Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (766-791)

τέλειαι γὰρ παλαιφάτων ἀρᾶν [στρ. δ]
βαρέαι καταλλαγαί· τὰ δ᾽ ὀλο-
ὰ πενομένους παρέρχεται,
πρόπρυμνα δ᾽ ἐκβολὰν φέρει
770 ἀνδρῶν ἀλφηστᾶν
ὄλβος ἄγαν παχυνθείς.

τίν᾽ ἀνδρῶν γὰρ τοσόνδ᾽ ἐθαύμασαν [ἀντ. δ]
θεοὶ [καὶ] ξυνέστιοι πόλεος
ὁ πολύβοτός τ᾽ αἰὼν βροτῶν,
775 ὅσον τότ᾽ Οἰδίπουν τίον,
τὰν ἁρπαξάνδραν
κῆρ᾽ ἀφελόντα χώρας;

ἐπεὶ δ᾽ ἀρτίφρων [στρ. ε]
ἐγένετο μέλεος ἀθλίων
780 γάμων, ἐπ᾽ ἄλγει δυσφορῶν
μαινομένᾳ κραδίᾳ
δίδυμα κάκ᾽ ἐτέλεσεν·
πατροφόνῳ χερὶ τῶν
κρεισσοτέκνων [δ᾽ ἀπ᾽] ὀμμάτων ἐπλάγχθη· †

785 τέκνοις δ᾽ ἀρχαίας [ἀντ. ε.]
ἐφῆκεν ἐπίκοτος τροφᾶς,
αἰαῖ, πικρογλώσσους ἀράς,
καί σφε σιδαρονόμῳ
διὰ χερί ποτε λαχεῖν
790 κτήματα· νῦν δὲ τρέω
μὴ τελέσῃ καμψίπους Ἐρινύς.

***
Γιατί μια κατάρα παλιά
βαρύν εξοφλημό στο τέλος έχει·
κι αν ο όλεθρος τους ταπεινούς
φτωχούς ανθρώπους παρατρέχει,
μα τους τρανούς μεγαλοπίχειρους
που ο πλούτος των παραπαχαίνει
770 έξω από το μέτρο, συγκλαδόκορμο ξερίζωμα
τους περιμένει.

Ποιόν άνθρωπο καμιά φορά
τίμησαν κι οι συνέστιοι οι θεοί μας τόσο
κι η πολυσύχναστη αγορά
της πολιτείας μας, όσο
τιμούσαν τότε τον Οιδίποδα
όταν τη χώρα είχε απαλλάξει
από το τέρας, τόσους άντρες της
που είχεν αρπάξει;

Μα όταν στο τέλος του ξεφανερώθηκαν,
780 του μαύρου, οι θλιβεροί του γάμοι,
τρελός από τον πόνο τον αβάσταγο
διπλά κακά επήε να κάμει·
με το ίδιο χέρι ο πατροφονιάς
ξερίζωσε τα μάτια τα δικά του,
τα πιο ακριβά στον άνθρωπο
κι απ᾽ τα παιδιά του.

Και για τους γιους του μέσα στο άγριο
το πάθος του, γιατί τους είχε θρέψει,
πικρόγλωσσες, αλίμονο,
κατάρες βρήκε να γυρέψει·
το βιος του να μοιράσουν μια φορά
790 με σίδερο στο χέρι· και πώς τρέμω τώρα
να μην το κάμει η Ερινύα
ώραν την ώρα!

Δε φταίει το σύμπαν, εσύ φταις

Κατηγορούμε τους πάντες. Λέμε τον πόνο μας σε όλους, αναλύουμε ότι μας πλήγωσαν, ότι διέλυσαν τα συναισθήματά μας. Σκεφτόμαστε το τι πάθαμε, τον εαυτό μας, το εγώ μας. Κανένας, όμως, δεν σκέφτεται το μερίδιο ευθύνης που του αναλογεί, για όλα αυτά τα γεγονότα που του συμβαίνουν. Επιρρίπτονται ευθύνες στους γύρω μας και ξεχνάμε πως η αρχή της ιστορίας είμασταν εμείς.

Πόσες φορές να ακούσουμε τα ίδια και τα ίδια. «Μακριά από τοξικούς ανθρώπους». Πολύ σχολιασμένη και βαρετή συζήτηση πλέον για τα μέτρα μας. Βαρετή συζήτηση, όταν συνειδητοποιείς ότι δεν φταίνε οι άνθρωποι που σε κατέστρεψαν, αλλά εσύ που τους ανέχτηκες. Άφησες ανθρώπους να μπαινοβγαίνουν στην ζωή σου, λες και ήσουν ένα φθηνό μαγαζί. Να έρχονται να βλέπουν αν έχει κάτι «καινούριο» και να φεύγουν όποτε οι ίδιοι γουστάρουν, ή όποτε βαριούνται. Να μπορούν να είναι εδώ όποτε θέλουν, χωρίς περιορισμούς, χωρίς δεύτερη σκέψη ή άλλους ενδοιασμούς.

Είναι τρομακτικό πόσο χειριστικοί μπορούν να γίνουν οι άνθρωποι και η επίδραση τους σε εμάς όταν τους αφήνουμε, είναι τεράστια. Μας ταπείνωναν και μέναμε ατάραχοι, εκεί, να ζητάμε συγγνώμη και να προσπαθούμε να αλλάξουμε τον εαυτό μας για να είμαστε στα μέτρα τους. Κλείναμε τα μάτια και προσποιούμασταν πως δεν ξέραμε τι μαχαιριές κρύβονταν πίσω από την πλάτη μας. Δίναμε ευκαιρίες, χωρίς να απαιτούμε, χωρίς να περιμένουμε την ανάλογη ανταπόκριση. Από τότε λοιπόν, το παιχνίδι μας, ήταν χαμένο.

Μας είπαν να φύγουμε αλλά μείναμε, γιατί θέλαμε από την ξεροκεφαλιά μας, με το ζόρι μια θέση στη ζωή τους. Κάναμε υποχωρήσεις, πολλά βήματα πίσω, ρίξαμε νερό στο κρασί μας, για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα, που ήδη ξέραμε από την αρχή μέσα μας. Ότι δεν άξιζε τον κόπο. Αλλά πώς αλλιώς να σταματούσαμε αν δε χτυπούσαμε; Πώς να αλλάξουμε τα γεγονότα, αν το μάθημα δεν γίνει πάθημα;

Δεν έχουμε το δικαίωμα να τα σπάμε όλα στο φινάλε και να βγαίνουμε θύματα αν οι ίδιοι δεν προσπαθήσαμε, δεν κάναμε πράξεις και βήματα, για να αλλάξουμε όλο αυτό που μας ενοχλούσε. Γ’ αυτό, απαγορεύονται τα παράπονα από όποιον έσκυψε το κεφάλι του χωρίς να φωνάξει με την δύναμη της ψυχής του, ότι του έκαιγε τα σωθικά. Ό,τι δικαιώματα δίνεις, αυτά θα σου σερβίρουν να πάρεις πίσω. Μην ξεχνάς, πως, ότι δεν λύνεται, κόβεται.

Στην τελική, ο καθένας έχει τη ζωή του και κάνεις τις δικές του επιλογές. Καιρός είναι να αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Μην δίνεις τις μετρημένες θέσεις ανθρώπων που έπρεπε να έχεις στη ζωή σου, σε κάποιον που πρόκειται να σε πουλήσει, γιατί αν η διαδρομή σου φανεί ωραία, το τέλος θα είναι απότομο κι ανυπόφορο.

Η απόδραση ξεκινάει απ’ το μυαλό. Δεν παίζουμε τη ζωή μας τυχαία, ανίδεοι, σαν μια παρτίδα τράπουλας. Ήρθε η ώρα για στροφή προς την πραγματικότητα. Ξύπνα κι αναθεώρησε τα άτομα που ονομάζεις δικούς σου ανθρώπους, γιατί δε φταίνε οι «τοξικοί άνθρωποι», δε σε σκοτώνουν αυτοί. Σκοτώνεις τον εαυτό σου με τις επιλογές σου και τα δικαίωμα που δίνεις. Εσύ, δίνεις το χέρι σου, στους δολοφόνους των συναισθημάτων σου, πατώντας τη σκανδάλη. Ο μόνος που μπορεί να αλλάξει τα γεγονότα, είσαι εσύ.

Οι Αναλφάβητοι του Έρωτα

Η ιδέα και η εντύπωση είναι τα μόνα που μετρούν. Η επίγνωση της κατωτερότητας και της λειψής σου φύσης είναι οι μόνοι εφιάλτες. Η σιγουριά φτάνει για να σε κάνει πιο ήρεμο, ακόμα κι αν είναι μια σκέτη ουτοπία. Η δύναμη είναι μια ιδέα, όλα είναι μια ιδέα. Τίποτε δεν έχει την αληθινή του υπόσταση και μπορεί να μην υπάρχουν αληθινές υποστάσεις μέσα σε ανθρώπινες ψυχές.

Το μυαλό είναι εκείνο που φτάνει τα πάντα και μόνο του πάλι τα χαλά. Μέσα στο μυαλό μου έχω πια την σιγουριά ότι μπορώ να είμαι ελεύθερος μόλις το θελήσω. Μέσα στο μυαλό μου έχω τη δύναμη να καλωσορίσω την κάθε μονότονη μέρα. Μέσα στο μυαλό μου βρίσκω την δύναμη να ανέβω την ανηφόρα χωρίς να υποφέρω.

Είμαι εγώ και είμαι ζωντανός και αυτόφωτος σαν ήλιος. Και από τίποτα πια δεν έχω ανάγκη, αφού δοκιμάστηκα στα γρανάζια της ζωής και της περιπέτειας. Αφού έμαθα τις αληθινές αξίες κι έδωσα αξία στον εαυτό μου. Είμαι ελεύθερος και μοναδικός. Μπόρεσα, μπόρεσα!

Ξυπνώ πια το πρωί και φωνάζω, «μπορώ» γιατί το `χω πιστέψει πως όλα τα μπορώ. Κι είναι αλήθεια. Είμαι παντοδύναμος και κανείς δεν μπορεί να μου κλέψει όλες τις όμορφες στιγμές που τόλμησα να ζήσω.

Μόνοι γεννιόμαστε, μόνοι πεθαίνουμε και τίποτα δεν μας μένει πέρα από τις στιγμές που ζήσαμε. Τις όμορφες. Όλες εκείνες που ξεπέρασαν για λίγο την μιζέρια και την θλίψη, όλες εκείνες που ταυτίστηκαν μαζί μας, που ανήκουν πια μόνο σε μας. Επειδή πάνω απ όλα, θέλει τόλμη η ζωή, θέλει πολλά κότσια η ευτυχία.

Κι η μοίρα δεν είναι κάτι απλό κι ουδέτερο, αλλά κάτι που πλάθεται όπως το θες. Οι δυστυχίες που έρχονται παλεύονται. Οι ευτυχίες που δεν λένε να φανούν είναι εκείνες που γίνονται οι εφιάλτες μιας ζωής. Όλες εκείνες οι μικρές σπίθες που μας δίνονται έτοιμες, ολοζώντανες κάθε μέρα και τις αφήνουμε να χαθούν σαν να μην υπήρξαν είναι τα απωθημένα που δεν θα μας αφήσουν να γεράσουμε με αξιοπρέπεια.

Δοσ' μου τις δυστυχίες που μου αναλογούν, αφού δεν γίνεται αλλιώς, αλλά βοήθησε με να αξιωθώ κι όλες τις ευτυχισμένες ώρες που αιωρούνται σαν άστρα πάνω από το κεφάλι μου.

Να ζήσω τον χρόνο μου, να τον ποτιστώ μέχρι την πιο μικρή μου ίνα, να μπορέσω να γίνω ένα μαζί του. Να έχω συντρόφισσες όμορφες στιγμές, να ξέρω πως έζησα, να μετανιώνω για κείνα που έκανα και να ψάχνω να βρω κι άλλα να κάνω.

Οι στιγμές, οι ώρες και τα αγγίγματα, η αναστάτωση κι οι κόμποι στο στομάχι, το βαρύ στο στήθος απ` τον πανικό της ευτυχίας, η απόλαυση του κορεσμού και της σοφίας, το κύμα μέσα στο κεφάλι μου, η τρικυμία που δεν λέει να κοπάσει, ο φόβος για το ύστερα, για το μετά, οι ευωδιές των χυμών και οι επιλογές. Να η ζωή!

Να η ζωή, φωνάζω μ` όση δύναμη μου απομένει. Μα είναι λίγη και πολύτιμη κι είναι δική μου, μόνο δική μου σαν τον αέρα που ανασαίνω. Δεν θ αφήσω να μου την πάρει μήτε άνθρωπος μήτε Θεός. Κι εύχομαι όλες οι αναστολές κι οι δισταγμοί μου να ξεκινούν μόνο από αγάπη. Αγάπη για κάτι άλλο πιο βαθύ, πιο ωραίο.

Γιατί, τέλος, και το γήρας είναι ωραίο και παντού μέσα του μπορείς να βρεις όλες εκείνες τις αναλαμπές που σημαίνουνε ζωή. Κι όλα είναι όμορφα από κοντά, όταν τα ζεις. Μα σε τούτο το γήρας καλό είναι να μην μένεις μόνος σου.

Κι είναι αλήθεια αυταπόδεικτη, πως το μόνο που μπορεί πάντα να σε συνοδεύει, το μόνο που για πάντα μένει είναι μια, δυο, δέκα, εκατό -ξέρω κι εγώ πόσες – όμορφες στιγμές…

Ποτέ δεν είναι αργά να βρω τον αληθινό μου εαυτό… Ποτέ δεν είναι αργά να βρω το άλλο μου μισό

Πόσες φορές δεν ακούω μέσα μου αυτή τη φωνή που μου λέει πόσο ανάξιος, ανίκανος και άχρηστος είμαι. Μια φωνή που μου επισημαίνει συνεχώς τα λάθη μου και δεν μ’ αφήνει να χαρώ με αυτά που έχω στη ζωή μου, με αυτά που έχω καταφέρει. Μια φωνή που δεν μου επιτρέπει να νιώσω ότι είμαι καλά έτσι ακριβώς όπως είμαι.

Αυτή η φωνή είναι η φωνή των γονιών, των δασκάλων, των σημαντικών ανθρώπων στη ζωή μου που από μικρό παιδί προσπαθούσαν να με βάλουν στο σωστό δρόμο ώστε να γίνω καλός και χρήσιμος άνθρωπος όπως εκείνοι το εννοούσαν. Η πρόθεσή τους ήταν καλή, ήθελαν το καλό μου. Ήθελαν να προοδεύσω στη ζωή μου, να επιτύχω, και φυσικά να τους βγάλω ασπροπρόσωπους. Ο δρόμος όμως προς την κόλαση είναι γεμάτος καλές προθέσεις.

Αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις δεν ήξεραν ότι όταν με διόρθωναν, με επέκριναν, μου επισήμαιναν συνεχώς τα λάθη μου όταν ήμουν ακόμα παιδί, θα δημιουργούσαν έναν άνθρωπο με κομμένα φτερά. Έναν άνθρωπο που δεν πιστεύει αρκετά στην αξία του, δεν εκτιμά όσο χρειάζεται τον εαυτό του και δυσκολεύεται να ξεδιπλώσει τις δυνατότητές του.

Αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις, δεν ήξεραν ότι αυτό που χρειαζόμουν είναι να μ’ εμπιστευτούν, να με ενθαρρύνουν, να πιστέψουν ότι θα τα καταφέρω. Να μ’ αφήσουν να κάνω λάθη, ώστε να δυναμώσω και να σταθώ στις δικές μου δυνάμεις. Να μ’ αφήσουν να ονειρευτώ και να κυνηγήσω τα όνειρά μου.

Αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις, ήθελαν να με προστατέψουν απ’ αυτό που ήμουν. Τι ήμουν; Τίποτα το τρομακτικό… Απλά διαφορετικός από εκείνους. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος όπως όλοι μας. Έπρεπε όμως να τους μοιάσω, να θέλω αυτά που ήθελαν εκείνοι, να κάνω αυτά που θεωρούσαν εκείνοι σωστά, να ζήσω όπως εκείνοι επιθυμούσαν, μακριά απ’ τις δικές μου ανάγκες, αποξενωμένος απ’ τον εαυτό μου. Ήθελαν να με εξουσιάσουν, να με κάνουν μαριονέτα τους, να πάρουν αξία απ’ τις δικές μου επιτυχίες, να είναι περήφανοι γιατί το παιδί τους πέτυχε άρα ήταν κι αυτοί σωστοί γονείς και δάσκαλοι.

Κι εγώ μεγάλωσα πια, και δεν μπόρεσα να εκπληρώσω τα όνειρά τους. Κι ακούω τις φωνές τους να βγαίνουν μέσα απ’ το δικό μου μυαλό. Μπορεί αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις να είναι πια γέροι, ή και να μην ζουν. Όμως, εγώ τους έχω ζωντανούς μέσα μου να με ταλαιπωρούν κάθε μέρα υπενθυμίζοντάς μου πόσο αποτυχημένος και ανάξιος είμαι, αφού δεν έγινα αυτό που επιθυμούσαν.

Ακόμα κι αν είχα καταφέρει κάποια πράγματα που εκείνοι θεωρούσαν σημαντικά, εκείνοι πάντα κάτι θα έβρισκαν που θα τους άφηνε ανικανοποίητους. Πάντα θα εστίαζαν σ’ αυτό που δεν κατάφερα. Κι έτσι, μένω κι εγώ ανικανοποίητος, όσο κι αν προσπαθώ να τους ευχαριστήσω, αυτούς τους ανθρώπους που βρίσκονται πια μέσα μου, σαν φαντάσματα απ’ το παρελθόν.

Κι αυτοί οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις, τα ίδια διδάχτηκαν απ’ τους δικούς τους γονείς και δασκάλους, με τον ίδιο τρόπο μεγάλωσαν και έζησαν. Το ίδιο υπέφεραν και έζησαν μια άλλη ζωή και όχι την δική τους. Δεν τους κατηγορώ, δεν θυμώνω μαζί τους, τους συγχωρώ γιατί έκαναν αυτό που μπορούσαν. Απλά εγώ θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που μου δίδαξαν.

Καιρός λοιπόν να μεγαλώσω, να βρω τη δική μου φωνή που θ’ ακουστεί τρυφερή μα συγχρόνως δυνατή και θα επισκιάσει αυτές τις άψυχες φωνές των φαντασμάτων μου. Μια φωνή που με αγάπη θα μου λέει πόσο περήφανη είναι για μένα, απλά επειδή είμαι εγώ. Μια φωνή που θα μου λέει μπράβο τα κατάφερες, ή δεν πειράζει όλα θα πάνε καλά. Μια φωνή που θα μου δείχνει προς τα πού είναι ο δρόμος μου, και θα με ενθαρρύνει κάθε φορά που νιώθω έτοιμος να τα παρατήσω.

Αυτή η φωνή είναι η φωνή της ψυχής μου, του βαθύτερου και αληθινού εαυτού μου. Εκείνον που ξέχασα ή που ποτέ δεν γνώρισα ώστε να ικανοποιώ τις ανάγκες των άλλων. Τον εαυτό μου, το πολυτιμότερο που έχω σ’ αυτόν τον κόσμο, που ως τώρα μπορεί να ήταν και ο χειρότερός μου εχθρός μου. Με έμαθαν εκείνοι οι άνθρωποι με τις καλές προθέσεις να τον απαρνηθώ, να μην τον θέλω, να τον πολεμώ.

Καιρός όμως πια να τον αντικρίσω,, να τον γνωρίσω, να τον νιώσω ή μάλλον καλύτερα να τον αφουγκραστώ. Να δω ποιες είναι οι επιθυμίες του, οι ανάγκες του, πώς νιώθει, τι θέλει να μου πει. Να τον αφήσω να εκφραστεί. Πόσο καιρό έμεινε φιμωμένος, θυμωμένος, θλιμμένος… Ας κάνω κάτι γι’ αυτόν, ας τον φροντίσω, ας του ικανοποιήσω μια επιθυμία του. Θέλει χρόνο και πολύ προσπάθεια για να γίνουμε φίλοι.

Αξίζει όμως τον κόπο. Βρίσκοντας σιγά σιγά τον εαυτό μου, νιώθω τα κομμάτια μου να ενώνονται, νιώθω ζωντανός και ολόκληρος. Νιώθω γαλήνη και ηρεμία. Νιώθω εσωτερική ειρήνη. Και τότε αρχίζω να ακούω αυτή την τρυφερή και δυνατή φωνή μέσα μου που με στηρίζει, πιστεύει σε μένα και διώχνει μια για πάντα τις φωνές των φαντασμάτων που μου έκοβαν τα φτερά.

Αυτή η φωνή με καθοδηγεί να βρω το δρόμο της ζωής που με κάνει ευτυχισμένο και ικανοποιημένο με ό,τι επιλέγω να κάνω. Και νιώθω πως είμαι ακριβώς αυτό που θα ‘ έπρεπε να είμαι, και ζω τη ζωή μου όπως ακριβώς επιθυμώ να την ζω. Ποτέ δεν είναι αργά να βρω τον αληθινό μου εαυτό και να τον κάνω συνοδοιπόρο και σύντροφό μου στη ζωή. Ποτέ δεν είναι αργά να βρω το άλλο μου μισό.

Επιβράβευσε το παιδί και δίδαξέ του το δρόμο της βελτίωσης

Πολλά παιδιά και έφηβοι εισπράττουν τη σκληρότητα και τη μη επιβράβευση των επιτευγμάτων τους ως έλλειψη αγάπης και αποδοχής. Είναι γεγονός πως η οικογένεια είναι ο πρώτος κοινωνικός και οργανωμένος θεσμός, στον οποίο βρισκόμαστε και έχουμε απόλυτη ανάγκη την αποδοχή και τη θετική έγκριση, ώστε να χτίσουμε ένα υγιές πλαίσιο αυτοεκτίμησης.

Πολλοί γονείς δεν επιβραβεύουν τα παιδιά τους, επειδή θεωρούν πως αυτά θα κακομάθουν και θα επαναπαυτούν στις ήδη υπάρχουσες επιτυχίες τους. Μάλιστα, πολλές φορές συγκρίνουν διαρκώς το παιδί τους με άλλα παιδιά ή με άλλα αδέλφια στην οικογένεια. Αυτή η συμπεριφορά όμως είναι ικανή να τραυματίσει το παιδί, να αισθάνεται διαρκώς ανεπαρκές και να αγωνίζεται ώστε να κερδίσει την πολυπόθητη επιβράβευση και αποδοχή.

Είναι σημαντικό να μάθουμε να αποδεχόμαστε τον άλλον, το παιδί μας γι’ αυτό που είναι. Η αντίληψη πως ένα παιδί θα κακομάθει, επειδή ο γονιός θα του δώσει μεγάλη αγάπη και αποδοχή, είναι αναληθής. Στην πραγματικότητα, η αποστέρηση της αγάπης είναι το μεγαλύτερο κακό που μπορεί να πράξει κάποιος –ειδικά ένας γονιός- στο παιδί του.

Επιβράβευε το παιδί και, ταυτόχρονα, εμφύσησε μέσα του την πεποίθηση πως μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερο. Η αποδοχή είναι ένα σπουδαίο δώρο. Ένα παιδί που δεν το αποδέχθηκαν, τρέχει όλη του τη ζωή για να φτάσει κάπου που δεν μπορεί καν το ίδιο προσδιορίσει.

Αν προσπαθείς να τους ευχαριστήσεις όλους δεν θα βρεις ποτέ αυτό που αναζητάς

Το να τους ευχαριστείτε όλους, ή το να προσπαθείτε, έχει ένα μεγάλο κόστος. Ένας από τους λόγους που ίσως το κάνετε αυτό είναι γιατί φοβάστε ότι θα μείνετε μόνοι, είτε είστε περιτριγυρισμένοι από ανθρώπους είτε όχι. Μιλάμε για τον φόβο του να νιώθετε μόνοι ακόμα και αν είστε με ανθρώπους. Είναι η μοναξιά που υπάρχει παρά το αντίδοτο της: την συντροφιά των άλλων.

Ξέρουμε ότι οι σχέσεις είναι ουσιώδεις. Επίσης ξέρουμε ότι είναι θαυμάσιες όταν έχουν καλή ποιότητα και είναι έμπιστες. Σκεφτείτε το γεγονός ότι στους περισσότερους από εμάς αρέσει να βρισκόμαστε με ανθρώπους με τους οποίους έχουμε παρόμοιες αξίες. Δεδομένου αυτού, το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι να καταλήξουμε με ανθρώπους που επιλέγουμε από φόβο και όχι από επιθυμία.

Σχέσεις που γεννιούνται από φόβο
Πολλές σχέσεις γεννιούνται από φόβο. Στην πραγματικότητα, οι πιο ικανοποιητικές γεννιούνται από την ανεπιφύλακτη επιθυμία να βρίσκεστε με κάποιον άλλον. Ίσως φοβάστε την μοναξιά ή την ανία ή πάντα χρειάζεστε συντροφιά. Τα παραπάνω μας οδηγούν στο να αποδεχτούμε συνθήκες τις οποίες κανονικά θα απορρίπταμε. Μια από αυτές τις συνθήκες είναι το να προσπαθούμε να τους ευχαριστήσουμε όλους.

Μερικές φορές, ακόμα και αν είστε σε μια σχέση την οποία θέλετε, οι φόβοι σας μεταμορφώνουν αυτή την επιθυμία σε ανάγκη. Την στιγμή που η αποφασιστικότητα σας δίνει τη θέση της στον φόβο, στην αίσθηση της υποχρέωσης ή στην ενοχή, καταλήγετε παγιδευμένοι στη σχέση. Αυτά κάνουν αδύνατο να την απολαύσετε.
«Στο πλαίσιο των σχέσεων, δεν υπάρχει κανένας λόγος να νιώθεις ότι πρέπει να τους ευχαριστήσεις όλους. Το θέμα είναι να απολαύσεις τις σχέσεις που σε κάνουν ευτυχισμένο. Αυτό είναι δύσκολο να επιτευχθεί όταν υπάρχει φόβος.»
Σκεφτείτε το. Πόσες φορές δεχτήκατε τις προσκλήσεις σε πράγματα που δεν σας ενδιέφεραν; Πόσες φορές έχετε ανεχτεί την κακή συμπεριφορά των άλλων; Σκεφτείτε όλες τις φορές που προσπαθήσατε να τους ευχαριστήσετε όλους, ακόμα και σε βάρος της δικής σας ευτυχίας. Μάλλον πολλές φορές. Μάλλον υπερβολικά πολλές φορές.

Η συμπεριφορά με αυτόν τον ανασφαλές τρόπο μόνο για να προσπαθήσετε να ευχαριστήσετε τους άλλους προέρχεται από τον φόβο της απόρριψης ή της μοναξιάς. Αυτό ισχύει ακόμα και αν σας πληγώνει. Η αυτοπεποίθηση και η πρόοδος ποτέ δεν προέρχονται από τον φόβο, μόνο η στασιμότητα.

Καταλήγετε στην ίδια αρχή ξανά και ξανά. Περιβάλλεστε από ανθρώπους που ποτέ δεν θα επιλέγατε και που δεν εμπλουτίζουν την ζωή σας.

Η αυτοπεποίθηση γεννιέται από την αποφασιστικότητα
Με το να καλυτερεύσετε την αποφασιστικότητα σας θα βελτιώσετε την ποιότητα των σχέσεων σας και θα τις απολαύσετε περισσότερο. Θα μπορείτε να αποφύγετε να βρίσκεστε με ανθρώπους που δεν δέχονται το όχι ως απάντηση, για παράδειγμα. Μπορείτε να είστε σίγουροι πως δεν σπαταλάτε τον χρόνο σας με ανθρώπους που δεν δείχνουν ενσυναίσθηση.

Ένα «όχι» σε ένα πράγμα μπορεί να είναι «ναι» σε κάτι άλλο. Μερικές φορές ένα «όχι» στο σχέδιο ενός φίλου που δεν σας αρέσει μπορεί να είναι «ναι» σε άλλα πράγματα που σας ενθουσιάζουν. Μερικές φορές το «όχι», γιατί έχετε άλλα πράγματα να κάνετε, είναι ένας τρόπος για να τιμήσετε κάτι άλλο. Το «δεν μου αρέσει και πολύ» ή το «Δεν μου αρέσει ο τρόπος που μιλάς» είναι το κλειδί για να βεβαιωθείτε πως αυτό που σας ενοχλεί δεν θα ξανασυμβεί.

Αν θέσετε σωστά τα όρια σας, οι άλλοι θα αντιδράσουν και θα σκεφτούν την συμπεριφορά τους. Η ζωή σας θα βελτιωθεί.

Είναι αλήθεια ωστόσο πως με το να βελτιώσετε την αποφασιστικότητα σας σε μια σχέση δεν αρέσει σε όλους. Το θετικό κομμάτι είναι πως η επιλογή που κάνετε όταν είστε αποφασισμένοι σημαίνει ότι μπορείτε να κάντε βαθύτερες και μακρόχρονες σχέσεις. Το να απαλλαγείτε από την πίεση του να προσπαθείτε να τους ευχαριστήσετε όλους θα σας κάνει να νιώσετε απίστευτα ελεύθεροι. Και δεν έχει σημασία αν είστε μόνοι ή με άλλους.

Το να ξέρετε πώς να πείτε «όχι» ανοίγει την πόρτα σε σχέδια που πραγματικά σας ενθουσιάζουν, σε σχέσεις με ανθρώπους οι οποίοι νοιάζονται πραγματικά για εσάς και σε φίλους που σας εμπιστεύονται. Το να ξέρετε πώς να πείτε «όχι» ή να μιλήσετε για κάτι που δεν σας αρέσει θα βελτιώσει την αυτό-εκτίμηση σας και θα σας επιτρέψει να κάνετε λάθη.

