ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το αρχαίο Ελληνικό δίκαιο, είναι αποσπασματικό και φευγαλέο αντικείμενο μελέτης και αυτό γιατί καθε πόλη - κράτος είχε τους δικούς της νόμους. Υπήρχαν βέβαια ομοιότητες, αλλά δεν μπορούμε να υποθέσουμε, χωρίς στοιχεία, ότι δύο πολιτείες μοιράζονται ένα συγκεκριμένο νόμο. Και συχνά τα στοιχεία λείπουν. Ακόμα και για την Αθήνα, την πολιτεία για την οποία γνωρίζουμε τα περισσότερα, δεν έχουμε παρά ένα περιορισμένο αριθμό πραγματικών νόμων. Το ίδιο συμβαίνει και με τη Σπάρτη για την οποία μάλιστα τα στοιχεία είναι πολύ περιορισμένα.
Τα δικαϊκά συστήματα της Αθήνας και της Σπάρτης κατά τη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, κυρίως και ιδιαίτερα η θέση των ατόμων σε κάθε μια πολιτεία από αυτές θα μας απασχολήσουν στη συνέχεια.
Όταν σήμερα χρησιμοποιούμε τον όρο άτομο εννούμε την οντότητα η οποία έχει ορισμένα φυσικά και απαράγραπτα δικαιώματα. Τα δικαιώματα αυτά προστατεύονται από διεθνείς οργανισμούς και συνθήκες (π.χ. η οικουμενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών κλπ). Συνέβαινε όμως το ίδιο και στην αρχαιότητα; ο άνθρωπος απολάμβανε τα ίδια δικαιώματα.
Πριν όμως δώσουμε απάντηση στα ερωτήματα αυτά ας δούμε το χώρο μέσα στον οποίο ζει και κινείται το άτομο στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή την Πολιτεία.
Η αρχαία Πολιτεία ήταν παντοδύναμη, ο δε πολίτης της βρισκόταν κάτω από την απεριόριστη εξουσία των Αρχών. Η αιτία δε για τη γέννεση της πολιτείας ήταν κατά τον Πλάτωνα (Πολιτεία 369β) η βιοσυντήρηση των ανθρώπων, διότι καθένας δεν είναι αυτάρκης, έχει δε πολλές ανάγκες. Για την ικανοποίηση των αναγκών, οι άνθρωποι "αλληλοπροσλαμβάνονται" σε ορισμένο χώρο συγκροτούντες την "πόλιν". Από την άλλη μεριά ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η Πολιτεία υπάρχει "φύσει" και ότι επιτυχγάνεται κατ' εξοχήν την αυτάρκεια. έχει δε ως σκοπό το "ευ ζειν", τον ευδαίμονα βίο (Πολιτεία 1252β, 29-34).
Στο χώρο αυτό λοιπόν, που ακόμα και η δημιουργία και ο σκοπός υπάρξεώς του απασχόλησαν τους αρχαίους φιλοσόφους και αποτέλεσαν αντικείμενα μελετών, ζει και κινείται ο πολίτης χάριν του οποιόυ "γεννήθηκε" η Πολιτεία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α': Αρχαία Αθήνα
Η Αθηναϊκή πολιτεία, για την οποία θα μιλήσουμε στο κεφάλαιο αυτό δεν υπήρξε δεσποτική σε αντίθεση με τη Σπάρτη. Ο Αθηναίος πολίτης, μετέχοντας άμεσα και οργανικά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και έχοντας συνείδηση αυτού του καθήκοντος, ήταν πολιτικά ελεύθερος.
Για την καλύτερη κατανόηση της θέσης του Αθηναίου στο δικαιϊκό σύστημα της πολιτείας του θα κάνουμε ένα διαχωρισμό ανάμεσα στον κάτοικο και στον πολίτη.
Στην έννοια του κατοίκου θα περιλάβουμε τους ανήλικους, τις γυναίκες, τους δούλους, τους ξένους και τους μετοίκους. άτομα δηλαδή τα οποία δεν είχαν ίσα δικαιώματα με τους Αθηναίους πολίτες.
Ας αρχίσουμε από τα ανήλικα τέκνα. Οταν μια Αθηναία γεννούσε ένα παιδί, ο πατέρας κανονικά προέβαινε σε μία επίσημη αναγνώριση ότι το παιδί ήταν δικό του. Η αναγνώριση αυτή της πατρότητας του τέκνου ήταν πολύ σημαντική διότι από αυτήν εξαρτιόταν το δικαίωμά του για συμμετοχή στον "οίκο" και το δικαίωμά του ως Αθηναίου πολίτη. Αν ο πατέρας δεν αναγνώριζε την πατρότητα ενός παιδιού, που ήταν πράγματι δικό του, μπορούσε να εξαναγκασθεί να το κάνει με νομικές διαδικασίες. Εχουμε ως παράδειγμα την υπόθεση του Βοιωτού, ο οποίος μήνυσε τον πατέρα του Μαντία διότι ο τελευταίος αρνιόταν να αναγνωρίσει ότι ήταν πατέρας του, με συνέπεια να του στερεί την ιδιότητα του πολίτη.
Όσα παιδιά ήταν Αθηναίοι πολίτες από καταγωγή (δηλαδή και οι δύο γονείς τους είχαν πολιτικά δικαιώματα) είχαν το δικαίωμα να λάβουν μέρος στη διοίκηση όταν ενηλικιώνονταν (Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία 42.1). Μέχρι τότε ο πατέρας ήταν "κύριος" του γιού του, ενώ "κύριος" της κόρης του παρέμενε έως τον γάμο της. Η ενηλικίωση γινότανε με την εγγραφή στον κατάλογο των δημοτών όσων νέων η ηλικία ήταν 18 έτη. Κατά τον χρόνο της εγγραφής τους, οι δημότες, αφού δώσουν όρκο, αποφασίζουν διά ψήφου: πρώτα εάν έχουν από τον νόμο την απαιτούμενη ηλικία - σε περίπτωση δε αρνητικής αποφάσεως, επανέρχονται πάλι στην τάξη των παίδων - και δεύτερον εάν είναι ελεύθεροι και έχουν την νόμιμη γέννηση. Αν κάποιος καταψηφιζόταν από τους δημότες ως μη ελεύθερος, είχε το δικαίωμα να ασκήσει έφεση στο δικαστήριο, και αυτό αποφασίζει για το δικαίωμα ή όχι εγγραφής του στον κατάλογο των δημοτών. Μετά την εγγραφή αυτή, ο γυιός ανεξαρτητοποιόταν νομικά από τον πατέρα του, παρέμενε όμως μέλος του "οίκου", "κύριος" του οποίου ήταν ο πατέρας του και γινόταν Αθηναίος πολίτης με πλήρη πολιτικά δικαιώματα.
