Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (19.335-19.404)

335 Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα
ἤχθεθ᾽, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα
νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,
340 κείω δ᾽ ὡς τὸ πάρος περ ἀΰπνους νύκτας ἴαυον·
πολλὰς γὰρ δὴ νύκτας ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ
ἄεσα καί τ᾽ ἀνέμεινα ἐΰθρονον Ἠῶ δῖαν.
οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ
γίγνεται· οὐδὲ γυνὴ ποδὸς ἅψεται ἡμετέροιο
345 τάων αἵ τοι δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν,
εἰ μή τις γρηῦς ἐστι παλαιή, κεδνὰ ἰδυῖα,
ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσὶν ὅσσα τ᾽ ἐγώ περ·
τῇ δ᾽ οὐκ ἂν φθονέοιμι ποδῶν ἅψασθαι ἐμεῖο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
350 «ξεῖνε φίλ᾽· οὐ γάρ πώ τις ἀνὴρ πεπνυμένος ὧδε
ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα,
ὡς σὺ μάλ᾽ εὐφραδέως πεπνυμένα πάντ᾽ ἀγορεύεις·
ἔστι δέ μοι γρηῢς πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾽ ἔχουσα,
ἣ κεῖνον δύστηνον ἐῢ τρέφεν ἠδ᾽ ἀτίταλλε,
355 δεξαμένη χείρεσσ᾽, ὅτε μιν πρῶτον τέκε μήτηρ,
ἥ σε πόδας νίψει, ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης.
ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ἀνστᾶσα, περίφρων Εὐρύκλεια,
νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα. καί που Ὀδυσσεὺς
ἤδη τοιόσδ᾽ ἐστὶ πόδας τοιόσδε τε χεῖρας·
360 αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα,
δάκρυα δ᾽ ἔκβαλε θερμά, ἔπος δ᾽ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν·
«ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς
ἀνθρώπων ἔχθαιρε θεουδέα θυμὸν ἔχοντα.
365 οὐ γάρ πώ τις τόσσα βροτῶν Διὶ τερπικεραύνῳ
πίονα μηρία κῆ᾽ οὐδ᾽ ἐξαίτους ἑκατόμβας,
ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδους ἀρώμενος ἧος ἵκοιο
γῆράς τε λιπαρὸν θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν·
νῦν δέ τοι οἴῳ πάμπαν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.
370 οὕτω που καὶ κείνῳ ἐφεψιόωντο γυναῖκες
ξείνων τηλεδαπῶν, ὅτε τευ κλυτὰ δώμαθ᾽ ἵκοιτο,
ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται ἅπασαι,
τάων νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ᾽ ἀλεείνων
οὐκ ἐάᾳς νίζειν· ἐμὲ δ᾽ οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε
375 κούρη Ἰκαρίοιο, περίφρων Πηνελόπεια.
τῷ σε πόδας νίψω ἅμα τ᾽ αὐτῆς Πηνελοπείης
καὶ σέθεν εἵνεκ᾽, ἐπεί μοι ὀρώρεται ἔνδοθι θυμὸς
κήδεσιν. ἀλλ᾽ ἄγε νῦν ξυνίει ἔπος, ὅττι κεν εἴπω·
πολλοὶ δὴ ξεῖνοι ταλαπείριοι ἐνθάδ᾽ ἵκοντο,
380 ἀλλ᾽ οὔ πώ τινά φημι ἐοικότα ὧδε ἰδέσθαι
ὡς σὺ δέμας φωνήν τε πόδας τ᾽ Ὀδυσῆϊ ἔοικας.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γρηῦ, οὕτω φασὶν ὅσοι ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
ἡμέας ἀμφοτέρους, μάλα εἰκέλω ἀλλήλοιϊν
385 ἔμμεναι, ὡς σύ περ αὐτὴ ἐπιφρονέουσ᾽ ἀγορεύεις.»
Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, γρηῢς δὲ λέβηθ᾽ ἕλε παμφανόωντα,
τοῦ πόδας ἐξαπένιζεν, ὕδωρ δ᾽ ἐνεχεύατο πουλὺ
ψυχρόν, ἔπειτα δὲ θερμὸν ἐπήφυσεν. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἷζεν ἐπ᾽ ἐσχαρόφιν, ποτὶ δὲ σκότον ἐτράπετ᾽ αἶψα·
390 αὐτίκα γὰρ κατὰ θυμὸν ὀΐσατο, μή ἑ λαβοῦσα
οὐλὴν ἀμφράσσαιτο καὶ ἀμφαδὰ ἔργα γένοιτο.
νίζε δ᾽ ἄρ᾽ ἆσσον ἰοῦσα ἄναχθ᾽ ἑόν· αὐτίκα δ᾽ ἔγνω
οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι
Παρνησόνδ᾽ ἐλθόντα μετ᾽ Αὐτόλυκόν τε καὶ υἷας,
395 μητρὸς ἑῆς πατέρ᾽ ἐσθλόν, ὃς ἀνθρώπους ἐκέκαστο
κλεπτοσύνῃ θ᾽ ὅρκῳ τε· θεὸς δέ οἱ αὐτὸς ἔδωκεν
Ἑρμείας· τῷ γὰρ κεχαρισμένα μηρία καῖεν
ἀρνῶν ἠδ᾽ ἐρίφων· ὁ δέ οἱ πρόφρων ἅμ᾽ ὀπήδει.
Αὐτόλυκος δ᾽ ἐλθὼν Ἰθάκης ἐς πίονα δῆμον
400 παῖδα νέον γεγαῶτα κιχήσατο θυγατέρος ἧς·
τόν ῥά οἱ Εὐρύκλεια φίλοις ἐπὶ γούνασι θῆκε
παυομένῳ δόρποιο, ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζεν·
«Αὐτόλυκ᾽, αὐτὸς νῦν ὄνομ᾽ εὕρεο ὅττι κε θῆαι
παιδὸς παιδὶ φίλῳ· πολυάρητος δέ τοί ἐστι.»

***
Πήρε τον λόγο κι αποκρίθηκε ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
βαριές μου πέφτουν εμένα οι προβιές, βαριά και τα κατάλευκα σεντόνια,
αφότου ξενιτεύτηκα μ᾽ ένα μακρόκουπο καράβι, αφήνοντας
την Κρήτη με τα χιονισμένα της βουνά.
340 Γι᾽ αυτό σαν τότε θέλω να πλαγιάσω, που ξάγρυπνες οι νύχτες μου περνούσαν,
νύχτες πολλές που στριφογύριζα σ᾽ άβολο στρώμα, προσμένοντας
πότε θα φέξει η θεία Αυγή.
Αλλά και το ποδόλουτρο που λες, ας μείνει τώρα, δεν το θέλω·
καμιά γυναίκα δεν θ᾽ αγγίξει τα δικά μου πόδια, όσες στο σπιτικό
κυκλοφορούν δουλεύοντας. Εκτός κι αν είναι μια γερόντισσα
δοκιμασμένη από τα χρόνια, με φρόνημα σωστό,
να ᾽χει υποφέρει η ψυχούλα της όσα υπέφερα κι εγώ·
αυτή δεν θα το αρνιόμουν να πιάσει με τα χέρια της τα πόδια μου.»
Ανταποκρίθηκε με τη δική της φρόνηση η Πηνελόπη:
350 «Καλέ μου ξένε, κανείς ως τώρα, απ᾽ όσους φιλοξένησα, δεν έφτασε
σ᾽ αυτό το αρχοντικό με το δικό σου το μυαλό,
που όλα τα λόγια σου βγαίνουν στοχαστικά και ταιριασμένα.
Έχω λοιπόν κοντά μου μια γερόντισσα που κόβει το μυαλό της,
αυτή εκείνον και τον βύζαξε και τον ανάθρεψε τον δύστυχο,
αυτή τον πήρε στην αγκάλη της, μόλις που βγήκε απ᾽ την κοιλιά της μάνας του·
αυτή τα πόδια σου θα πλύνει, κι ας της απόμειναν λίγες δυνάμεις.
Έλα, καλή μου Ευρύκλεια, σήκω και σίμωσε, να νίψεις κάποιον συνομήλικο
του κύρη σου· ανίσως κάπου ο Οδυσσέας βρίσκεται, τέτοια θα είναι
τα ποδάρια και τα χέρια του, γιατί πριν απ᾽ την ώρα τους γερνούν
360 όσοι τούς χτύπησε η συμφορά.»
Έτσι της μίλησε, κι έκρυψε η γερόντισσα το πρόσωπο στα χέρια της·
χύνοντας δάκρυα θερμά, μέσα στο κλάμα της ξεστόμισε αυτά τα λόγια:
«Γιε μου ακριβέ, εγώ μαζί σου άλλη εξήγηση δεν βρίσκω· θα πρέπει
ο Δίας να σε μίσησε απ᾽ όλους τους ανθρώπους περισσότερο, εσένα τον θεοσεβή.
Κι όμως κανείς βροτός στον Δία, που τον τέρπει ο κεραυνός,
δεν έκαψε τόσα παχιά μεριά, δεν πρόσφερε
εκατόμβες διαλεχτές, όσες του πρόσφερες εσύ, καθώς ευχόσουν
να φτάσεις κάποτε σε γηρατειά μακαρισμένα και ν᾽ αναθρέψεις
ένα γιο λαμπρό· μα να που τώρα είσαι ο μόνος στερημένος
από του νόστου σου τη μέρα.
370 Μπορεί και κείνον κάποιες δούλες, εκεί μακριά στα ξένα,
να τον βρίζουν, κάθε φορά που φτάνει σε ξακουσμένο αρχοντικό,
όπως αυτές οι σκύλες που όλες μαζί βρίζουν εσένα, ξένε.
Φαντάζομαι πως θέλοντας το όνειδός τους ν᾽ αποφύγεις, την ξεδιαντροπιά τους,
δεν δέχεσαι καμιά τους να σε πλύνει. Εμένα ωστόσο, με τη θέλησή μου,
την εντολή μού έδωσε του Ικαρίου η κόρη, η μυαλωμένη Πηνελόπη,
γι᾽ αυτό και πρόθυμα τα πόδια σου θα πλύνω, για τη δική σου χάρη
και της Πηνελόπης, καθώς αφόρμισαν και πάλι μέσα μου οι καημοί.
Άκουσε τώρα και τον λόγο που θα πω: πολλοί οι ξένοι
και βασανισμένοι που πάτησαν σ᾽ αυτό το σπίτι, κανένας όμως
380 που τον είδανε τα μάτια μου δεν έμοιαζε, όσο εσύ, του Οδυσσέα,
και στο παράστημα και στη φωνή του και στα πόδια.»
Ανταποκρίθηκε στα λόγια της ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Καλή γερόντισσα, το ίδιο λεν κι οι άλλοι που μας είδαν με τα μάτια τους
τους δυο μας· πως μεταξύ μας μοιάζουμε πολύ, καθώς το παρατήρησες
κι εσύ τώρα και το ομολόγησες.»
Τελειώνοντας, πήρε η γερόντισσα στα χέρια της λεβέτι γυαλισμένο —
το ίδιο είχε και για το ποδόλουτρο εκείνου· χύνει μετά άφθονο κρύο νερό
κι έπειτα από πάνω του ζεστό. Ο Οδυσσέας στο μεταξύ
καθόταν με την πλάτη γυρισμένη προς το τζάκι, μένοντας έτσι στο σκοτάδι,
390 γιατί του πέρασε απ᾽ το μυαλό η ιδέα μήπως και ψαύοντας
αναγνωρίσει την ουλή του, και ξαφνικά φανερωθούν τα πάντα.
Σίμωσε τότε εκείνη, πήρε τον κύρη της να νίβει, έπεσε όμως πάνω
στην ουλή του — και ξαφνικά την αναγνώρισε. Ουλή που κάποτε
ένας κάπρος με το λευκό του δόντι τού στιγμάτισε, κάπου στον Παρνασσό,
πηγαίνοντας να συναντήσει τον Αυτόλυκο και τα παιδιά του,
λαμπρό πατέρα της μητέρας του, που ξεπερνούσε τους ανθρώπους
στην πονηρή κλεψιά, πατώντας και τον όρκο του — χαρίσματα ενός θεού,
του ίδιου του Ερμή· αφού ο Αυτόλυκος για χάρη του έκαιγε
ευπρόσδεκτα μεριά, ερίφια κι αρνιά, σ᾽ αντάλλαγμα ο θεός
έγινε πρόθυμός του παραστάτης.
Λοιπόν, μια μέρα, στην πόλη φτάνοντας ο Αυτόλυκος της εύφορης Ιθάκης,
400 λεχώνα πέτυχε τη θυγατέρα του με μόλις νεογέννητο παιδί,
οπότε η Ευρύκλεια έβαλε το μωρό στα γόνατά του,
κι όπως είχε τελειώσει πια το δείπνο, εκείνη τον προσφώνησε μιλώντας:
«Αυτόλυκε, να βρεις ο ίδιος τώρα τ᾽ όνομά του, όποιο εσύ θα βάλεις
στο παιδί της θυγατέρας σου, εσύ που ευχόσουν πάντα ν᾽ αποχτήσεις εγγονό.»

ΑΓΑΘΟΔΑΙΜΩΝ: ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΤΗΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Ο Αγαθοδαίμων είναι ένα ον ίσως με τις λιγότερες διαθέσιμες πληροφορίες. Πως εμπλέκονται ο Αγαθοδαίμων με τον Διόνυσο, τον Δία, τον άκρατο οίνο και τον φύλακα άγγελο της χριστιανικής θρησκείας;

Ας πάμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι του Μύθου και της ιστορίας μας.

Ο Αγαθοδαίμων είναι αρχέγονο πνεύμα γονιμότητας και ευφορίας, ίσως η πρώτη περί θείου αντίληψη, ο βοηθός του ανθρώπου στη δημιουργικότητα του. Είναι προστάτης των αγρών, των αμπέλων αλλά και πνεύμα της γονιμότητας της ευφορίας, της σοφίας, φύλακας των πόλεων και της ευδαιμονίας.

Θεωρείται θεότητα του ειρηνικού θανάτου.

Εξασφάλιζε ασφάλεια σ’ αυτούς που είχε υπό την προστασία του. Συγγεννάται με κάθε άνθρωπο και γίνεται ο προστάτης του.

Για σύμβολα του είχε τον φαλλό και τον όφι. Άλλες φορές απεικονιζόταν κρατώντας το Κέρας της Αμάλθειας και στάχυα.

Η ελληνική λατρεία του Αγαθοδαίμονος είναι αρχαιότερη αυτής του Πανθέου των Ολυμπίων θεών, αυτός δε είναι ο λόγος για τον οποίο στα συμπόσια η πρώτη πρόποση του «ακράτου οίνου» ήταν προς τιμήν του Αγαθοδαίμονος -ή Οφίωνος-ως γενάρχου των Πελασγών, ενώ η τελευταία του «κεκερασμένου οίνου» προς τιμή του Σωτήρος Διός.

Ίσως αυτό το το υποχθόνιο ον, για το οποίο δεν υπάρχει καμία μυθολογική αφήγηση, να είναι ένα κατάλοιπο που παρέμεινε όταν ο Διόνυσος εξομοιώθηκε με τους αθάνατους του Ολύμπου.

«Θεός» δεν ήταν δυνατόν να ονομαστεί αλλά ούτε και «ήρως» αφού δεν μπορούσε να ταφεί σε συγκεκριμένη περιοχή, έτσι κατ’ ευφημισμόν και για εξορκισμό τον ονομάζουν «Αγαθόν δαίμονα».

Οι γιορτές του «πρόποσις» και «πιθοίγια» συνδέονται και με τη διονυσιακή λατρεία και ο Αγαθοδαίμων άρχισε να λατρεύεται σαν φίδι στους Αλεξανδρινούς χρόνους αλλά είχε στοιχεία φιδολατρείας ανέκαθεν (πχ στα πιθοίγια έβγαινε από το πιθάρι) πρέπει να σχετίζεται σε ένα βαθμό με τους ιερούς δράκοντες (φίδια) που παρουσιάζονταν στις διονυσιακές τελετές.

Στον Αγαθοδαίμονα έπιναν όπως είπαμε ανέρωτο κρασί (πράγμα εξαιρετικά σπάνιο) και έκαναν ταυτόχρονη πρόποση στο Δία. Αυτό δείχνει την μεγάλη σημασία αυτής της σκοτεινής θεότητας που μερικοί την ταυτίζουν με τον ίδιο τον Διόνυσο.

Οι ορφικοί τον ταυτίζουν ακόμα και με τον βασιλιά του Ολύμπου: «Τον δαίμονα επικαλούμαι τον μεγάλο, τον καλό οδηγό, τον φρικτό, τον Δία μειλίχιο, τον γεννήτορα όλων, τον ζωοδότη των θνητών».

Εννοείται πως ο «Δίας μειλίχειος» απεικονίζεται σαν φίδι.

Στο μαντείο του Τροφωνίου ο πιστός έπρεπε να περάσει ένα διάστημα στο ιερό του Αγαθού δαίμονα και της Αγαθής Τύχης πριν μπει στη ιερή σπηλιά όπου θα ρώταγε τον θεό. Εκεί έπρεπε να κραταει τροφές στα χέρια για να κερδίσει τα φίδια που τον περιτριγύριζαν.

Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι η ταύτιση του Αγαθοδαίμονα με την Σοφία και την Ευεργεσία στην ανθρωπότητα χαρακτηριστικό όλων των φιδοθεών.

Από την αρχαιότητα και μέχρι των ημερών μας, οι όφεις στις κατοικίες θεωρούνται προστάτες του σπιτιού και ονομάζονται «αγαθοδαίμονες». Η λαογραφία έχει πολλές ιστορίες να διηγηθεί για το φίδι που προστατεύει το κάθε σπίτι και που ήταν κακό να το πειράξει, πόσο μάλλον να το σκοτώσει κάποιος.

Είναι φανερή η συγγένεια του Αγαθοδαίμονος με τον ουροβόρο όφι, ο οποίος έγινε το έμβλημα αρχικώς των Γνωστικών και κατόπιν των θεοσοφιστών, με φυσικό επακόλουθο οι οπαδοί του Αγαθοδαίμονος να ταυτίζονται με τους αλχημιστές.

Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι παρίσταναν τον Αγαθοδαίμονα ως τεράστιον όφιν με κνήμες ανθρώπου και κεφαλή κριού, ενώ οι Φοίνικες παρίσταναν τον δικό τους Αγαθοδαίμονα ως όφιν με κεφαλή ιέρακος.

Των Ινδών ο Αγαθοδαίμων είχε επίσης, σώμα όφεως, αλλά κεφαλή ανθρώπου, όπως οι Έλληνες γενάρχες της Αττικής, Κέκροψ και Εριχθόνιος.

Θεωρούσαν τον όφι ως σύμβολο της ενώσεως του θεού και του ανθρώπου. Υπήρχαν δε αρκετοί λάτρεις του γνωστικού όφεως, αποκαλούμενοι Οφίτες, κατά την άποψη των οποίων ο όφις ήταν θείος, διότι ήθελε να φωτίσει το ανθρώπινο γένος με την γνώση του καλού και του κακού και να τους χαρίσει την αιώνια ζωή.

Στο τέλος της αρχαιότητας άρχισε πλέον να ταυτίζεται με τον Αγγελο, Αγαθός Αγαθηφόρος, Αγαθάγγελος, Ευάγγελος.

Στην χριστιανική μυθολογία το φίδι σαν ενσάρκωση του σατανά πλέον εξακολουθεί να προστατεύει τα σπίτια.

Στις απόκρυφες πράξεις του Θωμά ο Απόστολος υποχρεώνει ένα φίδι σατανά να ρουφήξει το ίδιο του το δηλητήριο και να εξαφανιστεί σε ένα χάσμα της γης αλλά στη συνέχεια ζητάει από τον βασιλιά να χτιστούν πάνω από το χτίσμα – τάφο του φιδιού κατοικίες.

