δοκεῖς παρ᾽ ἡμῖν οὐ βεβουλεῦσθαι κακῶς.
590 ΔΗ. οὕτως ἔχει γ᾽ ἡ πίστις, ὡς τὸ μὲν δοκεῖν
ἔνεστι, πείρᾳ δ᾽ οὐ προσωμίλησά πω.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εἰδέναι χρὴ δρῶσαν· ὡς οὐδ᾽ εἰ δοκεῖς
ἔχειν, ἔχοις ἂν γνῶμα, μὴ πειρωμένη.
ΔΗ. ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ εἰσόμεσθα· τόνδε γὰρ βλέπω
595 θυραῖον ἤδη· διὰ τάχους δ᾽ ἐλεύσεται.
μόνον παρ᾽ ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ᾽· ὡς σκότῳ
κἂν αἰσχρὰ πράσσῃς, οὔποτ᾽ αἰσχύνῃ πεσῇ.
ΛΙ. τί χρὴ ποεῖν; σήμαινε, τέκνον Οἰνέως·
ὡς ἐσμὲν ἤδη τῷ μακρῷ χρόνῳ βραδεῖς.
600 ΔΗ. ἀλλ᾽ αὐτὰ δή σοι ταῦτα καὶ πράσσω, Λίχα,
ἕως σὺ ταῖς ἔσωθεν ἠγορῶ ξέναις,
ὅπως φέρῃς μοι τόνδε ταναϋφῆ πέπλον,
δώρημ᾽ ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χερός.
διδοὺς δὲ τόνδε φράζ᾽ ὅπως μηδεὶς βροτῶν
605 κείνου πάροιθεν ἀμφιδύσεται χροΐ,
μηδ᾽ ὄψεταί νιν μήτε φέγγος ἡλίου
μήθ᾽ ἕρκος ἱρὸν μήτ᾽ ἐφέστιον σέλας,
πρὶν κεῖνος αὐτὸν φανερὸς ἐμφανῶς σταθεὶς
δείξῃ θεοῖσιν ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ.
610 οὕτω γὰρ ηὔγμην, εἴ ποτ᾽ αὐτὸν ἐς δόμους
ἴδοιμι σωθέντ᾽ ἢ κλύοιμι, πανδίκως
στελεῖν χιτῶνι τῷδε, καὶ φανεῖν θεοῖς
θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι.
καὶ τῶνδ᾽ ἀποίσεις σῆμ᾽, ὃ κεῖνος εὐμαθὲς
615 σφραγῖδος ἕρκει τῷδ᾽ ἐπὸν μαθήσεται.
ἀλλ᾽ ἕρπε, καὶ φύλασσε πρῶτα μὲν νόμον,
τὸ μὴ ᾽πιθυμεῖν πομπὸς ὢν περισσὰ δρᾶν·
ἔπειθ᾽ ὅπως ἂν ἡ χάρις κείνου τέ σοι
κἀμοῦ ξυνελθοῦσ᾽ ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ.
620 ΛΙ. ἀλλ᾽ εἴπερ Ἑρμοῦ τήνδε πομπεύω τέχνην
βέβαιον, οὔ τοι μὴ σφαλῶ γ᾽ ἐν σοί ποτε,
τὸ μὴ οὐ τόδ᾽ ἄγγος ὡς ἔχει δεῖξαι φέρων,
λόγων τε πίστιν ἣν λέγεις ἐφαρμόσαι.
ΔΗ. στείχοις ἂν ἤδη. καὶ γὰρ ἐξεπίστασαι
625 τά γ᾽ ἐν δόμοισιν ὡς ἔχοντα τυγχάνει.
ΛΙ. ἐπίσταμαί τε καὶ φράσω σεσωμένα.
ΔΗ. ἀλλ᾽ οἶσθα μὲν δὴ καὶ τὰ τῆς ξένης ὁρῶν
προσδέγματ᾽, αὐτή θ᾽ ὡς ἐδεξάμην φίλως.
ΛΙ. ὥστ᾽ ἐκπλαγῆναι τοὐμὸν ἡδονῇ κέαρ.
630 ΔΗ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο γ᾽ ἐννέποις; δέδοικα γὰρ
μὴ πρῲ λέγοις ἂν τὸν πόθον τὸν ἐξ ἐμοῦ,
πρὶν εἰδέναι τἀκεῖθεν εἰ ποθούμεθα.
