Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (14.457-14.533)

Νὺξ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπῆλθε κακή, σκοτομήνιος· ὗε δ᾽ ἄρα Ζεὺς
πάννυχος, αὐτὰρ ἄη Ζέφυρος μέγας αἰὲν ἔφυδρος.
τοῖς δ᾽ Ὀδυσεὺς μετέειπε, συβώτεω πειρητίζων,
460 εἴ πώς οἱ ἐκδὺς χλαῖναν πόροι, ἤ τιν᾽ ἑταίρων
ἄλλον ἐποτρύνειεν, ἐπεί ἑο κήδετο λίην·
«κέκλυθι νῦν, Εὔμαιε καὶ ἄλλοι πάντες ἑταῖροι,
εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω· οἶνος γὰρ ἀνώγει
ἠλεός, ὅς τ᾽ ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ᾽ ἀεῖσαι
465 καί θ᾽ ἁπαλὸν γελάσαι, καί τ᾽ ὀρχήσασθαι ἀνῆκε,
καί τι ἔπος προέηκεν ὅ πέρ τ᾽ ἄρρητον ἄμεινον.
ἀλλ᾽ ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω.
εἴθ᾽ ὣς ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη,
ὡς ὅθ᾽ ὑπὸ Τροίην λόχον ἤγομεν ἀρτύναντες.
470 ἡγείσθην δ᾽ Ὀδυσεύς τε καὶ Ἀτρεΐδης Μενέλαος,
τοῖσι δ᾽ ἅμα τρίτος ἄρχον ἐγών· αὐτοὶ γὰρ ἄνωγον.
ἀλλ᾽ ὅτε δή ῥ᾽ ἱκόμεσθα ποτὶ πτόλιν αἰπύ τε τεῖχος,
ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά,
ἂν δόνακας καὶ ἕλος, ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες
475 κείμεθα, νὺξ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπῆλθε κακὴ Βορέαο πεσόντος,
πηγυλίς· αὐτὰρ ὕπερθε χιὼν γένετ᾽ ἠΰτε πάχνη,
ψυχρή, καὶ σακέεσσι περιτρέφετο κρύσταλλος.
ἔνθ᾽ ἄλλοι πάντες χλαίνας ἔχον ἠδὲ χιτῶνας,
εὗδον δ᾽ εὔκηλοι, σάκεσιν εἰλυμένοι ὤμους·
480 αὐτὰρ ἐγὼ χλαῖναν μὲν ἰὼν ἑτάροισιν ἔλειπον
ἀφραδίῃς, ἐπεὶ οὐκ ἐφάμην ῥιγωσέμεν ἔμπης,
ἀλλ᾽ ἑπόμην σάκος οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τρίχα νυκτὸς ἔην, μετὰ δ᾽ ἄστρα βεβήκει,
καὶ τότ᾽ ἐγὼν Ὀδυσῆα προσηύδων ἐγγὺς ἐόντα
485 ἀγκῶνι νύξας· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἐμμαπέως ὑπάκουσε·
“διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
οὔ τοι ἔτι ζωοῖσι μετέσσομαι, ἀλλά με χεῖμα
δάμναται· οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ᾽ ἤπαφε δαίμων
οἰοχίτων᾽ ἔμεναι· νῦν δ᾽ οὐκέτι φυκτὰ πέλονται.”
490 ὣς ἐφάμην, ὁ δ᾽ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ᾽ ἐνὶ θυμῷ,
οἷος κεῖνος ἔην βουλευέμεν ἠδὲ μάχεσθαι·
φθεγξάμενος δ᾽ ὀλίγῃ ὀπί με πρὸς μῦθον ἔειπε·
“σίγα νῦν, μή τίς σευ Ἀχαιῶν ἄλλος ἀκούσῃ.”
ἦ καὶ ἐπ᾽ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν εἶπέ τε μῦθον·
495 “κλῦτε, φίλοι· θεῖός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος.
λίην γὰρ νηῶν ἑκὰς ἤλθομεν· ἀλλά τις εἴη
εἰπεῖν Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι, ποιμένι λαῶν,
εἰ πλέονας παρὰ ναῦφιν ἐποτρύνειε νέεσθαι.”
ὣς ἔφατ᾽, ὦρτο δ᾽ ἔπειτα Θόας, Ἀνδραίμονος υἱός,
500 καρπαλίμως, ἀπὸ δὲ χλαῖναν βάλε φοινικόεσσαν,
βῆ δὲ θέειν ἐπὶ νῆας· ἐγὼ δ᾽ ἐνὶ εἵματι κείνου
κείμην ἀσπασίως, φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς.
ὣς νῦν ἡβώοιμι βίη τέ μοι ἔμπεδος εἴη·
δοίη κέν τις χλαῖναν ἐνὶ σταθμοῖσι συφορβῶν,
505 ἀμφότερον, φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἑῆος·
νῦν δέ μ᾽ ἀτιμάζουσι κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα·
«ὦ γέρον, αἶνος μέν τοι ἀμύμων, ὃν κατέλεξας,
οὐδέ τί πω παρὰ μοῖραν ἔπος νηκερδὲς ἔειπες·
510 τῷ οὔτ᾽ ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου,
ὧν ἐπέοιχ᾽ ἱκέτην ταλαπείριον ἀντιάσαντα,
νῦν· ἀτὰρ ἠῶθέν γε τὰ σὰ ῥάκεα δνοπαλίξεις.
οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῖναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες
ἐνθάδε ἕννυσθαι, μία δ᾽ οἴη φωτὶ ἑκάστῳ.
515 αὐτὰρ ἐπὴν ἔλθῃσιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
αὐτός τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα δώσει,
πέμψει δ᾽ ὅππῃ σε κραδίη θυμός τε κελεύει.»
Ὣς εἰπὼν ἀνόρουσε, τίθει δ᾽ ἄρα οἱ πυρὸς ἐγγὺς
εὐνήν, ἐν δ᾽ ὀΐων τε καὶ αἰγῶν δέρματ᾽ ἔβαλλεν.
520 ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς κατέλεκτ᾽· ἐπὶ δὲ χλαῖναν βάλεν αὐτῷ
πυκνὴν καὶ μεγάλην, ἥ οἱ παρακέσκετ᾽ ἀμοιβάς,
ἕννυσθαι ὅτε τις χειμὼν ἔκπαγλος ὄροιτο.
Ὣς ὁ μὲν ἔνθ᾽ Ὀδυσεὺς κοιμήσατο, τοὶ δὲ παρ᾽ αὐτὸν
ἄνδρες κοιμήσαντο νεηνίαι· οὐδὲ συβώτῃ
525 ἥνδανεν αὐτόθι κοῖτος, ὑῶν ἄπο κοιμηθῆναι,
ἀλλ᾽ ὅ γ᾽ ἄρ᾽ ἔξω ἰὼν ὁπλίζετο· χαῖρε δ᾽ Ὀδυσσεύς,
ὅττι ῥά οἱ βιότου περικήδετο νόσφιν ἐόντος.
πρῶτον μὲν ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ᾽ ὤμοις,
ἀμφὶ δὲ χλαῖναν ἐέσσατ᾽ ἀλεξάνεμον, μάλα πυκνήν,
530 ἂν δὲ νάκην ἕλετ᾽ αἰγὸς ἐϋτρεφέος μεγάλοιο,
εἵλετο δ᾽ ὀξὺν ἄκοντα, κυνῶν ἀλκτῆρα καὶ ἀνδρῶν.
βῆ δ᾽ ἴμεναι κείων ὅθι περ σύες ἀργιόδοντες
πέτρῃ ὕπο γλαφυρῇ εὗδον, Βορέω ὑπ᾽ ἰωγῇ.

***
Αλλά τους βρήκε άσχημη νύχτα, αφέγγαρη και μαύρη,
ο Δίας έβρεχε ολονύχτιος, φυσούσε δυνατά ο υγρός πουνέντες.
Τότε ο Οδυσσέας τούς μίλησε, θέλοντας τον χοιροβοσκό να δοκιμάσει,
460 ανίσως, βγάζοντας την κάπα του, θα του τη δώσει, μετά από τόση περιποίηση,
ή θα συστήσει να το κάνει κάποιος παραγιός:
«Εύμαιε, άκου, αλλά κι οι άλλοι σύντροφοί σου.
Θα πω μεγάλο λόγο· φαίνεται φταίει το ξέφρενο κρασί,
που ακόμη και τον φρονιμότερο τον παρασύρει σε αχαλίνωτο τραγούδι,
τον κάνει να ξεσπά σε χάχανα, να σέρνει τον χορό,
ή και να ξεστομίζει λόγια που θα ᾽ταν πιο καλό να τα κατάπινε.
Αλλά μια κι άνοιξα το στόμα μου, λέω να μην το κλείσω.
Ας ήμουν νιος μ᾽ αξόδευτη στα μέλη μου τη δύναμη,
όπως κάτω απ᾽ της Τροίας το κάστρο, όταν καρτέρι πήγαμε
470 να στήσουμε, με αρχηγούς τον Οδυσσέα, τον Μενέλαο, τον γιο του Ατρέα,
κι εμένα τρίτον μεταξύ τους οδηγό — ήμουν επιλογή δική τους.
Φτάναμε πια κοντά στην πόλη με το ψηλό της κάστρο, κι όπως
βρεθήκαμε πλάι σε πυκνά χαμόδεντρα, σε βάλτο με καλάμια,
ζαρώσαμε συνάρματοι να κοιμηθούμε.
Αλλά, μέσα στη μαύρη, παγωμένη νύχτα σηκώνεται βοριάς· κρύο
το χιόνι, σαν την πάχνη, πέφτει πάνω μας, γινόταν κρύσταλλο
γύρω από τις ασπίδες μας.
Τότε λοιπόν οι άλλοι είχαν μαζί τους όλοι κάπες και χιτώνες,
κι ατάραχοι κοιμόντουσαν — η πλάτη σκεπασμένη με το σάκος.
480 Μόνο εγώ είχα την κάπα μου πρωτύτερα αφήσει στους συντρόφους,
χωρίς να το σκεφτώ ο ανόητος, γιατί φαντάστηκα πως παρά ταύτα
δεν θα κινδύνευα να ξεπαγιάσω, πίσω γυρίζοντας μόνο με την ασπίδα μου,
ζωσμένος στον λαμπρό χιτώνα μου.
Αλλά καθώς η νύχτα προχωρούσε, κι όπως είχαν περάσει ώρα τα μεσάνυχτα, τρεμόσβηναν τ᾽ αστέρια, τον Οδυσσέα εγώ, που πλάγιαζε στο πλάι μου,
τον έσπρωξα με τον αγκώνα, κι αυτός πετάχτηκε κι αμέσως μ᾽ άκουσε:
«Λαερτιάδη διογέννητε, ω πολυμήχανε Οδυσσέα,
δεν το πιστεύω πως θα μείνω με τους ζωντανούς, η παγωνιά
θα μ᾽ εξοντώσει. Γιατί δεν έχω κάπα, κάποιος δαίμονας με γέλασε
να μείνω μόνο με το πουκάμισό μου· δεν βλέπω τρόπο σωτηρίας πια.»
490 Έτσι του μίλησα, κι ο νους του δούλεψε, έπιασε αμέσως την ιδέα
(όπως συνήθιζε πάντοτε να βουλεύεται και ν᾽ αγωνίζεται),
οπότε χαμηλόφωνα μιλώντας είπε:
«Τώρα σιωπή, να μη σ᾽ ακούσει άλλος κανείς από τους Αχαιούς.»
Μετά ακουμπώντας στον αγκώνα το κεφάλι του φωνάζει:
«Ακούστε, φίλοι· ήλθε στον ύπνο μου όνειρο θεϊκό:
σάμπως πολύ μακριά βρεθήκαμε απ᾽ τα πλοία· κάποιος
να τρέξει να το πει στον Αγαμέμνονα, τον γιο του Ατρέα, τον στρατηλάτη·
να ξεσηκώσει κι άλλους από τα καράβια, για να μας συντρέξουν.»
Δεν πρόφτασε να πει τον λόγο του, κι ευθύς ο Θόας πετάχτηκε,
500 ο γιος του Ανδραίμονα, που, ρίχνοντας την πορφυρή του κάπα, κινήθηκε
σαν αστραπή, τρέχοντας στα καράβια. Οπότε εγώ, στο ρούχο του ντυμένος,
κοιμόμουν ευχαριστημένος, ώσπου να φέξει η Αυγή χρυσόθρονη.
Αν ήμουν τώρα νιος, αν είχα αξόδευτη τη δύναμή μου ακόμη,
ίσως και κάποιος στο μαντρί χοιροβοσκός να μου ᾽δινε την κάπα του,
από αγάπη αλλά και σέβας, συνάμα και τα δυο, σε κάποιον άνθρωπο
που πράγματι το αξίζει.
Όμως με τα κουρέλια αυτά, τώρα δεν λογαριάζομαι.»
Και τότε, Εύμαιε χοιροβοσκέ, πήρες τον λόγο κι αποκρίθηκες:
«Άψογη η παραβολή σου, γέροντα, και στη διήγησή σου
τίποτε επιλήψιμο κι ανώφελο δεν είπες.
510 Γι᾽ αυτό δεν θα σου λείψει τίποτε, ρούχο ή κι οτιδήποτε,
όσα ταιριάζει να δεχτεί ταλαίπωρος ικέτης μας.
Αυτά προς το παρόν. Αλλά από αύριο, σαν φέξει, θα πρέπει
πάλι να αρκεστείς στα ράκη σου.
Εδώ πάντως δεν έχουμε παραπανίσιες κάπες και χιτώνες, για να τ᾽ αλλάζουμε
ο ένας με τον άλλο — μια χλαίνη μόνο πέφτει στον καθένα μας.
Αλλ᾽ όταν φτάσει κάποτε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος, αυτός και κάπα
θα σου δώσει να φορέσεις και χιτώνα, κι ακόμη
θα σε στείλει όπου τραβάει η ψυχή κι η όρεξή σου.»
Μιλώντας όπως μίλησε, πάνω πετάχτηκε, έστρωσε στη φωτιά κοντά
προβιές απανωτές, γιδίσιες, προβατίσιες· κι εκεί τον Οδυσσέα
520 πλαγιάζοντας, τον σκέπασε με κάπα μεγάλη και χοντρή — την είχε
διαθέσιμη, να τη φορεί, όποτε πλάκωνε ασήκωτη η βαρυχειμωνιά.
Έτσι λοιπόν κι εκεί ο Οδυσσέας κοιμήθηκε — στο πλάι του
κοιμόντουσαν οι άλλοι νιούτσικοι βοσκοί.
Μόνο ο χοιροβοσκός δεν θέλησε κοντά τους να πλαγιάσει, να κοιμηθεί
χώρια απ᾽ τους χοίρους του· γι᾽ αυτό ετοιμάστηκε να βγει
παρέξω. Ένιωσε μέσα του ο Οδυσσέας χαρά, που έδειξε εκείνος
τόση φροντίδα για το βιός του, κι ας τον λογάριαζε μακριά.
Πέρασε τότε ο Εύμαιος το κοφτερό σπαθί στους στιβαρούς του ώμους,
τυλίχτηκε την κάπα του χοντρή για ανεμοφύλαξη,
530 πήρε και μια προβιά καλοθρεμμένης και μεγάλης γίδας,
στο χέρι του έπιασε το μυτερό κοντάρι, να τον φυλάει
από σκυλιά και κλέφτες, και προχωρώντας πήγε να πλαγιάσει
όπου ησύχαζαν κι οι χοίροι του με τ᾽ άσπρα δόντια, κάτω
από βράχο θολωτό, απ᾽ τον βοριά απάνεμα.

