Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (11.804-11.848)

Ὣς φάτο, τῷ δ᾽ ἄρα θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ὄρινε,
805 βῆ δὲ θέειν παρὰ νῆας ἐπ᾽ Αἰακίδην Ἀχιλῆα.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ κατὰ νῆας Ὀδυσσῆος θείοιο
ἷξε θέων Πάτροκλος, ἵνα σφ᾽ ἀγορή τε θέμις τε
ἤην, τῇ δὴ καί σφι θεῶν ἐτετεύχατο βωμοί,
ἔνθα οἱ Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντεβόλησε
810 διογενὴς Εὐαιμονίδης κατὰ μηρὸν ὀϊστῷ,
σκάζων ἐκ πολέμου· κατὰ δὲ νότιος ῥέεν ἱδρὼς
ὤμων καὶ κεφαλῆς, ἀπὸ δ᾽ ἕλκεος ἀργαλέοιο
αἷμα μέλαν κελάρυζε· νόος γε μὲν ἔμπεδος ἦεν.
τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός,
815 καί ῥ᾽ ὀλοφυρόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«ἆ δειλοί, Δαναῶν ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες,
ὣς ἄρ᾽ ἐμέλλετε τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
ἄσειν ἐν Τροίῃ ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι τόδε εἰπέ, διοτρεφὲς Εὐρύπυλ᾽ ἥρως,
820 ἤ ῥ᾽ ἔτι που σχήσουσι πελώριον Ἕκτορ᾽ Ἀχαιοί,
ἦ ἤδη φθίσονται ὑπ᾽ αὐτοῦ δουρὶ δαμέντες;»
Τὸν δ᾽ αὖτ᾽ Εὐρύπυλος βεβλημένος ἀντίον ηὔδα·
«οὐκέτι, διογενὲς Πατρόκλεες, ἄλκαρ Ἀχαιῶν
ἔσσεται, ἀλλ᾽ ἐν νηυσὶ μελαίνῃσιν πεσέονται.
825 οἱ μὲν γὰρ δὴ πάντες, ὅσοι πάρος ἦσαν ἄριστοι,
ἐν νηυσὶν κέαται βεβλημένοι οὐτάμενοί τε
χερσὶν ὕπο Τρώων· τῶν δὲ σθένος ὄρνυται αἰέν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ μὲν σὺ σάωσον ἄγων ἐπὶ νῆα μέλαιναν,
μηροῦ δ᾽ ἔκταμ᾽ ὀϊστόν, ἀπ᾽ αὐτοῦ δ᾽ αἷμα κελαινὸν
830 νίζ᾽ ὕδατι λιαρῷ, ἐπὶ δ᾽ ἤπια φάρμακα πάσσεν,
ἐσθλά, τά σε προτί φασιν Ἀχιλλῆος δεδιδάχθαι,
ὃν Χείρων ἐδίδαξε, δικαιότατος Κενταύρων.
ἰητροὶ μὲν γὰρ Ποδαλείριος ἠδὲ Μαχάων,
τὸν μὲν ἐνὶ κλισίῃσιν ὀΐομαι ἕλκος ἔχοντα,
835 χρηΐζοντα καὶ αὐτὸν ἀμύμονος ἰητῆρος,
κεῖσθαι· ὁ δ᾽ ἐν πεδίῳ Τρώων μένει ὀξὺν Ἄρηα.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός·
«πῶς τ᾽ ἄρ᾽ ἔοι τάδε ἔργα; τί ῥέξομεν, Εὐρύπυλ᾽ ἥρως;
ἔρχομαι, ὄφρ᾽ Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι μῦθον ἐνίσπω,
840 ὃν Νέστωρ ἐπέτελλε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς περ σεῖο μεθήσω τειρομένοιο.»
Ἦ, καὶ ὑπὸ στέρνοιο λαβὼν ἄγε ποιμένα λαῶν
ἐς κλισίην· θεράπων δὲ ἰδὼν ὑπέχευε βοείας.
ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ
845 ὀξὺ βέλος περιπευκές, ἀπ᾽ αὐτοῦ δ᾽ αἷμα κελαινὸν
νίζ᾽ ὕδατι λιαρῷ, ἐπὶ δὲ ῥίζαν βάλε πικρὴν
χερσὶ διατρίψας, ὀδυνήφατον, ἥ οἱ ἁπάσας
ἔσχ᾽ ὀδύνας· τὸ μὲν ἕλκος ἐτέρσετο, παύσατο δ᾽ αἷμα.

***
Είπε και τον ετάραξε στα βάθη της καρδίας,
805 κι έγυρ᾽ ευθύς σπουδακτικά οπίσω στον Πηλείδην.
Και ότ᾽ είχε φθάσει ο Πάτροκλος στα πλοία του Οδυσσέως
στο μέρος όπου εδίκαζαν κι εκάμναν τας συνόδους
και των θεών είχαν βωμούς ολόγυρα κτισμένους,
εμπρός του ήλθ᾽ ο Ευρύπυλος, λαμπρός Ευαιμονίδης,
810 που ερχόνταν απ᾽ τον πόλεμον τρεκλός απ᾽ την πληγήν του,
που είχε λάβει εις το μερί· κι εκείθε μαύρον αίμα
έβγαινε κι ίδρωτας πολύς του ενότιζε τες πλάτες,
αλλ᾽ είχε ακόμη την ψυχήν ασάλευτην στα στήθη.
Άμα τον είδ᾽ ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου,
815 με πόνον τον προσφώνησεν: «Έτσι, ω δυστυχισμένοι,
των Δαναών ω αρχηγοί, και πρώτοι πολεμάρχοι,
τους σκύλους να χορτάσετε σας έμελλε στην Τροίαν,
μακράν απ᾽ την πατρίδα σας κι από τους ποθητούς σας;
Αλλά ειπέ μου, Ευρύπυλε, διόθρεπτε ήρωά μου,
820 οι Αχαιοί στου Έκτορος την άμετρην ανδρείαν
θ᾽ αντισταθούν ή θα χαθούν στην λόγχην του αποκάτω;»
Και ο συνετός Ευρύπυλος: «Ω Πάτροκλε γενναίε,
προπύργιον των Αχαιών οϊμέ δεν είναι πλέον,
αλλά στα μαύρα πλοία τους ογρήγορα θα πέσουν.
825 Κείτονται στα καράβια τους οι πρώτοι πολεμάρχοι
απ᾽ τα πολλά λαβώματα που επήραν εις την μάχην
και πάντοτε σφοδρότερη γίνετ᾽ η ορμή των Τρώων.
Αλλά στο πλοίον φέρε με να σώσεις την ζωήν μου,
τ᾽ ακόντι βγάλε απ᾽ το μερί, νίψε το μαύρον αίμα
830 με χλιό νερό, και χρίσε το με τα γλυκά βοτάνια,
που από τον δικαιότατον στο γένος των Κενταύρων,
τον Χείρονα έμαθ᾽ ο Αχιλλεύς κι εδίδαξε και σένα·
ότι απ᾽ τους δυο μας ιατρούς, λαβώθηκε ο Μαχάων,
κι εις τες σκηνές μας κείτεται, κι έχει και αυτός ανάγκην
835 από εξαίσιον ιατρόν, και ο άλλος με τους Τρώας
κτυπιέται, ο Ποδαλείριος, ακλόνητος στην μάχην».
Του απάντησεν ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου:
«Αχ! τι θα γίνει, Ευρύπυλε; Και αν είμαι κινημένος
προς τον Πηλείδην να του ειπώ τι μόχει παραγγείλει
840 ο Νέστωρ ο Γερήνιος, των Αχαιών σωτήρας,
αφού σε βλέπω εις κίνδυνον, εγώ δεν θα σ᾽ αφήσω».
Είπε και μέσα στην σκηνήν αγκαλιαστά τον πήρε·
και εις το τομάρι, που άπλωσεν ο ακόλουθος, τον στρώνει.
Με το μαχαίρι απ᾽ το μερί το πικρό βέλος βγάζει,
845 απ᾽ την πληγήν με χλιό νερό πλύνει το μαύρον αίμα,
ρίζαν του έβαλε πικρήν, που πρώτα με τα χέρια
εμάλαξε, παυσίπονην, που του έπαυσε τους πόνους
όλους, κι εστέγνωσε η πληγή, κι εστάθηκε το αίμα.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 5. Μια μέρα στον ιππόδρομο

5.6. ΤΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΑΧΟΥ

5.6.1. Πλούσιος, σακάτης ή νεκρός


Στη Ρώμη όλοι με λένε Πορσήνα, αλλά το πραγματικό μου όνομα είναι Νέκαρ. Είμαι Γερμανός, και γεννήθηκα σ᾽ ένα χωριό του Μέλανα Δρυμού, όπου μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου και οκτώ αδέρφια πέρασα σκληρά αλλά ήσυχα παιδικά χρόνια κάνοντας τον γεωργό και τον υλοτόμο - όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Ήμουν είκοσι χρονών, όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός ήρθε στα μέρη μας με τις λεγεώνες του. Ήρθε, έλεγαν τότε, για να υποτάξει τους πολεμάρχους της περιοχής που δεν έμεναν ήσυχοι και που είχαν κάνει παλιότερα ζημιές στον ρωμαϊκό στρατό. Μπορεί να είναι κι έτσι· αλλά εγώ πιστεύω ότι οι Ρωμαίοι θα έρχονταν μια μέρα έτσι κι αλλιώς, γιατί είχαν σχέδιο να κάνουν τα μέρη μας δικά τους. Πολέμησα μαζί με τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια μου. Οι δυο σκοτώθηκαν, ο τρίτος δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, εγώ πιάστηκα αιχμάλωτος και μεταφέρθηκα στη Ρώμη. Εκεί ο Ρωμαίος αξιωματικός, που ήταν και το αφεντικό μου, με οδήγησε σε έναν δουλέμπορο, που φαινόταν πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αφού ήμουν ψηλός, γεροδεμένος, με δυνατές πλάτες, και σίγουρα θα έπιανα πολύ καλή τιμή στην αγορά.

Δεν ήταν γραφτό μου να καταλήξω δούλος όπως οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες μου που ήρθαν αιχμάλωτοι στην Ιταλία. Την πρώτη κιόλας μέρα που ο νέος ιδιοκτήτης μου με έβγαλε στο παζάρι για πούλημα, ένας μελαμψός και βλοσυρός τύπος με πρόσεξε, με εξέτασε με το βλέμμα του από την κορφή ως τα νύχια και άρχισε αμέσως να κάνει ερωτήσεις στον δουλέμπορο. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν ήξερα ακόμη τη γλώσσα των Ρωμαίων. Ο πελάτης με πλησίασε, άνοιξε το στόμα μου, κοίταξε τα δόντια και ψηλάφησε με τα χέρια του το πάνω μέρος του κορμιού μου, κάνοντας συνεχώς μορφασμούς που μάλλον έδειχναν ικανοποίηση. Μετά, από ό,τι κατάλαβα, άρχισε να παζαρεύει την τιμή. Δεν καθυστέρησε πολύ. Το «εμπόρευμα» του άρεσε και πρέπει να έδωσε κάτι παραπάνω για να το αποκτήσει.

Με ανέβασαν πάνω σε μια άμαξα, πάντα αλυσοδεμένο. Το ταξίδι πρέπει να κράτησε πολλές ώρες, γιατί θυμάμαι ότι κοιμήθηκα, ξύπνησα και ξανακοιμήθηκα. Φτάσαμε κάποτε σ᾽ ένα κτήμα κοντά στη Νάπολη (όπως έμαθα αργότερα). Είχε μια τεράστια αυλή και γύρω τρία ή τέσσερα κτίρια χτισμένα έτσι που να σχηματίζουν κάτι σαν τετράγωνο που του έλειπε η μια πλευρά. Στον χώρο της αυλής άντρες με γυμνασμένα σώματα, άλλοι γυμνοί κι άλλοι φορώντας πανοπλίες και κρατώντας διάφορα όπλα, έκαναν ασκήσεις. Με κατέβασαν και με πήγαν μέσα σ᾽ ένα από τα κτίρια - σ᾽ ένα δωμάτιο, μάλλον μικρό, με εφτά κρεβάτια. Σε λίγο εμφανίστηκε πάλι εκείνος ο βλοσυρός τύπος που με είχε αγοράσει. Μαζί του είχε κάποιον που μου φαινόταν γνώριμος - γνώριμος γιατί, όπως σε λίγο κατάλαβα, ήταν ίδια ράτσα μ᾽ εμένα, Γερμανός. Μιλούσε πολύ διαφορετικά από ό,τι στα δικά μας μέρη, αλλά τον καταλάβαινα και με καταλάβαινε αρκετά καλά. Ρώτησε το όνομα μου. Του είπα το όνομα και ότι πεινούσα πολύ. Κάτι είπε στον μελαμψό τύπο κι εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά. Τότε ο συμπατριώτης μου υποσχέθηκε ότι στο εξής θα έτρωγα σαν βασιλιάς· θα έτρωγα σαν βασιλιάς, αλλά θα γυμναζόμουν σκληρά από το πρωί ως το βράδυ. Βρισκόμουν, μου είπε, στην πιο φημισμένη Σχολή Μονομάχων της Ιταλίας. Από εκεί θα έβγαινα με τον καιρό μονομάχος και, ποιος ξέρει, μπορεί να γινόμουν πλούσιος. «Πλούσιος;» ρώτησα, χωρίς να καταλαβαίνω. «Πλούσιος,» μου είπε, «ή σακάτης, ή νεκρός. Από σένα εξαρτάται.»

Θεός, Λογική κι Ανοησία

Ο Θεός, αν Υπάρχει, θα Είναι Άπειρος... η λογική, είναι αποδεδειγμένα περιορισμένη... κι η ανοησία είναι βέβαιο ότι περισσεύει...

Υπάρχει Θεός; Η λογική μπορεί να δώσει πολλές απαντήσεις... ναι, όχι, ίσως, δεν μπορώ να γνωρίζω, κλπ.... Λόγια, μόνο λόγια... Η λογική είναι ένα κλειστό σύστημα που χρησιμοποιεί νοητικές συλλήψεις (έννοιες, συλλογισμούς, κλπ.), κι αναπαράγει μονάχα λογική γνώση («εννοιολογική»)...

Πέρα όμως από την λογική υπάρχει η ζωή, η Πραγματικότητα... Αν Υπάρχει Κάτι, μπορούμε να το βρούμε. Αν δεν υπάρχει Κάτι, τότε, απλά, δεν θα βρούμε τίποτα...

Όταν η Συνείδηση Διευρυνθεί πέρα από την περιορισμένη, την συνηθισμένη, λειτουργία της, μέσα στον εγκέφαλο, στο νευρικό σύστημα, στο σώμα... μπορεί να βρει αν Υπάρχει Κάτι, Πέραν, στο Χώρο του Υπερβατικού, του Μεταφυσικού... Όσο μένει εγκλωβισμένη στην λειτουργία του εγκεφάλου, στην νοητικότητα, η νοητικότητα θα ανακυκλώνει την γνώση της, δομώντας και ξαναδομώντας τις έννοιες σε σκέψη... που δεν οδηγεί πουθενά...

Τελικά, η νοητικότητα που δεν αναγνωρίζει τα όριά της, χάνει το μέτρο... καταντά ανοησία. Η νοητική επιδεξιότητα δεν είναι νοημοσύνη, είναι «επίδειξη»... Λίγη ταπεινότητα ίσως μας προσανατόλιζε πιο σωστά στη ζωή...

Όσο για το αν η Συνείδηση μπορεί να πάει πέρα από το σώμα, τη νοητικότητα... δεν είναι θέμα λογικής, σκέψης, συζήτησης, κλπ. Είναι θέμα ζωής και θανάτου, επιβίωσης, δηλαδή Πράξη...

Ο Θεός Είναι:

Ο Θεός Είναι η Απεριόριστη Πραγματικότητα που Υπάρχει, που έχει, δηλαδή, Οντολογικό Χαρακτήρα. Σαν Απεριόριστη Πραγματικότητα Υπερβαίνει κι Περιλαμβάνει τα Πάντα – ακόμα και την αντίληψη που προσπαθεί να Τον συλλάβει.

Ο Θεός δεν είναι και δεν μπορεί να είναι αντικείμενο σκέψης, στο Οποίο αποδίδεται οποιαδήποτε ιδιότητα, της ύπαρξης, της πανταχού παρουσίας, της παντοδυναμίας, κλπ., κλπ., επειδή το αντικείμενο ης σκέψης (σαν περιεχόμενο» της σκέψης) είναι μικρότερο της σκέψης. Μια τέτοια αντίληψη του Θεού είναι μια κατασκευασμένη ιδέα, ένα είδωλο.

Η Μόνη Οδός Προς Τον Θεό είναι η Υπέρβαση της ατομικής αντίληψης, η εγκατάλειψη της ατομικής αντίληψης, που Οδηγεί σε Μια Ελεύθερη Ανοιχτή Χωρίς Όρια Αντίληψη, που μπορεί να Επεκταθεί στο Πραγματικό, να Βιώσει το Αληθινό.

Ο Θεός Είναι η Ύστατη Πραγματικότητα. Ο Θεός Υπάρχει Παντού, τα «Αγκαλιάζει» και τα «Διαπερνά» Όλα. Υπάρχουμε επειδή παίρνουμε Ουσία από την Ουσία Του. Ζούμε, σκεφτόμαστε, αισθανόμαστε, «χρησιμοποιούμε» το σώμα, Χάρις στην Δική Του Δύναμη… Υπάρχουμε και Ζούμε Μέσα στο Θεό, όπως υπάρχουμε και ζούμε μέσα στον αέρα, που κατανοούμε την ύπαρξή του έμμεσα, από την ανάσα μας, τον άνεμο, κι άλλες δραστηριότητες.

Όταν Αφηνόμαστε στον Θεό να μας Οδηγεί (ο Θεός Γίνεται «Φύση»), κι Εμπιστευόμαστε την «Φύση» μας, τότε το μόνο που απαιτείται είναι Άμεση Ενεργός Συνεχής Προσοχή σε αυτό που «Συμβαίνει», να Ζούμε στον Πραγματικό Χρόνο, στο Απόλυτο Παρόν, και να αντιδρούμε όπου μας καλεί η «Φύση» μας. Αυτό σημαίνει να Ακολουθούμε το Αρχαίο Ρεύμα της Ζωής. Αυτός είναι ο Πανάρχαιος Δρόμος των Σοφών, ο Δρόμος του Φωτός, σε όλες τις θρησκείες.

Η Αιωνιότητα

Αφού η Πραγματικότητα, η Αλήθεια, Είναι Χωρίς Ιδιότητες, τότε για ποιο πράγμα συζητάμε όλοι μας; Προφανώς όλα όσα συζητάμε δεν αφορούν την Αλήθεια αλλά προσωπικές προοπτικές της πραγματικότητας.