Ο Αγαθοδαίμων σύντομα πολλαπλασιάστηκε και έγινε το ακριβές αντίστοιχο του προστάτη Αγγέλου των χριστιανών που δανείστηκαν από αυτόν την ιδέα και την έννοια.

Eτσι κάθε άνθρωπος αλλά και κάθε πόλη είχε επίσης τον Αγαθό της δαίμονα που την προστάτευε με σύμβολο του το φίδι ή τον φαλλό.

Η μετάβαση αυτού του εικονογραφικού τύπου στον τύπο του χριστιανικού αγγέλου ήταν πολλή απλή σχεδόν αδιόρατη.

Πολλοί χριστιανοί θα εξεγερθούν όταν μάθουν πως ο αρχικός τύπος του προστάτη Άγγελου τους, είναι ο Αγαθοδαίμονας ο οποίος είναι φίδι.

Γιατί στην χριστιανική θεολογία όλα τα κακά ξεκίνησαν από ένα φίδι.

Και ένα μήλο.

Η ευλογία κι η κατάρα της ενσυναίσθησης

Εκείνοι οι άνθρωποι οι σπάνιοι, οι γεμάτοι ενσυναίσθηση, γεννήθηκαν μ’ αυτό το “δώρο” που άλλοτε είναι η ευλογία κι άλλοτε η κατάρα τους. Δότες ζωής, δότες συναισθημάτων.
 
Τους κλήρωσε να είναι εκείνοι που νιώθουν λίγο πιο πολύ, λίγο πιο βαθιά, λίγο πιο ουσιαστικά, είναι εκείνοι που στηρίζουν, κρατάνε, ανοίγουν το δρόμο για να περπατήσουν οι πολλοί και γίνονται βράχοι ακλόνητοι για να σταθούν οι περαστικοί.
 
Δεν είναι ρόλος για πολλούς, δεν είναι φορεσιά που ταιριάζει σε όλους. Είναι δύσκολο ρούχο η ενσυναίσθηση και σε διαλέγει, δεν το διαλέγεις. Σε φοράει, δεν το φοράς.
 
Μοιάζουν μ’ αερικά μα είναι άνθρωποι ανθρωπένιοι, από σάρκα κι αίμα, με δικά τους αισθήματα, δικά τους λάθη και δικές τους επιλογές.
 
Μπορεί εσύ να τους βλέπεις πάντα ήρεμους ή με ένα χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη, μα δεν είναι ούτε ανέμελοι, ούτε ξέγνοιαστοι τις περισσότερες φορές. Κουβαλάνε τον δικό τους πόνο, τα δικά τους προβλήματα κι έχουν κι εκείνοι έναν σταυρό και μια ανηφόρα για να περπατήσουν.
 
Η διαφορά είναι, πως ακριβώς επειδή ξέρουν πώς είναι να περπατάς με το σταυρό στον ώμο, πώς είναι να διασχίζεις την ζωή ενώ ματώνεις, δεν περιμένουν να τους το ζητήσεις, δεν περιμένουν να ρίξεις κάτω το βλέμμα σου και να παρακαλέσεις, στέκονται πλάι σου και μοιράζονται και το δικό σου πόνο.
 
Ακριβώς, επειδή, μπορούν και συν-αισθάνονται.
 
Τους φόβους σου, τα σκοτάδια σου, τις αποτυχίες σου, τις αδυναμίες σου, τις ανασφάλειές σου.
 
Σε διαβάζουν με μια ματιά και δεν χρειάζονται πολλά λόγια κι επεξηγήσεις.
 
Και στέκονται, εκεί, δίπλα σου για να περπατήσεις, να σταθείς, να στηριχτείς.
 
Έχουν ένα ένστικτο αλάνθαστο, όχι επειδή είναι πιο έξυπνοι από τους άλλους αλλά ακριβώς επειδή διαβάζουν σαν ανοιχτό βιβλίο τους ανθρώπους.
 
Κι αν κάποτε συναντήσεις έναν τέτοιο άνθρωπο, και πιστέψεις πως τον ξεγέλασες με τα τερτίπια σου, να θυμάσαι, τα ήξερε όλα από την αρχή.
 
Μια ευκαιρία σου έδινε..

Οι 3 διαφορετικοί τύποι τελειομανίας

Αν και η λέξη «τελειομανής» ακούγεται συχνά, είναι μια σχετική ετικέτα που κάνει πολλούς από εμάς να αισθάνονται ανήσυχοι και ανεπαρκείς. Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Psychological Bulletin διαπίστωσε ότι τα ποσοστά των ανθρώπων που χαρακτηρίζονται τελειομανείς αυξήθηκαν μεταξύ 1989 και 2016. Γνωρίζατε όμως ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν τρεις τύποι τελειομανών; Για να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας και την τελειομανία, θα βοηθήσει το να εντοπίσουμε ποιος από τους τρεις τύπους είμαστε, καθώς και πώς μας επηρεάζει.

Υπάρχουν 3 διαφορετικοί τύποι τελειομανίας – Πώς να τους εντοπίσουμε και αντιμετωπίσουμε
Τελειομανία προσανατολισμένη στο άτομο

Η τελειομανία προσανατολισμένη στο άτομο έχει να κάνει με το να απαιτούμε το καλύτερο από τον εαυτό μας. Ορισμένα σημάδια είναι το να είμαστε πολύ σκληροί με τον εαυτό μας ή να νιώθουμε ότι εμείς ή τα επιτεύγματά μας υπολείπονται συνεχώς των προσδοκιών μας.

Μπορεί να αισθάνεστε ιδιαίτερα απογοητευμένοι επειδή ακόμη και το καλύτερο που μπορείτε να κάνετε δεν σας φαίνεται αρκετό. Αυτός ο τύπος τελειομανίας μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα παραγωγικότητας, αλλά συχνά, αυτοί οι τελειομανείς λένε στον εαυτό τους ιστορίες για το πώς τα επιτεύγματά τους δεν είναι αρκετά καλά και αισθάνονται αγχωμένοι ή δυσαρεστημένοι αντί να γιορτάζουν τις επιτυχίες τους.

Πώς να το αντιμετωπίσουμε

Πρώτον, όταν όλα μοιάζουν υπερβολικά, κάντε ένα βήμα πίσω πριν η σκληρή σας δουλειά γυρίσει μπούμερανγκ. Αν παρατηρήσετε ότι αγχώνεστε, εντοπίστε έναν τομέα στη ζωή σας όπου μπορείτε να αποσυρθείτε ή να ζητήσετε βοήθεια και υποστήριξη από άλλους. Η εξάσκηση καλής αυτοφροντίδας και μια ισορροπημένη ζωή που περιλαμβάνει κοινωνικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες θα βοηθήσουν επίσης.

Στη συνέχεια, εξασκηθείτε στην αυτοσυμπόνια. Δοκιμάστε να κάνετε δηλώσεις που διαχωρίζουν τη συμπεριφορά σας από αυτό που είστε, όπως: «Δεν μου αρέσει που έχασα την προπόνησή μου σήμερα, αλλά γενικά ζω μια υγιεινή ζωή, οπότε το να χάνω μια προπόνηση εδώ και εκεί είναι εντάξει».

Τελειομανία προσανατολισμένη στους άλλους

Η τελειομανία που είναι προσανατολισμένη σε άλλους είναι κάτι που μπορεί να μην έχετε ακούσει, αλλά να το έχετε βιώσει στην εργασία ή στο σχολείο. Είναι όταν πιστεύουμε ότι οι γύρω μας πρέπει να είναι με έναν συγκεκριμένο τρόπο και αναστατωνόμαστε όταν δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες μας.

Βασίζεται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις και μπορεί να οδηγήσει σε συγκρούσεις. Αν υποθέτετε ή περιμένετε από κάποιον να σκέφτεται, να συμπεριφέρεται ή να κάνει τα πράγματα πάντα ακριβώς με τον τρόπο που εσείς προτιμάτε, είναι πιθανό να δημιουργήσετε ένα επικριτικό περιβάλλον όπου η διατήρηση των σχέσεων γίνεται δύσκολη και για τα δύο εμπλεκόμενα μέρη λόγω απογοήτευσης, δυσαρέσκειας και συναισθηματικού πόνου.

Πώς να το αντιμετωπίσουμε

Αν είστε τελειομανής με προσανατολισμό στους άλλους και αυτό εμποδίζει τις σχέσεις σας, προσπαθήστε να δείξετε περισσότερη κατανόηση. Μια σπουδαία άσκηση ενσυναίσθησης και κατανόησης είναι να σκεφτείτε σοβαρά την απάντηση στην ερώτηση.

Για παράδειγμα, αν νιώθετε ενοχλημένοι που ο σύντροφός σας δεν μαζεύει ποτέ τα παπούτσια του από την πόρτα, κάποιοι πιθανοί λόγοι είναι ότι είναι κουρασμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά, ότι είναι εύκολο να το ξεχάσει ή ότι απλώς δεν είναι τόσο τακτικός όσο εσείς – πράγμα που είναι εντάξει.

Στη συνέχεια, εξασκηθείτε στην ευγνωμοσύνη και την ενσυνειδητότητα. Κάντε μια λίστα ευγνωμοσύνης με όλα τα πράγματα που είναι καλά σε κάποιον κοντινό σας άνθρωπο, με τον οποίο τείνετε να είστε πολύ σκληροί. Η ενσυνειδητότητα βοηθά στην αύξηση της ικανοποίησης από τη σχέση, εστιάζοντας στις μικρές χαρές αντί να περιμένουμε συνεχώς πολλά από τους άλλους.

Κοινωνικά καθορισμένη τελειομανία

Έχετε εμμονή με το τι σκέφτονται οι άλλοι και φοβάστε την απόρριψη; Μπορεί να είστε ένας κοινωνικά καθορισμένοι τελειομανείςς ή κάποιος που πιστεύει ότι οι άλλοι περιμένουν από εσάς να ενεργείτε ή να δείχνετε με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Είναι φυσιολογικό να νοιαζόμαστε για το τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς σε ένα βαθμό, αλλά η πραγματική τελειομανία φτάνει τις απόψεις και την έγκριση των άλλων στα άκρα. Τα σημάδια της κοινωνικά επιβαλλόμενης τελειομανίας βασίζονται στην εμφάνιση, όπως το να θέλουμε να φαινόμαστε ότι έχουμε τον έλεγχο των πάντων, ότι είμαστε έξυπνοι, ελκυστικοί κ.λπ. στους άλλους τόσο πολύ που επηρεάζει την αυτοεκτίμησή μας. Με άλλα λόγια, η αυτοεικόνα μας προέρχεται από το τι σκέφτονται οι άλλοι για εμάς.

Πώς να το αντιμετωπίσουμε

Για να αποφύγουμε την παγίδευση σε αυτές τις σκέψεις, ενισχύουμε τη θετική εσωτερική μας φωνή. Μπορούμε να φτιάξουμε μια λίστα με τα δυνατά μας σημεία, τα θετικά μας χαρακτηριστικά και τα επιτεύγματά μας, ώστε να μας βοηθήσει να νιώσουμε περήφανοι για τον εαυτό μας. Αν αυτό είναι πολύ δύσκολο, μπορούμε επίσης να απαριθμήσουμε ουδέτερες πτυχές.

Συνειδητοποιήστε ότι οι ανησυχίες σας μπορεί να μην έχουν καμία βάση. Έχετε κάποια απόδειξη ότι οι άλλοι σας κρίνουν ή σκέφτονται ότι δεν είστε αρκετά καλοί; Τις περισσότερες φορές, θα διαπιστώσετε ότι οι αντιλήψεις σας δεν βασίζονται σε γεγονότα.

Μπορείτε να σημειώσετε τις ιστορίες που λέτε στον εαυτό σας σε σχέση με το τι είναι αντικειμενικά αληθινό. Για παράδειγμα: «Το αφεντικό μου δεν μου έχει πει ότι δεν κάνω καλά τη δουλειά μου. Για την ακρίβεια, το αφεντικό μου στην πραγματικότητα έδωσε συγχαρητήρια για τη δουλειά μου την περασμένη εβδομάδα».

Οι συνηθισμένοι άνθρωποι σου αφήνουν σημάδια, οι ασυνήθιστοι – όνειρα

Η ζωή μας δεν νοείται χωρίς τη συναναστροφή μας με τους άλλους. Είμαστε κοινωνικά όντα και χτίζουμε τη ζωή μας μέσω των επαφών μας με τους άλλους ανθρώπους. Μας βοηθάνε να βρούμε τα όριά μας και να βγάλουμε από μέσα μας χαρακτηριστικά που δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν μέσα μας. Επειδή, κακά τα ψέματα, όλοι αλλάζουμε συνεχώς, περιστρεφόμενοι γύρω από τα σταθερά μας, τον πυρήνα μας.

Οι συναντήσεις στη ζωή μας και οι επαφές μας με τους άλλους και το ποσό τους επιτρέπουμε να μας επηρεάζουν, μας αλλάζουν και μας οδηγούν στην αυτογνωσία. Στο βαθμό αυτής της αλλαγής κρίνεται και το ποσό σημαντική ήταν η συνάντηση.

Όλες οι φιλίες, έρωτες και αγάπες μας αφήνουν σημάδια. Κάποιες από αυτές αφήνουμε πίσω μας, επειδή δεν έχουν να μας προσφέρουν πλέον αυτό που μπορούσαν παλιά. Άλλες μένουν και ομορφαίνουν την καθημερινότητά μας.

Άλλες αφήνουν βαθιά σημάδια – χαρακιές, άλλες – μαθήματα, άλλες μας αποδεικνύουν τα όριά μας. Όλα τα σημάδια είναι όμορφα από την απόσταση του χρόνου, έχουν τη δική τους μοναδική γεύση, μουσική και άρωμα. Μαθαίνουμε να αγαπάμε τα σημάδια μας σαν ένα μέρος του εαυτού μας. Η θύμηση των ανθρώπων που διέσχισαν τη ζωή μας μας κάνει να χτίσουμε τη δύναμη μας και την πιο ουσιαστική αγάπη – αυτή που νιώθουμε για μας τους ίδιους.

Αλλά μόνο οι ασυνήθιστοι άνθρωποι που περνούν από τις ζωές μας, συνήθως με ταχύτητα αστραπιαία, ίσα που μας αγγίζουν, μας αλλάζουν, μας αναστατώνουν, φτάνουν μέχρι τον πυρήνα, μόνο αυτοί αφήνουν το όνειρο. Ο σκοπός δεν είναι να μας συνοδεύουν στη ζωή μας.

Συνήθως είναι αντισυμβατικοί, αταίριαστοι και άκρως διαφορετικοί από μας. Γι’ αυτό δεν παραμένουν στη ζωή μας. Όταν φεύγουν, αφήνουν το όνειρο. Ένα όνειρο, αλλά όχι το δικό τους, το δικό μας. Μας φέρνουν με έναν ή με άλλον τρόπο να έρθουμε σε επαφή με τον πυρήνα μας, με την πιο βαθιά μας αλήθεια. Επειδή οι άνθρωποι φεύγουν, αλλά τα όνειρα μας συνοδεύουν και δίνουν πνοή στην κάθε μας μέρα. Επειδή οι άνθρωποι δεν ήταν, δεν είναι ούτε θα είναι δικοί μας. Τα όνειρα είναι διαφορετικά – τους έχουμε και μας έχουν, διότι ζουν μέσα μας.

Κοίταξα τους εσωτερικούς δαίμονες μου στα μάτια

Κοίταξα τους εσωτερικούς δαίμονες μου στα μάτια και ανακάλυψα τι ήταν ο φόβος. Αυτός ο παραλυτικός πόνος που προέρχεται από μέσα και παίρνει τον έλεγχο τόσο έντονα που ακόμα και η αναπνοή φαίνεται δύσκολη. Αυτή η κατάσταση που σε κάνει να νιώθεις πως τα πόδια σου είναι κολλημένα στο έδαφος και δεν μπορείς να περπατήσεις.

Να θυμάστε πως είστε πιο ευάλωτοι όταν γνωρίζετε τι φοβάστε. Ωστόσο, μέσα σε αυτή την αδυναμία, μπορείτε επίσης να βρείτε την δύναμη σας επειδή ανακαλύπτετε αυτό που πραγματικά θέλετε.

Γι αυτό κοίταξα τους δαίμονες μου στα μάτια, για να αντιμετωπίσω τους φόβους μου με ψηλά το κεφάλι. Ο στόχος ήταν να τα σταματήσω όλα αυτά, τον φόβο της αποτυχίας, της μοναξιάς, της αβεβαιότητας και της απόρριψης. Αντιθέτως, ο στόχος είναι να μετατρέψουμε όλα αυτά σε πυλώνες πάνω στους οποίους θα χτίσουμε τα ισχυρά θεμέλια για το παρόν και το μέλλον.

Δεν συνάντησα ποτέ κανέναν που να είναι απόλυτα σίγουρος για όλα όσα κάνει. Αντιθέτως, συνάντησα όλων των ειδών ανθρώπων που απλώς προσποιούνται ότι είναι. Πάντα ζήλευα αυτούς τους ανθρώπους επειδή είναι αυτοί που είχαν επιτυχίες.

Κοίταξα τους δαίμονες στα μάτια και γνώρισα τον εαυτό μου

Συνηθίζουμε να αποφεύγουμε την πραγματικότητα και να υποκρινόμαστε ότι είμαστε δυνατοί. Συνηθίζουμε επίσης να πιστεύουμε ότι το να κρύβουμε την πραγματικότητα πίσω από ένα χαμόγελο θα εξοντώσει τα τέρατα που μας βασανίζουν στην καθημερινότητα μας. Αλλά με αυτή την συμπεριφορά, προσπαθώντας να ξεφύγουμε από τους φόβους μας αντί να τους αντιμετωπίσουμε, καταλήγουμε να τους κάνουμε δυνατότερους. Αν συνεχίσουμε έτσι, οι φόβοι μας δεν θα μας αφήσουν να προχωρήσουμε. Στο σκοτάδι, οι δαίμονες μεγαλώνουν και ελέγχουν την ζωή μας.

Ξέρω ότι δεν είμαι τέλεια και ότι δεν μπορώ να τα κάνω όλα σωστά. Αλλά εξακολουθώ να προσπαθώ να είμαι τέλεια. Ίσως εγώ είμαι αυτή που κάνει τους δαίμονες να εμφανίζονται επειδή δεν γνωρίζω την διαφορά ανάμεσα στο να είσαι άνθρωπος και στο να είσαι τέλειος.

Όταν κοίταξα τους δαίμονες μου στα μάτια, γνώρισα τον εαυτό μου και συνειδητοποίησα τους ενδοιασμούς μου. Έτσι ανακάλυψα ότι όλοι μας έχουμε τους ίδιους δαίμονες. Επίσης ανακάλυψα πως ο φόβος της αβεβαιότητας, του να μην ελέγχεις τα πάντα είναι ο μεγαλύτερος φόβος. Μετά από αυτό, αποφάσισα να σταματήσω να τρέφω τις ανασφάλειες μου υπολογίζοντας κάθε κατάσταση που θα μπορούσε να πάει λάθος ή να με κάνει να αποτύχω. Αποφάσισα να αναγεννηθώ από τις στάχτες και να πετάξω, πιστεύοντας ότι μπορώ να κάνω κάτι καλό και ευχάριστο.

Κοίταξα τους δαίμονες στα μάτια και αναγεννήθηκα από τις στάχτες μου

Έτσι μπόρεσα να κοιτάξω τους δαίμονες μου στα μάτια και να αναγεννηθώ από τις στάχτες. Από εκεί και πέρα, εγώ έλεγχα όλα όσα ένιωθα. Τελικά αποδέχτηκα το ότι δεν μπορούσα να έχω τον έλεγχο όσων συμβαίνουν γύρω μου. Έμαθα πως η ζωή είναι μια διαδοχή από ανεξέλεγκτα και απρόβλεπτα γεγονότα.