Η θέση των παιδιών δε, πριν από την εποχή του Σόλωνα (594 π.Χ.) δεν ήταν καθόλου ικανοποιητική. Οι γονείς, χωρίς να το απαγορεύει κανένας νόμος, μπορούσαν ακόμη και να πωλούν τα παιδιά τους όπως αναφέρει σχετικά ο Πλούταρχος (Σόλων 13). Στη συνέχεια όμως αυτό απαγορεύτηκε από τη νομοθεσία του Σόλωνα. Υπήρχε μόνον η δυνατότητα να πουλήσει ο πατέρας την κόρη του, η οποία, όντας άγαμη, είχε παραδοθεί σε άντρα (Σόλων 23).
Επίσης κατά την προστασία των ηθών των παιδιών είχε θεσπιστεί νόμος, ο "περί της προαγωγείας" που όριζε τις βαρύτερες ποινές σε βάρος των προαγωγών ελευθέρων παιδιών και γυναικών κοινά (Αισχίνη, κατά Τιμάρχου 14).
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Αθηναϊκός νόμος προστάτευε τα παιδιά, αλλά και τιμωρούσε όσα από αυτά έπεφταν σε κάποιο παράπτωμα. Για παράδειγμα, αποκλείονταν από το δικαίωμα να μιλούν δημόσια όσοι έτρωγαν την πατρική τους κληρονομιά, ή οποιαδήποτε άλλη περιουσία και τούτο γιατί έκριναν ότι εκείνος που άσχημα διαχειρίσθηκε τα ιδιωτικά του συμφέροντα, κατά τον ίδιο τρόπο θα διάθετε και τα κοινά (Αισχίνη, κατά Τιμάρχου 30).
Η ίδια ποινή επιβαλλόταν και σε όσους κακομεταχειρίζονταν τους γονείς τους ή δεν τους εξασφάλιζαν τροφή και στέγη, άν χρησιμοποιούσαν σωματική βία εναντίον τους ή αν παρέλειπαν να τους παράσχουν τις αρμόζουσες τελετές όταν πέθαιναν.
Αυτά, όσον αφορά τα τέκνα των οποίων οι γονείς ζούσαν και την πατρική εξουσία των δεύτερων πάνω στα πρώτα.
Ειδικά τώρα για τα ορφανά τέκνα πρέπει να ειπωθεί ότι η μεταχείρισή τους ήταν προνομιακή, διότι ένα ορφανό παιδί ήταν κατ' εξοχήν το πρόσωπο που χρειαζόταν την προστασία της πολιτείας. Ετσι τα ορφανά τέκνα που οι πατέρες τους σκοτώθηκαν στον πόλεμο, και τα οποία ήταν πολυάριθμα λόγω των πολλών πολέμων, τρέφονταν από τη δημόσιο έως ότου έφθαναν στην ηλικία των δέκα οκτώ ετών (Αριστοτέλους, πολιτικά 1269α,β και Αθηναίων πολιτεία 24.3). Ο ίδιος νόμος υπήρχε όχι μόνο στην Αθήνα από την εποχή του Αριστείδη αλλά και σε άλλες πόλεις.
Επίσης τα ορφανά τέκνα προστατεύονταν από τον νόμο για τυχόν κακομεταχείρισή τους από τον κηδεμόνα τους, ο οποίος οριζόταν από τον "άρχοντα" και αναλάμβανε ευθύνη και για το παιδί και για τη περιουσία του όσο αυτό ήταν ανήλικο. Ο νόμος λοιπόν έδιδε το δικαίωμα υποβολής δημόσιας καταγγελίας (γνωστοποίησης δηλαδή) του αδικήματος στον "άρχοντα" για την "κάκωση" του ορφανού, και στη συνέχεια συγκαλούνταν κανονική δίκη. (Harrsion "The Lαw of Athens" 1968 - 71, σελ. 117 -19).
Τέλος όταν ένας ορφανός ενηλικιώνονταν, είχε το δικαίωμα οποιαδήποτε στιγμή μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια να κινήσει μια ιδιωτικής φύσης δίκη κηδεμονίας. ("Δίκη επιτροπής", όπως λεγόταν) εναντίον του κηδεμόνα του, αν υποστήριζε ότι ο κηδεμόνας δεν του είχε παραδώσει το πραγματικό ποσό της περιουσίας του.
Ας περάσουμε τώρα στη θέση των γυναικών στο πολίτευμα της Αθήνας. Οπως μας φανερώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς, η Αθηναία γυναίκα δεν ήταν ποτέ ανεξάρτητη, χωρίς κανένα "κύριο". "Κύριος" μιας γυναίκας ήταν ο πατέρας της μέχρις ότου παντρευόταν, οπότε "κύριός" της γινόταν στο εξής ο άντρας της. Η παράδοση μιας γυναίκας από τον "κύριο" στο μέλλοντα σύζυγό της λεγόταν "εγγύη" και συνίστατο στην επίσημη εκφώνηση εκ μέρους του "κυρίου" της φράσης: "Σου παραδίδω ("εγγύω") την κόρη μου". Δεν αποτελούσε νομική προϋπόθεση η παρουσία ή η συναίνεση της γυναίκας, ούτε καν η γνώση της ότι επρόκειτο να παντρευτεί. "Γάμος" ήταν η μετακόμιση της γυναίκας στο σπίτι του συζύγου της, γεγονός που ελάμβανε χώρα μετά την "εγγύη". Η νομική διαφορά μεταξύ της "εγγύης" και του "γάμου" θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνίστατο, στο ότι η "εγγύη" αποτελούσε σύναψη συμβολαίου, ενώ ο "γάμος' εκπλήρωση του συμβολαίου αυτού (Harrsion "The Lαw of Athens" 1968 - 71, σελ. 3 - 9).
Η γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να παντρευτεί νόμιμα ανιόντα ή κατιόντα ευθείας γραμμής (παππού, πατέρα, γιο, εγγονό), ούτε τον αδελφό ή τον ετεροθαλή ομομήτριο αδελφό της. Μπορούσε όμως να παντρευτεί τον ετεροθαλή ομοπάτριο αδελφό της, τον εξ υιοθεσίας αδελφό της, τον θείο, τον ανηψιό της ή ακόμα πιο μακρινό συγγενή της και φυσικά έναν άντρα με τον οποίο δεν την συνέδεε καμμία συγγένεια (Harrsion "The Lαw of Athens" 1968 - 71, σελ 21 - 24).
