Τρίτη 25 Ιουλίου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ - Περὶ τοῦ στεφάνου (30-38)

[30] Ταῦτα γράψαντος ἐμοῦ τότε καὶ τὸ τῇ πόλει συμφέρον οὐ τὸ Φιλίππῳ ζητοῦντος, βραχὺ φροντίσαντες οἱ χρηστοὶ πρέσβεις οὗτοι καθῆντ᾽ ἐν Μακεδονίᾳ τρεῖς ὅλους μῆνας, ἕως ἦλθε Φίλιππος ἐκ Θρᾴκης πάντα καταστρεψάμενος, ἐξὸν ἡμερῶν δέκα, †ὁμοίως† δὲ τριῶν ἢ τεττάρων, εἰς τὸν Ἑλλήσποντον ἀφῖχθαι καὶ τὰ χωρία σῶσαι, λαβόντας τοὺς ὅρκους πρὶν ἐκεῖνον ἐξελεῖν αὐτά· οὐ γὰρ ἂν ἥψατ᾽ αὐτῶν παρόντων ἡμῶν, ἢ οὐκ ἂν ὡρκίζομεν αὐτόν, ὥστε τῆς εἰρήνης ἂν διημαρτήκει καὶ οὐκ ἂν ἀμφότερ᾽ εἶχε, καὶ τὴν εἰρήνην καὶ τὰ χωρία.

[31] Τὸ μὲν τοίνυν ἐν τῇ πρεσβείᾳ πρῶτον κλέμμα μὲν Φιλίππου, δωροδόκημα δὲ τῶν ἀδίκων τούτων ἀνθρώπων τοιοῦτον ἐγένετο· ὑπὲρ οὗ καὶ τότε καὶ νῦν καὶ ἀεὶ ὁμολογῶ καὶ πολεμεῖν καὶ διαφέρεσθαι τούτοις. ἕτερον δ᾽ εὐθὺς ἐφεξῆς ἔτι τούτου μεῖζον κακούργημα θεάσασθε.

[32] ἐπειδὴ γὰρ ὤμοσε τὴν εἰρήνην ὁ Φίλιππος προλαβὼν τὴν Θρᾴκην διὰ τούτους οὐχὶ πεισθέντας τῷ ἐμῷ ψηφίσματι, πάλιν ὠνεῖται παρ᾽ αὐτῶν ὅπως μὴ ἄπιμεν ἐκ Μακεδονίας, ἕως τὰ τῆς στρατείας τῆς ἐπὶ τοὺς Φωκέας εὐτρεπῆ ποιήσαιτο, ἵνα μή, δεῦρ᾽ ἀπαγγειλάντων ἡμῶν ὅτι μέλλει καὶ παρασκευάζεται πορεύεσθαι, ἐξέλθοιθ᾽ ὑμεῖς καὶ περιπλεύσαντες ταῖς τριήρεσιν εἰς Πύλας ὥσπερ πρότερον κλείσαιτε τὸν τόπον, ἀλλ᾽ ἅμ᾽ ἀκούοιτε ταῦτ᾽ ἀπαγγελλόντων ἡμῶν κἀκεῖνος ἐντὸς εἴη Πυλῶν καὶ μηδὲν ἔχοιθ᾽ ὑμεῖς ποιῆσαι.

[33] οὕτω δ᾽ ἦν ὁ Φίλιππος ἐν φόβῳ καὶ πολλῇ ἀγωνίᾳ, μὴ καὶ ταῦτα προειληφότος αὐτοῦ, εἰ πρὸ τοῦ τοὺς Φωκέας ἀπολέσθαι ψηφίσαισθε βοηθεῖν, ἐκφύγοι τὰ πράγματ᾽ αὐτόν, ὥστε μισθοῦται τὸν κατάπτυστον τουτονί, οὐκέτι κοινῇ μετὰ τῶν ἄλλων πρέσβεων ἀλλ᾽ ἰδίᾳ καθ᾽ αὑτόν, τοιαῦτα πρὸς ὑμᾶς εἰπεῖν καὶ ἀπαγγεῖλαι δι᾽ ὧν ἅπαντ᾽ ἀπώλετο.

[34] ἀξιῶ δ᾽, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, καὶ δέομαι τοῦτο μεμνῆσθαι παρ᾽ ὅλον τὸν ἀγῶνα, ὅτι μὴ κατηγορήσαντος Αἰσχίνου μηδὲν ἔξω τῆς γραφῆς οὐδ᾽ ἂν ἐγὼ λόγον οὐδέν᾽ ἐποιούμην ἕτερον· πάσαις δ᾽ αἰτίαις καὶ βλασφημίαις ἅμα τούτου κεχρημένου ἀνάγκη κἀμοὶ πρὸς ἕκαστα τῶν κατηγορημένων μίκρ᾽ ἀποκρίνασθαι.

[35] τίνες οὖν ἦσαν οἱ παρὰ τούτου λόγοι τότε ῥηθέντες, καὶ δι᾽ οὓς ἅπαντ᾽ ἀπώλετο; ὡς οὐ δεῖ θορυβεῖσθαι τῷ παρεληλυθέναι Φίλιππον εἴσω Πυλῶν· ἔσται γὰρ ἅπανθ᾽ ὅσα βούλεσθ᾽ ὑμεῖς, ἂν ἔχηθ᾽ ἡσυχίαν, καὶ ἀκούσεσθε δυοῖν ἢ τριῶν ἡμερῶν, οἷς μὲν ἐχθρὸς ἥκει, φίλον αὐτὸν γεγενημένον, οἷς δὲ φίλος, τοὐναντίον ἐχθρόν. οὐ γὰρ τὰ ῥήματα τὰς οἰκειότητας ἔφη βεβαιοῦν, μάλα σεμνῶς ὀνομάζων, ἀλλὰ τὸ ταὐτὰ συμφέρειν· συμφέρειν δὲ Φιλίππῳ καὶ Φωκεῦσι καὶ ὑμῖν ὁμοίως ἅπασι τῆς ἀναλγησίας καὶ τῆς βαρύτητος ἀπαλλαγῆναι τῆς τῶν Θηβαίων.

[36] ταῦτα δ᾽ ἀσμένως τινὲς ἤκουον αὐτοῦ διὰ τὴν τόθ᾽ ὑποῦσαν ἀπέχθειαν πρὸς τοὺς Θηβαίους. τί οὖν συνέβη μετὰ ταῦτ᾽ εὐθύς, οὐκ εἰς μακράν; τοὺς μὲν Φωκέας ἀπολέσθαι καὶ κατασκαφῆναι τὰς πόλεις αὐτῶν, ὑμᾶς δ᾽ ἡσυχίαν ἀγαγόντας καὶ τούτῳ πεισθέντας μικρὸν ὕστερον σκευαγωγεῖν ἐκ τῶν ἀγρῶν, τοῦτον δὲ χρυσίον λαβεῖν, καὶ ἔτι πρὸς τούτοις τὴν μὲν ἀπέχθειαν τὴν πρὸς Θηβαίους καὶ Θετταλοὺς τῇ πόλει γενέσθαι, τὴν δὲ χάριν τὴν ὑπὲρ τῶν πεπραγμένων Φιλίππῳ.

[37] ὅτι δ᾽ οὕτω ταῦτ᾽ ἔχει, λέγε μοι τό τε τοῦ Καλλισθένους ψήφισμα καὶ τὴν ἐπιστολὴν τὴν τοῦ Φιλίππου, ἐξ ὧν ἀμφοτέρων ταῦθ᾽ ἅπανθ᾽ ὑμῖν ἔσται φανερά. λέγε.

ΨΗΦΙΣΜΑ
[Ἐπὶ Μνησιφίλου ἄρχοντος, σύγκλητος ἐκκλησία ὑπὸ στρατηγῶν καὶ πρυτάνεων, [καὶ] βουλῆς γνώμη, μαιμακτηριῶνος δεκάτῃ ἀπιόντος, Καλλισθένης Ἐτεονίκου Φαληρεὺς εἶπε μηδένα Ἀθηναίων μηδεμιᾷ παρευρέσει ἐν τῇ χώρᾳ κοιταῖον γίγνεσθαι, ἀλλ᾽ ἐν ἄστει καὶ Πειραιεῖ, ὅσοι μὴ ἐν τοῖς φρουρίοις εἰσὶν ἀποτεταγμένοι· τούτων δ᾽ ἑκάστους ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν μήτε ἀφημερεύοντας μήτε ἀποκοιτοῦντας.

[38] ὃς δ᾽ ἂν ἀπειθήσῃ τῷδε τῷ ψηφίσματι, ἔνοχος ἔστω τοῖς τῆς προδοσίας ἐπιτιμίοις, ἐὰν μή τι ἀδύνατον ἐπιδεικνύῃ περὶ ἑαυτόν· περὶ δὲ τοῦ ἀδυνάτου ἐπικρινέτω ὁ ἐπὶ τῶν ὅπλων στρατηγὸς καὶ ὁ ἐπὶ τῆς διοικήσεως καὶ ὁ γραμματεὺς τῆς βουλῆς. κατακομίζειν δὲ καὶ τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν πάντα τὴν ταχίστην, τὰ μὲν ἐντὸς σταδίων ἑκατὸν εἴκοσι εἰς ἄστυ καὶ Πειραιᾶ, τὰ δὲ ἐκτὸς σταδίων ἑκατὸν εἴκοσι εἰς Ἐλευσῖνα καὶ Φυλὴν καὶ Ἄφιδναν καὶ Ῥαμνοῦντα καὶ Σούνιον. εἶπε Καλλισθένης Φαληρεύς.]

Ἆρ᾽ ἐπὶ ταύταις ταῖς ἐλπίσι τὴν εἰρήνην ἐποιεῖσθε, ἢ ταῦτ᾽ ἐπηγγέλλεθ᾽ ὑμῖν οὗτος ὁ μισθωτός;

***
[30] Ενώ εγώ πρότεινα αυτά και επεδίωκα το συμφέρον της πόλης, όχι του Φιλίππου, οι χρηστοί αυτοί πρέσβεις, δίνοντας μικρή σημασία σ᾽ αυτά, καθυστερούσαν τρεις ολόκληρους μήνες στη Μακεδονία, μέχρι να έρθει από τη Θράκη ο Φίλιππος, αφού υπέταξε τα πάντα, ενώ μπορούσαν μέσα σε δέκα ημέρες, ή ακόμη σε τρεις ή τέσσερις, να είχαν φθάσει στον Ελλήσποντο και να είχαν σώσει τα οχυρά παίρνοντας τους όρκους της επικύρωσης, πριν εκείνος τα καταλάβει. Γιατί δεν θα έβαζε χέρι σ᾽ αυτά τα μέρη, αν εμείς ήμασταν εκεί παρόντες, αλλιώς δεν θα είχαμε δεχτεί τον όρκο· έτσι θα είχε χάσει την ευκαιρία να πετύχει την ειρήνη και δεν θα είχε εξασφαλίσει και τα δύο, και την ειρήνη και τις οχυρές θέσεις.

[31] Τέτοια λοιπόν υπήρξε η πρώτη απάτη του Φιλίππου στη διάρκεια της διπλωματικής αποστολής και τέτοιος ο τρόπος αγοραπωλησίας των άτιμων εκείνων ανδρών. Γι᾽ αυτή την πράξη τους ομολογώ ότι ήμουν τότε, είμαι και σήμερα και θα είμαι πάντοτε πολέμιος και εχθρός τους. Κοιτάξτε όμως στη συνέχεια ένα δεύτερο κακούργημα, ακόμη μεγαλύτερο από αυτό.

[32] Αφού λοιπόν ο Φίλιππος επικύρωσε με όρκο την ειρήνη, προλαβαίνοντας στο μεταξύ να καταλάβει τη Θράκη εξαιτίας της απροθυμίας αυτών να πεισθούν στο ψήφισμά μου, τους εξαγόρασε για δεύτερη φορά και πέτυχε να καθυστερήσουν την αναχώρησή μας από τη Μακεδονία, ώσπου να προετοιμάσει στην εντέλεια τα απαραίτητα για την εκστρατεία εναντίον των Φωκέων. Γιατί, αν εμείς φέρναμε εδώ την είδηση ότι σκόπευε και ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει, θα βγαίνατε εσείς με στρατό και περιπλέοντας με τριήρεις στις Θερμοπύλες, όπως στο παρελθόν, θα αποκλείατε τα στενά· έτσι, όταν θα ακούγατε εμάς να σας αναγγέλλουμε αυτά, την ίδια ώρα εκείνος θα είχε περάσει τις Θερμοπύλες και εσείς δεν θα μπορούσατε πια να κάνετε τίποτε.

[33] Σε τόσο μεγάλο φόβο και σε τόση αγωνία βρισκόταν ο Φίλιππος μήπως, παρόλο που είχε προλάβει να καταλάβει τις οχυρές θέσεις στη Θράκη, του ξέφευγε η κατάσταση μέσα από τα χέρια του, αν εσείς αποφασίζατε να σπεύσετε σε βοήθεια πριν καταστραφούν οι Φωκείς, ώστε εξαγοράζει το ελεεινό αυτό υποκείμενο, όχι πλέον αυτή τη φορά από κοινού με τους άλλους πρέσβεις, αλλά προσωπικά αυτόν σε κατ᾽ ιδίαν συμφωνία, για να σας πει και να σας δώσει επιστρέφοντας τέτοιες πληροφορίες εξαιτίας των οποίων χάθηκαν τα πάντα.

[34] Ζητώ όμως, Αθηναίοι, και κάνω έκκληση σε σας να θυμάστε σε όλη τη διάρκεια της δίκης τούτο, ότι, αν ο Αισχίνης δεν με κατηγορούσε για τίποτε άλλο έξω από την καταγγελία, ούτε και εγώ θα έκανα κανέναν άλλο λόγο πέρα από αυτήν. Επειδή όμως αυτός χρησιμοποίησε εναντίον μου κάθε κατηγορία και βλασφημία, είμαι υποχρεωμένος και εγώ να δώσω μερικές απαντήσεις σε καθεμία χωριστά από αυτές τις κατηγορίες.

[35] Ποιοί ήταν λοιπόν οι λόγοι που εκφώνησε τότε ο Αισχίνης, εξαιτίας των οποίων χάθηκαν τα πάντα; Ότι δεν πρέπει να ανησυχείτε που ο Φίλιππος έχει περάσει τις Θερμοπύλες· γιατί, αν μένατε άπραγοι, θα πραγματοποιούνταν όλα όσα επιθυμούσατε, και θα μαθαίνατε μέσα σε δύο τρεις ημέρες ότι ο Φίλιππος έχει γίνει φίλος εκείνων προς τους οποίους ήρθε ως εχθρός, ενώ αντίθετα εχθρός εκείνων προς τους οποίους ήρθε ως φίλος. Γιατί έλεγε, και μάλιστα με πολλή σοβαρότητα, ότι τους δεσμούς της φιλίας τούς κάνουν σταθερούς όχι τα λόγια αλλά η ταύτιση συμφερόντων· και τα κοινά συμφέροντα του Φιλίππου, των Φωκέων και όλων σας ήταν να απαλλαγείτε από την αναλγησία και την αλαζονεία των Θηβαίων.

[36] Κάποιοι από σας τον άκουγαν με ευχαρίστηση να λέει αυτά εξαιτίας της έχθρας που σοβούσε τότε εναντίον των Θηβαίων. Τί συνέβη λοιπόν, όχι στο μακρινό μέλλον, αλλά αμέσως ύστερα από αυτά; Η καταστροφή των Φωκέων και η ισοπέδωση των πόλεών τους· εσείς, επειδή αδρανήσατε και πεισθήκατε σ᾽ αυτόν, λίγο αργότερα κουβαλούσατε από την ύπαιθρο τα υπάρχοντά σας, ενώ ο Αισχίνης «τσέπωσε» την αμοιβή του· ακόμη, εκτός από αυτά, συνέβη ώστε η πόλη μας να επισύρει την απέχθεια των Θηβαίων και των Θεσσαλών γι᾽ αυτές τις ενέργειες, ενώ ο Φίλιππος να κερδίσει την ευγνωμοσύνη τους.

[37] Ότι αυτά έχουν έτσι, κάνε μου τη χάρη, γραμματέα, και διάβασε το ψήφισμα του Καλλισθένη και την επιστολή του Φιλίππου, γιατί από τα δύο αυτά έγγραφα θα γίνουν ξεκάθαρα σε σας τα πάντα. Διάβασε.

ΨΗΦΙΣΜΑ
[Επί άρχοντος Μνησιφίλου, σε μια έκτακτη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου που συγκλήθηκε από τους στρατηγούς και τους πρυτάνεις με σύμφωνη γνώμη της Βουλής, την 21η Μαιμακτηριώνα, ο Καλλισθένης, ο γιος του Ετεόνικου, ο Φαληρέας, πρότεινε: κανένας από τους Αθηναίους με καμιά δικαιολογία να μη διανυκτερεύσει στο ύπαιθρο αλλά στο Άστυ και στον Πειραιά, εκτός από όσους είναι εντεταλμένοι για τη φύλαξη των φρουρίων· ο καθένας από αυτούς να διατηρεί τη θέση που ανέλαβε να φυλάγει, χωρίς να την εγκαταλείπει ούτε μέρα ούτε νύχτα.