Ο φόβος συνήθως δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ερμηνεία που δίνετε σε αυτό που βιώνετε και δεν μπορείτε να ελέγξετε. Αφού το μάθετε αυτό, θα είστε ζωντανοί. Θα αρχίσετε να ζείτε ότι έχει η ζωή για σας και να απολαμβάνετε τα πάντα. Θα το κάνετε χωρίς να αφήνετε προηγούμενες αρνητικές εμπειρίες να θρέψουν τους εσωτερικούς δαίμονες σας.

Ξέρω ότι δεν χρειάζεται να είμαι τέλεια και να ζήσω μια παραμυθένια ζωή. Γνωρίζω επίσης ότι δεν πρέπει να τα παρατήσω ή να αφήσω τον εαυτό μου να παρασυρθεί από τους φόβους ή τις αδυναμίες μου. Εν τέλει, έμαθα ότι μπορώ να είμαι ευτυχισμένη παρόλο που δεν είμαι τέλεια.

Μάθε να Λες «Όχι» Ευγενικά

Είναι εύκολο να λες «ναι» σε καθετί που διεκδικεί ένα μέρος του χρόνου σου, όταν οι προτεραιότητές σου στη ζωή δεν είναι ξεκάθαρες. Αν οι μέρες σου δεν καθοδηγούνται και δεν εμπνέονται από ένα ανώτερο όραμα για το μέλλον, μια ξεκάθαρη εικόνα για ένα τελικό αποτέλεσμα που θα σε βοηθά να ενεργείς πιο συνειδητά, είναι εύκολο οι πράξεις σου να καθορίζονται από τις επιθυμίες και τους σκοπούς των ανθρώπων που σε περιβάλλουν. Όπως έγραψα κάποτε, «αν το πρόγραμμά σου δεν καθορίζεται από τις δικές σου προτεραιότητες, τότε θα καθορίζεται από τις προτεραιότητες των άλλων». Η λύση είναι να είσαι ξεκάθαρος σχετικά με τους ανώτερους στόχους της ζωής σου κι έπειτα να μάθεις να λες «όχι» ευγενικά.

Ο Κινέζος σοφός Τσουάνγκ Τσου αφηγήθηκε κάποτε την ιστορία ενός άντρα που σφυρηλατούσε ξίφη για ένα μαχαραγιά. Ακόμη και όταν είχε φτάσει στην ηλικία των ενενήντα ετών, η δουλειά του διακρινόταν από εξαιρετική ακρίβεια και δεξιοτεχνία. Όσο και αν τον πίεζε ο χρόνος, δεν του ξέφευγε ποτέ το παραμικρό λάθος. Μια μέρα, ο μαχαραγιάς ρώτησε το γέροντα τεχνίτη: «Έχεις έμφυτο ταλέντο ή κατέχεις κάποια ιδιαίτερη τεχνική που σου επιτρέπει να πετυχαίνεις αυτά τα εκπληκτικά αποτελέσματα;» ο τεχνίτης των σπαθιών αποκρίθηκε τότε: «Απλώς συγκεντρώνομαι απόλυτα στα ουσιώδη. Άρχισα να σφυρηλατώ ξίφη στα είκοσι ένα μου χρόνια. Δεν νοιαζόμουν για τίποτα άλλο. Αν κάτι δεν ήταν ξίφος, με άφηνε παντελώς αδιάφορο, δεν γυρνούσα ούτε να το κοιτάξω. Το πάθος μου και ο σκοπός της ζωής μου ήταν ανέκαθεν να σφυρηλατώ ξίφη. Συγκέντρωσα όλη την ενέργεια που δεν έδινα σε άλλες κατευθύνσεις και την επένδυσα στην τέχνη μου. Αυτό είναι το μυστικό της υπεροχής μου».

Οι πιο αποτελεσματικοί άνθρωποι επικεντρώνονται απόλυα στους «τομείς της υπεροχής τους», με άλλα λόγια σε εκείνα τα πράγματα που κάνουν καλύτερα και σε εκείνες τις πολύ κρίσιμες δραστηριότητες που θα προωθήσουν το έργο της ζωής τους. Κι επειδή είναι τόσο απορροφημένοι από τα σημαντικά πράγματα, τους φαίνεται εύκολο να πουν «όχι» σε όλους τους αντιπερισπασμούς που, αν και ασήμαντοι, διεκδικούν την προσοχή τους. Ο Μάικλ Τζόρνταν, ο καλύτερος καλαθοσφαιριστής στην ιστορία του αθλήματος, δεν καθόταν να διαπραγματευτεί τα συμβόλαιά του, να σχεδιάσει τις αθλητικές φόρμες του και να οργανώσει τα ταξιδιωτικά πλάνα του. Επένδυε το χρόνο του και την ενέργειά του σε αυτό που έκανε καλύτερα: στο μπάσκετ. Όλα τα άλλα τα ανέθετε στους προπονητές του. Ο μεγάλος τζαζίστας Λούις Άρμστρονγκ δεν σπαταλούσε το χρόνο του πουλώντας εισιτήρια για τις συναυλίες του και στήνοντας καθίσματα για το κοινό του. Εστίαζε μόνο στον τομέα στον οποίο διέπρεπε: στο παίξιμο της τρομπέτας του. Αν μάθεις να λες «όχι» σε ό,τι δεν είναι ουσιώδες, θα έχεις να αφιερώσεις περισσότερο χρόνο στα πράγματα που μπορούν στ’ αλήθεια να βελτιώσουν την ποιότητα της ζωής σου και να σε βοηθήσουν να αφήσεις πίσω σου κάποια μέρα την κληρονομιά που ξέρεις βαθιά μες στην καρδιά σου ότι είσαι προορισμένος να αφήσεις.

Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μoνoπάτι

Η παρατήρηση γίνεται η φλόγα που είναι η προσοχή και που μ' αυτήν τα ψυχολογικά τραύματα, οι πληγές, το μίσος, κατακαίγονται· φεύγουν. Ο εγκέφαλος είναι προγραμματισμένος.

Αυτός ο προγραμματισμός του εγκεφάλου (η διαμόρφωση) γίνεται από την οικογένεια, το κοινωνικό περιβάλλον, την εκπαίδευση και κάνει το άτομο να ταυτίζεται με κάποια θρησκεία ή να γίνεται άθεο, να γίνεται οπαδός κάποιου πολιτικού κόμματος ή αναρχικός. Η σκέψη είναι μια υλική διαδικασία, είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας του εγκεφάλου η ίδια δεν έχει καμιά νοημοσύνη."

«Η αλήθεια είναι μια χώρα δίχως μονοπάτι». O άνθρωπος δεν μπορεί να τη φτάσει μέσα από οργανώσεις, μέσα από κάποια πίστη, μέσα από δόγματα, ιερωμένoυς ή τελετουργίες, ούτε και μέσα από κάποια φιλοσοφική γνώση ή ψυχολογική τεχνική. Πρέπει να τη βρει μέσα από τoν καθρέφτη των σχέσεων, μέσα από την κατανόηση τoυ περιεχομένου τoυ νoυ τoυ, με την παρατήρηση και όχι με διανoητική ψυχανάλυση ή ενδoσκοπική αυτοανάλυση.

O άνθρωπος έχει φτιάξει μέσα του σαν φράχτη προστασίας διάφορες εικόνες -θρησκευτικές, πολιτικές, προσωπικές. Αυτές εκδηλώνονται σαν σύμβολα, ιδέες, πίστεις. Τo βάρος αυτών των εικόνων κυριαρχεί πάνω στη σκέψη τoυ ανθρώπου, στις σχέσεις τoυ και στην καθημερινή τoυ ζωή. Αυτές oι εικόνες είναι oι αιτίες των προβλημάτων μας επειδή χωρίζουν τoν έναν άνθρωπo από τoν άλλoν.

Η αντίληψη πoυ έχει o άνθρωπος για τη ζωή διαμορφώνεται από τις έννοιες πoυ ήδη ενυπάρχουν στo νoυ τoυ. Τo περιεχόμενο της συνείδησής τoυ είναι όλη τoυ η ύπαρξη.

Αυτό τo περιεχόμενο είναι κoινό σε όλη την ανθρωπότητα. Η ατoμικότητα είναι τo όνομα, η μορφή και η επιφανειακή παιδεία πoυ αποκτά από την παράδοση και τo περιβάλλον τoυ. Η μοναδικότητα τoυ ανθρώπου δε βρίσκεται στην επιφάνεια, αλλά στην πλήρη ελευθερία από τo περιεχόμενα της συνείδησής τoυ, πoυ είναι κoινή για όλη την ανθρωπότητα. 'Ετσι, o άνθρωπoς δεν είναι ξεχωριστό άτομο.

Η ελευθερία δεν είναι αντίδραση· η ελευθερία δεν είναι επιλογή. Είναι ψεύτικος o ισχυρισμός τoυ ανθρώπου ότι είναι ελεύθερος, επειδή μπορεί να διαλέξει.

Ελευθερία είναι η καθαρή παρατήρηση, χωρίς κατεύθυνση, χωρίς φόβο τιμωρίας ή ελπίδα ανταμοιβής.

Η ελευθερία δεν έχει κίνητρο η ελευθερία δε βρίσκεται στo τέλος της εξέλιξης τoυ ανθρώπου, αλλά υπάρχει στo πρώτο βήμα της ύπαρξής τoυ. Με την παρατήρηση αρχίζει κανείς να ανακαλύπτει την έλλειψη ελευθερίας. Η ελευθερία βρίσκεται στη χωρίς εκλογή επίγνωση της καθημερινής μας ζωής και δραστηριότητας.

Η σκέψη είναι χρόνος. Η σκέψη γεννιέται από την εμπειρία και τη γνώση, πoυ είναι αξεχώριστα δεμένες με τo χρόνo και τo παρελθόν. O ψυχολογικός χρόνoς είναι εχθρός τoυ ανθρώπoυ. Η δράση μας βασίζεται στη γνώση, άρα στo χρόνο, κι έτσι o άνθρωπος είναι πάντα σκλάβος στo παρελθόν.

Η σκέψη είναι πάντα περιορισμένη κι έτσι ζούμε σε συνεχή σύγκρουση και αγώνα. Δεν υπάρχει ψυχολογική εξέλιξη.'Oταν o άνθρωπος αποκτήσει επίγνωση της κίνησης των σκέψεών τoυ, θα δει τη διαίρεση ανάμεσα στoν σκεπτόμενο και τη σκέψη, στoν παρατηρητή και τo παρατηρούμενο, στoν εμπειρώμενo και την εμπειρία. Θα ανακαλύψει ότι αυτή η διαίρεση είναι ψευδαίσθηση.

Μόνο τότε υπάρχει καθαρή παρατήρηση, πoυ είναι άμεση αντίληψη χωρίς σκιά από τo παρελθόν ή από τo χρόνo. Αυτή η άχρoνη αντίληψη φέρνει μια βαθιά ριζική αλλαγή στo νoυ.

Η ολοκληρωτική άρνηση είναι η ουσία τoυ θετικoύ. 'Oταν υπάρχει άρνηση όλων εκείνων των πραγμάτων πoυ έχει γεννήσει ψυχολογικά η σκέψη, μόνο τότε υπάρχει αγάπη, πoυ είναι συμπόνια, πάθoς και νοημοσύνη.

Έκχαρτ Τόλλε: Η μη αντίδραση δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη

Η μη αντίδραση στο Εγώ των άλλων είναι ένας από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους όχι μόνο για να πας πέρα από το Εγώ στον εαυτό σου, αλλά και για να διαλύσεις το συλλογικό ανθρώπινο Εγώ.

Όμως μπορείς να είσαι σε κατάσταση μη αντίδρασης μόνο αν αναγνωρίζεις ότι η συμπεριφορά κάποιου προέρχεται από το Εγώ, ότι είναι έκφραση της συλλογικής ανθρώπινης δυσλειτουργίας.

Όταν συνειδητοποιείς ότι δεν είναι προσωπικό, δεν υπάρχει πια ο ψυχαναγκασμός να αντιδράσεις σαν να ήταν.

Μην αντιδρώντας στο Εγώ, θα μπορείς συχνά να φέρνεις στην επιφάνεια την ψυχική υγεία των άλλων, που είναι η συνειδητότητα που δεν έχει αποκτηθεί μέσω εξαρτημένης μάθησης, σε αντίθεση μ' εκείνη που έχει αποκτηθεί μέσω αυτής.

Μερικές φορές μπορεί να χρειαστεί να κάνεις πρακτικά βήματα για να προστατευτείς από ανθρώπους που πάσχουν από βαθιά έλλειψη συνειδητότητας.

Αυτό μπορείς να το κάνεις χωρίς να τους κάνεις εχθρούς σου.

Η μεγαλύτερή σου προστασία όμως, είναι το να είσαι συνειδητός.

Κάποιος γίνεται εχθρός αν προσωποποιήσεις την έλλειψη συνειδητότητας, που είναι το Εγώ.

Η μη αντίδραση δεν είναι αδυναμία, αλλά δύναμη.

Μια άλλη λέξη για τη μη αντίδραση είναι η συγχώρεση.

Συγχωρώ σημαίνει παραβλέπω ή, μάλλον, βλέπω πέρα από κάτι.

Κοιτάζεις μέσα από το Εγώ την ψυχική υγεία που υπάρχει σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα ως ουσία του.

Δες αν μπορείς να συλλάβεις, δηλαδή να αντιληφθείς, τη φωνή μέσα στο κεφάλι, ίσως τη στιγμή ακριβώς που γκρινιάζει για κάτι, και να αναγνωρίσεις τι πραγματικά είναι: η φωνή του Εγώ, τίποτα περισσότερο από ένα νοητικό πρότυπο αποκτημένο μέσω εξαρτημένης μάθησης, μια σκέψη.

Όποτε αντιλαμβάνεσαι αυτή τη φωνή, θα συνειδητοποιείς επίσης ότι δεν είσαι η φωνή, αλλά αυτός που έχει επίγνωσή της.

Στην πραγματικότητα είσαι η επίγνωση που έχει επίγνωση της φωνής.

Στο παρασκήνιο υπάρχει η επίγνωση.

Στο προσκήνιο υπάρχει η φωνή, αυτός που σκέφτεται.

Μ' αυτόν τον τρόπο ελευθερώνεσαι από το Εγώ, ελευθερώνεσαι από τον απαρατήρητο νου.

Έκχαρτ Τόλλε, Για μια νέα ζωή

Το Πρόβλημα της Αέναης Μεταβολής

Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι (Θαλής, Αναξίμανδρος, και Αναξιμένης) πίστευαν σε ένα – και μόνο – πρωταρχικό στοιχείο, από το οποίο είχαν προκύψει τα πάντα. Αλλά πώς μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής.

M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.κ.ε. και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.κ.ε.).

O Παρμενίδης: ο φιλόσοφος του Είναι και της λογικής.

O Παρμενίδης πίστευε πως όλα όσα υπάρχουν, υπήρχαν από πάντα. H ιδέα αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα. Την θεωρούσαν σχεδόν αυτονόητη. Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από το τίποτα, έλεγε ο Παρμενίδης. Κι όλα όσα υπάρχουν δεν μπορεί να εξαφανιστούν και να χαθούν μια για πάντα.

O Παρμενίδης, όμως, προχώρησε ακόμη περισσότερο. Δεν θεωρούσε δυνατή καμιά απολύτως μεταβολή. Κατά την γνώμη του, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αλλάξει και να γίνει κάτι άλλο από αυτό που ήταν.

Έβλεπε, βέβαια, πως στην φύση διαρκώς όλα άλλαζαν. Με τις αισθήσεις του αντιλαμβανόταν αυτές τις μεταβολές των πραγμάτων. Αλλά δεν μπορούσε να τις φέρει σε αρμονία με αυτά που του υπαγόρευε η λογική του. Καθώς, λοιπόν, βρέθηκε σε δίλημμα, αν έπρεπε να εμπιστευτεί τις αισθήσεις του ή τη λογική του, αποφάσισε υπέρ της λογικής.

Όλοι μας έχουμε ακούσει τη φράση: «Αυτό δεν το πιστεύω, αν δεν το δω με τα μάτια μου». O Παρμενίδης αρνιόταν να δώσει πίστη, ακόμα και σ’ αυτά που έβλεπε: Θεωρούσε πως οι αισθήσεις μάς δίνουν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου, μια εικόνα που δεν ταιριάζει με όσα μας λέει η λογική μας. Κι ως φιλόσοφος θεωρούσε καθήκον του ν’ αποκαλύψει όλες τις «ψευδαισθήσεις», που μας έδιναν μια λαθεμένη εικόνα του κόσμου και της πραγματικότητας.

Αυτή η δυνατή πίστη στην ανθρώπινη λογική πήρε το όνομα ορθολογισμός. O ορθολογιστής είναι ένας άνθρωπος που εμπιστεύεται απόλυτα τον ανθρώπινο νου ως πηγή της γνώσης μας σχετικά με τον κόσμο.

Ο Παρμενίδης υποστήριξε ότι η ενότητα των πραγμάτων του κόσμου δεν βασίζεται σε μια κοινή υποκείμενη φυσική ουσία, αλλά στην ίδια τους την οντότητα. Με τον Παρμενίδη εγκαταλείπεται ο λεγόμενος υλοζωισμός των Ιώνων φυσιολόγων και εγκαινιάζεται η μεταφυσική και η οντολογία.

Ο Παρμενίδης πέρασε ως ο φιλόσοφος που υποστήριξε την ακινησία του όντος και αρνήθηκε την πολλαπλότητα και ποικιλομορφία του αισθητού κόσμου. Οι κατηγορίες που συχνότατα εκτοξεύονται κατά της φιλοσοφίας του αφορούν κατά κύριο λόγο την υπέρμετρη αδιαφορία προς την αισθητηριακή πρόσληψη της πραγματικότητας που ο στοχασμός του προϋποθέτει. Το γεγονός ότι οι αισθήσεις ενδέχεται να αποβούν κακός οδηγός για όποιον αποφασίσει να δει την ουσία των πραγμάτων είναι κοινός τόπος στην αρχαία σκέψη.

Η βασική θέση του Παρμενίδειου στοχασμού είναι ότι «το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, πλήρες και ενιαίο και ατάραχο και τέλειο»

Ο Ηράκλειτος: ο φιλόσοφος του «γίγνεσθαι» και της μεταβολής

Την ίδια εποχή με τον Παρμενίδη ζούσε και ο Ηράκλειτος (540-480 π.κ.ε. περίπου). O Ηράκλειτος ήταν από την Έφεσο και θεωρούσε τις μεταβολές ως το βασικότερο και σημαντικότερο χαρακτηριστικό της φύσης. Μπορούμε να πούμε ότι, σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, ο Ηράκλειτος έδειχνε εμπιστοσύνη στις αισθήσεις του και σε όσα αυτές του έλεγαν.

«Τα πάντα ρει», έλεγε ο Ηράκλειτος. Τα πάντα βρίσκονται σε κίνηση, και τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μπούμε «δυο φορές στο ίδιο ποτάμι». Μέχρι να βγούμε και να ξαναμπούμε, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και τα νερά του ποταμού, θα έχουν αλλάξει.

O Ηράκλειτος πρόσεξε, επίσης, πως ο κόσμος είναι σφραγισμένος από διαρκείς αντιθέσεις. Αν δεν αρρωσταίναμε, τότε δεν θα ξέραμε τι σημαίνει υγεία. Αν δεν πεινούσαμε, τότε δεν θα χαιρόμασταν χορταίνοντας. Αν ποτέ δεν γινόταν πόλεμος, τότε δεν θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε την αξία της ειρήνης. Κι αν ποτέ δεν ερχόταν ο χειμώνας, τότε δε θα προσέχαμε καν τον ερχομό της άνοιξης.

Τόσο το Καλό όσο και το Κακό έχουν την θέση τους μέσα στο σύνολο και είναι το ίδιο απαραίτητα, έλεγε ο Ηράκλειτος. Χωρίς αυτό το ασταμάτητο παιχνίδι μεταξύ των αντιθέσεων, ο κόσμος θα σταματούσε να υπάρχει.

