Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (492-539)

ΙΦ. πότερος ἄρ᾽ ὑμῶν ἐνθάδ᾽ ὠνομασμένος
Πυλάδης κέκληται; τόδε μαθεῖν πρῶτον θέλω.
ΟΡ. ὅδ᾽, εἴ τι δή σοι τοῦτ᾽ ἐν ἡδονῇ μαθεῖν.
495 ΙΦ. ποίας πολίτης πατρίδος Ἕλληνος γεγώς;
ΟΡ. τί δ᾽ ἂν μαθοῦσα τόδε πλέον λάβοις, γύναι;
ΙΦ. πότερον ἀδελφὼ μητρός ἐστον ἐκ μιᾶς;
ΟΡ. φιλότητί γ᾽· ἐσμὲν οὐ κασιγνήτω, γύναι.
ΙΦ. σοὶ δ᾽ ὄνομα ποῖον ἔθεθ᾽ ὁ γεννήσας πατήρ;
500 ΟΡ. τὸ μὲν δίκαιον Δυστυχὴς καλοίμεθ᾽ ἄν.
ΙΦ. οὐ τοῦτ᾽ ἐρωτῶ· τοῦτο μὲν δὸς τῇ τύχῃ.
ΟΡ. ἀνώνυμοι θανόντες οὐ γελῴμεθ᾽ ἄν.
ΙΦ. τί δὲ φθονεῖς τοῦτ᾽; ἢ φρονεῖς οὕτω μέγα;
ΟΡ. τὸ σῶμα θύσεις τοὐμόν, οὐχὶ τοὔνομα.
505 ΙΦ. οὐδ᾽ ἂν πόλιν φράσειας ἥτις ἐστί σοι;
ΟΡ. ζητεῖς γὰρ οὐδὲν κέρδος, ὡς θανουμένῳ.
ΙΦ. χάριν δὲ δοῦναι τήνδε κωλύει τί σε;
ΟΡ. τὸ κλεινὸν Ἄργος πατρίδ᾽ ἐμὴν ἐπεύχομαι.
ΙΦ. πρὸς θεῶν, ἀληθῶς, ὦ ξέν᾽, εἶ κεῖθεν γεγώς;
510 ΟΡ. ἐκ τῶν Μυκηνῶν ‹γ᾽›, αἵ ποτ᾽ ἦσαν ὄλβιαι.
515 ΙΦ. καὶ μὴν ποθεινός γ᾽ ἦλθες ἐξ Ἄργους μολών.
516 ΟΡ. οὔκουν ἐμαυτῷ γ᾽· εἰ δὲ σοί, σὺ τοῦτ᾽ ἔρα.
511 ΙΦ. φυγὰς ‹δ᾽› ἀπῆρας πατρίδος, ἢ ποίᾳ τύχῃ;
ΟΡ. φεύγω τρόπον γε δή τιν᾽ οὐχ ἑκὼν ἑκών.
ΙΦ. ἆρ᾽ ἄν τί μοι φράσειας ὧν ἐγὼ θέλω;
514 ΟΡ. ὡς ἐν παρέργῳ τῆς ἐμῆς δυσπραξίας.
517 ΙΦ. Τροίαν ἴσως οἶσθ᾽, ἧς ἁπανταχοῦ λόγος.
ΟΡ. ὡς μήποτ᾽ ὤφελόν γε μηδ᾽ ἰδὼν ὄναρ.
ΙΦ. φασίν νιν οὐκέτ᾽ οὖσαν οἴχεσθαι δορί.
520ΟΡ. ἔστιν γὰρ οὕτως οὐδ᾽ ἄκραντ᾽ ἠκούσατε.
ΙΦ. Ἑλένη δ᾽ ἀφῖκται δῶμα Μενέλεω πάλιν;
ΟΡ. ἥκει, κακῶς γ᾽ ἐλθοῦσα τῶν ἐμῶν τινι.
ΙΦ. καὶ ποῦ ᾽στι; κἀμοὶ γάρ τι προυφείλει κακόν.
ΟΡ. Σπάρτῃ ξυνοικεῖ τῷ πάρος ξυνευνέτῃ.
525 ΙΦ. ὦ μῖσος οὖσ᾽ Ἕλλησιν, οὐκ ἐμοὶ μόνῃ.
ΟΡ. ἀπέλαυσα κἀγὼ δή τι τῶν κείνης γάμων.
ΙΦ. νόστος δ᾽ Ἀχαιῶν ἐγένεθ᾽, ὡς κηρύσσεται;
ΟΡ. ὡς πάνθ᾽ ἅπαξ με συλλαβοῦσ᾽ ἀνιστορεῖς.
ΙΦ. πρὶν γὰρ θανεῖν σε, τοῦδ᾽ ἐπαυρέσθαι θέλω.
530 ΟΡ. ἔλεγχ᾽, ἐπειδὴ τοῦδ᾽ ἐρᾷς· λέξω δ᾽ ἐγώ.
ΙΦ. Κάλχας τις ἦλθε μάντις ἐκ Τροίας πάλιν;
ΟΡ. ὄλωλεν, ὡς ἦν ἐν Μυκηναίοις λόγος.
ΙΦ. ὦ πότνι᾽, ὡς εὖ. — τί γὰρ ὁ Λαέρτου γόνος;
ΟΡ. οὔπω νενόστηκ᾽ οἶκον, ἔστι δ᾽, ὡς λόγος.
535 ΙΦ. ὄλοιτο, νόστου μήποτ᾽ εἰς πάτραν τυχών.
ΟΡ. μηδὲν κατεύχου· πάντα τἀκείνου νοσεῖ.
ΙΦ. Θέτιδος δ᾽ ὁ τῆς Νηρῇδος ἔστι παῖς ἔτι;
ΟΡ. οὐκ ἔστιν· ἄλλως λέκτρ᾽ ἔγημ᾽ ἐν Αὐλίδι.
ΙΦ. δόλια γάρ, ὡς ἴσασιν οἱ πεπονθότες.

***
ΙΦΙ. Πυλάδη είπαν τον ένα σας· ποιός είναι;
αυτό ζητώ να μάθω πρώτα πρώτα.
ΟΡΕ. Αυτός εδώ, αν σ᾽ αρέσει να το ξέρεις.
ΙΦΙ. Ποιά πόλη ελληνική πατρίδα του είναι;
ΟΡΕ. Κυρά, τί θα κερδίσεις, αν το μάθεις;
ΙΦΙ. Αδέρφια οι δυο σας είστε; γιοι μιας μάνας;
ΟΡΕ. Αδέρφια στην αγάπη, μα όχι στο αίμα.
ΙΦΙ. Σ᾽ εσέ ο γονιός σου τί όνομα έχει δώσει;
500 ΟΡΕ. Δύστυχο όποιος με κράζει θα ᾽χει δίκιο.
ΙΦΙ. Αυτό στην τύχη ανήκει· άλλο ρωτάω.
ΟΡΕ. Του ανώνυμου θανή δεν τη γελούνε.
ΙΦΙ. Τί το κρατάς κρυφό; Από περηφάνια;
ΟΡΕ. Το σώμα μου, όχι τ᾽ όνομα, θα σφάξεις.
ΙΦΙ. Πούθε είσαι; ούτε κι αυτό να πεις δε θέλεις;
ΟΡΕ. Τί θα ωφελήσει, αφού για θάνατο είμαι;
ΙΦΙ. Τί σε μποδάει τη χάρη να μου κάμεις;
ΟΡΕ. Τ᾽ Άργος το ξακουστό πατρίδα μου είναι.
ΙΦΙ. Για τ᾽ όνομα των θεών! Αλήθεια, ξένε;
510 ΟΡΕ. Η ευτυχισμένη άλλη φορά Μυκήνα.
515 ΙΦΙ. Χαρά ειν᾽ ο ερχομός σου, αφού είσαι απ᾽ τ᾽ Άργος.
516 ΟΡΕ. Όχι για με· αν για σένα, τότε χαίρου.
511 ΙΦΙ. Πώς έφυγες; εξόριστος μην είσαι;
ΟΡΕ. Κι ήθελα κι όχι· ένα είδος εξορία.
ΙΦΙ. Μπορείς να πεις για μερικά που θέλω;
514 ΟΡΕ. Ναι, με όση αδειά μου δίνει η συμφορά μου.
517 ΙΦΙ. Την Τροία την κοσμολάλητη θα ξέρεις.
ΟΡΕ. Να μην την είχα δει ούτε στ᾽ όνειρο μου!
ΙΦΙ. Έχει χαθεί απ᾽ τον πόλεμο, μας είπαν.
520 ΟΡΕ. Ναι, δε σας είπαν ψέμα· αυτό έχει γίνει.
ΙΦΙ. Και στου Μενέλαου γύρισε η Ελένη;
ΟΡΕ. Ναι, και για συμφορά κάποιου δικού μου.
ΙΦΙ. Και πού είναι; Κάτι οφείλει και σ᾽ εμένα.
ΟΡΕ. Στη Σπάρτη με τον πρώτο της τον άντρα.
ΙΦΙ. Η Ελλάδα τη μισεί κι όχι εγώ μόνο.
ΟΡΕ. Κάτι έχω δει κι εγώ απ᾽ την παντρειά της.
ΙΦΙ. Γυρίσαν οι Αχαιοί, όπως είναι η φήμη;
ΟΡΕ. Πώς μονοκοπανιάς ρωτάς με για όλα!
ΙΦΙ. Αυτό να βγάλω, πριν απ᾽ τη θανή σου.
530 ΟΡΕ. Αφού σου αρέσει, ρώτα· θ᾽ απαντήσω.
ΙΦΙ. Γύρισε πίσω κάποιος Κάλχας, μάντης;
ΟΡΕ. Χάθηκε κατά που ᾽λεαν στη Μυκήνα.
ΙΦΙ. Ω θεά μου, τί καλά! Κι ο γιος του Λαέρτη;
ΟΡΕ. Στο σπίτι του όχι ακόμα· ζει όμως, λένε.
ΙΦΙ. Που να χαθεί και να μη δει πατρίδα!
ΟΡΕ. Μαύρα όλα είναι γι᾽ αυτόν· μην καταριέσαι.
ΙΦΙ. Κι ο γιος της κόρης του Νηρέα, της Θέτης;
ΟΡΕ. Δε ζει· κι ο γάμος στην Αυλίδα, ψέμα.
ΙΦΙ. Ξεγέλασμα ήταν· οι παθοί το ξέρουν.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Εικοστός αιώνας: Γλυπτική, ζωγραφική, σύγχρονες τάσεις και αρχαιότητα

13.1. Αρχαιότητα και γλυπτική


Το ενδιαφέρον των πρωτοποριών για τις αρχαϊκές φόρμες κατευθύνεται από δύο αμφιταλαντευόμενες τάσεις: κινητικότητα και σταθερότητα, καινοτομία και παράδοση. Στην αντιακαδημαϊκή στάση στηρίζουν την πολιτισμική ανανέωση. Η αποδοχή της αρχαϊκής τέχνης βιώνεται σαν επανασύνδεση με τις αρχέγονες, μυθικές ρίζες και καταβολές του πολιτισμού και συγχρόνως σαν προβολή και πρόταση μιας νέας ριζοσπαστικής αρχής. Οι έννοιες της καταγωγής και του πρωτόγονου ήταν θέμα ιδιαίτερα αγαπητό στον πρώιμο μοντερνισμό. Βασικό προτέρημα της αρχαϊκής γλυπτικής, αλλά και της κυκλαδικής τέχνης ήταν η απλότητα. Το θέμα της γυναίκας, ως Μεγάλης Μητέρας, μετατρέπεται σε αρχετυπικό σύμβολο που συνδέεται με τη συνέχιση της ζωής. Η Γυναίκα-αγγείο του Ροντέν, ή η Γυναίκα-αγγείο του Αλεξάντερ Αρχιπένκο (1887-1964) ή πολυάριθμα έργα του Πικάσο με ανάλογο περιεχόμενο μαρτυρούν το ενδιαφέρον για το θέμα. Την ομορφιά των αρχαίων αγγείων (κυρίως των αρχαϊκών) αναγνωρίζει το 1934 στο μανιφέστο της η Ένωση Μοντέρνων Καλλιτεχνών (Union des Artistes Modernes), την οποία υπογράφουν μεταξύ άλλων οι Λε Κορμπυζιέ, Οζανφάν κ.ά.

Ο ταύρος - η αρπαγή της Ευρώπης, η σπείρα, ο Λαβύρινθος συναντώνται συχνά σε έργα μοντέρνων καλλιτεχνών, όπως οι Ματίς, Πικάσο, Μπρανκούζι, Λε Κορμπυζιέ κ.ά. Στις αρχές του 20ού αιώνα ιδιαίτερα οι γλύπτες δίνουν όλο και περισσότερη σημασία στην επεξεργασία των φυσικών υλικών, ένα είδος αντίδρασης στη βιομηχανοποίηση της σύγχρονης ζωής. Η ακαδημαϊκή παράδοση αντικαθίσταται από την τάση για επιστροφή στη φύση, με την «πίστη» στο υλικό, στην απευθείας λάξευση (taille directe, direct carving), δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση προπαρασκευαστικών προπλασμάτων. Ο διάλογος ανάμεσα στη μορφή και στις φυσικές ιδιότητες του υλικού είναι προφανής π.χ. στο Μικρό πτηνό του Μπρανκούζι, ή στα ξύλινα γλυπτά του Μουρ. Ο Μοντιλιάνι παρατηρεί ότι ο Μπρανκούζι απελευθέρωσε τη γλυπτική από την κρίση στην οποία την είχε βυθίσει ο Ροντέν εξαιτίας της χρήσης μεγάλης ποσότητας πηλού και πολλής «λάσπης». Εκτός από την προσοχή στις χαρακτηριστικές ιδιότητες του πρωτογενούς υλικού, το αρχικό κομμάτι της πέτρας ή του ξύλου έπρεπε να παραμείνει «αναγνωρίσιμο», να δημιουργεί την αίσθηση ότι το γλυπτό προϋπήρχε στην ύλη από την οποία προήλθε. Έτσι προτιμούν θέματα που ευνοούν συμπαγείς όγκους, έννοιες που σχετίζονται με το αρχέτυπο, ενότητα-ολότητα, σταθερότητα και ογκομετρικό βάρος (βλ. π.χ. το Φιλί του Μπρανκούζι (1907-1908). Τα θέματα αυτά παραπέμπουν άμεσα σε έργα της πρώιμης Αρχαιότητας. Το θέμα επίσης του torso, που είχε κερδίσει την προτίμηση του Ροντέν, θα αποκτήσει σημαντική θέση στη γλυπτική του Πικάσο, του Ματίς και του Μπρανκούζι.

Ο Κονσταντίν Μπρανκούζι (1876-1957) εκτιμούσε την αρχαϊκή τέχνη, όπως και ο φίλος του Αμεντέο Μοντιλιάνι. Οι αναφορές του Μπρανκούζι στην Αρχαιότητα δεν είναι θεματικές, αλλά αφορούν κυρίως τον τρόπο χρήσης του υλικού, τον τρόπο που το δουλεύει, τη στίλβωση, την απλότητα, τις σειρές γυναικείων κορμών, την επιπεδότητα. Στο σχέδιο του Μπρανκούζι Ζευγάρι (1916-1920), υπάρχει μια ενδιαφέρουσα σχέση με την κόρη της Ακρόπολης 671 (520 π.Χ.). Παραβάλλοντας την κόρη με το σχέδιο, οι δύο κύκλοι στο στρογγυλό πάνω τμήμα της μορφής του Μπρανκούζι μπορούν να διαβαστούν είτε ως μίμηση, είτε ως αφαίρεση. Ο Πίτερ Νίγκοου (Peter Neagoe), παλιός φίλος του Μπρανκούζι, μας πληροφορεί ότι επισκεπτόταν συχνά τα αρχαϊκά γλυπτά στα μουσεία και τα θαύμαζε για την απλότητα και τις καθαρές φόρμες τους. Αναρωτιόταν πώς θα μπορούσε να μεταφράσει τη δύναμη αυτών των καθαρών μορφών με ένα σύγχρονο τρόπο. Ο Νίγκοου σημειώνει επίσης το ενδιαφέρον του Μοντιλιάνι για τα ελληνικά αρχαϊκά γλυπτά την εποχή που συνεργάζονταν με τον Μπρανκούζι το 1909. Ο τελευταίος μάλιστα έφτιαξε ένα έργο Κεφαλή αρχαίας, που θυμίζει την κεφαλή της Ήρας της Ολυμπίας (περ. 600 π.Χ.).

Στη μοντέρνα τέχνη οι αρχαϊκές μορφές προσεγγίζονται με δύο τρόπους: είτε σαν μια τυπική ομοιότητα μαζί με μια κριτική διάθεση απέναντι στο αρχαϊκό στοιχείο, είτε σαν μια απλή συνειρμική αναφορά. Ο Μπρανκούζι στην Αρχή του κόσμου (περ. 1920) θέλει να βασίζεται στις ρίζες. Θέλει τα έργα του να είναι μοντέρνα ισοδύναμα αρχαϊκών εικόνων. Ο Πικάσο στην Ταυροκεφαλή, έργο του 1942 (χρησιμοποιεί μια δερμάτινη σέλα ποδηλάτου για την κεφαλή του ταύρου με την τεχνική bricolage-συναρμολόγηση) ειρωνεύεται με παιχνιδιάρικη διάθεση και εκφρά­ζει την αβεβαιότητα του σύγχρονου πολιτισμού, μπροστά σε διάφορες μεταπλάσεις και προσεγγίσεις των αρχαίων προτύπων.

Ο Χένρι Μουρ (1898-1986), ένας από τους σημαντικότερους γλύπτες του 20ού αιώνα, γοητεύθηκε από την κυκλαδική πλαστική, από την απλότητα, την αναγωγή στο στοιχειώδες, την ευαισθησία, τις λεπιδόμορφες επιφάνειες, τα καθαρά περιγράμματα, την απευθείας λάξευση, έννοιες κλειδιά της πλαστικής μορφής, αναγνωρίσιμες στα κυκλαδικά ειδώλια, με ισχύ πέρα από συγκεκριμένες ιστορικές ή πολιτισμικές περιόδους. Ο Μουρ που ενδιαφέρεται για μια σύγχρονη παράδοση γλυπτικής ερεύνησε εκείνες τις μορφές που ο 19ος αιώνας είχε κατατάξει στην «πρωτόγονη» τέχνη. Στο Παρίσι και στο Λονδίνο είχε επισκεφθεί μουσεία με έργα αρχαίων πολιτισμών της ανατολικής Μεσογείου, τους οποίους μελετούσε και από βιβλία (sculptor doctus). «Αγαπώ και θαυμάζω την κυκλαδική τέχνη», έλεγε. «Είμαι σίγουρος ότι το γνωστό κυκλαδικό κεφάλι στο Λούβρο επηρέασε τον Μπρανκούζι να δημιουργήσει ένα συγγενικό γλυπτό, την ωοειδή μορφή που ονομάζει Αρχή του κόσμου». Το 1969, όταν τον ρώτησαν αν ήθελε να εκθέσει στο Βρετανικό Μουσείο ορισμένα από τα γλυπτά του δίπλα στα κυκλαδικά, ενθουσιάστηκε: «γιατί μια τέτοια σύγκριση θα μπορούσε να αναδείξει κοινές και θεμελιώδεις παραμέτρους που εξακολουθούν να ισχύουν στη γλυπτική και ότι υπάρχει συνέχεια ιδεών και τρόπου έκφρασής τους». Πράγματι, δεν μπορεί να παραβλέψει κανείς την επίδραση του κυκλαδικού «αρπιστή της Κέρου» στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας στην Καθιστή μορφή του Μουρ του 1930.

Και ενώ η κυκλαδική τέχνη γοητεύει τους Μουρ, Τζιακομέτι (1901-1966) και Μπάρμπαρα Χέπγουορθ (1903-1975), ο Αριστίντ Μαγιόλ (1861-1944), στις αρχές του 20ού αιώνα παραμένει στον κλασικισμό με τις μνημειακές γυναικείες γυμνές μορφές του, που κοσμούν κεντρικά σημεία σε πλατείες και πάρκα του Παρισιού, μεταφέροντας τον θαυμασμό του για την αρχαία γλυπτική, όπως τη γνώρισε σε ένα ταξίδι του στην Ολυμπία και τους Δελφούς.

