Καλά Σωκράτη, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…
«Ποιος από μας πάει για το καλύτερο, μόνο ο θεός το ξέρει»: με αυτά τα λόγια ο Σωκράτης αποχαιρέτησε τους δικαστές του στην τελευταία δημόσια παρουσία του (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 42a). Έναν μήνα μετά αποχαιρέτησε φίλους και μαθητές πίνοντας το κώνειο και θυμίζοντάς τους το χρέος στον θεό: να θυσιάσουν έναν κόκορα (Φαίδων 118a).
Δεν γνωρίζουμε αν οι μαθητές του θυσίασαν το πτηνό στον Ασκληπιό· ούτε αν κάποιοι απαρνήθηκαν τον νεκρό δάσκαλο προτού λαλήσει ο πετεινός. Εξάλλου, πώς απαρνιέσαι τον δάσκαλό σου; Όταν αναιρείς τη διδασκαλία του αλλά τον επικαλείσαι; Όταν δεν θέλεις να σε αποκαλούν μαθητή του; Ή όταν τον ακολουθείς πιστά; Και πώς ακολουθείς έναν δάσκαλο ή μια διδασκαλία; Τι απέγινε, τελικά, το μάθημα του Σωκράτη;
«Το ζήτημα είναι τώρα τι κάνουμε, σε μια πόλη σαν την Αθήνα, την πιο ελεύθερη, που σκότωσε τον κατεξοχήν φιλόσοφο,» θα σκέφτηκαν πολλοί από τους μαθητές του Σωκράτη, που δεν ήταν και λίγοι. «Ποια θα είναι η τύχη της φιλοσοφίας και ο ρόλος του φιλοσόφου;» Με τη θανάτωση του Σωκράτη μερικοί φιλόσοφοι πρέπει να ένιωσαν ότι είναι επικίνδυνο να είσαι ο άνθρωπος που (κατηγορείσαι ότι) εισάγεις «καινά δαιμόνια» στην πόλη σου. Η οργανωμένη πόλη δεν φαινόταν να σηκώνει μεγάλη αμφισβήτηση για τις αξίες της, τα ιερά και τις συνήθειές της, τις πολιτικές και ψυχολογικές της βεβαιότητες. Εδώ ένας ολόκληρος Σωκράτης απέτυχε: κι αν ήθελε να ήταν η «αλογόμυγα» που δεν άφηνε την κοινωνία να εφησυχάσει, η κοινωνία δεν το είχε σε τίποτε να ησυχάσει διά παντός από αυτόν.
Κατά την αντίληψη αρκετών φιλοσόφων, που κατανόησαν έτσι τις εξελίξεις και έβλεπαν να πλησιάζει η πολιτική παρακμή, δεν έμενε ζωτικός δημόσιος χώρος για τον φιλόσοφο. Κι αν ο φιλόσοφος συνέχιζε να ζει μέσα στις πόλεις και δεν γινόταν ερημίτης, όφειλε να γνωρίζει πια ότι ο τόπος δεν τον χωράει, δεν τον αντέχει. Και ποιος θα ήταν ο δικός του τόπος; Θα εγκατέλειπε σταδιακά την αγορά; Θα έμενε στο περιθώριο, χωρίς πατρίδα; Θα έφτιαχνε σχολές, κτίρια, Ακαδημίες και Λύκεια, όπου θα ζούσαν έγκλειστοι αυτός, οι εκλεκτοί μαθητές του και η φιλοσοφία;
Τέτοιες σκέψεις έκαναν όσοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ένιωθαν σημαδεμένοι από τη ζωντανή παρουσία του Σωκράτη - και δεν έπαυσαν να κάνουν όσοι κράτησαν ζωντανή την εικόνα του φιλοσόφου μέσα τους. Ίσως τα πράγματα δεν ήταν τόσο τραγικά όσο συνήθως τα βλέπει ένα ευαίσθητο πνεύμα: το σταυροδρόμι στο οποίο κοντοστάθηκαν οι φιλόσοφοι οδηγούσε προς όλες τις κατευθύνσεις· κι ο καθένας πήρε τη δική του. Το κοινό σημείο τους ήταν η σωκρατική αφετηρία
Οι Σωκρατικοί: μια ρίζα, λίγοι κορμοί, πολλά κλαδιά
Οι μαθητές του Σωκράτη ήταν πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους: άλλοι ήταν αθηναίοι πολίτες και άλλοι είχαν έρθει από άλλες πόλεις, άλλοι απλοί πολίτες κι άλλοι εξέχουσες προσωπικότητες του δημόσιου βίου, άλλοι αφοσιωμένοι στη φιλοσοφία κι άλλοι βουτηγμένοι στην καθημερινότητα του σπιτιού, της δουλειάς, της πολιτικής. Ανάμεσά τους γόνοι ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών (Πλάτων, Κριτίας, Χαρμίδης, Αλκιβιάδης), γιοι δούλων (Αντισθένης) ή πρώην δούλοι (Φαίδων)· δημοκρατικοί (Χαιρεφών), ολιγαρχικοί (Ξενοφών), φίλοι των τυράννων (Κριτίας, Χαρμίδης) ή πολιτικά αδιάφοροι (Αντισθένης). Οι διαφορές τους στην καταγωγή, την κοινωνική τάξη, την οικονομική κατάσταση, τις πολιτικές πεποιθήσεις και την παιδεία τους ήταν μεγάλες και δεν κρύβονταν. Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να ήταν και όλοι φίλοι μεταξύ τους!
Όλοι τους ξεκίνησαν από τη βασική σωκρατική θέση ότι η γνώση φέρνει αρετή και η αρετή ευτυχία. Παρά την ποικιλία των απόψεών τους, όλοι ανέθεταν στη φιλοσοφία το ύψιστο καθήκον να διαμορφώνει την ηθική προσωπικότητα του ανθρώπου, να του προσφέρει τη δύναμη να ελέγχει τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς και τις αξίες και τις συνήθειες της ζωής - της καθημερινής, της πολιτικής, της φιλοσοφικής.
Ο δρόμος όμως που χάραξαν για την ευτυχία ήταν διαφορετικός: για μερικούς περνούσε μέσα από την απόλαυση χωρίς όρια, για άλλους σήμαινε άσκηση και πειθαρχία - μέσα στην πολιτεία ή ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες. Διαφορετικός ο δρόμος, αλλά με το ίδιο όνομα (φιλοσοφία) και με τον ίδιο οδοιπόρο: το άτομο.
Πολλοί προσπάθησαν να συνεχίσουν το έργο του Σωκράτη. Ο πιο σπουδαίος ήταν, ασφαλώς, ο Πλάτων. Δεν ήταν όμως ο μοναδικός, ούτε η Ακαδημία του έμεινε η μόνη φιλοσοφική σχολή. Και άλλοι φίλοι ή συνομιλητές του Σωκράτη ίδρυσαν τις δικές τους σχολές: ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος από την Κυρήνη, ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα και ο Φαίδων από την Ηλεία. Σχολές που αναπτύχθηκαν ως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Άλλες έσβησαν γρήγορα κι άλλες άντεξαν στον χρόνο.
Από τους συνεχιστές του Σωκράτη (άμεσους ή έμμεσους, κοντινούς ή μακρινούς), κάποιοι προτίμησαν τις Σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, με τα πολλά μαθήματα και την τάση για συστηματοποίηση της φιλοσοφίας. Κάποιοι δεν θέλησαν, δεν προσπάθησαν ή δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν αυτή την πορεία. Εξάλλου, ως προς αυτό επικαλούνταν τον Σωκράτη: αυτός δεν τόνιζε την υπεροχή του προφορικού λόγου, χωρίς να τον υποστηρίξει γραπτώς (όπως έκανε ο Πλάτων) αλλά εμπράκτως; Αυτός δεν δίδαξε μόνο με το παράδειγμά του, χωρίς να αφήσει κείμενα και χωρίς τη φιλοδοξία να προσθέσει κάτι στην ανθρώπινη γνώση;
Κι αν για αιώνες (ουσιαστικά μέχρι σήμερα) τους αποκαλούν «μικρούς (ελάσσονες) Σωκρατικούς», οι ίδιοι δεν πρέπει να θεωρούσαν μειωτικό έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Τιμή τους θα ήταν ότι είναι «Σωκρατικοί», ότι δεν πρόδωσαν την παράδοση του Σωκράτη. Αν «μεγάλος Σωκρατικός» είναι ο Πλάτων, αυτός είναι και ο κεντρικός φιλοσοφικός στόχος τους: ο «μεγάλος Σωκρατικός», που (όπως πίστευαν) διαστρέβλωσε το πνεύμα του δασκάλου του παρά την προσωπική σχέση που είχε μαζί του.
Οι Σωκρατικοί και οι κατοπινοί φιλόσοφοι επιτέθηκαν εναντίον του Πλάτωνα (και του Αριστοτέλη): είτε με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο, αναιρώντας θέσεις και επιχειρήματα· είτε με χτυπήματα κάτω από τη μέση, με χλευασμούς και υπονοούμενα για τον βίο και την πολιτεία ή για τη συνέπεια λόγων και έργων των δύο φιλοσόφων. Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι παρουσίασαν λογικές (ευφυείς και εντυπωσιακές) θεωρητικές κατασκευές. Έμοιαζε όμως να τις θεωρούσαν πιο αληθινές από την πραγματικότητα, ενώ τις είχαν φτιάξει για να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα.
Μακριά από θεωρητικούς πειραματισμούς και με το μάτι στραμμένο στην πραγματικότητα, οι ελάσσονες φιλόσοφοι πίστευαν και διακήρυτταν ότι αποτελούν τους αυθεντικούς κληρονόμους της σωκρατικής φιλοσοφίας· μιας φιλοσοφίας που είχε στο κέντρο της τον συγκεκριμένο άνθρωπο και τη διασφάλιση της ευδαιμονία του.
Σαν μια πέτρα που κυλά
Πώς είναι; Να ᾽σαι μόνος σου, χωρίς σπίτι,
εντελώς άγνωστος, σαν μια πέτρα που κυλά;
Μπομπ Ντύλαν
Η κρίση της αθηναϊκής δημοκρατίας στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και η εδραίωση της μακεδονικής κυριαρχίας στο δεύτερο μετέβαλαν σταδιακά, αλλά μάλλον οριστικά, τους όρους παραγωγής φιλοσοφίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι Κυνικοί και οι ελληνιστικές σχολές επαγγέλλονταν κυρίως ένα πράγμα: την παροχή ενός αισθήματος ασφάλειας, τη νοηματοδότηση της ζωής.
Όσο η πόλις έχανε τη σημασία της ως πηγή, θεμελίωση και μέτρο των αξιών, και τα ελληνιστικά βασίλεια ισχυροποιούνταν, ο πολίτης ένιωθε ότι τα κοινά αποφασίζονταν χωρίς τη συμμετοχή του, ότι η εξουσία είχε εκχωρηθεί στον μονάρχη, ότι η γνώση είχε σπάσει σε κομμάτια που δεν ήταν προσιτά σε όλους. Αν η συμμετοχή δεν είχε νόημα, αν το κράτος ήταν αδιάφορο και αν οι εξειδικευμένες γνώσεις παρουσίαζαν μια αποσπασματική εικόνα του κόσμου, τι έμενε στο άτομο; Πού θα έβρισκε ένα σημείο να στηριχθεί, όχι για να κινήσει τα πάντα (όπως επεδίωκαν οι επιστήμονες της εποχής), αλλά για να μπορέσει να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή και να καταφέρει να ευτυχήσει;
Μόνος εγγυητής έμενε στον άνθρωπο ο ίδιος του ο εαυτός. Γιατί, τι άλλο είναι δικό του; Η ιδιοκτησία και τα πλούτη; Οι συγγενείς και οι φίλοι; Οι γνωριμίες και η φήμη; Τίποτε από όλα αυτά, έλεγε ο Αντισθένης· λίγα από αυτά, έλεγαν μετριοπαθέστερα οι περισσότεροι. Ας δείξουμε (και ενίοτε ας επιδείξουμε) αδιαφορία προς τα εξωτερικά αγαθά, μια και δεν μπορούμε να τα εξασφαλίσουμε. Ούτε χρειάζεται να φανταζόμαστε ιδανικές πολιτείες και να αναλύουμε ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα, όπως έπραξαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Η αλλαγή που χρειάζεται ξεκινά από το ίδιο το άτομο - αυτό είναι, εξάλλου, το σωκρατικό δίδαγμα.