Ο Αληθινός Κόσμος – η Πραγματικότητα Όπως Είναι κι όχι όπως αναγνωρίζεται από την σκέψη – Είναι Αιώνια Αντίληψη - είτε υπάρχει «περιεχόμενο» είτε Όχι – Αίσθηση Ενότητας της Ύπαρξης, Σιωπή, Ησυχία, Ειρήνη… πέρα από την ταραχή των ανθρώπων, την σύγχυση της σκέψης τους, την παραφροσύνη των επιθυμιών τους και την ματαιότητα της δραστηριότητας και της ζωής τους.

Η Φύση της Αντίληψης (η Καθαρή Γνωστική Ενέργεια) δεν σχετίζεται ούτε με την Έλλειψη Δραστηριότητας, ούτε με την Δραστηριότητα… Η Δραστηριότητα, η σκέψη, η αίσθηση, κλπ., είναι το «όχημα» της ύπαρξης ( ο τρόπος να υπάρχουμε, να ζούμε, να έχουμε εμπειρίες)… Αυτό που μας «παραπλανά» είναι όχι η ύπαρξη, η σκέψη, η αίσθηση, η ζωή, η εμπειρία αλλά η λανθασμένη χρήση τους… το σταμάτημα της διαδικασίας της ζωής, η απολίθωση της σκέψης σε στατικές έννοιες, η εμμονή στο κατασκευασμένο, στο φανταστικό…

Η Αιωνιότητα Παραμένει Πέρα από όλες τις Καταστάσεις… Είναι Ίδια και στην Ακινησία και στην Κίνηση… Η ύπαρξη, το εγώ, η ζωή, οι εμπειρίες, όταν χρησιμοποιούνται σωστά ελέγχονται με την βούληση… Είναι σαν το σφίξιμο της γροθιάς, μόλις το χέρι χαλαρώσει εξαφανίζεται κι η γροθιά… αλλά οι άνθρωποι μοιάζουν σαν τους τρελαμένους που κρατούν συνέχεια τις γροθιές τους πεισματικά σφιγμένες…

Ανάμεσα στην Αληθινή Φύση, στην Αλήθεια, στην Πραγματική Κατάσταση και την άγνοια δεν υπάρχει καμιά «απόσταση»… όπως δεν υπάρχει απόσταση ανάμεσα στην Ακινησία και την Κίνηση – υπάρχει ή το ένα ή το άλλο, τίποτα ανάμεσά τους… Όταν ο άνθρωπος «εγκαταλείπει» την άγνοια αναπαύεται στην Απεραντοσύνη της Αλήθειας… δεν υπάρχουν «δρόμοι», «πνευματικές προσπάθειες», «τεχνικές», «πραγματοποιήσεις».

Αν ο Θεός ήταν «κοντά» θα τον βλέπαμε όλοι… Αν ο Θεός ήταν «μακριά» δεν θα τον έφτανε ποτέ κανείς. Ούτε «κοντά», ούτε «μακριά»… Τότε; Που είναι ο Θεός;

Στο Βάθος της Ύπαρξής μας Βρίσκεται η Αιωνιότητα… και μονάχα εκείνοι που έχουν εισχωρήσει στο Βάθος της Ύπαρξής τους είναι Φωτισμένοι, Γαλήνιοι κι Ειρηνικοί.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι

Γνωρίζουμε τὸν ἔρωτα μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας. Πρὶν τὴν ἀποτυχία δὲν ὑπάρχει γνώση· ἡ γνώση ἔρχεται πάντα μετὰ τὴ βρώση τοῦ καρποῦ. Σὲ κάθε ἔρωτα ξαναζεῖ ἡ ἐμπειρία τῆς γεύσης τοῦ παραδείσου καὶ τῆς ἀπώλειας τοῦ παραδείσου. Σπουδάζουμε τὸν ἔρωτα μόνον ἐξόριστοι ἀπὸ τὴν πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὸς χαρίζει.

Στὴν ἐμπειρία τοῦ ἔρωτα εἴμαστε ὅλοι πρωτόπλαστοι. Ἡ πείρα τῶν ἄλλων δὲν μᾶς μαθαίνει τίποτα γιὰ τὸν ἔρωτα. Εἶναι γιὰ τὸν καθένα μας τὸ ἀρχέγονο καὶ μέγιστο μάθημα τῆς ζωῆς, ἡ ἀρχέγονη καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση. Μέγιστο μάθημα, γιατὶ σπουδάζουμε στὸν ἔρωτα τὸν τρόπο τῆς ζωῆς. Καὶ μέγιστη ἐξαπάτηση, ἀφοῦ αὐτὸς ὁ τρόπος ἀποδείχνεται ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας.

Ἡ ἀνθρώπινη φύση μας (αὐτὸ τὸ ἀκαθόριστο κράμα τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ κορμιοῦ μας) «ξέρει», μὲ φοβερὴ ὀξυδέρκεια πέρα ἀπὸ νοήματα, πὼς ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς κερδίζεται μόνο στὴν ἀμοιβαιότητα τῆς σχέσης. Στὴν ἀμοιβαία ὁλοκληρωτικὴ αὐτοπροσφορά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπενδύει ἡ φύση μας στὸν ἔρωτα ὅλη τὴ ἀπύθμενη δίψα της γιὰ ζωή. Δίψα τοῦ κορμιοῦ καὶ τῆς ψυχῆς μας.

Διψᾶμε τὴ ζωή, καὶ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ζωῆς περνάει μόνο μέσα ἀπὸ τὴ σχέση μὲ τὸν Ἄλλον. Στὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου ἀναζητᾶμε τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς – τὴν ἀμοιβαιότητα στὴ σχέση. Ὁ Ἄλλος γίνεται τὸ «σημαῖνον» τῆς ζωῆς, ἡ αἰσθητὴ ἀνταπόκριση στὴν πιὸ βαθειὰ καὶ κυρίαρχη τῆς φύσης μας ἐπιθυμία. Ἴσως αὐτὸ ποὺ ἐρωτευόμαστε νὰ μὴν εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ Ἄλλου, ἀλλὰ ἡ δίψα μας ἔνσαρκη στὸ πρόσωπό του. Ὁ Ἄλλος νὰ εἶναι πρόσχημα κι ἡ αὐτοπροσφορά μας αὐταπάτη. Ὅμως κι αὐτὸ θὰ διαφανεῖ μόνο στὴν ἀπόσταση τῆς ἀποτυχίας.

Μετὰ τὴν ἀποτυχία ξέρουμε ὅτι ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς, ἀλλὰ τρόπος ἀνέφικτος γιὰ τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ἡ φύση μας διψάει ἀπεγνωσμένα τὴ σχέση, δίχως νὰ ξέρει νὰ ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο τῆς σχέσης. Δὲν ξέρει νὰ μοιράζεται, νὰ κοινωνεῖ, ξέρει μόνο νὰ ἰδιοποιεῖται τὴ ζωή, νὰ τὴν κατέχει καὶ νὰ τὴν νέμεται. Ἂν ἡ γεύση τῆς πληρότητας εἶναι κοινωνία τῆς ζωῆς μὲ τὸν Ἄλλον, ἡ ὁρμὴ τῆς φύσης μας ἀλλοτριώνει τὴν κοινωνία σὲ ἀπαίτηση ἰδιοκτησίας καὶ κατοχῆς τοῦ Ἄλλου. Ἡ ἀπώλεια τοῦ παραδείσου δὲν εἶναι ποτὲ ποινή, εἶναι μόνο αὐτοεξορία.

Τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τὸν σπουδάζουμε πάντοτε σὰν χαμένο παράδεισο. Τὸν ψηλαφοῦμε στὴ στέρηση, στὸ ἐκμαγεῖο τῆς ἀπουσίας του. Ἔγγλυφο ἴχνος τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς εἶναι ἡ πίκρα τῆς μοναξιᾶς στὴν ψυχή μας, ἡ ἀνέραστη μοναχικότητα. Γεύση θανάτου. Μὲ αὐτὴ τὴ γεύση μετρᾶς τὴ ζωή. Πρέπει νὰ σὲ ναυτολογήσει ὁ θάνατος γιὰ νὰ περιπλεύσεις τὴ ζωή, νὰ καταλάβεις ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν πληρότητα τῆς σχέσης. Τότε ξεδιακρίνεις τὶς ἀκτὲς τοῦ νοήματος: Ζωὴ σημαίνει νὰ παραιτεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀπαίτηση τῆς ζωῆς γιὰ χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Ἄλλου. Νὰ ζεῖς, στὸ μέτρο ποὺ δίνεσαι γιὰ νὰ δεχθεῖς τὴν αὐτοπροσφορὰ τοῦ Ἄλλου. Ὄχι νὰ ὑπάρχεις, καὶ ἐπιπλέον νὰ ἀγαπᾶς. Ἀλλὰ νὰ ὑπάρχεις μόνο ἐπειδὴ ἀγαπᾶς, καὶ στὸ μέτρο ποὺ ἀγαπᾶς.

Διψᾶμε τὴ ζωὴ καὶ δὲν τὴν διψᾶμε μὲ σκέψεις ἢ νοήματα. Οὔτε καὶ μὲ τὴ θέλησή μας. Τὴν διψᾶμε μὲ τὸ κορμὶ καὶ τὴν ψυχή μας. Ἡ ὁρμὴ τῆς ζωῆς, σπαρμένη μέσα στὴ φύση μας, ἀρδεύει κάθε ἐλάχιστη πτυχὴ τῆς ὕπαρξής μας. Καὶ εἶναι ὁρμὴ ἀδυσώπητη γιὰ σχέση, γιὰ συν-ουσία: Νὰ γίνουμε ἕνα μὲ τὴν ἀντι-κείμενη οὐσία τοῦ κόσμου, ἕνα μὲ τὸ κάλλος τῆς γῆς, τὴν ἀπεραντοσύνη τῆς θάλασσας, τὴ νοστιμιὰ τῶν καρπῶν, τὴν εὐωδιὰ τῶν ἀνθῶν. Ἕνα κορμὶ μὲ τὸν Ἄλλον. Ὁ Ἄλλος εἶναι ἡ μόνη δυνατότητα νὰ ἔχει ἀμοιβαιότητα ἡ σχέση μας μὲ τὸν κόσμο. Εἶναι τὸ πρόσωπο τοῦ κόσμου, ὁ λόγος κάθε ἀντι-κείμενης οὐσίας. Λόγος ποὺ ἀπευθύνεται σὲ μένα καὶ μὲ καλεῖ στὴν καθολικὴ συν-ουσία. Μοῦ ὑπόσχεται τὸν κόσμο τῆς ζωῆς, τὸ ἔκπαγλο κόσμημα τῆς ὁλότητας. Στὴ μία σχέση.

Κατάθλιψη: εχθρός ή φίλος;

Αργά ή γρήγορα στις ζωές των περισσότερων από μας θα έλθουν εκείνες οι στιγμές που οι βεβαιότητες γίνονται εφιάλτες: μια δουλειά που δεν μας αρέσει πια, ένας γάμος, σταθερός μεν αλλά που τώρα δεν εκφράζει τις βαθύτερες επιθυμίες μας, μια αγανάκτηση για την υπακοή μας στις προσδοκίες των άλλων και μια ανάγκη επανάστασης στην τυραννία τους, μια ξαφνική απώλεια προσώπων ή μια αποσταθεροποίηση των συνθηκών ζωής.

Είναι εκείνες οι στιγμές που νιώθεις πως είσαι ο «κανένας», γιατί δεν ξέρεις πια ποιος είσαι στ΄ αλήθεια, ούτε ξέρεις και πού πας. Παραμένεις αμήχανος στο σταυροδρόμι για να κοιτάξεις στη συνέχεια με αγωνία-ψιθυριστή ή κραυγαλέα- τα άγνωστα παρακλάδια του. Ένα μόνο ξέρεις: ότι αρνείσαι να συνεχίσεις την γνωστή διαδρομή.

Εκτροχιάσθηκα;

Κάποτε πίστευες ότι ο θυμός είναι αχαρακτήριστη συμπεριφορά, η διεκδίκηση περιττή για ευγενικές ψυχές, ενώ η κοινωνική απόσυρση ή η σιωπή είναι η καλύτερη απάντηση του « πολιτισμένου» ανθρώπου στις αδικίες. Και τώρα, ξαφνικά, θυμώνεις με το παραμικρό, ζητάς να επιβάλλεις ό,τι θεωρείς δίκιο σου. Κι εκεί τρομάζεις, αυτό-αμφισβητείσαι, μπερδεύεσαι πού είναι τα όριά σου και τα όρια των άλλων. Πλημμυρισμένος από σκέψεις φόβου, άπειρους δισταγμούς, αμφισβητείς και τις πιο δυνατές επιθυμίες σου, σχεδόν όλες τις έμφυτες ικανότητές σου, ενώ οι παλιές επιτυχίες σου φαντάζουν ερείπια μιας ολοκληρωτικά αποτυχημένης ζωής.

Θα χρειασθεί να εστιασθείς προσεκτικά στις συνθήκες εκεί έξω, μέχρι να πάρεις το θάρρος και το ρίσκο να τις αλλάξεις.

Μάθε καλά τον εχθρό σου για να τον κάνεις φίλο σου

Σε ποια φάση ζωής βρίσκεσαι;
'Η μάλλον σε ποιο σταθμό της ζωής έχεις φτάσει;

Εσύ και μόνο εσύ θα αποφασίσεις αν ο συναισθηματικός πόνος είναι ένα μήνυμα, ένα « σύμπτωμα» μιας βαθύτερης ανάγκης που δεν εισακούεται. Όπως και τα σωματικά, τα ψυχικά συμπτώματα είναι αιτήματα αλλαγής «κάτι δεν πάει καλά με τη ζωή μας και όχι με μας τους ίδιους», ίσως ακολουθείς μια πορεία που θέλει διόρθωση τώρα. Συμπεριφορές και απόψεις , χρήσιμες σε μια άλλη φάση ζωής μπορεί στο τώρα όχι μόνο να σου είναι άχρηστες αλλά και επικίνδυνες για τα όνειρα που άφησες στην άκρη ή την κοινωνικότητα που εσύ αναζητούσες. Για παράδειγμα ένας υπέροχος νεανικός γάμος. Σε μια επόμενη ή μεθεπόμενη ηλικιακή φάση, μπορεί να αφήσει ακάλυπτες τις βαθύτερες αξίες και ανάγκες σου. Μια τέτοια εκκρεμότητα διατηρεί μεν το γάμο αλλά καθόλου σπάνια μπορεί να σε οδηγήσει σε κατάθλιψη.

Μαθαίνω να χάνω

«Η κατάθλιψη μου μου δηλώνει πως δεν ξέρω να χάνω» (Julia Kristeva)

«Μαθαίνω να χάνω» σημαίνει μια αναπόφευκτη απώλεια ελέγχου επί των οικείων μέχρι τώρα καταστάσεων, εκείνων των «σταθερών» της ζωής σου που σε οδήγησαν στο συμβιβασμό και στη συνέχεια στον ψυχικό πόνο. Μια κακοπληρωμένη αλλά σταθερή για παράδειγμα εργασία, αν και δεν προσφέρει καμιά ικανοποίηση, αν και εξασφαλίζει ένα σημείο οικονομικής αναφοράς, μπορεί να είναι η αποκλειστική αιτία μιας κατάθλιψης. Θα χρειασθεί να την χάσεις μέχρι να ακολουθήσεις εκείνες τις εργασιακές επιθυμίες που αναζητούσες κάποτε επίμονα, από τις οποίες πιθανά αποκόπηκες χωρίς την πραγματική σου θέληση.

Μαθαίνω να αξιοποιώ τον πόνο

«Ο πόνος μου γυρνά το μυαλό» συνηθίζουμε να λέμε αλλά πιθανά να σκεφτόμαστε μόνο ένα μέρος από τα μηνύματα που περιέχει αυτός ο ψυχικός πόνος. Το πιο έκδηλο περιεχόμενο αυτών των μηνυμάτων είναι ο βαθιά ριζωμένος φόβος για τα αρνητικά σχόλια, την κριτική και την απόρριψη του στενού και του ευρύτερου περιβάλλοντος μπροστά στις ενδεχόμενες αλλαγές σου, φόβος που σε κάνει να πιστεύεις ότι κάτι δεν πάει καλά με το μυαλό σου.

Το άδηλο περιεχόμενο του ψυχικού πόνου είναι το πιο γνήσιο και πιο αυθεντικό για σένα και έχει νόημα.

Η κατάθλιψη έχει νόημα

Όσο περισσότερο αναζητά κάποιος τα ξεχασμένα σχέδια ζωής και τις εξοστρακισμένες επιθυμίες του τόσο πιο εύκολα θα βιώσει τον πόνο της κατάθλιψης, με την ελπίδα της αλλαγής να κάνει διστακτικά την εμφάνισή της. Μετουσιώνοντας τον συναισθηματικό πόνο σε έργα και σε πράξεις που θα αλλάξουν τη ζωή σου το πιθανότερο είναι να χαράξεις μια αλλαγή πορείας προς μια άλλη κατεύθυνση. Εδώ, «η γονική συναίνεση δεν είναι επιθυμητή!»

Προς τα πού να πάω;

Καταφύγιο σ΄ αυτές τις κρίσεις ζωής ο εσωτερικός σου κόσμος. Εκεί θ΄ αποσυρθείς, σε μια προσπάθεια να αποκοπείς απ΄ ό,τι εκεί έξω σε πληγώνει. Είναι αυτός ο εσωτερικός κόσμος που με την βαθιά σοφία και γνώση του έχει πάντα την δύναμη να γίνει ο αληθινός οδηγός σου. Αυτός θα σε οδηγήσει αργότερα ξανά εκεί έξω, στον εξωτερικό κόσμο, μέσα από την βαθιά επίγνωση του εαυτού σου, αρκεί να μην τρομάξεις από μια- συνήθως προσωρινή- αποσταθεροποίηση.

Αποσταθεροποίηση= Αποδόμηση και αναδόμηση καταστάσεων

Η αμφιβολία για το δικαίωμα στην αλλαγή είναι αρκετή για να δημιουργήσει ένα σωρό εμπόδια και δισταγμούς.

Η συγκέντρωση στις αδυναμίες και όχι στις δυνάμεις σου είναι επίκτητη άρα ψευδής. Θα χρειασθεί να θυμηθείς ξεχασμένες ικανότητες και δυνατότητες

Αναζήτηση ανθρώπων ικανών να σε στηρίξουν και απομάκρυνση άλλων που εμποδίζουν τις επιθυμητές σου αλλαγές.

