ΧΟ. Ἀχελώιου θύγατερ, [στρ.]
520 πότνι᾽ εὐπάρθενε Δίρκα,
σὺ γὰρ ἐν σαῖς ποτε παγαῖς
τὸ Διὸς βρέφος ἔλαβες,
ὅτε μηρῶι πυρὸς ἐξ ἀθανάτου Ζεὺς
525 ὁ τεκὼν ἥρπασέ νιν, τάδ᾽ ἀναβοάσας·
Ἴθι, Διθύραμβ᾽, ἐμὰν ἄρ-
σενα τάνδε βᾶθι νηδύν·
ἀναφαίνω σε τόδ᾽, ὦ Βάκ-
χιε, Θήβαις ὀνομάζειν.
530 σὺ δέ μ᾽, ὦ μάκαιρα Δίρκα,
στεφανηφόρους ἀπωθῆι
θιάσους ἔχουσαν ἐν σοί.
τί μ᾽ ἀναίνηι; τί με φεύγεις;
ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη
535 Διονύσου χάριν οἴνας
ἔτι σοι τοῦ Βρομίου μελήσει.
[οἵαν οἵαν ὀργὰν] [ἀντ.]
ἀναφαίνει χθόνιον
γένος ἐκφύς γε δράκοντός
540 ποτε Πενθεύς, ὃν Ἐχίων
ἐφύτευσε χθόνιος,
ἀγριωπὸν τέρας, οὐ φῶτα βρότειον,
φόνιον δ᾽ ὥστε γίγαντ᾽ ἀντίπαλον θεοῖς·
545 ὃς ἔμ᾽ ἐν βρόχοισι τὰν τοῦ
Βρομίου τάχα ξυνάψει,
τὸν ἐμὸν δ᾽ ἐντὸς ἔχει δώ-
ματος ἤδη θιασώταν
σκοτίαισι κρυπτὸν εἱρκταῖς.
550 ἐσορᾶις τάδ᾽, ὦ Διὸς παῖ
Διόνυσε, σοὺς προφήτας
ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας;
μόλε, χρυσῶπα τινάσσων,
ἄνα, θύρσον κατ᾽ Ὀλύμπου,
555 φονίου δ᾽ ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες.
πόθι Νύσας ἄρα τᾶς θη- [ἐπῳδ.]
ροτρόφου θυρσοφορεῖς
θιάσους, ὦ Διόνυσ᾽, ἢ
κορυφαῖς Κωρυκίαις;
560 τάχα δ᾽ ἐν ταῖς πολυδένδροισιν Ὀλύμπου
θαλάμαις, ἔνθα ποτ᾽ Ὀρφεὺς κιθαρίζων
σύναγεν δένδρεα μούσαις,
σύναγεν θῆρας ἀγρώστας.
565 μάκαρ ὦ Πιερία,
σέβεταί σ᾽ Εὔιος, ἥξει
τε χορεύσων ἅμα βακχεύ-
μασι, τόν τ᾽ ὠκυρόαν
διαβὰς Ἀξιὸν εἱλισ-
570 σομένας μαινάδας ἄξει
Λυδίαν τε τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς
ὀλβοδόταν πατέρ᾽, ὃν ἔκλυον
εὔιππον χώραν ὕδασιν
575 καλλίστοισι λιπαίνειν.
***
ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Αχελώου,
520 ευλογημένη παρθένα Δίρκη,
εσύ κάποτε στα νάματά σου εδέχθης το βρέφος του Διός,
όταν ο Ζευς ο πατέρας του
το άρπαξε από το αθάνατο πυρ
525 και το έφερε στο μηρό του βοώντας:
«Ελθέ, ω Διθύραμβε,
σκήνωσε στη μήτρα του άρρενος.
Αυτή, Βάκχιε, είναι η αποκάλυψή σου στη Θήβα.
Το όνομά σου Διθύραμβος.»
530 Και τώρα, μακάρια Δίρκη,
έφερα στις όχθες σου στεφανωμένους θιάσους,
και συ με διώχνεις.
Γιατί με αρνείσαι;
Γιατί αποστρέφεις το πρόσωπό σου;
535 Μάρτυράς μου η πολυστάφυλη ευλογία του Βάκχου—
θα έρθει ο καιρός και θα τον αποζητήσεις πάλι τον Διόνυσο.