Το μόνο που χρειαζόταν το άτομο, θα έψαχνε και θα το έβρισκε στον εαυτό του. Έργο θα ήταν «η επιμέλεια του εαυτού του». Σε αυτόν θα στήριζε τη ζωή του, σε αυτόν θα λογοδοτούσε. Τα ιδεώδη που προβλήθηκαν από τη φιλοσοφία δείχνουν τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα των στόχων της: αὐτάρκεια, ἀταραξία, ἀπονία, ἀδιαφορία. Ο ατομικισμός θα συμβαδίσει με έναν νεοεμφανιζόμενο κοσμοπολιτισμό. Ο τόπος, η κατοικία του ανθρώπου δεν είναι ο γενέθλιος τόπος του: έρημη χώρα η πατρίδα του, έρημος σαν χώρα και ο ίδιος - το να μην έχει πατρίδα είναι το ίδιο με το να έχει πατρίδα όλο τον κόσμο.
Οὐχ εἷς πάτρας μοι πύργος, οὐ μία στέγη,
πάσης δὲ χέρσου καὶ πόλισμα καὶ δόμος
ἕτοιμος ἡμῖν ἐνδιαιτᾶσθαι πάρα.
-------------
Πατρίδα μου δεν είναι κάποιος πύργος ή κάποια στέγη.
Ολόκληρη η γη είναι πολιτεία και οικία
έτοιμη να στεγάσει τη ζωή μας.
Κράτης ο Κυνικός
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.98)
Αρκετοί, ολοένα και περισσότεροι όσο προχωρούσε η Ελληνιστική εποχή, στρέφονταν στη θρησκεία. Όχι στην πολιτική θρησκεία με τις δημόσιες τελετές· περισσότερο στις λατρείες, στην προσωπική σχέση με κάποια θεότητα - όχι πλέον αποκλειστικά ελληνική, αλλά και εισαγόμενη από την Ανατολή ή την Αίγυπτο με τις αναγκαίες προσαρμογές επί το ελληνικότερον.
Η λατρεία της θεάς Τύχης δεν άνθισε τυχαία τα χρόνια εκείνα. Όμως και η φιλοσοφία έδινε ανάλογες υποσχέσεις στον άνθρωπο, τον εκτεθειμένο στις ιδιοτροπίες της τύχης. Σε μια εποχή που ο άνθρωπος κινδύνευε να τον εξορίσει η πολιτική εξουσία, να τον αιχμαλωτίσουν οι πειρατές και να τον πουλήσουν σκλάβο (ας θυμηθούμε μόνο τον Πλάτωνα) ο Διογένης αποτίμησε ως εξής το κέρδος του από τη φιλοσοφία: «Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω όλες τις μεταπτώσεις της τύχης» (στον Διογένη Λαέρτιο 6.63).
Όταν το άτομο αρχίζει να μην νιώθει ασφάλεια, όταν όλα όσα του προσέφεραν ασφάλεια (πατρίδα, πόλη, θεσμοί, αξίες) αλλάζουν, μπορεί να δελεαστεί ευκολότερα από τις υποσχέσεις που δίνουν τόσες λατρείες στους μυημένους, να ενταχθεί σε μια άλλου είδους κλειστή κοινότητα ή να απορρίψει τα νόμιματης πόλης του. Μπορεί όμως και να νιώσει ελεύθερο από κάθε εσωτερικό και εξωτερικό περιορισμό και να διακηρύξει με παρρησία, όπως ο Διογένης, το μανιφέστο ενός επιθετικού και αυτάρκους (αν όχι αυτάρεσκου) ατομικισμού. Ο ατομικισμός αυτός απομακρύνεται ωστόσο από τη σωκρατική διδασκαλία, η οποία διατηρούσε δεσμούς με τη ζωή της πόλης:
Ἄπολις, ἄοικος, πατρίδος ἐστερημένος,
πτωχός, πλανήτης, βίον ἔχων τοὐφ᾽ ἡμέραν.
--------------
Χωρίς πόλη, χωρίς σπιτικό, χωρίς πατρίδα,
ζητιάνος και πλανόβιος, ζω μέρα με τη μέρα.
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.38)
ΠΟΥ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ;
ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΕΙΡΩΝΕΥΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Ο ΚΥΝΙΚΟΣ
Το νόμισμά σας είναι κάλπικο
Πρέπει να ήταν η χρονιά που έπεσαν οι Τριάκοντα τύραννοι στην Αθήνα, το 403 π.Χ., όταν γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου ο Διογένης· μπορεί όμως να ήταν και η χρονιά που ανέβηκαν στην εξουσία. Έζησε πολλά χρόνια εκεί και βοηθούσε τον πατέρα του, υψηλά ιστάμενο τραπεζίτη· ίσως έγινε και ο ίδιος τραπεζίτης. Έτσι, όταν ο πατέρας του κατηγορήθηκε ότι παραχάραξε το νόμισμα της πόλης, ο τριανταπεντάχρονος Διογένης τον ακολούθησε στην εξορία. Το πιθανότερο είναι ότι οι λόγοι της δίωξης ήταν πολιτικοί, μια και τότε (γύρω στο 370) πήρε την εξουσία ένας σατράπης.
Η φήμη του παραχαράκτη και του εξόριστου δεν τον εγκατέλειψε, αλλά και ο Διογένης δεν της χαρίστηκε. Την αντιμετώπιζε με χιούμορ και αντέτεινε στους κατηγόρους του ότι όλες οι αντιξοότητες του βγήκαν σε καλό. Όταν τον κορόιδευαν για το πάθημα της εξορίας, ο Διογένης τούς θύμιζε ότι χάρη σε αυτήν έφτασε στη φιλοσοφία. «Κι αν οι συμπολίτες μου στη Σινώπη με καταδίκασαν σε εξορία, εγώ τους καταδίκασα να ζήσουν στη Σινώπη» (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή 6.49· το 6ο βιβλίο του Λαέρτιου αποτελεί βασική πηγή για τον κυνισμό).
Όταν ερχόταν η συζήτηση στη νόθευση του νομίσματος, ο καθένας που γνώριζε τον φιλόσοφο θα σκεφτόταν: ο Διογένης (όπως το γράφει από μόνος του σε ένα έργο του) υποτίμησε την αξία των νομισμάτων της πόλης του και υπέσκαψε την αξιοπιστία των χρηματικών συναλλαγών. Αυτό που επιχειρεί τώρα με τη φιλοσοφική του στάση είναι να ανατρέψει την αξία των νομίμων(των συνηθειών και των ηθών) της πόλης-κράτους, να νοθεύσει τους θεσμούς της κοινωνίας. Το δεύτερο είναι πολύ σοβαρότερο, και είναι το μόνο εξακριβωμένο. Την ιστορία με το νόμισμα όλοι την ακούμε ή τη διαβάζουμε (τότε ή και τώρα), αλλά δεν ξέρουμε αν είναι αληθινή. Ταιριάζει τόσο πολύ με αυτά που ήθελε να κάνει ο Διογένης και τα εξηγεί τόσο παραστατικά, που θα μπορούσε να είναι πλαστή.
Κάλπικη η ιστορία για το κάλπικο νόμισμα; Και οι άλλες ιστορίες για τον Διογένη; Κατέβηκε στην Αθήνα. Εκεί, καθώς λέγεται, ήταν μαθητής του Αντισθένη. Πιθανώς να ήταν. Εξάλλου, ποιος δεν επιζητούσε τότε (είτε ο ίδιος είτε οι συνεχιστές του) περγαμηνές που να αποδείκνυαν το ένδοξο παρελθόν του; Γιατί, αν ο Διογένης ήταν μαθητής του Αντισθένη, συνδέεται έμμεσα με τον δάσκαλο του Αντισθένη, τον Σωκράτη.
Σαν να μην έφτανε η εξορία, ο Διογένης μετά τον θάνατο του Αντισθένη έφυγε από την Αθήνα. Ταξιδεύοντας προς την Αίγινα, πιάστηκε από πειρατές και κατέληξε σκλάβος στην Κρήτη και τελικά στο σπίτι ενός πλούσιου Κορίνθιου, όπου ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση των γιων του.
Διάφορες μαρτυρίες τον θέλουν να μοιράζει τον χρόνο του στην Κόρινθο και στην Αθήνα, ή να βρίσκεται κατά καιρούς στα Μέγαρα, στην Ολυμπία, στη Σαμοθράκη, στη Ρόδο, στη Μίλητο και άλλες πόλεις.
Πολλές λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε για τη ζωή του Διογένη, εκτός αν η ζωή του είναι η συρραφή των περιστατικών που σώζουν διάφοροι συγγραφείς. Ας κρατήσουμε ότι αυτό που άρχισε με τον Διογένη, ο Κυνισμός, δεν ήταν Σχολή, με τον τρόπο που ήταν ο Πλατωνισμός, ο Στωικισμός και άλλες: οι Κυνικοί δεν διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στη σχολαρχία, δεν παρέδιδαν μαθήματα, ούτε συνέθεσαν κάποιο φιλοσοφικό σύστημα.
Και γιατί «σκύλοι»;
Το όνομά τους το πήραν οι Κυνικοί από τον σκύλο, τον κύνα. Επειδή ο χαρακτηρισμός αυτός είχε υποτιμητική σημασία (υποδηλώνει αναίδεια), εύκολα θα πιστεύαμε ότι τους βάφτισαν έτσι οι φιλοσοφικοί τους αντίπαλοι. Ακόμη κι αν είχε συμβεί αυτό, ο ίδιος ο Διογένης το αποδέχθηκε και αποκαλούσε τον εαυτό του «σκύλο».
Η συμπεριφορά των Κυνικών είναι σαν του σκύλου, δηλαδή κυνική: είναι ωμά ειλικρινής, χωρίς υπεκφυγές, διακρίνει αμέσως φίλους και εχθρούς· είναι ταυτόχρονα και αναίσχυντη, δεν έχει ντροπές στις δημόσιες πράξεις, δεν έχει ντροπές σε καμία πράξη, γιατί όλες γίνονται δημοσίως.
Για τους Κυνικούς, η παρατήρηση της ζωής των ζώων φανερώνει ότι ο άνθρωπος έχασε την αλήθεια εξαιτίας του πολιτισμού, γιατί οι θεμελιώδεις αξίες του (στην πολιτική, στην ηθική, στη θρησκεία) είναι αντίθετες προς τη φύση. Ο πολιτισμός παραχάραξε τον φυσικό νόμο και θέσπισε τον θετικό νόμο που ισχύει στις πολιτείες· αυτό τον νόμο ο Διογένης προσπάθησε να τον υπονομεύσει. Παραχάραξε με τη σειρά του τις συνήθειες των πολιτών και πρόβαλε σαν υπόδειγμα τη φυσική ζωή, ακόμη και τη σκυλίσια. Δεν τόνισε τη λογική πλευρά του ανθρώπου (όπως π.χ. ο Αριστοτέλης), γιατί τον κανόνα τον δίνει η φύση. Ο άνθρωπος οφείλει να ζήσει σύμφωνα με τη φύση, όπως άλλωστε κάνουν οι σκύλοι και όλα τα ζώα.
Ο Διογένης χρησιμοποιεί τα ζώα ως παραδείγματα τόσο για λόγους διαπαιδαγώγησης (ας θυμηθούμε διδακτικούς μύθους, όπως τους αισώπειους) όσο και για να δείξει την ανωτερότητα της φύσης απέναντι στον πολιτισμό.
Η φύση, λοιπόν, διδάσκει· το ίδιο και οι άνθρωποι, αν τους παρατηρούμε. Ο Διογένης έβλεπε ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πολλά πράγματα τα οποία έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε απαραίτητα. Όταν έφτασε στην Αθήνα το ᾽σκασε ο σκλάβος του, ο Μάνης. Παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι, αν ο Μάνης μπορούσε χωρίς τον Διογένη, τότε και ο Διογένης θα μπορούσε χωρίς τον Μάνη (Διογένης Λαέρτιος 6.55).
Την απλότητα την διδασκόταν και από τα παιδιά - κάτι παράξενο για έλληνα φιλόσοφο. Όταν είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, πέταξε το κύπελλό του· κι όταν είδε κάποιο άλλο παιδί να παίρνει τις φακές του στη γούβα ενός ψωμιού, πέταξε την κούπα του (Διογένης Λαέρτιος 6.37).
