλιπε; καὶ πότερον τοῦτον τιμήσετε, ἢ ὑμᾶς αὐτοὺς ἀτιμωρήτους ἐάσετε καὶ τοὺς ὑπὲρ ὑμῶν ἐν τῇ μάχῃ τελευτήσαντας; οὓς νομίσαθ᾽ ὁρᾶν σχετλιάζοντας, εἰ οὗτος στεφανωθήσεται. Καὶ γὰρ ἂν εἴη δεινόν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, εἰ τὰ μὲν ξύλα καὶ τοὺς λίθους καὶ τὸν σίδηρον, τὰ ἄφωνα καὶ τὰ ἀγνώμονα, ἐάν τῳ ἐμπεσόντα ἀποκτείνῃ, ὑπερορίζομεν, καὶ ἐάν τις αὑτὸν διαχρήσηται, τὴν χεῖρα τὴν τοῦτο πράξασαν χωρὶς τοῦ σώματος θάπτομεν,
[245] Δημοσθένην δέ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὸν γράψαντα μὲν τὴν πανυστάτην ἔξοδον, προδόντα δὲ τοὺς στρατιώτας, τοῦτον ὑμεῖς τιμήσετε. Οὐκοῦν ὑβρίζονται μὲν οἱ τελευτήσαντες, ἀθυμότεροι δὲ οἱ ζῶντες γίγνονται, ὁρῶντες τῆς ἀρετῆς ἆθλον τὸν θάνατον κείμενον, τὴν δὲ μνήμην ἐπιλείπουσαν· τὸ δὲ μέγιστον, ἐπερωτῶσιν ὑμᾶς οἱ νεώτεροι πρὸς ὁποῖον χρὴ παράδειγμα αὐτοὺς τὸν βίον ποιεῖσθαι.
[246] Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι οὐχ αἱ παλαῖστραι οὐδὲ τὰ διδασκαλεῖα οὐδ᾽ ἡ μουσικὴ μόνον παιδεύει τοὺς νέους, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον τὰ δημόσια κηρύγματα. Κηρύττεταί τις ἐν τῷ θεάτρῳ ὅτι στεφανοῦται ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας καὶ εὐνοίας, ἄνθρωπος ἀσχημονῶν τῷ βίῳ καὶ βδελυρός· ὁ δέ γε νεώτερος ταῦτ᾽ ἰδὼν διεφθάρη. Δίκην τις δέδωκε πονηρὸς καὶ πορνοβοσκός, ὥσπερ Κτησιφῶν· οἱ δέ γε ἄλλοι πεπαίδευνται. Τἀναντία τις ψηφισάμενος τῶν καλῶν καὶ δικαίων, ἐπανελθὼν οἴκαδε παιδεύει τὸν υἱόν· ὁ δέ γε εἰκότως οὐ πείθεται, ἀλλὰ τὸ νουθετεῖν ἐνοχλεῖν ἐνταῦθα ἤδη δικαίως ὀνομάζεται.
[247] Ὡς οὖν μὴ μόνον κρίνοντες, ἀλλὰ καὶ θεωρούμενοι, οὕτω τὴν ψῆφον φέρετε, εἰς ἀπολογισμὸν τοῖς νῦν μὲν οὐ παροῦσι τῶν πολιτῶν, ἐπερησομένοις δὲ ὑμᾶς τί ἐδικάζετε. Εὖ γὰρ ἴστε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὅτι τοιαύτη δόξει ἡ πόλις εἶναι ὁποῖός τις ἂν ᾖ ὁ κηρυττόμενος· ἔστι δὲ ὄνειδος μὴ τοῖς προγόνοις ὑμᾶς, ἀλλὰ τῇ Δημοσθένους ἀνανδρίᾳ προσεικασθῆναι. Πῶς οὖν ἄν τις τὴν τοιαύτην αἰσχύνην ἐκφύγοι;
[248] ἐὰν τοὺς προκαταλαμβάνοντας τὰ κοινὰ καὶ φιλάνθρωπα τῶν ὀνομάτων, ἀπίστους ὄντας τοῖς ἤθεσι, φυλάξησθε. Ἡ γὰρ εὔνοια καὶ τὸ τῆς δημοκρατίας ὄνομα κεῖται μὲν ἐν μέσῳ, φθάνουσι δ᾽ ἐπ᾽ αὐτὰ καταφεύγοντες τῷ λόγῳ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ οἱ τοῖς ἔργοις πλεῖστον ἀπέχοντες.
