«Θα σας μιλήσω για τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος: με ποιο τρόπο το πνεύμα γίνεται Καμήλα, με ποιο τρόπο η Καμήλα γίνεται Λεοντάρι και πώς το Λεοντάρι γίνεται Παιδί.
Πολλά βαριά πράγματα υπάρχουν για το πνεύμα. Το ρωμαλέο, το υπομονετικό πνεύμα, το κυριαρχημένο από σεβασμό: το βαρύ, και το βαρύτατο η ρώμη του αξιώνει.
Ποιο είναι βαρύ; Αυτό ρωτάει το υπομονετικό πνεύμα και γονατίζει σαν την Καμήλα και θέλει να φορτωθεί γερά.
Ποιο είναι το βαρύτατο, ω ήρωες; για να το φορτωθώ και να ευφρανθώ από τη δύναμή μου;
Μήπως δεν είναι η αυτοταπείνωση για να κάνεις την περηφάνια σου να πονέσει; Μήπως δεν είναι ν’ αφήσεις λεύτερη τη μωρία σου ν’ αστράψει, για να περιγελάσει τη σοφία σου;
Ή μήπως είν’ αυτό: να παρατάμε τον αγώνα μας τη στιγμή που γιορτάζει τη νίκη του; Ή το να σκαρφαλώνουμε σε κορυφές τετράψηλες για να πειράζουμε τον Πειρασμό; Ή μήπως είν’ αυτό: να θρεφόμαστε με τα βελανίδια και τα χόρτα της γνώσης κι από την πείνα η ψυχή να τυραγνιέται για χάρη της αλήθειας;
Ή μήπως είν’ αυτό: να ’μαστέ άρρωστοι και να στέλνουμε όσους μας παρηγοράν στο σπίτι τους, και μετά αρχινάμε τις φιλίες με κουφούς που δεν ακούν ποτέ τι θέλουμε;
Ή μήπως είν’ αυτό: να βυθιζόμαστε μέσα στο βρόμικο νερό, όταν αυτό είναι το νερό της αλήθειας και να μη σπρώχνουμε από κοντά μας τα παγερά βατράχια και τους χλιαρούς φρύνους;
Ή μήπως είν’ αυτό: ν’ αγαπάμε όσους μας περιφρονάν και να δίνουμε το χέρι στο φάντασμα όταν θέλει να μας σκιάξει;
Όλα τούτα τα βαριά, τα φορτώνεται το υπομονετικό πνεύμα: καθώς η Καμήλα που δράμει φορτωμένη κατά την έρημο, έτσι κι αυτό τρέχει κατά την έρημό του.
Όμως μέσα στην πιο ερημικιά την έρημο, πλαστουργείται η δεύτερη μεταμόρφωση: εκεί το πνεύμα γίνεται Λεοντάρι, θέλει να κατακτήσει λευτεριά να γίνει ο κυρίαρχος της δικιάς του ερήμου.
Γυρεύει εκεί τον ύστερό του αφέντη: θέλει να γίνει εχτρός του, όπως και του ύστερου θεού του, και πολεμώντας, θέλει να νικήσει το μεγάλο Δράκο. Ποιος είναι ο μεγάλος Δράκος, που δε θέλει πια το πνεύμα να τον λέει μήτε θεό, μήτε αφέντη;
«Οφείλεις» ονομάζεται ο μεγάλος δράκος. Όμως του Λεονταριού το πνεύμα λέει, «θέλω».
Το «Οφείλεις» ορθώνεται στη στράτα σου όλο από μάλαμα και λάμπος και από λέπια ένα θηρίο, κι απάνω σε καθένα λέπι, λάμπει με μάλαμα γραμμένο, κι ένα «Οφείλεις.»
Χιλιαδόχρονες αξίες αστράφτουν πάνω σε τούτα δω τα λέπια, κι αυτά είπ’ ο πιο φοβερός απ’ όλους τους δράκους: όλη η αξία των πραγμάτων λάμπει απάνω μου».
«Κάθε αξία ήταν κιόλας δημιουργημένη, και κάθε δημιουργημένη αξία, είμ’ εγώ. Αληθινά, δεν πρέπει πια να μείνει μήτ’ ένα «Θέλω». Αυτά λέει ο Δράκος.
Αδερφοί μου, τι το χρειαζόμαστε το Λεοντάρι μέσα στο πνεύμα; γιατί δεν μας φτάνει το υπομονετικό ζώο, το όλο εθελοθυσία και σεβασμό;
Να δημιουργήσει καινούριες αξίες, αυτό μήτε το Λεοντάρι μπορεί να το καταφέρει: μα θ’ αποκτήσει λευτεριά για μια καινούρια δημιουργία, αυτό του Λεονταριού η ρώμη το μπορεί.
Για ν’ αποκτήσει λευτεριά και να κράξει ένα όχι ιερό, ακόμα και μπροστά στο χρέος: Να, γιατί μας χρειάζεται αδερφοί το Λεοντάρι.
Να αποκτήσει δικαίωμα να δημιουργήσει καινούριες αξίες, αυτό είναι το πιο τρομερό απόκτημα για ένα υπομονετικό και από σεβασμό γιομάτο πνεύμα.
Αληθινά, σαν αρπαγή του μοιάζει αυτό κι ωσάν αρπαχτικού ζώου έργο.