Χρησιμοποιούσε την λέξη «θεός», αλλά ασφαλώς δεν εννοούσε τους θεούς των μύθων. Για τον Ηράκλειτο, ο θεός – το θεϊκό στοιχείο – είναι κάτι που κλείνει μέσα του ολόκληρο τον κόσμο. O θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο μέσα από την διαρκή εναλλαγή και μεταβολή της φύσης.

Αντί για την λέξη «θεός», ο Ηράκλειτος χρησιμοποιεί την αρχαία ελληνική λέξη «λόγος», που σημαίνει λογική. Ακόμα κι αν εμείς οι άνθρωποι δεν σκεφτόμαστε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν η λογική μας δεν είναι πάντα η ίδια, ο Ηράκλειτος πίστευε ότι υπάρχει ένα είδος «παγκόσμιας λογικής», που κατευθύνει τα πάντα μέσα στην φύση. Αυτή η «παγκόσμια λογική», ο «νους του Σύμπαντος», εξουσιάζει τα πάντα, και όλοι οι άνθρωποι πρέπει να σέβονται την κυριαρχία της.

Οι περισσότεροι, όμως, επιμένουν να ζουν σύμφωνα με την δική τους ατομική λογική. Γι’ αυτό και ο Ηράκλειτος δεν είχε και σε μεγάλη εκτίμηση τους συνανθρώπους του. Οι απόψεις τους έμοιαζαν στα μάτια του «παιχνίδια των παιδιών».

Σ’ όλες τις μεταβολές και τις αλλαγές και τις αντιθέσεις μέσα στην φύση, ο Ηράκλειτος έβλεπε την ενότητα, την ολοκλήρωση. Αυτό το «κάτι», που βρίσκεται μέσα σ’ όλα και αποτελεί το θεμέλιο των πάντων, το ονόμαζε «θεό» ή «λόγο».

Οι φράσεις του είχαν μια πυκνότητα που τις έκαναν δυσπρόσιτες στο ευρύ κοινό, εξ ου και το όνομα του «Ηράκλειτος ο Σκοτεινός». Επίσης, το προσωνύμιο αυτό οφείλεται στην τάση του να απομονώνεται και να μην επιδιώκει να έχει επαφές με τους συνανθρώπους του – πολύ συχνά μάλιστα έφτανε μέχρι την περιφρόνηση και την απόρριψη τους. Πολλές φορές μάλιστα είχε μιλήσει δημοσίως με ιδιαίτερα απαξιωτικό τρόπο για μεγάλους στοχαστές και ποιητές της εποχής του.

O Ηράκλειτος πίστευε ότι η συμπεριφορά των ανθρώπων κρίνεται με βάση την αλήθεια του λόγου, άρα πρέπει οι άνθρωποι να τον κατανοήσουν, να μυηθούν τέλεια σε αυτόν και να ζουν σύμφωνα με τον κοσμικό νόμο.

Πιο συγκεκριμένα, οι άνθρωποι δεν κατανοούν την αλήθεια που έμαθαν, επειδή νομίζουν ότι αλήθεια είναι η προσωπική τους γνώμη. Έτσι, έρχονται σε σύγκρουση με την αλήθεια. Πρόθεση του φιλόσοφου είναι να οδηγήσει τους ανθρώπους σε ομολογία, δηλαδή στην συμφωνία του ατομικού και του καθολικού λόγου, της προσωπικής γνώμης με την αλήθεια, που αποτελεί την ενότητα όλων των πραγμάτων.

H κίνηση και η μεταβολή

O Ηράκλειτος πίστευε ότι ο κόσμος είναι ένα ρεύμα το οποίο κινείται συνεχώς. Την άποψη του αυτή την παρουσίαζε παραστατικά με την εικόνα του ποταμού. Αν ο κόσμος μοιάζει με το ποτάμι που τα νερά του κυλούν αδιάκοπα, τότε η ασταμάτητη κίνηση του αποτελεί το μοναδικό τρόπο για να υπάρχει αυτός, δηλαδή ο κόσμος.

O κόσμος δεν συντίθεται από πράγματα που παραμένουν συνεχώς ίδια, αλλά από συμβάντα, τα οποία μπορεί να είναι συνεχώς διαφορετικά, χωρίς όμως ο κόσμος να χάνει την ταυτότητα του. Στην κοσμική κίνηση συμμετέχουν όλοι, όπως και στην αλλαγή πορείας που συνεπάγεται αυτή αλλά και στην σταθερότητα του ρυθμού κίνησης και μεταβολής.

H διδασκαλία του Εφέσιου φιλοσόφου μπορεί να συμπυκνωθεί στις παρακάτω προτάσεις:

O κόσμος βρίσκεται σε μια ακατάπαυστη κίνηση και η συνεχής αλλαγή του είναι το σταθερό χαρακτηριστικό της πορείας του.

O κόσμος δεν είναι ένα στατικό οικοδόμημα, που κάποιος το δημιούργησε, είτε θεός είτε άνθρωπος, αλλά μια αιώνια ζωντανή φωτιά, (πυρ) που αναβοσβήνει συνέχεια με μέτρο και κανονικές αναλογίες.

O κόσμος βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης. O πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς όλων.

Όλες οι συγκρουόμενες δυνάμεις του κόσμου καταλήγουν σε αρμονία. Αυτός ο πόλεμος που διεξάγεται δεν γίνεται χωρίς τάξη. Υπάρχει μια σταθερή κανονικότητα και νομοτέλεια που διέπει όλες τις κινήσεις, μεταβολές και αντίθετες ροπές των πραγμάτων.

H επίδραση των ιδεών του Ηράκλειτου

Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η επίδραση των ιδεών του Ηράκλειτου στους μεταγενέστερους φιλοσόφους. O Δημόκριτος, οι στωικοί, ο Σπινόζα, και κυρίως ο Χέγκελ αντλούν στοιχεία από το έργο του. Από τους πιο σύγχρονους ο Νίτσε ομολογεί το Θαυμασμό που τρέφει προς τον Εφέσιο φιλόσοφο, δεν κρύβει την άποψη που έχει για τον Ηράκλειτο και διακηρύσσει με απόλυτη ειλικρίνεια: «Ο κόσμος έχει αιώνια την ανάγκη της αλήθειας, έχει επομένως αιώνια την ανάγκη του Ηράκλειτου».

Ο Εμπεδοκλής συνθέτει τις δύο διαφορετικές απόψεις του Παρμενίδη και του Ηράκλειτου.

O Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος βρίσκονταν κατά κάποιο τρόπο στα δύο αντίθετα άκρα. H λογική του Παρμενίδη διαπίστωνε πως τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, ενώ οι εμπειρίες τον Ηράκλειτου διαπίστωναν, με την ίδια σιγουριά, πως τα πάντα μέσα στην φύση υποβάλλονταν σε διαρκείς μεταβολές.

Πρέπει να εμπιστευτούμε την φωνή της λογικής μας (Παρμενίδης) ή μήπως είναι προτιμότερο να πιστέψουμε τις αισθήσεις μας (Ηράκλειτος);

Και ο Παρμενίδης και ο Ηράκλειτος διατυπώνουν δύο αξιώματα.

O Παρμενίδης λέει: ότι τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει και ότι, επομένως, οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεων μας θα πρέπει να είναι λανθασμένες.

O Ηράκλειτος, απεναντίας, λέει: ότι όλα αλλάζουν («τα πάντα ρε ι») και ότι οι εντυπώσεις που φτάνουν ως εμάς μέσω των αισθήσεων μας είναι αληθινές και ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε δύο φιλόσοφους που να διαφωνούν περισσότερο μεταξύ τους! Αλλά ποιος από τους δύο έχει δίκιο; Τελικά, αυτός που κατάφερε να βγει από το δίχτυ, όπου είχε μπερδευτεί η φιλοσοφία, ήταν ο Εμπεδοκλής (499-434 π.κ.ε. περίπου) από τον Ακράγαντα της Σικελίας.

O Εμπεδοκλής σκέφτηκε πως είχαν και οι δύο δίκιο ως προς το ένα σημείο της σκέψης τους, άδικο όμως ως προς το δεύτερο.

Για τον Εμπεδοκλή, όλη η διαφορά ξεκινούσε από το ότι οι φιλόσοφοι θεωρούσαν αυτονόητη αφετηρία της σκέψης τους την ύπαρξη ενός μόνο πρωταρχικού στοιχείου. Αν αυτό ήταν πράγματι έτσι, τότε η άβυσσος μεταξύ αισθήσεων και λογικής θα ήταν αγεφύρωτη στους αιώνες των αιώνων.

Το νερό δεν μπορεί, βέβαια, να πάρει την μορφή ψαριού ή πεταλούδας. Το νερό δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Το καθαρό νερό είναι και μένει για πάντα καθαρό νερό.

Άρα ο Παρμενίδης είχε δίκιο που έλεγε ότι τίποτα δεν αλλάζει.

Ταυτόχρονα, όμως, ο Εμπεδοκλής συμφωνούσε με τον Ηράκλειτο, που έλεγε ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας. Πρέπει να πιστεύουμε σ’ αυτό που βλέπουμε. Κι αυτό που βλέπουμε είναι μια ατέλειωτη σειρά αλλαγών στην φύση.

O Εμπεδοκλής, λοιπόν, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η υπόθεση του ενός πρωταρχικού στοιχείου πρέπει να εγκαταλειφθεί. Ούτε ο αέρας ούτε το νερό μπορούν από μόνα τους να μεταμορφωθούν σε τριανταφυλλιά ή σε πεταλούδα. Άρα η φύση δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μ’ ένα μονάχα πρωταρχικό στοιχείο.

O Εμπεδοκλής, από την μεριά του, πίστευε πως η φύση διέθετε τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία ή «ρίζες», όπως ο ίδιος τα ονόμαζε. Οι τέσσερις αυτές ρίζες ήταν, κατά την γνώμη του, η γη, το νερό, ο αέρας και η φωτιά.

Συγκεκριμένα ο Εμπεδοκλής διακήρυξε ότι το σύμπαν συντίθεται και αποσυντίθεται από τέσσερα αμετάβλητα «ριζώματα»: το ύδωρ (Νήστις), τη γη (Αίδωνεύς), τον αέρα (Ήρα) και το πυρ (Ζευς). Κάθε γένεση και φθορά είναι αποτέλεσμα της μείξης και του αποχωρισμού των τεσσάρων ριζωμάτων σε διαφορετική αναλογία κάθε φορά, ανάλογα με την μορφή που έχει αυτό που γεννιέται ή φθείρεται. Έτσι, το ον (ριζώματα) δεν μεταβάλλεται (άποψη των ελεατών), αλλά και η γένεση και η φθορά είναι πραγματικές διεργασίες (άποψη των ατομικών).

O Εμπεδοκλής δεν διάλεξε, βέβαια, στην τύχη τον αέρα, το νερό, την γη και την φωτιά. Πριν απ’ αυτόν, πολλοί φιλόσοφοι είχαν προσπαθήσει ν’ αποδείξουν ότι το πρωταρχικό στοιχείο ήταν ο αέρας ή το νερό ή η φωτιά. O Θαλής κι ο Αναξιμένης είχαν τονίσει ότι το νερό κι ο αέρας είναι στοιχεία πολύ σημαντικά μέσα στην φύση. Οι Έλληνες θεωρούσαν πολύ σπουδαία και την φωτιά. Έβλεπαν τον πρωταρχικό ρόλο που έπαιζε ο ήλιος για την ζωή γενικά και ήξεραν πως άνθρωποι και ζώα έκλειναν στα κορμιά τους θερμότητα.

Επομένως, όλες οι μεταβολές στην φύση συμβαίνουν, επειδή τα τέσσερα αυτά πρωταρχικά στοιχεία ενώνονται και χωρίζουν πάλι για να ενωθούν με διαφορετικό τρόπο. Γιατί τα πάντα σ’ αυτό τον κόσμο αποτελούνται από γη, νερό, φωτιά και αέρα. Μόνο που το μείγμα είναι κάθε φορά αλλιώτικο. Όταν πεθαίνει ένα ζώο ή ένα λουλούδι, τα τέσσερα στοιχεία χωρίζουν, κι αυτή τη μεταβολή μπορούμε να την παρακολουθήσουμε με γυμνό μάτι. O αέρας, όμως, και η φωτιά, το νερό και η γη παραμένουν αναλλοίωτα, όσες μεταβολές κι αν υποστούν τα μείγματα στα οποία συμμετέχουν.

Άρα, δεν είναι αλήθεια ότι «όλα» αλλάζουν. Στην ουσία, τίποτα δεν αλλάζει. Απλούστατα, τέσσερα στοιχεία ενώνονται και χωρίζονται πάλι, για να ανακατευτούν ξανά με διαφορετικό τρόπο.

Ας φανταστούμε ένα ζωγράφο. Όταν έχει ένα μόνο χρώμα -κόκκινο, ας πούμε- στην παλέτα του, δεν μπορεί να ζωγραφίσει πράσινα δέντρα. Αν, όμως, έχει κίτρινο, κόκκινο, μπλε και μαύρο, μπορεί να τ’ αναμείξει και να πετύχει εκατοντάδες διαφορετικά χρώματα.

Ένα ερώτημα, όμως, παραμένει ανοιχτό: τι είναι αυτό που σπρώχνει τα στοιχεία να ενωθούν μεταξύ τους δημιουργώντας έτσι νέα ζωή; Και τι είναι αυτό που φροντίζει ώστε το «μείγμα», το λουλούδι για παράδειγμα, να διαλυθεί και πάλι;

O Εμπεδοκλής πίστευε ότι στην φύση δρουν δύο διαφορετικές δυνάμεις. Τις δυνάμεις αυτές τις ονόμαζε Φιλότητα και Νείκος. H Φιλότητα, η αγάπη, είναι η δύναμη που ενώνει τα στοιχεία και συνθέτει νέα «μείγματα». Το Νείκος, η διαμάχη, είναι η δύναμη που τα χωρίζει και πάλι.

O Εμπεδοκλής διέκρινε, λοιπόν, μεταξύ στοιχείων και δυνάμεων. Αυτό αξίζει τον κόπο να το σημειώσουμε στο μυαλό μας. Γιατί και σήμερα ακόμα, η επιστήμη διακρίνει τα βασικά στοιχεία από τις φυσικές δυνάμεις. H σύγχρονη επιστήμη ισχυρίζεται ότι μπορεί να εξηγήσει όλα τα φυσικά φαινόμενα με την βοήθεια των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των βασικών στοιχείων και ορισμένων φυσικών δυνάμεων. Τίποτε ποιο λανθασμένο από αυτό.

Η τέχνη του να ζούμε καλύτερα ή Όσα δεν μας έμαθε κανείς για τη ζωή

Μήπως στην προσπάθεια να είμαστε ευτυχισμένοι καταλήξαμε να ζούμε τον καταναγκασμό της ευτυχίας, που έχει γίνει συνώνυμο της πληρότητας; Σήμερα μοιάζει ανήθικο να μην είσαι ευτυχισμένος όπως λέει και ο Μπρύκνερ στη Αέναη Ευφορία.

Έχουμε, όπως τονίζει, περάσει από το δικαίωμα στην ευτυχία, στην ευτυχία σαν επιταγή.

Η αλήθεια είναι πως έχουμε ξεχάσει να «είμαστε» και αναλωνόμαστε στο να θα «κάνουμε» (ίσως και στο πόσες ώρες να εργαστούμε) ώστε να «έχουμε». Κάθε ρήμα και άλλη κοσμοθεωρία. Γιατί όσα και να έχεις, δεν σε κάνει να είσαι πιο άνθρωπος, να είσαι πιο ευτυχισμένος, πιο ήρεμος, πιο γαλήνιος και πολλά άλλα.

Η Δυστυχία που φτιάχνουμε μόνοι μας

Σκέφτομαι ότι ίσως να έχει δίκαιο ο Watzlawick όταν αναρωτιόταν «τι και που θα ήμασταν χωρίς τη δυστυχία μας; Την χρειαζόμαστε απελπισμένα».

Για να συμπληρώσει λίγο πιο κάτω στο βιβλίο του «Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου» «Βέβαια, ο αριθμός των ανθρώπων που είναι προικισμένοι από τη φύση με ταλέντο να δημιουργήσουν την προσωπική τους κόλαση είναι σχετικά μεγάλος», κάτι στο οποίο τείνω να συμφωνήσω. Συχνά χτίζουμε τη φυλακή που μας εγκλωβίζει, συντηρούμε τις σχέσεις που μας περιορίζουν, και ζούμε ζωές αβίωτες -στερημένες από χαρά, προσωπική εξέλιξη και αγάπη.

Όσα δεν μας έμαθε κανείς για τη ζωή

Τι είναι η ζωή μας λοιπόν; Μήπως ένα εκκρεμές μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας;

Διαβάζοντας το βιβλίο του Ken Robinson «Άλλη λογική» αναλογίστηκα για πολλοστή πόσα δεν μας έμαθαν στο σχολείο για τη ζωή, για τον εαυτό μας, για το πώς σκεφτόμαστε και το πώς νιώθουμε.

Μας έμαθαν για ημίτονα και συνημίτονα, μάθαμε νεράκι την προπαίδεια (ή τέλος πάντων σχεδόν νεράκι), μάθαμε για ιστορία, γεωγραφία και άλλα πολλά, αλλά δεν μάθαμε να λέμε πως νιώθουμε πέρα από ένα ξερό καλά, κακά, μέτρια ή χάλια.

Που πήγε ο θυμός, η λύπη, η απογοήτευση, η στεναχώρια, η ματαίωση, η χαρά, η προσμονή, ο ενθουσιασμός, η καχυποψία, η αγωνία, η απελπισία, η οργή, η ηρεμία, η γαλήνη και τόσα άλλα συναισθήματα.

Δεν μάθαμε να αναλαμβάνομαι την ευθύνη του εαυτού μας και των πράξεων μας, δεν μάθαμε να σεβόμαστε τον άλλο, το περιβάλλον, τα ζώα. Δεν μάθαμε να είμαστε ενεργοί πολίτες, να προβληματιζόμαστε, να ταλανιζόμαστε και να αποφασίζουμε για το μέλλον μας.

Ο φόβος της αλλαγής και του καινούργιου

Κυρίως όμως νομίζω πως δεν μάθαμε να εξελισσόσαστε και να αφήνουμε τη βολή/ το βόλεμα μας.

Όλα αφορούν την αλλαγή. Πόσο έτοιμοι ήμαστε ή πόσο φοβόμαστε να αλλάξουμε, να μετακινηθούμε, να διαπραγματευτούμε κάτι καινούργιο.

Το άγνωστο μας τρομάζει, μας παραλύει. Λένε πως το οικείο, όσο λάθος, στραβό και αν είναι, έχει τεράστια δύναμη. Έχουν δίκαιο, γιατί είναι το γνώριμο, αυτό που ξέρουμε, είναι το αναμενόμενο και δεν μας φοβίζει.

Το νέο, το καινούργιο, το αδιαμόρφωτο είναι άγνωστο και ως τέτοιο μας τρομάζει. Όμως αν δεν το καλωσορίσουμε στη ζωή μας θα ζούμε με συνεχείς συμβιβασμούς και όποιος επιλέγει πάντα μεταξύ του ρίσκου την ασφάλεια, καταλήγει να ζει μέσα στην ανασφάλεια.

Ζούμε μια εποχή που τελειώνουν σιγά σιγά οι σιγουριές του χθες, σε επίπεδο ιδεών, αντιλήψεων, δουλειών, σχέσεων και πολλών άλλων.

Σαφώς και δεν υποστηρίζω την κατάλυση κάθε αξίας και αξιόλογης ιδέας, όμως αν δεν κοσκινίσει κανείς το δικό του αλεύρι, αυτό που κληρονόμησε, δεν θα ζυμώσει το δικό του ψωμί ποτέ και θα αναμασά κομμάτια από το παρελθόν.

