Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (910-949)

ΑΓΓΕΛΟΣ
910 ὦ λευκὰ γήραι σώματ᾽ ‹ΧΟ.› ἀνακαλεῖς με τίνα
βοάν; ΑΓ. ἄλαστα τἀν δόμοισι. ‹ΧΟ.› μάντιν οὐχ
ἕτερον ἄξομαι.
ΑΓ. τεθνᾶσι παῖδες. ‹ΧΟ.› αἰαῖ.
‹ΑΓ.› στενάζεθ᾽ ὡς στενακτά. ‹ΧΟ.› δάιοι φόνοι,
915 δάιοι δὲ τοκέων χέρες.
ΑΓ. οὐκ ἄν τις εἴποι μᾶλλον ἢ πεπόνθαμεν.
ΧΟ. πῶς παισὶ στενακτὰν ἄταν ἄταν
πατέρος ἀμφαίνεις;
λέγε τίνα τρόπον ἔσυτο θεόθεν ἐπὶ μέλα-
920 θρα κακὰ τάδε ‹ › τλάμονάς
τε παίδων τύχας.
ΑΓ. ἱερὰ μὲν ἦν πάροιθεν ἐσχάρας Διὸς
καθάρσι᾽ οἴκων, γῆς ἄνακτ᾽ ἐπεὶ κτανὼν
‹ἐξέβαλε› τῶνδε δωμάτων Ἡρακλέης·
925 χορὸς δὲ καλλίμορφος εἱστήκει τέκνων
πατήρ τε Μεγάρα τ᾽, ἐν κύκλωι δ᾽ ἤδη κανοῦν
εἵλικτο βωμοῦ, φθέγμα δ᾽ ὅσιον εἴχομεν.
μέλλων δὲ δαλὸν χειρὶ δεξιᾶι φέρειν,
ἐς χέρνιβ᾽ ὡς βάψειεν, Ἀλκμήνης τόκος
930 ἔστη σιωπῆι. καὶ χρονίζοντος πατρὸς
παῖδες προσέσχον ὄμμ᾽· ὁ δ᾽ οὐκέθ᾽ αὑτὸς ἦν,
ἀλλ᾽ ἐν στροφαῖσιν ὀμμάτων ἐφθαρμένος
ῥίζας τ᾽ ἐν ὄσσοις αἱματῶπας ἐκβαλὼν
ἀφρὸν κατέσταζ᾽ εὔτριχος γενειάδος.
935 ἔλεξε δ᾽ ἅμα γέλωτι παραπεπληγμένωι·
Πάτερ, τί θύω πρὶν κτανεῖν Εὐρυσθέα
καθάρσιον πῦρ καὶ πόνους διπλοῦς ἔχω;
ἔργον μιᾶς μοι χειρὸς εὖ θέσθαι τάδε.
ὅταν δ᾽ ἐνέγκω δεῦρο κρᾶτ᾽ Εὐρυσθέως
940 ἐπὶ τοῖσι νῦν θανοῦσιν ἁγνιῶ χέρας.
ἐκχεῖτε πηγάς, ῥίπτετ᾽ ἐκ χειρῶν κανᾶ.
τίς μοι δίδωσι τόξα; τίς ‹δ᾽› ὅπλον χερός;
πρὸς τὰς Μυκήνας εἶμι· λάζυσθαι χρεὼν
μοχλοὺς δικέλλας θ᾽ ὥστε Κυκλώπων βάθρα
945 φοίνικι κανόνι καὶ τύκοις ἡρμοσμένα
στρεπτῶι σιδήρωι συντριαινῶσαι πάλιν.
ἐκ τοῦδε βαίνων ἅρματ᾽ οὐκ ἔχων ἔχειν
ἔφασκε δίφρου τ᾽ εἰσέβαινεν ἄντυγα
κἄθεινε, κέντρωι δῆθεν ὡς θείνων, χερί.

***
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω λευκά σώματ᾽ απ᾽ το γήρας,
910 ΧΟΡ. Γιατί, γιατί με κράζεις έτσι;
ΑΓΓ. Φριχτά είναι του σπιτιού τα πράγματα!
ΧΟΡ. Ω! δεν μας χρειάζεται άλλος μάντης.
ΑΓΓ. Τα παιδιά απέθαναν.
ΧΟΡ. Αλί!
ΑΓΓ. Κλάψτε, τι ᾽ναι για κλάμα.
ΧΟΡ. Ω ολέθριοι σκοτωμοί κι ολέθρια
πατρικά χέρια!
ΑΓΓ. Πλιότερ᾽ απ᾽ όσα πάθαμε κανείς δεν θα είπει.
ΧΟΡ. Πώς θα μας πεις την πολυστέναχτη
συμφορά, συμφορά των τέκνων
απ᾽ τον πατέρα; λέγε μας
με ποιόν τρόπο πέσανε από θεού
920 αυτά τα κακά στο σπίτι
κι η μαύρη τύχη των παιδιών.
ΑΓΓ. Πλάι στον βωμό του Διός στεκόταν η θυσία
που το παλάτι θα καθάριζεν, αφού᾽ χε
τον βασιλιά ο Ηρακλής σκοτώσει και πετάξει·
και σιμά ο καλλίμορφος χορός των παιδιών του
στεκόνταν κι ο παππούς των κι η Μεγάρα· τότε
να κυκλοφέρνεται άρχισε στον βωμό γύρω
το πανέρι και ιερή σιωπή είχαμεν όλοι.
Κι ενώ τον δαυλόν έμελλε με το δεξί του
να τον βουτήσει στην ιερή ο Ηρακλής λεκάνη,
930 βουβός εστάθη. Κι επειδή χρόνιζε, τότε
τονε κοιτάξαν τα παιδιά· μα αυτός δεν ήταν
σαν πριν, μα στρίβοντας τα μάτια χαλασμένα
και βγάζοντας ρίζες αιμάτων μες στις κόρες
έβρεχε τα δασά του γένια με αφρού στάλες.
Και τότε με ένα τρελό γέλιο εμίλησ᾽ έτσι·
Πατέρα, τί θυσιάζω πριν τον Ευρυσθέα
σκοτώσω, και του καθαρμού τη φωτιά ανάβω
και διπλόν κόπο κάμνω, ενώ μπορώ έναν μόνο;
Όταν εδώ την κεφαλή του Ευρυσθέα φέρω,
940 τότε τα χέρια από τους φόνους θα ξεπλύνω.
Χύστε τ᾽ αγιάσματα και ρίχτε τα πανέρια!
Τα τόξα ποιός θα δώσει μου; το ρόπαλό μου;
Πάω στις Μυκήνες· είναι ανάγκη για να πάρω
λοστούς και δίκελλες, τα τείχη των Κυκλώπων,
με πήχη και σφυρί φκιασμένα της Φοινίκης,
με γοργό σίδερο να τα ξαναγκρεμίσω.
Και ξεκινώντας ύστερα έλεγε πως είχε
άρμα χωρίς να ᾽χει, και στο κάθισμα τάχα
μπαίνοντας οδηγούσε σαν να ᾽χε καμτσίκι.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.4.2. Ο «θεός του Αρτεμισίου» και ο Απόλλων του Ομφαλού

Ένα από τα πιο σημαντικά χάλκινα γλυπτά του 5ου αιώνα π.Χ. ανασύρθηκε το 1929 από τα δίχτυα ψαράδων ανοιχτά του ακρωτηρίου του Αρτεμισίου στη βόρεια Εύβοια. Πρόκειται για ένα άγαλμα ύψους 2,09 m, που εικονίζει έναν γυμνό γενειοφόρο θεό σε διασκελισμό, έτοιμο να εκσφενδονίσει ένα μακρόστενο αντικείμενο που κρατάει στο δεξί του χέρι. Το εικονογραφικό μοτίβο μάς είναι γνωστό ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια από πολλά μικρά χάλκινα αγαλμάτια, αλλά και από αγγειογραφίες. Ο θεός είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ο Δίας που εκσφενδονίζει τον κεραυνό, όπως τον δείχνει το υστεροαρχαϊκό άγαλμα από το Ugento, για το οποίο μιλήσαμε. Με τον ίδιο τρόπο εικονίζεται καμιά φορά και ο Ποσειδώνας να ρίχνει την τρίαινά του. Στην περίπτωση του αγάλματος από το Αρτεμίσιο η ταυτότητα του θεού δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρη. Η ίδια πολύπλοκη κόμμωση, με τις δύο μακριές κοτσίδες που ξεκινούν πίσω από τα αφτιά, διασταυρώνονται επάνω από τον αυχένα, αγκαλιάζουν το κεφάλι και δένονται επάνω από το μέτωπο, απαντά σε ένα πήλινο ανάγλυφο των ρωμαϊκών χρόνων, στο οποίο εικονίζεται κεφάλι Ποσειδώνα. Για τον λόγο αυτό θεωρήθηκε αρχικά ότι το άγαλμα από το Αρτεμίσιο παριστάνει τον θεό της θάλασσας. Ωστόσο, νεότερες έρευνες έδειξαν ότι ο θεός δεν είναι δυνατό να κρατούσε τρίαινα. Η θέση του δεξιού βραχίονα και το άνοιγμα ανάμεσα στα δάχτυλα φανερώνουν ότι το αντικείμενο στο δεξί χέρι ήταν σχετικά κοντό και παχύ, όμοιο δηλαδή με τον κεραυνό, που στην αρχαία τέχνη εικονίζεται σαν άτρακτος με ακτίνες και φτερά. Συνεπώς, το άγαλμα του Αρτεμισίου πρέπει να εικονίζει τον Δία.
 