Ωσάν το πιο ιερό του και όσιο, το «οφείλεις» αγαπούσε έναν καιρό: τώρα λοιπόν πρέπει να ανακαλύψει πλάνη κι αυθαιρεσία ακόμα και σ’ αυτό το πιο ιερό, για να τό κατορθώσει απ’ την αγάπη του να κλέψει ελευθερία. Το Λεοντάρι έχει ανάγκη από τέτοια αρπαγή.
Αλλά πέστε μου, αδερφοί μου, τι μπορεί να κατορθώσει το Παιδί που μήτε το Λεοντάρι δεν μπορεί να κατορθώσει;
Γιατί χρειάζεται τ’ αρπαχτικό Λεοντάρι να γίνει Παιδί;
Αθωότητα είναι το Παιδί, και λησμονιά ένα ξενάρχισμα, ένα παιχνίδι. Ένας αυθόρμητα στροβιλιζόμενος τροχός, μια πρώτη κίνηση, ένα άγιο Ναι.
Ναι, στο παιχνίδι της δημιουργίας, αδερφοί μου, έχει ανάγκη έν’ άγιο Ναι: τη δίκιά του θέληση θέλει τώρα το πνεύμα, το δικό του κόσμο θέλει να ξαναποχτήσει εκείνος που έχασε τον κόσμο.
Σας μίλησα για τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος: με ποιο τρόπο το πνεύμα έγινε Καμήλα, πώς η Καμήλα έγινε Λεοντάρι και πώς το Λεοντάρι έγινε Παιδί.»
Αυτά είπε ο Ζαρατούστρας. Και τον καιρό εκείνο, κατοικούσε στην πόλη που λεγόταν: η παρδαλή Αγελάδα.
Νίτσε, Τάδε έφη Ζαρατούστρας
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2022
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ
ΘΟΥΚ 6.30.1–6.32.2
Μέσα στο γενικότερο κλίμα καχυποψίας και ανασφάλειας που επικράτησε στην Αθήνα μετά τον ακρωτηριασμό των "Ερμών" (βλ. σχετικά ΘΟΥΚ 6.27.1–6.29.3), οι εχθροί του Αλκιβιάδη τον κατηγόρησαν για συμμετοχή σε παλαιότερες ιερόσυλες πράξεις. Αυτός απαίτησε να δικαστεί πριν από την αναχώρηση του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος για τη Σικελία, όμως το αίτημά του δεν έγινε δεκτό.
[6.30.1] Μετὰ δὲ ταῦτα θέρους μεσοῦντος ἤδη ἡ ἀναγωγὴ ἐγίγνετο
ἐς τὴν Σικελίαν. τῶν μὲν οὖν ξυμμάχων τοῖς πλείστοις καὶ
ταῖς σιταγωγοῖς ὁλκάσι καὶ τοῖς πλοίοις καὶ ὅση ἄλλη παρα-
σκευὴ ξυνείπετο πρότερον εἴρητο ἐς Κέρκυραν ξυλλέγεσθαι
ὡς ἐκεῖθεν ἁθρόοις ἐπὶ ἄκραν Ἰαπυγίαν τὸν Ἰόνιον δια-
βαλοῦσιν· αὐτοὶ δ’ Ἀθηναῖοι καὶ εἴ τινες τῶν ξυμμάχων
παρῆσαν, ἐς τὸν Πειραιᾶ καταβάντες ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ ἅμα ἕῳ
ἐπλήρουν τὰς ναῦς ὡς ἀναξόμενοι. [6.30.2] ξυγκατέβη δὲ καὶ ὁ ἄλλος
ὅμιλος ἅπας ὡς εἰπεῖν ὁ ἐν τῇ πόλει καὶ ἀστῶν καὶ ξένων,
οἱ μὲν ἐπιχώριοι τοὺς σφετέρους αὐτῶν ἕκαστοι προπέμποντες,
οἱ μὲν ἑταίρους, οἱ δὲ ξυγγενεῖς, οἱ δὲ υἱεῖς, καὶ μετ’ ἐλπίδος
τε ἅμα ἰόντες καὶ ὀλοφυρμῶν, τὰ μὲν ὡς κτήσοιντο, τοὺς δ’
εἴ ποτε ὄψοιντο, ἐνθυμούμενοι ὅσον πλοῦν ἐκ τῆς σφετέρας
ἀπεστέλλοντο. [6.31.1] καὶ ἐν τῷ παρόντι καιρῷ, ὡς ἤδη ἔμελλον
μετὰ κινδύνων ἀλλήλους ἀπολιπεῖν, μᾶλλον αὐτοὺς ἐσῄει τὰ
δεινὰ ἢ ὅτε ἐψηφίζοντο πλεῖν· ὅμως δὲ τῇ παρούσῃ ῥώμῃ,
διὰ τὸ πλῆθος ἑκάστων ὧν ἑώρων, τῇ ὄψει ἀνεθάρσουν. οἱ
δὲ ξένοι καὶ ὁ ἄλλος ὄχλος κατὰ θέαν ἧκεν ὡς ἐπ’ ἀξιόχρεων
καὶ ἄπιστον διάνοιαν. παρασκευὴ γὰρ αὕτη πρώτη ἐκπλεύ-
σασα μιᾶς πόλεως δυνάμει Ἑλληνικῇ πολυτελεστάτη δὴ καὶ
εὐπρεπεστάτη τῶν ἐς ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐγένετο. [6.31.2] ἀριθμῷ
δὲ νεῶν καὶ ὁπλιτῶν καὶ ἡ ἐς Ἐπίδαυρον μετὰ Περικλέους
καὶ ἡ αὐτὴ ἐς Ποτείδαιαν μετὰ Ἅγνωνος οὐκ ἐλάσσων ἦν·