ΑΝΟΛΟΚΛΗΡΩΤΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

To love is nothing, to be loved is somethng, / to love and to be loved is everything

Ανολοκλήρωτος είναι ένας έρωτας όταν δεν βρει ανταπόκριση. Γιατί ο έρωτας είναι τα δύο, όχι το ένα, όπως το λέει με πάρα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο ο Ρουφίνος, ένας ποιητής που άλλοι πιστεύουν ότι έζησε στα χρόνια του Ιουστινιανού κι άλλοι τον 2ο ή 3ο μ.Χ. αιώνα, σε ένα επίγραμμά του που σώθηκε στην Παλατινή Ανθολογία (9.57):

Αν και στους δυο, Έρωτα, / ίσα βέλη τοξεύεις, / είσαι θεός· / μ ’ αν προς τον ένα ρέπεις / θεός δεν είσαι.

Υπάρχουν όμως ανολοκλήρωτοι έρωτες οι οποίοι παρ’ όλο που βρήκαν ανταπόκριση, εντούτοις δεν μπόρεσαν να ευοδωθούν, είτε γιατί εμποδίστηκαν (όπως είναι η περίπτωση του Δία και της Θέτιδος ή της Καλυψώς και του Οδυσσέα), είτε γιατί ο ένας απ’ τους δύο πέθανε αιφνιδιαστικά (όπως είναι η περίπτωση της Ευρυδίκης και του Ορφέα ή του Λέανδρου και της Ηρώς), είτε ακόμη γιατί ο ένας «ξεμέθυσε» γρήγορα κι εγκατέλειψε τον άλλον που τώρα πια τυραννιέται ακόμη πιο πολύ παρά αν δεν είχε βρει την αποδοχή (όπως είναι η περίπτωση της Μήδειας και του Ιάσονα ή της Αριάδνης και του Θησέα). Αυτή μπορεί να είναι μια πρώτη θεματογραφική κατάταξη.

Μπορεί όμως και πρέπει να γίνει και μια δεύτερη προσέγγιση που αυτή τη φορά δεν ξεκινά από τα λογοτεχνικά έργα, αλλά από τους ίδιους τους λογοτέχνες. Αφορά όχι το έργο τους, αλλά τη ζωή τους, όπου αυτοί οι άτυχοι έρωτες αποτυπώθηκαν και βρήκαν έκφραση μέσα στο έργο τους. Ενώ, δηλαδή, στην πρώτη κατάταξη η θεματογραφία αντλεί από τη μυθολογία ή έχουμε μυθοπλασία, στη δεύτερη περίπτωση η θεματογραφία αντλεί από τα προσωπικά τους βιώματα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι της Σαπφώς, του Αρχίλοχου, του Ανακρέοντα και του Πλάτωνα. Ο περιορισμένος χώρος του περιοδικού δεν επιτρέπει να κάνω μιαν εξαντλητική παρουσίαση κι αυτό από μιαν άποψη είναι και καλύτερο και ορθότερο, γιατί το ζήτημα είναι να παρουσιαστεί το θέμα και οι διάφορες πλευρές του με αντιπροσωπευτικά δείγματα και όχι το σύνολο των περιπτώσεων που θα κούραζε και που στο κάτω κάτω είναι φιλολογική δουλειά, όχι κριτική παρουσίαση.

Θα πρέπει ακόμη να κάνουμε και μία τρίτη προσέγγιση που θα έλεγα ότι είναι η σκιά του ανολοκλήρωτου έρωτα. Κι αυτή είναι οι ψυχολογικές αντιδράσεις που δημιουργούνται είτε από τη μη ολοκλήρωση, είτε από τον κίνδυνο της διάλυσης του δεσμού λόγω εγκατάλειψης, είτε τέλος από την καταστροφή του δεσμού λόγω θανάτου.

Τέσσερα είναι τα βασικά συναισθήματα που συνοδεύουν τον έρωτα και πηγάζει από το φόβο της αποτυχίας, ή την έλλειψη ανταπόκρισης, ή τέλος από την έλλειψη επαφής: η ζήλια, η μοναξιά, το μίσος και η απελπισία. Νομίζω ότι η προσέγγιση από τη σκοπιά της ψυχολογίας και των αντιδράσεων που προκαλεί ο έρωτας είναι η καλύτερη.

Η ζήλια

Κι αρχίζω από το αίσθημα της ζήλιας που προκαλείται είτε από την έλλειψη ανταπόκρισης, είτε από το φόβο το αγαπημένο πρόσωπο να πάει με άλλον ή να μας εγκαταλείψει. Νομίζω ότι το ωραιότερο δείγμα το έχουμε από τη Σαπφώ, από ένα ποίημα που το διέσωσε ο Λογγίνος στο έργο του «Περί ύψους» (10.1-3, Σαπφώ απ. 31 Campbell).

Όμοια Θεού μου φαίνεται η θωριά του / του αντρός αυτού που κάθεται αντικρύ σου / αι αγροικάει με λαχτάρα τη φωνή σου / σα μιλήσεις κοντά του // και γλυκά σαν γελάσεις· μα η καρδιά μου / στα στήθη μου από τούτο σπαρταράει· / μόλις στρέψω και ιδώ σε ξεψυχάει / κι αποσβήν’ η λαλιά μου, // σαν τη γλώσσα μου κάτι να τσακίζει, / σιγανή φλόγα τρέχει το κορμί μου, / θαμπωμένοι δεν βλέπουν οι οφθαλμοί μου, / κι η ακοή μου βουίζει, // ιδρώτ’ από τα μέλη μου αναδίνω, / κι όλη τρέμω, πιο πράσινη στο χρώμα / κι από χόρτο, και λέω πως λίγο ακόμα / και νεκρή θ’ απομείνω.

Κι ο Λογγίνος σχολιάζοντας γράφει: «Δεν σου προκαλεί το θαυμασμό ο τρόπος με τον οποίο την ίδια στιγμή προσπαθεί να συγκεντρώσει το μυαλό και το σώμα της, την ακοή και τη γλώσσα της, τα μάτια και το χρώμα της - όλα αυτά σαν να ήταν ξένα που έφυγαν μακριά; Κι έτσι ταυτοχρόνως σε γρήγορη εναλλαγή παγώνει και φλέγεται, χάνει το νου της και ορθοφρονεί, έχει κουράγιο και φοβάται. Φοβάται; - σχεδόν έχει πεθάνει. Δίνει λοιπόν την εντύπωση πως δεν είναι ένα και μόνο πάθος που την ταλανίζει, αλλά σύνδρομο παθών! Όλα αυτά βέβαια τα συναισθήματα τα νιώθουν οι ερωτευμένοι, αλλά, όπως είπα, η επιλογή των βιαιοτέρων και η σύνθεσή τους σε ενιαίο σύνολο δημιούργησαν το έξοχο καλλιτέχνημα». Ουσιαστικά έχουμε το πρώτο ψυχολογικό ποίημα για τη ζήλια στην παγκόσμια ποίηση που περιγράφει τις ψυχοσωματικές αντιδράσεις.

Ένα άλλο δείγμα της αντιφατικότητας των συναισθημάτων που δημιουργεί ο έρωτας είναι ένα επίγραμμα από την Παλατινή Ανθολογία (7.100) που αποδίδεται στον Πλάτωνα και δείχνει απ’ τη μια τη χαρά και τη ματαιοδοξία τού ερωτευμένου, που θέλει να δείξει παντού την κατάκτησή του, και την ίδια στιγμή το φόβο και τη ζήλια για την ενδεχόμενη απώλεια από κάποιον άλλο.

Τίποτ’ άλλο δεν είπα, παρά μόνον ότι / ο Άλεξις είν’ ωραίος, κι όλοι παντού τον καλοβλέπουν σαν βγαίνει. / καρδιά μου γιατί δείχνεις το κόκαλο στα σκυλιά / και λυπάσαι μετά; Έτσι δε χάσαμε το Φαιδρό;

Θα παραθέσω δυο ποιήματα του Μελέαγρου απ’ την Παλατινή Ανθολογία. Το (πρώτο (5.184) δείχνει τις σκηνές ζηλοτυπίας του ερωτευμένου που βασανίζεται από υποψίες κι ο έρωτάς του καταντάει μαρτύριο και συνεχές αίσθημα αβεβαιότητας που κυριαρχείται απ’ το φόβο της απώλειας.

Τόμαθα, δε με γελάς. Τι τους θεούς... Δε με γελάς, / τα ξέρω. Μη μου ορκίζεσαι πια. Όλα τα ξέρω. / Έτσι λοιπόν επίορκη; Μόνη εσύ πάλι, μονάχη σου κοιμάσαι; Ε; / Ω θράσος· και τώρα, ακόμα τώρα, λες μόνη; / Δεν ήταν ο περίβλεπτος Κλέων που σε... Κι αν όχι αυτός... / μα ν’ απειλώ προς τι; / Φύγε απ’ την κλίνη μου σκύλα, γρήγορα φύγε. / Μα έτσι σου δίνω μεγάλη χαρά· ξέρω πως αβάσταχτα θέλεις / εκείνον να βλέπεις. Μείνε αυτού δα το λοιπόν / δική μου δεσμώτις.

Το δεύτερο ποίημα (Α.Ρ.5.175) δείχνει την αντίδραση της ζήλιας. Πρόκειται για ένα επίγραμμα που απευθύνεται κατά τα φαινόμενα σε μιαν εταίρα την οποία ο ποιητής (ή εν πάση περιπτώσει το πρόσωπο που μιλάει) αγαπούσε κι ήθελε να την έχει αποκλειστικά δική του, αλλά ξαφνικά ανακάλυψε, στην αιφνιδιαστική κι απρόβλεπτη επίσκεψή του, τα τεκμήρια της συμμετοχής της σε συμπόσιο. Γι’ αυτό τη διώχνει κόβοντας το δεσμό. Δεν ξέρουμε αν η απόφασή του αυτή είναι οριστική. Το πιθανότερο είναι όχι. Είναι όμως η πρώτη αντίδραση όπου κυριαρχεί η οργή κι ο τραυματισμένος εγωισμός.

Οι όρκοι σου κούφιοι, το ξέρω, γιατί φιλάσω τη / σε προδίνουν η μουσκεμένη με μόρα πλεξούδα, / τα βαριά βλέφαρα απ' το κρασί. / Κι η κορδέλα των στεφανιών στα μαλλιά σου ολόγυρα. / Σ’ ακόλαστη αταξία των μαλλιών σου οι μπούκλες / κι όλα τα μέλη σου τρέμουν απ’ το κρασί. / Μακριά από μένα πάγκοινο θηλυκό. Η κωμαστική / άρπα σε προσκαλεί και το παίξιμο των κροτάλων.

Μια χαρακτηριστική αντίδραση ζηλοτυπίας στην περίπτωση του έρωτα που δεν βρήκε ανταπόκριση είναι η επιθετικότητα και η προσπάθεια μείωσης του προσώπου το οποίο δεν ανταποκρίθηκε στον έχοτα κάποιου. Μ’ αυτόν τον τρόπο δικαιολογεί την αποτυχία του στους άλλους, αλλά και στον εαυτό του μετατρέποντας τη δική της άρνηση σε δική του. Είναι αυτό που λέει ο αισώπειος μύθος για την αλεπού που επιχείρησε να φάει σταφύλια που ήταν κρεμασμένα ψηλά κι όταν απόκαμε στα πηδήματα κι εγκατέλειψε την προσπάθεια είπε πως είναι άγουρα («όμφακές είσι»). Πρόκειται για μιαν αντίδραση που ανήκει στους ψυχολογικούς μηχανισμούς άμυνας του εγώ και συγκεκριμένα στο μηχανισμό της εκλογίκευσης όπου το εγώ καταβάλλει προσπάθεια να κάνει τη στάση του λογικοφανή σε σχέση με τα κίνητρα που είναι παραδεκτά απ’ την κοινωνία (από το υπερεγώ). Η πιο γνωστή περίπτωση είναι ασφαλώς του Αρχίλοχου που έζησε τον 7ο π.Χ. αιώνα. Επιτίθεται με λύσσα εναντίον της Νεοβούλης και του πατέρα της Λυκάμβη που ακύρωσε τον αρραβώνα - θα λέγαμε με τα δικά μας πρότυπα. Θα παραθέσω την περίφημη επωδό της Κολωνίας (196aW.), η οποία στη σπαραγμένη μορφή που μας παραδόθηκε παρουσιάζει έναν διάλογο ανάμεσα σε μια νέα κοπέλα, την κόρη της Αμφιμεδώς, και στον Αρχίλοχο. Φαίνεται πως έχει προηγηθεί δική του πρόταση να κάνουν έρωτα κι εκείνη αρνιέται ζητώντας του να συγκρατηθεί. Αν όμως δεν το μπορεί, τότε του προτείνει να πάει με μιαν άλλη, τη Νεοβούλη, όπως προκύπτει από την απάντηση του ποιητή που της λέει ότι δεν τη θέλει γιατί είναι σιτεμένη και μητρομανής. Εύχεται μάλιστα ποτέ να μην του τη δώσουν οι θεοί γιατί τότε θα γίνει ο περίγελως των γειτόνων με μια τέτοια γυναίκα που δε γνωρίζει τι θα πει κόρος. Τελικά πείθει τη νια κοπέλα και κάνει έρωτα μαζί της εκσπερματώνοντας στην τρίχα της ήβης της (διακεκομμένη συνουσία).

«... απέχοντας τελείως. / Κι εγώ θα σε ποθήσω το ίδιο (ή έχε την τόλμη να πάθεις το ίδιο με μένα, δηλ. να μείνεις κι εσύ αγνός). / Αν όμως βιάζεσαι κι είσαι αναμμένος, / υπάρχει κάποια σ’ εμάς που θέλει πολύ, / μια όμορφη και τρυφερή κοπέλα. Εγώ δεν βρίσκω ψεγάδι στη μορφή της. / Αυτήνε καν' την φίλη σου.» // Αυτά μου είπε. Κι εγώ της αποκρίθηκα: - «Κόρη της Αμφιμεδώς, / καλής και γνωστικιάς γυναίκας, / που τώρα την έχει το μουχλιασμένο χώμα, / για τους νέους άντρες / υπάρχουν πολλοί τρόποι / ν’ απολαύσουν τον έρωτα (=τη θεά) / εκτός απ’ το σμίξιμο (= το θεϊκό πράγμα, Ησύχιος). / Ένας απ’ αυτούς μου είναι αρκετός. / Αυτά όμως εμείς οι δυό, με τη βοήθεια του Θεού, / θα το σκεφτούμε με την ησυχία μας / όταν το γένι μου μαυρίσει (ή σαν σκοτεινιάσει η μέρα) / Θα σεβαστώ την επιθυμία σου, / αν και τόσο με πιέζει ο πόθος / να περάσω κάτω απ’ τον θριγκό και τις πύλες. / Μη μου το αρνηθείς, αγάπη μου, / γιατί θα κατευθυνθώ στους χορταριασμένους κήπους. / Όμως βάλτο καλά στο μυαλό σου! / Άλλος άντρας ας έχει τη Νεοβούλη. / Αλίμονο! Είναι τόσο σιτεμένη, / έχει δυο φορές τα χρόνια σου! / Χάθηκε το παρθενικό άνθος της / κι η χάρη που είχε πρώτα πάνω της, / γιατί δεν ήξερε τι θα πει κόρος, παρά φανέρωσε / τα μέτρα της λύσσας της αυτή η μανιασμένη γυναίκα. / Ας πάει στο διάβολο! Εύχομαι ο Κύρης των θεών / να μου αρνηθεί αυτό το δώρο / έχοντας μια τέτοια γυναίκα να γίνω η χαρά των γειτόνων! / Εσένα σε θέλω πολύ, γιατί δεν είσαι άπιστη / ούτε διπλοπρόσωπη. / Εκείνη είναι πονηρή και κάνει τόσους φίλους... / Φοβάμαι μήπως πάνω στη βιασύνη μου / κάνω τυφλά και πρόωρα κουτάβια σαν τη σκύλα». / Αυτά της είπα. Πήρα το κορίτσι και το ξάπλωσα / πάνω στ’ ανθισμένα λουλούδια. / Την κάλυψα με το μαλακό μανδύα μου / και κράτησα στην αγκαλιά μου τον αυχένα της. / Έτρεμε σαν το ελαφάκι, μα γρήγορα / έπαψε να φοβάται. / με τα χέρια τής άγγιξα απαλά το στήθος, / στο σημείο όπου ο ερχομός της ήβης / αποκάλυπτε νεανική επιδερμίδα. / Τη χάιδεψα σε όλο της το σώμα, παντού, και τέλος / άφησα τη λευκή μου δύναμη / ακουμπώντας μαλακά πάνω στην ξανθή τρίχα·

Θα κλείσω το κεφάλαιο της ζήλιας μ’ ένα ποίημα του Ανακρέοντα (6ος αιώνας π.Χ.) που επιτίθεται σε κάποιον νεόπλουτο, τον Αρτέμονα, έναν άνθρωπο του σκοινιού και του παλουκιού, που τώρα τριγυρίζει επιδεικτικά δείχνοντας τον πλούτο του και φλερτάροντας την ξανθιά Ευρυπύλη, την εταίρα που αγαπούσε ο ποιητής. Κι ως φαίνεται του τον πήρε. Μ’ αυτό τον τρόπο εκδικείται και την Ευρυπύλη, αφού πήρε έναν τιποτένιο που δεν έχει σύγκριση με τον ποιητή. Αυτή έχασε. Ο Ανακρέων θα πονούσε, είναι σαν να το λέει έμμεσα, αν αυτός που του πήρε την Ευρυπύλη ήταν καλύτερός του (απ. 16 Diehl = Αθην. it.533p-534a).

Και την ξανθιά Ευρυπύλη κορτάρει ο Αρτέμων / και σε φορείο πάνω βολτάρει. / Αυτός που πρώτα φορούσε / έναν στενό σκούφο βαρβαρικό / και στ' αυτιά ξύλινα σκουλαρίκια / και μαδημένο τομάρι βοδιού στα πλευρά του / απόνα βρώμικο ντύμα παλιάς ασπίδας. / Που με φουρνάρισσες είχε παρτίδες και / πόρνες φτηνές και τον καιρό του / περνούσε μ’ απάτες και με κλεψιές, / ο ελεεινός και τρισάθλιος. / Πόσες φορές δεν του περάσαν το σβέρκο / στο μάγγανο; Πόσες φορές στον τροχό / δεν τον δέσαν και τον μαστίγωσαν στα πισινά / με κουρμπάτσι βοϊδίσιο και / του μαδήσαν μαλλί και γένι... / Και τώρα δες, μας περιφέρεται / πάνω σ’ άρμα - ποιος; / της Κίρκης ο γιος, / φορώντας χρυσές κορδέλες / και σαν γυναίκα κρατώντας / φιλντισένιο ομπρελίνο.

Η μοναξιά

Το δεύτερο βασικό συναίσθημα του ανολοκλήρωτου έρωτα είναι η μοναξιά που προκαλείται είτε από την έλλειψη του ερωτικού συντρόφου είτε από την απουσία του. «Ο γαρ μονιός έρως μαίνεσθαι ποιεί» λέει το περίφημο Αλεξανδρινό απόσπασμα (βλ. LOEB, τόμος 69, σ. 378), δηλαδή ο μοναχικός έρωτας (που δε βρίσκει ανταπόκριση) τρελαίνει. Το εξοχότερο δείγμα, θα έλεγα στην πραγκόσμια ποίηση, είναι ένα μικρό τετράστιχο ποίημα της Σαπφώς (απ. 168Β Campbell).

Βασίλεψε το φεγγάρι / κι η Πούλια. Μεσάνυχτα. / Περνάει η ώρα / κι εγώ κοιμάμαι μόνη.

