Πάρα πολύ παράξενα Urban Legends.
Μια ολόκληρη αστική νεομυθολογία, περιρρέουσα, εξελισσόμενη, διαπλεκόμενη, διαδεδομένη. Ποιες διαδρομές ακολουθεί η Ροή της Πληροφορίας μέσα στην πόλη; Κάποια περίεργα γκράφιτι σε συγκεκριμένους τοίχους, μηνύματα γραμμένα σε άγνωστα αλφάβητα. Οικοδομικά τετράγωνα στα οποία απαγορεύεται η πρόσβαση. Κλειδωμένες οικοδομές, κρυμμένοι άνθρωποι. Υπόγειες στοές κάτω από την πόλη, δίκτυα ολόκληρα, μυστικές διαδρομές. Κεραίες, παντού κεραίες που λαμβάνουν σήματα από το Άγνωστο, κι ανάμεσά τους κεραίες ασυνήθιστες που παρακολουθούν κωδικοποιημένες εκπομπές σε απαγορευμένες συχνότητες. Παράξενα εγκαταλειμμένα σπίτια που κανείς δεν τα αναπαλαιώνει ή δεν τα γκρεμίζει. Στοιχειωμένα σπίτια. Δρομάκια που δεν υπάρχουν σε κανέναν οδικό χάρτη. Μοναχικοί εκκεντρικοί που διεξάγουν νυχτερινές εξερευνήσεις σε ερημικούς δρόμους.
Journal of Urban Mysteries (J.O.U.M.). Ένα έντυπο αγνώστων λοιπών στοιχείων, που κυκλοφορεί επιλεκτικά μόνο σε κλειστούς κύκλους εδώ και εξήντα χρόνια, για τα τεύχη του οποίου πολλοί μελετητές πληρώνουν υπέρογκα ποσά, βάζουν ακόμη και ειδικούς ντετέκτιβ για να τα εντοπίσουν.
Θυροτηλέφωνα που έχουν ένα παράξενο τίτλο στο κουδούνι, ή ονόματα ανύπαρκτων ανθρώπων που δεν ζουν στην οικοδομή, μηνύματα-σημαδούρες για ταξιδιώτες. Εκκλησίες και εκκλησάκια. Αγάλματα που κοιτούν ακίνητα το κενό. Καρτοτηλέφωνα που χτυπούν μόνα τους τη νύχτα, ένας περαστικός σηκώνει το ακουστικό, μιλά ανέκφραστος με κάποιον άγνωστο συνομιλητή, κρατά σημειώσεις, απομακρύνεται και χάνεται μέσα στις σκιές. Εκείνο το συγκλονιστικό βιβλίο: General and Rare Memorials pertaining to the Perfect Art of Navigation, (Γενικά και Σπάνια Απομνημονεύματα σχετικά με την Τέλεια Τέχνη της Πλοήγησης), το οποίο εκδόθηκε το 1777
Οι Εξωπόλεις του Παύλου Ζίκα-Θεοδωρόπουλου
Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας του Γουίλιαμ Σ. Μπάρροουζ. Incunabula. Κλειδωμένα sites στο internet. To αστυμαγικό σουρεαλιστικό Paris Peasant του Louis Aragon. Things Near and Far. Far off Things. Megapolisomancy: A New Science of Cities. Ένα μήνυμα του Ε. Τ. Α. Χόφμαν: «Οι νεκροί ζουν αλλού. Οι νεκροί έχουν πόλεις…» Ιστορίες που τις διηγούνται κάποιοι ψιθυριστά σε μικρές παρέες φίλων σε ημιφωτισμένες συνοικιακές καφετερίες. Άνθρωποι που εξαφανίστηκαν το βράδυ καθώς γύριζαν στο σπίτι…
The Atlas of Cities That Never Were (Ο Άτλας των Πόλεων που Ποτέ δεν Υπήρξαν): λίγοι άνθρωποι έχουν ξεφυλλίσει τους χάρτες αυτής της θρυλικής έκδοσης σύγχρονου «Metapolitan» Φανταστικού, γνωρίζοντας τι ακριβώς είναι αυτό που βλέπουν. Τραγούδια και κωδωνοκρουσίες από το πουθενά μέσα στην πόλη τη νύχτα.
Το ογκώδες και εξαίσιο Hypnerotomachia Polyphili του Francesco Colonna, του 1499, το σπανιότατο βιβλίο που ευθύνεται για το θέμα των ονειρικών πολιτειών και αρχιτεκτονικών, με τις περιπλανήσεις του ήρωα του σε εναλλακτικές πραγματικότητες, και γεμάτο από τα σκίτσα και τις γκραβούρες που σχεδίασε ο συγγραφέας από τα πράγματα που είδε εκεί. Urbis Chartarum Secretum, ένα μυστικό χαρτοφυλάκιο με ειδικούς χάρτες μεγάλων πόλεων και «εσωκοσμικά» πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά σχέδια. Somnium Scipionis (Σκιπίωνος Ενύπνιον) του Μακρόβιου. Mundus Symbolicus (Συμβολικός Κόσμος) του Πιτσινέλι.