Διογένης: ένας σκύλος που γαβγίζει και δαγκώνει
Αντίθετα με τις άλλες σχολές, οι Κυνικοί δεν είχαν κάποιες βασικές διδασκαλίες ή καταστατικά κείμενα τα οποία να αναλύσουν. Πρότυπά τους είχαν τους παραδειγματικούς βίους. Γι᾽ αυτό οι αληθινοί τους ήρωες ήταν ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας· και πολύ γρήγορα ο Διογένης, το μόνο ιστορικό πρόσωπο.
Ο Διογένης δεν ήταν ο δάσκαλος, ο συγγραφέας, ο φιλόσοφος - όπως ήταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ζήνων. Ήταν το μυθικό πρόσωπο του Κυνισμού, γιατί η ίδια του η ζωή έγινε μύθος. Πολλές μικρές ιστορίες φτιάχτηκαν και κυκλοφορούσαν ευρέως στην αρχαιότητα για τον Διογένη. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του χάθηκαν (αν ήταν ποτέ γνωστά) μέσα σε μια σειρά από ανέκδοτα, σκανδαλώδεις πράξεις και λεκτικά παιχνίδια που αποδόθηκαν στον πρώτο κυνικό.
Τα άλλα σκυλιά δαγκώνουν τους εχθρούς τους. Εγώ δαγκώνω τους φίλους μου, για να τους σώσω.
(στον Ιωάννη Στοβαίο, Ανθολόγιον 3.13.44)
Πολλές ιστορίες φαίνονται απλώς αστείες ή γελοίες - όπως τις πάρει κανείς. Και πράγματι, επιφανειακά η σημασία τους είναι αστεία· το συγκαλυμμένο νόημά τους έχει όμως κάποια οξύτητα. Έτσι ήταν ο λόγος των Κυνικών: «έμοιαζε με σκύλο που γλείφει και συνάμα δαγκώνει.»
Ο Διογένης και άλλοι Κυνικοί έγραψαν πολλά βιβλία. Δεν σώθηκαν, όπως δεν σώθηκαν εκατοντάδες άλλα φιλοσοφικά βιβλία των σύγχρονών τους και μεταγενέστερων σχολών. Αυτό που έμεινε είναι ιστορίες για τη ζωή τους - πιο ταιριαστό για εκείνους που τόνιζαν ότι σημασία δεν έχουν τα βιβλία αλλά ο τρόπος ζωής.
Η κυνική άσκηση
Παρά την κριτική του στον πολιτισμό, ο Διογένης ήταν γέννημα της πόλης· η συμπεριφορά του ήταν αξιοπρόσεκτη ακριβώς επειδή επέλεξε να την εκθέσει στην αγορά. Δεν αποσύρθηκε, αλλά έπραττε σαν να είχε αποστολή να πείσει τους ανθρώπους να εξετάζουν τη ζωή τους, γιατί (όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης) μια ζωή ανεξέταστη δεν αξίζει να την ζεις. Σε αυτόν θα μπορούσαν να βρουν καθοδήγηση οι συνηθισμένοι άνθρωποι, και όχι στις Σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο Διογένης αποσκοπούσε να προσφέρει μια τέχνη, μια ηθική πρακτική που θα οδηγούσε τον άνθρωπο στην ευτυχία.
Η μίμηση της ελευθερίας και της αυτάρκειας των ζώων είχε πολλαπλούς σκοπούς: να παραμερίσει τα εμπόδια που βάζει η κοινωνία στην ανθρώπινη ευτυχία, χωρίς όμως να μένει στην απλή ικανοποίηση των ενστίκτων και στην απάθεια· και να κατοχυρώσει την πλήρη ανεξαρτησία, που κάνει τον άνθρωπο σαν τους θεούς. Γι᾽ αυτό και ο Ηρακλής είναι το πρότυπο των Κυνικών· γιατί ήταν ένας θνητός που χάρη στους άθλους του πλησίασε τους θεούς.
Η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία επιτυγχάνονται με την άσκηση και την παρρησία. Η άσκηση είναι δύο ειδών, σωματική και ψυχική. Η σωματική εξάσκηση προσφέρει ανοσία στις αναπόφευκτες αντιξοότητες της ζωής, δεν αντιστρατεύεται όμως τις κατάλληλες απολαύσεις. Η ψυχική άσκηση συμπληρώνει τη σωματική: μαθαίνει στον άνθρωπο να καταφρονεί τις ηδονές, κι αυτό είναι μια νίκη που προκαλεί μεγαλύτερη ηδονή. Έτσι ο Διογένης επαινούσε όσους σχεδίαζαν και ήθελαν να κάνουν κάτι, αλλά τελικά, και παρά την επιθυμία τους, δεν το έκαναν.
Με αυστηρή πειθαρχία, η σωματική εξάσκηση και η μίμηση υποδειγματικών πράξεων φέρνουν την εσωτερική ελευθερία, την ανεξαρτησία από εξωτερικούς καταναγκασμούς. Η άσκηση συμπληρώνεται με τη γνώση, και έτσι κατακτιέται η αρετή. Αλλά χωρίς την άσκηση, όπως τονίζουν οι Κυνικοί, τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί (Διογένης Λαέρτιος 6.70-71).
Η πρακτική της παρρησίας
Οι Κυνικοί πίστευαν ότι η αλήθεια φαίνεται μέσα στη ζωή, τη δείχνει ο καθένας με τη ζωή του. Ο φιλοσοφικός βίος, ως βίος παραδειγματικός, χρειάζεται δημοσιότητα, ώστε να προβληθεί η αλήθεια με τρόπο που να γίνεται προσιτή σε όλους. Δύο κυρίως τρόπους χρησιμοποίησαν οι Κυνικοί, τον λόγο και τις πράξεις, το κήρυγμα και τη σκανδαλώδη συμπεριφορά.
(α) Οι Κυνικοί δεν απευθύνονταν σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό, συγκεντρωμένο για να τους ακούσει. Δεν επιζητούσαν μικρά και επιλεγμένα ακροατήρια. Προτιμούσαν το πλήθος και το αναζητούσαν εκεί που μαζευόταν για άλλους λόγους: στα θέατρα, στις θρησκευτικές γιορτές, στους αθλητικούς αγώνες. Σε τέτοιες περιστάσεις ο κυνικός έβρισκε ευκαιρία να περάσει το δικό του μήνυμα, μέσα από το κήρυγμα - το κατεξοχήν είδος ομιλίας που (παρουσιάζεται σαν να) λέει την αλήθεια και απευθύνεται σε όλους.
Στα κηρύγματα των Κυνικών δεν περιέχονταν εποικοδομητικά στοιχεία, κάποια θετική διδασκαλία. Ήταν κυρίως μια επίθεση κατά των θεσμών που εμποδίζουν την ελευθερία και την αυτάρκεια κάθε ανθρώπου· μια κριτική των ηθικών αντιλήψεων και των μορφών συμπεριφοράς. Με τον τρόπο τους, και την ελευθεροστομία τους, κατάφερναν να προκαλέσουν ενδιαφέρον για φιλοσοφικά θέματα σε ανθρώπους εκτός φιλοσοφίας - κάτι που λίγοι το πετυχαίνουν.
Σε κάποιον που τον κορόιδευε επειδή έμπαινε σε ακάθαρτα μέρη, είπε ο Διογένης: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια, αλλά δεν λερώνεται.»
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.63)
(β) Όσο καυστικά κι αν ήταν τα σχόλιά τους, οι Κυνικοί δεν έμειναν στα λόγια. Με τις πράξεις τους αμφισβητούσαν τις συνήθειες και τις γνώμες των πολλών, τους κανόνες της κοινωνικής ζωής.
Όταν ο Αλέξανδρος πλησίασε τον Διογένη και τον ρώτησε αν χρειαζόταν τίποτε, ο φιλόσοφος του απάντησε: «Να πας λίγο πιο πέρα από τον ήλιο, να μην τον κρύβεις.» Ο βασιλιάς θαύμασε τον φιλόσοφο για την περηφάνεια του και την περιφρόνηση της διαταγής (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 14). Η αντίδραση, όμως, του βασιλιά δεν κρύβει ότι ουσιαστικά αντιστράφηκαν οι ρόλοι: αυτός που διέταξε δεν ήταν ο Αλέξανδρος, που ως απόγονος του θεού ήταν η προσωποποίηση του ήλιου, αλλά ο Διογένης, που είχε μια απλή φυσική σχέση με τον ήλιο, όπως κάθε άνθρωπος.
Ο Διογένης ήθελε να δείξει, επίσης, πόσο αυθαίρετοι είναι οι κανόνες που θέτουν οι άνθρωποι. Έτσι, μια φορά σε αγώνες, στα Ίσθμια, αυτοστεφανώθηκε σαν να ήταν νικητής. Όταν οι αξιωματούχοι προσπάθησαν να τον τιμωρήσουν, επειδή παραβίασε τον κανονισμό, ο Διογένης τους εξήγησε τη στάση του: «Εγώ πέτυχα πολύ πιο δύσκολη νίκη από εκείνους που στεφανώσατε εσείς· εγώ νίκησα τη φτώχεια, την εξορία, τα πάθη μου, ενώ οι αθλητές νίκησαν στο τρέξιμο και στην πάλη.» Εφάρμοσε τον κανόνα (τη στεφάνωση ως σημείο επιβράβευσης του νικητή) όχι εκεί που ήταν αποδεκτός από όλους, στους αγώνες του σώματος, αλλά εκεί που δεν ήταν, στον προσωπικό αγώνα της ζωής· και αναρωτήθηκε γιατί να μην ισχύει και στα δύο είδη αγώνων - ειδικά στον πιο σημαντικό από τους δύο.
Ακόμη περισσότερο προκλητικός ήταν ο Διογένης όταν συνέδεε δύο κανόνες συμπεριφοράς που φαίνονταν αντίθετοι. Ενώ το να τρως μπροστά στους άλλους επιτρέπεται, δεν επιτρέπεται να επιδεικνύεις άλλες λειτουργίες του σώματος. Ρωτούσε: εφόσον το φαγητό είναι μια φυσική ανάγκη και μπορεί να ικανοποιείται δημοσίως, γιατί αυτό να μην ισχύει και για άλλες φυσικές ανάγκες; Και χωρίς να του απαντήσουν, προχωρούσε στην ικανοποίησή τους.
Η κυνική στάση, με παρωδία και σάτιρα, με πράξεις ελεύθερες, υπονομεύει την παράδοση και ανατρέπει τις αυθεντίες. Ίσως είναι περισσότερο μια «αρνητική ελευθερία», μια προσπάθεια απαλλαγής από περιορισμούς. Αυτή η ελευθερία, η παρρησία είναι, για τον Διογένη, το κάλλιστον στους ανθρώπους.
Ποιος όμως θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια ακραία παραδείγματα, ικανά να προκαλέσουν θαυμασμό αλλά κυρίως αποστροφή στους ανθρώπους, ειδικά σε όσους λόγω θέσεως, επαγγέλματος ή πεποιθήσεως είναι ή οφείλουν να δείχνουν σοβαροί;
Αυτόν τον φιλόσοφο ποιος θα τον πάρει;
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΕΡΜΗΣ: Θέλεις εκείνον τον βρωμιάρη τον Πόντιο;
ΖΕΥΣ: Βεβαίως.
ΕΡΜΗΣ: Εσύ με το δισάκι στον ώμο, ξεμπράτσωτε, για έλα από δω και κάνε έναν γύρο μπροστά μας. Πουλάω μια ζωή αντρίκεια, ενάρετη κι αρχοντική, μια ζωή ελεύθερη. Ποιος θα την αγοράσει;
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Τον φοβάμαι, έτσι σκυθρωπός και κατσούφης που είναι, μήπως με γαβγίσει μόλις τον πλησιάσω ή μήπως με δαγκώσει. Ε, φίλε! Από πού είσαι;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Από παντού.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Τι εννοείς;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Βλέπεις έναν πολίτη του κόσμου.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Κι έχεις κάποιες ειδικές γνώσεις; Ασκείς καμιά τέχνη;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Απελευθερώνω τους ανθρώπους και γιατρεύω τα πάθη. Θέλω να κηρύττω την αλήθεια και την παρρησία.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Συγχαρητήρια! Κι αν σ᾽ αγοράσω, πώς θα μ᾽ εκπαιδεύσεις;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Πρώτα θα σ᾽ απαλλάξω από την καλοπέραση, θα σ᾽ αφήσω στη στέρηση και θα σε ντύσω με κάπα· ύστερα θα σ᾽ αναγκάσω να πονάς και να κοπιάζεις· να κοιμάσαι καταγής, να πίνεις νερό και να τρως ό,τι τύχει· δεν θα νοιάζεσαι για γάμο, παιδιά και πατρίδα· θ᾽ αφήσεις το πατρικό σου σπίτι και θα μείνεις σε κανένα πιθάρι· το δισάκι σου θα ᾽ναι γεμάτο λούπινα. Και έτσι όπως θα ᾽σαι, θα λες ότι είσαι πιο ευτυχισμένος κι από το μεγάλο βασιλιά. Να ᾽σαι θρασύς και αναιδής και να τους βρίζεις όλους. Να κάνεις στα φανερά όσα οι άλλοι δεν θα τα ᾽καναν ούτε στα κρυφά. Τέτοια είναι η ευτυχία που σου τάζουμε.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Φύγε από δω! Λες πράγματα απαίσια κι απάνθρωπα.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Είναι όμως εύκολα, δικέ μου, κι όλοι τα μπορούν. Δεν σου χρειάζεται ούτε μόρφωση ούτε πολλά λόγια. Ο δρόμος προς τη δόξα είναι σύντομος.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Δεν σε χρειάζομαι για τέτοια πράγματα. Μπορεί όμως με τον καιρό να γίνεις ναύτης ή κηπουρός - αν θελήσει, βέβαια, να σε πουλήσει αυτός εδώ για κάνα δυο τάλιρα, το πολύ.
