Πέμπτη 8 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

2. Μορφολογική και σημασιολογική αναλογία


§ 15. Η αναλογία συνδέεται με τη μορφή ή με τη σημασία: μορφολογική και σημασιολογική αναλογία. Ο συνδυασμός των δύο δυνατοτήτων δημιουργεί τις καλύτερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία νεόπλαστων λέξεων· έτσι το ρήμα ὑγραίνειν συνδέεται με το ἰσχναίνειν και από τις δύο απόψεις: πρώτον με την αναλογία

ἰσχνός: ἰσχναίνειν = ὑγρός: ὑγραίνειν

δεύτερον με την αντιθετική σύνδεση του 'ξηρός' και του 'υγρός'. Εκτός από την ταύτιση ή την ομοιότητα της σημασίας πολύ σημαντικός για τη δημιουργία καινούριων λέξεων είναι ο σχηματισμός ζευγαριών αντίθετων εννοιών, καθώς οι αντιθετικές έννοιες συνδέονται μέσα στην πρόταση εξίσου καλά με τις συγγενικές, και από τη συμπαράταξή τους στην πρόταση δημιουργούνται πολύ εύκολα νεόπλαστες[1]. Εντούτοις για τον αναλογικό σχηματισμό καινούριων λέξεων θα αρκούσε η μία από τις δύο ομοιότητες, η μορφολογική ή η σημασιολογική· για την καθαρά ή κυρίως μορφολογική [2] αναλογία σχετικά με το -άζειν από θέματα σε ᾱ, για τη σημασιολογική π.χ. ἀρχεῖον κατά τα κουρεῖον, χαλκεῖον κτό).

Πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι συχνά οι μορφολογικές αναλογικές εξισώσεις επιτυγχάνονται μόνον ύστερα από μετατόπιση της σχέσης ή με την επικέντρωση σε επιμέρους ομοιότητες (και με την παράλειψη άλλων διαφορών). Σχετικά με τη μετατόπιση της μορφολογικής σχέσης για τα ρήματα σε -εύειν από θέματα σε ο (με παράκαμψη των αρχικά ενδιάμεσων θεμάτων σε ευ), επίσης σχετικά με τη μερική ομοιότητα π.χ. ὑψοῦν κατά το ὕψος (ουσ., θέμα σε σ) κατά το ταπεινοῦν από το ταπεινός (επίθ., θέμα σε ο).

§ 16. Ένα ιδιαίτερο είδος αναλογίας αποτελεί ο παραλληλισμός επιθημάτων. Ορισμένα προσφιλή επιθήματα συνενώνονταν σε ζευγάρια ή σε ομάδες, επειδή οι σημασίες τους είχαν έκδηλες εννοιολογικές σχέσεις. Αν λοιπόν το ένα από τα επιθήματα χρησιμοποιόταν σε μια λέξη, μπορούσε να προσφέρει στη βάση του έναν από τους συντρόφους του, ακόμη και αν δεν ταίριαζε ακριβώς στη θεματική μορφή της βάσης. Έτσι σύμφωνα με την το ρήμα ἀσθενοῦν μπορεί να εμφανίστηκε δίπλα στο επίθετο ἀσθενής ως τέταρτο μέλος της αναλογίας

καρτερεῖν : καρτεροῦν = ἀσθενεῖν : κτλ.

σχετικά με τα -αίνειν: -άζειν.

Πάντως αυτή η διαδικασία σχηματισμού δεν έχει τη σημασία που της αποδίδουν πολλοί. Είναι δυνατόν να συμβεί μόνο με επιθήματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστική γενική έννοια, όπως π.χ. τα -οῦν και -εῖν. Συχνότερα ο παραλληλισμός των επιθημάτων δημιουργείται από την από κοινού κατάκτηση επιθημάτων της ίδιας κατηγορίας: πρωτεύειν - πρωτεία - πρωτεῖον από το πρῶτος κατά τα ἀριστεύειν - ἀριστεία - ἀριστεῖον από το (ἄριστος -) ἀριστεύς· πρβ. ἀνδραγαθίζεσθαι -εῖν - ἀνδραγαθία , -ίς: -ίζειν. Σε πάρα πολλές, ίσως στις περισσότερες περιπτώσεις, ο παραλληλισμός είναι μόνο φαινομενικός· γιατί, όπως είναι ευνόητο, συχνά συμβαίνει σε διαφορετικούς συγγραφείς, σε διαφορετικά γραμματειακά είδη, σε διαφορετικές εποχές, σε διαφορετικές διαλέκτους να μαρτυρούνται διαφορετικές παραγωγές από την ίδια βάση, έτσι ώστε στον επιπόλαιο χρήστη του λεξικού να φαίνονται ως παράλληλοι σχηματισμοί. Αν αφαιρέσουμε αυτά τα συμπτωματικά παράλληλα, δεν απομένουν ανταγωνιστικοί παράλληλοι σχηματισμοί, παρά μόνο αντίθετοι ή συμπληρωματικοί.

§ 17. Την αντανάκλαση ενός παρόμοιου πανάρχαιου συσχετισμού επιθημάτων, που, ενώ αρχικά ήταν συγγενικά από άποψη σημασίας, έγιναν σταδιακά συνώνυμα, μπορούμε ίσως να διακρίνουμε στα ονομαζόμενα ινδοευρωπαϊκά ουδέτερα σε r / n -: λατ. iter itin - eris 'δρόμος', iecur iecin - oris 'συκώτι' (και στα δύο το θέμα σε r μεταφέρθηκε και στις πλάγιες πτώσεις), αρχ. ελλ. ἧπαρ ἥπατ-ος 'συκώτι' (το -ατ- αντικατέστησε το θέμα σε n), ὕδωρ ὕδατος 'νερό', πρβ. επίσης. Μόνο που αυτός ο τρόπος σχηματισμού στα αρχαία ελληνικά παρακμάζει μπροστά στα μάτια μας· μάλιστα στα νέα ελληνικά χάθηκε ακόμα και η λέξη ὕδωρ· αντικαταστάθηκε από το νερό = νᾱρόν νηρόν 'τρεχούμενο (νερό)'.[3]
--------------------------
[1] Ψευδοϊσοκράτης 1 § 26 τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιΐαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις.

[2] Φυσικά εδώ γίνεται λόγος μόνο για την έλλειψη εννοιολογικών σχέσεων μεταξύ των βάσεων και όχι για έλλειψη της απαραίτητης σημασιολογικής σχέσης του επιθήματος με τη βάση.

[3] Συγκεκριμένα, κατά την ελληνιστική περίοδο δημιουργήθηκε το επίθετο νηρός 'γεμάτος νιάτα, φρέσκος' από συναίρεση του αρχαίου νεαρός, και η παλιά λέξη αντικαταστάθηκε από το ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο (νηρόν ὕδωρ). Η τροπή άτονου [ir] σε [er] είναι συνηθισμένη στα μεσαιωνικά και στα νέα ελληνικά.

Τα πάθη, είναι για να τα ζεις, όχι για να τα κρίνεις

Τα πάθη μας, μεγάλο κεφάλαιο. Δεν έχει άνθρωπο που να μη παθιάζεται και όποιος δηλώσει το αντίθετο είναι ψεύτης και μάλιστα μεγάλος. Υπάρχουν πάθη έρωτα, μίσους, ζήλειας. Αν είσαι θνητός έχεις πάθη είτε μεγάλα είτε μικρά. Πάθη φανερά ή κρυφά. Απ’ όλα έχει το roller coaster της ανθρώπινης ψυχής, δεν πλήττεις ποτέ, παράπονο κανένα. Σε διακατέχει μια φρικτή μανία και δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα.

Ή της παραδίνεσαι ή της αντιστέκεσαι. Συνήθως καίγεσαι και στις δύο περιπτώσεις. Αν παραδοθείς σε ένα πάθος απαγορευμένο κατά κόσμο, σε καίει συνεχώς η αμφιβολία και ο φόβος. Αν παραδοθείς σε ένα πάθος αμοιβαίο, το πιο πιθανό θα καείς όταν παύει να υπάρχει.

Αυτοί που αντιστέκονται στα πάθη, και μιλάμε για αρκετούς είναι αυτοί που τους τρώει πάντα τα σωθικά ένα μεγάλο γιατί, ένα γιατί που δεν τους αφήνει να ησυχάσουν λεπτό. Τα πάθη μας δυστυχώς δεν τα ορίζουμε, και δεν πρέπει να τα κρίνουμε κιόλας.

Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του αντίληψη για τη ζωή και πως πρέπει να πορεύεται σε αυτή. Δεν μπορεί όμως να ελέγχει τα πάντα και τα πάθη του είναι ένα από αυτά. Είτε τα αποδέχεσαι και τα ζεις με ότι συνέπειες και να έχεις ή τους αντιστέκεσαι και μένεις μια ζωή αγκαλιά με τους φόβους του ‘αν’.

Ό,τι και να αποφασίσεις, δικαίωμα σου. Ένα πράγμα να θυμάσαι. Στη ζωή, κάνεις δεν κάνεις θα κριθείς. Εσύ κοίτα να μην κρίνεις τόσο αυστηρά τον εαυτό σου γιατί τα πάθη μας, τα λάθη μας θα έλεγε κανείς και τα λάθη μας διδάσκουν. Μάθε να μην κρίνεις ό,τι βγαίνει από τα βάθη της ψυχής σου.

Τα πάθη σου είναι αυτά που σε κάνουν άνθρωπο.

Να μην καταστρέψουμε τη ζωή επιδιώκοντας εσαεί ανύπαρκτες χαρές

Ερχόμαστε στη ζωή γεμάτοι απαιτήσεις για ευτυχία και ευδαιμονία, και έχουμε την παράλογη ελπίδα να τις πραγματοποιήσουμε έως ότου η μοίρα βρεθεί άκομψα στον δρόμο μας για να μας δείξει πως τίποτα δεν εξαρτάται από εμάς και πως, αντίθετα, όλα εκείνη τα καθορίζει• εκείνη έχει αδιαμφισβήτητο δικαίωμα όχι μόνο πάνω σε ό,τι κατέχουμε και έχουμε πετύχει, αλλά και πάνω στα ίδια μας τα χέρια και τα πόδια, τα μάτια και τα αυτιά μας, ακόμα και πάνω στη μύτη μας, που βρίσκεται στο κέντρο του προσώπου μας.

Έτσι έρχεται η εμπειρία να μας διδάξει πως η ευτυχία και η ευδαιμονία είναι απλά μακρινές χίμαιρες, κάτι που μας υποδεικνύει μια αυταπάτη• και πως, αντίθετα, τα βάσανα και ο πόνος είναι η πραγματικότητα, είναι αυτά που γνωρίζουμε άμεσα, δίχως αυταπάτες και καθυστερήσεις.

Τι αποκομίζουμε από το δίδαγμά τους;

Να σταματήσουμε να αναζητάμε την ευτυχία και τη χαρά, και να προσπαθούμε αποκλειστικά να αποφύγουμε –όσο αυτό είναι εφικτό– τα βάσανα και τον πόνο. Έτι ο φρόνιμος το άλυπον διώκει, ου το ηδύ. («Ο φρόνιμος δεν αναζητά την απόλαυση, αλλά την απουσία πόνου», Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια).

Αντιλαμβανόμαστε πως το καλύτερο που μπορούμε να περιμένουμε επί γης είναι μια ζωή δίχως βάσανα, μια ζωή που να μπορούμε να υποφέρουμε αγόγγυστα: μια τέτοια ζωή μας έτυχε και αυτή ξέρουμε να εκτιμάμε• πρέπει να φροντίσουμε να μην την καταστρέψουμε επιδιώκοντας εσαεί ανύπαρκτες χαρές και αγωνιώντας για ένα μέλλον που πάντα θα είναι αβέβαιο – άλλωστε, όσο και αν προσπαθούμε να της αντισταθούμε, το μέλλον είναι εξ ολοκλήρου στα χέρια της μοίρας.