Η γυναίκα επίσης είχε την υποχρέωση να μένει πιστή στο σύζυγό της πράγμα που δεν ίσχυε και για τον ίδιο. Ο σύζυγος που έπιανε την γυναίκα του να μοιχεύεται, υποχρεούταν από τον νόμο να τη χωρίσει.
Σε περίπτωση που έχουμε λύση του γάμου με διαζύγιο, για οποιαδήποτε λόγο η προίκα έπρεπε να επιστραφεί μαζί με τη γυναίκα στον αρχικό "κύριό" της, ή τον κληρονόμο του. Ετσι η προίκα ήταν για την γυναίκα και τους συγγενείς της εγγύηση κατά του διαζυγίου. Το ίδιο συνέβαινε και αν η γυναίκα πέθαινε άτεκνη.
Αν μία γυναίκα είχε χηρέψει (έχοντας παιδιά), είχε το εξής εντυπωσιακό και εξαιρετικό γνώρισμα: μπορούσε να διαλέξει μόνη της τον "οίκο", και τον "κύριο" που προτιμούσε. Αν επέστρεφε στον αρχικό της "οίκο", ο "κύριος" της μπορούσε να τη δώσει σε άλλο σύζυγο με "εγγύη", όπως αναφέραμε και πιο πάνω, μαζί μάλιστα με τη "προίκα" που είχε επιστραφεί από τον πρώτο της άνδρα (μόνο βέβαια σε περίπτωση διαζυγίου). Επίσης ο πρώτος της άνδρας είχε το δικαίωμα να δώσει τη χήρα γυναίκα του, με προίκα, σε ένα σύζυγο. Αν τέλος ο άνδρας πέθαινε και η γυναίκα του ήταν έγγυος, ο "άρχοντας" έπρεπε να μεριμνήσει ώστε η έγγυος να έχει φροντίδα διορίζοντας ενδεχομένως κάποιο είδος προσωρινού κηδεμόνα.
Ας εξετάσουμε τώρα έναν από τους βασικότερους θεσμούς του αρχαίου Ελληνικού δικαίου που αφορά τη γυναίκα, τον θεσμό της επικλήρου. Σε περίπτωση που κάποιος πέθανε χωρίς να αφήσει γνήσιους γιούς (εγγόνους ή δισεγγόνους) και άφηνε κόρη, υπήρχε η προσδοκία ότι αυτή μπορούσε τελικά να αποκτήσει ένα γιο που θα κληρονομούσε την περιουσία και θα συνέχιζε τον "οίκο", αυτό που χρειαζόταν επομένως ήταν ένας άνδρας που θα την παντρευόταν και θα φρόντιζε την περιουσία μέχρις ότου ενηλικιωνόταν ο γιός της. Μια γυναίκα λοιπόν ή ένα κορίτσι που αφηνόταν στην κατάσταση αυτή, ονομαζόταν "επίκληρος" (Harrsion "The Lαw of Athens" 1968 - 71, σελ 132 - 138) και δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στην περιουσία.
Ο κανόνας που ίσχυε, όριζε ότι ο πλησιέστερος εν ζωή άρρενας συγγενής του νεκρού πατέρα της "επικλήρου" είχε το δικαίωμα να αξιώσει να την παντρευτεί. Αν υπήρχαν πολλοί άνδρες που είχαν εξίσου στενή συγγένεια με την "επίκληρο" (π.χ. αρκετοί θείοι από την πλευρά του πατέρα), είχε προτεραιότητα ο μεγαλύτερος στην ηλικία. Αν υπήρχαν δύο ή περισσότερες κόρες που ήταν "επίκληρες" από κοινού, οι δύο ή περισσότεροι πλησιέστεροι συγγενείς μπορούσαν να διεκδικήσουν μία ο καθένας. Σε περίπτωση που η "επίκληρος" ήταν ήδη παντρεμένη κατά τον θάνατο του πατέρα της, ο πλησιέστερος συγγενής μπορούσε ακόμη και τότε να αξιώσει να την παντρευτεί, με αποτέλεσμα η "επίκληρος" να χωρίζει τον προηγούμενο άνδρα της (Ισαίου, Πύρρος 3.64, 10.19).
Βέβαια τα παραπάνω συνέβαιναν κυρίως όταν ο νεκρός άφηνε μεγάλη περιουσία. Στην περίπτωση που άφηνε μικρή ή καμμία περιουσία, μπορούσε ίσως να μην εμφανιστεί κανείς διεκδικητής της "επικλήρου", οπότε θα εξαφανιζόταν ο "οίκος". Για το λόγο αυτό, ο νόμος όριζε ότι αν η "επίκληρος" ανήκε στην κατώτερη οικονομικώς τάξη (δηλαδή στους "Θήτες"), ο "άρχων" έπρεπε να εξαναγκάσει τον πλησιέστερο άρρενα συγγενή του πατέρα της είτε να την παντρευτεί ο ίδιος, είτε να την παντρέψει με κάποιον άλλον, αν προτιμούσε να την παντρέψει με κάποιον άλλον, έπρεπε να την προικίσει από την δική του περιουσία. Οπως μας φανερώνει δε ο Ανδοκίδης (Ανδοκίδης Ι 117-9) η σύναψη γάμου με φτωχή "επίκληρο" θεωρείτο αξιέπαινη πράξη.
Πριν κλείσω την αναφορά μου στο θεσμό της "επικλήρου" θα ήθελα να επισημάνω ότι ο νόμος δεν έδιδε στην γυναίκα (που ήταν και το βασικό πρόσωπο για τη συνέχιση του "οίκου") κανένα δικαίωμα εκλογής στο προκείμενο θέμα. Κι' αυτό γιατί το ζήτημα ήταν η ευημερία της οικογένειας ως συνόλου και η μεταβίβαση της περιουσίας της στην επόμενη γενιά και όχι η ικανοποίηση της προσωπικής προτίμησης μιας γυναίκας.
Συμπερασματικά για τη θέση της γυναίκας στο δικαιϊκό σύστημα της Αθηναϊκής Πολιτείας πρέπει να πούμε ότι δεν ήταν τόσο υψηλή όσο σε άλλες πολιτείες όπως για παράδειγμα στη Μινωϊκή Κρήτη όπου, από τα στοιχεία που έχουμε, μας είναι γνωστό ότι η γυναίκα θα πρέπει να ήταν ισότιμη με τον άνδρα σε ελευθερία και θέση κοινωνική, αφού και στις παλαίστρες γυμνάζονταν και ήταν ελεύθερη να παίρνει μέρος στα ταυροκαθάψια.