τετράκις γὰρ χίλιοι ὁπλῖται αὐτῶν Ἀθηναίων καὶ τριακόσιοι
ἱππῆς καὶ τριήρεις ἑκατόν, καὶ Λεσβίων καὶ Χίων πεντήκοντα,
καὶ ξύμμαχοι ἔτι πολλοὶ ξυνέπλευσαν. [6.31.3] ἀλλὰ ἐπί τε βραχεῖ
πλῷ ὡρμήθησαν καὶ παρασκευῇ φαύλῃ, οὗτος δὲ ὁ στόλος
ὡς χρόνιός τε ἐσόμενος καὶ κατ’ ἀμφότερα, οὗ ἂν δέῃ, καὶ
ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθείς, τὸ μὲν ναυτικὸν μεγάλαις
δαπάναις τῶν τε τριηράρχων καὶ τῆς πόλεως ἐκπονηθέν, τοῦ
μὲν δημοσίου δραχμὴν τῆς ἡμέρας τῷ ναύτῃ ἑκάστῳ διδόντος
καὶ ναῦς παρασχόντος κενὰς ἑξήκοντα μὲν ταχείας, τεσσα-
ράκοντα δὲ ὁπλιταγωγοὺς καὶ ὑπηρεσίας ταύταις τὰς κρατί-
στας, τῶν <δὲ> τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου
μισθῷ διδόντων τοῖς θρανίταις τῶν ναυτῶν καὶ ταῖς ὑπηρεσίαις
καὶ τἆλλα σημείοις καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένων,
καὶ ἐς τὰ μακρότατα προθυμηθέντος ἑνὸς ἑκάστου ὅπως αὐτῷ
τινὶ εὐπρεπείᾳ τε ἡ ναῦς μάλιστα προέξει καὶ τῷ ταχυναυτεῖν,
τὸ δὲ πεζὸν καταλόγοις τε χρηστοῖς ἐκκριθὲν καὶ ὅπλων καὶ
τῶν περὶ τὸ σῶμα σκευῶν μεγάλῃ σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους
ἁμιλληθέν. [6.31.4] ξυνέβη δὲ πρός τε σφᾶς αὐτοὺς ἅμα ἔριν
γενέσθαι, ᾧ τις ἕκαστος προσετάχθη, καὶ ἐς τοὺς ἄλλους
Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ
ἐξουσίας ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευήν. [6.31.5] εἰ γάρ τις ἐλογίσατο
τήν τε τῆς πόλεως ἀνάλωσιν δημοσίαν καὶ τῶν στρατευο-
μένων τὴν ἰδίαν, τῆς μὲν πόλεως ὅσα τε ἤδη προετετελέκει
καὶ ἃ ἔχοντας τοὺς στρατηγοὺς ἀπέστελλε, τῶν δὲ ἰδιωτῶν
ἅ τε περὶ τὸ σῶμά τις καὶ τριήραρχος ἐς τὴν ναῦν ἀνηλώκει
καὶ ὅσα ἔτι ἔμελλεν ἀναλώσειν, χωρὶς δ’ ἃ εἰκὸς ἦν καὶ ἄνευ
τοῦ ἐκ τοῦ δημοσίου μισθοῦ πάντα τινὰ παρασκευάσασθαι
ἐφόδιον ὡς ἐπὶ χρόνιον στρατείαν, καὶ ὅσα ἐπὶ μεταβολῇ
τις ἢ στρατιώτης ἢ ἔμπορος ἔχων ἔπλει, πολλὰ ἂν τάλαντα
ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τὰ πάντα ἐξαγόμενα. [6.31.6] καὶ ὁ στόλος
οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει καὶ ὄψεως λαμπρότητι περι-
βόητος ἐγένετο ἢ στρατιᾶς πρὸς οὓς ἐπῇσαν ὑπερβολῇ, καὶ
ὅτι μέγιστος ἤδη διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας καὶ ἐπὶ μεγίστῃ
ἐλπίδι τῶν μελλόντων πρὸς τὰ ὑπάρχοντα ἐπεχειρήθη.
[6.32.1] Ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη
ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι, τῇ μὲν σάλπιγγι σιωπὴ
ὑπεσημάνθη, εὐχὰς δὲ τὰς νομιζομένας πρὸ τῆς ἀναγωγῆς
οὐ κατὰ ναῦν ἑκάστην, ξύμπαντες δὲ ὑπὸ κήρυκος ἐποιοῦντο,
κρατῆράς τε κεράσαντες παρ’ ἅπαν τὸ στράτευμα καὶ ἐκπώ-
μασι χρυσοῖς τε καὶ ἀργυροῖς οἵ τε ἐπιβάται καὶ οἱ ἄρχοντες
σπένδοντες. [6.32.2] ξυνεπηύχοντο δὲ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ὁ ἐκ τῆς
γῆς τῶν τε πολιτῶν καὶ εἴ τις ἄλλος εὔνους παρῆν σφίσιν.
παιανίσαντες δὲ καὶ τελεώσαντες τὰς σπονδὰς ἀνήγοντο,
καὶ ἐπὶ κέρως τὸ πρῶτον ἐκπλεύσαντες ἅμιλλαν ἤδη μέχρι
Αἰγίνης ἐποιοῦντο. καὶ οἱ μὲν ἐς τὴν Κέρκυραν, ἔνθαπερ
καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα τῶν ξυμμάχων ξυνελέγετο, ἠπείγοντο
ἀφικέσθαι.