Ακόμα και στις σχέσεις χρειάζεται να δουλέψει ο ένας μαζί με τον άλλο, για να επαναπροσδιορίσουν το κοινό μαζί. Τα κενά που υπήρχαν για χρόνια τα κάλυπταν οι ώρες δουλειάς, τα ψώνια, οι διακοπές, η τηλεόραση και το lifestyle. Τώρα έπεσε η κουρτίνα και φάνηκαν όσα κάλυπτε.

Όταν η ζωή μοιάζει με αδιέξοδο

Αν η ζωή μοιάζει σας με λαβύρινθό χωρίς χάρτη και σαν κάποιος φαίνεται να σας πήρε το «τυρί σας» τότε μάλλον ήρθε η στιγμή να αντιμετωπίσετε τις αλλαγές στη ζωή και στην δουλειά σας, να ψάξτε για νέους τρόπους αντιμετώπισης της κατάστασης.

Προτείνω λοιπόν ένα βιβλιαράκι μια σταλιά, το Ποιος πήρε το τυρί μου; είναι μια ιστορία για την αλλαγή που συμβαίνει μέσα σε ένα λαβύρινθο, όπου τέσσερις διασκεδαστικοί χαρακτήρες αναζητούν «Τυρί».

Το Τυρί είναι βέβαια μεταφορά για οτιδήποτε θέλουμε να έχουμε στη ζωή, όπως μια δουλειά, μια σχέση, χρήματα, ένα μεγάλο σπίτι, ελευθερία, υγεία, αναγνώριση, πνευματική γαλήνη, ή ακόμα και ένα χόμπι όπως το τζόκινγκ ή το γκολφ.

Ο καθένας μας έχει τη δική του άποψη για το τι είναι το Τυρί ∙ το αναζητούμε επειδή πιστεύουμε ότι μας κάνει ευτυχισμένους.

Όταν το βρίσκουμε, συχνά δενόμαστε με αυτό. Και όταν το χάνουμε ή μας το παίρνουν, η εμπειρία μπορεί να είναι τραυματική.

Ο «Λαβύρινθος» της ιστορίας αντιπροσωπεύει το μέρος που περνάμε τον καιρό μας αναζητώντας αυτό που θέλουμε. Μπορεί να είναι η δουλειά, η σχέση, η κοινότητα που ζούμε.

Μιας και μπήκε επίσημα το καλοκαίρι και όλοι σκεφτόμαστε ήλιο, μπάνιο, θάλασσα, καραβάκια στο αιγαίο, θα κλείσω με κάτι σχετικό:

Τα καράβια μπορεί να βρίσκουν ασφάλεια στα λιμάνια, άλλα είναι φτιαγμένα για να ταξιδεύουν.

Γιατί θυμώνουμε; Επειδή κάποιος μας κλωτσάει. Αλλά ποιος είναι αυτός που μας κλωτσάει;

Δεν υπάρχει τίποτε κακό σε οτιδήποτε νιώθουμε. Δεν υπάρχουν καλά ή κακά συναισθήματα. Δεν υπάρχει τίποτε στραβό στο να νιώθουμε θυμό, ζήλια ή φθόνο. Ακόμα και όταν νιώθουμε μίσος, αυτό πηγάζει από την ατομικότητά μας. Ακόμα και η λύπη ή η κατάθλιψη που μας κάνει και υποφέρουμε, αν τα νιώθουμε, θα υπάρχει κάποιος λόγος.

Ανακάλυψα κάτι πολύ ενδιαφέρον για τον ανθρώπινο νου, κάτι λογικό που είναι πολύ σημαντικό και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε. Οτιδήποτε βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε προκαλεί μια συναισθηματική αντίδραση. Αν αντιλαμβανόμαστε ομορφιά, η συναισθηματική μας αντίδραση είναι θαυμάσια· νιώθουμε υπέροχα. Όταν πληγωνόμαστε, η συναισθηματική μας αντίδραση δεν είναι και τόσο ενθουσιώδης. Ωστόσο, δεν αντιλαμβανόμαστε μόνο τον εξωτερικό κόσμο βιώνουμε και τον εικονικό κόσμο που δημιουργούμε στο κεφάλι μας. Αντιλαμβανόμαστε όχι μόνο τα συναισθήματα αλλά και τη γνώση – τις ίδιες μας τις σκέψεις, τις επικρίσεις και τις πεποιθήσεις. Αντιλαμβανόμαστε τη φωνή στο κεφάλι μας και έχουμε ακόμα και γι’ αυτήν μια συναισθηματική αντίδραση.

Τώρα, η ερώτηση είναι η εξής: Τι μας λέει η φωνή στο κεφάλι μας; Πόσες φορές μας έχει πει: «Θεέ μου, είμαι τόσο ανόητος. Πώς μπόρεσα να το κάνω αυτό; Δεν θα μάθω ποτέ μου!» Η φωνή της γνώσης μάς επικρίνει, αντιλαμβανόμαστε την επίκριση και έχουμε μια συγκεκριμένη συναισθηματική αντίδραση. Νιώθουμε ντροπή νιώθουμε ενοχή. Το συναίσθημα είναι αληθινό, αλλά αυτό που το προκάλεσε, η επίκριση δηλαδή ότι είμαστε ανόητοι, δεν είναι αληθινό· είναι ένα παραμύθι. Πάλι όμως, αυτό είναι δράση-αντίδραση. Ποια είναι η δράση; Η δράση είναι η αντίληψη της δικής μας οπτικής, που σημαίνει η αντίληψη της ίδιας μας της επίκρισης. Ποια είναι η αντίδραση; Αντίδραση είναι τα συναισθήματά μας και στα ψέμα τα αντιδρούμε με συναισθηματικό δηλητήριο.

Ας προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε αυτό λίγο καλύτερα. Φανταστείτε ότι έχετε έναν σκύλο. Τι θα γίνει αν τον κακοποιήσετε; Τι θα γίνει αν κάθε φορά που τον βλέπετε τον κλωτσάτε; Σύντομα θα αρχίσει να φοβάται. Μπορείτε να δείτε τα συναισθήματα να αναδύονται μέσα του. Μπορεί να θυμώσει· ίσως προσπαθήσει να σας δαγκώσει ή να φύγει μακριά. Πάει κάτι στραβά με τα συναισθήματά του; Ο θυμός του τον κάνει κακό σκύλο; Όχι, απλώς η αντίδρασή του είναι το αποτέλεσμα της κακοποίησης. Το συναίσθημα τον βοηθά να υπερασπιστεί τον εαυτό του και πηγάζει από την ατομικότητα του σκύλου.

Τώρα φανταστείτε έναν σκύλο που ζει στο πιο υπέροχο περιβάλλον, με ανθρώπους που πάντοτε τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Αυτός ο σκύλος είναι το πιο γλυκό ζώο στον πλανήτη, ο πιο υπέροχος σκύλος. Ακολουθεί τη φύση του κι αυτό επειδή δεν έχει κακοποιηθεί αγαπά όσους τον αγαπούν. Το υλικό μας σώμα είναι σαν αυτόν τον σκύλο. Δρα συναισθηματικά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Γιατί αντιδρούμε με θυμό; Επειδή κάποιος μας κλωτσάει, σωστά; Αλλά ποιος μας κλωτσάει; Η φωνή στο κεφάλι μας.

Νίτσε: Τα συμπτώματα της διαφθοράς

Aπό τη στιγμή εκείνη πού η διαφθορά μπαίνει κά­που, βλέπεις να κυριαρχεί μια ποικιλόμορφη δεισιδαι­μονία που απέναντί της ή πίστη πού έχει υιοθετήσει ο λαός, εξασθενίζει και γίνεται ανίκανη, γιατί η δεισι­δαιμονία είναι ένας δεύτερης τάξης στοχασμός.

Όποιος παραδίνεται, στο στοχασμό αυτό, διαλέγει ορισμένα σχήματα, ορισμένα καλούπια πού του αρέσουν. Παρέ­χει στον εαυτό του το δικαίωμα να διαλέγει. Ο προλη­πτικός έχει κάτι το πιο «προσωπικό» από’ τον πιστό. Προληπτική θα είναι η κοινωνία εκείνη πού θα συναν­τούμε κιόλας πάρα πολλά άτομα και πολλή ευχαρίστη­ση για κάθε τι το ατομικό. Από την πλευρά αυτή η δεισιδαιμονία δείχνει πάντα μια πρόοδο απέναντι στην πί­στη, εκδηλώνει πώς η νόηση απελευθερώνεται και α­παιτεί τα δικαιώματά της.

Τότε λοιπόν, οι οπαδοί της παλιάς θρησκείας κάνουν παράπονα και ισχυρίζονται ότι υπάρχει διαφθορά — αλλά αυτοί ακριβώς προσδιό­ριζαν μέχρι τώρα τη χρήση της στον τρόπο πού εκφρά­ζονται και πού έδωσαν στη δεισιδαιμονία τη χειρότερή της φήμη, και σ’ αυτούς ακόμα τούς κύκλους των πιο ελεύθερων πνευμάτων.

Ας βάλουμε, λοιπόν, καλά στο μυαλό μας πώς η δεισιδαιμονία είναι σύμπτωμα της χειραφέτησης. Αυτό είναι το πρώτο.

Ας δούμε το δεύτερο: Πολλοί πάλι κατηγορούν και ισχυρίζονται πώς υπάρχει μια χαλάρωση στην κοινωνία εκείνη όπου έ­χει εγκατασταθεί η διαφθορά. Και είναι αλήθεια, το κύ­ρος του πολέμου και του πολεμικού ενθουσιασμού πα­θαίνουν ολοφάνερη πτώση.

Σ’ αυτή την κοινωνία ποθούν τις διασκεδάσεις τής ζωής με τον ίδιο σκοπό πού επι­δίωκαν παλιότερα τις γυμναστικές και στρατιωτικές τι­μές. Αλλά οι παρατηρητές αυτοί αδιαφορούν γενικά να παρατηρήσουν πώς εκείνη η παλιά δραστηριότητα, το παλιό εκείνο πάθος του έθνους πού εκδήλωναν με τόσο πομπώδη τρόπο, διαμοιράστηκε σέ άπειρα ιδιωτικά πά­θη και το γεγονός αυτό το έκανε να φαίνεται πολύ λιγότερο.

Να τι λέω με πιο απλά λόγια: Είναι πιθανό, μάλιστα, στην κατάσταση τής «διαφθοράς», πώς το έ­θνος σπαταλά μια δύναμη, μια ενέργεια πολύ πιο με­γάλη από κάθε άλλη περίσταση, και πώς το άτομο ξο­δεύει την ενέργεια αυτή πολύ πιο σπάταλα απ’ όσο ξό­δευε νωρίτερα, τότε δηλαδή πού ακόμα δεν ήταν αρκετά πλούσιο.

Στις εποχές, λοιπόν, της χαλάρωσης, τρέχει η τραγωδία σ όλους τούς δρόμους και σέ όλα τα σπί­τια, και βλέπουμε να γεννιούνται ο μεγάλος έρωτας και το μεγάλο μίσος και να αναπήδα πυρακτωμένη προς τούς ουρανούς ή φλόγα τής γνώσης.

Ένα τρίτο θέμα πού τούς απασχολεί τούς οπαδούς είναι το ακόλουθο. Οι οπαδοί, λοιπόν, αυτοί ισχυρίζον­ται πώς, επειδή με κάποιο τρόπο συμψηφίζουν την κα­τηγορία της δεισιδαιμονίας και τής χαλάρωσης πού μπορούν να προξενήσουν στις εποχές τής διαφθοράς, τα ήθη γίνονται πραότερα σ’ αυτές τις περιόδους, πού ακόμα ισχυρίζονται πώς η σκληρότητα μειώνεται αρκετά σέ σχέση πάντα με τις προηγούμενες εποχές, πού είχαν λιγότερη πίστη και δύναμη.

Δεν θα μπορούσα να βάλω την υπογραφή μου στο εγκώμιο αυτό, όπως δεν υπέγραψα και τον προηγούμε­νο ψόγο. Στο μόνο πού συμφωνώ είναι πώς η σκληρότητα σταθεροποιείται και πώς το νέο γούστο αντιπαθεί τις παλιές της μορφές, άλλα η τέχνη του να πλη­γώνουμε, να κάνουμε να υποφέρουν με τα λόγια μας ή με τη ματιά μας, από την άλλη μεριά στις εποχές της διαφθοράς φθάνουν στην ανώτατη τελειοποίησή τους, τότε μονάχα γεννιούνται ή πονηριά και η ευχαρίστηση του να είμαστε κακοί. Είναι αρκετά πνευματώδεις οι άνθρωποι των διεφθαρμένων εποχών. Γνωρίζουν καλά, πώς κάτι που είναι καλά ειπωμένο γίνεται αμέσως πι­στευτό.

Kι έρχεται η σειρά ενός άλλου, τετάρτου, σημείου που πρέπει να δούμε από κοντά. ‘Όταν «τα ήθη διαφθείρονται», είναι η ιδανική στιγμή του ξεφυτρώματος των «τυράννων», είναι, ας πούμε οι προάγγελοι, οι πρώιμοι προπομποί του ατόμου. Λίγη ακόμα υπομονή, και το φρούτο αυτό, επιτέλους, θα κρεμαστεί, ώριμο και χρυσαφένιο, στο δέντρο ενός λαού. Το δέν­τρο αυτό υπάρχει μονάχα γι’ αυτόν.

Σαν φτάνει στο ζε­νίθ ή αποσύνθεση, όπως και ό αγώνας των κάθε λογής τυράννων, βλέπουμε πάντα να καταφτάνει ο Καίσαρας, ο τελειωτικός τύραννος πού δίνει τη χαριστική βολή στον εξασθενισμένο αγώνα εκείνων πού μάχονται για την υπεροχή, βάζοντας την κούραση να δουλέψει για λογαριασμό του. Και σαν έρχεται, το άτομο, γενικώς, βρίσκεται στη στιγμή τής τέλειας ωριμότητάς του, και ο «πολιτισμός», συνεπώς, βρίσκεται στο απόγειο τής γονιμότητάς του,.. Αλλά αυτό δεν γίνεται χάρη του τυράννου, — παρ’ όλο πού στα αρκετά καλλιεργη­μένα άτομα αρέσει να κολακεύουν τον Καίσαρα, λέγοντάς του, πώς αυτό είναι δημιούργημα δικό του, πώς είναι δηλαδή έργο του. Η αλήθεια είναι πώς έχουν ανάγκη εξωτερικής γαλήνης γιατί έχουν μέσα τους την ανησυχία τους, γιατί ή δουλειά τους είναι εσωτερικό πράγμα.

Είναι η μεγάλη στιγμή της προδοσίας του καλά διεφθαρμένου: Γιατί η αγάπη με το φρεσκοξεσκεπασμένο ΕΓΩ είναι πολύ πιο δυνατή απ’ την αγάπη για την «πατρίδα», πού σαν έννοια είναι παλιά και αλλοιωμένη, θαμμένη κάτω από λέξεις και λόγια γεμάτα υπερβολές, και η ανάγκη να κατοχυρωθούν απέναντι στις φοβερές ιδιοτροπίες της τύχης, ανοίγει διάπλατα και τα πιο ευ­γενικά χέρια άπ’ τη στιγμή πού βρίσκεται ένα πλούσιο και δυνατό άτομο έτοιμο να ρίξει μέσα αμέτρητο χρυσάφι.

Είναι τόσο αβέβαιο το μέλλον, πού οι άνθρωποι ζούνε κάθε μέρα με την αγωνία στην ψυχή, και η ψυ­χική αυτή κατάσταση παρέχει θαυμάσιες ευκαιρίες στους κάθε είδους πειρατές.

Γιατί, κι όταν αποπλανιώμαστε και διαφθειρόμαστε, το κάνουμε μόνο και μόνο «για μια μέρα», και φυλάμε την αρετή για το μέλλον. Γνωρίζουμε πώς το άτομο, αυτός ο πραγματικός «κα­θαυτό» άνθρωπος, σκέφτεται τα πράγματα της στιγμής πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο τής αγέλης, για­τί δεν πιστεύει πώς μπορεί να στηρίζεται στον εαυτό του περισσότερο απ’ όσο στηρίζεται στο μέλλον.

Όμοια αφοσιώνεται στους τυράννους, γιατί πιστεύει πώς είναι άξιος για πράξεις και για έρευνες, πού δεν μπο­ρούν να υπολογίζουν ούτε στην νοημοσύνη, ούτε στη συγγνώμη τού πλήθους… Ενώ ό τύραννος η ο Καίσαρας κατανοεί το ατομικό δίκαιο, ακόμα μέχρι και τις φρικαλεότητές του, γιατί αυτός, έχει συμφέρον να επιτρέπει μια πιο τολμηρή προσωπική ηθική, και να την συγχαίρει μάλιστα.

Γιατί πιστεύει για τον εαυτό του, και θέλει να πιστεύουν και οι άλλος εκείνο πού είχε πει κάποια μέρα ο Ναπολέοντας:

«Έχω το δικαίωμα να απαντήσω σε όλα σας τα παράπονα μονάχα με ένα ΕΓΩ. Είμαι ξεχωριστός απ’ όλο τον κόσμο και δεν δέ­χομαι όρους από κανέναν. Πρέπει να υποταχτείτε σ’ όλες μου τις ιδιοτροπίες και να θεωρείτε απλό και λο­γικό το ότι διασκεδάζω με αυτόν τον τρόπο».

Τα λό­για αυτά ό Ναπολέοντας τα είπε στη γυναίκα του μια μέρα πού εκείνη αμφέβαλλε για την πίστη του.

Εποχές διαφθοράς, είναι οι εποχές εκείνες πού τα μήλα αρχίζουν να πέφτουν από τα δέντρα. Δηλαδή οι άνθρωποι εκείνοι, πού φέρνουν μέσα τους το σπέρμα του μέλλοντος, οι πρωτεργάτες του πνευματικού αποικισμού, εκείνοι πού επιθυμούν να αλλάζουν τούς δεσμούς τής κοινωνίας και του κράτους.

Η διαφθορά, η λέξη αυτή, δεν είναι τίποτα’ άλλο παρά ένας υβριστικός όρος των ΦΘΙΝΟΠΩΡΩΝ ενός λαού.

Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ, ΙΣΤΟΡΙΑΙ

ΘΟΥΚ 7.10.1–7.15.2

(ΘΟΥΚ 7.8.1–7.15.2: Επιστολή του Νικία προς τους Αθηναίους) 

Το περιεχόμενο της επιστολής

[7.10.1] Τοῦ δ’ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος ἥκοντες ἐς τὰς Ἀθήνας οἱ
παρὰ τοῦ Νικίου ὅσα τε ἀπὸ γλώσσης εἴρητο αὐτοῖς εἶπον,
καὶ εἴ τίς τι ἐπηρώτα ἀπεκρίνοντο, καὶ τὴν ἐπιστολὴν ἀπ-
έδοσαν. ὁ δὲ γραμματεὺς ὁ τῆς πόλεως παρελθὼν ἀνέγνω
τοῖς Ἀθηναίοις δηλοῦσαν τοιάδε.

