ἑβδομάτῃ δ᾽ ἱκόμεσθα Λάμου αἰπὺ πτολίεθρον,
Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην, ὅθι ποιμένα ποιμὴν
ἠπύει εἰσελάων, ὁ δέ τ᾽ ἐξελάων ὑπακούει.
ἔνθα κ᾽ ἄϋπνος ἀνὴρ δοιοὺς ἐξήρατο μισθούς,
85 τὸν μὲν βουκολέων, τὸν δ᾽ ἄργυφα μῆλα νομεύων·
ἐγγὺς γὰρ νυκτός τε καὶ ἤματός εἰσι κέλευθοι.
ἔνθ᾽ ἐπεὶ ἐς λιμένα κλυτὸν ἤλθομεν, ὃν πέρι πέτρη
ἠλίβατος τετύχηκε διαμπερὲς ἀμφοτέρωθεν,
ἀκταὶ δὲ προβλῆτες ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν
90 ἐν στόματι προὔχουσιν, ἀραιὴ δ᾽ εἴσοδός ἐστιν,
ἔνθ᾽ οἵ γ᾽ εἴσω πάντες ἔχον νέας ἀμφιελίσσας.
αἱ μὲν ἄρ᾽ ἔντοσθεν λιμένος κοίλοιο δέδεντο
πλησίαι· οὐ μὲν γάρ ποτ᾽ ἀέξετο κῦμά γ᾽ ἐν αὐτῷ,
οὔτε μέγ᾽ οὔτ᾽ ὀλίγον, λευκὴ δ᾽ ἦν ἀμφὶ γαλήνη.
95 αὐτὰρ ἐγὼν οἶος σχέθον ἔξω νῆα μέλαιναν,
αὐτοῦ ἐπ᾽ ἐσχατιῇ, πέτρης ἐκ πείσματα δήσας·
ἔστην δὲ σκοπιὴν ἐς παιπαλόεσσαν ἀνελθών.
ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ᾽ ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα,
καπνὸν δ᾽ οἶον ὁρῶμεν ἀπὸ χθονὸς ἀΐσσοντα.
100 δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν πεύθεσθαι ἰόντας
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
ἄνδρε δύο κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾽ ἅμ᾽ ὀπάσσας.
οἱ δ᾽ ἴσαν ἐκβάντες λείην ὁδόν, ᾗ περ ἄμαξαι
ἄστυδ᾽ ἀφ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων καταγίνεον ὕλην.
105 κούρῃ δὲ ξύμβληντο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῃ,
θυγατέρ᾽ ἰφθίμῃ Λαιστρυγόνος Ἀντιφάταο.
ἡ μὲν ἄρ᾽ ἐς κρήνην κατεβήσετο καλλιρέεθρον
Ἀρτακίην· ἔνθεν γὰρ ὕδωρ προτὶ ἄστυ φέρεσκον·
οἱ δὲ παριστάμενοι προσεφώνεον, ἔκ τ᾽ ἐρέοντο
110 ὅς τις τῶνδ᾽ εἴη βασιλεὺς καὶ οἷσιν ἀνάσσοι.
ἡ δὲ μάλ᾽ αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ.
οἱ δ᾽ ἐπεὶ εἰσῆλθον κλυτὰ δώματα, τὴν δὲ γυναῖκα
εὗρον ὅσην τ᾽ ὄρεος κορυφήν, κατὰ δ᾽ ἔστυγον αὐτήν.
ἡ δ᾽ αἶψ᾽ ἐξ ἀγορῆς ἐκάλει κλυτὸν Ἀντιφατῆα,
115 ὃν πόσιν, ὃς δὴ τοῖσιν ἐμήσατο λυγρὸν ὄλεθρον.
αὐτίχ᾽ ἕνα μάρψας ἑτάρων ὁπλίσσατο δεῖπνον·
τὼ δὲ δύ᾽ ἀΐξαντε φυγῇ ἐπὶ νῆας ἱκέσθην.
αὐτὰρ ὁ τεῦχε βοὴν διὰ ἄστεος· οἱ δ᾽ ἀΐοντες
φοίτων ἴφθιμοι Λαιστρυγόνες ἄλλοθεν ἄλλος,
120 μυρίοι, οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν.