[6.31.1] Και τη στιγμή εκείνη, στο σημείο που ήταν πια να χωριστούν για να ριχτούνε στον κίντυνο, τους έρχονταν στο νου η φοβέρα του πολέμου περισσότερο παρά την ώρα που ψήφιζαν για την εκστρατεία· έπαιρναν όμως πάλι κουράγιο από το θέαμα, βλέποντας με τα ίδια τους τα μάτια πόσο μεγάλα και δυνατά ήταν όλα. Οι ξένοι πάλι και το υπόλοιπο πλήθος πήγαιναν να θαμάξουν με την ιδέα πως ήταν κάτι αξιομνημόνευτο, κι απίστευτο και με τη φαντασία ακόμα. Γιατί αυτός ο στόλος και ο καταρτισμός του ήταν ο πρώτος που ξεκινούσε από μια μόνο πολιτεία με αποκλειστικά ελληνικές δυνάμεις και ήταν ο πιο πολυέξοδος και ο πιο λαμπρά καταρτισμένος απ' όλους που είχαν εκστρατεύσει ποτέ ως την εποχή εκείνη. [6.31.2] Σε αριθμό καραβιών και στρατιωτών δεν ήταν κατώτερες ούτε η εκστρατεία ενάντια στην Επίδαυρο με τον Περικλή, ούτε η άλλη στην Ποτείδαια με τον Άγνωνα· γιατί είχαν τότε πάει τέσσερις χιλιάδες βαριά αρματωμένοι στρατιώτες από την ίδια την Αθήνα και τρακόσιοι καβαλλάρηδες κ' εκατό πολεμικά, και αλλά πενήντα Χιώτικα και Μυτιληναίικα, κι ακόμα κι άλλοι σύμμαχοι πολλοί· [6.31.3] αλλά είχαν ξεκινήσει για μικρό θαλασσινό ταξίδι και με πολύ πρόχειρη εξάρτυση· τούτη όμως η εκστρατεία ξεκινούσε με την προϋπόθεση πως θα κρατούσε πολύ καιρό, κ' ήταν εφοδιασμένη με όλα όσα θα χρειάζονταν και για τα δύο, για τα καράβια και για το πεζικό· το ναυτικό είχε προετοιμαστεί με μεγάλα έξοδα, τόσο της πολιτείας όσο και των πλοιάρχων κάθε πολεμικού, γιατί το δημόσιο από τη μια μεριά έδινε σε κάθε ναύτη μια δραχμή την ήμερα και προμήθεψε και τα καράβια χωρίς ξάρτια, εξήντα γοργοτάξιδα και σαράντα για τη μεταφορά του στρατού, και όλους τους κωπηλάτες γι' αυτά διαλέγοντας τους καλύτερους, ενώ οι πλοίαρχοι έδιναν πρόσθετο επίδομα στους θρανίτες από τους ναύτες, εξόν από το μισθό που έπαιρναν από το δημόσιο και σ' όλα τ' άλλα είχαν προμηθέψει πλούσιες γοργόνες και άλλα ξάρτια, και είχε δείξει ο καθένας ζήλο ως εκεί που δεν παίρνει να ξεχωρίσει το δικό του καράβι με κάποιο χτυπητό γνώρισμα και με τη γρηγοράδα του. Στο πεζικό πάλι είχαν οι άντρες ξεδιαλεχτεί από τους καταλόγους των πιο γενναίων και δυνατών νέων, και παράβγαιναν μεταξύ τους πολύ σοβαρά ποιος θα είχε τα καλύτερα άρματα και τα πιο ωραία στολίδια γύρω στο σώμα του. [6.31.4] Και κατέληξε και μεταξύ τους να μαλώνουν στη δουλειά που είχε ταχθεί ο καθένας και θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως επρόκειτο περισσότερο για επίδειξη της δύναμης και του μεγαλείου της Αθήνας στους άλλους Έλληνες, παρά για προετοιμασία εκστρατείας ενάντια σ' εχτρούς. [6.31.5] Γιατί αν λογάριαζε κανείς τι είχε ξοδέψει η πολιτεία από το δημόσιο ταμείο κι όσοι έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία από τα δικά τους, η πολιτεία δηλαδή όσα είχε κι όλας πληρώσει κι όσα είχε δώσει να 'χουνε μαζί τους οι στρατηγοί που έστελνε, οι ιδιώτες πάλι όσα είχε ξοδέψει ο καθένας για τον προσωπικό του οπλισμό κι ο κάθε τριήραρχος για το καράβι του κι όσα έμελλε ακόμα να ξοδέψει, κ' εξόν απ' αυτά όσα ήταν επόμενο να είχε προμηθευτεί ο καθένας ανεξάρτητα από το μισθό που έπαιρνε από το δημόσιο, προμήθεια που θα του χρειάζονταν για το ταξίδι, με την ιδέα πως η εκστρατεία θα διαρκούσε πολύν καιρό κι ακόμη όσα πράματα έπαιρνε μαζί του κάθε έμπορος ή στρατιώτης που σκόπευε να πουλήσει στην ανάγκη, θα 'βρισκε πολλά τα τάλαντα που έβγαιναν από την πολιτεία. [6.31.6] Και το εκστρατευτικό σώμα που ξεκινούσε στάθηκε πιο ξακουστό για το σάστισμα που προκαλούσε η τόλμη του και για το λαμπρό θέαμα που παρουσίαζε παρά για την υπεροχή του απέναντι σε κείνους που πήγαινε να χτυπήσει· φημίστηκε επίσης γιατί ήταν το μεγαλύτερο ταξίδι μεσ' από την ανοιχτή θάλασσα μακριά από την πατρίδα τους και γιατί το ανέλαβαν με την ελπίδα να καταχτήσουν τόσα μεγάλα μέρη σχετικά με όσα είχαν.