Όταν όλα μοιάζουν δύσκολα

” Αν αλλάξεις τη λύπη σου σε γλέντι τότε θα είσαι σε θέση να αλλάξεις το θάνατο σου σε καινούριο ξεκίνημα…

Μάθε λοιπόν την τέχνη όσο είναι ακόμα καιρός…”

Πόσες φορές έχει συμβεί να βρισκόμαστε στο κέντρο των προβλημάτων, μια συναισθηματικής καταιγίδας και νιώθουμε ανήμποροι να διαχειριστούμε την κατάσταση. Μερικές φορές αναρωτιόμαστε γιατί να συμβεί αυτό σε μας και παραπονιόμαστε ολοένα και περισσότερο ότι η Ζωή είναι άδικη μαζί μας και ότι μας κατατρέχει.

Αυτό συμβαίνει γιατί συνήθως βλέπουμε το δέντρο και όχι ολόκληρο το δάσος…

Γιατί έχουμε περιορισμένη εικόνα γι΄ αυτό που μας συμβαίνει κάθε φορά και η ματιά μας είναι τυφλωμένη από τα συναισθήματα…

Γιατί δεν έχουμε τη δυνατότητα να κοιτάξουμε την κατάσταση συνολικά και να δούμε τις προοπτικές που μας ανοίγονται σε βάθος χρόνου…

Η Ύπαρξη γνωρίζει και φέρνει στη ζωή μας εκείνα τα ¨εμπόδια¨ που θα μας ωριμάσουν και θα μας κάνουν να δούμε τους άλλους, τον εαυτό μας, με άλλα ¨μάτια¨.

Ακριβώς όπως ένα φυτό για να αναπτυχθεί, να ωριμάσει και να μοιράσει τους ανθούς και τους καρπούς του χρειάζεται τη γη, τον ήλιο, τον αέρα, τη βροχή… όλες τις καιρικές καταστάσεις… ακριβώς έτσι και εμείς, χρειαζόμαστε όλες τις προκλήσεις της ζωής για να μεστώσουμε συναισθηματικά και να αναπτυχθούμε πνευματικά.

Και πριν προλάβεις να αρχίσεις τα: Μιλάς εκ του ασφαλούς, εσύ δεν ξέρεις τι περνώ εγώ… κοίταξε λίγο πίσω στο χρόνο… τότε που όλα τα εμπόδια σου φαινόταν αξεπέραστα… Τι έγινε τελικά; τα κατάφερες; Βρήκες πιο δυνατός άνθρωπος μέσα από όλη αυτή τη δοκιμασία;

Τι δώρα σου έφερε αυτή η εμπειρία; Ποια δύναμη ανακάλυψες μέσα σου που πίστευες ότι δεν υπάρχει; Με ποιο τρόπο ωρίμασες; Τι διαφορετικό υπάρχει τώρα μέσα στη ματιά σου, αντικρίζοντας τους άλλους, Εσένα;

Κι αν μου πεις ότι τίποτα δεν άλλαξε, ότι ακόμα νιώθεις κλειδωμένος, ανήμπορος/η να διαχειριστείς τις καταστάσεις, το μυαλό και τα συναισθήματα σου τότε ένα έχω να σου πω: Είσαι ακόμα μέσα στη δοκιμασία…

Χαλάρωσε και εμπιστεύσου την Ύπαρξη, την Ζωή…

Εκμεταλλεύσου αυτήν την κατάσταση και δες εσένα… δες συνολικά ποιος/α είσαι, συνειδητοποίησε τον επαναλαμβανόμενο τρόπο αντίληψης και συμπεριφοράς που εκδηλώνεις και τι κερδίζεις μέσα από αυτόν…

Συνειδητοποίησε ποιες είναι οι ανάγκες σου, οι επιθυμίες σου, με ποιο τρόπο βάζεις όρια, αν βάζεις όρια, πόσο μεγάλη σημασία έχει για σένα η γνώμη των άλλων, αν ζεις τη ζωή που επιθυμείς ή ζεις προσπαθώντας να ικανοποιήσεις τις ανάγκες των άλλων και τι κρύβεται μέσα από αυτή την συμπεριφορά; Πόσο θυμώνεις με αυτό ή πόσο παγωμένα είναι τα συναισθήματά σου και απλά αφήνεις τον χρόνο να σε προσπερνά… Ποια πληγή κοχλάζει μέσα σου σαν ηφαίστειο και εσύ επιμένεις να μην βλέπεις, να μην ακούς, να μην νιώθεις γιατί πιστεύεις πως ότι δεν αντικρίζεις, δεν υπάρχει… Κι όσο την προσπερνάς, όσο την καταχωνιάζεις αυτή πυρακτώνεται… μεγεθύνεται και σε εξουσιάζει…

Μην κοιτάς τους άλλους… Κοίτα εσένα…
Δώσε χρόνο σε σένα…
Ελευθέρωσε όλο το δυναμικό που υπάρχει μέσα σου και σύντομα θα ανακαλύψεις ότι ο φόβος μπορεί να γίνει Αγάπη… ο θυμός, Συμπόνια… και ο έλεγχος, τα πρέπει, Ελευθερία…

Το ζήτημα είναι τι θέλεις να δεις, τι θέλεις να αλλάξεις, να μετασχηματίσεις… Γιατί όσο κι αν αντιστέκεσαι στην αλλαγή σου, όσο κι αν αρνείσαι να ανοίξεις τους εσωτερικούς σου ορίζοντες, θέλεις δεν θέλεις, θα έρθει η μεγάλη δασκάλα, η Ζωή και θα ανοίξει για σένα τους ασκούς του Αιόλου για να σε κάνει να μάθεις με τον εύκολο ή με τον δύσκολο τρόπο…

Οι ανικανοποίητες ανάγκες μας

Δε πιστεύω πώς γεννιέται κανείς με δεδομένο το χάρισμα της Υπομονής…

Προκειμένου η σπουδαία τούτη αρετή να καλλιεργηθεί και να θεωρηθεί κεκτημένη, απαιτείται χρόνος και ώριμη ανοχή στη ματαίωση ή την όποια στέρηση επιβάλλεται από την πραγματικότητα και το περιβάλλον μας…

Οι ανάγκες μας – υλικές και συναισθηματικές – ζητούν ενίοτε άμεση ικανοποίηση, όχι «όποτε» αλλά «εδώ και τώρα»!

Η Πραγματικότητα, ωστόσο, πολλές φορές έρχεται για να στερήσει και να ορθώσει τείχη μπροστά στην κάλυψη διψασμένων ανικανοποίητων επιθυμιών…

Ο τρόπος που ο καθένας μας διαχειρίζεται τις ματαιώσεις της ζωής ενσαρκώνει ασυνείδητες άμυνες που «κάποτε» έδειχναν μάλλον λειτουργικές… Φαίνεται, ωστόσο, ότι τώρα η ενήλικη πράξη έχει άλλη αναγκαστική πορεία!

Θα περίμενε ίσως κανείς ότι άνθρωπος που λαχταρά για τρυφερότητα και στοργή, μάλλον δεν έλαβε αρκετή αγάπη «τότε», όταν ήταν παιδί, όταν ήταν βρέφος… Ότι τώρα αναζητά με «λύσσα» ό,τι έλειπε τότε…

Πολλές φορές, όμως, ανικανοποίητος μένει εν τέλει εκείνος που τότε μπορεί να δέχτηκε πολλή αγάπη, πολλά χάδια, πολλές αγκαλιές, υπερ-βολικές… Τώρα του λείπουν πολύ! Και τώρα όλα του μοιάζουν λίγα, μη αρκετά… Διψά..!

Και γι΄ αυτό αντιδρά και εξεγείρεται τόσο μπροστά στην αδυναμία του Άλλου να χωρέσει και να αγαπήσει, αλλά και μπροστά στην προσωπική του αδυναμία να παραδοθεί άνευ όρων και να αγαπηθεί…Θα αγαπηθεί..;

Όσο και αν μία πλευρά του εαυτού μας διψά για αγάπη και ένωση, άλλο τόσο μια άλλη πλευρά – πιο σκοτεινή – φοβάται μη χαθούν τα όρια, μη τυχόν και όλα γίνουν ένα και συγχρόνως τίποτα…Αφανισμός..!

Και όμως ενίοτε θυμώνουμε πολύ με τον σύντροφό μας, τον συνεργάτη ή τον εργοδότη μας, τους φίλους μας που δεν στέκονται εκεί, εξιδανικευμένοι και τέλειοι για να παρέχουν όσα τώρα τόσο απουσιάζουν…

Συχνά ζητάμε από ανθρώπους να σταθούν δίπλα μας, όπως όμως θα τους επιθυμούσαμε εμείς να είναι δίπλα μας..!

Κάποιες φορές, κάνουμε τα πάντα για να το καταφέρουμε τούτο! Εκδραματίσεις, αυτοκαταστροφές, καταθλίψεις….Και έρχεται η ματαιωτική πραγματικότητα για να μας προσγειώσει και να μας υπενθυμίσει ότι και ο Άλλος μπορεί να έχει τις ίδιες ανάγκες ή αδυναμίες με εμάς… Και ο Άλλος αγάπη και τρυφερότητα ψάχνει! Και ας μην το δείχνει, και ας μην το βλέπουμε…

Κάποιος θα αναρωτιέται εδώ εάν ο τρόπος που μεγάλωσε ο καθένας μας, παίζει τον βασικό ρόλο στον τρόπο που αναζητούμε συναισθηματική ικανοποίηση μέσα από τις σχέσεις μας… Φυσικά και παίζει ρόλο, αλλά όχι τον καταλυτικό! Άν αποδεχόμασταν ότι το «σωστό μεγάλωμα» ενός ανθρώπου καθορίζει αποκλειστικά και τις μετέπειτα ενήλικες σχέσεις του, τότε ίσως να μην πιστεύαμε ότι υπάρχουν πραγματικά όμορφες σχέσεις. Καθώς κανείς δε μεγάλωσε «σωστά»! Ποιος μπορεί άλλωστε να ορίσει με τόσο λογικούς όρους «σωστού ή λάθους» μια τόσο ενστικτώδη λειτουργία, όπως είναι η μητρική..;

Έτσι και αλλιώς, οι γονείς μας δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι τέλειοι! Ακόμα και αν μπορούσαμε να γυρίσουμε τον χρόνο πίσω, τίποτα δε θα μπορούσε να είναι…»ιδανικό»!

Και, όμως, το ψάχνουμε παντού αυτό το ιδανικό, λες και το γνωρίσαμε ποτέ στ΄ αλήθεια…

Φαίνεται πώς είναι το πεπρωμένο μας να αναζητάμε – διαρκώς και εναγωνίως – το Ανικανοποίητο. Να «τρωγόμαστε» μαζί του…Να μας υπενθυμίζει αυτό ακριβώς: ότι είναι εκεί και παραμένει ακόμα στερητικά ανικανοποίητο!

Εν τέλει, η αποδοχή του μη εφικτού είναι αυτή που θα προάγει την ικανοποίηση του εφικτού…

Το πέρασμα σε πένθη που θα φανερώσουν απωθημένα «μυστικά»…

…Όπως υπάρχει η Αγάπη, υπάρχει και το Μίσος.

…Όπως υπάρχει ο Θαυμασμός, υπάρχει και ο Φθόνος.

…Όπως υπάρχει η Χαρά, υπάρχει και η Θλίψη.

…Όπως υπάρχει η Τόλμη, υπάρχει και ο Φόβος.

…Όπως υπάρχει η Αλήθεια, υπάρχει και το Ψέμα.

…Όπως υπάρχει η Ελευθερία, υπάρχει και η Εξάρτηση.

…Όπως υπάρχει το Καλό, υπάρχει και το Κακό.

…Και όλα ζουν μέσα μας.

Όπως υπάρχω Εγώ, υπάρχει και ο Άλλος
με τις ίδιες ανάγκες, ανικανοποιήτες και διψασμένες
με τις αρετές μας, όπως και τις αδυναμίες μας
με τα τραύματά μας
τα ΠάΘη μας.

Μαζί σου

Η ζωή είναι ένα ταξίδι, σ’ άλλους, στους πιο τυχερούς διαρκεί πολύ. Σ’ άλλους πάλι όχι. Κανείς δεν ξέρει τη διάρκεια του. Ούτε τους συνεπιβάτες του. Αλλάζουν που και που. Εσύ συνεχίζεις. Οφείλεις να συνεχίσεις. Με ή χωρίς αυτούς.