ΕΡΜΗΣ: Πάρ᾽ τον, χάρισμά σου. Ευχαρίστως να απαλλαγούμε από αυτόν·είναι τόσο ενοχλητικός, φωνάζει, βρίζει τους πάντες και τους αποπαίρνει.
Μα, είναι αυτό φιλοσοφία;
Οι Κυνικοί τις θεωρίες τις απέφευγαν, τα παραδοσιακά μαθήματα και τις επιστήμες (όπως τη γεωμετρία και την αστρονομία) τις απέρριπταν· σταθερές πεποιθήσεις που συγκροτούσαν ενιαίο συστηματικό σύνολο δεν είχαν· στα πρώτα τους χρόνια πίστευαν ότι δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος φιλοσοφικός σκοπός. Τι λογής φιλόσοφοι ήταν, λοιπόν, οι Κυνικοί;
Απλούστατα, δεν ήταν φιλόσοφοι! Έτσι υποστήριξαν αρκετοί, οι οποίοι και κατηγόρησαν τον Κυνισμό ότι δεν είναι σχολή σκέψης αλλά απλώς ένας τρόπος ζωής - πιθανώς ένα μέσο, που μπορεί να ταιριάζει στη μία ή την άλλη σχολή, δεν μπορεί όμως το ίδιο να προσφέρει το «τέλος», τον σκοπό. Κάποιοι ονόμασαν τον Κυνισμό «σύντομο δρόμο για την αρετή», άλλοι όμως «σύντομο δρόμο για την αλαζονεία» ή «για την κακή φήμη». Οι Κυνικοί αντέστρεφαν τις κατηγορίες και ουσιαστικά αμφισβητούσαν στους άλλους το δικαίωμα να φέρουν το όνομα του φιλοσόφου.
Ό,τι κι αν τους καταμαρτύρησαν (αδίκως και δικαίως), ο δρόμος της κυνικής άσκησης ήταν απλός και δύσκολος: να ζεις φτωχός και να ικανοποιείς μόνο τις φυσικές σου ανάγκες. Ίσως η εικόνα του περιπλανώμενου με το δισάκι στον ώμο, το ραβδί και το τριμμένο πανωφόρι (όλα τα υπάρχοντά του) να φαινόταν και τότε γραφική στους πολλούς ή προσβλητική (και -γιατί όχι;- απειλητική) για τους θεματοφύλακες της φιλοσοφίας.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί τσαρλατάνοι, περιπλανώμενοι κι εκείνοι, εμφανίστηκαν σαν φιλόσοφοι, πολλές φορές σαν Κυνικοί. Ήταν ίσως εύκολο και βολικό να παρουσιάζονταν σαν Κυνικοί. Για εκατοντάδες χρόνια αυτή η μορφή φιλοσόφου τριγυρνούσε στους δρόμους των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκθέτοντας και περιγελώντας ανθρώπους, προκειμένου να προκαλέσει την αντίδρασή τους.
Η περιφρόνηση προς τους Κυνικούς εντάθηκε αργότερα, κυρίως στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν αναβίωσε ο κυνισμός και οι Κυνικοί άλλαξαν. Ήταν κατάλληλη εποχή για την αναβίωση αυτή: η ευμάρεια της Ρώμης πρόσφερε στα υψηλά κοινωνικά στρώματα πλούτο και χλιδή, και στους ηθικολόγους και στους σατιρικούς συγγραφείς άφθονες αφορμές να καταγγέλλουν τις υπερβολές. Ο ακραίος και ανατρεπτικός ασκητισμός των Κυνικών σόκαρε τους Ρωμαίους. Έτσι, βρέθηκε σχετικά εύκολα ακροατήριο για τον Κυνισμό, που από τη μία πλευρά πολεμούσε τη δεισιδαιμονία και την ηθική διαφθορά και από την άλλη προέτρεπε για επιστροφή στη φύση, σε μια πρωταρχική απλότητα πριν από κάθε παρέμβαση πολιτισμού.
Δεν ήταν λίγοι όσοι περιφρονούσαν «αυτά τα ζωώδη, σιχαμερά και ακαλλιέργητα άτομα», που μιλούσαν και ζούσαν ανάρμοστα, διαφθείροντας τη φιλοσοφία και τους ανθρώπους.
Όμως αρκετοί ήταν και όσοι κατάλαβαν και ξεχώρισαν τους Κυνικούς σε δυο ομάδες: σε εκείνους που το μόνο που είδαν ήταν τα εξωτερικά σημάδια της εμφάνισης και της συμπεριφοράς των Κυνικών, και τα υιοθέτησαν για την ευχαρίστησή τους ή από ματαιοδοξία· και σε εκείνους που μιμήθηκαν πρώτα την καρτερικότητα του Διογένη, την αντοχή του στους κόπους, το ψυχικό του μεγαλείο.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Ιουλιανός, με την αυστηρή κριτική του στους απαίδευτους Κυνικούς, θυμίζει ότι, για τον Διογένη, τις προκλητικές πράξεις έχει δικαίωμα να τις αποτολμά μόνο εκείνος που έχει πρώτα κυριαρχήσει στην ηδονή και το πάθος. Αλλιώς, όπως τα σοφά λόγια στο στόμα των ανόητων δεν είναι σοφά, έτσι και οι αναίσχυντες πράξεις όταν τις κάνουν αναίσχυντοι είναι απλώς αναίσχυντες - τίποτε παραπάνω.
Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό
Ο Διογένης από τη Σινώπη του Πόντου, ο Κράτης από τη Θήβα, ο Δημώναξ από την Κύπρο, ο Περεγρίνος και άλλοι ογδόντα γνωστοί Κυνικοί δεν κέρδισαν κάποια περίοπτη θέση στις ιστορίες της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης δεν καταδέχεται να κατονομάσει τον Διογένη, χαρίζοντάς του μόνο μια αναφορά με τη λέξη «κύων». Ποτέ οι μεγάλοι φιλόσοφοι από την εποχή τους έως σήμερα δεν τους αντιμετώπισαν ευθέως ως συνομιλητές στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα της μεταφυσικής, της κοσμολογίας, της γνωσιολογίας.
Και όμως η φιλοσοφική στάση τους είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. «Και ποιος δεν έχει ακούσει για τον σκύλο από τη Σινώπη;» ρωτούσε το 380 μ.Χ. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ζώντας αποσυρμένος στην Καππαδοκία, όχι μακριά από τη γενέθλια πόλη του Διογένη. Ο Κυνισμός επηρέασε τη διαμόρφωση της στωικής φιλοσοφίας, πέρασε σε λογοτεχνικά είδη όπως η «διατριβή» και η σάτιρα, και δεν άφησε ανεπηρέαστο τον χριστιανισμό. Αποτελεί, κατά παράδοξο τρόπο, τη σωκρατική κληρονομιά, όπως εμμέσως παραδέχθηκε και ο Πλάτων αποκαλώντας τον Διογένη «έναν τρελαμένο Σωκράτη». Η μορφή του Διογένη πρόβαλε σαν μια σύνθεση ασκητισμού και αναίδειας - σαν ένας νέος Σωκράτης.
Οι Κυνικοί έδειξαν ότι η σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια, ή έστω με την προσωπική του αλήθεια, είναι κατόρθωμα ατομικό, ενίοτε και μοναχικό - αν και το πετυχαίνει ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Υπήρξαν Κυνικοί που, δυναμωμένοι με την άσκηση, διακινδύνευσαν την προσωπική τους υπόληψη, παραβαίνοντας κανόνες κοινωνικούς. Όλα αυτά τα έκαναν, για να φέρουν τον καθένα αντιμέτωπο με την ανθρώπινη φύση του, απογυμνωμένο από τις ευκολίες αλλά και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, του πολιτισμού. Άλλοι τούς είπαν φιλοσόφους, άλλοι τρελούς. Αυτοί απλώς επιδίωξαν να ταρακουνήσουν την αυταρέσκεια, την αυτοϊκανοποίηση όσων κατείχαν (ή νόμιζαν ότι κατείχαν) κάτι: οι πλούσιοι και οι ισχυροί το χρήμα και την κοινωνική καταξίωση, οι φιλόσοφοι τη γνώση, κάθε άνθρωπος τη βολή του.
Κανένας, ειδικά ο άνθρωπος που θέλει να νιώθει ασφάλεια (κοινωνική, πολιτική, συναισθηματική ή όποια άλλη) και επενδύει σε αυτήν, δεν θέλει δίπλα του κάποιον που διαρκώς να τον πειράζει, όχι απλώς να αμφισβητεί ή να κλονίζει τις χρόνιες πεποιθήσεις του αλλά να φέρεται προς αυτές σαν να είναι χρόνιες ασθένειες που επείγει η θεραπεία τους. Κανένας ίσως δεν θέλει δίπλα του έναν αναρχικό που κοροϊδεύει τις βεβαιότητες των άλλων και ποδοπατεί την υπεροψία τους (με κίνδυνο, βέβαια, να κατηγορηθεί και ο ίδιος για οίηση).
Οι Κυνικοί, αντίθετα από τις άλλες Σχολές, πίστεψαν ότι, για να φιλοσοφήσει κανείς, οφείλει να καταλάβει ότι η ζωή μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι γεμάτη ασυνέπειες, αν συγκριθεί με τη φυσική ζωή. Γι᾽ αυτό προχώρησαν στη συνολική ρήξη με τον κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων: τον απέρριψαν ολοκληρωτικά ως αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, δεν είχαν σκοπό ούτε προσπάθησαν να αναμορφώσουν την κοινωνική ή την πολιτική ζωή. Αρκέστηκαν συχνά σε έναν επιδεικτικό ασκητισμό, κάποτε μάλιστα στις αυλές και στους κύκλους των πλουσίων.
Η αναφορά στον Διογένη, η πίστη στο παράδειγμά του, στον τρόπο ζωής του και στις φιλοσοφικές αρχές του κράτησαν τους Κυνικούς για αιώνες, παρόλο που δεν συγκρότησαν ποτέ σχολή ούτε έδωσαν τόση σημασία στο να θεμελιώσουν με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο τις απόψεις τους. Τους άρεσε να πλάθουν ιστορίες για τον Διογένη, συναξάρια θαυμαστών πράξεων, αγιογραφικές επινοήσεις της παράδοσης. Ιστορίες σαν κι αυτή που μόλις τελείωσε.
«Ποιος από μας πάει για το καλύτερο, μόνο ο θεός το ξέρει»: με αυτά τα λόγια ο Σωκράτης αποχαιρέτησε τους δικαστές του στην τελευταία δημόσια παρουσία του (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους 42a). Έναν μήνα μετά αποχαιρέτησε φίλους και μαθητές πίνοντας το κώνειο και θυμίζοντάς τους το χρέος στον θεό: να θυσιάσουν έναν κόκορα (Φαίδων 118a).