Όρια και αντικειμενικά εμπόδια είναι δυο διαφορετικές έννοιες που πολλοί τις ταυτίζουν. Μη φοβάσαι τον θυμό σου, είναι το καλύτερο αντικαταθλιπτικό όταν τον εκφράζεις με επιχειρήματα, ήρεμα και σταθερά.

Προσοχή στις μεταμφιέσεις: ο φόβος για τις συνέπειες στο στενό ή ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, η βίωση μιας πιθανής αρνητικότητας ή απόρριψης οδηγούν πολλούς ξανά σε δρόμους μιας αδιέξοδης αλλαγής. Η εργασιομανία, η αναζήτηση υψηλών επιδόσεων, η συνεχής δραστηριότητα, αν και είναι κοινωνικά αποδεκτές, δημιουργούν εύθραυστες ισορροπίες, ανίκανες να καλύψουν τα κενά και τις επιθυμίες σου.

Ελπίδα και χρονική αναβολή, έως ότου οι συνθήκες αλλαγής να είναι ευνοϊκότερες
Δέσμευση ότι θα αντέξεις τις αλλαγές που αποφάσισες.

Αποταύτιση αν στο περιβάλλον σου υπάρχει πάσχον αγαπημένο πρόσωπο θα το βοηθήσεις πολύ περισσότερο αν δεν ταυτίζεσαι με το πρόβλημά του. Η προσωπική ζωή, η χαρά και η αισιοδοξία δεν είναι προδοσία.

«Που και που δεν βλάπτει λίγη στενοχώρια» (Julia Kristeva)

Συχνά η κατάθλιψη συναντά ιδιαίτερα ευφυείς ανθρώπους, διορατικούς και ευαίσθητους που έχουν την άνεση να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα των καταστάσεων τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού κόσμου. Είναι προτιμότερο να «εγκαταλείψουν» τον καταθλιπτικό χώρο, διατηρώντας ακέραιη μόνο την ευαισθησία τους και όχι την καταθλιπτική ματιά τους.

Η σιωπηλή πλευρά του άγχους

Όταν φέρνουμε στο μυαλό μας το άγχος και ένα άτομο που είναι αγχωμένο και ανήσυχο, μπορεί να σκεφτούμε κάποιον που πανικοβάλλεται, κλαίει, ζαλίζεται ή δυσκολεύεται να αναπνεύσει. Αυτή είναι η συνηθέστερη έκφραση του άγχους, αλλά δεν είναι και η μοναδική. Το άγχος είναι μια εσωτερική φυσιολογική και γνωστική εμπειρία που μπορεί να είναι πολύπλευρη. Υπάρχουν μέρες που το άγχος είναι εμφανές και μέρες που το άγχος είναι «κρυφό». Υπάρχουν φορές που το άγχος προκαλείται από μία οσμή ή μια σκέψη και φορές που μπορεί να προκληθεί από το τίποτα, (ή έστω έτσι μοιάζει να συμβαίνει).

Η σιωπηλή πλευρά του άγχους

Το άγχος μπορεί να αποτελέσει μία «αόρατη» δυσκολία. Είναι πολύ δύσκολο να κοιτάξεις ένα άτομο και να αξιολογήσεις με ακρίβεια την εμπειρία του άγχους και την έντασή του. Σε αρκετές περιπτώσεις είναι ένα εσωτερικό βίωμα που μπορεί εύκολα να παρερμηνευθεί ως αποστασιοποίηση ή αδιαφορία. Στην πραγματικότητα, τα άτομα με άγχος δεν είναι καθόλου απόμακρα ή αδιάφορα. Αντίθετα, θέλουν να γίνουν αποδεκτά και μέρος της ομάδας. Θέλουν να είναι παρόντες αλλά συχνά ανησυχούν για πολλά ζητήματα, τα οποία για άλλους είναι μικρής σημασίας. Πιο συγκεκριμένα ανησυχούν έντονα για:

• Το πως αισθάνονται οι άλλοι γύρω τους.

• Αν έχουν συμβάλει με αρνητικό τρόπο στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται.

• Αν μπορούν να ανταπεξέλθουν επαρκώς σε μία συζήτηση.

• Αν θα κριθούν για οτιδήποτε.

• Για το που βρίσκονται οι έξοδοι κινδύνου.

• Για την ασφάλειά τους, αλλά και των γύρω τους.

• Για το πως να τοποθετήσουν το σώμα τους σε ένα χώρο.

• Για το ποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσουν και πότε να σταματήσουν.
Πώς μπορεί να μοιάζει το άγχος

Αν και το άγχος δεν έχει μια πάντα συγκεκριμένη «εικόνα», ο τρόπος που παρουσιάζονται τα αγχωμένα άτομα μπορεί εύκολα να μας μπερδέψει.

Για παράδειγμα μπορεί:

• Να μιλούν υπερβολικά σε κοινωνικές καταστάσεις για να καλύψουν την αμήχανη σιωπή.

• Να γελούν με τα αστεία και τα σχόλια όλων.

• Να προσποιούνται ότι κάτι τους ευχαριστεί και αισθάνονται χαρούμενοι.

• Να μην γελούν με τα αστεία ή τα σχόλια κανενός.

• Να είναι υπερβολικά συγκαταβατικά σε όλα.

• Να σωπαίνουν καθησυχάζοντας τους άλλους ότι όλα είναι εντάξει.

• Να λένε «ναι» σε κοινωνικές προσκλήσεις και μετά να ακυρώνουν την τελευταία στιγμή.

• Να δυσκολεύονται να μιλήσουν.

• Να είναι απόμακροι και να μοιάζει σαν να απορρίπτουν τους άλλους.

• Να αγωνίζονται να επικοινωνήσουν με σαφήνεια τις σκέψεις τους.

• Να επαναλαμβάνουν μία σκέψη ή φράση συνεχώς.

• Να χάνουν τον ειρμό της σκέψης τους.
Πώς να βοηθήσετε τον εαυτό σας ή κάποιον που αισθάνεται άγχος

• Βρείτε ένα «αγχολυτικό» αντικείμενο για τις έκτακτες ανάγκες.

• Ρωτήστε: «Είστε καλά;». Πείτε: «Θα θέλατε να πάτε κάπου πιο ήσυχα για να κάνετε ένα διάλειμμα;»

• Όταν νιώθετε υπερδιέγερση ή εξάντληση με την κατάσταση που υπάρχει, πηγαίνετε σε έναν πιο ήσυχο χώρο (π.χ. μπάνιο, κουζίνα) και ρίξτε λίγο νερό στο πρόσωπο σας.

• Παίξτε ένα παιχνίδι στο τηλέφωνό σας.

• Εάν σας κάνουν μια ερώτηση και δεν ξέρετε πώς να απαντήσετε, πείτε: «Δεν είμαι σίγουρος. Επιτρέψτε μου να επανέλθω σε σας γι’αυτό, σε λίγο».

• Εάν δεν θέλετε να συμμετέχετε σε κάτι, πείτε: «Θα περάσω, αλλά κάποια άλλη φορά».
Αυτοφροντίδα για το άγχος

Τα άτομα με άγχος δεν είναι πολύ καλά στο να ξέρουν πότε να σταματήσουν, να κάνουν ένα διάλειμμα ή να χαλαρώσουν. Τείνουν να κάνουν σκληρή αυτοκριτική. Για παράδειγμα, δεν θα χρησιμοποιούσαν ποτέ τις παρακάτω φράσεις σε ένα άλλο άτομο, αλλά σίγουρα το κάνουν για τον εαυτό τους:

«Είμαι τόσο ανόητος».

«Δεν μπορώ να το κάνω αυτό».

«Με μισούν».

«Είμαι ανίκανος».

«Γιατί το έκανα αυτό;»

«Γιατί το είπα αυτό;»

«Κανείς δεν θα θέλει να μου ξαναμιλήσει».

«Δεν πρόκειται να με καλέσουν ποτέ ξανά».

«Κανείς δεν νοιάζεται για εμένα».

«Πώς μπορεί σε κάποιον να αρέσει κάποιος σαν εμένα;»

Επομένως, είναι σημαντικό να μάθουν και να μιλήσουν με πιο ευγενικό τρόπο στον εαυτό τους, όπως θα έκαναν και για κάποιον άλλο. Μπορούν να χρησιμοποιούν φράσεις όπως:

«Αυτό είναι δύσκολο για εμένα».

«Σε ποιον μπορώ να μιλήσω;»

«Τι μπορώ να κάνω αυτή τη στιγμή για να βοηθήσω τον εαυτό μου;»

«Δεν είμαι χαζός ή ανόητος».

«Φοβάμαι».

Παρατηρούμε λοιπόν ότι το άγχος μας μιλάει με διαφορετική, κάθε φορά, γλώσσα. Σε καταστάσεις στις οποίες άνθρωποι μοιάζουν ψύχραιμοι και άνετοι, αρκετές φορές υποκρύπτονται συναισθήματα έντονου άγχους και στρες. Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως φαίνονται.

Το άγχος είναι ο καλύτερος «ψεύτης». Όμως το ότι έχουμε ανήσυχες σκέψεις δεν σημαίνει ότι είναι και ρεαλιστικές. Και μόνο επειδή κάνουμε μία εικασία για ένα γεγονός, δεν σημαίνει ότι θα συμβεί. Οι σκέψεις μας δεν είναι καθοριστικές για όλα, ούτε μπορούν να κάνουν πράγματα να συμβούν. Είναι απλώς σκέψεις. Εφόσον τις αναγνωρίσουμε ως σκέψεις που βασίζονται σε φόβους και ανασφάλειες, στη συνέχεια θα τους δείξουμε την πόρτα της εξόδου.

Το άγχος είναι ρεαλιστικό βίωμα, παρά το ότι μερικές φορές δεν μπορεί να φανεί ή να μετρηθεί «από τους έξω». Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τις συμπεριφορές μας και να βρούμε πιο ανακουφιστικούς τρόπους για να μιλήσουμε στον εαυτό μας. Αναζητώντας θεραπεία με τον κατάλληλο επαγγελματία ψυχικής υγείας, μπορούμε να προσδιορίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια τις αγχωτικές σκέψεις και πώς αυτές δύνανται να επηρεάζουν την συμπεριφορά και τα συναισθήματα μας.

Αν μπορούσα να σας δώσω μια συμβουλή

Και τώρα θα σας προσφέρω τις συμβουλές:

Απολαύστε τη δύναμη και την ομορφιά της νιότης σας.

Μπα, αφήστε το καλύτερα… Δεν θα μπορέσετε να κατανοήσετε τη δύναμη και την ομορφιά της νιότης σας, παρά μόνο όταν θα έχει ξεθωριάσει.

Όμως πιστέψτε με, σε 20 χρόνια από τώρα, θα κοιτάτε τις παλιές σας φωτογραφίες και θα αναπολείτε, με έναν τρόπο που δεν μπορείτε να συλλάβετε τώρα, πόσες δυνατότητες ανοίγονταν μπροστά σας και πόσο υπέροχοι ήσασταν πραγματικά.

Δεν είστε τόσο χοντροί όσο φαντάζεσαι.

Μην σας ανησυχεί το μέλλον. Ή ανησυχήστε, αλλά να ξέρετε ότι αυτό είναι τόσο αποτελεσματικό, όσο το να προσπαθήσετε να λύσετε μια αλγεβρική εξίσωση μασώντας τσίχλα. Τα πραγματικά προβλήματα στη ζωή είναι αυτά που δεν έχουν περάσει από τον ανήσυχο νου σας, είναι αυτά που σας ξεφεύγουν στις 4 το απόγευμα κάποιας βαριεστημένης Τρίτης.

Κάνετε κάθε μέρα ένα πράγμα που σας φοβίζει.

Τραγουδήστε.

Μην είστε απρόσεκτοι με τις καρδιές των άλλων ανθρώπων.

Μην ανέχεστε ανθρώπους που είναι απρόσεκτοι με τη δική σας καρδιά.

Μην χάνετε τον καιρό σας ζηλεύοντας. Μερικές φορές θα είστε μπροστά, κάποιες άλλες θα είστε πίσω. Ο αγώνας είναι μακρύς και, τελικά, αντίπαλος είναι μόνο ο εαυτός σας.

Να θυμάστε τα κομπλιμέντα που σας κάνουν. Ξεχάστε τις προσβολές. Αν καταφέρετε να το κάνετε αυτό, πείτε μου πώς. Κρατήστε τις παλιές σας ερωτικές επιστολές. Πετάξτε τις παλιές τραπεζικές επιστολές. Να τεντώνεστε.

Μη νιώθετε ενοχές αν δεν ξέρετε τι θέλετε να κάνετε στη ζωή σας. Οι πιο ενδιαφέροντες άνθρωποι που γνωρίζω δεν ήξεραν στα 22 τους χρόνια τι ήθελαν να κάνουν στη ζωή τους. Κάποιοι από τους πιο ενδιαφέροντες σαραντάρηδες που γνωρίζω ακόμα δεν ξέρουν.

Να παίρνετε μπόλικο ασβέστιο. Να είστε ευγενικοί με τα γόνατά σας. Θα σας λείψουν στο μέλλον.

Μπορεί να παντρευτείτε, μπορεί και όχι. Μπορεί να κάνετε παιδιά, μπορεί και όχι. Μπορεί να πάρετε διαζύγιο στα 40, μπορεί να χορέψετε στην 75η επέτειο των γάμων σας. Ότι και αν κάνετε, μην συγχαίρετε πολύ τον εαυτό σας, ούτε να τον μαλώνετε. Οι πιθανότητές σας είναι 50/50. Όπως είναι και όλων των άλλων.

Απολαύστε το σώμα σας. Χρησιμοποιήστε το με όποιον τρόπο μπορείτε. Μην το φοβάστε ή τι θα πουν οι άλλοι για αυτό. Είναι το σημαντικότερο όργανο που θα έχετε ποτέ στην κατοχή σας.

Χορέψτε, ακόμα κι αν δεν μπορείτε να το κάνετε πουθενά αλλού παρά μόνο στο σαλόνι σας.

Διαβάστε τις οδηγίες, ακόμα κι αν δεν τις ακολουθήσετε.

Μην διαβάζετε περιοδικά ομορφιάς. Το μόνο που θα καταφέρουν είναι να σας κάνουν να νιώσετε άσχημοι.

Γνωρίστε τους γονείς σας. Ποτέ δεν ξέρετε πότε θα τους χάσετε για πάντα.

Να είστε καλοί με τα αδέρφια σας. Είναι ο καλύτερος συνδετικός κρίκος σας με το παρελθόν κι εκείνοι που είναι πιθανότερο να μείνουν μαζί σας στο μέλλον.

Κατανοήστε ότι οι φίλοι πάνε και έρχονται, όμως θα πρέπει να κρατήσετε μερικούς πολύτιμους.

Δουλέψτε σκληρά για να γεφυρώσετε τα χάσματα στη γεωγραφία και τον τρόπο ζωής, γιατί όσο μεγαλώνετε, τόσο περισσότερο χρειάζεστε τους ανθρώπους που σας ήξεραν όταν ήσασταν νέοι. Ταξιδέψτε.

Αποδεχτείτε κάποιες αναλλοίωτες αλήθειες: Οι τιμές θα ανεβαίνουν, οι πολιτικοί θα είναι ανήθικοι και εσείς θα γεράσετε. Και όταν το κάνετε, θα σκέφτεστε ότι όταν ήσασταν νέοι, οι τιμές ήταν σε λογικά επίπεδα, οι πολιτικοί ήταν τίμιοι και τα παιδιά είχαν σεβασμό στους μεγαλύτερους. Να σέβεστε τους μεγαλύτερους.

Μην περιμένετε κάποιον άλλον να σας στηρίξει. Ίσως να έχετε οικονομίες στην άκρη. Ίσως να αποκτήσετε έναν πλούσιο σύζυγο. Όμως ποτέ δεν ξέρετε πότε κάποιο από αυτά μπορεί να τελειώσει. Μην ασχολείστε πολύ με τα μαλλιά σας ειδάλλως όταν φτάσετε τα 40 θα δείχνουν σαν να είναι 85. Να είστε προσεκτικοί με αυτούς που σας συμβουλεύουν και υπομονετικοί με αυτούς που τις προσφέρουν.

Οι συμβουλές είναι μια μορφή νοσταλγίας. Αν τις προσφέρετε είναι ένας τρόπος να αλιεύσετε τα απορρίμματα από το παρελθόν, να τα καθαρίσετε, να βάψετε τα άσχημα κομμάτια και να τα ανακυκλώσετε πουλώντας τα ακριβότερα απ' ότι αξίζουν. Αλλά εμπιστευθείτε με, όσον αφορά το αντηλιακό.

Η ζωή, είναι λίγη και λήγει

Η ζωή είναι λίγη και λήγει! Να το θυμάσαι αυτό…

Γι’ αυτό ζήσε την με όλες τις μηχανές αναμμένες. Τους συναγερμούς σου να κτυπούν τρελά. Τις ανάσες σου στο κόκκινο.

Την καρδιά σου να χορεύει ανελέητα σαν να μην χωράει άλλες ανάσες.

Η ζωή είναι και παίξε και γέλασε. Γιατί εσύ ξέρεις, πως μόνο μια φορά ερχόμαστε.

Μια αλλά ας την κάνουμε να φτάνει.

Να αξίζει για δέκα.

Γ ‘αυτό και παίξε και γέλασε και βγάλε το πάθος σου, τον αυθορμητισμό σου, την διψά σου για ζωή.

Μην τσιγκουνευτείς τις στιγμές σου, μην κάνεις εκπτώσεις στα θέλω σου.

Να τα θέλεις όλα ,να τα διεκδικείς ,να τα υποστηρίζεις και ας μην στα δώσουν ποτέ.

Μην βάζεις πίσω το εγώ σου και μην αλλοιώνεις τον χαρακτήρα σου, για τίποτα και για κανέναν.

Η ζωή είναι λίγη και λήγει! Να το θυμάσαι αυτό. Και αν κάπου δεν σε αξιολογούν σωστά να φεύγεις. Κάποιοι άλλοι θα δουν την πραγματική αξία σου.

Να ερωτεύεσαι με πάθος, να αγαπάς άνευ όρων. Και ας μην αγαπηθείς το ίδιο. Εσύ φρόντισε να ταΐζεις την δική σου ψυχή.

Η ζωή είναι λίγη και λήγει!

Να το θυμάσαι αυτό! Ζήσε τον έρωτα, όλα τα συναισθήματα, μάζεψε δυνατές συγκινήσεις. Μάζεψε εικόνες, χρώματα, γεύσεις.

Μην πλατσουρίζεις στα ρηχά. Ταξίδεψε, γνώρισε, κινδύνεψε. Μην αγκυροβολείς σε λιμάνια που έχουν τελειώσει.

