ΑΓΓΕΛΟΣ
910 ὦ λευκὰ γήραι σώματ᾽ ‹ΧΟ.› ἀνακαλεῖς με τίνα
βοάν; ΑΓ. ἄλαστα τἀν δόμοισι. ‹ΧΟ.› μάντιν οὐχ
ἕτερον ἄξομαι.
ΑΓ. τεθνᾶσι παῖδες. ‹ΧΟ.› αἰαῖ.
‹ΑΓ.› στενάζεθ᾽ ὡς στενακτά. ‹ΧΟ.› δάιοι φόνοι,
915 δάιοι δὲ τοκέων χέρες.
ΑΓ. οὐκ ἄν τις εἴποι μᾶλλον ἢ πεπόνθαμεν.
ΧΟ. πῶς παισὶ στενακτὰν ἄταν ἄταν
πατέρος ἀμφαίνεις;
λέγε τίνα τρόπον ἔσυτο θεόθεν ἐπὶ μέλα-
920 θρα κακὰ τάδε ‹ › τλάμονάς
τε παίδων τύχας.
ΑΓ. ἱερὰ μὲν ἦν πάροιθεν ἐσχάρας Διὸς
καθάρσι᾽ οἴκων, γῆς ἄνακτ᾽ ἐπεὶ κτανὼν
‹ἐξέβαλε› τῶνδε δωμάτων Ἡρακλέης·
925 χορὸς δὲ καλλίμορφος εἱστήκει τέκνων
πατήρ τε Μεγάρα τ᾽, ἐν κύκλωι δ᾽ ἤδη κανοῦν
εἵλικτο βωμοῦ, φθέγμα δ᾽ ὅσιον εἴχομεν.
μέλλων δὲ δαλὸν χειρὶ δεξιᾶι φέρειν,
ἐς χέρνιβ᾽ ὡς βάψειεν, Ἀλκμήνης τόκος
930 ἔστη σιωπῆι. καὶ χρονίζοντος πατρὸς
παῖδες προσέσχον ὄμμ᾽· ὁ δ᾽ οὐκέθ᾽ αὑτὸς ἦν,
ἀλλ᾽ ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων ἐφθαρμένος
ῥίζας τ᾽ ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλὼν
ἀφρὸν κατέσταζ᾽ εὔτριχος γενειάδος.
935 ἔλεξε δ᾽ ἅμα γέλωτι παραπεπληγμένωι·
Πάτερ, τί θύω πρὶν κτανεῖν Εὐρυσθέα
καθάρσιον πῦρ καὶ πόνους διπλοῦς ἔχω;
ἔργον μιᾶς μοι χειρὸς εὖ θέσθαι τάδε.
ὅταν δ᾽ ἐνέγκω δεῦρο κρᾶτ᾽ Εὐρυσθέως
940 ἐπὶ τοῖσι νῦν θανοῦσιν ἁγνιῶ χέρας.
ἐκχεῖτε πηγάς, ῥίπτετ᾽ ἐκ χειρῶν κανᾶ.
τίς μοι δίδωσι τόξα; τίς ‹δ᾽› ὅπλον χερός;
πρὸς τὰς Μυκήνας εἶμι· λάζυσθαι χρεὼν
μοχλοὺς δικέλλας θ᾽ ὥστε Κυκλώπων βάθρα
945 φοίνικι κανόνι καὶ τύκοις ἡρμοσμένα
στρεπτῶι σιδήρωι συντριαινῶσαι πάλιν.
ἐκ τοῦδε βαίνων ἅρματ᾽ οὐκ ἔχων ἔχειν
ἔφασκε δίφρου τ᾽ εἰσέβαινεν ἄντυγα
κἄθεινε, κέντρωι δῆθεν ὡς θείνων, χερί.
***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω λευκά σώματ᾽ απ᾽ το γήρας,
910 ΧΟΡ. Γιατί, γιατί με κράζεις έτσι;
ΑΓΓ. Φριχτά είναι του σπιτιού τα πράγματα!
ΧΟΡ. Ω! δεν μας χρειάζεται άλλος μάντης.
ΑΓΓ. Τα παιδιά απέθαναν.
ΧΟΡ. Αλί!
ΑΓΓ. Κλάψτε, τι ᾽ναι για κλάμα.
ΧΟΡ. Ω ολέθριοι σκοτωμοί κι ολέθρια
πατρικά χέρια!
ΑΓΓ. Πλιότερ᾽ απ᾽ όσα πάθαμε κανείς δεν θα είπει.
ΧΟΡ. Πώς θα μας πεις την πολυστέναχτη
συμφορά, συμφορά των τέκνων
απ᾽ τον πατέρα; λέγε μας
με ποιόν τρόπο πέσανε από θεού
920 αυτά τα κακά στο σπίτι
κι η μαύρη τύχη των παιδιών.