Δεν γνωρίζουμε αν οι μαθητές του θυσίασαν το πτηνό στον Ασκληπιό· ούτε αν κάποιοι απαρνήθηκαν τον νεκρό δάσκαλο προτού λαλήσει ο πετεινός. Εξάλλου, πώς απαρνιέσαι τον δάσκαλό σου; Όταν αναιρείς τη διδασκαλία του αλλά τον επικαλείσαι; Όταν δεν θέλεις να σε αποκαλούν μαθητή του; Ή όταν τον ακολουθείς πιστά; Και πώς ακολουθείς έναν δάσκαλο ή μια διδασκαλία; Τι απέγινε, τελικά, το μάθημα του Σωκράτη;
«Το ζήτημα είναι τώρα τι κάνουμε, σε μια πόλη σαν την Αθήνα, την πιο ελεύθερη, που σκότωσε τον κατεξοχήν φιλόσοφο,» θα σκέφτηκαν πολλοί από τους μαθητές του Σωκράτη, που δεν ήταν και λίγοι. «Ποια θα είναι η τύχη της φιλοσοφίας και ο ρόλος του φιλοσόφου;» Με τη θανάτωση του Σωκράτη μερικοί φιλόσοφοι πρέπει να ένιωσαν ότι είναι επικίνδυνο να είσαι ο άνθρωπος που (κατηγορείσαι ότι) εισάγεις «καινά δαιμόνια» στην πόλη σου. Η οργανωμένη πόλη δεν φαινόταν να σηκώνει μεγάλη αμφισβήτηση για τις αξίες της, τα ιερά και τις συνήθειές της, τις πολιτικές και ψυχολογικές της βεβαιότητες. Εδώ ένας ολόκληρος Σωκράτης απέτυχε: κι αν ήθελε να ήταν η «αλογόμυγα» που δεν άφηνε την κοινωνία να εφησυχάσει, η κοινωνία δεν το είχε σε τίποτε να ησυχάσει διά παντός από αυτόν.
Κατά την αντίληψη αρκετών φιλοσόφων, που κατανόησαν έτσι τις εξελίξεις και έβλεπαν να πλησιάζει η πολιτική παρακμή, δεν έμενε ζωτικός δημόσιος χώρος για τον φιλόσοφο. Κι αν ο φιλόσοφος συνέχιζε να ζει μέσα στις πόλεις και δεν γινόταν ερημίτης, όφειλε να γνωρίζει πια ότι ο τόπος δεν τον χωράει, δεν τον αντέχει. Και ποιος θα ήταν ο δικός του τόπος; Θα εγκατέλειπε σταδιακά την αγορά; Θα έμενε στο περιθώριο, χωρίς πατρίδα; Θα έφτιαχνε σχολές, κτίρια, Ακαδημίες και Λύκεια, όπου θα ζούσαν έγκλειστοι αυτός, οι εκλεκτοί μαθητές του και η φιλοσοφία;
Τέτοιες σκέψεις έκαναν όσοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ένιωθαν σημαδεμένοι από τη ζωντανή παρουσία του Σωκράτη - και δεν έπαυσαν να κάνουν όσοι κράτησαν ζωντανή την εικόνα του φιλοσόφου μέσα τους. Ίσως τα πράγματα δεν ήταν τόσο τραγικά όσο συνήθως τα βλέπει ένα ευαίσθητο πνεύμα: το σταυροδρόμι στο οποίο κοντοστάθηκαν οι φιλόσοφοι οδηγούσε προς όλες τις κατευθύνσεις· κι ο καθένας πήρε τη δική του. Το κοινό σημείο τους ήταν η σωκρατική αφετηρία
Οι Σωκρατικοί: μια ρίζα, λίγοι κορμοί, πολλά κλαδιά
Οι μαθητές του Σωκράτη ήταν πολλοί και διαφορετικοί μεταξύ τους: άλλοι ήταν αθηναίοι πολίτες και άλλοι είχαν έρθει από άλλες πόλεις, άλλοι απλοί πολίτες κι άλλοι εξέχουσες προσωπικότητες του δημόσιου βίου, άλλοι αφοσιωμένοι στη φιλοσοφία κι άλλοι βουτηγμένοι στην καθημερινότητα του σπιτιού, της δουλειάς, της πολιτικής. Ανάμεσά τους γόνοι ισχυρών αριστοκρατικών οικογενειών (Πλάτων, Κριτίας, Χαρμίδης, Αλκιβιάδης), γιοι δούλων (Αντισθένης) ή πρώην δούλοι (Φαίδων)· δημοκρατικοί (Χαιρεφών), ολιγαρχικοί (Ξενοφών), φίλοι των τυράννων (Κριτίας, Χαρμίδης) ή πολιτικά αδιάφοροι (Αντισθένης). Οι διαφορές τους στην καταγωγή, την κοινωνική τάξη, την οικονομική κατάσταση, τις πολιτικές πεποιθήσεις και την παιδεία τους ήταν μεγάλες και δεν κρύβονταν. Εξάλλου, δεν χρειαζόταν να ήταν και όλοι φίλοι μεταξύ τους!
Όλοι τους ξεκίνησαν από τη βασική σωκρατική θέση ότι η γνώση φέρνει αρετή και η αρετή ευτυχία. Παρά την ποικιλία των απόψεών τους, όλοι ανέθεταν στη φιλοσοφία το ύψιστο καθήκον να διαμορφώνει την ηθική προσωπικότητα του ανθρώπου, να του προσφέρει τη δύναμη να ελέγχει τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς και τις αξίες και τις συνήθειες της ζωής - της καθημερινής, της πολιτικής, της φιλοσοφικής.
Ο δρόμος όμως που χάραξαν για την ευτυχία ήταν διαφορετικός: για μερικούς περνούσε μέσα από την απόλαυση χωρίς όρια, για άλλους σήμαινε άσκηση και πειθαρχία - μέσα στην πολιτεία ή ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες. Διαφορετικός ο δρόμος, αλλά με το ίδιο όνομα (φιλοσοφία) και με τον ίδιο οδοιπόρο: το άτομο.
Πολλοί προσπάθησαν να συνεχίσουν το έργο του Σωκράτη. Ο πιο σπουδαίος ήταν, ασφαλώς, ο Πλάτων. Δεν ήταν όμως ο μοναδικός, ούτε η Ακαδημία του έμεινε η μόνη φιλοσοφική σχολή. Και άλλοι φίλοι ή συνομιλητές του Σωκράτη ίδρυσαν τις δικές τους σχολές: ο Αντισθένης, ο Αρίστιππος από την Κυρήνη, ο Ευκλείδης από τα Μέγαρα και ο Φαίδων από την Ηλεία. Σχολές που αναπτύχθηκαν ως τα μέσα του 2ου αιώνα π.Χ. Άλλες έσβησαν γρήγορα κι άλλες άντεξαν στον χρόνο.
Από τους συνεχιστές του Σωκράτη (άμεσους ή έμμεσους, κοντινούς ή μακρινούς), κάποιοι προτίμησαν τις Σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, με τα πολλά μαθήματα και την τάση για συστηματοποίηση της φιλοσοφίας. Κάποιοι δεν θέλησαν, δεν προσπάθησαν ή δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν αυτή την πορεία. Εξάλλου, ως προς αυτό επικαλούνταν τον Σωκράτη: αυτός δεν τόνιζε την υπεροχή του προφορικού λόγου, χωρίς να τον υποστηρίξει γραπτώς (όπως έκανε ο Πλάτων) αλλά εμπράκτως; Αυτός δεν δίδαξε μόνο με το παράδειγμά του, χωρίς να αφήσει κείμενα και χωρίς τη φιλοδοξία να προσθέσει κάτι στην ανθρώπινη γνώση;
Κι αν για αιώνες (ουσιαστικά μέχρι σήμερα) τους αποκαλούν «μικρούς (ελάσσονες) Σωκρατικούς», οι ίδιοι δεν πρέπει να θεωρούσαν μειωτικό έναν τέτοιο χαρακτηρισμό. Τιμή τους θα ήταν ότι είναι «Σωκρατικοί», ότι δεν πρόδωσαν την παράδοση του Σωκράτη. Αν «μεγάλος Σωκρατικός» είναι ο Πλάτων, αυτός είναι και ο κεντρικός φιλοσοφικός στόχος τους: ο «μεγάλος Σωκρατικός», που (όπως πίστευαν) διαστρέβλωσε το πνεύμα του δασκάλου του παρά την προσωπική σχέση που είχε μαζί του.
Οι Σωκρατικοί και οι κατοπινοί φιλόσοφοι επιτέθηκαν εναντίον του Πλάτωνα (και του Αριστοτέλη): είτε με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο, αναιρώντας θέσεις και επιχειρήματα· είτε με χτυπήματα κάτω από τη μέση, με χλευασμούς και υπονοούμενα για τον βίο και την πολιτεία ή για τη συνέπεια λόγων και έργων των δύο φιλοσόφων. Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι παρουσίασαν λογικές (ευφυείς και εντυπωσιακές) θεωρητικές κατασκευές. Έμοιαζε όμως να τις θεωρούσαν πιο αληθινές από την πραγματικότητα, ενώ τις είχαν φτιάξει για να ερμηνεύσουν την πραγματικότητα.
Μακριά από θεωρητικούς πειραματισμούς και με το μάτι στραμμένο στην πραγματικότητα, οι ελάσσονες φιλόσοφοι πίστευαν και διακήρυτταν ότι αποτελούν τους αυθεντικούς κληρονόμους της σωκρατικής φιλοσοφίας· μιας φιλοσοφίας που είχε στο κέντρο της τον συγκεκριμένο άνθρωπο και τη διασφάλιση της ευδαιμονία του.
Σαν μια πέτρα που κυλά
Πώς είναι; Να ᾽σαι μόνος σου, χωρίς σπίτι,
εντελώς άγνωστος, σαν μια πέτρα που κυλά;
Μπομπ Ντύλαν
Η κρίση της αθηναϊκής δημοκρατίας στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ. και η εδραίωση της μακεδονικής κυριαρχίας στο δεύτερο μετέβαλαν σταδιακά, αλλά μάλλον οριστικά, τους όρους παραγωγής φιλοσοφίας. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι Κυνικοί και οι ελληνιστικές σχολές επαγγέλλονταν κυρίως ένα πράγμα: την παροχή ενός αισθήματος ασφάλειας, τη νοηματοδότηση της ζωής.
Όσο η πόλις έχανε τη σημασία της ως πηγή, θεμελίωση και μέτρο των αξιών, και τα ελληνιστικά βασίλεια ισχυροποιούνταν, ο πολίτης ένιωθε ότι τα κοινά αποφασίζονταν χωρίς τη συμμετοχή του, ότι η εξουσία είχε εκχωρηθεί στον μονάρχη, ότι η γνώση είχε σπάσει σε κομμάτια που δεν ήταν προσιτά σε όλους. Αν η συμμετοχή δεν είχε νόημα, αν το κράτος ήταν αδιάφορο και αν οι εξειδικευμένες γνώσεις παρουσίαζαν μια αποσπασματική εικόνα του κόσμου, τι έμενε στο άτομο; Πού θα έβρισκε ένα σημείο να στηριχθεί, όχι για να κινήσει τα πάντα (όπως επεδίωκαν οι επιστήμονες της εποχής), αλλά για να μπορέσει να ζήσει μια αξιοπρεπή ζωή και να καταφέρει να ευτυχήσει;
Μόνος εγγυητής έμενε στον άνθρωπο ο ίδιος του ο εαυτός. Γιατί, τι άλλο είναι δικό του; Η ιδιοκτησία και τα πλούτη; Οι συγγενείς και οι φίλοι; Οι γνωριμίες και η φήμη; Τίποτε από όλα αυτά, έλεγε ο Αντισθένης· λίγα από αυτά, έλεγαν μετριοπαθέστερα οι περισσότεροι. Ας δείξουμε (και ενίοτε ας επιδείξουμε) αδιαφορία προς τα εξωτερικά αγαθά, μια και δεν μπορούμε να τα εξασφαλίσουμε. Ούτε χρειάζεται να φανταζόμαστε ιδανικές πολιτείες και να αναλύουμε ποιο είναι το καλύτερο πολίτευμα, όπως έπραξαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Η αλλαγή που χρειάζεται ξεκινά από το ίδιο το άτομο - αυτό είναι, εξάλλου, το σωκρατικό δίδαγμα.
Το μόνο που χρειαζόταν το άτομο, θα έψαχνε και θα το έβρισκε στον εαυτό του. Έργο θα ήταν «η επιμέλεια του εαυτού του». Σε αυτόν θα στήριζε τη ζωή του, σε αυτόν θα λογοδοτούσε. Τα ιδεώδη που προβλήθηκαν από τη φιλοσοφία δείχνουν τον ατομοκεντρικό χαρακτήρα των στόχων της: αὐτάρκεια, ἀταραξία, ἀπονία, ἀδιαφορία. Ο ατομικισμός θα συμβαδίσει με έναν νεοεμφανιζόμενο κοσμοπολιτισμό. Ο τόπος, η κατοικία του ανθρώπου δεν είναι ο γενέθλιος τόπος του: έρημη χώρα η πατρίδα του, έρημος σαν χώρα και ο ίδιος - το να μην έχει πατρίδα είναι το ίδιο με το να έχει πατρίδα όλο τον κόσμο.