Αρχαία βιβλία χαμένα σε μυστικές βιβλιοθήκες, παραλλαγμένα και διασκευασμένα από σύγχρονους μελετητές, βοηθήματα σε εφαρμογές ενός αστικού μετα-σαμανισμού. Ραβασάκια σε γραμματοκιβώτια χωρίς παραλήπτη. Λάμπες σε εισόδους πολυκατοικιών που αναβοσβήνουν με σήματα μορς. Οδηγοί ταξί που κάνουν παράξενες ερωτήσεις. Μεταλλικά καπάκια με παράξενα σύμβολα στα πεζοδρόμια. Εναλλακτικοί χάρτες της πόλης των Αθηνών που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι. Μαύρα φορτηγάκια. Εκπαιδευμένα ταχυδρομικά περιστέρια στις ταράτσες. Παράθυρα με μυστικές θέες. Σκοτεινές ρωγμές που οδηγούν «αλλού» ανάμεσα στα κτίρια τη νύχτα. Η οδός Μαύρης Πέτρας στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, όλοι πηγαίνουν εκεί επειδή διάβασαν ένα διήγημά μου. Πέρα από τα Βάθη της Νύχτας. Οι Κήποι του Πασσά. Ο λόφος του Φιλοπάππου. Παρανοητικές Οντότητες. Αιθερικοί νυχτοπερπατητές. Μικροί ανεμοστρόβιλοι στις πλατείες. Ο Ουμρ Αταγουίλ, ο Πανάρχαιος, κρυμμένος σε μία ταράτσα της οδού Τερψιθέας…
«Λεωφόρους Μη Βαδίζειν»
Εξερεύνησα τις περίτεχνες λεπτομέρειες μιας Βαμπιρικής Αρχιτεκτονικής. Υπάρχουν βαμπιρικά κτίρια μέσα στις πόλεις. Έχουν χαρακτηριστικά αναγνωριστικά στοιχεία. Απομυζούν την ενέργεια των επισκεπτών τους, τη συγκεντρώνουν σαν συσσωρευτές ενέργειας, έπειτα λειτουργούν σαν ενισχυτές γι’ αυτούς που θέλουν να την εκμεταλλευτούν…
Μπαίνεις μέσα σε ένα κτίριο ή σε ένα σπίτι, ξαφνικά νιώθεις κουρασμένος και αδιάθετος, ανεξήγητα έχεις χάσει απότομα όλη σου την ενέργεια. Έπειτα, όταν φεύγεις, κάποιος έρχεται εκεί και εφαρμόζει μερικές πολύ παράξενες τεχνικές, λαμβάνοντας τη χαμένη σου ενέργεια.
Ή δεν έρχεται κανένας, μπαίνει ο επόμενος τυχαίος επισκέπτης και ξαφνικά νιώθει να φορτίζεται ενεργειακά, αδικαιολόγητα, νιώθει ξαφνικά καλή διάθεση ή υπερένταση, αν είναι κουρασμένος νιώθει αμέσως ξεκούραστος ή θέλει να το βάλει στα πόδια. Πρέπει να κατασκευάσω μια αρχιτεκτονική φιλολογία. Είναι άραγε δυνατόν να υπάρχει μια γοτθική τεχνολογία αιχμαλώτισης των ανθρώπινων ψυχών;
Ένας νέος αρχιτεκτονικός μυστικισμός
Θυμάμαι τον ποιητή Μαρίνο Χαραλάμπους να μου λέει ότι μόνο στη Θεσσαλονίκη κατοικούν πεντακόσιες χιλιάδες Πρόσγειοι. Είναι βρικόλακες, σκιές, φαντάσματα και στοιχειώματα, πνεύματα που δεν έχουν εγκαταλείψει τη γη, που είναι προσκολλημένοι στη γη: Πρόσγειοι. Οι περισσότεροι είναι γόνοι παλιών οικογενειών, μαζεύονται σε παλιά σπίτια, στοιχειώνουν τους ενοίκους τους ή τους ανυποψίαστους περαστικούς…
Ένας νέος αρχιτεκτονικός μυστικισμός. Τα υπόγεια των κτιρίων της πόλης επικοινωνούν με εκπομπές από τον Κάτω Κόσμο. Οι ουρανοξύστες, τα πολύ ψηλά κτίρια, οι ναοί και τα καμπαναριά μέσα στην πόλη, λειτουργούν ως δίαυλοι επικοινωνίας με τον ουράνιο κόσμο, η πόλη είναι συνδεδεμένη με τον ουρανό μέσω αυτών.