ΑΓΓ. Πλάι στον βωμό του Διός στεκόταν η θυσία
που το παλάτι θα καθάριζεν, αφού᾽ χε
τον βασιλιά ο Ηρακλής σκοτώσει και πετάξει·
και σιμά ο καλλίμορφος χορός των παιδιών του
στεκόνταν κι ο παππούς των κι η Μεγάρα· τότε
να κυκλοφέρνεται άρχισε στον βωμό γύρω
το πανέρι και ιερή σιωπή είχαμεν όλοι.
Κι ενώ τον δαυλόν έμελλε με το δεξί του
να τον βουτήσει στην ιερή ο Ηρακλής λεκάνη,
930 βουβός εστάθη. Κι επειδή χρόνιζε, τότε
τονε κοιτάξαν τα παιδιά· μα αυτός δεν ήταν
σαν πριν, μα στρίβοντας τα μάτια χαλασμένα
και βγάζοντας ρίζες αιμάτων μες στις κόρες
έβρεχε τα δασά του γένια με αφρού στάλες.
Και τότε με ένα τρελό γέλιο εμίλησ᾽ έτσι·
Πατέρα, τί θυσιάζω πριν τον Ευρυσθέα
σκοτώσω, και του καθαρμού τη φωτιά ανάβω
και διπλόν κόπο κάμνω, ενώ μπορώ έναν μόνο;
Όταν εδώ την κεφαλή του Ευρυσθέα φέρω,
940 τότε τα χέρια από τους φόνους θα ξεπλύνω.
Χύστε τ᾽ αγιάσματα και ρίχτε τα πανέρια!
Τα τόξα ποιός θα δώσει μου; το ρόπαλό μου;
Πάω στις Μυκήνες· είναι ανάγκη για να πάρω
λοστούς και δίκελλες, τα τείχη των Κυκλώπων,
με πήχη και σφυρί φκιασμένα της Φοινίκης,
με γοργό σίδερο να τα ξαναγκρεμίσω.
Και ξεκινώντας ύστερα έλεγε πως είχε
άρμα χωρίς να ᾽χει, και στο κάθισμα τάχα
μπαίνοντας οδηγούσε σαν να ᾽χε καμτσίκι.
910 ὦ λευκὰ γήραι σώματ᾽ ‹ΧΟ.› ἀνακαλεῖς με τίνα
βοάν; ΑΓ. ἄλαστα τἀν δόμοισι. ‹ΧΟ.› μάντιν οὐχ
ἕτερον ἄξομαι.
ΑΓ. τεθνᾶσι παῖδες. ‹ΧΟ.› αἰαῖ.
‹ΑΓ.› στενάζεθ᾽ ὡς στενακτά. ‹ΧΟ.› δάιοι φόνοι,
915 δάιοι δὲ τοκέων χέρες.
ΑΓ. οὐκ ἄν τις εἴποι μᾶλλον ἢ πεπόνθαμεν.
ΧΟ. πῶς παισὶ στενακτὰν ἄταν ἄταν
πατέρος ἀμφαίνεις;
λέγε τίνα τρόπον ἔσυτο θεόθεν ἐπὶ μέλα-
920 θρα κακὰ τάδε ‹ › τλάμονάς
τε παίδων τύχας.
ΑΓ. ἱερὰ μὲν ἦν πάροιθεν ἐσχάρας Διὸς
καθάρσι᾽ οἴκων, γῆς ἄνακτ᾽ ἐπεὶ κτανὼν
‹ἐξέβαλε› τῶνδε δωμάτων Ἡρακλέης·
925 χορὸς δὲ καλλίμορφος εἱστήκει τέκνων
πατήρ τε Μεγάρα τ᾽, ἐν κύκλωι δ᾽ ἤδη κανοῦν
εἵλικτο βωμοῦ, φθέγμα δ᾽ ὅσιον εἴχομεν.
μέλλων δὲ δαλὸν χειρὶ δεξιᾶι φέρειν,
ἐς χέρνιβ᾽ ὡς βάψειεν, Ἀλκμήνης τόκος
930 ἔστη σιωπῆι. καὶ χρονίζοντος πατρὸς
παῖδες προσέσχον ὄμμ᾽· ὁ δ᾽ οὐκέθ᾽ αὑτὸς ἦν,
ἀλλ᾽ ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων ἐφθαρμένος
ῥίζας τ᾽ ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλὼν
ἀφρὸν κατέσταζ᾽ εὔτριχος γενειάδος.