Φανερώνει ο Πενθέας το γήινο γένος του.
Εβλάστησε από τον αρχαίο δράκοντα.
540 Τον έσπειρε ο Εχίων ο γήινος
τέρας αγριόμορφο, όχι άνθρωπο θνητό,
γίγαντα φονικό, των θεών αντίπαλο.
545 Εκείνος εμένα, την ταγμένη στο Διόνυσο,
σε λίγο θα δέσει με βρόχους.
Μέσα στο σπίτι κρατάει τον κορυφαίο του θιάσου μας,
κλεισμένο σε σκοτεινές φυλακές.
550 Τα βλέπεις αυτά, υιέ του Διός Διόνυσε;
Βλέπεις πώς δοκιμάζονται οι πιστοί σου;
Κατέβα από τον Όλυμπο, δέσποτα,
υψώνοντας το χρυσό θύρσο,
555 και κατάπαυσε την ύβρη του φονίου ανδρός.
Άραγε πού να οδηγείς θυρσοφόρος τους θιάσους;
Να βρίσκεσαι κάπου στην Νύσα που τρέφει τα αγρίμια,
560 ή στις Κωρύκιες κορυφές;
Ίσως στα πολύδενδρα φαράγγια του Ολύμπου,
όπου κάποτε ο Ορφέας, παίζοντας τη λύρα,
μάγευε τα δένδρα με τις μουσικές,
εμάγευε τα αγρίμια του δάσους.
565 Μακαρισμένη Πιερία,
σε τιμά ο Εύιος
και θα φθάσει
με χορούς, με βακχείες.
570 Θα φέρει τις στροβιλιζόμενες μαινάδες,
διαβαίνοντας τον ταχύρροο Αξιό και τον πατέρα Λουδία,
που χαρίζει στους θνητούς την ευδαιμονία
και άκουσα πως με τα ευλογημένα νερά του
575 πλουτίζει τη χώρα των εξαισίων αλόγων.
520 πότνι᾽ εὐπάρθενε Δίρκα,
σὺ γὰρ ἐν σαῖς ποτε παγαῖς
τὸ Διὸς βρέφος ἔλαβες,
ὅτε μηρῶι πυρὸς ἐξ ἀθανάτου Ζεὺς
525 ὁ τεκὼν ἥρπασέ νιν, τάδ᾽ ἀναβοάσας·
Ἴθι, Διθύραμβ᾽, ἐμὰν ἄρ-
σενα τάνδε βᾶθι νηδύν·
ἀναφαίνω σε τόδ᾽, ὦ Βάκ-
χιε, Θήβαις ὀνομάζειν.
530 σὺ δέ μ᾽, ὦ μάκαιρα Δίρκα,
στεφανηφόρους ἀπωθῆι
θιάσους ἔχουσαν ἐν σοί.
τί μ᾽ ἀναίνηι; τί με φεύγεις;
ἔτι ναὶ τὰν βοτρυώδη
535 Διονύσου χάριν οἴνας
ἔτι σοι τοῦ Βρομίου μελήσει.
[οἵαν οἵαν ὀργὰν] [ἀντ.]
ἀναφαίνει χθόνιον
γένος ἐκφύς γε δράκοντός
540 ποτε Πενθεύς, ὃν Ἐχίων
ἐφύτευσε χθόνιος,
ἀγριωπὸν τέρας, οὐ φῶτα βρότειον,
φόνιον δ᾽ ὥστε γίγαντ᾽ ἀντίπαλον θεοῖς·
545 ὃς ἔμ᾽ ἐν βρόχοισι τὰν τοῦ
Βρομίου τάχα ξυνάψει,
τὸν ἐμὸν δ᾽ ἐντὸς ἔχει δώ-
ματος ἤδη θιασώταν
σκοτίαισι κρυπτὸν εἱρκταῖς.
550 ἐσορᾶις τάδ᾽, ὦ Διὸς παῖ
Διόνυσε, σοὺς προφήτας
ἐν ἁμίλλαισιν ἀνάγκας;
μόλε, χρυσῶπα τινάσσων,
ἄνα, θύρσον κατ᾽ Ὀλύμπου,
555 φονίου δ᾽ ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες.