οἵ ῥ᾽ ἀπὸ πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισι
βάλλον· ἄφαρ δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει
ἀνδρῶν ὀλλυμένων νηῶν θ᾽ ἅμα ἀγνυμενάων·
ἰχθῦς δ᾽ ὣς πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο.
125 ὄφρ᾽ οἱ τοὺς ὄλεκον λιμένος πολυβενθέος ἐντός,
τόφρα δ᾽ ἐγὼ ξίφος ὀξὺ ἐρυσσάμενος παρὰ μηροῦ
τῷ ἀπὸ πείσματ᾽ ἔκοψα νεὸς κυανοπρῴροιο.
αἶψα δ᾽ ἐμοῖς ἑτάροισιν ἐποτρύνας ἐκέλευσα
ἐμβαλέειν κώπῃς, ἵν᾽ ὑπὲκ κακότητα φύγοιμεν·
130 οἱ δ᾽ ἅμα πάντες ἀνέρριψαν, δείσαντες ὄλεθρον.
ἀσπασίως δ᾽ ἐς πόντον ἐπηρεφέας φύγε πέτρας
νηῦς ἐμή· αὐτὰρ αἱ ἄλλαι ἀολλέες αὐτόθ᾽ ὄλοντο.
***
80 Έξι μερόνυχτα αρμενίσαμε, δίχως ανάπαυλα, νύχτα και μέρα·
την έβδομη βρεθήκαμε στο απόκρημνο κάστρο του Λάμου,
μπρος στο Τηλέπυλο της Λαιστρυγόνας· όπου βοσκός
φωνάζει τον βοσκό επιστρέφοντας, και του αποκρίνεται άλλος
βοσκός που τώρα μόλις βγαίνει.
Γιατί σ᾽ αυτό το μέρος κάποιος θα μπορούσε,
μένοντας ξάγρυπνος, να παίρνει δυο μισθούς· τον ένα
σαν βουκόλος, τον άλλο βόσκοντας τα γιδοπρόβατα λευκά —
εδώ δρόμοι της νύχτας και της μέρας συνορεύουν.
Μπήκαμε τότε σε λιμάνι εξαίσιο, που το κυκλώνουν κι απ᾽ τις δυο μεριές
οι βράχοι, από τη μια ως την άλλην άκρη· προβάλλουν κι αντικρίζονται
90 δυο κάβοι στου λιμανιού το στόμα, αφήνοντας στενή μπασιά.
Οι άλλοι όλοι τότε αγκυροβόλησαν εκεί, δένοντας
τα κυρτά καράβια τους στο κοίλο και βαθύ λιμάνι, το ένα
με τ᾽ άλλο κολλητά· όπου δεν έβλεπες να κυματίζει κύμα μεγάλο
ή και μικρό — ολόγυρα βασίλευε λευκή γαλήνη.
Μόνος εγώ το κράτησα το μαύρο μου καράβι απέξω,
στην άκρην άκρη το ᾽δεσα με παλαμάρια σ᾽ ένα βράχο.
Ύστερα ανέβηκα σ᾽ απόκρημνη σκοπιά να δω:
τίποτε γύρω μου δεν φαίνονταν, έργα από βόδια κι από ανθρώπους·
είδαμε όμως ν᾽ ανεβαίνει ψηλά από τη γη καπνός.
100 Τότε κι εγώ αποφάσισα να στείλω κάποιους από τους συντρόφους, ανίσως
μάθουν τι σόι άνθρωποι κατοικούν αυτή τη γη και τρων ψωμί.
Ξεχώρισα λοιπόν από τους άντρες δυο
και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Οι τρεις τους βρέθηκαν να περπατούν στον ίσιο δρόμο,
όπου τα αμάξια στην πόλη κατεβάζουν ξύλα χλωρά από τα ψηλά βουνά.
Μπροστά στην πόλη συναπάντησαν μια κόρη που έβγαζε νερό·
ήταν η άξια θυγατέρα του Λαιστρυγόνιου Αντιφάτη.