[249] Ὅταν οὖν λάβητε ῥήτορα στεφάνων καὶ κηρυγμάτων ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἐπιθυμοῦντα, ἐπανάγειν αὐτὸν κελεύετε τὸν λόγον, ὥσπερ καὶ τὰς βεβαιώσεις τῶν κτημάτων ὁ νόμος κελεύει ποιεῖσθαι, εἰς βίον ἀξιόχρεων καὶ τρόπον σώφρονα. Ὅτῳ δὲ ταῦτα μὴ μαρτυρεῖται, μὴ βεβαιοῦτε αὐτῷ τοὺς ἐπαίνους, καὶ τῆς δημοκρατίας ἐπιμελήθητε ἤδη διαφευγούσης ὑμᾶς.
[250] Ἢ οὐ δεινὸν ὑμῖν εἶναι δοκεῖ, εἰ τὸ μὲν βουλευτήριον καὶ ὁ δῆμος παρορᾶται, αἱ δ᾽ ἐπιστολαὶ καὶ αἱ πρεσβεῖαι ἀφικνοῦνται εἰς ἰδιωτικὰς οἰκίας, οὐ παρὰ τῶν τυχόντων ἀνθρώπων, ἀλλὰ παρὰ τῶν πρωτευόντων ἐν τῇ Ἀσίᾳ καὶ τῇ Εὐρώπῃ; καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐστιν ἐκ τῶν νόμων ζημία θάνατος, ταῦτά τινες οὐκ ἐξαρνοῦνται πράττειν, ἀλλ᾽ ὁμολογοῦσιν ἐν τῷ δήμῳ, καὶ τὰς ἐπιστολὰς ἀλλήλοις παραναγιγνώσκουσιν· παρακελεύονται δ᾽ ὑμῖν οἱ μὲν βλέπειν εἰς τὰ ἑαυτῶν πρόσωπα ὡς φύλακες τῆς δημοκρατίας, ἕτεροι δ᾽ αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς πόλεως ὄντες.
[251] Ὁ δὲ δῆμος ἐκ τῆς ἀθυμίας τῶν συμβεβηκότων ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἢ παρανοίας ἑαλωκὼς αὐτὸ μόνον τοὔνομα τῆς δημοκρατίας περιποιεῖται, τῶν δ᾽ ἔργων ἑτέροις παρακεχώρηκεν. Ἔπειτ᾽ ἀπέρχεσθε ἐκ τῶν ἐκκλησιῶν οὐ βουλευσάμενοι, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐκ τῶν ἐράνων, τὰ περιόντα νειμάμενοι.
[252] Ὅτι δ᾽ οὐ ληρῶ, ἐκεῖθεν τὸν λόγον θεωρήσατε. Ἐγένετό τις, ἄχθομαι δὲ πολλάκις μεμνημένος, ἀτυχία τῇ πόλει. Ἐνταῦθ᾽ ἀνὴρ ἰδιώτης ἐκπλεῖν μόνον εἰς Σάμον ἐπιχειρήσας ὡς προδότης τῆς πατρίδος αὐθημερὸν ὑπὸ τῆς ἐξ Ἀρείου πάγου βουλῆς θανάτῳ ἐζημιώθη. Ἕτερος δ᾽ ἐκπλεύσας ἰδιώτης εἰς Ῥόδον, ὅτι τὸν φόβον ἀνάνδρως ἤνεγκε, πρώην ποτὲ εἰσηγγέλθη καὶ ἴσαι αἱ ψῆφοι αὐτῷ ἐγένοντο· εἰ δὲ μία ψῆφος μετέπεσεν, ὑπερώριστ᾽ ἂν ἢ ἀπέθανεν.
