ΘΗ. οὔτ᾽ εἴ τι μῆκος τῶν λόγων ἔθου πλέον,
1140 τέκνοισι τερφθεὶς τοῖσδε, θαυμάσας ἔχω,
οὔτ᾽ εἰ πρὸ τοὐμοῦ προύλαβες τὰ τῶνδ᾽ ἔπη·
βάρος γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἐκ τούτων ἔχει.
οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν
λαμπρὸν ποεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις.
1145 δείκνυμι δ᾽· ὧν γὰρ ὤμοσ᾽ οὐκ ἐψευσάμην
οὐδέν σε, πρέσβυ· τάσδε γὰρ πάρειμ᾽ ἄγων
ζώσας, ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων.
χὤπως μὲν ἁγὼν ᾑρέθη τί δεῖ μάτην
κομπεῖν, ἅ γ᾽ εἴσῃ καὐτὸς ἐκ ταύταιν ξυνών;
1150 λόγος δ᾽ ὃς ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοὶ
στείχοντι δεῦρο, συμβαλοῦ γνώμην, ἐπεὶ
σμικρὸς μὲν εἰπεῖν, ἄξιος δὲ θαυμάσαι·
πρᾶγος δ᾽ ἀτίζειν οὐδὲν ἄνθρωπον χρεών.
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστι, τέκνον Αἰγέως; δίδασκέ με,
1155 ὡς μὴ εἰδότ᾽ αὐτὸν μηδὲν ὧν σὺ πυνθάνῃ.
ΘΗ. φασίν τιν᾽ ἡμῖν ἄνδρα, σοὶ μὲν ἔμπολιν
οὐκ ὄντα, συγγενῆ δέ, προσπεσόντα πως
βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος, παρ᾽ ᾧ
θύων ἔκυρον, ἡνίχ᾽ ὡρμώμην ἐγώ.
1160 ΟΙ. ποδαπόν; τί προσχρῄζοντα τῷ θακήματι;
ΘΗ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· σοῦ γάρ, ὡς λέγουσί μοι,
βραχύν τιν᾽ αἰτεῖ μῦθον, οὐκ ὄγκου πλέων.
ΟΙ. ποῖόν τιν᾽; οὐ γὰρ ἥδ᾽ ἕδρα σμικροῦ λόγου.
ΘΗ. σοὶ φασὶν αὐτὸν ἐς λόγους μολεῖν μόνον
1165 αἰτεῖν, ἀπελθεῖν ‹τ᾽› ἀσφαλῶς τῆς δεῦρ᾽ ὁδοῦ.
ΟΙ. τίς δῆτ᾽ ἂν εἴη τήνδ᾽ ὁ προσθακῶν ἕδραν;
ΘΗ. ὅρα κατ᾽ Ἄργος εἴ τις ὑμὶν ἐγγενὴς
ἔσθ᾽, ὅστις ἄν σου τοῦτο προσχρῄζοι τυχεῖν.
ΟΙ. ὦ φίλτατε, σχὲς οὗπερ εἶ. ΘΗ. τί δ᾽ ἔστι σοι;
1170 ΟΙ. μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; λέγε.
ΟΙ. ἔξοιδ᾽ ἀκούων τῶνδ᾽ ὅς ἐσθ᾽ ὁ προστάτης.
ΘΗ. καὶ τίς ποτ᾽ ἐστίν, ὅν γ᾽ ἐγὼ ψέξαιμί τι;
ΟΙ. παῖς οὑμός, ὦναξ, στυγνός, οὗ λόγων ἐγὼ
ἄλγιστ᾽ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων.
1175 ΘΗ. τί δ᾽; οὐκ ἀκούειν ἔστι, καὶ μὴ δρᾶν ἃ μὴ
χρῄζεις; τί σοι τοῦδ᾽ ἐστὶ λυπηρὸν κλύειν;
ΟΙ. ἔχθιστον, ὦναξ, φθέγμα τοῦδ᾽ ἥκει πατρί·
καὶ μή μ᾽ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ᾽ εἰκαθεῖν.
ΘΗ. ἀλλ᾽ εἰ τὸ θάκημ᾽ ἐξαναγκάζει σκόπει,
1180 μή σοι πρόνοι᾽ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα.
1140 από χαρά που είδες πάλι τα παιδιά σου, εκπλήσσομαι,
μήτε γιατί, πριν από μένα, αντάλλαξες λόγια μαζί τους.