Όταν ο ένας εξαρτάται από τον άλλον

Από τα δυσκολότερα ζητήματα τα οποία ενδεχομένως μας προβληματίζουν είναι ο τρόπος με τον οποίο συσχετιζόμαστε οι άνθρωποι μεταξύ μας. Λόγω των διαφορετικών προσωπικών βιωμάτων καθώς κι ενδεχομένως των «τραυμάτων» που έχουμε κληρονομήσει, οι σχέσεις αποτελούν συχνά μια δοκιμασία για όλους μας. Μέσω των σχέσεων, αρχίζουμε κι ερχόμαστε σε επαφή τόσο με τους άλλους όσο και με καινούργιες πτυχές του εαυτού μας, τις οποίες ελπίζουμε να συμπαθήσουμε. Τα πράγματα όμως συνήθως δεν είναι τόσο απλά καθώς η πολυπλοκότητα των χαρακτήρων σε συνδυασμό με τους έντονους ρυθμούς της καθημερινότητας αρκετά συχνά μας οδηγούν σ’ αδιέξοδο. Και σ’ αυτό το σημείο αν δεν έχουμε σαφή εικόνα του είδους της σχέσης που έχουμε αναπτύξει καθώς και του τί ακριβώς επιδιώκουμε εμείς μέσω αυτής της σχέσης, η κατάσταση δυσκολεύει.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα σχέσεων οι οποίες ενδεχομένως να μην είναι εύκολα διακριτές και συνεπώς να οδηγούν σε αδιέξοδο είναι οι σχέσεις αλληλεξάρτησης. Είμαι σίγουρος πως τον όρο αυτό θα τον έχεις ακούσει άπειρες φορές χωρίς ενδεχομένως να έχεις ασχοληθεί περαιτέρω με την ουσία αυτών των σχέσεων καθώς και με τον τρόπο που τις ξεχωρίζουμε από τις υπόλοιπες. Ο όρος αλληλεξάρτηση λοιπόν, αποτελεί μια διαταραχή συμπεριφοράς κατά την οποία το άτομο αδυνατεί να διατηρήσει μια υγιή σχέση καθώς συνεχώς αποζητά αποδοχή κι έγκριση από το ταίρι του. Με απλά λόγια, αναζητά οτιδήποτε καλό για τον εαυτό του έξω από τον εαυτό του με αποτέλεσμα να προσκολλάται στον σύντροφο. Το συγκεκριμένο μοτίβο μάλιστα, αρκετά συχνά παρατηρείται σε ανθρώπους οι οποίοι δείχνουν αρκετά δυναμικοί στον περίγυρο κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο το έργο του να αντιληφθούμε την πραγματικότητα. Πώς όμως ξεχωρίζουμε τέτοιου είδους σχέσεις;

Σε μια σχέση είναι γεγονός ότι όπως θέλουμε να μας ευχαριστεί το άλλο πρόσωπο έτσι επιθυμούμε κι εμείς να το ευχαριστήσουμε. Είναι αυτό που λέμε «δούναι και λαβείν». Στην περίπτωση όμως που η επιθυμία να ευχαριστήσουμε τον άλλον φτάνει στα επίπεδα της υποχρέωσης να τον ευχαριστήσουμε, εκεί κάπου κρύβεται μια δυσλειτουργία. Αυτόματα όλο αυτό μεταφράζεται σε καθήκον να ευχαριστήσουμε και παύει πλέον να έχει νόημα. Γιατί όταν ένα «θέλω» μετατρέπεται σε «πρέπει», χάνεται και η ουσία του. Από εκεί και έπειτα ξεκινάει ένα ντόμινο. Ακαριαία, δυσκολεύεσαι να πεις «όχι» και υποχωρείς στις δικές σου επιθυμίες με απώτερο σκοπό να ευχαριστήσεις το ταίρι σου. Έτσι, δεν μπορείς να θέσεις όρια στη σχέση, με αποτέλεσμα να διαταράσσεται η ισορροπία ανάμεσά σας.

Όμως ακόμα και να προσπαθήσεις να βάλεις όρια και να πεις όχι, οι ενοχές που αισθάνεσαι μετά συνήθως είναι αβάσταχτες. Επειδή ακριβώς δεν έχεις συνηθίσει να αποκλείεις πράγματα που σου ζητά το ταίρι σου, μπαίνεις αυτόματα στη θέση του και αισθάνεσαι την πιθανή δυσαρέσκειά του. Κι επειδή μπαίνεις συνεχώς στη διαδικασία να σκέφτεσαι πολύ το τι σκέφτεται εκείνο, φτάνεις σ’ ένα βαθμό όπου η αυτοεκτίμησή σου στηρίζεται στα λόγια, τις σκέψεις και τα μάτια του ανθρώπου σου. Αρκετές φορές μάλιστα ενδεχομένως να πιάνεις τον εαυτό σου να μην πηγαίνει σε μέρη που κανονικά θα πήγαινε ή και να μην κάνει επιλογές που θα έκανε μόνο και μόνο επειδή δεν τις εγκρίνει το ταίρι σου. Η ανασφάλειά σου αυτή λοιπόν, σε καθιστά ευάλωτο σαν άτομο στην κριτική ακριβώς επειδή αναζητάς την αποδοχή και την έγκριση. Δεν μπορείς να διαχειριστείς κάποιο σχόλιο το οποίο δε σε εκθειάζει κι επομένως αισθάνεσαι σαν να καταρρίπτεται ο κόσμος σου -το οποίο συμβαίνει και όταν η διάθεση του συντρόφου σου δεν είναι καλή. Για παράδειγμα, αν αντιμετωπίζει άπειρα προσωπικά προβλήματα κι εσύ μέσα σου αρχίζεις να καταρρέεις γιατί πολύ απλά βασίζεις τη διάθεσή σου στη δικιά του.

Ξέρεις όλα τα παραπάνω αποτελούν δείγματα τα οποία αποδεικνύουν πως βρίσκεσαι σε μια σχέση αλληλεξάρτησης κι ενδεχομένως να είναι χαρακτηριστικά τα οποία μπορεί να μην εμφανίζονται σ’ εσένα αλλά στο ταίρι σου. Σ’ οποιαδήποτε περίπτωση από τις δύο, χρειάζεται πρώτα απ’ όλα αποδοχή της κατάστασης. Δεν έχουμε γεννηθεί όλοι με τα ίδια βιώματα κι επομένως είναι απόλυτα φυσιολογικό (όσο δεν προκαλούμε κακό είτε σε εμάς είτε στους γύρω μας) να εμφανίζονται δυσλειτουργίες σε μια σχέση. Το επόμενο βήμα είναι να ασχοληθείς με τον εαυτό σου και είτε με μια σωστή καθοδήγηση -είτε χωρίς- να εντοπίσεις τη ρίζα αυτής της δυσλειτουργίας και με αποδοχή πάντα και σεβασμό να την αντιμετωπίσεις.

Είμαστε όντα ατελή κι αυτή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία στον κόσμο αυτό.

Το πλοίο του Θησέα: Ποιος είμαι;

«Το πλοίο, τη γαλέρα με τα τριάντα κουπιά, με το οποίο έπλευσε και επέστρεψε πίσω ο Θησέας με τους νέους, οι Αθηναίοι το διατήρησαν ως την εποχή του Δημητρίου του Φαληρέως. Αφαίρεσαν τα παλιά ξύλα και τοποθέτησαν άλλα καινούργια και γερά στη θέση τους, που συνάρμοσαν με τέτοιο τρόπο, ώστε για τους φιλοσόφους το πλοίο κατέστη ένα αμφιλεγόμενο παράδειγμα και ένα μείζον ζήτημα, καθώς άλλοι έλεγαν πως παραμένει το ίδιο και άλλοι ότι δεν ήταν το ίδιο πλοίο.»
Πλούταρχος, Θησέας, 23.1

Τι είναι αυτό που μένει όταν όλα αλλάζουν; Το ζήτημα της ταυτότητας του όντος μεταφέρεται από τον Πλούταρχο (46-119 μ.Χ.) στην αναλογία του πλοίου: Οι Αθηναίοι (θέλοντας να τιμήσουν τον Θησέα) συντηρούν το πλοίο του, αντικαθιστώντας τα σαπισμένα ξύλα με καινούργια προκειμένου να το διατηρήσουν στην αρχική μορφή του. Και τα ερωτήματα εγείρονται: Είναι το ίδιο πλοίο ή άλλο; Εφόσον αλλάζουν τα μέρη του, σε ποιο σημείο παραμένει το ίδιο; Ποιο σημείο της αλλαγής του είναι το καταλυτικό για την ταυτότητά του; O Άγγλος φιλόσοφος Thomas Hobbes (1588-1679) αιώνες αργότερα επανέρχεται στο ίδιο θέμα ζητώντας μας να ανακατασκευάσουμε το πλοίο του Θησέα από τα συντρίμμια του (De Corpore, 2.11). Έχουμε κρατήσει τα ξύλα που είχαμε αφαιρέσει αρχικά και τα συναρμόζουμε κατασκευάζοντας ένα δεύτερο πλοίο. Καθώς περνάει ο καιρός, το πλοίο του Θησέα φτάνει να αποτελείται εξ ολοκλήρου από νέα ξύλα. Ποιο από τα δύο είναι τώρα το πραγματικό;

Αλλά το πλοίο είναι απλώς η αφορμή για να αναρωτηθούμε για τη φύση του όντος. Τι είναι αυτό που καθορίζει την ταυτότητα του εγώ μας; Οι απαντήσεις που έχουν επιχειρηθεί, προτού ακόμη ο Πλούταρχος αναδείξει το νοητικό πείραμα της αρχαιότητας, είναι πολλές και αντανακλούν τη σκέψη του κάθε φιλοσόφου. Ο πρώτος όμως που αποφάνθηκε ότι η πραγματικότητα είναι η αλλαγή ήταν ο Ηράκλειτος. Γιατί να περιμένουμε να αντικατασταθούν τα υλικά του πλοίου για να είναι άλλο; Δεν είναι το ίδιο πλοίο αυτό που αναχωρεί με εκείνο που επιστρέφει. Η ηρακλείτεια αλήθεια, ως σμῆνος σοφίας, διατυπώνεται με επιφύλαξη από τον Σωκράτη στον πλατωνικό Κρατύλο, καθώς «φαίνεται τελείως γελοίο, αλλά έχει μια πιθανότητα»:

«Λέει ο Ηράκλειτος, ξέρεις, ότι όλα κινούνται και τίποτε δεν μένει ακίνητο και παρομοιάζει τα όντα με τη ροή ενός ποταμού λέγοντας: ‘δεν μπορεί να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι’.»

Πλάτων, Κρατύλος, 402a

Ο ίδιος ο Πλούταρχος σε άλλο έργο απαντά στο ερώτημα συνδέοντας τη θεωρία του αέναου γίγνεσθαι του Ηράκλειτου με την ταυτότητα του όντος. Δεν μετέχουμε στην ουσία (τοῦ εἶναι μέτεστιν οὐδέν), αλλά κάθε φύση είναι θνητή. Ζούμε στο χρονικό διάστημα ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατό μας. Γεννιόμαστε και πεθαίνουμε συνεχώς:

«Δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι’, σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, ούτε να αγγίξεις τη θνητή ουσία δυο φορές και να την κρατήσεις, καθώς η μεταβολή είναι απότομη και γρήγορη. Από το σπέρμα μεταβάλλεται συνεχώς και δημιουργεί το έμβρυο, έπειτα το παιδί, στη συνέχεια το αγόρι, τον νεαρό, τον άντρα, τον ηλικιωμένο, τον γέροντα. Φθείρει τις προηγούμενες γενέσεις και ηλικίες. Δημιουργεί νέες. Αλλά (είναι γελοίο) εμείς να φοβόμαστε τον θάνατο, ενώ έχουμε ήδη πεθάνει τόσες φορές και ακόμη πεθαίνουμε.»

Πλούταρχος, De E apud Delphos 392b-c

Ποιος είμαι πραγματικά, όταν ο εαυτός μου συνεχώς αλλάζει; Στη φιλοσοφία η ερώτηση είναι πιο σημαντική από την απάντηση.

«Το σημαντικό στη φιλοσοφία είναι να ξεκινάς με κάτι τόσο απλό που δεν φαίνεται αξιοσημείωτο, και να καταλήγεις σε κάτι τόσο παράδοξο, ώστε να μην το πιστεύει κανείς». -Bertrand Russell, The Philosophy of Logical Atomism, 1918

Γιατί η τιμωρία σε μια κακή συμπεριφορά δεν έχει αποτέλεσμα και σε τι διαφέρει από τις συνέπειες

«Έκανα κάτι κακό – και τώρα τι;». Η ενοχή μπορεί μερικές φορές να κάνει τη δουλειά της ως συνείδησή μας και να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι χρειάζεται να διορθώσουμε κάτι. Αλλά το να αισθάνεστε άσχημα επειδή κάνατε κάτι λάθος ή επειδή πληγώσατε κάποιον δεν είναι μια αποτελεσματική μέθοδος προώθησης της κατάλληλης δράσης για να κάνετε κάτι καλύτερο ή/και να επανορθώσετε.

Όταν η ενοχή και ο πόνος πάρουν άλλη τροπή, μπορούν να μας καταναλώσουν και να γίνουν το επίκεντρο της κατάστασης, προκαλώντας συναισθηματική παράλυση και αυτοαπορρόφηση αντί για ανάπτυξη και μάθηση.

Όταν η ενοχή γυρίζει μπούμερανγκ (ακόμα κι αν μας αξίζει να τη νιώθουμε)

Ο James, ένας έξυπνος και σκεπτόμενος νεαρός, έκανε τελικά το βήμα να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία για να εξομολογηθεί κάτι που έκανε όταν ήταν έφηβος και το οποίο γνώριζε ότι ήταν καταδικαστέο. Τον καταδίωκε η ντροπή και οι τύψεις και αισθανόταν ότι του άξιζε να υποφέρει επ’ αόριστον γι’ αυτό το παράπτωμα. Αυτά τα συναισθήματα οδήγησαν σε εθιστικές συμπεριφορές – όπως συμβαίνει συχνά – για να ξεφύγει από τον πόνο.

Η θεραπεύτρια του δούλεψε μαζί του για να προσπαθήσει να κατανοήσει ποια ήταν η πρόθεση, τα συναισθήματα και η νοοτροπία του όταν συνέβη η παράβαση. Ήταν σημαντικό να καταστήσει σαφείς τις σημερινές του αξίες, καθώς αυτή η σύγκρουση μεταξύ των αξιών του και της συμπεριφοράς του ήταν η αιτία της εσωτερικής του σύγκρουσης. Όμως, καθώς τον υποστήριζε στο να αφήσει πίσω του την καταστροφική και αυτοτιμωρούμενη ντροπή και ενοχή, παρατήρησε τη δική της εσωτερική σύγκρουση. Μήπως με τον τρόπο αυτό θα επιδοκίμαζε τη συμπεριφορά του;

Αναλογιζόμενη αυτό το ερώτημα, η θεραπεύτρια υπενθύμισε στον εαυτό της ότι η υπερβολική ή χρόνια ενοχή στην πραγματικότητα παρεμποδίζει την ενσυναίσθηση, την κρίση και την ικανότητα ανάληψης θετικής δράσης. Αν και είναι αντιφατικό, όταν η ενοχή χρησιμοποιείται για να τιμωρήσει κανείς τον εαυτό του ή επιβάλλεται σε άλλους ανθρώπους για να τους ελέγξει, δεν είναι αποτελεσματική αν ο στόχος είναι η βελτίωση της συμπεριφοράς. Επιπλέον, η υπερβολική ενοχή και η τιμωρία μπορεί να ενεργοποιήσει τη ντροπή και τις καταστροφικές ή αυτοκαταστροφικές παρορμήσεις, πυροδοτώντας απαγορευμένες συμπεριφορές.

Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να αφήνουμε τον εαυτό μας (ή τους άλλους) να «ξεφύγει» και να επιτρέπουμε στην κακή συμπεριφορά να είναι απαλλαγμένη από συνέπειες ή ηθική εξέταση;

Η διαφορά μεταξύ τιμωρίας και συνεπειών (και γιατί έχει σημασία)

Ο πόνος δεν βοήθησε τον James να γίνει καλύτερος άνθρωπος και, στην πραγματικότητα, τον απέσπασε από το να επικεντρωθεί σε αυτό που ήταν σημαντικό. Για να τον βοηθήσει να γίνει καλύτερος, η θεραπεία του επικεντρώθηκε στο τι παρακινούσε τη συμπεριφορά του εκείνη τη στιγμή, τον αντίκτυπο που είχε η παράβασή του στους άλλους, τι σήμαινε η εσωτερική του σύγκρουση και πώς να την υπομείνει. Δεδομένων των αξιών του, το να αντέξει την πραγματικότητα του πόνου που προκάλεσε και το πώς ένιωθε γι’ αυτό ήταν η φυσική συνέπεια.

Μόλις ο James μπόρεσε να αντιμετωπίσει αυτή την πραγματικότητα και να μην ξεφύγει μέσω της ντροπής, μπόρεσε να διοχετεύσει τις τύψεις του σε αποφασιστικότητα να ανταποκριθεί στις αξίες του στις σχέσεις και να ενεργήσει σύμφωνα με το άτομο που ήθελε να είναι.

Οι συνέπειες με αυτόν τον τρόπο απαιτούν από τους ανθρώπους να αναλάβουν την ευθύνη για τις πράξεις τους ή/και να επανορθώσουν. Οι συνέπειες είναι ουδέτερες και δεν υποκινούνται από θυμό. Στόχος είναι η θετική αλλαγή της συμπεριφοράς και όχι ο πόνος.

Η τιμωρία, από την άλλη πλευρά, συνήθως υποκινείται από θυμό και την επιθυμία να επιδοθεί (ή να προκληθεί) ντροπή και πόνος για ένα αντιληπτό ή πραγματικό το σφάλμα. Η νοοτροπία της τιμωρίας περιλαμβάνει την εστίαση στο ζήτημα του «αξίζει» την τιμωρία. Θέλουμε να υποφέρει και ο παραβάτης (είτε εμείς είτε κάποιος άλλος).

Αν και είναι ανθρώπινο να θέλουμε να ισοφαρίσουμε, είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι ο πόνος δεν αποτελεί απαραίτητα κίνητρο για θετική ανάπτυξη και συχνά οδηγεί σε πιο ανεπιθύμητη συμπεριφορά – όπως συνέβη με τον Τζέιμς – αυξάνοντας την αυτοαπορρόφηση, τη ντροπή και την ανάγκη διαφυγής.

Επιπλέον, η τιμωρία, παρά το γεγονός ότι αισθάνεστε (προσωρινά) «ικανοποιημένοι», σημαίνει ότι εξακολουθείτε να είστε παγιδευμένοι στο να ελέγχεστε από αυτό που συνέβη, αντί να λύνετε το πρόβλημα.

Ο ρόλος του μαθήματος

Όταν σκέφτεστε πώς να τιμωρήσετε κάποιον (συμπεριλαμβανομένου του εαυτού σας) και θέλετε να «δώσετε ένα μάθημα», κάντε στον εαυτό σας τις εξής ερωτήσεις: Ποιο είναι το πραγματικό «μάθημα» που θα διδαχθεί; Ποιος είναι ο στόχος σας; Ποιος θα είναι ο πραγματικός αντίκτυπος ή το αποτέλεσμα της τιμωρίας;

Η τιμωρία και η διαπόμπευση των παιδιών, για παράδειγμα, τους δίνει μια αίσθηση ντροπής που βασίζεται στον εαυτό τους και συχνά οδηγεί σε κρυφή επανάσταση. Μπορεί στην πραγματικότητα να συμπεριφέρονται καλύτερα, αλλά το μάθημα που μαθαίνουν είναι πώς να αποφεύγουν την τιμωρία στρεφόμενα προς τα μέσα, αποκρύπτοντας και καλύπτοντας. Επιπλέον, τους μαθαίνει να είναι υπάκουα αντί να έχουν κριτική σκέψη και να σκεφτούν.

Πώς μπορούμε να καταλάβουμε αν η ενοχή που τρέφουμε (ή προκαλούμε) είναι παθολογική

Η απάντηση βρίσκεται στο πώς η ενοχή επηρεάζει τις σχέσεις μας, ποιο «μάθημα» παίρνουμε πραγματικά και αν εμπνέει εποικοδομητική αλλαγή (ή μας τραβά σε μια δίνη ντροπής ή/και εθιστικής συμπεριφοράς). Η υγιής ενοχή είναι συνείδηση με ένα σχέδιο δράσης πέρα από τον πόνο.

Η ανάκαμψη είναι το κλειδί

Τα ομαδικά αθλήματα μας δίνουν ένα καλό μοντέλο για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να χειριστούν το δυσάρεστο αίσθημα για κάτι που έκαναν, να ανακάμψουν και να βελτιωθούν. Μερικές φορές, οι καλοί παίκτες δεν αποδίδουν αποτελεσματικά, κοστίζοντας τη νίκη της ομάδας.

Στη συνέντευξη μετά το παιχνίδι, είναι σαφές ότι αισθάνονται άσχημα που απογοήτευσαν τους συμπαίκτες τους. Αλλά, ταυτόχρονα, γνωρίζουν ότι η πιο ουσιαστική συγγνώμη είναι να ανακάμψουν ώστε να μπορέσουν να σκοράρουν ξανά, αντί να επικεντρώνονται στο να νιώθουν άσχημα και να αυτομαστιγώνονται. Κατά παράλληλο τρόπο, οι συμπαίκτες τους φαίνεται να γνωρίζουν ενστικτωδώς ότι πρέπει να τους χτυπήσουν στην πλάτη για ενθάρρυνση και να τους πουν να επιστρέψουν στο παιχνίδι, ώστε να τους βοηθήσουν να κερδίσουν τη σεζόν.

Η τελειομανία μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη

Μια πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Social and Clinical Psychology υποδηλώνει ότι η μη ρεαλιστική ανάγκη για τελειομανία συχνά γεννά κατάθλιψη, κοινωνική αποσύνδεση και έλλειψη κοινωνικής ενσωμάτωσης, μεταξύ άλλων αρνητικών αποτελεσμάτων.

«Ενδιαφέρθηκα για τη διερεύνηση του ρόλου της τελειομανίας στην κατάθλιψη αφού εργάστηκα σε ένα έργο που κατέδειξε ότι η τελειομανία – ένα χαρακτηριστικό προσωπικότητας που συχνά εξιδανικεύεται και επιβραβεύεται στην κοινωνία μας – οδηγεί σε μεγαλύτερη κατάθλιψη με την πάροδο του χρόνου», δήλωσε η επικεφαλής συγγραφέας της έρευνας, ψυχολόγος Katerina Rnic.

Για να κατανοήσει ποια είδη τελειομανίας οδηγούν στην κατάθλιψη, η έρευνα της Rnic επικεντρώθηκε στο μοντέλο κοινωνικής αποσύνδεσης της τελειομανίας (PSDM). Η θεωρία αυτή υποδηλώνει ότι το κάθε είδος τελειομανίας οδηγεί σε μεγαλύτερη αποσύνδεση από τους άλλους, η οποία οδηγεί σε καταθλιπτική διάθεση και άλλα συμπτώματα κατάθλιψης.

«Δεδομένου ότι το διαπροσωπικό άγχος είναι μία από τις κύριες αιτίες της κατάθλιψης, αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε το PSDM ως πλαίσιο για να εξετάσουμε αν τα διαπροσωπικά προβλήματα εξηγούν τη σχέση μεταξύ τελειομανίας και κατάθλιψης», δήλωσε η Rnic.

Η Rnic και η ομάδα της δοκίμασαν αυτή τη θεωρία σε μια ομάδα ενηλίκων και διαπίστωσαν ότι όλοι οι τύποι τελειομανίας οδηγούν σε μεγαλύτερη κατάθλιψη ενσταλάζοντας αισθήματα κοινωνικής αποσύνδεσης. Παρακάτω παρατίθεται μια ανάλυση των διαφόρων μορφών τελειομανίας που μελέτησαν οι ερευνητές:

– Η αυτοπροσανατολισμένη τελειομανία είναι μια μορφή τελειομανίας που απαιτεί την τελειότητα από τον εαυτό μας και είναι αυτό που σκέφτονται οι περισσότεροι άνθρωποι όταν μιλούν για τελειομανία.

– Η προσανατολισμένη στους άλλους τελειομανία είναι μια μορφή τελειομανίας που απαιτεί τελειότητα από τους άλλους, όπως τα μέλη της οικογένειας, τους φίλους και τους συναδέλφους.

– Η κοινωνικά προδιαγεγραμμένη τελειομανία είναι ένας τύπος τελειομανίας που θεωρεί ότι οι άλλοι απαιτούν από εσάς να είστε τέλειοι για να εξασφαλίσετε την έγκρισή τους. Οι συγγραφείς επεσήμαναν επίσης ότι η τελειομανία μπορεί να εκφραστεί με διάφορους τρόπους, όπως:

– Η τελειομανής αυτοπροβολή ή η ενεργή προώθηση των ταλέντων και των ικανοτήτων κάποιου για να εντυπωσιάσει τους άλλους. Όπως είναι αναμενόμενο, αυτό το διαπροσωπικό στυλ παρουσιάζει ομοιότητες με τον ναρκισσισμό.

– Μη επίδειξη των ατελειών του ατόμου, όπως η αποφυγή συμμετοχής σε δραστηριότητες που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τις ελλείψεις του.

– Μη αποκάλυψη των ατελειών, ή να μην μοιράζεται κανείς προφορικά τις ατέλειές του, όπως το να αποφεύγει να μιλά για τα λάθη ή τις δυσκολίες του.

Σύμφωνα με την Rnic, οι άνθρωποι συχνά επιδεικνύουν μια παράδοξη επιμονή στις τελειομανείς σκέψεις και συμπεριφορές τους, παρά τις αρνητικές τους συνέπειες.

Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από ένα άλλο εύρημα της έρευνάς τους, το οποίο υπογραμμίζει ορισμένα από τα πλεονεκτήματα του να κρατά κανείς τον εαυτό του σε ένα πρότυπο τελειομανίας. Για παράδειγμα, παρόλο που η αυτοπροσανατολισμένη τελειομανία συνδεόταν με μεγαλύτερη κοινωνική αποσύνδεση και κατάθλιψη, συνδεόταν επίσης με μεγαλύτερη επιβεβαίωση της αξίας.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει επειδή οι αυτοπροσανατολισμένοι τελειομανείς είναι ιδιαίτερα φιλόδοξοι, ένα χαρακτηριστικό που οι άλλοι μπορεί να θαυμάζουν, καθησυχάζοντας έτσι το τελειομανές άτομο για την αξία του. Η Rnic εξήγησε:

«Η διαπίστωσή μας ότι ορισμένοι τύποι τελειομανίας μπορεί να έχουν πράγματι θετικά αποτελέσματα (ενώ ταυτόχρονα συνδέονται και με αρνητικά αποτελέσματα) αρχίζει να ρίχνει φως στο γιατί οι άνθρωποι συνεχίζουν να επιδιώκουν την τελειότητα παρά τη σκληρή πραγματικότητα της ατέλειας και το κόστος που συνδέεται με την επιδίωξή της». Στη συνέχεια, έκανε ορισμένες προτάσεις για όποιον μπορεί να παλεύει με την τελειομανία:

– Σκεφτείτε πώς η τελειομανία σας έχει βλάψει και πώς η απελευθέρωση από αυτή τελειομανία θα μπορούσε να σας ωφελήσει. Θα είχατε περισσότερο χρόνο για τα πράγματα που σας ευχαριστούν; Θα ήταν ευκολότερο να ξεκινήσετε και να ολοκληρώσετε εργασίες; Θα τα πηγαίνατε καλύτερα με τον σύζυγο ή τον σύντροφό σας;

– Δοκιμάστε πειράματα συμπεριφοράς, όπου εξασκείστε σκόπιμα στο να κάνετε λάθη και να κάνετε πράγματα ατελώς. Στο πλαίσιο αυτών των πειραμάτων, προβλέψτε τι θα συμβεί όταν κάνετε ένα λάθος και στη συνέχεια ακολουθήστε το σχέδιο για να δείτε τι πραγματικά συμβαίνει.

«Οι άνθρωποι συχνά μένουν έκπληκτοι όταν βλέπουν ότι δεν ήρθε τελικά η καταστροφή και ότι υπάρχουν πολλά που μπορούν να ειπωθούν για την ελευθερία του να αγκαλιάζεις την ατέλεια», κατέληξε η Rnic.

Bertrand Russell: Η Θέση του Έρωτα στην Ανθρώπινη Ζωή

Ο έρωτας είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από την επιθυμία για σεξουαλική επαφή∙ είναι το σπουδαιότερο μέσο για να ξεφύγουν από τη μοναξιά που πληγώνει τους πιο πολλούς άντρες και γυναίκες στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.

Στους πιο πολλούς ανθρώπους υπάρχει ένας βαθιά ριζωμένος φόβος για τον κρύο εξωτερικό κόσμο και για την πιθανή σκληρότητα του πλήθους.

Υπάρχει μια λαχτάρα για στοργή που συχνά κρύβεται κάτω από την τραχύτητα, τη χοντροκοπιά και το απότομο φέρσιμο στους άντρες ή κάτω από την γκρίνια και το καυγάδισμα στις γυναίκες.

Ο δυνατός αμοιβαίος έρωτας, όσο διαρκεί, εξαφανίζει αυτά τα αισθήματα, γκρεμίζει τα σκληρά τείχη του εγώ και δημιουργεί ένα νέο πλάσμα που αποτελείται από δύο ενωμένα σε ένα.

Η φύση δεν έφτιαξε τα ανθρώπινα όντα για να ζουν μόνα, γιατί δεν μπορεί να εκπληρώσει το βιολογικό σκοπό της παρά μόνο με τη συνεργασία των ανθρώπων∙ και οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ολοκληρωτικά το σεξουαλικό τους ένστικτο χωρίς αγάπη.

Το ένστικτο δεν ικανοποιείται ολοκληρωτικά παρά μόνο όταν στην ερωτική σχέση μπαίνει ολάκερη η ύπαρξη του ανθρώπου, ψυχική και σωματική.

Εκείνοι που δεν έχουν γνωρίσει τη βαθιά οικειότητα και την έντονη συντροφικότητα της ευτυχισμένης αμοιβαίας αγάπης έχουν χάσει το καλύτερο πράγμα που μπορεί να δώσει η ζωή∙ ασυνείδητα, αν όχι συνειδητά, το αισθάνονται αυτό και η απογοήτευση που γεννιέται τους οδηγεί προς το φθόνο, την καταπίεση και τη σκληρότητα.

Bertrand Russell, Η Θέση του Έρωτα στην Ανθρώπινη Ζωή

Μην μπερδεύεις το αντέχω με το ανέχομαι. Αντέχω πολλά, δεν ανέχομαι τα πάντα

Ήμουν εκεί στην άκρη του δρόμου και περίμενα μια ζωή.

Από μικρό παιδάκι. Πάντα κάποιον περίμενα.

Κάποιος να έρθει. Κάποιος να μην φύγει.
Χωρίς να απαιτώ.

Αυτό το ατελείωτο πήγαινε- έλα δεν σταμάταγε ποτέ. Πάντα κάποιος ερχόταν και κάποιος έφευγε. Χωρίς καν να με παρατηρεί. Χωρίς καν να με βλέπει. Χωρίς να ακούει τη δική μου φωνή.

Ήθελα μόνο μια αγκαλιά.
Όλοι βρίσκονταν σε κίνηση. Πήγαιναν στην δική τους κατεύθυνση αδιαφορώντας για την δική μου.

Προχθές το βράδυ τους έφερα όλους στο μυαλό μου. Ήθελα να φανταστώ πού βρίσκονται εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή. Όλοι αυτοί που από παιδί κυνηγούσα από πίσω να σταθούν έστω για ένα λεπτό.

Μόνο για να με χαιδέψουν, για να με ακούσουν. Κάπου να μπορέσω να πώ και εγώ τις μικρές «βλακείες» του παιδικού μυαλού μου.

