ἄνδρες ἱππῆς, παραγένεσθε· νῦν ὁ καιρός. ὦ Σίμων,
ὦ Παναίτι᾽, οὐκ ἐλᾶτε πρὸς τὸ δεξιὸν κέρας;
ἅνδρες ἐγγύς. ἀλλ᾽ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν.
245 ὁ κονιορτὸς δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων.
ἀλλ᾽ ἀμύνου καὶ δίωκε καὶ τροπὴν αὐτοῦ ποιοῦ.
ΧΟΡΟΣ ΙΠΠΕΩΝ
παῖε παῖε τὸν πανοῦργον καὶ ταραξιππόστρατον
καὶ τελώνην καὶ φάραγγα καὶ Χάρυβδιν ἁρπαγῆς,
καὶ πανοῦργον καὶ πανοῦργον· πολλάκις γὰρ αὔτ᾽ ἐρῶ.
250 καὶ γὰρ οὗτος ἦν πανοῦργος πολλάκις τῆς ἡμέρας.
ἀλλὰ παῖε καὶ δίωκε καὶ τάραττε καὶ κύκα
καὶ βδελύττου, καὶ γὰρ ἡμεῖς, κἀπικείμενος βόα·
εὐλαβοῦ δὲ μὴ ᾽κφύγῃ σε· καὶ γὰρ οἶδε τὰς ὁδούς,
ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων.
255 ΠΑ. ὦ γέροντες ἡλιασταί, φράτερες τριωβόλου,
οὓς ἐγὼ βόσκω κεκραγὼς καὶ δίκαια κἄδικα,
παραβοηθεῖθ᾽, ὡς ὑπ᾽ ἀνδρῶν τύπτομαι ξυνωμοτῶν.
ΧΟ. ἐν δίκῃ γ᾽, ἐπεὶ τὰ κοινὰ πρὶν λαχεῖν κατεσθίεις,
κἀποσυκάζεις πιέζων τοὺς ὑπευθύνους σκοπῶν,
260 ὅστις αὐτῶν ὠμός ἐστιν ἢ πέπων ἢ μὴ πέπων.
264 καὶ σκοπεῖς γε τῶν πολιτῶν ὅστις ἐστὶν ἀμνοκῶν,
265 πλούσιος καὶ μὴ πονηρὸς καὶ τρέμων τὰ πράγματα.
261 κἄν τιν᾽ αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον᾽ ὄντα καὶ κεχηνότα,
262 καταγαγὼν ἐκ Χερρονήσου, διαλαβὼν ἀγκυρίσας,
263 εἶτ᾽ ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας.
266 ΠΑ. ξυνεπίκεισθ᾽ ὑμεῖς; ἐγὼ δ᾽, ἄνδρες, δι᾽ ὑμᾶς τύπτομαι,
ὅτι λέγειν γνώμην ἔμελλον ὡς δίκαιον ἐν πόλει
ἱστάναι μνημεῖον ὑμῶν ἐστιν ἀνδρείας χάριν.
ΧΟ. ὡς δ᾽ ἀλαζών, ὡς δὲ μάσθλης. εἶδες οἷ᾽ ὑπέρχεται·
270 ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται.
273 ΠΑ. ὦ πόλις καὶ δῆμ᾽, ὑφ᾽ οἵων θηρίων γαστρίζομαι.
274 ΟΙ. Α’ καὶ κέκραγας, ὥσπερ ἀεὶ τὴν πόλιν καταστρέφει.
271 ΑΛ. ἀλλ᾽ ἐὰν ταύτῃ γε νικᾷ, ταυτῃὶ πεπλήξεται·
272 ἢν δ᾽ ὑπεκκλίνῃ γε, δευρὶ πρὸς σκέλος κυρηβάσει.
275 ΠΑ. ἀλλ᾽ ἐγώ σε τῇ βοῇ ταύτῃ γε πρῶτα τρέψομαι.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐὰν μέντοι γε νικᾷς τῇ βοῇ, τήνελλά σοι·
ἢν δ᾽ ἀναιδείᾳ παρέλθῃ σ᾽, ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς.