Μια τέτοια διαφορά καθόλου εμάς δεν μας βαραίνει.
Αφού δεν δίνουν τα λόγια λάμψη στη ζωή μας,
μάλλον οι πράξεις μας. Και νά η απόδειξη·
1145 τους όρκους, γέροντα, που ορκίστηκα, σε τίποτα δεν πάτησα.
Βλέπεις τώρα τις κόρες σου, τις έχω φέρει ζωντανές
κι απείραχτες από τις απειλές.
Όσο για τον αγώνα μας, το πώς κερδήθηκε, δεν έχω λόγο
μόνος μου να παινευτώ. Ό,τι αξίζει, ο ίδιος θα το μάθεις,
τώρα που σμίξατε, από τις κόρες σου.
1150 Αλλά μιαν άλλη είδηση, που μόλις έφτασε στ᾽ αφτιά μου,
όπως ερχόμουν κατά δω, γι᾽ αυτή θέλω τη γνώμη σου.
Μπορεί ν᾽ ακούγεται μικρή, αξίζει ωστόσο να της δώσουμε
τη δέουσα προσοχή. Αφού δεν πρέπει ο άνθρωπος
κανένα πράγμα αψήφιστα να παίρνει.
ΟΙ. Τί τρέχει, γιε του Αιγέα; Πες μου να καταλάβω,
1155 και μη ζητάς τη γνώμη μου για κάτι που παντελώς το αγνοώ.
ΘΗ. Λένε πως κάποιος άντρας, αν όχι συμπολίτης,
πάντως συγγενής σου, έχει προσπέσει ικέτης στον βωμό
του Ποσειδώνα, όπου έτυχε κι εγώ θυσία να προσφέρω,
την ώρα που ξεκίνησα να φτάσω εδώ.
ΟΙ. Ωραία, κι από πού κατάγεται; Τί περιμένει
1160 από την ικεσία αυτή;
ΘΗ. Δεν ξέρω, ένα μονάχα άκουσα να λένε· πως ικετεύει,
θέλοντας μαζί σου να μιλήσει, λίγο και μετρημένα.
ΟΙ. Συνομιλία τί λογής; Για πράγμα ασήμαντο δεν γίνεται
κάποιος ικέτης.
ΘΗ. Μ᾽ εσένα λένε θέλει να μιλήσει, αυτό μόνο ζητά,
1165 μετά να φύγει αποδώ ασφαλής.
ΟΙ. Ποιός τελοσπάντων είναι αυτός που έχει προσπέσει στον βωμό;
ΘΗ. Το Άργος σκέψου, αν κάποιος συγγενής σου
κατάγεται αποκεί, και τώρα θέλει από σένα
αυτή τη χάρη.
ΟΙ. Σταμάτα, φίλε, κι άλλο μην προχωρείς.
ΘΗ. Τί σου συμβαίνει;
ΟΙ. Μη με ρωτάς.
1170 ΘΗ. Τί εννοείς; μίλα επιτέλους.
ΟΙ. Άκουσα και κατάλαβα ποιός είναι ο ικέτης.
ΘΗ. Ποιός; Κι εμένα τί μου πέφτει να τον ψέξω;
ΟΙ. Ο γιος μου, πρίγκιπα, ο μισητός μου γιος·
δεν θα μπορούσα να υποφέρω τη φωνή του ακούγοντας,
θα μ᾽ έπνιγε πιο πριν ο πόνος.
ΘΗ. Όμως γιατί δεν τον ακούς; Δίχως να κάνεις
1175 πράγματα που δεν τα θέλεις. Και μόνο το άκουσμα
σου φέρνει πόνο;
ΟΙ. Μίσος αβάσταχτο η φωνή του προξενεί σ᾽ έναν πατέρα·
λοιπόν μην μ᾽ αναγκάζεις σ᾽ αυτό να υποχωρήσω.
ΘΗ. Στοχάσου μήπως σ᾽ αναγκάζει η ικεσία του,
1180 και πρέπει στον θεό προστάτη του να δείξεις σεβασμό.
1140 τέκνοισι τερφθεὶς τοῖσδε, θαυμάσας ἔχω,
οὔτ᾽ εἰ πρὸ τοὐμοῦ προύλαβες τὰ τῶνδ᾽ ἔπη·
βάρος γὰρ ἡμᾶς οὐδὲν ἐκ τούτων ἔχει.
οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν
λαμπρὸν ποεῖσθαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις.
1145 δείκνυμι δ᾽· ὧν γὰρ ὤμοσ᾽ οὐκ ἐψευσάμην
οὐδέν σε, πρέσβυ· τάσδε γὰρ πάρειμ᾽ ἄγων
ζώσας, ἀκραιφνεῖς τῶν κατηπειλημένων.
χὤπως μὲν ἁγὼν ᾑρέθη τί δεῖ μάτην
κομπεῖν, ἅ γ᾽ εἴσῃ καὐτὸς ἐκ ταύταιν ξυνών;
1150 λόγος δ᾽ ὃς ἐμπέπτωκεν ἀρτίως ἐμοὶ
στείχοντι δεῦρο, συμβαλοῦ γνώμην, ἐπεὶ
σμικρὸς μὲν εἰπεῖν, ἄξιος δὲ θαυμάσαι·
πρᾶγος δ᾽ ἀτίζειν οὐδὲν ἄνθρωπον χρεών.
ΟΙ. τί δ᾽ ἔστι, τέκνον Αἰγέως; δίδασκέ με,
1155 ὡς μὴ εἰδότ᾽ αὐτὸν μηδὲν ὧν σὺ πυνθάνῃ.
ΘΗ. φασίν τιν᾽ ἡμῖν ἄνδρα, σοὶ μὲν ἔμπολιν
οὐκ ὄντα, συγγενῆ δέ, προσπεσόντα πως
βωμῷ καθῆσθαι τῷ Ποσειδῶνος, παρ᾽ ᾧ
θύων ἔκυρον, ἡνίχ᾽ ὡρμώμην ἐγώ.
1160 ΟΙ. ποδαπόν; τί προσχρῄζοντα τῷ θακήματι;
ΘΗ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· σοῦ γάρ, ὡς λέγουσί μοι,
βραχύν τιν᾽ αἰτεῖ μῦθον, οὐκ ὄγκου πλέων.
ΟΙ. ποῖόν τιν᾽; οὐ γὰρ ἥδ᾽ ἕδρα σμικροῦ λόγου.
ΘΗ. σοὶ φασὶν αὐτὸν ἐς λόγους μολεῖν μόνον
1165 αἰτεῖν, ἀπελθεῖν ‹τ᾽› ἀσφαλῶς τῆς δεῦρ᾽ ὁδοῦ.
ΟΙ. τίς δῆτ᾽ ἂν εἴη τήνδ᾽ ὁ προσθακῶν ἕδραν;
ΘΗ. ὅρα κατ᾽ Ἄργος εἴ τις ὑμὶν ἐγγενὴς
ἔσθ᾽, ὅστις ἄν σου τοῦτο προσχρῄζοι τυχεῖν.
ΟΙ. ὦ φίλτατε, σχὲς οὗπερ εἶ. ΘΗ. τί δ᾽ ἔστι σοι;
1170 ΟΙ. μή μου δεηθῇς. ΘΗ. πράγματος ποίου; λέγε.
ΟΙ. ἔξοιδ᾽ ἀκούων τῶνδ᾽ ὅς ἐσθ᾽ ὁ προστάτης.
ΘΗ. καὶ τίς ποτ᾽ ἐστίν, ὅν γ᾽ ἐγὼ ψέξαιμί τι;
ΟΙ. παῖς οὑμός, ὦναξ, στυγνός, οὗ λόγων ἐγὼ
ἄλγιστ᾽ ἂν ἀνδρῶν ἐξανασχοίμην κλύων.
1175 ΘΗ. τί δ᾽; οὐκ ἀκούειν ἔστι, καὶ μὴ δρᾶν ἃ μὴ
χρῄζεις; τί σοι τοῦδ᾽ ἐστὶ λυπηρὸν κλύειν;
ΟΙ. ἔχθιστον, ὦναξ, φθέγμα τοῦδ᾽ ἥκει πατρί·
καὶ μή μ᾽ ἀνάγκῃ προσβάλῃς τάδ᾽ εἰκαθεῖν.
ΘΗ. ἀλλ᾽ εἰ τὸ θάκημ᾽ ἐξαναγκάζει σκόπει,
1180 μή σοι πρόνοι᾽ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα.