Άλλοι δειλιάζουν γρήγορα επειδή η διαδρομή δεν είναι εύκολη. Άλλοι επιλέγουν δικούς τους δρόμους, μέσα στους οποίους εσύ δεν χωράς. Ή τουλάχιστον έτσι σου λένε. Είναι αυτοί οι άνθρωποι που στο παιχνίδι «θάρρος ή αλήθεια» δε θα επέλεγαν ποτέ την πρώτη επιλογή.

Αφού η ζωή μας είναι ένα ταξίδι, οφείλεις να επιλέξεις τους καλύτερους συνεπιβάτες, εκείνους που θα έχουν το ίδιο πάθος μαζί σου για να ανακαλύψουν τον κόσμο, εκείνους που για να είναι μαζί σου θα επιλέξουν να βρίσκονται ακόμη και σε μία ερημική παραλία χωρίς τίποτα άλλο, μόνο μ’ εσένα. Αυτούς που θα σε κυνηγήσουν μέχρι το τέλος ομορφαίνοντας τη διαδρομή. Αυτό το είδος των ανθρώπων δεν αναρωτιέται συνήθως για τον προορισμό, απλώς απολαμβάνει τη διαδρομή.

Ο προορισμός ποικίλει, όπως και τα άτομα. Κάποιες φορές είναι δύσκολο να τους αποχωριστείς, να τους αφήσεις το χέρι, επειδή ο δικός τους προορισμός δεν συμπίπτει με τον δικό σου. Η ουσία είναι όμως σ’ αυτούς, που είναι ικανοί να αλλάξουν τον προορισμό τους για σένα. Αυτοί που θα σου κρατήσουν σφιχτά το χέρι και θα σου πουν πως «θέλω να ‘μαι μαζί σου». Δεν τους ενδιαφέρει το πού, το πώς, το πότε. Αρκεί η ύπαρξη σου για να είναι ευτυχισμένοι.

Είναι αυτοί που σε κυνηγούν μέχρι το τέλος, που δεν μπορούν να αφήσουν αυτή την τρέλα που σας διακατέχει, γιατί οι δυο σας διαμορφώνετε την τέλεια διαδρομή, τη δική σας τέλεια διαδρομή. Αν τους ρίξεις ένα κέρμα ρωτώντας τους τι θα ήθελαν να δουν, ποιο μέρος θα ήθελαν να επισκεφθούν, η απάντηση τους θα είναι λιτή και απόλυτη «Θέλω να είμαι μαζί σου».

Εξάλλου η ζωή δε χρειάζεται κάτι άλλο. Όσοι την αγαπούν, αγαπούν τον εαυτό τους άρα μπορούν να αγαπήσουν και τους άλλους. Κράτα σφιχτά το χέρι του ανθρώπου, που θέλεις να είναι μαζί σου, του δικού σου προορισμού και άφησε τον να πιστεύει πως ενδιαφέρεσαι για τον προορισμό. Ο προορισμός σου είναι δίπλα σου και αφού τον βρήκες απολαμβάνεις τη διαδρομή μαζί του.

Ένα είναι το σίγουρο, το ταξίδι θα είναι γεμάτο από χαμόγελα, από ένταση, από έρωτα, από επιμονή. Γιατί εκείνοι που πραγματικά θέλουν να είναι μαζί σου, δεν αφήνουν το κέρμα να αποφασίσει γι’ αυτούς, δεν απαντούν στο ερώτημα «θάρρος ή αλήθεια’ γιατί γνωρίζουν πως χωρίς το ένα το άλλο δεν υφίσταται.

Υ.Γ.: Όταν θα ανακαλύψεις τον πραγματικά κατάλληλο συνεπιβάτη της ζωής σου θα το γνωρίζεις απευθείας γιατί η απάντηση θα είναι μία, «Μαζί σου»…

Οι Φράχτες του μυαλού σου

Τα όρια θα είναι πάντα ίδια, το μέχρι που θα φτάσεις είναι άλλη ιστορία. Άλλα τα φυσικά όρια και άλλα αυτά του μυαλού.

Στους δικούς σου φράχτες θα χτυπάς όσος και αν είναι ο μισθός σου. Όποια και αν είναι η κυβέρνηση οι φράχτες σου δεν πρόκειται να εξαφανιστούν από μόνοι τους. Λόγω αυτών συμβαίνουν τα γεγονότα της ζωής σου, όχι λόγω εξωτερικών παραγόντων. Αντίθετα οι φράχτες μας, διαμορφώνουν μαζικά τους εξωτερικούς παράγοντες!

Περίεργοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Η λύση είναι μπροστά μας, μα συνήθως τη κλωτσάμε, φωνάζοντας πως θέλουμε τη λύση! Συνήθως παραδινόμαστε στο ύπουλο, επαναλαμβανόμενο εικοσιτετράωρο. Μας κατατρώνε τα θέλω μας και όσο τα θάβουμε, μας αρρωσταίνουν.

Καμιά φορά κάνουμε αυτό που πρέπει σύμφωνα με τους φράχτες μας. Καμιά φορά το κάνουμε για πάντα. Καμιά φορά αυτοκτονούμε δισεκατομμύρια φορές κάνοντας πράγματα που σιχαινόμαστε, ζώντας μια ζωή που μας αηδιάζει. Μα πάντα φοβόμαστε τον θάνατο. Και ναι, τον φοβόμαστε γιατί είναι πιο έντιμος από την αναμονή ζωής, είναι τελικός. Χάνεται και η παραμικρή ελπίδα ότι κάποτε θα αρχίσουμε να ζούμε.

Λοιπόν, τι μου συγκρίνεις μωρέ; Ποιο θαύμα μπροστά στο να φτάνεις εκεί που μπορείς; Ποια γιορτή, ποια ηδονή απέναντι στο να είσαι εξ ολοκλήρου ο εαυτός σου;

Ένας άνθρωπος που αναλαμβάνει την ευθύνη απέναντι στον εαυτό του και στον κόσμο. Ένας μαχόμενος, νικητής. Σπάει φράχτες, τους δικούς του φράχτες, τους φόβους του, τις ταλαιπωρίες του, τα απωθημένα του, τον κακό του εαυτό και αξίζουν οι μέρες του. Δεν υποκύπτει στην ανθρώπινη παγίδα του βάλτου, μεταμορφώνεται, εξελίσσεται. Ξεχωρίζει μες τη θανατίλα.

Και αν πολλοί τέτοιοι άνθρωποι συγκεντρώνονταν; Πώς θα ήταν; Θα ήταν ζωή μάλλον. Θα ήταν δικαιοσύνη υποθέτω, αλληλεγγύη, δημιουργία, αγάπη. Ένα διασκεδαστικό ταξίδι, ένα δώρο! Έτσι φαντάζομαι τη ζωή μου, το μοναδικό μου ταξίδι. Λοιπόν το καθορίζω. Παίρνω θέση. Μιλάω. Προσπαθώ. Γεύομαι. Αγαπώ.

Ποιοι είναι οι Κύριοι και ποιοι οι Δούλοι

Ένα νέο σχήμα διάκρισης εισάγεται τώρα στη συζήτησή μας, αυτή τη φορά όχι σε επίπεδο μελέτης των οργανισμών υπό το πρίσμα της βιολογίας, αλλά ξεκινώντας από μια αφετηριακή βάση ηθικής υφής. Πρόκειται για τη διάκριση μεταξύ κυρίων και δούλων και συνακόλουθα για δύο διακριτούς τύπους ηθικής που αυτοί πρεσβεύουν. Από αυτές, η μεν πρώτη, η ηθική των κυρίων, στηρίζεται σε ένα ακλόνητο υπόβαθρο, στο χαρακτηρισμό των φορέων της ως «καλών» εξ ορισμού και στη χρονικά επόμενη απόδοση του τίτλου του «άσχημου» σε ό,τι βρίσκεται πέραν αυτής και ως εκ τούτου δεν φέρει τις ιδιότητες των κυρίων. Ο τρόπος συνολικής θεώρησης της ζωής από τη σκοπιά των κυρίων είναι θετικός και επιδιώκεται η επίτευξη πληρότητας Στον αντίποδα βρίσκεται η ηθική των δούλων, στην οποία συντελείται ο αυτοπροσδιορισμός των φορέων της μέσω της άρνησης της ηθικής των άλλων, των κυρίων, διατρανώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποτέλειά της σε κάτι αλλότριο, παρά τη θέλησή της για εναντίωσή της σε αυτό το ξένο. Η απαισιοδοξία ανάγεται σε στάσης ζωής και συνδυαζόμενη με την καχυποψία, καλλιεργεί το έδαφος για την κυριαρχία του παρασιτισμού εις βάρος των κυρίων.

Ποια είναι, όμως, τα ειδοποιά γνωρίσματα ενός κυρίου και ποια τα χαρακτηριστικά που συνδιαμορφώνουν το πορτραίτο ενός δούλου;

Αρχικά, οι δύο αυτοί αντίθετοι τύποι ηθικών προτύπων αποδίδουν διαφορετικό περιεχόμενο στον όρο «ευτυχία». Για το μεν κύριο, η ευτυχία συνδέεται με την ανάληψη δράσης και τη διοχέτευση ενέργειας, για το δε δούλο σημαίνει διακοπή της καταναγκαστικής δραστηριότητας, αποστασιοποίηση από την εξωτερικά επιβεβλημένη πραγματικότητα, απόσυρση από το πεδίο της δράσης και λύτρωση από τα δεσμά του αναπόφευκτου μόχθου.

Διαφορετική είναι και η στάση τους απέναντι στην ειλικρίνεια. Οι δούλοι τείνουν να συμπεριφέρονται ανέντιμα και ανειλικρινώς ακόμη και προς τον ίδιο τους τον εαυτό, τον οποίο δε διστάζουν να αποχαυνώσουν επικαλούμενοι μια κίβδηλη ευημερία. Έτσι, αναζητούν την επίπλαστη χαρά και τα κατασκευασμένα καταφύγια μακριά από την αλήθεια. Οι κύριοι προσδιορίζοντας την ταυτότητά τους με βάση τον ίδιο τους τον εαυτό, δεν έχουν κανένα λόγο να ομφαλοσκοπούν, αλλά με τρόπο άμεσο και ξεκάθαρο συνδιαλέγονται με το είναι τους.

Αλλά και ως προς την ευστροφία του νου, εντοπίζουμε συγκρουόμενες θεωρήσεις. Για τους δούλους αποκτά την έννοια της επινοητικότητας με σκοπό την εξεύρεση πλαγίων οδών που θα τους φέρουν πιο κοντά στο πολυπόθητο στόχο καταβάλλοντας τη λιγότερη δυνατή προσπάθεια. Οι κύριοι την εκλαμβάνουν ως καλλιέργεια του πνεύματος που οδηγεί σε ανώτερο επίπεδο ύπαρξης., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αξιολογείται ως υπ’ αριθμόν ένα συνθήκη επιβίωσης..

Άκρως διαφορετικός είναι και ο χειρισμός της μνησικακίας μεταξύ κυρίων και δούλων. Οι κύριοι απωθούν οτιδήποτε τους προκάλεσε κακό, εκφράζοντας την δυσφορία τους με τρόπο άμεσο, αποτρέποντας την εσωτερίκευση μίσους που θα γεννήσει εκδικητικότητα, η οποία θα παραμένει σε λανθάνουσα μορφή, μέχρις ότου να εκδηλωθεί. Έχουν τη δύναμη να επινοούν τρόπους με τους οποίους θα απαλλαγούν από τα σημάδια του πόνου που τους προκάλεσαν άλλοι και να βγαίνουν από αυτές τις διαδικασίες νικητές και πιο ισχυροί, εφ’ όσον κατάφεραν να διατηρήσουν την «ομοιόστασή» τους, παρά τις αντίξοες εξωτερικές συνθήκες.