Η σύγκριση του «θεού του Αρτεμισίου» με παλαιότερες απεικονίσεις του Δία στην ίδια στάση, όπως είναι για παράδειγμα ο Δίας του Ugento και ο Δίας της Δωδώνης, δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η αλλαγή που συντελέστηκε στην ελληνική τέχνη κατά το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Η σχηματική απεικόνιση της κίνησης και η ακαμψία των μελών του σώματος που χαρακτηρίζουν τα έργα της αρχαϊκής εποχής έχουν δώσει τη θέση τους σε μια μελετημένη απόδοση της κίνησης, που καταφέρνει να εξισορροπήσει με σοφό τρόπο τις αντίρροπες δυνάμεις που δημιουργούνται. Ακόμη στο έργο της πρώιμης κλασικής εποχής βλέπουμε μια προσπάθεια για ακριβή απόδοση της μυϊκής διάπλασης του ανδρικού σώματος.
 
Το άγαλμα του Αρτεμισίου χρονολογείται λίγο πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα (460-450 π.Χ.) και είναι έργο ενός σπουδαίου καλλιτέχνη. Στα ίδια χρόνια ανήκει ένας αγαλματικός τύπος Απόλλωνα, που μας είναι γνωστός από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων και έχει το όνομα Απόλλων του Ομφαλού. Οι ομοιότητες του Απόλλωνα του Ομφαλού με τον «θεό του Αρτεμισίου», ιδιαίτερα στον τρόπο απόδοσης της πολύπλοκης κόμμωσης και της ανατομίας του σώματος, είναι τόσες και τέτοιες, ώστε να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είναι δημιουργίες του ίδιου γλύπτη. Τα δύο έργα εκπροσωπούν μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική τάση· η τεχνοτροπία του δημιουργού τους, τον οποίο δυστυχώς δεν μπορούμε να ταυτίσουμε με κάποιο γνωστό πρόσωπο, διαφέρει σαφώς από εκείνη του δημιουργού του Απόλλωνα του Kassel, που, όπως είδαμε πιο πάνω, υποθέτουμε ότι είναι ο Φειδίας.

Νεράιδες: οι Μυστηριώδης Κάτοικοι της Κάτω Γης

Πολλοί, και κυρίως τα μικρά παιδιά, πιστεύουν με τη ματιά της αθωότητας τους στις Νεράιδες, τα μικροσκοπικά εκείνα πλάσματα, που φτερουγίζουν με φανταχτερά φτερά και κουνώντας ένα μαγικό ραβδάκι. Όμως η πραγματικότητα σχετικά με τις Νεράιδες δεν μοιάζει τόσο όπως με τις Νεραϊδονονές της Ωραίας Κοιμωμένης ή την γνωστή Τίνκερμπελ του Πήτερ Παν.

Οι Νεράιδες είναι μαγικά ενισχυμένα πλάσματα, τα οποία κατοικούν σε δικό τους Πεδίο, ανάμεσα στο Γήινο και στα Ουράνια Πεδία. Η αγγλική λέξη “fairy” προέρχεται από την λατινική “fata” που σημαίνει “Μοίρα”, η οποία λέξη με τη σειρά της αναφέρεται στις μυθικές 3 Μοίρες. Τις τρεις γυναίκες που γνέθουν και κόβουν με το χρυσό ψαλίδι το Νήμα της Ζωής των Θνητών και των Θεών. Ο ορισμός αυτός λανθασμένα χρησιμοποιήθηκε τη περίοδο του Μεσαίωνα για να περιγράψουν τις γυναίκες που κατείχαν μαγικές δυνάμεις. Αρχικά, η λέξη είχε την σημασία της “γητευτικής κατάστασης”. Σύμφωνα με την Λαογραφία και την Παράδοση, στις Νεράιδες δεν αρέσει να τις αποκαλούν “Fairies” και για το λόγο αυτό χρησιμοποιούν για να ονομαστούν, ορισμούς όπως “Καλοί Γείτονες”, “Άνθρωποι της Ειρήνης”, “οι Άγνωστοι”, “Η Αυλή των Σίλι (“Seely” σημαίνει “Ευλογημένοι”)” και άλλα παρόμοια. Συχνά αποκαλούνται και ως “Μικροί Άνθρωποι”.

Η πίστη στις Νεράιδες είναι παγκόσμια, και παρά τις παραλλαγές που συναντά κανείς, είναι εντυπωσιακά παρόμοιες μεταξύ τους. Είναι γνωστό πως η παράδοση τους μπορεί να βρεθεί στα πέρατα του κόσμου, αλλά είναι ιδιαίτερα σημαντική και ισχυρή στις Βρετανικές Νήσους και στη Ευρώπη. Η παράδοση τους είναι αρχαιότερη από τον Χριστιανισμό, αλλά προς έκπληξη για μερικούς, έχει αποκτήσει κάποια από τα χριστιανικά στοιχεία. Μερικά από αυτά είναι τα εξής:

– Οι Νεράιδες είναι οι ψυχές των νεκρών Παγανιστών. Αυτοί που δεν βαπτίστηκαν Χριστιανοί, μετά θάνατον παγιδεύονται μεταξύ του Παραδείσου και της Γης.
– Οι Νεράιδες είναι οι φύλακες των νεκρών. Το Πεδίο Ύπαρξης τους βρίσκεται ανάμεσα στο Πεδίο των Νεκρών και των Ζωντανών.
– Είναι τα πνεύματα των Τιμημένων Προγόνων.
– Είναι εκπεσόντες Άγγελοι που εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο με τον Εωσφόρο, αλλά καταράστηκαν από τον Θεό να παραμείνουν στα στοιχεία της Γης.
– Είναι πνεύματα της Φύσης που έχουν προσκολληθεί σε ορισμένα μέρη ή στα 4 Στοιχεία.
– Είναι υπερφυσικά πλάσματα τα οποία είναι τέρατα ή πλάσματα μισά ανθρώπινα, μισά τερατώδη.
– Είναι μικροσκοπικά σε αναλογία ανθρώπινα πλάσματα, μια πρωτόγονη φυλή, η οποία αναγκάστηκε να κρυφτεί για να μπορέσει να επιζήσει.

Κατά πάσα πιθανότητα, στα πέρατα του κόσμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στη καταγωγή τους ή έστω κάποια ακριβής εξήγηση για τις Νεράιδες. Ορισμένες μπορεί να είναι πνεύματα της Φύσης ή Στοιχεία, άλλα να ανήκουν στο Πεδίο των υπερφυσικών δυνάμεων, άλλες να είναι συνδεδεμένες με τη γη των νεκρών, ενώ άλλες να έχουν μια απόμακρη επαφή με τους ανθρώπους. Σύγχρονες δημοφιλής δυτικές πεποιθήσεις σχετικά με τους Αγγέλους, συνδέουν τις Νεράιδες με τις αγγελικές δυνάμεις ως κατώτερη τάξη αγγελικών πλασμάτων. Αυτό σύμφωνα με την ιδέα που θέλει το κάθε τι στη Φύση να έχει το δικό του Καθοδηγητή Άγγελο. Στην Λαϊκή Παράδοση ωστόσο, οι Νεράιδες δεν είναι είδος ουράνιων Αγγέλων αλλά μια ξεχωριστή τάξη πλασμάτων που υπάρχουν ανάμεσα στο Πεδίο των Ανθρώπων και το Πεδίο των Πνευμάτων. Είναι πιο δεμένα και πιο συνδεδεμένα με τις ανάγκες της Γης απ’ ότι οι Άγγελοι, οι Ημίθεοι και οι Θεοί.

Οι Νεράιδες έχουν συγκριθεί και με τις εμφανίσεις εξωγήινων. Πολλές περιγραφές φέρουν ομοιότητες με παλιότερες περιγραφές των Νεράιδων. Ο γνωστός Ζακίς Φαμπρίς Βαλέ (Γάλλος επιστήμονας πληροφορικής, συγγραφέας, πρώην αστρονόμος και ειδικός UFO) έκανε αδιάσειστες συγκρίσεις ανάμεσα σε ΕΤ και Νεράιδες, Ξωτικά και Δαίμονες και έδωσε έμφαση στην ομοιότητα μεταξύ των ΕΤ και την Κέλτικη Παράδοση πάνω στην πίστη των Νεράιδων. Υποστηρικτές αυτής της πεποίθησης διαφωνούν ότι οι ΕΤ είναι μια σύγχρονη και μοντέρνα εξήγηση για τις συναντήσεις με ορισμένα είδη από αλλόκοσμα πλάσματα.

Όπως “διδάσκει” η Disney, οι Νεράιδες έχουν πολλά ονόματα και πολλές περιγραφές. Είναι συνήθως, εάν όχι πάντα, αόρατες στο ανθρώπινο μάτι, εκτός από τους ανθρώπους που είναι ευλογημένοι με την Ενόραση. Είναι ασύλληπτες, και πολλές προτιμούν να μένουν κρυφές για τον εαυτό τους. Μπορούν όμως, εάν το επιθυμήσουν, να γίνουν ορατές στους ανθρώπους. Η καλύτερη ώρα για κάτι τέτοιο είναι τη χαραυγή. Ορισμένες είναι μικροκαμωμένες, σχεδόν μικροσκοπικές, ενώ άλλες είναι τεράστιες, μεγαλύτερες ακόμα και από τους ανθρώπους. Ορισμένες φέρουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ενώ άλλες είναι πιο πνευματικές σε εμφάνιση, με φτερά στη πλάτη τους. Ο Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς (κορυφαίος αγγλόφωνος Ιρλανδός συγγραφέας και ποιητής) είχε πει για τις Νεράιδες: “Μην θεωρείς πως οι Νεράιδες είναι πάντα μικροσκοπικές. Τα πάντα είναι απρόβλεπτα σχετικά με αυτές, ακόμα και το μέγεθος. Μπορούν να πάρουν ότι μέγεθος θέλουν και επιθυμούν”.