[7.11.1] «Τὰ μὲν πρότερον πραχθέντα, ὦ Ἀθηναῖοι, ἐν ἄλλαις
πολλαῖς ἐπιστολαῖς ἴστε· νῦν δὲ καιρὸς οὐχ ἧσσον μαθόντας
ὑμᾶς ἐν ᾧ ἐσμὲν βουλεύσασθαι. [7.11.2] κρατησάντων γὰρ ἡμῶν
μάχαις ταῖς πλέοσι Συρακοσίους ἐφ’ οὓς ἐπέμφθημεν καὶ τὰ
τείχη οἰκοδομησαμένων ἐν οἷσπερ νῦν ἐσμέν, ἦλθε Γύλιππος
Λακεδαιμόνιος στρατιὰν ἔχων ἔκ τε Πελοποννήσου καὶ ἀπὸ
τῶν ἐν Σικελίᾳ πόλεων ἔστιν ὧν. καὶ μάχῃ τῇ μὲν πρώτῃ
νικᾶται ὑφ’ ἡμῶν, τῇ δ’ ὑστεραίᾳ ἱππεῦσί τε πολλοῖς καὶ
ἀκοντισταῖς βιασθέντες ἀνεχωρήσαμεν ἐς τὰ τείχη. [7.11.3] νῦν οὖν
ἡμεῖς μὲν παυσάμενοι τοῦ περιτειχισμοῦ διὰ τὸ πλῆθος τῶν
ἐναντίων ἡσυχάζομεν (οὐδὲ γὰρ ξυμπάσῃ τῇ στρατιᾷ δυναίμεθ’
ἂν χρήσασθαι ἀπανηλωκυίας τῆς φυλακῆς τῶν τειχῶν μέρος
τι τοῦ ὁπλιτικοῦ)· οἱ δὲ παρῳκοδομήκασιν ἡμῖν τεῖχος ἁπλοῦν,
ὥστε μὴ εἶναι ἔτι περιτειχίσαι αὐτούς, ἢν μή τις τὸ παρα-
τείχισμα τοῦτο πολλῇ στρατιᾷ ἐπελθὼν ἕλῃ. [7.11.4] ξυμβέβηκέ
τε πολιορκεῖν δοκοῦντας ἡμᾶς ἄλλους αὐτοὺς μᾶλλον, ὅσα γε
κατὰ γῆν, τοῦτο πάσχειν· οὐδὲ γὰρ τῆς χώρας ἐπὶ πολὺ διὰ
τοὺς ἱππέας ἐξερχόμεθα.

[7.12.1] «Πεπόμφασι δὲ καὶ ἐς Πελοπόννησον πρέσβεις ἐπ’ ἄλλην
στρατιάν, καὶ ἐς τὰς ἐν Σικελίᾳ πόλεις Γύλιππος οἴχεται,
τὰς μὲν καὶ πείσων ξυμπολεμεῖν ὅσαι νῦν ἡσυχάζουσιν, ἀπὸ
δὲ τῶν καὶ στρατιὰν ἔτι πεζὴν καὶ ναυτικοῦ παρασκευήν, ἢν
δύνηται, ἄξων. [7.12.2] διανοοῦνται γάρ, ὡς ἐγὼ πυνθάνομαι, τῷ
τε πεζῷ ἅμα τῶν τειχῶν ἡμῶν πειρᾶν καὶ ταῖς ναυσὶ κατὰ
θάλασσαν. [7.12.3] καὶ δεινὸν μηδενὶ ὑμῶν δόξῃ εἶναι ὅτι καὶ
κατὰ θάλασσαν. τὸ γὰρ ναυτικὸν ἡμῶν, ὅπερ κἀκεῖνοι
πυνθάνονται, τὸ μὲν πρῶτον ἤκμαζε καὶ τῶν νεῶν τῇ ξηρότητι
καὶ τῶν πληρωμάτων τῇ σωτηρίᾳ· νῦν δὲ αἵ τε νῆες διά-
βροχοι τοσοῦτον χρόνον ἤδη θαλασσεύουσαι, καὶ τὰ πληρώ-
ματα ἔφθαρται. [7.12.4] τὰς μὲν γὰρ ναῦς οὐκ ἔστιν ἀνελκύσαντας
διαψύξαι διὰ τὸ ἀντιπάλους τῷ πλήθει καὶ ἔτι πλείους τὰς
τῶν πολεμίων οὔσας αἰεὶ προσδοκίαν παρέχειν ὡς ἐπιπλεύ-
σονται. [7.12.5] φανεραὶ δ’ εἰσὶν ἀναπειρώμεναι, καὶ αἱ ἐπιχειρήσεις
ἐπ’ ἐκείνοις καὶ ἀποξηρᾶναι τὰς σφετέρας μᾶλλον ἐξουσία·
οὐ γὰρ ἐφορμοῦσιν ἄλλοις. [7.13.1] ἡμῖν δ’ ἐκ πολλῆς ἂν περιουσίας
νεῶν μόλις τοῦτο ὑπῆρχε καὶ μὴ ἀναγκαζομένοις ὥσπερ
νῦν πάσαις φυλάσσειν· εἰ γὰρ ἀφαιρήσομέν τι καὶ βραχὺ
τῆς τηρήσεως, τὰ ἐπιτήδεια οὐχ ἕξομεν, παρὰ τὴν ἐκείνων
πόλιν χαλεπῶς καὶ νῦν ἐσκομιζόμενοι. [7.13.2] τὰ δὲ πληρώματα
διὰ τόδε ἐφθάρη τε ἡμῖν καὶ ἔτι νῦν φθείρεται, τῶν ναυτῶν
[τῶν] μὲν διὰ φρυγανισμὸν καὶ ἁρπαγὴν καὶ ὑδρείαν μακρὰν
ὑπὸ τῶν ἱππέων ἀπολλυμένων· οἱ δὲ θεράποντες, ἐπειδὴ ἐς
ἀντίπαλα καθεστήκαμεν, αὐτομολοῦσι, καὶ οἱ ξένοι οἱ μὲν
ἀναγκαστοὶ ἐσβάντες εὐθὺς κατὰ τὰς πόλεις ἀποχωροῦσιν,
οἱ δὲ ὑπὸ μεγάλου μισθοῦ τὸ πρῶτον ἐπαρθέντες καὶ οἰόμενοι
χρηματιεῖσθαι μᾶλλον ἢ μαχεῖσθαι, ἐπειδὴ παρὰ γνώμην
ναυτικόν τε δὴ καὶ τἆλλα ἀπὸ τῶν πολεμίων ἀνθεστῶτα
ὁρῶσιν, οἱ μὲν ἐπ’ αὐτομολίας προφάσει ἀπέρχονται, οἱ δὲ
ὡς ἕκαστοι δύνανται (πολλὴ δ’ ἡ Σικελία), εἰσὶ δ’ οἳ καὶ
αὐτοὶ ἐμπορευόμενοι ἀνδράποδα Ὑκκαρικὰ ἀντεμβιβάσαι ὑπὲρ
σφῶν πείσαντες τοὺς τριηράρχους τὴν ἀκρίβειαν τοῦ ναυτικοῦ
ἀφῄρηνται. [7.14.1] ἐπισταμένοις δ’ ὑμῖν γράφω ὅτι βραχεῖα ἀκμὴ
πληρώματος καὶ ὀλίγοι τῶν ναυτῶν οἱ ἐξορμῶντές τε ναῦν
καὶ ξυνέχοντες τὴν εἰρεσίαν. [7.14.2] τούτων δὲ πάντων ἀπορώτατον
τό τε μὴ οἷόν τε εἶναι ταῦτα ἐμοὶ κωλῦσαι τῷ στρατηγῷ
(χαλεπαὶ γὰρ αἱ ὑμέτεραι φύσεις ἄρξαι) καὶ ὅτι οὐδ’ ὁπόθεν
ἐπιπληρωσόμεθα τὰς ναῦς ἔχομεν, ὃ τοῖς πολεμίοις πολλα-
χόθεν ὑπάρχει, ἀλλ’ ἀνάγκη ἀφ’ ὧν ἔχοντες ἤλθομεν τά τε
ὄντα καὶ ἀπαναλισκόμενα γίγνεσθαι· αἱ γὰρ νῦν οὖσαι πόλεις
ξύμμαχοι ἀδύνατοι Νάξος καὶ Κατάνη. [7.14.3] εἰ δὲ προσγενήσεται
ἓν ἔτι τοῖς πολεμίοις, ὥστε τὰ τρέφοντα ἡμᾶς χωρία τῆς
Ἰταλίας, ὁρῶντα ἐν ᾧ τ’ ἐσμὲν καὶ ὑμῶν μὴ ἐπιβοηθούντων,
πρὸς ἐκείνους χωρῆσαι, διαπεπολεμήσεται αὐτοῖς ἀμαχεὶ
ἐκπολιορκηθέντων ἡμῶν [ὁ πόλεμος].

[7.14.4] «Τούτων ἐγὼ ἡδίω μὲν ἂν εἶχον ὑμῖν ἕτερα ἐπιστέλλειν,
οὐ μέντοι χρησιμώτερά γε, εἰ δεῖ σαφῶς εἰδότας τὰ ἐνθάδε
βουλεύσασθαι. καὶ ἅμα τὰς φύσεις ἐπιστάμενος ὑμῶν,
βουλομένων μὲν τὰ ἥδιστα ἀκούειν, αἰτιωμένων δὲ ὕστερον,
ἤν τι ὑμῖν ἀπ’ αὐτῶν μὴ ὁμοῖον ἐκβῇ, ἀσφαλέστερον ἡγη-
σάμην τὸ ἀληθὲς δηλῶσαι. [7.15.1] καὶ νῦν ὡς ἐφ’ ἃ μὲν ἤλθομεν
τὸ πρῶτον καὶ τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν ἡγεμόνων ὑμῖν μὴ
μεμπτῶν γεγενημένων, οὕτω τὴν γνώμην ἔχετε· ἐπειδὴ δὲ
Σικελία τε ἅπασα ξυνίσταται καὶ ἐκ Πελοποννήσου ἄλλη
στρατιὰ προσδόκιμος αὐτοῖς, βουλεύεσθε ἤδη ὡς τῶν γ’
ἐνθάδε μηδὲ τοῖς παροῦσιν ἀνταρκούντων, ἀλλ’ ἢ τούτους
μεταπέμπειν δέον ἢ ἄλλην στρατιὰν μὴ ἐλάσσω ἐπιπέμπειν
καὶ πεζὴν καὶ ναυτικὴν καὶ χρήματα μὴ ὀλίγα, ἐμοὶ δὲ
διάδοχόν τινα, ὡς ἀδύνατός εἰμι διὰ νόσον νεφρῖτιν παρα-
μένειν. [7.15.2] ἀξιῶ δ’ ὑμῶν ξυγγνώμης τυγχάνειν· καὶ γὰρ ὅτ’
ἐρρώμην πολλὰ ἐν ἡγεμονίαις ὑμᾶς εὖ ἐποίησα. ὅτι δὲ
μέλλετε, ἅμα τῷ ἦρι εὐθὺς καὶ μὴ ἐς ἀναβολὰς πράσσετε,
ὡς τῶν πολεμίων τὰ μὲν ἐν Σικελίᾳ δι’ ὀλίγου ποριουμένων,
τὰ δ’ ἐκ Πελοποννήσου σχολαίτερον μέν, ὅμως δ’, ἢν μὴ
προσέχητε τὴν γνώμην, τὰ μὲν λήσουσιν ὑμᾶς, ὥσπερ καὶ
πρότερον, τὰ δὲ φθήσονται.»

***
[7.10.1] Τον ακόλουθο χειμώνα έφτασαν στην Αθήνα οι αποσταλμένοι του Νικία και είπαν όσα τους είχε παραγγείλει προφορικά και απάντησαν στα ερωτήματα που τους έκαναν, ο ένας κι ο άλλος, κι έδωσαν στα χέρια των αρχόντων τη γραφτή του αναφορά. Κι ο γραμματέας της πολιτείας βγήκε μπροστά και τη διάβασε στους Αθηναίους. Κι όσα τους φανέρωνε ήταν απάνω - κάτω τ' ακόλουθα:

[7.11.1] «Όσα στάθηκαν πριν από τούτο, τα ξέρετε, Αθηναίοι, από πολλές άλλες αναφορές μου. Τώρα όμως ήρθε η στιγμή περισσότερο παρά ποτέ άλλοτε ν' αποφασίσετε, αφού μάθετε σε τι σημείο βρισκόμαστε. [7.11.2] Ενώ δηλαδή έχομε νικήσει τους Συρακουσίους που μας εστείλατε να πολεμήσομε, στις περασμένες μάχες, κι αφού είχαμε οικοδομήσει τα οχυρώματα όπου βρισκόμαστε τώρα, ήρθε ο Γύλιππος ο Λακεδαιμόνιος έχοντας μαζί του στρατό, τόσο από την Πελοπόννησο, όσο κι από μερικές πολιτείες της Σικελίας. Και είναι βέβαια αλήθεια πως στην πρώτη μάχη τον ενικήσαμε, αλλά στη δεύτερη μας ερίχτηκαν πολύ ιππικό και ακοντιστές, κι από την πίεσή τους αναγκαστήκαμε να υποχωρήσομε πίσω από τα τείχη. [7.11.3] Τώρα λοιπόν εμείς πάψαμε να χτίζομε τείχη για να τους αποκλείσομε, γιατί οι εχτροί είναι τώρα πολλοί και μένομε άπρακτοι (γιατί δε θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσομε ολόκληρο το στράτευμα, αφού η φρούρηση των οχυρωμάτων απασχολεί ένα μέρος του βαριού πεζικού)· εκείνοι όμως έχουνε χτίσει παράπλευρα στο δικό μας ένα μονό τείχος, έτσι ώστε δεν είναι πια δυνατό να τους περικυκλώσομε εμείς με τείχος, εξόν αν τους ριχτεί κανένας με μεγάλη δύναμη και κυριέψει αυτό το πλαϊνό τείχος. [7.11.4] Και κατάντησε, ενώ φαινόταν πως εμείς πολιορκούσαμε άλλους, να βρεθούμε εμείς πολιορκημένοι, τουλάχιστο όσον αφορά τον πόλεμο στη στεριά· γιατί δε βγαίνομε καν ούτε στην ύπαιθρο σε μεγάλη απόσταση εξ αιτίας του ιππικού τους.

[7.12.1] »Εξόν απ' αυτό, έχουν αυτοί στείλει πρέσβεις και στην Πελοπόννησο, ζητώντας κι άλλες δυνάμεις, κι ο Γύλιππος έχει φύγει πηγαίνοντας σ' άλλες πολιτείες της Σικελίας, με το σκοπό άλλες να πείσει να πολεμήσουνε μαζί του, εκείνες που είναι τώρα ουδέτερες, κι από τις άλλες να πάρει, αν μπορέσει, πεζικό και καράβια. [7.12.2] Γιατί, καθώς μαθαίνω, έχουνε στο νου τους να δοκιμάσουν να επιτεθούνε συγχρόνως στα τείχη μας με το πεζικό και με τα καράβια τους στη θάλασσα. [7.12.3] Κι ας μην το θεωρήσει κανείς φοβερό, που λέω «και στη θάλασσα». Γιατί το ναυτικό μας, όπως το 'χουν πληροφορηθεί κ' εκείνοι, ήτανε βέβαια στην αρχή σε λαμπρή κατάσταση, (επειδή και τα σκάφη ήταν στεγανά και τα πληρώματα ανέπαφα· τώρα όμως και τα πλοία μπάζουνε νερά, αφού βρίσκονται τόσον καιρό στη θάλασσα και τα πληρώματα έχουν ταλαιπωρηθεί. [7.12.4] Και δεν έχομε τη δυνατότητα να σύρομε τα καράβια στη στεριά και να τα στεγνώσομε στον αέρα, αφού τα εχτρικά σκάφη, που είναι ισάριθμα με τα δικά μας κι ακόμη περισσότερα, μας κάνουν να περιμένομε όλη την ώρα πως μπορεί ν' αρμενίσουν καταπάνω μας. [7.12.5] Και είναι φανερό πως εξασκούνται αδιάκοπα μ' αυτό το σκοπό, για να δοκιμάσουν τη δύναμή τους απάνω μας. Και η πρωτοβουλία των επιχειρήσεων είναι τώρα δική τους, καθώς κ' η ευκολία να στεγνώσουν τα καράβια τους. Γιατί δεν είναι αναγκασμένοι να παραφυλάγουν έναν εχτρό από τη θάλασσα.

[7.13.1] »Εμείς μετά βίας θα είχαμε αυτό το πλεονέκτημα, αν ήταν τα πλοία μας πολύ περισσότερα, κι αν δεν είμαστε υποχρεωμένοι, όπως τώρα, να τα 'χομε όλα σ' επιφυλακή. Γιατί αν χαλαρώσομε την παραφύλαξή μας, έστω και στο ελάχιστο, δε θα είμαστε σε θέση να προμηθευόμαστε τ' αναγκαία για τη συντήρησή μας, αφού και τώρα με μεγάλη δυσκολία τα φέρνομε στο στρατόπεδο από δρόμους κοντά στην πολιτεία τους. [7.13.2] Τα πληρώματα, από την άλλη μεριά, άρχισαν να λυώνουν και καταστρέφονται ολοένα για τους εξής λόγους: Οι ναύτες που ξεμακραίνουν από το στρατόπεδο σε κάποιαν απόσταση για να βρουν ξύλα και νερό, και ν' αρπάξουν τίποτ' άλλες προμήθειες, έχουνε σακατευτεί από τους καβαλλάρηδες των εχτρών· οι βοηθητικοί πάλι, τώρα που καταντήσαμε σε ίση θέση με τον εχτρό κι από τους ξένους, όσους μπορέσαμε να στρατολογήσομε με τη βία, μας φεύγουν προς τις διάφορες πολιτείες· εκείνοι πάλι που παρασύρθηκαν στην αρχή από τους μεγάλους μισθούς που προσφέραμε, και έρχονταν περισσότερο για να κερδίσουνε χρήματα παρά για να πολεμήσουν, τώρα που βλέπουν, αντίθετα με τις προσδοκίες τους, πως τόσο το ναυτικό μας όσο κ' η υπόλοιπη δύναμη μας βρίσκει αντίσταση, φεύγουν, άλλοι δίνοντας στον εχτρό τη δικαιολογία πως πάνε με το μέρος του, κι άλλοι όπως αλλιώς μπορεί ο καθένας (γιατί είναι μεγάλη η Σικελία)· άλλοι τέλος, που προτιμούν να μείνουν κοντά στ' αραξοβόλια μας για να κάνουν εμπόριο, έπεισαν τους τριηράρχους να δέχονται δούλους από τα Ύκκαρα γι' αντικαταστάτες τους, κ' έχουν έτσι χαλάσει την πειθαρχία και την ποιότητα του ναυτικού.

[7.14.1] »Και σεις, που τώρα με διαβάζετε, ξέρετε πολύ καλά πως λίγον καιρό διαρκεί η ανώτατη κατάσταση ετοιμότητας ενός πληρώματος, και λίγοι μόνο από τους ναύτες είναι άξιοι και να βάλουνε μπρος ένα καράβι και να διατηρήσουν το ρυθμό της κωπηλασίας αδιάκοπα. [7.14.2] Η χειρότερη απ' όλες αυτές τις δυσκολίες είναι πως δεν μπορώ εγώ, ο στρατηγός τους, να τα εμποδίσω ολ' αυτά (γιατί είναι πολύ δύσκολο να διοικεί κανένας ανθρώπους με το δικό σας χαραχτήρα) και πως δεν έχομε εφεδρείες απ' όπου να συμπληρώνομε τα κενά που δημιουργούνται στα πληρώματα, ενώ ο εχτρός μπορεί να το κάνει, αυτό από πολλές πηγές, αλλά είμαστε αναγκασμένοι να παίρνομε από κείνους που ήρθαν εξ αρχής μαζί μας, τόσο τους άντρες που χρειάζονται για την τρέχουσα υπηρεσία, όσο και για ν' αντικαταστήσομε τις απώλειες· γιατί οι πολιτείες που είναι τώρα σύμμαχοί μας, η Νάξος και η Κατάνη, δεν είναι σε θέση να κάνουν τίποτα. [7.14.3] Αν λοιπόν προστεθεί στους εχτρούς ένα οποιοδήποτε πλεονέχτημα, έτσι ώστε να πάνε με το μέρος τους π.χ. οι πολιτείες της Ιταλίας, που τώρα μας προμηθεύουν τρόφιμα, αφού βλέπουν σε τι κατάσταση βρισκόμαστε, και πως εσείς δε μας στέλνετε άλλες ενισχύσεις, τότε θα πάρει ευνοϊκό γι' αυτούς τέλος ο πόλεμος πέρα για πέρα, χωρίς καν να δώσουνε μάχη, γιατί θα μας αναγκάσουνε να παραδοθούμε με την πολιορκία τους.