Στο πολύ παράξενο και συναρπαστικό βιβλίο Αντίκοσμος της Λένας Αδαμοπούλου, η συγγραφέας αναφέρει: «Όλα τα υπερβολικά ψηλά κτίρια ανά τον κόσμο δέχονται πάρα πολλά αστροπελέκια κάθε χρόνο. Πώς άραγε θα το εξηγούσε αυτό ένας αστυμάγος; Πάντως μέχρι σήμερα υπάρχουν επιστημονικές μελέτες και έχουν γίνει διάφορα πειράματα για να αποδείξουν ακριβώς την ομοιότητα αυτής της αρχέγονης δύναμης σε σύγκριση με τα μόρια του φορτίου ενός κεραυνού. Όλα αυτά φυσικά παραπέμπουν στη γνωστή θεωρία περί «Μεγαστυμαντείας», γιατί, όπως ήδη ανέφερα, οι δημιουργοί του πύργου του Μάνια αποσκοπούσαν στη χρήση της γεωδυναμικής ενέργειας της πόλης τους. Ωστόσο, η ιστορία πάει ακόμη πιο μακριά, γιατί και οι ίδιοι οι κωδωνοκρούστες κατείχαν πολλά μυστικά για την απόκρυφη τέχνη της χρήσης των καμπανών.
Πολλές καμπάνες, σε πολλές εκκλησίες της Ευρώπης, έφεραν την επιγραφή «δαμάζω τους κεραυνούς». Οι κωδωνοκρούστες προσπαθούσαν, με τις καμπάνες τους, να παγιδεύσουν τους κεραυνούς, να κλέψουν τον ουράνιο ηλεκτρισμό, να δαμάσουν τις καταιγίδες. Αυτά τα πολύ ψηλά καμπαναριά, αναρριχώμενα στον ουρανό, φαίνεται ότι έπαιζαν πολλούς ρόλους. Εκτός απ’ όλους τους υπόλοιπους ρόλους που είχαν, όπως να καλούν τους πιστούς για την λειτουργία, να ανακοινώνουν διάφορα γεγονότα, να κρούουν το σήμα του κινδύνου, λειτουργούσαν και σαν διαβιβαστές μηνυμάτων στις αόρατες δυνάμεις, και ως συσσωρευτές ενέργειας.
“Με άλλα λόγια οι καμπάνες που βαπτίζονταν με κάποιο τελετουργικό, μπορούσαν να έχουν μια θεμιτή ηχητική πρόσβαση στον κόσμο των πνευμάτων. Με δονήσεις και ισχυρούς ήχους μπορούσαν να γίνουν αντιληπτά τα μηνύματα που μετέφεραν στον αόρατο κόσμο, ψηλά προς τον ουρανό, και γι’ αυτό είναι άλλωστε τόσο συνηθισμένο τα καμπαναριά να είναι πολύ ψηλά. Τα καμπαναριά «δείχνουν» προς τον ουρανό. Παλαιότερα ήταν τα πιο ψηλά σημεία των πόλεων, και λειτουργούν σαν κεραίες εκπομπής. Εκπέμπουν μηνύματα στους κατοίκους της πόλης, στους κατοίκους του αιθέρα, στο σύμπαν.
Λειτουργούν και ως δέκτες της συμπαντικής δύναμης, αν προσαρτηθεί ένα αλεξικέραυνο στην κορυφή τους, όμως που διοχετεύεται τελικά αυτή η δύναμη; Τα παράθυρα των καμπαναριών λειτουργούν ως ηχεία που δονούν τις νότες που παράγουν οι καμπάνες. Επίσης, υποκρίνονται ότι ο ήχος τους έρχεται από τον ουρανό (γι’ αυτό είναι τόσο ψηλά τα καμπαναριά), είναι ένα κάλεσμα που έρχεται από τη Βασιλεία των Ουρανών για να συγκεντρώσει τους πιστούς στο θάλαμο υποδοχής της Βασιλείας, τον εσωτερικό αεροδιάδρομο, δηλαδή τον ναό. Μέσα στον ναό, οι τρούλοι λειτουργούν ως εικόνες ενός εσωτερικού ουρανού”
“Ο Ουρανός είναι δικτυωμένος με τους ναούς της πόλης, απ’ όπου διέρχονται τα πνεύματα προς το ταξίδι τους για την «άλλη πλευρά». Περνούν μέσα από τους ναούς, όπου στέκουν οι πύλες για την αντίπερα όχθη. Και υπάρχουν παλιές εκκλησίες που διαθέτουν πολύ ψηλά καμπαναριά αλλά και πολύ βαθιά υπόγεια. Είναι διπολικοί «σύνδεσμοι» που ο αστικός εξερευνητής μπορεί να τους ανακαλύψει, να παρακολουθήσει την δραστηριότητά τους, τελικά να τους χρησιμοποιήσει.” Λένα Αδαμοπούλου, “Αντίκοσμος“
Εκκεντρικοί αισθητιστές εξερευνούν τις ατμόσφαιρες της πόλης, γλιστρούν από σοκάκι σε σοκάκι, εμπνέονται, εντοπίζουν, κατασκοπεύουν, σημειώνουν, εκστασιάζονται, συναντούν την αστική αποκάλυψη, δημιουργούν με τρόπους καλλιτεχνικούς την νέα αποκαλυπτική αστική φιλολογία, που με την σειρά της δανείζει ιδέες στην μεταμοντέρνα μυθολογία της μεγαλούπολης.