πόθι Νύσας ἄρα τᾶς θη- [ἐπῳδ.]
ροτρόφου θυρσοφορεῖς
θιάσους, ὦ Διόνυσ᾽, ἢ
κορυφαῖς Κωρυκίαις;
560 τάχα δ᾽ ἐν ταῖς πολυδένδροισιν Ὀλύμπου
θαλάμαις, ἔνθα ποτ᾽ Ὀρφεὺς κιθαρίζων
σύναγεν δένδρεα μούσαις,
σύναγεν θῆρας ἀγρώστας.
565 μάκαρ ὦ Πιερία,
σέβεταί σ᾽ Εὔιος, ἥξει
τε χορεύσων ἅμα βακχεύ-
μασι, τόν τ᾽ ὠκυρόαν
διαβὰς Ἀξιὸν εἱλισ-
570 σομένας μαινάδας ἄξει
Λυδίαν τε τὸν εὐδαιμονίας βροτοῖς
ὀλβοδόταν πατέρ᾽, ὃν ἔκλυον
εὔιππον χώραν ὕδασιν
575 καλλίστοισι λιπαίνειν.
***
ΧΟΡΟΣ
Κόρη του Αχελώου,
520 ευλογημένη παρθένα Δίρκη,
εσύ κάποτε στα νάματά σου εδέχθης το βρέφος του Διός,
όταν ο Ζευς ο πατέρας του
το άρπαξε από το αθάνατο πυρ
525 και το έφερε στο μηρό του βοώντας:
«Ελθέ, ω Διθύραμβε,
σκήνωσε στη μήτρα του άρρενος.
Αυτή, Βάκχιε, είναι η αποκάλυψή σου στη Θήβα.
Το όνομά σου Διθύραμβος.»
530 Και τώρα, μακάρια Δίρκη,
έφερα στις όχθες σου στεφανωμένους θιάσους,
και συ με διώχνεις.
Γιατί με αρνείσαι;
Γιατί αποστρέφεις το πρόσωπό σου;
535 Μάρτυράς μου η πολυστάφυλη ευλογία του Βάκχου—
θα έρθει ο καιρός και θα τον αποζητήσεις πάλι τον Διόνυσο.
Φανερώνει ο Πενθέας το γήινο γένος του.
Εβλάστησε από τον αρχαίο δράκοντα.
540 Τον έσπειρε ο Εχίων ο γήινος
τέρας αγριόμορφο, όχι άνθρωπο θνητό,
γίγαντα φονικό, των θεών αντίπαλο.
545 Εκείνος εμένα, την ταγμένη στο Διόνυσο,
σε λίγο θα δέσει με βρόχους.
Μέσα στο σπίτι κρατάει τον κορυφαίο του θιάσου μας,
κλεισμένο σε σκοτεινές φυλακές.
550 Τα βλέπεις αυτά, υιέ του Διός Διόνυσε;
Βλέπεις πώς δοκιμάζονται οι πιστοί σου;
Κατέβα από τον Όλυμπο, δέσποτα,
υψώνοντας το χρυσό θύρσο,
555 και κατάπαυσε την ύβρη του φονίου ανδρός.
Άραγε πού να οδηγείς θυρσοφόρος τους θιάσους;
Να βρίσκεσαι κάπου στην Νύσα που τρέφει τα αγρίμια,
560 ή στις Κωρύκιες κορυφές;
Ίσως στα πολύδενδρα φαράγγια του Ολύμπου,
όπου κάποτε ο Ορφέας, παίζοντας τη λύρα,
μάγευε τα δένδρα με τις μουσικές,
εμάγευε τα αγρίμια του δάσους.
565 Μακαρισμένη Πιερία,
σε τιμά ο Εύιος
και θα φθάσει
με χορούς, με βακχείες.
570 Θα φέρει τις στροβιλιζόμενες μαινάδες,
διαβαίνοντας τον ταχύρροο Αξιό και τον πατέρα Λουδία,
που χαρίζει στους θνητούς την ευδαιμονία
και άκουσα πως με τα ευλογημένα νερά του
575 πλουτίζει τη χώρα των εξαισίων αλόγων.