Παραδοσιακά, οι Νεράιδες φοβούνται περισσότερο απ’ ότι όταν φλερτάρουν με τους Θνητούς. Είναι υπερφυσικά προικισμένες και κατέχουν την δύναμη της Μαγείας, και για τον λόγο αυτό, οι άνθρωποι στο πέρασμα των χρόνων, έχουν δει τη βοήθεια και τις χάρες που προσφέρουν παρά το κίνδυνο που ξέρουν ότι διατρέχουν όταν έχουν να κάνουν μαζί τους. Κάποιες είναι αμφιλεγόμενες ηθικά, ενώ άλλες είναι καλοπροαίρετες. Υπάρχουν και αυτές που πιστεύουν πως είναι πάντα κακοπροαίρετες, όπως οι Νεράιδες που φυλάνε τοποθεσίες ιδιαίτερες της Φύσης ή που τους αρέσει να κάνουν κόλπα στους ταξιδιώτες. Ορισμένες είναι μοναχικές, ιδιαίτερα αυτές που κατοικούν στην ερημιά. Άλλες ζουν σε μια Νεραιδένια Φυλή ή έθνος, και συνήθως βρίσκονται υπόγεια με μόνη είσοδο από λοφίσκους, σπηλιές, τρύπες στο έδαφος, κάτω από σωρό με πέτρες και βράχους και λαγούμια ζώων. Η Νεραιδοχώρα έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με την Χώρα των Νεκρών. Εκεί ο χρόνος ρέει τελείως διαφορετικά. Μια μέρα στον ανθρώπινο κόσμο μπορεί να διαρκέσει και χρόνια στη Νεραιδοχώρα. Δεν υπάρχει μέρα και νύχτα, αλλά μια αιώνια χαραυγή.

Η υποκειμενική φύση της αντίληψης τους έχει εικονογραφηθεί επαρκώς μέσα από μια μεγάλη ποικιλία από ανέκδοτες αναφορές που καταγράφηκαν μέσα στους αιώνες. Το 1556, στο Ντόρσετ της Βορειοδυτικής Αγγλίας, ένας άντρας, με το όνομα Τζόν Ουάλς, κατηγορήθηκε για άσκηση της Μαγείας. Ο ίδιος είχε αναφέρει πως οι Νεράιδες χωρίζονται σε τρία είδη: τις Λευκές, τις Πράσινες και τις Μαύρες. Η χρονική περίοδος για να συναντήσει κάποιος μια ήταν ανάμεσα στις 12-1 κάθε μέρα και νύχτα, αλλά προειδοποιούσε πως κάποιος θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός με τις Μαύρες Νεράιδες καθώς είναι οι χειρότερες. Έναν αιώνα περίπου αργότερα, ο Ρόμπερτ Κίρκ (Σκωτσέζος Επισκοπικός Ιερέας, Γαελικός λόγιος και λαογράφος) μας κληρονομεί μια λεπτομερή περιγραφή των Νεράιδων και του Πεδίου τους (γράφτηκε το 1691-92).
 
Ο Κίρκ ήταν ο 7ος γιος της οικογένειας και ήταν προικισμένος με το χάρισμα της Ενόρασης και της Θεραπείας από την μητέρα του. Το έργο του “Η Μυστική Κοινοπολιτεία” (The Secret Commonwealth), είναι ακόμα και στις μέρες μας ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα προσωπικής γνώσης σχετικά με τις Νεράιδες. Κρατάει ακόμα ο θρύλος που θέλει τον Κίρκ να είχε τόσο ισχυρούς δεσμούς με τις Νεράιδες, σε σημείο που δεν πέθανε φυσικά αλλά πέρασε απευθείας στο Πεδίο των Νεράιδων, μέσω του λοφίσκου στο Λόφο Ντουν. Άλλος θρύλος αναφέρει πως ο Κίρκ επισκεπτόταν συχνά τον Λόφο. Οι Νεράιδες που κατοικούσαν εκεί, θύμωσαν με τις συχνές επισκέψεις του Κίρκ στην “Αυλή των Καταραμένων” (Unseely Court), όπου τον είχαν προειδοποιήσει να μην πάει, με αποτέλεσμα να τον φυλακίσουν στο Λόφο. Τον Μάιο του 1692, βγήκε για να κάνει την καθιερωμένη του βόλτα, μέχρι που εξαφανίστηκε απλά, ενώ είχε καταρρεύσει. Τον βρήκαν και τον έφεραν σπίτι του, όπου και πέθανε λίγο αργότερα. Το τεράστιο δέντρο που βρίσκεται στην κορυφή του Λόφου λέγεται πως είναι η παγιδευμένη του ψυχή, ενώ το φέρετρο του είναι γεμάτο με πέτρες, καθώς οι Νεράιδες πήραν το σώμα του.

Πέρα από την όποια κατάληξη του Κίρκ, ο ίδιος αναφέρει πως οι Νεράιδες είναι πραγματικές και είναι ευφυή πλάσματα με υπερφυσικές δυνάμεις. Περιέγραψε πως ορισμένες έχουν ελαφριά, ευμετάβλητα σώματα από πηκτό αέρα ή συμπιεσμένα σύννεφα, ενώ άλλες έχουν μεγαλύτερο σώμα και τρέφονται με καλαμπόκι, ζωμό και δημητριακά. Η ενδυμασία τους και ο τρόποι ομιλίας τους διαφέρουν και είναι ανάλογοι με το μέρος στο οποίο βρίσκονται. Σήμερα, οι Νεράιδες χωρίζονται σε τέσσερις κυρίως ομάδες, σύμφωνα με τα Τέσσερα Στοιχεία της Φύσης.

– Οι Νεράιδες της Γης είναι συνδεδεμένες με τους κήπους, τους δασότοπους, τα άνθη και τα ζώα, τα ορυκτά , μέρη στη Φύση, ορυχεία, σπηλιές κ.ο.κ. Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται και αυτές που συνεργάζονται μαζί με τα ανθρώπινα σπίτια όπως είναι τα Μπράουνις (Brownies), οι Νάνοι (Dwarfs), οι Γνώμοι (Gnomes), τα Ξωτικά (Elves), οι Πίξις (Pixies), τα Τρολ και τα Μπούκα (Bucca).
– Οι Νεράιδες του Νερού κατοικούν σε λίμνες, ποτάμια, λιμνούλες και άλλα υδάτινα μέρη, ακόμα και στη θάλασσα και τον ωκεανό. Στην ομάδα αυτή ανήκουν τα Σπράϊτς (Sprites), οι Νύμφες, οι Γοργόνες, οι Βίλια και οι Σέλκις (είδος γοργόνων οι οποίες ζουν στη θάλασσα ως φώκιες αλλά ρίχνουν το δέρμα τους όταν βγαίνουν στην στεριά).
– Οι Νεράιδες του Αέρα έχουν έλεγχο πάνω στον άνεμο, τα σύννεφα και τον καιρό. Είναι συνδεδεμένες με τις καταιγίδες και τις θύελλες. Είναι γνωστές και ως Συλφίδες.
– Οι Νεράιδες της Φωτιάς κατοικούν μέσα σε αναμμένες φωτιές, ηφαίστεια, τελετουργικές φωτιές, τη φωτιά στο τζάκι του σπιτιού, στη θέρμη του σπιτιού, ακόμα και στον ηλεκτρισμό.

Ο Κίρκ αναφέρει πως ο Νεραιδόκοσμος είναι ο αντίθετος κατοπτρισμός του ανθρώπινου. Είναι οργανωμένες σε φυλές και τάξεις και ζουν όπως και οι άνθρωποι, δηλαδή μπορούν να παντρευτούν και να αποκτήσουν παιδιά, καθώς και να εργαστούν. Είναι υπόγειος ο κόσμος τους, όπου τα πνεύματα των νεκρών κατοικούν. Προσέχουν και φυλάνε τον Κόσμο της Φύσης. Οι επαφές τους με τους ανθρώπους βασίζεται κυρίως πάνω στις ίδιες και το σκοπό τους. Μια Υδάτινη Νεράιδα έχει λιγότερη επαφή με τους ανθρώπους από μια Γήινη Νεράιδα που προσέχει τα ανθρώπινα εργαλεία. Είναι γρουσουζιά να διαταράξεις μια γνωστή περιοχή τους ή όποιο μέρος πιθανά να κατοικούν, όπως είναι κάτω από μια στοίβα πετρών. Θα νευριάσουν και θα εκδικηθούν. Ταξιδεύουν τα βράδια μέσω γραμμών ή δρόμων, τα “Νεραιδο-μονοπάτια”, με όποιο κόστος για τους ανθρώπους. Δηλαδή αν κάποιος χτίσει ένα σπίτι πάνω σε ένα τέτοιο μονοπάτι, κακοτυχία θα έχει και οι Νεράιδες θα περνάνε μέσα από το σπίτι. Οι ένοικοι θα αρρωσταίνουν και τα ζώα θα πεθαίνουν και οι καλλιέργειες θα ξεραίνονται. Τα παράθυρα και οι πόρτες, που βρίσκονται πάνω στο μονοπάτι, δεν θα μένουν κλειστά για κανένα λόγο.

Σε αντίθεση με τις νυχτερινές τους δράσεις, μεταφέρουν τα καταλύματα τους τις Τρίμηνες Μέρες, τις μέρες εκείνες που συμπίπτουν με τις ανθρώπινες Ισημερίες και Ηλιοστάσια. Δεν μένουν ποτέ σε ένα μέρος και συνεχώς μετακινούνται μέχρι το “Τέλος των Ημερών”. Οι Ενορατικοί, μπορεί να έχουν τρομακτικές συναντήσεις όταν τύχει να πέσουν πάνω σε τέτοιες συγκεντρώσεις. Η λαογραφία συμβουλεύει να μη ταξιδεύεις τις μέρες εκείνες και να είσαι στην εκκλησία για προσευχή προστασίας από τις επιθέσεις τους. Παραδοσιακά, η ύπαρξη και οι δραστηριότητες τους, εξηγούν τους λόγους των αρρωστιών, των παραμορφώσεων και των πρόωρων θανάτων κυρίως παιδιών, επιδημίες στα ζώα, και ποικίλες καταστροφές του καιρού. Οι Νεράιδες προκαλούν ξαφνικές, μυστήριες και κάποιες φορές θανάσιμες αρρώστιες στα ζώα και στους ανθρώπους, με επιθέσεις με βέλη ξωτικών, με μύτη από ελαφρύ πυρόλιθο, τα οποία εκτοξεύονται με μεγάλη ισχύ. Έχουν την ικανότητα να διαπερνούν βαθιά μέσα στα σώματα και να χτυπήσουν θανάσιμα ζωτικά όργανα, χωρίς να σκίσουν το δέρμα. Τα οικόσιτα ζώα λέγεται πως είναι περισσότερο απροστάτευτα σε τέτοιες επιθέσεις.

