Ο καλύτερος τρόπος
για να σιγουρευτείς ότι εσύ είσαι ο γνωστικός, δεν είναι να κλείσεις μέσα το
γείτονά σου.
Φ.Μ. Ντοστογιέφσκι
Η κοινωνία μας
φοράει έναν ζουρλομανδύα κομφορμισμού από την ώρα που θα γεννηθούμε.
Μας «διαπαιδαγωγεί», δηλαδή μας αναγκάζει να συμμορφωθούμε στις
δικές της επιθυμίες.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο οι όροι «υγεία» και
«τρέλα» γίνονται ύποπτοι.
R. D. Laing
Η Ψυχασθένεια Είναι Μια Συνωμοσία Της
Κοινωνίας Και Των Ψυχιάτρων
Σε Βάρος Ιδιάιτερων
Ανθρώπων;
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΡΕΛΑΣ: Στην αρχή
υπήρχε ένας άνθρωπος. Ο άνθρωπος αυτός χειριζόταν μια γλώσσα πιο άμεση και
πηγαία από τη γλώσσα της λογικής. Στην αρχή η λογική και η μη-λογική ήταν
αδιαχώριστες. Κάποια στιγμή όμως επήλθε η ρήξη. Η τρέλα έκανε την εμφάνιση της
από τότε που ο ανθρώπινος νους καθιέρωσε μιαν απόσταση ανάμεσα στη λογική και
στη μη-λογική.
Πολύ πριν αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε όρους όπως ψυχοπαθολογία, ψύχωση και
σχιζοφρένεια,η τρέλα ήταν περιβεβλημένη μ’ ένα μεταφυσικό μανδύα. Στις αρχαίες
φυλές οι μάγοι-σαμάνοι ερμήνευαν την τρέλα ενός ανθρώπου άλλοτε ως θεϊκό σημάδι
κι άλλοτε ως κατάληψη από μοχθηρές δυνάμεις ή θεότητες, κάτι που απαιτούσε
εξορκισμό. Οι αντιλήψεις αυτές δεν άλλαξαν ούτε και κατά τη διάρκεια του
Μεσαίωνα, όταν οποιοσδήποτε είχε κάποια ψυχική διαταραχή χαρακτηριζόταν
αυτομάτως «δαιμονισμένος» και έρμαιο των «σατανικών δυνάμεων».
Υπήρχαν όμως και σπάνιες περιπτώσεις που η τρέλα δεν θεωρούνταν κάτι το
«δαιμονικό», αλλά δείγμα «ιερότητας», όπως δείχνουν και τα παραδείγματα των
«ιερών σαλών» π.χ. Άγιος Ανδρέας ο Σαλός. Στις περισσότερες πάντως περιπτώσεις
οι τρελοί έπαιζαν το ρόλο του «μιασμένου» αποδιοπομπαίου τράγου. Οι εκκλησίες
απαγόρευαν την είσοδο τους και όχι σπάνια μαστιγώνονταν δημοσίως ή κυνηγιόνταν
με ραβδιά και διώχνονταν από τις πόλεις. Η αναχώρηση των τρελών απέκτησε
τελετουργική σημασία παρόμοια με «εξαγνισμό» και πέρασε στη λογοτεχνία και στην
εικονογραφία με τη μορφή του Πλοίου των Τρελών, που πλέει ακυβέρνητο με το
αλλοπαρμένο του πλήρωμα) …
Ακόμη και μετά το Μεσαίωνα η παραφροσύνη, καραδοκούσε κάτω από την αδύναμη
επιφάνεια της φαινομενικότητας, τρόμαζε και προκαλούσε, κυρίευε τις νύχτες και
βασίλευε στη φαντασία των ανθρώπων. Ενώ στο Μεσαίωνα η τρέλα κατατάσσονταν στις
αμαρτίες, στην Αναγέννηση εγκαταλείπει το χώρο της μεταφυσικής και καθίσταται
υπεύθυνη για ό,τι κακό υπάρχει στον άνθρωπο. Δεν σχετίζεται πλέον με υποχθόνιες
δυνάμεις αλλά με τις ανθρώπινες αδυναμίες, τα όνειρα και τις αυταπάτες.
Είναι η κωμική τιμωρία της γνώσης και της εγωπάθειας. Η τρέλα ριζώνει στα
χωράφια της φανταστικής ελευθερίας. Ο Θερβάντες καθόρισε για πάντα τα γνωρίσματα
της στο μνημειώδες έργο του Δον Κιχώτης. Στα έργα του Σαίξπηρ η τρέλα συγγενεύει
με το φόνο και την αυτοκτονία, είναι δηλαδή πάντοτε ακραία. Την ίδια εποχή η
τρέλα περνά στην τέχνη, και συγκεκριμένα στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική και
ιδιαίτερα στο θέατρο.
Τον 16ο αιώνα η τρέλα παραφυλάει στον
κόσμο της αμφιβολίας. Η μη λογική εμφανίζεται ως απειλή που συγχέει την
υποκειμενικότητα από την αλήθεια. Από τον 17ο αιώνα όμως αυτός ο κίνδυνος
μειώθηκε καθώς ο άνθρωπος κατοχύρωσε τη λογική του. Έτσι η τρέλα εξορίζεται και
μια νέα διαχωριστική γραμμή χαράσσεται ανάμεσα σ’ αυτή και στη λογική. Από τον
18ο αιώνα η τρέλα θα κατοικεί πλέον στα άσυλα, μαζί με τη φτώχεια, την αρρώστια
και την αναπηρία. Τα ιδρύματα εγκάθειρξης θα γίνουν ο «φυσικός χώρος» της. Εκεί
ακολουθείται η «θεραπεία» της ηθικής και της τιμωρίας, που «εξαγνίζει» τις
ψυχές.