[7.14.4] »Θα μπορούσα ίσως να σας μηνύσω άλλα πράματα, πιο ευχάριστα, αλλά όχι πιο χρήσιμα, αφού είναι ανάγκη ν' αποφασίσετε ξέροντας ακριβώς την εδώ κατάσταση. Κ' επειδή ξέρω το φυσικό σας, ότι θέλετε βέβαια ν' ακούτε τα πιο ευχάριστα νέα, ύστερα όμως ρίχνετε σ' άλλους το φταίξιμο, έκρινα πιο σωστό να σας αναπτύξω την απόλυτη αλήθεια.

[7.15.1] »Και τώρα σχετικά με τους αρχικούς σκοπούς, που γι' αυτούς ήρθαμε· πιστέψτε πως ούτε οι στρατιώτες, ούτε οι αρχηγοί σάς έφταιξαν σε τίποτα· αφού όμως ολόκληρη η Σικελία είναι τώρα συνασπισμένη ενάντιά μας, και προσμένουν όπου να 'ναι άλλα στρατεύματα από την Πελοπόννησο, σκεφτείτε κι αποφασίστε με την προϋπόθεση πως οι δυνάμεις μας εδώ δεν είναι αρκετές ν' αντισταθούν ούτε σ' αυτές που έχει κι όλας ο εχτρός, αλλά πως πρέπει είτε ν' ανακαλέσετε όσους είναι εδώ, είτε να στείλετε για ενίσχυση άλλο στράτευμα, όχι μικρότερο από τούτο, τόσο πεζό, όσο και ναυτικό, κι ακόμα και χρήματα, όχι λίγα, ένα στρατηγό που να με διαδεχτεί, γιατί εγώ δεν μπορώ να μείνω άλλο επειδή υποφέρω από τα νεφρά μου, [7.15.2] κ' έχω την δίκαιη αξίωση να με συχωρέσετε γι' αυτό· γιατί όσο ήμουνα γερός, σας πρόσφερα πολλές υπηρεσίες σα στρατηγός σε διάφορες εκστρατείες. Κι ό,τι πρόκειται να κάνετε, κάντε το αμέσως μόλις μπει η άνοιξη, κι όχι με τη μια καθυστέρηση μετά την άλλη, γιατί οι εχτροί πολύ σύντομα θα προμηθευτούν ό,τι είναι να πάρουν από τη Σικελία, κι ό,τι περιμένουν από την Πελοπόννησο λίγο αργότερα, αλλά πάντως, αν δεν έχετε το νου σας, άλλες αποστολές θα ξεκινήσουν χωρίς να το πάρετε είδηση, όπως έγινε προτήτερα, κι άλλες θα προλάβουν πριν από τις δικές σας».

Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ὀδύσσεια (19.261-19.334)

Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
μηκέτι νῦν χρόα καλὸν ἐναίρεο μηδέ τι θυμὸν
τῆκε πόσιν γοόωσα· νεμεσσῶμαί γε μὲν οὐδέν·
265καὶ γάρ τίς τ᾽ ἀλλοῖον ὀδύρεται ἄνδρ᾽ ὀλέσασα
κουρίδιον, τῷ τέκνα τέκῃ φιλότητι μιγεῖσα,
ἢ Ὀδυσῆ᾽, ὅν φασι θεοῖς ἐναλίγκιον εἶναι.
ἀλλὰ γόου μὲν παῦσαι, ἐμεῖο δὲ σύνθεο μῦθον·
νημερτέως γάρ τοι μυθήσομαι οὐδ᾽ ἐπικεύσω
270 ὡς ἤδη Ὀδυσῆος ἐγὼ περὶ νόστου ἄκουσα
ἀγχοῦ, Θεσπρωτῶν ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ,
ζωοῦ· αὐτὰρ ἄγει κειμήλια πολλὰ καὶ ἐσθλὰ
αἰτίζων ἀνὰ δῆμον· ἀτὰρ ἐρίηρας ἑταίρους
ὤλεσε καὶ νῆα γλαφυρὴν ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
275 Θρινακίης ἄπο νήσου ἰών· ὀδύσαντο γὰρ αὐτῷ
Ζεύς τε καὶ Ἠέλιος· τοῦ γὰρ βόας ἔκταν ἑταῖροι.
οἱ μὲν πάντες ὄλοντο πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ·
τὸν δ᾽ ἄρ᾽ ἐπὶ τρόπιος νεὸς ἔκβαλε κῦμ᾽ ἐπὶ χέρσου,
Φαιήκων ἐς γαῖαν, οἳ ἀγχίθεοι γεγάασιν,
280 οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο
καί οἱ πολλὰ δόσαν πέμπειν τέ μιν ἤθελον αὐτοὶ
οἴκαδ᾽ ἀπήμαντον. καί κεν πάλαι ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεὺς
ἤην· ἀλλ᾽ ἄρα οἱ τό γε κέρδιον εἴσατο θυμῷ,
χρήματ᾽ ἀγυρτάζειν πολλὴν ἐπὶ γαῖαν ἰόντι·
285 ὣς περὶ κέρδεα πολλὰ καταθνητῶν ἀνθρώπων
οἶδ᾽ Ὀδυσεύς, οὐδ᾽ ἄν τις ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος.
ὥς μοι Θεσπρωτῶν βασιλεὺς μυθήσατο Φείδων·
ὄμνυε δὲ πρὸς ἔμ᾽ αὐτόν, ἀποσπένδων ἐνὶ οἴκῳ,
νῆα κατειρύσθαι καὶ ἐπαρτέας ἔμμεν ἑταίρους,
290 οἳ δή μιν πέμψουσι φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν.
ἀλλ᾽ ἐμὲ πρὶν ἀπέπεμψε· τύχησε γὰρ ἐρχομένη νηῦς
ἀνδρῶν Θεσπρωτῶν ἐς Δουλίχιον πολύπυρον.
καί μοι κτήματ᾽ ἔδειξεν, ὅσα ξυναγείρατ᾽ Ὀδυσσεύς·
καί νύ κεν ἐς δεκάτην γενεὴν ἕτερόν γ᾽ ἔτι βόσκοι,
295 ὅσσα οἱ ἐν μεγάροις κειμήλια κεῖτο ἄνακτος.
τὸν δ᾽ ἐς Δωδώνην φάτο βήμεναι, ὄφρα θεοῖο
ἐκ δρυὸς ὑψικόμοιο Διὸς βουλὴν ἐπακούσαι,
ὅππως νοστήσειε φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν
ἤδη δὴν ἀπεών, ἢ ἀμφαδὸν ἦε κρυφηδόν.
300 ὣς ὁ μὲν οὕτως ἐστὶ σόος καὶ ἐλεύσεται ἤδη
ἄγχι μάλ᾽, οὐδ᾽ ἔτι τῆλε φίλων καὶ πατρίδος αἴης
δηρὸν ἀπεσσεῖται· ἔμπης δέ τοι ὅρκια δώσω.
ἴστω νῦν Ζεὺς πρῶτα, θεῶν ὕπατος καὶ ἄριστος,
ἱστίη τ᾽ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ἣν ἀφικάνω·
305 ἦ μέν τοι τάδε πάντα τελείεται ὡς ἀγορεύω.
τοῦδ᾽ αὐτοῦ λυκάβαντος ἐλεύσεται ἐνθάδ᾽ Ὀδυσσεύς,
τοῦ μὲν φθίνοντος μηνός, τοῦ δ᾽ ἱσταμένοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
«αἲ γὰρ τοῦτο, ξεῖνε, ἔπος τετελεσμένον εἴη·
310 τῷ κε τάχα γνοίης φιλότητά τε πολλά τε δῶρα
ἐξ ἐμεῦ, ὡς ἄν τίς σε συναντόμενος μακαρίζοι.
ἀλλά μοι ὧδ᾽ ἀνὰ θυμὸν ὀΐεται, ὡς ἔσεταί περ·
οὔτ᾽ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον ἐλεύσεται, οὔτε σὺ πομπῆς
τεύξῃ, ἐπεὶ οὐ τοῖοι σημάντορές εἰσ᾽ ἐνὶ οἴκῳ
315 οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκε μετ᾽ ἀνδράσιν, εἴ ποτ᾽ ἔην γε,
ξείνους αἰδοίους ἀποπεμπέμεν ἠδὲ δέχεσθαι.
ἀλλά μιν, ἀμφίπολοι, ἀπονίψατε, κάτθετε δ᾽ εὐνήν,
δέμνια καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα,
ὥς κ᾽ εὖ θαλπιόων χρυσόθρονον Ἠῶ ἵκηται.
320 ἠῶθεν δὲ μάλ᾽ ἦρι λοέσσαι τε χρῖσαί τε,
ὥς κ᾽ ἔνδον παρὰ Τηλεμάχῳ δείπνοιο μέδηται
ἥμενος ἐν μεγάρῳ· τῷ δ᾽ ἄλγιον ὅς κεν ἐκείνων
τοῦτον ἀνιάζῃ θυμοφθόρος· οὐδέ τι ἔργον
ἐνθάδ᾽ ἔτι πρήξει, μάλα περ κεχολωμένος αἰνῶς.
325 πῶς γὰρ ἐμεῦ σύ, ξεῖνε, δαήσεαι, εἴ τι γυναικῶν
ἀλλάων περίειμι νόον καὶ ἐπίφρονα μῆτιν,
εἴ κεν ἀϋσταλέος κακὰ εἱμένος ἐν μεγάροισι
δαινύῃ; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν.
ὃς μὲν ἀπηνὴς αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀπηνέα εἰδῇ,
330 τῷ δὲ καταρῶνται πάντες βροτοὶ ἄλγε᾽ ὀπίσσω
ζωῷ, ἀτὰρ τεθνεῶτί γ᾽ ἐφεψιόωνται ἅπαντες·
ὃς δ᾽ ἂν ἀμύμων αὐτὸς ἔῃ καὶ ἀμύμονα εἰδῇ,
τοῦ μέν τε κλέος εὐρὺ διὰ ξεῖνοι φορέουσι
πάντας ἐπ᾽ ἀνθρώπους, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν ἔειπον.»

***
Ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πάλι, μυαλό εφευρετικό:
«Σεμνή γυναίκα του Οδυσσέα, που τον ανάστησε ο Λαέρτης,
μην το χαλάς το ωραίο σου πρόσωπο, μη λιώνεις κι άλλο την καρδιά σου
θρηνώντας για τον άντρα σου.
Δεν λέω πως το βρίσκω αταίριαστο· κάθε γυναίκα οδύρεται, αν χάσει
τον πιστό της σύντροφο, που σμίγοντας μαζί του σ᾽ έρωτα
του γέννησε παιδιά, και πόσο μάλλον αν τον Οδυσσέα έχει ταίρι της,
που η φήμη του τον φέρνει ωραίο σαν θεό.
Όμως σταμάτησε το κλάμα, πρόσεξε τώρα τι θα πω,
θα σου μιλήσω αληθινά, τίποτα δεν θα κρύψω.
270 Άκουσα με τ᾽ αφτιά μου εγώ του Οδυσσέα τον νόστο,
όχι μακριά, στων Θεσπρωτών την πλούσια χώρα. Είπαν πως ζει,
και φέρνει μάλιστα μαζί του πολλά κειμήλια πολύτιμα,
όσα γυρίζοντας τον κόσμο μάζεψε· έχασε όμως τους εταίρους
και το βαθύ καράβι του, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος, μόλις που άφησε
της Θρινακίας το νησί, γιατί ο Ήλιος εξοργίστηκε κι ο Δίας μαζί του —
του Ήλιου τα γελάδια έσφαξαν οι σύντροφοί του.
Έτσι, αυτοί αφανίστηκαν και πάνε, όλους τούς έπνιξε ο πόντος πολυκύμαντος.
Μόνο εκείνον το κύμα της θαλάσσης, καβάλα στην καρίνα, τον έβγαλε
σε μιαν ακτή, στη χώρα των Φαιάκων, που η φύτρα τους από θεούς κρατεί,
280 κι αυτοί εγκάρδια τον τίμησαν, λες κι ήτανε θεός,
του πρόσφεραν δώρα πολλά κι έδωσαν λόγο πίσω να τον γυρίσουν
στην πατρίδα του, δίχως να πάθει τίποτε.
Θα είχε κιόλας φτάσει ο Οδυσσέας εδώ, αλλά φαντάστηκε
πιο κερδοφόρο να κάνει γύρα στα περίχωρα, μαζεύοντας κι άλλα αγαθά.
Γιατί απ᾽ όλους τους θνητούς της γης εκείνος ξέρει πιο καλά
πώς να κερδίζει περισσότερα — σ᾽ αυτό κανείς δεν θα μπορούσε να τον παραβγεί.
Όσα σου λέω ο Φείδων, ο βασιλιάς των Θεσπρωτών, σ᾽ εμένα τα ομολόγησε,
και πήρε όρκο, κάνοντας στο παλάτι του σπονδή, πως είχαν ρίξει πια
στο κύμα το καράβι, πως τον περίμεναν τον Οδυσσέα οι ναύτες,
290 για να τον ταξιδέψουν στην πατρίδα του.
Εμένα ωστόσο ο Φείδων μ᾽ έστειλε εδώ πρωτύτερα·
έτυχε να ᾽ρχεται θεσπρωτικό καράβι σ᾽ αυτά τα μέρη,
πήγαινε στο Δουλίχιο, που βγάζει άφθονο σιτάρι. Αλλά και τα αποκτήματα,
όσα ο Οδυσσέας μάζεψε, τα ᾽δειξε ο Φείδων και σ᾽ εμένα —
δέκα γενιές μ᾽ αυτά μπορούν να ζήσουν και να περισσέψουν,
τόσα του Οδυσσέα τα πλούτη στο βασιλικό παλάτι στέκουν.
Όσο για κείνον, είπε πως πήγε στη Δωδώνη, να μάθει
τη βουλή του Δία, όπως τη φανερώνει η δρυς με τ᾽ αψηλό της φύλλωμα·
το πώς, μετά τα τόσα χρόνια που έλειψε, θα ᾽πρεπε να νοστήσει
στην πατρίδα του, στα φανερά ή μήπως στα κρυφά.
300 Γι᾽ αυτό σου λέω, σώος εκείνος είναι και όπου να ᾽ναι φτάνει,
βρίσκεται πια κοντά σου, δεν πρόκειται να μείνει για πολύ
μακριά από δικούς κι από πατρίδα. Όρκο θα πάρω τώρα να πειστείς:
μάρτυς μου πρώτα ο Δίας, ύπατος, παντοδύναμος θεός,
μάρτυς μου ακόμη αυτή η εστία στο σπιτικό του Οδυσσέα, που βρίσκομαι,
όλα θα γίνουν ακριβώς όπως τα είπα κι όπως τ᾽ άκουσες·
προτού να κλείσει ο χρόνος, θα φτάσει ο Οδυσσέας εδώ,
μπορεί στου φεγγαριού τη χάση ή το πολύ όταν θα πιάσει
η νέα σελήνη.»
Ανταποκρίθηκε η Πηνελόπη, φρόνιμο μυαλό:
«Μακάρι, ξένε, ο λόγος σου να βγει αληθινός.
310 Τότε θα γνώριζες καλά και τη δική μου αγάπη και τη δική σου
ανταμοιβή, δώρα πολλά — θα σε μακάριζε γι᾽ αυτά
όποιος θα τύχαινε κοντά σου να βρεθεί.
Μα η δική μου η ψυχή αλλιώς φαντάζεται το μέλλον·
δεν θα γυρίσει ο Οδυσσέας σπίτι του, ούτε κι εσύ
κάποιον θα βρεις να σε ξεπροβοδίσει.
Γιατί σε τούτο το παλάτι πια οικοδεσπότες τέτοιοι δεν κυκλοφορούν,
ωσάν τον Οδυσσέα, που ανάμεσά μας, αν έζησε ποτέ κι αυτός,
φιλόξενος τους τίμιους ξένους τούς δεχόταν και τους προβοδούσε.
Όμως ελάτε τώρα, παρακόρες, ώρα να πλύνετε τον ξένο και να του στήσετε
μια κλίνη, με στρώμα, με προβιές και με λευκά σεντόνια που να λάμπουν,
να μην τον βρει η Αυγή χρυσόθρονη ξεπαγιασμένο.
320 Και το πρωί, μόλις θα ξημερώσει, τον οδηγείτε στον λουτρό και τον μυρώνετε·
μετά, στο πλάι του Τηλεμάχου καθισμένος, το φαγητό του
ας γευτεί, κανονικά μες στο παλάτι. Πικρά θα μετανιώσει
όποιος κακόψυχος τολμήσει κι άλλο να τον πειράξει· δεν θα προλάβει
να συντελέσει το έργο του, όσο κι αν βράζει από θυμό.
Και πώς αλλιώς, καλέ μου ξένε, εσύ θα μάθεις πως είμαι εγώ
η ανώτερη από τις άλλες τις γυναίκες και στο μυαλό και στη σωστή μου σκέψη,
αν σ᾽ άφηνα έτσι λερωμένο και ρακένδυτο σ᾽ αυτό το σπιτικό
να τρως ό,τι αυτοί μόνο σου δίνουν.
Του ανθρώπου η ζωή, το ξέρεις, είναι λειψή και λίγη,
κι όποιος από τη φύση του άσπλαχνος, άσπλαχνα φέρεται,
330 όσο που ζει, όλοι τον καταριούνται, να πέσουν πάνω του
πόνοι και βάσανα· αλλά κι όταν πεθάνει, οι πάντες πάλι τον χλευάζουν.
Όποιος αντίθετα άψογος στη ζωή του μένει, όποιος στοχάζεται άψογα,
τη φήμη του κυκλοφορούν οι ξένοι σ᾽ όλον τον κόσμο
και το καλό του όνομα πολλοί το μελετούν.»

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 13. Εις την οδόν Φιλελλήνων

13.2. Σας αρέσει η Ελλάδα, μις;


Πριν από μερικά χρόνια η ελληνική κυβέρνηση παράγγειλε, μέσω ξένων εταιρειών, μια σειρά από δημοσκοπήσεις με σκοπό να διαπιστωθεί ποια είναι η «εικόνα» που προβάλλει η σύγχρονη Ελλάδα στον υπόλοιπο κόσμο. Η «εικόνα» (που την ακούμε και ως «ίματζ») και η μέριμνα για την «επικοινωνιακότητα» (πόσο καλοί είμαστε στο να «περνάμε» τις απόψεις μας, πόσο πειστικός, ελκυστικός και αποδεκτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ασκούμε τις διαπροσωπικές και συλλογικές σχέσεις μας στην κοινωνία) είναι σχετικά σύγχρονες έννοιες, αλλά η περιέργεια για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι είναι τόσο παλιά όσο και οι πρώτες στοιχειωδώς οργανωμένες ανθρώπινες κοινωνίες. Ο πρώτος λαός που έκρινε τους Έλληνες συστηματικά ήταν οι Ρωμαίοι - ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, οι Ρωμαίοι ήταν η πρώτη οργανωμένη κοινωνία που μας άφησε πλούσιες και λεπτομερείς μαρτυρίες για το είδος της «εικόνας» που είχε διαμορφώσει για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Ξέρουμε μάλλον λίγα για το πώς έβλεπε τους Έλληνες ο Ξέρξης και οι Πέρσες, και ακόμη λιγότερα για τη σχετική γνώμη των Αιγυπτίων· μπορούμε, όμως, να ξέρουμε θαυμάσια τι έλεγαν οι ρωμαίοι ιστορικοί, ποιητές, δραματουργοί, φιλόσοφοι, στρατηγοί, ακόμη και ο απλός κόσμος. Και, βέβαια, έχουμε τη δυνατότητα να διαβάζουμε και τα προσωπικά «κουτσομπολιά» των Ρωμαίων που, σαν τον Κικέρωνα, φρόντισαν να μας αφήσουν την προσωπική τους αλληλογραφία. Να δούμε τα ευρήματα της πρώτης αυτής «δημοσκόπησης».