ΠΑ. τουτονὶ τὸν ἄνδρ᾽ ἐγὼ ᾽νδείκνυμι, καὶ φήμ᾽ ἐξάγειν
ταῖσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα.
280 ΑΛ. ναὶ μὰ Δία κἄγωγε τοῦτον, ὅτι κενῇ τῇ κοιλίᾳ
εἰσδραμὼν εἰς τὸ πρυτανεῖον, εἶτα πάλιν ἐκθεῖ πλέᾳ.
ΟΙ. Α’ νὴ Δί᾽, ἐξάγων γε τἀπόρρηθ᾽, ἅμ᾽ ἄρτον καὶ κρέας
καὶ τέμαχος, οὗ Περικλέης οὐκ ἠξιώθη πώποτε.
ΠΑ. ἀποθανεῖσθον αὐτίκα μάλα.
285 ΑΛ. τριπλάσιον κεκράξομαί σου.
ΠΑ. καταβοήσομαι βοῶν σε.
ΑΛ. κατακεκράξομαί σε κράζων.
ΠΑ. διαβαλῶ σ᾽, ἐὰν στρατηγῇς.
ΑΛ. κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον.
290 ΠΑ. περιελῶ σ᾽ ἀλαζονείαις.
ΑΛ. ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου.
ΠΑ. βλέψον εἴς μ᾽ ἀσκαρδάμυκτος.
ΑΛ. ἐν ἀγορᾷ κἀγὼ τέθραμμαι.
ΠΑ. διαφορήσω σ᾽, εἴ τι γρύξεις.
295 ΑΛ. κοπροφορήσω σ᾽, εἰ λαλήσεις.
ΠΑ. ὁμολογῶ κλέπτειν· σὺ δ᾽ οὐχί.
ΑΛ. νὴ τὸν Ἑρμῆν τὸν Ἀγοραῖον.
ΠΑ. κἀπιορκῶ γε βλεπόντων.
ΑΛ. ἀλλότρια τοίνυν σοφίζει.
300 ΠΑ. καὶ φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσιν
ἀδεκατεύτους τῶν θεῶν ἱε-
ρὰς ἔχοντα κοιλίας.
***
(Με δυνατή φωνή, προς τη δεξιά και αριστερή πάροδο, καλεί σε βοήθεια:) Άντρες του ιππικού, βοήθεια! Ήρθε η ώρα! Ίλαρχοί μας, εσύ Σίμωνα, κι εσύ Παναίτιε, προελάστε στο δεξιό κέρας. (Στον Αλλαντοπώλη:) Τα παλικάρια φτάνουν. Κράτα τη θέση σου, γύρνα πίσω, με μέτωπο προς τον εχθρό. Κατάφτασαν, δυο βήματα απέχουν, δεν βλέπεις μπροστά σου τον κουρνιαχτό που σήκωσαν; Άιντε, κράτα τη θέση σου και πέσε πάνω του και κάν᾽ τον να το βάλει στα πόδια.
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΙΠΠΕΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ (Απευθύνεται προς τον Αλλαντοπώλη:)
Δώσ᾽ του, δώσ᾽ του ξύλο το χαμένο κορμί, τον τρομοκράτη του ιππικού, τον τελώνη, τον φαταούλα, τη Χάρυβδη της κλεψιάς, το χαμένο κορμί και το χαμένο κορμί· λέω τη φράση αυτή ξανά και ξανά, [250] μια και τούτος ήταν κάθε μέρα ξανά και ξανά χαμένο κορμί.
Απάνω του, δώσ᾽ του ξύλο, κυνήγα, ταρακούνα τον, άλλαξ᾽ του τον αδόξαστο, δώσ᾽ του φτύσιμο όπως κι εμείς, πέσε πάνω του χουγιάζοντάς τον. Και τα μάτια σου τέσσερα μη σου ξεφύγει· γιατί ξέρει τους δρόμους απ᾽ όπου ξέφυγε ο στουπιοπουλητής Ευκράτης και γλίτωσε στα πίτουρα του αλευρόμυλού του.