[38] Όποιος δεν πειθαρχήσει στο ψήφισμα αυτό, να υπόκειται στην ορισμένη από τον νόμο ποινή για προδοσία, εκτός και αν αποδείξει ότι του συνέβη κάτι ανώτερο των δυνάμεών του. Όσο γι᾽ αυτό, να αποφασίζει ο στρατηγός του πεζικού, ο διοικητής και ο γραμματέας της Βουλής. Να μεταφερθούν τα πάντα το γρηγορότερο δυνατόν από τους αγρούς, όσα βρίσκονται σε ακτίνα εκατόν είκοσι σταδίων στο Άστυ και στον Πειραιά, όσα βρίσκονται σε ακτίνα μεγαλύτερη των 120 σταδίων στην Ελευσίνα, στη Φυλή, στις Αφίδνες, στον Ραμνούντα και στο Σούνιο. Πρότεινε ο Καλλισθένης ο Φαληρέας].

Άραγε με τέτοιου είδους προσδοκίες κάνατε την ειρήνη με τον Φίλιππο ή αυτά σας τα υποσχέθηκε το μίσθαρνο αυτό όργανο του Φιλίππου;

ΑΙΣΧΥΛΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΕΙΑ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥΤό ἐ­ρώ­τη­μα «τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος» εἶ­ναι πάν­τα, ἔμ­με­σα ἤ ἄ­με­σα, πα­ρόν στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή τρα­γω­δί­α. Μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη σα­φή­νεια καί ἔν­τα­ση τί­θε­ται — καί παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση — μέ­σα σέ δύ­ο ἀ­π’ τίς πιό ση­μαν­τι­κές, καί ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κές, τρα­γω­δί­ες: τόν Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη τοῦ Αἰ­σχύ­λου (πι­θα­νό­τα­τα ἕ­να ἀ­π’ τά τε­λευ­ταί­α ἔρ­γα τοῦ ποι­η­τῆ, γύ­ρω στά 460) καί τήν Ἀν­τι­γό­νη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους (σχε­δόν βέ­βαι­α χρο­νο­λο­γη­μέ­νη τό 442 ἤ 443).

Οἱ ἀ­πάν­τη­σεις πού δί­νουν στό θε­με­λια­κό αὐ­τό γιά ὅ­λον τόν ἑλλη­νι­κό πο­λι­τι­σμό ἐ­ρώ­τη­μα οἱ δύ­ο τρα­γω­δί­ες εἶ­ναι, ὅ­πως θά προ­σπα­θή­σω νά δεί­ξω, τε­λεί­ως ἀν­τί­θε­τες. Ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή δέν μπορεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ μό­νο στήν ἀ­το­μι­κή στά­ση τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Πα­ρά τό μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα πού χω­ρί­ζει τά δύ­ο ἔρ­γα —πε­ρί­που εἴ­κο­σι χρό­ναι — ἡ δι­α­φο­ρά ἐκ­φρά­ζει καί εἶ­ναι συ­νυ­πό­στα­τη μέ τόν ἀ­νή­κου­στο ρυθ­μό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στήν δη­μο­κρα­τι­κή Ἀ­θή­να, μέ τόν ὁ­λο­έ­να καί ρι­ζι­κό­τε­ρο πα­ρα­με­ρι­σμό τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων καί μέ τήν ἐ­πέ­κτα­ση καί ἐμ­βά­θυν­ση τῆς ἀνθρώ­πι­νης αὐ­το­γνω­σί­ας. Εἶ­ναι κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο ἀ­νά­λο­γη μέ τήν δι­α­φο­ρά Ἡ­ρο­δό­του-Θου­κυ­δί­δη καί τήν προ­α­ναγ­γέλ­λει εἴ­κο­σι - τριά­ντα χρό­νια πρίν.
 
Ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος δέν μοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νά ἐμ­πλα­κῶ μέ τό σύ­νο­λο τῶν «ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν» (μέ τήν σύγ­χρο­νη ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου) ζη­τη­μά­των, πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη θέ­τουν τά δύ­ο τε­ρά­στια κεί­με­να. Θε­λη­μέ­να θά «ἀ­πο­σπά­σω» τά χω­ρί­α πού κεν­τρι­κά μέ ἐν­δι­α­φέ­ρουν, χω­ρίς νά ἀ­σχο­λη­θῶ — ἔ­ξω ἀ­πό πα­ρεμ­πί­πτου­σες νύ­ξεις — μέ τήν σχέ­ση τους μέ τό σύ­νο­λο τῆς τρα­γω­δί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται, ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ρο μέ τό συ­νο­λι­κό ἔρ­γο τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Οὔ­τε θά ἀ­να­φερ­θῶ στό εὐ­ρύ­τα­το πλέγ­μα τῶν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­π’ τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο ὡς τόν 5ο αἰ­ώ­να καί κα­τό­πιν. Οἱ πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἐ­ρω­τή­σεις εἶ­ναι φυ­σι­κά ἀ­πολύ­τως νό­μι­μες. Θε­ω­ρῶ ὅ­μως ἐ­πί­σης νό­μι­μη τήν ἐ­δῶ σκο­πιά: νά προ­σπα­θή­σου­με νά θε­ω­ρή­σου­με κα­θ’ ἑ­αυ­τά καί σέ ὅ­λη τήν δύ­να­μή τους ὁ­ρι­σμέ­να ρή­μα­τα τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν (μέ γνώ­ση, φυ­σι­κά, ὅ­σων τά πε­ρι­βάλ­λουν, ἀλ­λά χω­ρίς ρη­τή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α τῆς γνώ­σης αὐ­τῆς) καί, ξε­κι­νών­τας ἀ­π’ αὐ­τά, νά προ­σπα­θή­σου­με, σ’ ἕ­να δεύ­τε­ρο και­ρό, νά δι­αυ­γά­σου­με τό συ­νο­λι­κό ἑλ­λη­νι­κό το­πί­ο.
 
Τό θέ­μα μας ἐ­δῶ εἶ­ναι: τί λέ­γε­ται — καί κα­τά συ­νέ­πεια, τί προτεί­νε­ται πρός ἀ­κοήην στό κοι­νό τῶν Ἀθηναίων — μέ­σα στόν Προ­μη­θέ­α ἀ­φ’ ἑ­νός, στήν Ἀντιγόνη ἀ­φ’ ἕ­τε­ρου, σχε­τι­κά μέ τόν ἄν­θρω­πο καί τά οὐ­σι­α­στι­κά του κα­τη­γο­ρή­μα­τα; Ἑπομένως, λί­γο μας ἐν­δι­α­φέ­ρει ἄν ὁ Αἰ­σχύ­λος καί ὁ Σο­φο­κλῆς «ἐ­πε­νό­η­σαν» τά λό­για τους, ἤ τά «δα­νεί­στη­καν», ἄν τά σκέ­φτη­καν νη­φά­λια, τά εἶ­δαν στόν ὕ­πνο τους ἤ ἄν τούς ἦρ­θαν σέ μί­α στιγ­μή θεί­ας μα­νί­ας. Ἐ­λά­χι­στα μας ἐν­δι­α­φέ­ρει, ἀ­κό­μα, καί ἄν τά «ἐ­πί­στευ­αν» (ἄν καί ἀ­σφα­λῶς τά ἐ­πί­στευ­αν). Βα­ρύ­τη­τα ἄ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἔ­χει γιά μᾶς μό­νο τό γε­γο­νός ὅ­τι αὐ­τά πού θά ἐκ­θέ­σου­με μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά τά διανο­η­θεῖ στήν Ἀθήνα τοῦ 460-440, μπο­ροῦ­σε νά τά ἔκ­φρα­σει, νά τά πα­ρου­σιά­σει στόν λα­ό καί — του­λά­χι­στον στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἀν­τι­γό­νης — νά στε­φα­νω­θεῖ γι’ αὐ­τό πού δι­α­νο­ή­θη­κε, ἐ­ξέ­φρα­σε καί πα­ρέ­στη­σε. Βα­ρύ­τη­τα ἔ­χει δη­λα­δή γιά μᾶς ἡ πραγ­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α στόν ἀ­θη­να­ϊ­κό κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κό χῶ­ρο ὁ­ρι­σμέ­νων ση­μα­σια­κῶν συμ­πλεγ­μά­των, τῶν ὁ­ποί­ων ξέ­ρου­με, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, τήν ἐν­δόμυ­χη συ­νά­φεια μέ τήν κα­θο­λι­κή φαν­τα­σια­κή θέ­σμι­ση αὐ­τοῦ το­ϋ χώ­ρου. Ἡ σχέ­ση τοῦ Αἰ­σχύ­λου μέ τίς ρί­ζες μιᾶς μυ­θι­κῆς/θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, στήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἐ­πι­βάλ­λει μί­α ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στρο­φή, ἡ σχέ­ση τοῦ Σο­φο­κλῆ μέ ὅ­λο τόν σύγ­χρο­νό του φι­λο­σο­φι­κό (καί «σο­φι­στι­κό») ἀ­να­βρα­σμό καί δη­μι­ουρ­γί­α εἶ­ναι πε­ρί­που γνω­στές. Νο­μί­ζω ὅ­τι 0ά φω­τι­στοῦν ἐν­το­νό­τε­ρα ἀ­π’ τήν συγ­κρι­τι­κή ἀ­νά­λυ­ση πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ.
 
Ἐπίσης δέν μπο­ρῶ νά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τήν συ­ζή­τη­ση τῶν προ­η­γου­μέ­νων, καί λί­γο ἤ πο­λύ γνω­στῶν, ἑρ­μη­νει­ῶν τῶν δύ­ο ἔρ­γων. Δύ­ο ση­μεῖ­α μό­νο θά μνη­μο­νεύ­σω σύν­το­μα. Ὑπάρχει μί­α «με­τά­φρα­ση» καί ἐ­κτε­νής «ἑρ­μη­νεί­α» τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης πού θά συ­ζη­τή­σου­με (πολ­λά τά δει­νά...) ἀ­π’ τόν Χά­ιν­τεγ­κερ. Ἡ «με­τά­φρα­ση» ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἕ­ναν ἀ­πο­κρου­στι­κό βια­σμό τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Στη­ρί­ζει — καί στη­ρί­ζε­ται σε — μί­αν «ἑρ­μη­νεί­α» πού εἶ­ναι, ὅπως σχε­δόν πάν­το­τε, ἁ­πλῶς προ­βο­λή τῶν σχη­μά­των τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ. Ὅ­σο καί ἄν, κα­θ’ ἑ­αυ­τά, αὐ­τά τά σχή­μα­τα μπο­ροῦν νά ὠ­θή­σουν πρός σκέ­ψη καί νά «ἐ­ρε­θί­σουν» γό­νι­μα τόν συ­νή­θως ὀ­κνη­ρό ἀ­να­γνώ­στη τῶν ἀρ­χαί­ων κει­μέ­νων, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ­δη­γοῦν σέ μί­α τε­χνη­τή καί σα­θρή κα­τα­σκευ­ή, πού ἀ­π’ τή μί­α πα­ρου­σιά­ζει τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Σο­φο­κλέ­ους σάν μί­α πλή­ρη ἐνσάρ­κω­ση τοῦ Χα­ϊν­τεγ­κε­ρι­α­νο­ῦ Dasein, καί, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη, ρυθ­μί­ζε­ται, ἀ­πί­στευ­τα καί τε­ρα­τω­δῶς (ὅ­πως ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει γρά­ψει ὁ Χά­ιντεγ­κερ γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες), ἀ­πό τήν συ­στη­μα­τι­κή ἀ­γνό­η­ση τῆς πό­λε­ως, τῆς πο­λι­τι­κῆς, τῆς δη­μο­κρα­τί­ας καί τῆς κεν­τρι­κῆς θέ­σης τους μέ­σα στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή δη­μι­ουρ­γί­α. Τό ἀ­ναγ­καῖ­ο ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς ἀ­γνό­η­σης εἶ­ναι φυ­σι­κά μιά στρα­βή «κα­τα­νό­η­ση» τῆς ἀρ­χαί­ας φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­δι­ά­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νης μέ τήν πό­λη καί τήν δη­μο­κρα­τί­α ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν τίς ἐ­χθρεύ­ε­ται. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μα — ὁ Πλά­των ἰ­δί­ως— εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο ἀ­δι­α­νό­η­τος καί ἀ­δύ­να­τος χω­ρίς τήν δη­μο­κρα­τι­κή πό­λη, ἄλ­λα καί ἀ­κα­τα­νό­η­τος ὡς φι­λό­σο­φος χω­ρίς τήν ἐ­πι­μο­νη πά­λη του ἐ­ναν­τίον τῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Αὐ­τά ὁ ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­στής (1933-1945) Χά­ιν­τεγ­κερ οὔ­τε θέ­λει οὔ­τε μπο­ρε­ϊ νά τά ἰδεῖ. (Ἕ­να ἀ­π’ τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς τύ­φλω­σης θά τό βροῦ­με πιό κά­τω, συ­ζη­τών­τας τό κεί­με­νο το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους). Oἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες το­ῦ Χά­ιν­τεγ­κερ φθά­νουν ὡς τήν συν­δυ­α­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς προ­φα­νοῦς στί­ξης το­ϋ κει­μέ­νου καί τοῦ πα­ρα­με­ρι­σμοῦ λέ­ξε­ων πού δεί­χνουν τό ἄ­το­πο αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ἔ­τσι, π.χ., δι­α­βά­ζει τούς στί­χους 360-361 τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης: παν­το­πό­ρος ἄ­πο­ρος, ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται ἀν­τί γιά παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον, γιά νά μπο­ρέ­σει νά με­τα­φρά­σει: «παν­τοῦ βα­δί­ζον­τας καί μέ­νον­τας στόν δρό­μο, χω­ρίς πεί­ρα καί χω­ρίς δι­έ­ξο­δο, φτά­νει στό μη­δέν», ἐ­ξω­φρε­νι­κή πα­ρα­βί­α­ση το­ῦ κει­μέ­νου, πού γιά νά ἀ­πο­κτή­σει μιά ἐ­πι­φα­νεια­κή ἀ­λη­θο­φά­νεια εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νη νά ἐ­ξα­λεί­ψει λά­θρα τίς λέ­ξεις τό μέλ­λον.
 
Με­ρι­κές ἀ­πό τίς αὐ­θαι­ρε­σί­ες καί τίς αὐ­θά­δει­ες τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ ἔ­χουν ἤ­δη ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἀ­πό τόν D. Cop. de Gibsson, κι αὖ­το μέ φέρ­νει στό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο πού θέ­λω νά ἀ­να­φέρω προ­κα­ταρ­κτι­κά. Ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ, ὁ ἴ­διος ὁ Cop. de Gibsson ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς ἐρ­γα­σί­ες καί τά συμ­πε­ρά­σμα­τα τῶν συγ­χρό­νων Γάλ­λων «δο­μι­κῶν» ἑλ­λη­νι­στῶν — Vernant, Detienne, Vidal-Naquet — σύμ­φω­να μέ τούς ὁ­ποί­ους «ἡ μορ­φή το­ῦ Ἕλ­λη­νος ἀν­θρώ­που... κα­θο­ρί­ζει τήν κα­τά­στα­ση (statut) το­ῦ ἀν­θρώ­που, το­πο­θε­τών­τας τόν σέ σχέ­ση μέ τόν θε­ό καί, σύ­στοι­χα, μέ τό ζῶ­ο» (σ. 65). Καί εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­το ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη το­ῦ ἀν­θρώ­που ὁ­ρί­ζε­ται, γε­νι­κά, ἀ­π’ τήν ὀρ­γα­νω­τι­κή δο­μή: ζῶ­α/ἄν­θρω­ποι/ θε­οί, πού κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο χα­ρά­ζει τά σύ­νο­ρά της ἀ­π’ τήν ἀ­νατο­λή το­ῦ ἑλ­λη­νι­κοῦϋ πο­λι­τι­σμοῦ (του­λά­χι­στον ἀ­π' τόν Ἡ­σί­ο­δο) ὡς τούς κλα­σι­κούς χρό­νους, καί πιό πέ­ρα ἀ­κό­μη (πρβλ. τό θη­ρί­ον ἤ θε­ός το­ῦ Ἀριστοτέλη). Ἡ δο­μή αὐ­τή, πού φαί­νε­ται αὐ­το­νό­η­τη γιά μας, πού βρι­σκό­μα­στε στή συ­νέ­χεια τῆς συγ­κρό­τη­σής της ἀ­π’ τούς Ἕλ­λη­νες, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου «αὐ­το­νό­η­τη». Ἄς σκε­φθο­ῦ­με. π.χ.. τούς Ἑ­βραί­ους, τούς Ἰν­δούς ἤ τούς Κι­νέ­ζους — ἤ τίς ἰν­δι­ά­νι­κες φυ­λές της Ἀμερικῆς, ὅ­που συ­χνά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μί­α «κυ­κλο­φο­ρί­α» ἀ­νά­με­σα στή ζω­ι­κή, ἀν­θρώ­πι­νη καί θε­ϊ­κή κα­τά­στα­ση, κυ­κλο­φο­ρί­α καί ὄ­χι τομή,
 