Πού είναι οι δικοί μου άνθρωποι.
Αυτοί που έχει όλος ο κόσμος γύρω του μεγαλώνοντας. Ο καθένας στον δικό του ρόλο.

Σε μένα δεν υπήρχαν ρόλοι…
Γιατί δεν υπήρχαν άνθρωποι να τους αναλάβουν.

Είναι όλοι τους καλά. Στις θέσεις τους, στις ζωές τους. Μόνο που εγώ παραμένω στην άκρη του δρόμου. Δεν κουνήθηκα ούτε ένα μέτρο. Περιμένω, περιμένω….

Αυτό το καλοκαίρι είπα: πρέπει να μετακινηθώ. Δεν περιμένω στο σωστό σημείο. Ούτε και τους σωστούς ανθρώπους.
Άδικα περιμένω…

Αυτό το καλοκαίρι πρέπει να μην σταθώ πουθενά. Να μην δακρύσω για τίποτα που αφορά το παρελθόν. Όλοι αυτοί ήταν απλώς άνθρωποι. Περαστικοί άνθρωποι. Δεν έχει σημασία αν έπρεπε να είναι γονείς, αδέρφια, σύζυγοι, σύντροφοι. Δεν ήταν. Ίσως να ήμουν και εγώ πολύ αδύνατη και μικρή για να με δούν στην άκρη του δρόμου. Ίσως η φωνή μου να μην ήταν τόσο δυνατή για να φτάσει στα αυτιά τους. Ίσως, ίσως…

Το ζητούμενο δεν είναι πια αυτοί. Το ζητούμενο είμαι εγώ.
Να μπώ στο δικό μου αυτοκίνητο και να προσπεράσω.
Να αφήσω πίσω μου ό,τι πονάει και να πάω μπροστά. Δεν πρέπει να το κάνω μόνο εγώ. Πρέπει να το κάνετε όλοι σας. Αν το πλοίο βυθίστηκε και βρίσκεστε στην λέμβο διάσωσης πρέπει να ελαφρύνετε το φορτίο για να φτάσετε πάλι στην ξηρά.

Και φιλοσοφώ. Oύτε και εγώ ξέρω πώς το κάνω. Eίπα αυτό το καλοκαίρι πρέπει… Μα το καλοκαίρι τελειώνει…

Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει. Μάζεψα την ψυχή μου και τα ερείπια της καρδιάς μου και αντιμετώπισα τα πάντα με αξιοπρέπεια. Τόση που ακόμα και αυτοί που αναφέρω μαζεύονται πάλι γύρω μου. Πάλι θέλουν πράγματα από μένα.

Μάλλον γιατί δεν φώναξα ποτέ, δεν πρόσβαλα ποτέ, δεν εκνευρίστηκα ποτέ. Πάντα έλεγα ένα σιγανό «δεν πειράζει..»

Τελικά όμως πειράζει. Όλους μας πειράζει. Είναι ανάγκη να ακούσουν τι μας πειράζει. Δυνατά και ξεκάθαρα. Η χαμηλή φωνή δεν είναι αρκετή για να τους κρατήσει μακριά. Αντίθετα πάντα ξαναγυρίζουν….

Δεν με πονάει που δεν υπήρξαν ποτέ. Με πνίγει που ποτέ δεν βρήκα το θάρρος να τους φωνάξω. Να με ακούσουν.

Το καλοκαίρι τελειώνει. Ο χειμώνας πρέπει να είναι φωτεινός. Ας μιλήσουμε λίγο πιο δυνατά.
Ας πούμε ένα πιο δυνατό “πειράζει”.

Μαγκιά είναι να κάνεις τον άνθρωπό σου να γελάει

Οι άνθρωποι πολλά πράγματα τα ξεχνούν. Χαρές, λύπες, στιγμές που έχεις περάσει μαζί τους μπορούν να αποτελέσουν μεμιάς παρελθόν κι αυτό μονάχα κακό δεν είναι, αλλά δε θα το συζητήσουμε τώρα αυτό. Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος και κόβω το χέρι μου. Πως όσο κι αν έχει προχωρήσει κανείς, όσα βήματα μακριά από σένα κι αν έχει κάνει, δε σε ξεχνάει.

Για τις στιγμές που ήσουν χάλια και σε έκανε να σκάσεις στα γέλια. Για τις στιγμές που δεν είχες όρεξη ούτε να πετάξεις ένα αχνό χαμόγελο, κι εκείνος χτυπιέται και σε πιάνει σπαστικό γέλιο. Είναι νόμος, είναι αξίωμα πως αυτές οι στιγμές μένουν χαραγμένες στο κεφάλι σου.

Ξέρεις τι φταίει; Η τόσο απότομη εναλλαγή συναισθημάτων. Δεν είναι εύκολο να έχεις ψυχολογία στα Τάρταρα κι ο άνθρωπός σου να σε κάνει να κυλιέσαι στα πατώματα. Θέλει κόπο, θέλει προσπάθεια κι υπομονή γαϊδουρινή. Πολλοί θα σε έγραφαν. Θα γυρνούσαν πλευρό στο κρεβάτι, ή θα σου έδιναν ένα φιλί για καληνύχτα και θα τελείωναν όλα εκεί. «Θα περάσει, θα δεις. Όλα θα πάνε καλά». Όλα περνούν, καμία διαφωνία σε αυτό. Θα ξυπνήσει ο άνθρωπός σου το επόμενο πρωί και θα έχει μαλακώσει, θα έχει φύγει η στεναχώρια.

Αλλά η μαγκιά ξέρεις ποια είναι; Να μην τον αφήσεις να κοιμηθεί με μούτρα κατεβασμένα και μάτια βουρκωμένα. Να μην κλείσεις τα μάτια σου αν δε βεβαιωθείς πως ο κόμπος από το στομάχι του έχει φύγει. Να το βάλεις στόχο, πως αν δεν κάνεις το πλάσμα δίπλα σου να γελάσει, δε θα κοιμηθείς. Στις σχέσεις πρέπει να γινόμαστε σαν μικρά παιδιά. Τσαρλατάνος να γίνεις αν χρειαστεί, αρκεί η θλίψη, το άγχος, η στεναχώρια να φύγει μακριά και στη θέση τους να μπει ένα πλατύ χαμόγελο.

Και μετά το χαμόγελο θα έρθει κι η αγκαλιά. Μετά την αγκαλιά η ηρεμία. Κανένας χρόνος και κανένας ύπνος δεν μπορεί να ηρεμήσει τον άνθρωπό σου όσο μπορείς εσύ ο ίδιος. Γι’ αυτό, εκείνο το βράδυ μην κοιμηθείς.

Εκείνο το βράδυ σκάρωσε τα πιο αστεία στιχάκια. Πες της ανέκδοτα που σκαρφίζεσαι εκείνη τη στιγμή, σήκωσέ την από το κρεβάτι και χορέψτε, χαρίζοντάς της τις πιο αστείες φιγούρες που έχει δει ποτέ. Καν’ της καντάδα με στίχους ηλίθιους, ερωτική εξομολόγηση για το πόσο ποθείς τις μασχάλες της και πόσο την αγαπάς όταν πατάει το καζανάκι.

Ο έρωτας σε κάνει μικρό παιδί. Δε σε αφήνει να νοιαστείς για το αν δείχνεις όμορφος στα μάτια της, αν είναι σωστά σιδερωμένο το πουκάμισό σου κι αν έχεις χτενίσει όμορφα τα μαλλιά σου. Ο έρωτας είναι ο βασιλιάς των λεπτομερειών, των μικρών στιγμών.

Σε διαβεβαιώνω, δε θα θυμάται το άρωμα που φορούσες, ούτε τι χρώμα πουκάμισο είχες βάλει. Δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ όμως, το γέλιο της μια στιγμή που δεν το περίμενε ούτε εκείνη απ’ τον εαυτό της. Δε θα ξεχάσει ποτέ τον τρόπο που τον έκανες να βάλει τα γέλια χαρίζοντάς του ένα κομπλιμέντο για τη μύτη του, τη στιγμή που η θλίψη τον είχε περικυκλώσει.

Τα βράδια που ο άνθρωπός σου δεν μπορεί να σου χαρίσει ούτε ένα τόσο δα χαμογελάκι, κάνε μου τη χάρη και μην κοιμηθείς. Κανένας δεν αξίζει να κοιμάται πνιγμένος στη στεναχώρια του. Κι επειδή θα υπάρξουν στιγμές που ο άνθρωπος αυτός μπορεί να είναι στεναχωρημένος κι εσύ να μην είσαι πια εκεί, φρόντισε, σε παρακαλώ, να χαρίσεις πολλά αξέχαστα βράδια, φρόντισε να γεμίσεις την πλάση με χαμόγελα.

Η μυστηριώδης σχέση που υπάρχει μεταξύ της σκέψης ενός ανθρώπου και αυτού που του συμβαίνει

Η πραγματική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η ρίζα από την οποία παράγεται κάθε εμφανής διαφορά, είναι το ότι ανήκουν σε διαφορετικά επίπεδα εσωτερικής υπευθυνότητας. Η διαφορετική ποιότητα σκέψης τοποθετεί τους ανθρώπους κάθετα στα διαφορετικά επίπεδα της κλίμακας του Είναι.

Υπάρχει μια εσωτερική ιεραρχία που κανένας πόλεμος ή επανάσταση δεν θα μπορέσει ποτέ να τη σβήσει, γιατί η πραγματική ανομοιότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν βρίσκεται ούτε στον πλούτο, ούτε στην πίστη ή στη φυλή. Η διαφορά εντοπίζεται στις καταστάσεις τού Είναι. Είναι μια διαφορά ψυχολογική, κάθετη, εξελικτική, βαθμίδας. Για το λόγο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσα από μια ριζική αλλαγή του τρόπου σκέψης κι αντίληψης.

Σου συμβαίνουν συνεχώς τα ίδια γεγονότα γιατί τίποτα δεν αλλάζει σε σένα! Το κομμάτι του παραδείσου πάει προς τον παράδεισο, τo κομμάτι της κόλασης πάει προς την κόλαση.

Οι καταστάσεις της υπόστασής μας προσελκύουν τα γεγονότα που τους αντιστοιχούν και τα γεγονότα, μας ρίχνουν ξανά στις ίδιες καταστάσεις. Μόνο η θέληση μπορεί να διακόψει αυτή την αιώνια καταδίωξη, αυτό το ατέλειωτο μηχανικό παιχνίδι, και να σπάσει τον υπνωτικό κρίκο που περιβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη. Thought is creative. Thought creates. Τα γεγονότα είναι οι υλοποιήσεις της σκέψης μας, των καταστάσεων του Είναι μας. Καταστάσεις και συμβάντα είναι επομένως το ίδιο πράγμα. Οι καταστάσεις παράγονται στο Είναι κάθε ανθρώπου, τα γεγονότα εκδηλώνονται στη ζωή του, στον χρόνο, και μοιάζουν να παράγονται ανεξάρτητα από τη θέλησή του. Στην πραγματικότητα εμείς οι ίδιοι τα επικαλεστήκαμε με σφοδρότητα και, ασυνείδητα, τα δημιουργήσαμε.

Η σκέψη του ανθρώπου, θετική ή αρνητική, είναι πάντα δημιουργική και βρίσκει δεόντως την ευκαιρία να υλοποιηθεί.

Οι σκέψεις μας, σαν χειρόγραφες προσκλήσεις, που έχουν αποσταλεί και μετά ξεχαστεί, προσελκύουν τα αντίστοιχα συμβάντα. Όταν έρθει ο καιρός που ούτε καν το σκεφτόμαστε πια, περιστάσεις, συναντήσεις, περιστατικά, προβλήματα και συμπτώσεις, καταπτώσεις και αποτυχίες, χτυπούν την πόρτα μας σαν ανεπιθύμητοι επισκέπτες που τους προσκαλούσαμε όμως από καιρό, υποχθόνια. Μόνο η αμέλεια των ψυχολογικών μας καταστάσεων, απ’ όπου πραγματικά πηγάζουν εκείνα τα γεγονότα, μας τα παρουσιάζει ως απροσδόκητα, απρόσμενα.

Το απρόσμενο έχει πάντα ανάγκη μακράς προετοιμασίας.

Κανένα γεγονός δεν μπορεί να συμβεί εξωτερικά σε έναν άνθρωπο χωρίς την, έστω και ασυνείδητη, συγκατάθεσή του. Τίποτα δεν μπορεί να του τύχει χωρίς να περάσει πρώτα μέσα από την ψυχολογία του.

Η σκέψη επομένως είναι ισχυρότατη.

Επίσης, εκείνα που αποκαλούμε γεγονότα, συμβάντα, εμπειρίες και όλα τα πιθανά περιστατικά της ζωής, είναι ψυχολογικές καταστάσεις της υπόστασης που ήδη πορεύονται για να συναντήσουν όποιον έχει εναρμονιστεί με αυτά. Οι καταστάσεις είναι γεγονότα που περιμένουν την κατάλληλη συγκυρία για να συμβούν.

Η ποιότητα των συναισθημάτων μας, η ευρύτητα των σκέψεών μας, οι ψυχικές διαθέσεις που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή, αποφασίζουν τι θα εκδηλωθεί στο ορατό, τη φύση των γεγονότων που θα υλοποιηθούν στη ζωή μας.

Τροποποιώντας τις καταστάσεις τού Είναι, μπορείς να ανατρέψεις τα γεγονότα που, προορίζονται να τα βρεις μπροστά σου. Να πώς ο άνθρωπος, μέσα από μια μελέτη του εαυτού του, τροποποιώντας τον τρόπο που σκέφτεται και αισθάνεται, μπορεί να μετατρέψει την οριζόντια, εφήμερη, ύπαρξή του.

Πρέπει να μάθουμε να ανατρέπουμε την οπτική μας. Όλα αυτά που οι άνθρωποι συνήθως κατανοούν ως δυσκολίες και συμφορές, όλα αυτά που καταριούνται. όλα αυτά που προσπαθούν πάση θυσία να αποφύγουν, στην πραγματικότητα είναι το πιο πολύτιμο υλικό για να μετατρέψουν την ψυχολογία του θανάτου σε μια ψυχολογία ζωής.

To Είναι αποτελείται από καταστάσεις και η ζωή από γεγονότα. Η ύπαρξή μας, επομένως, τρέχει παράλληλα σε δύο γραμμές: εκείνη των γεγονότων, της διαδοχής των συμβάντων που, στη διάρκεια της ζωής μας, συναντάμε στο tapis roulant του χωροχρόνου, και εκείνη των καταστάσεων που είναι οι ψυχικές διαθέσεις, moods, οι καταστάσεις τού Είναι που διαδέχονται, μέσα μας, η μια τη άλλη, σχεδόν πάντα απαρατήρητα. Επομένως, η προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου, στον οριζόντιο άξονα είναι φτιαγμένη από γεγονότα, ενώ στον κάθετο άξονα είναι φτιαγμένη από καταστάσεις. Ωστόσο, ο κόσμος συνήθως πιστεύει και αφηγείται τη ζωή του σαν να είναι φτιαγμένη μόνο από εξωτερικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα, το είδος των γεγονότων που εκδηλώνονται, και επομένως η ποιότητα της εξωτερικής ζωής, εξαρτάται από την ποιότητα της σκέψης και από τις καταστάσεις τού Είναι. Η ζωή επομένως αποτελείται από γεγονότα αλλά και, ακόμη περισσότερο, από καταστάσεις. Ο καθένας μας, για παράδειγμα, πηγαίνοντας σε μια διάλεξη ή στο θέατρο, είναι σίγουρος ότι διάλεξε τη θέση που θα καθίσει. Ο καθένας μας είναι σίγουρος ότι σήμερα το πρωί διάλεξε τι ρούχα θα φορέσει. Στην πραγματικότητα δεν ήμασταν ‘εμείς’ που διαλέξαμε τη θέση στο θέατρο ή τα ρούχα αλλά οι καταστάσεις τού Είναι μας.

Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι όλοι έχουν στη γκαρνταρόμπα τους ένα φόρεμα, ένα πουκάμισο, ένα ρούχο που αντιπαθούν και για κάποιο λόγο δεν θα ήθελαν ποτέ να το φορέσουν. Δεν το πετάνε γιατί γνωρίζουν πως κάποια στιγμή θα βρεθούν σ’ αυτή την ψυχική διάθεση, σ’ αυτό το mood, στο ανάλογο επίπεδο του Είναι. Όταν ‘νιώθουμε’ έτσι, ‘επιλέγουμε’ εκείνο το ρούχο.

Η σχέση που συνδέει καταστάσεις και γεγονότα, εσωτερικά και εξωτερικά συμβάντα, η μυστηριώδης σχέση που υπάρχει μεταξύ της ψυχολογίας ενός ανθρώπου και αυτού που του συμβαίνει είναι ο πυρήνας του θέματος της ελεύθερης βούλησης και του αιώνιου αινίγματος, εάν το πεπρωμένο υπακούει στην τυχαιότητα ή την αναγκαιότητα.

Φτάνει κανείς στην αρετή. Δεν καλλιεργείται η αρετή, όπως δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει την αγάπη ή την ταπεινότητα

Εμείς δημιουργούμε την κοινωνία και η κοινωνία μάς διαμορφώνει. Ο νους μας βασανίζεται και διαμορφώνεται βαθιά από μια ηθική που δεν είναι ηθική. Η ηθική της κοινωνίας είναι ανηθικότητα, γιατί η κοινωνία δέχεται κι ενθαρρύνει τη βία, την απληστία, τον ανταγωνισμό, τη φιλοδοξία, κ.ο.κ., πράγματα που είναι ουσιαστικά ανήθικα. Δεν υπάρχει αγάπη, εκτίμηση, στοργή, τρυφερότητα, και η «ηθική υπευθυνότητα» της κοινωνίας είναι εντελώς χαοτική. Ένας νους που γυμνάστηκε χιλιάδες χρόνια ν’ αποδέχεται, να υπακούει και να συμμορφώνεται, δεν μπορεί με κανένα τρόπο να είναι υπερευαίσθητος και συνεπώς εξαιρετικά ενάρετος. Έχουμε πιαστεί σ’ αυτή την παγίδα. Τι είναι λοιπόν αρετή; Πρέπει να το δούμε επειδή η αρετή είναι απαραίτητη.

Χωρίς σωστές βάσεις ένας μαθηματικός δεν μπορεί να πάει πολύ μακριά. Με τον ίδιο τρόπο, προκειμένου κανείς να καταλάβει και να πάει πιο πέρα, σε κάτι που είναι μιας εντελώς διαφορετικής διάστασης, πρέπει να έχει σωστές οάσεις και η σωστή βάση είναι η αρετή, που είναι τάξη -όχι η τάξη της κοινωνίας, που είναι αταξία. Χωρίς τάξη πώς μπορεί ο νους να είναι ευαίσθητος, ζωντανός, ελεύθερος;

Προφανώς, αρετή δεν είναι η γεμάτη επαναλήψεις συμπεριφορά της συμμόρφωσης σ’ ένα πρότυπο που έχει γίνει σεβαστό σ’ ένα πρότυπο που το κατεστημένο, σ’ αυτή τη χωρά ή οπουδήποτε αλλού στον κόσμο, δέχεται σαν Ηθική. Πρέπει κανείς να είναι ξεκάθαρος σχετικά με το τι είναι αρετή. Φτάνει κανείς στην αρετή: Δεν καλλιεργείται η αρετή, όπως δεν μπορεί κανείς να καλλιεργήσει την αγάπη ή την ταπεινότητα. Φτάνει κανείς σ’ αυτήν -στη φύση της αρετής, στην ομορφιά της, στην τάξη της- όταν ξέρει τι δεν είναι αρετή· μέσα από την άρνηση βρίσκει κανείς το θετικό. Δεν έρχεται κανείς στην αρετή ορίζοντας το θετικό και προσπαθώντας στη συνέχεια να το μιμηθεί -αυτό δεν είναι καθόλου αρετή. Δεν έχει κανένα νόημα να καλλιεργείς διάφορες μορφές «εκείνου που θα έπρεπε να είσαι», μορφές που ονομάζονται αρετή -όπως μη βία- ασκώντας τις καθημερινά μέχρι να γίνουν μηχανικές.

Ασφαλώς η αρετή υπάρχει κάθε στιγμή, όπως η ομορφιά, όπως η αγάπη -δεν είναι κάτι που το έχετε συσσωρεύσει και μέσα απ’ αυτό δράτε. Αυτό δεν είναι μια απλή λεκτική διαπίστωση που είτε τη δέχεσαι είτε όχι. Υπάρχει αταξία -όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και μέσα μας, πλήρης αταξία- αλλά δεν είναι ότι κάπου μέσα μας υπάρχει τάξη και το υπόλοιπο πεδίο είναι σε αταξία: αυτός είναι ένας ακόμα δυϊσμός και συνεπώς αντίφαση, μπέρδεμα και πάλη. Όπου υπάρχει αταξία πρέπει να υπάρχει επιλογή και σύγκρουση. Μόνον ο μπερδεμένος νους επιλέγει. Για το νου που βλέπει τα πάντα ολοκάθαρα, δεν υπάρχει επιλογή. Αν είμαι μπερδεμένος, οι πράξεις μου θα ‘ναι κι αυτές μπερδεμένες.

Ένας νους που βλέπει τα πράγματα πολύ καθαρά, χωρίς διαστρέβλωση, χωρίς προσωπική προκατάληψη, που έχει καταλάβει την αταξία και είναι ελεύθερος απ’ αυτήν ένας τέτοιος νους είναι ενάρετος, είναι σε τάξη, όχι σε τάξη σύμφωνα με τους Κομμουνιστές, τους Σοσιαλιστές, τους Καπιταλιστές ή κάποια εκκλησία, αλλά σε τάξη επειδή έχει καταλάβει όλο το μέγεθος της αταξίας μέσα του. Η τάξη, εσωτερικά, είναι παρόμοια με την απόλυτη τάξη των μαθηματικών. Εσωτερικά η ύψιστη τάξη είναι κάτι απόλυτο και δεν μπορεί να βγει μέσα από την καλλιέργεια, ούτε μέσα από την άσκηση, την καταπίεση, τον έλεγχο, την υπακοή και τη συμμόρφωση. Μόνον ένας νους που έχει εξαιρετική τάξη μπορεί να είναι ευαίσθητος, νοήμων.

Πρέπει κανείς να έχει επίγνωση της αταξίας μέσα του, επίγνωση των αντιφάσεων, της δυϊστικής διαμάχης των αντίθετων επιθυμιών, να έχει επίγνωση των ιδεολογικών κυνηγητών και του εξωπραγματικού χαρακτήρα τους. Πρέπει να παρατηρεί «αυτό που είναι» χωρίς καταδίκη, χωρίς κριτική, χωρίς κανένα ζύγισμα. Βλέπω το μικρόφωνο σαν μικρόφωνο -όχι σαν κάτι που μου αρέσει ή δε μου αρέσει, θεωρώντας το καλό ή κακό-το βλέπω όπως είναι. Με τον ίδιον τρόπο, πρέπει να δει κανείς τον εαυτό του όπως είναι, χωρίς αυτό που βλέπει να το ονομάζει «κακό» ή «καλό» -χωρίς να υπολογίζετε τίποτα (πράγμα που δεν σημαίνει να κάνει ο καθένας ό,τι του αρέσει). Η αρετή είναι τάξη. Δεν μπορείς να έχεις το αντίγραφό της. Αν έχεις το αντίγραφο της αρετής και το ακολουθείς, έχεις γίνει ανήθικος, είσαι σε αταξία.

NIETZSCHE: ΤΑ ΞΕΣΠΑΣΜΑΤΑ ΜΑΣ

«Αχ! έλα, χρυσή γαλήνη!»

Υπάρχουν αναμέτρητα πράγματα που η ανθρωπότητα απέκτησε στα προηγούμενα στάδια σιγά-σιγά, αλλά με τόσο αδύνατο και εμβρυακό τρόπο, που κανείς δεν μπορούσε να αντιληφθεί την απόκτησή τους και που πολύ αργότερα και καμιά φορά, μετά από πολλούς αιώνες, έρχονται στο φως στο μεταξύ αυτά έχουν δυναμώσει, έχουν πια ωριμάσει.

Είναι φανερό πως σε αρκετές περιόδους, όπως και σε αρκετούς ανθρώπους, απουσιάζει ένα συγκεκριμένο ταλέντο, μια συγκεκριμένη αρετή. Μα ας περιμένουν, αν έχουν καιρό, τα εγγόνια τους ή τα δισέγγονά τους, γιατί αυτά φέρνουν στο φως την ψυχή των παπούδων τους, αυτή την ψυχή που δεν ξέρανε τίποτα για λογαριασμό της οι ίδιοι οι παπούδες τους. Πολλές φορές, ο γιος κιόλας, αποκαλύπτει τον πατέρα, κι αυτός ο ίδιος καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτό του από τότε που απέκτησε από το γιο.

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ, Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΠΟΥ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Η θεραπεία για μια νευρική ή ψυχική κατάρρευση εξαρτάται από την αιτία

Ο νευρικός κλονισμός, αν και παρωχημένος όρος, αποτελεί ένδειξη μιας αναγνωρισμένης, υποκείμενης ψυχικής ασθένειας, όπως η κατάθλιψη, το άγχος ή η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD).

Ο νευρικός κλονισμός ή διαφορετικά, η ψυχική κατάρρευση, είναι ένας παρωχημένος όρος που περιγράφει το συναισθηματικό ή σωματικό άγχος, που καθιστά προσωρινά μη ικανό το άτομο να λειτουργήσει στην καθημερινή του ζωή.

Παρόλα αυτά, ο αποκαλούμενος νευρικός κλονισμός αποτελεί ένδειξη μιας αναγνωρισμένης, υποκείμενης ψυχικής ασθένειας, όπως η κατάθλιψη, το άγχος ή η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες (PTSD).

Έτσι, τα σημάδια και τα συμπτώματα της πάθησης που πολλοί χαρακτηρίζουν ως νευρικό κλονισμό, εξαρτώνται από την υποκείμενη ιατρική πάθηση.
  • Γενικές πληροφορίες σχετικά με τον νευρικό κλονισμό:
  • Τα συμπτώματα ενός λεγόμενου νευρικού κλονισμού ποικίλλουν σημαντικά από άτομο σε άτομο
  • Από ιατρική άποψη, δεν υφίσταται ο όρος νευρικός κλονισμός
  • Η θεραπεία για μια νευρική ή ψυχική κατάρρευση εξαρτάται από την αιτία
16 σημάδια και συμπτώματα του νευρικού κλονισμού

Δεδομένου ότι δεν σχετίζεται με κάποια συγκεκριμένη ιατρική πάθηση, μια νευρική ή ψυχική κατάρρευση, δεν έχει κάποια καθορισμένα συμπτώματα πέρα ​​από τη δυσκολία ή την αδυναμία να λειτουργεί κάποιος φυσιολογικά.

Τα χαρακτηριστικά ενός «πλήρως λειτουργικού» ατόμου διαφέρουν ανά πολιτισμό, περιοχή, ακόμα και οικογένεια.

Παρόλα αυτά, 16 κοινά σημεία και συμπτώματα της νευρικής ή ψυχικής κατάρρευσης είναι:
  • Αίσθημα άγχους, κατάθλιψης, ξέσπασμα σε κλάματα ή διαρκή ευερεθιστότητα
  • Το άτομο αισθάνεται αβοήθητο, απελπισμένο και με χαμηλή αυτοεκτίμηση
  • Απόσυρση ή αποφυγή καθημερινών κοινωνικών καταστάσεων
  • Αποχή από την εργασία για αρκετές ημέρες ή ακύρωση συναντήσεων
  • Ακανόνιστο πρόγραμμα ύπνου, είτε πολύς είτε μη επαρκής ύπνος
  • Ανθυγιεινή διατροφή και κακή υγιεινή, λόγω ότι το άτομο είτε ξεχνά ή δεν έχει όρεξη να φάει και να καθαρίσει το χώρο του
  • Δυσκολία ως προς την εστίαση ή την ανάκληση γεγονότων της ημέρας
  • Διαρκής συναισθηματική κενότητα και σωματική εξάντληση, συχνά χωρίς κάποια αιτία
  • Έλλειψη κινήτρων και ενδιαφερόντων
  • Αδυναμία απόλαυσης ή αίσθησης ικανοποίησης από γεγονότα που συνήθως φέρνουν χαρά ή ικανοποίηση
  • Αίσθηση ανεξήγητων πόνων
  • Δυσκολία ως προς τις κοινωνικές συναναστροφές
  • Αυτοκτονικές σκέψεις ή σκέψεις αυτοτραυματισμού
  • Έλλειψη σεξουαλικού ενδιαφέροντος
  • Αλλαγές στην ομιλία και στην κίνηση (συνήθως οι ρυθμοί πέφτουν)
  • Τρομακτικές ανακλήσεις, άσχημοι εφιάλτες και συμπτώματα εξουθένωσης, όπως αυξημένος καρδιακός παλμός, ξηροστομία και εφίδρωση, ακόμα και όταν δεν υπάρχει απειλή ή κίνδυνος
  • Σε ακραίες περιπτώσεις και σε περιπτώσεις που δεν ακολουθείται θεραπεία, ειδικά στην περίπτωση των ψυχικών παθήσεων που συνδέονται με ψυχώσεις, τα συμπτώματα μπορεί επίσης να περιλαμβάνουν ψευδαισθήσεις, παράνοια, παραληρητικές ιδέες και έλλειψη διορατικότητας.
Θεραπεία και πρόληψη

Υπάρχουν κάποιοι τρόποι που μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση των συμπτωμάτων του συναισθηματικού και σωματικού στρες. Επιπλέον, οι περισσότερες θεραπείες βοηθούν επίσης στην πρόληψη της πάθησης.

Οι κοινές στρατηγικές αντιμετώπισης και πρόληψης του νευρικού κλονισμού περιλαμβάνουν:
  • Αναζήτηση θεραπείας, συνήθως γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας ή αλλιώς ΓΣΘ
  • Επίσκεψη σε γιατρό για τη χορήγηση αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών ή αντιψυχωτικών φαρμάκων
  • Προσπάθεια μείωσης ή επίλυσης των αιτιών του στρες, όπως οι συγκρούσεις στο σπίτι ή οι απαιτήσεις στο χώρο εργασίας
  • Ασκήσεις για την ενίσχυση της ψυχικής και σωματικής χαλάρωσης, όπως οι αναπνοές και ο διαλογισμός
  • Τουλάχιστον 20 λεπτά ήπιας άσκησης ή 10 λεπτά έντονης άσκησης, καθημερινά
  • Επιδίωξη μίας βόλτας για τουλάχιστον λίγα λεπτά ημερησίως ή ενασχόληση με κάποιο χόμπι
  • Συζήτηση με φίλους, οικογένεια, συντρόφους και συγκάτοικους για τα ενοχλητικά συναισθήματα
  • Θέσπιση προγραμμάτων υγιεινής, ύπνου και διατροφής
  • Αναζήτηση τοπικών ή διαδικτυακών ομάδων υποστήριξης για άτομα με παρόμοια συμπτώματα
  • Καλλιέργεια ενός ήρεμου περιβάλλοντος, χωρίς παρεμβολές για την ενθάρρυνση του ποιοτικού ύπνου
  • Αποφυγή της υπερβολικής κατανάλωσης καφεΐνης, αλκοόλ και νικοτίνης
  • Αποφυγή της χρήσης παράνομων ναρκωτικών ουσιών
  • Αιτίες και παράγοντες κινδύνου
  • Οτιδήποτε προκαλεί περισσότερο συναισθηματικό και φυσικό στρες από όσο μπορεί το σώμα να αντέξει, μπορεί να οδηγήσει σε νευρικό κλονισμό ή να προκαλέσει μια υποκείμενη ιατρική πάθηση.
Υπάρχουν όμως ορισμένες καταστάσεις, γενετικοί παράγοντες και εμπειρίες που συνδέονται περισσότερο με τη νευρική ή ψυχική κατάρρευση.