ΠΑΦ. (Προς τους θεατές). Γεροντάκια μου, δικαστές της Ηλιαίας, που μας αδερφώνει η κονομισιά του τριώβολου, που για να σας χορτάσω ψωμί ξελαρυγγίζομαι δίκια ή άδικα, βοήθεια, βοήθεια! με ξυλοκοπούν συνωμότες.
ΚΟΡ. Δίκαια όμως — αφού περιδρόμιαζες όσα είναι να μοιραστούν σ᾽ όλους πριν βγει η μερίδα σου και ζουλάς σα σύκα τους διαχειριστές, ψάχνοντας
[260] ποιός ανάμεσά τους είναι άγουρος ή ώριμος ή θέλει ακόμα για να ωριμάσει. Και κοιτάς ποιοί πολίτες είναι πρόβατα, πλούσιοι, άπραγοι και τρέμουν τα μπλεξίματα. Κι αν δεις πως κάποιος τους είναι νοικοκύρης και χαζοπούλι, τον κατεβάζεις με το ζόρι απ᾽ τη Χερσόνησο, του κάνεις λαβή στη μέση, του βάζεις τρικλοποδιά, κι ύστερα, αφού του στραμπουλίξεις τον ώμο, τον καβαλίκεψες.
ΠΑΦ. Κι εσείς μου ρίχνεστε; Την ώρα που εγώ, λεβέντες μου, τρώω ξύλο για σας, επειδή είχα σκοπό να προτείνω ότι οφείλουμε να στήσουμε ηρώο για σας στην Ακρόπολη, να τιμηθεί η αντρεία σας!
ΧΟΡ. Βρε τον μαλαγάνα, βρε τον κωλοπετσωμένο! Γιά δες πώς πάει να μας τουμπάρει!
[270] Μας δουλεύει σα να ᾽μαστε τίποτε γεροξεκούτηδες.
ΠΑΦ. Πατρίδα και δημοκρατία! σε τί θεριά έπεσα, που με βαρούν στην κοιλιά.
ΠΡ. Δ. Σκούζεις ακόμα, όπως κάθε μέρα αναστατώνεις την πόλη.
ΑΛΛ. Όμως, αν με τη φωνάρα του νικά, μ᾽ αυτήν εδώ (δείχνει τη γροθιά του) θα τσακιστεί. Κι αν σκύψει για να την ξεφύγει, η κουτουλιά του θα βρει το καλάμι μου.
ΠΑΦ. Όμως θα σε κατατροπώσω με τη φωνάρα μου.
ΧΟΡ. Όμως, αν με τις φωνές σου νικήσεις, ζήτω σου! Αλλά, αν σ᾽ αφήσει πίσω στην αδιαντροπιά, δική μας η μελόπιτα!
ΠΑΦ. (Δείχνοντας με το δάχτυλο τον Αλλαντοπώλη, απειλητικά:) Καταγγέλλω τούτον εδώ και καταθέτω ότι κάνει παράνομη εξαγωγή κρεατόσουπας στις τριήρεις των Πελοποννησίων.
ΑΛΛ. [280] Κι εγώ ετούτον ότι μπαίνει σα σίφουνας, μά τον Δία, με άδεια την κοιλιά στο πρυτανείο και σε λίγο βγαίνει τρέχοντας με την κοιλιά ταράτσα.
ΠΡ. Δ. Όπως τα λες είναι, μά τον Δία! βγάζει στους εχθρούς τα προϊόντα που απαγορεύει η πόλη, όλα μαζί: ψωμιά και κρέατα και παστά — καλούδια που ποτέ του δεν τα είδε ο Περικλής!
ΠΑΦ. Θα πεθάνετε κι οι δυο σας, αμέσως, στη στιγμή!
ΑΛΛ. Θα βγάλω αγριοφωνάρα τρεις φορές πιο δυνατή απ᾽ τη δική σου.