Οὐχ εἷς πάτρας μοι πύργος, οὐ μία στέγη,
πάσης δὲ χέρσου καὶ πόλισμα καὶ δόμος
ἕτοιμος ἡμῖν ἐνδιαιτᾶσθαι πάρα.
-------------
Πατρίδα μου δεν είναι κάποιος πύργος ή κάποια στέγη.
Ολόκληρη η γη είναι πολιτεία και οικία
έτοιμη να στεγάσει τη ζωή μας.
Κράτης ο Κυνικός
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.98)
Αρκετοί, ολοένα και περισσότεροι όσο προχωρούσε η Ελληνιστική εποχή, στρέφονταν στη θρησκεία. Όχι στην πολιτική θρησκεία με τις δημόσιες τελετές· περισσότερο στις λατρείες, στην προσωπική σχέση με κάποια θεότητα - όχι πλέον αποκλειστικά ελληνική, αλλά και εισαγόμενη από την Ανατολή ή την Αίγυπτο με τις αναγκαίες προσαρμογές επί το ελληνικότερον.
Η λατρεία της θεάς Τύχης δεν άνθισε τυχαία τα χρόνια εκείνα. Όμως και η φιλοσοφία έδινε ανάλογες υποσχέσεις στον άνθρωπο, τον εκτεθειμένο στις ιδιοτροπίες της τύχης. Σε μια εποχή που ο άνθρωπος κινδύνευε να τον εξορίσει η πολιτική εξουσία, να τον αιχμαλωτίσουν οι πειρατές και να τον πουλήσουν σκλάβο (ας θυμηθούμε μόνο τον Πλάτωνα) ο Διογένης αποτίμησε ως εξής το κέρδος του από τη φιλοσοφία: «Αν μη τι άλλο, τουλάχιστον είμαι έτοιμος να αντιμετωπίσω όλες τις μεταπτώσεις της τύχης» (στον Διογένη Λαέρτιο 6.63).
Όταν το άτομο αρχίζει να μην νιώθει ασφάλεια, όταν όλα όσα του προσέφεραν ασφάλεια (πατρίδα, πόλη, θεσμοί, αξίες) αλλάζουν, μπορεί να δελεαστεί ευκολότερα από τις υποσχέσεις που δίνουν τόσες λατρείες στους μυημένους, να ενταχθεί σε μια άλλου είδους κλειστή κοινότητα ή να απορρίψει τα νόμιματης πόλης του. Μπορεί όμως και να νιώσει ελεύθερο από κάθε εσωτερικό και εξωτερικό περιορισμό και να διακηρύξει με παρρησία, όπως ο Διογένης, το μανιφέστο ενός επιθετικού και αυτάρκους (αν όχι αυτάρεσκου) ατομικισμού. Ο ατομικισμός αυτός απομακρύνεται ωστόσο από τη σωκρατική διδασκαλία, η οποία διατηρούσε δεσμούς με τη ζωή της πόλης:
Ἄπολις, ἄοικος, πατρίδος ἐστερημένος,
πτωχός, πλανήτης, βίον ἔχων τοὐφ᾽ ἡμέραν.
--------------
Χωρίς πόλη, χωρίς σπιτικό, χωρίς πατρίδα,
ζητιάνος και πλανόβιος, ζω μέρα με τη μέρα.
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.38)
ΠΟΥ ΝΑ ΓΥΡΙΖΕΙΣ;
ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ ΕΙΡΩΝΕΥΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ: Ο ΚΥΝΙΚΟΣ
Το νόμισμά σας είναι κάλπικο
Πρέπει να ήταν η χρονιά που έπεσαν οι Τριάκοντα τύραννοι στην Αθήνα, το 403 π.Χ., όταν γεννήθηκε στη Σινώπη του Πόντου ο Διογένης· μπορεί όμως να ήταν και η χρονιά που ανέβηκαν στην εξουσία. Έζησε πολλά χρόνια εκεί και βοηθούσε τον πατέρα του, υψηλά ιστάμενο τραπεζίτη· ίσως έγινε και ο ίδιος τραπεζίτης. Έτσι, όταν ο πατέρας του κατηγορήθηκε ότι παραχάραξε το νόμισμα της πόλης, ο τριανταπεντάχρονος Διογένης τον ακολούθησε στην εξορία. Το πιθανότερο είναι ότι οι λόγοι της δίωξης ήταν πολιτικοί, μια και τότε (γύρω στο 370) πήρε την εξουσία ένας σατράπης.
Η φήμη του παραχαράκτη και του εξόριστου δεν τον εγκατέλειψε, αλλά και ο Διογένης δεν της χαρίστηκε. Την αντιμετώπιζε με χιούμορ και αντέτεινε στους κατηγόρους του ότι όλες οι αντιξοότητες του βγήκαν σε καλό. Όταν τον κορόιδευαν για το πάθημα της εξορίας, ο Διογένης τούς θύμιζε ότι χάρη σε αυτήν έφτασε στη φιλοσοφία. «Κι αν οι συμπολίτες μου στη Σινώπη με καταδίκασαν σε εξορία, εγώ τους καταδίκασα να ζήσουν στη Σινώπη» (Διογένης Λαέρτιος, Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή 6.49· το 6ο βιβλίο του Λαέρτιου αποτελεί βασική πηγή για τον κυνισμό).
Όταν ερχόταν η συζήτηση στη νόθευση του νομίσματος, ο καθένας που γνώριζε τον φιλόσοφο θα σκεφτόταν: ο Διογένης (όπως το γράφει από μόνος του σε ένα έργο του) υποτίμησε την αξία των νομισμάτων της πόλης του και υπέσκαψε την αξιοπιστία των χρηματικών συναλλαγών. Αυτό που επιχειρεί τώρα με τη φιλοσοφική του στάση είναι να ανατρέψει την αξία των νομίμων(των συνηθειών και των ηθών) της πόλης-κράτους, να νοθεύσει τους θεσμούς της κοινωνίας. Το δεύτερο είναι πολύ σοβαρότερο, και είναι το μόνο εξακριβωμένο. Την ιστορία με το νόμισμα όλοι την ακούμε ή τη διαβάζουμε (τότε ή και τώρα), αλλά δεν ξέρουμε αν είναι αληθινή. Ταιριάζει τόσο πολύ με αυτά που ήθελε να κάνει ο Διογένης και τα εξηγεί τόσο παραστατικά, που θα μπορούσε να είναι πλαστή.
Κάλπικη η ιστορία για το κάλπικο νόμισμα; Και οι άλλες ιστορίες για τον Διογένη; Κατέβηκε στην Αθήνα. Εκεί, καθώς λέγεται, ήταν μαθητής του Αντισθένη. Πιθανώς να ήταν. Εξάλλου, ποιος δεν επιζητούσε τότε (είτε ο ίδιος είτε οι συνεχιστές του) περγαμηνές που να αποδείκνυαν το ένδοξο παρελθόν του; Γιατί, αν ο Διογένης ήταν μαθητής του Αντισθένη, συνδέεται έμμεσα με τον δάσκαλο του Αντισθένη, τον Σωκράτη.
Σαν να μην έφτανε η εξορία, ο Διογένης μετά τον θάνατο του Αντισθένη έφυγε από την Αθήνα. Ταξιδεύοντας προς την Αίγινα, πιάστηκε από πειρατές και κατέληξε σκλάβος στην Κρήτη και τελικά στο σπίτι ενός πλούσιου Κορίνθιου, όπου ανέλαβε τη διαπαιδαγώγηση των γιων του.
Διάφορες μαρτυρίες τον θέλουν να μοιράζει τον χρόνο του στην Κόρινθο και στην Αθήνα, ή να βρίσκεται κατά καιρούς στα Μέγαρα, στην Ολυμπία, στη Σαμοθράκη, στη Ρόδο, στη Μίλητο και άλλες πόλεις.
Πολλές λεπτομέρειες δεν γνωρίζουμε για τη ζωή του Διογένη, εκτός αν η ζωή του είναι η συρραφή των περιστατικών που σώζουν διάφοροι συγγραφείς. Ας κρατήσουμε ότι αυτό που άρχισε με τον Διογένη, ο Κυνισμός, δεν ήταν Σχολή, με τον τρόπο που ήταν ο Πλατωνισμός, ο Στωικισμός και άλλες: οι Κυνικοί δεν διαδέχονταν ο ένας τον άλλο στη σχολαρχία, δεν παρέδιδαν μαθήματα, ούτε συνέθεσαν κάποιο φιλοσοφικό σύστημα.
Και γιατί «σκύλοι»;
Το όνομά τους το πήραν οι Κυνικοί από τον σκύλο, τον κύνα. Επειδή ο χαρακτηρισμός αυτός είχε υποτιμητική σημασία (υποδηλώνει αναίδεια), εύκολα θα πιστεύαμε ότι τους βάφτισαν έτσι οι φιλοσοφικοί τους αντίπαλοι. Ακόμη κι αν είχε συμβεί αυτό, ο ίδιος ο Διογένης το αποδέχθηκε και αποκαλούσε τον εαυτό του «σκύλο».
Η συμπεριφορά των Κυνικών είναι σαν του σκύλου, δηλαδή κυνική: είναι ωμά ειλικρινής, χωρίς υπεκφυγές, διακρίνει αμέσως φίλους και εχθρούς· είναι ταυτόχρονα και αναίσχυντη, δεν έχει ντροπές στις δημόσιες πράξεις, δεν έχει ντροπές σε καμία πράξη, γιατί όλες γίνονται δημοσίως.
Για τους Κυνικούς, η παρατήρηση της ζωής των ζώων φανερώνει ότι ο άνθρωπος έχασε την αλήθεια εξαιτίας του πολιτισμού, γιατί οι θεμελιώδεις αξίες του (στην πολιτική, στην ηθική, στη θρησκεία) είναι αντίθετες προς τη φύση. Ο πολιτισμός παραχάραξε τον φυσικό νόμο και θέσπισε τον θετικό νόμο που ισχύει στις πολιτείες· αυτό τον νόμο ο Διογένης προσπάθησε να τον υπονομεύσει. Παραχάραξε με τη σειρά του τις συνήθειες των πολιτών και πρόβαλε σαν υπόδειγμα τη φυσική ζωή, ακόμη και τη σκυλίσια. Δεν τόνισε τη λογική πλευρά του ανθρώπου (όπως π.χ. ο Αριστοτέλης), γιατί τον κανόνα τον δίνει η φύση. Ο άνθρωπος οφείλει να ζήσει σύμφωνα με τη φύση, όπως άλλωστε κάνουν οι σκύλοι και όλα τα ζώα.
Ο Διογένης χρησιμοποιεί τα ζώα ως παραδείγματα τόσο για λόγους διαπαιδαγώγησης (ας θυμηθούμε διδακτικούς μύθους, όπως τους αισώπειους) όσο και για να δείξει την ανωτερότητα της φύσης απέναντι στον πολιτισμό.
Η φύση, λοιπόν, διδάσκει· το ίδιο και οι άνθρωποι, αν τους παρατηρούμε. Ο Διογένης έβλεπε ότι μπορούμε να ζήσουμε χωρίς πολλά πράγματα τα οποία έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε απαραίτητα. Όταν έφτασε στην Αθήνα το ᾽σκασε ο σκλάβος του, ο Μάνης. Παρηγορήθηκε με τη σκέψη ότι, αν ο Μάνης μπορούσε χωρίς τον Διογένη, τότε και ο Διογένης θα μπορούσε χωρίς τον Μάνη (Διογένης Λαέρτιος 6.55).
Την απλότητα την διδασκόταν και από τα παιδιά - κάτι παράξενο για έλληνα φιλόσοφο. Όταν είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, πέταξε το κύπελλό του· κι όταν είδε κάποιο άλλο παιδί να παίρνει τις φακές του στη γούβα ενός ψωμιού, πέταξε την κούπα του (Διογένης Λαέρτιος 6.37).
Διογένης: ένας σκύλος που γαβγίζει και δαγκώνει
Αντίθετα με τις άλλες σχολές, οι Κυνικοί δεν είχαν κάποιες βασικές διδασκαλίες ή καταστατικά κείμενα τα οποία να αναλύσουν. Πρότυπά τους είχαν τους παραδειγματικούς βίους. Γι᾽ αυτό οι αληθινοί τους ήρωες ήταν ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας· και πολύ γρήγορα ο Διογένης, το μόνο ιστορικό πρόσωπο.