Φαντάζομαι πως είναι μια καλοκαιρινή νύχτα ζεστή, γεμάτη πόθο, κι η νέα γυναίκα που θέλει τον έρωτα στριφογυρίζει απελπισμένα και χωρίς τελειωμό στο κρεβάτι γιατί ο ύπνος δεν την παίρνει. Υπάρχουν δυο χρόνοι. Ο φυσικός χρόνος κι ο ψυχολογικός. Αν περιμένουμε την αγαπημένη μας στην στάση μισήν ώρα, ο χρόνος αυτός της αναμονής μοιάζει αιώνας. Αν με την αγαπημένη μας είμαστε σ’ ένα κλαμπ και χορεύουμε και μετά από μισή ώρα μας ζητήσει να φύγουμε, της λέμε να μείνουμε γιατί ακόμα δεν ήρθαμε. Ο χρόνος αυτός της παραμονής μας μάς φάνηκε δευτερόλεπτα. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, και στην αναμονή και στο χορό, ο χρόνος ήταν ο ίδιος. Μισή ώρα. Αυτός είναι ο πραγματικός, ο «φυσικός» χρόνος. Όμως η βίωσή του ήταν διαμετρικά αντίθετη και διαφορετική. Τη μια φάνηκε ένας αιώνας, ενώ την άλλη μερικά δευτερόλεπτα. Αυτός είναι ο ψυχολογικός χρόνος. Και το ποίημα της Σαπφώς μας δίνει κατά αριστουργηματικό τρόπο αυτή τη βασανιστική βίωση μιας νύχτας που μοιάζει να μην τελειώνει. Κι αυτό το δίνει με την αθροιστική παράθεση χρόνου που μοιάζει να προστίθεται σαν φορτίο που μας εξοντώνει. Ο πρώτος στίχος, «βασίλεψε το φεγγάρι», μας δίνει έναν ολόκληρο χρόνο ώσπου να χαθεί το φεγγάρι. Ο στίχος που ακολουθεί μας ξαναλέει ότι βασίλεψε κι η Πούλια, κι άλλος χρόνος δηλαδή. Κι αμέσως μετά ακολουθεί η λέξη «μεσάνυχτα», κι άλλος χρόνος. Ο τρίτος στίχος και πάλι είναι χρόνος («περνάει η ώρα»). Για να κλείσει μέσα σ’ αυτό το κρεσέντο του συσσωρευμένου χρόνου που βασανίζει με έναν σπαραγμό. «Κι εγώ κοιμάμαι μόνη», λέει η όμορφη γυναίκα γι’ αυτή την ατέλειωτη νύχτα που είναι για δύο, αυτή τη νύχτα που το σώμα θέλει και ποθεί αβάσταχτα, αυτή τη ζεστή νύχτα τη φτιαγμένη για έρωτα.

Θα κλείσω το κεφάλαιο της μοναξιάς μ’ ένα ποίημα του Ασκληπιού (3ος αιώνας π.Χ.) που σώθηκε στην Παλατινή Ανθολογία (5.189). Εδώ το αγαπημένο πρόσωπο δεν απουσιάζει, όπως στην περίπτωση της Σαπφώς που η μαρτυρική αϋπνία της είναι ουσιαστικά μια παράκληση να τελειώσει αυτή η ατέλειωτη νύχτα, αλλά βρίσκεται μέσα στο σπίτι κι αποκρούει τον ερωτευμένο που τριγυρνάει όλη τη νύχτα έξω απ’ την πόρτα της, μέσα στη βροχή, με την κρυφή ελπίδα να συγκινηθεί απ’ την αφοσίωσή του και να τον δεχτεί. Ο εγωισμός έχει παραμεριστεί τελείως και η στάση του είναι μια προσφορά υποταγής. Αυτή είναι, θα έλεγα, η στρατηγική της αδυναμίας.

Ατέλειωτη η νύχτα και χειμωνιά, και ατών Πλειάδων / βασιλεύει το μεσουράνισμα· / κι εγώ στην πόρτα της μπρος τριγυρνώ μες τη βροχή / από πόθο τρωμένος γι’ αυτήνε τη ζαβολιάρα· / γιατί όχι απ’ του έρωτα τη φαρέτρα η Κύπρις, / μ’ απ’ τη φωτιά έβγαλε το που με χτύπησε βέλος

Το μίσος

Είναι συχνό φαινόμενο η πολύ μεγάλη αγάπη, όταν δεν βρίσκει ανταπόκριση, να μετατρέπεται σε ακόρεστο μίσος. Θα παραθέσω δυο περιπτώσεις χαρακτηριστικές που έγιναν αριστουργήματα του θεάτρου στο χέρι του Ευριπίδη, όπου για πρώτη φορά παρουσίασε στη σκηνή τις σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης ψυχής που δυναστεύεται απ’ το ασυγκράτητο πάθος. Το ένα είναι η Μήδεια, ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα του από σκηνής φιλοσόφου, και το άλλο ο Ιππόλυτος στεφανηφόρος που του έδωσε την πρώτη νίκη το 428.

Η ιστορία της Μήδειας είναι γνωστή. Όταν έφτασε ο Ιάσων στην Κολχίδα για να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, ο βασιλιάς Αιήτης του ζήτησε να ζέψει δυο ταύρους που είχαν χάλκινες οπλές και ξεφυσούσαν φωτιά και να σπείρει στη γη δόντια δράκοντα. Αυτό το πέτυχε χάρη στην κόρη του Αιήτη, Μήδεια, που τον ερωτεύτηκε σφοδρά. Η Μήδεια ήταν μάγισσα και τον οδήγησε στην επιτυχία. Όμως ο Αιήτης αθέτησε την υπόσχεσή του και τότε και πάλι η Κόλχισσα βασιλοπούλα κοίμησε το δράκο φύλακα του χρυσόμαλλου δέρατος κι έφυγε μαζί με τον αγαπημένο της Ιάσονα για την Ελλάδα. Ο Αιήτης όπλισε καράβια και τους κυνήγησε και θα τους έπιανε σίγουρα αν και πάλι η Μήδεια δεν τους έσωζε κι αυτή τη φορά διαμελίζοντας τον μικρό αδελφό της που τον πήρε μαζί της στην Αργώ γι’ αυτό το σκοπό. Ο Αιήτης καθυστερούσε για να μαζέψει τα μέλη του γιου του και να τα θάψει, κι έτσι ο Ιάσων έφθασε στην Ιωλκό όπου ο Πελίας, ο θείος του, που τον έστειλε στην Κολχίδα για να του φέρει το χρυσόμαλλο δέρας με την υπόσχεση πως αν το πετύχει θα του παραχωρήσει το θρόνο, είχε ήδη σκοτώσει τον αδελφό του Αίσονα και πατέρα του Ιάσονα καθώς και τον ανήλικο γιο του Πρόμαχο. Η μητέρα του Ιάσονα μετά απ’ αυτά αυτοκτόνησε. Τότε η Μήδεια βοήθησε τον Ιάσονα να εκδικηθεί. Έπεισε τις κόρες του Πελία ότι τάχα θα ξανάδινε τη νιότη στον πατέρα τους αν εκείνες τον διεμέλιζαν κι εκείνη θα έβραζε τα κομμάτια σ’ ένα καζάνι με φάρμακα αποτελεσματικά. Μετά το φόνο του Πελία που έγινε με την απατηλή προτροπή της Μήδειας, ο γιος του Πελία, Άκαστος, εξόρισε τον Ιάσονα και τη Μήδεια που ήρθαν στην Κόρινθο όπου ο βασιλιάς της πόλης Κρέων θέλησε να παντρέψει την κόρη του Κρέουσα ή Γλαύκη με τον Ιάσονα.

Απ' αυτό το σημείο αρχίζει η τραγωδία του Ευριπίδη. Όταν η Μήδεια βλέπει να εγκαταλείπεται τόσο άσπλαχνα απ’ τον Ιάσονα, τον άντρα που εκείνη αγάπησε τόσο και που τον έσωσε απ’ τον πατέρα της Αιήτη σκοτώνοντας με τα χέρια της τον ίδιο τον αδελφό της, που του συμπαραστάθηκε σε κάθε δύσκολη στιγμή βγάζοντάς τον απ’ τα αδιέξοδα, αποφασίζει να τον εκδικηθεί με το σκληρότερο τρόπο που θα μπορούσε. Σκοτώνοντας τα ίδια τα παιδιά της, που ήταν παιδιά του Ιάσονα. Καταφέρνει να πάρει μια μέρα παράταση απ' τον Κρέοντα που την εξόρισε κι εκτελεί το δαιμονικό σχέδιό της. Στέλνει με τα παιδιά της δώρα στη νιόνυφη, που όμως τα δώρα αυτά είναι θανατερά απ’ τα μάγια της. Ο Ιάσων έχει ησυχάσει με μια ψεύτικη συμφιλίωση που έγινε λίγο πιο πριν με τη Μήδεια. Μόλις όμως τα παιδιά επιστρέφουν έχοντας εκτελέσει την αποστολή τους, η Μήδεια αποφασίζει να προχωρήσει στο επόμενο βήμα που είναι το πιο σκληρό. Εκείνη τη στιγμή καταφθάνει ο αγγελιοφόρος κι αναγγέλλει ότι η Κρέουσα κι ο Κρέοντας πέθαναν με φρικτούς πόνους. Η βασιλοπούλα απ’ την Κολχίδα σκοτώνει τα παιδιά της, αν και κάθε χτύπημα που δίνει είναι κι ένα χτύπημα στη δική της καρδιά. Όταν φτάσει ο Ιάσονας τα πάντα έχουν χαθεί, και η καινούρια του γυναίκα και τα παιδιά του. Το θρήνο και το σπαραγμό του για την τραγική συμφορά που τον βρήκε τον σκεπάζει η καταφρόνια.

Η φοβερή απόφασή της για το στυγερό έγκλημα που διέπραξε δεν ήταν εύκολη, ούτε ευθεία οδός. Ορθά επισημαίνεται ότι ο Ευριπίδης πουθενά αλλού δεν έκανε την ανθρώπινη ψυχή να συζητά με τον εαυτό της τόσο πολύ και να είναι αναποφάσιστη. Έχουμε τρεις λόγους, όπως επισημαίνει ο Λέσκυ (Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, Θεσ/νίκη 1983, σ. 519), όπου διαπιστώνουμε αυτές τις αντίμαχες σκέψεις να συγκρούονται προτού καταλήξει στην τελική απόφαση. Στον πρώτο λόγο (στ. 364-409) σκέφτεται διάφορους τρόπους εκδίκησης: ή να βάλει φωτιά στ’ ανάκτορα τη νύχτα του γάμου, ή να τρυπώσει κρυφά και να μαχαιρώσει το νιόπαντρο ζεύγος. Φοβάται πως μπορεί να την πιάσουν προτού εκτελέσει το σχέδιό της και τότε θα πεθάνει αφού θά ’χει γίνει ο περίγελως των εχθρών της. Στον δεύτερο λόγο (στ. 1021), που αρχίζει μετά από την έξοδο του παιδονόμου, σκέφτεται να σκοτώσει τα παιδιά της αλλά το βλέμμα την αφοπλίζει. Τέσσερις φορές αλλάζει γνώμη. Τελικά όμως κυριαρχεί η μανιασμένη ψυχή της που σκεπάζει το λογικό. Στον τρίτο λόγο (στ. 1236 κ. εξής) αναγγέλλει στις Κορίνθιες γυναίκες του χορού την τελική και οριστική της απόφαση· να σκοτώσει τα παιδιά της και να το σκάσει από τη χώρα αυτή.

Ο γάμος του Ιάσονα και της Μήδειας.

Θα πρέπει να επισημάνω ότι πολλοί, κι όχι άδικα, επισημαίνουν τη. επίδραση που άσκησε στη Μήδεια του Ευριπίδη ο «Τηρεύς» του Σοφοκλή. Ο τελευταίος δραματοποίησε την ιστορία της Πρόκνης, η οποία σκότωσε το γιο της, Ίτυ, για να εκδικηθεί τον άντρα της, Τηρέα, που είχε βιάσει την αδελφή της Φιλομήλα. Η τραγωδία του Σοφοκλή Τηρεύς έχει χαθεί, σώθηκαν όμως μερικά αποσπάσματα. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα που διέσωσε ο Στοβαίος στο Ανθολόγιό του (68.19) μαζί με ένα απόσπασμα απ’ τη Μήδεια, που αποτελούν τα πιο ανθρωπιστικά λόγια που ακούστηκαν για την καταπίεση της γυναίκας στην αρχαιότητα. Το απόσπασμα 524 του Τηρέα είναι τ’ ακόλουθο (Nauck σ. 527-528):

Τώρα μονάχη είμαι ένα τίποτα. Αναλογίστηκα / γι’ αυτό πολλές φορές ποια είναι η μοίρα / της γυναίκας. Κι είδα πως είμαστε ένα τίποτα. / Θαρώ πως όταν είμαστε κορίτσια, τότε περνάμε / την καλύτερη ζωή στο πατρικό μας σπίτι· βλέπεις / η άγνοια τρέφει πάντα τα παιδιά μες στη χαρά. / Μα σαν ξυπνήσει μέσα μας η νιότη και η γνώση, / μας διώχνουν έξω από το σπίτι και πουλιόμαστε / μακριά από τους γονείς και τους προγονικούς θεούς. / Άλλες δινόμαστε σε ξένους άντρες, κι άλλες σ’ αλλόγλωσσους· / άλλες πηγαίνουμε σε σπίτια αρχοντικά, κι άλλες / σε τιποτένια. Και για όλα αυτά, όταν περάσει η πρώτη νύχτα / πρέπει να λέμε «είναι καλά» και να / προσποιόμαστε πως είμαστε / ευχαριστημένες

Και τώρα τα λόγια της Μήδειας που τ’ απευθύνει στο χορό των γυναικών της Κορίνθου (στ. 230-251):

Απ’ όλα τα πλάσματα πούχουν ψυχή και μυαλό / τα πιο δυστυχισμένα είμαστε εμείς, οι γυναίκες. / Γιατί κατ’ αρχήν με πολλά χρήματα πρέπει ν’ αγοράσουμε / σύζυγο και να τον κάνουμε αφέντη του κορμιού μας. / Αλλ’ έχουμε κι άλλο κακό, χειρότερο απ’ το πρώτο, / κι εδώ είναι ο μέγας κίνδυνος· τι θα μας τύχει / ο άντρας που θα πάρουμε; Θάναι άραγε κακός ή θαν’ καλός; / Γιατί στη γυναίκα το διαζύγιο δίνει φήμη κακή, / ενώ δεν έχει και το δικαίωμα ν’ αρνηθεί / τον άντρα. Κι αφού μπει στο νέο σπιτικό / πούχει συνήθειες αλλιώτικες και ρέγουλες καινούργιες, / θα πρέπει νάναι μάντισσα, γιατί δεν έμαθε από τους δικούς της / πως είναι ο άντρας που θα πάρει. Κι αν τύχει σύζυγος / που να συζεί μ’ εμάς καλά και δίχως βαρυγκόμια για / του γάμου το ζυγό, με μας που πρόθυμα εκτελούμε όλ’ αυτά, / τότε αξίζει αυτή η ζωή. Μ’ αν τύχει και δεν είν’ έτσι, / τότε καλύτερος ο θάνατος για μας. / Άμα το σπίτι γίνει στον άντρα βάρος, τότε αυτός / αμέσως ξεπορτίζει / και ξαλαφρώνει την καρδιά του σμίγοντας / με κάποιο φίλο ή συνομήλικό του. Όμως εμείς / είμαστε αναγκασμένες νάχουμε τα μάτια στυλωμένα / σε μια ψυχή μονάχα. / Λένε πως τάχα εμείς ζούμε στο σπίτι μέσα / χωρίς κινδύνους, ενώ οι άντρες πολεμάνε αρματωμένοι. / Λάθος. / Μακάρι τρεις φορές να πολεμήσω, / από το να γεννήσω μια φορά.

Το απόσπασμα αυτό φωτίζει την τελική της απόφαση που είναι μια πράξη κυριαρχημένη απ’ το μίσος, την τελική της απόφαση να βγάλει από πάνω της ό,τι έχει σχέση με τον Ιάσονα, ακόμα και τα παιδιά που βγήκαν απ’ τον κόλπο της. Απόφαση όχι μόνο να βγάλει τον Ιάσονα έξω από τη ζωή της, αλλά να ξεριζώσει ό,τι σχετίζεται μ’ αυτόν και μέσα απ’ το κορμί της.

Ο Λέσκυ σημειώνει (οπ. πριν σ. 519) ότι «καμιά άλλη ελληνική τραγωδία, αν εξαιρέσουμε ίσως τον Ιππόλυτο, δεν είναι σε τόσον βαθμό κινημένη από τις δυνάμεις, που από την ψυχή του ανθρώπου υψώνονται σε δαιμονική δύναμη». Ο Ευριπίδης έγραψε δυο τραγωδίες με την ιστορία της Φαίδρας. Η μια, που χάθηκε, είναι ο Ιππόλυτος καλυπτόμενος που παίχτηκε μερικά χρόνια πιο πριν από τη δεύτερη τραγωδία που έχει τον τίτλο «Ιππόλυτος στεφανηφόρος». Ο πρώτος Ιππόλυτος απέτυχε, ενώ ο δεύτερος έδωσε στον ποιητή τη νίκη το 428. Στο πρώτο έργο η κόρη του Μίνωα Φαίδρα που είχε παντρευτεί το βασιλιά της Αθήνας Θησέα βασανιζόταν από έναν ακατανίκητο έρωτα προς τον προγονό της Ιππόλυτο. Τελικά δεν άντεξε και του αποκάλυψε τον έρωτά της και του ζήτησε ν’ ανταποκριθεί. Εκείνος σοκαρισμένος από την ανόσια γι’ αυτόν πρόταση κάλυψε το πρόσωπό του και γι’ αυτό ονόμασαν το έργο «Ιππόλυτος καλυπτόμενος». Στον δεύτερο Ιππόλυτο παρουσιάζει τη Φαίδρα να μαραζώνει απ’ το ερωτικό πάθος. Είναι σχεδόν ετοιμοθάνατη. Σ’ αυτή τη θέση τη βρίσκει η πιστή της παραμάνα που καταφέρνει να της αποσπάσει το μυστικό κι αναλαμβάνει να τη βοηθήσει μιλώντας στον Ιππόλυτο για το πάθος της κυράς της. Ο Ιππόλυτος νιώθει έντονη αναστάτωση και αποστροφή κι αρνείται κατηγορηματικά. Η Φαίδρα που κρυφακούει αντιλαμβάνεται ότι τώρα πια δεν έχει καμιάν ελπίδα και προοπτική. Γι’ αυτό αυτοκτόνησε αλλά ταυτόχρονα άφησε γράμμα στο Θησέα με το οποίο κατηγορεί τον Ιππόλυτο ότι τάχα πρόσβαλε την τιμή της. Επακολουθεί ένας αγώνας λόγων ανάμεσα στον πατέρα και το γιο χωρίς αποτέλεσμα, γιατί ο Θησέας κυριαρχημένος από την οργή είναι κουφός σε όσα του λέει ο Ιππόλυτος, ο οποίος επιπλέον δεμένος από έναν όρκο δεν αποκαλύπτει τα κίνητρα της Φαίδρας. Ο Ποσειδώνας, ο πατέρας του Θησέα, του είχε υποσχεθεί κάποτε ότι θα του εκπληρώσει τρεις ευχές που θα έκανε. Ο Θησέας τυφλωμένος απ’ την οργή ζητάει απ’ το θεό την καταστροφή του γιου του τον οποίο διώχνει απ’ την Τροιζήνα. Και πραγματικά η ευχή εκπληρώθηκε γιατί ένας πελώριος ταύρος που τον έστειλε ο Ποσειδώνας τρόμαξε τ’ άλογα του Ιππόλυτου και τον έρριξε στα βράχια όπου βρήκε τραγικό θάνατο. Η Άρτεμις εμφανίζεται στη σκηνή κι αφού αποχαιρετήσει τον πιστό κυνηγό της φανερώνει στο Θησέα την αλήθεια που καθιερώνει τη λατρεία του Ιππόλυτου στην Τροιζήνα.

Και οι τρεις τραγωδίες, οι δυο Ιππόλυτοι και η Μήδεια, δίνουν με μοναδικό τρόπο το ξέφρενο πάθος του έρωτα που σκοτίζει το νου κι οδηγεί στην εξόντωση του αγαπημένου προσώπου άμεσα ή έμμεσα. Άμεσα στον Ιππόλυτο, έμμεσα στην περίπτωση του Ιάσονα.

Η απελπισία

Και τώρα θα δούμε σε τι ακραίους δρόμους απόγνωσης οδηγεί το χάσιμο του αγαπημένου προσώπου. Αφού ο έρωτας είναι τα δύο και όχι το ένα, τότε η επιλογή είναι ο θάνατος, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο βυζαντινός ποιητής Παύλος Σιλεντιάριος (6ος αιώνας μ.Χ) σ’ ένα επίγραμμά του που' μας το έσωσε η Παλατινή Ανθολογία (5.221).

