Ἦμος δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,
ὤρνυτ᾽ ἄρ᾽ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾽ ὤμῳ,
ποσσὶ δ᾽ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα,
5 βῆ δ᾽ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην.
αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε
κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς.
οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾽ ἠγείροντο μάλ᾽ ὦκα.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾽ ἐγένοντο,
10 βῆ ῥ᾽ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ᾽ ἔχε χάλκεον ἔγχος,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε κύνες πόδας ἀργοὶ ἕποντο.
θεσπεσίην δ᾽ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη.
τὸν δ᾽ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο·
ἕζετο δ᾽ ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες.
15 τοῖσι δ᾽ ἔπειθ᾽ ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ᾽ ἀγορεύειν,
ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη.
καὶ γὰρ τοῦ φίλος υἱὸς ἅμ᾽ ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ
Ἴλιον εἰς εὔπωλον ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν,
Ἄντιφος αἰχμητής· τὸν δ᾽ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ
20 ἐν σπῆϊ γλαφυρῷ, πύματον δ᾽ ὁπλίσσατο δόρπον.
τρεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἔσαν, καὶ ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει,
Εὐρύνομος, δύο δ᾽ αἰὲν ἔχον πατρώϊα ἔργα·
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὣς τοῦ λήθετ᾽ ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων.
τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε·
25 «Κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω·
οὔτε ποθ᾽ ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ᾽ οὔτε θόωκος
ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσί.
νῦν δὲ τίς ὧδ᾽ ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει
ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;
30 ἠέ τιν᾽ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾽ ἡμῖν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο;
ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ᾽ ἀγορεύει;
ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ
Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.»
35 Ὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός,
οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ᾽ ἀγορεύειν,
στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ· σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ
κῆρυξ Πεισήνωρ, πεπνυμένα μήδεα εἰδώς.
πρῶτον ἔπειτα γέροντα καθαπτόμενος προσέειπεν·
40 «Ὦ γέρον, οὐχ ἑκὰς οὗτος ἀνήρ, τάχα δ᾽ εἴσεαι αὐτός,
ὃς λαὸν ἤγειρα· μάλιστα δέ μ᾽ ἄλγος ἱκάνει.
οὔτε τιν᾽ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυον ἐρχομένοιο,
ἥν χ᾽ ὑμῖν σάφα εἴπω, ὅτε πρότερός γε πυθοίμην,
οὔτε τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκομαι οὐδ᾽ ἀγορεύω,
45 ἀλλ᾽ ἐμὸν αὐτοῦ χρεῖος, ὅ μοι κακὰ ἔμπεσεν οἴκῳ,
δοιά· τὸ μὲν πατέρ᾽ ἐσθλὸν ἀπώλεσα, ὅς ποτ᾽ ἐν ὑμῖν
τοίσδεσσιν βασίλευε, πατὴρ δ᾽ ὣς ἤπιος ἦεν·
νῦν δ᾽ αὖ καὶ πολὺ μεῖζον, ὃ δὴ τάχα οἶκον ἅπαντα
πάγχυ διαρραίσει, βίοτον δ᾽ ἀπὸ πάμπαν ὀλέσσει.
50 μητέρι μοι μνηστῆρες ἐπέχραον οὐκ ἐθελούσῃ,
τῶν ἀνδρῶν φίλοι υἷες οἳ ἐνθάδε γ᾽ εἰσὶν ἄριστοι,
οἳ πατρὸς μὲν ἐς οἶκον ἀπερρίγασι νέεσθαι
Ἰκαρίου, ὅς κ᾽ αὐτὸς ἐεδνώσαιτο θύγατρα,
δοίη δ᾽ ᾧ κ᾽ ἐθέλοι καί οἱ κεχαρισμένος ἔλθοι.
55 οἱ δ᾽ εἰς ἡμέτερον πωλεύμενοι ἤματα πάντα,
βοῦς ἱερεύοντες καὶ ὄϊς καὶ πίονας αἶγας,
εἰλαπινάζουσιν πίνουσί τε αἴθοπα οἶνον
μαψιδίως· τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται. οὐ γὰρ ἔπ᾽ ἀνὴρ
οἷος Ὀδυσσεὺς ἔσκεν, ἀρὴν ἀπὸ οἴκου ἀμῦναι.
60 ἡμεῖς δ᾽ οὔ νύ τι τοῖοι ἀμυνέμεν· ἦ καὶ ἔπειτα
λευγαλέοι τ᾽ ἐσόμεσθα καὶ οὐ δεδαηκότες ἀλκήν.
ἦ τ᾽ ἂν ἀμυναίμην, εἴ μοι δύναμίς γε παρείη.