Οι δούλοι, από την άλλη μεριά, αποκαλύπτουν το μέγεθος της ηθικής τους ανεπάρκειας και αυτοδυναμίας, μη δυνάμενοι να απαλλαγούν από τα προβλήματα που τους φόρτωσαν εξωτερικές δυνάμεις και στρεφόμενοι με μίσος προς όλους όσοι δεν βρίσκονται στην ίδια δυσμενή θέση με αυτούς και ταυτισμένοι με άλλους δύσμοιρους, η θέαση και μόνον των οποίων είναι αρκετή για να τους αναπτερώσει το ηθικό τους. Το τελευταίο απορρέει από την πάγια πρακτική τους να ορίζουν τον εαυτό τους συγκρίνοντάς τον με κάτι αλλότριο.

Κάποτε οι ήρωες πολεμούσαν για να σώσουν τους ανθρώπους. Σήμερα οι ήρωες πολεμούν για να σώσουν την ανθρωπιά

Οι άνθρωποι πάντοτε αναγνώριζαν ήρωες. Πρώτα λάτρεψαν ήρωες και έπειτα θεούς. Η δημιουργία ηρώων συνδέεται άμεσα με τις εποχές και τις ανάγκες των ανθρώπων. Συνεπώς τα κριτήρια ηρωοποίησης διαφέρουν από εποχή σε εποχή. Στην αρχαιότητα για να συμπεριληφθεί κάποιος στο πάνθεον των ηρώων έπρεπε να προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο το λιγότερο έναν μεγάλο άθλο. Ας θυμηθούμε τον Ηρακλή ή τον Θησέα. Στους αγώνες του 21 καταστερεώθηκαν άντρες όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Καραϊσκάκης ή ο Ανδρούτσος. Σήμερα βέβαια τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δεν χρειάζεται κάποιος να σκοτώσει το λιοντάρι της Νεμέας, να γίνει τουρκοφάγος ή να εξοντώσει τον Προκρούστη για να γίνει ήρωας. Στην σημερινή πραγματικότητα ήρωας θεωρείται και αυτός ο οποίος λειτουργεί με βάση τις αρχές του ανθρωπισμού. Η αυτοθυσία, η τιμιότητα, η καλοσύνη, η ανθρωπιά είναι αρετές που αν εκφραστούν κοινωνικά είναι δυνατόν να αναδείξουν κάποιον σε ήρωα.

Κάποτε οι ήρωες πολεμούσαν για τους ανθρώπους. Οι ήρωες της εποχής μας πολεμούν για να σώσουν την ανθρωπιά. Όλοι όσοι συμπάσχουν όταν βλέπουν τους άλλους να πονάνε ή να πεινάνε και σπεύδουν αλληλέγγυοι να τους βοηθήσουν, χωρίς να προσδοκούν προσωπικά οφέλη, είναι σύγχρονοι ήρωες. Ηρωικά παρακάμπτουν το γνωστό «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος» και το ίδιο ηρωικά μεταβάλλονται σε αγγέλους βοήθειας. Ο σύγχρονος λοιπόν ήρωας φορά το ένδυμα της καθημερινότητας, την φόρμα του εργάτη, την ποδιά της νοικοκυράς, την στολή του στρατιώτη και αγωνιστή της ισότητας και της δικαιοσύνης και συντρέχει στον ανθρώπινο πόνο και στην ανθρώπινη ανάγκη.

Παράλληλα με τον ήρωα της προσφοράς και της αλληλεγγύης συμπορεύεται και ο ήρωας της διπλανής πόρτας. Είναι αυτός που μοχθεί για να βγάλει το ψωμί του χωρίς να καταφεύγει σε αθέμιτους τρόπους πλουτισμού. Είναι ο ηρωισμός της καθημερινότητας, που γίνεται ακόμη πιο σημαντικός, όταν ο άνθρωπος βαδίζει τον δρόμο του σκληρού μόχθου ασυμβίβαστος και αξιοπρεπής. Εκεί φτάσαμε. Στην εποχή των πλαστικών συνειδήσεων το να επιλέγει κανείς την τιμιότητα, να αντιστέκεται στις εύκολες προκλήσεις του καιρού, να μένει πιστός στον εαυτό του και να μην τον ψευτίζει είναι ηρωισμός. Σε αυτούς τους αφανείς ήρωες αναφέρεται ο Σεφέρης όταν λέει: ‘’Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά’’ (Ο τελευταίος Σταθμός, συλλογή: Ημερολόγιο καταστρώματος Β΄). Είναι αυτοί οι οποίοι υπηρετούν τους πάσχοντες συνανθρώπους τους και με αταλάντευτη την συνείδηση παραμένουν σταθεροί στις αιώνιες αξίες της ανθρωπιάς και της δημοκρατίας.

Για μας αυτοί είναι οι πραγματικοί ήρωες, που δρουν έξω και πέρα από τα φώτα της δημοσιότητας για το κοινό καλό κάθε στιγμή που το απαιτεί. Η κοινωνία μας, κοινωνία της άμετρης κατανάλωσης, έχει γεννήσει πολλούς ανθρώπους έτοιμους για κοινωνικούς άθλους, ανθρώπους άξιους να γίνουν ηρωικά πρότυπα στις νέες γενιές. Αυτοί οι άνθρωποι πρέπει να προβάλλονται στους νέους. Οι ήρωες αυτοί όμως δεν ανταποκρίνονται στα πρότυπα ζωής που η διαφήμιση θέλει να επιβάλει. Επιβάλλεται λοιπόν οι νέοι μας να καθοδηγηθούν έτσι, ώστε να μάθουν να διακρίνουν και να εκτιμούν τον πραγματικό ήρωα από τον φτιαχτό που υπηρετεί σκοπιμότητες. Σε αυτήν την περίπτωση, αν η διαφώτιση λειτουργήσει στο πλαίσιο της κοινωνικής παιδαγωγικής, αν τελικά επιτύχει να στρέψει την κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση της ανθρωπιάς και της δημοκρατίας, αν κερδίσει την μάχη στην προσπάθεια να επιβάλει τις αιώνιες αξίες του ανθρωπισμού ως ύψιστες ηρωικές πράξεις, (άθλος τεράστιος, ισάξιος με αυτόν της Λερναίας Ύδρας), τότε θα μπορούμε να ελπίζουμε σε ένα καλύτερο μέλλον γι’ αυτόν τον κόσμο.

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ: Προς τον διορθωτήν των ελευθέρων πόλεων Επικούρειον όντα

Σημείωση
: Το κείμενο αυτό (προς τον επιθεωρητή των ελευθέρων πόλεων, που ήταν Επικούρειος) είναι κριτική της Επικούρειας θεωρίας, η οποία κατηγορείται ότι τοποθετεί το καλό του ανθρώπου στις σαρκικές ηδονές. Ο Επίκτητος υποστηρίζει ότι υπερέχουσες κατά την αξία είναι οι ηδονές της ψυχής.

Όταν ο επιθεωρητής πήγε σ’ αυτόν (ήταν Επικούρειος), ο Επίκτητος του είπε: Είναι σωστό εμείς, οι άσχετοι, να ρωτάμε εσάς, τους φιλοσόφους,- όπως αυτοί που μπαίνουν σε ξένη πόλη ρωτάνε τους πολίτες και όσους την ξέρουν- τι είναι το καλύτερο στον κόσμο ώστε, αφού μάθουμε ποιο είναι, να το αναζητήσουμε κι εμείς- όπως οι άλλοι αναζητούν τα αξιοθέατα της πόλης- και να το δούμε. Κανείς σχεδόν δεν αντιλέγει ότι τρία πράγματα αφορούν τον άνθρωπο, η ψυχή, το σώμα και τα εξωτερικά πράγματα- δικό σας έργο, λοιπόν, είναι ν’ απαντήσετε ποιο είναι το καλύτερο. Τι θα πούμε στους ανθρώπους; Η σάρκα; Γι’ αυτήν έπλευσε ο Μάξιμος μέχρι την Κασσιόπη, χειμωνιάτικα, με τον γιο του στο πηδάλιο; Για την ηδονή της σάρκας;

Εκείνος αρνήθηκε και είπε: Κάθε άλλο.
Οπότε ο Επίκτητος συνέχισε: Δεν πρέπει ν’ αναζητούμε το καλύτερο; – Πάνω απ’ όλα αυτό πρέπει. -Τι καλύτερο, λοιπόν, έχουμε από τη σάρκα;
– Την ψυχή, είπε.
-Και ποια είναι καλύτερα; Τα αγαθά της ψυχής εξαρτώνται από την ελεύθερη βούλησή μας ή όχι;
-Εξαρτώνται.
– Άρα, η ηδονή της ψυχής εξαρτάται από την ελεύθερη βούλησή μας;
-Το παραδέχτηκε.
-Και η ηδονή αυτή πώς δημιουργείται; Αφ’ εαυτού της; Αυτό είναι αδιανόητο, προηγούμενη αυτής πρέπει να υπάρχει η ουσία του καλού που, άμα την έχουμε, θα νιώσουμε την ηδονή στην ψυχή μας.
-Το παραδέχτηκε κι αυτό.
-Σε τι, λοιπόν, θα νιώσουμε αυτή την ψυχική ηδονή; Αν, δηλαδή, είναι στα ψυχικά αγαθά, θα έχει βρεθεί η ουσία του καλού, αφού δεν μπορεί άλλο να είναι το καλό και άλλο εκείνο για το οποίο χαιρόμαστε- κι ακόμα, αν το πρότερο δεν είναι αγαθό, δεν μπορεί να είναι αγαθό το ύστερο. Για να είναι εύλογο το επιγενόμενο, πρέπει να είναι αγαθό το προηγούμενο. Αλλά δεν θα μιλήσετε έτσι, αν έχετε μυαλό, διότι θα πείτε ότι αυτά είναι ανακόλουθα προς τον Επίκουρο και τις άλλες σας θεωρίες. Δεν σας μένει παρά να πείτε ότι στις σωματικές ηδονές βρίσκεται η ηδονή της ψυχής- αυτές, συνεπώς, γίνονται το προηγούμενο και η ουσία του καλού.

Γι’ αυτό ο Μάξιμος ενήργησε ανόητα, αν ταξίδεψε για κάτι άλλο εκτός από τη σάρκα, δηλαδή για ό,τι το καλύτερο. Ανόητα επίσης ενεργεί όποιος αποφεύγει να πάρει τα αγαθά του άλλου, ενώ είναι δικαστής και μπορεί να τα πάρει. Αλλά, αν θέλεις, ας φροντίσουμε μόνο να γίνει η κλοπή κρυφά, σίγουρα και χωρίς να το μάθει κανείς. Κατά τον Επίκουρο, δηλαδή, το κακό δεν είναι να κλέψεις αλλά να σε πιάσουν, και μόνο επειδή “δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα περάσεις απαρατήρητος” λέει: “Μην κλέβετε”. Αλλά εγώ σου λέω ότι, αν γίνει καλά και κρυφά, δεν θα μας κυνηγήσουν- εξάλλου, “έχουμε στη Ρώμη ισχυρούς φίλους και φίλες”, ενώ “οι Έλληνες είναι άπραγοι. Κανείς τους δεν θα τολμήσει ν’ ανέβει στη Ρώμη γι’ αυτό”. Γιατί ν’ απαρνηθείς το δικό σου καλό; Είναι ανόητο, είναι ηλίθιο. Ακόμα κι αν μου πεις ότι θα το απαρνηθείς, δε θα σε πιστέψω. Όπως, άλλωστε, είναι αδύνατο να συγκατατεθούμε σε κάτι που φαίνεται ψεύτικο και ν’ αρνηθούμε κάτι αληθινό, το ίδιο αδύνατον είναι ν’ απαρνηθούμε κάτι που φαίνεται καλό. Όμως ο πλούτος είναι αγαθό και όντως θα μπορούσα να πω, αυτό που δίνει τις περισσότερες ηδονές. Γιατί δεν κυνηγάς τον πλούτο; Γιατί δεν πάμε να διαφθείρουμε τη γυναίκα του γείτονα, αν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να μας καταλάβουν, κι αν ο άντρας της πει καμιά ανοησία, γιατί δεν του σπάμε και τον λαιμό; Και τούτα, αν θέλεις να είσαι όπως πρέπει φιλόσοφος, τέλειος, πιστός στις αρχές σου- ειδεμή, δεν θα διαφέρεις σε τίποτε από μας, τους λεγόμενους Στωικούς- εμείς, δηλαδή, άλλα λέμε κι άλλα κάνουμε. Λέμε τα ωραία και κάνουμε τα άσχημα- η δική σου διαστροφή θα είναι αντίθετη- θα διακηρύσσεις τα άσχημα και θα κάνεις τα ωραία.