Μια άλλη κατηγορία κατοίκων της Αθήνας που διέφεραν από τους πολίτες, ήταν οι δούλοι. Ο Αριστοτέλης στα "Πολιτικά" του (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1253b,32) αναφέρει ότι όπως κάθε "κτήμα" είναι όργανο για την εξυπηρέτηση της ζωής, έτσι και ο δούλος είναι έμψυχο κτήμα. Σε άλλο σημείο του ίδιου έργου (Αριστοτέλης Πολιτικά 1254α, 23) μας λέει, μιλώντας για τις σχέσεις αρχόντων και αρχομένων, ότι μερικά όντα από τη φύση τους διακρίθηκαν άλλα μεν για να άρχουν και άλλα να άρχονται. Οι ιδέες αυτές του Αριστοτέλη μας εισάγουν στην προσπάθεια κατανοήσεως της νομικής θέσεως του δούλου στην Αθηναϊκή Πολιτεία.
Δούλος λοιπόν είναι εκείνος που έχει την ιδιότητα να ανήκει σε άλλον και να έχει τη λογική φύση τόσο μόνον όσο του χρειάζεται για να αντιλαμβάνεται με αυτήν τον κόσμο, αλλά όχι και να τη χρησιμοποιεί συνειδητά (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1254b, 21).
Οι περισσότεροι δούλοι στην Αρχαία Αθήνα ήταν ξένοι αιχμάλωτοι ή απόγονοί τους. Ενα πρόσωπο λοιπόν που αιχμαλωτιζόταν από τους Αθηναίους σε κάποιο πόλεμο γινόταν δούλος των ανθρώπων που το αιχμαλώτιζαν, εκτός εάν οι συγγενείς ή οι φίλοι του πλήρωνα λύτρα για να το ελευθερώσουν. Υπήρχαν όμως και άλλοι τρόποι με τους οποίους ένας ελεύθερος άνθρωπος μπορούσε να γίνει δούλος π.χ. η ποινή της μετατροπής ελεύθερου σε δούλο μπορούσε να επιβληθεί σε ξένο, ο οποίος διέμενε στην Αττική χωρίς να εγγραφή ως μέτοικος ή να πληρώσει το μετοίκιο (Δημοσθένης, Θειοκρίνης 25.57) και σε ξένο, μέτοικο ή όχι, ο οποίος ασκούσε οποιοδήποτε από τα προνόμια του πολίτη (Δημοσθένους, Τιμοκράτης 24.121) ή συζούσε με πολίτη ως σύζυγος. Ενας άνδρας που είχε αιχμαλωτισθεί στον πόλεμο και είχε στη συνέχεια ελευθερωθεί έναντι λύτρων, υποχρεούνταν να επιστρέψει το ποσό των λύτρων σε εκείνον που είχε καταβάλει τα λύτρα για να τον ελευθερώσει, αν δεν το έκανε, γινόταν δούλος του. Αν όμως κάποιος γινόταν δούλος παράνομα μπορούσε να βάλει επίσημα κάποιον φίλο του να τον "απελευθερώσει" (Λυσία "Παγκλέων" 23 9-12).
Ο δούλος συνεπώς αποτελούσε αντικείμενο: μπορούσε να αγορασθεί, να πουληθεί, να ενοικιαστεί, να κληροδοτηθεί ή να δωρηθεί. Ο ίδιος δεν μπορούσε να κατέχει τίποτα: ο κύριός τους, εκτός από την εξασφάλιση τροφής και ρουχισμού, μπορούσε να δώσει στο δούλο χαρτζηλίκι και άλλα πράγματα, ή να του επιτρέπει να κρατάει ένα μέρος όσων χρημάτων κέρδιζε με την εργασία του. (Αριστοφάνους, "Σφήκες" 52). Τα παραπάνω στοιχεία όμως θα παρέμειναν από νομική άποψη στην κυριότητα του κυρίου, όπως και ο ίδιος ο δούλος.
Ο κύριος ενός δούλου δεν είχε δικαίωμα να τον σκοτώσει (Harrison, "The law of Athens", 1968-71, σελ. 171-172), μπορούσε όμως να τον ξυλοκοπήσει ή να τον κακομεταχειριστεί όπως ήθελε. Ο δούλος είχε όμως μία δυνατότητα προστασίας από την ανάρμοστη συμπεριφορά του κυρίου του: είχε το δικαίωμα να ζητήσει άσυλο στο Θησείο και να ζητήσει να πουληθεί σε κάποιον άλλον. Ηταν παράνομο να τιμωρηθεί ένας δούλος γι' αυτήν την ενέργεια, αλλά δεν είναι σαφές τι συνέβαινε μετά, αν δεν εμφανιζόταν κανείς αγοραστής που να προσφέρει μια τιμή, την οποία ο ιδιοκτήτης του δούλου ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί (Αριστοφάνους, "Σφήκες", 561). Επίσης ένας δούλος δεν είχε δικαίωμα να αναλάβει αυτοπροσώπως νομική δράση εναντίον ενός παραβάτη, οποιαδήποτε αγωγή έπρεπε να υποβληθεί από τον ιδιοκτήτη του και αν ο ιδιοκτήτης δεν προέβαινε σε καμμία ενέργεια, ο δούλος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα σχετικά με αυτό. Το ίδιο γινόταν και αν κάποιος δούλος δολοφονούταν: ήταν έργο του κυρίου του να αναλάβει δράση κατά του δολοφόνου (Πλάτωνα, "Γοργίας", 483β). Είχαν όμως το δικαίωμα οι δούλοι να παρίστανται ως μάρτυρες στο δικαστήριο με κάπως ιδιόρρυθμο τρόπο: επειδή οι ίδιοι δεν μπορούσαν να εμφανισθούν στο δικαστήριο, υπήρχε η δυνατότητα να προσκομισθεί σε αυτό ως μαρτυρία, δήλωση στην οποία είχε προβεί δούλος κατόπιν βασανιστηρίων. Ο λόγος που οδήγησε στη θέσπιση του κανόνα αυτού πρέπει να ήταν το ότι ένας δούλος που γνώριζε κάτι σημαντικό θα ανήκε συνήθως σε κάποιον από τους διαδίκους και επομένως θα φοβόταν να πει οτιδήποτε αντίθετο στα συμφέροντα του κυρίου του, εκτός εάν η πίεση που ασκούσαν επάνω του για να αποκαλύψει την αλήθεια ήταν ακόμα μεγαλύτερη από την τιμωρία την οποία μπορούσε να περιμένει από τον κύριό του γι' αυτήν του την αποκάλυψη.