Μπορούν να ελέγξουν τις καλλιέργειες, καθώς για όλα τα προβλήματα ευθύνονται αυτές. Την Παραμονή των Αγίων Πάντων, οι Νεράιδες μολύνουν με ερυσίβη τα βατόμουρα και τα αγριοδαμάσκηνα, και αν φάει κάποιος εκείνη τη νύχτα μπορεί να αρρωστήσει σοβαρά. Τους αρέσει να κάνουν τους ταξιδιώτες να παρεκκλίνουν από το δρόμο τους. Τους ανθρώπους αυτούς τους αποκαλούν “Νεραιδοπαρμένους” αν είναι συγχυσμένοι, αποπροσανατολισμένοι και χαμένοι. Μπορούν να μαγέψουν και ζώα και ανθρώπους. Κλέβουν ανθρώπινες γυναίκες για συζύγους τους. Όπως κλέβουν και ανθρώπινα μωρά και τα αντικαθιστούν με τα δικά τους αρρωστιάρικα παιδιά, τα γνωστά Τσέϊντζελινγκς. Οι Νεραιδο-σύζυγοι αρέσκονται στο να γνέθουν. Λατρεύουν να χορεύουν τα βράδια, φτιάχνοντας χορευτικούς κύκλους που αφήνουν σημάδια στα χόρτα ή δαχτυλίδια από μανιτάρια, τα “Νεραιδο-δαχτυλίδια”. Το χορτάρι από κάτω τους ξεραίνεται και λέγεται “Αργοπερπάτημα”. Αν κάποιος κατά λάθος περάσει μέσα από ένα τέτοιο δαχτυλίδι, θα νιώσει νύστα και θα πέσει σε ύπνο μόνιμο. Η προσφορά τυριού σε αυτά τα σημεία, λέγεται πως βοηθάει στην απόκτηση της εύνοιας τους. Αρέσκονται να τρώνε ανθρώπινο φαγητό στις κηδείες. Οι Ενορατικοί μπορούν να τις δουν να τρώνε μαζί τους. Ωστόσο, δεν ακουμπάνε καθόλου το κρέας, διότι μπορεί να το έχουν φαρμακώσει οι Νεράιδες.

Οι Νεράιδες μπορούν να προσφέρουν το δώρο της Προφητείας και της Ενόρασης σε ορισμένους, συνήθως σε άντρες σύμφωνα με τη λαογραφία, και να χρησιμοποιήσουν τις νέες τους δυνάμεις για να λάβουν πληροφορίες μέσω των Προφητών σχετικά με το μέλλον. Κατέχουν και οι ίδιες δικά τους μαγικά βιβλία με μαγικά φυλαχτά και αντι-φυλαχτά και διδάσκουν στους Μάγους τις μαγικές τέχνες της γητείας και των ξορκιών. Για να τα έχουν καλά οι άνθρωποι με τις Νεράιδες, θα πρέπει να έχουν καθαρά σπίτια και να αφήνουν φαγητό και πιοτό. Σε αντάλλαγμα, οι Νεράιδες προσφέρουν δώρα, τύχη, γονιμότητα και χρήματα και μπορεί να βοηθήσουν τους ανθρώπους με τα ζόρια τους. Συχνά αφήνονται προσφορές σε αυτές σε ιερά πηγάδια, σιντριβάνια, λίμνες, δάση και άλλα “Νεραιδοστοιχειωμένα” μέρη, ώστε να απομακρύνουν τις αρρώστιες και τη κακοτυχία. Το Ασήμι αποδυναμώνει και εκδιώχνει τις Νεράιδες. Για το λόγο αυτό, δεν θα πρέπει να αφήνεται σε μέρη με Νεράιδες. Τα ασημένια όπλα είναι αποτελεσματικά απέναντι στις Νεράιδες.

Οι Νεράιδες τείνουν να απαγάγουν ανθρώπους και να τους κουβαλούν στην Νεραιδοχώρα. Απαγάγουν εκείνους που τους δυσαρέστησαν και εκείνους που σκόπιμα ή κατά λάθος τις είδαν. Κάποιες φορές το κάνουν γιατί είναι στην φύση τους να το κάνουν. Ένα θύμα μπορεί να παραμείνει στη Νεραιδοχώρα για μια ώρα ή δυο, μια μέρα ή ακόμα και για χρόνια πολλαπλάσια του 7, δηλαδή σε 7 χρόνια, 14 χρόνια, 21 χρόνια κ.ο.κ. Αυτοί που απελευθερώθηκαν ή κατάφεραν να αποδράσουν, συχνά δεν έχουν αναμνήσεις από την παραμονή τους εκεί. Οι άνθρωποι που μπαίνουν σε κατάσταση έκστασης, λέγεται πως εκείνη την ώρα είναι στη Νεραιδοχώρα και απολαμβάνουν κάποια γιορτή.

Σε νεότερες εποχές, ο κόσμος απέφευγε τις Νεράιδες και δεν κοιτούσαν να τραβήξουν την προσοχή τους. Ωστόσο, οι θεραπευτικές, προστατευτικές και προφητικές δυνάμεις που προσφέρουν, κάνουν ορισμένους να τις αναζητούν. Ένα χειρόγραφο του 15ου αιώνα, αναφέρει έναν μαγικό τρόπο επίκλησης τους:

“Πρώτα έναν ευρύ τετράγωνο κρύσταλλο πάρε ή το γυαλί της Αφροδίτης, σε μήκος και πλάτος ίντσες 3. Τότε αυτό το γυαλί ή το κρύσταλλο τοποθέτησε το πάνω στο αίμα λευκής χήνας, τρεις Τετάρτες ή τρεις Παρασκευές. Τότε πάρε το και καθάρισε το με Αγιασμό και κάπνισε το (με θυμίαμα). Τότε πάρε τρία ξύλα ή ραβδιά φουντουκιάς, ενός χρόνου σε μέγεθος, ξεφλούδισε τα όμορφα και λευκά και κάνε τα τόσο μακριά όσο γράφεις τα πνεύματα ή Νεραιδικά τα οποία επικαλείς τρεις φορές σε κάθε ραβδί, κάνοντας τη μια πλευρά επίπεδη. Τότε θάψε τα κάτω από κάποιο λοφίσκο, όπου υποψιάζεσαι ότι από Νεράιδες είναι στοιχειωμένο, τη Τετάρτη πριν την καλέσεις, και την ερχόμενη Παρασκευή, βγάλε τα και κάλεσε την στις 8, στις 3 και στις 10 η ώρα με τους καλούς πλανήτες και ώρες, αλλά όταν την καλέσεις, με ζωή καθαρή κα γύρνα στην ανατολή το πρόσωπο σου, και όταν την έχεις, δέσμευσε την με την πέτρα ή το γυαλί.”

Στη σύγχρονη εποχή, τα πράγματα έχουν αλλάξει και πλέον ο κόσμος κινείται στο να επικοινωνήσει με τις Νεράιδες για μαγικές και πνευματικές εργασίες. Ορισμένες Παγανιστικές και Γουικανικές κάστες, χρησιμοποιούν τον αρχαϊκό όρο “faery” για να διαχωρίσουν την σύγχρονη μαγική εργασία από την αρχαία Νεραιδική Παράδοση. Μέσα στις μαγικές εργασίες που εκτελούνται περιλαμβάνουν την επικοινωνία με τις Νεράιδες μέσα από διαλογισμό, Ενόραση, Τηλεπάθεια και εργασίες μέσα από όνειρα και μαγικές τελετές, καθώς επίσης και μέσα από Σαμανικά Ταξίδια στην Υπόγεια Νεραιδοχώρα. Ο σκοπός των εργασιών είναι για πνευματική ανάπτυξη και φώτιση, υπηρεσία προς τη Φύση, θεραπεία και δημιουργία ξορκιών. Στις σύγχρονες μαγικές πρακτικές, όσοι εξασκούν την Νεραιδομαγεία, κατασκευάζουν στο σπίτι τους ή το κήπο τους, Νεραιδο-βωμούς, εκεί όπου μπορούν να αφήσουν τις προσφορές τους και να συγκεντρωθούν στη Τέχνη τους.

Μπορεί οι τηλεοπτικές σειρές φαντασίας και οι ταινίες, να μας δείχνουν τις Νεράιδες ως χαριτωμένα και πανέμορφα πλάσματα, μέσα σε μια θάλασσα από χρυσόσκονη, βοηθούν στο να διατηρηθούν και να μην ξεχαστούν όπως έγινε με πολλά άλλα μαγικά πλάσματα. Αν και είναι σε υπερβολικά παιδικό ύφος, όπως λέει η Τίνκερμπελ…

“Το μόνο που χρειάζεσαι είναι πίστη και εμπιστοσύνη και λίγη από τη Νεραιδόσκονη”

Τα παραμύθια είναι κάτι παραπάνω από αληθινά. Όχι επειδή υπάρχουν «δράκοι». Αλλά γιατί μπορούμε να τους νικήσουμε

Πολλές φορές, αναρωτιόμαστε γιατί ενώ προσπαθούμε τόσο πολύ να επιτύχουμε σε κάποιους τομείς της ζωής μας, ξαφνικά τα καταστρέφουμε όλα σε μια στιγμή. Δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και τον προετοιμάζουμε διαρκώς για κάτι κακό.

Εστιάζουμε κυρίως στα αρνητικά κάθε κατάστασης, κάθε ευκαιρίας που μας παρουσιάζεται. Δεν κάνουμε τίποτα ώστε να αλλάξουμε καταστάσεις που ξέρουμε πως μας κάνουν δυσάρεστη και δύσκολη τη ζωή. Δεν τολμάμε εύκολα να δοκιμαστούμε σε κάτι καινούριο γιατί πιστεύουμε πως είμαστε καταδικασμένοι να αποτύχουμε.