Ως πότε κλεφτές ματιές θ’ ανταλλάσσουμε, προσπαθώντας / να κρύψουμε τη φωτιά τους; / Ας πούμε τον πόνο μας ανοιχτά· κι αν κάποιος μποδίσει / τη γλυκιά ένωσή μας που λύνει τον πόνο, / και για τους δυο μας γιατρειά το σπαθί· γιατί είν’ ωραιότερος / απ’ τον χωριστό βίο, ο κοινός θάνατος.

Θα παραθέσω τρεις περιπτώσεις. Η πρώτη είναι της Αντιγόνης και του Αίμονα, η δεύτερη του Λέανδρου και της Ηρώς και η τρίτη του Πύραμου και της Θίσβης.

Η ιστορία της Αντιγόνης είναι γνωστή. Μετά την αναχώρηση του Οιδίπόδα και το θάνατο της Ιοκάστης, ο θρόνος περιέρχεται στους δυο δίδυμους γιους που αποφασίζουν με κλήρο να βασιλεύουν εναλλακτικά. Ο Ετεοκλής ευνοήθηκε απ’ την τύχη και βασίλεψε ένα χρόνο αλλά μετά αρνήθηκε να παραχωρήσει το θρόνο στον αδελφό του, που χολωμένος απ’ την αδικία καταφεύγει στην Πελοπόννησο όπου συγκέντρωσε στρατό με επικεφαλής άλλους έξι αριστείς. Επιστρέφει και πολιορκεί την πατρίδα του. Ύστερα από αρκετές μάχες αποφασίζεται να μονομαχήσουν τα δυο αδέλφια και η νίκη να δώσει το θρόνο σ’ όποιον την πετύχει. Στη μονομαχία όμως σκοτώνονται και οι δύο. Το θρόνο αναλαμβάνει ο θείος τους Κρέων που θάβει με τιμές τον Ετεοκλή, ενώ δίνει διαταγή να μείνει άταφος ο Πολυνείκης ως προδότης και εχθρός της πατρίδας του. Όμως αυτή η διαταγή ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης και της βασιλικής δικαιοδοσίας και μπαίνει πια στο χώρο του θεϊκού νόμου που απαιτεί ο νεκρός να ταφεί. Τότε η Αντιγόνη αψηφώντας τη διαταγή που είναι αυστηρή επιχειρεί να σκεπάσει με λίγο χώμα το σώμα του νεκρού που έχει αφεθεί να σαπίσει στον ήλιο και τις σάρκες του να τις φάνε τα όρνια και οι σκύλοι. Την πρώτη φορά η Αντιγόνη πέτυχε το σκοπό της κι έρριξε λίγο χώμα στον αδερφό της χωρίς να την αντιληφθούν οι φρουροί που είχε τοποθετήσει ο Κρέων. Οι φρουροί καθάρισαν το πτώμα από το χώμα. Τότε η Αντιγόνη επιχειρεί για δεύτερη φορά να κάνει το ίδιο αλλά συλλαμβάνεται κι οδηγείται στον Κρέοντα που την καταδικάζει σε θάνατο. Απ’ αυτό το σημείο και πέρα αρχίζει η τραγωδία για τον Κρέοντα που διέπραξε την ύβρι κι επιμένει σ’ αυτήν. Ο πρώτος που τον αντιμάχεται είναι ο μνηστήρας της Αντιγόνης, ο ίδιος ο γιος του ο Αίμων. Μ’ όλο το σεβασμό που τρέφει για τον πατέρα του τον αποδοκιμάζει και τον προειδοποιεί ότι μ’ αυτή του την απόφαση προετοιμάζει συμφορές. Αν η Αντιγόνη πεθάνει, τότε πεθαίνοντας θα καταστρέψει κι άλλον (στ. 751). Ο Κρέων δεν κατάλαβε τα λόγια του Αίμωνα και νόμισε πως ο γιος του απειλεί αυτόν. Παραμένει σκληρός και ανυποχώρητος και στον μάντη Τειρεσία που τον προειδοποιεί ότι ήδη οι θεοί αρνιούνται να δώσουν σημάδια γιατί τα όρνια που τρώνε τις σάρκες του νεκρού είναι μιασμένα κι έτσι έχουν μολυνθεί και οι σχάρες των θυσιών (στ. 998-1024). Ο Κρέων έξαλλος τον αποκαλεί κερδοσκόπο κι ότι όλοι συνωμοτούν εναντίον του αλλ’ ο ίδιος ακόμα κι αν οι αετοί του Διός αρπάξουν τις σάρκες του Πολυνείκη για τροφή και τις πάνε στο θρόνο του Δία πάνω στον Όλυμπο, ακόμη και τότε δε θα αφήσει να τον θάψουν (στ. 1034-1047). Η ύβρις έφθασε τώρα στο αποκορύφωμά της. Ο Τειρεσίας του προφητεύει μεγάλα δεινά και θρήνους στο σπιτικό του κι αναχωρεί. Ο Κρέων ταράσσεται κι αρχίζει να φοβάται και να συνέρχεται, μα είναι ήδη αργά. Ο χορός τον συμβουλεύει να λευτερώσει την Αντιγόνη που την έχει κλείσει σ’ ένα υπόγειο και να κτίσει τάφο για το νεκρό. Ο Κρέων λυγίζει, αντιλαμβάνεται πως είναι ορθότερο να ζει σεβόμενος τους νόμους των θεών και διατάζει να πάνε με αξίνες στο λόφο που είν’ ο Πολυνείκης. Απ’ τον αγγελιοφόρο μαθαίνουμε την τραγική κατάληξη. Η Αντιγόνη κρεμάστηκε με τον πέπλο της κι ο Αίμονας φτύνοντας τον πατέρα του, που τον ικέτευε να βγει απ’ το υπόγειο που είχε φυλακίσει την κόρη, αυτοκτονεί με το σπαθί του. Μόλις πληροφορηθεί τη φοβερή είδηση η γυναίκα του Κρέοντα Ευρυδίκη μπαίνει σιωπηλή στ' ανάκτορα κι αφού καταραστεί τον άντρα της αυτοκτονεί κι αυτή. Το περίφημο χορικό (στ. 781 κ. εξής) που αρχίζει με τη φράση «έρως ανίκατε μάχαν» είναι το κλειδί για την απόφαση του Αίμωνα ν’ ακολουθήσει την αγαπημένη του στον Άδη. Ο έρωτας που είναι ακατανίκητος στη μάχη, και σ’ όποιους ριχτεί τους σκλαβώνει, που ξαγρυπνά πάνω στα τρυφερά μάγουλα της νεαρής κοπελιάς και φτερουγίζει πάνω από θάλασσες και κανείς δεν μένει άτρωτος, αθάνατος θεός ή εφήμερος θνητός, είν’ εκείνος που οδήγησε το χέρι του Αίμωνα, τ’ οπλισμένο με το μαχαίρι, προς την καρδιά του.

Η θλιβερή ιστορία του Λέανδρου, ενός πανέμορφου νεαρού από την Άβυδο, και της Ηρώς, της ιέρειας της Αφροδίτης στην, απέναντι από την Άβυδο μικρασιατική πόλη, Σηστό. Είναι ένα μικρό μυθιστόρημα σε στίχους. Η Ηρώ έμοιαζε δεύτερη Αφροδίτη. Σε μια πάνδημη γιορτή της Σηστού που γιόρταζαν την επάνοδο στη ζωή του Άδωνη και τιμούσαν την Κυθέρεια Αφροδίτη, όπου συνέρρεε πλήθος προσκυνητών όχι μόνο απ’ τη Σηστό αλλά κι από τα γύρω νησιά, κι από την Κύπρο, κι απ’ την Άβυδο, είδε ο Λέανδρος την πανέμορφη Ηρώ και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα. Αλλά κι εκείνη κατάλαβε το νόημα των ματιών του κι ανταπάντησε μ’ ανάλογες ματιές. Κατάφερε να τη δει μόνος και γρήγορα έκαμψε τις πρώτες αρνήσεις της. Από κει και πέρα ο έρως^ αυτός έγινε ακατανίκητο πάθος. Ο Λέανδρος κάθε βράδυ περνούσε στην απέναντι ακτή κολυμπώντας, καθοδηγημένος από ένα λυχνάρι που το άναβε η Ηρώ για να του δείχνει την κατεύθυνση. Κάποια όμως νύχτα τρικυμισμένη ο Λέανδρος επιχείρησε και πάλι να περάσει το στενό του Ελλησπόντου, όμως το λυχνάρι κάποια στιγμή έσβησε απ’ την καταιγίδα κι έτσι μη έχοντας οδηγό παρασύρθηκε απ’ το ρεύμα και πνίγηκε. Όταν το πρωί η Ηρώ βρήκε στην παραλία το πτώμα του αγαπημένου της ρίχτηκε κι αυτή στα κύματα και βρήκε την ίδια τύχη. Το επύλλιο αυτό του Μουσαίου των 343 στίχων άρεσε πολύ. Ο Μουσαίος έζησε τον 5ο μ.Χ. αιώνα, στην εποχή του αυτοκράτορα Αναστασίου. Όμως η ιστορία ήταν γνωστή πολύ παλαιότερα, όπως προκύπτει και από δυο επιγράμματα του Αντίπατρου του Θεσσαλονικέα που έζησε τον Ιο αιώνα μ.Χ., τα οποία και σώζονται στην Παλατινή Ανθολογία. Το ένα (7.666) μιλάει για την τοπογραφία της περιοχής κι αναφέρεται στα ερείπια του πύργου απ’ όπου η Ηρώ τον καθοδηγούσε με τον αναμμένο λύχνο (ήταν δηλαδή ένας φάρος) καθώς και στον κοινό τάφο τους. Το δεύτερο επίγραμμα (9.215) είναι το ακόλουθο:

Πάντα για τις γυναίκες σκληρά τα νερά του Ελλησπόντου / ξένε· ρώτα τη Δυρραχιώτισσα Κλεονίκη. / Γιατί έπλεε στη Σηστό το γαμπρό ν’ απαντήσει / και στο μαύρο καράβι βρήκε της Έλλης τη μοίρα. / Δύσμοιρη Ηρώ, τον άντρα εσύ, τη νύφη ο / Δηΐμαχος, μέσα σε λίγες χάσατε οργυιές.

Την ιστορία της Ηρώς και του Λέανδρου διαπραγματεύτηκε και ο Οβίδιος στο έργο του Ηρωίδες (επιστολή 18 και 19) που έζησε τον 1ο π.Χ. αιώνα (43 π.Χ έως 17 μ.Χ). Η ιστορία φλόγισε τη φαντασία και των νεότερων. Ο Λόρδος Βύρων έγραψε το έργο «Bride of Abysos» και μάλιστα κολύμπησε στην απέναντι ακτή για να μιμηθεί τον Λέανδρο. Κι ο Marlow έγραψε έργο με τίτλο «Hero and Leander».

Η ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης μας είναι γνωστή από τον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 4.55-166), δεν μας παραδίδεται απ’ την ελληνική λογοτεχνία. Αν την παραθέτω εδώ, είναι γιατί φαίνεται πως ο Λατίνος ποιητής αντλεί από κάποιο ελληνιστικό πρότυπο.

ΣΤΡΑΤΩΝ

Έτσι καθώς περνούσ’ από τ’ ανθοπωλεία, / είδα ένα αγόρι πούπλεκε στεφάνι για μαλλιά. / Δεν πέρασα ασυγκίνητος. Στάθηκα δίπλα του / και με φωνή συγκρατημένη ρώτησα· «Πόσο μου δίνεις / το στεφάνι σου;» Απ’ τα λουλούδια πιο πολύ κοκκίνησε / και σκύβοντας ψιθύρισε· «Απομακρύνσου γρήγορα / μήπως σε δει ο πατέρας μου». Αγόρασα λίγα στεφάνια. / έτσι για πρόφαση, και τους θεούς στεφάνωσα / σαν γύρισα στο σπίτι, ζητώντας να μου τον χαρίσουν.

Ο Πύραμος και η Θίσβη ήταν δυο νεαροί Βαβυλώνιοι που ερωτεύτηκαν παράφορα ο ένας τον άλλο αλλά δεν μπορούσαν να παντρευτούν εξαιτίας της εχθρότητας των γονιών τους. Έχουμε μ’ άλλα λόγια το αρχέτυπο της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Οι δυο ερωτευμένοι νέοι βλεπόντουσαν κρυφά μέσα από μια τρύπα του τοίχου που χώριζε τα σπίτια τους. Μια νύχτα κανόνισαν να συναντηθούν κρυφά, έξω απ’ την πόλη στον τάφο του Νίνου κάτω από μια μουριά που βρισκόταν δίπλα στο ρέμα. Πρώτη έφτασε η Θίσβη κι όπως περίμενε τον αγαπημένο της εμφανίστηκε ξαφνικά μια λέαινα που μόλις είχε σπαράξει ένα θήραμα κι ήρθε να πιει νερό. Η Θίσβη πανικόβλητη τόσκασε αλλά πάνω στη φούρια τής της έπεσε το μαντίλι των μαλλιών της. Η λέαινα το καταξέσκισε με τα ματωμένα δόντια της κι ύστερα, αφού ξεδίψασε στο ρέμα, εξαφανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή κατέφθασε ο Πύραμος κι όταν είδε το μαντίλι της Θίσβης καταξεσκισμένο και με αίματα νόμισε πως την έφαγε κάποιο άγριο θηρίο. Απελπισμένος τράβηξε το σπαθί του κι αυτοκτόνησε. Όταν η Θίσβη επέστρεψε και τον βρήκε νεκρό, πήρε το σπαθί του αγαπημένου της κι αυτοκτόνησε κι εκείνη πέφτοντας στο πλευρό του. Από τότε οι καρποί της μουριάς που αρχικά ήταν άσπροι, έγιναν βαθυκόκκινοι απ’ το αίμα των δυο άτυχων ερωτευμένων, οι δε στάχτες τους τοποθετήθηκαν σε κοινή τεφροδόχο κάλπη. Όσο ζούσαν τους χώριζε η διένεξη των γονιών τους, τώρα όμως ο κοινός θάνατος τους ένωσε για πάντα. Στην Πάφο, ένα από τα θαυμάσια μωσαϊκά του 3ου μ.Χ. αιώνα που βρέθηκαν στις ρωμαϊκές βίλες της περιοχής, εικονίζει τον Πύραμο, δεξιά προς το θεατή, πεσμένον στο έδαφος, τη Θίσβη αριστερά να τρέχει τρομαγμένη και στο κέντρο μια λεοπάρδαλη να κρατάει στα δόντια τον πέπλο της Θίσβης.

Υπάρχει και μια άλλη παραλλαγή της ιστορίας αυτής. Ο Πύραμος κι η Θίσβή αγαπιόντουσαν πολύ και πριν να παντρευτούν είχαν σχέσεις με αποτέλεσμα η Θίσβη να μείνει έγκυος. Στην απελπισία της πάνω για τις συνέπειες που θα ’χε η αποκάλυψη, αυτοκτόνησε. Μόλις ο Πύραμος πληροφορήθηκε το θάνατο της αγαπημένης του αυτοκτόνησε κι αυτός. Αλλ’ οι θεοί λυπήθηκαν τους δυο άτυχους ερωτευμένους και τους μεταμόρφωσαν. Ο μεν Πύραμος έγινε ο ομώνυμος ποταμός της Σικελίας, η δε Θίσβη πηγή που το νερό της σμίγει με τα νερά του ποταμού.

Ύστερα από αυτή την καταθλιπτική παράθεση ιστοριών με τραγικό τέλος και για τους δυο εραστές, θα κλείσω με δυο μυθικές ιστορίες και δυο αληθινές που η μεγάλη θλίψη για το χαμό του αγαπημένου δε φτάνει στην αυτοκτονία: με το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, με δυο άτυχους έρωτες του Πλάτωνα κι έναν μυθικό της Σαπφώς.

Η ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης αναφέρεται από τον Απολλόδωρο (Βιβλιοθήκη 1.3.2), από τον Παυσανία που όπως θα δούμε παραδίδει διαφορετικά την ιστορία, από τον Ερμησιάνακτα τον Κολοφώνιο (βλ. Αθήν. 13.597 be), ο οποίος την Ευρυδίκη ονομάζει Αγριόπη, από τον Κόνωνα (Διηγήσεις 45 στον Φώτιο: Βιβλιοθήκη 140α), κυρίως όμως από τους λατίνους ποιητές. Από τον Βιργίλιο (Γεωργικά 4.454-527), τον Οβίδιο (Μεταμορφώσεις 10.4-77), τον Υγίνο (Fab. 164) και το Σενέκα (Hercules Furens) 569-589 και Hercules Oecaeus 1061-1099). Ο Ορφέας, που όταν έκρουε τη λύρα του κινούσε λίθους και δέντρα, μόλις πληροφορήθηκε ότι τη γυναίκα του Ευρυδίκη τη δάγκωσε φίδι και πέθανε, κατέβηκε στον Άδη για να την επαναφέρει στη ζωή. Η μουσική του ήταν τόσο μαγευτική’ που όλος ο Κάτω Κόσμος στάθηκε να τον ακούσει. Ο Ιξίων σταμάτησε να γυρνάει τον τροχό, ο Τάνταλος δεν έσκυβε να πιει νερό, ο Σίσυφος κάθησε πάνω στο βράχο που κυλούσε. Και οι θεοί του Κάτω Κόσμου συγκινήθηκαν και του επέτρεψαν να τη φέρει πίσω στη ζωή, με τον όρο όμως ώσπου να βγει στον πάνω κόσμο να μην την κοιτάξει. Ο Ορφέας, όμως, δεν μπόρεσε να κρατηθεί και λίγο πριν βγούνε στο φως γύρισε να δει την Ευρυδίκη που αυτόματα χάθηκε σαν καπνός προφταίνοντας να του πει το «χαίρε», που μόλις σαν ψίθυρος έφτασε στ’ αυτιά του. Προσπάθησε ξανά ο λυράρης να κατέβει στον κάτω κόσμο, αλλά δεν του το επέτρεψαν οι θυροφύλακες του Άδη. Η παραλλαγή του Παυσανία (9.30.6) είναι πιο ορθολογική. Η Ευρυδίκη πέθανε κι ο Ορφέας πήγε στην Άορνο της Θεσπρωτίας όπου υπήρχε παλαιό νεκρομαντείο κι έκανε πράξη ψυχαγωγίας για να τη φέρει πίσω στη ζωή. Πίστεψε πως η ψυχή τής αγαπημένης του τον ακολουθούσε κι όταν σε κάποια στιγμή στράφηκε να τη δει και δεν τη βρήκε, αυτοκτόνησε από τη λύπη του.

Το θέμα αυτό αγαπήθηκε πολύ στην αρχαιότητα και πολλοί γλύπτες απεικόνισαν τη σκηνή του οριστικού αποχωρισμού. Ο Ορφέας είχε στραμμένο το κεφάλι προς τα πίσω και κοιτάζει τη θλιμμένη Ευρυδίκη που με το χέρι τραβάει τον πέπλο και καλύπτει το πρόσωπό της, ενώ από πίσω ο ψυχοπομπός Ερμής της πιάνει το άλλο χέρι για να την οδηγήσει πάλι στο βασίλειο των σκιών.

Ο Πλάτων, ξέρουμε, ότι ερωτεύτηκε έναν λαμπρό νέο των Συρακουσών, τον Δίωνα, που επιχείρησε να ανατρέψει τον τύραννο της πατρίδας του Διονύσιο, αλλά τελικά απέτυχε και σκοτώθηκε πάνω στη μάχη. Ένα ποίημα στην Παλατινή Ανθολογία (7.99) αποδίδεται στο μεγάλο φιλόσοφο.

Δάκρυα για την Εκάβη και τις γυναίκες του Ιλίου / από την ώρα της γέννας τους κλώσαν οι Μοίρες. / Μα εσένα Δίωνα που θριάμβεψες σ’ έργα ωραία / οι θεοί σκόρπισαν τις μεγάλες σου ελπίδες. / Τώρα στη μεγάλη πατρίδα σου κείτεσαι, Δίωνα, / τιμημένος απ’ τους πολίτες, αχ εσύ που την καρδιά μου τρέλανες μ’ έρωτα.