Συνομιλούν με τα κτίρια, αφουγκράζονται το παρελθόν, παρακολουθούν φαντάσματα, βλέπουν την αστική φρίκη, αλλά ανακαλύπτουν και την μεταφυσική ομορφιά των διαδρομών και των τόπων, την έξοδο προς το μυστήριο. Βλέπουν πράγματα που οι άλλοι άνθρωποι δεν βλέπουν, γνωρίζουν όλα εκείνα που κανείς άλλος δεν γνωρίζει μέσα στην πόλη. Διαβάζω στο εξαίσιο έργο Η Χρυσή Πύλη της Δύσης τον Μαρίνο Χαραλάμπους να μονολογεί λουσμένος από αστυμαγική έκσταση:
Δίπλα μου, αισθάνομαι την αρχή της Εγνατίας οδού να δίνει σαν φωτεινός ποταμός την εντύπωση της μεγάλης, ακόρεστης εισόδου στην πόλη. Όλα τα αρπακτικά, θαρρείς, όντα του κάμπου, αγέλες χωρικών ντυμένων με τις παχειές, μαύρες, μεσαιωνικές τσόχες, τους αμπάδες, έρχονται να την καταστρέψουν λεηλατώντας την αισθητική της ηρεμία, ποδοπατώντας με τραχύτητα, αγοράζοντας ηδονή και φθηνά εμπορεύματα. Τους υποδέχονται βαριεστημένοι έμποροι με αργές κινήσεις και οι κακομοίρηδες άνθρωποι των κατωτέρων στρωμάτων, αυτοί που μαζί με τα σκουπίδια προσδίδουν μια καταδικασμένη στην νεκροβίωση μορφή στον τόπο της απωλεσμένης Χρυσής Πύλης, καθώς γεννιούνται, ζουν φυτοζωώντας και πεθαίνουν στην παραβαρδάρειο χώρα, τόπο κατοίκων χωρίς σπίτι και υποχρεώσεις πολίτη.
Γι’ αυτό η περιοχή πέρα από τον δυτικό τομέα φέρει την τραγικότητα της ανέκφραστης, νεκρωμένης ψυχής, της έλλειψης των αισθημάτων, του ακρωτηριασμένου μέλους που έσφαλε, του απολιθώματος. Είναι μια απέραντη, κακοποιημένη μάντρα, από γκρίζο, περιοχή ανυπολόγιστης ανίας, μια ήρεμη κόλαση από κούραση, αδράνεια, χασίς, γράσα και τέφρα, ένα συνεχές εφήμερο έλος από λιμνασμένο πάθος που ποτέ δεν ξεσπά ολοκληρωτικά, και γι’ αυτό μετεωρίζεται στα πρόσωπα παντοτινά επικίνδυνο, η πηγή των καημών. Είναι τόπος αχαρακτήριστος, μη διατηρητέος –αν και αρχαιότατος– ανεκδήλωτος, χωρίς φιλοδοξίες, νεκρός για πάντα, αν και οι αρτηρίες του σφύζουν από ζωή, αφορμή για ένα νατουραλιστικό ποίημα που δεν γράφτηκε ποτέ, ένας βιασμός στη λάσπη μέσα σε τόση κίνηση.
Τον καιρό εκείνον είχα αποφασίσει να αξιοποιήσω και μαζί να καταδείξω τις σκηνοθετικές δυνατότητες των μεγάλων στοών της Θεσσαλονίκης. Και ήσαν οι δαίδαλοι αυτών των μοναδικών διαβάσεων του περασμένου αιώνα η επίγεια ηχώ των υπογείων στρατιωτικών σηράγγων της που κοιμούνται σε πολύπλοκους σχηματισμούς αγκαλιασμένες με τους αιώνες, μυστικές μνήμες του αμυντικού αριστουργήματος του μεγάλου Δημήτριου του Πολιορκητού.
Σ’ αυτές τις στοές, στα πόδια τους, μεγάλωσα και σήκωσα τα μάτια μου στους φολιδωτούς τρούλους τους, στην ομορφιά τους. Και από το στυλ και τα στολίδια τους μυήθηκα αργότερα στην Τέχνη και στην Αρχιτεκτονική. Σαν πολύπλοκο σύστημα αθέατων διαβάσεων, κρυφών διαδρόμων και διαδρομών, γοήτευαν το καλλιτεχνικό, μαζί περιπετειώδες και τυχοδιωκτικό μέρος της πολύπλοκης ψυχής μου. Βρισκόμουν πάλι μέσα στην άηχη, γαλήνια, θα ’λεγα μαρμαρωμένη στοά, την περίφημη Cite Modiano, την δική μου καταφυγή και παυσίλυπο, ψηλά στα υπερώα, αποτυπώνοντας μία μελαγχολική συνομιλία με το υπερήφανο κτίριο, φωτογραφίζοντας την ακίνητη ατμόσφαιρά της, πηχτή στην ησυχία του μεσημεριού, μακρινάρια που μαγνήτιζαν τα μάτια της ψυχής μου και απότομες σκάλες που γκρεμίζονταν στο degradé σκοτάδι, γαλαρίες που έσβηναν στην ανυπαρξία.