[253] Ἀντιθῶμεν δὴ τὸ νυνὶ γιγνόμενον. Ἀνὴρ ῥήτωρ, ὁ πάντων τῶν κακῶν αἴτιος, ἔλιπε μὲν τὴν ἀπὸ στρατοπέδου τάξιν, ἀπέδρα δ᾽ ἐκ τῆς πόλεως· οὗτος στεφανοῦσθαι ἀξιοῖ καὶ κηρύττεσθαι οἴεται δεῖν. Οὐκ ἀποπέμψεσθε τὸν ἄνθρωπον ὡς κοινὴν τῶν Ἑλλήνων συμφοράν; Ἢ συλλαβόντες ὡς λῃστὴν τῶν πραγμάτων, ἐπ᾽ ὀνομάτων διὰ τῆς πολιτείας πλέοντα, τιμωρήσεσθε;
[254] καὶ τὸν καιρὸν μέμνησθε ἐν ᾧ τὴν ψῆφον φέρετε. Ἡμερῶν μὲν ὀλίγων μέλλει τὰ Πύθια γίγνεσθαι καὶ τὸ συνέδριον τὸ τῶν Ἑλλήνων συλλέγεσθαι· διαβέβληται δ᾽ ἡ πόλις ἐκ τῶν Δημοσθένους πολιτευμάτων περὶ τοὺς νυνὶ καιρούς· δόξετε δ᾽ ἐὰν μὲν τοῦτον στεφανώσητε, ὁμογνώμονες εἶναι τοῖς παραβαίνουσι τὴν κοινὴν εἰρήνην, ἐὰν δὲ τοὐναντίον τούτου πράξητε, ἀπολύσετε τὸν δῆμον τῶν αἰτιῶν.
***
[242] Αν έχεις μυαλό, Κτησιφώντα, μακριά από μας τέτοια αδιάντροπη ενέργεια· κάνε μόνος σου την απολογία για τον εαυτό σου. Γιατί, προφανώς, δεν θα προβάλεις την δικαιολογία ότι δεν έχεις την ικανότητα να μιλάς. Καθόσον δεν συμβιβάζεται από τη μια να έχεις δεχτεί πριν από λίγο να εκλεγείς απεσταλμένος για την Κλεοπάτρα, τη θυγατέρα του Φιλίππου, για να τη συλλυπηθείς για τον θάνατο του Αλέξανδρου, του βασιλιά των Μολοσσών, και τώρα να λες ότι δεν έχεις την ικανότητα να μιλάς. Μπορείς να παρηγορείς μια ξένη γυναίκα που πενθεί και δεν είσαι σε θέση να υποστηρίξεις το ψήφισμα που πρότεινες για ανταμοιβή; Δεν είναι αστείο;
[243] Ή μήπως αυτός που έχεις προτείνει να στεφανωθεί είναι άγνωστος στους ευεργετηθέντες; Εκτός και αν χρειάζεσαι συνήγορο. Ρώτησε λοιπόν τους δικαστές αν ήξεραν τον Χαβρία, τον Ιφικράτη και τον Τιμόθεο και μάθε από αυτούς για ποιο λόγο έδωσαν σ᾽ αυτούς δωρεές και έστησαν προς τιμήν τους ανδριάντες. Όλοι θα απαντήσουν με ένα στόμα ότι τον μεν Χαβρία τίμησαν για τη ναυμαχία στη Νάξο, τον δε Ιφικράτη επειδή εξολόθρεψε στρατιωτική μονάδα των Λακεδαιμονίων, και τον Τιμόθεο για τον περίπλου στην Κέρκυρα. Και σε άλλους δόθηκαν τιμές για τα πολλά και ωραία κατορθώματα του καθενός στους πολέμους.