Ο Πλάτων, όπως αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος (3.29 = Αρίστιππος ο Κυρηναίος F.H.G.2.79) ερωτεύθηκε ένα νεαρό που τον λέγαν Αστέρα και σπούδαζε αστρολογία μαζί του αλλά πέθανε πρόωρα. Στην Παλατινή Ανθολογία υπάρχουν δυο υπέροχα επιτύμβια επιγράμματα προς τον Αστέρα που αποδίδονται στον Πλάτωνα. Το πρώτο (7.669) είναι το ακόλουθο:

Πρώτα στους ζωντανούς ανάμεσα έλαμπες / Αστέρι Αυγερινός· / Τώρα στους πεθαμένους, λάμπεις / Αποσπερίτης.

Ένα εξαίσιο ποίημα που εξυμνεί την ομορφιά του νέου ο οποίος και μετά το θάνατο είναι πάντα ωραίος. Το δεύτερο ποίημα εξυμνεί κι αυτό την άφατη ομορφιά του νεαρού που έφυγε τόσο νωρίς (Α.Ρ.7.670).

Τ’ αστέρια κοιτάζεις Αστέρι μου. Άμποτες ουρανός / να γινόμουν, για να σε βλέπω με μάτια πολλά.

Και τώρα ερχόμαστε στην τελευταία διήγηση για τη Σαπφώ και το Φάωνα. Υπήρχε μια πέτρα που ονομαζόταν Λευκάς Πέτρα που όσοι πηδούσαν από αυτήν απαλλάσσονταν απ’ τον έρωτά τους. Ονομάστηκε έτσι, «όπως παραδίδει ο Πτολεμαίος Ηφαιστείων (στο Φώτιο: Βιβλιοθήκη 153α8-153β.22), από έναν Ζακύνθιο σύντροφο του Οδυσσέα, το Λεύκο, τον οποίο σκότωσε ο Άντιφος (Ιλ. 4.489-493). Η αιτία της θεραπευτικής δύναμης της Λευκάδας Πέτρας είναι η εξής.8 Η Αφροδίτη μετά απ’ το θάνατο του Άδωνη, τον αναζητούσε παντού ώσπου τον βρήκε σε μια πόλη της Κύπρου, στο ναό του Εριθίου Απόλλωνα. Μίλησε για τον ακαταμάχητο έρωτά της στον Απόλλωνα κι επειδή υπέφερε πολύ, ο Απόλλων της υποσχέθηκε να την απαλλάξει απ’ το πάθος και τον πόνο της. Την έφερε στη Λευκάδα Πέτρα και τη διέταξε να πηδήσει. Και πραγματικά μετά απ’ αυτό απαλλάχτηκε απ’ τον έρωτά της. Περίεργη ρώτησε το θεό πώς έγινε αυτό το θαύμα. Εκείνος της είπε πως σαν μάντης που ήταν γνώριζε ότι ο Δίας «αεί ερών Ήρας, ερχόμενος επί τή πέτρα εκαθέζετο και ανεπαύετο του έρωτος». Στη συνέχεια ο Πτολεμαίος Ηφαιστίων αναφέρει εκείνους που απαλλάχτηκαν απ’ το ερωτικό πάθος πηδώντας απ’ τη Λευκάδα Πέτρα. Ο Στράβων (10.2.8) όμως λέει πως η πέτρα αυτή ονομάστηκε έτσι από την Λευκάτα, έναν άσπρο βράχο απέναντι απ’ την Κεφαλλονιά. Εκεί σημειώνει (10.2.9) υπήρχε το ιερό Λευκάτα κι από εκεί γινόταν το άλμα που πίστευαν πως ελευθέρωνε τα άτομα από το ερωτικό πάθος («και το άλμα το τους έρωτας παύειν πεπιστευμένον»). Στη συνέχεια αναφέρει ότι ο Μένανδρος (απ. 312, 313 Κ) έγραψε ότι πρώτη η Σαπφώ πήδησε από εδώ ξετρελαμένη από έρωτα για έναν όμορφο νέο, το Φάωνα. Ο Λουκιανός [Νεκρικοί Διάλογοι 19 (9).2] παραδίδει ότι ο Φάων ήταν ένας γέρος πορθμέας που πέρασε απ’ τα στενά της Χίου την Αφροδίτη κι εκείνη σ’ ανταμοιβή τον έκανε νέο, πανέμορφο κι αξιέραστο. Και σ’ άλλο έργο του ο Λουκιανός (Πλοίον ή ευχαί 43) γράφει ότι ο Φάων καταγόταν απ’ τη Χίο και τον συγκαταλέγει ανάμεσα στους ωραίους της μυθολογίας (Υάκινθο και Ύλα). Και ο κωμικός ποιητής Πλάτων (Kock 1.645) έγραψε κωμωδία με τίτλο Φάων (βλ. σχολ. Αριστοφ. Πλούτος 179). Ο Αιλιάνός (Ποικίλη Ιστορία 12.18) λέει πως ήταν πορθμέας απ’ τη Μυτιλήνη. Μια μέρα ήρθε η Αφροδίτη κι αυτός με μεγάλη προθυμία, χωρίς να ξέρει ποια είναι, την πέρασε εκεί που ήθελε. Η θεά του έδωσε γι’ ανταμοιβή ένα δοχείο αλαβάστρινο που είχε μέσα μύρο, που όταν το χρησιμοποιούσε γινόταν ο πιο όμορφος άντρας. Όλες οι γυναίκες της Μυτιλήνης τον είχαν ερωτευθεί. Πιάστηκε όμως κάποτε να μοιχεύει και τον σκότωσαν. Ο Οβίδιος (Ηρωίδες 15) βάζει τη Σαπφώ να γράφει γράμμα στον άπιστο αγαπημένο της Φάωνα όπου του λέει ότι μια νύμφη τη συμβούλεψε να πάει στη Λευκάδα Πέτρα για ν’ απαλλαγεί απ’ το πάθος. Και κλείνει το γράμμα της λέγοντας πως αν δεν την ακούσει, τότε στ’ άγρια κύματα της Λευκάδας θα γυρέψει το θάνατο (βλ. και Marion Giebel: Σαπφώ, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1990, σ. 138-141).

Επίμετρο

Ο ανολοκλήρωτοι έρωτες έχουν τη λύση τους στο Λευκάδα Πέτρα, λέει ο μύθος. Μήπως όμως τελικά ο έρωτας αυτός καθεαυτός είναι πάντα ανολοκλήρωτος; Μήπως αν ολοκληρωθεί, τότε εξατμίζεται; Μήπως μ’ άλλα λόγια, το ανολοκλήρωτο είναι συστατικό στοιχείο του έρωτα και είναι η φωτιά που τον τρέφει; Μ’ αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα κλείνω αυτή τη μικρή εργασία.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ: Διαλογισμός

Ο Αληθινός Διαλογισμός δεν είναι διαδικασία, αλλά το τέλος όλων των διαδικασιών... Ο Αληθινός Διαλογισμός Είναι Άμεσος, δεν εκδηλώνεται μέσα στον χρόνο... Εδώ, Τώρα, τούτη τη στιγμή...

Η Συνείδηση είναι Μία, Ενιαία, και στα πλαίσια της λειτουργίας της είναι δυνατές όλες οι αντιληπτικές καταστάσεις. Η Συνείδηση Είναι Ελεύθερη, δεν υπόκειται σε κανένα νόμο αιτιότητας. Μπορεί να είναι στραμμένη προς τα Έσω, προς το Ίδιο Είναι , (Απόλυτο, Άπειρο, Άμορφο, Αδημιούργητο, κλπ.), είτε προς τα έξω, προς το «αντικείμενο» που είναι προϊόν αντίληψης, δημιουργημένο... Όταν στρέφεται προς τα έξω χάνει την Πλήρη Αυτοσυνειδησία, έχει μόνο συνείδηση της δοσμένης, περιορισμένης ύπαρξης, ενώ η αντιληπτικότητα στρέφεται κι απορροφάται στο «αντικείμενο». Το «αντικείμενο» είναι ένα συνεχές γίγνεσθαι, μία ροή συμβάντων, οι πληροφορίες έρχονται από όλες τις κατευθύνσεις... Η Συνείδηση είναι ελεύθερη να αντιλαμβάνεται από όλες τις κατευθύνσεις χωρίς να στέκεται πουθενά. Όταν «στέκεται» σε ένα συμβάν, απορροφιέται, βυθίζεται στον φανταστικό χώρο... Έτσι οι αντιληπτικές καταστάσεις αποκτούν οντολογικά χαρακτηριστικά και η Συνείδηση βυθίζεται μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και τους κόσμους... και στις καταστάσεις σαν να είναι πραγματικές...

Διαλογισμός είναι η στροφή προς τα Έσω, το σταμάτημα της ροής της αντίληψης προς το αντικείμενο. Όταν εγκαταλειφθεί η αντίληψη του αντικειμένου... η αντιληπτικότητα μετατοπίζεται προς τα Έσω, προς το Ίδιο Είναι. Τότε η Συνείδηση αντιλαμβάνεται το Ίδιο Είναι, Άπειρο, Άμορφο, Άχρονο. Βρίσκει Εντός της το Άπειρο Βάθος του Είναι, το Όντως Ον, το Αδημιούργητο. Αυτό το Άπειρο που βρίσκει η Συνείδηση Εντός της Είναι Ό,τι ονομάζουν οι άνθρωποι Θεό. Μόνο όταν η Συνείδηση στρέφεται προς τα Έσω, μπορεί να Βιώσει το Παν. Όταν η Συνείδηση αναζητά το Παν προς τα έξω, στον χώρο του αντικειμένου, τότε αντικειμενικοποιεί το Παν... «αυτό» που αντιλαμβάνεται είναι προϊόν αντίληψης, κάτι δημιουργημένο, μία ιδέα, κι «αυτό» δεν είναι Θεός...

Το Έσω, το Ίδιο Είναι, Είναι το Αδημιούργητο, που γίνεται άμεσα αντιληπτό, χωρίς διαδικασία. Το έξω, το αντικείμενο, έχει δημιουργηθεί από τους αντιληπτικούς (οντολογικούς) μηχανισμούς και συλλαμβάνεται μόνο μέσω νοητικών διεργασιών... Διαλογισμός είναι η στροφή προς τα Έσω, η Άμεση Βίωση του Ιδίου Είναι. Διαλογισμός δεν είναι η οποιασδήποτε μορφής ενασχόληση με το αντικείμενο... γιατί σε κάθε περίπτωση υπάρχει νοητική διαδικασία... Όλες οι τεχνικές διαλογισμού, συγκέντρωσης, ενασχόλησης, κλπ., δεν είναι παρά παιχνίδια...

Η Συνείδηση Είναι Ελεύθερη, δεν υπόκειται στον νόμο της αιτιότητας, μπορεί οποτεδήποτε, χωρίς προϋποθέσεις, να στραφεί προς τα Έσω, ή προς τα έξω, προς το αντικείμενο... Η Συνείδηση Είναι έξω από τον χρόνο. Όταν στρέφεται προς τα Έσω βιώνει το Άχρονο. Όταν στρέφεται προς τα έξω, προς το αντικείμενο, αντιλαμβάνεται την ροή των συμβάντων, σχηματίζει αντίληψη του χρόνου, ή βυθίζεται στην αυταπάτη της χρονικής εξέλιξης. Έτσι λοιπόν ο χρόνος αναφέρεται στο αντικείμενο, στον κόσμο του αντικειμένου και στην ροή των συμβάντων... Ώστε η Συνείδηση Βρίσκεται Εκτός Χρόνου, δεν εξελίσσεται... Είναι Ελεύθερη να στραφεί προς το Άχρονο, ή προς το αντικείμενο που «υπόκειται» στον χρόνο, εξελίσσεται στον χρόνο...

Η Συνείδηση εκδηλώνεται σαν αντίληψη και σαν αντιληπτική λειτουργία. Είναι Απεριόριστη, και μπορεί να συμπεριλάβει κάθε αντιληπτική κατάσταση, άπειρες αντιλήψεις, συνεχώς και για πάντα, (από την αντίληψη του Απολύτου μέχρι την αντίληψη του αντικειμένου, την απορρόφηση στο αντικείμενο, κλπ.)... Δρα επιλεκτικά, φιλτράροντας τις πληροφορίες, απομνημονεύει, χρησιμοποιεί την πείρα της, κλπ... Η Συνείδηση Είναι Ελεύθερη από τον νόμο της αιτιότητας. Εν τούτοις, για την Συνείδηση, είναι πιο εύκολο να δρα συνειρμικά, και θέτει μόνη της στην δράση της την σχέση αίτιο-αποτέλεσμα.... Η στροφή προς τα Έσω, είναι ανεξάρτητη χρόνου, «πείρας» κλπ., μπορεί να συμβεί οποτεδήποτε, ανεξαρτήτως παραγόντων, συνθηκών, κλπ. Ή συμβαίνει ή δεν συμβαίνει... Η στροφή προς τα Έσω (όπου «συναντάμε» το Απόλυτο, το Άπειρο, το Άμορφο, το Αδημιούργητο, την Πραγματικότητα) «γίνεται» με την εγκατάλειψη της αντιληπτικής ενέργειας προς το αντικείμενο, συμβαίνει με το σβήσιμο της αντιληπτικής ενέργειας προς το αντικείμενο, επιτυγχάνεται όταν έχει εξαντληθεί η αντιληπτική ενέργεια προς το αντικείμενο... (Το Έσω Είναι το Παν, Είναι η Πραγματικότητα, Είναι το «Πέραν» η «Άλλη Όχθη»)...

Η Συνείδηση Είναι Εξ’ Αρχής Ελεύθερη, μπορεί να Φθάσει στην Καρδιά της Πραγματικότητας οποτεδήποτε, χωρίς προϋποθέσεις. Δεν μεταβάλλεται, δεν γεννιέται, δεν μετενσαρκώνεται. Είναι οι κατώτερες αντιληπτικές (οντολογικές για την περιορισμένη αντίληψη) καταστάσεις που αλλάζουν συνεχώς, μέσα στο παγκόσμιο γίγνεσθαι...

Διαλογισμός είναι η στροφή προς τα Έσω (προς το Απόλυτο). Στόχος κάθε αληθινής διαλογιστικής τεχνικής είναι η παύση της αντιληπτικής ενέργειας προς το αντικείμενο... Αν αυτός είναι ο στόχος τότε οι τεχνικές συγκέντρωσης με τις οποίες επιδιώκεται ο πλήρης έλεγχος της αντιληπτικής ενέργειας (για να μην παρασύρεται η αντίληψη συνειρμικά όπου να ‘ναι) είναι περιττές. Ο έλεγχος μας επιτρέπει να κατευθύνουμε την αντιληπτική ενέργεια, όπως θέλουμε, αλλά δεν καταργεί την αντιληπτική ενέργεια που εξακολουθεί να υφίσταται... Γιατί κάτι που πρέπει να εγκαταλειφθεί (δηλαδή η αντιληπτική ενέργεια προς το αντικείμενο) πρέπει προηγουμένως να ελεγχθεί; Αφήνοντας τις σκέψεις ελεύθερες, σταματώντας την ενασχόληση με τις σκέψεις, οι σκέψεις γίνονται αδιάφορες... κι είτε υπάρχουν είτε όχι είναι το ίδιο... εμείς έχουμε πάει πέρα από τις σκέψεις...

Η εστίαση της αντίληψης σε ένα σημείο (οποιασδήποτε φύσης, οπτικό, ηχητικό, κλπ.) προκαλεί μετά από ένα διάστημα εθισμό του νευρικού συστήματος, που δεν μπορεί να ανταποκριθεί πιά στον ερεθισμό... και τότε δημιουργείται ένα αντιληπτικό κενό (με μία ταυτόχρονη μετατόπιση από το αντικείμενο, στο αντιληπτικό ρεύμα και μετά στην συνείδηση που αντιλαμβάνεται)... Αυτό το αντιληπτικό κενό ασφαλώς δεν είναι το τέρμα, το Άπειρο για το οποίο μιλάμε, αλλά αντίληψη του «τίποτα»... Η διαδικασία πρέπει να «εσωτερικευθεί», να εφαρμοσθεί στο ίδιο το αντιληπτικό ρεύμα... κι ακόμα πιο «βαθιά» να εφαρμοσθεί στον οντολογικό πυρήνα του εγώ... Μόνο τότε μπορεί η Συνείδηση να απελευθερωθεί από την αντιληπτική δραστηριότητα και να βιώσει το πέραν, Υπερβατικό... Αλλά αυτός είναι ο μακρινός δρόμος... Υπάρχει ο πιο άμεσος (αλλά απότομος στην πραγματικότητα) δρόμος της εγκατάλειψης όλης αυτής της δραστηριότητας, όχι μόνο σε επιφανειακό επίπεδο, αλλά και πιο βαθιά, μέχρι τον οντολογικό πυρήνα του εγώ...

Ο Αληθινός Διαλογισμός δεν είναι διαδικασία, αλλά το τέλος όλων των διαδικασιών... Ο Αληθινός Διαλογισμός Είναι Άμεσος, δεν εκδηλώνεται μέσα στον χρόνο... Ο Αληθινός Διαλογισμός Είναι Κατανόηση της Απόλυτης Φύσης μας, άμεσα, τώρα, εδώ, πέρα από τον γήινο χρόνο, δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις, ή δραστηριότητες...

Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του.

Τι ωραία που θα ήταν αν αποκτήσουμε τη συνήθεια, τόσο στα μικρά, όσο και στα μεγάλα πράγματα, να μπορούμε να λέμε με τ’ όνομά τους γεγονότα, καταστάσεις και συναισθήματα κατευθείαν, χωρίς περιστροφές, έτσι όπως είναι.

Δεν μιλάω για ακρίβεια, αλλά για ορισμό.

Που πάει να πει: ΑΠΟΦΑΣΙΖΩ τι περιλαμβάνει, από πού μέχρι πού, το περιεχόμενο του θέματος που συζητάμε.

Ίσως γι’ αυτό προσπαθώ επίσης, πάντοτε να διευκρινίζω για τι πράγμα ΔΕΝ μιλάω όταν μιλάω για αγάπη.

Δεν εννοώ το να είναι κανείς ερωτευμένος, όταν μιλάω για αγάπη.

Δεν εννοώ το σεξ, όταν μιλάω για αγάπη.

Δεν μιλάω για συναισθήματα που υπάρχουν μόνο μέσα στα βιβλία.

Δεν μιλάω για χαρές φυλαγμένες για λίγους και ξεχωριστούς.

Δεν μιλάω για μεγάλα πράγματα.

Μιλάω για ένα συναίσθημα που μπορεί να βιώσει ο καθένας.

Μιλάω για απλά και γνήσια συναισθήματα.

Μιλάω για εμπειρίες σπουδαίες, που δεν υπερβαίνουν όμως την ανθρώπινη φύση ή τους περιορισμούς της.

Μιλάω για την αγάπη που σημαίνει, απλώς, να θέλεις κάποιον πολύ.

Και λέω να θέλεις όχι με την ετυμολογική έννοια της κτήσης, αλλά με την έννοια που καθημερινά δίνουν σ΄ αυτό το ρήμα οι ισπανόφωνες χώρες, όπου το θέλω σημαίνει σ΄ αγαπώ.

Εκεί, σπάνια χρησιμοποιούν το σ΄ αγαπώ. Λένε καλύτερα σε θέλω, σε θέλω πολύ, ή σε θέλω πάρα πολύ.

Όμως τι ακριβώς λένε με αυτό το “σε θέλω”;

Μπορώ να κάνω ένα σωρό πράγματα για να σου εκφράσω, να σου δείξω, να σου αποδείξω, να επιβεβαιώσω ή να υποστηρίξω ότι σ΄ αγαπώ, όμως, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω με την αγάπη μου, κι αυτό είναι να Σ΄ ΑΓΑΠΩ, να ασχολούμαι μαζί σου, να εκδηλώνω τα συναισθήματά μου όπως τα νιώθω. Και το πως τα αισθάνομαι είναι ο δικός μου τρόπος να σ΄ αγαπώ.

Μπορείς να το δεχτείς ή μπορείς να το απορρίψεις, μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει ή μπορείς να το αγνοήσεις παντελώς. Αυτός, όμως, είναι ο τρόπος μου να σ΄ αγαπώ, δεν έχω άλλον.