[6.32.1] Όταν πια τα καράβια είχαν επανδρωθεί και είχαν φορτωθεί όλα όσα έμελλαν να 'χουν πριν ανοιχτούνε στο πέλαγο, σαλπίστηκε το σήμα για να γίνει σιωπή, και έκαναν τις προσευχές που ήταν οι συνειθισμένες πριν από κάθε θαλασσινό ταξίδι, όχι κάθε καράβι χωριστά, αλλά όλα μαζί, με το κανονάρχισμα ενός κήρυκα κι από μεγάλα δοχεία όπου είχαν ανακατέψει το κρασί κοντά σε όλα τα τμήματα του στρατού έκαναν σπονδές τόσο οι απλοί στρατιώτες όσο και οι αξιωματικοί, ανασύροντας την προσφορά με χρυσά και ασημένια κροντήρια. [6.32.2] Κ' ένωσαν τη φωνή τους στις ίδιες προσευχές και το άλλο πλήθος οι άνθρωποι που τους έβλεπαν από τη στεριά, τόσο οι πολίτες όσο κι όποιοι άλλοι ήθελαν το καλό τους. Κι αφού τραγούδησαν τους παιάνες και τελείωσαν οι σπονδές ανοίχτηκαν στο πέλαγο, και ξεκινώντας πρώτα στη σειρά το ένα καράβι πίσω από το άλλο, άρχισαν ύστερα να παρατρέχουν ποιο θα φτάσει πρώτο στην Αίγινα. Έτσι βιάζονταν αυτοί να πάνε στην Κέρκυρα, όπου στο μεταξύ συγκεντρώνονταν και τα στρατεύματα των συμμάχων.
ΘΟΥΚ 6.30.1–6.32.2
Η αναχώρηση του στόλου για τη Σικελία
Μέσα στο γενικότερο κλίμα καχυποψίας και ανασφάλειας που επικράτησε στην Αθήνα μετά τον ακρωτηριασμό των "Ερμών" (βλ. σχετικά ΘΟΥΚ 6.27.1–6.29.3), οι εχθροί του Αλκιβιάδη τον κατηγόρησαν για συμμετοχή σε παλαιότερες ιερόσυλες πράξεις. Αυτός απαίτησε να δικαστεί πριν από την αναχώρηση του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος για τη Σικελία, όμως το αίτημά του δεν έγινε δεκτό.
[6.30.1] Μετὰ δὲ ταῦτα θέρους μεσοῦντος ἤδη ἡ ἀναγωγὴ ἐγίγνετο
ἐς τὴν Σικελίαν. τῶν μὲν οὖν ξυμμάχων τοῖς πλείστοις καὶ
ταῖς σιταγωγοῖς ὁλκάσι καὶ τοῖς πλοίοις καὶ ὅση ἄλλη παρα-
σκευὴ ξυνείπετο πρότερον εἴρητο ἐς Κέρκυραν ξυλλέγεσθαι
ὡς ἐκεῖθεν ἁθρόοις ἐπὶ ἄκραν Ἰαπυγίαν τὸν Ἰόνιον δια-
βαλοῦσιν· αὐτοὶ δ’ Ἀθηναῖοι καὶ εἴ τινες τῶν ξυμμάχων
παρῆσαν, ἐς τὸν Πειραιᾶ καταβάντες ἐν ἡμέρᾳ ῥητῇ ἅμα ἕῳ
ἐπλήρουν τὰς ναῦς ὡς ἀναξόμενοι. [6.30.2] ξυγκατέβη δὲ καὶ ὁ ἄλλος
ὅμιλος ἅπας ὡς εἰπεῖν ὁ ἐν τῇ πόλει καὶ ἀστῶν καὶ ξένων,
οἱ μὲν ἐπιχώριοι τοὺς σφετέρους αὐτῶν ἕκαστοι προπέμποντες,
οἱ μὲν ἑταίρους, οἱ δὲ ξυγγενεῖς, οἱ δὲ υἱεῖς, καὶ μετ’ ἐλπίδος
τε ἅμα ἰόντες καὶ ὀλοφυρμῶν, τὰ μὲν ὡς κτήσοιντο, τοὺς δ’
εἴ ποτε ὄψοιντο, ἐνθυμούμενοι ὅσον πλοῦν ἐκ τῆς σφετέρας
ἀπεστέλλοντο. [6.31.1] καὶ ἐν τῷ παρόντι καιρῷ, ὡς ἤδη ἔμελλον
μετὰ κινδύνων ἀλλήλους ἀπολιπεῖν, μᾶλλον αὐτοὺς ἐσῄει τὰ