Εχουμε λοιπόν εδώ μία τακτική που αποτελεί ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της Αθηναϊκής Πολιτείας: να βασανίζεις έναν άνθρωπο ως τιμωρία για κάποιο αδίκημα είναι λογικό, αν και ανεπιθύμητο, να βασανίζεις έναν άνθρωπο για να τον κάνεις να ομολογήσει ένα αδίκημα που διέπραξε ο ίδιος ή κάποιος συνεργός του είναι κατανοητό, αν και οικτρό, αλλά να βασανίζεις έναν αθώο ή μία αθώα για να ελέγξεις την αλήθεια των πληροφοριών των σχετικών με το αδίκημα κάποιου άλλου, φαίνεται ως πράξη αναίτιας και άσκοπιμης βαρβαρότητας. Δεν αποτελεί άλλωστε και τόσο αποτελεσματικό τρόπο ανακάλυψης γεγονότων, διότι παρακινεί τον μάρτυρα να πει μάλλον ότι επιθυμεί ο βασανιστής παρά ότι είναι πράγματι αλήθεια.
Στην Αθήνα υπήρχαν ιδιωτικοί δούλοι για τους οποίους και έγινε λόγος πιο πάνω και οι δημόσιοι δούλοι. Οι ιδιωτικοί δούλοι είτε ζούσαν στο σπίτι του ιδιοκτήτη τους (θεραπαινίδες, τροφοί, μάγειροι, παιδαγωγοί), είτε διέμεναν και εργάζονταν έξω από το σπίτι του κυρίου τους (διαχειρίζονταν εμπορικά καταστήματα, εργαστήρια ή και τράπεζες), οι δούλοι αυτοί ονομάζονταν "Χωρίς οικούντες". Πέρα όμως από αυτές τις εμπορικές υποθέσεις, δεν υπάρχουν ικανοποιητικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ένας δούλος που ανήκει σε κάποιον συγκεκριμένο ιδιοκτήτη, μπορούσε να αναλάβει ανεξάρτητη νομική δράση. Σε αυτό το ζήτημα το Αθηναϊκό δίκαιο ήταν συντηρητικό (Δημοσθένους, Κατά Φορμίωνος 34.5, Harrison "The law of Athens", 1968-71, σελ 174-176).
Όσον αφορά τους δημόσιους δούλους θα πρέπει να ειπωθεί ότι αυτοί ανήκαν όχι σε άτομα αλλά στην πολιτεία. Τέτοιοι ήταν οι επιστάτες των δημοσίων κτιρίων, ο δημόσιος νομισματελεγκτής και οι τοξότες που επιτελούσαν αστυνομικά καθήκοντα. Οι δούλοι αυτοί εξαιτίας της θέσης τους είχαν εντελώς διαφορετική νομική αντιμετώπιση από τους ιδιωτικούς δούλους, η κατάσταση στην οποία βρισκόταν θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί "ελευθερία". Ισως ήταν κάτι παρόμοιο με την κατάσταση των μετοίκων (Αισχίνη, "Κατά Τιμάρχου", 1.54, 1.62).
Μπαίνουμε λοιπόν στην έννοια του μετοίκου. Ο όρος δηλώνει τον ξένο κάτοικο της Αθήνας, ο οποίος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα, γινόταν όμως αποδεκτός ως μέλος της κοινότητας. Υπέκειτο σε φορολογία, που περιλάμβανε έναν ειδικό φόρο, το "μετοίκιο", τον οποίο αν δεν πλήρωνει κινδύνευε να γίνει δούλος. Είχε επίσης την υποχρέωση να υπηρετήσει στον Αθηναϊκό στρατό, ή στο ναυτικό όταν του το ζητούσαν. Σε περίπτωση που αρνούνταν κάτι τέτοιο και έφευγε για να εγκατασταθεί αλλού, δεν του επέτρεπαν ποτέ να επιστρέψει στην Αθήνα (Υπερείδη, "Κατά Αθηνογένους", 21,33).
Ένας ξένος για να γίνει μέτοικος έπρεπε να υποβάλλει αίτηση για εγγραφή στα μητρώα κάποιου συγκεκριμένου δήμου, είχε επίσης την υποχρέωση να έχει έναν Αθηναίο πολίτη ως εγγυητή ή "προστάτη". Αν δεν υπήρχε "προστάτης", ήταν δυνατή η υποβολή μήνυσης ("Γραφή αποστασίου") για την έλλειψη του, με προβλεπόμενη ποινή την μετατροπή του μετοίκου σε δούλο.
Οι μέτοικοι είχαν το δικαίωμα να μιλούν για λογαριασμό τους στο δικαστήριο χωρίς να χρειάζεται να μιλήσει ο "προστάτης" τους. Επίσης μπορούσαν σε ορισμένες προνομιούχες περιπτώσεις να αποκτήσουν την κυριότητα γης και κτιρίων στην Αττική. Ηταν δυνατόν ορισμένοι μέτοικοι να αποκτήσουν το προνόμιο της "ισοτέλειας", να πληρώνει δηλαδή ο μέτοικος τους ίδιους με τον πολίτη φόρους και όχι τους υψηλότερους που πλήρωναν κανονικά. Αλλο προνομιούχο δικαίωμα ορισμένων μετοίκων ήταν η υπηρέτηση στο στρατό μαζί με τους πολίτες και όχι στο ξεχωριστό σώμα των μετοίκων.
Η θέση των ξένων τώρα στο δίκαιο της Αθηναϊκής πολιτείας ήταν αρκετά κατώτερη από τους μετοίκους. Δεν μπορούσαν να κατέχουν κανένα δημόσιο αξίωμα, ούτε να γίνονται δικαστές ή μέλη της Βουλής ή της Εκκλησίας του Δήμου. Δεν τους επέτρεπαν επίσης να κατέχουν γη ή σπίτια στην Αττική, ούτε να παντρεύονται Αθηναίες. Αν ήθελαν να εμπορευτούν στην αγορά έπρεπε να πληρώσουν έναν ειδικό φόρο αλλοδαπών, τα "ξενικά" (Δημοσθένους, Ευβουλίδης, 57.31). Εϊχε όμως το δικαίωμα ένας ξένος να μιλήσει στο Αθηναϊκό δικαστήριο, είτε ως κατήγορος, είτε ως κατηγορούμενος, είτε ως μάρτυρας (και από αυτήν την άποψη βρισκόταν σε καλύτερη μοίρα από έναν πολίτη που είχε αποστερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα).