Είχε κατέβει στην πηγή που τρέχει γάργαρη,
την Αρτακία, απ᾽ όπου αντλούσαν κι έφερναν νερό στην πόλη.
Στάθηκαν δίπλα της και την προσφώνησαν, ρωτώντας
110 ποιος είναι εδώ ο βασιλιάς, ποιους κυβερνά.
Πρόθυμα εκείνη τους εξήγησε,
δείχνοντας ψηλόστεγο το σπίτι του πατέρα της.
Αυτοί, όταν στο φημισμένο εκείνο μπήκαν σπιτικό,
βρήκαν μπροστά τους μια γυναίκα τέρας, ψηλή σαν την κορφή βουνού,
κι ένιωσαν φρίκη,
Μόλις τους είδε, φώναζε, καλώντας τον από την αγορά, τον άντρα της,
τον Αντιφάτη, αυτόν που ευθύς μελέτησε τον μαύρο χαλασμό τους·
άρπαξε κι έφαγε μεμιάς τον ένα απ᾽ τους συντρόφους,
ενώ οι άλλοι δυο τού ξέφυγαν κι έτρεξαν στα καράβια.
Τότε κι εκείνος σέρνει φωνή μεγάλη, να τον ακούσει η πόλη όλη·
αυτοί τον άκουσαν και καταφθάνουν, καθένας κι απ᾽ αλλού,
οι Λαιστρυγόνες ακατάλυτοι, μυριάδες, δεν έμοιαζαν μ᾽ ανθρώπους,
120 φάνταζαν μάλλον Γίγαντες.
Τότε, ξηλώνοντας από τους βράχους πέτρες ασήκωτες για τους θνητούς,
τις ρίχνουν καταπάνω τους, κι έγινε σάλος, πάταγος στα πλοία·
οι άντρες να αφανίζονται, καράβια να τσακίζονται,
κι εκείνοι σαν ψάρια τούς καμάκωναν, για το απαίσιο γεύμα.
Όσο μες στο βαθύ λιμάνι τούς αφάνιζαν, εγώ τραβώ το κοφτερό σπαθί
απ᾽ τον μηρό μου κι έκοψα τα σχοινιά του καραβιού μου με τη μαύρη πλώρη.
Συγχρόνως παρακινώ και παραγγέλλω στους συντρόφους μου
αμέσως να πέσουν στα κουπιά, για να γλιτώσουμε τον όλεθρο.
Υπάκουσαν, και σήκωσαν με τα κουπιά τους τον αφρό της θάλασσας
130 ψηλά, από τον φόβο του χαμού.
Έτσι, ευτύχησε κι ανοίχτηκε στο πέλαγο, ανάμεσα από βράχια
κρεμασμένα, μόνο του το δικό μου το καράβι· όλα τα υπόλοιπα
εκεί αφανίστηκαν και πάνε.
80 Έξι μερόνυχτα αρμενίσαμε, δίχως ανάπαυλα, νύχτα και μέρα·
την έβδομη βρεθήκαμε στο απόκρημνο κάστρο του Λάμου,
μπρος στο Τηλέπυλο της Λαιστρυγόνας· όπου βοσκός
φωνάζει τον βοσκό επιστρέφοντας, και του αποκρίνεται άλλος
βοσκός που τώρα μόλις βγαίνει.
Γιατί σ᾽ αυτό το μέρος κάποιος θα μπορούσε,
μένοντας ξάγρυπνος, να παίρνει δυο μισθούς· τον ένα
σαν βουκόλος, τον άλλο βόσκοντας τα γιδοπρόβατα λευκά —
εδώ δρόμοι της νύχτας και της μέρας συνορεύουν.
Μπήκαμε τότε σε λιμάνι εξαίσιο, που το κυκλώνουν κι απ᾽ τις δυο μεριές
οι βράχοι, από τη μια ως την άλλην άκρη· προβάλλουν κι αντικρίζονται
90 δυο κάβοι στου λιμανιού το στόμα, αφήνοντας στενή μπασιά.
Οι άλλοι όλοι τότε αγκυροβόλησαν εκεί, δένοντας
τα κυρτά καράβια τους στο κοίλο και βαθύ λιμάνι, το ένα
με τ᾽ άλλο κολλητά· όπου δεν έβλεπες να κυματίζει κύμα μεγάλο
ή και μικρό — ολόγυρα βασίλευε λευκή γαλήνη.