δεινὰ ἢ ὅτε ἐψηφίζοντο πλεῖν· ὅμως δὲ τῇ παρούσῃ ῥώμῃ,
διὰ τὸ πλῆθος ἑκάστων ὧν ἑώρων, τῇ ὄψει ἀνεθάρσουν. οἱ
δὲ ξένοι καὶ ὁ ἄλλος ὄχλος κατὰ θέαν ἧκεν ὡς ἐπ’ ἀξιόχρεων
καὶ ἄπιστον διάνοιαν. παρασκευὴ γὰρ αὕτη πρώτη ἐκπλεύ-
σασα μιᾶς πόλεως δυνάμει Ἑλληνικῇ πολυτελεστάτη δὴ καὶ
εὐπρεπεστάτη τῶν ἐς ἐκεῖνον τὸν χρόνον ἐγένετο. [6.31.2] ἀριθμῷ
δὲ νεῶν καὶ ὁπλιτῶν καὶ ἡ ἐς Ἐπίδαυρον μετὰ Περικλέους
καὶ ἡ αὐτὴ ἐς Ποτείδαιαν μετὰ Ἅγνωνος οὐκ ἐλάσσων ἦν·
τετράκις γὰρ χίλιοι ὁπλῖται αὐτῶν Ἀθηναίων καὶ τριακόσιοι
ἱππῆς καὶ τριήρεις ἑκατόν, καὶ Λεσβίων καὶ Χίων πεντήκοντα,
καὶ ξύμμαχοι ἔτι πολλοὶ ξυνέπλευσαν. [6.31.3] ἀλλὰ ἐπί τε βραχεῖ
πλῷ ὡρμήθησαν καὶ παρασκευῇ φαύλῃ, οὗτος δὲ ὁ στόλος
ὡς χρόνιός τε ἐσόμενος καὶ κατ’ ἀμφότερα, οὗ ἂν δέῃ, καὶ
ναυσὶ καὶ πεζῷ ἅμα ἐξαρτυθείς, τὸ μὲν ναυτικὸν μεγάλαις
δαπάναις τῶν τε τριηράρχων καὶ τῆς πόλεως ἐκπονηθέν, τοῦ
μὲν δημοσίου δραχμὴν τῆς ἡμέρας τῷ ναύτῃ ἑκάστῳ διδόντος
καὶ ναῦς παρασχόντος κενὰς ἑξήκοντα μὲν ταχείας, τεσσα-
ράκοντα δὲ ὁπλιταγωγοὺς καὶ ὑπηρεσίας ταύταις τὰς κρατί-
στας, τῶν <δὲ> τριηράρχων ἐπιφοράς τε πρὸς τῷ ἐκ δημοσίου
μισθῷ διδόντων τοῖς θρανίταις τῶν ναυτῶν καὶ ταῖς ὑπηρεσίαις
καὶ τἆλλα σημείοις καὶ κατασκευαῖς πολυτελέσι χρησαμένων,
καὶ ἐς τὰ μακρότατα προθυμηθέντος ἑνὸς ἑκάστου ὅπως αὐτῷ
τινὶ εὐπρεπείᾳ τε ἡ ναῦς μάλιστα προέξει καὶ τῷ ταχυναυτεῖν,
τὸ δὲ πεζὸν καταλόγοις τε χρηστοῖς ἐκκριθὲν καὶ ὅπλων καὶ
τῶν περὶ τὸ σῶμα σκευῶν μεγάλῃ σπουδῇ πρὸς ἀλλήλους
ἁμιλληθέν. [6.31.4] ξυνέβη δὲ πρός τε σφᾶς αὐτοὺς ἅμα ἔριν
γενέσθαι, ᾧ τις ἕκαστος προσετάχθη, καὶ ἐς τοὺς ἄλλους
Ἕλληνας ἐπίδειξιν μᾶλλον εἰκασθῆναι τῆς δυνάμεως καὶ
ἐξουσίας ἢ ἐπὶ πολεμίους παρασκευήν. [6.31.5] εἰ γάρ τις ἐλογίσατο
τήν τε τῆς πόλεως ἀνάλωσιν δημοσίαν καὶ τῶν στρατευο-
μένων τὴν ἰδίαν, τῆς μὲν πόλεως ὅσα τε ἤδη προετετελέκει
καὶ ἃ ἔχοντας τοὺς στρατηγοὺς ἀπέστελλε, τῶν δὲ ἰδιωτῶν
ἅ τε περὶ τὸ σῶμά τις καὶ τριήραρχος ἐς τὴν ναῦν ἀνηλώκει
καὶ ὅσα ἔτι ἔμελλεν ἀναλώσειν, χωρὶς δ’ ἃ εἰκὸς ἦν καὶ ἄνευ
τοῦ ἐκ τοῦ δημοσίου μισθοῦ πάντα τινὰ παρασκευάσασθαι
ἐφόδιον ὡς ἐπὶ χρόνιον στρατείαν, καὶ ὅσα ἐπὶ μεταβολῇ
τις ἢ στρατιώτης ἢ ἔμπορος ἔχων ἔπλει, πολλὰ ἂν τάλαντα
ηὑρέθη ἐκ τῆς πόλεως τὰ πάντα ἐξαγόμενα. [6.31.6] καὶ ὁ στόλος
οὐχ ἧσσον τόλμης τε θάμβει καὶ ὄψεως λαμπρότητι περι-
βόητος ἐγένετο ἢ στρατιᾶς πρὸς οὓς ἐπῇσαν ὑπερβολῇ, καὶ
ὅτι μέγιστος ἤδη διάπλους ἀπὸ τῆς οἰκείας καὶ ἐπὶ μεγίστῃ
ἐλπίδι τῶν μελλόντων πρὸς τὰ ὑπάρχοντα ἐπεχειρήθη.