ΠΑΦ. Με τα ουρλιαχτά μου θα πνίξω τα ουρλιαχτά σου.
ΑΛΛ. Με το σκούξιμό μου θα πνίξω το σκούξιμό σου.
ΠΑΦ. Αν γίνεις στρατηγός, θα σε συκοφαντήσω.
ΑΛΛ. Θα σε ξυλοκοπήσω, σκύλε, στην πλάτη.
ΠΑΦ. [290] Θα σε ρημάξω με λόγια φουσκωμένα.
ΑΛΛ. Όποιο δρόμο κι αν πάρεις, θα με βρεις μπροστά σου!
ΠΑΦ. Κοίταξέ με στα μάτια με ατάραχο βλέμμα.
ΑΛΛ. Κι εγώ στην αγορά έκανα τις σπουδές μου.
ΠΑΦ. Έτσι και βγάλεις γρι, κομμάτια θα σε κάνω!
ΑΛΛ. Έτσι και βγάλεις κιχ, μες στα σκατά σε θάβω!
ΠΑΦ. Εγώ ᾽μαι κλέφτης και το λέω, εσύ όμως τ᾽ αρνιέσαι.
ΑΛΛ. Το λέω και καυχιέμαι, μά τον Ερμή τον Αγοραίο.
ΠΑΦ. Και παίρνω ψεύτικο όρκο, μπροστά στα μάτια τους.
ΑΛΛ. Αλλουνού κόλπα πας να μας πουλήσεις.
ΠΑΦ. [300] Και θα πάω να σε καρφώσω στους πρυτάνεις ότι, χωρίς να πληρώνεις το νόμιμο παρακράτημα, παίρνεις από τις θυσίες στους θεούς τα ιερά άντερα.
ὦ Παναίτι᾽, οὐκ ἐλᾶτε πρὸς τὸ δεξιὸν κέρας;
ἅνδρες ἐγγύς. ἀλλ᾽ ἀμύνου κἀπαναστρέφου πάλιν.
245 ὁ κονιορτὸς δῆλος αὐτῶν ὡς ὁμοῦ προσκειμένων.
ἀλλ᾽ ἀμύνου καὶ δίωκε καὶ τροπὴν αὐτοῦ ποιοῦ.
ΧΟΡΟΣ ΙΠΠΕΩΝ
παῖε παῖε τὸν πανοῦργον καὶ ταραξιππόστρατον
καὶ τελώνην καὶ φάραγγα καὶ Χάρυβδιν ἁρπαγῆς,
καὶ πανοῦργον καὶ πανοῦργον· πολλάκις γὰρ αὔτ᾽ ἐρῶ.
250 καὶ γὰρ οὗτος ἦν πανοῦργος πολλάκις τῆς ἡμέρας.
ἀλλὰ παῖε καὶ δίωκε καὶ τάραττε καὶ κύκα
καὶ βδελύττου, καὶ γὰρ ἡμεῖς, κἀπικείμενος βόα·
εὐλαβοῦ δὲ μὴ ᾽κφύγῃ σε· καὶ γὰρ οἶδε τὰς ὁδούς,
ἅσπερ Εὐκράτης ἔφευγεν εὐθὺ τῶν κυρηβίων.
255 ΠΑ. ὦ γέροντες ἡλιασταί, φράτερες τριωβόλου,
οὓς ἐγὼ βόσκω κεκραγὼς καὶ δίκαια κἄδικα,
παραβοηθεῖθ᾽, ὡς ὑπ᾽ ἀνδρῶν τύπτομαι ξυνωμοτῶν.
ΧΟ. ἐν δίκῃ γ᾽, ἐπεὶ τὰ κοινὰ πρὶν λαχεῖν κατεσθίεις,
κἀποσυκάζεις πιέζων τοὺς ὑπευθύνους σκοπῶν,
260 ὅστις αὐτῶν ὠμός ἐστιν ἢ πέπων ἢ μὴ πέπων.