Υπήρχαν, ωστόσο, τρία σημεία στα οποία τα δικαιώματά του σε νομικές υποθέσεις ήταν λιγότερα από τα δικαιώματα ενός πολίτη. Πρώτον, υπήρχαν μερικά είδη δημοσίων υποθέσεων τα οποία δεν μπορούσε να εισαγάγει ένας ξένος, διότι οι νόμοι που καθόριζαν την ακολουθητέα σε αυτές τις περιπτώσεις διαδικασία, όριζαν ότι ο μηνυτής πρέπει να είναι Αθηναίος πολίτης (Δημοσθένους, Μειδίας, 21.47). Δεύτερον, όταν υποβαλλόταν μήνυση εναντίον κάποιου ξένου, ο μηνυτής μπορούσε να απαιτήσει εγγυητές για την εμφάνισή του (Δηλ. του ξένου) στο δικαστήριο, πράγμα που δεν είχε δικαίωμα να κάνει για κάποιον Αθηναίο πολίτη. Αν ο κατηγορούμενος ξένος δεν κατόρθωνε να παράσχει τέτοιους εγγυητές, κλεινόταν στη φυλακή μέχρι την ημέρα της δίκης (Αριστοφάνους, "Σφήκες", 1042, Ισοκράτους, Καλλίμαχος 17.12). Και τρίτον, σε πολλούς τύπους υποθέσεως ο άρχοντας ο υπεύθυνος για την εισαγωγή μιας υπόθεσης στο δικαστήριο δεν ήταν ο ίδιος όταν εμπλεκόταν κάποιος ξένος και όταν εμπλέκονταν μόνο πολίτες.
Αυτά για την κατηγορία των μετοίκων της Αττικής. Ας αναφερθούμε τώρα στη κατηγορία των πολιτών. Κατά τον Αριστοτέλη (Αριστοτέλους, "Πολιτικά", 1275α, 22,1318b, 29-30) πολίτης είναι εκείνος ο οποίος μετέχει στη δικαστική χρήση και στην εξουσία (το μετέχειν κρίσεως και αρχής), τα ανώτατα δε αξιώματα έπρεπε να ανατίθενται σε εκείνους που είχαν την προσήκουσα ικανότητα. Μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. ένα πρόσωπο είχε την ιδιότητα του πολίτη αν την είχε και ο πατέρας του. Η κατάσταση αυτή άλλαξε με έναν νόμο που πρότεινε ο Περικλής το 451/0 π.Χ. σύμφωνα με τον οποίο θα είχε κάποιος την ιδιότητα του πολίτη αν την είχαν και οι δύο γονείς του. Για να στηρίξει λοιπόν κανείς το δικαίωμα του να έχει την ιδιότητα του πολίτη έπρεπε να αποδείξει μόνον ότι οι γονείς του ήταν πολίτες, όχι παντρεμένοι (Αριστοτέλους, "Αθηναίων Πολιτεία", 41-42).
Ενα πρόσωπο που δεν είχε από καταγωγή το δικαίωμα να είναι πολίτης, δεν μπορούσε κανονικά να γίνει. Εντούτοις, υπήρχαν ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες απονεμόταν σε ξένους η ιδιότητα του πολίτη. Ειδικότερα ο Πλούταρχος αναφέρει ότι ο Σόλων είχε θεσπίεσει ένα νόμο που επέτρεπε την απόκτηση της ιδιότητας του Αθηναίου πολίτη από έναν αλλοδαπό, αν αυτός εξοριζόταν οριστικά από την πατρίδα του ή αν μετέφερε όλο το νοικοκυριό του για να κατοικήσει στην Αθήνα με σκοπό να εξασκήσει μια τέχνη ή ένα επάγγελμα (Πλουτάρχου, Σόλων 24.4). Είναι γεγονός πάντως ότι ένας άνδρας δεν μπορούσε να ασκήσει τα δικαιώματα του πολίτη μέχρι να εγγραφεί στα μητρώα κάποιου δήμου.
Θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών στην ικανοποίηση των οποίων απέβλεπε η Αθηναϊκή πολιτεία ήταν κατ' αρχήν η "ισονομία" και η "ισηγορία". "Ισονομία" είναι η ισότητα όλων των πολιτών προ του νόμου (Ηροδότου Ιστορία 3,86) και "Ισηγορία" η ελευθερία του λόγου (Ηροδότου Ιστορία 5,78). Επίσης η εκ περιτροπής άσκηση της πολιτικής εξουσίας από όλους τους πολίτες αποτελεί τη λεγόμενη πολιτική ελευθερία και είναι το πρώτο χαρακτηριστικό της δημοκρατικής Αθηναϊκής πολιτείας (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1317 b, 3). Δεύτερο δε χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι "το ζην ως βούλεταί τις" δηλαδή η καλούμενη ατομικά ελευθερία (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1317 b, 20), δικαίωμα το οποίο αναγνώριζε η Αθήνα στους πολίτες της και το προστάτευε.
Επίσης οι Αθηναίοι πολίτες, σύμφωνα με το Νόμο περί Σωματείων του Σόλωνα, είχαν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για πολιτικούς και οικονομικούς σκοπούς. Τέλος η Αθηναϊκή Πολιτεία παρείχε, σε κάποιον που αδικούταν από τον νόμο, το δικαίωμα προσφυγής στον Αρειο Πάγο (Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία 4.4). Αυτό θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα είδος δικαιώματος του αναφέρεσθαι εις τα αρχάς.
Η κατάσταση ενός ατόμου ως Αθηναίου Πολίτη μπορούσε να θιγεί με την "ατιμία". Σε χοντρές γραμμές σήμαινε αποκλεισμό από τα προνόμια της Αθηναϊκής δημόσιας ζωής κια ήταν ποινή που επιβάλλοταν μόνο σε πολίτες, χωρίς εφαρμογή σε αλλοδαπούς. Περιελάμβανε απώλεια όχι μόνο του δικαιώματος της ψήφου, αλλά περισσοτέρων δικαιωμάτων. Ενας πολίτης που είχε αποστερηθεί τα πολιτικά του δικαιώματα δεν επιτρεπόταν να μπει σε ναούς ή στην αγορά. Δεν μπορούσε να κατέχει κανένα δημόσια αξίωμα, ούτε να είναι μέλος της Βουλής ή ένορκος. Δεν μπορούσε να μιλήσει στην εκκλησία, ούτε και σε δικαστήρια. Είχε όμως ακόμα το δικαίωμα να παντρευτεί Αθηναία και να κατέχει γη στην Αττική, ενώ υπέκειτο σε καταβολή φόρων και υποχρεούταν σε εκτέλεση στρατιωτικής υπηρεσίας.