Στον Θεό σου! Φαντάζεσαι πόλη Επικούρειων; “Εγώ δεν παντρεύομαι”. “Ούτε εγώ- δεν πρέπει να παντρευόμαστε”. Ούτε να κάνουμε παιδιά, ούτε ν’ ασκούμε πολιτικά καθήκοντα. Και, τότε τι γίνεται; Από πού θα βρίσκονται οι πολίτες; Ποιος θα τους εκπαιδεύει; Ποιος θα είναι ο εφήβαρχος; Ποιος ο γυμνασίαρχος; Και τι παιδεία θα έχουν; Των Λακεδαιμονίων ή των Αθηναίων; Πάρε μου ένα νεαρό και ανάθρεψέ τον με τις δικές σου αρχές. Οι αρχές σου είναι κακές, ανατρέπουν πολιτεύματα, διαλύουν οικογένειες, δεν κάνουν ούτε για γυναίκες. Ασ’ τα αυτά, άνθρωπέ μου. Ζεις σε ηγέτιδα πόλη- πρέπει να πάρεις αξίωμα, να κρίνεις δίκαια, να μη φθονείς ξένα αγαθά, να μη θεωρείς άλλη γυναίκα ωραιότερη από τη δική σου, κανένα αγόρι όμορφο, ούτε αργυρό ή χρυσό αγγείο όμορφο. Αναζήτησε αρχές σύμφωνες με τα παραπάνω και, ξεκινώντας από αυτές, εύκολα θ’ αρνείσαι πράγματα που μπορούν να μας συναρπάσουν και να μας νικήσουν. Αν, αντίθετα, πέρα από την ευλογοφάνειά τους, έχουμε και φιλοσοφική θεωρία σαν τη δική σας, που μας σπρώχνει σ’ αυτά και μας βάζει να τα εκτιμούμε τι θα γίνει; Στο αγγείο τι είναι καλύτερο, το ασήμι ή η τέχνη; Η ουσία του χεριού είναι η σάρκα, αλλά τα έργα του χεριού προηγούνται. Άρα και τα καθήκοντα είναι τριών ειδών- τα πρώτα αφορούν το είναι, τα δεύτερα το είναι συγκεκριμένου είδους και τα τρίτα αφορούν τα προηγούμενα πράγματα καθαυτά. Το ίδιο και στον άνθρωπο, δεν πρέπει να εκτιμούμε την ύλη, το σαρκίο, αλλά τα προηγούμενα πράγματα. Ποια είναι αυτά; Να εκτελούμε τα χρέη μας ως πολίτες, να παντρευόμαστε, να κάνουμε παιδιά, να σεβόμαστε τον Θεό, να φροντίζουμε τους γονείς μας, να έχουμε επιθυμίες, αποστροφές, κλίσεις και αντιθέσεις, όπως ταιριάζει στο καθένα από αυτά και σύμφωνα με τη φύση μας. Τι σημαίνει σύμφωνα με τη φύση μας; Ως ελεύθεροι, ευγενείς, συγκρατημένοι. Ποιο άλλο ζώο, άλλωστε, κοκκινίζει, ποιο ζώο έχει την παράσταση της ντροπής; Πρέπει να υποτάξεις την ηδονή σε τούτα ως βοηθό, ως υπηρέτρια, για να παρακινεί την προθυμία σου και να σε κρατάει στα κατά φύση έργα.

-Εγώ, όμως, είμαι πλούσιος και δεν χρειάζομαι τίποτα.
Τότε, γιατί προσποιείσαι ότι είσαι φιλόσοφος; Σου αρκούν τα χρυσά και αργυρά αγγεία, τι ανάγκη έχεις τι θεωρίες;
– Αλλά είμαι και κριτής στους Έλληνες.
– Ξέρεις να κρίνεις; Ποιος σ’ έμαθε να κρίνεις;
-Ο Καίσαρας μού έγραψε συστατικές επιστολές.
-Να σου γράψει κι άλλες, να κρίνεις και για τα μουσικά, και τι θα κερδίσεις; Εξάλλου, πώς έγινες κριτής; Ποιανού χέρι φίλησες; Του Συμφόρου ή του Νουμηνίου; Σε ποιανού τον προθάλαμο κοιμήθηκες; Σε ποιον έστειλες δώρα; Μα δεν καταλαβαίνεις πως είσαι τόσο άξιος κριτής όσο και ο Νουμήνιος;
– Αλλά μπορώ να βάλω φυλακή όποιον θέλω.
– Όπως και μια πέτρα.
-Μπορώ και να ξυλοκοπήσω όποιον θέλω.
– Όπως κι ένα γαϊδούρι. Έτσι, όμως, δεν κυβερνάς ανθρώπους. Κυβέρνησέ μας ως λογικούς ανθρώπους δείχνοντάς μας τι είναι συμφέρον, και θ’ ακολουθήσουμε. Δείξε μας τι είναι ασύμφορο, και θ’ απομακρυνθούμε. Κάνε μας ζηλωτές σου, όπως ο Σωκράτης έκανε άλλους ζηλωτές του εαυτού του. Εκείνος, πραγματικά, κυβερνούσε τους ανθρώπους ως ανθρώπους, διότι τους ανάγκαζε να του υποβάλλουν τις επιθυμίες τους, τις αποστροφές τους, τις επιλογές τους και τις αρνήσεις τους.
“Κάνε αυτό, μην κάνεις αυτό- αλλιώς, θα σε βάλω φυλακή”. Δεν είναι έτσι που κυβερνάνε λογικούς ανθρώπους. Αλλά, “όπως διέταξε ο Δίας, κάνε αυτό- αν δεν το κάνεις, θα πάθεις βλάβη, θα ζημιωθείς”. Ποια βλάβη; Καμιά άλλη, παρά μόνο ότι δεν έκανες το καθήκον σου- θα χάσεις την πίστη, τη συγκράτηση, την κοσμιότητα. Μη ζητάς ζημιές άλλες, μεγαλύτερες από τούτες.

ΗΡΟΔΟΤΟΣ: Η στιγμή της νίκης είναι η στιγμή που διατρέχεις τον μεγαλύτερο κίνδυνο

Το 559 π.Χ., ένας νεαρός άντρας, ο Κύρος, συγκέντρωσε έναν τεράστιο στρατό από τις διασκορπισμένες φυλές της Περσίας και βάδισε εναντίον του παππού του Αστυάγη, βασιλιά των Μήδων. Τον νίκησε εύκολα και στέφθηκε βασιλιάς της Μηδίας και της Περσίας και άρχισε να σφυρηλατεί την Περσική Αυτοκρατορία. Οι νίκες γρήγορα διαδέχονταν η μία την άλλη. Ο Κύρος νίκησε τον Κροίσο, ηγεμόνα της Λυδίας και μετά κατέκτησε τα νησιά της Ιωνίας και άλλα μικρότερα βασίλεια. Βάδισε εναντίον της Βαβυλώνας και τη σύντριψε.

Τώρα έγινε γνωστός ως Κύρος ο Μέγας, Βασιλιάς του Κόσμου. Αφού περιήλθαν στα χέρια του τα πλούτη της Βαβυλώνας, ο Κύρος στράφηκε προς την ανατολή, στις ημιβάρβαρες φυλές της Μασαγετίας, ενός τεράστιού βασιλείου στην Κασπία Θάλασσα. Οι Μασαγέτες, οι οποίοι ήταν μια άγρια φυλή πολεμιστών που τούς κυβερνούσε η Βασίλισσα Τομύρη, δεν είχαν τα πλούτη που είχαν οι Βαβυλώνιοι, αλλά ο Κύρος αποφάσισε να τους επιτεθεί όπως και να ήταν πιστεύοντας ότι ήταν υπεράνθρωπος και ακατανίκητος. Οι Μασαγέτες θα υπέκυπταν εύκολα στα στρατεύματά του και η αυτοκρατορία του θα γινόταν απέραντη.

Το 529 π.Χ., ο Κύρος βάδισε προς τον ποταμό Αράξη, που ήταν η πύλη που οδηγούσε στο βασίλειο των Μασαγετών. Αφού στρατοπέδευσε στη δυτική ακτή, έλαβε ένα μήνυμα από τη Βασίλισσα Τομύρη: «Βασιλιά των Μήδων», έγραφε, «σε συμβουλεύω να εγκαταλείψεις τα σχέδιά σου γιατί δεν ξέρεις αν θα σου βγούν σε καλό, στο τέλος. Κυβέρνησε το δικό σου λαό και προσπάθησε να με ανεχτείς να κυβερνώ το δικό μου. Αλλά, φυσικά, θα αρνηθείς τις συμβουλές μου, καθώς το τελευταίο πράγμα που επιθυμείς είναι να ζήσεις ειρηνικά».

Η Τομύρη, επειδή ήταν σίγούρη για τη δύναμη του στρατού της και επειδή επιθυμούσε να καθυστερήσει την αναπόφεύκτη μάχη, προσφέρθηκε να αποσύρει τα στρατεύματά της στη δική της πλευρά του ποταμού και να επιτρέψει στον Κύρο να διασχίσει τα νερά με ασφάλεια και να πολεμήσει το στρατό της στην ανατολική πλευρά, αν το επιθυμούσε. Ο Κύρος συμφώνησε, αλλά αντί να αντιμετωπίσει τον εχθρό ευθέως, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα κόλπο. Οι Μασαγέτες δεν ήξεραν από πολυτέλειες.

Αφού ο Κύρος διέσχισε τον ποταμό, στρατοπέδεύσε στην ανατολική πλευρά και ετοίμασε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα, με άφθονο κρέας, μεζέδες και δυνατό κρασί. Μετά άφησε το πιο αδύνατο στράτευμα στο στρατόπεδο και απέσυρε τις υπόλοιπες δυνάμεις του στο ποτάμι. ‘Ενα μεγάλο απόσπασμα Μασαγετών επιτέθηκε στο στρατόπεδο και σκότωσε όλους τους Πέρσες στρατιώτες στη διάρκεια μιας άγριας μάχης. Κατόπιν, κάθισαν και έφαγαν όλα τα υπέροχα εδέσματα και ήπιαν το δυνατό κρασί που βρήκαν. Αργότερα, αναπόφεύκτα, κοιμήθηκαν. Ο Περσικός στρατός επέστρεψε στο στρατόπεδο την ίδια νύχτα και αφού σκότωσε πολλούς από τους κοιμισμένούς στρατιώτες, αιχμαλώτισε όσους απόμειναν. Ανάμεσα στους αιχμαλώτούς ήταν ο στρατηγός τους, ένας νεαρός, ο Σπαργαπίσης, γιος της Βασίλισσας Τομύρη.

‘Οταν η βασίλισσα έμαθε τι είχε συμβεί, έστειλε ένα μήνυμα στον Κύρο στο οποίο τον επέπληττε που χρησιμοποίηοε κόλπο για να νικήσει το στρατό της. «Τώρα άκουσέ με», έγραψε, «και θα σε συμβουλέψω για το δικό σου καλό: δώσε μου το γιο μου και φύγε από τη χώρα μου με τις δυνάμεις σου ανέγγιχτες και ικανοποιήσου που νίκησες το ένα τρίτο της δύναμης των Μασαγετών. Αν αρνηθείς, ορκίζομαι στον ήλιο, τον κύριό μας, ότι θα σου δώσω περισσότερο αίμα να πιεις απ’ ό,τι μπορείς παρόλη τη λαιμαργία σου».