Τα άσυλα ήταν απάνθρωπα καταχωνιαστήρια
ταλαίπωρων ψυχών. Υπήρχε μάλιστα και μια συνήθεια από το Μεσαίωνα να
επιδεικνύουν τους φρενοβλαβείς. Μερικά Narrturmer της Γερμανίας είχαν καγκελωτά
παράθυρα για να φαίνονται απ’ έξω οι τρελοί, προσφέροντας έτσι θέαμα στους
περαστικούς. Συχνά μάλιστα έκοβαν και εισιτήριο κάθε Κυριακή δείχνοντας τους
μανιακούς τους. Σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις ο περίπατος και το θέαμα των
έγκλειστων τρελών ήταν μια πολύ συνηθισμένη κυριακάτικη «διασκέδαση»…
Μόλις τον 19ο αιώνα η τρέλα αναγνωρίζεται ως ιατρικό
πρόβλημα. Μέχρι τότε θεωρούνταν περισσότερο «επιστροφή στη ζωώδη
κατάσταση» κι εκδήλωση της αχαλίνωτης φύσης του τρελού-ζώου. Η τρέλα αποκάλυπτε
τον κρυφό ζωώδη χαρακτήρα του ανθρώπου. Ήταν μια απειλή για τον δυτικό άνθρωπο,
που ζει σαν «ζώον λόγον έχον». Η ενδεδειγμένη «θεραπεία» της ήταν το δάμασμα,
που έπαιρνε συχνά τη μορφή μαστιγώματος για να καθυποταχθεί η άγρια φύση του
ανθρώπου. Τον 19
ο αιώνα όμως το ζώο έπαψε να έχει αρνητικό χαρακτήρα,
αναγνωρίστηκε ως μορφή φυσικής εξέλιξης και ο άνθρωπος άρχισε να αντιλαμβάνεται
πως η τρέλα ήταν κι αυτή μια φυσική διαδικασία που αφορούσε τη δυσλειτουργία της
ανθρώπινης συνείδησης.
Στα τέλη του 19
ου αιώνα ο στόχος του
εγκλεισμού των ψυχοπαθών στα άσυλα δεν ήταν μόνον η απομόνωση και ο σωφρονισμός.
Αναπτύχθηκαν «μακροχρόνιες θεραπείες» όχι βέβαια της ψυχής, αλλά των νεύρων και
της φαντασίας του ψυχοπαθούς, όπως το απότομο ξύπνημα τα μεσάνυχτα, τα σοκ, τα
«αναζωογονητικά» κρύα ντουζ κ.α
Τον 20ο αιώνα η τρέλα αναγνωρίστηκε ως ψυχική
διαταραχή, ως ψυχοπάθεια που χρήζει ψυχοσωματικής αντιμετώπισης και
θεραπείας. Έτσι η
ψυχιατρική, με τα ηλεκτροσόκ και τα ψυχοφάρμακά της,
ανέλαβε δράση. Παράλληλα εμφανίστηκε και η ψυχανάλυση, που προσπάθησε να
βοηθήσει τις ελαφριές περιπτώσεις ψυχώσεων, ερμηνεύοντας τραυματικές εμπειρίες
κι απελευθερώνοντας καταπιεσμένες φοβίες. Παρά τις όποιες ιατρικές προόδους
απέχουμε ακόμη πολύ από το να γνωρίζουμε και να θεραπεύουμε τους πολύπλοκους
μηχανισμούς της τρέλας, που συνεχίζει ν’ αποτελεί ένα μεγάλο μυστήριο.
Η ψυχιατρική, αν και εφοδιασμένη με εκατοντάδες
ψυχοφάρμακα, έχει αποδειχθεί
ανεπαρκής. Η γλώσσα της ψυχιατρικής δεν είναι παρά ένας μονόλογος της λογικής
για την τρέλα. Δυσκολεύεται να ερμηνεύσει τις διαφορετικές καταστάσεις της
συνείδησης.
«Ο άνθρωπος είναι εκείνο το τρελό ον, του
οποίου η τρέλα ανακάλυψε τη λογική» Καστοριάδης
ΕΝΑ ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΨΥΧΩΤΙΚΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ:
Μέσα στο βιβλίο του Η Πολιτική της Εμπειρίας (The Politics of Experience) ο
γνωστός «αντιψυχίατρος» Ronald D. Laing, περιγράφει λεπτομερώς το ψυχωσικό
επεισόδιο του Jesse Watkins, ενός μεγάλου γλύπτη, που βίωσε ένα 10ήμερο ταξίδι
στον εσωτερικό του χρόνο και χώρο. Το «ταξίδι» αυτό ήταν αποτέλεσμα μιας
δύσκολης περιόδου που περνούσε τότε ο Jesse. Εργαζόταν επτά μέρες την εβδομάδα,
μέχρι αργά τη νύχτα και είχε φτάσει σε κατάστάση απόλυτης ψυχοσωματικής και
συναισθηματικής εξάντλησης.
Εκείνες τις μέρες μάλιστα έτυχε να τον δαγκώσει στο δρόμο ένας αδέσποτος
σκύλος και για πρώτη φορά στην ζωή του ο Jesse βίωσε την ολική αναισθησία. Από
το νοσοκομείο γύρισε στο σπίτι του με λεωφορείο και κάθισε σε μια καρέκλα.
Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο του ο επτάχρονος γιος του, και ο Jesse τον
κοίταξε με ένα καινούργιο και περίεργο τρόπο, κάπως «σαν να μην ήταν το παιδί
του καθόλου κάτι ξεχωριστό από τον ίδιο». Και τότε άρχισε το ταξίδι του…
Τη στιγμή που κοίταξε το ρολόι του τοίχου, το άκουσμα του τραμ απ’ έξω έγινε
μια ατελείωτη μουσική του Ραβέλ (προφανώς το Μπολερό) και αισθάνθηκε πολύ
χαρακτηριστικά ότι ο χρόνος κινείται προς τα πίσω. Ταυτόχρονα ένιωσε πως ο ίδιος
ήταν πάνω σε μια ταινία και κουνιόταν προς τα πίσω και προς τα κάτω. Έπεφτε
χωρίς να μπορούσε να αλλάξει τίποτα: «Ο άνθρωπος ξεκίνησε το πιο παλιό ταξίδι
του κόσμου: το ταξίδι πίσω στο χρόνο» (R. D. Laing). Αυτή η αίσθηση του
προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και αναταραχή. Κατόπιν είχε την αίσθηση ότι μπορούσε
να ελέγξει απόλυτα τον εαυτό του και ότι μπορούσε να κάνει οτιδήποτε που
θελήσει…
Έπειτα ήρθε η γυναίκα του και όταν της είπε πως τα βλέπει τα πράγματα, αυτή
τρόμαξε και κάλεσε τον γιατρό. Τον πήγαν στο νοσοκομείο. Όταν τον έβαλαν στο
κρεβάτι, νόμιζε ότι πέθανε. Είχε την αίσθηση ότι γύρω του βρίσκονται και άλλοι
νεκροί άνθρωποι, που ήταν εκεί μόνο επειδή περίμεναν να τους μεταφέρουν στην
άλλη πτέρυγα. «Αυτός δεν πέθανε φυσικά, αλλά πέθανε το εγώ του. Ταυτόχρονα με το
χάσιμο του εγώ, με αυτό το θάνατο, ήρθαν και οι αισθήσεις για την αυξημένη
σημασία και σπουδαιότητα των πάντων…» Και τότε καταλήφθηκε από την αληθινή
αίσθηση πως ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, πως οπισθοδρομεί και μάλιστα παρά πολύ
πίσω στο χρόνο: όχι μόνο που ξανά έγινε μωρό και άκουσε τα κλάματά του, αλλά
γύρισε πολύ πίσω στις άλλες εποχές όπου ήταν μεγάλο ζώο, κάτι σαν ρινόκερος…
Ένα τέτοιο ταξίδι βιώνεται σαν πορεία προς τα «μέσα», σαν επιστροφή μέσα από
την προσωπική ζωή του ταξιδιώτη, μέσα και πίσω και πέρα μέχρι την εμπειρία
ολόκληρης της ανθρωπότητας, του πρώτου ανθρώπου, του Αδάμ, και ίσως ακόμα
μακρύτερα ως το Είναι των ζώων, των φυτών και των ορυκτών. Παρόλο που δεν έχει
την σιγουριά του λιμανιού της προσωπικής ταυτότητας, έχοντας τη ριγμένη άγκυρα
σε αυτό το χρόνο και σ’ αυτό το μέρος, ο ταξιδιώτης μπορεί και συνεχίζει να
είναι απόλυτα συνειδητοποιημένος αυτού του χρόνου και χώρου.
Όταν έφτασε στο νοσοκομείο ο Jesse είχε μια αρκετά μεγάλη πληγή στο δάχτυλό
του, αλλά δεν άφησε τη νοσοκόμα να του την περιθάλψει, έχοντας μία φοβερή
αίσθηση ότι μπορεί να αυτοθεραπευτεί. Την επόμενη μέρα όντως το δάχτυλό του
έγινε καλά. Αντιλαμβανόταν ιδιαίτερα καθαρά ότι όλα τα πράγματα χωρίζονται σε
τρία επίπεδα: προθάλαμο, μεσαίο κόσμο και ανώτερο κόσμο. Οι περισσότεροι
άνθρωποι περίμεναν στον προθάλαμο για να περάσουν στο επόμενο τμήμα, όπου τελικά
βρέθηκε ο ίδιος:
«Ήταν σαν ένα είδος ξυπνήματος, απελευθέρωσης, και είχα την καθαρή συνείδηση
του ανώτερου επιπέδου όπου βρισκόμουν. Αισθανόμουν (είχα την άμεση γνώση) του
‘’δεύτερου επιπέδου’’ της ύπαρξης που κείται όχι μόνο πάνω από το προθάλαμο
αλλά και πάνω από την πραγματικότητα –κείται πάνω και από τα δύο, και είναι σαν
ένα είδος τριεπίπεδης ύπαρξης… Δεν υπήρχα πλέον σε ρέουσα στιγμή, αλλά έπλεα
μέσα στο χρόνο και υπήρχα σε μια άλλη χρονική διάσταση που συμπλήρωνε το χρόνο
το οποίο ζούσα τώρα… Μπορούσα και ταξίδευα πολύ πιο γρήγορα προς τα πίσω από ότι
προς τα μπρος».
Ο Jesse αισθάνθηκε ότι υπάρχουν, όχι ένας θεός αλλά θεοί, όντα που είναι πολύ
πιο εξελιγμένα από εμάς, ικανά να αντεπεξέλθουν με τη κατάσταση με την οποία
αυτός δεν τα κατάφερε, και επίσης ήξερε πως ο καθένας μας κάποια στιγμή στη ζωή
του πρέπει να κάνει κάτι τέτοιο. Έπειτα ένιωσε ότι και ο θεός ήταν
«τρελός»,επειδή κουβαλούσε πάνω του όλο αυτό το βάρος της επίγνωσης και
κυβέρνησης των πάντων: «Η αιτία των πάντων και όλης της ύπαρξης είναι να σε
προετοιμάσει για ένα βήμα παρά πάνω και άλλο ένα πιο πέρα»…
Ο Jesse κατάλαβε ότι με το ταξίδι αυτό έμαθε τα στάδια που πρέπει όλοι μας
κάποια στιγμή να περάσουμε και δεν είναι μόνο ένα αλλά άπειρα στάδια. Έμαθε
επίσης πως υπάρχει τεράστιος αριθμός πραγμάτων με τα οποία συγκρουόμαστε, που
δεν μας αφήνουν να δεχτούμε την πραγματικότητα όπως πραγματικά είναι, και είναι
ένα ταξίδι που μας περιμένει και πρέπει να κάνουμε. Η κάθε αναβολή του μας
οπισθοδρομεί, αντί να προχωρούμε στο σκαλοπάτι της εξέλιξης. Κάποια στιγμή για
τον Jesse τα πράγματα άρχισαν να γίνονται όλο και πιο πολύπλοκα.
Μιλούσε συνέχεια, και τον έβαλαν σε απομόνωση: «Τους παρακάλεσα να αφήσουν
ανοιχτή πόρτα και ευτυχώς το έκαναν. Θυμάμαι ότι εκείνη τη νύχτα πάλευα με κάτι
που ήθελε από εμένα να παραδοθώ σε εμπειρία, να συνεχίσω την πορεία και εγώ
ένιωθα έναν φόβο και πανικό ότι το πνεύμα μου δεν χωράει άλλη εμπειρία. Ποτέ δεν
ήμουν θρησκευόμενο άτομο, αλλά τότε πράγματι έχω περάσει τον Γολγοθά. Αισθάνθηκα
ότι δεν αντέχω άλλο την πίεση μέσα στο μυαλό μου και αποφάσισα να γυρίσω πίσω.