Θα κάνετε πολλά λάθη και επίσης θα μάθετε πολλά μαθήματα. Αυτό σημαίνει να κερδίσετε την ανεξαρτησία σας για να διαχειριστείτε τον χρόνο σας και να μην μείνετε παγιδευμένοι σε σχέσεις που δεν αξίζουν.

Το να λέτε «όχι» έχει ένα ρίσκο. Μπορεί στην αρχή να συναντήσετε δυσαρεστημένα άτομα αλλά μακροπρόθεσμα θα ενισχύσει τις σχέσεις σας.

Η βιολογική αυτογνωσία μας

Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε τον Κόσμο και κατακτάμε τα πρώτα ερείσματα της συνείδησής μας αρχίζει το μεγάλο ταξίδι της αυτογνωσίας μας που βαστάει όσο και η ίδια η ζωή μας!

Και ίσως μια από τις πιο όμορφες αλλά και πιο προκλητικές πτυχές αυτού του ταξιδιού είναι ότι είμαστε ταυτόχρονα παρατηρητές και παρατηρούμενοι του ειδώλου μας και ακόμα πιο γοητευτικά είμαστε δημιουργοί του και θαυμαστές του.

Ο εαυτός μας είναι σε ένα διαρκές γίγνεσθαι. Η ίδια η ζωή μας είναι σκηνικό στο οποίο πραγματώνεται η ανάπτυξη του εαυτού μας και η παράλληλη γνώση αυτού. Κάθε στιγμή είμαστε διαφορετικοί και κάθε στιγμή νιώθουμε την ανάγκη να μαθαίνουμε αυτή τη διαφορετικότητά μας.

«Τα πάντα ρει», μας είπε ο Ηράκλειτος, αλλά εμείς δύσκολα κατανοούμε τις βαθιές μεταβολές που γίνονται στον ίδιο τον εαυτό μας. Άλλωστε ούτε την αύξηση του ύψους μας δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε καλά – καλά στη διάρκεια της παιδικής μας ηλικίας και της εφηβείας μας και τη συνειδητοποιούμε από την έκπληξη των άλλων…

Η βιολογική αυτογνωσία είναι κομμάτι της αυτογνωσίας μας. Κατά τη γνώμη μου δεν θα έπρεπε να υπάρχει επιμερισμός της αυτογνωσίας, σε βιολογική και πνευματική, αλλά αυτό προκύπτει από τον περίφημο διαχωρισμό ύλης και πνεύματος, κάτι που δύσκολα μπορεί να στηριχτεί στην όποια έρευνα κάνουμε για τον εαυτό μας. Ωστόσο, θα μείνουμε στη συζήτησή μας για τη βιολογική και μόνο πλευρά του ανθρώπου για να είμαστε μέσα στην κρατούσα κοσμοθεώρηση.

Για να βρούμε τη βάση της βιολογικότητάς μας υπάρχει μόνο μια μέθοδος, η εξελικτική ματιά στο είδος του ανθρώπου. «Τίποτα στη Βιολογία δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο υπό το φως της εξέλιξης», θα πει πολύ εύστοχα ο διάσημος βιολόγος Ντομπζάνσκι, και αυτό είναι πράγματι το βασικό εργαλείο για να δούμε όχι απλά και μόνο το σώμα μας ως δομή αλλά τις λειτουργίες του και τις ανάγκες του, την αισθητική του αποτίμηση και την προοπτική του.

Το σώμα του ανθρώπου είναι σμιλεμένο εδώ και εκατομμύρια χρόνια για να περπατάει ή να τρέχει και σε κάθε περίπτωση να κινείται. Αυτό αφορά το σύνολο των οργάνων και των συστημάτων μας, των κυττάρων και των ιστών μας και προπάντων το όλον του σώματός μας.

Επομένως για οποιαδήποτε απόπειρα αυτογνωσίας – η οποία έχει πάντα και το ρόλο της διαρκούς δημιουργίας του εαυτού μας από εμάς τους ίδιους – θα πρέπει να αμφισβητηθεί η σημερινή κρατούσα κατάσταση της καθιστικής ζωής.

Η αυτογνωσία είναι αυτοσκοπός αλλά σε κάθε περίπτωση συνδέεται με την ευζωία και με την ευτυχία του ανθρώπου, με την άσκηση των κοινωνικών των λειτουργιών και με την προαγωγή κάποιου συγκεκριμένου αξιακού φορτίου.

Ο άνθρωπος οφείλει να έχει γνώση του ιστορικού ταξιδιού του σώματός μας, να κατανοεί πλήρως τις μεταβολές του στη διάρκεια της ζωής του και κυρίως να τις λαμβάνει υπόψη του στη συνολική του συμπεριφορά. Αλλά πώς μπορεί να έχει πλήρη εικόνα, όταν η βιολογικότητά μας είναι εν πολλοίς αθέατη;

Πράγματι, έχουμε την εξωτερική εικόνα του σώματός μας αλλά δεν ξέρουμε τι γίνεται μέσα μας, εκτός αν κάποιο σημάδι πόνου ή ενόχλησης μάς «ειδοποιήσει».

Έτσι, μπορεί να ζούμε κανονικά αλλά να μην ξέρουμε μια ενδεχόμενη καρκινογένεση ή ένα παθολογικό πρόβλημα ή έναν παρασιτικό οργανισμό ή μια κληρονομική ασθένεια κ.λπ. Αλλά δεν ξέρουμε τις δυνατότητες του σώματός μας και σε πιο απλά ζητήματα.

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Όλοι οι άνθρωποι σηκώνουν βάρη. Δεν ξέρουν όμως τις σωρευτικές επιδράσεις που αυτά μας φορτώνουν με την πάροδο του χρόνου. Μπορούμε με τα χέρια μας και με τη δύναμή μας να αξιολογούμε ότι μπορούμε να σηκώσουμε ένα μεγάλο βάρος, αλλά θα ξαφνιαστούμε αν δούμε να προκύπτει από αυτή την ενέργειά μας μια κοίλη!

Τίθεται λοιπόν επί τάπητος η έννοια της αυτογνωσίας όχι μόνο με βάση τις αισθήσεις μας ή με τη λειψή ούτως ή άλλως εμπειρία μας αλλά με βάση τα επιστημονικά στοιχεία που δεν μπορούμε να έχουμε πάντα στη διάθεσή μας.

Ουσιαστικά, προσεγγίζουμε το εν λόγω ζήτημα μέσω του αγαθού της υγείας, μόνο που και εδώ κάνουμε ένα μεθοδολογικό σφάλμα, την αντιμετώπισή της μόνο όταν παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα – αν και ούτε και τότε για πολλούς ανθρώπους.

Η βιολογική αυτογνωσία περιλαμβάνει ακόμα τη διατροφή μας, όπου και εδώ βέβαια υπάρχει μεγάλη άγνοια, και για να μην χαθούμε στις επιμέρους πτυχές του εαυτού μας η βιολογική αυτογνωσία συνάπτεται απόλυτα με τον τρόπο της ζωής μας και με το νόημα που προσδίδουμε στη ζωή μας.

Mε την κοσμοθεωρία μας και με την αγάπη μας για τον άνθρωπο και για τον κόσμο, γιατί είμαστε μια ψυχοσωματική ενότητα και μόνο έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε τον εαυτό μας και να δημιουργήσουμε τη μοναδική ομορφιά του.

Γιατί κοιτάς τα ξένα βάσανα, κακοηθέστατε άνθρωπε, με μάτι κοφτερό, αλλά παραβλέπεις τα δικά σου;

ΠΕΡΙ ΠΟΛΥΠΡΑΓΜΟΣΥΝΗΣ

Τέτοιο (νόσημα του νου), επί παραδείγματι, είναι η πολυπραγμοσύνη, που είναι επιθυμία να μαθαίνουμε τα κακά των άλλων, ασθένεια που δεν θεωρείται απαλλαγμένη ούτε από φθόνο ούτε από κακοήθεια:

Γιατί κοιτάς τα ξένα βάσανα, κακοηθέστατε άνθρωπε,
με μάτι κοφτερό, αλλά παραβλέπεις τα δικά σου;

Μετάφερε απ’ έξω την πολυπραγμοσύνη σου και στρέψε την προς τα μέσα· αν σε χαροποιεί ν’ ασχολείσαι με την έρευνα των κακών, έχεις πολλά ν’ ασχοληθείς μέσα στο ίδιο σου το σπίτι: “Όσα τα νερά που κυλούν από τον Αλιζόνα, όσα τα φύλλα γύρω από τη δρυ”, τόσα σφάλματα θα βρεις στη δική σου ζωή και πάθη στην ψυχή σου και αμέλειες των καθηκόντων σου.

Όπως, δηλαδή, ο Ξενοφών λέει πως οι καλοί νοικοκυραίοι έχουν ιδιαίτερο μέρος για τα θυσιαστικά σκεύη και ιδιαίτερο μέρος για τα σκεύη του φαγητού, και ότι τα γεωργικά εργαλεία πρέπει ν’ αποθηκεύονται αλλού και χωριστά από αυτά τα πολεμικά όπλα, έτσι κι εσύ έχεις κατά μέρος κάποια παρακαταθήκη ελαττωμάτων που προέρχονται από φθόνο, άλλη αυτών που προέρχονται από ζήλια, άλλη από δειλία και άλλη από ασημαντολογία.

Πήγαινε κοντά τους, εξέτασέ τα. Φράξε τα παράθυρα και τα παραπόρτια της πολυπραγμοσύνης σου που ανοίγουν κατά τη μεριά του γείτονά σου και άνοιξε άλλα που οδηγούν προς τη δική σου, προς τα διαμερίσματα των ανδρών, προς τα διαμερίσματα των γυναικών, προς τα δωμάτια των υπηρετών σου.

Εδώ αυτή η πολυπραγμοσύνη και η ανάγκη σου να τα μαθαίνεις όλα θα βρουν απασχόληση που δεν θα είναι άχρηστη ούτε κακοήθης αλλά χρήσιμη και σωτήρια, αν πει ο καθένας στον εαυτό του:
Πού έσφαλλα; Τι καλό έκανα; Ποιο καθήκον παραμέλησα;

Εμείς όμως, ενώ αντιμετωπίζουμε τα δικά μας με μεγάλη νωθρότητα, άγνοια και αμέλεια, αναμειγνυόμαστε στις οικογένειες των άλλων· ο παππούς του γείτονά μας ήταν Σύρος και η γιαγιά του Θρακιώτισσα, ο δείνα χρωστάει τρία τάλαντα και δεν πλήρωσε τους τόκους.

Εξετάζουμε ακόμα και τέτοια θέματα, όπως από που επέστρεφε η γυναίκα του τάδε, και τι κουβέντιαζαν μεταξύ τους ο τάδε και ο δείνα στη γωνία.

Ο Σωκράτης όμως τριγύριζε ψάχνοντας να βρει με ποια επιχειρήματα έπειθε ο Πυθαγόρας· ο Αρίστιππος, επίσης, όταν συνάντησε τον Ισχόμαχο στην Ολυμπία, τον ρώτησε με ποιο τρόπο συζήτησης κατόρθωνε ο Σωκράτης να επηρεάζει σε τέτοιο βαθμό τους νέους.

Όταν, λοιπόν, ο Αρίστιππος κατάφερε να συλλέξει μερικούς σπόρους και δείγματα των λόγων του, συγκινήθηκε τόσο πολύ που κατέρρευσε σωματικά, χλόμιασε και αδυνάτισε· τελικά έπλευσε στην Αθήνα και κατασίγασε τη δίψα που τον έκαιγε πίνοντας από την ίδια την πηγή και ασχολήθηκε με τη μελέτη του ίδιου του άνδρα και των λόγων και της φιλοσοφίας του, της οποίας τελικός σκοπός ήταν ν’ αναγνωρίσει κάποιος τα κακά του εαυτού του και ν’ απαλλαγεί από αυτά.

Ωστόσο υπάρχουν μερικοί που δεν αντέχουν ν’ αντιμετωπίσουν τη δική τους ζωή, θεωρώντας την εξαιρετικά δυσάρεστο θέαμα, ή να ρίξουν στον εαυτό τους, σαν φως τον λογισμό και να τον φέρουν ολόγυρα, αλλά η ψυχή τους, όντας γεμάτη από κάθε λογής κακά, φρίττοντας και τρομάζοντας απ’ όσα βρίσκονται μέσα της, πηδάει έξω και τριγυρνάει στα ξένα, αρχίζει να βόσκει εκεί και να παχαίνει την κακοήθεια της. Όπως, δηλαδή, το κατοικίδιο πουλί, ενώ η δική του τροφή βρίσκεται δίπλα του, χώνεται σε μια γωνιά και σκαλίζει εκεί όπου ίσως φαίνεται ένα μόνο σπυρί κριθάρι μέσα στις κοπριές, κατά παρόμοιο τρόπο οι πολυπράγμονες, προσπερνώντας θέματα και ιστορίες που είναι εκτεθειμένα σε κοινή θέα και ζητήματα των οποίων την έρευνά του δεν εμποδίζει κανείς ούτε ενοχλείται αν γνωστοποιηθούν, διαλέγουν τα κρυμμένα και τα άγνωστα προβλήματα κάθε σπιτιού.

Ήταν, όμως, πολύ έξυπνη η απάντηση που έδωσε ο Αιγύπτιος σε κάποιον που τον ρώτησε τι ήταν αυτό που κουβαλούσε σκεπασμένο: “Για τούτο είναι σκεπασμένο”. Και γιατί, παρακαλώ, έχεις εσύ την περιέργεια να μάθεις γι’ αυτό που είναι κρυμμένο; Αν δεν ήταν κακό, δεν θα ήταν κρυμμένο.

Όμως γι’ αυτά ακριβώς τα πράγματα τρυπώνει μέσα ο πολυπράγμων. Δεν θα έμπαινε πρόθυμα σε σοβαρό και αξιοπρεπές σπίτι σαν θεατής, ακόμα και αν τον καλούσαν να μπει· όμως αυτά που κρύβουν με κλειδιά και αμπάρες και εξώπορτες, αυτά ακριβώς είναι που ξεσκεπάζει και μεταφέρει μπροστά στους άλλους.

Για τούτο και ο κωμωδιογράφος Φιλιππίδης έδωσε άριστη απάντηση, όταν κάποτε τον ρώτησε ο βασιλιάς Λυσίμαχος: “Τι δικό μου θέλεις να μοιραστώ μαζί σου;” “Οτιδήποτε, βασιλιά”, είπε ο Φιλιππίδης, “εκτός από τα μυστικά σου”.

Όμως φαίνεται πως η πολυπραγμοσύνη δεν ευχαριστιέται με μπαγιάτικες συμφορές, αλλά τις θέλει ζεστές και φρέσκιες, και απολαμβάνει το θέαμα των καινούργιων τραγωδιών, χωρίς να έχει και μεγάλη προθυμία να σχετιστεί με την κωμική και φαιδρότερη πλευρά της ζωής.