Ο Κύρος την κορόιδεψε: Δεν θα απελευθέρωνε το γιο της. Θα συνέτριβε τους βαρβάρους. Ο γιος της βασίλισσας, βλέποντας ότι δεν θα απελευθερωθεί, δεν άντεξε την ταπείνωση και αυτοκτόνησε. Τα νέα της αυτοκτονίας του γιου της κατέβαλλαν την Τομύρη. Συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις που μπορούσε απ’ όλο της το βασίλειο και αφού έφερε τους στρατιώτες σε μια κατάσταση εκδικητικής φρενίτιδας επιτέθηκε εναντίον του Κύρου και ακολούθησε μια βίαιη και ανηλεής μάχη.

Τελικά, οι Μασαγέτες επικράτησαν. Μέσα στο θυμό τους αποδεκάτισαν τον Περσικό στρατό και σκότωσαν και τον ίδιο τον Κύρο. Μετά τη μάχη, η Τομύρη και οι στρατιώτες της έψαξαν το πεδίο της μάχης για το πτώμα τον Κύρου. Όταν το βρήκαν, έκοψαν το κεφάλι και το έβαλαν σε έναν ασκό γεμάτο με ανθρώπινο αίμα, ενώ φώναζε: «Παρόλο που σε έχω νικήσει και ζω, με έχεις καταστρέψει παίρνοντάς μου το γιο με προδοσία. Βλέπεις τώρα – εκπλήρωσα την απειλή μου: Χόρτασε αίμα». Μετά το θάνατο του Κύρου, η Περσική Αυτοκρατορία κατέρρεύσε γρήγορα. Μια πράξη αλαζονείας ακύρωσε όλα τα σπουδαία έργα του Κύρου.

Ηροδότου ιστορίαι, Βιβλίο πρώτο, κεφ 402 – 416

Εμπιστεύομαι κάποιον σημαίνει πιστεύω στην αξία του ως ανθρώπου

Θέτοντάς το απλά, πίστη είναι να πιστεύεις τον άλλον, υπό προϋποθέσεις. Όπως, για παράδειγμα, όταν κάποιος δανείζεται χρήματα από την τράπεζα. Είναι αυτονόητο ότι η τράπεζα δε θα σου δανείσει χρήματα χωρίς όρους. Θα σου ζητήσουν κάποιο εχέγγυο, όπως ακίνητη περιουσία ή έναν εγγυητή, και θα σου δώσουν δάνειο που ισοδυναμεί με την αξία του. Και θα σου κοτσάρουν και τον τόκο που αναλογεί. Αυτή είναι μια στάση που δηλώνει ότι «θα σου δανείσουμε τα χρήματα επειδή πιστεύουμε στην αξία της εγγύησης που μας έδωσες», και όχι «θα σου δανείσουμε τα χρήματα επειδή πιστεύουμε σε εσένα». Με άλλα λόγια, δεν πιστεύουν σε «εκείνο το άτομο»· πιστεύουν στις «προϋποθέσεις» που διαμορφώνουν αυτή τη συνθήκη.

Εμπιστοσύνη είναι να ενεργείς χωρίς καμία προϋπόθεση και να πιστεύεις άνευ όρων στους άλλους. Ακόμα κι αν δεν έχεις αρκετούς λόγους για να πιστεύεις, εξακολουθείς να πιστεύεις. Πιστεύεις άνευ όρων και χωρίς να σε ενδιαφέρουν οι εγγυήσεις. Αυτό είναι εμπιστοσύνη. Αντί να πιστεύεις στις «προϋποθέσεις» που δίνουν αξία σε εκείνο το άτομο, πιστεύεις στο ίδιο το άτομο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι επικεντρώνεσαι όχι στην υλική αξία του ατόμου, αλλά στην αξία του ως ανθρώπου.

Αυτού του είδους η σχέση είναι και εμπιστοσύνη στον εαυτό μου που πιστεύει σε εκείνο το άτομο. Γιατί πώς να ζητήσει ποτέ κανείς κάτι ως εγγύηση αν δεν έχει εμπιστοσύνη στην ίδια του την κρίση. Είναι μια εμπιστοσύνη στους άλλους που δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτοπεποίθηση.

Τα τρία καθήκοντα ζωής που υποστηρίζει ο Άντλερ –εργασία, φιλία και αγάπη- προσδιορίζονται από την απόσταση και το βάθος των διαπροσωπικών μας σχέσεων.

Ἔστω κι έτσι, ακόμα κι αν κάποιος μπορεί να εκφέρει τις λέξεις «απόσταση» και «βάθος» με ευκολία, είναι δυσνόητες έννοιες. Υπάρχουν τόσες πτυχές που πιθανώς έχεις παρεξηγήσει. Σκέψου το, σε παρακαλώ, με τον εξής απλό τρόπο: Η διαφορά μεταξύ εργασίας και φιλίας είναι κατά πόσο πρόκειται για σχέση πίστης ή σχέση εμπιστοσύνης.

Οι εργασιακές σχέσεις είναι σχέσεις πίστης και οι φιλικές είναι σχέσεις εμπιστοσύνης.

Οι εργασιακές σχέσεις βασίζονται σε προϋποθέσεις που περιλαμβάνουν είτε κάποιο προσωπικό συμφέρον ή εξωγενείς παράγοντες — η συνεργασία, ας πούμε, με ένα άτομο επειδή τυχαίνει να δουλεύετε στην ίδια εταιρεία· ή μπορεί να συνεργάζεσαι με κάποιον τον οποίο ναι μεν δε συμπαθείς, αλλά λόγω της συνεργασίας σας συντηρείς και προωθείς τη μεταξύ σας σχέση. Ωστόσο δεν έχεις καμία επιθυμία να διατηρήσεις τη σχέση αυτή εκτός εργασίας. Εδώ πρόκειται πραγματικά για μια σχέση πίστης, η οποία έχει δημιουργηθεί ως αποτέλεσμα του προσωπικού συμφέροντος, που είναι η εργασία. Ανεξαρτήτως των προσωπικών σου προτιμήσεων, πρέπει να δημιουργήσεις αυτή τη σχέση.

Στη φιλία, δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεις φίλος με το άτομο. Δεν υπάρχει προσωπικό συμφέρον, κι ούτε και πρόκειται για σχέση που επιτάσσουν εξωγενείς παράγοντες. Είναι μια σχέση που προκύπτει αμιγώς από τη φυσική παρότρυνση που λέει «συμπαθώ αυτό το άτομο». Κάποιος πιστεύει σε «εκείνο το άτομο», κι όχι στις «προϋποθέσεις» που συνοδεύουν εκείνο το άτομο. Προφανώς, η φιλία είναι μια σχέση εμπιστοσύνης.

Ο Αριστοτέλης και η αρετή σε σχέση με το χρήμα

Ο Αριστοτέλης μετά την κατάδειξη των γενικών αρχών της αρετής (εθισμός, υποκειμενική μεσότητα, λογική, ελεύθερη βούληση) έχει τη διάθεση να προχωρήσει ακόμη πιο πέρα: «Γιατί στην πρακτική φιλοσοφία οι καθολικές αρχές έχουν, βέβαια, πλατύτερη εφαρμογή, οι αρχές όμως που καλύπτουν μερικότερες περιπτώσεις έχουν μέσα τους μεγαλύτερο ποσοστό αλήθειας: η συμπεριφορά μας αποτελείται από επιμέρους πράξεις, και ο θεωρητικός μας λόγος πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με αυτές». (1107a 7, 31-34).

Η θεωρία, όταν λειτουργεί αποκομμένα από την πράξη, είναι αδύνατο να αποδώσει με ασφάλεια αυτό που πραγματεύεται, καθώς μόνο η πράξη θα καταδείξει την ορθότητά της. Με άλλα λόγια, θεωρία χωρίς εφαρμογή στερείται εγκυρότητας κι αυτό ο Αριστοτέλης, ως θεμελιωτής της «πρακτικής φιλοσοφίας», το γνωρίζει πολύ καλά. Η αναζήτηση παραδειγμάτων είναι η μέθοδος που θα καταστήσει τη θεωρία χειροπιαστή. Και η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα (και στην απόκτηση και στη διαχείρισή του) είναι εξόχως κατατοπιστική για μια τέτοια διερεύνηση.

Η μεσότητα τίθεται κι εδώ (όπως παντού) ως βασικότερο κριτήριο προκειμένου να καταδειχθεί η ισορροπία που εξασφαλίζει την αρετή. Το ζήτημα είναι ότι ο Αριστοτέλης ταυτίζει την ορθή – μέση στάση προς το χρήμα με την ελευθεριότητα, ενώ την υπερβολή και την έλλειψη με την ασωτία και την ανελευθερία αντιστοίχως: «Στη δόση και τη λήψη χρημάτων μεσότητα είναι η ελευθεριότητα, υπερβολή και έλλειψη η ασωτία και η ανελευθερία». (1107b 7, 10-12).

Και συμπληρώνει αμέσως: «Σ’ αυτές τις δύο» (εννοείται ασωτία κι ανελευθερία) «οι άνθρωποι υπερβάλλουν και ελλείπουν με ακριβώς αντίθετο τρόπο: ο άσωτος υπερβάλλει στο ξόδεμα και ελλείπει στη λήψη, ενώ ο ανελεύθερος υπερβάλλει στη λήψη και ελλείπει στο ξόδεμα των χρημάτων». (1107 7, 12-15).

Το ότι η ανελευθερία ταυτίζεται με τη συσσώρευση του χρήματος καταδεικνύει το ευάλωτο του ανθρώπου απέναντι στον πλούτο, αφού τον μετατρέπει σε καθαυτό αξία και πηγή χαράς. Για τον Αριστοτέλη το χρήμα έχει σημασία μόνο ως εργαλείο που διευκολύνει τη ζωή με την κάλυψη των πρακτικών αναγκών. Η αναγωγή του σε ευτυχία είναι η θεοποίηση του εργαλείου, δηλαδή, η απόλυτη στρέβλωσή του, που, σε τελική ανάλυση, το καθιστά άχρηστο στην εκπλήρωση του πραγματικού του ρόλου. Γιατί το χρήμα δεν είναι για να μαζεύεται, αλλά για να μετατρέπεται σε αγαθά που θα συμβάλουν στην απόκτηση της ευτυχίας.

Και λέμε συμβάλλουν, γιατί άλλο η συμβολή κι άλλο η εξασφάλιση. Τα αγαθά δεν εξασφαλίζουν την ευτυχία, αλλά εκπληρώνουν τις υλικές προϋποθέσεις για να αποκτηθεί. Η προσπάθεια του ανθρώπου να νιώσει ευτυχής μέσω της αγοράς είναι η μετουσίωση του μέσου σε αυτοσκοπό διαστρεβλώνοντας το νόημα της ευτυχίας που ανάγεται σε εμπορεύσιμο είδος. Από την άλλη, αυτός που δεν ξοδεύει μαζεύοντας το χρήμα γίνεται δέσμιος της δικής του στρέβλωσης, καθώς αντιλαμβάνεται σαν ευτυχία το ίδιο το χρήμα (ούτε καν τα αγαθά που πρεσβεύει με την αξία του). Η επιμονή στη συσσώρευση του πλούτου παρουσιάζεται ως πάθος που όχι μόνο υποβαθμίζει την ποιότητα της ζωής αλλά οδηγεί στο ανελεύθερο.

Και οι δύο στρεβλώσεις έχουν να κάνουν με την κακή αντίληψη του χρήματος. Ο άσωτος, που σκορπάει το χρήμα στην αναζήτηση απολαύσεων, είναι αδύνατο να φτάσει στην ευτυχία, αφού η ψυχική του ολοκλήρωση είναι αδύνατο να καλυφθεί με ηδονές. Το εφήμερο αυτού του είδους των απολαύσεων επιβάλλουν τη διαρκή (θα έλεγε κανείς ξέφρενη) ανανέωσή τους προκειμένου να μη γίνει φανερή η κενότητα που τις πλαισιώνει. Κι αυτή είναι η κατάδειξη της ανισορροπίας, που αναγκαστικά ευτελίζει τα πάντα μετατρέποντάς τα σε καταναλωτικά αγαθά. Γι’ αυτό και οι ηδονές που αναζητούνται από τέτοιους ανθρώπους είναι κατά κανόνα χαμηλής ποιότητας. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να γίνει λόγος για ευτυχία.