[244] Ρώτησέ τους τώρα γιατί να τιμηθεί ο Δημοσθένης. Επειδή χρηματίζεται; Επειδή είναι δειλός; Επειδή λιποτάκτησε; Και σας ρωτώ. Θα τιμήσετε αυτόν ή θα αφήσετε χωρίς εκδίκηση τους εαυτούς σας και τους πεσόντες στη μάχη για χάρη σας; Φανταστείτε πως τους βλέπετε να αγανακτούν, αν αυτός τιμηθεί με στεφάνι. Πράγματι, θα ήταν φοβερό, Αθηναίοι, που, ενώ τα ξύλα, τις πέτρες και τα σιδερικά, πράγματα άφωνα και άψυχα, αν πέσουν και σκοτώσουν κάποιον, τα πετάμε έξω από τα σύνορα, και, αν κάποιος αυτοκτονήσει, θάβουμε χωριστά από το υπόλοιπο σώμα το χέρι που έκανε την πράξη αυτή,
[245] θα τιμήσετε, Αθηναίοι, τον Δημοσθένη, που πρότεινε την ύστατη αυτή εκστρατεία και πρόδωσε τους στρατιώτες! Σε μια τέτοια περίπτωση οι νεκροί περιφρονούνται, ενώ οι ζώντες απογοητεύονται όταν βλέπουν ότι η ανταμοιβή της παλικαριάς είναι ο θάνατος και, όταν πεθάνουν, κανείς δεν τους θυμάται πια. Και το πιο σπουδαίο· σας ρωτούν οι νεότεροι ποιον πρέπει να έχουν ως παράδειγμα στη ζωή τους.
[246] Γιατί γνωρίζετε καλά, Αθηναίοι, ότι δεν είναι μόνο οι παλαίστρες ούτε και τα διδασκαλεία ούτε και η μουσική που μορφώνουν τους νέους αλλά πολύ περισσότερο η δημόσια επιβράβευση των ενάρετων ανδρών. Για παράδειγμα· αναγγέλλει στο θέατρο ο κήρυκας ότι στεφανώνεται κάποιος για την αρετή του, την ανδραγαθία και τη φιλοπατρία του, ενώ ζει βίο ακόλαστο και βδελυρό· οι νέοι, τουλάχιστον, που θα δουν αυτό διαφθείρονται· αντίθετα, τιμωρείται κάποιος κακοήθης και πορνοβοσκός, όπως ο Κτησιφών· οι υπόλοιποι έχουν πάρει το μάθημά τους. Αν κάποιος δικαστής ψηφίσει αντίθετα προς κάθε ηθικό και δίκαιο και, γυρίζοντας σπίτι του, προσπαθεί να διαπαιδαγωγήσει τον γιο του, αυτός εύλογα αρνείται να υπακούσει· έτσι, στην προκειμένη περίπτωση η νουθεσία καταντά δίκαια να θεωρείται ενόχληση.
[247] Γι᾽ αυτό, ψηφίστε όχι μόνο ως κρίνοντες αλλά και ως άνθρωποι που θα κριθείτε, ώστε να μπορείτε να απολογηθείτε στους πολίτες που τώρα απουσιάζουν αλλά που θα σας ρωτήσουν ποια απόφαση πήρατε. Γιατί, να είστε σίγουροι, Αθηναίοι, ότι, ό,τι λογής είναι αυτός που στεφανώνεται, ανάλογη θα είναι και η εντύπωση που θα σχηματιστεί για την πόλη. Και είναι ντροπή για σας να σας παρομοιάσουν όχι με τους προγόνους σας αλλά με τον άνανδρο τον Δημοσθένη. Πώς λοιπόν θα μπορούσε κανείς να αποφύγει μια τέτοια ντροπή;
[248] Πολύ απλά, εάν φυλαχθείτε από ανθρώπους που οικειοποιούνται τα ονόματα των φίλων του λαού και των φιλανθρώπων, ενώ λόγω του χαρακτήρα τους είναι αναξιόπιστοι. Γιατί, ενώ η έννοια της φιλοπατρίας και της δημοκρατίας διεκδικείται εξίσου από όλους, τις οικειοποιούνται ως επί το πλείστον καταφεύγοντας σε ρητορικά σχήματα εκείνοι που με τα έργα τους απέχουν πάρα πολύ από αυτές.
[249] Όταν λοιπόν συναντήσετε πολιτικό να επιθυμεί στεφάνια και ανακηρύξεις ενώπιον των Ελλήνων, διατάξτε τον να βασίσει το αίτημά του στον έντιμο βίο και στον ακέραιο χαρακτήρα του, όπως ακριβώς ορίζει ο νόμος να παρουσιάζει κανείς τις αποδείξεις για τις αγοραπωλησίες κτημάτων. Όποιος δεν πιστοποιήσει αυτά, μην επιβεβαιώσετε τους επαίνους και φροντίστε για τη δημοκρατία, που έχει ήδη γλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας.