Το σταθερό ερώτημα της δημοσκόπησης ήταν:

«Ποια είναι η άποψή σας για την Ελλάδα και τους Έλληνες;» Η έρευνα έγινε στην ευρύτερη περιοχή της Ρώμης κατά το τελευταίο έτος της εξουσίας του αυτοκράτορα Δομιτιανού, και εδώ παρατίθενται αντιπροσωπευτικά δείγματα απαντήσεων.

Μάρκος Τρεβάτιος, νομομαθής: 

Θα σας απαντήσω πολύ γενικά. Θεωρώ πολύ σημαντική τη συμβολή των Ελλήνων στη διαμόρφωση της ρωμαϊκής πνευματικής και πολιτειακής ζωής. Δεν ήμουν ποτέ λάτρης της ποίησης, και δεν θεωρώ τον εαυτό μου ειδικό για να σας απαντήσω σχετικά με ζητήματα λογοτεχνίας και καλών τεχνών. Φυσικά τα ελληνικά επιτεύγματα σ᾽ αυτούς τους τομείς είναι αναμφισβήτητα και, ως γνωστόν, τα μεγαλύτερα ονόματα της λατινικής λογοτεχνίας, όπως ο Βιργίλιος, ο Οράτιος και ο Οβίδιος, αναζήτησαν τα πρότυπά τους στο πάνθεο των ελλήνων κλασικών. Τα θυμόμαστε όλοι αυτά από τα χρόνια των σπουδών μας, και ας ταλαιπωρηθήκαμε όλοι λίγο πολύ από την επιμονή των δασκάλων μας να αποστηθίζουμε ελληνικά κείμενα και να μάθουμε την ελληνική γλώσσα. Προφανώς σας λέω κοινοτυπίες, ε; [Γέλια.] Λοιπόν, να σας απαντήσω καλύτερα ως νομικός. Νομίζω ότι στο πεδίο αυτό, και παρ᾽ όλα τα ελληνικά προηγούμενα, οι Ρωμαίοι υπερέχουν σαφώς - όχι τόσο ως προς τη θεωρία όσο ως προς την κωδικοποίηση της νομικής σκέψης και τη νομική πράξη. Σκέφτομαι πάντα ότι οι Έλληνες προτιμούν την εναλλακτική ποικιλία εκεί που οι Ρωμαίοι επιμένουν στην πειθαρχημένη συναίνεση. Θυμάμαι έναν από τους μεγάλους μας δασκάλους να μας προτρέπει να μάθουμε να αναπτύσσουμε τη σκέψη μας σαν Έλληνες αλλά να την εφαρμόζουμε σαν Ρωμαίοι. Και κάτι άλλο, αφού με ρωτάτε… Έχετε ποτέ διαβάσει τα έργα του Κικέρωνα; Είναι αποκαλυπτικός για τα ελληνικά δικαστήρια της εποχής του, που τα ήξερε από πρώτο χέρι. Δεν είναι, λέει, εύκολο να βρεις στην Ελλάδα μάρτυρα που δεν είναι ψευδομάρτυρας και δεν έχει δωροδοκηθεί. Εντυπωσιακό, δεν συμφωνείτε;

Παύλος Βιτέλιος, θεατρικός επιχειρηματίας: 

Από καθαρά επιχειρηματική-θεατρική άποψη, θα έλεγα ότι στην εποχή μας οι έλληνες θεατρικοί συγγραφείς δεν είναι τόσο δημοφιλείς όσο ήταν παλιότερα. Ακούω ορισμένους να λένε ότι ο Μένανδρος είναι αξεπέραστος. Μπορεί, δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι ότι οι θίασοι που δοκίμασαν να ανεβάσουν ελληνική κωμωδία στο πρόσφατο παρελθόν «μπήκαν μέσα» κατά το κοινώς λεγόμενο. Εδώ ακόμη και ο δικός μας ο Τερέντιος δεν πουλάει σήμερα. Ακούω πάλι άλλους να λένε ότι φταίει το σημερινό μορφωτικό επίπεδο του κόσμου που το κλασικό ελληνικό ρεπερτόριο δεν έχει πέραση. Ωραία, απαντώ εγώ, οι μορφωμένοι και η ελίτ ας διαβάζουν στην προσωπική τους βιβλιοθήκη τους έλληνες κλασικούς και ας αφήσουν τον κοσμάκη να διασκεδάζει κι εμάς να βγάζουμε το μεροκάματό μας με λατινικούς μίμους και παντομίμους. Τώρα, γενικά, τι πιστεύω για τους Έλληνες… Τι να σας πω… κρίνοντας από αυτούς που ξέρω εδώ στη Ρώμη (και ξέρω αρκετούς) θα έλεγα γενικά ότι είναι έξυπνη ράτσα - καλοί, πολύ καλοί στο λέγειν, αλλά λίγο απρόβλεπτοι στη συμπεριφορά τους. Νομίζω ότι, με όλα τα στραβά του, ο Ρωμαίος έχει διδαχτεί να κρατάει τον λόγο του και να πειθαρχεί στις αρχές. Ο μέσος Έλληνας έχει μάλλον διαφορετική άποψη γι᾽ αυτά τα θέματα. Πάντως στην Ελλάδα θα ήθελα κάποτε να πάω - ίσως στη Δήλο, όπου έχω έναν εξάδελφο τραπεζίτη εγκατεστημένο μόνιμα εκεί. Μου λέει ότι είναι πολύ ωραία…

Πόπλιος Ραβίριος, φιλόσοφος, συγγραφέας: 

Να το πω εξαρχής: θαυμάζω απεριόριστα τον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό. Εξάλλου έκανα προχωρημένες φιλοσοφικές σπουδές σε Αθήνα και Ρόδο. Η φιλοσοφία είναι καθαρά ελληνική υπόθεση. Εννοώ ότι η Ρώμη δεν κατόρθωσε ποτέ να αναπτύξει γνήσια παράδοση φιλοσοφικής σκέψης, και όποιος διατείνεται ότι υπάρχει γηγενής ρωμαϊκή φιλοσοφία είναι υπερβολικά αισιόδοξος ή υπερβολικά πατριώτης. Ποιοι είναι δηλαδή οι γνησίως ρωμαίοι φιλόσοφοι; Ο Κικέρων και ο Σενέκας μήπως; Μα νομίζω ότι ούτε οι ίδιοι διεκδίκησαν ποτέ πρωτοτυπία για τη γνωσιοθεωρία τους ή την ηθική τους και εξάλλου ομολογούσαν με παρρησία την απόλυτη εξάρτησή τους από τους έλληνες δασκάλους τους. Οι Ρωμαίοι είναι πολύ γειωμένοι για να αποτολμήσουν πρωτότυπες φιλοσοφικές πτήσεις. Από την άλλη μεριά, κανείς έχει συχνά την εντύπωση ότι οι Έλληνες χτίζουν μεγαλοπρεπή φιλοσοφικά μέλαθρα και ανάκτορα αλλά προτιμούν να ζουν στο διπλανό καλύβι. Οι Ρωμαίοι, αντίθετα, δεν πρωτοτυπούν, είναι όμως αρκετά ιδιοφυείς για να μετατρέψουν σε βιοτική και πολιτική πράξη ό,τι χρήσιμο και λυσιτελές προσλαμβάνουν από την ελληνική φιλοσοφία. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Η φιλοσοφία της Στοάς είναι αμιγώς κατασκευασθείσα εν Ελλάδι - θυμηθείτε τον Ζήνωνα, τον Κλεάνθη, τον Παναίτιο, τον Ποσειδώνιο κ.ά. Τι πληροφορίες έχουμε για επίδραση της στωικής διδασκαλίας έξω από τον στενό κύκλο των στοχαστών; Ουσιαστικά καμία. Ξέρουμε, ας πούμε, ότι ο Παναίτιος επιχείρησε να προσαρμόσει τη φιλοσοφία του στις πρακτικές ανάγκες του στρατιώτη και του πολιτικού εν ενεργεία - το ξέρουμε απλώς, αλλά δεν ακούμε τίποτε για την έκβαση του εγχειρήματος. Κοιτάξτε τώρα τη ρωμαϊκή πλευρά. Η στωική διδασκαλία για έναν θεϊκό νου, ένα είδος λογικής και λόγου που διαπερνά ολόκληρο το σύμπαν, που φωλιάζει και στο ανθρώπινο πνεύμα και κάνει τον σοφό άνθρωπο ευτυχή, ελεύθερο και τελείως ανεξάρτητο από τις συγκυρίες και τα καπρίτσια της τύχης - αυτή η διδασκαλία έθρεψε μεγάλους ρωμαίους πολιτικούς και στρατηγούς, σαν τον Σκιπίωνα Αιμιλιανό, και τον Βρούτο, τον τυραννοκτόνο. Αυτή η φιλοσοφία έθρεφε και στήριξε τις ευγενέστερες δημοκρατικές ευαισθησίες και καθοδήγησε την ηθική τους αντίσταση κατά της τυραννίας του Νέρωνα, για παράδειγμα. Μόνο οι Ρωμαίοι έχουν το ταλέντο να μετουσιώνουν τον φιλοσοφικό στοχασμό σε πολιτική πράξη. Αλλά για να επανέλθω στην ερώτησή σας: ως φιλόσοφος δεν «βλέπω» απλώς την Ελλάδα και τους Έλληνες - αισθάνομαι Έλληνας.

Βαλέριος Σεκούνδος, γιατρός: 

Λόγω σπουδών και ειδικότητας επισκέφθηκα πριν από κάμποσα χρόνια την Κω - ας πούμε ότι έδωσα εκεί τον ιπποκρατικό μου όρκο. Σέβομαι την ελληνική επιστήμη και ειδικά την ιατρική, αλλά έχω σοβαρές επιφυλάξεις για την πρακτική πολλών ελλήνων συναδέλφων που το παίζουν «γιατροί χωρίς σύνορα», ειδικά αυτών που εργάζονται στη Ρώμη. Γενικώς δεν «μας» καταλαβαίνω. Από τη μια μεριά κατηγορούμε τους Έλληνες ότι είναι φλύαροι, αναξιόπιστοι και κάνουν ότι τα ξέρουν όλα, από την άλλη δεν υπάρχει ευκατάστατος Ρωμαίος που να μην έχει Έλληνα για προσωπικό γιατρό, ο οποίος ουκ ολίγες φορές αποδεικνύεται κομπογιαννίτης. Αν ήταν απλώς μόδα, θα είχε περάσει μέχρι τώρα. Ασφαλώς είναι κάτι βαθύτερο. Ο μέσος Ρωμαίος είναι έτοιμος να σου διηγηθεί ένα σωρό ανέκδοτα για την πονηριά, τη φιλοχρηματία και την αναποτελεσματικότητα των Ελλήνων, αλλά την κρίσιμη στιγμή προτιμά τον έλληνα καθηγητή, δάσκαλο και φιλόσοφο από τους ντόπιους συναδέλφους του. Εν πάση περιπτώσει, εγώ προσωπικά υφίσταμαι οικονομική ζημία από αυτή την εθνική σχιζοφρένεια. Δεν ξέρω ειλικρινά τι να σας πω… Ίσως τελικά να πάσχω κι εγώ από το ίδιο σύνδρομο. Βλέπετε, στον τοίχο του ιατρείου μου έχω κρεμάσει δίπλα δίπλα δυο παπύρους: ο ένας αναγράφει τον ιπποκρατικό όρκο, ο άλλος την ιστορία του Κάτωνα του Τιμητή που δεν έπαυε να λέει στον γιο του ότι οι έλληνες γιατροί έχουν ορκιστεί να ξεκάνουν τους Ρωμαίους. Τα συμπεράσματα δικά σας…

Κορίννα, εταίρα: 

Συγνώμη, δεν λένε ότι η Ρώμη είναι ελληνική πόλη; Υπάρχει κάτι ωραίο στη Ρώμη που να μην είναι ελληνικό; Όλος ο καλός κόσμος που ξέρω γουστάρει τα ωραία ελληνικά πράματα - σου μιλάω δηλαδή για πάρτι, νυχτερινή ζωή και τέτοια. Οι Έλληνες, αγόρι μου, ήξεραν από ανέκαθεν να διασκεδάζουν τη ζωή τους και να περνούν καλά. Κοίτα λίγο γύρω σου… Βλέπεις άνθρωπο με τα μούτρα κατεβασμένα, κατσούφη και ντυμένο σαν τσομπάνη; Παλιός, πώς το λένε, παραδοσιακός Ρωμαίος με τα όλα του. Βλέπεις τον άλλον περιποιημένο, αρωματισμένο, με το κομψό πεδιλάκι του κλπ.; Ελληνικό «λάιφ στάιλ» σου λένε και φτύνουν στον κόρφο τους. Γιατί, παρακαλώ; Γιατί όσα δεν φτάνει η αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Ξέρεις πώς το λέγαν το διασκεδάζω παλιά; Το λέγαν «ελληνοφέρνω». Εγώ, που λες, θα ελληνοφέρνω μέχρι να πεθάνω… ναι, μα την Ίσιδα, μέχρι να πεθάνω. Και τρέχει και ελληνικό αίμα στις φλέβες μας. Αυτό γράψ᾽ το: η προπρογιαγιά μου είχε καταγωγή από την Άνδρο.

Αύλος Ματέρνος, ιστορικός, αυτοκρατορικός σύμβουλος, συγκλητικός: 

Καταλαβαίνετε, υποθέτω, ότι μου κάνετε μια πολύ γενική ερώτηση που δεν επιδέχεται συνοπτική απάντηση. Πρώτα πρώτα η σημερινή Ελλάδα, ως επαρχία του ρωμαϊκού κράτους, ελάχιστη σχέση έχει με την Ελλάδα του απώτερου ιστορικού παρελθόντος. Θα έλεγα το ίδιο και για τον χαρακτήρα των σημερινών Ελλήνων. Δεν είναι στις προθέσεις μου να δυσφημίσω μια κοινωνία και έναν λαό στον οποίο ως Ρωμαίοι πολλά οφείλουμε, αλλά η πολιτική μου πείρα από το σύγχρονο ελληνικό τοπίο δυστυχώς δεν μου επιτρέπει να είμαι κολακευτικός. Παραβρέθηκα πριν από πολλά χρόνια σε κάποια πολιτική συγκέντρωση στην Αχαΐα. Απογοήτευση… Ξέρετε τι λέει κάπου ο Κικέρων για τις πολιτικές συνεδριάσεις των Ελλήνων της Μ. Ασίας; Λέει ότι το χάος, η ασυδοσία, η διαδικαστική αταξία και η απεραντολογία -που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη- είναι αυτά που κατέστρεφαν όχι μόνο τη σύγχρονη αλλά και την παλιά μεγάλη Ελλάδα. Και ο Κικέρων είναι κάθε άλλο παρά εχθρός της Ελλάδας, όπως γνωρίζετε. Το πρόβλημα είναι ότι οι ίδιοι οι σημερινοί Έλληνες πιστεύουν, ή θέλουν να πιστεύουν, ότι το μεγάλο παρελθόν αποτελεί ικανό αντίβαρο στο ελλειμματικό παρόν - και εφησυχάζουν. Απαιτούν, μάλιστα, αυτό τον ιστορικό σεβασμό και θεωρούν αγνώμονα ή επιλήσμονα και ανθέλληνα οιονδήποτε δεν θελήσει να κολακέψει τον εθνικό τους εγωισμό. Και ξέρετε ποιο είναι το ενδιαφέρον της υπόθεσης; Αυτά δεν τα λέμε μόνο εμείς, τα λέει και ο συμπατριώτης τους, ο ιστορικός Πολύβιος, άνθρωπος με μεγάλη πολιτική πείρα και ιστορική γνώση, ο οποίος εντόπισε με οξυδέρκεια τους λόγους για τους οποίους η Ρώμη ήταν προορισμένη να εξελιχθεί σε υπερδύναμη. Να πω και κάτι άλλο. Είναι γνωστό ότι η Ρώμη, από σεβασμό, αν θέλετε, για τον ιστορικό και πολιτισμικό ρόλο της Ελλάδας, παραχώρησε σε πολλές περιπτώσεις στους Έλληνες καθεστώς ειδικής μεταχείρισης, φθάνοντας συχνά στο σημείο να παραβλέπει βαριές παρασπονδίες και προδοσίες μόνο και μόνο λόγω «ενδόξου παρελθόντος». Φοβούμαι ότι οι Έλληνες ελάχιστη εκτίμηση έδειξαν γι᾽ αυτό. Θα σας κάνει εντύπωση αν, μετά από όλα αυτά, σας πω ότι προσωπικά αισθάνομαι φίλος της Ελλάδας; Το τελευταίο μπορώ να σας το πω και στα ελληνικά…

Τίτος Τρώγος, στρατηγός σε αποστρατεία: 

Εάν ομιλούμε διά την παλαιά Ελλάδα του Μαραθώνος και των Θερμοπυλών, των Σπαρτιατών του Λεωνίδου και του Μακεδόνος Αλεξάνδρου, θα σας έλεγον ότι αυτή η Ελλάς υπήρξε πάντοτε διά τους Ρωμαίους πρότυπον. Όσα ηκολούθησαν εις τον στρατιωτικόν τομέα αποδεικνύουν αναμφιβόλως μίαν παρακμήν. Διότι πού είναι εκείνο το ηρωικόν φρόνημα το οποίον εδημιούργησε αυτήν την θαυμαστήν στρατιωτικήν ιστορίαν; Δεν συμμερίζομαι τας εκτιμήσεις εκείνων που λέγουν ότι οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν μεγάλοι μαχηταί και ότι η φήμη των στρατιωτικών κατορθωμάτων τους οφείλεται εις τους μεγάλους ποιητάς που τα εξύμνησαν. Πιστεύω, όμως, ότι οι Ρωμαίοι είμεθα ανώτεροι εις αυτόν τον τομέα. Θα σας είπω μίαν λεπτομέρειαν εκ της οποίας ημπορείτε να συμπεράνετε ορισμένα πράγματα. Οι Ρωμαίοι, όταν πρόκειται να εγκαταστήσουν στρατόπεδον, επιλέγουν μεν πλεονεκτικήν και φυσικώς οχυράν θέσιν, αλλά ταυτοχρόνως επιμελούνται λεπτομερώς την διαρρύθμισιν του χώρου και συμπληρώνουν με τεχνικά έργα την οχύρωσιν· οι Έλληνες αρκούνται συνήθως εις την φυσικήν οχύρωσιν της θέσεως - παράδειγμα προς αποφυγήν εις τα στρατιωτικά εγχειρίδια. Ίσως τα πράγματα να ήσαν σήμερα διαφορετικά διά τους Έλληνας αν είχον επικρατήσει αι σπαρτιατικαί παραδόσεις.

Αν το δείγμα των ερωτηθέντων είναι αρκετά αντιπροσωπευτικό, μπορούμε να κωδικοποιήσουμε ορισμένα συμπεράσματα:

Οι Έλληνες, σε σύγκριση με το μάλλον προβληματικό παρόν τους,

―έχουν ένα λαμπρό παρελθόν στο οποίο οι Ρωμαίοι γενικά αναγνωρίζουν τις οφειλές τους·

―έχουν ανεπτυγμένη θεωρητική σκέψη και «λέγειν», αλλά υστερούν στην πράξη και την πρακτική εφαρμογή·

―είναι εύστροφοι, έχουν αίσθηση της κομψότητας και ξέρουν «να ζουν τη ζωή τους», αλλά έχουν ευμετάβλητο χαρακτήρα, είναι «καταφερτζήδες» και κάνουν πως τα ξέρουν όλα· δεν είναι πάντα αξιόπιστοι, τους λείπει η αυτογνωσία, η πειθαρχία και η συστηματικότητα, και είναι προγονόπληκτοι.