264 καὶ σκοπεῖς γε τῶν πολιτῶν ὅστις ἐστὶν ἀμνοκῶν,
265 πλούσιος καὶ μὴ πονηρὸς καὶ τρέμων τὰ πράγματα.
261 κἄν τιν᾽ αὐτῶν γνῷς ἀπράγμον᾽ ὄντα καὶ κεχηνότα,
262 καταγαγὼν ἐκ Χερρονήσου, διαλαβὼν ἀγκυρίσας,
263 εἶτ᾽ ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας.
266 ΠΑ. ξυνεπίκεισθ᾽ ὑμεῖς; ἐγὼ δ᾽, ἄνδρες, δι᾽ ὑμᾶς τύπτομαι,
ὅτι λέγειν γνώμην ἔμελλον ὡς δίκαιον ἐν πόλει
ἱστάναι μνημεῖον ὑμῶν ἐστιν ἀνδρείας χάριν.
ΧΟ. ὡς δ᾽ ἀλαζών, ὡς δὲ μάσθλης. εἶδες οἷ᾽ ὑπέρχεται·
270 ὡσπερεὶ γέροντας ἡμᾶς ἐκκοβαλικεύεται.
273 ΠΑ. ὦ πόλις καὶ δῆμ᾽, ὑφ᾽ οἵων θηρίων γαστρίζομαι.
274 ΟΙ. Α’ καὶ κέκραγας, ὥσπερ ἀεὶ τὴν πόλιν καταστρέφει.
271 ΑΛ. ἀλλ᾽ ἐὰν ταύτῃ γε νικᾷ, ταυτῃὶ πεπλήξεται·
272 ἢν δ᾽ ὑπεκκλίνῃ γε, δευρὶ πρὸς σκέλος κυρηβάσει.
275 ΠΑ. ἀλλ᾽ ἐγώ σε τῇ βοῇ ταύτῃ γε πρῶτα τρέψομαι.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἐὰν μέντοι γε νικᾷς τῇ βοῇ, τήνελλά σοι·
ἢν δ᾽ ἀναιδείᾳ παρέλθῃ σ᾽, ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς.
ΠΑ. τουτονὶ τὸν ἄνδρ᾽ ἐγὼ ᾽νδείκνυμι, καὶ φήμ᾽ ἐξάγειν
ταῖσι Πελοποννησίων τριήρεσι ζωμεύματα.
280 ΑΛ. ναὶ μὰ Δία κἄγωγε τοῦτον, ὅτι κενῇ τῇ κοιλίᾳ
εἰσδραμὼν εἰς τὸ πρυτανεῖον, εἶτα πάλιν ἐκθεῖ πλέᾳ.
ΟΙ. Α’ νὴ Δί᾽, ἐξάγων γε τἀπόρρηθ᾽, ἅμ᾽ ἄρτον καὶ κρέας
καὶ τέμαχος, οὗ Περικλέης οὐκ ἠξιώθη πώποτε.
ΠΑ. ἀποθανεῖσθον αὐτίκα μάλα.
285 ΑΛ. τριπλάσιον κεκράξομαί σου.
ΠΑ. καταβοήσομαι βοῶν σε.
ΑΛ. κατακεκράξομαί σε κράζων.
ΠΑ. διαβαλῶ σ᾽, ἐὰν στρατηγῇς.
ΑΛ. κυνοκοπήσω σου τὸ νῶτον.
290 ΠΑ. περιελῶ σ᾽ ἀλαζονείαις.
ΑΛ. ὑποτεμοῦμαι τὰς ὁδούς σου.
ΠΑ. βλέψον εἴς μ᾽ ἀσκαρδάμυκτος.
ΑΛ. ἐν ἀγορᾷ κἀγὼ τέθραμμαι.
ΠΑ. διαφορήσω σ᾽, εἴ τι γρύξεις.
295 ΑΛ. κοπροφορήσω σ᾽, εἰ λαλήσεις.
ΠΑ. ὁμολογῶ κλέπτειν· σὺ δ᾽ οὐχί.
