«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα
ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα
νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
340 κείω δ᾽ ὡς τὸ πάρος περ ἀΰπνους νύκτας ἴαυον·
πολλὰς γὰρ δὴ νύκτας ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ
ἄεσα καί τ᾽ ἀνέμεινα ἐΰθρονον Ἠῶ δῖαν.
οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ
γίγνεται· οὐδὲ γυνὴ ποδὸς ἅψεται ἡμετέροιο
345 τάων αἵ τοι δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν,
εἰ μή τις γρηῦς ἐστι παλαιή, κεδνὰ ἰδυῖα,
ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσὶν ὅσσα τ᾽ ἐγώ περ·
τῇ δ᾽ οὐκ ἂν φθονέοιμι ποδῶν ἅψασθαι ἐμεῖο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
350 «ξεῖνε φίλ᾽· οὐ γάρ πώ τις ἀνὴρ πεπνυμένος ὧδε
ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα,
ὡς σὺ μάλ᾽ εὐφραδέως πεπνυμένα πάντ᾽ ἀγορεύεις·
ἔστι δέ μοι γρηῢς πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχουσα,
ἣ κεῖνον δύστηνον ἐῢ τρέφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλε,
355 δεξαμένη χείρεσσ᾽, ὅτε μιν πρῶτον τέκε μήτηρ,
ἥ σε πόδας νίψει, ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἀνστᾶσα, περίφρων Εὐρύκλεια,
νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα. καί που Ὀδυσσεὺς
ἤδη τοιόσδ᾽ ἐστὶ πόδας τοιόσδε τε χεῖρας·
360 αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα,
δάκρυα δ᾽ ἔκβαλε θερμά, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν·
«ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς
ἀνθρώπων ἔχθαιρε θεουδέα θυμὸν ἔχοντα.
365 οὐ γάρ πώ τις τόσσα βροτῶν Διὶ τερπικεραύνῳ
πίονα μηρία κῆ᾽ οὐδ᾽ ἐξαίτους ἑκατόμβας,
ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδους ἀρώμενος ἧος ἵκοιο
γῆράς τε λιπαρὸν θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν·
νῦν δέ τοι οἴῳ πάμπαν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
370 οὕτω που καὶ κείνῳ ἐφεψιόωντο γυναῖκες
ξείνων τηλεδαπῶν, ὅτε τευ κλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκοιτο,
ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται ἅπασαι,
τάων νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ᾽ ἀλεείνων
οὐκ ἐάᾳς νίζειν· ἐμὲ δ᾽ οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε
375 κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια.
τῷ σε πόδας νίψω ἅμα τ᾽ αὐτῆς Πηνελοπείης
καὶ σέθεν εἵνεκ᾽, ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμὸς
κήδεσιν. ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ξυνίει ἔπος, ὅττι κεν εἴπω·
πολλοὶ δὴ ξεῖνοι ταλαπείριοι ἐνθάδ᾽ ἵκοντο,
380 ἀλλ᾽ οὔ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι
ὡς σὺ δέμας φωνήν τε πόδας τ᾽ Ὀδυσῆϊ ἔοικας.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γρηῦ, οὕτω φασὶν ὅσοι ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
ἡμέας ἀμφοτέρους, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν
385 ἔμμεναι, ὡς σύ περ αὐτὴ ἐπιφρονέουσ᾽ ἀγορεύεις.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ λέβηθ᾽ ἕλε παμφανόωντα,
τοῦ πόδας ἐξαπένιζεν, ὕδωρ δ᾽ ἐνεχεύατο πουλὺ
ψυχρόν, ἔπειτα δὲ θερμὸν ἐπήφυσεν. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἷζεν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾽ αἶψα·
390 αὐτίκα γὰρ κατὰ θυμὸν ὀΐσατο, μή ἑ λαβοῦσα
οὐλὴν ἀμφράσσαιτο καὶ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο.