Ο καθένας έχει έναν μόνο τρόπο ν’ αγαπάει: τον δικό του. Αν κάποιος δεν σ΄ αγαπάει όπως θα ήθελες να σ΄ αγαπήσει, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν σ΄ αγαπάει με όλη τη δύναμη της ψυχής του…

Όταν γεννιέται ένα παιδί, την ίδια στιγμή, γεννιέται και ένας γονέας

«Ο δικός του τρόπος δεν είναι ο δικός μου και ο δικός μου δεν είναι δικός του… και οι δύο όμως ψάχνουμε για τον Προσωπικό Μύθο και για αυτό τον σέβομαι» -Αλχημιστής, Πάολο Κοέλιο

Η ζωή μας αλλάζει για πάντα με τη γέννηση ενός μωρού. Αυτό το γεγονός, ή πιο συγκεκριμένα η διαδικασία αυτή, σημαίνει επίσης τη γέννηση ενός γονέα.

Για κάθε νέο γονέα, είναι μια εντελώς μοναδική εμπειρία που μπορεί να τον φέρει στο χείλος του “θανάτου” – φυσικού, συναισθηματικού ή και τα δύο -, μπορεί να καταστρέψει τις αυταπάτες του για το ποιος πίστευε ότι ήταν ή μπορεί να τον αναγεννήσει και να βρει την δική του Άνοιξη.

Αφήνοντας πίσω τη ζωή ενός ανεξάρτητου προσώπου επικεντρωμένου στις δικές του σχέσεις, την επιτυχία μιας επαγγελματικής σταδιοδρομίας και ξεκινώντας μια ζωή με θεμελιώδη μετατόπιση στη σκέψη, που επικεντρώνεται στις σχέσεις και τις επιτυχίες του μωρού μας, οι νέοι γονείς υφίστανται μια σημαντική ανασυγκρότηση του εγκεφάλου εκείνη την εποχή, κάτι που επιβεβαιώνεται από πληθώρα μελετών.

Η αφήγηση των ιστοριών γέννησής των παιδιών μας και ανατροφής, μας αποκαλύπτει αυτά τα μοναδικά διαφορετικά διδάγματα για το ποιοι είμαστε και συνεχίζουμε να γινόμαστε. Ένα από τα κεντρικά δώρα του γονεϊκού ρόλου είναι ότι, εστιάζοντας και προωθώντας την ανάπτυξη του παιδιού μας, έχουμε ταυτόχρονα την ευκαιρία να προωθήσουμε την δική μας ανάπτυξη.

Οι γονείς μπορούμε να γίνουμε ειδικοί στην απόκρυψη των αναπτυξιακών μας προσδοκιών – προσποιούμενοι ότι μαθαίνουμε τα πάντα για τα παιδιά μας, μην θέλοντας να παραδεχτούμε τελικά ότι είμαστε το “τελικό προϊόν”, γιατί έχοντας ένα μωρό μπορεί να είναι μια “κλήση αφύπνισης”. Μπορεί να μας ειδοποιήσει, για όσα δεν έχουμε σκεφτεί βαθιά στο παρελθόν για να ενημερώσουμε το παρόν μας και ότι υπάρχει μια ζωή με περισσότερη εκμάθηση και προώθηση της δικής μας κοινωνικής και συναισθηματικής ανάπτυξης, αν το επιτρέψουμε.

Εάν μπορούσαμε να μοιραστούμε τις ιστορίες μας για το πώς γίναμε γονείς, θα είχαμε την ευκαιρία να σκεφτούμε και να διαπιστώσουμε τις μεγάλες μετατοπίσεις που σημειώθηκαν στη ζωή μας. Όταν το κάνουμε, μπορεί να λάμψει ένα φως σε όλα όσα μάθαμε, πώς μας έκαναν πιο ισχυρούς από πριν γίνουμε γονείς, τι μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε, ποια ξεχασμένα μέρη του εαυτού μας θυμηθήκαμε, ποια καινούρια μέρη του εαυτού μας ανακαλύψαμε.

Να αναδυθούν λέξεις κλειδιά που μπορεί να περιγράφουν τι μας προσέφερε η γέννηση του κάθε παιδιού μας, σε τι μας εκπαίδευσε, πώς μας ωρίμασε.

Σε αυτή την εποχή της Άνοιξης, καθώς βλέπουμε τη νέα ζωή ως φυτά και λουλούδια, ας σκεφτούμε πώς μας βοήθησε ο ερχομός του παιδιού στην ζωή μας. Μπορούμε να αναρωτηθούμε:

Πώς με άλλαξε ως άτομο, η διαδικασία της γέννησης;

Πώς με αφύπνισε ο ρόλος του γονέα όσον αφορά τον εαυτό μου;

Στην αφήγηση της δικής μου ιστορίας, ποια θέματα θα μπορούσαν να προκύψουν;

Πώς μπορώ να συνεχίσω να σκέφτομαι και να μαθαίνω από την ανάπτυξη των παιδιών μου για να αυξήσω την αυτογνωσία μου;

Τι προκλήσεις έχω να μάθω στο εδώ και τώρα, στο ρόλο μου ως γονέα;


Απαντώντας σε αυτές τις ερωτήσεις θα ανακαλύψουμε ότι ο γονεϊκός ρόλος είναι εξελικτικός, με τα παιδιά μας να αποτελούν τα αυτογνωσιακά μας σκαλοπάτια, δείχνοντας τον δρόμο της αυτο-ανακάλυψης και παράλληλα τον δρόμο της κοινής μας εξέλιξης και επαναδιαμόρφωσης.

Όσο αυτό το αποδεχόμαστε, όσο αυτό το κατανοούμε, όσο “γνωρίζουμε” τα παιδιά μας και μας “γνωρίζουμε”, όσο τα προσέχουμε και “μας προσέχουμε”, όσο “τα ακούμε” και “μας ακούμε” τόσο κάνουμε προοδευτικά βήματα στην αυτογνωσίας μας, με περιέργεια, καλοσύνη, βοηθώντας στην αυτογνωσία των παιδιών μας και στην οικογενειακή μας ευημερία.

Με αυτό το τρόπο οι αχαρτογράφητες περιοχές τους εαυτού μας και της γονεϊκής ανατροφής θα φωτιστούν από την συνειδητή γονεϊκή αγάπη, μεριάζοντας τους φόβους και τα άγχη για το άγνωστο, το ελλιπές, το ακατανόητο, το ανικανοποίητο, το ανεπαρκές.

Σε αυτή την διαδρομή, όντας αλληλένδετοι με τα παιδιά μας όμως τόσο μοναδικά διαφορετικοί, δεν ξεχνάμε ότι ”Ο δικός τους τρόπος δεν είναι ο δικός μου και ο δικός τους δεν είναι δικός μου και οι δυο όμως ψάχνουμε για τον Προσωπικό Μύθο και για αυτό τον σέβομαι”.

Κατανοώντας αυτή την διαφορετικότητα, συνδεόμαστε μαζί τους μέσω της μοναδικότητας των συναισθημάτων τους και ως πρότυπα συμπεριφοράς, σκέψης, συναισθηματικής διαχείρισης, αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης Δρούμε ως Δημιουργοί του Δικού μας Μοναδικού Οικογενειακού Συστήματος. Γιατί:

Κάθε δικό μας βήμα εξέλιξης, μπορεί να είναι άπειρα βήματα εξέλιξης του παιδιού μας

Κάθε δική μας θετική σκέψη, μπορεί να είναι άπειρες θετικές σκέψεις του παιδιού μας

Κάθε δικό μας θετικό συναίσθημα, μπορεί να είναι άπειρα θετικά συναισθήματα του παιδιού μας

Κάθε δική μας θετική συμπεριφορά και δράση, μπορεί να είναι άπειρες θετικές συμπεριφορές και δράσεις του παιδιού μας


Η κατανόηση του εαυτού μας, μας δίνει επιλογές να δρούμε και να μην αντιδρούμε απλώς αλλά και να συλλέξουμε νόημα από τις εμπειρίες της ζωής. Η αυτογνωσία είναι μια βασική ικανότητα που μας βοηθά να αποκτήσουμε μια βαθύτερη κατανόηση του τρόπου σκέψης, αίσθησης και δράσης, ώστε να μπορέσουμε να αυξήσουμε τη μάθηση και να αναπτύξουμε ουσιαστικές σχέσεις.

Είναι η ικανότητά μας να εξετάζουμε και να κατανοούμε ποιοι είμαστε σχετικά με τον κόσμο γύρω μας. Το κλειδί άρα για να “Προσέχουμε τα παιδιά μας “ και να “ Μας προσέχουμε” στο εδώ και τώρα, είναι:

Να αναγνωρίζουμε τις πραγματικές μας ανάγκες και των παιδιών μας

Να αντιμετωπίζουμε τα άγχη και τους φόβους μας και πώς αυτά αντανακλώνται στα παιδιά μας

Να δημιουργούμε ουσιαστικές σχέσεις εντός οικογενειακού πλαισίου

Να οργανώνουμε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον

Να εξελίσσουμε τον γονεϊκό μας ρόλο

Να κάνω το καλύτερο που μπορώ τη δεδομένη στιγμή

Να “νιώθω” και να “συνδέομαι” με τον εαυτό μου και την οικογένειά μου

Να “επικοινωνώ” με τον εαυτό μου και τους γύρω μου με ουσία.

Σχέση που δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, είναι λάθος σχέση

Ο έρωτας, αυτός ο φτερωτός θεός που με τα βέλη του ψάχνει καρδιές να ενώσει, μπορεί να αποδειχθεί σωτήριος για την ψυχή ενός άνθρωπος ή ακόμη και μοιραίος.

Έρωτας είναι αυτός, έχει λογική; Τις περισσότερες φορές όχι. Χτυπάει καρδιές και τις παρασύρει να φέρονται αλλοπρόσαλλα, τις ανεβάζει στα ουράνια ή τις ρίχνει στα τάρταρα ανάλογα με τα κέφια και την διάθεσή του. Ο έρωτας όμως είναι ένα συναίσθημα υπέροχο, σαν μυρωδιά ανοιξιάτικων λουλουδιών, σαν την επιδερμίδα ενός βρέφους που μυρίζει πούδρα και κρέμα βανίλια. Ο

Έρωτας τρελαίνει, ο έρωτας ανασταίνει μα ποτέ ποτέ δεν πρέπει σε κάνει χειρότερο άνθρωπο. Ο ερωτευμένος άνθρωπος ξεκινάει την μέρα του με υπέροχα συναισθήματα τα οποία αλλάζουν την συμπεριφορά του προς το καλύτερο. Αισθάνεται ηρεμία και γαλήνη.

Οτιδήποτε του συμβεί στους άλλους τομείς της ζωής του, σαν ένα καράβι που πέρασε από μεγάλη φουρτούνα κι αναζητά ένα λιμάνι να αράξει έτσι και αυτός αναζητά την αγκαλιά του συντρόφου να κρυφτεί, να νιώσει ηρεμία και γαλήνη. Ο έρωτας δεν προβληματίζει αλλά είναι εκεί να σε ακούσει, να σου βρει λύση , να σε παρηγορήσει.

Ο έρωτας δεν σε φορτώνει με επιπρόσθετα προβλήματα που κάνουν ασφυκτική την καθημερινότητά σου αλλά σε ανακουφίζει. Ο έρωτας δεν σε εξαντλεί πνευματικά αλλά σου δίνει δύναμη και κουράγιο.

Πόσο δύσκολο στις μέρες μας να βρει κάποιος το σωστό ταίρι και πόσο δυσκολότερο ακόμη να το κρατήσει. Υποκριτές γύρω μας πολλοί, λειτουργούν σαν αρπακτικά έτοιμα να πάρουν αυτό που θέλουν και να πετάξουν μακριά, αφήνοντάς μας άδειους, κενούς. «Πώς θα ξέρω ότι είμαι στην σωστή σχέση ; Πώς θα ξέρω ότι αξίζει τον κόπο ο άνθρωπος που είμαι μαζί του;» , αναρωτιέσαι.

Η απάντηση είναι απλή. Πρέπει να περιλαμβάνει όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω. Σχέση που δεν σε κάνει καλύτερο άνθρωπο είναι μια λάθος σχέση, είναι μια φυλακή και εσύ καταδικασμένος να ζεις ισόβια στην δυστυχία και την μιζέρια. Αν συνειδητοποιήσεις ότι μέρα με την μέρα βουλιάζεις σε συναισθήματα αρνητικά ξεσπώντας σε κοντινούς σου ανθρώπους, κάτι δεν πάει καλά. Η σχέση σου σε φθείρει και εσύ με την σειρά σου φθείρεις ασυναίσθητα τους άλλους.

Η επιλογή είναι στο χέρι σου. Έχεις το θάρρος να πετάξεις, να βγεις από την φυλακή ή θα ζήσεις ισόβια σε μια κατάσταση που μόνο τοξική μπορεί να χαρακτηριστεί;

Οι μεγαλύτερες και οι δυσκολότερες μάχες είναι αυτές που δίνουμε μέσα μας

Οι μεγαλύτερες και οι πιο δύσκολες μάχες είναι αυτές που δίνουμε μέσα μας.

Παλεύουμε για να αισθανθούμε ελεύθεροι.. να θεσπίσουμε τα όρια μας, να απαλλαγούμε από ότι μας βαραίνει και μας περιορίζει.

Υποβόσκει σχεδόν πάντα όμως κάποια κρυμμένη ικανοποίηση στην υποταγή.

Η υποταγή έχει πολλά πρόσωπα. Άλλοτε εκφράζεται μέσα από την εμμονή στην θλίψη, στον θυμό, στην υπακοή σε κάτι άλλο έξω από εμάς ή και σε πρόσωπα. Έχει πολλές μορφές, αλλά στην παρουσία της πάντα υποβόσκει η ανάγκη μας να εξαρτόμαστε από κάπου, από κάποιον… Φοβούμενοι την απελευθέρωση.

Διότι η ελευθερία είναι βαρύ φορτίο στους εύθραυστους ώμους του ανθρώπου.

Ο πόθος για την ελευθερία είναι βαθιά ριζωμένος μέσα σε όλους, ιδίως σε όσους έχουν υποστεί καταπίεση· όσο κι αν έχουμε συνηθίσει την υποταγή, όσο κι αν μπορεί να αποτελεί ρουτίνα μας, όσο κι αν δεν αναγνωρίζουμε την εικόνα της, όσο κι αν δεν αντιλαμβανόμαστε την φθορά που προκαλεί…

Ψάχνουμε κάτι για να πιαστούμε, κάποιον να στηριχτούμε, με όποιο κόστος, ώστε να μην νιώθουμε μόνοι…

Η θρησκεία, οι «φθηνές» κοινωνικές υποχρεώσεις και συναναστροφές, όσο μειωτικά ή χάσιμο χρόνου κι αν είναι κάποιες φορές, από την στιγμή που μας συνδέουν με άλλους ανθρώπους, αποτελούν καταφύγια απέναντι στον μεγαλύτερο φόβο μας, την απομόνωση.

Ο άνθρωπος έχει την πηγαία ανάγκη να σχετίζεται με τον κόσμο γύρω του ώστε να αποφεύγει την μοναξιά.

Υπάρχουν πολλοί κρυφοί εχθροί στις μέρες μας που παρεμποδίζουν την ουσιαστική πραγμάτωση της ελευθερίας.

Η μοναξιά, ο φόβος, η σύγχυση που προκαλούνται ζώντας σε ένα αβέβαιο περιβάλλον, είναι συνθήκες που δεν μπορούμε να αντέξουμε εύκολα και για μεγάλη διάρκεια. Έτσι αυτόματα γίνεται δύσκολο το φορτίο της ακεραιότητας, της ελευθερίας.

Στην προσπάθεια μας να αποδράσουμε από όλα αυτά που μας καθιστούν αδύναμους, βρισκόμαστε σε θέση να αποποιηθούμε σχεδόν οικειοθελώς και εν άγνοια μας, τον ατομικισμό μας. Μέσα από την ψυχαναγκαστική μας προσαρμογή σε αποδεκτά από την κοινωνία πρότυπα, προκειμένου να γίνουμε το άτομο που πιστεύουμε πως είναι πιο επιθυμητό και οφείλουμε να είμαστε.

Έχει αυξηθεί η ελευθερία μας σε δυνάμεις που είναι εξωτερικές για εμάς, όπως η επιφανειακή έκθεση μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι παροδικές, αναλώσιμες, κενές σχέσεις που εύκολα συνάπτουμε. Σχέσεις, συναναστροφές που μας αδειάζουν, αφαιρούν κομμάτια από το είναι μας… Βρισκόμενοι ξαφνικά, με τους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας μας, να αδυνατούμε να κοιτάξουμε ξάστερα μέσα μας. Επιτρέποντας στους εσωτερικούς ψυχαναγκασμούς, καταναγκασμούς και φόβους να εδραιωθούν όλο και πιο πολύ στις ζωές μας.

Έχουμε χαθεί με τις λάθος κατευθύνσεις που μας δίνονται από παιδιά, προκειμένου να αποπροσανατολιστούμε. Καταλήγοντας να υποτάσσουμε τις ζωές μας σε σκοπούς που δεν είναι πραγματικά δικοί μας.

Έχουμε φτάσει στο σημείο να αισθανόμαστε σαν ένα εμπόρευμα που καλούμαστε να το πουλάμε καθημερινά, για να νιώθουμε πως έχουμε αξία.

Τα ρούχα, το σπίτι, το αμάξι, η δουλειά μας, είναι πια σαν το δέρμα μας. Κι όσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τον εαυτό μας τόσο περισσότερο αισθανόμαστε την ανάγκη να κατέχουμε πράγματα. Τα οποία εν τέλη, εφόσον χαθεί ο έλεγχος, μας κατέχουν. Έχοντας την ανάγκη να πιαστούμε από κάτι υλικό, φαινομενικά σταθερό, στο χάος της αβεβαιότητας που βιώνουμε καθημερινά.

Ουσιαστική ελευθερία είναι η ελευθερία που μας επιτρέπει να δούμε καθαρά τον εαυτό μας και την υπόσταση μας. Να πιστέψουμε μέσα από αυτήν την διαδικασία σε εμάς, αλλά και στην ζωή.

Ο δρόμος προς την ελευθερία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αυθεντικής έκφρασης των συναισθημάτων, των αισθημάτων και των διανοητικών δυνατοτήτων μας. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να έρθουμε ξανά κοντά με τον άνθρωπο, την φύση και κυρίως τον ίδιο μας τον εαυτό. Δίχως να αφήσουμε πίσω μας την ανεξαρτησία μας και την αναζήτηση προς την ολοκλήρωση μας.

Μέσα από την αυθόρμητη δραστηριότητα μπορούμε να αγκαλιάσουμε τον κόσμο, διατηρώντας την ατομικότητα μας άθικτη, ισχυρότερη και πιο στέρεα.

Μόνο ο άνθρωπος που δεν καταπιέζεται και δεν απωθεί ουσιαστικά κομμάτια του εαυτού του μπορεί να φτάσει στην αυτογνωσία.

Για ένα ταξίδι αυτοβελτίωσης, μέσα από την απελευθέρωση!

Τα κύτταρα μας ακούνε τον εσωτερικό μας διάλογο

Έχετε σκεφτεί πώς οι εκφράσεις και το ύφος που χρησιμοποιούμε για τον εαυτό μας στον εσωτερικό μας διάλογο, επηρεάζουν τη σωματική μας κατάσταση και λειτουργία;

Θα μου πείτε: «Μου μιλάω εξαιρετικά».

Θέλω να πάτε μπροστά στον καθρέφτη. Κοιτάξτε το σώμα σας. Ποιές είναι οι πρώτες λέξεις που σας έρχονται στο μυαλό;

Θυμηθείτε την τελευταία φορά που πονέσατε. Ποιά ήταν η διάθεση σας απέναντι στο σώμα σας; Πόση κατανόηση είχαν οι σκέψεις που κάνατε για αυτό;

Θυμηθείτε την τελευταία φορά που κάνατε ένα λάθος. Τι χαρακτηρισμοί σας ήρθαν για τον εαυτό σας;

Ποιά ήταν η πρώτη σκέψη που κάνατε για εσάς;

Κάθε φορά που έχουμε το θράσος να μην είμαστε «όπως θα έπρεπε» ή όποτε το θεϊκό κορμί, το συναίσθημα ή το νοητικό μας δεν ανταπεξέρχεται στις προδιαγραφές που έχουμε ορίσει για αυτά – χωρίς να πολύ συνεννοηθούμε μαζί τους και χωρίς να τους δίνουμε πάντα την απαραίτητη υποστήριξη για να τα καταφέρουνε- μας «στολίζουμε» καταλλήλως.

