520 ΤΡ. ὦ πότνια βοτρυόδωρε, τί προσείπω σ᾽ ἔπος;
πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον
ὅτῳ προσείπω σ᾽; οὐ γὰρ εἶχον οἴκοθεν.
ὦ χαῖρ᾽, Ὀπώρα, καὶ σὺ δ᾽, ὦ Θεωρία·
οἷον δ᾽ ἔχεις τὸ πρόσωπον, ὦ Θεωρία·
525 οἷον δὲ πνεῖς, ὡς ἡδὺ κατὰ τῆς καρδίας,
γλυκύτατον, ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου.
ΕΡ. μῶν οὖν ὅμοιον καὶ γυλιοῦ στρατιωτικοῦ;
ΤΡ. ἀπέπτυσ᾽ ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον πλέκος.
τοῦ μὲν γὰρ ὄζει κρομμυοξυρεγμίας,
530 ταύτης δ᾽ ὀπώρας, ὑποδοχῆς, Διονυσίων,
αὐλῶν, τραγῳδῶν, Σοφοκλέους μελῶν, κιχλῶν,
ἐπυλλίων Εὐριπίδου— ΕΡ. κλαύσἄρα σὺ
ταύτης καταψευδόμενος· οὐ γὰρ ἥδεται
αὕτη ποητῇ ῥηματίων δικανικῶν.
535 ΤΡ. κιττοῦ, τρυγοίπου, προβατίων βληχωμένων,
κόλπου γυναικῶν διατρεχουσῶν εἰς ἀγρόν,
δούλης μεθυούσης, ἀνατετραμμένου χοῶς,
ἄλλων τε πολλῶν κἀγαθῶν. ΕΡ. ἴθι νυν, ἄθρει
οἷον πρὸς ἀλλήλας λαλοῦσιν αἱ πόλεις
540 διαλλαγεῖσαι καὶ γελῶσιν ἄσμεναι—
ΤΡ. καὶ ταῦτα δαιμονίως ὑπωπιασμέναι
ἁπαξάπασαι καὶ κυάθους προσκείμεναι.
ΕΡ. καὶ τῶνδε τοίνυν τῶν θεωμένων σκόπει
τὰ πρόσωφ᾽, ἵνα γνῷς τὰς τέχνας. ΤΡ. αἰβοῖ τάλας.
545 ΕΡ. ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς
τίλλονθ᾽ ἑαυτόν; ΤΡ. ὁ δέ γε τὰς σμινύας ποιῶν
κατέπαρδεν ἄρτι τοῦ ξιφουργοῦ ᾽κεινουί.
ΕΡ. ὁ δὲ δρεπανουργὸς οὐχ ὁρᾷς ὡς ἥδεται;
ΤΡ. καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν.
550 ΕΡ. ἴθι νυν, ἄνειπε τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι.
ΤΡ. ἀκούετε λεῴ· τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι
τὰ γεωργικὰ σκεύη λαβόντας εἰς ἀγρὸν
ὡς τάχιστ᾽ ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου·
ὡς ἅπαντ᾽ ἤδη ᾽στὶ μεστὰ τἀνθάδ᾽ εἰρήνης σαπρᾶς.
555 ἀλλὰ πᾶς χώρει πρὸς ἔργον εἰς ἀγρὸν παιωνίσας.
***
Βγαίνει στο φως η Ειρήνη και μαζί της η Οπώρα από τη μία και από την άλλη η Θεωρία.
ΤΡΥ. Πώς να σε χαιρετήσω εσέ, ω χαρίστρα
520 των σταφυλιών; Μυριόμετρο ένα λόγο,
για να σε χαιρετήσω, πού να βρω;
Δικό μου εγώ δεν έχω. Γεια σου, Οπώρα,
κι εσύ, Θεωρία, —τί προσωπάκι!— γεια σου.
Και τί γλυκιά και τί απαλή η πνοή σου,
που την καρδιά χαϊδεύει! Μύρου ανάσα,
ζωής αστρατολόγητης. ΕΡΜ. Δε μοιάζει
με μυρωδιά γυλιού στρατιωτικού;
ΤΡΥ. Μακριά από μένα εχθρού εχθρικό… ζεμπίλι.