οὐ γὰρ ἔτ᾽ ἀνσχετὰ ἔργα τετεύχαται, οὐδ᾽ ἔτι καλῶς
οἶκος ἐμὸς διόλωλε· νεμεσσήθητε καὶ αὐτοί,
65 ἄλλους τ᾽ αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπους,
οἳ περιναιετάουσι· θεῶν δ᾽ ὑποδείσατε μῆνιν,
μή τι μεταστρέψωσιν ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα.
λίσσομαι ἠμὲν Ζηνὸς Ὀλυμπίου ἠδὲ Θέμιστος,
ἥ τ᾽ ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καθίζει·
70 σχέσθε, φίλοι, καί μ᾽ οἶον ἐάσατε πένθεϊ λυγρῷ
τείρεσθ᾽, εἰ μή πού τι πατὴρ ἐμὸς ἐσθλὸς Ὀδυσσεὺς
δυσμενέων κάκ᾽ ἔρεξεν ἐϋκνήμιδας Ἀχαιούς·
τῶν μ᾽ ἀποτινύμενοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες,
τούτους ὀτρύνοντες. ἐμοὶ δέ κε κέρδιον εἴη
75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε·
εἴ χ᾽ ὑμεῖς γε φάγοιτε, τάχ᾽ ἄν ποτε καὶ τίσις εἴη·
τόφρα γὰρ ἂν κατὰ ἄστυ ποτιπτυσσοίμεθα μύθῳ
χρήματ᾽ ἀπαιτίζοντες, ἕως κ᾽ ἀπὸ πάντα δοθείη·
νῦν δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ.»
***
Μόλις, χαράζοντας τη μέρα, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,από την κλίνη του πετάχτηκε του Οδυσσέα ο ακριβός του γιος.
Το ρούχο του φορώντας, κρέμασε κοφτερό σπαθί στον ώμο,
έδεσε στα λευκά κι αστραφτερά του πόδια ωραία σαντάλια, και
βγήκε προχωρώντας απ᾽ την κάμαρη, ωραίος σαν θεός.
Κάλεσε ευθύς τους κήρυκες και τους παράγγειλε να συγκαλέσουν,
με τη λαγαρή φωνή τους, συνέλευση των Αχαιών,
που τρέφουν πλούσια κόμη.
Εκείνοι εκήρυξαν την εντολή, κι άρχισε να μαζεύεται το πλήθος με σπουδή.
Όταν συναθροιστήκαν όλοι τους, συγκεντρωμένοι εκεί,
10 τότε προχώρησε κι αυτός στην αγορά, σφιχτά κρατώντας στην παλάμη του
χάλκινο δόρυ — δεν ήταν μόνος, τον συνόδευαν δυο γρήγορα σκυλιά.
Η Αθηνά ράντισε πάνω του θεσπέσια χάρη,
τόση που ο κόσμος όλος τον κοιτούσε να ᾽ρχεται γεμάτος θαυμασμό,
κι όπως εκάθησε στον θρόνο του πατέρα του, έκαναν πίσω οι γέροντες.
Τότε πήρε τον λόγο πρώτος ο σεβαστός Αιγύπτιος,
γέροντας πια σκυφτός, γνωρίζοντας τα μύρια όσα·
απ᾽ τον καημό που εμίσεψε ο ακριβός του γιος,
με τον ισόθεο Οδυσσέα στο Ίλιο, το φημισμένο
για τα όμορφα πουλάρια του, μέσα στα κοίλα πλοία —
Άντιφος τ᾽ όνομά του, ακοντιστής γενναίος. Κι όμως στο μεταξύ
τον εξολόθρευσε στη θολωτή σπηλιά του ο Κύκλωπας,
20 τον έφαγε στερνό σε απαίσιο δείπνο.
Είχε ο Αιγύπτιος κι άλλους τρεις γιους· ο ένας τους, ο Ευρύνομος,
έμπλεξε με τους μνηστήρες· έμειναν δυο που φρόντιζαν τα πατρικά τους χτήματα.
Τον πρώτον όμως ο πατέρας του δεν τον λησμόνησε ποτέ,
θρηνώντας και στενάζοντας, όπως και τώρα, που τον λόγο πήρε,
βουρκωμένος, να μιλήσει:
«Ακούστε με, Ιθακήσιοι, γιατί έχω κάτι να σας πω:
πάει καιρός που δεν ξανάγινε αγορά· καμιά συνέλευση,
αφότου κίνησε ο Οδυσσέας θείος σε καράβια βαθουλά.
Λοιπόν, ποιος μας συνάθροισε εμάς εδώ; ποιον βρήκε τώρα τόση ανάγκη;
κάποιος νεότερος; ή από εκείνους που τους πήρανε τα χρόνια;
30 Μήπως κανένα μήνυμα άκουσε, πως ο στρατός μας επιστρέφει,
και θέλησε να μας το φανερώσει, αφού το έμαθε πρώτος εκείνος;
Εκτός κι αν έχει να μας πει αγορεύοντας κάποιο άλλο νέο
που ενδιαφέρει τον λαό. Πάντως μου φαίνεται σπουδαίος,
εύχομαι ευλογημένος. Άμποτε ο Δίας να του βγάλει σε καλό
ό,τι βαθιά στον νου του μελετά.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια τέλειωσε, αλλά τον έπαινό του χάρηκε του Οδυσσέα ο γιος.