Ρίσκαρε και όχι εκ του ασφαλούς.

Όχι με δίκτυ ασφαλείας απο κάτω! Νίκησε τους φόβους σου. Άκου τα θέλω σου.

Παραμέρισε τα πρέπει σου. Σταμάτα να κρύβεσαι και να βολεύεσαι.

Το βόλεμα είναι για τους δειλούς και για τους λίγους.

Σταμάτα να κρίνεις, να συμβουλεύεις, να κυρήττεις πράγματα που πρώτα εσύ ο ίδιος δεν κάνεις. Αυτό είναι το εύκολο!

Μην ζητάς από τους άλλους να δώσουν ότι πρώτα εσύ δεν έχεις δώσει.

Να ξυπνάς το πρωί και να είσαι ευγνώμων για την καινούρια μέρα.

Η ζωή είναι λίγη και λήγει! Να το θυμάσαι αυτό!

Για το χαμόγελο που έχεις στα χείλη και για την φλόγα που κρατάς αναμμένη στην καρδιά.

Παρατήρησε τις ομορφιές αυτού του κόσμου μην τις προσπερνάς.

Να τραγουδάς τα τραγούδια που αγαπάς.

Να χορεύεις τον ρυθμό που σε ξεσηκώνει.

Να είσαι γενναιόδωρος στα χάδια, στα φιλιά και στις αγκαλιές.

Όλα είναι υπέροχα αν τα βλέπεις έτσι. Μάθε να ζητάς συγγνώμη.

Αποφάσισε να δίνεις ευκαιρίες στους άλλους.

Μην χαραμίσεις όμως για κανέναν λόγο την μεγαλύτερη ευκαιρία που δόθηκε σε σένα.

Να έρθεις σ ‘αυτήν την ζωή και ν’ αφήσεις το σημάδι σου.

Η ζωή είναι λίγη και λήγει! Να το θυμάσαι αυτό.

Bertrand Russell: Η Θέση του Έρωτα στην Ανθρώπινη Ζωή

Ο έρωτας είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από την επιθυμία για σεξουαλική επαφή∙ είναι το σπουδαιότερο μέσο για να ξεφύγουν από τη μοναξιά που πληγώνει τους πιο πολλούς άντρες και γυναίκες στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους.

Στους πιο πολλούς ανθρώπους υπάρχει ένας βαθιά ριζωμένος φόβος για τον κρύο εξωτερικό κόσμο και για την πιθανή σκληρότητα του πλήθους.

Υπάρχει μια λαχτάρα για στοργή που συχνά κρύβεται κάτω από την τραχύτητα, τη χοντροκοπιά και το απότομο φέρσιμο στους άντρες ή κάτω από την γκρίνια και το καυγάδισμα στις γυναίκες.

Ο δυνατός αμοιβαίος έρωτας, όσο διαρκεί, εξαφανίζει αυτά τα αισθήματα, γκρεμίζει τα σκληρά τείχη του εγώ και δημιουργεί ένα νέο πλάσμα που αποτελείται από δύο ενωμένα σε ένα.

Η φύση δεν έφτιαξε τα ανθρώπινα όντα για να ζουν μόνα, γιατί δεν μπορεί να εκπληρώσει το βιολογικό σκοπό της παρά μόνο με τη συνεργασία των ανθρώπων∙ και οι πολιτισμένοι άνθρωποι δεν μπορούν να ικανοποιήσουν ολοκληρωτικά το σεξουαλικό τους ένστικτο χωρίς αγάπη.

Το ένστικτο δεν ικανοποιείται ολοκληρωτικά παρά μόνο όταν στην ερωτική σχέση μπαίνει ολάκερη η ύπαρξη του ανθρώπου, ψυχική και σωματική.

Εκείνοι που δεν έχουν γνωρίσει τη βαθιά οικειότητα και την έντονη συντροφικότητα της ευτυχισμένης αμοιβαίας αγάπης έχουν χάσει το καλύτερο πράγμα που μπορεί να δώσει η ζωή∙ ασυνείδητα, αν όχι συνειδητά, το αισθάνονται αυτό και η απογοήτευση που γεννιέται τους οδηγεί προς το φθόνο, την καταπίεση και τη σκληρότητα.

Bertrand Russell, Η Θέση του Έρωτα στην Ανθρώπινη Ζωή

Οι στοχασμοί των προσωκρατικών γύρω από την Ψυχή

Το ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη της Ψυχής καθώς και η προσπάθεια απάντησης του, ξεκινά από πολύ παλιά. Ήδη 3000 έτη π.Χ, οι Αιγύπτιοι προσπαθούν να απαντήσουν στον προβληματισμό. Στην συνέχεια έχουμε ακόμη μια πρώτη αλλά βασική προσέγγιση, μέσω των ποιημάτων του Ομήρου.

Το Περί Ψυχής ερώτημα, προέρχεται στην ουσία, από το Περί Ζωής ερώτημα. Τι είναι η ζωή; Από πού πηγάζει; Τι είναι θάνατος; Τι σημαίνει ’’ζούμε’’, Τι είναι η Φύση; Γιατί μπορούμε να συμπεριφερόμαστε; κλπ, είναι ερωτήματα που οδηγούν στην υπόθεση μιας πηγής ζωής.

Η Ψυχή είναι σύμφωνα με αυτήν την πίστη και θεωρία, αυτή η πηγή ζωής ολόκληρου του σύμπαντος. Η μελέτη, τώρα, του τι είναι Ψυχή, ποια η ουσία, η προέλευση, το περιεχόμενο της δηλαδή, είναι το αντικείμενο της Ψυχολογίας.

Η "φιλοσοφική ψυχολογία" εξετάζει θεωρητικά όλα αυτά τα ζητήματα, μεσώ της Μεταφυσικής. Το ψυχολογικό ερώτημα, είναι ακριβώς το ¼ του περιεχομένου του Μεταφυσικού ζητήματος. Ακολουθούν το οντολογικό ερώτημα, το κοσμολογικό και τέλος το θεολογικό ερώτημα. Με την απάντηση των ψυχολογικών ερωτημάτων, ασχολούνται εμπεριστατωμένα πρώτοι οι Προσωκρατικοί (κατά το λεγόμενο χρονικά) φιλόσοφοι, ακολουθεί ο Σωκράτης και ο μαθητής του Πλάτων, καθώς και ο Αριστοτέλης.

α) Θαλής ο Μιλήσιος εξ Ιωνίας (624-546 π.Χ).

Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι της Μιλήτου συνηθίζουν να δίδουν μια ορθολογιστική και πνευματική φύση στην Ψυχή. Αυτή, διαφέρει από την ύλη και υπάρχει αυτοτελώς ως μορφή πνευματική. Υπάρχει για να δίδει μορφή στην ύλη, έξω από την ύλη. Συγκεκριμένα ο Θαλής, αν και δεν ασχολείται συστηματικά με το Ψυχολογικό ζήτημα, εντούτοις μέσω των φυσικών διατυπώσεων του σχετικά με τον εξωτερικό φυσικό κόσμο μας, θέτει την βάση της Επιστημονικής μελέτης της Ψυχής μέσω της μεθόδου της λογικής παρατήρησης. Διατυπώνει την ρήση πως, Τα πάντα γύρω μας είναι έμψυχα δείχνοντας την σύνδεση της Ψυχής με την έννοια και το φαινόμενο της Ζωής και της λειτουργίας της. Η διαπίστωση του αυτή προφανώς υποκινείται, από την συστηματική μελέτη των φαινομένων της φύσης, που τον οδηγεί στο συμπέρασμα πως τα πάντα γύρω μας έχουν ζωή. Έτσι για τον Ίωνα φιλόσοφο, η Ψυχή είναι στην ουσία η ίδια η Ζωή.

β) Αναξίμανδρος ο Μιλήσεις εξ Ιωνίας (611-545-διχως να είναι σίγουρο- π.Χ).

Για τον Αναξίμανδρο Ψυχή, ως πηγή Ζωής και ύπαρξης των πάντων, είναι η έννοια της δικαιοσύνης. Τα φυσικά στοιχεία (νερό, γη, αέρας, φωτιά) διαμάχονται το ένα το άλλο, προκείμενου κάποιο από αυτά να επικρατήσει, φέροντας όμως καταστροφή του κόσμου μεσώ της ισχύς του. Η δικαιοσύνη λοιπόν, είναι μια έννοια που δύναται να εξασφαλίσει την σχετική ισορροπία μεταξύ των αντίμαχων στοιχείων. Εφόσον η ισορροπία πλέον υπάρχει, το πρώτο για τον Αναξίμανδρο "ουδέτερο, απεριόριστο, ακαθόριστο" φυσικό στοιχείο, το άπειρο, μετατρέπεται στα υπόλοιπα τέσσερα στοιχεία και με τις κατάλληλες επιδράσεις δίδει τελικώς το φαινόμενο της ζωής.

γ) Αναξιμένης ο Μιλήσιος εξ Ιωνίας (585-525-δίχως να είναι σίγουρο- π.Χ).

Ομού με τον Θαλή και τον Αναξίμανδρο, ο Ίωνας φιλόσοφος Αναξιμένης δεν ασχολείται συστηματικά με την Ψυχή. Εντούτοις, διαπιστώνει μέσα από την θεωρία του γύρω από την αρχή του κόσμου , πως Ψυχή, πνοή ζωής-πηγή ζωής του ανθρώπου και της φύσης, είναι ο αέρας ως φυσικό στοιχείο. Έτσι η Γη δημιουργείται από τις συχνές μετατροπές του αέρα, σε νερό και σε χώμα. Κατά συνέπεια όλα τα όντα επάνω στην γη, οφείλουν την ύπαρξη τους στον αέρα. Αυτός λοιπόν είναι η Ψυχή τους, η αιτία της Ύπαρξης και της ζωής τους.

Με τον Αναξιμένη, κλείνει ο κύκλος των Μιλησίων φιλοσόφων οι οποίοι περιληπτικά, αντιλαμβάνονται την πρώτη πηγή ζωής των πάντων, την Ψυχή, "…με τρόπο Υλοζωικό (νερό, αέρας…ύλη)". Η Προσωκρατική (κατά το χρονικά λεγόμενο) "φιλοσοφική ψυχολογία", όμως, δεν ολοκληρώνεται εδώ. Μετά την Υλίκη θεώρηση της Μιλήτου, βαδίζουμε σε μια διαφορετική αντίληψη σχετικά με την πρώτη πηγή ζωής (Ψυχή) που σταδιακά απομακρύνεται από τον Υλισμό.

δ) Πυθαγόρας εκ Σάμου (570-496 π.Χ) και η (κατά τον Αριστοτέλη) σχολή των Πυθαγορείων.

Το πέρασμα από τον Υλισμό, των Ιώνων φιλοσόφων γίνεται με τον Πυθαγόρα τον Σάμο ο οποίος κατά κύριο λόγο έδρασε στον Κρότωνα της κάτω Ιταλίας. Η ερμηνεία της Ψυχής ως πηγή της ζωής, εδώ, γίνεται μέσω των Μαθηματικών και συγκεκριμένα μέσω των αριθμών. Ο αριθμός, είναι η αρχή των όλων. Δίδει την ζωή. Δημιουργεί. Αυτό παρατηρείται στις ανθρώπινες υπάρξεις και σώματα, τα οποία διέπονται από μια τάξη αριθμητική στην οποία και δομούνται. Ο αριθμός δημιουργείται ως εξής: Αρχικώς υπάρχει η τελεία η οποία δεν έχει κανενός είδους έκταση και διάσταση. Κατά την συνέχεια από την τελεία δημιουργείται μια γραμμή. Η γραμμή, δημιουργεί μια επιφάνεια με αποτέλεσμα τη τελική ύπαρξη ενός αριθμού: Το 1, το 2, το 10, το 4 κ.ο.κ. Οι αριθμοί, από την δημιουργία τους και έπειτα, αρχίζουν να διαδραματίζουν κυρίαρχο ρόλο εξουσίας σε ολόκληρο το σύμπαν. Δημιουργούν την ζωή (="λειτουργούν" δηλαδή, κατά τον Πυθαγόρα, ως Ψυχή) και την εμπλουτίζουν με νόμους. Βασικό μέρος στην Πυθαγόρειο θεωρία, κατέχουν οι ιδιότητες της Ψυχής. Κάτι το οποίο δίδει ζωή, είναι αδύνατο να μην έχει ή να χάνει την ζωή. Κατά τον συλλογισμό αυτό, των Πυθαγορείων, εισάγεται μια βασική ιδιότητα και δυνατότητα της Ψυχής, η έννοια της Μετεμψύχωσης. Η Ψυχή ως αστείρευτη δύναμη ζωής, προέρχεται από κάτι Απόλυτο. Από κάτι Τέλειο και Αθάνατο. Ο Πυθαγόρειος αυτός θεός δίδει στην Ψυχή την ευκαιρία να ομοιωθεί με αυτόν και να επιστρέψει στην αρχική πηγή της (θεότητα…). Έτσι η Ψυχή μετά-βαίνει (Μετεμψύχωση) από σώμα σε σώμα, από ύλη σε ύλη είτε Ανθρώπων, είτε Ζωών προκείμενου, μέσω αυτού, να βρει τις πύλες προς την θέωση και τον θεό (προφανώς σε Πυθαγόρειο αριθμητική μορφή θα νοείται ο θεός). Ο Πυθαγόρας μαζί με τους μαθητές του, ίδρυσαν την σχολή των Πυθαγορείων. Μετά τον θάνατο του οι μαθητές του, αναλαμβάνουν την διατήρηση της διδασκαλίας του. Από αυτούς διακρίνονται κυρίως οι Αλκμαίων και Φιλόλαος, όχι μόνο για την διδασκαλία των Πυθαγορείων θεωριών αλλά και για την εισαγωγή νέων απόψεων σχετικά με τα μαθηματικά και τις γενικότερες επιστήμες.

Μετά τον θάνατο του Πυθαγόρα και την συνέχιση της διδασκαλίας του, από τους μαθητές εμφανίζεται στην "Ελέα της Κάτω Ιταλίας, αποικίαν των Φωκέων" η σχολή των Ελεατών, με βασικούς εκπρόσωπους τους, Ξενοφάνη τον θεολόγο (570-480 περίπου π.Χ), Παρμενίδη (539-470 περίπου π.Χ) και τον μαθητή του Ζήνων (495 ή 490-430 π.Χ). Ο συγγραφέας κρίνει, κυρίως με βάση τις ιστορικό-κριτικές φιλοσοφικές αναφορές, πως η σχολή της Ελέας δεν προσφέρει μια απάντηση ή θεωρία στο ζήτημα Περί Ψυχής που ερευνούμε, καθώς δεν κάνει συστηματική αναφορά και λόγο επάνω στο ζήτημα μας. Τούτο βέβαια, δεν σημαίνει απόρριψη της σημαντικότητας των Ελεατών φιλοσόφων! Εντούτοις, λόγος Περί Ψυχής γίνεται, εν συνεχεία και κατά την χρονική περίοδο δράσης των Ελεατών, από έναν άλλο Προσωκρατικό (κατά το χρονικά λεγόμενο) φιλόσοφο, τον Εφέσιο Ηράκλειτο.

ε) Ηράκλειτος εξ Εφέσου (περίπου 544-484 π.Χ).

Ο "σκοτεινός" (όπως τον αποκάλεσαν), Εφέσιος φιλόσοφος Ηράκλειτος, δίδει μέσω της θεωρίας του περί δομής του κόσμου, την κατ' αυτόν πηγή ζωής, την ερμηνεία της Ψυχής και της σχέσης με τον άνθρωπο, τον κόσμο και τον θάνατο. Για τον Ηράκλειτο, η αρχή του κόσμο και η πηγή της Ζωής είναι ο πόλεμος: "Πόλεμος πάντων πατήρ. Μέσα στα πράγματα ενοικούν αντίθετες δυνάμεις. Ο σιωπηλός αγώνας μεταξύ των είναι η γενεσιουργός δύναμη των όντων (="Ζωή)." Έναν τέτοιο πόλεμο δεν πρέπει να τον αποστέργει κανείς, διότι η ειρήνη θα σήμαινε καταστροφή. Θα ήταν μια μακάβρια ειρήνη χωρίς ζωτικό και δημιουργικό σκοπό: άρρεν και θήλυ παράγουν νέα ζωή, σύμφωνα και φωνήεντα διαμορφώνουν τη γλώσσα… τοιουτοτρόπως επιτυγχάνεται η ενότητα των αντίθετων, η συμφιλίωση των αντί-κειμένων και η σύνθεση…"

Ο πόλεμος, λοιπόν, μεταξύ όλων, μεταξύ των πάντων (άνδρας-γυναίκα, φωνήεν-σύμφωνο κλπ) , κατά τον Ηράκλειτο, είναι η αρχή του κόσμου. Η βασική αιτία-πνοή-πηγή Ζωής. Ο πόλεμος για τον Έφέσιο, είναι θεωρητικά η Ψυχή (="πηγή" της Ζωής). Εντούτοις, περνά και στις ιδιότητες και στην δομή της ανθρώπινης Ψυχής, δίδοντας της βέβαια καθαρά μεταφυσικό χαρακτήρα. Η Ψυχή έχει τεράστιο εύρος και βάθος. Για τον Ηράκλειτο σκοπός του ανθρώπου, είναι η ανακάλυψη του εαυτού του, η ανακάλυψη όλου αυτού του συνεχούς Ψυχικού βάθους μέχρις το τέλος του (βλέπε την γνωστή ρήση του: "Εδιζησάμην εμεωυτόν" (= Αναζήτησα τον εαυτό μου!). Ο φιλόσοφος βέβαια τονίζει, πως το ταξίδι για την πλήρη ανεύρεση του τέλους, τω ορίων της Ψυχής, είναι δύσκολο, μάλλον ακατόρθωτο από τον άνθρωπο ("Τα έσχατα σύνορα της Ψυχής, όσο και αν προχωρήσεις, δεν θα δυνηθείς να τα ευρείς οποιαδήποτε μέθοδο κι αν ακολουθήσεις. Τόσο βαθειά είναι η ουσία της"…). Στην συνέχεια ο Ηράκλειτος προβαίνει στην αναλυτική παρουσίαση των ιδιοτήτων, των συστατικών, της προέλευσης και της κατάληξης της Ψυχής. Η Ψυχή, αποτελείται -είναι- από το πυρ. Την φωτιά. H Ψυχή για να συνεχίσει να υπάρχει, πρέπει να μένει στέγνη, γεμάτη φωτιά. Τότε, το σώμα που την κατέχει παρουσιάζει μια σειρά αρετών (="δύναμη," θάρρος, ανδρεία κ.α.). Σε αντίθετη περίπτωση: "…ανήρ οκόταν μεθυσθή άγεται υπό παίδος ανήβου, σφαλλόμενος, ουκ επαΐων όκη βαίνει, υγρήν την ψυχήν έχων". Όταν αρχίσει να υγραίνεται(ακόμα και από εξωτερικούς παράγοντες όπως φαίνεται, ποτό!) αρχίζει και ο σταδιακός θάνατος (έλλειψη αισθήσεων, αδυνατότητα κρίσης, εκφυλισμός, κλπ). Η Ψυχή βιώνει τον θάνατο, όταν μετατραπεί πλήρως σε νερό. Όταν χάσει την δυνατότητα του πυρός. Επειδή η Ψυχή, χρησιμοποιεί το σώμα ως "καταφύγιο", όταν αυτή υγρανθεί, μετατραπεί σε νερό, κατά συνέπεια το σώμα αρχίζει να παγώνει, χάνοντας την δυνατότητα πυρός. Με αυτόν του τον συλλογισμό ο Εφέσιος φιλόσοφος ολοκληρώνει την "φιλοσοφική ψυχολογία΄΄ του δίδοντας στην Ψυχή έναν χαρακτήρα σχέσης με την Φύση (φυσικοί νόμοι, φυσικά στοιχεία όπως νερό, φωτιά κ.α) και με τον Πόλεμο.