Καθόμουν στο κρεβάτι και σκέφτηκα ότι πρέπει να συμμαζευτώ επιτέλους, να ενωθώ
με το τωρινό μου Εγώ… Έτσι ακριβώς ένιωσα.
Εκείνη τη στιγμή ήρθε η νοσοκόμα και μου έδωσε τα φάρμακα. Εγώ έσφιξα δυνατά
τα χέρια μου και επαναλάμβανα συνεχώς μέσα μου το όνομα μου, λέγοντας φωναχτά
ότι έγινα καλά και δεν θα πάρω άλλα φάρμακα, και εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι
πραγματικά όλα τέλειωσαν. Η νοσοκόμα φώναξε τον γιατρό. Και σ’ αυτόν είπα το
ίδιο, ότι δεν θα πάρω άλλα ηρεμιστικά, ότι έγινα καλά. Αυτός με κοίταξε κάπως
βαθιά στα μάτια και είπε: ‘’Ναι, το βλέπω’’ και χαμογέλασε»…
«Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι μια τέτοια εμπειρία δεν θα έχει και ένα
καταστροφικό αποτέλεσμα» σχολιάζει ο Λάινγκ. «Ο Jesse έζησε τρία επίπεδα
πραγματικότητας, αντί το συνηθισμένο ένα. Εκτός από το πέρασμα του Γολγοθά, δεν
έχει συνδέσει το ταξίδι του με καμία ιδεολογία. Δεν είχε κανέναν χάρτη. Αλλά
ήξερε ότι με αυτή την εμπειρία έπεσε σε κατάσταση ανώτερης και όχι κατώτερης
πραγματικότητας, υπερ-φυσιολογικότητας και όχι υπο-φυσιολογικότητας».
ΤΑΞΙΔΙ ΧΩΡΙΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: Ο Gregory
Bateson στην εισαγωγή που έκανε το 1961 σε μια αυτοβιογραφική έκθεση
σχιζοφρένειας του 19ου αιώνα με τίτλο Η Αφήγηση του Πέρσεβαλ. Η Έκθεση ενός
Ασθενούς για την Ψύχωσή του, λέει τα εξής:
«Θα έλεγε κανείς πως όταν ο ασθενείς έχει μπει στο στάδιο της ψύχωσης, έχει
να διανύσει κάποια πορεία. Έχει κατά κάποιο τρόπο ξεκινήσει για ένα εξερευνητικό
ταξίδι που θα ολοκληρωθεί μόνο με την επιστροφή του στο φυσιολογικό κόσμο, στον
οποίο έρχεται πια έχοντας διαφορετικές αντιλήψεις από τους άλλους κατοίκους του,
που δεν ξεκίνησαν ποτέ για ένα τέτοιο ταξίδι. Εφόσον αρχίσει, το σχιζοφρενικό
επεισόδιο φαίνεται πως έχει μία συγκεκριμένη πορεία, όπως έχει και μία
ιεροτελεστία μύησης –θάνατο και αναγέννηση– στην οποία ο αρχάριος μπορεί να έχει
φτάσει σπρωγμένος από την οικογενειακή του ζωή ή από τυχαίες περιστάσεις, αλλά η
οποία στη συνέχεια προσδιορίζεται κατά πολύ από μία ενδογενή διαδικασία. Σύμφωνα
με αυτά, η αυθόρμητη αποκατάσταση δεν αποτελεί πρόβλημα. Αντίθετα, είναι η
φυσική κατάληξη όλης της διαδικασίας. Αυτό που πρέπει να εξηγηθεί είναι το γιατί
πολλοί που ξεκινάνε γι’ αυτό το ταξίδι δεν καταφέρνουν να γυρίσουν πίσω; Μήπως
αυτοί αντιμετωπίζουν είτε στην οικογενειακή ζωή είτε στα θεραπευτικά ιδρύματα,
συνθήκες τόσο τερατωδώς αντενδεικνυόμενες για προσαρμογή, που ακόμα και η πιο
πλούσια και καλά οργανωμένη παραισθησιακή εμπειρία να μην μπορεί να τους
σώσει;»
Στην Γενική ψυχοπαθολογία του Karl Jaspers διαβάζω για μια άλλη προσωπική
εμπειρία ψύχωσης από την οποία σας παρουσιάζω ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα:
«Πιστεύω ότι μόνος μου έχω προκαλέσει αυτήν την αρρώστια. Προσπαθώντας να
εισβάλω στον άλλο κόσμο, συνάντησα τους δικούς του φυσικούς προστάτες, που δεν
ήταν τίποτα άλλο παρά υλοποίηση των αδυναμιών και μειονεκτημάτων του ίδιου μου
εαυτού. Πρώτα πίστευα ότι επρόκειτο για τους κατοίκους κατώτερου κόσμου που
μπόρεσαν να παίζουν μαζί μου γιατί βρέθηκα στις περιοχές τους εντελώς
απροετοίμαστος.
Μετά σκέφτηκα ότι αυτοί είναι αποσπασμένα κομμάτια του ίδιου μου του
πνεύματος (πάθη), που υπάρχουν σε ελεύθερο χώρο γύρω μου και βλαστάνουν πάνω στα
συναισθήματά μου. Πίστευα ότι και όλοι οι άλλοι τα έχουν αλλά δεν τα
αντιλαμβάνονται χάριν στο πετυχημένο ψέμα για την αίσθηση της προσωπικής
ύπαρξης. Πίστευα πως αυτή η αίσθηση είναι ένα προϊών μνήμης, δημιούργημα σκέψης,
μία όμορφή κούκλα κούφια από μέσα… Πολύ νωρίς προσπάθησα να φτάσω στη πηγή της
ζωής και με πρόλαβε η κατάρα των θεών: η τρέλα».