Ο Διογένης δεν ήταν ο δάσκαλος, ο συγγραφέας, ο φιλόσοφος - όπως ήταν ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Ζήνων. Ήταν το μυθικό πρόσωπο του Κυνισμού, γιατί η ίδια του η ζωή έγινε μύθος. Πολλές μικρές ιστορίες φτιάχτηκαν και κυκλοφορούσαν ευρέως στην αρχαιότητα για τον Διογένη. Τα πραγματικά περιστατικά της ζωής του χάθηκαν (αν ήταν ποτέ γνωστά) μέσα σε μια σειρά από ανέκδοτα, σκανδαλώδεις πράξεις και λεκτικά παιχνίδια που αποδόθηκαν στον πρώτο κυνικό.
Τα άλλα σκυλιά δαγκώνουν τους εχθρούς τους. Εγώ δαγκώνω τους φίλους μου, για να τους σώσω.
(στον Ιωάννη Στοβαίο, Ανθολόγιον 3.13.44)
Πολλές ιστορίες φαίνονται απλώς αστείες ή γελοίες - όπως τις πάρει κανείς. Και πράγματι, επιφανειακά η σημασία τους είναι αστεία· το συγκαλυμμένο νόημά τους έχει όμως κάποια οξύτητα. Έτσι ήταν ο λόγος των Κυνικών: «έμοιαζε με σκύλο που γλείφει και συνάμα δαγκώνει.»
Ο Διογένης και άλλοι Κυνικοί έγραψαν πολλά βιβλία. Δεν σώθηκαν, όπως δεν σώθηκαν εκατοντάδες άλλα φιλοσοφικά βιβλία των σύγχρονών τους και μεταγενέστερων σχολών. Αυτό που έμεινε είναι ιστορίες για τη ζωή τους - πιο ταιριαστό για εκείνους που τόνιζαν ότι σημασία δεν έχουν τα βιβλία αλλά ο τρόπος ζωής.
Η κυνική άσκηση
Παρά την κριτική του στον πολιτισμό, ο Διογένης ήταν γέννημα της πόλης· η συμπεριφορά του ήταν αξιοπρόσεκτη ακριβώς επειδή επέλεξε να την εκθέσει στην αγορά. Δεν αποσύρθηκε, αλλά έπραττε σαν να είχε αποστολή να πείσει τους ανθρώπους να εξετάζουν τη ζωή τους, γιατί (όπως θα έλεγε και ο Σωκράτης) μια ζωή ανεξέταστη δεν αξίζει να την ζεις. Σε αυτόν θα μπορούσαν να βρουν καθοδήγηση οι συνηθισμένοι άνθρωποι, και όχι στις Σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο Διογένης αποσκοπούσε να προσφέρει μια τέχνη, μια ηθική πρακτική που θα οδηγούσε τον άνθρωπο στην ευτυχία.
Η μίμηση της ελευθερίας και της αυτάρκειας των ζώων είχε πολλαπλούς σκοπούς: να παραμερίσει τα εμπόδια που βάζει η κοινωνία στην ανθρώπινη ευτυχία, χωρίς όμως να μένει στην απλή ικανοποίηση των ενστίκτων και στην απάθεια· και να κατοχυρώσει την πλήρη ανεξαρτησία, που κάνει τον άνθρωπο σαν τους θεούς. Γι᾽ αυτό και ο Ηρακλής είναι το πρότυπο των Κυνικών· γιατί ήταν ένας θνητός που χάρη στους άθλους του πλησίασε τους θεούς.
Η αυτάρκεια και η ανεξαρτησία επιτυγχάνονται με την άσκηση και την παρρησία. Η άσκηση είναι δύο ειδών, σωματική και ψυχική. Η σωματική εξάσκηση προσφέρει ανοσία στις αναπόφευκτες αντιξοότητες της ζωής, δεν αντιστρατεύεται όμως τις κατάλληλες απολαύσεις. Η ψυχική άσκηση συμπληρώνει τη σωματική: μαθαίνει στον άνθρωπο να καταφρονεί τις ηδονές, κι αυτό είναι μια νίκη που προκαλεί μεγαλύτερη ηδονή. Έτσι ο Διογένης επαινούσε όσους σχεδίαζαν και ήθελαν να κάνουν κάτι, αλλά τελικά, και παρά την επιθυμία τους, δεν το έκαναν.
Με αυστηρή πειθαρχία, η σωματική εξάσκηση και η μίμηση υποδειγματικών πράξεων φέρνουν την εσωτερική ελευθερία, την ανεξαρτησία από εξωτερικούς καταναγκασμούς. Η άσκηση συμπληρώνεται με τη γνώση, και έτσι κατακτιέται η αρετή. Αλλά χωρίς την άσκηση, όπως τονίζουν οι Κυνικοί, τίποτε δεν μπορεί να επιτευχθεί (Διογένης Λαέρτιος 6.70-71).
Η πρακτική της παρρησίας
Οι Κυνικοί πίστευαν ότι η αλήθεια φαίνεται μέσα στη ζωή, τη δείχνει ο καθένας με τη ζωή του. Ο φιλοσοφικός βίος, ως βίος παραδειγματικός, χρειάζεται δημοσιότητα, ώστε να προβληθεί η αλήθεια με τρόπο που να γίνεται προσιτή σε όλους. Δύο κυρίως τρόπους χρησιμοποίησαν οι Κυνικοί, τον λόγο και τις πράξεις, το κήρυγμα και τη σκανδαλώδη συμπεριφορά.
(α) Οι Κυνικοί δεν απευθύνονταν σε κάποιο συγκεκριμένο κοινό, συγκεντρωμένο για να τους ακούσει. Δεν επιζητούσαν μικρά και επιλεγμένα ακροατήρια. Προτιμούσαν το πλήθος και το αναζητούσαν εκεί που μαζευόταν για άλλους λόγους: στα θέατρα, στις θρησκευτικές γιορτές, στους αθλητικούς αγώνες. Σε τέτοιες περιστάσεις ο κυνικός έβρισκε ευκαιρία να περάσει το δικό του μήνυμα, μέσα από το κήρυγμα - το κατεξοχήν είδος ομιλίας που (παρουσιάζεται σαν να) λέει την αλήθεια και απευθύνεται σε όλους.
Στα κηρύγματα των Κυνικών δεν περιέχονταν εποικοδομητικά στοιχεία, κάποια θετική διδασκαλία. Ήταν κυρίως μια επίθεση κατά των θεσμών που εμποδίζουν την ελευθερία και την αυτάρκεια κάθε ανθρώπου· μια κριτική των ηθικών αντιλήψεων και των μορφών συμπεριφοράς. Με τον τρόπο τους, και την ελευθεροστομία τους, κατάφερναν να προκαλέσουν ενδιαφέρον για φιλοσοφικά θέματα σε ανθρώπους εκτός φιλοσοφίας - κάτι που λίγοι το πετυχαίνουν.
Σε κάποιον που τον κορόιδευε επειδή έμπαινε σε ακάθαρτα μέρη, είπε ο Διογένης: «Και ο ήλιος μπαίνει στα αποχωρητήρια, αλλά δεν λερώνεται.»
(στον Διογένη Λαέρτιο 6.63)
(β) Όσο καυστικά κι αν ήταν τα σχόλιά τους, οι Κυνικοί δεν έμειναν στα λόγια. Με τις πράξεις τους αμφισβητούσαν τις συνήθειες και τις γνώμες των πολλών, τους κανόνες της κοινωνικής ζωής.
Όταν ο Αλέξανδρος πλησίασε τον Διογένη και τον ρώτησε αν χρειαζόταν τίποτε, ο φιλόσοφος του απάντησε: «Να πας λίγο πιο πέρα από τον ήλιο, να μην τον κρύβεις.» Ο βασιλιάς θαύμασε τον φιλόσοφο για την περηφάνεια του και την περιφρόνηση της διαταγής (Πλούταρχος, Αλέξανδρος 14). Η αντίδραση, όμως, του βασιλιά δεν κρύβει ότι ουσιαστικά αντιστράφηκαν οι ρόλοι: αυτός που διέταξε δεν ήταν ο Αλέξανδρος, που ως απόγονος του θεού ήταν η προσωποποίηση του ήλιου, αλλά ο Διογένης, που είχε μια απλή φυσική σχέση με τον ήλιο, όπως κάθε άνθρωπος.
Ο Διογένης ήθελε να δείξει, επίσης, πόσο αυθαίρετοι είναι οι κανόνες που θέτουν οι άνθρωποι. Έτσι, μια φορά σε αγώνες, στα Ίσθμια, αυτοστεφανώθηκε σαν να ήταν νικητής. Όταν οι αξιωματούχοι προσπάθησαν να τον τιμωρήσουν, επειδή παραβίασε τον κανονισμό, ο Διογένης τους εξήγησε τη στάση του: «Εγώ πέτυχα πολύ πιο δύσκολη νίκη από εκείνους που στεφανώσατε εσείς· εγώ νίκησα τη φτώχεια, την εξορία, τα πάθη μου, ενώ οι αθλητές νίκησαν στο τρέξιμο και στην πάλη.» Εφάρμοσε τον κανόνα (τη στεφάνωση ως σημείο επιβράβευσης του νικητή) όχι εκεί που ήταν αποδεκτός από όλους, στους αγώνες του σώματος, αλλά εκεί που δεν ήταν, στον προσωπικό αγώνα της ζωής· και αναρωτήθηκε γιατί να μην ισχύει και στα δύο είδη αγώνων - ειδικά στον πιο σημαντικό από τους δύο.
Ακόμη περισσότερο προκλητικός ήταν ο Διογένης όταν συνέδεε δύο κανόνες συμπεριφοράς που φαίνονταν αντίθετοι. Ενώ το να τρως μπροστά στους άλλους επιτρέπεται, δεν επιτρέπεται να επιδεικνύεις άλλες λειτουργίες του σώματος. Ρωτούσε: εφόσον το φαγητό είναι μια φυσική ανάγκη και μπορεί να ικανοποιείται δημοσίως, γιατί αυτό να μην ισχύει και για άλλες φυσικές ανάγκες; Και χωρίς να του απαντήσουν, προχωρούσε στην ικανοποίησή τους.
Η κυνική στάση, με παρωδία και σάτιρα, με πράξεις ελεύθερες, υπονομεύει την παράδοση και ανατρέπει τις αυθεντίες. Ίσως είναι περισσότερο μια «αρνητική ελευθερία», μια προσπάθεια απαλλαγής από περιορισμούς. Αυτή η ελευθερία, η παρρησία είναι, για τον Διογένη, το κάλλιστον στους ανθρώπους.
Ποιος όμως θα μπορούσε να ακολουθήσει τέτοια ακραία παραδείγματα, ικανά να προκαλέσουν θαυμασμό αλλά κυρίως αποστροφή στους ανθρώπους, ειδικά σε όσους λόγω θέσεως, επαγγέλματος ή πεποιθήσεως είναι ή οφείλουν να δείχνουν σοβαροί;
Αυτόν τον φιλόσοφο ποιος θα τον πάρει;
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΓΙΑ ΠΟΥΛΗΜΑ ΤΟΥ ΛΟΥΚΙΑΝΟΥ
ΕΡΜΗΣ: Θέλεις εκείνον τον βρωμιάρη τον Πόντιο;
ΖΕΥΣ: Βεβαίως.