[6.32.1] Ἐπειδὴ δὲ αἱ νῆες πλήρεις ἦσαν καὶ ἐσέκειτο πάντα ἤδη
ὅσα ἔχοντες ἔμελλον ἀνάξεσθαι, τῇ μὲν σάλπιγγι σιωπὴ
ὑπεσημάνθη, εὐχὰς δὲ τὰς νομιζομένας πρὸ τῆς ἀναγωγῆς
οὐ κατὰ ναῦν ἑκάστην, ξύμπαντες δὲ ὑπὸ κήρυκος ἐποιοῦντο,
κρατῆράς τε κεράσαντες παρ’ ἅπαν τὸ στράτευμα καὶ ἐκπώ-
μασι χρυσοῖς τε καὶ ἀργυροῖς οἵ τε ἐπιβάται καὶ οἱ ἄρχοντες
σπένδοντες. [6.32.2] ξυνεπηύχοντο δὲ καὶ ὁ ἄλλος ὅμιλος ὁ ἐκ τῆς
γῆς τῶν τε πολιτῶν καὶ εἴ τις ἄλλος εὔνους παρῆν σφίσιν.
παιανίσαντες δὲ καὶ τελεώσαντες τὰς σπονδὰς ἀνήγοντο,
καὶ ἐπὶ κέρως τὸ πρῶτον ἐκπλεύσαντες ἅμιλλαν ἤδη μέχρι
Αἰγίνης ἐποιοῦντο. καὶ οἱ μὲν ἐς τὴν Κέρκυραν, ἔνθαπερ
καὶ τὸ ἄλλο στράτευμα τῶν ξυμμάχων ξυνελέγετο, ἠπείγοντο
ἀφικέσθαι.
***
[6.30.1] Ύστερα απ' αυτά, στα μισά πια του καλοκαιριού, άρχισαν να ξεκινάν για τη Σικελία. Στα περισσότερα καράβια των συμμάχων και στα φορτηγά που μετέφεραν το σιτάρι και σ' άλλα πλεούμενα κι όλη την άλλη νηοπομπή που ακολουθούσε την εκστρατεία είχε δοθεί η εντολή να μαζευτούνε στην Κέρκυρα με το σκοπό να περάσουν το Ιόνιο πέλαγος όλοι μαζί προς το ακρωτήρι Ιαπυγία· οι Αθηναίοι οι ίδιοι κι όσοι λίγοι σύμμαχοι βρίσκονταν στην Αθήνα κατέβηκαν στον Πειραιά την ορισμένη μέρα και μπήκαν ως πληρώματα στα καράβια γιατί επρόκειτο να σηκώσουν άγκυρα. [6.30.2] Και μαζί τους κατέβηκε και σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός σα να πούμε, της πολιτείας, τόσο οι πολίτες, όσο κ' οι ξένοι, οι εντόπιοι βέβαια για να ξεπροβοδίσει ο καθένας τους δικούς του, άλλοι συντρόφους, άλλοι συγγενείς, άλλοι γιους, και βάδιζαν μ' ελπίδες μαζί και θρήνους, ελπίζοντας να κυριέψουνε μεγάλα μέρη και κλαίγοντας από το φόβο μη δεν τους ξανάβλεπαν πια, γιατί στοχάζονταν σε πόσο μακρύ ταξίδι από τον τόπο τους τούς έστελναν.[6.31.1] Και τη στιγμή εκείνη, στο σημείο που ήταν πια να χωριστούν για να ριχτούνε στον κίντυνο, τους έρχονταν στο νου η φοβέρα του πολέμου περισσότερο παρά την ώρα που ψήφιζαν για την εκστρατεία· έπαιρναν όμως πάλι κουράγιο από το θέαμα, βλέποντας με τα ίδια τους τα μάτια πόσο μεγάλα και δυνατά ήταν όλα. Οι ξένοι πάλι και το υπόλοιπο πλήθος πήγαιναν να θαμάξουν με την ιδέα πως ήταν κάτι αξιομνημόνευτο, κι απίστευτο και με τη φαντασία ακόμα. Γιατί αυτός ο στόλος και ο καταρτισμός του ήταν ο πρώτος που ξεκινούσε από μια μόνο πολιτεία με αποκλειστικά ελληνικές δυνάμεις και ήταν ο πιο πολυέξοδος και ο πιο λαμπρά καταρτισμένος απ' όλους που είχαν εκστρατεύσει ποτέ ως την εποχή εκείνη. [6.31.2] Σε αριθμό καραβιών και στρατιωτών δεν ήταν κατώτερες ούτε η εκστρατεία ενάντια στην Επίδαυρο με τον Περικλή, ούτε η άλλη στην Ποτείδαια με τον Άγνωνα· γιατί είχαν τότε πάει τέσσερις χιλιάδες βαριά αρματωμένοι στρατιώτες από την ίδια την Αθήνα και τρακόσιοι καβαλλάρηδες κ' εκατό πολεμικά, και αλλά πενήντα Χιώτικα και Μυτιληναίικα, κι ακόμα κι άλλοι σύμμαχοι πολλοί· [6.31.3] αλλά είχαν ξεκινήσει για μικρό θαλασσινό ταξίδι και με πολύ πρόχειρη εξάρτυση· τούτη όμως η εκστρατεία ξεκινούσε με την προϋπόθεση πως θα κρατούσε πολύ καιρό, κ' ήταν εφοδιασμένη με όλα όσα θα χρειάζονταν και για τα δύο, για τα καράβια και για το πεζικό· το ναυτικό είχε προετοιμαστεί με μεγάλα έξοδα, τόσο της πολιτείας όσο και των πλοιάρχων κάθε πολεμικού, γιατί το δημόσιο από τη μια μεριά έδινε σε κάθε ναύτη μια δραχμή την ήμερα και προμήθεψε