Αιτίες και παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση νευρικού κλονισμού μπορεί να είναι:
  • Έντονη θλίψη
  • Τραυματικές εμπειρίες
  • Βιώνοντας μία κακοποιητική σχέση
  • Εργασία που περιλαμβάνει καταστάσεις υψηλής πίεσης
  • Εργασία που σχετίζεται με συναισθηματική εξάντληση
  • Οικογενειακό ιστορικό με κάποια ψυχική ασθένεια
  • Έντονη απομόνωση
  • Τραυματικό και αμείωτο άγχος, όπως συμβαίνει στον πόλεμο
  • Σοβαρές κοινωνικές συγκρούσεις, ειδικά εάν επηρεάζουν την εργασία και τη ζωή στο σπίτι
  • Σοβαρές ή χρόνιες ιατρικές παθήσεις ή τραυματισμοί

Ο Δαίμονας της Πίστης

Τι πραγματικά πιστεύετε; Το τεστ του Δαίμονα της Αλήθειας.

Κατά πόσο οι απόψεις σας εκφράζουν την αλήθεια; Τα κίνητρα που μπορεί να σας ωθήσουν να πείτε κάτι, το οποίο δεν πιστεύετε πραγματικά.

Οι περισσότεροι από εμάς έχουν απόψεις για την πολιτική, τα τρέχοντα γεγονότα, την θρησκεία, την κοινωνία, την ηθική και τον αθλητισμό, και ξοδεύουμε πολύ χρόνο εκφράζοντας αυτές τις απόψεις, είτε σε συνομιλία είτε σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Υποστηρίζουμε τις θέσεις μας και ενοχλούμαστε εάν αμφισβητούνται. Γιατί το κάνουμε αυτό; Η προφανής απάντηση είναι ότι πιστεύουμε ότι οι απόψεις που εκφράζουμε (δηλαδή, πιστεύουμε ότι είναι αληθινές), και θέλουμε να κάνουμε τους άλλους να τις πιστεύουν επίσης, επειδή είναι αληθινές. Θέλουμε να επικρατήσει η αλήθεια. Έτσι φαίνεται. Πιστεύουμε όμως ό,τι λέμε; Προσπαθείτε πάντα να αποδείξετε την αλήθεια όταν διαφωνείτε ή μήπως υπάρχουν άλλα κίνητρα;

Αυτά τα ερωτήματα μπορεί να φαίνονται παράξενα, ακόμη και προσβλητικά.

Υπαινίσσομαι ότι είστε ανειλικρινείς ή υποκριτές στις απόψεις σας; Όχι, τουλάχιστον δεν υπονοώ ότι το κάνετε συνειδητά. Αλλά μπορεί να επηρεάζεστε ασυνείδητα από ανησυχίες εκτός της αλήθειας. Σήμερα, οι περισσότεροι ψυχολόγοι συμφωνούν ότι οι γρήγορες, ασυναίσθητες ψυχικές διεργασίες (μερικές φορές ονομάζεται ‘Σύστημα 1’) διαδραματίζουν τεράστιο ρόλο στην καθοδήγηση της συμπεριφοράς μας. Αυτές οι διαδικασίες δεν θεωρούνται φροϋδικές, περιλαμβάνοντας καταπιεσμένες αναμνήσεις και επιθυμίες, αλλά ως συνηθισμένες, καθημερινές κρίσεις, κίνητρα και συναισθήματα που λειτουργούν χωρίς συνειδητή αντίληψη, όπως ένας νοητικός αυτόματος πιλότος.

Φαίνεται εύλογο ότι τέτοιες διαδικασίες καθοδηγούν μεγάλο μέρος της ομιλίας μας. Σε τελική ανάλυση, σπάνια σκεφτόμαστε τους λόγους για τους οποίους λέμε τι κάνουμε. Οι λέξεις απλά έρχονται στα χείλη μας. Αλλά αν τα κίνητρα πίσω από τα λόγια μας είναι ασυνείδητα, τότε πρέπει να τα εξάγουμε από την συμπεριφορά μας και ίσως να κάνουμε λάθος για το τι είναι. Και πάλι, αυτή δεν είναι μια επαναστατική ιδέα. Για αιώνες, δραματουργοί και μυθιστοριογράφοι έχουν απεικονίσει ανθρώπους που έχουν παραπλανηθεί σχετικά με τα δικά τους κίνητρα.

Είναι εύκολο να σκεφτούμε κίνητρα που μπορεί να μας ωθήσουν να εκφράσουμε μια άποψη που δεν πιστεύουμε πραγματικά. Ίσως θέλουμε να είναι αληθινή και να αισθανόμαστε καθησυχασμό όταν την υποστηρίζουμε (σκεφτείτε τους γονείς που επιμένουν ότι το αγνοούμενο παιδί τους είναι ακόμη ζωντανό, παρά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων). Μπορεί να την συσχετίσουμε με άτομα που θαυμάζουμε και να την υποστηρίζουμε έτσι ώστε να είναι σαν αυτούς (σκεφτείτε πώς επηρεάζονται οι άνθρωποι από τις απόψεις των διασημοτήτων).

Ίσως πιστεύουμε ότι θα τραβήξει την προσοχή πάνω μας και θα μας κάνει να φαινόμαστε ενδιαφέροντες (σκεφτείτε τους εφήβους που υιοθετούν προκλητικές απόψεις). Θα μπορούσαμε να την δηλώσουμε για να ταιριάξουμε και να κερδίσουμε κοινωνική αποδοχή (σκεφτείτε έναν φοιτητή από ένα συντηρητικό υπόβαθρο). Ή ίσως νιώθουμε ότι έχουμε καθήκον να την υπερασπιστούμε εξαιτίας της δέσμευσής μας σε κάποια θρησκεία ή ιδεολογία (μερικές φορές αποκαλούμε αυτή την στάση πίστη – πίστη στην θρησκευτική πλάνη).

Τέτοια κίνητρα θα μπορούσαν επίσης να ενισχυθούν από άλλους παράγοντες. Ως κοινωνία, τείνουμε να θαυμάζουμε ανθρώπους που εμμένουν στις αρχές τους. Έτσι, μόλις εκφράσουμε μια άποψη, για οποιονδήποτε λόγο, θα μπορούσαμε να αισθανθούμε (και πάλι, ασυνείδητα) ότι είμαστε πλέον δεσμευμένοι σε αυτήν, και πρέπει να εμμείνουμε σε αυτήν ως ζήτημα ακεραιότητας.

Ταυτόχρονα, θα μπορούσαμε να αναπτύξουμε μια συναισθηματική προσκόλληση στην άποψη, σαν μια προσκόλληση σε μια αθλητική ομάδα. Είναι τώρα η άποψή μας, αυτήν που έχουμε υποστηρίξει δημοσίως και θέλουμε να κερδίσει τους αντιπάλους της, μόνο και μόνο επειδή είναι δική μας. Με αυτόν τον τρόπο, ενδέχεται να έχουμε ισχυρή προσωπική δέσμευση για μια αξίωση, ακόμα κι αν δεν την πιστεύουμε πραγματικά.

Δεν υπονοώ ότι δεν καθοδηγούμαστε ποτέ από ανησυχίες για αλήθεια και γνώση (αυτό που οι φιλόσοφοι αποκαλούν επιστημονικές ανησυχίες), αλλά υποψιάζομαι ότι αυτά τα είδη συναισθηματικών και κοινωνικών παραγόντων παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από ό,τι θέλουμε να σκεφτόμαστε. Πώς αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε την ένταση με την οποία οι άνθρωποι υπερασπίζονται τις απόψεις τους και τον πόνο που νιώθουν όταν αυτές αμφισβητούνται;

Είναι κακό αν λέμε μερικές φορές πράγματα που δεν πιστεύουμε; Μπορεί να μην είναι. Οι στόχοι που ανέφερα – η αναζήτηση κοινωνικής αποδοχής, για παράδειγμα, ή η καλλιέργεια μιας αυτοεικόνας – δεν είναι απαραιτήτως κακοί, και δεδομένου ότι είναι ασυνείδητοι, είναι αναμφισβήτητο ότι δεν πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι για αυτούς. Υπάρχουν όμως κίνδυνοι. Για να επιτύχουμε αυτούς τους στόχους πρέπει να πείσουμε το κοινό μας ότι πιστεύουμε πραγματικά αυτά που λέμε.

Αν νομίσουν ότι λέγαμε κάτι απλώς για να τους δημιουργήσουμε μια εντύπωση, τότε δεν θα πετύχουμε να δημιουργήσουμε αυτήν την εντύπωση. Και όταν ο στόχος μας είναι να δημιουργήσουμε κάποια εντύπωση στον εαυτό μας (όπως οι γονείς που επιμένουν ότι το παιδί τους είναι ακόμη ζωντανό) πρέπει να πείσουμε τον εαυτό μας ότι το πιστεύουμε και αυτό. Κατά συνέπεια, ίσως χρειαστεί να υποστηρίξουμε τα λόγια μας με πράξεις, ενεργώντας σαν να πιστεύουμε αυτό που λέμε.

Εάν υπήρχε μια έντονη διαφορά ανάμεσα σε όσα είπαμε και κάναμε, η ανικανότητα μας θα ήταν προφανής. Με αυτόν τον τρόπο, οι ασυνείδητες επιθυμίες για αποδοχή, έγκριση και διαβεβαίωση μπορούν να μας οδηγήσουν να κάνουμε επιλογές βάσει των αξιώσεων για τις οποίες δεν έχουμε καλά αποδεικτικά στοιχεία, με προφανείς κινδύνους απογοήτευσης και αποτυχίας.

Υπάρχει λοιπόν κάποιος τρόπος να πείτε εάν πιστεύετε πραγματικά σε μια αξίωση; Φαίνεται ότι η συνειδητή σκέψη θα το διευθετούσε. Εάν σκέφτεστε συνειδητά τον ισχυρισμό, νομίζετε ότι είναι αλήθεια; Ακόμη και αυτή η διαδικασία, ωστόσο, μπορεί να είναι αναξιόπιστη. Πολλοί θεωρητικοί πιστεύουν ότι η συνειδητή σκέψη απλά μιλάει στον εαυτό μας στην εσωτερική ομιλία, οπότε μπορεί να καθοδηγείται από ασυνείδητα κίνητρα, όπως και η εξωτερική ομιλία.

Και, όπως ανέφερα, οι ασυνείδητες επιθυμίες μπορούν να μας ωθήσουν να εξαπατήσουμε τον εαυτό μας, λέγοντας στον εαυτό μας ότι ένας ισχυρισμός είναι αληθινός, παρ’ όλο που δεν τον πιστεύουμε πραγματικά.

Παρ’ όλα αυτά, ένα πείραμα σκέψης μπορεί να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε αυτό που πραγματικά πιστεύουμε ότι είναι αληθινό. Στην πραγματική ζωή, μπορεί να υπάρχουν λίγες συνθήκες στις οποίες η αλήθεια είναι η κυρίαρχη ανησυχία μας: η διατήρηση μιας παρηγορητικής άποψης ή η υπεράσπιση μιας ιδεολογίας λατρείας ή αυτοεκτίμησης μπορεί σχεδόν πάντα να είναι πιο σημαντική για εμάς από την αλήθεια.

Ας υποθέσουμε ότι σας ρωτάει ο τρομερός Δαίμονας της Αλήθειας – ένα πολύ ισχυρό ον που ξέρει την αλήθεια για κάθε θέμα και θα σας τιμωρήσει φρικτά αν δώσετε μια λανθασμένη απάντηση ή δεν απαντήσετε καθόλου. Εάν συνεχίσετε να υποστηρίζετε μια αξίωση όταν ο Δαίμονας της Αλήθειας σας ρωτά αν είναι αλήθεια, τότε την πιστεύετε πραγματικά, ναι, είναι αλήθεια. Αλλά αν δώσετε μια διαφορετική απάντηση υπό απειλή βασανιστηρίων από τον παντογνώστη Δαίμονα, τότε δεν πιστεύετε πραγματικά τον ισχυρισμό σας. Αυτό μας δίνει μια πρακτική δοκιμασία για την πίστη.

Φανταστείτε την κατάσταση που περιγράφετε όσο πιο έντονα μπορείτε και δείτε τι θα λέγατε για οποιαδήποτε από τις απόψεις σας.

Αλλά προσέξτε να μην εκφραστείτε απόλυτα για το θέμα σε περίπτωση που αρχίσετε να λέτε στον εαυτό σας αυτό που θέλετε να ακούσετε.

Το Πρόβλημα Σπινόζα και το νόημα της ζωής

Ο Βαν ντε Έντεν επανέλαβε την ερώτηση με τη λέξη «δαίμων», στην οποία η αντίδραση ήταν πιο θαρραλέα και ομόφωνη: «πνεύμα», «δαιμόνιο», «ελάσσων θεότητα».

«Ναι, ναι, ναι. Και τα τρία είναι σωστά, σέ συνδυασμό όμως με το “ευ” η σημασία κλίνει περισσότερο προς την “αγαθή τύχη”, επομένως η ευδαιμονία συνήθως υποδηλώνει την ευζωία , την ευτυχία η την ευημερία. Είναι όμως αυτά συνώνυμα; Εκ πρώτης όψεως έτσι δείχνουν, στην πραγματικότητα όμως αμέτρητοι φιλόσοφοι έχουν αναλύσει τις διαφορετικές τους αποχρώσεις. Η ευδαιμονία είναι άραγε μία ψυχική κατάσταση; Ή ένας τρόπος ζωής;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, ο Βαν ντε Έντεν πρόσθεσε: «Ή μήπως είναι απλώς ηδονιστική απόλαυση; Ή μήπως συνδέεται με την έννοια τής αρετής πού σημαίνει;» Έβαλε πάλι το χέρι του στο αυτί και περίμενε ώσπου δύο μαθητές απάντησαν συγχρόνως: «Ηθική».

«Ναι, ακριβώς, και πολλοί αρχαίοι ‘Έλληνες φιλόσοφοι ενσωματώνουν την αρετή στην έννοια τής ευδαιμονίας, εξυψώνοντάς τη ίσως έτσι από την υποκειμενική κατάσταση του να νιώθεις ευτυχής στο υψηλότερο ζήτημα του να ζεις μία ηθική, ενάρετη, επιθυμητή ζωή. O Σωκράτης είχε ορισμένες πολύ έντονες απόψεις γύρω απ’ αυτό το θέμα: Θυμηθείτε τα όσα διαβάσαμε την περασμένη εβδομάδα στην Απολογία του Πλάτωνα, όπου o Σωκράτης προσεγγίζει έναν Αθηναίο συμπολίτη του και θέτει το ζήτημα τής αρετής με τα παρακάτω λόγια…»

Σωκράτης και Πλάτων

Στο σημείο αυτό ο Βαν ντε Έντεν παίρνει μία θεατρική πόζα, απαγγέλλει Πλάτωνα στα ελληνικά κι έπειτα μεταφράζει αργά στα λατινικά για τον Ντίρκ και τον Μπέντο: «“Δεν ντρέπεσαι για τη λαχτάρα σου να κατέχεις όσο δυνατόν περισσότερο πλούτο, φήμη και τιμές, ενώ δεν νοιάζεσαι ούτε σε απασχολεί η σοφία η αλήθεια ή η καλύτερη δυνατή κατάσταση τής ψυχής σου; ”

»Μην ξεχνάτε ότι τα πιο πρώιμα έργα του Πλάτωνα αντανακλούν τις ιδέες του δασκάλου του, του Σωκράτη, ενώ στο πιο όψιμο έργο του, την Πολιτεία, βλέπουμε να αναδύονται οι δικές του ιδέες, οι όποιες υπογραμμίζουν ορισμένα απόλυτα μέτρα πού αφορούν τη δικαιοσύνη και τις άλλες αρετές στη μεταφυσική σφαίρα. Πώς συλλαμβάνει o Πλάτωνας τον θεμελιώδη σκοπό μας στη ζωή; Κατά τη γνώμη του ο σκοπός αυτός είναι να κατακτήσουμε την υψηλότερη μορφή γνώσης. ’Έτσι αντιλαμβανόταν και την έννοια τού “καλού”, από το όποιο αντλούν την άξια τους όλα τα υπόλοιπα. Μόνο τότε, λέει ο Πλάτων, είμαστε ικανοί ν ’αγγίζουμε την ευδαιμονία — πού κατά τη δική του άποψη είναι μία κατάσταση αρμονίας τής ψυχής. Θα επαναλάβω τη φράση “αρμονία τής ψυχής”, αξίζει να τη θυμάστε. Μπορεί να σάς φανεί πολύ χρήσιμη στη ζωή σας.