Για τούτο, όταν κάποιος περιγράφει γάμο ή θυσία ή τιμητική προπομπή, ο πολυπράγμων είναι αδιάφορος και απρόσεχτος ακροατής, και δηλώνει ότι τις περισσότερες λεπτομέρειες τις έχει ακούσει ήδη, παρακινώντας τον αφηγητή να συντομεύει ή να τις παραλείπει. Αν όμως κάποιος που κάθεται εκεί κοντά αρχίσει να διηγείται τον βιασμό κόρης ή τη μοιχεία της συζύγου ή τη νόθευση δίκης ή τον τσακωμό αδελφών, ο πολυπράγμων ούτε νυστάζει ούτε παριστάνει τον απασχολημένο, “αλλά ζητάει και άλλες κουβέντες και προσφέρει και τα δύο του αυτιά” και κείνα τα λόγια:

Αλίμονο, πόσο πιο πρόθυμα φτάνει από την ευτυχία
το κακό στ’ αυτιά των ανθρώπων!

Είναι αληθινά όταν χρησιμοποιούνται για τους πολυπράγμονες. Όπως, δηλαδή, οι βεντούζες τραβούν από τη σάρκα ό,τι χειρότερο έχει, έτσι και τα αυτιά των πολυπραγμόνων τραβούν τις πιο ποταπές ιστορίες.

Αυτή είναι “η μοναδική μούσα και σειρήνα” για τους πολυπράγμονες, αυτή είναι το πιο ευχάριστο άκουσμά τους. Η πολυπραγμοσύνη, δηλαδή, είναι στην πραγματικότητα πάθος για την ανακάλυψη κρυφών και αφανέρωτων πραγμάτων· κανείς δεν κρύβει, άλλωστε, κάτι καλό που έχει, τη στιγμή, μάλιστα, που οι άνθρωποι προσποιούνται ότι έχουν κάποια αγαθά ενώ δεν τα έχουν. Αφού λοιπόν αυτό που ορέγεται ο πολυπράγμων είναι η αναζήτηση κακών, κατέχεται από πάθος που ονομάζεται χαιρεκακία, πάθος αδελφό του φθόνου και της κακεντρέχειας.

Φθόνος είναι η στεναχώρια για τα αγαθά του άλλου, ενώ χαιρεκακία είναι η ευχαρίστηση για τα κακά του άλλου· και τα δύο προέρχονται από το άγριο και θηριώδες πάθος, την κακοήθεια.
Ασφαλώς αυτό που κάνει πιο μισητούς τους τυράννους, που πρέπει να τα ξέρουν όλα, είναι η τάξη των ανθρώπων που αποκαλούν “αυτιά” και “κατασκόπους”.

Ο Δαρείος ο νόθος επειδή δεν είχε καθόλου αυτοπεποίθηση και έβλεπε τους πάντες με φόβο και καχυποψία, απέκτησε πρώτος ωτακουστές· κατάσκοποι επίσης σκορπίστηκαν ανάμεσα στον λαό των Συρακουσών από τους Διονυσίους. Για τούτο, όταν· μεταβλήθηκε το πολίτευμα, αυτούς πρώτους συνέλαβαν οι Συρακούσιοι και τους σκότωσαν με αποτυμπανισμό. Πραγματικά, το γένος των συκοφαντών προέρχεται από τη φυλή και τον οίκο των πολυπραγμόνων. Όμως ενώ οι συκοφάντες ψάχνουν να βρουν αν κάποιος έχει σχεδιάσει ή διαπράξει κάποιο παράπτωμα, οι πολυπράγμονες ερευνούν και δημοσιοποιούν ακόμα και τις αθέλητες ατυχίες των γειτόνων τους. Και λέγεται ότι ο άνθρωπος που αποκαλείται “αλιτήριος” απέκτησε κατά πρώτον την προσωνυμία αυτή από την πολυπραγμοσύνη του. Όπως φαίνεται, δηλαδή, κάποτε που είχε πέσει μεγάλος λιμός στην Αθήνα και κείνοι που είχαν στάρι δεν ήθελαν να συνεισφέρουν στο κοινό απόθεμα αλλά το άλεθαν κρυφά στα σπίτια τους τη νύχτα, μερικοί τριγύριζαν προσπαθώντας ν’ ακούσουν τον θόρυβο των μύλων, κι έτσι απέκτησαν το όνομα “αλιτήριοι”.

Με παρόμοιο τρόπο, απ’ ό,τι λένε, απέκτησε και ο “συκοφάντης” το όνομά του. Επειδή η εξαγωγή σύκων ήταν απαγορευμένη, οι άνθρωποι που αποκάλυπταν και έδιναν πληροφορίες εναντίον εκείνων που τα εξήγαγαν ονομάστηκαν “συκοφάντες”.

Δεν είναι, λοιπόν, ανώφελο να σκεφτούν και τούτο οι πολυπράγμονες, ώστε να ντραπούν για την ομοιότητα και τη συγγένεια της δικής τους ενασχόλησης με κείνη των ανθρώπων που κατ’ εξοχήν μισούνται και περιφρονούνται.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ

Οι πιο πετυχημένες αποτυχίες μας

Οι αποτυχίες πληγώνουν τον εγωισμό μας. Όμως μας κάνουν να αλλάζουμε, να αναθεωρούμε τους στόχους μας και τελικά να ανακαλύπτουμε για τον εαυτό μας πράγματα που καμία εύκολη ή πρόσκαιρη επιτυχία δεν μπορεί να μας προσφέρει.
 
Ξεκινάμε κάθε μας καινούργιο βήμα στη ζωή ελπίζοντας ότι θα πετύχει. Τις περισσότερες φορές κάνουμε τα πάντα, προετοιμαζόμαστε, εξοπλιζόμαστε, έτσι ώστε να έχουμε όσο το δυνατόν περισσότερες πιθανότητες να καταφέρουμε αυτό για το οποίο μοχθούμε. Κι όμως, κάποιες φορές στο τέλος του δρόμου μάς περιμένει η αποτυχία. Είναι μία από τις πιο βασικές εμπειρίες της ζωής, η οποία, αν και επώδυνη -τραγική κάποτε-, δεν παύει να είναι αναγκαία και αναπόφευκτη. Και για όποιον ξέρει να «χάνει», μπορεί να είναι το σκαλοπάτι για μια «καινούργια» ζωή.
 
Οι «νικημένοι νικητές»
«Όταν μας έρχονται ανάποδα όλα, τι χαρά να δοκιμάζουμε την ψυχή μας αν έχει αντοχή κι αξία! Θαρρείς κι ένας οχτρός αόρατος, παντοδύναμος -άλλοι τον λένε Θεό κι άλλοι διάολο- χυμάει να μας ρίξει, μα εμείς στέκουμε όρθιοι. Κι έτσι κάθε φορά που εσωτερικά είμαστε νικητές, όταν εξωτερικά είμαστε νικημένοι κατά κράτος, ο αληθινός άνδρας νιώθει άφραστη περηφάνια και χαρά. Η εξωτερική συμφορά μετουσιώνεται σε ανώτατη, δυσκολώτατη ευδαιμονία.» Αυτό είναι ένα απόσπασμα από τον «Αλέξη Ζορμπά» του Νίκου Καζαντζάκη. Έχοντας ζήσει και μαθητεύσει έναν ολόκληρο χρόνο σχεδόν δίπλα στον πλανόδιο φιλόσοφο Ζορμπά, ο αφηγητής-ήρωας του βιβλίου καταφέρνει να αναγνωρίσει τη σπίθα της ελευθερίας που κουβαλά σχεδόν πάντα μαζί της η αποτυχία. Την ελευθερία της αλλαγής.
 
Πλήγμα στον εγωισμό μας
Δεν είμαστε όμως όλοι Ζορμπάδες, ούτε έχουμε καν την ευκαιρία στη ζωή μας να γνωρίσουμε ανθρώπους σαν το Ζορμπά. Αντίθετα, μάλιστα. Μία άποψη επικρατεί γύρω μας: Στη ζωή σημαντική είναι η επιτυχία, η νίκη, η συνεχής και αδιάκοπη εξέλιξη προς τα εμπρός, ει δυνατόν χωρίς πτώσεις, παύσεις ή πισωγυρίσματα. Η έννοια της επιτυχίας είναι σχεδόν ταυτισμένη με την έννοια της ευτυχίας, ενώ αντίθετα η αποτυχία θυμίζει δυστυχία, μιζέρια, κατάντια. Σε ένα ορισμένο βαθμό είναι έτσι. Η αποτυχία μάς θυμίζει τα λάθη, την αδυναμία, την ανεπάρκειά μας και γι’ αυτό, όταν μας συμβαίνει, μας γεμίζει δυσάρεστα συναισθήματα. Μπροστά στην αποτυχία έχουμε καταρχήν να παλέψουμε με τον πόνο, την απογοήτευση, το θυμό, τη ματαίωση, την απόγνωση, την ντροπή, το φόβο. Η αυτοεκτίμησή μας δέχεται ένα γερό πλήγμα. Είτε πρόκειται για μια αποτυχία καθαρά συναισθηματική, όπως η διάλυση μιας σχέσης, είτε επαγγελματική, βλέπουμε μπροστά μας να ναυαγεί αυτό που επιθυμήσαμε, αγαπήσαμε, ίσως και αγωνιστήκαμε γι’ αυτό. Η «ήττα» μάς πληγώνει βαθιά, κλονίζει την πίστη στις ικανότητες και τις επιλογές μας, σε ολόκληρο τον εαυτό μας.

Η αποτυχία κουβαλά μαζί της την ελευθερία της αλλαγής
Πρέπει να περάσεις για να ξεπεράσεις…
Σε μια τέτοια στιγμή από πού θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αντλήσουμε τη δύναμη για να μεταμορφώσουμε την κλονισμένη μας πίστη σε λαχτάρα για κάτι καινούργιο και την «καταστροφή» σε μάθημα ζωής που θα μας κάνει να θέλουμε να προχωρήσουμε παρακάτω;
 
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, έχουμε ανάγκη πρώτα-πρώτα να «πενθήσουμε» την εικόνα που είχαμε για τον εαυτό μας πριν συμβεί το «κακό» που μας συνέβη.

Αυτό περίπου περιγράφει η Ιουλία: «Όταν χώρισα με το Μάκη, γκρεμίστηκε ο κόσμος μου, δεν μπορούσα για εβδομάδες να σταματήσω να κλαίω. Ένιωθα προδομένη, απο­γοητευμένη, εγκαταλελειμμένη, κι επιπλέον ένοχη για την αποτυχία της σχέσης.
 
Άφησα τον εαυτό μου να πενθήσει Αυτό που τελικά με έσωσε ήταν ότι αρχικά άφησα στον εαυτό μου το χρόνο να πενθήσει. Επί 5-6 μήνες δεν είχα διάθεση ούτε να φροντίσω τον εαυτό μου, ούτε να περάσω καλά, ούτε τίποτα. Ήμουν βυθισμένη στη λύπη. Μετά άρχισα σιγά-σιγά να επεξεργάζομαι με τη βοήθεια μιας ψυχολόγου αυτό που είχε γίνει, το πως έκανα πάντα σχέσεις με άνδρες που με εκμεταλλεύονταν επειδή μαζί τους αισθανόμουν δυνατή και προστατευτική. Κάποια στιγμή πρόσεξα για πρώτη φορά το Στέφανο, συνάδελφο από χρόνια που ήξερα ότι του αρέσω αλλά απέρριπτα. Είναι πολύ τρυφερός και γενναιόδωρος μαζί μου, είμαστε μαζί ενάμιση χρόνο και είμαι πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Νομίζω πως τώρα αρχίζω να ζω πραγματικά!».
 
Όχι στο αυτομαστίγωμα!
Θα ήταν καλύτερα αν μπορούσαμε να αποδεσμευτούμε από τον πολύ αρνητικό κι επώδυνο αυτό όρο. Όχι για να αποφύγουμε την ευθύνη ή για να μη δούμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι, κάθε άλλο. Προτού σπεύσουμε να ονομάσουμε αποτυχία κάτι που δεν μας πήγε καλά και να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας γι’ αυτό, μπορούμε να αναρωτηθούμε πώς συνέβησαν όλα. Αυτό που έχει σημασία είναι να δώσουμε ένα νόημα σε ό,τι συνέβη για να προχωρήσουμε από τις ενοχές και τις αυτοκατηγορίες στην ανάληψη ευθύνης. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αυτοκριτική που εκμηδενίζει και ισοπεδώνει («Πάντα κάνω λάθος», «Ποτέ δεν τα καταφέρνω καλά», «Είμαι άχρηστος τελικά», «Δεν με θέλει», «Όλες οι ατυχίες πέφτουν πάνω μου») και σε αυτήν που προσπαθεί να καταλάβει τι δεν πήγε καλά και πώς θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει αυτό που έγινε. Μπορούμε να αναπροσανατολίσουμε τις επιθυμίες και τους στόχους μας, εκτιμώντας πιο ρεαλιστικά τις δυνατότητές μας, αν απευθύνουμε στον εαυτό μας τις κατάλληλες ερωτήσεις, όπως:
  • «Μήπως οι στόχοι μου ήταν πολύ υψηλοί, πολύ ρομαντικοί, πολύ άπιαστοι για μένα;»
  • «Μήπως τα μέσα που χρησιμοποίησα δεν ήταν κατάλληλα για τη συγκεκριμένη κατάσταση;»
  • «Τι θα έκανα διαφορετικά έχοντας την εμπειρία αυτή;».
Ανακαλύπτοντας τον άλλο εαυτό μας
Είναι αλήθεια: Η αποτυχία, ακόμη και μικρή, δίνει μεγάλο πλήγμα στο ναρκισσισμό μας. Εκλύει μια δύναμη αυτοκαταστροφική. Για μερικούς ανθρώπους, κάποιες εξετάσεις που δεν πέρασαν, μία δουλειά που δεν τους «βγήκε», μία σχέση που έληξε άδοξα, ισοδυναμεί με καταστροφή και ακρωτηριασμό του Εγώ τους, γιατί πλήττεται η εικόνα τελειότητας, υπερεπάρκειας, υπερδύναμης που έχουν για τον εαυτό τους.
 
«trial and error» Κι όμως, η «αποτυχία» μπορεί να αποβεί μία εμπειρία ιδιαίτερα ωφέλιμη για εμάς. Αυτό δεν είναι διδακτισμός. Η αποτυχία είναι ένας τρόπος να λύνουμε προβλήματα με την τεχνική «trial and error» (δοκιμή και λάθος). Μπαίνουμε σε μία κατάσταση επείγουσας ανάγκης και υπό την πίεσή της αναγκαζόμαστε να γίνουμε πιο δημιουργικοί, να επιστρατεύσουμε τις βαθύτερες δυνάμεις μας και να ανακαλύψουμε νέους τρόπους δράσης όταν οι παλιοί αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Κανείς δεν μπορεί να αποφύγει τις «κακοτοπιές» στη ζωή. Κανείς δεν είναι τέλειος, αλάνθαστος, αγαπητός και επιθυμητός σε όλους, με μία λέξη άτρωτος. Οι αποτυχίες μάς φέρνουν σε επαφή με τα όρια του εαυτού μας, αλλά και με δυνατότητες που ποτέ δεν υποψιαζόμαστε ότι είχαμε. Δίνει το έναυσμα για να σκεφτούμε ότι τελικά μπορούμε να είμαστε και κάτι άλλο από αυτό που πιστεύαμε έως σήμερα. Ακόμη κι αν πιστεύαμε ότι βρισκόμαστε στο «σωστό» για εμάς δρόμο, μπορεί να ανακαλύψουμε μετά από μία «ήττα» ότι υπάρχουν μέσα μας εφόδια για κάτι τελείως διαφορετικό. «Μπορώ να είμαι και κάποιος άλλος»: Σε αυτή τη διαπίστωση κρύβεται η δύναμη για να ξεκινήσουμε κάτι καινούργιο.
 