Η κάθε λέξη μας, όμως, έχει δόνηση, είτε την λέμε δυνατά είτε την λέμε από μέσα μας.

Και αν αυτή η δόνηση μας κάνει να αισθανόμαστε ασφάλεια, το σύστημα μας λειτουργεί σε φάση Ανάπτυξης – μπορεί να επουλώνεται, να γεμίζει μπαταριές, να αυτοσυντηρείται.

Αν οι λέξεις που χρησιμοποιούμε είναι επιθετικές ή υποτιμητικές, βγαίνουμε από την ασφάλεια και μπαίνουμε στον κίνδυνο. Στη φάση Προστασίας.

Ενεργοποιούμε τον ΣΩΜΑΤΙΚΟ Μηχανισμό του Στρες. Εμείς οι ίδιοι. Μόνοι μας. Χωρίς καμία εξωτερική βοήθεια. Ενίοτε χωρίς κυριολεκτικό εξωγενή κίνδυνο.

Και υπερφορτωμένος Μηχανισμός του Στρες σημαίνει μεγαλύτερα ποσοστά υψηλής Πίεσης, Χοληστερίνης, Διαβήτη, μυοσκελετικών Πόνων, Άνοιας, Καρκίνου, Καρδιοαγγειακών παθήσεων, Αυτοάνοσων και πάει λέγοντας.

Οι λέξεις έχουν δύναμη. Οι σκέψεις μας επίσης. Ας σταματήσουμε τη λεκτική επίθεση σ’ εμάς τους ίδιους. Μας κάνει κακό.

Αρκετή Βία υπάρχει έξω μας. Ας μειώσουμε τουλάχιστον την Εσωτερική.

Περιορίζοντας την υπερανάλυση

Το κλειδί είναι να μπορούμε εμείς να κατευθύνουμε τη ζωή μας και τις επιλογές μας και όχι οι σκέψεις μας και τα υποθετικά σενάρια που μπορεί να φτιάχνουμε μέσα στο μυαλό μας.

Τι είναι αυτό που κρατάει τους ανθρώπους μακριά από τη ζωή που θα ήθελαν να ζήσουν; Θα μπορούσα να πω, ότι κάτι το οποίο τους αποσπά την προσοχή σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι ότι σκέφτονται πάρα πολύ και αναλύουν τα γεγονότα στη ζωή τους σε υπερβολικό βαθμό.

Υπεραναλύουν κάθε μικρό πρόβλημα τόσο πολύ που φθάνει αυτό το πρόβλημα πλέον να γίνεται τόσο μεγάλο που καταλήγει να είναι και τρομακτικό. Οδηγεί σε αδιέξοδο τις σκέψεις. Χτίζει έναν αδιαπέραστο τοίχο. Σκέφτονται τόσο πολύ ακόμα και τα θετικά γεγονότα, που παύουν να είναι πια τόσο θετικά.

Ή από την άλλη πλευρά, υπεραναλύουν και αποδομούν τα πράγματα σε βαθμό που χάνουν την στιγμιαία απόλαυση και χαρά που δίνει κάτι τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Είναι πολύ ωραίο να σκεφτόμαστε κάποια πράγματα φυσικά.

Αλλά όταν τα σκεφτόμαστε πάρα πολύ μας κρατάει στάσιμους στη ζωή. Μας κάνει παθητικούς, αδύναμους να κινητοποιηθούμε για την αλλαγή. Σαμποτάρουμε τα όμορφα πράγματα που γίνονται στη ζωή μας. Το ξέρω, γιατί συνήθιζα να το κάνω στον εαυτό μου για πολύ καιρό και δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικό ή λειτουργικό.

Σε αυτό το άρθρο, θα αναφέρω μερικούς τρόπους που με βοήθησαν να σκέφτομαι πιο απλά και έξυπνα και να ζήσω μια πιο ευτυχισμένη και χωρίς φόβους ζωή.

Βάλτε τα πράγματα σε μια ευρύτερη προοπτική

Είναι πολύ εύκολο να πέσουμε στη παγίδα της υπερανάλυσης για τα πιο ασήμαντα πράγματα στη ζωή. Οπότε όταν σκέφτεστε και ξανασκέφτεστε, ρωτήστε τον εαυτό σας:

Αυτό θα έχει σημασία για μένα τα επόμενα 5 χρόνια; Ή στις επόμενες 5 εβδομάδες;

Έχω βρει ότι τοποθετώντας τα πράγματα και προβάλλοντας τα σε μια γενικότερη μακροπρόθεσμη προοπτική μας κάνει να τα αποχωριζόμαστε πιο εύκολα και να ξοδεύουμε το χρόνο και την ενέργεια μας σε κάτι που έχει πραγματικά αξία για μας.

Ορίστε στενά χρονικά όρια για τη λήψη των αποφάσεων σας

Αν δεν έχετε ένα χρονοδιάγραμμα για να πάρετε μια απόφαση και να αναλάβετε δράση, τότε η ερώτηση θα γυρνάει μέσα στο μυαλό σας για μεγάλο χρονικό διάστημα και θα κάνει κύκλους χωρίς να καταλήγει πουθενά. Με αυτόν τον τρόπο θα μάθετε να γίνετε καλύτεροι στη λήψη των αποφάσεων ώστε να ενεργείτε θέτοντας προθεσμίες στην καθημερινή σας ζωή. Δεν έχει σημασία αν πρόκειται για μεγάλη ή μικρή απόφαση.

Γίνετε άτομο της δράσης

Όταν ξέρετε πώς να ξεκινήσετε με αποτέλεσμα να αναλαμβάνετε δράση καθημερινά, τότε θα μειωθεί η αναβλητικότητα σας και κατ’ επέκταση η υπερβολική σας σκέψη. Θέτοντας προθεσμίες θα γίνετε άτομα της δράσης και όχι της αναβλητικότητας και της ανάλυσης.

Συνειδητοποιήστε ότι δεν μπορείτε να ελέγχετε τα πάντα

Ένας τρόπος που προσπαθούμε να ελέγξουμε τα πάντα γύρω μας, είναι όταν προσπαθούμε να σκεφτόμαστε τα πράγματα πάρα πολλές φορές. Για να καλύψετε κάθε ενδεχόμενο, δεν παίρνετε ρίσκα, δεν αποτυγχάνετε ή δεν κάνετε λάθη. Όλα αυτά όμως είναι ένα μέρος της ζωής σας και ενισχύουν την ζώνη ασφαλείας που έχετε χτίσει γύρω σας. Οποιοσδήποτε που εκτιμάτε και θαυμάζετε και έχει ζήσει μια ζωή που σας εμπνέει, έχει αποτύχει τουλάχιστον μια φορά και έχει κάνει λάθη.

Επίσης, αυτοί οι άνθρωποι, έχουν δει όλες τις αποτυχίες τους ως ένα μέσο για να μάθουν να μην τα επαναλάβουν στο μέλλον. Αυτά τα πράγματα μπορεί να φαίνονται αρνητικά αλλά τα εκτιμούν γιατί τους έχουν βοηθήσει να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν ως άτομα. Οπότε σταματήστε να προσπαθείτε να ελέγχετε τα πάντα. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει όλα τα πιθανά σενάρια εκ των προτέρων.

Πείτε όχι στις σκέψεις που ξέρετε ότι δεν θα τα σκεφτόσασταν υπό άλλες συνθήκες

Για παράδειγμα, όταν πεινάω ή όταν είμαι κουρασμένη πολύ, αρχίζουν να αναδύονται αρνητικές σκέψεις. Αυτό μπορεί να φανεί καταστροφικό για τη διάθεση ακόμα και την επόμενη μέρα. Ο καλύτερος τρόπος είναι η αυτοεπιβεβαίωση. Να λέτε στον εαυτό σας: όχι δεν θα το αφήσω να συμβεί αυτό τώρα. Ξέρω γιατί σκέφτομαι με αυτόν τρόπο. Εστιάστε την προσοχή σας σε κάτι άλλο.

Ξοδέψτε τον περισσότερο σας χρόνο στο παρόν

Αναλώνοντας τις σκέψεις σας στο παρελθόν ή στο πιθανό μέλλον, πέφτετε στην παγίδα της υπεραναλυτικής σκέψης. Μερικοί χρήσιμοι τρόποι για να παραμείνετε στο παρόν είναι να:

Κάνετε πιο αργά τα πράγματα: να οδηγείτε το ποδήλατο σας πιο αργά, να τρώτε το φαγητό σας πιο αργά, να βουρτσίζετε τα δόντια σας πιο αργά κτλ. Οι αυτόματες σκέψεις έρχονται όταν οι σκέψεις δεν ακολουθούν τις πράξεις.

Είστε σε επαγρύπνιση: Να παρατηρείτε την κατεύθυνση των σκέψεων σας και μόλις καταλάβετε ότι απομακρύνεστε από το παρόν, πάρτε 1-2 λεπτά για να δείτε τι συμβαίνει γύρω σας.

Ποιο είναι το χειρότερο πράγμα που μπορεί να σας συμβεί;

Μια ερώτηση που πρέπει να κάνουμε στον εαυτό μας κάθε φορά που το μυαλό μας δημιουργεί καταστροφικά σενάρια για μια ενδεχόμενη μελλοντική κατάσταση. Σκεφτείτε το πολύ καλά και κάθε φορά που μπαίνετε στην παγίδα της αυτόματης υπεραναλυτικής σκέψης προσπαθήστε να απαντήσετε σε αυτήν την ερώτηση.

Το κλειδί είναι να μπορούμε εμείς να κατευθύνουμε τη ζωή μας και τις επιλογές μας και όχι οι σκέψεις μας και τα υποθετικά σενάρια που μπορεί να φτιάχνουμε μέσα στο μυαλό μας.

Ε, λοιπόν, απέναντι στους ηλίθιους, σχεδόν πάντοτε θα χάνουμε – με μερικές εξαιρέσεις. Γιατί;

Εάν θέλετε να εμποδίσετε την ακαταμάχητη αύξηση των ηλιθίων, προτού γίνετε ο πρώτος και η πρώτη ανάμεσά τους, οφείλετε να παραδεχτείτε ότι η μετατροπή των συμπεριφορικών κωδίκων σε ηθικές αξίες είναι ακριβώς αυτό που μας ωθεί να μετατρέψουμε την απέχθεια σε αποκλεισμό, σε σημείο που καταλήγουμε να βλέπουμε παντού ηλίθιους. Εισάγοντας την ιερή ιδέα των αξιών στις ανόητες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, χλευάζετε την αρχή που σας ζητά, διά στόματος των μεγαλύτερων σοφών, να πάψετε να κρίνετε τους όμοιούς σας ανά πάσα στιγμή.

Σας βλέπω να διστάζετε… Δεν οφείλουμε να υπερασπιστούμε τις αξίες μας; Σας απαντώ: εάν θέλετε να διατηρήσετε τις αξίες σας, πρωτίστως μην τις υπερασπίζεστε! Κραδαίνοντάς τες σαν κάτι το επιτακτικό, δε θα καταφέρετε να τις διαδώσετε και να περιορίσετε την ηλιθιότητα. Διότι εκείνο που σας κάνει να ξεχωρίζετε δεν είναι οι αξίες σας, είναι οι σχέσεις σας και η ποιότητα των σχέσεών σας. Οι αξίες σας, στον βαθμό που εκφράζουν την προσήλωσή σας σε ορισμένα είδη σχέσεων, έχουν προφανώς όλη μου τη συμπάθεια. Όμως είναι καταδικασμένες σε ανεπαρκή απόδοση εφόσον αναφέρεστε σε αυτές άνευ όρων. Η ελευθερία, για παράδειγμα, δεν είναι ποτέ άνευ όρων, αλλά προσδιορίζει την ικανότητα να τα καταφέρει κανείς μέσα στις υφιστάμενες συνθήκες, δηλαδή σε συνθήκες συγκεκριμένες και καθορισμένες.

Αν το καλοσκεφθεί κανείς, το γεγονός ότι υπάρχουν αξίες δεν είναι τελικά αυτό που διακρίνει τη μία ομάδα από την άλλη -πολύ ευχάριστο!- και η άποψη ότι οι αξίες μας μας καθορίζουν είναι από μόνη της μια ηλιθιότητα, δεδομένου ότι προσδίδει έναν περιορισμένο χαρακτήρα σε κάτι που, εκ της σύλληψής του, αποσκοπεί στο να υπερβεί τον διχασμό, όχι στο να τον δικαιολογήσει. Έτσι, για παράδειγμα, δεν μπορείτε να πείτε ότι το δικό σας ιδανικό είναι η ελευθερία, χωρίς να αφαιρέσετε από τους άλλους το δικαίωμα να ταυτιστούν με αυτό. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτε πιο επικίνδυνο, μια και μετατρέπετε αμέσως σε αντιπάλους όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται την ελευθερία με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι εσείς.

Παραδεχτείτε, λοιπόν, ότι αντί να υπερασπίζεστε τις αξίες, καλύτερα θα ήταν να αναπτύσσετε τις σχέσεις, με άλλα λόγια, να επιδιώξετε τον περιορισμό των παρεξηγήσεων. Διότι, θυμηθείτε, κατ’ αρχάς εξαιτίας αυτών πολλαπλασιάζονται οι ηλίθιοι. Συνεπώς, δεν μπορείτε να εμποδίσετε τον πολλαπλασιασμό τους ούτε με την επιστροφή στον αποικιακό οικουμενισμό του Διαφωτισμού ούτε με τον εξατομικευμένο σχετικισμό της ψηφιακής εποχής. Θα το πετύχετε μόνο εάν απελευθερωθείτε από την αμυντική στάση σας αποφασίζοντας να διακινδυνεύσετε την έκθεση των ιδανικών αξιών σας σε συγκεκριμένες αλληλεπιδράσεις και να ξεκινήσετε διαπραγματεύσεις προκειμένου να βελτιώσετε τις σχέσεις σας προς κάθε κατεύθυνση, γεγονός που θα αποδυναμώσει τους ηλίθιους όλων των κοινοτήτων. Με άλλα λόγια, προσπαθήστε να διορθώσετε μια κατάσταση και όχι να την κρίνετε.

Να ‘μαστε, λοιπόν, σε ένα σταυροδρόμι όπου, παίζοντας το μέλλον μας (ή αυτό που θεωρούμε πως είναι το μέλλον μας) πρέπει ή να κερδίσουμε ή να χάσουμε. Ε, λοιπόν, απέναντι στους ηλίθιους, σχεδόν πάντοτε θα χάνουμε – με μερικές εξαιρέσεις. Γιατί; Σε καμία περίπτωση επειδή εκείνοι θα είναι περισσότεροι – αυτό είναι παράλογο: καθώς είναι αλληλεπιδραστικές μονάδες, οι ηλίθιοι δεν μπορούν να μετρηθούν! Αντίθετα, είμαστε ακριβείς όταν λέμε ότι η πλειοψηφία είναι σχεδόν πάντα ηλίθια, δεδομένου ότι έχει απαραιτήτως την τάση να ακολουθεί την αρχή της ελάχιστης επίδειξης ενέργειας. Ορίστε. Δεν πρόκειται για τίποτε διαφορετικό από αυτό: τεμπελιά, ολιγωρία, ανικανότητα και κομφορμισμός. Όλες αυτές οι λέξεις καταλήγουν πάντοτε στο ίδιο πράγμα, στην παλιά καλή αρχή της αδράνειας. Υπό αυτή την έννοια, οι ηλίθιοι κερδίζουν σχεδόν πάντα λόγω μιας φυσικής κλίσης της Φύσης, ενώ εσείς κι εγώ αγωνιζόμαστε να ωθήσουμε την κοινωνία να κάνει μερικά βήματα πλάγια, να εκδηλώσει κάποιες ελάχιστα πιθανές , εξεζητημένες και εποικοδομητικές αντιδράσεις. Όμως η φυσική κλίση πάντοτε θα έχει το πάνω χέρι, γεγονός που είναι εξίσου αξεπέραστο όσο και η Φύση, και αυτό συνιστά το άγνωστο σημείο συνάντησης όλων των κόσμων.

Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα με τον πιο σύντομο τρόπο, είδαμε πώς οι ηλίθιοι μας έφερναν σε μια συγκεκριμένη συναισθηματική κατάσταση ότι η εν λόγω κατάσταση σηματοδοτεί το τέλος κάθε εμπιστοσύνης ότι το εν λόγω αλληλεπιδραστικό ναυάγιο είναι αμοιβαίο και καταστρέφει κάθε ικανότητα επικοινωνίας και ότι, εφόσον χάσουμε την επαφή, μεγαλώνει η επιθυμία μας να την αποκαταστήσουμε μέσω μιας αρχής. Η αρχή αυτή επιβεβαιώνεται αδέξια με τη χρήση της αργκό, με αναφορές στην ηθική ή στο δίκαιο και με κάθε είδους αντιδράσεις, οι οποίες εκφράζουν μία και μόνο αποστολή: να αποκατασταθεί η δύναμη του δεσμού που κλονίστηκε δίνοντάς της μια άλλη μορφή – μια στάση επιθετική, βίαιη, εξουσιαστική ακόμα και καταστροφική. Για να μην ηττηθούμε στον πόλεμο εναντίον των ηλιθίων, όπου όλοι πολεμούν εναντίον όλων, μπορούμε να κινηθούμε ανάμεσα σε τρεις στρατηγικές: να διαπραγματευτούμε μ’ εκείνους που μπορούν να διαπραγματευτούν, να βοηθήσουμε να εξελιχθούν εκείνοι που το επιτρέπουν, να αφήσουμε στην ησυχία τους εκείνους που αρνούνται να το κάνουν.

Σε κάθε περίπτωση, οι ηλίθιοι πάντοτε θα σας μαθαίνουν περισσότερα απ’ όσα τους μαθαίνετε εσείς, διότι εσείς επιθυμείτε να μάθετε.

Βλέποντας τη σκοτεινή ύλη υπό ένα νέο φως

Μια μικρή ομάδα αστρονόμων έχει βρει έναν νέο τρόπο να «δει» τα άπιαστα – δύσκολα να βρεθούν – φωτοστέφανα της σκοτεινής ύλης που περιβάλλουν τους γαλαξίες, με μια νέα τεχνική 10 φορές πιο ακριβή από την προηγούμενη καλύτερη μέθοδο. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι μέχρι και το 85% της μάζας στο σύμπαν είναι ουσιαστικά αόρατο. Αυτή η « σκοτεινή ύλη » δεν μπορεί να παρατηρηθεί άμεσα, επειδή δεν αλληλεπιδρά με το φως με τον ίδιο τρόπο όπως η συνηθισμένη ύλη που απαρτίζεται από αστέρια, πλανήτες και ζωή πάνω στη Γη.

Καλλιτεχνική άποψη ενός γαλαξία που περιβάλλεται από βαρυτικές παραμορφώσεις λόγω της σκοτεινής ύλης. Οι γαλαξίες ζουν μέσα σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις αόρατης σκοτεινής ύλης (έγχρωμο μωβ σε αυτήν την εικόνα), ωστόσο τα φαινόμενα της σκοτεινής ύλης φαίνονται με την εξέταση των παραμορφώσεων των γαλαξιών στο παρασκήνιο.

Πώς μετράμε λοιπόν αυτό που δεν μπορούμε να δούμε; Το κλειδί είναι να μετρηθεί η επίδραση της βαρύτητας που παράγει η σκοτεινή ύλη.

Ο Pol Gurri, ο οποίος ηγήθηκε της νέας έρευνας, εξηγεί: «Είναι σαν να κοιτάς μια σημαία για να προσπαθήσεις να μάθεις πόσο δυνατός είναι ο άνεμος. Δεν μπορείς να δεις τον άνεμο, αλλά η κίνηση της σημαίας σου λέει πόσο ισχυρά φυσάει ο άνεμος.”