Κρεμμυδοξινορέψιμο αυτός ζέχνει,
530 τούτη καλοδεξίματα ευωδιάζει,
καρπούς, αυλούς, Διονύσια, τραγωδίες,
σκοπούς σοφόκλειους, τσίχλες, ευριπίδεια
ρητά… ΕΡΜ. Συκοφαντείς τη θεά· θες ξύλο·
φράσεων δικανικών ποιητή δε θέλει.
ΤΡΥ., συνεχίζοντας χωρίς να λογαριάσει τη διακοπή του Ερμή.
βέλασμα αρνιών, κισσό, κρασοτσαντίλες,
νεαρές που τρέχουν ξέστηθες στον κάμπο,
δούλα πιωμένη, πλόσκα αναγερμένη,
κι άλλα πολλά αγαθά. ΕΡΜ. Για κοίτα τώρα
τις πόλεις που φιλιώθηκαν, με τόση
540 χαρά γελούν και πιάνουν την κουβέντα…
ΤΡΥ. κι ας έχουν μελανιές φριχτές στα μούτρα
και στα κορμιά σημάδια από βεντούζες.
ΕΡΜ. Κοίτα λοιπόν και των θεατών την όψη,
τις τέχνες τους να νιώσεις. ΤΡΥ. Συφορά μου!
ΕΡΜ. Κείνος που φτιάνει φούντες για τα κράνη
σουρομαδιέται. ΤΡΥ. Αυτός που φτάνει τσάπες
τινάζει μια στου ξιφαρά τη μούρη.
ΕΡΜ. Κι ο δρεπανάς πώς χαίρεται! Τον βλέπεις;
ΤΡΥ. Και δες τον κονταρά πώς φασκελώνει!
550 ΕΡΜ. Διαλάλα πια να φύγουνε οι αγρότες.
ΤΡΥ. Άκουσε, κόσμε! Πίσω στα χωράφια,
τα γεωργικά τους σύνεργα αφού πάρουν,
οι γεωργοί να πάνε, δίχως δόρυ, ακόντιο και σπαθί,
κι έχει πια η παλιά η ειρήνη γύρω εδώ παντού απλωθεί.
Πέστε παιάνα κι όλοι σύρτε στα χωράφια για δουλειά!
πόθεν ἂν λάβοιμι ῥῆμα μυριάμφορον
ὅτῳ προσείπω σ᾽; οὐ γὰρ εἶχον οἴκοθεν.
ὦ χαῖρ᾽, Ὀπώρα, καὶ σὺ δ᾽, ὦ Θεωρία·
οἷον δ᾽ ἔχεις τὸ πρόσωπον, ὦ Θεωρία·
525 οἷον δὲ πνεῖς, ὡς ἡδὺ κατὰ τῆς καρδίας,
γλυκύτατον, ὥσπερ ἀστρατείας καὶ μύρου.
ΕΡ. μῶν οὖν ὅμοιον καὶ γυλιοῦ στρατιωτικοῦ;
ΤΡ. ἀπέπτυσ᾽ ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον πλέκος.
τοῦ μὲν γὰρ ὄζει κρομμυοξυρεγμίας,
530 ταύτης δ᾽ ὀπώρας, ὑποδοχῆς, Διονυσίων,
αὐλῶν, τραγῳδῶν, Σοφοκλέους μελῶν, κιχλῶν,
ἐπυλλίων Εὐριπίδου— ΕΡ. κλαύσἄρα σὺ
ταύτης καταψευδόμενος· οὐ γὰρ ἥδεται
αὕτη ποητῇ ῥηματίων δικανικῶν.
535 ΤΡ. κιττοῦ, τρυγοίπου, προβατίων βληχωμένων,
κόλπου γυναικῶν διατρεχουσῶν εἰς ἀγρόν,
δούλης μεθυούσης, ἀνατετραμμένου χοῶς,
ἄλλων τε πολλῶν κἀγαθῶν. ΕΡ. ἴθι νυν, ἄθρει
οἷον πρὸς ἀλλήλας λαλοῦσιν αἱ πόλεις
540 διαλλαγεῖσαι καὶ γελῶσιν ἄσμεναι—
ΤΡ. καὶ ταῦτα δαιμονίως ὑπωπιασμέναι
ἁπαξάπασαι καὶ κυάθους προσκείμεναι.
ΕΡ. καὶ τῶνδε τοίνυν τῶν θεωμένων σκόπει
τὰ πρόσωφ᾽, ἵνα γνῷς τὰς τέχνας. ΤΡ. αἰβοῖ τάλας.