Ἀλλά ἡ δο­μή αὐ­τή εἶ­ναι ἁ­πλῶς τό πε­ρί­βλη­μα, τό κέ­λυ­φος, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται μί­α τε­ρά­στια — καί γιά μᾶς ἀ­πό­φα­σιστι­κή — κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀλ­λοι­ώ­νει τε­λεί­ως τήν ση­μα­σί­α τῶν ὅ­ρων/στοι­χεί­ων πού συγ­κρο­τοῦν τήν δο­μή αὐ­τή. Καί αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τήν ἀλ­λα­γή τῆς ση­μα­σί­ας — τοῦ ση­μα­σια­κοῦ μάγ­μα­τος — πού ἀ­φο­ρᾶ τό μέ­σο καί κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς δο­μῆς, δη­λα­δή τόν ἄν­θρω­πο. Ἀλλοίωση πού ἐ­πι­τε­λεῖται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά αὐ­το­γνω­σί­α, πού ἀ­κρι­βῶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει καί­ρια αὐ­τή τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἄν μεί­νου­με σ’ αὐ­τή τήν «δο­μι­κή» ἀντί­λη­ψη, κιν­δυ­νεύ­ου­με νά ἐ­πα­να­λά­βου­με τήν κρί­σι­μη πα­ρα­γνώ­ρι­ση πού μα­στί­ζει ἐ­πί αἰ­ῶ­νες τώ­ρα τήν προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νκοῦ κό­σμου. Κιν­δυ­νεύ­ου­με νά μι­λᾶ­με γιά τόν «Ἕλ­λη­να ἄν­θρω­πο», τήν «ἑλ­λη­νι­κή πό­λη», τήν «ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη τῆς φύ­σης» κτλ., ξε­χνών­τας ὅ­τι τό βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ὅ­τι εἶ­ναι ἱ­στο­ρί­α μέ τήν πιό ἐμ­φα­τι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ὅ­τι τό «πνεῦ­μα» τῶν Ἀρχαίων Ἑλ­λή­νων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­κρι­βῶς ὡς ἀλ­λα­γή, αὐ­το-αλ­λοί­ω­ση, αὐ­το-θέ­σμι­ση — ὅ­λες συνυ­φα­σμέ­νες μέ τήν προ­σπά­θεια τῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, πού εἶ­ναι συ­νε­χής ἐ­νέρ­γεια, ἐρ­γα­σί­α, δι­α­δι­κα­σί­α καί ὄ­χι στα­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.
 
Μί­αν ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βου­με ἀ­να­λύ­ον­τας καί συγ­κρί­νον­τας τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου καί τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Ἡ πα­ρα­βο­λή τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν μᾶς δεί­χνει κα­θα­ρά μί­αν ὀν­το­λο­γι­κή ἀ­να­τρο­πή τε­ρά­στιας βα­ρύ­τη­τας, ποὐ συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα στά εἴ­κο­σι αὐ­τά χρό­νια.
 
Τό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος δέν δι­α­τυ­πώ­νε­ται ὡς ἐ­ρώ­τη­μα στίς δύ­ο τρα­γω­δί­ες, ὅ­πως θά συ­νέ­βαι­νε σέ ἕ­να φι­λο­σο­φι­κό κεί­με­νο. Τό ἐ­ρώ­τη­μα ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται στίς τρα­γω­δί­ες καί συ­νά­γε­ται ἀ­π’ τό ὅ­τι τοῦ δί­νε­ται μί­α ἐ­κτε­νής ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἀ­παν­τά­ει στήν ὑ­πόρ­ρη­τη ἐ­ρώ­τη­σή του μέ μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α. Ἡ ἀν­θρω­πο­γο­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι μυ­θι­κή, ὄ­χι μέ μιά ἁ­πλῶς ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἔν­νοι­α — ἐ­πει­δή ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ ἕ­να μύ­θο, τόν μύ­θο τοῦ Προ­μη­θέ­α, καί τόν ξα­νάχρη­σι­μο­ποι­εῖ. Εἶ­ναι μυ­θι­κή μέ τήν βα­θύ­τε­ρη, φι­λο­σο­φι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου: ἀ­παν­τά­ει στό ἐ­ρώ­τη­μα τό σχε­τι­κό μέ τόν ἄν­θρω­πο παρα­πέμ­πον­τας στήν προ­έ­λευ­σή του καί πα­ρου­σι­ά­ζον­τας μί­αν ἀ­φήγη­ση: ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι, δι­ό­τι κά­πο­τε, πο­λύ πα­λιά (πέ­ρα ἀ­πό κά­θε δυ­να­τή ἐμ­πει­ρι­κή βε­βαί­ω­ση ἤ ἀ­να­σκευ­ή) συ­νέ­βη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν συ­νή­θη μας πεί­ρα. Ἕ­να ὑ­πε­ράν­θρω­πο ὄν, ὁ Προ­μη­θέ­ας, ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τά πού τούς ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τι ἀν­θρώ­πους. Ὁρισμός τοῦ μύ­θου: ἡ ἀ­φή­γη­ση τῆς προ­έ­λευ­σης ἀ­παν­τᾶ στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία. Στόν Σο­φο­κλῆ, ὅ­πως θά δοῦ­με, ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς οὐ­σί­ας ἀ­παν­τᾶ καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία, καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν προ­έ­λευ­ση. Ἡ οὐ­σί­α το­ῦ ἀν­θρώ­που, τό δει­νόν, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α του.
 
Ἄς κοι­τά­ξου­με ἀ­πό πιό κον­τά τό κεί­με­νο το­ῦ Αἰ­σχύ­λου. Ἡ ἀνθρω­πο­γο­νί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ ὡς τό ἔρ­γο το­ῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης του. Ἡ ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή ἀ­πορ­ρέ­ει, μέ τήν σει­ρά της, ἀ­πό μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή σύγ­κρου­ση τῶν ὑ­πε­ράν­θρω­πων δυ­νά­με­ων — σύγ­κρου­ση ἀ­νά­με­σα στόν Δί­α καί στόν Προ­μη­θέ­α. Ὁ Ζεύς ἤ­θε­λε νά κα­τα­στρέ­ψει τούς ἄν­θρω­πους (σ. 231-236), ὁ Προ­μη­θεύς ἀ­πο­φα­σί­ζει νά τούς σώ­σει — καί τούς σώ­ζει, με­τα­βι­βά­ζον­τας σ’ αὐ­τούς ἕ­να μέ­ρος ἀ­π’ τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ πράτ­τειν/ποι­ε­ῖν πού ἦ­ταν, ὡς τό­τε, ἀ­πο­κλει­στι­κά κτῆ­μα τῶν θεί­ων δυ­νά­με­ων.
 
Δέν εἶ­ναι ἄ­σκο­πο νά ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ αὐ­τή ἡ θέ­λη­ση κα­τα­στρο­φῆς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, πού ὁ Αἰ­σχύ­λος μέ ἔμ­φα­ση κα­τα­λο­γί­ζει στόν Δί­α. Οἱ κα­τά τόν Αἰ­σχύ­λο λό­γοι, ἤ τά κί­νη­τρα τοῦ Διός, μᾶς μέ­νουν ἄ­γνω­στα. Πι­θα­νόν εἶ­ναι ὁ ποι­η­τής νά τούς εἶ­χε πε­ρίγρά­ψει στόν Προ­μη­θέ­α Πυρ­φό­ρο, πού δέν τόν ἔ­χου­με.
 
Ποι­ά ἦ­ταν ἡ κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πρίν ἀ­π’ τήν ἐ­πέμ­βασή τοῦ Προ­μη­θέ­ως; Ἔμ­με­ση καί ἐξ ἀν­τι­θέ­σε­ως ἀ­πάν­τη­ση στήν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή δί­νε­ται φυ­σι­κά μέ τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ὅ­σων δέν εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι στήν πρω­τό­γο­νη κα­τά­στα­σή τους (248-254, 458-506). Ἀλλά ὁ Αἰ­σχύ­λος δί­νει καί μί­α ἄ­με­ση ἀ­πάν­τη­ση, μέ τήν θε­τι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς προα-ν­θρώ­πι­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας (248-254, 443-457). Ἡ πε­ρι­γρα­φή αὐ­τή, ἰ­δί­ως στούς στ. 443-457, εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κή. Ἡ προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ὅ­πως τήν πα­ρου­σιά­ζει ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­πί­στευ­τη. Εἶ­ναι τε­λεί­ως φαν­τα­στι­κή, χω­ρίς κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κή «ἀ­λη­θο­φά­νεια» ἤ φρον­τί­δα γιά μιά τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­λη­θο­φά­νεια.
 
Οἱ «ἄν­θρω­ποι» αὐτοί, ἄν μπο­ροῦν νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἔ­τσι, εἶ­ναι σάν ἀ­νυ­πό­στα­τες σκι­ές — θυ­μί­ζουν τά ζόμ­πι τῆς σύγ­χρο­νης φαν­τα­στι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­βλε­παν χω­ρίς νά βλέ­πουν, χω­ρίς νά τούς ὠ­φε­λεῖ αὐ­τό πού βλέ­πουν (μά­την), ἄ­κου­γαν χω­ρίς νά ἀ­κοῦ­νε, καί ὀ­νει­ρά­των ἀ­λίγ­κιοι μορ­φα­ῖ­σι, πα­ρό­μοι­οι μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων, περ­νοῦ­σαν τήν μα­κριά ζω­ή τους χω­ρίς κα­μί­α τά­ξη, στήν τύ­χη (εἰ­κῇ). Ζο­ῦ­σαν κά­τω ἀ­π’ τήν γῆ, μέ­σα σ’ ἀ­νή­λια σπή­λαι­α, δέν μπο­ροῦ­σαν νά ξε­χω­ρί­σουν χει­μώ­να, ἄ­νοι­ξη καί κα­λο­καί­ρι, καί ἄ­τερ γνώ­μης τό πᾶν ἐ­πρασ­σον: ἔ­κα­ναν τά πάν­τα χω­ρίς σκέ­ψη, χω­ρίς νοῦ. Καί (στ. 248· θά ἐ­πα­νέλ­θω στήν ἑρ­μη­νεί­α αὐ­το­ῦ τοῦ στί­χου) δέν προ­έ­βλεπαν — δέν ἤ­ξε­ραν — τόν θά­να­το.
 
 Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή εἶ­ναι τε­λεί­ως ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κή — καί γιά μας καί γιά τήν ἐ­πο­χή τοῦ Αἰ­σχύ­λου. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ οὔ­τε γιά ὑ­περ­πρω­τό­γο­νους ἄ­γριους, οὔ­τε γιά κα­νέ­να δυ­να­τό καί συλ­λη­πτό ζω­ο­λο­γι­κό εἶ­δος. Οὔ­τε γιά τούς πι­θή­κους, οὔ­τε κάν γιά τά μυρ­μήγ­κια — πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν στ. 453 — θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι μοιά­ζουν μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων κι ὅ­τι βλέ­πουν χω­ρίς νά βλέ­πουν. Ἡ πρό-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας δέν εἶ­ναι, γιά τόν Αἰ­σχύ­λο, μιά συ­νη­θι­σμέ­νη ζω­ι­κή κα­τά­στα­ση. Ἀ­π’ τήν βι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι τε­ρα­τώ­δη καί ρι­ζι­κά ἀ­νί­κα­να πρός ζω­ή. Ἄν εἶ­χαν πο­τέ ἐμ­φα­νι­σθε­ΐ, δέν θά εἶ­χαν μπο­ρέ­σει νά ἐ­πι­ζή­σουν πέ­ρα ἀ­π’ τήν δεύ­τε­ρη γε­νε­ά - δέν χρει­ά­ζε­ται ἡ δαρ­βι­νι­κή θε­ω­ρί­α γιά νά τό συμ­πε­ρά­νει κα­νείς.
 
 Καί ὅ­μως, ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ Αἰ­σχύ­λου πα­ρου­σιά­ζει κά­τι πού εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἀ­π’ τό πραγ­μα­τι­κό: δί­νει τήν κα­τά­στα­ση τοῦ ἀνθρώπου πρίν ἤ ἔξω ἀπ’τη θέσμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς — τῶν τε­γνῶν, τῆς ἐρ­γα­σί­ας, τοῦ λό­γου. Αὐ­τό πού πε­ρι­γρά­φε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­πως θά ἦ­ταν, ἄν εἶ­χε σῶ­μα βέ­βαι­α, καί ψυ­χή — ἀλ­λά ὄχγι γνώμ­η. Εἶ­ναι αὐ­τό πού θά ὀ­νο­μά­ζα­με σή­με­ρα τό πρω­ταρ­χι­κό ἀ­συ­νεί­δη­το, ἡ ἀ-λο­γι­κό­τη­τα καί ἀ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ψυ­χι­κῆς μο­νά­δας. Μιά κα­τά­στα­ση πού μό­νο λο­γι­κά καί ὑ­πο­θε­τι­κά μπο­ροῦ­με νά τήν σκε­φτοῦ­με, πού μοιά­ζει μέ μορ­φή ὀ­νεί­ρου — καί πού εἶ­ναι γε­μά­τη μορ­φές ὀ­νεί­ρων — , ἀ­φαι­ρε­τι­κά: τί καί πῶς θά ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος, χω­ρίς γνώ­μη καί χω­ρίς τέ­χνη. ­Ὀ­νο­μά­ζω αὐ­τή τήν ἀ­φαί­ρε­ση ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀ­π’ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί μό­νο αὐ­τή μας ἐ­πι­τρέ­πει νά συλ­λά­βουμε ὅ­λα ὅ­σα, στόν ἄν­θρω­πο, προ­έρ­χον­ται ἀ­π’ αὐ­τό πού εἶ­ναι πέ­ρα ἀ­π’ τό πρω­ταρ­χι­κό του δε­δο­μέ­νο, τήν ψυ­χή, καί πού ἀ­νά­γε­ται στήν κοι­νω­νι­κή του δι­ά­στα­ση, σ’ αὐ­το πού γιά μᾶς εἶ­ναι ἡ θέ­σμι­ση τῆς γνώ­μης καί τῆς τέ­χνης, καί πού γιά τόν Αἰ­σχύ­λο εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Προ­μη­θέ­ως, πού ἔ­κα­νε τούς ἀν­θρώ­πους, νη­πί­ους ὄν­τας τό πρίν, ἔν­νους... καί φρε­νῶν ἐ­πηβό­λους (στ. 442-443).
 
 Στήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση καί πε­ρι­γρα­φή τῶν δώ­ρων τοῦ Προ­μη­θέ­ως πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ (457-506) θά ἦ­ταν κα­τ’ ἀρ­χήν γε­λοῖ­ο νά προ­σπα­θή­σου­με νά βροῦ­με μιά συ­στη­μα­τι­κή, λο­γι­κό-φι­λο­σο­φι­κή τά­ξη. Καί ὅ­μως, ἡ τά­ξη τῆς ἔκ­θε­σης, ὅ­πως καί τό τί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τί ἄ­φη­νει ἔ­ξω, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά θε­ω­ρη­θοῦν τυ­χαί­α. Ὁ Προ­μη­θεύς ἀρ­χί­ζει μι­λών­τας γιά τίς ἀ­να­το­λές καί τίς δυ­σκρί­τους δύ­σεις τῶν ἄ­στρων. Ἀ­να­το­λές καί δύ­σεις ἐ­δῶ πρέ­πει νά εἶ­ναι καί οἱ κυ­ρί­ως λε­γά­με­νες ἀ­να­το­λές, ἀλ­λά ἀ­σφα­λῶς καί οἱ ἐ­πι­το­λές — οἱ στιγ­μές τοῦ ἔ­τους ὅ­που ἕ­να ἀ­στέ­ρι ξα­να­εμ­φα­νί­ζε­ται στόν ἐ­τή­σιο κύ­κλο του καί ἐ­πι­τρέ­πει ἔ­τσι νά κα­θο­ρι­σθοῦν οἱ ἐ­πο­χές το­ῦ ἔ­τους. Ἡ ἁ­πλή ἀ­να­το­λή καί δύ­ση το­ῦ ἡ­λίου ἤ καί ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄ­στρου δέν εἶ­ναι δύ­σκρι­τος, καί ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῶν προ-αν­θρώ­πι­νων ἀν­θρώ­πων νά δι­α­κρί­νουν τίς ἐ­πο­χές ἔ­χει ἀ­να­φερ­θε­ῖ ἀ­μέ­σως πρίν (454-456). Ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει ἔ­τσι στούς ἀν­θρώ­πους τά ση­μά­δια, τά στα­θε­ρά ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, διά τῶν ὁ­ποί­ων καί μό­νο γί­νε­ται δυ­να­τή καί ἡ σύλ­λη­ψη καί ἡ μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Ἡ μέ­τρη­ση αὐ­τή, το­ῦ χρό­νου καί τῶν πάν­των ὅ­σα εἶ­ναι με­τρή­σι­μα, ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν: ἀ­ριθ­μόν, ἔ­ξο­χον σο­φι­σμά­των, ἔ­ξη­ϋ­ρον αὐ­τοῖς. Πῶς μ’ αὐ­τή τήν σύ­ζευ­ξη τοῦ χρό­νου καί τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, νά μή θυ­μη­θεῖ κα­νείς τόν Ἀριστοτέλη: χρό­νος ἔ­στι ἀ­ριθ­μός κι­νή­σε­ως κα­τά τό πρό­τε­ρον καί ὕ­στε­ρον (Φύσ. Δ, 219 bl-2· 220 e3-4); Γιά νά ὑ­πάρ­ξει ἀ­ρίθ­μη­ση, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑπάρ­ξει ὁ­ρι­σμός καί κα­θο­ρι­σμός τῶν χω­ρι­στῶν. Καί ἀν­θρω­πό­τη­τα χω­ρίς ἀ­ριθ­μη­τι­κή εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη.
 
Ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν ἔρ­χον­ται οἱ γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των, μου­σο­μή­το­ρ’ ἐρ­γά­νην: οἱ συν­θέ­σεις ἤ συμ­πλο­κές χα­ραγ­μέ­νων ἤ ζω­γρα­φι­σμέ­νων ση­μεί­ων, πού μπο­ροῦν νά ἐν­σω­μα­τώ­σουν κά­θε μνή­μη καί νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν κά­θε ἐρ­γα­σί­α πού γεν­νά­ει τίς Μοῦ­σες, αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με τέ­χνες καί γνώ­σεις.
 
 Ὕ­στε­ρα ἀ­π’ αὐ­τό τό δῶ­ρο τῆς σύλ­λη­ψης τοῦ χρό­νου, τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ καί τῶν (τε­χνη­τῶν) ση­μεί­ων πού στη­ρί­ζουν καί ἐν­σαρ­κώ­νουν τήν μνή­μη, ἔρ­χον­ται οἱ πα­ρα­γω­γι­κές τέ­χνες, ἡ τε­χνι­κή, ὅ­πως λέ­με σή­με­ρα. Δέν θά σχο­λιά­σω ἐ­δῶ αὐ­τή τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση (462-469, 500-503). Θά ση­μει­ώ­σω μό­νο τήν ἐμ­φα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά στήν ἰ­α­τρι­κή (μέ­γι­στον, 478-483), καί τήν δι­ε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς μαν­τι­κῆς καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), στήν ὅ­ποι­α θά ἐ­πα­νέλ­θω. Ὁ στί­χος πού τε­λει­ώ­νει τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ἔ­χει βα­ρύ νό­η­μα: πᾶ­σαι τέχναι βρο­το­ῖ­σιν ἐκ Προ­μη­θέ­ως (506). Τό ἀ­ξί­ω­μά μας, σ’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­λυ­ση, εἶ­ναι ὅ­τι παίρ­νου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά. Τό πᾶ­σαι τέχναι ἰ­σο­δυ­νά­μει μέ τό πά­σα τέ­χνη. Ὅ Προ­μη­θεύς δέν ἔ­δω­σε στούς ἄν­θρω­πους με­ρι­κά στοι­χεῖ­α, ἄ­π’ τά ὁ­ποῖ­α αὐ­τοί συ­νέ­θε­σαν καί συ­ναρ­μο­λό­γη­σαν τά ὑ­πό­λοι­πα, ἀ­π’ αὐ­τον (ἐκ) προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέχναι. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρεῖ βέ­βαι­α νά ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι στίς ἡ­μέ­ρες του συ­νε­χῶς τε­λει­ο­ποι­οῦν­ταν δι­ά­φο­ρες τέ­χνες (κι ὅ­τι ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ἀλ­λά­ξει τήν ἴ­δια του τήν τέ­χνη). Αὐ­τό γιά τό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται ἐ­δῶ λό­γος εἶ­ναι ἡ συ­νο­λι­κή ρή­ξη μέ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση καί ἡ ἐ­ξαίφ­νης ἀ­νά­δυ­ση τῆς τέ­χνης ὡς τέ­τοι­ας. Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει βαθ­μια­ῖο καί χι­λι­ο­στο­με­τρι­κό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τόν μή χρό­νο στόν χρό­νο, ἀ­π’ τόν μή ἀ­ριθ­μό στόν ἀ­ριθ­μό. Ὁ ἀ­ριθ­μός ἤ ὑ­πάρ­χει ἤ δέν ὑ­πάρ­χει· ἡ ὕ­παρ­ξη μι­σοῦ ἤ ὀ­λί­γου ἀ­ριθ­μοῦ (καί ἡ «πρό­ο­δος», π.χ., σ­τά τρί­α τέ­ταρ­τα καί με­τά σ­τόν ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­ριθ­μό) εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη. Μιά καί ὁ ἀ­ριθ­μός ὑ­πάρ­ξει, μπο­ροῦ­με με­τά νά ἀ­ριθ­μή­σου­με ὁ­λο­έ­να καί με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­ριθ­μούς — ἤ ἄλ­λα εἴ­δη ἀ­ριθ­μῶν. Τό ἴ­διο καί μέ τήν τέ­χνη (στήν πρω­ταρ­χι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου): ἤ ὑ­πάρ­χει, ἤ δέν ὑ­πάρ­χει. Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῆς τέ­χνης δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι πα­ρά πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν μή τέ­χνη στήν τέ­χνη, ρή­ξη, ἀ­πό­λυ­τη ἑ­τε­ρό­τη­τα πού δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται βαθ­μούς. Ἀπότομα καί συ­νο­λι­κά περ­νᾶ­με ἀ­π’ τό ἕ­να ἐ­πί­πε­δο στό ἄλ­λο — ὅ­σο πρω­τό­γο­νο καί νά εἶ­ναι ἐ­τοῦ­το ἐ­δῶ. Ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση δέν ὑ­πάρ­χει βαθ­μια­ία καί μέ­ρος κα­τά μέ­ρος με­τά­βα­ση (ἄς θυ­μη­θοῦ­με τήν γλώσ­σα!). Ἡ με­τά­βα­ση γί­νε­ται ἤ δέν γί­νε­ται, ὅ­ταν γί­νε­ται εἶ­ναι κα­θο­λι­κή ἑ­τέ­ρω­ση — δη­λα­δή δη­μι­ουρ­γί­α. Αὐ­τήν τήν δη­μι­ουρ­γί­α ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρε­ΐ νά τήν σκε­φθεῖ — ὅ­πως θά κά­νει ὁ Σο­φο­κλής — ὡς αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ξέ­ρει ὅ­μως ὅ­τι δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιᾶς ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε σώ­ρευ­σης, κι αὐ­τό τό ἐκ­φρά­ζει μέ τήν πρά­ξη τοῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­π’ τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέ­χναι.
 
 Ἐπανέρχομαι στό ἐ­κτε­νές χω­ρί­ο πού ἀ­φο­ρᾶ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), καί πού θά χρει­α­ζό­ταν ἐ­πί­σης ἐ­κτε­νή σχο­λια­σμό, γιά νά ση­μει­ώ­σω μό­νο με­ρι­κά στοι­χεῖ­α καί ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ἡ πρώ­τη δι­α­πί­στω­ση — πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται καί πού ἁ­πλῶς πα­ρα­θέ­τω ἐ­δῶ — εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ὀγ­κώ­δης καί κα­τα­πλη­κτι­κή: ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει γιά τήν μαν­τι­κή καί ὄ­χι γιά τήν θρη­σκεί­α, ἀ­να­φέρει μό­νο ἀ­κρο­θι­γῶς τους θε­ούς, κι αὐ­τό μέ­σα σέ μί­α ὠ­φε­λι­μι­στι­κή προ­ο­πτι­κή. Τά ἐν­τό­σθια τῶν μαν­τι­κῶν σφα­γί­ων πρέ­πει νά ἐ­ξε­τάζον­ται γιά νά φα­νεῖ ἄν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα δαί­μο­σιν πρός ἡ­δο­νήν (494). Ἀκόμα μί­α φο­ρά, δέν λέ­ω ὅ­τι αὐ­τά «ἐ­πί­στευ­ε» ὁ Αἰ­σχύ­λος· λέ­ω ὅ­τι οἱ σκέ­ψεις αὐ­τές —ὅ­πως καί ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ Διός σάν σκαι­ῆς τυ­ραν­νί­ας, ἤ τοῦ Διός σάν ἐ­φή­με­ρου τυ­ράν­νου κα­τα­δι­κα­σμέ­νου νά πέ­σει κι αὐ­τός μέ τήν σει­ρά του — ἦ­ταν, ὅ­πως καί ἡ δη­μό­σιά τους ἔκ­φρα­ση, δυ­να­τές καί δι­α­νο­η­τές γιά τούς Ἀ­θη­ναί­ους του 460.
 
 Τό ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο ἀ­φο­ρᾶ τό μῆ­κος, τήν θέ­ση καί τήν ἀ­νάγ­κη αὐτῆς τῆς πε­ρι­γρα­φῆς. Τό χω­ρί­ο εἶ­ναι τό ἐ­κτε­νέ­στε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα τά ἄλ­λα αὐ­τῆς της ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας (16 στί­χοι). Για­τί; Καί για­τί ἐ­δῶ; Καί για­τί ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το;
 
 Νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ ἀ­πάν­τη­ση — ἀ­σφα­λῶς ἐλ­λι­πής — σ’ αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα βρί­σκε­ται στήν σχέ­ση το­ϋ ἀν­θρώ­που μέ τόν χρό­νο — καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τό μέλ­λον. Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους τήν σύλ­λη­ψη καί τήν μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Τούς ἔ­δω­σε ἐ­πί­σης τό μέ­σο γιά νά ἱ­δρύ­σουν μιά σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν: γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των. Μέ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων, τούς ἐ­πι­τρέ­πει μιά σχέ­ση μέ τό μέλ­λον, ὁ­δη­γών­τας τους στήν δυστέκ­μαρ­τον τέ­χνην καί κά­νον­τάς τους νά κα­τα­λα­βαί­νουν τά φλο­γω­πά σή­μα­τα (497-498).
 
 Ἀπ’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει σύλ­λη­ψη το­ῦ χρό­νου, ὑ­πάρ­χει ὁ ὁ­ρί­ζον­τας τοῦ μέλ­λον­τος καί οἱ βα­σι­κοί του κα­θο­ρι­σμοί: ἡ ἀ­βεβαι­ό­τη­τα, ἡ ἀ­να­μο­νή, ἡ ἐλ­πιίδα. Γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν αὐ­τό τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦϋ μέλ­λον­τος, ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει στούς ἄν­θρω­πους τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων.
 
 Αὐ­τό τό σύμ­πλεγ­μα ἰ­δε­ῶν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει καί μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με σ’ ἕ­να προ­η­γού­με­νο, θε­με­λι­ώ­δους ση­μα­σί­ας χω­ρί­ο, πού δέν τό ἐ­θί­ξα­με ἕ­ως τώ­ρα. Πρό­κει­ται γιά τούς στί­χους 247-252, πού πε­ρι­έ­χουν καί τήν πρώ­τη ἀ­να­φο­ρά (με­τά ἀ­π’ τούς στί­χους 235-236 ὅ­που ὁ Προ­μη­θεύς λέ­ει ὅ­τι ἐλύ­τρω­σε τούς θνη­τούς ἀ­π’ τήν ἐ­ξο­λό­θρευ­ση πού τούς προ­ε­τοί­μα­ζε ὁ Ζεύς) στά ὅ­σα ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­κα­νε γιά χά­ρη τῶν ἄν­θρω­πων. Τό πρῶ­το αὐ­τό — πρίν καί ἀ­πό τό δό­σι­μο τῆς φω­τιάς — πε­ρι­γρά­φε­ται στήν στι­χο­μυ­θί­α 248-251, πού πρέ­πει νά πα­ρα­τε­θεῖ ἐ­δῶ, καί λό­γω τῆς ση­μα­σί­ας της, καί δι­ό­τι ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη με­τά­φρα­σή της μο­ῦ φαί­νε­ται τε­λεί­ως πα­ρά­λο­γη.
 
Προ­μη­θεύς: Θνη­τούς γ' ἔ­παυ­σα μή προ­δέρ­κε­σθαι μό­ρον.
Χο­ρός: Τό ποι­όν εὑ­ρών τῆσ­δε φάρ­μα­κον νό­σου;
 Προ­μη­θεύς: Τυ­φλᾶς ἐν αὐ­τοῖς ἐλ­πί­δας κα­τῴ­κι­σα.
 Χο­ρός: Μέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα το­ῦ­τ’ ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς.
 
Ὅ πρῶ­τος στί­χος με­τα­φρά­ζε­ται συ­νή­θως: ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σα τούς ἄν­θρω­πους ἀ­π’ τήν πρό­βλε­ψη τοῦ θα­νά­του. Ἡ με­τά­φρα­ση αὐ­τή, πρῶ­τον, εἶ­ναι με­τω­πια­ία ἀν­τι­φα­τι­κή μέ τήν πε­ρι­γρα­φή πού κά­νει ὁ Προ­μη­θεύς τῆς προ­αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης (447 κ. ε.) Στούς στί­χους πού ἐ­ξε­τά­ζου­με πρό­κει­ται σα­φῶς γιά τό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Τό δό­σι­μο τῆς φω­τιᾶς ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τό­πιν (στ. 252). Πῶς θά ἦ­ταν νο­η­τό τά ὄν­τα αὐ­τά, πού δέν ἔ­χουν κάν ἔν­νοι­α το­ῦ χρό­νου, νά «προ­βλέ­πουν» τόν θά­να­τό τους; Πῶς μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λο­γί­σου­με στόν Αἰ­σχύ­λο μιά τό­σο ἀ­πα­ρά­δε­κτη ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α; Δεύ­τε­ρον, βιά­ζει τήν σα­φῆ ἔν­νοι­α τοῦ κει­μέ­νου (γιά νά κο­λα­σθε­ῖ, πρέ­πει νά ἀ­πο­δο­θεῖ, τε­χνη­τά, στό μή τό συμ­πε­πτυγ­μέ­νο νό­η­μα ἵ­να μή). Τό κεί­με­νο λέ­ει: Ἔ­βα­λα τέ­λος στήν κα­τά­στα­ση ὅ­που οἱ θνη­τοί δέν προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­το (αὐ­το- νό­η­το, ἀ­φοῦ ἐζοῦ­σαν ἄ­τερ γνώ­μας). Ὄ­χι βέ­βαι­α μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τῆς ὥ­ρας καί τῆς στιγ­μῆς, ἄλ­λα μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τοῦ γε­γο­νό­τος: ἔ­μα­θα στούς θνη­τούς ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Τρί­τον, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀ­πο­δο­θε­ῖ στόν Προ­μη­θέ­α ἡ ἐ­ξω­φρε­νι­κή ἰ­δέ­α ὅ­τι τούς θνη­τούς αὐ­τούς (πού προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­τό τους, ἐ­νῶ ταυ­το­χρό­νως βλέ­πον­τες ἔ­βλε­πον μά­τη­ν!) τους ἔ­κα­νε νά μήν ξέ­ρουν πιά ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἄν ὑ­πάρ­χει κά­τι πού εἶ­ναι βέ­βαι­ο γιά τούς ἀν­θρώ­πους, καί πάν­τως γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες, εἶ­ναι ἡ θνη­τό­τη­τά τους· ἀ­π’ τόν Ὅ­μη­ρο ὡς τό τέ­λος τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς τρα­γω­δί­ας, ἡ βε­βαί­ω­ση τοῦ θε­με­λια­κοῦ αὐ­τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ της ἀνθρώ­πι­νης ὀν­τό­τη­τας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α.
 
Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­μα­θε στούς ἄν­θρω­πους τήν ἀ­λή­θεια — ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί καί, κα­τά τήν πραγ­μα­τι­κή καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­λη­θι­νή ἀρχαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα καί τε­λε­σί­δι­κα θνη­τοί. Ἀλλά τό νά εἶ­σαι θνη­τός, καί νά τό ξέ­ρεις, εἶ­ναι, ὅ­πως λέ­ει στόν ἑ­πόμε­νο στί­χο ὁ χο­ρός, νό­σος, γιά τήν ὁ­ποί­α χρει­ά­ζε­ται ἕ­να φάρ­μα­κον. Τό φάρ­μα­κο αὐ­τό τό βρῆ­κε καί τό ἔ­δω­σε ὁ Προ­μη­θεύς: ἐγ­κατέ­στη­σε μέ­σα στούς ἄν­θρω­πους τυφλᾶς ἐλ­πί­δας. Τυ­φλές ἐλ­πί­δες, σκο­τει­νές προσ­δο­κί­ες, φροῦ­δες ἀ­να­μο­νές· τά ὄ­πλα — τε­λι­κά μά­ται­α — μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἄν­θρω­πος μά­χε­ται τήν θνη­τό­τη­τά του, πού ἀλ­λι­ῶς θά τοῦ ἦ­ταν ἀ­βά­στα­χτη. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ὁ χο­ρός ἀ­παν­τά­ει: Μέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα τοῦ­το ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς, ἡ ἀ­πάν­τη­ση δέν εἶ­ναι εἰ­ρω­νι­κή. Ἄν ἦ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βγοῦν ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, ἔ­πρε­πε νά ξέ­ρουν τήν πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α ἀ­λή­θεια, ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἡ ἀ­λή­θεια αὐ­τή θά μπο­ροῦ­σε νά τούς συν­τρί­ψει (ὅπως τό­σο συ­χνά μας συν­τρί­βει). Τό ἀν­τί­βα­ρο εἶ­ναι οἱ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Οἱ ἐλ­πί­δες αὐ­τές δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ κα­μί­α «θε­τι­κή» ἀ­θα­να­σί­α (ὅ­πως τό ξέ­ρου­με ἀ­π’ τή «Νέ­κυι­α» τῆς Ὀ­δύσ­σειας). Σχε­τί­ζον­ται μέ ὅ­σα κά­νει καί μπο­ρεῖ νά κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος σέ τού­τη τήν ζω­ή. Φυ­σι­κά εἶ­ναι τυ­φλές, μιά καί τό μέλ­λον εἶ­ναι ἄ­γνω­στο καί οἱ θε­οί φθο­νε­ροί. Ἀλλά αὐτά τά δύ­ο συ­να­παρ­τί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο — του­λά­χι­στον τόν Ἀρχαῖο Ἕλ­λη­να: ἡ γνώ­ση τοῦ θα­νά­του, καί ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἑ­νός ποι­εῖν-πράτ­τειν πού ἡ γνώ­ση αὐ­τή τό κεν­τρί­ζει ἀν­τί νά τό πνί­γει. Ἡ Ἀρχαία Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ἡ λαμ­πρό­τε­ρη ἀ­πο­δεί­ξη τῆς δυ­να­τό­τη­τας νά με­τα­τρα­πε­ΐ αὐ­τή ἡ ἀν­τι­νο­μί­α σέ πη­γή δη­μι­ουρ­γί­ας.
 
Ἀθήνα, 442. Οἱ Τρι­α­κον­τα­ε­τεῖς Σπον­δές μέ τούς Πε­λο­πον­νη­σί­ους, 446/445, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν καί ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῶν Ἀθηναίων. Τό 450 ὁ Φει­δί­ας στή­νει ἐ­πά­νω στήν Ἀκρόπολη τό τε­ρά­στιο μπρούν­τζι­νο ἄ­γαλ­μα τῆς Ἀ­θη­νᾶς, πού φαι­νό­ταν, λέ­νε, ἀ­π’ τό Σού­νιο. Ἡ οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ Παρ­θε­νῶ­νος ἄρ­χι­ζει τό 447, τε­λει­ώ­νει τό 438. Τό Ὠ­δε­ῖο του Πε­ρι­κλέ­ους οἰ­κο­δο­μεῖ­ται τό 443. Τά Μα­κρά Τεί­χη, τε­λει­ω­μέ­να τό 456, ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται ἐν μέ­ρει τό 445. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἔ­χει ἤ­δη ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν Ἀθήνα, ὅ­που πι­θα­νό­τα­τα ἐ­διάβα­σε, δη­μό­σια, μέ­ρη τῆς Ἱστορίας, καί ὁ Σο­φο­κλῆς θά γρά­ψει γι’ αὐ­τον ἕ­να ποί­η­μα τό 441. Ἀνάμεσα στούς ἄλ­λους με­γά­λους, πού ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τήν Ἀθήνα ἤ μέ­νουν ἐ­κεῖ, πρέ­πει νά ἀ­να­φερ­θεῖ ὁ Πρω­τα­γό­ρας — ὁ Πρω­τα­γό­ρας τοῦ πάν­των χρημά­των μέ­τρον ἄν­θρω­πος, ὁ Πρω­τα­γό­ρας πού εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς ὁ ἴ­διος ἐκ­θέ­σει μιά ἀν- θρω­πο­γο­νί­α, τήν ὁ­ποί­α νο­μί­ζω ὅ­τι πε­ρί­που πι­στά ἀ­πο­δί­δει ὁ Πλά­των στόν ὁ­μώ­νυ­μο δι­ά­λο­γο καί ὅ­που πε­ρι­έ­γρα­φε καί τήν δι­α­δο­χι­κή ἐ­πι­νό­η­ση ἀ­π’ τούς ἄν­θρω­πους τῶν τε­χνῶν καί τῶν γνώ­σε­ων, καί τήν ἴ­ση κα­τα­νο­μή ἀ­νά­με­σά τους τῆς πο­λι­τι­κῆς φρό­νη­σης, πού στη­ρί­ζει τήν δη­μο­κρα­τί­α. Τό 444/443 οἱ Ἀθηναῖοι, κι­νού­με­νοι ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τάς ἀ­στυ­νό­μους ὀρ­γάς ( Ἀν­τι­γό­νη 354-355), ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά ἱ­δρύ­σουν μιά πα­νελ­λη­νι­κή ἀ­ποι­κί­α στούς Θου­ρί­ους, στήν Ἰταλία, στήν θέ­ση τῆς Συ­βά­ρε­ως. Ὡς νο­μο­θέ­τη της δι­α­λέ­γουν τόν, μή Ἀθηναῖο, Ἀβδηρίτη Πρω­τα­γό­ρα. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἔ­χει πε­θά­νει στήν Σι­κε­λί­α, ὁ Σο­φο­κλῆς (γεν­νη­μέ­νος τό 496 στόν Κο­λω­νό) τόν εἶ­χε νι­κή­σει στά Δι­ο­νύ­σια τοῦ 468. Τό 443/42, ἐ­πο­χή πού γρά­φει ἤ τε­λει­ώ­νει τήν Ἀν­τι­γό­νη (53 χρο­νῶν), ἔ­χει ἐ­κλε­γεῖ ἀ­π’ τούς Ἀθηναίους Ἑλλη­νο­τα­μί­ας. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης λαμ­βά­νει μέ­ρος στούς τρα­γι­κούς ἀ­γῶ­νες ἤ­δη ἀ­πό τό 455 καί θά νι­κή­σει γιά πρώ­τη φο­ρά τό 441.
 
Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λα­ός γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Πε­ρι­κλῆς θά πε­ῖ, δώ­δε­κα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα: πᾶ­σαν γῆν καί πᾶ­σαν θά­λασ­σαν ἐ­σβα­τόν τῇ ἡ­μέ­τε­ρᾳ τόλ­μῃ κα­τα­ναγ­κά­σαν­τες. Αὐ­τος εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γι­κός κοινω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κός χῶ­ρος, πού μέ­σα του ἀ­να­δύ­ε­ται τό πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει.
 
Ἐνῶ ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε χρ­ό­νια πρίν. ἐκ­θέ­τει μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α,. ὄ­χι σάν μί­α βαθ­μια­ία δι­α­δι­κα­σί­α, ἀλ­λά περοι­γράφον­τας ἕ­να ἐ­ξαίφ­νης πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τό πρίν στό με­τά ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης ἑ­νός ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νου Τι­τά­νος, σάν ἀ­πό­σπα­ση. οἰο­νεί κλο­πή, ἀ­πό μί­α ὑ­πε­ράν­θροι­πη δύ­να­μη ἱ­κα­νο­τή­των καί δυ­να­το­τή­των πού ἀ­νή­κουν στίς ὑ­περάν­θρ­ω­πες δυ­νά­μεις (καί συ­νε­πῶς ὑ­πῆ­ρ­χαν ἤ­δη). ὁ Σο­φο­κλῆς ἐκ­θέ­τει, μί­α ἀν­θρωπο­λο­γί­α πού δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει τί­πο­τε καί ὅ­που οἱ ἱ­κα­νό­τη­τες καί δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τές δη­μι­ουρ­γο­ῦν­ται ἀ­π’ τούς ἀν­θρώ­πους· θέ­τει ἁ­πλά, κα­θα­ρά καί μέ ἔμ­φα­ση τήν ἀν­θρ­ω­πό­τη­τα ὡς αὐ­το­δη­μιουργία. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν πῆ­ραν τί­πο­τε ἀπ’ τούς θε­ούς, καί κα­νέ­νας θε­ός δέν τούς ἔ­δω­σε τί­πο­τε. Αὐ­τό εἶ­ναι τό πνεῦ­μα τοῦ 5ου αἰ­ῶ­νος, κι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ τρα­γω­δί­α πού ἐ­βρά­βευ­σαν οἱ Ἀθηναῖοι.
 
Τό στά­σι­μο (332-375) πρέ­πει φυ­σι­κά νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τήν θέ­ση του μέ­σα στήν συ­νο­λι­κή οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ ἔρ­γου. Ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως με­τά ἀ­π’ τίς και­νού­ρι­ες ἀ­πει­λές του Κρέ­ον­τος, πού ἔ­μα­θε τήν δεύ­τε­ρη ἀ­πό­πει­ρα τα­φῆς (συμ­βο­λι­κῆς) το­ῦ Πο­λυ­νείκους, καί ἀ­μέ­σως πρίν ἀ­π’ τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη καί τήν σύλ­λη­ψη το­ῦ ἐ­νό­χου — της Ἀντιγόνης. Τό νό­η­μά του — στήν οὐ­σία, τό νό­η­μα ὅ­λης τῆς Ἀντιγόνης — βρί­σκε­ται στήν κα­τά­λη­ξή του (364-375), πού τό συν­δέ­ει ἄ­με­σα μέ τίς ὕψι­στες ση­μα­σί­ες πού δι­α­κυ­βεύ­ον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τήν τήν τρα­γω­δί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, πού πε­ρι­γρά­φε­ται καί ὑ­μνεῖται στό προ­η­γού­με­νο καί με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος το­ῦ χο­ρι­κοῦ (332-363), συν­δέ­ει τήν δη­μι­ουρ­γι­κή του δει­νό­τη­τα μέ ἕ­να ἀ­νυ­πέρ­βλη­το δι­χα­σμό τῆς φύ­σης του. Τέ­χνας ὑπέρ ἐλ­πί­δ’ ἔ­χων, τό­τε μέν κα­κόν, ἄλλο­τ’ ἐ­π' ἐ­σθλόν ἕρ­πει (365-366). Ἡ σο­φί­α καί ἡ τέ­χνη του ξε­περ­νᾶ­νε κά­θε ἀ­να­μο­νή — ἀλ­λά ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, ἡ δι­πλή, τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­λό κι ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κό. Αὐ­τό τό κα­κό καί τό κα­λό ὁ ποι­η­τής δέν τά προσ­δι­ο­ρί­ζει ἠ­θι­κο­λό­γωντας, ἀλ­λά πο­λι­τι­κά. ὁ ἄν­θρω­πος βα­δί­ζει πρός τό κα­λό, ὅ­ταν κα­τορ­θώ­νει νά συ­νυ­φά­νει (πα­ρεί­ρων) τούς νό­μους τῆς πό­λης του (νό­μους χθο­νός· χθῶν ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ γῆ μέ τήν κο­σμι­κή ἔν­νοι­α, εἶ­ναι ἡ πά­τριος γῆ, ἡ πό­λις, ἡ πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα) μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν, τήν δί­κη/δι­και­ο­σύ­νη τῶν θε­ῶν, τήν κα­το­χυ­ρω­μέ­νη ἀ­π’ τούς ὅρ­κους. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὑψίπο­λις — λέ­ξη πού ἡ πο­λυ­ση­μί­α της κά­νει τήν με­τά­φρα­σή της ἀ­δύ­να­τη. Ὑ­ψί­πο­λις — ὑ­ψη­λός μέ­σα στήν πό­λη του, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὑ­ψηλός (sublime · πρβλ. Πε­ρί ὕ­ψους) ὡς μέ­λος μιᾶς πό­λης, μιᾶς πο­λι­τι­κῆς, δη­λα­δή ἀν­θρώ­πι­νης, κοι­νό­τη­τος. Ἀμέσως ἀν­τι­τί­θε­ται στόν ὑ­ψί­πο­λιν ὁ ἄ­πο­λις, ὁ ἄν­θρω­πος πού τόλ­μας χά­ριν, ἐ­ξαι­τί­ας ταῆς ὑ­περ­βο­λι­κῆς τόλ­μης, τῆς αὐ­θά­δειας, τοῦ θρά­σους — τῆς ὕ­βρε­ως ἐ­πι­τέ­λους, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν πρέ­πον­τα ὄ­ρο — ἀφή­νει τό μή κα­λόν νά τόν κα­τοι­κή­σει. Αὐ­τός πού κα­τέ­χε­ται ἀ­π’ τήν ὕ­βρη γί­νε­ται ἄ­πο­λις, βγαί­νει ἀ­π’ τήν πο­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων (καί τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα δέν μπο­ρεῖΐ νά εἶ­ναι πα­ρά ὁ θά­να­τος, ἡ φυ­γή ἤ ἡ ἐ­ξο­ρί­α). Γί­νε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ Γάλ­λοι, sans foi ni loi, καί sans feu ni lieu. Καί ὁ Χο­ρός τε­λει­ώ­νει λέ­γον­τας: αὐ­τόν τόν ἄ­πο­λιν δέν τόν θέ­λω ὡς πα­ρέ­στιον, μέ­σα ἤ κον­τά στήν ἑ­στία μου, οὔ­τε ὡς ἴ­σον φρο­νοῦν­τα, προι­κι­σμέ­νο μέ τήν ἴ­δια — ἴ­ση, κοι­νή τῶν πο­λι­των — φρό­νη­ση καί δι­και­ού­με­νο νά θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ἴ­σο μέ τούς ἄλ­λους πο­λί­τες.
 
Εἶ­μαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά δώ­σω ἐ­δῶ πο­λύ συ­νο­πτι­κά μιά συ­νο­λι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς τρα­γω­δί­ας. Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας δέν εἶ­ναι ἡ ἀ­θω­ό­τη­τα το­ῦ θύ­μα­τος Ἀν­τι­γό­νη πού μά­χε­ται τόν τύ­ραν­νο Κρέ­οντα, οὔ­τε ἡ ἀν­τί­φα­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἠ­θι­κή καί στήν raison d'Etat, οὔ­τε τό ἄ­το­μο ἐ­ναν­τί­ον το­ῦ κρά­τους (μον­τέρ­νες ἑρ­μη­νεῖ­ες), οὔ­τε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια στήν ἀν­τί­θε­σή της μέ τόν Νό­μο καί τήν Πο­λι­τεί­α (ἑ­γελια­νή ἐκ­δο­χή). Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας εἶ­ναι, πέ­ρα ἀ­π’ ὅ­λα αὐτά, ἡ ὕβρις — ἡ πρά­ξη τόλ­μας χά­ριν. Ἀσφαλῶς ἡ Ἀντιγόνη καί ὁ Κρ­έ­ων ἐκ­πρ­ο­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­μ­α­χόμ­ε­νες ἀρχές. Αὐ­τές τίς ἀρχές ὅμως — τούς νό­μους χθο­νός καί τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν — ὁ ποι­η­τής δέν τίς θε­ω­ρεῖ ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στες, μιά καί ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρε­ῖ νά γί­νει ὑ­ψίπο­λις συ­νυ­φαί­νον­τα­ς τες (πα­ρεί­ρων). Καί ἡ Ἀν­τι­γό­νη καί ὁ Κο­έ­ων εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νοι νά τίς συ­νυ­φά­νουν· καί οἱ δύ­ο τους, μέ τήν τυ­φλή καί ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πε­ρά­σπι­ση μιᾶς ἀ­πό τίς δύ­ο ἀρ­χές, γί­νον­ται ὑ­βρι­στές καί ἀ­πο­λι­δες. Ὑ­πέρ­τα­το πα­ρά­δο­ξο: ξε­περ­νών­τας τά ὅ­ρια τοῦ φρο­νε­ῖν, κα­θη­λω­μέ­νος στό μό­νος φρο­νεῖν, ὁ ὑ­πέρ­μα­χος τῶν νό­μων τῆς πό­λε­ως Κρέ­ων γί­νε­ται ἀ­πο­λις. Ἀλ­λά εἶ­ναι ἐ­πί­σης προ­φα­νές ὅτι ἡ ἴ­δια ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἀ­πο­λις. Ἀμέσως κα­τό­πιν ἀ­π’ τό χο­ρι­κό πού ἐ­ξε­τά­ζου­με, ὅ­ταν ὁ Φύ­λαξ προ­σά­γει τήν Ἀντιγόνη, πού τήν συ­νέ­λα­βε νά προ­σπα­θεῖ — γιά τρί­τη φο­ρά — νά ρί­ξει χῶ­μα πά­νω στό πτῶ­μα τοῦ Πο­λυ­νεί­κους, ὁ χο­ρός, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν κα­τα­θλι­πτι­κή λύ­πη του, δέν ἀ­πευ­θύ­νε­ται στήν Ἀντιγόνη ὡς πρό­μα­χο τῆς εὐ­σέ­βειας καί τοῦ σε­βα­σμοῦ τῶν θεί­ων νό­μων τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς τρε­λή (ἐν ἀ­φρο­σύ­νῃ κα­θε­λόν­τες, 383). Ἡ ἀ­φρο­σύ­νη τῆς Ἀντιγόνης ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κι αὐ­τή, ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νη νά συ­νυ­φά­νει τίς δύ­ο ἀρ­χές, ἀλ­λά τόλ­μας χά­ριν ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια. Πό­λις χω­ρίς νό­μους χθο­νός δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει καί, πα­ρα­βι­ά­ζον­τας τούς νό­μους αὐ­τούς, καί ἡ Ἀντιγόνη γί­νε­ται ἄ­πο­λις καί βγαί­νει ἀ­πό τό ἴ­σον φρο­νεῖν.
 