Καταπιέζουμε τα συναισθήματά μας με αποτέλεσμα να δημιουργούμε ψυχοσωματικά προβλήματα γιατί όταν δε μιλάει το στόμα, θα μιλήσει το σώμα. Γινόμαστε αντικοινωνικοί και αποφεύγουμε τις κοινωνικές συναναστροφές και στη συνέχεια παρουσιάζονται και οι τάσεις φυγής από τις σχέσεις, την καθημερινότητα, ίσως και από τον τόπο που διαμένουμε επειδή χαρακτηριζόμαστε από χαμηλή αυτοεκτίμηση και νιώθουμε ανήμποροι να μείνουμε να αντιμετωπίσουμε την όποια κατάσταση μάς προκαλεί δυσφορία και μας δυσκολεύει.

Χάνουμε σιγά σιγά το ενδιαφέρον μας για δραστηριότητες που κάποτε μας ευχαριστούσαν, αισθανόμαστε ολοένα και πιο θλιμμένοι, ανήσυχοι, ανήμποροι, παγιδευμένοι και βρισκόμαστε σε πανικό. Πολλές φορές, χρησιμοποιούμε την απάθεια για λόγους άμυνας.

Ο αυτοκαταστροφικός άνθρωπος είναι αυτός που όλα του τα καταπιεσμένα συναισθήματα, όλες οι εσωτερικές του συγκρούσεις γίνονται ανάγκη απόρριψης και ισοπέδωσης της ύπαρξής του. Επικρατεί ένας εσωτερικός πόλεμος τον οποίο προκαλεί η εσωτερική ανάγκη να απελευθερωθεί από αυτό το «κελί», που ο ίδιος δημιούργησε στον εαυτό του και ταυτόχρονα την ανάγκη αυτή θέλουμε να την ισοπεδώσουμε γιατί νιώθουμε πως θα αποτύχει κάθε μας προσπάθεια για απελευθέρωση.

Ένας άνθρωπος με αυτοκαταστροφικές τάσεις είναι σαν τον σκορπιό. Όταν νιώσει πως «απειλείται», γυρίζει το δηλητήριο στον εαυτό του. Αν ο μεγαλύτερος εχθρός τους καταλάβαινε πόσο κακό κάνουν οι ίδιοι στον εαυτό τους, θα τρόμαζε. Θα έκανε πίσω και απλώς θα παρακολουθούσε.

Όμως, οι αυτοκαταστροφικοί άνθρωποι συνήθως διακρίνονται για το λαμπρό μυαλό τους. Είναι εξαιρετικά ευαίσθητοι, αρκετά δημιουργικοί κι έχουν ιδιαίτερες ικανότητες. Ας σκεφτούμε λοιπόν όλη αυτή την «εκδίκηση» στον εαυτό τους αν την μετατρέψουν σε αγάπη, αν συμφιλιωθούν με όσα αποφεύγουν και σταματήσουν να σαμποτάρουν τον εαυτό τους, τότε σίγουρα θα δουν τη μαγεία να ξεδιπλώνεται μπροστά τους.

Γιατί τα παραμύθια που μας έμαθαν είναι κάτι παραπάνω από αληθινά. Όχι επειδή υπάρχουν «δράκοι». Αλλά γιατί μπορούμε να τους νικήσουμε.

Η αγάπη είναι μαγική, έχει ωραία μυρωδιά, εξαιρετική δύναμη και ζωτική σημασία

Η αγάπη είναι το πιο σπουδαίο δημιούργημα όταν επιτευχθεί, αλλά και κατά την προσπάθεια που καταβάλουμε μέχρι την επίτευξη. Είναι μαγική, έχει ωραία μυρωδιά, εξαιρετική δύναμη και ζωτική σημασία.

Έχει σημασία να μπορώ να αγαπάω με όλη την ψυχή μου, έτσι είμαι αυθεντικός, πλήρης και πια συντονίζομαι σε ένα υπέρτατο επίπεδο.

Αυτό το υπέρτατο επίπεδο με βοηθάει να μπορώ να υπάρχω μέσα στην αγάπη, όποια στιγμή εγώ επιθυμώ. Το πρόσωπο αυτό μπορεί να υπάρχει ή και όχι στη ζωή μου, αυτό όμως δεν αποτελεί κανένα απολύτως εμπόδιο. Είναι ένα κομμάτι μέσα μου, δεν θυσιάζω τίποτα, κάθε άλλο, ζω με αγάπη κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου γιατί έτσι έχω αποφασίσει. Και μόνο κερδισμένος μπορώ να βγω απ' αυτό.

Ο φόβος απ' την άλλη μεριά με μπλοκάρει, με κάνει να νιώθω άσχημα, να μένω πίσω και στην τελική να μη φτάνω ποτέ στο επιθυμητό μου αποτέλεσμα.

Αξίζει να φοβάμαι μήπως και τελικά η αγάπη με πονέσει;

Σίγουρα δεν κερδίζω απολύτως τίποτα. Η απραξία ή τα μισά συναισθήματα με αφήνουν ανικανοποίητο. Και τελικά όλα είναι πιο ανιαρά και άγευστα.

Αξίζει να αγαπάω, γιατί αυτό χρειαζόμαστε όλοι στη ζωή μας.

Μιλάω για την αγάπη που έχει μέσα ελευθερία κι όχι εξάρτηση, αυτή η αγάπη με φτάνει στην ουσία, σε μια υπέρτατη κατάσταση με πρωτόγνωρα συναισθήματα.

Ας αφήνουμε τη ζωή να ρέει, να υπάρχουμε μέσα σε αυτή και μετά από αυτή. Να αγαπάμε δυνατά, με σεβασμό, ελευθερία δίχως φόβο. Χωρίς εγωισμό και άλλα μικρά συναισθήματα.
«Η αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο με θετικές προσεγγίσεις – με αγάπη, κατανόηση, αυτοθυσία, σεβασμό.»

Αν γινόταν οι όμορφες στιγμές να επαναλαμβάνονταν πολλές φορές

Η αιώνια επιστροφή είναι ιδέα μυστηριώδης και ο Νίτσε, με την ιδέα αυτή, έφερε πολλούς φιλοσόφους σε δύσκολη θέση: σκέψου δηλαδή ότι μια μέρα όλα πρόκειται να επαναληφθούν όπως ήδη τα έχουμε ζήσει και ότι ακόμα κι η επανάληψη αυτή θα επαναλαμβάνεται ασταμάτητα! Τι πάει να πει αυτός ο χωρίς νόημα μύθος;

Ο μύθος της αιώνιας επιστροφής μας λέει, αρνητικά, ότι η ζωή που μια για πάντα θα εξαφανιστεί και δεν θα ξανάρθει μοιάζει με μια σκιά, ότι δεν έχει βάρος, ότι ήδη από σήμερα είναι πεθαμένη, κι ότι όσο άσπλαχνη, όσο ωραία, όσο λαμπερή κι αν είναι αυτή η ομορφιά, αυτή η φρίκη, αυτή η λαμπρότητα, δεν έχουν κανένα νόημα. Δεν πρέπει να τα υπολογίζει κανείς περισσότερο απ’ όσο έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο αφρικανικά βασίλεια του αιώνα, που τίποτα δεν άλλαξε στην όψη του κόσμου, παρ’ όλο που τριακόσιες χιλιάδες μαύροι θα είχαν βρει εκεί το θάνατο μέσα σε απερίγραπτα βασανιστήρια.

Αλλά μήπως πρόκειται ν’ αλλάξει τίποτα και σ’ αυτόν τον πόλεμο ανάμεσα σε δύο αφρικανικά βασίλεια του αιώνα αν επαναληφθεί ατελείωτες φορές μέσα στην αιώνια επιστροφή;

Ναι οπωσδήποτε: θα εξελιχθεί σ’ έναν όγκο που ορθώνεται και διαρκεί, και η ανοησία του θα είναι ασυγχώρητη.

Αν η Γαλλική Επανάσταση έπρεπε να επαναλαμβάνεται αιωνίως, η γαλλική ιστοριογραφία θα ήταν λιγότερο περήφανη για τον Ροβεσπιέρο. Καθώς, όμως, μιλάει για ένα πράγμα που δεν πρόκειται να επαναληφθεί, τα αιματοβαμμένα χρόνια δεν είναι παρά λέξεις, θεωρίες, συζητήσεις, είναι πιο ελαφρά από ένα πούπουλο, δεν προξενούν φόβο. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά ανάμεσα σ’ ένα Ροβεσπιέρο που δεν εμφανίστηκε παρά μόνο μία φορά στην Ιστορία και σ’ ένα Ροβεσπιέρο που θα επέστρεφε αιωνίως να κόβει τα κεφάλια των Γάλλων.

Ας πούμε λοιπόν ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής διαγράφει μια προοπτική όπου τα πράγματα δεν μοιάζουν να είναι έτσι όπως τα ξέρουμε: μας εμφανίζονται χωρίς το ελαφρυντικό του φευγαλέου τους χαρακτήρα. Αυτό το ελαφρυντικό μας εμποδίζει στην πραγματικότητα να εκδώσουμε οποιαδήποτε ετυμηγορία. Μπορεί κανείς να καταδικάσει ό,τι είναι εφήμερο; Τα πορτοκαλιά σύννεφα του δειλινού φωτίζουν όλα τα πράγματα με τη γοητεία της νοσταλγίας, ακόμα και την καρμανιόλα.

Αυτή συμφιλίωση προδίδει τη βαθιά ηθική διαστροφή, που είναι αναπόσπαστη από έναν κόσμο θεμελιωμένο κυρίως πάνω στην ανυπαρξία της επιστροφής, γιατί σ’ αυτόν εκεί τον κόσμο όλα συγχωρούνται εκ των προτέρων και όλα είναι, λοιπόν, με κυνισμό επιτρεπτά.