545 ΕΡ. ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς
τίλλονθ᾽ ἑαυτόν; ΤΡ. ὁ δέ γε τὰς σμινύας ποιῶν
κατέπαρδεν ἄρτι τοῦ ξιφουργοῦ ᾽κεινουί.
ΕΡ. ὁ δὲ δρεπανουργὸς οὐχ ὁρᾷς ὡς ἥδεται;
ΤΡ. καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν.
550 ΕΡ. ἴθι νυν, ἄνειπε τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι.
ΤΡ. ἀκούετε λεῴ· τοὺς γεωργοὺς ἀπιέναι
τὰ γεωργικὰ σκεύη λαβόντας εἰς ἀγρὸν
ὡς τάχιστ᾽ ἄνευ δορατίου καὶ ξίφους κἀκοντίου·
ὡς ἅπαντ᾽ ἤδη ᾽στὶ μεστὰ τἀνθάδ᾽ εἰρήνης σαπρᾶς.
555 ἀλλὰ πᾶς χώρει πρὸς ἔργον εἰς ἀγρὸν παιωνίσας.
***
Βγαίνει στο φως η Ειρήνη και μαζί της η Οπώρα από τη μία και από την άλλη η Θεωρία.
ΤΡΥ. Πώς να σε χαιρετήσω εσέ, ω χαρίστρα
520 των σταφυλιών; Μυριόμετρο ένα λόγο,
για να σε χαιρετήσω, πού να βρω;
Δικό μου εγώ δεν έχω. Γεια σου, Οπώρα,
κι εσύ, Θεωρία, —τί προσωπάκι!— γεια σου.
Και τί γλυκιά και τί απαλή η πνοή σου,
που την καρδιά χαϊδεύει! Μύρου ανάσα,
ζωής αστρατολόγητης. ΕΡΜ. Δε μοιάζει
με μυρωδιά γυλιού στρατιωτικού;
ΤΡΥ. Μακριά από μένα εχθρού εχθρικό… ζεμπίλι.
Κρεμμυδοξινορέψιμο αυτός ζέχνει,
530 τούτη καλοδεξίματα ευωδιάζει,
καρπούς, αυλούς, Διονύσια, τραγωδίες,
σκοπούς σοφόκλειους, τσίχλες, ευριπίδεια
ρητά… ΕΡΜ. Συκοφαντείς τη θεά· θες ξύλο·
φράσεων δικανικών ποιητή δε θέλει.
ΤΡΥ., συνεχίζοντας χωρίς να λογαριάσει τη διακοπή του Ερμή.
βέλασμα αρνιών, κισσό, κρασοτσαντίλες,
νεαρές που τρέχουν ξέστηθες στον κάμπο,
δούλα πιωμένη, πλόσκα αναγερμένη,
κι άλλα πολλά αγαθά. ΕΡΜ. Για κοίτα τώρα
τις πόλεις που φιλιώθηκαν, με τόση
540 χαρά γελούν και πιάνουν την κουβέντα…
ΤΡΥ. κι ας έχουν μελανιές φριχτές στα μούτρα
και στα κορμιά σημάδια από βεντούζες.
ΕΡΜ. Κοίτα λοιπόν και των θεατών την όψη,
τις τέχνες τους να νιώσεις. ΤΡΥ. Συφορά μου!
ΕΡΜ. Κείνος που φτιάνει φούντες για τα κράνη
σουρομαδιέται. ΤΡΥ. Αυτός που φτάνει τσάπες
τινάζει μια στου ξιφαρά τη μούρη.
ΕΡΜ. Κι ο δρεπανάς πώς χαίρεται! Τον βλέπεις;
ΤΡΥ. Και δες τον κονταρά πώς φασκελώνει!
550 ΕΡΜ. Διαλάλα πια να φύγουνε οι αγρότες.
ΤΡΥ. Άκουσε, κόσμε! Πίσω στα χωράφια,
τα γεωργικά τους σύνεργα αφού πάρουν,
οι γεωργοί να πάνε, δίχως δόρυ, ακόντιο και σπαθί,
κι έχει πια η παλιά η ειρήνη γύρω εδώ παντού απλωθεί.
Πέστε παιάνα κι όλοι σύρτε στα χωράφια για δουλειά!