Οι θόρυβοι των δρόμων της αγοράς φιλτράρονταν με το φως σε παυσίλυπη μοναξιά. Η σκόνη έσβηνε τα βήματα δίπλα στα παράθυρα, ο χρόνος σταματούσε στα παλιά κρύσταλλα, σ’ έναν μυστικό, έμμεσο φωτισμό, αμετάβλητο όλη την ημέρα. Εκεί ηρεμούσα.
Από τα ανοίγματά της οι ήχοι της αγοράς με χάιδευαν θροΐζοντας απόμακροι, σβήνοντας μεμιάς, τι παράξενο, ένα γύρω στις σιδερένιες γρίλιες χωρίς να ταράζουν τον ακίνητο αέρα σ’ αυτές τις μισόφωτες passages με την μεταφυσική ατμόσφαιρα από παλιωμένα υδροχρώματα και σκιερές οροφές, που σαν εποχή τούς ταίριαζε μόνον ο χειμώνας και οι σιδερένιες σόμπες.
Και ήσαν έρημες και πολύπλοκες οι σκοτεινές στοές, αλλοπρόσαλλοι οι δρόμοι σαν τα γεγονότα της ζωής μου και σαν τις σκέψεις ανήσυχες, μια τακτική αταξία στην πολλαπλότητα των επικοινωνιών, καθώς ο δαίδαλος των διαβάσεων με ρουφούσε σαν δίνη με έναν μυστικό ερωτισμό, με μόνη ελπίδα την καταφυγή των ματιών στο τελευταίο φως ψηλά στις θριαμβικές στέγες και τα στολίδια, στη φυγή, στην αναζήτηση της ανεύρεσης…
Κάθε μήνα, ένας δύο άνθρωποι εμφανίζονταν και άνοιγαν τις πόρτες του μεσοπολέμου, στα πάλαι ποτέ δικηγορικά και συμβολαιογραφικά γραφεία, τα οποία με τις ξεχασμένες εδώ και εκεί ντεμοντέ ταμπέλες τους, τενεκεδένιες, βαμμένες λευκές με μπλε γράμματα ή κρυστάλλινες μαύρες με χρυσά, μου θύμιζαν ανάλογα τον 19ο αιώνα, και που τώρα ήσαν αποθήκες των ισογείων καταστημάτων της στοάς, φέροντας μεγάλα χάρτινα, λευκά κουτιά με κούκλες, μπομπονιέρες γάμων από τούλι, φουντωτές σαν φούστες από χορεύτριες του κλασσικού μπαλέτου, ανακλάσεις από έγχρωμα κρύσταλλα δώρα ή βάζα Βοημίας και πάλι χάνονταν χωρίς να με χαιρετίσουν.
Κατά τις μελαγχολικές περιηγήσεις μου, Όνειρα ατέλειωτα οδηγούσαν τον καιρό εκείνον τις νύχτες τα βήματά μου με επίμονη επανάληψη σε τεράστια, ασυνήθιστα κτίρια, ζεστά από ομορφιά, που ποτέ μου στη ζωή αυτή δεν είχα αντικρίσει, οκέλλες αιγυπτιακές και αραβικές σαν εκείνες τις δύο του παππού μου στην Αλεξάνδρεια και το Πορτ-Σαΐντ και άλλα κτίρια, και ευρύχωρους προθαλάμους γραφείων με υψηλές οροφές σε μισοφωτισμένες στοές σε χρώμα ώχρας, με μερικούς αρχι-υπαλλήλους που με υποδέχονταν όρθιοι στους διαδρόμους που τα σκούρα προπολεμικά ρούχα τούς προσέδιδαν κάποια επισημότητα, φορώντας επάνω από τα μανίκια, όπως οι λογιστές, μαύρες, μακριές μανσέτες με λάστιχο, που προστάτευαν τα λευκά τους μανικέτια, και οι οποίοι είχα την εντύπωση ότι μου έδιναν κάποιες σημαντικές πληροφορίες.
Σε μια μικρή, ασβεστωμένη ανηφοριά, που έστριβε αριστερά στίλβοντας στο φως των άστρων στη νύχτα, ντυμένη όλο σπιτάκια στα λευκά και σε χρυσές ώχρες βρίσκονταν δύο κατεστραμμένα παλαιά τεμένη, έτσι που να μου δείχνουν τον θόλο τους από μέσα, καθώς ορθώνονταν σε μια μισοσκότεινη ατμόσφαιρα ανεξήγητα, φανερά ερμητικά και απόκρυφα σύμβολα εμπρός μου, όπου κάποιος, το ένοιωθα, με οδηγούσε να τα ιδώ, θέμα απόκοσμο σαν το έργο Οι Ατταβισμοί του Σαλβαδόρ Νταλί, ατταβισμοί μιας παλαιότερης ζωής, σαν μία ξεχασμένη ένταση ενός βίου μιας μαγικής πόλης από το παρελθόν στα μάτια μου, εμένα του ρομαντικού τεχνοκράτη.