Αυτό που έχει σημασία είναι να δώσουμε ένα νόημα σε ό,τι συνέβη
 
Η αλήθεια μάς λυτρώνει
Η αποτυχία δεν έρχεται πάντα κάνοντας θόρυ­βο και γκρεμίζοντας τα πάντα στο πέρασμά της. Πολλές φορές είναι σιωπηλή και προσπαθεί να περάσει απαρατήρητη. Το πρώτο βήμα για να μην πάνε χαμένες οι ευκαιρίες που κρύβει μια αποτυχία είναι να αναγνωρίσουμε και να παρα­δεχτούμε ότι απο­τύχαμε, ότι δηλαδή δεν έχει πια νόημα να προσπαθούμε για να κατα­φέρουμε κάτι. Όποιος γραπώνεται με νύχια και με δόντια σε μια «τελειωμένη» σχέση, όποιος δεν θέλει να δει ότι τα επαγγελματικά του σχέδια δεν ευοδώνονται, όποιος προσπαθεί με το αλκοόλ, το φαγητό, την πολλή δουλειά να κάνει ότι δεν βλέπει, στερεί από τον εαυτό του την ευκαιρία να επωφεληθεί από τα λάθη, τις ατυχίες, τα στραβοπατήματά του.

Ο Αριστοτέλης και η αναζήτηση της ευτυχίας ως πολιτικό ζήτημα

Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι η οργάνωση της πολιτικής κοινωνίας (τελεολογικά) υπηρετεί ένα αγαθό, αυτό που μένει να ξεκαθαριστεί είναι ποιο είναι αυτό το αγαθό, ερώτημα που διατυπώνει ευθέως ο Αριστοτέλης: «Ποιος είναι ο στόχος της πολιτικής τέχνης και επιστήμης και ποιο είναι το κορυφαίο όλων των αγαθών που μπορεί κανείς να πετύχει με τις πράξεις του;» (1095a 4, 17-19).
 
Η απάντηση δίνεται άμεσα: «είναι η “ευδαιμονία”· έτσι τη λέει ο πολύς κόσμος, έτσι και οι πιο ραφιναρισμένοι στοχαστές, και ταυτίζουν με την “ευδαιμονία” την “καλή ζωή” και την ”καλή πράξη/ενέργεια”». (1095a 4, 20-23).
 
Το ότι η κατάκτηση της ευτυχίας είναι η κινητήριος δύναμη της ανθρώπινης δραστηριότητας μπορεί εύκολα να γίνει κατανοητό από τους περισσότερους. Οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται κανείς την ευτυχία, δηλαδή με το περιεχόμενο που θα δώσει κανείς στην έννοια: «Ο πολύς κόσμος φέρνει με την “ευδαιμονία” στο μυαλό του κάτι το φανερό και χειροπιαστό, την ηδονή, ας πούμε, ή τον πλούτο ή την τιμή: ο καθένας κάτι διαφορετικό· δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι φορές που ένα και το αυτό άτομο εννοεί τώρα αυτό και ύστερα πάλι κάτι άλλο: την υγεία, όταν αρρωστήσει, τον πλούτο, αν είναι φτωχός». (1095a 4, 25-28).
 
Οι διαφορετικές εκδοχές της ευτυχίας, οι οποίες τις περισσότερες φορές σχετίζονται μ’ αυτό που ο καθένας στερείται, καταδεικνύουν – πέρα από τη γενική  ασυμφωνία – και την επιφανειακή προσέγγιση του θέματος. Η ευτυχία νοείται περισσότερο αντανακλαστικά, ως κάλυψη μιας ανάγκης ή μιας επιθυμίας, η οποία ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει, παρά ως συνειδητή στόχευση που λαμβάνει υπόψη όλες τις παραμέτρους (αυτογνωσία, προτεραιότητες, ασχολίες, επιλογή φίλων κλπ). Παρακολουθούμε το παράδοξο του ανθρώπου, που είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να ευτυχήσει, χωρίς όμως να επιχειρεί να προσδιορίσει επακριβώς αυτό που αναζητά, ώστε να δράσει ανάλογα. Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι σχεδόν αδύνατο να ευτυχήσει κάποιος, αφού, σε τελική ανάλυση, ταυτίζει την ευτυχία με ό,τι δεν έχει. Κι αυτό είναι η κατάδειξη της άγνοιας.
 
Κατά τον Αριστοτέλη οι άνθρωποι έχουν επίγνωση ότι αγνοούν το περιεχόμενο της ευτυχίας: «Έχοντας συνείδηση της άγνοιάς τους οι άνθρωποι θαυμάζουν αυτούς που λένε κάτι που ακούγεται σπουδαίο και που είναι πάνω από τη δική τους αντιληπτική ικανότητα». (1095a 4, 28-30). Κι εδώ δεν καταδεικνύεται μόνο ο ρόλος του φιλοσόφου που θα διαλευκάνει τις πιο λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις δίνοντας ζωτικότητα στους ορισμούς προς διευκόλυνση των ανθρώπων, αλλά και η ανάγκη της φιλοσοφίας στην καθημερινή ζωή, αφού όλοι πρέπει να φιλοσοφήσουν το περιεχόμενο της ευτυχίας, αν θέλουν τελικά να την κατακτήσουν.
 
Ο Αριστοτέλης παρατηρώντας τους ανθρώπους γράφει: «Με κριτήριο τις μορφές με τις οποίες ζουν τη ζωή τους οι άνθρωποι, ο πολύς κόσμος, οι πιο χοντροκομμένοι δηλαδή άνθρωποι, φαίνεται ότι θεωρούν αγαθό και ευδαιμονία (πράγμα, φυσικά, απολύτως, αναμενόμενο) την ηδονή· αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι αυτοί προτιμούν τη ζωή των απολαύσεων». (1095b 5, 16-19).
 
Για να συμπληρώσει: «Ο πολύς λοιπόν κόσμος έχει ολωσδιόλου τα χαρακτηριστικά των σκλάβων, καθώς δίνει την προτίμησή του σε έναν τρόπο ζωής που προσιδιάζει στα ζώα: αν μιλούμε γι’ αυτούς, είναι γιατί πολλοί από τους ανθρώπους της εξουσίας παρουσιάζουν τις ίδιες προτιμήσεις με τον Σαρδανάπαλλο». (1095b 5, 21-24).
 
Η ταύτιση της ευτυχίας με τις ηδονές προσιδιάζει στους σκλάβους όχι για να  υποτιμηθούν οι υλικές απολαύσεις στο όνομα της πνευματικότητας ή της ηθικής. Ο Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» τονίζει ότι η ευτυχία στην πόλη είναι αλληλένδετη με την αυτάρκεια. Με άλλα λόγια, αν κάποιος δεν εξασφαλίσει τα υλικά αγαθά που χρειάζεται στη ζωή του είναι δύσκολο να ευτυχήσει, αφού η στέρηση θα λειτουργήσει ανασταλτικά. Αν κάποιος δεν έχει να φάει, είναι αδύνατο να μιλάμε για ευτυχία.
 
Το ζήτημα είναι η συνείδηση ότι τα υλικά αγαθά ή, αλλιώς, οι ηδονές που θα επιφέρουν είναι το μέσο για να οδηγηθεί κανείς στην ευτυχία κι όχι η ευτυχία καθ’ αυτή. Η μετατόπιση του βάρους στις ηδονές είναι η ζωώδης οπτική του ανθρώπου, αφού υπονομεύεται οποιαδήποτε πνευματικότητα. Κι όταν λέμε πνευματικότητα δεν εννοούμε αποκλειστικά την ενασχόληση με τη φιλοσοφία ή οποιαδήποτε άλλη υψηλή πνευματική δραστηριότητα, αλλά τη δημιουργικότητα και την ανθρώπινη επαφή σε καθημερινό επίπεδο.
 
Η καλλιέργεια της πολιτικής σκέψης, η αισθητική απόλαυση της τέχνης (σε όλες τις μορφές), η συντροφικότητα, με δυο λόγια όλες οι δραστηριότητες που πλουτίζουν τη ζωή μετατρέποντας το ζην σε ευ ζην προϋποθέτουν την ανωτερότητα του ανθρώπου από τα ζώα, δηλαδή τη συνείδηση ότι οι μεγάλες απολαύσεις δεν έχουν να κάνουν ούτε με τη συσσώρευση και την κατάχρηση των υλικών αγαθών ούτε με την εκπλήρωση των βιολογικών αναγκών. Αυτός είναι και ο λόγος που ο Αριστοτέλης μέσα στην έννοια της αυτάρκειας για μια πόλη συγκαταλέγει και τα πνευματικά αγαθά (καταδεικνύοντας την αναγκαιότητα της παιδείας), αλλά και τα πολιτειακά (κατοχυρώνοντας το αδήριτο της σημασίας  για χρηστό σύστημα διοίκησης κι ευνομία).
 
Σε τελική ανάλυση η ζωώδης οπτική της ευτυχίας που μετατρέπει τις υλικές απολαύσεις σε αυτοσκοπό δεν είναι παρά η κυριαρχία του χρήματος, που δρα ισοπεδωτικά: «Όσο για τη ζωή που είναι αφιερωμένη στην εξασφάλιση χρημάτων, αυτή εμπεριέχει κάτι το βίαιο, και ο πλούτος – το πράγμα είναι ολοφάνερο – δεν είναι το αγαθό που ψάχνουμε εμείς να βρούμε·». (1096a 5, 6-7).
 
Ο συσχετισμός του χρήματος με τη βία είναι το αδιέξοδο της υπερβολής που δεν μπορεί παρά να εκπληρωθεί σε βάρος των άλλων. Η αναγωγή του πλούτου σε ευτυχία καλλιεργεί την ατομικότητα, που όχι μόνο υπονομεύει την ευτυχία (η ευτυχία δεν αγοράζεται), αλλά λειτουργεί διασπαστικά αποξενώνοντας τους ανθρώπους. Όταν το χρήμα μετατρέπεται σε ύψιστη αξία επισκιάζοντας οτιδήποτε άλλο, αυτό που μένει είναι το ακατάπαυστα συγκρουσιακό για την εξασφάλισή του. Η κοινωνία μετατρέπεται σε πεδίο μάχης, όπου ο καθένας οφείλει να σώσει τον εαυτό του. Υπό αυτούς τους όρους είναι αδύνατο να μιλάμε για συλλογικότητες, πολύ περισσότερο για αλληλεγγύη ή για κοινωνική συνοχή.
 
Κι αυτές ακριβώς είναι οι προϋποθέσεις για την υπονόμευση του πολιτεύματος, καθώς οι διαχειριστές της εξουσίας γίνονται όλο και πιο πρόθυμοι στην εξυπηρέτηση συμφερόντων, αρκεί βέβαια να κερδίζουν και οι ίδιοι. Βρισκόμαστε στο σημείο, όπου η αναζήτηση της ευτυχίας παίρνει διαστάσεις ξεκάθαρα πολιτικές. Ο Αριστοτέλης φτάνει στον πυρήνα της ανθρώπινης δυστυχίας καταδεικνύοντας τον αποπροσανατολισμό, τις αντιφάσεις και το τελικό αδιέξοδο, αφού από τη μια ο άνθρωπος είναι πλασμένος για να ζει μέσα σε κοινωνία (φύσει πολιτικό ον) κι από την άλλη εκλαμβάνει την ευτυχία με κριτήρια απολύτως ατομικά υπονομεύοντας τη συνύπαρξη.
 
Με δεδομένο ότι τα ζώα δεν προορίζονται για οργανωμένες κοινωνίες (οι όποιες δομές δημιουργούνται είναι αδύνατο να συγκριθούν με των ανθρώπων), είναι σαφές ότι στον άνθρωπο αρμόζουν άλλες προτεραιότητες, καθώς η ευτυχία γι’ αυτόν έχει άλλες  προϋποθέσεις. Η προσπάθεια εκπλήρωσης των προϋποθέσεων αυτών με τα κριτήρια που ταιριάζουν στα ζώα είναι η ματαιότητα του ανέφικτου, που παρουσιάζει την αντιπαλότητα και τον έσχατο ανταγωνισμό ως δήθεν κοινωνική προοπτική. Κι αυτή είναι η εκδοχή του χρήματος που από μέσο-εργαλείο για την ευτυχία γίνεται αυτοσκοπός: «δεν είναι, πράγματι, παρά ένα αγαθό που προσφέρει χρήσιμες υπηρεσίες· αυτό θα πει: ένα αγαθό που το επιδιώκει κανείς για χάρη κάποιου άλλου αγαθού». (1096a 5, 7-8).
 
Η εμμονή στο χρήμα προς αναζήτηση της ευτυχίας είναι η εμμονή στο ζωώδες, αφού μετατρέπει τις πρόσκαιρες ηδονές σε νόημα ύπαρξης. Η βία που μοιραία θα παραχθεί ταιριάζει περισσότερο στον πρωτόγονο, που ξέρει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιβιώσει. Ο άνθρωπος μπορεί να χρωστάει στην πρωτόγονη βαρβαρότητα την επιβίωσή του (αν δεν ήταν τέτοιος θα είχε αφανιστεί), αλλά η ευτυχία δεν έχει πλέον να κάνει με την επιβίωση. Κι αφού διασφαλίστηκαν όλες τις προϋποθέσεις για το ζην ανοίγοντας το δρόμο στο ευ ζην, ο άνθρωπος μετατρέπεται ξανά σε θηρίο μαχόμενος σε βάρος των άλλων. Η κοινωνία που θεοποιεί το χρήμα δεν είναι κοινωνία, είναι αρένα συμφερόντων που μετατρέπει τους ανθρώπους σε θηρία. Κι αυτή είναι η διαιώνιση του πρωτογονισμού που παριστάνει  την εξέλιξη. Από αυτή την άποψη, αυτό που ονομάζουμε πολιτισμό δεν είναι παρά η συνείδηση ότι πλέον η οργανωμένη κοινωνία απομακρύνει όλες τις απειλές και δε χρειάζεται κάποιος να γίνει θηρίο για να επιζήσει.
 
Η αποθέωση του χρήματος που λειτουργεί αποκτηνωτικά είναι η κατάδειξη της αποτυχίας. Ο άνθρωπος πέτυχε πάρα πολλά δαμάζοντας τη φύση, αλλά δεν κατάφερε να απαλλαχτεί από το θηριώδες. Από αυτή την άποψη, ο πολιτισμός έχει ακόμη πολύ δρόμο μέχρι να εξημερώσει τον άνθρωπο.
 