Ὁ ποι­η­τής λέ­ει στόν δῆ­μο τῶν Ἀθηναίων: ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ἔ­χουμέ δί­κιο, μ­πο­ρεῖ νά ἔ­χου­με ἄ­δι­κο, δέν ὑπάρ­χει πο­τέ ἔ­σχα­τος λο­γι­κός λό­γος. Τῷ ὄν­τι, οἱ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ες τοῦ Κρέ­ον­τος καί τῆς Ἀντιγόνης, θε­ω­ρη­μέ­νες κα­θ’ ἑ­αυ­τές, εἶ­ναι στε­γα­νές καί χω­ρίς δυ­να­τή λο­γι­κή ἀ­ναί­ρε­ση. Αὐ­τό ἐκ­φρά­ζει κα­θα­ρά ὁ Αἴ­μων, λέ­γον­τας στόν πα­τέ­ρα του: οὔ­τε θέ­λω οὔ­τε μπο­ρῶ νά πῶ ὅ­τι ἔ­χεις ἄ­δι­κο (οὔτ’ ἄν δυ­ναί­μην, μή­τα’ ἐ­πι­σταί­μην λέ­γων, 686)· ἔ­χεις ὅ­μως ἄ­δι­κο γιά ἄλ­λους λό­γους — δι­ό­τι ἐ­πι­μέ­νεις νά ἔ­χεις δί­κιο μό­νος σου ἤ μό­νος ἐ­σύ. Ἐπιβάλλεται νά πα­ρα­τε­θοῦν ἐ­δῶ οἱ κα­τα­πλη­κτι­κοί στί­χοι 707-709:
 
ὅ­στις γάρ αὐ­τός ἤ φρο­νεῖν μό­νος δο­κεῖ,
ἤ γλῶσ­σαν, ἥν οὐκ ἄλ­λος, ἤ ψυ­χήν ἔ­χειν,
οὗ­τοι δι­α­πτυ­χθέν­τες ὤ­φθη­σαν κε­νοί.
 
Ὁ Κρέ­ων ἔ­χει ἄ­δι­κο, πα­ρό­λο ὅ­τι ἔ­χει δί­κιο, για­τί ἐ­πι­μέ­νει στό μό­νος φρο­νεῖν — δέν βρί­σκε­ται μέ­σα στο ἴσον φρονεῖν, δεν θέλει καί δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά ἀ­κού­σει τόν λό­γο και τούς λό­γους τοῦ ἄλ­λου καί τῶν ἄλ­λων. Εἶ­ναι μέ­σα στήν ὕ­βρη, δέν κα­τορ­θώ­νει νά σύνυ­φά­νει.
 
Ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι — ὅ­πως καί ὁ Ἐπιτάφιος — μιά κο­ρυ­φή τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς πο­λι­τι­κῆς σκέ­ψης καί στά­σης, πού ἀ­πο­κλεί­ει καί κα­τα­δι­κά­ζει τό μό­νος φρο­νε­ῖν, πού ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἀ­παν­τᾶ σ’ αὐ­τήν μέ τήν φρό­νη­ση, καί πού ἀν­τι­με­τωπί­ζει τό ἔ­σχα­το πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­τό­νο­μου ἀν­θρώ­που — καί τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας — τό πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­το­περι­ο­ρι­σμοῦ.
 
Ὁ αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­ο­μός εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος, ἀ­κρι­βῶς για­τί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δει­νός καί για­τί τήν δει­νό­τη­τα αὐ­τή τί­πο­τε ἐ­ξω­τε­ρι­κό δέν μπο­ρεῖ νά τήν πε­ρι­ο­ρί­σει οὐ­σι­α­στι­κά. Οὔ­τε βέ­βαι­α ἡ θε­ῶν ἔ­νορ­κος δί­κα. Αὐ­τή εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς ἀρ­χές πού δι­έ­πουν τήν ζω­ή τῶν ἀν­θρώό­πων — ἀλ­λά μέ κα­νέ­να τρό­πο δέν φθά­νει. Ἄν ἔ­φθα­νε, δέν θά ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε Ἀντιγόνη οὔ­τε τρα­γω­δί­α. Ὅ­πως καί δέν ὑπάρ­χει καί δέν μπο­ρε­ῖ νά ὑ­πάρ­ξει τρα­γω­δί­α ἐ­κεῖ πού μί­α ἔ­σχα­τη ἀρ­χή δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σ’ ὅ­λα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα: στόν κό­σμο τόν πλα­τω­νι­κό, ὅ­πως καί στόν κό­σμο τόν χρι­στι­α­νι­κό.
 
Ἡ τρα­γω­δί­α, καί εἰ­δι­κά ἡ Ἀντιγόνη, προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­κρι­βῶς τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού κο­ρυ­φώ­νε­ται καί αὐ­το­κα­τα­στρέ­φεται μέ τήν ὕ­βρη, ἀλ­λά πού μπο­ρεῖ ἐ­πί­σης, ὅ­ταν εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τό ἴ­σον φρο­νε­ῖν, νά φθά­σει στό ὕψος το­ῦ ὑ­ψι­πό­λι­δος. Ἐξ οὗ καί ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νάγ­κη νά πε­ρι­γρα­φεῖ καί νά ὑ­μνη­θεῖ αὐ­τή ἡ δει­νό­τη­τα — πράγ­μα πούκά­νει ὁ Χο­ρός στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου (334-363).
 
Τό κεν­τρι­κό νό­η­μα τοῦ χο­ρι­κοῦ προ­ε­ξαγ­γέλ­λε­ται στούς δύ­ο πρώ­τους στί­χους — πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει— πού μᾶς βά­ζουν ἀ­μέ­σως σέ ἐ­ρω­τή­μα­τα.
 
Ἡ καί­ρια λέ­ξη τῶν στί­χων εἶ­ναι φυ­σι­κά τό δει­νός — ἀ­με­τά­φραστη κι αὐ­τή. (Ό Heidegger τήν με­τα­φρά­ζει μέ τό ἀ­νε­παρ­κέ­στα­το das Unheimliche, πού ξε­χνά­ει κεν­τρι­κές ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης. Ὁ Γάλ­λος με­τα­φρα­στής του αὐ­ξά­νει ἀ­κό­μα τήν ἀ­πό­στα­ση, ἀ­πο­δί­δοντάς τό Unheimliche μέ τό inquietant, ἀ­νη­συ­χη­τι­κός). Συ­νο­ψί­ζον­τας σέ μιά φρά­ση τά συμ­πε­ρά­σμα­τα μιᾶς ἄλ­λης, ἀ­δη­μο­σί­ευ­της ἀ­κό­μα, με­λέ­της μου, θά πῶ ὅ­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — κι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­ώ­δης χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης — ὄ­χι μό­νο δέν εἶ­ναι πάν­τα ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στίς δι­ά­φο­ρες ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης, ἄλ­λα ἐμ­φα­νέ­στα­τα πολ­λές φο­ρές δέν δι­α­λέ­γει, μπο­ρε­ῖ καί θέ­λει νά τίς δώ­σει ὅ­λες μα­ζί. Δει­νός: πού προ­κα­λεῖ, δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, δέ­ος, φό­βο καί τρό­μο — φο­βε­ρός, τρο­με­ρός· ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό ἐ­δῶ πη­γαί­νου­με, μέ μιά ἀ­π’ τίς ὡ­ραι­ό­τε­ρες ση­μα­σια­κές πα­ρα­γω­γές στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, στό: κα­τα­πλη­κτι­κά δυ­να­τός, ἰ­σχυ­ρός, θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος, ἐν­δε­χο­μέ­νως καί πα­ρά­ξε­νος. Θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος για­τί; Δι­ό­τι ὑ­πέρ-ἱ­κα­νός, ἐ­πι­δέ­ξιος, σο­φός, ἀ­ρι­στο­τέ­χνης, πού βρί­σκει λύ­ση πάν­τα, πού δέν εἶ­ναι πο­τέ χω­ρίς μέ­σα, πο­λυ­μή­χα­νος καί πο­λυ­τρό­πος θά ἔ­λε­γε ὁ Ὅ­μη­ρος — καί τό λέ­ει ὁ Σο­φο­κλῆς στό τέ­λος τοῦ χω­ρί­ου πού συ­ζη­τᾶ­με: ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον (360-361). Ἀνάμεσα σ’ αὐ­τές τίς ση­μα­σί­ες οἱ λε­ξι­κο­γρά­φοι καί οἱ με­τα­φρα­στές εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ωμέ­νοι νά δι­α­λέ­ξουν. Ὁ Σο­φο­κλῆς, κι ὅσοι ἔ­χου­με τήν τύ­χη νά κα­τα­λα­βαί­νου­με λί­γο τά ἑλ­λη­νι­κά, ὄ­χι.
 
Τό ση­μα­σια­κό σύμ­πλεγ­μα τῆς λέ­ξης φω­τί­ζε­ται καί πλου­τί­ζε­ται ἀπ’ τήν συ­νέ­χεια τοῦ κει­μέ­νου. Δει­νός ση­μαί­νει, ἀ­π’ τήν Ἀντιγόνη καί με­τά, ὅ­λα ὅ­σα ὁ Σο­φο­κλῆς θά ἀ­πο­δώ­σει στόν ἄν­θρω­πο ὡς δει­νόν. Κι ὁ πρῶ­τος φω­τι­σμός μᾶς δί­νε­ται ἀ­π’ τήν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς λέ­ξης στήν συ­νέ­χεια τῆς φρά­σης, σ’ ἕ­να οἰ­ο­νεί ὑ­περ­θε­τι­κό βαθ­μό, κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο μέ τήν ἄρ­νη­ση το­ῦ συγ­κρι­τι­κοῦ: οὐ­δέν ἄν­θρω­που δει­νό­τε­ρον. Τό δει­νός προσ­δι­ο­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο, καί προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο: εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτή­ρας ἐ­κεῖ­νος, πού κα­νέ­να ὄν δέν τόν πα­ρου­σιά­ζει στόν ἴ­διο βαθ­μό μέ τόν ἄν­θρω­πο.
 
Οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον. Τί­πο­τα δέν εἶ­ναι πιό τρο­με­ρό, θαυ­μά­σιο, ἱ­κα­νό-πραγ­μα­το­ποι­η­τι­κό, ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο. Ἀκόμα μιά φο­ρά ἐ­ρω­τῶ: τολ­μᾶ­με νά πά­ρου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά; Θά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ ποι­η­τής χρη­σι­μο­ποι­εῖ λέ­ξεις εἰ­κῇ καί ὡς ἔ­τυ­χε; Ὁ Σο­φο­κλῆς, μά­στο­ρας τῆς κυ­ρι­ο­λε­ξί­ας καί τῆς και­ρι­ο­λε­ξί­ας, λέ­ει κα­θα­ρά καί δυ­να­τά: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε ἡ θά­λασ­σα, οὔ­τε ὁ χει­μώ­νας, οὔ­τε τά ἄ­γρια θη­ρί­α — τί­πο­τα. Τί­πο­τα ἀ­π’ τήν φύ­ση. Ἀλ­λά ὁ Σο­φο­κλῆς δέν πε­ρι­ο­ρί­ζει τό οὐ­δέν στήν φύ­ση. Λέ­ει, ἀ­πο­λύ­τως: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε λοι­πόν καί οἱ θε­οί.
 
Αὐ­τό φω­τί­ζει πά­λι τό δει­νός, ἐ­νῶ φαί­νε­ται ταυ­το­χρό­νως νά τό συ­σκο­τί­ζει. Μέ ποι­ά ἔν­νοι­α μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά εἶ­ναι δει­νό­τε­ρος ἀ­π’ τήν φύ­ση — κι ἀ­π’ τούς θε­ούς; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἐν­τού­τοις προ­φα­νής — καί ἐ­κτί­θε­ται, σχε­δόν ἄ­με­σα, στήν συ­νέ­χεια τοῦ χο­ρι­κοῦ. Ὁ πο­λιός πόν­τος κι ὁ χει­μέ­ριος νό­τος εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο — ὅ­πως καί τά θη­ρῶν ἀ­γρί­ων ἔ­θνη, καί τό­σα ἄλ­λα ὄν­τα. Ἀλλά τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι, καί εἶ­ναι ὅ,τι εἶ­ναι, ἀ­πό τήν φύ­ση τους. Σέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε χρό­νο ἔ­κα­ναν, κά­νουν καί θά κά­νουν τά ἴ­δια πράγ­μα­τα. Καί τίς δυ­νά­μεις πού ἔ­χουν, τίς ἔ­χουν δι­ό­τι τούς ἔ­χουν δο­θεῖ μιά γιά πάν­τα, χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά τίς ἀλ­λάξουν. Τό τί ἐ­στίν τους, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Ἀριστοτέλης, πού τά κα­θο­ρί­ζει καί πού ἀ­να­πτύσ­σε­ται στά δι­ά­φο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά τους, δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό αὐ­τά τά ἴ­δια.
 
Τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἰ­σχύ­ει καί γιά τούς θε­ούς. Συν­τρι­πτι­κά πιό δυ­να­τοί ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο, προι­κι­σμέ­νοι μέ ἀ­να­ρίθ­μη­τες δυ­να­τό­τη­τες καί ἱ­κα­νό­τη­τες — ὄ­χι ὅ­μως, ἄς τό ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με, παν­το­δύ­να­μοι — , ἀ­θά­να­τοι — ὄ­χι ὅ­μως αἰ­ώ­νιοι ἤ ἄ­χρο­νοι — οἱ θε­οί εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀ­π’ τήν «φύ­ση» τους καί χω­ρίς νά ἔ­χουν κά­νει τί­πο­τα γι’ αὐ­τό. Κι ἔ­τσι, π.χ., ἀ­π’ τήν μιά με­ριά δέν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη νά κα­τα­φύ­γουν στήν τέ­χνη — νά ναυ­πη­γή­σουν κα­ρά­βια γιά νά με­τα­κι­νη­θοῦν, ἤ νά γρά­ψουν κά­τι γιά νά τό θυ­μη­θοῦν ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, ἡ τέ­χνη τοῦ Ἡ­φαί­στου εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­π’ τήν ἀνθρώ­πι­νη, ἀλ­λά τήν τέ­χνη αὐ­τή δέν τήν ἐ­πε­νό­η­σε ὁ Ἡ­φαι­στος, τοῦ εἶ­ναι ἔμ­φυ­τη, ὁ Ἥ­φαι­στος εἶ­ναι ἡ τέ­χνη, ὅπως ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος κι ἡ Ἀ­θη­νᾶ εἶ­ναι ἤ σο­φί­α.
 
Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό ὄν, τοῦ ὁ­ποί­ου οὐ­δέν δει­νό­τε­ρον πέ­λει, κι αὐ­τό, για­τί τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα κά­νει — καί πού πε­ρι­γρά­φον­ται, ἐν­δει­κτι­κά καί ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, στούς στί­χους 334-351 — δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ σ’ ἕ­να «φυ­σι­κό» προί­κι­σμά του. Τό τί ἔ­στιν τοῦ ἀν­θρ­ώ­που. πού ἐκ­φρά­ζε­ται καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ τά διάφο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά του, εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που. Σέ φι­λο­σο­φι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α: ὁ ἄν­θρω­πος θέ­τει τόν ἑ­αυ­τό του ὡς ἄν­θρω­πο, ἡ οὐ­σί­α τοῦ ἄν­θρω­που εἶ­ναι αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α, κι αὐ­τή ἡ φρά­ση νο­εῖ­ται μέ­ τίς δύ­ο ἔν­νοι­ες: ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν οὐ­σία του, καί ἡ οὐ­σία αὐ­τή εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γί­α καί αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ὡς δη­μι­ουρ­γό, μέ­σα σ’ ἕ­να κύ­κλο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ φαι­νο­με­νι­κή λο­γι­κή φαυ­λό­τη­τα ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό ὀν­το­λο­γι­κά πρω­ταρ­χι­κό.
 