στ) Εμπεδοκλής εκ του Ακράγαντα της Σικελίας (490-430 π.Χ).

Ο Εμπεδοκλής, όντας κατά βάση φυσικός φιλόσοφος, αποπειράται να ερμηνεύσει την δημιουργία και λειτουργία του κόσμου και να δώσει απάντηση στο ψυχολογικό ερώτημα ως ερώτημα, 1ον από πού πηγάζει η Ζωή και 2ον ποια και τι είναι, η πηγή Ζωής (="Ψυχή)" του ανθρώπου. Ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος έχει μια "συνθετική-συνδυαστική θεώρηση" σχετικά με τον κόσμο. Η θεώρηση αυτή απορρίπτει, κατ' αρχάς, την ύπαρξη ενός μόνο θεμελιώδους στοιχείου ως πρώτου αίτιου και πηγής δημιουργίας. Αντ΄ αυτού, και σε αντίθεση με τους προηγούμενους φιλοσόφους, ο Εμπεδοκλής θέτει "τέσσερα στοιχεία αρχέγονα, ριζώματα, ως αρχήν του κόσμου": Αυτά είναι, το πυρ, το ύδωρ, ο αήρ και η γη. Τα τέσσερα αυτά στοιχεία, στο έργο "Περί Φύσεως" του φιλοσόφου, παρουσιάζονται με θεϊκή μορφή. Ως οι Ολύμπιοι θεοί. Ο Ζευς(Δίας) είναι το πυρ. Η Νήστις είναι το ύδωρ. Η Ήρα ο αήρ και ο Αιδωνεύς η γη. Τα στοιχεία έχουν την δυνατότητα να μπορούν να "αναμειγνύονται" και να κινούνται σε δυο δυνατές κατευθύνσεις: Την απωθητική και την ελκυστική. Αντιστοίχως τα ονομάζει, Νείκος και Φιλότητα. Και εδώ δίδει το φιλοσοφικό ορισμό της Ψυχής. Πνοή-πηγή Ζωής και δημιουργίας του Κόσμου (="Ψυχή)" είναι ο συνδυασμός (μείξη) των τεσσάρων θεϊκών στοιχείων καθώς και οι χρονικές περίοδοι Νείκους και Φιλότητας μεταξύ τους. Για την διασφάλιση του κόσμου και την μη-καταστροφή, έχουν τεθεί όρια και μέτρα μεταξύ του Νείκους και της Φιλότητας. Αν και υπάρχουν περίοδοι που το ένα υπερισχύει του αλλού(αντίστοιχα κάθε φορά), εντούτοις τα όρια ποτέ δεν δύνανται να ξεπερασθούν ώστε να επέλθει η καταστροφή. Εκτός αυτών, ο φιλόσοφος μεταβαίνει και σε μια "ειδική" μελέτη του τρόπου λειτουργίας της Ζωής, της Ψυχής, του ανθρώπου. Για αυτόν, μεγάλη σημασία λαμβάνουν οι ανθρώπινες αισθήσεις και ο τρόπος με τον οποίον αντιλαμβάνονται τον έξω από τον φορέα τους (="άνθρωπος)" κόσμο. Στους "Καθαρμούς" συγκεκριμένα, ο Εμπεδοκλής κάνει λόγο για την "άσχημη Μοίρα της ανθρώπινης Ψυχής, η οποία από το στάδιο της πρωταρχικής Ευδαιμονίας εκπίπτει στην περιοχή της απογνώσεως και της περιπλανήσεως ως την ευλογημένη ώρα του εξιλασμού της (="προφανώς" εννοεί τον θάνατο-σημείωση δική μου-). Η Ψυχολογία του Εμπεδοκλή, συχνά έχει χαρακτηρισθεί ως "Εσχατολογική" και ως "δαιμονολογία" από τους εκάστοτε μελετητές, λόγω του περιεχομένου της (="πνοή" ζωής οι τέσσερις θεϊκές δυνάμεις-στοιχεία, αρκετά πεσιμιστική διάθεση σχετικά με την ανθρώπινη Ψυχή, λόγος περί θανάτου ως λύτρωσης κ.α.).

η) Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος (500-428 π.Χ).

Ο Αναξαγόρας ξεκινά την θεωρία του, αναφερόμενος στην αρχική πηγή Ζωής και δημιουργίας. Θεωρεί πως για να προκληθεί ένα δημιούργημα (κόσμος, Σύμπαν κλπ) είναι αναγκαία η "μείξη και ο διαχωρισμός των στοιχείων και κατά συνέπεια δεν υπάρχει γένεση και φθορά", ομού δηλαδή με τον Εμπεδοκλή. Τα στοιχεία που συνδυάζονται και αναμειγνύονται, όμως, δεν είναι συγκεκριμένα αλλά "…άπειρα και πλήθος και σμικρότητα…". Ο συνδυασμός, οδηγεί στην ύλη, στον κόσμο. Η Ύλη σαν βασικά και κύρια συστατικά, αποτελείται από "σπέρματα" όπως τα ονόμασε ο ίδιος ο Αναξαγόρας. "Σπέρματα απείρου μικρότητος και παντός είδους, χρώματος ή οσμής και γεύσεως, υπό την μορφήν απείρως μικρών και ουδέποτε ελαχίστων συστατικών μορίων… υφίστανται εξ αρχής σε όλα μέσα τα πράγματα (σαρξ, τρίχες, χρυσός, οστά κ.α). Aυτή λοιπόν είναι η Ψυχή, ως αρχή Ζωής, κατά τον Αναξαγόρα: Ο συνδυασμός των διάφορων στοιχείων προκείμενου να δοθεί, η ζωή, η ύλη, ο κόσμος, το σύμπαν. Εκτός αυτών ο Κλαζομένιος φιλόσοφος, εντρυφεί περισσότερο στην έννοια της δημιουργίας, με την αναφορά του στον Νου δίδοντας έναν καθαρά Ψυχολογικό-πνευματικό ορισμό. Ο Νους, είναι μια νοητική αρχή. Είναι η πρώτη αιτία. Η έννοια του Νου είναι αρκετά συναφής με αυτήν της λογικής. "Ο Νους είναι αμιγής και τα κινεί όλα σκοπίμως. Ο χαρακτήρας του είναι τελολογικός…" και "…εν παντί παντός μοίρα ένεστι πλην νου, έστιν οισι δε και νους ένι…". Ο Νους, έχει χαρακτήρα πνευματικό, άϋλο. Δεν έχει καμία σχέση με την ύλη. Την "αντιστρατεύεται".

Αν και ο Αναξαγόρας, δεν ασχολείται συστηματικά και ειδικά με την έννοια της Ψυχής, ως ξεχωριστή οντότητα κλπ, εντούτοις ο συγγραφέας τον αναφέρει λόγω της μελέτης στην αρχική πηγή Ζωής, κάτι που στην "φιλοσοφική ψυχολογία", που εξετάζουμε στην Αρχαιότητα, έχει τον όρο και την σημασία της Ψυχής.

Η "φιλοσοφική ψυχολογία", μετά την συμβολή του Αναξαγόρα, μας οδηγεί σε μια άλλη χρονική περίοδο. Στην χρονική περίοδο, των Ατομικών φιλοσόφων. Οι "ατομικοί φιλόσοφοι" είναι ο Λεύκιππος και ο μαθητής του Δημόκριτος, οι οποίοι στο πλαίσιο της θεωρίας τους σχετικά με την δομή της ύλης, διατύπωσαν, κατά συνέπεια, την δική τους Ψυχολογία.

θ) Λεύκιππος ο Μιλήσιος (ακμάσας γύρω στα 440/435 π.Χ) και ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης (460-370 π.Χ, δεν είναι σίγουρο).

Ο Λεύκιππος και ιδίως ο Δημόκριτος είναι εκείνοι οι οποίοι, στο πλαίσιο ερμηνείας της ύλης και των υλικών σωμάτων (="του" κόσμου δηλαδή-σημείωση δική μου-), διατυπώνουν την ρηξικέλευθη και άκρως επιστημονική, Ατομική θεωρία. Η ύλη αποτελείται από ά-τομα. Τα ά-τομα είναι σωματίδια τα οποία είναι "αμετάβλητα, αδιαίρετα, άτμητα" και …"η πολλαπλότητα του κόσμου των φαινομένων εξηγείται από το διαφορετικό σχήμα, τη διαφορετική τάξη και θέση ή τροπή των πολύπλοκα συνδεδεμένων ατόμων…". Τα άτομα κινούνται μέσα σε έναν κενό χώρο, και με…"τις αλλεπάλληλες συγκρούσεις τους, δημιουργούν, καινούργιους συνδυασμούς και νέες μορφές σωμάτων…". Οι δυο φιλόσοφοι εξηγούν με αυτόν τον τρόπο την Ψυχή, ως έννοια πηγής ζωής, και τον υλικό κόσμο. Εκτός αυτών, ο Δημόκριτος προβαίνει σε μια πιο συστηματική ανάλυση της ανθρώπινης Ψυχής (και γενικότερα…), σε μια συστηματική Ψυχολογία, μέσω της ατομικής θεωρίας στο συνολικό κοσμοείδωλο του.

Αρχικά, δίδεται η δομή, το περιεχόμενο, τα συστατικά της Ψυχής. "Η ψυχή αποτελείται από άτομα σφαιροειδή, όμοια προς τα μικρά ξύσματα τα ορατά εις τας ακτίνας του ηλίου, αίτινες εισέρχονται εις μέρος σκοτεινόν… Η ψυχή, ως οντότητα, αποτελείται δηλαδή, από τα ίδια συστατικά της ύλης. Αποτελείται, από ά-τομα. Αυτά έχουν ένα ιδιαίτερο σχήμα. Λεπτό και σφαιροειδές. Η Ψυχή, για τον Δημόκριτο, είναι η πηγή ζωής. Σκεπτόμενος, στην Ατομική θεωρία, τι είναι αυτό που κάνει τα σωματίδια (ά-τομα) να κινούνται στον κενό χώρο αναπτύσσοντας ταχύτητα και συγκρουόμενα να δίδουν υλικές μορφές και ζωή, καταλήγει πως αυτή η δύναμη, που προκαλεί την κίνηση, είναι η Ψυχή. Τα ά-τομα που αποτελούν την Ψυχή, δίδουν ζωή στο σώμα, μεσώ της μεταφοράς εκ του αέρος. Το σώμα (ύλη) δημιουργείται από τις συγκρούσεις των σωματιδίων και λαμβάνει, δηλαδή, ζωή πάλι μέσω των Ψυχικών σωματιδίων (ά-τομα της Ψυχής). Αυτό ισχύει για ολόκληρη την φύση. Η Ψυχή έχει τον μόνο ζωοποιό ρόλο και δυνατότητα στο όλο σύμπαν. Όλη η ύλη δίχως αυτήν, δεν έχει καμία απολύτως δυνατότητα ζωής. Εξ ου και η γνωστή ρήση του Δημοκρίτου: "Οι άνθρωποι πρέπει να προσέχουν περισσότερο την Ψυχή, παρά το σώμα." Καθώς τα (ψυχικά) σωματίδια, συγκεντρώνονται για να δώσουν ζωή στην ύλη, κάποια από αυτά σχηματίζουν μια μεγάλη μάζα η οποία ονομάζεται διάνοια. Είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να μάθει, να κατακτήσει την γνώση. Εκτός της διανοίας, υπάρχει και άλλος τρόπος γνώσης. Οι αισθήσεις. Εδώ ο Δημόκριτος, αναδεικνύει για άλλη μια φορά την δύναμη της Ψυχής. Λέγει χαρακτηριστικά, όπως διασώζονται από τον Σέξτο τον Εμπειρικό: "Γνώμης δε δύο εισίν ιδέαι, η μεν γνησίη, η δε σκοτίη. και σκοτίης μεν τάδε σύμπαντα, όψις, ακοή, οσμή, γεύσις, ψαύσις. η δε γνησίη, αποκεκριμένη δε ταύτης…" και …"όταν η σκοτίη μηκέτι δύνηται μήτε ορην… τότε επιγίγνεται η γνησίη άτε όργανον έχουσα του νωσαι λεπτότερον…". Η "σκοτεινή γνώση", είναι η γνώση που προσφέρουν οι αισθήσεις (αφή, ακοή κλπ) ενώ η "καθαρή γνώση" η γνήσια είναι αυτή που πηγάζει από την διάνοια. Και τούτο γιατί, προφανώς, η διάνοια συντίθεται από την Ψυχή ως μοναδική πηγή ζωής. Η Ψυχή, τέλος, μπορεί να προσφέρει δυνατότητα ίασης των προβλημάτων (υγείας) του σώματος (="πρόκειται" όπως φαίνεται για μια μορφή αθανασίας της Ψυχής κατά τον Δημόκριτο-σημείωση δική μου-).

Που πάω; ΠΑΡΑΚΑΤΩ

Έμαθα να φεύγω από όπου δε με εκτιμούν, κι ας μιλούν για εγωισμό. Εγώ το λέω απλά αξιοπρέπεια.

Από ανθρώπους που υποτιμούν το εγώ μου και ποδοπατούν τα αισθήματά μου.

Από εκείνους που αθέτησαν τις υποσχέσεις τους και βίασαν τη ψυχή μου αλύπητα.

Έμαθα να φεύγω από εκεί που δεν προσπάθησαν να με κρατήσουν.

Από ανθρώπους που δεν έδιναν τίποτα, γιατί είχαν μάθει μονάχα να παίρνουν.

Από εκείνους που με έκαναν να αμφιβάλω, να νιώθω ανασφαλής και να ακροβατώ σε έναν κυκεώνα ακαθόριστων σκέψεων.

Έμαθα να φεύγω από άρρωστες αλλά και μισοτελειωμένες καταστάσεις.

Από ανθρώπους που πληγώνουν βαθιά, για να μη πληγωθούν οι ίδιοι.

Από εκείνους που μου γύρισαν τη πλάτη, γιατί απλά δεν αξίζουν άλλο από τον χρόνο μου.

Έμαθα να φεύγω από αυτούς που με πρόδωσαν ξανά και ξανά, κι ας ζήτησαν συγγνώμη.

Από ανθρώπους που έδιναν ψεύτικες υποσχέσεις και δανεικές στιγμές γιατί δεν είχαν κάτι άλλο να δώσουν.

Από εκείνους που δε μοιράζονταν τις αγκαλιές, που πρόσφεραν ψίχουλα αγάπης.

Έμαθα να φεύγω γιατί αν μείνω, ξέρω ότι δε θα αλλάξει τίποτα.

Από ανθρώπους που με κοιτούν, μα δε με βλέπουν πια.

Από εκείνους που με απογοήτευσαν, που αδιαφόρησαν και κρύφτηκαν.

Έμαθα να φεύγω από εκείνους που τσιγκουνεύονται να χαρίζουν.

Από ανθρώπους βολεμένους, που δε ρισκάρουν στον έρωτα, από φόβο μην αποκαλυφθούν.

Από εκείνους που με κάνουν να πονάω, γιατί δε με κοιτούν στα μάτια.

Έφυγα και δεν έχει σημασία που πηγαίνω. Σημασία έχει ότι κατάφερα να φύγω.

Έφυγα και μόνο τώρα υπάρχει η ελπίδα να συναντήσω κάτι καλύτερο, κάτι μοναδικό, κάτι που να αξίζω!

Τι γίνεται με τον φόβο του θανάτου; Πώς αντιμετωπίζεται;

Αν είναι αλήθεια αυτό που λέω, ότι δηλαδή οι φόβοι κατανικώνται με τη δράση, θα πρέπει ο κανόνας να ισχύει και σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση του φόβου. Και ισχύει.

Το μοναδικό αντίδοτο που υπάρχει για να μη φοβάται κανείς τον θάνατο, είναι η επαφή με τη δράση της ζωής. Αυτός που φοβάται τον θάνατο, σε κάποια στιγμή της ζωής του ξέκοψε απ’ τη δράση σε τέτοιο βαθμό, που απόμεινε καθηλωμένος στον φόβο.

Δες πόσο ξεκάθαρο είναι: Τι είναι αυτό που μας κάνει να φοβόμαστε τον θάνατο; Το δίχως άλλο, κάτι που έχει να κάνει με την ιδέα του ανολοκλήρωτου, με την ιδέα ότι θα πάψουμε να χαιρόμαστε, με την ιδέα όσων δεν έχουμε κάνει ακόμα κι όσων θα έπρεπε να έχουν γίνει και δεν έγιναν.