Όταν ένα άτομο χάνει τα λογικά του, δηλαδή τρελαίνεται, η θέση του σε όλα τα
πεδία ύπαρξης αλλάζει σημαντικά. Καταρχάς το κέντρο της εμπειρίας μεταφέρεται
από το Εγώ στον πραγματικό εαυτό. Ο κοσμικός χρόνος γίνεται εντελώς
δευτερεύουσας σημασίας και μόνο το αιώνιο έχει σημασία. Εντωμεταξύ ο «τρελός»
είναι σε σύγχυση, επειδή συγχέει το Εγώ με τον πραγματικό εαυτό, το εσωτερικό με
το εξωτερικό, το φυσικό με το υπερφυσικό. Αυτός ισχυρίζεται πως είναι
νεκρός.
Θα έλεγα πως κάποιες υπερβατικές εμπειρίες είναι οι πραγματικές πηγές όλων
των θρησκειών. Η πίστη στο Θεό βασίζεται σ’ ένα είδος μυστικισμού και η κάθε
θρησκεία έχει τα μυστικιστικά της στοιχεία. Ο άνθρωπος, ως ένα παράλογο ον που
είναι ταυτόχρονα και λογικό, βρίσκεται συνέχεια στην αναζήτηση για αποδείξεις
της παράλογης πίστης του. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου παράξενο που κάποιοι
ψυχωτικοί έχουν υπερβατικές, μυστικιστικές εμπειρίες. Και συνήθως δεν τις είχαν
ποτέ πριν και δυστυχώς δεν έχουν την δυνατότητα να τις έχουν ξανά, γιατί
χάνονται στα πολύπλοκα τούνελ της ψυχής τους, του εσωτερικού κόσμου τους,
κουβαλώντας μαζί όλες τις προκαταλήψεις και φόβους με τους οποίους μεγάλωσαν,
την έλλειψη αυτοπεποίθησης…
Ο Jesse ήταν τυχερός γιατί ήταν φίλος του Laing και βρέθηκε κάτω από ειδική
επίβλεψη, έπαιρνε σχετικά ελαφρά ηρεμιστικά… Πολλοί άνθρωποι μπαίνουν σ’ αυτόν
τον εσωτερικό κόσμο χωρίς οδηγό, μπερδεύοντας την εξωτερική με την εσωτερική
πραγματικότητα, τα μέσα με τα έξω. Η διαδικασία εισόδου απ’ αυτόν τον κόσμο στον
άλλο και η επιστροφή από τον άλλο σ’ αυτόν, είναι τόσο φυσική όσο η γέννηση και
ο θάνατος. Στο σημερινό όμως κόσμο, όπου ακόμη κυριαρχεί η άγνοια και ο τρόμος
για τον άλλο κόσμο, όταν η «πραγματικότητα», η ύλη από την οποία είναι
φτιαγμένος αυτός ο κόσμος, σπάσει και κάποιος άνθρωπος μπει στον άλλον κόσμο,
είναι επόμενο να χαθεί, να τρομοκρατηθεί και να μη βρει κατανόηση από τους
άλλους.
Ο RONALD D. LAING ΚΑΙ Η
ΑΝΤΙΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗ: Ο Όρος Αντιψυχιατρική, που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη
φορά από τον David Cooper, συνήθως συνδέεται με την θεωρητική και πρακτική
δραστηριότητα της ομάδας Άγγλων ψυχίατρων Ronald D. Laing, David Cooper και
Aaron Esterson. Όμως ο Laing ο ίδιος ποτέ δεν αποκάλεσε έτσι το αντικείμενο
της έρευνας με το οποίο ασχολήθηκε και για το οποίο αγωνίστηκε σ΄ όλη τη ζωή
του. Κι όμως ο Laing θεωρείται ο πρώτος άνθρωπος της Αντιψυχιατρικής.
Ο Ronald D. Laing γεννήθηκε το 1927 στη Γλασκόβη, όπου και το 1951 τελείωσε
τις σπουδές στην Ιατρική. Φοιτητής ακόμη άρχισε να συγκεντρώνει τις πρώτες του
ψυχιατρικές εμπειρίες στο ψυχιατρείο της Γλασκόβης. Το 1957 ο Laing πιάνει
δουλειά στη κλινική Tavistock και εκείνη την περίοδο μελετά τις Φροϋδικές και
Νεοφροϋδικές έρευνες, που πραγματοποίησαν διάφοροι ψυχίατροι με
υπαρξιακό-φαινομενολογικούς προσανατολισμούς: L. Binswanger, E. Minkowski, M.
Boss. Όσον αφορά τους φιλόσοφους, η προσοχή του στράφηκε στον Ζαν Πολ Σαρτρ.
Μελέτησε επίσης M. Heidegger και G. W. F. Hegel. Στις αρχές του 1960 έγινε
διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής Langham στο Λονδίνο, και παρέμεινε σ’ αυτή
τη θέση μέχρι το 1965.
Την ίδια περίοδο, μαζί με τον Cooper και τον Esterson, συμμετείχε σε μια
μεγάλη ερεύνα του Tavistock Institute of Human Relations, στα πλαίσια της οποίας
ασχολήθηκε με τις σχέσεις μέσα στις οικογένειες των σχιζοφρενών. Η περίοδος από
το 1965-1970 απέκτησε το «στίγμα» της ίδρυσης και της λειτουργίας του Kingsley
Hall, του πιο γνωστού αντιψυχιατρικού ιδρύματος στο οποίο ο Laing ήταν
επικεφαλής. Το Kingsley Hall έκλεισε το 1970, και το καλοκαίρι το 1971 ο Laing
έφυγε στη Σρι Λανκα, όπου και αφοσιώθηκε στις βουδιστικές διδασκαλίες και το
διαλογισμό κάτω από την επίβλεψη δασκάλου και ιερέα. Τα πιο γνωστά του βιβλία
είναι Self and Others (1961), Divided Self (1957) και Sanity, Madness and
Family (1964). Το 1964 έγραψε και το πιο σημαντικό του βιβλίο με τίτλο Τhe
Politics of Experience. Σ’ αυτό παρουσίασε τις πιο ριζοσπαστικές του ιδέες και
έθιξε την αποκαλυπτική υπόσταση της σχιζοφρενικής εμπειρίας.