Η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων ήταν κανονικά ισόβια. Μπορούσε να γίνει κληρονομική και να ισχύει και για τους απογόνους του πολίτη, συχνότερα όμως επιβαλλόταν μόνο στον ίδιο.
Η Αθηναϊκή πολιτεία προστάτευε τον πολίτη, όχι μόνο παρέχοντας του αναφέρετα δικαιώματα, αλλά και προνοώντας με διάφορους τρόπους για τον ίδιο, έτσι είχε θεσπίσει νόμο σύφμωνα με τον οποίο οι ανάπηροι από τον πόλεμο ή από άλλες αιτίες να παίρνουν από το δημόσιο (μετά από εξέταση από την Βουλή) δύο οβολούς ο καθένας κάθε μέρα για τη διατροφή του (Αριστοτέλους Αθηναίων Πολιτεία, 49.4, Πλουτάρχου, Σόλων 31). Επίσης ο Σόλωνας με νόμο του προέβη σε αναδασμό της γης προς όφελος των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων (Πλουτάρχου, Σόλων 14). Τέλος, Βάσει νόμου οριζόταν με ποινή η μη υποχρέωση διατροφής του πατέρα από τον γιο αν δεν του είχε μάθει κάποια τέχνη, ήταν προφανώς κάποια προσπάθεια τιμωρίας των ανέργων και καταπολέμησης της ανεργίας (Πλουτάρχου, Σόλων 22).
Συμπερασματικά για την Αθηναϊκή πολιτεία μπορούμε να πούμε ότι καθώς διακυβερνούταν από τους ικανότερους (εκ περιτροπής άσκηση της πολιτικής εξουσίας), διασφάλισε δια την προ του νόμου ισότητα και είχε ως μέλημα το συμφέρον των περισσοτέρων. Μπορούμε λοιπόν να υποστηρίξουμε την άποψη ότι η Αθηναϊκή δημοκρατία γνώριζε και πραγματοποιούσε κατά το δυνατόν το θεμελιοδέστερο δικαίωμα του ανθρώπου: την πνευματική ανάπτυξη. Δικαίωμα χάρις το οποίο δημιουργήθηκε ο κλασσικός Ελληνικός πολιτισμός, που αποτελεί οδηγητή και του σημερινού ακόμα κόσμου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β': Αρχαία Σπάρτη
Επειδή τα στοιχεία τα οποία έχουμε για το δίκαιο της Σπάρτης είναι σαφώς λιγότερα από αυτά της Αθήνας, η ανάπτυξη του κεφαλαίου αυτού θα γίνει με κάπως διαφορετικά αξιολόγηση. Πρώτα θα αναφερθώ στις τάξεις της Σπαρτιατικής πολιτείας και στη συνέχεια θα εξετάσω δύο από τους βασικότερους θεσμούς της.
Κατ' αρχήν πρέπει να σημειωθεί ότι το δίκαιο της Σπάρτης ή της Πολιτείας Λακεδαιμονίων όπως είναι σωστότερο να αποκαλείται διατήρησε αντίθετα με τις άλλες Ελληνικές νομοθεσίες, τον άγραφο χαρακτήρα, είχε εμφανισθεί από οτν 8ο π.Χ. αιώνα ως χρησμός του Απόλλωνα, με τη μορφή ρητρών. Σπουδαιότερο είναι η μεγάλη ρήτρα του Λυκούργου, η οποία αναφέρεται στην ουσιαστική συγκρότηση της Σπαρτιατικής Πολιτείας, (Πλουτάρχου, Λυκούργος 6).
Τρεις ήταν οι τάξεις στην Σπάρτη:
Κατ' αρχήν οι Σπαρτιάτες πολίτες, οι οποίοι ονομάζονταν όμοιοι. Είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Λάβαιναν μέρος στην Απέλλα (Εκκλησία του Δήμου) και ασκούσαν νομοθετική εξουσία, (Δικαίωμα του εισφέρειν, όπως αναφέρεται στην μεγάλη ρήτρα). Επίσης είχαν το δικαίωμα του αφίστασθαι, δηλαδή τη δυνατότητα μέσω της Απέλλας να ψηφίσουν ή όχι το εισφερόμενο νομοσχέδιο των Βασιλέων και των Γερόντων. Οι όμοιοι μπορούσαν επίσης να ερμηνεύουν αυθαίρετα και να εφαρμόζουν εις βάρος των άλλων τάξεων την ισχούσα νομοθεσία διότι όπως είπαμε πιο πάνω ήταν άγραφη. Μόνον αυτοί επίσης είχαν το δικαίωμα να εκλέγονται στα ανώτερα αξιώματα (Βασιλείς, Γέροντες, Εφοροι) με αποτέλεσμα η νομοπαρασκευαστική και δικαστική εξουσία να βρίσκεται στα χέρια τους (Πλουτάρχου, Αγις 1 επ).
Μεσαία τάξη στην πολιτεία Λακεδαιμονίων αποτελούσαν οι περίοικοι. Περίοικοι ήταν οι παλιοί κάτοικοι των γύρω από την Σπάρτη περιοχών, τους οποίους υπέταξαν οι Δωριείς, άφησαν όμως άθικτη την περιουσία τους. Οι περίοικοι εξασκούσαν τα διάφορα επαγγέλματα και αυτό γιατί απαγορευόταν στους Σπαρτιάτες η χειρωνατική εργασία. Από τα πολιτικά δικαιώματα των ομοίων είχαν μόνο το δικαίωμα του εκλέγειν και φυσικά το δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος στην Απέλλα.
Ειδικότερα, οι περίοικοι διακρίνοταν σε τρεις ομάδες:
α. Υπομείονες: ήταν οι πολίτες που δεν είχαν δικαίωμα λόγω φτώχεις να λαβαίνουν μέρος στα συσίτια, τη στρατιωτική αγωγή και τις άλλες δημόσιες δαπάνες (Ξενοφώντος, Ελληνικά, 3,3,6).
β. Νεοδαμώδεις: ήταν οι πολίτες που προέρχονταν από τους είλωτες αλλά είχαν πολιτογραφηθεί (Θουκιδίδη, Ιστορία 7,58,3).