935 ἔλεξε δ᾽ ἅμα γέλωτι παραπεπληγμένωι·
Πάτερ, τί θύω πρὶν κτανεῖν Εὐρυσθέα
καθάρσιον πῦρ καὶ πόνους διπλοῦς ἔχω;
ἔργον μιᾶς μοι χειρὸς εὖ θέσθαι τάδε.
ὅταν δ᾽ ἐνέγκω δεῦρο κρᾶτ᾽ Εὐρυσθέως
940 ἐπὶ τοῖσι νῦν θανοῦσιν ἁγνιῶ χέρας.
ἐκχεῖτε πηγάς, ῥίπτετ᾽ ἐκ χειρῶν κανᾶ.
τίς μοι δίδωσι τόξα; τίς ‹δ᾽› ὅπλον χερός;
πρὸς τὰς Μυκήνας εἶμι· λάζυσθαι χρεὼν
μοχλοὺς δικέλλας θ᾽ ὥστε Κυκλώπων βάθρα
945 φοίνικι κανόνι καὶ τύκοις ἡρμοσμένα
στρεπτῶι σιδήρωι συντριαινῶσαι πάλιν.
ἐκ τοῦδε βαίνων ἅρματ᾽ οὐκ ἔχων ἔχειν
ἔφασκε δίφρου τ᾽ εἰσέβαινεν ἄντυγα
κἄθεινε, κέντρωι δῆθεν ὡς θείνων, χερί.
***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω λευκά σώματ᾽ απ᾽ το γήρας,
910 ΧΟΡ. Γιατί, γιατί με κράζεις έτσι;
ΑΓΓ. Φριχτά είναι του σπιτιού τα πράγματα!
ΧΟΡ. Ω! δεν μας χρειάζεται άλλος μάντης.
ΑΓΓ. Τα παιδιά απέθαναν.
ΧΟΡ. Αλί!
ΑΓΓ. Κλάψτε, τι ᾽ναι για κλάμα.
ΧΟΡ. Ω ολέθριοι σκοτωμοί κι ολέθρια
πατρικά χέρια!
ΑΓΓ. Πλιότερ᾽ απ᾽ όσα πάθαμε κανείς δεν θα είπει.
ΧΟΡ. Πώς θα μας πεις την πολυστέναχτη
συμφορά, συμφορά των τέκνων
απ᾽ τον πατέρα; λέγε μας
με ποιόν τρόπο πέσανε από θεού
920 αυτά τα κακά στο σπίτι
κι η μαύρη τύχη των παιδιών.
ΑΓΓ. Πλάι στον βωμό του Διός στεκόταν η θυσία
που το παλάτι θα καθάριζεν, αφού᾽ χε
τον βασιλιά ο Ηρακλής σκοτώσει και πετάξει·
και σιμά ο καλλίμορφος χορός των παιδιών του
στεκόνταν κι ο παππούς των κι η Μεγάρα· τότε
να κυκλοφέρνεται άρχισε στον βωμό γύρω
το πανέρι και ιερή σιωπή είχαμεν όλοι.
Κι ενώ τον δαυλόν έμελλε με το δεξί του
να τον βουτήσει στην ιερή ο Ηρακλής λεκάνη,
930 βουβός εστάθη. Κι επειδή χρόνιζε, τότε
τονε κοιτάξαν τα παιδιά· μα αυτός δεν ήταν
σαν πριν, μα στρίβοντας τα μάτια χαλασμένα
και βγάζοντας ρίζες αιμάτων μες στις κόρες
έβρεχε τα δασά του γένια με αφρού στάλες.
Και τότε με ένα τρελό γέλιο εμίλησ᾽ έτσι·
Πατέρα, τί θυσιάζω πριν τον Ευρυσθέα
σκοτώσω, και του καθαρμού τη φωτιά ανάβω
και διπλόν κόπο κάμνω, ενώ μπορώ έναν μόνο;
Όταν εδώ την κεφαλή του Ευρυσθέα φέρω,
940 τότε τα χέρια από τους φόνους θα ξεπλύνω.
Χύστε τ᾽ αγιάσματα και ρίχτε τα πανέρια!
Τα τόξα ποιός θα δώσει μου; το ρόπαλό μου;
Πάω στις Μυκήνες· είναι ανάγκη για να πάρω
λοστούς και δίκελλες, τα τείχη των Κυκλώπων,
με πήχη και σφυρί φκιασμένα της Φοινίκης,
με γοργό σίδερο να τα ξαναγκρεμίσω.
Και ξεκινώντας ύστερα έλεγε πως είχε
άρμα χωρίς να ᾽χει, και στο κάθισμα τάχα
μπαίνοντας οδηγούσε σαν να ᾽χε καμτσίκι.