Ο Αριστοτέλης στο τέταρτο βιβλίο από τα «Ηθικά Νικομάχεια» σχολιάζει: «Γι’ αυτό και οι άσωτοι θεωρούνται εξαιρετικά κακής ποιότητας άνθρωποι· γιατί έχουν πολλές μαζί κακίες». (1119b 1, 33-35). Η ακατάπαυστη αναζήτηση ηδονών δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακολασία: «ονομάζουμε, πράγματι, ασώτους τους ακρατείς και αυτούς που ξοδεύουν τα χρήματά τους για να ικανοποιήσουν την ακολασία τους». (1119b 1, 32-33).

Σε τελική ανάλυση, ο άσωτος δεν μπορεί παρά να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή: «Άσωτος είναι, πράγματι, ο άνθρωπος που καταστρέφεται από τον ίδιο τον εαυτό του, και η καταστροφή της περιουσίας θεωρείται ένα είδος αυτοκαταστροφής, αφού η ζωή θεωρείται ότι διατηρείται μέσω αυτών των πραγμάτων. Με αυτή λοιπόν τη σημασία καταλαβαίνουμε τη λέξη ασωτία». (1120a 1, 2-5).

Κι όταν γίνεται λόγος για ακολασία, δεν εννοείται κατ’ ανάγκη η προτεραιότητα στις σωματικές ηδονές (ούτε βέβαια και αποκλείεται), αλλά η κάθε είδους χρηματική σπατάλη προς ανθρώπους που δεν το αξίζουν: «σε ανθρώπους με καλό και αξιοπρεπή χαρακτήρα μπορεί να μη δίνουν τίποτε, δίνουν όμως πολλά στους κόλακες και σ’ αυτούς που τους προσφέρουν κάποια άλλη ευχαρίστηση». (1121b 7-9).

Η χρηματοδότηση του κόλακα ή οποιουδήποτε άλλου προσφέρει ευτελή ευχαρίστηση είναι η ανάγκη της επιβεβαίωσης, δηλαδή της συναισθηματικής είσπραξης που γίνεται με λάθος τρόπο. Σε τελική ανάλυση, κι ο πιο άσωτος το συναισθηματικό του κενό προσπαθεί να γεμίσει. Κι αυτό είναι το νόημα της ασωτίας. Η αναζήτηση της ευτυχίας μέσα από το δρόμο της ευτέλειας.

Και δε χρειάζεται να χρηματοδοτεί κανείς πρόθυμους επιτήδειους για να γεμίσει το κενό του. Και μόνο η αγορά αγαθών κρίνεται αρκετή. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτους από δυστυχισμένους υπερκαταναλωτές. Η θεοποίηση της κατανάλωσης είναι η θεοποίηση του χρήματος που τίθεται πάνω από τους ανθρώπους. Κι αυτή είναι η πιο επαίσχυντη μορφή αποξένωσης. Ο άνθρωπος αυτού του είδους είναι καταδικασμένος στη δυστυχία, αφού αδυνατεί να φτάσει στη γαλήνη της ισορροπίας που επέρχεται μόνο μέσα από την πληρότητα των συναισθημάτων, δηλαδή από την επαφή με τους άλλους ανθρώπους.

Κι αν ο άσωτος είναι αυτός που τείνει προς τη μεριά της υπερβολής, ο ανελεύθερος τείνει προς τη μεριά της έλλειψης. Είναι αυτός που το χρήμα το αντιλαμβάνεται πρωτίστως ως αντικείμενο προς αποθήκευση. Ένας τέτοιος άνθρωπος επί της ουσίας αδυνατεί να συμμετέχει στις αληθινές χαρές της ζωής, καθώς τις έχει αντικαταστήσει με το χρήμα. Ο πλούτος είναι γι’ αυτόν η καθαυτό ευχαρίστηση, που ματαιώνει όλες τις άλλες. Συνήθως επικαλείται τη δικαιολογία της μελλοντικής αβεβαιότητας, που καθιστά συνετό το να έχει κανείς χρήματα στην άκρη.

Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «υπάρχουν, πράγματι, κάποιοι που δίνουν την εντύπωση, ή τουλάχιστον έτσι λένε οι ίδιοι, ότι ο λόγος που φυλάγουν τα χρήματά τους είναι για να μη βρεθούν κάποια μέρα στην ανάγκη να κάνουν κάτι το άσχημο· εδώ ανήκει και ο “εξηνταβελόνης” και όλοι οι όμοιοί του – η λέξη ξεκινάει από την υπερβολή στην οποία φτάνουν, να μη θέλουν να δώσουν απολύτως τίποτε». (1121b 1, 29-33).

Κι εδώ δεν πρόκειται για την απαξίωση της αποταμίευσης. Η μεσότητα επιβάλλει να μεριμνά κανείς και για κάποια δύσκολη μελλοντική στιγμή. Το ζήτημα είναι η αναγωγή της αποταμίευσης σε σκοπό της ζωής. Σταδιακά ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να απομακρυνθεί από τους άλλους ανθρώπους. Αποφεύγοντας οτιδήποτε μπορεί να τον κάνει να ξοδέψει απεχθάνεται τις συναναστροφές. Κι αυτό γιατί τις θυσιάζει. Το μάζεμα του πλούτου κρίνεται περισσότερο δελεαστικό. Βρισκόμαστε μπροστά στην απαρχή της ανελευθερίας. Ο πλούτος από απελευθερωτική δύναμη που εκπληρώνει τις επιθυμίες μετατρέπεται σε μηχανισμό υποδούλωσης εξαφανίζοντάς τες. Η αντικατάσταση των επιθυμιών από τη συγκέντρωση του πλούτου σηματοδοτεί τη θυσία των πάντων για χάρη του. Τελικά, πρόκειται για τη θυσία της ελευθερίας για την εξυπηρέτηση ενός πάθους.

Όμως, η ανελευθερία δεν είναι μόνο αυτό: «η ανελευθερία καλύπτει μεγάλη έκταση και είναι πολύμορφη – φαίνεται, πράγματι, ότι υπάρχουν πολλά είδη ανελευθερίας. Καθώς η ανελευθερία σχετίζεται με δύο πράγματα, με την έλλειψη στη δόση και με την υπερβολή στη λήψη, δεν εμφανίζεται στην ολοκληρωμένη της μορφή σε όλους τους ανθρώπους, αλλά μερικές φορές χωρίζεται: άλλοι υπερβάλλουν στη λήψη και άλλοι ελλείπουν στη δόση». (1121b 1, 19-24).

Με άλλα λόγια, ανελεύθερος δεν είναι μόνο αυτός που τσιγκουνεύεται, αλλά κι αυτός που είναι πρόθυμος να κάνει τα πάντα για να αποκτήσει περισσότερα, ασχέτως αν δεν τα χρειάζεται πραγματικά. Επί της ουσίας, τόσο ο άσωτος, όσο κι ο ανελεύθερος καταλήγουν στο ίδιο πράγμα από την άλλη πλευρά: στη θεοποίηση του χρήματος. Ο πρώτος το θεοποιεί για να το σπαταλήσει κι ο δεύτερος για να το αποθηκεύσει. Εν τέλει κανείς τους δεν είναι ελεύθερος: «Οι περισσότεροι όμως άσωτοι, όπως το έχουμε ήδη πει, και παίρνουν από κει που δεν πρέπει και είναι από την άποψη αυτή ανελεύθεροι». (1121a 1, 35-37).

Οι άσωτοι σταδιακά είναι ικανοί να κάνουν τα πάντα για να αποκτήσουν χρήμα: «Την τάση να παίρνουν την αποκτούν επειδή θέλουν να ξοδεύουν, κάτι όμως που δεν είναι σε θέση να το κάνουν με την απλοχεριά που θέλουν, αφού τα υπάρχοντά τους εξαντλούνται γρήγορα· αναγκάζονται λοιπόν να τα προμηθευτούν από αλλού». (1121a 1, 37-40 και 1121b 1, 1).

Κι αυτό το «αλλού», όταν πρόκειται για ανθρώπους που εξυπηρετούν κάποιο πάθος, κρίνεται επίφοβο. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να φερθεί με ελευθεριότητα: «Από την άλλη μεριά, καθώς δε νοιάζονται καθόλου για το (ηθικά) ωραίο, παίρνουν απερίσκεπτα και από παντού· το μόνο που επιθυμούν είναι να δίνουν· το πώς και το από πού τους είναι τελείως αδιάφορο. Γι’ αυτό και όταν δίνουν, η ενέργειά τους αυτή δεν έχει καθόλου τα χαρακτηριστικά της ελευθεριότητας, αφού ούτε (ηθικά) ωραία είναι, ούτε σε έναν τέτοιου είδους συγκεκριμένο σκοπό αποβλέπει». (1121b 1, 2-6).

Βέβαια, ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ακραίες περιπτώσεις. Γι’ αυτό και η φράση: «το μόνο που επιθυμούν είναι να δίνουν· το πώς και το από πού τους είναι τελείως αδιάφορο». Οι άνθρωποι, όταν χάνουν το σημείο της μεσότητας δε φτάνουν αναγκαστικά στα απόλυτα άκρα. Άλλοι βρίσκονται κοντά της (αν και όχι ακριβώς), άλλοι ακόμη μακρύτερα και πάει λέγοντας. Ο ίδιος έχει ξεκαθαρίσει ότι τα σημεία εκτός του μέσου είναι άπειρα. Από αυτή την άποψη και η έννοια άσωτος έχει διαβαθμίσεις ανάλογα από το πόσο απέχει κανείς από το μέσο. Αυτός που τείνει στην υπερβολή τείνει προς την ασωτία, κι άλλος μπορεί να τείνει πολύ κι άλλος λίγο.

Η πλήρης αδιαφορία για τον τρόπο που αποκτά κανείς τον πλούτο προκειμένου να τον ξοδέψει αφορά προφανώς το ανώτατο σημείο της υπερβολής, δηλαδή το πιο απομακρυσμένο από το μέσο. Όμως, κι ο άσωτος που δεν κινείται στα άκρα, μπορεί να μην έχει φτάσει στο ακραίο σημείο του ολοκληρωτικού αμοραλισμού ή ανηθικότητας, αλλά είναι σε θέση να επιβαρύνει τα κοντινά του πρόσωπα αποσπώντας χρήματα ή να αυτοκαταστραφεί καταφεύγοντας σε τοκογλύφους. Η διαβάθμιση παίζει σπουδαίο ρόλο στο μέγεθος της αριστοτελικής ασωτίας κι αυτό επιβεβαιώνει εκ νέου τη σημασία της μεσότητας, αφού όσο πιο κοντά βρίσκεται κανείς σ’ αυτή, τόσο πιο ακίνδυνες είναι οι επιλογές του.

Ακριβώς το ίδιο κι από την πλευρά της έλλειψης. Ο τσιγκούνης που βρίσκεται κοντά στη μεσότητα μπορεί να περνά απαρατήρητος. Όσο όμως απομακρύνεται, τόσο πιο ισχυρά γίνονται τα δεσμά της ανελευθερίας του. Ο ολοκληρωτικά τσιγκούνης μπορεί να αποδειχθεί καταστροφικός και για τους γύρω του και για τον εαυτό του. Το βέβαιο είναι ότι ο τσιγκούνης δε συμπεριφέρεται αρπακτικά προς τους άλλους: «Αυτοί που τους λέμε με λέξεις όπως “τσιγκούνης”, “σφιχτός”, “σπαγκοραμμένος”, όλοι τους ελλείπουν στη δόση· δεν επιθυμούν, πάντως, τα ξένα υλικά αγαθά, ούτε και θέλουν να τα πάρουν, μερικοί από ένα είδος εντιμότητας και αποφυγής των άσχημων πραγμάτων και άλλοι πάλι κρατιούνται μακριά από τα ξένα αγαθά από φόβο, λέγοντας πως δεν είναι εύκολο ο ίδιος να παίρνεις τα αγαθά των άλλων, να εμποδίζεις όμως τους άλλους να πάρουν τα δικά σου· προτιμούν λοιπόν μήτε να παίρνουν μήτε να δίνουν». (1121b 1, 25-28 και 1121b 1, 33-35).