ΑΛ. νὴ τὸν Ἑρμῆν τὸν Ἀγοραῖον.
ΠΑ. κἀπιορκῶ γε βλεπόντων.
ΑΛ. ἀλλότρια τοίνυν σοφίζει.
300 ΠΑ. καὶ φανῶ σε τοῖς πρυτάνεσιν
ἀδεκατεύτους τῶν θεῶν ἱε-
ρὰς ἔχοντα κοιλίας.
***
(Με δυνατή φωνή, προς τη δεξιά και αριστερή πάροδο, καλεί σε βοήθεια:) Άντρες του ιππικού, βοήθεια! Ήρθε η ώρα! Ίλαρχοί μας, εσύ Σίμωνα, κι εσύ Παναίτιε, προελάστε στο δεξιό κέρας. (Στον Αλλαντοπώλη:) Τα παλικάρια φτάνουν. Κράτα τη θέση σου, γύρνα πίσω, με μέτωπο προς τον εχθρό. Κατάφτασαν, δυο βήματα απέχουν, δεν βλέπεις μπροστά σου τον κουρνιαχτό που σήκωσαν; Άιντε, κράτα τη θέση σου και πέσε πάνω του και κάν᾽ τον να το βάλει στα πόδια.
ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΙΠΠΕΩΝ
ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ (Απευθύνεται προς τον Αλλαντοπώλη:)
Δώσ᾽ του, δώσ᾽ του ξύλο το χαμένο κορμί, τον τρομοκράτη του ιππικού, τον τελώνη, τον φαταούλα, τη Χάρυβδη της κλεψιάς, το χαμένο κορμί και το χαμένο κορμί· λέω τη φράση αυτή ξανά και ξανά, [250] μια και τούτος ήταν κάθε μέρα ξανά και ξανά χαμένο κορμί.
Απάνω του, δώσ᾽ του ξύλο, κυνήγα, ταρακούνα τον, άλλαξ᾽ του τον αδόξαστο, δώσ᾽ του φτύσιμο όπως κι εμείς, πέσε πάνω του χουγιάζοντάς τον. Και τα μάτια σου τέσσερα μη σου ξεφύγει· γιατί ξέρει τους δρόμους απ᾽ όπου ξέφυγε ο στουπιοπουλητής Ευκράτης και γλίτωσε στα πίτουρα του αλευρόμυλού του.
ΠΑΦ. (Προς τους θεατές). Γεροντάκια μου, δικαστές της Ηλιαίας, που μας αδερφώνει η κονομισιά του τριώβολου, που για να σας χορτάσω ψωμί ξελαρυγγίζομαι δίκια ή άδικα, βοήθεια, βοήθεια! με ξυλοκοπούν συνωμότες.
ΚΟΡ. Δίκαια όμως — αφού περιδρόμιαζες όσα είναι να μοιραστούν σ᾽ όλους πριν βγει η μερίδα σου και ζουλάς σα σύκα τους διαχειριστές, ψάχνοντας
[260] ποιός ανάμεσά τους είναι άγουρος ή ώριμος ή θέλει ακόμα για να ωριμάσει. Και κοιτάς ποιοί πολίτες είναι πρόβατα, πλούσιοι, άπραγοι και τρέμουν τα μπλεξίματα. Κι αν δεις πως κάποιος τους είναι νοικοκύρης και χαζοπούλι, τον κατεβάζεις με το ζόρι απ᾽ τη Χερσόνησο, του κάνεις λαβή στη μέση, του βάζεις τρικλοποδιά, κι ύστερα, αφού του στραμπουλίξεις τον ώμο, τον καβαλίκεψες.
ΠΑΦ. Κι εσείς μου ρίχνεστε; Την ώρα που εγώ, λεβέντες μου, τρώω ξύλο για σας, επειδή είχα σκοπό να προτείνω ότι οφείλουμε να στήσουμε ηρώο για σας στην Ακρόπολη, να τιμηθεί η αντρεία σας!