Αν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας είναι να επαναληφθεί αμέτρητες φορές, είμαστε καρφωμένοι στην αιωνιότητα όπως ο Ιησούς Χριστός επάνω στο σταυρό. Τι φριχτή ιδέα! Στον κόσμο της αιώνιας επιστροφής κάθε κίνηση φέρει το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης. Αυτό είναι που έκανε τον Νίτσε να λέει ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι το πιο βαρύ φορτίο (das schwerste Gewicht).

Αν η αιώνια επιστροφή είναι το πιο βαρύ φορτίο, οι ζωές μας μπορούν, σ’ αυτό το πλαίσιο, να φανερωθούν σ’ όλη τους τη λαμπρή ελαφρότητα. Στ’ αλήθεια, όμως, είναι φριχτή η βαρύτητα και ωραία η ελαφρότητα;

Μη σπαταλάς τη ζωή σου ξοδεύοντας τον Εαυτό σου

Αν αγαπάς τον εαυτό σου τότε χρειάζεται να ξέρεις ποια είναι τα δικαιώματα και ποιες οι υποχρεώσεις σου απέναντί του ώστε να γίνεται πιο πλούσια η ζωή σου καθημερινά.

Το ναι και το όχι στη ζωή μας είναι επιλογή κι όχι υποχρέωση. Χρειάζεται να ξέρεις ποιος είσαι, τι θέλεις και να έχεις το θάρρος να εκφράσεις την αλήθεια σου. Ποτέ μην δέχεσαι να κάνεις κάτι που δεν θέλεις και ποτέ να μην πιέζεις να κάνει κάποιος «κάτι» αν πραγματικά δεν το επιθυμεί. Μην αναλαμβάνεις την ευθύνη κανενός άλλου παρά μόνο του εαυτού σου!

Μην γίνεσαι ο "κάδος απορριμμάτων" για τα ενεργειακά απόβλητα, τους φόβους, την δυστυχία, τις καταστροφικές εικόνες και τις πονεμένες ιστορίες που σε αποπροσανατολίζουν, σε αποκόπτουν από το κέντρο σου και σε απομακρύνουν από την πραγματική σου δύναμη. Όσο αυτοί προσπαθούν να σε εκπαιδεύσουν στη δυστυχία εσύ εκπαίδευσε τον εαυτό σου στη χαρά!

Η υπευθυνότητα είναι το καθήκον της καρδιάς. Ανέλαβε την ευθύνη του εαυτού σου και προχώρα χωρίς να του υψώνεις το δάχτυλο. Χωρίς να κρίνεις και να επικρίνεις συνέχεια τον εαυτό σου. Αγάπησε τα λάθη σου, έτσι κι αλλιώς αυτά είναι οι πιο μεγάλοι σου δάσκαλοι, και προχώρα ¨ασυννέφιαστα¨ στο μονοπάτι της ζωής σου.

Μην αφήνεις εκκρεμότητες με τους ανθρώπους γιατί έτσι αφήνεις εκκρεμότητες με τη Ζωή. Μην κανείς τη ζωή σου ένα κακοκουρντισμένο γραμμόφωνο που επαναλαμβάνει το ίδιο τραγούδι, από τον ίδιο γρατζουνισμένο δίσκο. Κλείσε τις πόρτες στο παρελθόν και άνοιξε καινούριες στο μέλλον.

Μάθε να εργάζεσαι κι όχι να δουλεύεις. Μη γίνεσαι "δούλος" της δουλειάς σου. Μη λες δεν προλαβαίνω! Χάρισε στον εαυτό σου στιγμές ξεκούρασης, χαράς, απόλαυσης και μοιράσματος, καθημερινά και νιώσε ότι αυτές οι στιγμές σου αξίζουν!

Δεν χρειάζεσαι στη ζωή σου τοξικούς ανθρώπους. Μην δίνεις χώρο σε ενεργειακά βαμπιράκια να σου ρουφάνε την ενέργεια παίρνοντας εσύ το ρόλο του αμετανόητου "Σωτήρα" και μην εμπλέκεσαι σε τοξικές καταστάσεις επιτρέποντας να συμβαίνουν στη ζωή σου χαμηλής δόνησης καταστάσεις (γκρίνια, κουτσομπολιό, αντιπαλότητα κ.α).

Μη σπαταλάς τη ζωή σου σπαταλώντας τον Εαυτό σου...

Το σπίτι σου είναι ο καθρέφτης του εσωτερικού σου κόσμου. Κάνε τον χώρο σου ένα πραγματικό καταφύγιο γαλήνης, ομορφιάς και έμπνευσης. Δεν χρειάζονται πολλά χρήματα γι΄ αυτό. Διώξε ότι δεν χρειάζεσαι από ρούχα και αντικείμενα. Μην κρατάς πράγματα που σε κρατάνε πίσω σε ένα αρρωστημένο και πονεμένο παρελθόν. Φρόντιζε να κρατάς την ενέργειά του καθαρή. Λιβάνιζε τακτικά. Βάλε γύρω σου χρώματα που σου ανοίγουν την καρδιά και γέμισε το με ευχάριστους ήχους και μουσικές. Οργάνωσε το έτσι που να σε γεμίζει αγάπη!

Μην μένεις σε καταστάσεις που σε "ματώνουν" και δεν σε αφήνουν να ξεδιπλώσεις τα φτερά σου για να απολαύσεις πως είναι να πετάς σε έναν ελεύθερο ουρανό. Κάνε απεξάρτηση από την συνήθεια και το βόλεμα στο γνωστό δοκιμάζοντας πως δονούν την καρδιά σου οι "αχαρτογράφητες" διαδρομές…

Τίποτα δεν μένει το ίδιο. Όλα αλλάζουν συνέχεια. Όλοι αλλάζουν συνέχεια. Ακόμα και εσύ ο ίδιος. Μην επιμένεις να κρατάς υποσχέσεις που δεν έχουν πια λόγω ύπαρξης. Παρατήρησε με ποιο τρόπο ίσως αυτές σε ακινητοποιούν… Νιώσε τι συμβαίνει μέσα σου και επικοινώνησε την αλήθεια σου εκεί που είναι απαραίτητο…

Η Συγχώρεση είναι μια από τις μεγαλύτερες αρετές της καρδιάς. Συγχώρησε όποιον και ότι χρειάζεται να συγχωρέσεις όχι γιατί με αυτόν τον τρόπο γίνεσαι καλός άνθρωπος, όχι γιατί οι άλλοι αξίζουν την συγχώρεση αλλά γιατί Εσύ ο ίδιος δικαιούσαι να αναπνέεις ελεύθερα και να έχεις περισσότερο χώρο μέσα σου ώστε να σε πλημμυρίσει η αγάπη.

Η Ασχήμια Της Ψυχής Των Ανθρώπων

Είναι φορές που η ζωή τα φέρνει με έναν ολότελα παράξενο τρόπο και αργεί μα σου φανερώνει την αλήθεια. Μια αλήθεια που σε σοκάρει, που σε συντρίβει κι εύχεσαι να μην τη μάθαινες ποτέ. Όλα όσα ήξερες για τους ανθρώπους δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια νοητική σου κατασκευή, ένα όμορφο ψέμα για να μπορέσεις να τους αντέξεις, για να συνεχίσεις να κάνεις όνειρα και να βλέπεις με μια θετική ματιά τους ανθρώπους και τις καταστάσεις γύρω σου.

Εθελοτυφλούσες και ωραιοποιούσες κάθε ασχήμια τους που σαν σφαίρα πλήγωνε την καρδιά σου. Πόσες φορές τους δικαιολόγησες; Πόσες φορές έκανες ότι δεν άκουσες ή ότι δεν κατάλαβες…; Κι αυτοί τίποτα δεν εκτίμησαν. Δεν σε θεωρούσαν καλόκαρδο και καλοπροαίρετο άνθρωπο, αλλά χαζό, έναν διανοητικώς καθυστερημένο, κάποιον που εύκολα θα εκμεταλλεύονταν, θα απομυζούσαν μέχρις τελευταίας ρανίδας και θα χρησιμοποιούσαν προς όφελός τους.

Έπρεπε να συμφωνείς πάντα και να σκύβεις το κεφάλι, να τους προσκυνάς σαν επίγειους θεούς. Έπρεπε να είσαι ο σκλάβος τους. Κι όλα αυτά γιατί;

Για να ζεις στην ψευδαίσθηση ότι δεν είσαι μόνος, ότι περιστοιχίζεσαι από άτομα που αγαπάς;

Πράγματι, εσύ το θύμα αγάπησες τους βασανιστές σου κι αυτοί αγάπησαν, όχι εσένα, αγάπησαν το να σε εκμεταλλεύονται, να σε έχουν στην υπηρεσία τους και να επιβεβαιώνουν τη δήθεν ανωτερότητά τους, να αισθάνονται δηλαδή για λίγο καλύτερα για αυτόν τον άδειο και αλλοτριωμένο εαυτό τους. Ένιωθαν, λοιπόν, ότι είναι καλύτεροί σου, ότι αξίζουν περισσότερα από εσένα και αυτοθαυμάζονταν για το κατόρθωμά τους, δηλαδή την ικανότητά τους να σε εκμεταλλεύονται.

Το σοκ μπορεί να κρατήσει για λίγο κι εσύ να κάθεσαι και να κοιτάς σαν χαμένος… και να αναρωτιέσαι: έτσι είναι οι άνθρωποι; Και αν δεν μπορώ να πιστέψω στην καλοσύνη και στην ευγενική ψυχή των ανθρώπων τι απομένει να πιστέψω και τι μένει για να ελπίσω;

Δεν έβλεπες και δεν ήθελες να πιστέψεις στην ασχήμια της ψυχής κάποιων ανθρώπων… Θεωρούσες ότι όλοι όσοι σε περιστοιχίζουν σ’ αγαπάνε και θέλουν το καλό σου, ότι θα έκαναν τα πάντα για σένα, όπως εσύ κάθε φορά ήσουν έτοιμος να θυσιαστείς για αυτούς.