Όταν ο Laing μιλάει για την ψυχική ασθένεια μιλάει πάντα για ψύχωση και τον
ψυχωτικό τύπο ασθένειας, και όταν μιλάει για ψύχωση εννοεί πάντα την
σχιζοφρένια. Η νεύρωση και οι νευρωτικές ταραχές δεν ήταν ποτέ αντικείμενο της
ενασχόλησης του καθώς και των υπόλοιπων αντιψυχίατρων. Για να καταλάβουμε τις
θέσεις της αντιψυχιατρικής θεωρίας πρέπει να δούμε λίγο την ψυχιατρική της
σύγχρονης εποχής. Ο τρελός της εποχής μας δεν μοιράζει πλέον την παρέα των
διαφόρων κοινωνικών περιθωριακών, αλλά συνεχίζει και κουβαλάει το στίγμα του
ηθικά ακάθαρτου, του λιγότερο άξιου, κάποιου που αξίζει να είναι βγαλμένος από
την κοινωνική ζωή. Στον τρελό πλέον δεν αποδίδεται σχέση με τις «σκοτεινές
δυνάμεις του κόσμου», όπως συνέβαινε πριν την Αναγέννηση, με την «παράλογη»
αλήθεια του ανθρώπου, και με την ποιητική υπόσταση της αλήθειας.
Η «τραγική συνείδηση της τρέλας» (M.
Foucault) υποχωρεί και φωλιάζει στη δημιουργία των προφητών της τέχνης
(Νίτσε, Βαν Γκογκ Helderlin, Nerval κ.α.). Η τρέλα απλοποιείται και πτωχεύει
χωρίς την κριτική της και χωρίς την τραγική της συνείδηση. Έτσι δεν μπορεί να
είναι αναγνωρισμένη από την θετικιστική ψυχιατρική επιστήμη εκτός αν δεν είναι
απομακρυσμένη από το οπτικό πεδίο των «σωφρόνων» ανθρώπων στο μέρος όπου ανήκει,
στο άσυλο. Όμως, αναρωτιούνται οι αντιψυχίατροι, υπάρχει θέση στη ψυχιατρική
για απολυτότητα, για θετικιστικό νου, για ένα αναλυτικό ορθολογισμό; Με άλλα
λόγια το ερώτημα είναι αν μπορεί η ψυχιατρική να είναι θετική επιστήμη
(«natural science» Laing, The Politics of Experience) και ανάλογα να μην
υποτάσσεται στους κανόνες που ισχύουν στις θετικές επιστήμες;
Ο άνθρωπος, αυτό «ον στον κόσμο», είναι το μοναδικό αντικείμενο που
ενδιαφέρει την ψυχιατρική, άρα στην ψυχιατρική δεν υπάρχει χώρος για θετικιστικό
αλλά για διαλεκτικό νου. Για να δείξουν μέχρι πιο βαθμό η ψυχιατρική πράξη είναι
σε υπηρεσία του θετικιστικού νου, οι αντιψυχίατροί συνήθως θυμίζουν την
«πραγματική φύση» αυτής της πράξης, την φύση της νοσογραφίας και της θεραπείας
σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα: «Η νοσογραφία υπερασπίζει την θέση ότι ο άρρωστος έχει
την αρρώστια σαν κάποιο εξωχρονικό επίθετο που κολλάει πάνω στο άτομό του, σαν
κάτι δεδομένο.
Η αρρώστια ως ολικότητα καλύπτει την προσωπική ψυχολογική πραγματικότητα και
ο άρρωστος εξαφανίζεται ‘’πίσω’’ από την αρρώστια. Τα νοσογραφικά συμπτώματα και
στοιχεία δεν είναι κάτι αυθεντικό αλλά είναι δεδομένα μίας γενικής παθολογικής
εικόνας πίσω από την οποία κάποιος άστοχα θα ψάξει για ένα προσωπικό σχέδιο
γνωρίζοντας ότι το κάθε άτομο έχει διαφορετικό τρόπο έκφρασης του προσωπικού
πόνου,. Ο ψυχίατρος είναι εκείνος που, σύμφωνα με τις επιταγές της κοινωνίας,
απομονώνει για δεύτερη φορά τον τρελό (πρώτη φορά το κάνουν οι συγγενείς) με το
που τον τοποθετεί εκτός ύπαρξης, εκτός χρόνου, με το που τον βουτάει στην
ακίνητη ανωνυμία των νοσογραφικών του περιγράφων» (J. Hochmann, Pour Une
Psychiatrie Communitaire).
Το ψυχιατρικό ίδρυμα, το άσυλο, κατά τη φύση της εσωτερικής του δομής –ηθικής
και φυσικής– αποκαλύπτει ξεκάθαρα την ανάγκη να απομονώνει τον τρελό από την
κοινωνία και να χωρίζει αυστηρά την τρέλα και την κοινωνία, το παθολογικό και το
κοινωνικό. Στο βιβλίο του The Divided Self (O Διχασμένος Εαυτός) ο Laing δείχνει
πως υπάρχει ένα φυσιολογικό πέρασμα από την υγιής σχιζοειδή μορφή ύπαρξης προς
την ψυχωτική μορφή ύπαρξης του «όντος μέσα στο κόσμο». Τη σχιζοειδή μορφή
ύπαρξης διακοσμεί μια κατάσταση οντολογικής ανασφάλειας.
Το χαμηλό επίπεδο της ασφάλειας κάνει το σχιζοειδές άτομο να νιώθει ότι
απειλείται και από τις απλές καθημερινές καταστάσεις στη ζωή, έτσι ώστε να
βρίσκεται σε μια μόνιμη προσπάθεια να προστατευτεί από τον κόσμο «γεμάτο
απειλές». Μια «υγιής μορφή σχιζοειδούς ύπαρξης», σύμφωνα με τον Laing,
μετατρέπεται σε ψυχωτική όταν το άτομο μέσα στην αυτοπροστασία και στην
προσπάθεια του να οικοδομήσει τους φράχτες προς τον εξωτερικό κόσμο φτάνει στο
σημείο να χάσει τη σχέση με άλλους ανθρώπους: «χάνει τη ζωτική επαφή με το
κόσμο» (Minkowski) και γίνεται το μοναδικό αντικείμενο του εαυτού του.