Από την άλλη, η αντιπρόταση που υπάρχει για την κατάκτηση της ευτυχίας είναι η αναζήτηση της τιμής: «Οι ραφιναρισμένοι διανοητές και οι άνθρωποι της πράξης δίνουν την προτίμησή τους στην τιμή· αυτό είναι, πράγματι, χοντρικά το τέλος της ζωής που βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης». (1095b 5, 24-26). Βεβαίως, η έννοια τέλος αφορά την τελεολογία, δηλαδή την ολοκλήρωση, το τελικό στάδιο της εξελικτικής πορείας, την άριστη κατάσταση που προκύπτει μετά το πέρας όλων των μετασχηματιστικών βαθμίδων.
 
Η πρόταση αυτή, ως εναλλακτική προοπτική της ευτυχίας, δε φαίνεται να ικανοποιεί τον Αριστοτέλη: «Είναι όμως φανερό ότι ένα τέτοιο τέλος είναι μάλλον εξωτερικό και επιφανειακό, για να είναι αυτό που εμείς διερευνούμε». (1095b 5, 26-27). Με άλλα λόγια, η ευτυχία αφορά πρωτίστως την εσωτερική γαλήνη που επέρχεται μετά από την ψυχική ολοκλήρωση, πράγμα που προϋποθέτει κάτι βαθύτερο από την  κοινωνική αναγνώριση. Κάποιος μπορεί να νιώθει ευτυχής θεωρώντας ότι έχει κάνει το καθήκον του, ακόμη κι αν λοιδορείται από όλη την κοινωνία.
 
Η ευτυχία προϋποθέτει περισσότερο την αυτοεκτίμηση παρά την αποδοχή από τους άλλους: «Κατά την κοινή, πράγματι, αντίληψη η τιμή είναι κάτι που εξαρτάται πιο πολύ από αυτούς που την προσφέρουν παρά από αυτούς που τη δέχονται, το αγαθό όμως αισθανόμαστε ότι είναι κάτι προσωπικά δικό μας, κάτι που δύσκολα μπορεί να μας αφαιρεθεί». (1095b 5, 27-29).
 
Φυσικά, αυτό δε ματαιώνει τη σημασία της τιμής. Η καταξίωση, ως κοινωνική παραδοχή των προσπαθειών, λειτουργεί πάντα ενθαρρυντικά. Η αναγνώριση του αγώνα, της προσφοράς, του μόχθου, με δυο λόγια της αξίας του ανθρώπου, που πράγματι έχει συμβάλει με ιδιαίτερο τρόπο προς όφελος της πόλης, πέρα από το ότι καλλιεργεί θετικά πρότυπα, αποτελεί και  ξεκάθαρη ηθική ανταμοιβή. Η πόλη οφείλει να τιμά τους πολίτες που διακρίνονται επάξια, αφενός για να δώσει κίνητρα και στους άλλους κι αφετέρου, γιατί η αχάριστη συμπεριφορά είναι αδικία που απαξιώνει όχι μόνο το πρόσωπο που παραμελείται, αλλά και τις αξίες που εκπροσωπεί.
 
Σε τελική ανάλυση, όμως, το ζήτημα της τιμής δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει την εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου που την εισπράττει λειτουργώντας ως μηχανισμός αυτοεκτίμησης: «Έπειτα την τιμή φαίνεται ότι την επιδιώκουν οι άνθρωποι για να βεβαιωθούν οι ίδιοι ότι είναι αγαθοί». (1095b 5, 29-31). Με δυο λόγια, δεν είναι η τιμή που έχει σημασία για τον τιμώμενο, αλλά η τόνωση της πεποίθησης ότι εκπληρώνει τις αρχές της αρετής: «Αυτός είναι και ο λόγος που επιδιώκουν να τιμώνται από τους ανθρώπους που διαθέτουν φρόνηση, και από αυτούς που τους γνωρίζουν· κάτι παραπάνω: η τιμή που τους γίνεται θέλουν να οφείλεται στην αρετή τους, κάτι που, επομένως, κάνει φανερό ότι, κατά τη γνώμη τους τουλάχιστο, η αρετή είναι κάτι ανώτερο – ίσως θα έλεγε κανείς ότι αυτή μάλλον είναι το τέλος μιας ζωής που βρίσκεται στην υπηρεσία της πόλης». (1095b 5, 31-35).
 
Κι αυτό είναι το νόημα της αριστοτελικής ευτυχίας: η εκπλήρωση της αρετής που θα επιφέρει πριν απ’ όλα την ισορροπία με τον ίδιο τον εαυτό και στη συνέχεια την ομαλότητα στις σχέσεις με τους άλλους. Αυτός είναι και ο λόγος που αξίζει κανείς να επιδιώκει την τιμή. Όχι για τη ρηχότητα της φήμης ή για τη ματαιοδοξία της υπεροχής, αλλά για την επισφράγιση της αρετής που τηρήθηκε. Η κοινωνία που ωθεί τους πολίτες σε τέτοιες αξίες είναι υγιής, αφού είναι σε θέση να εξασφαλίσει την ομαλότητα της συνύπαρξης επιτυγχάνοντας την ευτυχία και σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο.
 
Από την άλλη, η πόλη που υιοθετεί στρεβλά πρότυπα ευτυχίας δεν έχει άλλη επιλογή από τη συνολική στρέβλωση. Σε μια κοινωνία αρπακτικών ο ενάρετος αντιμετωπίζεται περισσότερο σαν αφελής. Και σε μια τέτοια κατάσταση κανείς δε θα ήθελε αυτό το ρόλο. Η αξιοκρατία, η τήρηση των νόμων, η ουσιαστική παιδεία, η απονομή της δικαιοσύνης και η καλλιέργεια ορθών προτύπων δεν αφορούν απλά τη λειτουργικότητα της πόλης. Αφορούν την ευτυχία των πολιτών της. Κι αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να αποτελούν τη βασικότερη κοινωνική διεκδίκηση.
 
Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας (720-765)

ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


720 ΧΟ. πέφρικα τὰν ὠλεσίοικον [στρ. α ]
θεόν, οὐ θεοῖς ὁμοίαν,
παναληθῆ, κακόμαντιν,
πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν
τελέσαι τὰς περιθύμους
725 κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος·
παιδολέτωρ δ᾽ ἔρις ἅδ᾽ ὀτρύνει.

ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ [ἀντ. α]
Χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος,
κτεάνων χρηματοδαίτας
730 πικρός, ὠμόφρων σίδαρος,
χθόνα ναίειν διαπήλας
ὁπόσαν καὶ φθιμένοισιν κατέχειν,
τῶν μεγάλων πεδίων ἀμοίρους.

ἐπεὶ δ᾽ ἂν αὐτοκτόνως [στρ. β]
735 αὐτοδάικτοι θάνω-
σι, καὶ γαΐα κόνις
πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον,
τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι,
τίς ἄν σφε λούσειεν; ὦ
740 πόνοι δόμων νέοι παλαι-
οῖσι συμμιγεῖς κακοῖς.

παλαιγενῆ γὰρ λέγω [ἀντ. β]
παρβασίαν ὠκύποι-
νον, αἰῶνα δ᾽ ἐς τρίτον
745 μένειν, Ἀπόλλωνος εὖτε Λάιος
βίᾳ, τρὶς εἰπόντος ἐν
μεσομφάλοις Πυθικοῖς
χρηστηρίοις θνῄσκοντα γέν-
νας ἄτερ σῴζειν πόλιν.

750 κρατηθεὶς δ᾽ ἐκ φιλᾶν ἀβουλιᾶν [στρ. γ]
ἐγείνατο μὲν μόρον αὑτῷ,
πατροκτόνον Οἰδιπόδαν,
ὅστε ματρὸς ἁγνὰν
σπείρας ἄρουραν, ἵν᾽ ἐτράφη,
755 ῥίζαν αἱματόεσσαν
ἔτλα· παράνοια συνᾶγε
νυμφίους φρενώλης.

κακῶν δ᾽ ὥσπερ θάλασσα κῦμ᾽ ἄγει· [ἀντ. γ]
τὸ μὲν πίτνον, ἄλλο δ᾽ ἀείρει
760 τρίχαλον, ὃ καὶ περὶ πρύμ-
ναν πόλεως καχλάζει.
μεταξὺ δ᾽ ἀλκὰ δι᾽ ὀλίγου
τείνει, πύργος ἐν εὔρει.
δέδοικα δὲ σὺν βασιλεῦσι
765 μὴ πόλις δαμασθῇ.

***
ΧΟΡΟΣ
720 Τρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρα
τη φριχτή θεά, που με θεούς δε μοιάζει,
την αλάθευτη της συμφοράς μηνύτρα
Ερινύα, που ενός γονιού η κατάρα κράζει,
μην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλει
πόκαμε στο νου του ο Οιδίποδας τη βλάβη·
γιατ᾽ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά του
μες στ᾽ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου.

Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος, που ήρθε
από της Σκυθίας —ο Χάλυβας— τα μέρη,
που κλερονομιές και χτήματα μοιράζει,
730 ο σκληρόκαρδος, με σίδερο στο χέρι
και τα ζάρια του μ᾽ απόφαση τινάζει,
τόση να κρατούν στην κατοχή τους χώρα
όσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμένοι,
τους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι.

Κι όταν θα πέσουν νεκροί
ο ένας απ᾽ τ᾽ άλλου σφαγμένος το χέρι
και το μαυρόπηχτο το αίμα τους πιει
το ξερό χώμα της γης,
ποιός καθαρμούς θα προσφέρει;
ποιός θα τους λούσει;
740 ω των σπιτιών τους νέες συμφορές
που σ᾽ ένα σμίγετε με τις παλιές!

Την αμαρτία λογιάζω την παλιά
τη γοργοπληρωμένη, μα που μένει
ακόμα κι ώς την τρίτη τη γενιά:
όταν ο Λάιος στο πείσμα
του Απόλλωνα, που του ᾽πε τρεις φορές
απ᾽ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά,
αν θέλ᾽ η Θήβα να σωθεί από συμφορές,
να μην αφήσει πίσω του παιδιά.

750 Μ᾽ απ᾽ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμα
και γέννησε τον ίδιο θάνατό του,
τον πατροχτόνο γιο του
Οιδίποδα, που τόλμησε
μες στο ιερό της μάνας του χωράφι,
που η ύπαρξή του εθράφη,
ρίζα να σπείρει στο αίμα ποτισμένη.
—Μια τρέλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρους
σ᾽ ώρα οργισμένη!

Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορές
το ᾽να της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο
τρίκορφο πιο μεγάλο
760 σηκώνεται, που ολόγυρα
στην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζει,
ενώ στη μέση βάζει
το φτενό ο πύργος φράχτη μου γι᾽ απαντοχή μας·
και τρέμω, με τους βασιλιάδες της
κι η πόλη μη χαθεί η δική μας.

Κράτησε κοντά σου εκείνους που σε κάνουν να χαμογελάς

Όσο μεγαλώνουμε, συνειδητοποιούμε την αξία των αισιόδοξων ανθρώπων. Ομολογουμένως, οι εμπειρίες του καθενός μας κάνουν επιφυλακτικούς απέναντι σε νέες γνωριμίες κι απαισιόδοξους ως προς την ανεύρεση νέων αληθινών φίλων ή συνοδοιπόρων ζωής.

Το σημαντικό σ’ αυτή την αναζήτηση είναι το κριτήριο επιλογής κι αυτό πρέπει να είναι άνθρωποι που να σε κάνουν να χαμογελάς.

Υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που προσπαθούν να σε βοηθήσουν, να σ’ ανεβάσουν ψυχολογικά, να κάνουν αστειάκια για να σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα. Σίγουρα σε νοιάζονται ή μπορεί να θέλουν να βλέπουν χαρούμενους ανθρώπους γύρω τους, γιατί κι οι ίδιοι δεν αντέχουν τη μιζέρια.

Δεν είναι εκείνοι όμως που αξίζει να έχουν μία θέση στη ζωή σου. Πολλοί σου λένε να χαμογελάς, λίγοι το πετυχαίνουν, καθώς ελάχιστοι ερωτεύονται το χαμόγελό σου και θέλουν να σαλπάρουν μαζί σου στην ευτυχία. Βλέπεις τη διαφορά; Απ’ τα λόγια στην πράξη ένα χαμόγελο δρόμος.

Είναι κάποιοι άνθρωποι λοιπόν, που ταξιδεύουν για να σε δουν έστω για λίγα λεπτά της ώρας, γιατί ξέρουν πόσο χαρούμενος θα είσαι μετά. Εκείνοι που σου στέλνουν αργά, πριν κοιμηθούν, κάθε βράδυ «καληνύχτα» κι εκείνοι που σου κλείνουν εισιτήριο για να τους επισκεφτείς χωρίς να σε ρωτήσουν, γιατί θέλουν να περάσουν λίγο χρόνο μαζί σου.

Εκείνοι που δε δειλιάζουν να πουν ένα «μου λείπεις» γιατί ξέρουν, πως η καμπύλη που θα σχηματιστεί στο πρόσωπό σου, είναι πιο σημαντική απ’ τον εγωισμό τους.

Ένα ξαφνικό «θέλω να σε δω», ένα χτύπημα στο κουδούνι από κάποιον που είχες να δεις καιρό, ένα παγωτό και μια βόλτα στην παραλία είναι ικανά να σε κάνουν να ξεχάσεις το οτιδήποτε. Μια αγκαλιά ενός φίλου, ένα φιλί απρόσμενο, ένα κομπλιμέντο απ’ τον άνθρωπο που σ’ ενδιαφέρει μπορούν ν’ αλλάξουν την ψυχολογία σου και να σε κάνουν να χαμογελάς.

Έχετε προσέξει εκείνους που περπατάνε στο δρόμο κοιτάζοντας το κινητό τους και χαμογελάνε έχοντας αποσβολωμένο βλέμμα και μια ηδονιστική πραότητα; Σίγουρα, σας έχει τύχει κι ευχηθήκατε να ήσασταν στη θέση του, γιατί εκείνη τη στιγμή, εκείνος ο άνθρωπος ήταν ευτυχισμένος. Μία στιγμή, ένα χαμόγελο, μία στάλα ευτυχίας στον ωκεανό της καθημερινότητας.

Υπάρχουν τόσα πράγματα που μπορούν να μας κάνουν χαρούμενους και για ν’ ακριβολογούμε αυτά που μας κάνουν ευτυχισμένους δεν είναι πράγματα. Συνήθως είναι χειρονομίες ή κινήσεις προσφοράς, ανθρωπιάς ή αγάπης. Απλές εκδηλώσεις ενδιαφέροντος προς εμάς που μας γεμίζουν συναισθηματικά και μας κάνουν να αισθανόμαστε ξεχωριστοί.

Ν’ αγαπάς εκείνους που παρά τα δικά τους προβλήματα, μάχονται καθημερινά για να σχηματίσουν στο πρόσωπό σου, έστω και για μία στιγμή της ημέρας, την πιο ερωτεύσιμη καμπύλη σου. Εκείνους που σου δίνουν αγάπη με μικρές, αλλά ουσιαστικές πράξεις. Ένα λουλούδι, ένα παγωτό, ένα φιλί στο μέτωπο, μια «καληνύχτα», ένα «πήρα να σου πω ότι μου λείπεις».