Τό ὅ­τι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ σύλ­λη­ψη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους γί­νε­ται φα­νε­ρό πέ­ρα ἀ­πό κά­θε ἀμ­φι­βο­λί­α μέ μί­α λέ­ξη, πού — μα­ζί μέ τό παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον καί τό οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον — εἶ­ναι ὁ τρί­τος στυ­λο­βά­της αὐ­τού του μέ­ρους τοῦ χο­ρι­κοῦ: ἐ­δι­δά­ξα­το (354). Ἡ μέ­ση φω­νή δη­λώ­νει, ὅ­πως ξέ­ρου­με, τήν ἐ­πι­στρο­φή τῆς ἐ­νέρ­γειας πά­νω στό ὑ­πο­κεί­με­νο πού ἐ­νερ­γεῖ. Τόν ἀν­θο­ω­πρ δέν τόν ἐ­δί­δα­ξε κα­νείς (π.χ. ὁ Προ­μ­η­θεύς)· ἐ­δί­δαξε τόν ἑ­αυ­τό του. Ὅ­ταν μέ δι­δά­σκουν, κά­ποι­ος πού ἤ­δη κα­τέ­χει μί­α γνώ­ση, μοῦ τήν δί­νει, μοῦ τήν προ­σφέ­ρει, μοῦ τήν με­τα­βι­βά­ζει. Ὅ­ταν δι­δά­σκο­μαι (μέ­ση φω­νή), δί­νω στόν ἕ­αυ­τό μου κά­τι πού ὁ ἑ­αυ­τός μου δέν ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, για­τί νά τοῦ τό δώ­σω;) καί πού ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, ποι­ός τό δί­νει;). Ὁ φαι­νο­με­νι­κός πα­ρα­λο­γι­σμός αἴ­ρε­ται ἅ­μα κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ἡ αὐ­το­ε­νέρ­γεια τοῦ αὐ­τοδι­δα­σκό­μενου ἀν­θρώ­πρυ δημιορυρ­γε­ῖ (φέρ­νει σέ ὕ­παρ­ξη) καί τό «πε­ρι­ε­χό­μενο» καί τό «ὑ­πο­κίμε­νό» της, πού ἀλ­λη­λο­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται καί ἀλ­λη­λο-ὑ­πάρ­χουν.
 
Ὁ τρί­τος αὐ­τός στυ­λο­βά­της εἶ­ναι, ἴ­σως, ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος, για­τί τό ἐ­δι­δά­ξα­το αὐ­τό ἀ­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει καί ἀ­να­το­πο­θε­τε­ῖ ὅ­λα ὅ­σα ἐ­λέ­χθη­σαν προ­η­γου­μέ­νως: ὅ­λα τά ἔρ­γα καί δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού σχε­τί­ζον­ται μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες τέ­χνες (ναυ­σι­πλο­ΐ­α, γε­ωρ­γί­α, θή­ρα κλπ.)· Για­τί ὅλες αὐ­τές οἱ τέ­χνες προ­ϋ­πο­θέ­τουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά αὐ­τά πού ¨ο ἄν­θρω­πος ἐδιδά­ξα­το:
 
Καί φθέγ­μα καί ἀ­νε­μό­εν
φρό­νη­μα καί ἀ­στυνόμους
ὀρ­γάς ἐ­διδά­ξα­το...
 
¨Ο Ἀριστοτέλης, ἕ­να αἰ­ώ­να με­τά, θά κα­θο­ρί­σει τόν ἄν­θρω­πο ὡς ζῷ­ον λό­γον ἔ­χον καί ζῶ­ον πο­λιτι­κόν. Τολ­μῶ νά πῶ ὅ­τι ὁ ποι­η­τής ἐ­δῶ εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος, δι­ό­τι ρι­ζι­κό­τε­ρος, ἀ­π’ τόν βα­θύ­τα­το φι­λό­σο­φο. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν «ἔ­χει» τόν λό­γο ὡς «φυ­σι­κή» ἰ­δι­ό­τη­τα ἤ προί­κι­ση — οὔ­τε ἡ πο­λι­τι­κό­τη­τά του τοῦ εἶ­ναι ἁ­πλῶς δο­σμέ­νη καί δε­δο­μέ­νη. Ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δί­δα­ξε στόν ἕ­αυ­τό του — ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε — τήν γλώσ­σα (φθέγ­μα), τήν σκέ­ψη (φρό­νη­μα) καί τίς ἀ­στυνόο­μους ὀρ­γάς, πού ὁ Χά­ιν­τεγ­κερ με­τα­φρά­ζει, κα­θα­ρά να­ζι­στι­κά πλέ­ον, den Mut der Herrschaft iiber die Stadte, τό πά­θος τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας πά­νω στίς πό­λεις. Με­τά­φρα­ση ἐ­πι­πλέ­ον ἄ­φρων· γιά νά ὑ­πάρ­χει κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω στίς πό­λεις, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑ­πάρ­χουν πό­λεις. Ὁ Σο­φο­κλῆς δέν μι­λά­ει γιά κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω σέ δῆ­θεν ἤ­δη ὑ­πάρ­χου- σές πό­λεις, το­πο­θε­τεῖ­ται στήν «στιγ­μή» (στό ὀν­το­λο­γι­κό στρῶ­μα), ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν γλώσ­σα καί τήν σκέ­ψη — καί τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τά πά­θη, τίς δι­α­θέ­σεις, τίς ὁρ­μές πού δί­νουν νό­μους στά ἄ­στε­α — πού θε­σμί­ζουν τίς πό­λεις. Τά θε­σμί­ζον­τα πά­θη εἶ­ναι ἴ­σως ἡ κα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­δο­ση τῆς ἐκ­πλη­κτι­κῆς — σκε­φτό­μα­στε συ­νή­θως τόν νό­μο καί τόν θε­σμό ὡς τά ἀ­πο­λύ­τως ἀν­τί­θε­τα μέ τίς ὀρ­γές, μέ τά πά­θη — καί βα­θιά ἀ­λη­θι­νῆς —στήν ρί­ζα τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ θε­σμοῦ ὑ­πάρ­χει μί­α προ-λο­γι­κή «βού­λη­ση» καί πρό­θε­ση, κι οἱ θε­σμοί δέν μπο­ροῦν νά δι­α­τη­ρη­θοῦν χω­ρίς πά­θος — ἰ­δέ­ας το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους.
 
Ἡ δει­νό­τη­τα το­ῦ ἀν­θρώ­που συ­νο­ψί­ζε­ται μέ τήν φρά­ση πού κλεί­νει αὐ­τό τό μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου:
 
Παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος
ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται
τό μέλ­λον...
 
πού γιά τόν Ἕλ­λη­να ἀ­να­γνώ­στη δέν χρει­ά­ζε­ται με­τά­φρα­ση καί σχε­τι­κά μέ τήν ὁ­ποί­α θά ση­μει­ώ­σω μό­νο ξα­νά τό παν­το­πό­ρος, πού πα­ρα­πέμ­πει ὄ­χι μό­νο στήν πο­λυ­μη­χα­νί­α ἀλ­λά καί στήν κα­θο­λι­κότη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­ας.
Τῆς δει­νό­τη­τας αὐ­ταῆς ὁ ποι­η­τής γνω­ρί­ζει ἕ­να καί μό­νον ἕ­να ἀ­πό­λυ­το ὅ­ριο, τόν θά­να­το:
 
... Ἅι­δα μό­νον
φε­ῦ­ξιν οὐκ ἐ­πά­ξε­ται.
 
¨Ο Ἅ­δης ὁ τε­λει­ω­τι­κός — σύμ­φω­να μέ τήν προ­κλα­σι­κή καί κλα­σι­κή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη ὡς τό τέ­λος τόν 5ου αἰ­ώ­να, πού δέν κα­τα­δέ­χε­ται νά αὐ­το­πα­ρηγ­ορη­θεῖ μέ ἀ­θα­να­σί­ες καί φροῦ­δες ἐλ­πί­δες γιά με­τά θά­να­τον ζω­ή — ἔρ­χε­ται ἐ­δῶ ὄ­χι μό­νο σάν ὑ­πό­μνη­ση τῆς ἔ­σχα­της ἀ­λή­θειας, ἀλ­λά καί γιά νά ὑ­πο­γραμ­μί­σει τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ὄν­τος αὐ­τοῦ, πού γνω­ρί­ζον­τας τήν θνη­τό­τη­τά του, δέν παύ­ει ἐν­τού­τοις νά χω­ρεῖ, νά ἀ­πο­τρύε­ται, νά ἄ­γει, νά κρα­τεῖ καί νά δι­δά­σκε­ται.
 
   Τό δεύ­τε­ρο ὅ­ριο, τό ἐ­σω­τε­ρι­κό, ἄν μπο­ρῶ νά πῶ, καί ἐγ­γε­νές στόν ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι ἡ δι­φυ­ΐ­α του, πού τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κόν κι ἄλ­λο­τε πρός τό ἐ­σθλόν. Ὅ­ριο, για­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — ὅ­πως κι ὁ Θου­κυ­δί­δης εἴ­κο­σι ἤ τριά­ντα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα — , ἐ­νῶ πε­ρι­γρά­φει μί­α τι­τα­νι­κή δι­α­δι­κα­σί­α δη­μι­ουρ­γί­ας καί πρό­σκτη­σης δύ­να­μης καί δυ­νά­με­ων το­ῦ ἀν­θρώ­που, δέν βλέ­πει, δι­και­ό­τα­τα, κα­μί­α «ἠ­θι­κή πρό­ο­δο» νά ἐ­πι­τε­λεῖ­ται μέ­σω αὔ­τής της δι­α­δι­κα­σί­ας. Τό κα­κόν καί τό ἔ­σθλον πάν­τα συ­νό­δευ­αν καί θά συ­νο­δεύ­ουν τόν ἄν­θρω­πο, πάν­τα θά εἶ­ναι οἱ δύ­ο πό­λοι πού ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νοι κα­τευ­θύ­νουν τά βή­μα­τά του. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ 21ού αἰ­ώ­να θά ἐ­πι­κυρώ­σει χω­ρίς δυ­σκο­λί­α τήν ἀν­τιίλη­ψη τοῦ ποι­η­τῆ μέ τήν ἐμ­πει­ρί­α εἴ­κο­σι πέν­τε αἰ­ώ­νων με­γα­λουρ­γη­μά­των καί τε­ρα­τω­δῶν κα­κουρ­γη­μά­των, τά χει­ρό­τε­ρα ἀ­π’ τά ὁ­ποῖ­α ἔ­γι­ναν μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ἐ­σθλοῦ καί τῆς ἐγ­κό­σμιας ἤ ἐξω­κο­σμι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που.
 
Τήν δι­φυ­ΐ­α ὅ­μως αὐ­τήν ὁ ποι­η­τής δέν τή βλέ­πει μοι­ρο­λα­τρι­κά. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά γί­νει ὑψί­πο­λις, καί τό κα­τορ­θώ­νει, ὅ­ταν συ­νυ­φαί­νει τούς νό­μους χθο­νός μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν. Ἡ δί­κη αὐ­τή ἐμ­φα­νί­ζε­ται, ἔ­τσι, σάν ἕ­να τρί­το, σχε­τι­κό, ὅ­ριο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης πρά­ξης/ποί­η­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος δι­δά­σκε­ται τούς νό­μους του, τούς θέ­τει καί τούς θε­σμί­ζει. Πλά­ι ὅ­μως σ’ αὐ­τούς τούς νό­μους ὑ­πάρ­χει ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν, πού δέν φθά­νει κα­τά κα­νέ­να τρό­πο — ἀλ­λι­ῶς δέν θά χρει­ά­ζον­ταν καί δέν θά ὑ­πῆρ­χαν κάν νό­μοι χθο­νός — ἀλ­λά καί πού δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­γνω­ρι­σθεῖ.
 
Στήν Ἀντιγόνη ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν ἔ­χει ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο πε­ρι­ε­χό­με­νο, ἀ­φο­ρᾶ τά κα­θι­ε­ρω­μέ­να ἔ­θι­μα τῆς τα­φῆς. Ἤ­δη στήν Ἀν­τι­γό­νη ὅ­μως κι αὐ­τή ἡ δί­κη συ­ναν­τᾶ τά ὅ­ριά της. Λα­τρεί­α θε­ῶν χω­ρίς πό­λη, χω­ρίς ἔν­νο­μη ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νό­τη­τα, δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Πό­λη πού νά μή προ­στα­τεύ­ει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πό τήν προ­δο­σί­α, τήν συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς ἐ­χθρούς, μέ μό­νο κί­νη­τρο τήν δί­ψα τῆς προ­σω­πι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας (Πο­λυ­νεί­κης) ἐ­πί­σης δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Ἡ μή κύ­ρω­ση τῆς δι­α­γω­γῆς το­ῦ Πο­λυ­νεί­κους θά κα­θι­στοῦ­σε, στίς ὁ­ρια­κές της συ­νέ­πει­ες ἀ­δύ­να­τη τήν λα­τρεί­α τῶν θε­ῶν. Ἡ κύ­ρω­σή της μέ τόν τρό­πο πού ἀ­πο­φά­σι­σε ὁ Κρ­έ­ων —τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τα­φής — πρ­οσβάλ­λει ἐ­πί­σης τούς θε­ούς. Ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν εἶ­ναι μο­νο­σή­μαν­τη — κι αὐ­τό τό γνω­ρί­ζου­με ἄ­φθο­να κι ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο κι ἀ­πό πολ­λές ἄλ­λες τρα­γω­δί­ες. Οἱ ἴ­διοι οἱ θε­οί εἶ­ναι σέ πό­λε­μο με­τα­ξύ τους· οἱ ἴ­διοι δέν ἔ­χουν νό­μους, οἱ σχέ­σεις τους ρυθ­μί­ζον­ται ἀ­πό τήν δύ­να­μη, ὄ­χι ἀ­πό τόν νό­μο. Ὁ  Ὀ­ρέ­στης το­ῦ Αἰ­σχύ­λου εἶ­ναι ἕ­να ἀπ’ τά τό­σα θύ­μα­τα τῆς δι­α­μά­χης τῶν θε­ῶν. Οἱ ἐ­πι­τα­γές τῶν θε­ῶν εἶ­ναι σκο­τει­νές καί πο­λυ­σή­μαν­τες, καί μπο­ροῦν νά ὁ­δη­γή­σουν στήν κα­τα­στρο­φή — ὅ­πως πράγ­μα­τι ὁ­δη­γοῦν στήν κα­τα­στρο­φή τήν Ἀντιγόνη.
 
Τό πῶς σκέ­πτε­ται τούς θε­ούς ὁ Σο­φο­κλῆς δέν τό ξέ­ρου­με, κι εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά τό συμ­πε­ρά­νου­με. Ξέ­ρου­με ὅ­τι ἀ­νῆ­κε στόν κύ­κλο τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους — ὅ­πως καί ὁ Πρω­τα­γό­ρας (Πε­ρί μέν θε­ῶν οὐκ ἔ­χω εἰ­δέ­ναι, οὔθ ’ ὡς εἰ­σίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰ­σίν οὔθ’ ὁ­ποῖ­οι τινές ἰ­δέ­αν, Diels Kranz11, 80, 4). Τοῦ­το του­λά­χι­στον μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει ἡ Ἀντιγόνη νά ποῦ­με ἀ­δί­στα­κτα: ὅ­πως ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν ἀρ­κεῖ, τό ἴ­διο δέν ἀρ­κοῦν οἱ νό­μοι χθο­νός. Ὑ­πα­κού­ον­τας σ’ αὐ­τούς ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρει ὅ­τι δέν κα­θο­ρί­ζουν ἀ­πο­κλει­στι­κά τό θε­μι­τό, οὔ­τε ἐ­ξαν­τλοῦν τό ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο. Κά­ποι­ο ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο, πλά­ι στόν ἑ­κά­στο­τε θε­σμι­σμέ­νο — θε­τι­κό καί, ὅ­πως καί νά ’­ναι, χῶ­ρο-χρο­νι­κά το­πι­κό, ἄ­ρα σχε­τι­κό — νό­μο πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει, πού, χω­ρίς νά τόν ἀ­ναι­ρεῖΐ ἡ νά τόν ὑ­πα­γο­ρεύ­ει, χρει­ά­ζε­ται νά συ­νυ­φαν­θεῖ μα­ζί του. Αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο ὁ ποι­η­τής, μέ τήν γλώσ­σα καί τίς πα­ρα­στά­σεις τῆς πό­λης του καί τῆς ἐ­πο­χῆς του, τό ὀ­νο­μά­ζει θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν.
 
Τε­λει­ώ­νον­τας, ἄς συ­νο­ψί­σου­με συγ­κρι­τι­κά τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Τό κοι­νό τους ση­μεῖ­ο εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ἡ κα­θο­ρι­στι­κή ση­μ­α­σί­α τῆς σκέ­ψης καί τῆς τέ­χνης. Πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τό, οἱ δι­α­φο­ρές εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες. Ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει δι­ε­ξο­δι­κά γιά τήν μαν­τι­κή, ὁ Σο­φο­κλῆς δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι’ αὐ­τήν. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν ἀ­να­φέ­ρει κα­θό­λου τήν ἵ­δρυ­ση καί τήν θέ­σμι­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὁ Σο­φο­κλῆς ὁ­δη­γεῖ ὅ­λο τό χο­ρι­κό πρός τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τόν ὑψί­πο­λιν καί τόν ἄπο­λιν.
 