[250] Ή μήπως έχετε τη γνώμη ότι δεν είναι φοβερό που η Βουλή και η Εκκλησία του Δήμου περιφρονούνται και καταλήγουν σε σπίτια ιδιωτών οι διπλωματικές επιστολές και αποστολές από πρόσωπα όχι τυχαία αλλά από τα πρώτα ονόματα στην Ασία και στην Ευρώπη; Και μάλιστα πράξεις για τις οποίες η ποινή σύμφωνα με τους νόμους είναι θάνατος δεν αρνούνται κάποιοι ότι τις διαπράττουν, αλλά το παραδέχονται μπροστά στον λαό, ενώ διαβάσουν ο ένας στον άλλον τις επιστολές και τις συγκρίνουν. Άλλοι πάλι σας προτρέπουν να προσβλέπετε σ᾽ αυτούς σαν σε φύλακες της δημοκρατίας, και άλλοι αξιώνουν δωρεές σαν να είναι τάχα σωτήρες της πόλης.
[251] Έτσι ο λαός απογοητευμένος από τα όσα έχουν συμβεί, σαν να έχει γεράσει πριν την ώρα του ή ξεμωραθεί, κρατά για τον εαυτό του μόνο το όνομα της δημοκρατίας, ενώ τη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων την έχει παραχωρήσει σε άλλους. Έτσι, αποχωρείτε κάθε φορά από τις συνελεύσεις όχι ως άνθρωποι που πήρατε αποφάσεις, αλλά σαν να έχετε μοιράσει μεταξύ σας τα απομεινάρια συμποσίου.
[252] Ότι δεν φλυαρώ εξετάστε το επιχείρημά μου με βάση τα εξής: Συνέβη —στενοχωριέμαι που το θυμάμαι πολλές φορές— κάποια ατυχία στην πόλη μας. Τότε ένας απλός πολίτης επιχείρησε απλώς να αποπλεύσει για τη Σάμο· αυτός ο πολίτης ούτε λίγο ούτε πολύ την ίδια εκείνη ημέρα δικάστηκε και καταδικάστηκε από τη Βουλή του Αρείου Πάγου σε θάνατο ως προδότης της πατρίδας. Κάποιος άλλος απλός πολίτης, που είχε πάει στη Ρόδο επειδή φέρθηκε άνανδρα μπροστά στον κίνδυνο, κατηγορήθηκε πριν από λίγο καιρό για δημόσιο αδίκημα. Οι ψήφοι, αθωωτικές και καταδικαστικές, μοιράστηκαν· εάν όμως έπεφτε έστω και μία ψήφος στις καταδικαστικές, θα εξοριζόταν ή θα εκτελούνταν.
[253] Ας συγκρίνουμε λοιπόν με αυτά αυτό που γίνεται σήμερα. Ένας πολιτικός άνδρας, ο αίτιος όλων των κακών, εγκατέλειψε τη θέση του στη μάχη και δραπέτευσε από την πόλη. Αυτός ο άνθρωπος αξιώνει να στεφανωθεί και νομίζει ότι πρέπει να γίνει η ανακήρυξή του στο θέατρο. Δεν θα στείλετε στον αγύριστο αυτόν τον άνθρωπο ως κοινή συμφορά των Ελλήνων; Δεν θα συλλάβετε ως πειρατή της πολιτικής και δεν θα τιμωρήσετε αυτόν που πλέει με την τέχνη των λόγων πάνω στη θάλασσα της πολιτείας;
[254] Τώρα που θα πάρετε την απόφαση, να λάβετε υπόψη σας και την εποχή. Σε λίγες ημέρες πρόκειται να αρχίσουν τα Πύθια και να συγκληθεί το συνέδριο των Ελλήνων. Εξαιτίας της πολιτικής του Δημοσθένη σχετικά με τη σημερινή περίσταση, η πόλη έχει διαβληθεί. Εάν τον στεφανώσετε, θα δώσετε την εντύπωση ότι είστε σύμφωνοι με όσους παραβιάζουν την κοινή ειρήνη· εάν όμως κάνετε το αντίθετο, θα απαλλάξετε τον λαό από αυτές τις κατηγορίες.