Τρέχουμε, γκρινιάζουμε, μιζεριάζουμε με τα προβλήματά μας και ξεχνάμε να ζούμε τη στιγμή με τους ανθρώπους που αξίζουν λίγο απ’ το χρόνο μας. Βάζουμε στη ζωή μας υποχρεώσεις και στόχους, εφησυχάζουμε στις κοινωνικές συναναστροφές και στις τυπικές γνωριμίες κι αφήνουμε τη ζωή μας κενή από ανθρώπους με ουσία.

Ας μη γοητευόμαστε απ’ τα πολλά λόγια, ας κοιτάζουμε τις πράξεις. Ας μας σαγηνεύει επιτέλους ο σεβασμός, η αξιοπρέπεια, η αγάπη κι η ανθρωπιά. Πόσο όμορφο είναι να υπάρχουν άνθρωποι που να θέλουν να σε βλέπουν να χαμογελάς;

Όταν βρεις λοιπόν άνθρωπο να θέλει να σε βλέπει να χαμογελάς, κράτησέ τον στη ζωή σου κι όταν βρεις κάποιον που όχι μόνο να θέλει, αλλά να σε κάνει να χαμογελάς, αγάπησέ τον.

Ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου

Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σαρτρ, ο πιο γνήσιος από τους πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Ύπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες.
   
Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Ο δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος.

Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες.

Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην αλήθεια της ύπαρξης.

Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην ερημιά, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του «τι είναι;» και στις κώχες του «τι πρέπει;» Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της μεγαλοφυίας.

Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν τον Βαν Γκογκ, που πέθανε στα τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης».

Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz.
 
Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς. Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη. Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή είναι έμορφη.
 
Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κανένας.
 
Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κανένας.
 
Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του κανένας, του τις ή του οντις, μας την έδωκε με τρόπο ακραία αδρό και λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή λέει,
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος.
Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; Ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.
Όταν ο Οδυσσέας έφτασε στο νησί του κύκλωπα Πολύφημου, έμελλε να ζήσει μια περιπέτεια φρίκης που δεν είχε το όμοιο της.
 
Καθότανε και κοίταζε ετούτον τον θηριάνθρωπο, πού 'χε στη μέση το κούτελο ένα μάτι σαν μαύρο φεγγάρι. Περιδιάβαζε την ατελείωτη κατεβασιά της κεφάλας του, και τις ζαρωματιές της που κατέβαιναν σαν ρέματα, και πάσχιζε να τηνε ξεχωρίσει από τους γύρω βράχους. Έκανε να κοιτάξει τα δέρματα των αυτιών του, και κατέβαζε τα μάτια σαν δαρμένο σκυλί. Κι όταν άνοιγε το στόμα του, όταν άνοιγε εκείνο τον καιάδα, χασμουρητά ρινόκερου και κροκόδειλου τον έκαναν να πισωπατά.
 
Αλλά σαν είδε σε λίγο το γιγάντιο εκτόπισμα ν' αρπάζει τα συντρόφια του δύο δύο, να τα χτυπά στην πέτρα σαν κουτάβια, να συντρίβουνται και να καταρρέουν τα κόκαλα τους με το σαλαγητό σπιτιού που θρουβαλιάζεται συθέμελο· σαν είδε να ρουφάει από το σπασμένο κρανίο τα μυαλά τους, σαν νά 'πινε το γάλα καρύδας, τότε... Ε' τότε ήταν που του λύθηκαν τα μέλη. Χέρια, πόδια, μυαλό, γλώσσα, νεύρα, τά 'χασε ούλα. Και τα δόντια του να χτυπάνε σαν βουρλισμένα κρόταλα.
 
- Τωώρα... βατάρισε. Τώρα ούτε η Αθηνά δε με σώνει.
 
Ζάρωσε απόμακρα, καθότανε, και περίμενε χωρίς να περιμένει.

Και το μάτι του Κύκλωπα να λουχτουκιά ανάμεσα στα τσίνορα από φύλλα φραγκοσυκιάς. Και το στόμα του, λαγκάδα σκοτεινή, να ξερνοβολά ογκανητά, ερευγμούς, ανθρώπινα κρέατα και κρασιά.
 
- Ποσειδώνα μου, η χάρη σου. Τι πήγες και γέννησες! τραύλισε. Με ποια δράκαινα έσμιξες και τό 'καμες ετούτο το αμπλάκημα; Ετούτο το κολοσσαίον πανικού;
 
Εκοίταζε πολλή ώρα, και συλλογιότανε πάλι.

- Κι ακούς εκεί; Να τονε λένε Πολύφημο! Εξακουστό, δηλαδή, και φημισμένο στον ντουνιά. Αυτό δεν είναι όνομα, μπόγια μου. Αυτό είναι ο ανθός των ονομάτων. Σαν όλους τους δοξασμένους ανθρώπους της εποχής μου. Που τους ακούει ο κόσμος στα ράδια και στις εφημερίδες. Το όνομα του είναι τίτλος και κατάθεση της φήμης και της δόξας.
Ετότες ήταν που βρήκε το δικό του όνομα. Από ψυχολογία φόβου και εναντίωσης τού 'ρθε η έμπνευση για το δικό του όνομα, που θά 'λεγε στον Κύκλωπα, εάν τον ερωτούσε. Αφού αυτός είναι το άπαντο της φήμης, εγώ θα είμαι το τίποτα.
 
Εκεί τον εξεχώρισε ο Κύκλωπας ανάμεσα στο παραλοϊσμένο κοπάδι των συντρόφων του. Και τον ερώτησε.

- Και πώς σε λένε εσένα, λεβέντη μου; Πού 'σαι και τσιρβελής.
 
Ο Οδυσσέας μάτιασε καρσί το χαλκωματένιο ταψί της μουσούδας του Κύκλωπα και αποκρίθηκε.

- Κανένα. Κανένα με φωνάζουνε, Κύκλωπα, η μάνα κι ο πατέρας μου, κι όλοι μου οι σύντροφοι.
Οὖτις ἐμοί γ' ὄνομα· Οὖτιν δέ με κικλήσκουσιμήτηρ ἠδὲ πατὴρ ἠδ' ἄλλοι πάντες ἑταῖροι.
Ο Κύκλωπας εγέλασε με τη σαγόνα, με τις πλάτες, και με την παραυτίδα του.
- Όνομα και τούτο. Ακούς Κανένας! Μα κι ο βλάκας στους βλάκες να ήσουνε, καημένε, κι ο βασιλιάς των ποντικών, θά 'χες ένα όνομα της προκοπής.
 
Ύστερα τα πράγματα επήρανε κατεβασιά ορυμαγδού. Ο Οδυσσέας έβλεπε και μέτραε. Μια βραδυά δύο σύντροφοι. Δύο βραδυές τέσσερες σύντροφοι. Τρεις βραδυές έξι σύντροφοι. Και τελευταίος εγώ, απόσωσε αχνός σαν την άχνα. Έτσι μου είπε.
 
Σαν τους αμερικανούς τό 'μοιασα, όταν σκαρώνανε «τον πόλεμο των άστρων», συλλογίστηκε πικρόχολα. Θα ιδούμε στο τελεβίζιο όλον τον πλανήτη να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, θα ευφρανθεί η ψυχή μας το θέαμα, θα φωνάξουμε: ωραία! Κι ύστερα θα πεθάνουμε κι εμείς. Τελευταίοι και με εικόνα.
 
Τότες ήρθε ο καιρός, για να μπει στο μυαλό του η Αθηνά. Ο καιρός, με την έννοια που το λέγανε οι έλληνες. Η κατάλληλη στιγμή, που αλλίμονό σου αν την αφήκεις και προσπεράσει.
 
Γιατί βρέθηκε σ' εκείνη την πίεση, που έπρεπε να συμπιεστεί το ασυμπίεστο. Να στιφτεί το μάρμαρο.
Έτσι άρχισε ο μεγάλος αγώνας του Οδυσσέα. Ο μεγάλος αγώνας, ο Kampf, η μια από τις τέσσερες οριακές καταστάσεις του ανθρώπου, που λένε στη Φιλοσοφία της Ύπαρξης. Αλλά μήπως δεν το λέει κι ο Πλάτων;
Ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν ἔσχατος ψυχῇ πρόκειται.
Το μυαλό του εγίνηκε εκείνη η χιονοστιβάδα από τα δέκα χιλιάδες άρματα του Κόνιεφ και του Ζούκωφ, που εκατέβαιναν και ισοπέδωναν τα όρη.
 
Κουβαλάει το δυνατό κρασί από τα ασκιά· μεθάει κουνουπίδι τον Κύκλωπα· περιμένει να βουλιάξει στον υδράργυρο του ύπνου· ξύνει με το μπαλταδάκι κοφτερά τη μύτη του παλουκιού· τι παλούκι, δηλαδή, αυτό ήταν ολόκληρο κατάρτι· και ύστερα το καίει στη φωτιά.
 
Κι όταν ο Πολύφημος ξερνοβολά και ροχαλίζει, σαν να κατρακυλάνε στη ροβόλα δέντρα ξερριζωμένα και χαλικωσιές, του το μπήγει στο μάτι μ' ένα ουααά! που το παλούκι έφτασε ως το μυαλό. Έτσι έκαμε τον κόκλη καίκο. Το μονόφθαλμο τυφλό.
 
Άχνιζε και καιγότανε και τσιτσίριζε το ξύλο και η σάρκα. Και η γλήνα του ασπραδιού περέχυνε ολάκερη την προσκαμουσιά του ανθρωποφάγου.
Ακκούμπησε στην άκρη της σπηλιάς ξεπνοημένος.

- Ούτε για να κυριέψω την Τροία δεν ίδρωσα τόσο! απόσωσε.
 
Και σαν μέρωσε η μέρα και χάραξε η αυγή, γατζώνεται αυτός και το κάθε συντρόφι ένα κριάρι στην κοιλιά, και ξαναβγαίνουν στο φως από τη γούφα της φοβερής κλεισμάρας. Σαν να ξαναβγήκαν από την κόλαση. Όπως θα ιστορήσει σε μια παρακατιανή ραψωδία, τη Νέκυια.
 
Ο Κύκλωπας σκούζει, τινάζεται, βλαστημά, σπαρταράει. Χτυπιέται και παραγουλιάζεται απάνω στους βράχους, σαν ένα πελώριο χταπόδι, που μόνο ο πατέρας του με την τρίαινα θα δύνοταν να καμακώσει.
 
Ο Οδυσσέας δύο λιθοπέτια μακρυά, καβάλα στο καράβι του, σαν νά 'τανε καβάλα στην ευνή της Κίρκης, γυρίζει και κοιτάει στο νησί. Βλέπει τον μόστρο να ασπαίρει, και με τις οιμωγές και τις βλαστήμιες του να ξεγδέρνει στα τυφλά τους δεκαέξι αέρηδες. Βάζει τότε τις δύο απαλάμες στο στόμα του χωνί, και του φωνάζει.
 
- Εεεέ, Πολύφημε. Άτσαλε και χάχα! Αν σε ρωτήσουνε ποτές, ποιος σου πούλησε την άγρια τυφλομάρα στο φεγγί σου, που ένα τό 'χες και κείνο όρτσα, να τους ειπείς ο Οδυσσέας. Ο γιος του Λαέρτη. Ο καστροκαταλύτης...
 
Κύκλωψ, αἴ κέν τίς σε καταθνητῶν ἀνθρώπων
ὀφθαλμοῦ εἴρηται ἀεικελίην ἀλαωτύν
φάσθαι Ὀδυσσῆα πτολιπόρθιον ἐξαλαῶσαι. 
 
Την περιπέτεια την άρχισε ο Κανένας και την ετελείωσε ο Οδυσσέας. Η ιστορία αυτή στο νησί του Κύκλωπα είναι η ζωή του καθένα μας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κάθε άνθρωπος του μέλεται να ζήσει τη δική του Κυκλώπεια. Είτε στο ρόλο του Οδυσσέα, είτε στο ρόλο των συντρόφων. Όχι βέβαια του Κύκλωπα. Γιατί ο Κύκλωπας είναι ο λόγος της φύσης και ο ορισμός της μοίρας μας.
Ξεκινάμε τη ζωή μας ανυπόστατοι, αδοκίμαστοι, ανύπαρκτοι, ανώνυμοι. Ξεκινάμε μέσα στην οντολογική λήθη, και μέσα στην αδιαφανή ομίχλη της μέριμνας. Αυτή μας παλεύει, να μη δέσουμε δεσμούς συναγωγούς φιλίας με τη βαθύτερη ουσία της ύπαρξης μας. Ο καθένας μας ξεκινά με το όνομα Κανένας.
 
Αν ξεφύγουμε ετούτη την πανίσχυρη βαρυτική δύναμη, που μας τη φόρτωσαν οι θεοί, ο Δίας η Μέριμνα η Γη, φενάκη και δόλωμα, για να μη νιώθουμε άκοπα και χάρισμα το πολύτιμο νόημα της ίδιας της ζωής μας· αν φτάσουμε να πληρώσουμε το ακριβό λύτρο που αξιώνει η φύση και η ουσία της ανθρώπινης μοίρας μας· αν αλλάξουμε τον μουσικό μας τρόπο, πηδώντας από τον απλοϊκά υποστασιακό στον αυθεντικά υπαρκτικό άνθρωπο, από τη φλογέρα του βοσκού στο φλάουτο του Μότσαρτ (Zauberflote), από το Man στην Existenz, από το Ούτις στο Οδυσσέας· αν γίνει να κινήσουμε λειτουργικά τη διαλεκτική μας σχέση με το πρόβλημα της ουσίας και του βάθους της ζωής μας· αν περπατήσουμε τον βραχύ μας βίο έξυπνοι και εγρήγοροι, και όχι κοιμισμένοι και νεκροί που σαλαγιούνται σαν πρόβατα στο Γιοφύρι της Λόντρας ή στην οδό Πανεπιστημίου· τότες έχουμε νικήσει τον φοβερό Κύκλωπα και τη φυλακή της σπηλιάς του. Ελαξουργήσαμε την άμορφη και άσχημη πέτρα του Κανένας, και μέσα από το σκοτάδι της ανεβάσαμε στο φως τον άνθρωπο με όνομα. Ένα άγαλμα ορατό και ωραίο ωσάν το Δορυφόρο του Πολύκλειτου.
 
Ποιοι είναι οι σύντροφοι του Οδυσσέα; Είναι εκείνοι που ο καθένας τους είναι ένας Κανένας, και Κανένας θα μείνει. Μας είναι και θα μας μείνουν τόσο άφαντοι και άγνωστοι όσο και οι κάτοικοι του Λάγκος και της Μοζαμβίκης σήμερα, ή οι κάτοικοι της Σκυθίας και της Βαιτικής εχθές.
 
Οι σύντροφοι του Οδυσσέα είναι κάποιοι «ομογενείς», κατά την πονεμένη έκφραση του Μυριβήλη, που έζησαν στον χωριό και στον καιρό του Σολωμού, του Καποδίστρια, του Βενιζέλου, του Καβάφη, και όποιου άλλου μεγάλου και τιμημένα επώνυμου.
 