Για τον Laing η ψύχωση έχει δύο βασικά
χαρακτηριστικά: Πρώτον την διαταραχή και αποξένωση του ατόμου και
δεύτερον έχει ένα ατομικό στίγμα: η γέννηση της και η διάρκεια της έχουν να
κάνουν αποκλειστικά με την προσωπική ύπαρξη. Οι οικογένειες των σχιζοφρενών
είναι γεμάτες από αντιφάσεις: αλλά είναι δύσκολο να ειπωθεί, ποια είναι τα
δεδομένα που δημιουργούν και διατηρούν αυτές τις αντιφάσεις.
Βασική όψη της αντίφασης σε οικογένεια του σχιζοφρενή είναι η λεγόμενη
«παράλογη επικοινωνία» ή «διπλός δεσμός» (Sanity, Madness and the Family, R. D.
Laing – A. Esterson). Για τον Laing η σχιζοφρένια ως κατάσταση είναι ανύπαρκτη!
Ο χαρακτηρισμός όμως είναι μια κοινωνική πράξη και ως αποτέλεσμα της κοινωνικής
συνταγής που λογικοποιει ένα σύνολο κοινωνικών ενεργειών με τις οποίες ένας
άνθρωπος ταξινομείται από άλλους, που έχουν «νομική έγκριση, ιατρική
εξουσιοδότηση και ηθική υποχρέωση» να αναλάβουν κάτι τέτοιο. Και ταξινομείται ως
«τρελός».
Τελειώνοντας παραθέτω τα λόγια του Δρ. Στέβαν Βλάικοβιτς με τα οποία
προλόγισε το βιβλίο Η Δυναμική του Ασυνείδητου του Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ:
«Η συνείδηση μας είναι τόσο νέα και αδύναμη
–άλλωστε είναι το νεότερο αποτέλεσμα της φυσικής εξέλιξης– που έχει την τάση να
κλίνεται εύκολα πίσω από τα στιγμιαία κατορθώματα της, χωρίς να επιτρέπει στα
ασυνείδητα ορμέμφυτα την ελεύθερη πρόσβαση. Όμως η συνείδηση, αν δεν το πληρώσει
αυτό με νεύρωση (για αυτό το λόγο σήμερα οι περισσότεροι άνθρωποι το λιγότερο
είναι νευρωτικοί) τότε κάτω από την επίδραση των εξωτερικών, δηλαδή κοινωνικών
παραγόντων η συνείδηση κρατιέται επιφανειακά υγιής αλλά χωμένη στο καβούκι της,
παγωμένη και στείρα. Χωρίς τα ορμέμφυτα και η πιο συνειδητή τελειότητα
λειτουργεί στριφογυρίζοντας μέσα σε ένα φαύλο κύκλο.
Γι’ αυτό το λόγο, αν το δούμε πιο γενικά, ένας διαισθητικός άνθρωπος θα βρει
τον ‘’ήρωα’’ στην μικροπρεπή ακρίβεια που την περιφρονεί, και ο πιο ευφυής
στοχαστής θα βρει την πηγή της δημιουργίας του στην τρέλα του, αν δεν την
φοβάται».
ΑΡΓΗ ΣΑΝ ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ ΠΡΩΙΝΟ, Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ
ΤΗΣ ΜΑΡΙΝΑΣ: Δεν ξέρω πως μπορεί να αισθανθεί ένας «παράφρονας»
βλέποντας τους «σώφρονες» από την άλλη μεριά της «κόκκινης γραμμής» των
διανοητικών συνόρων που τους χωρίζουν. Όταν μάλιστα έχει την συνείδηση πως οι
άλλοι τον θεωρούν τρελό και αυτός δεν το πιστεύει για τον εαυτό του, γιατί τη
στιγμή που το σκέφτεται δεν είναι τρελός, αλλά τη στιγμή που περνάει τη κρίση,
δεν μπορεί να σκεφτεί λογικά, άρα πάλι δεν την έχει την συνείδηση της
τρέλας…
Τι σημαίνει όταν λένε οι άλλοι ότι είσαι τρελός, όταν σε κλίνουν σε ένα άσυλο
ή σε μια ειδική κλινική, κοινώς τρελοκομείο, όταν σου δίνουν φάρμακα και από
‘κει και πέρα έχεις αυτή την ετικέτα από την οποία δεν μπορείς εύκολα να
απαλλαγείς;
Έχω όμως κάποια εμπειρία, ας πούμε, από πρώτο χέρι. Πρόκειται για ένα
αγαπημένο μου πρόσωπο, που άρχισε να παρουσιάζει συμπτώματα ψυχοπαθολογίας. Η
ιστορία αυτή άρχισε πριν από περίπου 20 χρόνια, την δεκαετία του 1980, στο
Βελιγράδι όπου τότε ζούσα και σπούδαζα.
Εντελώς απροετοίμαστη βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι που ονομάστηκε από τους
ειδικούς «νεανική σχιζοφρένια», μια από τις αρρώστιες της εποχής μας. Ένα πολύ
αγαπημένο μου άτομο, μια 20χρονη κοπέλα, τρελάθηκε. Θα την ονομάσω Μαρίνα. Η
Μαρίνα λοιπόν ήταν ένα κορίτσι από το οποίο όλοι περίμεναν να κάνει κάτι πολύ
ξεχωριστό στη ζωή της, να πετύχει, γιατί ήδη ήταν κάτι πολύ ξεχωριστό. Κανείς
δεν περίμενε πως η Μαρίνα θα μπορούσε να τρελαθεί. Εκείνη την εποχή όπου τα
πάντα επιτρεπόταν (με την καλή έννοια) όπου υπήρχε σχετικά μεγάλη ελευθερία και
ο καθένας «πουλούσε τρέλα», κανείς δεν μπορούσε να υποψιαστεί την είσοδο της
πραγματικής τρέλας στο μυαλό ενός πανέμορφου και ταλαντούχου κοριτσιού.