Απ’ αυτήν την άποψη, είναι εύκολο να καταλάβεις τι προτείνω: για να ξεπεράσω τον φόβο του θανάτου, ο τρόπος είναι να πάψω να αναμοχλεύω συνεχώς τα πράγματα, και να παρατήσω την κλάψα για τούτο και για τ’ άλλο. Αντί γι’ αυτό, καλά θα κάνω να καθίσω να συλλογιστώ όλα αυτά που ακόμα δεν έγιναν. Να συνδεθώ μια για πάντα με τη δράση και ν’ αρχίσω να ενεργώ. Στον φόβο του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, τι είναι αυτό που με φοβίζει; Σίγουρα, το ότι θα το χάσω, ότι δεν θα είμαι μαζί του, κ.λπ. Γιατί όμως; Ίσως για όλα αυτά που δεν κάναμε μαζί, για όσα δεν του έδωσα, για όλα όσα ανέβαλα. Τι καλά που θα ήταν, λοιπόν, αν κοίταζα στ’ αλήθεια ποιες είναι οι εκκρεμότητες που έχω με κάθε αγαπημένο μου πρόσωπο, τι δεν έχω κάνει ενώ θα το ήθελα, κι έτσι ν’ αποδιώξω τον φόβο του θανάτου…

Ασφαλώς, στη σκέψη ότι δεν θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε τη ζωή χωρίς την παρουσία του αγαπημένου προσώπου, και μπροστά στην αδυναμία να φανταστούμε Τον θάνατό του, κάθε άνθρωπος τρομάζει. Δε χωράει αμφιβολία ότι η θλίψη που προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου είναι το φοβερότερο συναίσθημα που μπορεί κανείς να σκεφτεί, και το λυπηρότερο που μπορεί να υποθέσει. Και τότε σκεφτόμαστε τον δικό μας θάνατο ως διαφυγή από παρόμοιο πόνο. Έχουμε τόσο συνηθίσει να φοβόμαστε τη θλίψη, κι έχουμε τόσο καλά εκπαιδευτεί να τρέμουμε τον πόνο, που προτιμάμε συχνά τη σκέψη του δικού μας θανάτου, από την οδύνη της θλίψης. Δυστυχώς, —ή ίσως όχι και τόσο δυστυχώς—, κανενός η ζωή δεν είναι αιώνια, και συνεπώς, αργά ή γρήγορα, όλοι θα εγκαταλείψουμε κάποιον ή κάποιος θα εγκαταλείψει εμάς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, —ευτυχώς λέω εγώ—, η ζωή μας είναι καθορισμένη και ο χρόνος μας πεπερασμένος.

Αυτή η συναίσθηση του περιορισμού μάς διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα, και αποτελεί κληρονομιά —κατά πάσα πιθανότητα αποκλειστική—, του ανθρώπινου είδους. Είναι βέβαιο πως η φύση τείνει προς την ισορροπία αλλά αυτό είναι άλλο, κι άλλο είναι να αποδεχτούμε το ένστικτο του θανάτου, να το αναζητήσουμε και να καταλήξουμε να το επιθυμούμε ασυνείδητα. Αυτά είναι πράγματα που δυσκολεύομαι πολύ να αποδεχτώ. Το δίχως άλλο, το ότι είμαστε εφήμεροι —όπως έλεγε κι ο Μικρός Πρίγκιπας για το τριαντάφυλλο, στο βιβλίο του Σαιντ Εξυπερύ— είναι γεγονός, και πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό- δεν γίνεται αλλιώς.»

Κάθε φορά που αισθάνεσαι τον φόβο του θανάτου, ψάξε μέσα σου να βρεις τι δεν έχεις κάνει ακόμα, ή τι φοβάσαι πως δεν θα προλάβεις να κάνεις… κι αμέσως μετά, όταν θα έχεις πια καταλάβει, σταμάτα να χάνεις τον καιρό σου σε κουβέντες και πήγαινε να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου… Το λέω μισο-αστεία, αλλά το λέω και μισο-σοβαρά.

Χριστιανισμός: ο Γρίφος θάνατος

Η άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείου κηρύγματος.

1. Γιατί ο θάνατος είναι «γρίφος» για τον χριστιανό; Γιατί να είναι «αίνιγμα» ο θάνατος για τον χριστιανισμό όταν σύνολο το δόγμα του στηρίζεται στην ανάσταση τού Κυρίου του ο οποίος «πάτησε τον θάνατο με θάνατο»; Αφού το χριστιανικό δόγμα απάντησε στον «γρίφο» τού θανάτου, λύνοντάς τον με την μετά θάνατον ζωή; Για τον χριστιανισμό, όπως και για κάθε χριστιανό, ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο από μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την περατότητα στην αθανασία.

Η καταγωγική καταστρατήγηση τού άκρως ανθρώπινου που είναι ο θάνατος, από την πλατωνική φιλοσοφία και τον κατ’ επέκτασή του αντιγραφέα της χριστιανισμού, συνιστά το άκρον άωτον τής απαξίωσης τού ίδιου τού ανθρώπου – όχι μόνο ως πλάσματος τού Δημιουργού (αυτό κι αν αποτελεί σημείο καθοριστικής σημασίας για την ίδια την χριστιανική κοσμοαντίληψη) αλλά ως θνητού και αναπαραγωγικού όντος (η εκδίωξη από τον Παράδεισο που προσέδωσε στον άνθρωπο την θνητότητα και την σεξουαλικότητα).

Πλάτων: «Λένε λοιπόν ότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι αθάνατη και για ορισμένο χρόνο αυτή φτάνει σε ένα τέλος –αυτό το ονομάζουν θάνατο– και σε ορισμένο πάλι χρόνο αυτή γεννιέται και δεν χάνεται ποτέ». Μένων, 81b.

Για τούς έμπειρους τού εκκλησιαστικού γεγονότος, ο θάνατος τού σώματος είναι η απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση, τις χαρές και τις δυσκολίες τής επί γης συμβίωσης. Αυτός ο μεταθανάτιος τρόπος ύπαρξης δεν μπορεί να σημανθεί με τα σημαίνοντα τής γλώσσας που υπηρετεί την επικοινωνία στον παρόντα επίγειο βίο.

Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: Καμία φαντασία δεν μπορεί να εντοπίσει τον Θεό. επειδή απλούστατα ο Θεός υπερβαίνει και την ύπαρξη και ό,τι μπορούμε να νοήσουμε ως ύπαρξη. Διότι ο Θεός δεν είναι «κάπου» [σε αισθητό τόπο], αλλά πέρα από κάθε πεδίο αισθητού τόπου, όπου [σε απόλυτη ελευθερία από χωρικές διαστάσεις/αποστάσεις] θα πραγματώσει-συγκροτήσει/συστήσει ο Θεός την ακεραιότητα τού υπάρχειν. Όμως ο Θεός ούτε σε κάποιον τρόπο ύπαρξης πειθαρχεί (τρόπο ευρύτερο τής δικής του ύπαρξης) ούτε υπάρχει με τον τρόπο των υπαρκτών. Προφανώς ξεπερνάει κάθε δυνατότητα γνώσης, τι τελικά είναι;

Έχουμε λοιπόν και λέμε: από την μια υπάρχει, υπογραμμισμένος, τρόπος ύπαρξης τού Θεού, από την άλλη, δεν τον συλλαμβάνει η γλώσσα, άρα ούτε η νόηση. Δεν γίνεται νοητός ούτε ως νοητός. Εντούτοις συνιστά μία άλλη ζωή, τι ζωή όμως είναι αυτή αν δεν είναι όντως υπαρκτή ζωή; Δεν πρόκειται για την πνευματικότητα ή για κάτι παρόμοιο, διότι στην «σύλληψη» αυτή η πρώτη που κατατροπώνεται είναι η πνευματικότητα, κι όταν λέμε «πνευματικότητα» εννοούμε «στοχαστικότητα», ό,τι πιο αντίθετο από το πνεύμα τού Χριστιανισμού.

Αν η λέξη θάνατος παραπέμπει σε οδύνη, πόνο, ανυπόφορη στέρηση, είναι γιατί καταργεί-μηδενίζει την ανθρώπινη παρουσία: την υπαρκτική ψυχοσωματική μοναδικότητα (ετερότητα) που τη γνωρίζουμε από την εμπειρία άμεσης σχέσης.

Λίγο πιο πριν: Οι πληροφορίες των αισθήσεων και η κατανόησή τους με βεβαιώνουν για τις συνέπειες τού θανάτου: στην κατάσταση τού θανάτου η ύπαρξη αδρανεί, δεν ενεργείται, το υπαρκτικό γίγνεσθαι διακόπτεται, έχει τελειώσει, το κορμί που πραγματώνει (κάνει γεγονός) την ύπαρξη σήπεται, διαλύεται, χάνεται. Ο πρώην έναντι άλλος, νεκρός, δεν είναι πια μια ενεργούμενη ετερότητα, είναι ό,τι και μία πέτρα, μια ποσότητα χώμα. Δεν κινείται, δεν αισθάνεται, δεν αναπνέει, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν σκέπτεται – δεν λειτουργεί καμία από τις λειτουργίες που τον καθιστούσαν υπαρκτό ον. 

Αυτή η «πραγματολογική» περιγραφή τού ανθρώπινου τέλους, επιτρέπει να διατηρεί ακόμα την πίστη του στην υπέρβασή του, λες και η περιγραφή του αφορά μία κατάσταση που όντως επιτρέπει την αποκατάστασή της. Πόσο ικανή μπορεί να είναι η νόηση ώστε να καταργήσει την αδήριτη πραγματικότητα ενός φυσικού γεγονότος;

Γίνεται σαφές ότι αυτό που περιγράφεται, το «πάτησε» ο αναστάς Χριστός. Η εν λόγω ανάσταση τίθεται στην Α΄ προς Κορινθίους, 15, 12-15 ως εξής: «Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσιν εν υμίν τινές ότι αναστάς εκ νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ου εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών».

Αυτό δηλώνει ότι μόνον η πίστη κάνει υπαρκτή την ανάσταση, η πίστη όμως δεν είναι ποτέ αξιόπιστη εκτός κι αν αποδειχθεί αυτό στο οποίο πιστεύει κανείς. Η πίστη στην ανάσταση τού Χριστού ποτέ δεν αποδείχθηκε – η μόνη απόδειξη είναι η αναμενόμενη Δευτέρα Παρουσία τού αναστάντος, η οποία αναμένεται εσαεί. Άρα, κενόν το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.

Ποτέ δεν έπαψε, ούτε θα πάψει να πεθαίνει ο άνθρωπος. Αν έπαυε, δεν θα ήταν άνθρωπος. Με την έννοια αυτή, ο τίτλος «ο Γρίφος θάνατος» καταργεί, ακυρώνει, ευθέως ολόκληρο το άρθρο, διότι ολόκληρο το άρθρο αποτελεί κατάργηση, ακύρωση τού τίτλου του.

2. Ο χριστιανισμός, μαζί με τον πλατωνισμό, είναι η πιο τερατώδης παρανόηση τού ανθρώπου, η οποία οδήγησε και στην ευτελέστερη χειραγώγησή του.

ΔΕΣΣτην σκακιέρα του βιβλικού «Θεού»

3. Μαζί με την ανάσταση, μία άλλη έννοια, η αγάπη, αποτελεί τον δεύτερο μέγα πυλώνα τού χριστιανικού δόγματος.

Το να παραινείς «αγαπάτε», το να προστάζεις «αγάπα», αναιρεί την ουσία αυτού τού ρήματος/αισθήματος. Ποτέ η αγάπη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο προτροπής, ποτέ η αγάπη δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζεται, δεν διατάσσεται, έστω καλοπροαίρετα. Η αγάπη είναι πάντα κίνηση αυτεξούσια, διάθεση αυθόρμητη, πέρα από θεωρίες, κηρύγματα, κατευθύνσεις, οδηγίες, κανόνες. Η αγάπη έχει, σύμφωνα με τον Πασκάλ, την λογική τής καρδιάς που δεν την έχει η λογική.

Αυτή ωστόσο η παρανόηση, δεν είναι παρά η μία πλευρά τής ολικής παρανόησης που αντικείμενό της είναι ο όλος άνθρωπος. Ο διαχωρισμός του στα δύο, σώμα και ψυχή, προκαθορίζει την καταστροφική συνέπεια/συνέχεια ενός δόγματος που καθιστά τον χριστιανισμό έναν αντί-ανθρωπισμό, και κατ’ επέκταση έναν μηδενισμό.

Όταν το χριστιανικό δόγμα διακηρύσσει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», ότι την αγάπη αυτή ο Θεός την δίνει, τίθεται ένα ερώτημα, αφελές ίσως εκ πρώτης όψεως: πώς την δίνει ο Θεός αυτή την αγάπη που είναι ο ίδιος; Διότι ή την δίνεις έμπρακτα ή δεν την δίνεις. Πώς ο Θεός δίνει έμπρακτα την αγάπη;

Ας δεχτούμε ότι πράγματι δίνει έμπρακτα την αγάπη του, όπως δίνει έμπρακτα την βοήθειά του, την συμπόνια του, την παρηγοριά, την ευσπλαχνία του, κτλ. Όλα αυτά όμως αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αληθινής, ένσαρκης ύπαρξης. Είναι αποκλειστικώς ανθρώπινα. Μόνον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται έτσι, και συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αισθήματα και αισθήσεις. Μπορεί το μη-αισθητό να έχει αισθήματα και αισθήσεις; Είδαμε προηγουμένως, με τα λόγια τού Μάξιμου ότι ο Θεός ούτε καν νοείται. Πώς ένα ούτε καν νοητό ον μπορεί να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά;

Ανθρωπομορφισμός, φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως έχων ανθρώπινα χαρακτηριστικά, διαθέτει και όλα τα άλλα; Έχει σώμα; Είναι άνθρωπος ο Θεός; Είναι και θνητός; Διότι, δεν γίνεται να προσφέρει αγάπη, κτλ. και συγχρόνως να είναι μη υπαρκτός, να μην υπόκειται στον χρόνο, να είναι αθάνατος. Ένα από τα δύο.

Υπάρχει ο Θεός, όχι προκαθορισμένος να υπάρχει από αναγκαιότητα που προηγείται τής ύπαρξής του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα αγαπάει: επειδή ιδρυτικό τού υπάρχειν γεγονός είναι η τριαδικότητά του – η αγαπητική ελευθερία είναι ανάρχως ιδρυτική (Αιτιώδης Αρχή) τού υπαρκτικού γεγονότος. «Ο Θεός αγάπη εστί», κραυγάζουν αναπόδεικτα οι χριστιανοί.

4. Εδώ περνάμε στο ερεβώδες στάδιο μιάς διανοητικής σύλληψης που κυριάρχησε κατά τούς πρώτους αιώνες τού χριστιανισμού, με τις αλλεπάλληλες Συνόδους με τις οποίες, μέσα από αβυσσαλέες αλληλοεξοντώσεις, οι Πατέρες τής Εκκλησίας κωδικοποίησαν και επτασφράγισαν το χριστιανικό modus vivendi για τούς επόμενους αιώνες μέχρι σήμερα.

Ο Χρήστος Δ. Μεράντζας, στο βιβλίο του «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος» (εκδ. Σμίλη, 2011), γράφει:

«Μπορεί οι διωγμοί (των χριστιανών) να διαρθρώθηκαν γύρω από την αιματηρή εκμετάλλευση και απίσχναση τού χριστιανικού σώματος, χρησίμευσαν όμως στην Εκκλησία ως επικοινωνιακά εργαλεία στην προσπάθεια να καταστεί μια φαινομενικά παθητική πρακτική αντίστασης το μέσο ενός νέου μηχανισμού θρησκευτικής αυθεντίας, ο οποίος μετασχημάτισε τον ανθρώπινο πόνο σε εργαλείο αυτογνωσίας. Στη βάση τής κατασκευής τής συλλογικής χριστιανικής μνήμης βρισκόταν το σπαραγμένο και διαμελισμένο σώμα τού μάρτυρα ή, με τούς όρους τής ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας, το απαξιωμένο σώμα ενός κοινωνικού απόβλητου, ιδωμένο στα ακρότατα όρια τής εκμηδένισης και εξουδετέρωσής του. Η χριστιανική μνήμη κλήθηκε να συντηρήσει την οδύνη τού βασανιζόμενου μάρτυρα σε μία εκ των υστέρων απόπειρα αποκατάστασης τής αλήθειας τής πίστης των βασανισθέντων. Μέσα από τον βασανισμό τους οι χριστιανοί μάρτυρες αναδείχθηκαν σε σύμβολα τής νίκης τής πίστης, ενώ τα διαμελισμένα σώματά τους κατέστησαν τεκμήρια μιας νέας κατανόησης τής κοινωνικής πραγματικότητας, που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα φυσικά όρια τής ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν οι χριστιανοί μάρτυρες προσέφεραν οικειοθελώς τον εαυτό τους στους δημίους τους για θυσία, αναγνώριζαν με αυτόν τον τρόπο τη συμπόρευσή τους με τον θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος υπέστη πρώτος τον μαρτυρικό θάνατο θυσιαζόμενος για την σωτηρία τού ανθρώπινου γένους. Η Εκκλησία, επιχειρώντας να συγκροτήσει την ταυτότητά της, προσέδωσε πολύ νωρίς στο μαρτύριο μία αυτοδίκαιη σωτηριολογική αξία που συνιστούσε ταυτόχρονα πηγή και απώτερο προορισμό της. Όπως συνέβη και στη συνέχεια με τις ασκητικές πρακτικές, με τις οποίες το συνδέει μια ισοδύναμη σχέση μετουσιωμένης ανδρείας, το μαρτύριο διάνοιξε τη δυνατότητα μιας μόνιμης και διαρκούς συνάντησης με τον θεό. Το σώμα τού μάρτυρα κατέστη σώμα τής αγιότητας, καθώς κάθε μέρος του λειτουργούσε ως υποκατάστατο τού θεού». (σελ. 273-277-278-284)

Ο Μισέλ Φουκώ, από την δική του πλευρά, προσφέρει μία ολοκληρωμένη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε/χρησιμοποιήθηκε το σώμα κατά τούς πρώιμους αιώνες τού χριστιανισμού: Εντούτοις, τον 4ο αιώνα το ζήτημα τής παρθενίας εγγράφεται εντός ενός πλαισίου, πλαίσιο το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται να τροποποιήσει το ίδιο το ζήτημα: ανάπτυξη τής ασκητείας, οργάνωση τού μοναχισμού, εφαρμογή τεχνικών για τη διακυβέρνηση τού εαυτού και των άλλων, διευθέτηση τού πολύπλοκου καθεστώτος τής αλήθειας των ψυχών. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχηματικά αυτήν την τροποποίηση υπενθυμίζοντας ένα χωρίο από τον Γρηγόριο Νύσσης: «Ακριβώς όπως ορισμένες τέχνες, ανάμεσα σε άλλα επιτηδεύματα, έχουν επινοηθεί, για να εκτελέσουν σωστά κάθε ένα από τα επιδιωκόμενα καθήκοντα, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω την εντύπωση πως το επιτήδευμα τής παρθενίας είναι μία τέχνη και μία επισταμένη γνώση τής θείας ζωής» («το τής παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις τής θειοτέρας ζωής», Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, IV, 9). Η παρθενία, νοούμενη ήδη ως μία προνομιακή κατάσταση, φέρουσα το βάρος ιδιαίτερων πνευματικών αξιών (sic) και ικανή να καθιερώσει μία αμετάβλητη σχέση προς τον Θεό, προς την αθανασία, προς τις πραγματικότητες τού ουρανού, τείνει να καταστεί όχι μόνο ένας επιμελώς οργανωμένος τρόπος ζωής, αλλά ένας τύπος σχέσης προς τον ίδιο τον εαυτό, ο οποίος έχει τις διαδικασίες του, τις τεχνικές του, τα εργαλεία του. Από τον Τερτυλλιανό έως τον Μεθόδιο, είχαμε δει την παρθενία-εγκράτεια να καθίσταται, από μία ανθρωποκτόνος ανωμαλία, σε θετική κατάσταση παρθενίας και στάση ζωής. Είναι αυτή η κατάσταση που πρόκειται να τύχει επεξεργασίας τον 4ο αιώνα ως «τέχνη τής παρθενίας». (Ιστορία τής σεξουαλικότητας, - Οι ομολογίες τής σάρκας, εκδ. Πλέθρον, 2019).