ΧΟΡ. Βρε τον μαλαγάνα, βρε τον κωλοπετσωμένο! Γιά δες πώς πάει να μας τουμπάρει!
[270] Μας δουλεύει σα να ᾽μαστε τίποτε γεροξεκούτηδες.
ΠΑΦ. Πατρίδα και δημοκρατία! σε τί θεριά έπεσα, που με βαρούν στην κοιλιά.
ΠΡ. Δ. Σκούζεις ακόμα, όπως κάθε μέρα αναστατώνεις την πόλη.
ΑΛΛ. Όμως, αν με τη φωνάρα του νικά, μ᾽ αυτήν εδώ (δείχνει τη γροθιά του) θα τσακιστεί. Κι αν σκύψει για να την ξεφύγει, η κουτουλιά του θα βρει το καλάμι μου.
ΠΑΦ. Όμως θα σε κατατροπώσω με τη φωνάρα μου.
ΧΟΡ. Όμως, αν με τις φωνές σου νικήσεις, ζήτω σου! Αλλά, αν σ᾽ αφήσει πίσω στην αδιαντροπιά, δική μας η μελόπιτα!
ΠΑΦ. (Δείχνοντας με το δάχτυλο τον Αλλαντοπώλη, απειλητικά:) Καταγγέλλω τούτον εδώ και καταθέτω ότι κάνει παράνομη εξαγωγή κρεατόσουπας στις τριήρεις των Πελοποννησίων.
ΑΛΛ. [280] Κι εγώ ετούτον ότι μπαίνει σα σίφουνας, μά τον Δία, με άδεια την κοιλιά στο πρυτανείο και σε λίγο βγαίνει τρέχοντας με την κοιλιά ταράτσα.
ΠΡ. Δ. Όπως τα λες είναι, μά τον Δία! βγάζει στους εχθρούς τα προϊόντα που απαγορεύει η πόλη, όλα μαζί: ψωμιά και κρέατα και παστά — καλούδια που ποτέ του δεν τα είδε ο Περικλής!
ΠΑΦ. Θα πεθάνετε κι οι δυο σας, αμέσως, στη στιγμή!
ΑΛΛ. Θα βγάλω αγριοφωνάρα τρεις φορές πιο δυνατή απ᾽ τη δική σου.
ΠΑΦ. Με τα ουρλιαχτά μου θα πνίξω τα ουρλιαχτά σου.
ΑΛΛ. Με το σκούξιμό μου θα πνίξω το σκούξιμό σου.
ΠΑΦ. Αν γίνεις στρατηγός, θα σε συκοφαντήσω.
ΑΛΛ. Θα σε ξυλοκοπήσω, σκύλε, στην πλάτη.
ΠΑΦ. [290] Θα σε ρημάξω με λόγια φουσκωμένα.
ΑΛΛ. Όποιο δρόμο κι αν πάρεις, θα με βρεις μπροστά σου!
ΠΑΦ. Κοίταξέ με στα μάτια με ατάραχο βλέμμα.
ΑΛΛ. Κι εγώ στην αγορά έκανα τις σπουδές μου.
ΠΑΦ. Έτσι και βγάλεις γρι, κομμάτια θα σε κάνω!
ΑΛΛ. Έτσι και βγάλεις κιχ, μες στα σκατά σε θάβω!
ΠΑΦ. Εγώ ᾽μαι κλέφτης και το λέω, εσύ όμως τ᾽ αρνιέσαι.
ΑΛΛ. Το λέω και καυχιέμαι, μά τον Ερμή τον Αγοραίο.
ΠΑΦ. Και παίρνω ψεύτικο όρκο, μπροστά στα μάτια τους.
ΑΛΛ. Αλλουνού κόλπα πας να μας πουλήσεις.
ΠΑΦ. [300] Και θα πάω να σε καρφώσω στους πρυτάνεις ότι, χωρίς να πληρώνεις το νόμιμο παρακράτημα, παίρνεις από τις θυσίες στους θεούς τα ιερά άντερα.