Η νέα έρευνα λοιπόν επικεντρώνεται σε ένα φαινόμενο που ονομάζεται ασθενής βαρυτικός φακός, το οποίο αποτελεί χαρακτηριστικό της γενικής θεωρίας της σχετικότητας του Αϊνστάιν. “Η σκοτεινή ύλη θα παραμορφώσει ελαφρώς την εικόνα οτιδήποτε είναι πίσω από αυτό”, λέει ο Edward Taylor, ο οποίος συμμετείχε επίσης στην έρευνα. «Το αποτέλεσμα μοιάζει λίγο με την ανάγνωση μιας εφημερίδας κάτω από τη βάση ενός ποτηριού κρασιού»

Επεξεργασμένη εικόνα ενός σπειροειδούς γαλαξία, όπως μπορεί να παρατηρηθεί αφού οι βαρυτικές επιδράσεις παραμόρφωσαν το πραγματικό σχήμα του γαλαξία. Μετρώντας την τροχιακή κίνηση του αερίου μέσα σε έναν μακρινό γαλαξία (φαίνεται εδώ με ροζ χρώμα), οι βαρυτικές παραμορφώσεις μπορούν να μετρηθούν με μεγαλύτερη ακρίβεια από ό, τι ήταν δυνατόν στο παρελθόν.

Ο ασθενής βαρυτικός φακός είναι ήδη ένας από τους πιο επιτυχημένους τρόπους για τη χαρτογράφηση του περιεχομένου της σκοτεινής ύλης του Σύμπαντος. Τώρα, η ομάδα του Swinburne χρησιμοποίησε το τηλεσκόπιο ANU 2,3m στην Αυστραλία για να χαρτογραφήσει τον τρόπο περιστροφής των γαλαξιών με βαρυτικούς φακούς . “Επειδή γνωρίζουμε πώς τα αστέρια και το αέριο κινούνται μέσα στους γαλαξίες, γνωρίζουμε περίπου πώς θα πρέπει να μοιάζει αυτός ο γαλαξίας”, λέει ο Gurri. «Μετρώντας πόσο παραμορφωμένες είναι οι πραγματικές εικόνες του γαλαξία, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σκοτεινή ύλη θα χρειαζόταν για να εξηγήσουμε αυτό που βλέπουμε».

Η νέα έρευνα δείχνει πώς αυτές οι πληροφορίες της ταχύτητας επιτρέπουν μια πολύ πιο ακριβή μέτρηση του βαρυτικού φακού από ό, τι είναι δυνατό μόνο με τη χρήση σχήματος. «Με τον νέο μας τρόπο να βλέπουμε τη σκοτεινή ύλη», λέει ο Gurri, «ελπίζουμε να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα για το πού βρίσκεται η σκοτεινή ύλη και ποιος είναι ο ρόλος της στο πώς σχηματίζονται οι γαλαξίες».

Οι μελλοντικές διαστημικές αποστολές όπως το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Nancy Grace Roman της NASA και το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Euclid της Ευρωπαϊκής Διαστημικής Υπηρεσίας έχουν σχεδιαστεί, εν μέρει, για να κάνουν τέτοιου είδους μετρήσεις με βάση τα σχήματα εκατοντάδων εκατομμυρίων γαλαξιών. “Έχουμε δείξει ότι μπορούμε να συνεισφέρουμε πραγματικά σε αυτές τις παγκόσμιες προσπάθειες με ένα σχετικά μικρό τηλεσκόπιο που χτίστηκε τη δεκαετία του 1980, απλά σκεφτόμαστε το πρόβλημα με διαφορετικό τρόπο”, προσθέτει ο Taylor.

Ενώ η παρουσία οποιασδήποτε μάζας κάμπτει μία ακτίνα του φωτός που περνά κοντά της, αυτό το φαινόμενο σπάνια παράγει τα γιγαντιαία τόξα και πολλές εικόνες που σχετίζονται με τον ισχυρό βαρυτικό φακό. Οι περισσότερες οπτικές γωνίες του σύμπαντος βρίσκονται πλήρως στο καθεστώς του ασθενούς βαρυτικού φακού, στο οποίο είναι αδύνατο να ανιχνευθεί η παραμόρφωση με μία μόνο πηγή. Ωστόσο, ακόμη και σε αυτές τις περιπτώσεις, η παρουσία της μάζας στο προσκήνιο μπορεί να ανιχνευθεί, μέσω μιας συστηματικής ευθυγράμμισης των πηγών υποβάθρου γύρω από τη μάζα του βαρυτικού φακού. Ο ασθενής βαρυτικός φακός είναι επομένως μια εγγενώς στατιστική μέτρηση, αλλά παρέχει έναν τρόπο μέτρησης των μαζών των αστρονομικών αντικειμένων χωρίς να απαιτούνται υποθέσεις σχετικά με τη σύνθεση ή τη δυναμική τους κατάσταση.

Βοκκάκιος: Σκέψεις για την πανδημία

«Κάνοντας πολύ θόρυβο για κάτι που μας αδίκησε, δεν μειώνεται ο πόνος, αλλά αυξάνεται η ντροπή» (Βοκκάκιος).

Ο Βοκκάκιος γνώρισε καλά την αδικία και κατάλαβε ότι αυτή είναι αναπόσπαστο στοιχείο του κόσμου μας. Για τον ίδιο η υπερβολική αντίδραση, σε καθετί, οδηγεί σε άκρως ντροπιαστικές καταστάσεις, πολύ περισσότερο όταν αυτό που νομίζουμε ότι μας αδίκησε παράφορα δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Σε αυτό το συμπέρασμα, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν έφτασε δωρεάν ούτε θεωρητικά, αλλά με βίωμα και υψηλό προσωπικό κόστος.

Αυτές τις ημέρες που καλούμαστε, στο μέτρο του δυνατού, να μείνουμε σπίτι και να σταθούμε με σύνεση και προσοχή απέναντι στην πανδημία, οι σκέψεις μας αναπόφευκτα πηγαίνουν ξανά στο «Decameron» και στον μεγάλο Ιταλό συγγραφέα. Έναν άνθρωπο που, όπως εκατομμύρια άλλοι, αντιμετώπισε μια τρομερή μολυσματική ασθένεια, την πανούκλα, η οποία οδήγησε σε πάνω από είκοσι εκατομμύρια θανάτους, μόνο στην Ευρώπη. Ο Βοκκάκιος επέζησε, όμως είδε πολλούς ανθρώπους του να πεθαίνουν στην Φλωρεντία: τον πατέρα του, τη μητριά του, τον αγαπημένο του θείο και αρκετούς φίλους όπως τους ποιητές Matteo Frescobaldi και Franceschino degli Albizzi καθώς και τον ιστορικό Giovanni Villani. Στο τέλος έμεινε μόνο με τον μικρό Jacopo, τον εννιάχρονο αδελφό του.

Ωστόσο, είχε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του παρά την τεράστια θλίψη και την τρομακτική δοκιμασία. Και όχι μόνο, βρήκε την έμπνευση κατά την πενταετία 1348 – 1353 μ.Χ. να δημιουργήσει ένα πραγματικό αριστούργημα, τη διάσημη συλλογή με τα εκατό διηγήματα (Decamerοn) που επί δέκα μέρες εξιστορούν επτά κορίτσια και τρία νεαρά αγόρια τα οποία για να γλυτώσουν από την πανούκλα αποσύρονται στην εξοχή. Για τον Βοκκάκιο το μυαλό σε περιόδους μακράς δοκιμασίας πρέπει να διατηρείται απασχολημένο διότι αυτό είναι χρήσιμο ώστε να μην πέσει κανείς σε απόγνωση. Αναλύοντας τα γεγονότα που συνέβησαν πριν από σχεδόν επτά αιώνες, μπορούμε να βρούμε ορισμένες ομοιότητες, αλλά και σημαντικές διαφορές με την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα.

Πρώτα απ’ όλα καί οι δύο ασθένειες ξεκίνησαν από την Κίνα: το 1346 η πανούκλα, από τα βόρεια της Κίνας, διέσχισε τη Συρία, την Τουρκία, την Ελλάδα και όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο. Ακολουθώντας πιστά τους εμπόρους έφτασε και σε μια από τις αποικίες της Γένοβας στην πόλη Κάφα της Κριμαίας. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1347 έμποροι κόλλησαν πανούκλα στο λιμάνι της Μεσσήνης (Ιταλία), από εδώ η νόσος έφτασε στην Καλαβρία και σε ολόκληρη την ιταλική χερσόνησο. Ωστόσο η τότε πορεία εξάπλωσης, σε σχέση με την σημερινή πανδημία, υπήρξε διαφορετική: η πανούκλα ξεκίνησε από το Νότο και μετά εισέβαλε στο Βορρά.

Πολύ γρήγορα ο Βοκκάκιος, όπως γράφει ο ίδιος, κατάλαβε ότι οι έλεγχοι στα λιμάνια και στα τελωνεία δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν το κακό. Μάλιστα τον πρώτο καιρό υπήρξαν αντιδράσεις – στους ελέγχους και περιορισμούς – από ανέμελους και ανεύθυνους οι οποίοι υποτιμώντας τη σοβαρότητα της κατάστασης άργησαν πολύ να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα. Έτσι όμως όχι μόνο διεύρυναν και επιτάχυναν τη μετάδοση της πανούκλας, αλλά ζώντας μέσα στην ψευδαίσθηση, στην άρνηση και την ελαφρότητα δεν πρόλαβαν να προετοιμαστούν ψυχικά για όσα θα ακολουθούσαν.

Στον Βοκκάκιο, η πανούκλα δίδαξε πολλά. Πρώτα απ’ όλα του έμαθε ότι ο άνθρωπος δεν είναι ανίκητος, αλλά ον ατελές και θνητό. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη γνώμη μας, είναι λανθασμένη η θέση ότι μόνον ο σύγχρονος άνθρωπος αισθάνεται παντοδύναμος, εξαιτίας κυρίως των ιατρικών και τεχνολογικών επιτευγμάτων του. Και τότε, σε εκείνο το επίπεδο τεχνικής ανάπτυξης και κοσμοθέασης, πολλοί άνθρωποι αισθάνονταν κυρίαρχοι της φύσης και παντοδύναμα όντα. Η βαθύτερη φύση του ανθρώπου, όποια κι αν είναι αυτή και παρά τις διαφορετικές εκφάνσεις της ανά τους αιώνες, όπως έχουν καταγραφεί από την ιστορία, την τέχνη και την λογοτεχνία, παραμένει αναλλοίωτη.

Όλοι γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε, αλλά ελάχιστοι είναι πραγματικά προετοιμασμένοι για αυτή τη συνάντηση με τον θάνατο τόσο για τους ίδιους, όσο και για εκείνους που νοιάζονται και αγαπούν. Εντούτοις, αν το σκεφτούμε, ο θάνατος είναι που μας δείχνει πόσο απαραίτητη είναι η ανάγκη για ανθρώπινη επαφή. Για τον Αριστοτέλη το ανθρώπινο είδος είναι «ζώο κοινωνικό» και η επαφή είναι προϋπόθεση της αγάπης η οποία με τη σειρά της, για τον Δάντη Αλιγκέρι, είναι βασικό θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνίας.

Ασφαλώς η απομόνωση οδηγεί αναπόφευκτα σε μοναξιά και ενίοτε σε σοβαρότερα προβλήματα ψυχής. Τα μέτρα και οι περιορισμοί, οδηγούν ακόμη και σε απολίτιστες συμπεριφορές, όπως οι ξυλοδαρμοί για τη μάσκα σε μέσα μαζικής μεταφοράς και αλλού. Και τότε, επί πανούκλας, υπήρξαν απάνθρωπες στάσεις. Άρρωστοι εγκαταλείφθηκαν τελείως από τους δικούς τους να πεθάνουν εντελώς μόνοι λόγω του φόβου της μετάδοσης. Οι άρχοντες και οι κυβερνήτες εκείνης της εποχής δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την ακραία κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κάποιοι από αυτούς, ενδεχομένως, εκμεταλλεύτηκαν τον ανθρώπινο φόβο και πόνο: επέδειξαν τυχοδιωκτισμό ή βρήκαν την ευκαιρία να κορέσουν τη δίψα τους για εξουσία. Σήμερα, από άποψη γνώσης και οργάνωσης, ίσως ο άνθρωπος τα πάει κάπως καλύτερα και αυτό αποτελέσει μια σημαντική διαφορά – μένει να αποδειχθεί. Αναμφισβήτητα, όπως πάντα, η έρευνα για θεραπευτικά πρωτόκολλα και εμβόλια είναι ισχυρός σύμμαχος της ανθρωπότητας.

Ίσως το πιο εντυπωσιακό κοινό στοιχείο, ανάμεσα στις δυο εποχές, είναι ότι και τότε, ξαφνικά και με έναν εντελώς ανεξήγητο τρόπο[1], αρκετοί πολίτες μετατράπηκαν σε ιατρούς και επιστήμονες επί του θέματος. Έγιναν «ειδικοί» για ένα ζήτημα που ήταν, όπως και σήμερα, εκ των πραγμάτων πρωτίστως ιατρικής φύσης (υγειονομικής). Ένα πρόβλημα δηλαδή που, πέρα από την κοινή λογική, απαιτούσε προκαταρκτικές γνώσεις και συγκεκριμένα βιώματα, με τη μορφή της κλινικής εμπειρίας, ώστε να βρεθεί μια άκρη. Ο καθένας είχε και τη δική του «πολιτική» άποψη απέναντι στην πανούκλα, επομένως δεν έλλειψαν θεωρίες συνωμοσίας, φήμες και ψευδείς ειδήσεις – ένα άλλο είδος ινφοδημίας.

Ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας, κάποιοι εγείρουν ζητήματα δημοκρατίας. Ανέκαθεν η σχέση των ειδικών με τους υπόλοιπους πολίτες υπήρξε αντικείμενο αντιπαράθεσης και πηγή προβληματισμού. Ωστόσο, η δημοκρατία, κατά τη γνώμη μας, ενώ συνεπάγεται ελευθερία της έκφρασης, δεν ταυτίζεται και με την αποδοχή κάθε εκφρασμένης άποψης, απλά και μόνο επειδή αυτή ακούστηκε στο δημόσιο πεδίο. Η ελευθερία του λόγου δεν είναι συνώνυμη ενός δογματικού και μυωπικού πλουραλισμού και της αντίληψης ότι η «πραγματικότητα είναι σχετική», δεν υπάρχουν «απόλυτες αλήθειες», παρά μόνο ερμηνείες.

Η ιεραρχία των αξιών και των πρότυπων αποτελεί βάση οργάνωσης κάθε κοινότητας, η οποία προκειμένου να αποφύγει τον διαλυτικό μηδενισμό, θέτει προτεραιότητες σε νόρμες, αξίες, προτιμήσεις και, πάνω από όλα, στον τρόπο που αντιμετωπίζει μια αντικειμενική συνθήκη. Αυτό το σκεπτικό θα πρέπει να μας απασχολήσει, προπάντων τώρα στην εποχή του διαδικτύου, γιατί οδηγεί κάποιους στο να «καταπίνουν» καθετί, πολύ συχνά ατεκμηρίωτο. Αντιθέτως δημοκρατία σημαίνει, εκτός από αρχή της πλειοψηφίας, διαβούλευση και συνεργασία με τους ειδικούς επί συγκεκριμένων, ειδικών, θεμάτων.

Χωρίς αμφιβολία, για ορισμένα τεχνικά ζητήματα, υγειονομικής φύσης ή στρατιωτικής οργάνωσης, η γνώμη των ειδικών είναι πολύτιμη. Για παράδειγμα στην αρχαία Αθήνα της δημοκρατίας για τη στρατιωτική οργάνωση φρόντιζαν οι αιρετοί άρχοντες και οι επαγγελματίες οπλίτες και όχι ο Δήμος. Το αν η Πόλις θα κηρύξει τον πόλεμο ή όχι ήταν απόφαση των πολιτών, αλλά η οργάνωση του στρατού ήταν αρμοδιότητα των ειδικών. Άλλωστε οι καταγγελίες ορισμένων αρνητών, που επικαλούνται «αντίσταση στους ειδικούς», αποκαλώντας τους πάντες «πρόβατα», είναι κατά βάση υποκριτικές. Αυτό γιατί και οι ίδιοι θεοποιούν, επιλεκτικά, κάποιους «δικούς τους» ειδικούς, δηλαδή εκείνη τη μειοψηφία που ταιριάζει περισσότερο στις πεποιθήσεις τους.

Δημοκρατία, επίσης, δεν σημαίνει άκριτη μετατροπή κάθε πράγματος σε αντικείμενο ιδεολογικής, και άρα πολιτικής, διαμάχης. Αυτή τη στιγμή, δεν έχει καμία σημασία αν ο ιός που μας ταλαιπωρεί είναι «προϊόν» ενός εργαστηρίου ή καθαρό γέννημα της φύσης, ούτε κατά πόσο συνέβαλλε ο άνθρωπος στην δημιουργία του. Αυτό που έχει σημασία είναι η αντιμετώπιση της κρίσης που κατά βάση σημαίνει: α) πρώτα απ’ όλα περιορισμό των ανθρώπινων απωλειών (υγειονομικό σκέλος) και β) όσο γίνεται καλύτερη διατήρηση της ποιότητας ζωής των ζωντανών, που αφορά κυρίως το οικονομικό σκέλος της κρίσης και την κοινωνική ισορροπία.

Σε κάθε περίπτωση το ηθικό δίδαγμα είναι υψηλό: η ζωή δεν πρέπει να υποτιμάται και για να μην υποτιμηθεί πρέπει πρώτα να έχουμε επίγνωση τόσο της θνητότητας, όσο και της αδυναμίας μας απέναντι στην ισχύ και τις βουλές της φύσης. Οι άβιοι ιοί όπως και τα έμβια βακτήρια, κατά την επιστημονική έρευνα, την οποία, απουσία άλλων αποδεικτικών, δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε, ήρθαν στον κόσμο πριν από εμάς με σκοπό να συμβιώσουν μαζί μας, αλλά και επιτεθούν (στους ιστούς και στο γενετικό μας υλικό) ακριβώς όπως κάνουν και με άλλους ανώτερους και κατώτερους οργανισμούς. Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πώς θα προχωρήσει στο μέλλον η σχέση του ανθρώπου με τους μικροοργανισμούς, ούτε πόσες ζωές θα χαθούν εξαιτίας αυτού του ιού.

Όταν τελειώσει αυτή η περίοδος δοκιμασίας, που κατά τα φαινόμενα θα είναι μακρά, σχεδόν όλοι μας θα βλέπουμε τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Ίσως κάποιοι από εμάς προσαρμοστούν καλύτερα – αποδεχόμενοι καί την τραγική πτυχή της ανθρώπινης ύπαρξης – σε μια άλλη ισορροπία μέσα στον κόσμο. Όσοι βιάζονται να σκιαγραφήσουν ένα καλύτερο ή ένα χειρότερο μέλλον, είναι πολύ πιθανό ότι, αμφότεροι, θα κάνουν σοβαρά σφάλματα στις προβλέψεις τους. Η μόνη βεβαιότητα, επί του παρόντος, είναι ότι ο κόσμος αλλάζει με ρυθμούς πιο γοργούς από χθες. Ο ιστορικός χρόνος πυκνώνει, αλλά κανείς δεν γνωρίζει πώς θα μοιάζει η επόμενη μέρα.

Προτείνοντας το έργου του, ας ευχηθούμε ότι με τη μελέτη θα γευθούμε έστω κάποια από όσα συνειδητοποίησε με βαρύ βιωματικό κόστος ο Βοκκάκιος. Εκείνος έμελλε να επιζήσει και με την πένα του προσπάθησε να ανοικοδομήσει συμβολικά μια κοινωνία που είχε σχεδόν καταρρεύσει. Μια κοινωνία που ήρθε αντιμέτωπη με ένα δεινοπάθημα πολύ χειρότερο από τη σημερινή κρίση. Ας προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τις όποιες δυσκολίες με ευπρέπεια και ψυχραιμία, χωρίς υπερβολές και φανφάρες για τις οποίες κάποιοι αύριο θα έχουν κάθε λόγο να ντρέπονται ή να αισθάνονται ενοχές. Σε επίπεδο ανθρώπινου είδους, ας σκεφτούμε με βελτιοδοξία θυμούμενοι αυτό που έγραψε ο Σαίρεν Κίρκεγκωρ, στο Ημερολόγιο του 1834:

«υπάρχει, σε κάθε άνθρωπο, κάτι που αντιστέκεται περισσότερο κι απ’ τον πιο ανθεκτικό γομφίο, κάτι περισσότερο κολλημένο από ένα χέρι ή ένα πόδι: η επιθυμία του να ζήσει».
------------------------
[1] όπως εξιστορεί ο Βενετός ιατρός Alvise Zen, σε επιστολές του προς τον φίλο του Monsieur d’Audreville.