Όμως παράλληλα ήταν φανερό, όπως και σε άλλα όνειρά μου, ότι αναζητούσα με αγωνία κάτι που είχα χάσει μέσα από περιπέτειες και ριψοκίνδυνες καταστάσεις στην πόλη, ίσως το ίδιο το πραγματικό μου πρόσωπο ύστερα από τόσες διαφορετικές ζωές κάτω από το αναγκαστικό determinatio μιας αιώνιας αποστολής. Και φάνταζαν εμπρός μου σαν σαγηνευτικοί θησαυροί όλα αυτά, τα ζωηρά, έγχρωμα όνειρα, που ήσαν, φαίνεται, δημιουργήματά μου, σε κάποια άλλη ζωή, τα οποία από κάποια αιτία δεν τα ολοκλήρωσα και το γεγονός αυτό βασάνιζε την ψυχή μου. Σε τι ανακαλύψεις οδηγήθηκα! […] Μαρίνος Χαραλάμπους, “Η Χρυσή Πύλη της Δύσης”
Θυμάμαι τον περιβόητο μελετητή και πειραματιστή Παύλο Ζίκα-Θεοδωρόπουλο να γράφει αινιγματικά στις Εξωπόλεις του: «Η θέα τους διανοίγεται μέσα από το δίκτυο των διαδρομών της πόλης, όπως αυτό μπορεί να γίνει ορατό μόνο από συγκεκριμένα τοπογραφικά σημεία, η ακριβής θέση των οποίων μαρκάρεται πάνω στα κατά τόπους πεζοδρόμια με συγκεκριμένα σημάδια κατανοητά μόνο από εκείνους και από κανέναν άλλον απολύτως. Η κυκλοφορία τους, από εδώ προς τα εκεί, διεξάγεται κατά τις πιο σκοτεινές νύχτες, και συνήθως στα σημεία εκείνα καίγονται οι λάμπες του δρόμου και δεν λειτουργούν. Οι άνθρωποι της περιοχής, καθώς κοιμούνται, τους ονειρεύονται, παραλλαγμένους. Πολλοί είσοδοι πολυκατοικιών, λεβητοστάσια και στοές, χρησιμεύουν ως είσοδοι διαφυγής προς τις Εξωπόλεις. Φωτογραφίζονται» Παύλος Ζίκας-Θεωδορόπουλος, Εξωπόλεις, εκδ. Χάος
Ο θρυλικός Alan Moore και το The Moon And Serpent Grand Egyptian Theatre Of Marvels.
Ο D. M. Mitchell γράφει για τη δεύτερη πράξη αυτού του μυστηριακού σώου στο Λονδίνο: «Alan Moore began to read The Map Drawn On Vapour, a paean/hymn to large cities and the dreaming, subtle undercurrent which infuses and inhabits them. Linking themes political, magickal and historical in a powerful vision of Megapolisomancy he conjured a shifting picture of the current state of human society. His Partner, David J., mimed, mummed and performed enigmatic symbolic gestures at the stage periphery»
Παράξενοι άνθρωποι στο διπλανό σας διαμέρισμα που μελετούν κάθε νύχτα τις πολυπλοκότητες μιας «Νεο-Πυθαγόρειας Μεταγεωμετρίας», σχεδιάζοντας χάρτες της πόλης με στερεογράμματα. Άλλοι άνθρωποι που κάθε μέρα –στις καθημερινές τους διαδρομές και ρουτίνες– ακολουθούν πιστά την «Στρατηγική της Αράχνης»: θυμάμαι ένα βιβλίο μέσα σ’ ένα κλειδωμένο ντουλάπι κάπου στο Λονδίνο, κι εμένα να παρακαλώ τον κλειδοκράτορα για να μου το δώσει: The Spider Glyph in Time του Mauricio Santos-Lobos. Ηλεκτρονικές συζητήσεις με τον Kevin Lynch και ένα ντοσιέ στο γραμματοκιβώτιό μου με τον περίτεχνο τίτλο Form Values in Urban History and The Dimensions of Mystic Performance: Place Utopias, Urban Textures and Secret Networks.