και τα καράβια χωρίς ξάρτια, εξήντα γοργοτάξιδα και σαράντα για τη μεταφορά του στρατού, και όλους τους κωπηλάτες γι' αυτά διαλέγοντας τους καλύτερους, ενώ οι πλοίαρχοι έδιναν πρόσθετο επίδομα στους θρανίτες από τους ναύτες, εξόν από το μισθό που έπαιρναν από το δημόσιο και σ' όλα τ' άλλα είχαν προμηθέψει πλούσιες γοργόνες και άλλα ξάρτια, και είχε δείξει ο καθένας ζήλο ως εκεί που δεν παίρνει να ξεχωρίσει το δικό του καράβι με κάποιο χτυπητό γνώρισμα και με τη γρηγοράδα του. Στο πεζικό πάλι είχαν οι άντρες ξεδιαλεχτεί από τους καταλόγους των πιο γενναίων και δυνατών νέων, και παράβγαιναν μεταξύ τους πολύ σοβαρά ποιος θα είχε τα καλύτερα άρματα και τα πιο ωραία στολίδια γύρω στο σώμα του. [6.31.4] Και κατέληξε και μεταξύ τους να μαλώνουν στη δουλειά που είχε ταχθεί ο καθένας και θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως επρόκειτο περισσότερο για επίδειξη της δύναμης και του μεγαλείου της Αθήνας στους άλλους Έλληνες, παρά για προετοιμασία εκστρατείας ενάντια σ' εχτρούς. [6.31.5] Γιατί αν λογάριαζε κανείς τι είχε ξοδέψει η πολιτεία από το δημόσιο ταμείο κι όσοι έπαιρναν μέρος στην εκστρατεία από τα δικά τους, η πολιτεία δηλαδή όσα είχε κι όλας πληρώσει κι όσα είχε δώσει να 'χουνε μαζί τους οι στρατηγοί που έστελνε, οι ιδιώτες πάλι όσα είχε ξοδέψει ο καθένας για τον προσωπικό του οπλισμό κι ο κάθε τριήραρχος για το καράβι του κι όσα έμελλε ακόμα να ξοδέψει, κ' εξόν απ' αυτά όσα ήταν επόμενο να είχε προμηθευτεί ο καθένας ανεξάρτητα από το μισθό που έπαιρνε από το δημόσιο, προμήθεια που θα του χρειάζονταν για το ταξίδι, με την ιδέα πως η εκστρατεία θα διαρκούσε πολύν καιρό κι ακόμη όσα πράματα έπαιρνε μαζί του κάθε έμπορος ή στρατιώτης που σκόπευε να πουλήσει στην ανάγκη, θα 'βρισκε πολλά τα τάλαντα που έβγαιναν από την πολιτεία. [6.31.6] Και το εκστρατευτικό σώμα που ξεκινούσε στάθηκε πιο ξακουστό για το σάστισμα που προκαλούσε η τόλμη του και για το λαμπρό θέαμα που παρουσίαζε παρά για την υπεροχή του απέναντι σε κείνους που πήγαινε να χτυπήσει· φημίστηκε επίσης γιατί ήταν το μεγαλύτερο ταξίδι μεσ' από την ανοιχτή θάλασσα μακριά από την πατρίδα τους και γιατί το ανέλαβαν με την ελπίδα να καταχτήσουν τόσα μεγάλα μέρη σχετικά με όσα είχαν.
[6.32.1] Όταν πια τα καράβια είχαν επανδρωθεί και είχαν φορτωθεί όλα όσα έμελλαν να 'χουν πριν ανοιχτούνε στο πέλαγο, σαλπίστηκε το σήμα για να γίνει σιωπή, και έκαναν τις προσευχές που ήταν οι συνειθισμένες πριν από κάθε θαλασσινό ταξίδι, όχι κάθε καράβι χωριστά, αλλά όλα μαζί, με το κανονάρχισμα ενός κήρυκα κι από μεγάλα δοχεία όπου είχαν ανακατέψει το κρασί κοντά σε όλα τα τμήματα του στρατού έκαναν σπονδές τόσο οι απλοί στρατιώτες όσο και οι αξιωματικοί, ανασύροντας την προσφορά με χρυσά και ασημένια κροντήρια. [6.32.2] Κ' ένωσαν τη φωνή τους στις ίδιες προσευχές και το άλλο πλήθος οι άνθρωποι που τους έβλεπαν από τη στεριά, τόσο οι πολίτες όσο κι όποιοι άλλοι ήθελαν το καλό τους. Κι αφού τραγούδησαν τους παιάνες και τελείωσαν οι σπονδές ανοίχτηκαν στο πέλαγο, και ξεκινώντας πρώτα στη σειρά το ένα καράβι πίσω από το άλλο, άρχισαν ύστερα να παρατρέχουν ποιο θα φτάσει πρώτο στην Αίγινα. Έτσι βιάζονταν αυτοί να πάνε στην Κέρκυρα, όπου στο μεταξύ συγκεντρώνονταν και τα στρατεύματα των συμμάχων.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)