***
ΘΗ. Μήτε επειδή τα λόγια σου κάπως περίσσεψαν,1140 από χαρά που είδες πάλι τα παιδιά σου, εκπλήσσομαι,
μήτε γιατί, πριν από μένα, αντάλλαξες λόγια μαζί τους.
Μια τέτοια διαφορά καθόλου εμάς δεν μας βαραίνει.
Αφού δεν δίνουν τα λόγια λάμψη στη ζωή μας,
μάλλον οι πράξεις μας. Και νά η απόδειξη·
1145 τους όρκους, γέροντα, που ορκίστηκα, σε τίποτα δεν πάτησα.
Βλέπεις τώρα τις κόρες σου, τις έχω φέρει ζωντανές
κι απείραχτες από τις απειλές.
Όσο για τον αγώνα μας, το πώς κερδήθηκε, δεν έχω λόγο
μόνος μου να παινευτώ. Ό,τι αξίζει, ο ίδιος θα το μάθεις,
τώρα που σμίξατε, από τις κόρες σου.
1150 Αλλά μιαν άλλη είδηση, που μόλις έφτασε στ᾽ αφτιά μου,
όπως ερχόμουν κατά δω, γι᾽ αυτή θέλω τη γνώμη σου.
Μπορεί ν᾽ ακούγεται μικρή, αξίζει ωστόσο να της δώσουμε
τη δέουσα προσοχή. Αφού δεν πρέπει ο άνθρωπος
κανένα πράγμα αψήφιστα να παίρνει.
ΟΙ. Τί τρέχει, γιε του Αιγέα; Πες μου να καταλάβω,
1155 και μη ζητάς τη γνώμη μου για κάτι που παντελώς το αγνοώ.
ΘΗ. Λένε πως κάποιος άντρας, αν όχι συμπολίτης,
πάντως συγγενής σου, έχει προσπέσει ικέτης στον βωμό
του Ποσειδώνα, όπου έτυχε κι εγώ θυσία να προσφέρω,
την ώρα που ξεκίνησα να φτάσω εδώ.
ΟΙ. Ωραία, κι από πού κατάγεται; Τί περιμένει
1160 από την ικεσία αυτή;
ΘΗ. Δεν ξέρω, ένα μονάχα άκουσα να λένε· πως ικετεύει,
θέλοντας μαζί σου να μιλήσει, λίγο και μετρημένα.
ΟΙ. Συνομιλία τί λογής; Για πράγμα ασήμαντο δεν γίνεται
κάποιος ικέτης.
ΘΗ. Μ᾽ εσένα λένε θέλει να μιλήσει, αυτό μόνο ζητά,
1165 μετά να φύγει αποδώ ασφαλής.
ΟΙ. Ποιός τελοσπάντων είναι αυτός που έχει προσπέσει στον βωμό;
ΘΗ. Το Άργος σκέψου, αν κάποιος συγγενής σου
κατάγεται αποκεί, και τώρα θέλει από σένα
αυτή τη χάρη.
ΟΙ. Σταμάτα, φίλε, κι άλλο μην προχωρείς.
ΘΗ. Τί σου συμβαίνει;
ΟΙ. Μη με ρωτάς.
1170 ΘΗ. Τί εννοείς; μίλα επιτέλους.
ΟΙ. Άκουσα και κατάλαβα ποιός είναι ο ικέτης.
ΘΗ. Ποιός; Κι εμένα τί μου πέφτει να τον ψέξω;
ΟΙ. Ο γιος μου, πρίγκιπα, ο μισητός μου γιος·
δεν θα μπορούσα να υποφέρω τη φωνή του ακούγοντας,
θα μ᾽ έπνιγε πιο πριν ο πόνος.
ΘΗ. Όμως γιατί δεν τον ακούς; Δίχως να κάνεις
1175 πράγματα που δεν τα θέλεις. Και μόνο το άκουσμα
σου φέρνει πόνο;
ΟΙ. Μίσος αβάσταχτο η φωνή του προξενεί σ᾽ έναν πατέρα·
λοιπόν μην μ᾽ αναγκάζεις σ᾽ αυτό να υποχωρήσω.
ΘΗ. Στοχάσου μήπως σ᾽ αναγκάζει η ικεσία του,
1180 και πρέπει στον θεό προστάτη του να δείξεις σεβασμό.