Κανείς, απολύτως κανείς, δεν έχει διηγηθεί ανοιχτά τίποτε για τη μυστική ζωολογία της μεγαλούπολης, ούτε για τις παράδοξες χρήσεις της, ούτε για τον αστικό Γουέντιγκο, ούτε για την μορφολογία των ανέμων και τους χάρτες της κυκλοφορίας τους μέσα στην πόλη, ούτε για τους εξερευνητές των υπόγειων σιδηροδρόμων, και για την υπόγεια πόλη που βρίσκεται κάτω από την πόλη, για την οποία δεν συζητάει κανείς, ούτε για τους Mole-People, ούτε για την «Ζώνη», ούτε για τις «Συν-Οικίες»
Άραγε ποιος μπορεί να μιλήσει απερίσκεπτα, με λεπτομέρειες, για τις οπτικές πυραμίδες και για τους αστυμαγικούς κοίλους καθρέφτες, για τα συστήματα «Συντονισμού», για τις υπνωτικές εκπομπές Υμηττού, για την αστική Τηλε-Όραση, για τις διευθύνσεις που δεν υπάρχουν, για τα μυστικά των πολυκατοικιών, για τα Λοραλίνε, για τον αστικό θρύλο της Σαλαμαντρίνα, για τους σύγχρονους καθρέφτες του Αρχιμήδη από κτίριο σε κτίριο στο κέντρο της Αθήνας, για τα στοιχειακά υγρά στους υπονόμους της Θεσσαλονίκης, ούτε για το πως ακριβώς έγινε και εξαφανίστηκαν από παντού τα ξωτικά εξαιτίας των μεγαλουπόλεων και του ηλεκτρισμού, και πού πήγαν.
Σε κάποια γωνιακά παράθυρα, σκιές αγναντεύουν τους δρόμους. Ημερολόγια ονείρων και οι τοποθεσίες της πόλης που έχουν εμφανιστεί ως φόντο σε αυτά τα όνειρα. Πρέπει να κατασκευαστεί μια Ονειρική Γεωγραφία για τις πολιτείες των ονείρων μας και τις Ονειροχώρες, να συγγραφεί μια «Αστυ-νομία» (οι νόμοι του Άστυ, της Πόλης), να κατατεθεί ένα Αλμανάκ για το τη «Νεκροπολιτειακή Εποχή» που έρχεται. Πρέπει να ανακαλυφθούν τα μυστικά ονόματα όλων των πόλεων και να προφερθούν. Οι πολιτείες είναι πολύπλοκα κατασκευάσματα, αρχιτεκτονικά, διανοητικά, υπερδιαστασιακά.
Χιλιάδες άνθρωποι δίπλα και πάνω σε χιλιάδες ανθρώπους, αμέτρητα στρέμματα δίπλα και πάνω σε στρέμματα από τσιμέντο, από κάτω τους οι υπόνομοι και δίκτυα υπόγειων στοών, από πάνω τους οι ταράτσες, οι ουρανοξύστες, οι εκκλησίες, οι αεροδιάδρομοι του ουρανού, ολόγυρα η μπερδεμένη οικολογία των αρουραίων, των περιστεριών και των γατιών, η αιματοβαμμένη τροφική αλυσίδα των οργανισμών των δρόμων, τα καταστήματα και οι αποθήκες της βιοπάλης, τα σκουπίδια, οι ζητιάνοι, οι ρυθμικές μουσικές των βημάτων, οι πορτοφολάδες, τα φώτα, οι καθρέφτες, οι πινακίδες, τα συνθήματα στους τοίχους.
Όλα τους, σχηματίζουν έναν τιτάνιο, χαοτικό, ζωντανό οργανισμό. Γκραφίτι, κυκλοφορία, έγκλημα, fast food, ταραχές και διαδηλώσεις, πάρκα, φωνές, βιτρίνες, φώτα, πινακίδες, νομάδες των πόλεων, οχήματα, παράθυρα, πρασιές, διαφημίσεις, βλέμματα, φοβίες, σκιές, θερμοκρασίες, ζωτικοί χώροι, φαντασιώσεις, ραντεβού, ρολόγια, εκκλησίες, καλώδια, μπαρ, σωλήνες, καμινάδες, πόρτες, χρώματα, κεραίες, οθόνες, αγάλματα, παπούτσια, ρόδες, τίτλοι εφημερίδων, αναμνήσεις, εικόνες, πρόσωπα, διαδρομές, μυστικά – όλα τους ενώνονται αν τα κοιτάξεις με το σωστό τρόπο. Το απόκρυφο και πολυσύνθετο πρόσωπο της πόλης, μια γιγάντια οντότητα, ο ξενιστής μας, μέσα στον οποίο ζούμε ως παράσιτα, ο ένας εις βάρος του άλλου, πολιορκημένοι από νυχτερινούς δαίμονες ανικανοποίητων επιθυμιών και καταναλωτικών αναγκών.
Οι Urbanomancers, οι «Αστυμάγοι»
Μπορούν να δουν τα patterns, τα στοιχειακά στερεότυπα της πόλης, τους μετα-μορφικούς σχεδιασμούς, να τους βολιδοσκοπήσουν, να τους μετατρέψουν σε καινούργια σχήματα. Γνωρίζουν ότι υπάρχει μονάχα μία πολιτεία στον κόσμο, εκείνη που την αντικρίζουμε φευγαλέα στα όνειρα, η Αρχετυπική Πόλη, το μακρινό καθρέφτισμα εκείνης της πόλης που ξεκίνησε κάποτε να ορθώνεται στις άμμους της Μέσης Ανατολής πριν από πέντε χιλιάδες χρόνια, που εμφανίζεται μια φορά κάθε αιώνα για να καταπιεί τους απερίσκεπτους εξερευνητές, που σκορπά τα κατοπτρικά της είδωλα μέσα στο χωρόχρονο.