590 ΔΗ. οὕτως ἔχει γ᾽ ἡ πίστις, ὡς τὸ μὲν δοκεῖν
ἔνεστι, πείρᾳ δ᾽ οὐ προσωμίλησά πω.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εἰδέναι χρὴ δρῶσαν· ὡς οὐδ᾽ εἰ δοκεῖς
ἔχειν, ἔχοις ἂν γνῶμα, μὴ πειρωμένη.
ΔΗ. ἀλλ᾽ αὐτίκ᾽ εἰσόμεσθα· τόνδε γὰρ βλέπω
595 θυραῖον ἤδη· διὰ τάχους δ᾽ ἐλεύσεται.
μόνον παρ᾽ ὑμῶν εὖ στεγοίμεθ᾽· ὡς σκότῳ
κἂν αἰσχρὰ πράσσῃς, οὔποτ᾽ αἰσχύνῃ πεσῇ.
ΛΙ. τί χρὴ ποεῖν; σήμαινε, τέκνον Οἰνέως·
ὡς ἐσμὲν ἤδη τῷ μακρῷ χρόνῳ βραδεῖς.
600 ΔΗ. ἀλλ᾽ αὐτὰ δή σοι ταῦτα καὶ πράσσω, Λίχα,
ἕως σὺ ταῖς ἔσωθεν ἠγορῶ ξέναις,
ὅπως φέρῃς μοι τόνδε ταναϋφῆ πέπλον,
δώρημ᾽ ἐκείνῳ τἀνδρὶ τῆς ἐμῆς χερός.
διδοὺς δὲ τόνδε φράζ᾽ ὅπως μηδεὶς βροτῶν
605 κείνου πάροιθεν ἀμφιδύσεται χροΐ,
μηδ᾽ ὄψεταί νιν μήτε φέγγος ἡλίου
μήθ᾽ ἕρκος ἱρὸν μήτ᾽ ἐφέστιον σέλας,
πρὶν κεῖνος αὐτὸν φανερὸς ἐμφανῶς σταθεὶς
δείξῃ θεοῖσιν ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ.
610 οὕτω γὰρ ηὔγμην, εἴ ποτ᾽ αὐτὸν ἐς δόμους
ἴδοιμι σωθέντ᾽ ἢ κλύοιμι, πανδίκως
στελεῖν χιτῶνι τῷδε, καὶ φανεῖν θεοῖς
θυτῆρα καινῷ καινὸν ἐν πεπλώματι.
καὶ τῶνδ᾽ ἀποίσεις σῆμ᾽, ὃ κεῖνος εὐμαθὲς
615 σφραγῖδος ἕρκει τῷδ᾽ ἐπὸν μαθήσεται.
ἀλλ᾽ ἕρπε, καὶ φύλασσε πρῶτα μὲν νόμον,
τὸ μὴ ᾽πιθυμεῖν πομπὸς ὢν περισσὰ δρᾶν·
ἔπειθ᾽ ὅπως ἂν ἡ χάρις κείνου τέ σοι
κἀμοῦ ξυνελθοῦσ᾽ ἐξ ἁπλῆς διπλῆ φανῇ.
620 ΛΙ. ἀλλ᾽ εἴπερ Ἑρμοῦ τήνδε πομπεύω τέχνην
βέβαιον, οὔ τοι μὴ σφαλῶ γ᾽ ἐν σοί ποτε,
τὸ μὴ οὐ τόδ᾽ ἄγγος ὡς ἔχει δεῖξαι φέρων,
λόγων τε πίστιν ἣν λέγεις ἐφαρμόσαι.
ΔΗ. στείχοις ἂν ἤδη. καὶ γὰρ ἐξεπίστασαι
625 τά γ᾽ ἐν δόμοισιν ὡς ἔχοντα τυγχάνει.
ΛΙ. ἐπίσταμαί τε καὶ φράσω σεσωμένα.
ΔΗ. ἀλλ᾽ οἶσθα μὲν δὴ καὶ τὰ τῆς ξένης ὁρῶν
προσδέγματ᾽, αὐτή θ᾽ ὡς ἐδεξάμην φίλως.
ΛΙ. ὥστ᾽ ἐκπλαγῆναι τοὐμὸν ἡδονῇ κέαρ.
630 ΔΗ. τί δῆτ᾽ ἂν ἄλλο γ᾽ ἐννέποις; δέδοικα γὰρ
μὴ πρῲ λέγοις ἂν τὸν πόθον τὸν ἐξ ἐμοῦ,
πρὶν εἰδέναι τἀκεῖθεν εἰ ποθούμεθα.
***
ΧΟΡ. Μ᾽ αν ίσως έχεις κάποια εμπιστοσύνησ᾽ αυτό που κάνεις, δε μας φαίνεται
και μας πως είναι για κακό η βουλή σου.