Είναι οι χιλιάδες και μυριάδες άνθρωποι που έζησαν και βουλιάξανε άγνωστοι και ανώνυμοι για μας στην άπειρη λήθη του σύμπαντος.
 
Όμοια, όπως εβούλιαξε ο παπούς του παπού μου και η γιαγιά της γιαγιάς σου. Γνωρίζεις, τίμιε αναγνώστη, να μου ειπείς ποιο ήταν το όνομα της γιαγιάς της γιαγιάς σου; Την εσκέφθηκες ποτέ σου έστω και μία φορά; Που ημπορεί να ήταν και έμορφη, σαν τη Μπαλατσινού! Πού ξέρεις;
 
Ο Σολωμός όμως και ο Κολοκοτρώνης, ο Βενιζέλος ο Κάλβος, και οι άλλοι μεγάλοι και τίμιοι επώνυμοι είναι ο Κανένας που ενίκησε τον Κύκλωπα της Μέριμνας, και καταστάθηκε να γίνει ο ένας με τ' όνομα. 
 
Είναι οι άνθρωποι, που, ένας ένας στο πόστο του, εκάμανε τον αγώνα και ζήσανε την αγωνία, που έκαμε και έζησε στην αρχή της Κυκλώπειας ο Κανένας, για να γίνει στο τέλος ο Οδυσσέας.
Δρόμος, ε!
------------------------
Δημήτρης Λιαντίνης, "Γκέμμα", Η Κυκλώπεια

Γιατί μισούμε ό,τι μας λείπει;

«Ο υγιής άνθρωπος δεν βασανίζει τους άλλους. Γενικά είναι οι βασανισμένοι που εξελίσσονται σε βασανιστές» – Karl Jung

O Μιγκέλ ντε Θερβάντες από το 1570 και για αρκετά χρόνια, προσέφερε τις υπηρεσίες του ως επαγγελματίας στρατιώτης, λαμβάνοντας μέρος στη Ναυμαχία της Ναυπάκτου κατά του οθωμανικού στόλου, ως υπαξιωματικός του πολεμικού πλοίου Μαρκέσα, καθώς και στην πολιορκία της Κέρκυρας. Tραυματίστηκε δύο φορές στο στέρνο ενώ ένας τρίτος τραυματισμός προκάλεσε μόνιμη βλάβη αχρηστεύοντας το αριστερό του χέρι. Ο άνθρωπος που μοιάζει να έγραψε για έναν τρελό ουτοπιστή, επέστρεφε στην Ισπανία στα 1575, όταν η γαλέρα με την οποία έπλεε, δέχθηκε επίθεση από πειρατές. Μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο Αλγέρι όπου παρέμεινε για πέντε χρόνια ως δούλος. Τελικά κατάφερε να επιστρέψει στην Ισπανία…

Ένα κρύο βράδυ του 1605, Ο Θερβάντες μπήκε με την παρέα του στο καπηλειό της Σεβίλλης που επισκέπτονταν συχνά. Κάθισαν μπροστά στο τζάκι, καθώς τα τελευταία ξύλα παραδίνονταν στη φωτιά και το κρύο ξαναγέμιζε τον χώρο. Η τύχη όμως εκείνη τη μέρα δεν ήταν τόσο με το μέρος του. Η σύντροφος του Κάπελα, έχοντας πιει αρκετά, σάρκαζε μεγαλόφωνα με πελάτες την κυκλοφορία του βιβλίου του. Το βλέμμα της έπεσε στο συγγραφέα και με θυμό άρχισε να χλευάζει μεγαλόφωνα τον Θερβάντες που καθόταν σχετικά κοντά με την παρέα του. «Είστε τρελοί, ουτοπιστές που κυνηγάτε ανεμόμυλους εσύ και ο ήρωάς σου».

Ο Θερβάντες δεν άφησε να τη διακόψουν. Τη γνώριζε από μικρό παιδί. Κοιτούσε με λίγη θλίψη, προσπαθώντας να κατανοήσει το θυμό κάτω από το «σκληρό δέρμα» της πικρή κακίας της. Σκεφτόταν σιωπηλά… Η κακία, το μίσος είναι έντονα συναισθήματα που συχνά κρύβουν το φόβο πίσω τους. Η αλήθεια ήταν ότι η ζωή αυτής της γυναίκας είχε καθοριστεί από όταν ήταν μικρή, και δεν είχε κανένα ιδανικό, αντίθετα με το βιβλίο του.

Εύκολα μπορεί να φανεί η σκληρή παιδική ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος φαίνεται να έχει αναπτύξει ένα σκληρό δέρμα για να μη πληγωθεί από κανέναν… Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν έχει γνώση της ύπαρξης του «σκληρού δέρματος» που φοράει…Ούτε του τιμήματός αυτού, ότι δεν μπορεί να νιώσει ή να απολαύσει στο ίδιο βάθος συναισθήματα, όπως ένας άλλος άνθρωπος που δεν είχε τα ίδια δύσκολα βιώματα.

Η συγκεκριμένη γυναίκα είχε τελείως διαφορετικές εικόνες… Παραμελημένη κυρίως από τον πατέρα, δεν έβρισκε καμία αξία στον εαυτό της και στους άντρες παρά μόνο ως περιστασιακά αντικείμενα ηδονής, χωρίς ίχνος αγάπης. Υπήρξε μία κόρη που έβλεπε σε ένα σπίτι εναλλαγές συντρόφων του πατέρα, ο οποίος παρείχε μόνο πράγματα υλικά σε μία ψυχρή συναισθηματικά μητέρα. Πώς να μπορούσε να αντιληφθεί μία γυναίκα, τον εαυτό της ως Δουλτσινέα, τη γυναίκα που ενεργοποιεί θετικά το δυναμικό ενός άνδρα μέσα από τη διαδικασία του έρωτα. Έχοντας μάλιστα ζήσει μία υποτιμημένη μητέρα από τον πατέρα. Στην περίπτωσή της ήταν αδύνατον να υπάρξει αγάπη για την εικόνα του άντρα σε έναν μόνο σύντροφο… Αντίθετα, η γυναίκα αυτή επέλεγε μόνο άνδρες που δεν είχαν πνεύμα άξιο για να θαυμάσει.

Ο Θερβάντες την κοιτούσε σιωπηλά, με κατανόηση και λίγη θλίψη… Η προσωπική της ζωή ήταν ένα φίλτρο το οποίο δεν την άφηνε να κατανοήσει οτιδήποτε και να διάβαζε στο Δον Κιχώτη, κάνοντάς όλα να δείχνουν ρομαντικές ανοησίες. Εκείνη τη στιγμή ο Θερβάντες παρατήρησε για πρώτη φορά πώς το μυαλό της γυναίκας απέρριπτε το βιβλίο του, καθώς αυτό απειλούσε την πλαστή ευτυχία της.

Πολλές φορές οι άνθρωποι προτιμούν να δημιουργήσουν και να ζουν ένα ψέμα, προκειμένου να αποφύγουν να συνειδητοποιήσουν μία αλήθεια που δεν αντέχουν.. Και νιώθουν φόβο όταν το ψέμα τους κινδυνεύει να διαλυθεί, ακόμη κι από ένα βιβλίο σαν το Δον Κιχώτη. Διότι αυτό το ψέμα έχει γίνει ο κόσμος τους. Φοβούνται την αλήθεια που μπορεί να γκρεμίσει τον κόσμο αυτό, καθώς δεν ξέρουν άλλο τρόπο να χτίσουν έναν διαφορετικό νέο κόσμο.

Αργότερα, διακόσια και χρόνια μετά, θα εμφανιζόταν μία επιστήμη που θα αποδείκνυε ότι το φίλτρο του «σκληρού δέρματος» είναι μία άμυνα του μυαλού που μακροπρόθεσμα βλάπτει τον άνθρωπο. Ότι αυτό εξαφανίζεται μόνο όταν γίνει συνειδητό στον άνθρωπο πώς το απέκτησε, μέσα από την παιδική του ηλικία.

«Όταν μισούμε έναν άνθρωπο, τον μισούμε για κάτι που μας θυμίζει τον εαυτό μας. Κάτι που δεν έχουμε εμείς μέσα μας, δεν μπορεί ποτέ να μας συγκινήσει…» – Herman Hesse

Εραστής ή σύζυγος; Επιλέγοντας συντρόφους

Κάθε σχέση φέρει ποιότητες. Ένας άντρας και μια γυναίκα, όταν έρχονται σε επαφή, αναπτύσσουν σιγά σιγά τον κώδικα επικοινωνίας με τον οποίο θέλουν να ταξιδέψουν ως ζευγάρι. Ο ένας σιγά σιγά ενσωματώνεται μέσα στον άλλο προσπαθώντας να δημιουργήσει έτσι ένα ‘όλο’, μια μονάδα η οποία θα εξαλείψει με το πέρας του χρόνου το φόβο και τη μελαγχολία που φέρει η μοναξιά.

Δεν υπάρχει πια «εγώ» , αλλά «εμείς». Βέβαια, είναι σίγουρο πως ένας άνθρωπος εξοικειωμένος με τη μοναχικότητά του δε θα μεταπηδούσε τόσο εύκολα και με τόσο μεγάλη αφέλεια σε αυτή τη «σύζευξη». Θα προφύλασσε τη μοναδικότητά του και αντί να ενσωματωθεί με το όλο θα αποτελούσε μια από τις δυο κολώνες της σχέσης – και ο σύντροφός του την άλλη. Η δομή αυτή σίγουρα θα ήταν πιο σταθερή από το όλο, το οποίο κινδυνεύει να σκιστεί και να ρημαχτεί με κάθε αντιπαράθεση και δυστροπία στο ζευγάρι.

Προχωρώντας λοιπόν και υποθέτοντας πως κάποιος τολμά να αντικρύσει τη μοναξιά του και να προχωρήσει στην πραγματοποίηση μιας ερωτικής σχέσης από επιλογή και όχι από ανάγκη ή κοινωνική υποχρέωση, καλούμαστε να κατανοήσουμε πως υπάρχουν τύποι συντρόφων. Εδώ, η έννοια του «τύπου» δεν χρησιμοποιείται πεζά, σίγουρα δεν μπορούμε να χωρέσουμε όλο τον ανθρώπινο πληθυσμό μέσα σε δυο ή τρία χαζά κουτάκια.

Σε αυτό το άρθρο, θα γίνει αναφορά επιλεκτικά σε δυο γενικευμένους τύπους συντρόφων: τους εραστές και τους συζύγους. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν άλλοι τύποι συντρόφων εκεί έξω ή ότι ο καθένας χωράει σε κάποια κατηγορία. Ο όρος «τύπος» χρησιμοποιείται συμβολικά για ευκολία και δεν αποτελεί κανόνα ή πράξη κατηγοριοποίησης. Επίσης, οι 2 τύποι αναφέρονται και στα δυο φύλα.

Ο / Η εραστής

Ένας άντρας ή μια γυναίκα που ανήκει στην κατηγορία του εραστή, δραστηριοποιείται έντονα στη σεξουαλική επαφή, τα εκκεντρικά ραντεβού, το παιχνίδι, το φλερτ, τα ταξίδια και γενικώς την καλοπέραση. Οι συναισθηματικές εκφράσεις είναι πιο επιφανειακές αλλά εξαιρετικά έντονες και χαρακτηρίζονται από πάθος.

Συχνά, σε μια σχέση με έναν εραστή υπάρχει μόνιμα ένα αίσθημα ανολοκλήρωσης, σαν ο άλλος να μην μπορεί να μας καταλάβει απόλυτα, η συνεννόηση πάσχει ή υπάρχει μια έντονη αίσθηση ανασφάλειας – σαν να μην μπορούμε να βασιστούμε στον άλλο ή να καταλάβουμε πως σκέφτεται.

Ο/Η σύζυγος

Ένας άντρας ή μια γυναίκα που ανήκει στην κατηγορία του συζύγου, προβάλει έντονα στοιχεία όπως συναισθηματική υποστήριξη, ικανότητα ανάληψης ευθυνών και διεκπεραίωσης καθημερινών καθηκόντων, υπομονή, σκέψη ως προς τις ανάγκες του άλλου, ικανότητα λήψης αποφάσεων, συζήτησης με τον σύντροφο κ.ά. Οι συναισθηματικές εκδηλώσεις συνήθως ηχούν πιο βαθιά και μοιάζουν να έχουν περισσότερο νόημα. Υπάρχει μια αίσθηση ότι ο άλλος μας καταλαβαίνει και ότι μπορούμε να τον εμπιστευθούμε ως συνταξιδιώτη.

Τώρα, υπάρχει μια λανθασμένη πεποίθηση πως κάποιος που ανήκει στην κατηγορία του εραστή απλώς χρειάζεται να «ωριμάσει» ή «να μεγαλώσει», ώστε να αντιληφθεί κάποια θέματα πιο βαθιά και έτσι να αποκτήσει ποιότητες συζύγου. Αυτό όμως σπάνια συμβαίνει. Στους εραστές, λείπουν πολλά βασικά στοιχεία που τους μπλοκάρουν από το να μπορέσουν να κατανοήσουν και να ασχοληθούν με κάτι πέρα από τους εαυτούς τους για να προχωρήσουν σε βαθύτερες σχέσεις.

Γι’ αυτό και πολλοί εραστές έχουν ναρκισσιστικές τάσεις διατηρώντας το βλέμμα τους πάντα στον εαυτό τους γοητεύοντας έτσι και τον σύντροφό τους που τους θεωρεί τρανούς και σπουδαίους. Ένας σύζυγος όμως, επίσης μειονεκτεί στη δημιουργικότητα και τη σεξουαλική δραστηριότητα που θα είχε ένας εραστής.

Καμία από τις δυο κατηγορίες δεν είναι καλή ή κακή, λάθος ή σωστή. Αυτούς τους χαρακτηρισμούς τους δίνουμε εμείς κάνοντας λάθος επιλογές. Για παράδειγμα, μια γυναίκα που αναζητά σύντροφο για τη δημιουργία οικογένειας, μπορεί να γοητευθεί από έναν εραστή σκεπτόμενη πως στην πορεία εκείνος θα ωριμάσει και θα χωρέσει στο μοντέλο του πατέρα.

Η απογοήτευσή της αργότερα γι’ αυτή την λάθος της επιλογή θα την κάνει να αποκτήσει αποστροφή γι’ αυτόν τον τύπο άντρα – όμως λανθασμένα. Αν ήταν συνειδητή στην επιλογή της, θα διάλεγε έναν καταλληλότερο σύντροφο. Με το ίδιο σκεπτικό, μια γυναίκα που ψάχνει να γιορτάσει τη σεξουαλικότητά της και να δημιουργήσει εμπειρίες, θα νιώσει άκρως απογοητευμένη στα χέρια ενός συζύγου. Ο δεσμός θα της φανεί βαρετός και ο σύντροφός της ελλιπής και τραγικά σταθερός – προβλέψιμος.
------------------------
1. Η αναφορά δεν περιορίζεται μόνο σε ετεροφυλόφιλα ζευγάρια ή στα δύο φύλα.
2. Όπου «γυναίκα» = «άντρας» και αντίστροφα.