Όλες οι πόλεις θέλουν να γίνουν αυτή η Πόλη. Κι οι «Αστυμάγοι» πάντοτε ξέρουν το πνεύμα του πλήθους, το πνεύμα της πόλης. Διαισθάνονται τα κενά ανάμεσα στις περιοχές, κενά από τα οποία μπορείς να διαφύγεις «αλλού», κενά τα οποία μπορούν και να σε παγιδεύσουν, κενά στα οποία μπορεί να στηθεί μια παρα-νοητική ενέδρα.
Ξέρουν γιατί ο χρόνος δεν κυλά φυσιολογικά αργά τη νύχτα στο Μετρό. Ξέρουν τι θα συμβεί αν χτυπήσεις τρεις φορές στη μικρή πράσινη πόρτα στη γωνία της 4ης και της 5ης οδού. Μπορούν να διαβάζουν τα ονόματα πίσω από τα ονόματα, τα τοπωνύμια πίσω από τα τοπωνύμια. Μπορούν να φτιάξουν χάρτες που θα σε οδηγήσουν σε κρυφές τοποθεσίες, να σου διδάξουν αντισυμβατικούς τρόπους για να κάνεις τις καθημερινές γνωστές σου διαδρομές. Κανένας Αστυμάγος δεν θα πήγαινε την νύχτα σε ένα πάρκο με συγκεκριμένα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά.
Δεν μπορείς να εντοπίσεις έναν «Πολιτειουργό» αν ο ίδιος δεν θέλει να τον εντοπίσεις, δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις, να ακολουθήσεις τα ίχνη του, δεν θα μάθεις ποτέ τίποτε γι’ αυτόν αν αυτός θέλει να σου κρυφτεί. Δεν μπορείς να ξεφύγεις απ’ αυτόν αν θέλει να σε παγιδεύσει, βρίσκεις τον εαυτό σου να καταλήγει εκεί ακριβώς που αυτός θέλει να είσαι. Ακόμη κι αν αυτός είναι πολύ μακριά, έρχονται σ’ αυτόν από το πουθενά συμπτώσεις που μεταφέρουν συγχρονιστικές πληροφορίες για τις κινήσεις σου, μέσα από τυχαία περιστατικά και μηνύματα που παρακολουθεί.
Μπορεί να σε καλέσει όποτε θέλει, να σε κάνει να ακολουθήσεις συγκεκριμένες διαδρομές για να τον συναντήσεις. Είναι ο Άρχων του Λαβύρινθου. Γνωρίζει ειδικές πληροφορίες για τα γκέτο της πόλης, για τις στατιστικές ατυχημάτων σε συγκεκριμένα σημεία, γνωρίζει τον ιδιότροπο συγχρονισμό των φαναριών της κυκλοφορίας, ξέρει ποιοι τύποι ανθρώπων συχνάζουν σε ποια μέρη, γνωρίζει –με δικούς του υπολογισμούς και έρευνες– τους χάρτες του ηλεκτρικού, του υδραυλικού και του τηλεφωνικού δικτύου της πόλης -χάρτες που απαγορεύεται να τους γνωρίζει ο πολίτης.
Γνωρίζει τις διαδρομές των ταχυδρόμων, μπορεί να αφήσει μηνύματα σε όλη την πόλη τοποθετημένα έτσι ώστε να τα δουν μονάχα οι άνθρωποι της επιλογής του, ξέρει τι σημαίνουν τα παράξενα σύμβολα από τα οποία βρίθουν οι δρόμοι της πόλης, διακρίνει τα μικρά καρφάκια που σημαδεύουν κάποια συγκεκριμένα πεζοδρόμια, γνωρίζει τα χρονοδιαγράμματα και τις διαδρομές των λεωφορείων και βγάζει εκπληκτικά συμπεράσματα παρακολουθώντας σε ποιες στάσεις κατεβαίνουν κάποιοι άνθρωποι, μπορεί να παρακολουθήσει τη δράση των Παρανοητικών Οντοτήτων μέσα στην πόλη, κατέχει τα μυστικά που ξεκλειδώνει η γνώση παλιών χαρτών της πόλης, που υποδεικνύουν τι υπήρχε εκεί που τώρα υπάρχει κάτι άλλο.
Μπορεί να ταξιδεύει με τρόπους απερίγραπτους, μπορεί να είναι αόρατος.
Μπορεί και να μην ισχύουν όλα αυτά, να είναι απλά ένας πολύπλοκος αστικός θρύλος.
Όμως, η ίδια η πόλη δεν είναι άραγε ένας αστικός θρύλος;