Μόνος εγώ το κράτησα το μαύρο μου καράβι απέξω,
στην άκρην άκρη το ᾽δεσα με παλαμάρια σ᾽ ένα βράχο.
Ύστερα ανέβηκα σ᾽ απόκρημνη σκοπιά να δω:
τίποτε γύρω μου δεν φαίνονταν, έργα από βόδια κι από ανθρώπους·
είδαμε όμως ν᾽ ανεβαίνει ψηλά από τη γη καπνός.
100 Τότε κι εγώ αποφάσισα να στείλω κάποιους από τους συντρόφους, ανίσως
μάθουν τι σόι άνθρωποι κατοικούν αυτή τη γη και τρων ψωμί.
Ξεχώρισα λοιπόν από τους άντρες δυο
και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Οι τρεις τους βρέθηκαν να περπατούν στον ίσιο δρόμο,
όπου τα αμάξια στην πόλη κατεβάζουν ξύλα χλωρά από τα ψηλά βουνά.
Μπροστά στην πόλη συναπάντησαν μια κόρη που έβγαζε νερό·
ήταν η άξια θυγατέρα του Λαιστρυγόνιου Αντιφάτη.
Είχε κατέβει στην πηγή που τρέχει γάργαρη,
την Αρτακία, απ᾽ όπου αντλούσαν κι έφερναν νερό στην πόλη.
Στάθηκαν δίπλα της και την προσφώνησαν, ρωτώντας
110 ποιος είναι εδώ ο βασιλιάς, ποιους κυβερνά.
Πρόθυμα εκείνη τους εξήγησε,
δείχνοντας ψηλόστεγο το σπίτι του πατέρα της.
Αυτοί, όταν στο φημισμένο εκείνο μπήκαν σπιτικό,
βρήκαν μπροστά τους μια γυναίκα τέρας, ψηλή σαν την κορφή βουνού,
κι ένιωσαν φρίκη,
Μόλις τους είδε, φώναζε, καλώντας τον από την αγορά, τον άντρα της,
τον Αντιφάτη, αυτόν που ευθύς μελέτησε τον μαύρο χαλασμό τους·
άρπαξε κι έφαγε μεμιάς τον ένα απ᾽ τους συντρόφους,
ενώ οι άλλοι δυο τού ξέφυγαν κι έτρεξαν στα καράβια.
Τότε κι εκείνος σέρνει φωνή μεγάλη, να τον ακούσει η πόλη όλη·
αυτοί τον άκουσαν και καταφθάνουν, καθένας κι απ᾽ αλλού,
οι Λαιστρυγόνες ακατάλυτοι, μυριάδες, δεν έμοιαζαν μ᾽ ανθρώπους,
120 φάνταζαν μάλλον Γίγαντες.
Τότε, ξηλώνοντας από τους βράχους πέτρες ασήκωτες για τους θνητούς,
τις ρίχνουν καταπάνω τους, κι έγινε σάλος, πάταγος στα πλοία·
οι άντρες να αφανίζονται, καράβια να τσακίζονται,
κι εκείνοι σαν ψάρια τούς καμάκωναν, για το απαίσιο γεύμα.
Όσο μες στο βαθύ λιμάνι τούς αφάνιζαν, εγώ τραβώ το κοφτερό σπαθί
απ᾽ τον μηρό μου κι έκοψα τα σχοινιά του καραβιού μου με τη μαύρη πλώρη.
Συγχρόνως παρακινώ και παραγγέλλω στους συντρόφους μου
αμέσως να πέσουν στα κουπιά, για να γλιτώσουμε τον όλεθρο.
Υπάκουσαν, και σήκωσαν με τα κουπιά τους τον αφρό της θάλασσας
130 ψηλά, από τον φόβο του χαμού.
Έτσι, ευτύχησε κι ανοίχτηκε στο πέλαγο, ανάμεσα από βράχια
κρεμασμένα, μόνο του το δικό μου το καράβι· όλα τα υπόλοιπα
εκεί αφανίστηκαν και πάνε.