ΔΗΙ. Φαντάζομαι πως μπορώ βέβαια να ᾽χω
590 εμπιστοσύνη, μα σε δοκιμή
δεν την έβαλ᾽ ακόμη. ΧΟΡ. Όμως πρέπει
να το δεις και στην πράξη· γιατί μ᾽ όσο
κι αν το πιστεύεις, δε μπορείς και να ᾽σαι
βέβαιη ποτέ, χωρίς να δοκιμάσεις.
ΔΗΙ. Μα θα το δούμε γρήγορα: Νά ο Λίχας
που βγαίνει πια από μέσα, και που αμέσως
θα φύγει βιαστικός. Μόνο εσείς θέλω
να κρύψετε καλά το μυστικό μου·
γιατί κρυφά και πράξη αισχρή αν κάμεις,
δεν κινδυνεύεις σε ντροπή να πέσεις.
ΛΙΧ. Λοιπόν, τί έχω να κάμω; πρόσταξέ μου,
κόρη του Οινέα, γιατ᾽ έχω αργοπορήσει
καιρό πολύ εδώ πέρα. ΔΗΙ. Μα ίσα-ίσα
600 κι εγώ γι᾽ αυτά καταγίνομαι, Λίχα,
όση ώρα εσύ μιλούσες με τις ξένες
μες στο παλάτι — για να πας του αντρός μου
το λεπτοϋφασμένο αυτό χιτώνα
δώρο απ᾽ το χέρι το δικό μου· κι όταν
τον παραδίνεις, πες να ᾽χει το νου του
μήπως άλλος κανείς πριν από κείνον
τον φορέσει κατάσαρκα και πως
δεν πρέπει να τον δει μήτε φως ήλιου,
μήτε ιερός περίβολος ναού, μήτε
εστίας φεγγοβολή, πριν αυτός μόνο
σταθεί, λαμπρός στο λαμπρό φάνισμά του,
και στους θεούς τον δείξει, την ημέρα
της ταυρόσφαγης θυσίας· γιατί έτσι
τάξιμο το ᾽χα, αν θα τον έβλεπα
610 να μου γυρνούσε μια φορά στο σπίτι
ζωντανός, ή αν θα ν᾽ άκουα είδησές του,
να τον στολίσω, μ᾽ όλα μου τα δίκια,
με τον χιτών᾽ αυτό, και μπρος στα μάτια
να τον παρουσιάσω των θεών
θυσιαστή λαμπρό με λαμπρά πέπλα.
Και θα του πας σημάδι να πιστέψει
την πατημένη αυτή σφραγίδα απάνω,
που εύκολα εκείνος θα γνωρίσει. Τώρα
σύρε, και πριν απ᾽ όλα να φυλάγεις
το νόμο αυτό: να μη ζητάς να κάνεις
πιότερ᾽ απ᾽ τη δουλειά πού εισαι σταλμένος·
σε τρόπο που και κείνου κι η δική μου
η χάρη που θα σου χρωστώ να σμίξουν
κι από μονή διπλή να την κερδίσεις.
ΛΙΧ. Μ᾽ αν, οπαδός κι εγώ του Ερμή, δουλεύω
620 με πίστη αυτή την τέχνη του, ποτέ μου
δε θα βρεθώ σε σένα αντίκρυ φταίχτης,
πως δεν του πήγα να του παραδώσω
έτσι όπως το παραλαβαίνω αυτό σου
το δοχείο, προσθέτοντας ακόμα,
για να βεβαιωθεί, κι αυτά που μου ᾽πες.
ΔΗΙ. Ώρα λοιπόν να ξεκινάς, αφού
πια ξέρεις πώς είν᾽ όλα εδώ στο σπίτι.
ΛΙΧ. Ξέρω, και θα του λέω πως θα ξανάβρει
το καθετί όπως τ᾽ άφησε. ΔΗΙ. Μα ακόμα
είδες και με τα μάτια σου και ξέρεις
της ξένης την υποδοχή, με πόση
καλοσύνη τη δέχτηκα. ΛΙΧ. Κι αλήθεια
ξεπέταξε η καρδιά μου απ᾽ τη χαρά της.
630 ΔΗΙ. Τί άλλο λοιπόν να λες; γιατί φοβούμαι
μη θα ᾽λεες πρώτα πόσο τον ποθούμε,
πρι να ξέρει κανείς αν τάχα υπάρχει
ο ίδιος για μας κι από μέρους του πόθος.