»Ας πάμε τώρα στον επόμενο μεγάλο φιλόσοφο, τον Αριστοτέλη, ο όποιος σπούδασε πλάι στον Πλάτωνα για είκοσι περίπου χρόνια. Είκοσι χρόνια! Να το θυμάστε αυτό, όσοι από εσάς κλαψουρίζετε ότι το δικό μου εκπαιδευτικό πρόγραμμα είναι πολύ δύσκολο και διαρκεί πολύ.

»Στα χωρία από τα ’Ηθικά Νικομάχεια που θα διαβάσετε αυτή την εβδομάδα θα δείτε ότι κι ο Αριστοτέλης είχε ορισμένες έντονες απόψεις για το τι σημαίνει καλή ζωή. Ήταν βέβαιος ότι ή καλή ζωή δεν συνίσταται στις απολαύσεις των αισθήσεων ούτε στη φήμη ή στα πλούτη. Ποιόν θεωρούσε o Αριστοτέλης σκοπό μας στη ζωή; Πίστευε πώς ο σκοπός μας είναι να πραγματώσουμε τη μοναδική και εσώτερη λειτουργία μας. “Τι είναι εκείνο”, ρωτάει o Αριστοτέλης, “που μας διακρίνει από τις άλλες μορφές ζωής” ; Θέτω και σ εσάς αυτό το ερώτημα.

H τάξη δεν είχε έτοιμες απαντήσεις. Ύστερα από λίγη ώρα ένας μαθητής λέει: “Εμείς γελάμε, τα άλλα ζώα δεν μπορούν να γελάσουν” και προκαλεί μερικά γελάκια στους υπόλοιπους.

‘Ένας άλλος λέει: «Περπατάμε με δύο πόδια».

«Το γέλιο και τα πόδια – αυτή είναι η καλύτερή σας απάντηση;» φώναξε o Βαν ντε Έντεν. «Τόσο επιπόλαιες απαντήσεις υποβιβάζουν αυτή τη συζήτηση. Σκεφτείτε! Ποιο είναι το μείζον χαρακτηριστικό πού μάς διακρίνει από τις κατώτερες μορφές ζωής;» Ξαφνικά γυρίζει στον Μπέντο: «Θέτω την ερώτηση σ ‘εσένα, Μπέντο Σπινόζα».

Χωρίς να σκεφτεί ούτε μία στιγμή, ο Μπέντο λέει: “Πιστεύω πώς είναι η μοναδική μας ικανότητα για λογική σκέψη»

«Ακριβώς. Γι’ αυτό ο Αριστοτέλης υποστήριξε ότι ο ευτυχέστερος άνθρωπος είναι εκείνος πού πραγματώνει σέ μεγαλύτερο βαθμό αυτήν ακριβώς τη λειτουργία».

‘Επομένως το ανώτερο και ευτυχέστερο εγχείρημα είναι να γίνεις φιλόσοφος;» ρώτησε ο Αλφόνς, ο πιο έξυπνος μαθητής τής τάξης των ελληνικών, πού ενοχλήθηκε από τη γρήγορη και εύστοχη απάντηση τού Μπέντο. «Δεν μοιάζει ιδιοτελές για έναν φιλόσοφο να ισχυρίζεται κάτι τέτοιο;»

Ναι, Αλφόνς, και δεν είσαι ό πρώτος στοχαστής πού φτάνει σ ‘αυτό το συμπέρασμα. Αυτή η παρατήρησή σου μας οδηγεί στον Επίκουρο, έναν άλλον σπουδαίο ‘Έλληνα στοχαστή πού εισήγαγε μερικές ιδέες ριζικά διαφορετικές σχετικά με την ευδαιμονία και με την αποστολή του φιλοσόφου. Σε δύο εβδομάδες θα διαβάσετε Επίκουρο και θα δείτε πώς κι αυτός μιλούσε για καλή ζωή άλλα χρησιμοποιούσε μία εντελώς άλλη λέξη. ‘Ο Επίκουρος μιλάει πολύ για την “αταραξία” πού μεταφράζεται…» πάλι ο Βαν ντέν’Έντεν περιμένει απάντηση.

Ό Αλφόνς απαντάει αμέσως «γαλήνη» και σε λίγο κι άλλοι προσθέτουν «ηρεμία» και «ψυχική γαλήνη».

«Ναι, ναι, πολύ ωραία» είπε ό Βαν ντε ’Έντεν, εμφανώς όλο και πιο ευχαριστημένος από την επίδοση τής τάξης του.

Για τον Επίκουρο η αταραξία ήταν η μοναδική αληθινή ευτυχία. Και πώς την επιτυγχάνουμε; Όχι μέσα από την αρμονία τής ψυχής του Πλάτωνα ούτε μέσα από την κατάχτηση τής λογικής του Αριστοτέλη άλλα απλώς με την εξάλειψη τής ανησυχίας και του άγχους. ’Να σάς μιλούσε αυτή τη στιγμή ό Επίκουρος, θα σάς προέτρεπε ν ’απλοποιήσετε τη ζωή σας. Να πώς θα το διατύπωνε, να στεκόταν μπροστά σας σήμερα».

‘Ο Βαν ντε Έντεν καθάρισε το λαιμό του και μίλησε με ύφος συντροφικό: «Φίλοι μου, οι ανάγκες σας είναι λίγες, ικανοποιούνται εύκολα και o όποιος αναγκαίος πόνος είναι εύκολα ανεκτός. Μην περιπλέκετε τη ζωή σας με ασήμαντους στόχους όπως τα πλούτη και η φήμη: είναι εχθροί τής αταραξίας. Η φήμη για παράδειγμα, προκύπτει από τις γνώμες των άλλων και απαιτεί. να ζήσουμε τη ζωή μας όπως οι άλλοι το επιθυμούν. Για να κατακτήσουμε και να διατηρήσουμε τη φήμη, χρειάζεται να μας αρέσουν εκείνα που αρέσουν στους άλλους και ν’ αποφεύγουμε ό,τι αποφεύγουν εκείνοι. Μακριά λοιπόν από μία ζωή με καλή φήμη δηλαδή μία ζωή με πολιτική! “Όσο για τα πλούτη ; Αποφύγετέ τα! Είναι παγίδα. Όσο πιο πολλά έχουμε τόσο πιο πολλά λαχταράμε και τόσο πιο βαθιά είναι η θλίψη μας, όταν η λαχτάρα μας δεν ικανοποιείται. Ακούστε με, φίλοι μου: ’Να λαχταράτε την ευτυχία, μη σπαταλάτε τη ζωή. σας στον αγώνα για πράγματα τα όποια τελικά δεν έχετε ανάγκη».

«Και τώρα», συνέχισε ό Βαν ντε ’Έντεν ξαναβρίσκοντας τη δική του φωνή, «σημειώστε τη διαφορά ανάμεσα στον Επίκουρο και στους προκατόχους του. Ο Επίκουρος πιστεύει ότι το μεγαλύτερο καλό είναι να κατακτήσεις την αταραξία μέσω τής απαλλαγής από κάθε άγχος. Ακούω σχόλια και ερωτήσεις. Ά, ναι, κύριε Σπινόζα, ερώτηση;»

«Ο Επίκουρος προτείνει μόνο μία αρνητική προσέγγιση; Υποστηρίζει δηλαδή ότι η απομάκρυνση τού άγχους είναι το μόνο πού χρειάζεται, κι ότι ό άνθρωπος χωρίς εξωγενείς ανησυχίες είναι τέλειος, φύσει καλός, ευτυχής; Δεν υπάρχουν κάποια θετικά χαρακτηριστικά, για τα όποια να οφείλουμε να πασχίσουμε;»

Εξαιρετική ερώτηση. Τα αναγνώσματα πού έχω επιλέξει θα φωτίσουν την απάντηση. Ευτυχώς, κύριε Σπινόζα, δεν θα χρειαστεί να περιμένετε ώσπου να τελειοποιήσετε τα ελληνικά σας, γιατί μπορείτε να διαβάσετε τις ιδέες του Επίκουρου στα λατινικά, καταγεγραμμένες από τον Ρωμαίο ποιητή Λουκρητία πού έζησε περίπου διακόσια χρόνια αργότερα. Όταν έρθει η ώρα, θα διαλέξω για σάς τις κατάλληλες σελίδες. Σήμερα το μόνο πού ήθελα ήταν να θίξω την κεντρική ιδέα πού τον διακρίνει από τούς άλλους : ότι η καλή ζωή συνίσταται στην απαλοιφή τού άγχους. Ακόμα όμως και μία επιφανειακή ανάγνωση θα σάς αποκαλύψει ότι ο Επίκουρος είναι πολύ πιο σύνθετος. ’Ενθαρρύνει τη γνώση, τη φιλία και την ενάρετη μετριοπαθή ζωή. Ναι, Ντίρκ, θέλεις να ρωτήσεις κάτι; Μου φαίνεται πώς οι μαθητές των λατινικών ρωτούν περισσότερα για τούς ‘Έλληνες από την τάξη των ελληνικών».

«Γνωρίζω μια ταβέρνα στο Αμβούργο», είπε ο Ντίρκ, «πού λέγεται “Η επικούρεια απόλαυση”. Μέρος δηλαδή αυτής τής καλής ζωής είναι και το κρασί και η μπίρα;»

«Την περίμενα αυτή την ερώτηση. ’Ήμουνα βέβαιος πώς από κάπου θα εμφανιζόταν. Πολλοί χρησιμοποιούν λανθασμένα το όνομα τού Επίκουρου όταν μιλούν για το καλό φαΐ η τό κρασί. ’Αν το μάθαινε ο Επίκουρος, θα τού προκαλούσε μεγάλη έκπληξη. Πιστεύω πώς αυτό το περίεργο λάθος προέρχεται από τον αυστηρό υλισμό του. Ό Επίκουρος πίστευε πώς δεν υπάρχει άλλη ζωή και πώς, αφού αυτή ή ζωή είναι η μόνη πού διαθέτουμε, τότε πρέπει να πασχίζουμε για την επίγεια ευτυχία μας. Μην κάνετε το λάθος όμως να συμπεράνετε ότι ο Επίκουρος προτείνει να ξοδέψουμε τη ζωή μας βουτηγμένοι σε αισθησιακές ή λάγνες δραστηριότητες. Με κανέναν τρόπο – ό ίδιος έζησε και κήρυξε μία ζωή σχεδόν ασκητική. Επαναλαμβάνω, πίστευε πώς ό καλύτερος τρόπος να μεγεθύνουμε την ηδονή είναι να ελαχιστοποιήσουμε τον πόνο. “Εάν από τα κυριότερα συμπεράσματά του ήταν ότι ό φόβος τού θανάτου ήταν μία πολύ μεγάλη πηγή πόνου, και πέρασε μεγάλο μέρος τής ζωής του αναζητώντας φιλοσοφικές μεθόδους για να μειώσει το φόβο για το θάνατο. ’Άλλες ερωτήσεις, παρακαλώ».

“Αναφέρει πουθενά την προσφορά στους άλλους και στην κοινότητα ή την αγάπη;” ρώτησε o Ντίρκ.

« Σωστή ερώτηση από έναν μελλοντικό γιατρό. Θα σ’ ενδιαφέρει να μάθεις ότι ό Επίκουρος θεωρούσε τον εαυτό του ιατροφιλόσοφο πού φρόντιζε τις παθήσεις τής ψυχής όπως ένας γιατρός φροντίζει τις παθήσεις τού σώματος. Κάποτε είπε ότι μία φιλοσοφία πού δεν μπορεί να θεραπεύσει την ψυχή έχει όση άξια έχει μία ιατρική πού δεν μπορεί να θεραπεύσει το σώμα. Ανέφερα ήδη μερικές παθήσεις τής ψυχής πού πηγάζουν από το κυνήγι τής φήμης, τής εξουσίας, τού πλούτου και τής σεξουαλικής ηδονής άλλα δεν ήταν παρά δευτερεύουσες. Ο Βεχεμώθ τού άγχους, το μεγαλύτερο άπ’ όλα τα άγχη, εκείνο πού βρίσκεται στη βάση όλων των άλλων ανησυχιών και τις θρέφει, είναι ό φόβος τού θανάτου και τής άλλης ζωής. Μάλιστα μία από τις πρώτες αρχές τής κατήχησης πού έπρεπε να μάθουν οι μαθητές του ήταν ότι είμαστε θνητοί, ότι δεν υπάρχει άλλη ζωή και επομένως ότι μετά θάνατον δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτα από τούς θεούς. Θα διαβάσεις περισσότερα γι’ αυτό στον Λουκρήτιο σύντομα, Ντίρκ. Ξέχασα όμως ποιο ήταν το άλλο σκέλος τής ερώτησής σου».

«Πρέπει πρώτα να πω », είπε ο Ντίρκ, « ότι δεν γνωρίζω τη λέξη “Βεχεμώθ”».

«Καλή ερώτηση. Ποιος γνωρίζει τη λέξη;» Μόνο ό Μπέντο σήκωσε το χέρι.

Πέστε μας, κύριε Σπινόζα».

«Τερατώδες κτήνος» είπε ο Μπέντο. «Από το εβραϊκό b’hemah πού εμφανίζεται στη Γένεση και επίσης στον Ιώβ)).

Και στον ’Ιώβ; Αυτό δεν το ήξερα ούτε εγώ. Ευχαριστώ. Ας γυρίσουμε όμως στην ερώτησή σου Ντίρκ».

Ρωτούσα για την αγάπη και για την προσφορά στην κοινότητα».

ΑΠ ‘όσο ξέρω ο Επίκουρος δεν παντρεύτηκε άλλα πίστευε στο γάμο και στην οικογένεια για ορισμένους όμως ανθρώπους – για κείνους που ήταν έτοιμοι ν’ αναλάβουν αυτή την ευθύνη. Δεν ενέκρινε όμως το παράλογο πάθος του έρωτα που υποδουλώνει τον ερωτευμένο και τελικά οδηγεί σέ περισσότερο πόνο παρά απόλαυση. Λέει πώς μόλις ικανοποιηθεί η τρέλα του πόθου, ο ερωτευμένος νιώθει ανία ή ζήλια ή και τα δυο. Εκείνος έδινε μεγάλο βάρος σέ μία ανώτερη αγάπη, την αγάπη των φίλων που μας εξυψώνει σε μία κατάσταση μακαριότητας. Είναι σημαντικό να ξέρετε ότι δεν έκανε διακρίσεις κι ότι αντιμετώπιζε όλους τούς ανθρώπους ισότιμα: Η σχολή του ήταν η μόνη σχολή στην ’Αθήνα πού δεχόταν γυναίκες και δούλους».

«η ερώτησή σου για την προσφορά, Ντίρκ, είναι σημαντική. Η θέση του ’Επίκουρου ήταν τι πρέπει να ζούμε μία ήσυχη εσωστρεφή ζωή, να αποφεύγουμε τις δημόσιες ευθύνες, την ανάληψη αξιωμάτων ή κάθε άλλο είδος ευθύνης πού θα μπορούσε ν’ απειλήσει την αταραξία μας».

Δεν ακούω τίποτα σχετικό με τη θρησκεία » είπε ένας Καθολικός σπουδαστής, ο Έντουαρντ, πού ό θείος του είχε υπάρξει επίσκοπος τής Αμβέρσας. «’Ακούω για την αγάπη προς τούς φίλους άλλα δεν ακούω λέξη για την αγάπη τού Θεού ή για το σκοπό τού Θεού στην ιδέα του για την ευτυχία».