Δεν έμεινε άλλο καθισμένος, τον πήρε ο πόθος να μιλήσει.
Σηκώθηκε λοιπόν στης αγοράς τη μέση· ο κήρυκας Πεισήνωρ,
που πάντα φρόνιμα στοχάζεται, σκήπτρο τού έβαλε στο χέρι,
και τότε εκείνος, πρώτα στον γέροντα μιλώντας, γύρισε κι είπε:
«Γέροντα, δεν είναι ο άνθρωπος που λες μακριά,
40 θα τον αναγνωρίσεις τώρα μόνος σου·
εγώ συγκάλεσα το πλήθος, αφού εμένα σφάζει ο πόνος.
Όχι, δεν άκουσα κανένα μήνυμα πως ο στρατός μας επιστρέφει,
και θέλησα να σας το φανερώσω, αφού το έμαθα πρώτος εγώ·
μήτε αγορεύοντας έχω να πω κάποιο άλλο νέο
που ενδιαφέρει τον λαό.
Δική μου ανάγκη με πιέζει, κακό που πλάκωσε
το σπιτικό μου — διπλό κακό· έχασα πρώτα έναν λαμπρό πατέρα,
που ήταν κάποτε ο βασιλιάς ανάμεσά σας, καλός πατέρας και για σας.
Τώρα το δεύτερο κακό, πολύ χειρότερο, που κινδυνεύει να ρημάξει για καλά
το αρχοντικό μου, όλο το βιος μου να αφανίσει·
50 στη μάνα μου οι μνηστήρες ρίχνονται, κι ας μην το θέλει εκείνη,
γονέων γιοι που εδώ κυκλοφορούν επιφανέστατοι.
Κι όμως τρομάζουν να παν στο σπίτι του πατέρα της,
του Ικαρίου, που θα μπορούσε να προικίσει αυτός τη θυγατέρα του,
και να τη δώσει σ᾽ όποιον θέλει, αν κάποιος του φανεί καλός και ευπρόσδεκτος.
Το αντίθετο, περνούν όλες τις μέρες στο παλάτι μας,
σφάζοντας βόδια, πρόβατα, γίδες παχιές,
γλεντοκοπώντας και μεθώντας με κρασί σπινθηροβόλο αλόγιστα —
μια ασωτεία μεγάλη που τραβάει σε μάκρος. Γιατί δεν βρίσκεται κανείς,
σαν άλλος Οδυσσεύς, να διώξει από το σπίτι την κατάρα αυτή.
Εμείς δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε, και θα φανούμε αξιολύπητοι,
60 αφού μας λείπει η πείρα της αλκής.
Ω ναι, θα αντιστεκόμουν, αν είχα τέτοια δύναμη,
γιατί ό,τι γίνεται μου φαίνεται ανυπόφορο, μ᾽ άθλιο τρόπο
καταρρέει το σπιτικό μου. Γι᾽ αυτό λοιπόν αγανακτήσετε κι εσείς,
ντραπείτε τους γειτόνους, όσους τριγύρω κατοικούν·
και φοβηθείτε ακόμη τον θεϊκό θυμό, μήπως αλλάξουν γνώμη,
χολωμένοι με τα ανόσια έργα.
Σας ικετεύω, στο όνομα του ολυμπίου Διός και στο όνομα της Θέμης,
που λέει εκείνη πότε στήνονται οι συνελεύσεις των ανθρώπων,
και πότε πρέπει να λυθούν.
70 Συγκρατηθείτε, φίλοι μου· αφήστε με να τυραννιέμαι μόνος
με το μαύρο πένθος μου. Εκτός κι αν κάποτε
ο πατέρας μου, ο δοξασμένος Οδυσσεύς, κακόγνωμος προξένησε μια βλάβη
στους οπλισμένους Αχαιούς, και τώρα εσείς μ᾽ εκδίκηση τη βλάβη ανταποδίδετε —
εχθροί σ᾽ εμένα, γίνατε σ᾽ αυτούς κακοί τους σύμβουλοι.
Θα ᾽ταν καλύτερο κατά τη γνώμη μου, αν παίρνατε και εσείς
μέρος στο φαγοπότι, για να ᾽ρθει κάποτε κι η πληρωμή.
Γιατί κι εμείς τότε θα αναστατώναμε την πόλη, μιλώντας δεν θα ξεκολλούσαμε
ζητώντας τ᾽ αγαθά μας, προτού όλα πίσω να δοθούν.
Μα τώρα με τη στάση σας φορτώνετε στην έρμη μου ψυχή
πόνους αβάσταχτους.»