Τα αποσπάσματα αυτά, καθιστούν έκτυπη την θέση που έχει το σώμα, δηλαδή η σάρκα, οι αισθήσεις, οι ορμές, η σεξουαλικότητα, μέσα στον χριστιανικό ανορθολογικό ορθολογισμό – ας καταφέρεται ο χριστιανισμός εναντίον τού cogito και τού Διαφωτισμού: με το δικό τους παράφρον cogito οι Πατέρες τής Εκκλησίας οργάνωσαν την εκμηδενιστική διαχείριση τού σώματος, προκειμένου, μέσα από την εκμηδένισή του, ακόμα και εν ζωή, να προετοιμάσουν την ένωση τού ενσώματου/ασώματου ανθρώπου με τον Θεό, την θέωση, προλειαίνοντας το έδαφος για την μετά θάνατον.

Εδώ συνετελέστη το αδιανόητο: το μόνο που ενδιέφερε/πάθιαζε τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δεν ήταν άλλο από την απαρέγκλιτη τήρηση τού εκκλησιαστικού κανόνα, τον οποίο διακήρυσσαν/θεσμοθέτησαν στο όνομα τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Αυτή η κακουργηματική πράξη, που σημάδεψε είκοσι συναπτούς αιώνες, δεν υποχώρησε ούτε βέβαια ανεστάλη από την ολοκληρωτική αποτυχία/διάψευση που επισφράγισαν την εξαγγελθείσα σωτηρία. Ο Σωτήρ δεν έσωσε ούτε εαυτόν. Παραμένει άσωστος όπως κάθε άνθρωπος που καμία άνωθεν/έξωθεν δύναμη δεν δύναται να τον σώσει – τουλάχιστον όπως το εννοούν οι χριστιανοί. Η αποστολή τού Σωτήρος και το οριστικό τέλος της αποδείχθηκαν αμφότερα μάταια, η πρόθεσή του ανεδαφική, ο στόχος του ανέφικτος. Η ανθρωπότητα συνεχίζει ακριβώς όπως και πριν, με τα δεινά και τα επιτεύγματά της, αμετακίνητη στη θνητότητά της.

5. Οι θεολόγοι κάνουν πολύ συχνές και περιπαθείς αναφορές στο έρωτα. Τι εννοεί όμως ο χριστιανισμός, έρωτα, με την λέξη αυτή; Μία λέξη/έννοια/κατάσταση που ο χριστιανισμός έχει εξοβελίσει ως θεμελιώδη συνισταμένη τού ανθρώπινου είναι, την έχει διαγράψει απ’ το λεξιλόγιό του, την έχει αφορίσει, κρατώντας μόνο την εκδοχή τού θείου έρωτα, άρα τού μη ανθρώπινου. Άρα, τι θέλουν να μάς πουν μιλώντας για τον έρωτα; Τι είναι γι’ αυτούς ο ερωτισμός;

Όταν το σώμα έχει καταδικαστεί, όταν όσα είναι και φέρει έχουν περιέλθει στην διάσταση τού αποτροπιασμού, όταν η ανθρώπινη σάρκα, αδιάσπαστη από την σκέψη, την ψυχή, το πνεύμα, με τα οποία είναι ένα ο άνθρωπος, αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σταδιακής και τελικής υπέρβασής του, πώς μπορεί ο έρωτας να βρει θέση μέσα στο αντί-ερωτικό σύμπαν τού χριστιανισμού;

Πώς μπορεί και μιλάει για έρωτα ο χριστιανισμός; – η εξαφάνιση από την σκηνή της Θεάς (της Ασερά γυναίκας του Γιαχβέ) και εξαφάνισης του αμαρτωλού θηλυκού (ερωτικού) γένους από την σωτηρία, η οποία προκαλεί κλονισμό σε κάποιον που την παρατηρεί, είναι τόσο συμβατικά κενή από κάθε ίχνος ερωτισμού ώστε θα ήταν καλύτερα να αναθεωρήσει την άποψή του για την ορθή σεξουαλική έξαψη – πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει για έρωτα ο χριστιανός όταν η πίστη του στην Ορθοδοξία αποκλείει εκ των προτέρων και δια παντός οποιαδήποτε συσχέτιση μ’ αυτήν ανθρώπινη (φυσική) ορμή που η πολυπλοκότητά της και η ακρότατη συμπεριφορά της ήταν αυτές που κατατρόμαξαν τούς παρθένους ηγήτορες τού χριστιανισμού, ωθώντας τους στο να την αποκηρύξουν, να την κηρύξουν αναφανδόν εξοβελιστέα, προορισμένη μόνο για το πυρ το εξώτερο;

Να αναφερθεί κανείς στην ανυπαρξία τής λέξης έρωτας στα Ευαγγέλια; Στην απερίφραστη στηλίτευσή της στις επιστολές τού Παύλου, όπου μπαίνουν τα θεμέλια του μετέπειτα διασυρμού όλων των κάθε μορφής ορμών τού ανθρώπινου όντος; Στο ποια υπήρξε (υπήρξε;) η σεξουαλικότητα τού Ιησού, των Αποστόλων, των Ιεραρχών, και πλήθους άλλων – ο Ωριγένης αυτοευνουχίστηκε; Μήπως ο σαρκικός έρωτας για τούς χριστιανούς είναι ένας ευνουχισμός;

ΔΕΣ:
Όπως ακριβώς με τον θάνατο, ο έρωτας είναι στόχος κατατρόπωσής του από τον χριστιανισμό, προκειμένου, με την διατεταγμένη εκμηδένισή του, να προετοιμάσει την μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον μη αισθητό, από το ένυλο στο άυλο, από την σάρκα στο πνεύμα, από την γη στον ουρανό.

6. Μπορεί να υπάρξει ριζικότερη διαγραφή ενός πλάσματος που, στο κάτω κάτω, σύμφωνα με την θεμελιώδη πηγή των χριστιανών, ο Θεός τους τον δημιούργησε; Αναιρούν την ίδια την πράξη τού Δημιουργού τους; Αρνούνται στον Δημιουργό τους το ίδιο το έργο του. Όπως και έχουν επινοήσει απειρία επιχειρημάτων/εκδοχών για να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα τού Θεού τους μπαίνοντας οι ίδιοι στην θέση του, γινόμενοι φερέφωνά του, εκπρόσωποί του – πώς αλλιώς θα γίνονταν το άφωνο και το απρόσωπο ακουστά και ορατά. Μιλούν πάντα εξ ονόματός του, διότι ο Θεός τους, ως δικό τους δημιούργημα, δεν έχει δική του φωνή, είναι ανύπαρκτος χωρίς την δική τους διαμεσολαβητική ύπαρξη. Εν ονόματι ενός κατασκευασμένου εκ τού μηδενός Θεού, ανέλαβαν να χειραγωγήσουν τον άνθρωπο, να τον καταλήξουν στην οριακή άκρη τής απόλυτης υποταγής του σε αμιγώς ανθρώπινες εμμονές/διαστροφές, με τις οποίες οι ίδιοι οι χριστιανοί δημιούργησαν έναν κατά την άποψή τους άνθρωπο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντί-άνθρωπος, ένας μη-άνθρωπος.

Αυτό είναι το μέγιστο έργο τού χριστιανισμού: ένας μηδενισμός. Στην καρδιά τού χριστιανισμού κείται ένα μηδέν, το μηδέν αυτό είναι ο άνθρωπος όπως οι άτεκνοι-αρνησίζωοι-μηδενιστές πατέρες/άγιοι τού χριστιανισμού τον θέλησαν/διέπλασαν, απαλλαγμένο/αποστερημένο από την γήινη ζωή προκειμένου να κερδίσει την ουράνια.

Αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα δεν άγγιξε ποτέ την ευαισθησία τού χριστιανού ανθρώπου; Δεν τον κλόνισε ποτέ κάποια αμφιβολία; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η υποψία μήπως πίστεψε σε ένα αποτρόπαιο λάθος; Στην χειρότερη εκδοχή δίωξης/περιφρόνησης/υποτίμησης τού όντως όντος που λέγεται άνθρωπος; Σε τι συνίσταται ο στοχασμός τού χριστιανού όταν θεμελιώνεται σε μία κοσμοθεωρία απάτης, σε μία θεολογία μισάνθρωπη, σε μία μεταφυσική τού τίποτα; Όταν υποστηρίζει με πλήθος βιβλίων και κηρυγμάτων του το εντελώς αντίθετο τής αδιάψευστης πραγματικότητας: την αθανασία, την αιωνιότητα, τού φθαρτού, θνητού ανθρώπου, δεν σκέφτηκε ποτέ αν όντως η εικόνα τού νεκρού μετά την εκταφή είναι η τελική για κάθε θνητό; Είδε ποτέ εμπράκτως την επιβεβαίωση τής πίστης του; Είχε ποτέ δια ζώσης την εμπειρική, όπως την λέει, σχέση με το ανύπαρκτο το οποίο θεωρεί ως Αιτιώδη Αρχή τού υπάρχειν; Διαψεύστηκε ποτέ μέσα του αυτό που υποστηρίζει: Η μόνη υπαρκτική «μετάλλαξη» που επιφέρει ο θάνατος στον άνθρωπο είναι η στέρηση τής δυνατότητας να προσθέσει επιπλέον εκφράσεις τής υπαρκτικής του ετερότητας-μοναδικότητας προσιτές στους ζώντες, τούς «παραλειπομένους»; Ως «παραλειπόμενος» ο ίδιος ο χριστιανός έχει εισπράξει ποτέ αυτήν την διάψευση;

Εδώ, πράγματι, το ανθρώπινο κυριολεκτικά συγκλονίζεται από την ολότμητη ψευδολογία που το πλήττει/προσβάλλει στην ουσία του. Διότι, εκ μέρους τού χριστιανού, δεν υπάρχει ούτε ψήγμα οίκτου, κατανόησης, συμπάθειας, ενδιαφέροντος, για τον άνθρωπο. Με την αλλόφρονα πίστη τους απαξιούν πρώτα τούς δικούς τους νεκρούς. Περιφρονούν το πρόσωπό τους, την σχέση που είχαν μαζί τους. Ακυρώνουν τούς ίδιους τούς προσφιλείς τους εφόσον θεωρούν τον θάνατο τού σώματός τους «απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης, διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση».

Πιστεύει, πράγματι, ο χριστιανός ότι σε μία «νέου τρόπου ύπαρξη» θα συναντηθεί/συνυπάρξει με τούς προσφιλείς νεκρούς του; Αν είναι έτσι, τότε, αντί να θρηνεί, θα πρέπει να αγάλλεται: σε μία άλλη ζωή, την οποία θεωρεί ως την μόνη αληθινή, θα αρχίζει να ζει με τούς προσφιλείς του απελευθερωμένος από τα γήινα δεσμά του, άρα ο θάνατός τους και ο δικός τους θα πρέπει να τού δίνουν χαρά, την μεγαλύτερη, αφού ο θάνατος είναι, κατ’ αυτόν, η βέβαια, αναμφισβήτητη μετάβαση σε μία βέβαιη, αναμφισβήτητη αιώνια ζωή. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, τόσο για τούς νεκρούς όσο και για τούς «παραλειπόμενους», η με τον θάνατο απαλλαγή από την φθορά, οδηγεί στην μετά τον θάνατο αφθαρσία. Η κηδεία θα έπρεπε να γιορτάζεται σαν γλέντι, τα δάκρυα λύπης να γίνουν δάκρυα χαράς, το αίσθημα τής απώλειας και το πένθος να αντικατασταθούν από υπόσχεση τής θείας χάριτος και τής υπερουράνιας σωτηρίας.

7. Πώς ένα τέτοιας ηλιθειογενούς εμβέλειας «σκεπτικό» διήρκεσε/άντεξε επί τόσους αιώνες; Μπορεί η τόσο μακρά διάρκεια να οφείλεται, και οφείλεται, φυσικά, στην αδυναμία τού ανθρώπου να αντέξει τα δεινά τής ζωής και την βεβαιότητα τού θανάτου, σ’ αυτό δεν μπορεί κανείς να αντιτάξει παρά μόνο σιωπή και κατανόηση.

Πώς όμως στρατιές ιδιοφυών στοχαστών συνοδοιπόρησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με αυτήν την εξωφρενική, για σώφρονα άνθρωπο, διανοητική κατασκευή που η εξόφθαλμη αντίθεσή της με την στοιχειώδη νοημοσύνη είναι κραυγαλέα; Πώς δεν καταγγέλθηκε/στηλιτεύτηκε η εξαπάτηση αυτή στα θεμέλιά της; Πώς γίνεται και διέτρεξε αναρίθμητα πονήματα χωρίς να κλονιστεί, να καταρριφθεί; Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη τού 19ου αιώνα με τον Νίτσε, στα μέσα τού 20ου με τον Φουκώ και τον Πήτερ Μπράουν, για να ανασκαφούν αυτά τα θεμέλια, να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί κατασκευής τού τερατουργήματος, να εμφανιστεί το τέρας απογυμνωμένο από όλα τα μαλάματα τού εικονίσματός τους.

8. Ο χριστιανισμός, με την προσεγμένη στην διατύπωσή των γραφών του και διδαχών του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο της διδασκαλίας του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείας βεβαιότητας. Αυτή ακριβώς όμως η συνοπτική προσπάθεια μοιάζει με πράξη λήξεως, τελικού απολογισμού, οριστικής μαρτυρίας, αγγελτήριου θανάτου, επικήδειου για έναν καταρρακωμένο κατήγορο τού σώματος, γι’ αυτό το ίδιο το σώμα που τόσο ο ίδιος ο μάρτυς/απολογητής το λοιδόρησε, κι ας ήταν το δικό του.

Έτσι, όσο κι αν λέγονται τέτοια πράγματα επί αιώνες χιλιοειπωμένα, άρα εξαντλημένα, είναι χρήσιμη/χρηστική η επαναφορά τους, για να μάς θυμίσουν επί λέξει τον δράστη τού κακουργήματος (Παύλο), αλλά και να μάς κάνουν να θυμηθούμε πόσο βαθιά ριζωμένα/ενσωματωμένα/εσωτερικευμένα στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι όλα αυτά, πόσο τα ταμπού, οι συμβάσεις, οι προκαταλήψεις, τα ψεύδη, οι ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησε/εμφύτευσε ο χριστιανισμός, διαρκούν/ισχύουν ακόμα, συνεχίζουν να διαμορφώνουν νοοτροπίες/συμπεριφορές σε καθόλου μικρή κλίμακα διεθνώς.

Έτσι, η υπερασπιστική πλευρά τού θανάτου μετατρέπει την συνηγορία της, ουσιαστικά, σε δριμύ κατηγορητήριο κατά των δεδομένων τής χριστιανικής πίστεως διότι εκθέτει απροκάλυπτα εν συνόψει την ίδια την ωμή αλήθεια της σε όλο το εκτρωματικό περιεχόμενό της. Η τεράστια σε βαθμό παραφροσύνης Βίβλος Γενέσεως τού ανθρώπου από τον χριστιανικό εσμό, εκτίθεται τελετουργικά και οριστικά, δείχνοντας το τέλος τού ιστορικού κύκλου της.

9. Η ουσία, είτε το θέλει ο χριστιανός, είτε όχι, παραμένει αναλλοίωτη διότι συνδεδεμένη, ούτως ή άλλως, με την ένσαρκη σύσταση τής ανθρώπινης υπαρκτότητας: αποτυγχάνει, όπως απέτυχε ο χριστιανισμός, να καταλύσει δογματικώς τις δύο κεντρικές και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της, την θνητότητα και την σεξουαλικότητα. Χωρίς αυτές, χωρίς την σταθερή, αμείωτη, καταστατική συνύπαρξή τους, δεν υπάρχει ο άνθρωπος (ούτε και εξέλιξη). Αυτές, και μόνον αυτές, θνητότητα και σεξουαλικότητα, τον κάνουν άνθρωπο τον άνθρωπο.

Όλα τα άλλα εξεμέτρησαν προ πολλού το ζην. Καιρός πλέον τού θάψαι ο χριστιανισμός και όλοι οι συνοδοιπόροι του τούς εαυτών νεκρούς.

Υ.Γ.

 Όταν λέμε «πολιτισμός» (τρόπος τού βίου, τρόπος τής συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) τής ύπαρξης και τής συνύπαρξης των ανθρώπων. 

Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή Επικούρεια ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. 

Όταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι αλογία ενός μακάβριου «τυχερού παιχνιδιού», διαμάχη άθλιων θρησκειών και πανάθλιων ιεροαγίων, απανθρωπιά κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων.

Δεν υπάρχει πιο ατρόμητος από τον ερωτευμένο που τον έχουν ερωτευθεί εξίσου

Το ερωτικό ενδιαφέρον ξεκινά σαν μια προσδοκία. Προσδοκία αποδοχής αν είσαι στα πρώτα σου βήματα, επούλωσης αν έχεις να θυμάσαι φορές που αυτή διαψεύστηκε. Κυρίαρχα όμως γεννιέται στην -κι από την- προσδοκία να ερωτευτείς τον εαυτό σου ώστε στη συνέχεια να το πράξει κι ο άλλος.

Κάθε φορά που ένα νέο πρόσωπο αρχίζει να καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χρόνο στις ημερήσιες αναλογίσεις μας, η σκέψη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον μας είναι το πόσο κατάφωρα θα εντυπωσιαστεί από εμάς. Και λίγο λίγο μες σ’ αυτή τη μεθυστική προσμονή άξαφνα αρχίζουμε να μας βλέπουμε αλλιώτικους. Σαν να ομορφύναμε, σαν να ‘μαστε οι πιο ενδιαφέροντες (συν)ομιλητές που ξέρουμε, σαν να έλαμψε το δέρμα και τα μαλλιά μας, σαν τα βήματά μας να αιωρούνται μερικά εκατοστά πάνω απ’ το έδαφος. Χαμογελάμε στον περαστικό, ο καφές μας φαίνεται πιο γλυκός, το μποτιλιάρισμα παύει να ενοχλεί, -κι ο άλλος, αυτός ο εξέχουσας σημασίας άλλος που πυροδότησε τούτη τη μεταμόρφωση ίσως ακόμη και ν’ αγνοεί προς το παρόν την ύπαρξή μας. Μα έχει τόση λίγη σημασία στ’ αλήθεια – καθώς έτσι κι αλλιώς στον έρωτά του ο καθείς είναι πάντα μόνος· κι ας τρέμει τούτη τη συνειδητοποίηση.