νίζε δ᾽ ἄρ᾽ ἆσσον ἰοῦσα ἄναχθ᾽ ἑόν· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι
Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα μετ᾽ Αὐτόλυκόν τε καὶ υἷας,
395 μητρὸς ἑῆς πατέρ᾽ ἐσθλόν, ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο
κλεπτοσύνῃ θ᾽ ὅρκῳ τε· θεὸς δέ οἱ αὐτὸς ἔδωκεν
Ἑρμείας· τῷ γὰρ κεχαρισμένα μηρία καῖεν
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· ὁ δέ οἱ πρόφρων ἅμ᾽ ὀπήδει.
Αὐτόλυκος δ᾽ ἐλθὼν Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον
400 παῖδα νέον γεγαῶτα κιχήσατο θυγατέρος ἧς·
τόν ῥά οἱ Εὐρύκλεια φίλοις ἐπὶ γούνασι θῆκε
παυομένῳ δόρποιο, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Αὐτόλυκ᾽, αὐτὸς νῦν ὄνομ᾽ εὕρεο ὅττι κε θῆαι
παιδὸς παιδὶ φίλῳ· πολυάρητος δέ τοί ἐστι.»
***
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
βαριές μου πέφτουν εμένα οι προβιές, βαριά και τα κατάλευκα σεντόνια,
αφότου ξενιτεύτηκα μ᾽ ένα μακρόκουπο καράβι, αφήνοντας
την Κρήτη με τα χιονισμένα της βουνά.
340 Γι᾽ αυτό σαν τότε θέλω να πλαγιάσω, που ξάγρυπνες οι νύχτες μου περνούσαν,
νύχτες πολλές που στριφογύριζα σ᾽ άβολο στρώμα, προσμένοντας
πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
Αλλά και το ποδόλουτρο που λες, ας μείνει τώρα, δεν το θέλω·
καμιά γυναίκα δεν θ᾽ αγγίξει τα δικά μου πόδια, όσες στο σπιτικό
κυκλοφορούν δουλεύοντας. Εκτός κι αν είναι μια γερόντισσα
δοκιμασμένη από τα χρόνια, με φρόνημα σωστό,
να ᾽χει υποφέρει η ψυχούλα της όσα υπέφερα κι εγώ·
αυτή δεν θα το αρνιόμουν να πιάσει με τα χέρια της τα πόδια μου.»
Ανταποκρίθηκε με τη δική της φρόνηση η Πηνελόπη:
350 «Καλέ μου ξένε, κανείς ως τώρα, απ᾽ όσους φιλοξένησα, δεν έφτασε
σ᾽ αυτό το αρχοντικό με το δικό σου το μυαλό,
που όλα τα λόγια σου βγαίνουν στοχαστικά και ταιριασμένα.
Έχω λοιπόν κοντά μου μια γερόντισσα που κόβει το μυαλό της,
αυτή εκείνον και τον βύζαξε και τον ανάθρεψε τον δύστυχο,
αυτή τον πήρε στην αγκάλη της, μόλις που βγήκε απ᾽ την κοιλιά της μάνας του·
αυτή τα πόδια σου θα πλύνει, κι ας της απόμειναν λίγες δυνάμεις.
Έλα, καλή μου Ευρύκλεια, σήκω και σίμωσε, να νίψεις κάποιον συνομήλικο
του κύρη σου· ανίσως κάπου ο Οδυσσέας βρίσκεται, τέτοια θα είναι
τα ποδάρια και τα χέρια του, γιατί πριν απ᾽ την ώρα τους γερνούν
360 όσοι τούς χτύπησε η συμφορά.»
Έτσι της μίλησε, κι έκρυψε η γερόντισσα το πρόσωπο στα χέρια της·
χύνοντας δάκρυα θερμά, μέσα στο κλάμα της ξεστόμισε αυτά τα λόγια:
«Γιε μου ακριβέ, εγώ μαζί σου άλλη εξήγηση δεν βρίσκω· θα πρέπει
ο Δίας να σε μίσησε απ᾽ όλους τους ανθρώπους περισσότερο, εσένα τον θεοσεβή.