ΕΡΜΗΣ: Εσύ με το δισάκι στον ώμο, ξεμπράτσωτε, για έλα από δω και κάνε έναν γύρο μπροστά μας. Πουλάω μια ζωή αντρίκεια, ενάρετη κι αρχοντική, μια ζωή ελεύθερη. Ποιος θα την αγοράσει;
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Τον φοβάμαι, έτσι σκυθρωπός και κατσούφης που είναι, μήπως με γαβγίσει μόλις τον πλησιάσω ή μήπως με δαγκώσει. Ε, φίλε! Από πού είσαι;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Από παντού.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Τι εννοείς;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Βλέπεις έναν πολίτη του κόσμου.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Κι έχεις κάποιες ειδικές γνώσεις; Ασκείς καμιά τέχνη;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Απελευθερώνω τους ανθρώπους και γιατρεύω τα πάθη. Θέλω να κηρύττω την αλήθεια και την παρρησία.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Συγχαρητήρια! Κι αν σ᾽ αγοράσω, πώς θα μ᾽ εκπαιδεύσεις;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Πρώτα θα σ᾽ απαλλάξω από την καλοπέραση, θα σ᾽ αφήσω στη στέρηση και θα σε ντύσω με κάπα· ύστερα θα σ᾽ αναγκάσω να πονάς και να κοπιάζεις· να κοιμάσαι καταγής, να πίνεις νερό και να τρως ό,τι τύχει· δεν θα νοιάζεσαι για γάμο, παιδιά και πατρίδα· θ᾽ αφήσεις το πατρικό σου σπίτι και θα μείνεις σε κανένα πιθάρι· το δισάκι σου θα ᾽ναι γεμάτο λούπινα. Και έτσι όπως θα ᾽σαι, θα λες ότι είσαι πιο ευτυχισμένος κι από το μεγάλο βασιλιά. Να ᾽σαι θρασύς και αναιδής και να τους βρίζεις όλους. Να κάνεις στα φανερά όσα οι άλλοι δεν θα τα ᾽καναν ούτε στα κρυφά. Τέτοια είναι η ευτυχία που σου τάζουμε.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Φύγε από δω! Λες πράγματα απαίσια κι απάνθρωπα.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Είναι όμως εύκολα, δικέ μου, κι όλοι τα μπορούν. Δεν σου χρειάζεται ούτε μόρφωση ούτε πολλά λόγια. Ο δρόμος προς τη δόξα είναι σύντομος.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Δεν σε χρειάζομαι για τέτοια πράγματα. Μπορεί όμως με τον καιρό να γίνεις ναύτης ή κηπουρός - αν θελήσει, βέβαια, να σε πουλήσει αυτός εδώ για κάνα δυο τάλιρα, το πολύ.
ΕΡΜΗΣ: Πάρ᾽ τον, χάρισμά σου. Ευχαρίστως να απαλλαγούμε από αυτόν·είναι τόσο ενοχλητικός, φωνάζει, βρίζει τους πάντες και τους αποπαίρνει.
Μα, είναι αυτό φιλοσοφία;
Οι Κυνικοί τις θεωρίες τις απέφευγαν, τα παραδοσιακά μαθήματα και τις επιστήμες (όπως τη γεωμετρία και την αστρονομία) τις απέρριπταν· σταθερές πεποιθήσεις που συγκροτούσαν ενιαίο συστηματικό σύνολο δεν είχαν· στα πρώτα τους χρόνια πίστευαν ότι δεν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος φιλοσοφικός σκοπός. Τι λογής φιλόσοφοι ήταν, λοιπόν, οι Κυνικοί;
Απλούστατα, δεν ήταν φιλόσοφοι! Έτσι υποστήριξαν αρκετοί, οι οποίοι και κατηγόρησαν τον Κυνισμό ότι δεν είναι σχολή σκέψης αλλά απλώς ένας τρόπος ζωής - πιθανώς ένα μέσο, που μπορεί να ταιριάζει στη μία ή την άλλη σχολή, δεν μπορεί όμως το ίδιο να προσφέρει το «τέλος», τον σκοπό. Κάποιοι ονόμασαν τον Κυνισμό «σύντομο δρόμο για την αρετή», άλλοι όμως «σύντομο δρόμο για την αλαζονεία» ή «για την κακή φήμη». Οι Κυνικοί αντέστρεφαν τις κατηγορίες και ουσιαστικά αμφισβητούσαν στους άλλους το δικαίωμα να φέρουν το όνομα του φιλοσόφου.
Ό,τι κι αν τους καταμαρτύρησαν (αδίκως και δικαίως), ο δρόμος της κυνικής άσκησης ήταν απλός και δύσκολος: να ζεις φτωχός και να ικανοποιείς μόνο τις φυσικές σου ανάγκες. Ίσως η εικόνα του περιπλανώμενου με το δισάκι στον ώμο, το ραβδί και το τριμμένο πανωφόρι (όλα τα υπάρχοντά του) να φαινόταν και τότε γραφική στους πολλούς ή προσβλητική (και -γιατί όχι;- απειλητική) για τους θεματοφύλακες της φιλοσοφίας.
Είναι αλήθεια ότι πολλοί τσαρλατάνοι, περιπλανώμενοι κι εκείνοι, εμφανίστηκαν σαν φιλόσοφοι, πολλές φορές σαν Κυνικοί. Ήταν ίσως εύκολο και βολικό να παρουσιάζονταν σαν Κυνικοί. Για εκατοντάδες χρόνια αυτή η μορφή φιλοσόφου τριγυρνούσε στους δρόμους των ελληνιστικών βασιλείων και της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εκθέτοντας και περιγελώντας ανθρώπους, προκειμένου να προκαλέσει την αντίδρασή τους.
Η περιφρόνηση προς τους Κυνικούς εντάθηκε αργότερα, κυρίως στα αυτοκρατορικά χρόνια, όταν αναβίωσε ο κυνισμός και οι Κυνικοί άλλαξαν. Ήταν κατάλληλη εποχή για την αναβίωση αυτή: η ευμάρεια της Ρώμης πρόσφερε στα υψηλά κοινωνικά στρώματα πλούτο και χλιδή, και στους ηθικολόγους και στους σατιρικούς συγγραφείς άφθονες αφορμές να καταγγέλλουν τις υπερβολές. Ο ακραίος και ανατρεπτικός ασκητισμός των Κυνικών σόκαρε τους Ρωμαίους. Έτσι, βρέθηκε σχετικά εύκολα ακροατήριο για τον Κυνισμό, που από τη μία πλευρά πολεμούσε τη δεισιδαιμονία και την ηθική διαφθορά και από την άλλη προέτρεπε για επιστροφή στη φύση, σε μια πρωταρχική απλότητα πριν από κάθε παρέμβαση πολιτισμού.
Δεν ήταν λίγοι όσοι περιφρονούσαν «αυτά τα ζωώδη, σιχαμερά και ακαλλιέργητα άτομα», που μιλούσαν και ζούσαν ανάρμοστα, διαφθείροντας τη φιλοσοφία και τους ανθρώπους.
Όμως αρκετοί ήταν και όσοι κατάλαβαν και ξεχώρισαν τους Κυνικούς σε δυο ομάδες: σε εκείνους που το μόνο που είδαν ήταν τα εξωτερικά σημάδια της εμφάνισης και της συμπεριφοράς των Κυνικών, και τα υιοθέτησαν για την ευχαρίστησή τους ή από ματαιοδοξία· και σε εκείνους που μιμήθηκαν πρώτα την καρτερικότητα του Διογένη, την αντοχή του στους κόπους, το ψυχικό του μεγαλείο.
Τον 4ο αιώνα μ.Χ. ο Ιουλιανός, με την αυστηρή κριτική του στους απαίδευτους Κυνικούς, θυμίζει ότι, για τον Διογένη, τις προκλητικές πράξεις έχει δικαίωμα να τις αποτολμά μόνο εκείνος που έχει πρώτα κυριαρχήσει στην ηδονή και το πάθος. Αλλιώς, όπως τα σοφά λόγια στο στόμα των ανόητων δεν είναι σοφά, έτσι και οι αναίσχυντες πράξεις όταν τις κάνουν αναίσχυντοι είναι απλώς αναίσχυντες - τίποτε παραπάνω.
Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρό
Ο Διογένης από τη Σινώπη του Πόντου, ο Κράτης από τη Θήβα, ο Δημώναξ από την Κύπρο, ο Περεγρίνος και άλλοι ογδόντα γνωστοί Κυνικοί δεν κέρδισαν κάποια περίοπτη θέση στις ιστορίες της φιλοσοφίας. Ο Αριστοτέλης δεν καταδέχεται να κατονομάσει τον Διογένη, χαρίζοντάς του μόνο μια αναφορά με τη λέξη «κύων». Ποτέ οι μεγάλοι φιλόσοφοι από την εποχή τους έως σήμερα δεν τους αντιμετώπισαν ευθέως ως συνομιλητές στα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα της μεταφυσικής, της κοσμολογίας, της γνωσιολογίας.
Και όμως η φιλοσοφική στάση τους είναι παρούσα σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. «Και ποιος δεν έχει ακούσει για τον σκύλο από τη Σινώπη;» ρωτούσε το 380 μ.Χ. ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ζώντας αποσυρμένος στην Καππαδοκία, όχι μακριά από τη γενέθλια πόλη του Διογένη. Ο Κυνισμός επηρέασε τη διαμόρφωση της στωικής φιλοσοφίας, πέρασε σε λογοτεχνικά είδη όπως η «διατριβή» και η σάτιρα, και δεν άφησε ανεπηρέαστο τον χριστιανισμό. Αποτελεί, κατά παράδοξο τρόπο, τη σωκρατική κληρονομιά, όπως εμμέσως παραδέχθηκε και ο Πλάτων αποκαλώντας τον Διογένη «έναν τρελαμένο Σωκράτη». Η μορφή του Διογένη πρόβαλε σαν μια σύνθεση ασκητισμού και αναίδειας - σαν ένας νέος Σωκράτης.
Οι Κυνικοί έδειξαν ότι η σχέση του ανθρώπου με την αλήθεια, ή έστω με την προσωπική του αλήθεια, είναι κατόρθωμα ατομικό, ενίοτε και μοναχικό - αν και το πετυχαίνει ανάμεσα στους άλλους ανθρώπους. Υπήρξαν Κυνικοί που, δυναμωμένοι με την άσκηση, διακινδύνευσαν την προσωπική τους υπόληψη, παραβαίνοντας κανόνες κοινωνικούς. Όλα αυτά τα έκαναν, για να φέρουν τον καθένα αντιμέτωπο με την ανθρώπινη φύση του, απογυμνωμένο από τις ευκολίες αλλά και τις δυσκολίες της καθημερινότητας, του πολιτισμού. Άλλοι τούς είπαν φιλοσόφους, άλλοι τρελούς. Αυτοί απλώς επιδίωξαν να ταρακουνήσουν την αυταρέσκεια, την αυτοϊκανοποίηση όσων κατείχαν (ή νόμιζαν ότι κατείχαν) κάτι: οι πλούσιοι και οι ισχυροί το χρήμα και την κοινωνική καταξίωση, οι φιλόσοφοι τη γνώση, κάθε άνθρωπος τη βολή του.
Κανένας, ειδικά ο άνθρωπος που θέλει να νιώθει ασφάλεια (κοινωνική, πολιτική, συναισθηματική ή όποια άλλη) και επενδύει σε αυτήν, δεν θέλει δίπλα του κάποιον που διαρκώς να τον πειράζει, όχι απλώς να αμφισβητεί ή να κλονίζει τις χρόνιες πεποιθήσεις του αλλά να φέρεται προς αυτές σαν να είναι χρόνιες ασθένειες που επείγει η θεραπεία τους. Κανένας ίσως δεν θέλει δίπλα του έναν αναρχικό που κοροϊδεύει τις βεβαιότητες των άλλων και ποδοπατεί την υπεροψία τους (με κίνδυνο, βέβαια, να κατηγορηθεί και ο ίδιος για οίηση).
Οι Κυνικοί, αντίθετα από τις άλλες Σχολές, πίστεψαν ότι, για να φιλοσοφήσει κανείς, οφείλει να καταλάβει ότι η ζωή μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι γεμάτη ασυνέπειες, αν συγκριθεί με τη φυσική ζωή. Γι᾽ αυτό προχώρησαν στη συνολική ρήξη με τον κόσμο των κοινωνικών συμβάσεων: τον απέρριψαν ολοκληρωτικά ως αντίθετο προς την ανθρώπινη φύση. Ωστόσο, δεν είχαν σκοπό ούτε προσπάθησαν να αναμορφώσουν την κοινωνική ή την πολιτική ζωή. Αρκέστηκαν συχνά σε έναν επιδεικτικό ασκητισμό, κάποτε μάλιστα στις αυλές και στους κύκλους των πλουσίων.
Η αναφορά στον Διογένη, η πίστη στο παράδειγμά του, στον τρόπο ζωής του και στις φιλοσοφικές αρχές του κράτησαν τους Κυνικούς για αιώνες, παρόλο που δεν συγκρότησαν ποτέ σχολή ούτε έδωσαν τόση σημασία στο να θεμελιώσουν με αυστηρά φιλοσοφικό τρόπο τις απόψεις τους. Τους άρεσε να πλάθουν ιστορίες για τον Διογένη, συναξάρια θαυμαστών πράξεων, αγιογραφικές επινοήσεις της παράδοσης. Ιστορίες σαν κι αυτή που μόλις τελείωσε.