γνώμας λειπομένα σοφᾶς,
475 εἶσιν ἁ πρόμαντις
Δίκα, δίκαια φερομένα χεροῖν κράτη·
μέτεισιν, ὦ τέκνον, οὐ μακροῦ χρόνου.
ὕπεστί μοι θράσος,
480 ἁδυπνόων κλύουσαν
ἀρτίως ὀνειράτων.
οὐ γάρ ποτ᾽ ἀμναστεῖ γ᾽ ὁ φύ-
σας ‹σ᾽› Ἑλλάνων ἄναξ,
οὐδ᾽ ἁ παλαιὰ χαλκόπλα-
485 κτος ἀμφάκης γένυς,
ἅ νιν κατέπεφνεν αἰ-
σχίσταις ἐν αἰκείαις.
ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ [ἀντ.]
490 δεινοῖς κρυπτομένα λόχοις
χαλκόπους Ἐρινύς.
ἄλεκτρ᾽ ἄνυμφα γὰρ ἐπέβα μιαιφόνων
γάμων ἁμιλλήμαθ᾽ οἷσιν οὐ θέμις.
495 πρὸ τῶνδέ τοι θάρσος
μήποτε μήποθ᾽ ἡμῖν
ἀψεγὲς πελᾶν τέρας
τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσιν. ἤ-
τοι μαντεῖαι βροτῶν
οὐκ εἰσὶν ἐν δεινοῖς ὀνεί-
500 ροις οὐδ᾽ ἐν θεσφάτοις,
εἰ μὴ τόδε φάσμα νυ-
κτὸς εὖ κατασχήσει.
ὦ Πέλοπος ἁ πρόσθεν [ἐπῳδ.]
505 πολύπονος ἱππεία,
ὡς ἔμολες αἰανὴς
τᾷδε γᾷ.
εὖτε γὰρ ὁ ποντισθεὶς
Μυρτίλος ἐκοιμάθη,
510 παγχρύσων δίφρων
δυστάνοις αἰκείαις
πρόρριζος ἐκριφθείς,
οὔ τί πω
ἔλιπεν ἐκ τοῦδ᾽ οἴκου
515 πολύπονος αἰκεία.
475 εἶσιν ἁ πρόμαντις
Δίκα, δίκαια φερομένα χεροῖν κράτη·
μέτεισιν, ὦ τέκνον, οὐ μακροῦ χρόνου.
ὕπεστί μοι θράσος,
480 ἁδυπνόων κλύουσαν
ἀρτίως ὀνειράτων.
οὐ γάρ ποτ᾽ ἀμναστεῖ γ᾽ ὁ φύ-
σας ‹σ᾽› Ἑλλάνων ἄναξ,
οὐδ᾽ ἁ παλαιὰ χαλκόπλα-
485 κτος ἀμφάκης γένυς,
ἅ νιν κατέπεφνεν αἰ-
σχίσταις ἐν αἰκείαις.
ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ [ἀντ.]
490 δεινοῖς κρυπτομένα λόχοις
χαλκόπους Ἐρινύς.
ἄλεκτρ᾽ ἄνυμφα γὰρ ἐπέβα μιαιφόνων
γάμων ἁμιλλήμαθ᾽ οἷσιν οὐ θέμις.
495 πρὸ τῶνδέ τοι θάρσος
μήποτε μήποθ᾽ ἡμῖν
ἀψεγὲς πελᾶν τέρας
τοῖς δρῶσι καὶ συνδρῶσιν. ἤ-
τοι μαντεῖαι βροτῶν
οὐκ εἰσὶν ἐν δεινοῖς ὀνεί-
500 ροις οὐδ᾽ ἐν θεσφάτοις,
εἰ μὴ τόδε φάσμα νυ-
κτὸς εὖ κατασχήσει.
ὦ Πέλοπος ἁ πρόσθεν [ἐπῳδ.]
505 πολύπονος ἱππεία,
ὡς ἔμολες αἰανὴς
τᾷδε γᾷ.
εὖτε γὰρ ὁ ποντισθεὶς
Μυρτίλος ἐκοιμάθη,
510 παγχρύσων δίφρων
δυστάνοις αἰκείαις
πρόρριζος ἐκριφθείς,
οὔ τί πω
ἔλιπεν ἐκ τοῦδ᾽ οἴκου
515 πολύπονος αἰκεία.
***
ΧΟΡ. Αν δε με γελούνε τρελά προαισθήματακι αν όξω δεν πέφτω απ᾽ ορθό στοχασμό,
θενά ᾽ρθει η προμάντισσα η Δίκη
στα χέρια κρατώντας τη δίκια τη δύναμη.
Σε λίγο κι η ώρα τους, κόρη μου, φτάνει
480 κι έχω όλο το θάρρος, μια π᾽ άκουσ᾽ αυτά λυκόπνοα τα όνειρα·
γιατί δεν ημπορεί να ξεχάσει ο πατέρας σου,
ο βασιλιάς των Ελλήνων,
μήτε ο παλιός κείνος χάλκινος πέλεκας
με τη διπλή του την κόψη
που μ᾽ ατιμότατο χτύπημα
τον ξάπλωσε χάμω νεκρό.
Με μύρια θα νά ᾽ρθει ποδάρια και χέρια
490 εκείνη που κρύβεται μες σε καρτέρια φριχτά,
η Ερινύα με το χάλκινο πόδι·
γιατί κακοταίριαστοι, κακοζευγάρωτοι πόθοι
για αιματόβρεχτους γάμους
έπιασαν κείνους, που δεν επιτρέπονταν.
Γι᾽ αυτό κι είμαι βέβαιη πως όχι αψεγάδιαστα δείχτουν
αυτά τα σημάδια στους ένοχους και συνεργούς των.
Κι αλήθεια, το μέλλον στον άνθρωπο πια
500 ούτε όνειρα κι ούτε χρησμοί ξεσκεπάζουν,
αν αυτή δε θενά βγει σωστή
η οπτασία της νύχτας.
Ω η παλιά τού Πέλοπα
πολύπονη αρματοδρομία,
πόσες δεν ήρθες συμφορές
στη χώρ᾽ αυτή να φέρεις!
Γιατί από την ημέρα
που καταποντισμένος
στη θάλασσα ηύρε θάνατο ο Μύρτιλος,
μ᾽ άτιμη προδοσιά
και μια σπρωξιά
510 όξ᾽ από τον ολόχρυσο το δίφρο πεταμένος,
δεν έλειψ᾽ από τότε μες σ᾽ αυτά
τα σπίτια η συμφορά.