Κι όμως κανείς βροτός στον Δία, που τον τέρπει ο κεραυνός,
δεν έκαψε τόσα παχιά μεριά, δεν πρόσφερε
εκατόμβες διαλεχτές, όσες του πρόσφερες εσύ, καθώς ευχόσουν
να φτάσεις κάποτε σε γηρατειά μακαρισμένα και ν᾽ αναθρέψεις
ένα γιο λαμπρό· μα να που τώρα είσαι ο μόνος στερημένος
από του νόστου σου τη μέρα.
370 Μπορεί και κείνον κάποιες δούλες, εκεί μακριά στα ξένα,
να τον βρίζουν, κάθε φορά που φτάνει σε ξακουσμένο αρχοντικό,
όπως αυτές οι σκύλες που όλες μαζί βρίζουν εσένα, ξένε.
Φαντάζομαι πως θέλοντας το όνειδός τους ν᾽ αποφύγεις, την ξεδιαντροπιά τους,
δεν δέχεσαι καμιά τους να σε πλύνει. Εμένα ωστόσο, με τη θέλησή μου,
την εντολή μού έδωσε του Ικαρίου η κόρη, η μυαλωμένη Πηνελόπη,
γι᾽ αυτό και πρόθυμα τα πόδια σου θα πλύνω, για τη δική σου χάρη
και της Πηνελόπης, καθώς αφόρμισαν και πάλι μέσα μου οι καημοί.
Άκουσε τώρα και τον λόγο που θα πω: πολλοί οι ξένοι
και βασανισμένοι που πάτησαν σ᾽ αυτό το σπίτι, κανένας όμως
380 που τον είδανε τα μάτια μου δεν έμοιαζε, όσο εσύ, του Οδυσσέα,
και στο παράστημα και στη φωνή του και στα πόδια.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Καλή γερόντισσα, το ίδιο λεν κι οι άλλοι που μας είδαν με τα μάτια τους
τους δυο μας· πως μεταξύ μας μοιάζουμε πολύ, καθώς το παρατήρησες
κι εσύ τώρα και το ομολόγησες.»
Τελειώνοντας, πήρε η γερόντισσα στα χέρια της λεβέτι γυαλισμένο —
το ίδιο είχε και για το ποδόλουτρο εκείνου· χύνει μετά άφθονο κρύο νερό
κι έπειτα από πάνω του ζεστό. Ο Οδυσσέας στο μεταξύ
καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το τζάκι, μένοντας έτσι στο σκοτάδι,
390 γιατί του πέρασε απ᾽ το μυαλό η ιδέα μήπως και ψαύοντας
αναγνωρίσει την ουλή του, και ξαφνικά φανερωθούν τα πάντα.
Σίμωσε τότε εκείνη, πήρε τον κύρη της να νίβει, έπεσε όμως πάνω
στην ουλή του — και ξαφνικά την αναγνώρισε. Ουλή που κάποτε
ένας κάπρος με το λευκό του δόντι τού στιγμάτισε, κάπου στον Παρνασσό,
πηγαίνοντας να συναντήσει τον Αυτόλυκο και τα παιδιά του,
λαμπρό πατέρα της μητέρας του, που ξεπερνούσε τους ανθρώπους
στην πονηρή κλεψιά, πατώντας και τον όρκο του — χαρίσματα ενός θεού,
του ίδιου του Ερμή· αφού ο Αυτόλυκος για χάρη του έκαιγε
ευπρόσδεκτα μεριά, ερίφια κι αρνιά, σ᾽ αντάλλαγμα ο θεός
έγινε πρόθυμός του παραστάτης.
Λοιπόν, μια μέρα, στην πόλη φτάνοντας ο Αυτόλυκος της εύφορης Ιθάκης,
400 λεχώνα πέτυχε τη θυγατέρα του με μόλις νεογέννητο παιδί,
οπότε η Ευρύκλεια έβαλε το μωρό στα γόνατά του,
κι όπως είχε τελειώσει πια το δείπνο, εκείνη τον προσφώνησε μιλώντας:
«Αυτόλυκε, να βρεις ο ίδιος τώρα τ᾽ όνομά του, όποιο εσύ θα βάλεις
στο παιδί της θυγατέρας σου, εσύ που ευχόσουν πάντα ν᾽ αποχτήσεις εγγονό.»