Εκτός από την καταπληκτική ομορφιά που διέθετε, πάντα μου θύμιζε το παραμύθι
για τρεις αδελφές από τις οποίες η πιο μικρή ήταν η πιο όμορφη, ταλαντούχα, είχε
απόλυτο αυτί, χόρευε καταπληκτικά μπαλέτο. Τελικά αποφάσισε να γίνει ηθοποιός
και γράφτηκε σε σχολή δραματικής τέχνης. Έγραφε καταπληκτικά ποιήματα και αυτό
είναι το μόνο πράγμα που κάνει και σήμερα φτιάχνοντας που και που κάτι
πραγματικά μαργαριτάρια, όχι για να κατασκευάσει ένα «κολιέ» που θα το πουλήσει
έπειτα, αλλά το κάνει από ανάγκη για να βγάλει από μέσα της, όπως κάνουν και τα
όστρακα, κάποιο κόκκο άμμου που την ενοχλεί…
Τη Μαρίνα λοιπόν ένα χειμωνιάτικο πρωί, πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια, τη
μάζεψε από το δρόμο ένας αστυνομικός και την έφερε σπίτι μετά από την τριήμερη
περιοδεία που κανένας δεν ήξερε που βρισκόταν. Αυτό ήταν το τελευταίο γεγονός σε
μια αλυσίδα γεγονότων που αποδείχτηκαν συμπτώματα τρέλας. Είχε ήδη κουρευτεί
μόνη της πολύ κοντά και με «τρύπες», πήγε στο δάσος και πέρασε εκεί τρεις μέρες.
Κρυβόταν από τους ανθρώπους και αεροπλάνα, έπινε νερό από το χώμα και το πρόσωπο
της ήταν λασπωμένο. Ταυτίστηκε με το ελάφι, ίσως γιατί είχε μάτια ελαφιού…
Όταν τελικά αποφάσισε να συμμαζευτεί και να «γυρίσει» πίσω στον κόσμο,
θυμήθηκε ότι έχει να πάει στο κέντρο να κάνει κάποιες γραφειοκρατικές δουλείες
σχετικά με τη σχολή της. Όμως εκεί την πήρε χαμπάρι ένας αστυνομικός και την
έφερε σπίτι. Το όνομα και την διεύθυνση της δεν τα είχε ξεχάσει. Ήταν ολοκόκκινη
στο πρόσωπο σαν να είχε πυρετό, όμως δεν είχε.
Οι κόρες των ματιών της ήταν ανοιχτές σαν να είχε πάρει LSD. Όμως δεν είχε
πάρει τίποτα. Έκανε μπάνιο με παγωμένο νερό, πέταξε όλα τα έπιπλα από το δωμάτιο
της, κοιμήθηκε στους -15 C με ανοιχτό παράθυρο… Οι ειδικοί είπαν ότι πρέπει
οπωσδήποτε να πάει στο νοσοκομείο γιατί βρίσκεται σε κατάσταση ψύχωσης και
κατατονίας. Στην είσοδο του νοσοκομείου ικέτευε με τα μάτια ελαφιού να μην την
αφήσουμε στα θηρία…
«Ο σχιζοφρενής
είναι ένας άνθρωπος που έχει περίεργες εμπειρίες και ενεργεί με περίεργο τρόπο,
κατά την άποψη των συγγενών του, συνήθως, και τη δικιά μας… Ο ψυχίατρος,
παίρνοντας την κλινική στάση απέναντι στο υπό διάγνωση πρόσωπο, το οποίο ήδη
βλέπεί και ακούει σαν ασθενή, βρίσκεται πολύ κοντά στην πεποίθηση πως έχει
απέναντι του το ‘’γεγονός’’ της σχιζοφρένειας» (R. D.
Laing).
Την επόμενη μέρα ήρθαν οι γονείς της για να τη δουν, αναστατωμένοι αλλά και
με μία αίσθηση ότι πρέπει οπωσδήποτε κάπου να απολογηθούν και σαν να περίμεναν
από τον γιατρό –τον απόλυτο εξουσιαστή των ασθενών– να τους επιβεβαιώσει ότι δεν
φταίνε εκείνοι, αφού της έδωσαν τα πάντα, έκαναν ότι μπόρεσαν… Ήρθαν λοιπόν με
πολλές τύψεις και με ένα ερώτημα καρφωμένο στη συνείδηση ο καθένας τους: «Μήπως
φταίω εγώ; Που έκανα το λάθος;»
Την βρήκαν δεμένη στο κρεβάτι, χωρίς ένα δόντι, μελανιασμένη από τον αγώνα
που έδωσε με τα «θηρία» (νοσοκόμοι ειδικοί στις περιπτώσεις). Ήταν ήρεμη,
κοιτούσε με ένα θολό βλέμμα, ναρκωμένη από τα δυνατά φάρμακα, υπάκουη… Η Μαρίνα
δεν είχε την τύχη να κάνει ένα σύντομο ταξίδι στο εσωτερικό της διάστημα. Η
πορεία της κράτησε 20 χρόνια και συνεχίζει και σήμερα. Έχει μπει πολλές φορές
στο ψυχιατρείο, έχει δοκιμάσει πολλές θεραπείες.
Έπαιρνε τα φάρμακα, σταματούσε τα φάρμακα, ξανά «κρίση», ξανάμπαινε μέσα.
Τώρα έχει περίπου δύο χρόνια που παίρνει τα φάρμακα ανελλιπώς, όχι επειδή
πιστεύει σε τελική αποκατάσταση της ψυχικής της υγείας, αλλά επειδή φοβάται να
μη ξανά μπει μέσα. Τις περισσότερες ώρες τις ζωής της περνάει μέσα στο δωμάτιο
της, πίνει φάρμακα τακτικά, τρώει αρκετά, έβαλε πολλά κιλά, χάλασαν τα δόντια
της από τα φάρμακα, προμηθευτικέ μία μασέλα για «να μην φοβίζει τα παιδιά στο
δρόμο» λέει. Τελευταία παρουσίασε και σάκχαρο στο αίμα…
«Με τα φάρμακα αισθάνομαι σαν τον δίσκο που γυρίζει 33 στροφές αντί 45. Έτσι,
εκείνοι που βιάζονται μου φαίνονται λίγο αστείοι, όταν τους βλέπω πως αφήνουν
πίσω τους ένα σωρό σκουπίδια, τα σκυλιά που δεν δαμάζονται… Έναν χρόνο που έγινε
και ο δικός μου, παρόλο που δεν μου αρέσει. Ο χρόνος της βραδύτητας! Κάποτε
ήμουν η πιο γρήγορη σ’ όλα, και τώρα είμαι αργή σαν το κυριακάτικο πρωί»
IameasylikeaSundaymorning» (Απόσπασμα από ένα γράμμα της Μαρίνας).