«Κράτα μικρό καλάθι».

«Να ‘χεις τα μάτια σου ανοιχτά».

«Κοίτα μην παραμυθιαστείς».

«Πρόταξε τη λογική».

«Μην πέσεις με τα μούτρα».

«Να κρατάς πισινή».

«Κι αν σακατευτείς;»

«Δεν έχεις ιδέα τι σόι άνθρωπος είναι». «Μην υπερενθουσιάζεσαι».

«Μέτρα τα λόγια σου».

Θα γεμίζαμε βδομάδες ολόκληρες αν καθόμασταν ν’ απαριθμήσουμε παραλλαγές του εξής ενός των παραπάνω. Είμαστε στ’ αλήθεια εξαιρετικά εφευρετικοί όταν πρόκειται να υπερασπιστούμε το αδύνατον. Ο έρωτας χωρίς προσδοκία αποτελεί ανθρώπινο, θεωρητικό κατασκεύασμα με και μία πιθανότητα εφαρμογής στην πραγματική ζωή με τα πραγματικά συναισθήματα. Μια απέλπιδα προσπάθεια διατήρησης της ψευδαίσθησης του ελέγχου, μια καλοστημένη και πολυδιαφημισμένη (αυτ)απάτη που μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά κι από παρέα σε παρέα με ύφος τάχα μου εμπειρικό κι περισπούδαστο, με τη σωστή αναλογία νιασίματος και σύνεσης απ’ τον αποστολέα του σπουδαίου μηνύματος στον παραλήπτη και με σκληρή, με αδυσώπητη αυτοκριτική όταν τυγχάνει αυτοί οι δύο να είναι το ίδιο πρόσωπο.

Έρχεται σε κυματισμό. Σαν αεράκι που ίσα που φυσάει σ’ αιγαιοπελαγίτικο παράθυρο και την αμέσως επόμενη στιγμή σαν πρώιμη οδύνη τοκετού. Η στιγμή της παραδοχής ότι κάποιος σου γυάλισε. Οι περισσότεροι έρωτες τελειώνουν πριν καν αρχίσουν ακριβώς στη στιγμή της εναλλαγής απ’ τον μπάτη στις συσπάσεις. Εκεί είναι που ο αναστατωμένος θα εκλογικεύσει. Θα πανικοβληθεί.

«Δεν έχω καμία ελπίδα».

«Είναι εντελώς out of my league».

«Έχω άλλες προτεραιότητες σ’ αυτή τη φάση». «Αποκλείεται να μην έχει σχέση».

«Δε θέλω μπλεξίματα».

«Θα ‘χουμε μπλεξίματα».

«Έχω σκουριάσει».

«Δεν υπάρχει περίπτωση να ταιριάζουμε».

«Δε θα πάει πουθενά».

«Όλα είναι στο μυαλό μου μόνο, να πάει να γαμηθεί».

Προφανώς θα ‘θελαμε πολλές εβδομάδες για ν’ απαριθμήσουμε τις παραλλαγές του εξής ενός των παραπάνω. Όποιος φαντάζεται τον έρωτα σαν ηλιόλουστη πεδιάδα γεμάτη παπαρούνες προφανώς δεν έχει ερωτευτεί και προφανέστερα δε θα -επιτρέψει να- του συμβεί όσο επιμένει ν’ αναζητά πίνακες του Βαν Γκογκ. Όχι γιατί αποκλείεται στο πέρασμα απ’ τη μια σκηνή στην άλλη να βρεθεί άξαφνα μπροστά σε μια πεδιάδα γεμάτη παπαρούνες, για να σταθεί να κόψει μερικές, να κυλιστεί στο χώμα και να γεμίσει με βιταμίνη D, αλλά γιατί ο έρωτας είναι χορός εναλλαγών. Και στην επόμενη σκηνή, με τον ίδιο σύντροφο πάντα, είναι αρκετά πιθανό να βρεθεί σε σεληνιακό τοπίο, ξερό, σκοτεινό, γεμάτο λακκούβες. Οι παπαρούνες ίσως ξανάρθουν, ίσως κι όχι. Η διαρκής ψυχαναγκαστική εμμονή όμως σ’ αυτές το μόνο που μπορεί να εγγυηθεί είναι ακόμη περισσότερα σεληνιακά τοπία.

Το λεπτό σχοινί στο οποίο καλείται ο ακροβάτης ερωτευμένος να ισορροπήσει είναι η αποδοχή της προσδοκίας με τη γνώση ότι ίσως αυτή δεν εκπληρωθεί ή έστω ότι ίσως δεν εκπληρωθεί εντελώς στον τόπο, τον χρόνο, την ένταση, τον ρυθμό, τον τρόπο που φαντάζεται.

Δεν μπορεί να υπάρξει ταυτοχρόνως έρωτας κι έλεγχος. Πρόκειται για έννοιες αλληλοεξουδετερωτικές. Όπου υπάρχει η μία δεν αφήνει χώρο για την άλλη. Σαν να θες να στριμώξεις φορτηγό σε σπιρτόκουτο. Αδύνατον. Το μόνο που μπορεί να υπάρξει είναι μετριασμός της έκφρασης. Κατά πόσο δηλαδή θ’ αφήσεις στον άλλον το περιθώριο να υποψιαστεί τη δύναμη που σου ασκεί. Όποιος ποθεί παραχωρεί μέρος της δύναμής του κι όποιος ποθείται εν γνώσει του, αφήνεται στη διακριτική του ευχέρεια τι θα κάνει με τούτη την ανέλπιστη δύναμη που του χαρίστηκε εν μία νυκτί. Οι περισσότεροι από εμάς θα μπούμε στον πειρασμό να την εκμεταλλευτούμε κι όχι απαραίτητα προς ζημία της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι της σχέσης ή του άλλου. Ή όχι συνειδητά. Ή όχι απαραίτητα συνειδητά. Ο έχων την εξουσία της επίδρασης στον ψυχισμό του άλλου, είναι σαν να κατέχει ταυτοχρόνως και το λυχνάρι και το τζίνι. Αποφασίζει και εκπληρώνει, επιθυμεί και πραγματοποιεί. Ακόμα και στους έρωτες τους σχετικά συγχρονισμένους και ισομερώς αμοιβαίους οι εραστές μεθούν από αυτή την εναλλαγή κι όταν τους δίνεται η ευκαιρία απολαμβάνουν να προβάλουν αναμεταξύ τους τη σαγήνη που προκαλούν ο ένας στον άλλον, Φράσεις όπως: «Πού θα πας βρε, πού αλλού θα βρεις καλύτερα;» και «αφού για μένα λιώνεις!» πίσω απ’ την περιπαικτική διάστασή τους καταδεικνύουν ακριβώς αυτή την ικανοποίηση κι ας αφήνουν παράλληλα ν’ αχνοφαίνεται η αγωνία μην και εκλείψει.

Δεν υπάρχει πιο ατρόμητος απ’ τον ερωτευμένο που τον έχουν ερωτευτεί εξίσου. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι όπου υπάρχει έρως, αμφίδρομος και πλήρης, κάθε άλλος φόβος μεμιάς παραμερίζεται. Βλέπεις ανθρώπους που πότε άλλοτε έτρεμαν τ’ αεροπλάνα να επιβιβάζονται σε δεκάωρες πτήσεις μόνο και μόνο για να δουν ο ένας τον άλλον. Ανθρώπους δυσκοίλιους και δυσκίνητους να υποκλίνονται στην παρόρμησή τους, ανθρώπους στρείδια να φλυαρούν ακατάπαυστα, να εκτίθενται, ν’ ανασύρουν αναμνήσεις της ιστορίας τους και να τις μοιράζονται, αναμνήσεις που καλά δε συγκρατούσαν κι ίδιοι.

Η Άγια μεταμόρφωση στην οποία μας υποβάλει ο έρωτας. Η αίσθηση του «όλα είναι δυνατά», η ακλόνητη πίστη ότι τούτη η πεποίθηση δεν είναι άλλος ένας ευσεβής πόθος, η σωματική ενέργεια, η ταχύτητα του νου, η ευφράδεια του λόγου, ο οργανισμός που χορταίνει με πέντε ώρες ύπνο και πάνω και κύρια απ’ όλα η βεβαιότητα ότι δεν υπάρχει τίποτα απολύτως που να μην μπορείς να υποστεί, ή να υπερνικήσεις για χάρη του έρωτά σου,

Ασφαλώς ένας υποψιασμένος θα μπορούσε να υποθέσει ότι όλη αυτή η αφοβία δεν είναι στην πραγματικότητα παρά η απόδειξη του αντιθέτου. Ο φόβος μη χάσει τον έρωτά του (κι εδώ η λέξη «έρωτας» έχει διττή ερμηνεία. Και μη χάσει τον αντικείμενο των προσδοκιών του, αλλά και μη μια μέρα ξυπνήσει και δεν αισθάνεται το ίδιο.) Την πρώτη περίπτωση υπάρχουν αρκετές που φορές που και τη συνειδητοποιεί και την ονοματίζει και την αποδέχεται. Τη δεύτερη είναι απίθανο. Ο ερωτευμένος πιστεύει ακλόνητα ότι θα είναι ερωτευμένος αιωνίως. Οποιαδήποτε διαφορετική υποψία εκλαμβάνεται για προδοσία απέναντι στον εαυτό του πρωτίστως γι’ αυτό και δεν του επιτρέπει τέτοιες σκέψεις. Αν πάει καμιά αμφιβολία να εισβάλει θα κουνήσει νευρικά το κεφάλι 2-3 φορές, όπως κάνουμε όταν φάμε κάτι πολύ ξινό ή αν δαγκώσου με τη γλώσσα μας, και θα τη διαγράψει.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο Φρόιντ δεν επέτρεπε στους ασθενείς του κατά τη διάρκεια της θεραπείας και για όσο καιρό διαρκούσε αυτή, να δημιουργούν ερωτικές σχέσεις. Κι αν στο σήμερα τέτοιες απαγορεύσεις ακούγονται ακραίες κι υπερβολικές, στα σίγουρα οι ψυχολόγοι δεν πετούν και τη σκούφια τους όταν στο ντιβάνι τους κάθεται ένας ερωτευμένος. Κι αυτό γιατί η ψυχοθεραπεία απαιτεί κατά το δυνατόν διαύγεια, περισυλλογή και όσο γίνεται αντικειμενικότητα. Προφανώς το ερωτικό πάθος καταλύει σε μεγάλο βαθμό όλα τα προηγούμενα. Είναι επίσης αλήθεια, ότι οι περισσότεροι οδηγούνται στο γραφείο ή το ιατρείο ενός ειδικού βαθιά πληγωμένοι από διάψευση προσδοκιών. Ασφαλώς όταν τελικά η θεραπεία προχωρά, κι αν στο μεταξύ ο ερωτευμένος δεν την εγκαταλείψει απογοητευμένος όταν διαπιστώσει ότι δεν υπόσχεται άμεσες και δραστικές λύσεις σε ό,τι τον προβληματίζει, αλλά πρόκειται για διαδικασία χρονοβόρα και κοπιαστική, τότε θ’ αναδυθούν πολλά ακόμη που δε σχετίζονται άμεσα με την αφορμή της αρχικής επίσκεψης. Το πρώτο αμήχανο χτύπημα όμως στο κουδούνι του ψυχοθεραπευτή το κάνει κάποιος που πονά από έρωτα και ψάχνει εναγωνίως μια παρηγοριά, μια λύτρωση, μια τεχνική αποπλάνησης.

Όλα αυτά στο σενάριο, που είναι και το συνηθέστερο στατιστικά, ότι κάτι θα στραβώσει ή έστω δε θα πάει βάσει του αρχικού προγραμματισμού στη διάρκεια ενός ειδυλλίου. Όπου αρχικός προγραμματισμός, βάλτε, τις πρωταρχικές προσδοκίες.

Το πρώτο που προσδοκά ο ερωτευμένος είναι ο θαυμασμός. Κάποιοι το λένε και εκτίμηση, το ίδιο όμως εννοούν. Θέλει να νιώθει ότι τον λογίζουν ως σημαντικό και ιδανικά αξιολάτρευτο. Αυτή η προσδοκία ακούγεται εξωφρενικά γενικόλογη, φανταστείτε την όμως σαν ένα πελώρια κορμό υπεραιωνόβιου πεύκου επάνω στον οποίο στηρίζονται δεκάδες μικρότερα κλαδιά και χιλιάδες παρακλάδια. Στη διαφαινόμενη έλλειψη θαυμασμού, βρίσκει την αιτιολογία της ένα απ’ το πιο κλασικά παράπονα «Δε με ακούς όταν σου μιλάω! Συνέχεια με κάτι άλλο ασχολείσαι και ούτε που μου δίνεις σημασία.». Κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές που περιλαμβάνουν φράσεις όπως «Έχεις άλλες προτεραιότητες», «Δε μου κάνεις χώρο στη ζωή σου», «Πάντα εσύ αποφασίζεις πού θα πάμε και τι θα δούμε», «Μα καλά δε θα με ρωτήσεις τι γράφω;» και ό,τι μπορεί ο καθένας να φανταστεί.

Στην ουσία τους το παράπονο ταυτίζεται και συνοψίζεται στο: Δε με θαυμάζεις. Διότι αν με θαύμαζες θα κρεμόσουν απ’ τα χείλη μου, θα ‘μουν πάντα η μία και μόνη προτεραιότητά σου, δε θα ετίθετο θέμα χώρου στη ζωή σου μιας και θα ήθελες να ‘ μαστε διαρκώς μαζί, αν με θαύμαζες θ’ άφηνες εμένα να διαλέξω προορισμό και ταινία αφού θα θαύμαζες και το γούστο μου και εννοείται θα τρελαινόσουν να ‘ σαι ο πρώτος μου αναγνώστης. Μπορεί να μας φαίνονται λόγια αιθεροβάμονος ή κακομαθημένου παιδιού τα παραπάνω, είναι όμως λόγια ερωτευμένου- μικρή η απόκλιση δηλαδή.

Ο ίδιος όμως αυτό δεν είναι σε θέση να το κατανοήσει. Και όχι γιατί υστερεί σε στοιχειώδη νου ή ενσυναίσθηση, αλλά γιατί στο δικό του μυαλό αυτός ο θεωρούμενος «μετριασμός» του θαυμασμού απ’ τον άλλον, καθρεφτίζει μια αυτοπεποίθηση κατακερματισμένη. Δεν τον πονά τόσο η υποψία ότι δε θαυμάζεται όσο επιθυμεί, αλλά η πιθανότητα να μη βρίσκει ο ίδιος εαυτόν αξιοθαύμαστο. Και ως γνωστόν όταν δεν μπορείς να ελκύσεις το ενδιαφέρον με θαυμασμό τότε καταφεύγεις στην ενοχή και τον οίκτο. Εξού και τα κατηγορώ, τα τελεσίγραφα, οι επικλήσεις στο φιλότιμο – κι όλα αυτά όχι με μοναδικό αποδέκτη τον σύντροφό του, μα και τον ίδιο.

Θυματοποίηση κι αυτομαστίγωμα εναλλάσσονται και δημιουργούν το γνωστό δίπολο μελαγχολίας κι οργής του ερωτευμένου. Και στα δύο άκρα ενυπάρχουν τόσο θλίψη όσο και θυμός απλώς διαφέρουν τα πρόσωπα στα οποία απευθύνονται.

Μέχρι τη στιγμή που ο θαυμασμός θα επιστρέψει, θα τοποθετηθούν τα κουτάκια στη θέση τους βάσει του αρχικού προγραμματισμού, θα μπει η ψυχή στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως στη θέση της και τότε ο πρώην μελαγχολικός θα καλωσορίσει την έξαψη, τη χαρά και τη μανία. Ως την επόμενη φορά βέβαια που μια, ίσως κι ανούσια, αφορμή θα αφυπνίσει τις διαψευσμένες του προσδοκίες και τον θέσει πάλι σ’ αμφισβήτηση κα θώς θα παραχωρεί οικειοθελώς όλο και μεγαλύτερο μέρος της δύναμης του στον άλλο. Ήρθε ξανά η ώρα για μια σκυταλοδρομία.

Όλα αυτά σε μεγάλο βαθμό, στο μεγαλύτερό τους ίσως, διαδραματίζονται στις εντυπώσεις του. Και η έλλειψη θαυμασμού κι οι παραπονεμένες προσδοκίες ακόμη και η ίδια η σκυταλοδρομία. Η αντίληψη του χρόνου επηρεάζεται καθώς οι υπερβολικά ευαίσθητες αισθητήριες κεραίες μας, στην προσπάθειά τους να μη χάσουν την παραμικρή λεπτομέρεια, το παραμικρό στοιχείο απ’ το έργο που διαδραματίζεται ανάμεσα σ’ εμάς και τον λατρεμένο άλλο, χάσκουν. Ασφαλώς και δε γίνεται ένας άνθρωπος σήμερα να σε επιθυμεί ωσάν τρελός κι αύριο -στο κυριολεκτικό αύριο- να ‘χει μπουχτίσει από σένα και να μη θέλει να σε βλέπει μπροστά του. Αυτές είναι διαδικασίες προοδευτικές, δε γίνονται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.

Ο τραγέλαφος του έρωτα. Ο απαραίτητος. Καθώς εν’ απουσία του θα ‘χε στερηθεί η ανθρωπότητα εκατομμύρια αποστάγματα τέχνης που βασίστηκαν επάνω του. Τρέμω να φανταστώ πόσα τραγούδια δε θα ‘χαν γραφτεί ποτέ, πόσα ποιήματα, πόσα σενάρια. Και ακόμη κι αν όλα αυτά στον πυρήνα τους νοσούν απ’ την αναπόφευκτη επαναληπτικότητα αυτή η νόσος καθόλου δεν τα εμπόδισε απ’ το να παραμένουν βασικοί συνοδοιπόροι των στιγμών μας, να μπουν μέσα μας, να τα ρουφήξουμε, να ταυτιστούμε, ώστε στο τέλος να μας ρουφούν εκείνα. Παρηγοριά τα τραγούδια, οπλοστάσιο τα ποιήματα.