 Αἰ­σχύ­λος ξε­κι­νά­ει ἀ­πό μί­α ὀ­νει­ρι­κή, ἐ­φι­αλ­τι­κή πρό-ἀν­θρώ­πινη κα­τά­στα­ση καί πα­ρου­σιά­ζει τήν δι­ά­βα­ση πρός τήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ὡς δῶ­ρο, ἀ­πό­φα­ση καί πρά­ξη ἑ­νός ὑ­πε­ράν­θρω­που ὄντος. Τί­πο­τε τό ἀ­νά­λο­γο στόν Σο­φο­κλῆ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει προ-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά, ἀ­π’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος, ὁ­ρί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γι­κή καί αὐ­το-δη μι­ουρ­γι­κή του πρά­ξη/ποί­η­ση, μέ τήν αὐ­το­δι­δα­χή του. Τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Αἰ­σχύ­λου ὁ Προ­μη­θέ­ας τόν ἐ­δί­δα­ξε ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός, ἀν­τισταθ­μί­ζον­τας ταυ­το­χρό­νως τό ἀ­βά­στα­χτο βά­ρος αὐτής της γνώ­σης μέ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Σο­φο­κλῆ ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός κι ὅ­τι ὁ βα­σι­κός αὐ­τός κα­θο­ρι­σμός του εἶ­ναι ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος. Φυ­σι­κά, μέ­σα στό θέ­μα καί τό πλαί­σιο τοῦ Προ­μη­θέ­ως δέν ὑ­πάρ­χει λό­γος, τρό­πος καί τό­πος νά ἀ­να­φερ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τα πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἄν­θρω­πος. Αὐ­τά τά προ­βλή­μα­τα ὁ Σο­φο­κλῆς τά συλ­λαμ­βά­νει κα­τά ρι­ζι­κό τρό­πο, ὡς ὁ­μο­ού­σια μέ τήν δι­φυ­ΐα το­ῦ ἀν­θρώ­που, τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη του (τόλ­μας χά­ριν) καί τήν τά­ση του νά φρο­νεῖ μό­νος.
 
Μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­ταρ­το αἰῶ­νος ἡ ἑλ­λη­νι­κή αὐ­το­γνω­σί­α περ­νά­ει ἀ­π’ τήν ἰ­δέ­α μιᾶς θε­ϊ­κῆς ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας στήν ἰ­δέ­α τῆς αὐ­το­δη­μιουργί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό στά­σι­μό τῆς Ἀντιγόνης, καί ὁ ὁ­μο­ού­σιός του καί ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος Ἐ­πι­τά­φιος τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πού θά τήν ἀ­κολου­θή­σει σέ δώ­δε­κα χρό­νια, δί­νουν σ’ αὐ­τήν τήν αὐ­το­γνω­σί­α τίς λαμ­πρό­τε­ρες μορ­φές της.

Η ατραπός του αναζητητή

Ενα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του "αναζητητή", είναι η συνειδητή απόφαση για το βάδισμα της ατραπού, η οποία ίσως οδηγήσει στην αυτο -ανακάλυψη και την αυτο - γνωσία..

 Για κάποιους είναι αναπόφευκτο, να αναζητούν στον εσωτερικό τους κόσμο τις αιτίες που κρύβονται πίσω από τα φαινόμενα. Η αναζήτηση αυτή, κρύβει πολύ περισσότερα από όσα μπορούμε να φανταστούμε, καθώς ο άνθρωπος-μικρόκοσμος είναι μια αντανάκλαση του Σύμπαντος-Μακρόκοσμου. Αυτή και μόνο η συνειδητοποίηση, είναι αρκετή για να οδηγήσει εκείνον που ψάχνει τον εαυτό του σε μια έρευνα και σε μια γνώση κοσμική, καθώς τα πάντα είναι Έν-α.

 Αν καταφέρουμε να σπάσουμε στερεότυπα, προκαταλήψεις επιδιώκοντας να "δούμε" την μεγάλη εικόνα, μέσα από το καλειδοσκόπιο τόσο της καρδίας όσο και του Νού, τότε ίσως υποστούμε την μαγική εκείνη συνειδησιακή μεταμόρφωση η οποία είναι ικανή να μας αποκαλύψει ένα κόσμο απείρως αλληλο-συνδεόμενο και αλληλο-εξαρτώμενο.

Σε μία τέτοια "συνάρτηση", όσο η συνείδηση διευρύνεται, ο αναζητητής, αγκαλιάζει νοητά και βιωματικά, όλο μεγαλύτερα τμήματα του σύμπαντος. Κατ' αυτόν τον τρόπο, απαγκιστρώνεται από το γεωκεντρισμό, από τον ανθρωποκεντρισμό, και αντιλαμβάνεται αβίαστα πως αποτελεί ένα απειροελάχιστο αναπόσπαστο κομμάτι του κόσμου, και όχι κάτι ανεξάρτητο και ξένο προς αυτόν.

Από τη στιγμή που συνειδητοποιεί αυτή την εικόνα, αγωνίζεται να την πραγματώσει αξίες αιώνιες, αρχετυπικές γνώσεις και ιδέες προαιώνιες, στην καθημερινότητα. Ο καθηγητής Δανέζης, μας προειδοποιεί πως μία τέτοια γνώση:

 «δεν είναι πάντοτε ευτυχία! Η γνώση τις περισσότερες φορές είναι πόνος. Η γνώση είναι μοναξιά. Είναι απομόνωση. Είναι η ανάγκη της μοναξιάς όντας μέσα σε πολύ κόσμο. Να είσαι μέσα σ’ ένα άγριο πλήθος και να νιώθεις μόνος. Είναι η εσωτερική μοναξιά. Όχι με την κακή έννοια –μια εποικοδομητική μοναξιά».

 Από την άλλη βέβαια:

«Κάποιος που έχει μια πολύ ελεύθερη σκέψη, που αγκαλιάζει ολόκληρο το Σύμπαν, δεν έχει τη δυνατότητα να ενσωματωθεί σε μικρά πράγματα. Από τη στιγμή που ανακαλύπτεις το μυστικό ενός ολόκληρου Ολόκληρη η Γη είναι πάρα πολύ μικρή! Tα πάντα μέσα στο Σύμπαν είναι ένας ωκεανός συνεχόμενης ενέργειας. Τα πάντα ενώνονται μέσα στο Σύμπαν. Είναι Ένα..»

 Η αυτογνωσία είναι βασική προϋπόθεση για την ατομική αλλά και συλλογική αλλαγή. Δεν μπορούν να αλλάξουν οι κοινωνίες εάν δεν αλλάξει το άτομο. Ο οραματιστής αναζητητής, γνωρίζει πως δεν μπορεί να σμιλέψει ένα καλύτερο αύριο για την ανθρωπότητα, αν πρώτα δε σμιλέψει την ίδια του την προσωπικότητα, η οποία αποτελεί έναν καθρέφτη του συνόλου. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Πλωτίνος:

«..Μην παύεις να ‘λαξεύεις’ το δικό σου ‘άγαλμα’ έως ότου αστράψει πάνω του η θεϊκή λάμψη της αρετής, έως ότου δεις ‘τη Σωφροσύνη να έχει ανέβει στο ιερό της βάθρο»

Βλέποντας την αρμονία και το Θεϊκό κάλλος πίσω από τα φαινόμενα, σταδιακά, ο αναζητητής οφείλει να γίνει μια πηγή φωτός για το περιβάλλον του, ως ζωντανό παράδειγμα....

 Και μην ξεχνάτε η αγάπη, οι ιδέες, και η γνώση, έχουν αξία μόνο όταν μοιράζονται και πολλαπλασιάζονται...

Γενναιοδωρία: Το μοναδικό πράγμα που πρέπει να κάνεις για να είσαι ευτυχισμένος

Λένε πως είναι δύσκολο να αγγίξεις την ευτυχία σε σχέσεις και υλικά αγαθά. Σε αυτή τους την προσπάθεια υπάρχουν στιγμές που δεν αισθάνονται με τίποτα ικανοποιημένοι, ξεχνώντας αυτό που πραγματικά είναι ευτυχία: η γενναιοδωρία.

Σύμφωνα με μελέτη οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως υπάρχει λόγος που η ανιδιοτέλεια αυξάνει την ευτυχία του ανθρώπου.  Αυτό που διαπίστωσαν είναι πως υπάρχει ένας δεσμός ανάμεσα στην ανιδιοτέλεια και την εκπλήρωση. Για τη μελέτη χρειάστηκαν τέσσερις εβδομάδες, όπου οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, όπου τους δίνονταν χρήματα εβδομαδιαίως.
 
Η ομάδα ξόδευε χρήματα για τον εαυτό της, ενώ η άλλη συμμετείχε σε ανιδιοτελείς πράξεις.
 
Οι ερευνητές ανέφεραν πως και μόνο η υπόσχεση πως πρόκειται να είστε γενναιόδωροι σε άλλους επηρεάζει το επίπεδο της ευτυχίας.
 
«Οι συμπεριφορές και οι νευρικές αλλαγές που προκλήθηκαν από αυτή τη μέθοδο είναι εντυπωσιακές, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες δεν είχαν λάβει, ούτε δαπάνησαν χρήματα εκείνη τη στιγμή», σημειώνεται.
 
Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν επίσης να αναφέρουν το επίπεδο ευτυχίας τους στην αρχή και το τέλος του πειράματος. Εκείνοι που εκτελούσαν γενναιόδωρες πράξεις θεωρούνται ευτυχισμένοι ανεξάρτητα από το μέγεθος της δράσης τους.

Υπάρχουν λέξεις που πάντα θα κρατάς, όταν ξεμείνεις από τη σιωπή

Υπάρχουν λέξεις που στο όνομά τους ξαγρυπνάς
Και ένας βαρύς απόηχός τους συντροφεύει τα όνειρά σου
Τις τρομαγμένες κινήσεις σου γεννούν
τις μέρες που το βάρος τους σε εχει κατακλύσει με φόβο.

Υπάρχουν λέξεις που σαν ανέμελους ήχους, δίχως βαρύτητα, για λίγο κρατάς
Και ύστερα φεύγουν, σα να μην ήρθαν ποτέ
Ούτε ένα χάδι, ένα χαιρέτισμα δεν άφησαν στο βλέμμα σου
Ίσως κάποτε έρθουν ξανά…
Όταν θα γίνεις φιλόξενος μαζί τους…

Υπάρχουν λέξεις που πάντα θα κρατάς, σαν επιπλέον ρούχο σου
Όταν ξεμείνεις… και ξεγυμνωθείς από τη σιωπή…
Όταν στερέψει η ζωή σου από εμπειρίες
Ίσως θα είναι δανεικές
Ίσως κάπου γνώριμες από παλιά.

Υπάρχουν λέξεις που στο στόμα σου κατοικούν, δίχως να γνωρίζεις
Σε διατάζουν, μα εσύ δεν το ξέρεις
Κάπου, κάποιος, κάποτε, ίσως σου τις έφερε.
Έχουν δύναμη αυτές οι λέξεις
Τη δύναμη της δικής σου άγνοιας
και ξέρουν να σε οδηγούν…

Υπάρχουν λέξεις που σε βαραίνουν και θα σε βαραίνουν,
οι λέξεις που δεν ειπώθηκαν.
Και ασφυκτιάς όσο και αν τις αγνοείς.
Βαραίνουν τα βηματά σου, τη νηφάλια σκέψη σου
Ζουν μέσα σου, όσο παλεύεις μαζί τους, γεμάτος φόβο.

Σ’ αυτόν τον κόσμο, πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται

«Σ’ αυτό τον κόσμο που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο όπου κι αν βρίσκεται». Γ. Σεφέρης

Έμαθα κάποτε πως τα μάτια στέκουν αδύναμα να αντιληφθούν κάτι άλλο πέρα από δυσκολία, έλειψη, πόνο και καταστροφές αν δεν τους δείξεις και δεν τους μάθεις εσύ που να κοιτούν. Κι αυτό το έμαθα κοιτώντας τον κόσμο μας και βλέποντας πώς είναι φτιαγμένος. Είδα πως δεν φταίνε εκείνα που έχουν εκπαιδευτεί να βλέπουν και να αντιλαμβάνονται πιο εύκολα τέτοιες συχνότητες γύρω μας, αφού εμείς οι ίδιοι μάθαμε να αναπαράγουμε την έλειψη, τον φόβο και την καταστροφή και να «μας κόβουμε τα πόδια» χωρίς να το παίρνουμε καν χαμπάρι.

Όπου και αν σταθείς θα ακούσεις άσχημες και ποτισμένες με φόβο ειδήσεις να εκπέμπονται από τα μέσα σα να είναι ζόμπι χειραγωγούμενα που πίνουν αντί για αίμα την όρεξη και την χαρά για την ζωή μας εδώ, όποια και αν είναι αυτή. Μεταδίδουμε ασυνείδητα αυτές τις συχνότητες ο ένας στον άλλο μέσα από σιωπή που εκπέμπει πίκρα και καταχνιά και καταφέρνει να μας καταπίνει και να μας ελέγχει αλλά και μέσα από λέξεις μίζερες και απαισιόδοξες για την ζωή, για τα όνειρα για την δημιουργία. Είναι ένας κύκλος μαυρίλας που δεν είναι εύκολο να σπάσεις και γι αυτό μπαίνουν μέσα ολοένα και περισσότεροι… και ο κύκλος μεγαλώνει.

Κάπως έτσι πάει η ιστορία… Μόνο που υπάρχουν μέσα στον ίδιο κόσμο και κάποιοι που έχουν την δύναμη να μένουν έξω από τον κύκλο αυτό. Βρίσκουν τη δύναμη να χρησιμοποιούν όμορφες λέξεις για την ζωή εκεί έξω, πέρα από: «όλα είναι τόσο δύσκολα» «δεν έχω αυτό, εκείνο ή το άλλο». Οι ορίζοντές τους απλώνονται πέρα από τέτοιες λέξεις και έχουν τη δύναμη να βλέπουν και κάτι άλλο! Μπορεί γι αυτό η ζωή τους να φαίνεται πιο φωτεινή, γιατί έχουν βρει την δύναμη να την βλέπουν οι ίδιοι όμορφη, να αισθάνονται γεμάτοι! Έχουν απλές ζωές και ναι, ίσως δεν έχουν χρήματα και καμία βαρυσήμαντη εργασία φαινομενικά! Είναι όμως καλά, τι παράξενο! Κυκλοφορούν σαν εξωγήινοι ζώντας έξω από τον κύκλο και από την μαυρίλα αυτή, δείχνωντας σε μας πως υπάρχει και μία άλλη επιλογή ζωής που μπορείς να κάνεις!

Η δουλειά τους τελικά είναι πολύ απλή, και ομως πολύ σημαντική! Μπορούν και βλέπουν το όμορφο παντού, τόσο απλά! Όχι να το περιμένουν να έρθει σ΄ένα αύριο μονάχα αλλά να το βλέπουν να υπάρχει τώρα μπροστά τους, αυτή την στιγμή που κυλάει! Κρατούν το «λίγο» στα χέρια τους χωρίς να τους νοιάζει καν πόσο είναι, δεν το μετρούν δεν το συγκρίνουν, μ’ ένα χαμόγελο και πηγαίο θάρρος που προέρχεται από την καρδιά το μετατρέπουν αμέσως σε πολύ! Σε πολύ που δεν έχει όρια για εκείνους και ούτε μπορεί να οριστεί από μετρήσιμες μονάδες, σε αφθονία, σε δημιουργία, στη ζωή την ίδια! Σε αντίθεση μ΄όσους κρατούν πολλά μα στέκουν ανήμποροι να τα δουν, γιατί έχουν το βλέμμα τους σ΄ένα αύριο που θα τους φέρει κι άλλα… κι άλλα… μέχρι να χουν λέει αρκετά! Μα τι κρίμα που ποτέ τους δεν θα έχουν!

Όποιοι κι αν είναι αυτοί οι όμορφοι άνθρωποι, όπου και αν βρίσκονται σε όποιο μέρος αυτού του κόσμου κι αν υπάρχουν νιώθω πως τους χρωστάμε ένα μεγάλο ευχαριστώ! Για όλα εκείνα τα αληθινά χαμόγελα που καθημερινά μας χαρίζουν χωρίς να παραπονιούνται για τις ζωές τους, δίχως καν να αποκαλύπτουν τις δυσκολίες της ζωής τους, και με τον τρόπο αυτό ρουφούν την καταχνιά αυτού του πλανήτη μετατρέποντάς την αμέσως σε αισιοδοξία, σε χαρά… σε ζωή! Και είναι άραγε αυτό αρκετό σ’ αυτό τον κόσμο που ζούμε; θα πουν κάποιοι!

Ποιος ξέρει, ίσως και να είναι, και ίσως έχουμε την επιλογή να σπάσουμε αυτό τον κύκλο της καταχνιάς και εμείς μ’ ένα χαμόγελο, με ευγνωμοσύνη και σημασία για όσα έχουμε τώρα και να μάθουμε να ζούμε και να επικοινωνούμε με τους ανθρώπους γύρω μας μ’ έναν άλλο τρόπο. Δεν αξίξει τον κόπο…;