Και πίστευες πως δεν υπάρχει ασχήμια μέσα στην ψυχή κανενός ή κι αν υπάρχει εσύ μπορούσες να την αντιστρέψεις. Όταν συναντούσες μαύρες ψυχές τις θεωρούσες πονεμένες και πληγωμένες και προσπαθούσες να τις απαλύνεις από τα τραύματα που έφεραν…

Και τώρα που κάθεσαι και παρατηρείς αποσβολωμένος την ασχήμια στην ψυχή κάποιων ανθρώπων αναρωτιέσαι: αξίζει να προσπαθούμε για κάτι και γιατί πρέπει να κάνουμε όνειρα, αφού πάντα θα βρεθούν κάποιοι άνθρωποι- απάνθρωποι που θα μας τα γκρεμίσουν ή θα το προσπαθήσουν τουλάχιστον… Μπορεί να έχουν εμπειρία στο γκρέμισμα, αλλά εσύ όλα αυτά τα χρόνια τουλάχιστον έμαθες να έχεις αισιοδοξία, να μην απελπίζεσαι και να μην απογοητεύεσαι…

Ξέρεις πλέον ότι η ασχήμια στην ψυχή κάποιων ανθρώπων είναι αναπόφευκτη και ίσως έμφυτη, και δεν σ’ απασχολεί τώρα να απαντήσεις στους φιλοσοφικούς προβληματισμούς που προκύπτουν, αλλά να καταλάβεις περισσότερο την εσώτερη φύση των ανθρώπων, αυτή που δε φαίνεται με μια ματιά, ενώ σε πολλές περιπτώσεις έχει ένα τόσο καλό περιτύλιγμα, ένα όμορφο και χαμογελαστό προσωπείο που δεν φαίνεται ούτε μέσα από την καθημερινή μας συναναστροφή.

Αργά ή γρήγορα οι παρασκηνιακές δολοπλοκίες και οι μηχανορραφίες τους προκειμένου να σε βλάψουν βγαίνουν στο φως γιατί η αλήθεια μοιάζει με το λάδι, βγαίνει πάντα επάνω. Εσύ έχεις τη συνείδησή σου καθαρή κι αυτό είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα, διότι σου επιτρέπει να διατηρείς την ψυχική σου γαλήνη κι ηρεμία. Η σκέψη ότι ποτέ σου δεν έβλαψες κανένα κι ότι δεν εγκατέλειψες ποτέ τις αρετές σου και τις ηθικές αξίες σου αρκεί για να σε κάνει ευτυχισμένο. Από την άλλη, αυτοί που σε έβλαψαν ή προσπάθησαν να σε βλάψουν δηλητηριάζουν τις ζωές τους από το ίδιο τους το δηλητήριο, εφόσον ζουν συνεχώς μέσα στο άγχος να μην πέσουν οι μάσκες τους κι αποκαλυφθεί το πραγματικό άσχημο πρόσωπό τους. Χάνουν τον ύπνο τους και δεν βρίσκουν γαλήνη κι ηρεμία από τις τύψεις για το κακό που κάνουν στους άλλους ανθρώπους.

Η ικανοποίηση που παίρνουν είναι προσωρινή, βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι δεν είναι σωστοί και δίκαιοι κι αυτό τους κατατρύχει. Κι αυτοί έχουν συνείδηση, αλλά στην προκειμένη περίπτωση η συνείδησή τους δεν είναι καθαρή, τους ελέγχει σαν κάποιος αλάνθαστος κριτής και τους καταδικάζει τιμωρώντας τους με την απομάκρυνσή σου αρχικά κι έπειτα την οριστική φυγή σου.

 Η φυγή σου είναι η λύτρωσή σου, αλλά ταυτόχρονα κι η ανταμοιβή των διεφθαρμένων.

Η Τέχνη του να είσαι προσβλητικός

Όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο αντίπαλός σου υπερτερεί και κινδυνεύεις να εξευτελιστείς, τότε δίνεις στην κουβέντα προσωπική και προσβλητική τροπή.

Προσωπική τροπή σημαίνει ότι ξεφεύγεις από το αντικείμενο της διαφωνίας (αφού έτσι κι αλλιώς το έχεις χάσει) και βρίσκεις έναν τρόπο να θίξεις τον αντίπαλό σου προσωπικά.

Αυτό σημαίνει ότι παύει να σε ενδιαφέρει το οποιοδήποτε επιχείρημα του αντιπάλου σου.

Εγκαταλείπεις εντελώς το αντικείμενο της συζήτησης και κατευθύνεις την επίθεσή σου στο πρόσωπο του συνομιλητή σου: θα γίνεις έτσι προσβλητικός, χαιρέκακος, συκοφάντης και χυδαίος.

Αυτή η τακτική είναι ιδιαίτερα δημοφιλής, γιατί μπορεί να την υιοθετήσει ο καθένας, και ως εκ τούτου ασκείται κατά κόρον.

Αποστήθιση

Τα παιδιά μας έχουν εδώ και καιρό αποκτήσει την καταστροφική συνήθεια, αντί να προσπαθούν να μπουν στην ουσία των πραγμάτων, να αρκούνται στις λέξεις και να τις μαθαίνουν απέξω, νομίζοντας ότι έτσι υπερνικούν τις εκάστοτε δυσκολίες.

Αυτός όμως ο εθισμός παραμένει και μετατρέπει τη γνώση πολλών σοφών σε ένα συνονθύλευμα λέξεων.

Η άποψη των άλλων

Στην πραγματικότητα, η αξία που προσδίδουμε στις απόψεις των άλλων και η αταλάντευτη έγνοια μας γι’ αυτούς, ξεπερνάει κατά κανόνα κάθε όριο λογικής, με αποτέλεσμα να μοιάζει μ’ ένα είδος ευρύτατα διαδεδομένης, θα έλεγε μάλιστα κανείς έμφυτης, μανίας.

Σε ότι κάνουμε ή προκαλούμε, εξετάζουμε σχεδόν πάντα, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, τη γνώμη των άλλων.

Κι αν σκαλίσουμε λίγο βαθύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι από την έγνοια μας γι’ αυτήν, προέρχονται σχεδόν οι μισές ανασφάλειες και αγωνίες που έχουμε ποτέ νιώσει.

Κι αυτό γιατί βρίσκεται στη βάση του συχνότατα πληγωμένου από την αρρωστημένη ευαισθησία εγωισμού μας, στη βάση κάθε επιδειξιομανίας και κομπασμού, κάθε ψωροπερηφάνιας και μεγαλομανίας.

Η έννοια του θεού στους Προσωκρατικούς

Προσωκρατική Σκέψη

Θεός και άνθρωπος: Όλα κυοφορούνται στον Λόγο

§1

     Αποτελεί κοινό τόπο πως η προσωκρατική σκέψη των Ελλήνων –αλλά όχι λιγότερο και η κλασική– συνδέεται ενεργά με έναν πνευματικό πολιτισμό, όπου τα «πάντα είναι γεμάτα θεούς» (Αριστοτέλης, περί ψυχής 1.5 411a8). Τι κατανοεί κανείς με τη φράση αυτή του Αριστοτέλη; Πώς ό,τι φιλοσοφικό-στοχαστικό έμελλε να αναπτυχθεί κατά την περίοδο του προσωκρατικού φιλοσοφείν, βασικά αναδύθηκε μέσα από έναν ευρύ ορίζοντα θεμάτων, που συνήθως προσδιοριζόταν ή διαμορφωνόταν σε σκέψη ως θεϊκός. Τούτο υποδηλώνει πως οι πρώιμοι φιλόσοφοι-στοχαστές, χωρίς να βυθίζονται μέσα σε μονοσήμαντα θεολογικό-μυθολογικές εμμονές της παράδοσης, στοχάζονταν πάνω στην αντίληψη ή την ιδέα του θεού. Γι’ αυτό βλέπουμε πως οι θεμελιώδεις λέξεις, έννοιες ή όροι, όπως άπειρο, αέρας, φωτιά κ.λπ., απηχούσαν –λιγότερο ή περισσότερο– την εν λόγω αντίληψη. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει επ’ ουδενί πως οι Προσωκρατικοί αναλώθηκαν, έστω και για λίγο, σε αλυσιτελείς θεωρίες γύρω από την ύπαρξη –και από τις αποδείξεις για την ύπαρξη– κάποιου θεϊκού όντος. Απεναντίας επιδόθηκαν στην εξήγηση της φυσικής τάξης και στη σύλληψη της πρώτης φυσικής αρχής: μια τέτοια αρχή δεν γινόταν αντικείμενο στοχασμού, επειδή μετέφραζε ή κατονόμαζε σε επίπεδο κοσμικής τάξης κάποια εξωκοσμική οντότητα και άρα λογιζόταν θεϊκή, αλλά επειδή ήταν θεϊκή, με το νόημα της αρχέγονης αρχής του συμπαντικού κόσμου.

§2

     Μια πρώτη διερεύνηση του ένθεου χαρακτήρα του λόγου των Προσωκρατικών μας λέει τα εξής: α) ο συγκεκριμένος λόγος εκκινούσε από τον εσωτερικό του ζήλο για φιλοσοφική-στοχαστική αναζήτηση και όχι από κάποια δεισιδαιμονική πίεση για θεολογική πρόσληψη, ήτοι επεξήγηση, του υπάρχοντος. β) Η λεκτική εκφορά αυτής της αναζήτησης στηριζόταν σε μια τόσο ακριβή και ευλαβική χρήση λέξεων, φράσεων και εννοιών, ώστε να μην αφήνει περιθώρια για παραγωγή ενός στείρου και θρηνώδους, ασεβούς και ανίερου λόγου ή για παρανόηση του παραχθέντος φιλοσοφικού λόγου ως ενός βέβηλου, ανοίκειου και χωρίς ήθος λέγειν: «ήθος ανθρώπω δαίμων» αποφαίνεται ρητά ο Ηράκλειτος. Πώς θα μπορούσε να αποσιωπάται το ήθος του λόγου, όταν αυτή τούτη η κοσμολογική σκέψη αποτελούσε μια καθαγιασμένη πηγή έμπνευσης, ευσέβειας και ιερότητας για τους συγκεκριμένους στοχαστές. Λόγω ακριβώς της καθαγιασμένης τούτης πηγής, οι ορθολογικές τους αξιώσεις διακρίνονταν για συνέπεια, περιεκτικότητα, ευρυθμία και συνοχή: συνάρμοζαν το διαλογιστικό, το οραματικό, το «σοφό» με μια διάθεση απόλυτης εσωτερικής γαλήνης. Το ήθος του λόγου συνεπώς δεν είχε να κάνει με κάτι το ηθογραφικό ή με κάποιον ηθικολογικό σκεπτικισμό, αλλά κατ’ εξοχήν με την αποκάλυψη και καθίδρυση εντός του κοσμικού Είναι του «θείου και αληθινού» (Λουκρήτιος).