Από την πλευρά της έλλειψης εκείνος που προτιμά την αισχροκέρδεια κρίνεται απείρως επικινδυνότερος από τον τσιγκούνη: «Άλλοι, πάλι, υπερβάλλουν στη λήψη, καθώς παίρνουν από παντού και τα πάντα, όπως π.χ. αυτοί που κάνουν βρόμικες και χυδαίες δουλειές: οι σωματέμποροι και όλοι οι όμοιοί τους ή οι τοκογλύφοι που δανείζουν μικρά ποσά με μεγάλους τόκους. Όλοι αυτοί παίρνουν από εκεί που δεν πρέπει και όσα δεν πρέπει. Κοινό χαρακτηριστικό τους είναι προφανώς η αισχροκέρδεια, αφού για κάποιο κέρδος, και αυτό μικρό, είναι πρόθυμοι να υπομείνουν κάθε λογής ντροπή. Γιατί αυτούς που παίρνουν μεγάλα κέρδη, όχι όμως από κει που πρέπει, κέρδη που δε θα έπρεπε να τα κερδίζουν, αυτούς δεν τους λέμε ανελεύθερους (τους τυράννους π.χ. που καταστρέφουν πόλεις και λεηλατούν ιερά), αλλά μάλλον κακούς, ασεβείς και άδικους». (1121b 1, 35-39 και 1122a 1, 1-8).

Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τους άδικους και τους κακούς από τους ανελεύθερους ανάλογα με τα κέρδη που αποκτιούνται. Οι ανελεύθεροι έχουν να κάνουν με τα μικρά κέρδη. Όταν τα ποσά μεγαλώνουν οι έννοιες αλλάζουν. Κι αυτό έχει να κάνει με το νόμο. Ο άσωτος, ως ανελεύθερος, είναι υπόδουλος του χρήματος, αλλά δεν παραβαίνει το νόμο (ή τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό). Ο τύραννος, όπως και ο άδικος, εγκληματούν. Κι αυτό τους καθιστά διαφορετικούς, παρόλο που το κίνητρο μπορεί να είναι και πάλι το χρήμα. Όταν μιλάμε γι’ αυτούς, αυτό που τίθεται πρωτίστως δεν είναι ο τρόπος που αντιλαμβάνονται το χρήμα, αλλά ότι παραβαίνουν το νόμο. Και το ζήτημα της δικαιοσύνης είναι μια άλλη υπόθεση.

Η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα είναι πολύ ενδεικτική για την κατάδειξη της επικρατούσας αντίληψης για την ευτυχία. Κι όσο πιο στρεβλή αποδεικνύεται, τόσο πιο επίφοβα γίνονται τα πράγματα. Αν η στρέβλωση πάρει συλλογικές διαστάσεις, γίνει δηλαδή κοινωνικό πρότυπο, τότε η απληστία, η αδικία και η εξαπάτηση μετατρέπονται σε κανόνες ζωής. Μια τέτοια κοινωνία όμως δεν μπορεί να προσδοκά και πολλά. Το μόνο που της μένει είναι το ανελεύθερο. Κι αυτό οι πολίτες πρέπει να το λάβουν υπόψη τους πολύ σοβαρά.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΙΠΠΑΡΧΙΚΟΣ

ΞΕΝ Ιππαρ 4.13–4.20

Πώς ενεργεί ο συνετός αρχηγός

Με την πραγματεία αυτή ο Ξενοφώντας απευθύνεται στον ίππαρχο, τον αρχηγό του ιππικού. Μετά τις οδηγίες για τον τρόπο προετοιμασίας και εκπαίδευσης του στρατιωτικού αυτού σώματος, ο συγγραφέας περνά στα καθήκοντα του ιππάρχου τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και κατά τον πόλεμο και παρέχει πολύτιμες συμβουλές για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων καταστάσεων.


[4.13] Ἀλλὰ μὴν φρονίμου γε ἄρχοντος καὶ τὸ μήποτε κινδυ-
νεύειν ἑκόντα, πλὴν ὅπου ἂν πρόδηλον ᾖ ὅτι πλέον ἕξει τῶν
πολεμίων· τὸ δὲ ὑπηρετεῖν τὰ ἥδιστα τοῖς πολεμίοις προ-
δοσία τῶν ξυμμάχων δικαίως ἂν μᾶλλον ἢ ἀνδρεία κρίνοιτο.
[4.14] σῶφρον δὲ καὶ τὸ ἐκεῖσε ὁρμᾶν ὅπου ἂν ἀσθενῆ τὰ τῶν
πολεμίων ᾖ, κἂν πρόσω ὄντα τυγχάνῃ. τὸ γὰρ σφόδρα
πονῆσαι ἀκινδυνότερον ἢ πρὸς τοὺς κρείττους ἀγωνίζεσθαι.
[4.15] ἢν δέ πῃ εἰς μέσον φιλίων τειχέων εἰσίωσιν οἱ πολέμιοι,
κἂν πολὺ κρείττους ὄντες, καλὸν μὲν ἐντεῦθεν ἐπιχειρεῖν
ὁποτέρωθι ἂν λελήθῃς παρών, καλὸν δὲ καὶ ἅμα ἀμφοτέ-
ρωθεν. ὅταν γὰρ οἱ ἕτεροι ἀποχωρῶσιν, οἱ ἐκ τοῦ ἐπὶ
θἄτερα ἐλαύνοντες ταράττοιεν μὲν ἂν τοὺς πολεμίους, σῴζοιεν
δ’ ἂν τοὺς φίλους. [4.16] καὶ τὸ μὲν διὰ κατασκόπων πειρᾶσθαι
εἰδέναι τὰ τῶν πολεμίων πάλαι εἴρηται ὡς ἀγαθόν ἐστιν·
ἐγὼ δὲ πάντων ἄριστον νομίζω εἶναι τὸ αὐτὸν πειρᾶσθαι, ἢν
ᾖ ποθεν ἐξ ἀσφαλοῦς, θεώμενον τοὺς πολεμίους ἀθρεῖν ἤν τι
ἁμαρτάνωσι. [4.17] καὶ τὸ μὲν κλαπῆναι δυνατὸν πέμπειν χρὴ
τοὺς ἐπιτηδείους κλέψοντας, τὸ δ’ ἁρπασθῆναι ἐγχωροῦν
ἐφιέναι τοὺς ἁρπάσοντας. ἢν δὲ πορευομένων ποι τῶν
πολεμίων ἀπαρτᾶταί τι ἀσθενέστερον τῆς αὑτοῦ δυνάμεως ἢ
θαρροῦν ἀποσκεδαννύηται, οὐδὲ τοῦτο χρὴ λανθάνειν· ἀεὶ
μέντοι <τῷ> ἰσχυροτέρῳ τὸ ἀσθενέστερον θηρᾶν. [4.18] δυνατὸν
δὲ προσέχοντι τὸν νοῦν ταῦτα καταμανθάνειν, ἐπεὶ καὶ τὰ
βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία, οἵ τε ἴκτινοι δύνανται
ὃ ἂν ἀφύλακτον ᾖ ἀφαρπάσαντες εἰς τὸ ἀσφαλὲς ἀποχωρεῖν
πρὶν ληφθῆναι, καὶ οἱ λύκοι δὲ τά τε ἐρημούμενα φυλακῆς
ἀγρεύουσι καὶ τὰ ἐν τοῖς δυσοράτοις κλέπτουσι, [4.19] κἂν μετα-
θέων γέ τις ἐπιγίγνηται κύων, ἢν μὲν ἥττων ᾖ, τούτῳ ἐπι-
τίθεται, ἢν δὲ κρείττων, ἀποσπάσας ὅ τι ἂν ἔχῃ ἀποχωρεῖ.
ὅταν δέ γε φυλακῆς καταφρονήσωσι λύκοι, τάξαντες ἑαυτῶν
τοὺς μὲν ἀπελάσαι τὴν φυλακήν, τοὺς δὲ ἁρπάζειν, οὕτω τὰ
ἐπιτήδεια πορίζονται. [4.20] θηρίων γε μὴν δυναμένων τὰ τοιαῦτα
φρονίμως λῄζεσθαι, πῶς οὐκ ἄνθρωπόν γε ὄντα εἰκὸς σοφώ-
τερον τούτων φαίνεσθαι ἃ καὶ αὐτὰ τέχνῃ ὑπ’ ἀνθρώπου
ἁλίσκεται;

***
Ίδιον φρονίμου αρχηγού είναι να μη διακινδυνεύη ποτέ εκουσίως, ειμή όπου είναι φανερόν ότι πλεονεκτεί του εχθρού· μία ασύνετος ενέργεια, εξυπηρετούσα τας απόψεις του εχθρού, δικαίως ήθελε κριθή ως προδοσία μάλλον των φίλων παρά ως ανδρεία. Συνετόν επίσης είναι να προσβάλη τα ασθενή σημεία του εχθρού, έστω και αν πρόκειται να τα συναντήση αρκετά μακράν· διότι και η μεγαλύτερα κόπωσις είναι ακινδυνοτέρα από του να μάχεται τις εναντίον ισχυρότερου εχθρού. Αν ποτέ ο εχθρός εισδύση μεταξύ φιλίων στρατευμάτων και εις περίπτωσιν καθ΄ ην είναι πολύ ισχυρότερος, καλόν είναι να τον προσβάλης εκ της κατευθύνσεως εξ ης δεν εγένεσο αντιληπτός, όπως επίσης είναι καλόν να τον προσβάλης και εκ των δύο πλευρών. Διότι ούτω, όταν οι μεν θα συνεπτύσσοντο, οι εκ της ετέρας πλευράς επερχόμενοι θα ενέβαλλον εις αταξίαν μεν τον εχθρόν, θα έσωζον δε τους (συμπτυσσομένους) φίλους.

Ανέκαθεν ελέχθη πόσον επωφελής είναι η προσπάθεια να γνωρίζη τις διά κατασκόπων την κατάστασιν του εχθρού. Εγώ νομίζω ότι καλύτερον όλων είναι να επιδιώξετε εκ τινός ασφαλούς παρατηρητηρίου να παρακολουθήτε αυτοπροσώπως τον εχθρόν, ίνα επωφεληθήτε ενδεχομένων σφαλμάτων του, και δι' ό,τι είναι δυνατόν να κλαπή αποστείλατε τους ικανούς δια κλοπήν, ό,τι δε είναι δυνατόν ν' αρπαγή εξαπολύσατε τους καταλλήλους δι' αρπαγήν. Αν κατά τινα πορείαν του εχθρού ασθενές τμήμα αυτού αποχωρισθή του κυρίου σώματος ή μη ανησυχούν έχη διασκορπισθή, δεν πρέπει να σας διαφύγη τοιαύτη ευκαιρία· αλλά πάντοτε δια του ισχυρότερου πρέπει ν' αγρευθή το ασθενέστερον. Ταύτα είναι δυνατόν να κατανοήση τις και δια συλλογισμών, αφού τα ολιγώτερον του ανθρώπου νοήμονα ζώα, και αυτοί ακόμη οι ίκτινοι, εκείνο το οποίον είναι αφύλακτον αφού το αρπάσουν, αποχωρούν εις μέρος ασφαλές πριν κυνηγηθούν. Και οι λύκοι αρπάζουν τα μη φυλασσόμενα και κλέπτουν εκείνα άτινα είναι εις μέρη μη καλώς ορατά, ευθύς δε ως εμφανισθή διώκτης κύων, αν μεν ο τελευταίος ούτος είναι ασθενέστερος αυτού, (ο λύκος) επιτίθεται εναντίον του, αν όμως είναι ισχυρότερος, πνίγει την λείαν του και αποχωρεί. Όταν δε οι λύκοι δεν φοβούνται τους φύλακας, κατανέμουν την ομάδα των ούτως, ώστε οι μεν ν' απομακρύνουν τους φύλακας, οι δε ν' αρπάσουν, ποριζόμενοι ούτω την τροφήν των. Αφού λοιπόν τα θηρία δύνανται να λαφυραγωγούν μετά συνέσεως, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, σοφώτερος φυσικά αυτών, να υστερήση, αφού και αυτά κατορθώνει δια της τέχνης του να τα συλλαμβάνη;