γ. Μόθακες (νόθοι): οι οποίοι προέρχονταν από τους γάμους Σπαρτιατών πατέρων με μητέρες που προέρχονταν από την τάξη των ειλώτων (Ξενοφώντος., Ελληνικά 5,3,9).
Για τους περίοικους τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι επειδή πριν από τον Λυκούργο είχαν ελάχιστη γη, ο νομοθέτης προχώρησε σε διανομή της με σκοπό την εξίσωση ως προς την περιουσία (Πλουτάρχου, Λυκούργος 8).
Τελευταία και κατώτερη ήταν η τάξη των ειλώτων. Οι είλωτες, σε αντίθεση με τους δούλους της Αθήνας, προέρχονταν από Ελληνες. Ειδικότερα είλωτες ήταν οι κάτοικοι της Λακωνικής και αργότερα της Μεσσηνίας, οι οποίοι υποδουλώθηκαν από τους Σπαρτιάτες και υποχρεώθηκαν να καλλιεργούν τα κτήματα των κυρίων τους (Πλούταρχος, Λυκούργος 2).
Υπάρχουν δύο θεωρίες γαι τη θέση των ειλώτων στην Σπαρτιατική πολιτεία. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία η θέση τους ήταν πολύ χειρότερη από την θέση των δούλων στην υπόλοιπη Ελλάδα. Κι αυτό γιατί ήταν πολυάριθμοι ενώ οι Σπαρτιάτες λιγότεροι και επειδή τους φοβούνταν τους επέβλεπαν αυστηρότατα.
Σύμφωνα με τη δεύτερη όμως θεωρία, οι είλωτες βρισκόταν σε μια κατάσταση μεταξύ δουλείας και ελευθερίας. Σε αυτή την άποψη συνηγορούν δύο λόγοι: πρώτον κάποια οικονομική ανεξαρτησία. Ο είλωτας, αφού εκπλήρωνε την υποχρέωσή του προς τον κύριό του, ήταν ελεύθερος να διαθέσει το πλεόνασμα από την εργασία του όπως αυτός ήθελε. Δεύτερον, η ασφάλεια: οι είλωτες δεν μπορούσαν να πουληθούν σε κράτος εκτός Σπάρτης και τούτο γιατί όπως φαίνεται ανήκαν στην κοινότητα των Σπαρτιατών και όχι σε συγκεκριμένο άτομο, το οποίο είχε απλώς την επικαρπία. Οι είλωτες λοιπόν είχαν φυσιολογική οικογενειακή ζωή και αναπαράγονταν επίσης φυσιολογικά.
Οι είλωτες μπορούσαν, σε καιρό πολέμου, να ενταχθούν στην κοινωνία των ελεύθερων ανθρώπων αν προσέφεραν μεγάλες στρατιωτικές υπηρεσίες στον πόλεμο. Οι απελευθερούμενοι με αυτόν τον τρόπο ονομάζονταν νεοδαμώδεις όπως είδαμε και πιο πάνω. Επειδή όμως οι εξεγέρσεις τους ήταν πολύ συχνές, οι Σπαρτιάτες δεν τους έδιδαν πολλές φορές μόνον τον τίτλο του ελευθέρου ανθρώπου, αλλά και το προνόμιο του πολίτη.
Τέλος, ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του παρομοιάζει τους Είλωτες της Σπάρτης με τους κατοίκους των περιχώρων (Περίοικους) της Κρήτης με τη μόνη διαφορά ότι οι δεύτεροι είχαν όλα τα δικαιώματα των ελευθέρων ανθρώπων, εκτός από δύο: την άσκηση στα γυμναστήρια και την οπλοφορία.
Τελειώνοντας, θα αναφερθώ σε δύο θεσμούς της Σπαρτιατικής νομοθεσίας:
Κατ' αρχήν στον θεσμό της κρυπτείας. Σύμφωνα με αυτή οι όμοιοι, που συνδέονταν με δεσμούς κοινού αίματος, επιτρεπόταν να σκοτώνουν τους είλωτες (Πλουτάρχου, Λυκούργος 28). Η άσκηση αυτή στο κυνήγι των ειλώτων διεξαγόταν τη νύχτα και είχε διπλό ρόλο: από τη μια μεριά αποτελούσε δοκιμασία που επέτρεπε στο νέο Σπαρτιάτη να αποκτήσει πλήρη πολιτικά δικαιώματα, και από την άλλη ήταν ένα μέσο για την αποτελεσματικότερη παρακολούθηση και έλεγχο των ειλώτων. Αποτελούσε δηλαδή η κρυπτεία, έκφραση της κρατούσης στο δημόσιο δικαίωμα της Σπάρτης, γενικής ρήτρας της αυθαιρεσίας.
Ο δεύτερος θεσμός είναι ο θεσμός της ξενηλασίας, συνίστατο δε στην απαγόρευση της εισόδου κάθε ξένου στη Σπάρτη χωρίς την ειδική άδεια των εφόρων (Αριστοτέλους, Πολιτικά 1272b, 19). Σκοπός του ήταν η ασφάλεια και προστασία των κατοίκων της Σπάρτης από κάθετι που επιθυμούσε και μπορούσε να την επηρεάσει με αποτέλεσμα την ανατροπή του πολιτεύματος.
Συμπερασματικά για τη Σπάρτη μπορούμε να πούμε ότι λόγω της καταγωγής των κατοίκων (Δωριείς) και της μορφής του πολιτεύματός τους (κλειστό - πολιτεία στρατοπέδου κατά τον Πλάτωνα), καθώς και των ιδανικών τους (ύψιστη πολιτική αρετή: ανδρεία) διέφεραν σημαντικά από τους Αθηναίους για τους οποίους και περισσότερα γνωρίζουμε και το πολίτευμά τους μας είναι πιο οικείο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Εξετάσαμε λοιπόν κάπως εκτεταμένα τη νομική φύση και θέση του ατόμου στα δίκαια της Αρχαίας Αθήνας και Σπάρτης, με κάποια ελλειπή αναφορά στα πολιτεύματά τους.
Είδαμε τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των Αρχαίων Ελλήνων και πόσο διέφεραν η κοινωνική σύνθεση και οι αντιλήψεις της μιας πόλης - κράτους από την άλλη.
Παρ' όλα τα μειονεκτήματα και τις αδυναμίες και των δύο, είναι γεγονός ότι η πολιτισμική ανάπτυξη της Αθήνας και η στρατιωτική της Σπάρτης, προσέφεραν πολλά στην εξύψωση του ατόμου και στην πνευματική και προσωπική του ελευθερία.