«Θίγεις ένα σημαντικό σημείο, Έντουαρντ. Ο ’Επίκουρος σοκάρει τούς σημερινούς αναγνώστες, επειδή η συνταγή του για την ευτυχία δεν εμπλέκει καθόλου τα θεία. Πίστευε ότι η ευτυχία πηγάζει αποκλειστικά από τον ίδιο μας το νοεί και δεν απέδιδε καμιά σπουδαιότητα στη σχέση μας με οτιδήποτε υπερφυσικό».

«Λέτε δηλαδή», ρώτησε ό Έντουαρντ, «ότι αρνιόταν την ύπαρξη του Θεού;»

«Θέλεις να πεις των θεών, στον πληθυντικό. Μην ξεχνάς την ιστορική περίοδο, ’Έντουαρντ. Βρισκόμαστε στον τέταρτο αιώνα π.Χ. και ο ελληνικός πολιτισμός, όπως κάθε πρώιμος πολιτισμός με εξαίρεση τούς Εβραίους, ήταν πολυθεϊστικός» είπε ό Βαν ντε Έντεν.

Ο ’Έντουαρντ συγκατένευσε και διατύπωσε αλλιώς την ερώτησή του: «Δηλαδή ο Επίκουρος αρνιόταν τα θεία;»

«Όχι, ήταν τολμηρός αλλά δεν ήταν απερίσκεπτος. Γεννήθηκε περίπου εξήντα χρόνια μετά την εκτέλεση του Σωκράτη ως αιρετικού και γνώριζε ότι η έλλειψη πίστης στους θεούς ήταν κάτι πού θα έβλαπτε την υγεία του. Υιοθέτησε μία πιο ασφαλή στάση και δήλωσε ότι οι θεοί υπάρχουν και ζούνε μακάρια στο Όρος Όλυμπος έχοντας λησμονήσει απολύτως τη ζωή των ανθρώπων».

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 1.126.1–1.127.3

(ΘΟΥΚ 1.126.1–1.134.4: Οι προφάσεις για την έναρξη του πολέμου και το τέλος του Παυσανία) Αιτιάσεις των Λακεδαιμονίων για το "Κυλώνειον άγος"

Αθηναίοι απεσταλμένοι, που έτυχε να βρίσκονται στην Σπάρτη, απάντησαν στις αιτιάσεις των Κορινθίων (βλ. ΘΟΥΚ 1.66.1–1.71.7), οι Σπαρτιάτες, ωστόσο, αποφάσισαν ότι οι Αθηναίοι είχαν παραβιάσει τις "τριαντάχρονες σπονδές" και ζήτησαν από τους συμμάχους τους να συναινέσουν στην κήρυξη κοινού πολέμου εναντίον της. Στο δεύτερο συνέδριο που έγινε στη Σπάρτη οι Πελοποννήσιοι αποφάσισαν να ξεκινήσουν τις προετοιμασίες για πόλεμο ενάντια στους Αθηναίους.

[1.126.1] ἐν τούτῳ δὲ ἐπρεσβεύοντο τῷ χρόνῳ
πρὸς τοὺς Ἀθηναίους ἐγκλήματα ποιούμενοι, ὅπως σφίσιν ὅτι
μεγίστη πρόφασις εἴη τοῦ πολεμεῖν, ἢν μή τι ἐσακούωσιν.

[1.126.2] Καὶ πρῶτον μὲν πρέσβεις πέμψαντες οἱ Λακεδαιμόνιοι
ἐκέλευον τοὺς Ἀθηναίους τὸ ἄγος ἐλαύνειν τῆς θεοῦ· τὸ
δὲ ἄγος ἦν τοιόνδε. [1.126.3] Κύλων ἦν Ἀθηναῖος ἀνὴρ Ὀλυμ-
πιονίκης τῶν πάλαι εὐγενής τε καὶ δυνατός, ἐγεγαμήκει δὲ
θυγατέρα Θεαγένους Μεγαρέως ἀνδρός, ὃς κατ’ ἐκεῖνον τὸν
χρόνον ἐτυράννει Μεγάρων. [1.126.4] χρωμένῳ δὲ τῷ Κύλωνι ἐν
Δελφοῖς ἀνεῖλεν ὁ θεὸς ἐν τοῦ Διὸς τῇ μεγίστῃ ἑορτῇ
καταλαβεῖν τὴν Ἀθηναίων ἀκρόπολιν. [1.126.5] ὁ δὲ παρά τε τοῦ
Θεαγένους δύναμιν λαβὼν καὶ τοὺς φίλους ἀναπείσας,
ἐπειδὴ ἐπῆλθεν Ὀλύμπια τὰ ἐν Πελοποννήσῳ, κατέλαβε
τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι, νομίσας ἑορτήν τε τοῦ
Διὸς μεγίστην εἶναι καὶ ἑαυτῷ τι προσήκειν Ὀλύμπια
νενικηκότι. [1.126.6] εἰ δὲ ἐν τῇ Ἀττικῇ ἢ ἄλλοθί που ἡ μεγίστη
ἑορτὴ εἴρητο, οὔτε ἐκεῖνος ἔτι κατενόησε τό τε μαντεῖον οὐκ
ἐδήλου (ἔστι γὰρ καὶ Ἀθηναίοις Διάσια ἃ καλεῖται Διὸς
ἑορτὴ Μειλιχίου μεγίστη ἔξω τῆς πόλεως, ἐν ᾗ πανδημεὶ
θύουσι πολλὰ οὐχ ἱερεῖα, ἀλλ’ <ἁγνὰ> θύματα ἐπιχώρια),
δοκῶν δὲ ὀρθῶς γιγνώσκειν ἐπεχείρησε τῷ ἔργῳ. [1.126.7] οἱ δὲ
Ἀθηναῖοι αἰσθόμενοι ἐβοήθησάν τε πανδημεὶ ἐκ τῶν ἀγρῶν
ἐπ’ αὐτοὺς καὶ προσκαθεζόμενοι ἐπολιόρκουν. [1.126.8] χρόνου δὲ
ἐγγιγνομένου οἱ Ἀθηναῖοι τρυχόμενοι τῇ προσεδρίᾳ ἀπῆλθον
οἱ πολλοί, ἐπιτρέψαντες τοῖς ἐννέα ἄρχουσι τήν τε φυλακὴν
καὶ τὸ πᾶν αὐτοκράτορσι διαθεῖναι ᾗ ἂν ἄριστα διαγιγνώ-
σκωσιν· τότε δὲ τὰ πολλὰ τῶν πολιτικῶν οἱ ἐννέα ἄρχοντες
ἔπρασσον. [1.126.9] οἱ δὲ μετὰ τοῦ Κύλωνος πολιορκούμενοι φλαύρως
εἶχον σίτου τε καὶ ὕδατος ἀπορίᾳ. [1.126.10] ὁ μὲν οὖν Κύλων καὶ
ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκδιδράσκουσιν· οἱ δ’ ἄλλοι ὡς ἐπιέζοντο
καί τινες καὶ ἀπέθνῃσκον ὑπὸ τοῦ λιμοῦ, καθίζουσιν ἐπὶ
τὸν βωμὸν ἱκέται τὸν ἐν τῇ ἀκροπόλει. [1.126.11] ἀναστήσαντες δὲ
αὐτοὺς οἱ τῶν Ἀθηναίων ἐπιτετραμμένοι τὴν φυλακήν, ὡς
ἑώρων ἀποθνῄσκοντας ἐν τῷ ἱερῷ, ἐφ’ ᾧ μηδὲν κακὸν ποιή-
σουσιν, ἀπαγαγόντες ἀπέκτειναν· καθεζομένους δέ τινας
καὶ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν τοῖς βωμοῖς ἐν τῇ παρόδῳ ἀπεχρή-
σαντο. καὶ ἀπὸ τούτου ἐναγεῖς καὶ ἀλιτήριοι τῆς θεοῦ
ἐκεῖνοί τε ἐκαλοῦντο καὶ τὸ γένος τὸ ἀπ’ ἐκείνων. [1.126.12] ἤλασαν
μὲν οὖν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς ἐναγεῖς τούτους, ἤλασε δὲ
καὶ Κλεομένης ὁ Λακεδαιμόνιος ὕστερον μετὰ Ἀθηναίων
στασιαζόντων, τούς τε ζῶντας ἐλαύνοντες καὶ τῶν τεθνεώτων
τὰ ὀστᾶ ἀνελόντες ἐξέβαλον· κατῆλθον μέντοι ὕστερον,
καὶ τὸ γένος αὐτῶν ἔστιν ἔτι ἐν τῇ πόλει. [1.127.1] τοῦτο δὴ τὸ
ἄγος οἱ Λακεδαιμόνιοι ἐκέλευον ἐλαύνειν δῆθεν τοῖς θεοῖς
πρῶτον τιμωροῦντες, εἰδότες δὲ Περικλέα τὸν Ξανθίππου
προσεχόμενον αὐτῷ κατὰ τὴν μητέρα καὶ νομίζοντες ἐκπε-
σόντος αὐτοῦ ῥᾷον <ἂν> σφίσι προχωρεῖν τὰ ἀπὸ τῶν
Ἀθηναίων. [1.127.2] οὐ μέντοι τοσοῦτον ἤλπιζον παθεῖν ἂν αὐτὸν
τοῦτο ὅσον διαβολὴν οἴσειν αὐτῷ πρὸς τὴν πόλιν ὡς καὶ
διὰ τὴν ἐκείνου ξυμφορὰν τὸ μέρος ἔσται ὁ πόλεμος. [1.127.3] ὢν
γὰρ δυνατώτατος τῶν καθ’ ἑαυτὸν καὶ ἄγων τὴν πολιτείαν
ἠναντιοῦτο πάντα τοῖς Λακεδαιμονίοις, καὶ οὐκ εἴα ὑπείκειν,
ἀλλ’ ἐς τὸν πόλεμον ὥρμα τοὺς Ἀθηναίους.

***
[1.126.1] Σ' αυτό το μεταξύ έστειλαν αντιπροσωπείες στην Αθήνα, διατυπώνοντας διάφορες κατηγορίες, για να 'χουν όσο το δυνατό περισσότερες προφάσεις για τον πόλεμο, αν δεν τους εισακούσουν. [1.126.2] Και πρώτα έστειλαν πρέσβεις οι Σπαρτιάτες απαιτώντας να ξεκαθαρίσουν οι Αθηναίοι το άγος της θεάς. Το άγος αυτό ήταν το ακόλουθο: [1.126.3] Ο Κύλων ήταν τα παλιά χρόνια Αθηναίος Ολυμπιονίκης από ευγενική γενιά και με μεγάλη επιρροή· είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του Θεαγένη από τα Μέγαρα, που τον καιρό εκείνο ήταν τύραννος των Μεγάρων. [1.126.4] Όταν ζήτησε χρησμό στους Δελφούς, τον πρόσταξε ο θεός να καταλάβει την ακρόπολη της Αθήνας την ημέρα της μεγαλύτερης γιορτής του Δία. [1.126.5] Αυτός λοιπόν παίρνοντας στρατό από το Θεαγένη, και αφού έπεισε και τους φίλους του να τον υποστηρίξουν, όταν ήρθαν τα Ολύμπια, η γιορτή της Πελοποννήσου, έπιασε την ακρόπολη με το σκοπό να γίνει τύραννος, νομίζοντας πως αυτή ήταν η μεγαλύτερη γιορτή ταυ Δία, και ταίριαζε σ' αυτόν που είχε νικήσει στην Ολυμπία. [1.126.6] Αν η μεγαλύτερη γιορτή που είχε πει ο χρησμός, ήτανε στην Αττική ή πουθενά αλλού, ούτε εκείνος τόβαλε στο νου του ούτε το φανέρωσε ο θεός καθαρά, (γιατί υπάρχουνε και στην Αττική τα Διάσια, που ονομάζονται η μεγαλύτερη γιορτή του Δία του Μειλίχιου, έξω από την πόλη, όπου βγαίνει όλος ο λαός, και θυσιάζει όχι ζώα, αλλά αγνά προϊόντα του τόπου) αλλά νομίζοντας ότι ερμήνευε το χρησμό σωστά, έκανε το πραξικόπημα του τότε. [1.126.7] Οι Αθηναίοι όμως, μόλις το κατάλαβαν όρμησαν από τα χωράφια όλοι μαζί ενάντια τους και στρατοπέδευαν γύρω από την Ακρόπολη και την πολιορκούσαν. [1.126.8] Επειδή όμως περνούσε ο καιρός, οι περισσότεροι Αθηναίοι, ταλαιπωρημένοι από την πολιορκία, γύρισαν στα σπίτια τους, και ανέθεσαν στους εννέα άρχοντες να εξακολουθήσουν να τη φρουρούν και να τα κανονίσουν όλα με απόλυτη εξουσία όπως το έκριναν καλύτερο· τον καιρό εκείνο οι εννέα άρχοντες έπαιρναν τα περισσότερα πολιτικά μέτρα. [1.126.9] Οι πολιορκημένοι μαζί με τον Κύλωνα ήταν σε πολύ κακή κατάσταση, γιατί τους έλειπαν η τροφή και το νερό. [1.126.10] Ο Κύλων λοιπόν και ο αδερφός του κατόρθωσαν να δραπετεύσουν, οι άλλοι όμως, ζορισμένοι από την πείνα, μερικοί μάλιστα είχαν πεθάνει, κάθισαν στο βωμό που είναι στην ακρόπολη σαν ικέτες. [1.126.11] Οι Αθηναίοι όμως, που είχαν αναλάβει τη φρούρηση, βλέποντας τους να πεθαίνουνε μέσα στο ιερό, τους ξεσήκωσαν με την υπόσχεση πως δε θα τους κάνουν κακό, και σαν τους πήραν μακρυά, τους σκότωσαν και μερικούς άλλους, που καθώς περνούσαν, έτρεξαν στους βωμούς των Σεμνών θεών τους σκότωσαν κι αυτούς, και απ' αυτό ονομάζονταν καταραμένοι κι αφορεσμένοι της θεάς κ' εκείνοι που το 'καμαν κι όλη τους η γενιά. [1.126.12] Τους αφορεσμένους αυτούς τους έδιωξαν λοιπόν οι Αθηναίοι από την πόλη τους, τους έδιωξε ύστερα και ο Κλεομένης ο Λακεδαιμόνιος μαζί με μιαν επαναστατική μερίδα των Αθηναίων, διώχνοντας τους ζωντανούς, και πετώντας έξω τα κόκκαλα των πεθαμένων ξαναγύρισαν όμως οι εξόριστοι αργότερα, και η γενιά τους υπάρχει ακόμα στην Αθήνα.

[1.127.1] Αυτή λοιπόν την κατάρα απαιτούσαν τώρα οι Λακεδαιμόνιοι να διώξουν οι Αθηναίοι, τάχα πως θέλουν να βοηθήσουν πρώτα τους θεούς, ξέροντας όμως πως ο Περικλής, ο γιος του Ξανθίππου συγγένευε με τη γενιά εκείνη από τη μητέρα του, και νομίζοντας πως αν φύγει αυτός από τη μέση θα τους πάνε πιο εύκολα τα πράματα από μέρους των Αθηναίων. [1.127.2] Όχι πως έλπιζαν τόσο πως θα το πάθαινε, όσο για να δημιουργηθεί ραδιουργία ενάντιά του ανάμεσα στο λαό της πολιτείας, με την ιδέα πως ως ένα σημείο θα γινόταν ο πόλεμος επειδή τύχαινε να είναι αυτός αρχηγός. [1.127.3]Γιατί αυτός που είχε τη μεγαλύτερη επίδραση απ' όλους τους συγχρόνους του και ήταν ηγέτης της πολιτικής, εναντιωνόταν στους Λακεδαιμονίους σ' όλα τα ζητήματα και δεν άφηνε το λαό να υποχωρήσει, αλλά τους παρακινούσε να πολεμήσουν.