§3

     Ποτέ και κανείς από τους Προσωκρατικούς δεν επιχείρησε να διακηρύξει θέσεις και θεωρίες, που είχαν καθοριστεί εκ των προτέρων εν αναφορά προς κάποια θεϊκά όντα. Απεναντίας, η τροπή του Λόγου τους, με όλες τις χαρακτηριστικές διαφοροποιήσεις κατά φιλόσοφο, υπαγορευόταν εν πολλοίς από τη νοο-τροπία, το πνεύμα, αλλά και τις ανάγκες της εποχής. Έτσι παρατηρούμε, για παράδειγμα, τον Ξενοφάνη να αναπτύσσει διαλογισμούς πάνω στη φύση και το θείο, με έναν λόγο περισσότερο εμπειρικό, διαφωτιστικό και διαγνωστικό και λιγότερο στοχαστικό-αποφθεγματικό, όπως π.χ ο Ηράκλειτος. Εν τούτοις, με ορίζοντα την εμπειρική κατάφαση του ήθους, που προσβλέπει στην αυθεντική έννοια του θείου, πέρα από τις πλάνες του ανθρωπομορφισμού, καυτηριάζει την ευτράπελη ηθικολογία, η οποία με τη σειρά της παράγει τη διαφθορά, την ασέβεια και εν τέλει την κοινωνικο-πολιτική ακολασία. Με τη δύναμη ακριβώς της «ημέτερης σοφίας», που διέπει τον ως άνω ορίζοντα, ασκεί δριμεία κριτική στην ανίερη πρακτική της πόλης/πολιτείας: να απονέμει δημόσιες τιμές στους ολυμπιονίκες –που δεν τις αξίζουν, γιατί δεν προσφέρουν τίποτε το πνευματικό και ωφέλιμο στο σύνολο– και να περιφρονεί την «ημέτερη σοφία». Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «η ημέτερη σοφία είναι ανώτερη από τη δύναμη ανδρών και αλόγων» (απ. Β2). Ίδιο και απαράλλαχτο βέβηλο συμβαίνει και στην παρούσα κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα· γι’ αυτό και έχει σαπίσει από την αχαλίνωτη διαφθορά: τα άλογα και τα ανδράποδα του κάθε είδους καθεστωτισμού –αθλητικού, πολιτικού, διανοητικού, κομματικού, συντεχνιακού κ.λπ.– αυτο-επιβραβεύονται ασύστολα· ουσιαστικά δηλαδή επιβραβεύουν τον όλεθρο, που συνεπάγεται η πρακτική τους και η λεκτική τους ασυναρτησία περί ανθρώπων και θεών. 

§4

     Προχωρώντας πέρα από τη συμβατική αντίληψη του Ξενοφάνη για το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ θεού και ανθρώπου και για το χαρακτηριστικό της θείας φύσης να είναι σταθερή και αμετάβλητη, χωρίς γένεση και φθορά, ο Ηράκλειτος συλλαμβάνει τον θεό ‒και γενικότερα την έννοια του θείου‒ να είναι εντός του κύκλου της συμπαντικής κίνησης και μεταβολής:

«ο θεός είναι μέρα και νύχτα, χειμώνας και καλοκαίρι, πόλεμος και ειρήνη, κορεσμός και πείνα, και παραλλάζει, όπως εκείνο που, όταν σμίξει με μυρωδικά, ονομάζεται με βάση την απόλαυση που προσφέρει το καθένα» (Β 67).

Ο θεός και το θείο τώρα τελεί μέσα στο γίγνεσθαι· ένα γίγνεσθαι, που έχει για ρυθμό του ένα πιο βαθύ και αφανές μέτρο. Αυτό το μέτρο είναι πανταχού παρόν και απαράλλαχτο μέσα στην πολύμορφη κίνηση των πραγμάτων, τα οποία βρίσκουν την πλήρωσή τους με και στον θάνατο. Ενώ λοιπόν για τον Ξενοφάνη ο θεός είναι μια αναλλοίωτη και ανώτερη αλήθεια, την οποία οι θνητοί με τις γνώμες τους δεν μπορούν να φτάσουν, παρά μόνο την παραμορφώνουν κατά το δικό τους μέτρο, για τον Ηράκλειτο δεν υπάρχει καμιά μονοσήμαντη και υψηλά ιστάμενη αλήθεια. Ο κόσμος είναι ένας περιδινούμενος κύκλος, που τον διέπει το αείζωον πυρ:

«Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, δεν τον δημιούργησε ούτε κάποιος από τους θεούς ούτε από τους ανθρώπους, αλλά ήταν πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, ανάβοντας σύμφωνα με μέτρα και σβήνοντας σύμφωνα με μέτρα» (Β 30).

Βέβαια και ο Ηράκλειτος δεν εξισώνει τον θεό με τον άνθρωπο, το θείο με το ανθρώπινο και δεν το υποτάσσει, εκφυλίζοντάς το, στις ορέξεις ή στις παραμορφωτικές εικόνες της ανθρώπινης γνώμης. Δεν συνδέει ούτε αυτός τους θεούς με εξαπατήσεις και κακότροπες διαμάχες. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο:

«Για τον θεό όλα είναι ωραία και αγαθά και δίκαια, ενώ οι άνθρωποι άλλα τα θεωρούν άδικα και άλλα δίκαια» (Β 102).

Ο θεός αλλά και το θείο, σε κάθε περίπτωση, καθιδρύεται μέσα στο πεπερασμένο Όλο, όντας σε αρμονία πάντοτε με την κυκλική κίνηση του γίγνεσθαι, που εκτυλίσσεται με βάση τον κοινό, καθολικό, συμπαντικό Λόγο και δεν έχει καμιά σχέση με την ιδιωτική φρόνηση των θνητών. Ο Λόγος αυτός είναι το «αείζωον πυρ», το μέτρο, που υπαγορεύει εν συνόλω τις αναλογίες του κόσμου και της φύσης. Και ενώ υπάρχει πάντοτε, οι κοινοί θνητοί, όπως μας λέει ο φιλόσοφος στο απ. 1, δεν τον κατανοούν ούτε προτού τον ακούσουν ούτε όταν τον ακούσουν. Δεν γνωρίζουν τι κάνουν και δεν ξέρουν τι θέλουν, γιατί πνίγονται μέσα στις δοξασίες.

§5

     Ι. Υπό ένα γενικό πνεύμα, η έννοια του θεού και του θείου, στους προσωκρατικούς, διερευνάται στη συνύφανσή της με τη συνολική τους προσπάθεια για ορθολογική εξήγηση του κόσμου. Υπό ένα πιο ειδικό πνεύμα, αναζητούνται εκείνα τα θεολογικά στοιχεία που συνδέονται με την ανθρώπινη ύπαρξη εντός του κόσμου και ορισμένως αποτελούν βασικές πτυχές της εν λόγω ορθολογικής εξήγησης. Σε επίπεδο έτσι καθολικής αρχής, ο θεός, το θείο στοιχείο, συλλαμβάνεται οντολογικά, ως το αθάνατο, αιώνιο στοιχείο, που υπάρχει, ως ζώσα ουσία, με τη μορφή της αντίθεσης προς την έννοια του θνητού, του φθαρτού στοιχείου. Αυτό απαντά θεμελιωδώς στους πρώτους Ίωνες φιλοσόφους, με τις δέουσες στον καθένα παραλλαγές, αλλά και στον Ηράκλειτο. Σε σχέση με τους πρώτους και την εν λόγω αντίθεση αναφέρει ο Αριστοτέλης:

«Καθετί ή είναι το ίδιο αρχή ή προέρχεται από μια αρχή· το άπειρο όμως δεν έχει αρχή, γιατί τότε αυτή θα ήταν το πέρας του. Επιπλέον, αυτό είναι αγέννητο και άφθαρτο, καθώς είναι αρχή· γιατί ό,τι έχει γεννηθεί κατ’ αναγκαιότητα θα φτάσει σε ένα τέλος· και κάθε φθορά έχει κι αυτή ένα τέλος. Αυτός είναι και ο λόγος, για τον οποίο, καταπώς λέμε, δεν υπάρχει αρχή του απείρου, αλλά το ίδιο θεωρείται πως είναι η αρχή των άλλων πραγμάτων και πως περιέχει τα πάντα και τα πάντα κυβερνά Αυτό είναι το θείο· διότι είναι αθάνατο και ανώλεθρο, όπως λέει ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι από τους φυσιολόγους» (Αριστοτέλης Φυσικά 203b6-13).

Αυτή η αντίθεση, στο πλαίσιο της μονιστικής τους αντίληψης, αντιστοιχεί σε εκείνη του Είναι και του γίγνεσθαι και έχει εν πολλοίς διαλεκτικό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι το ένα δεν αποκλείει το άλλο παρά το ένα και το άλλο αποτελούν όψεις/πτυχές ενός και του αυτού οργανικού όλου. Εξαίρεση, υπό όρους, ως προς τούτο αποτελεί ο Παρμενίδης και γενικότερα η ελεατική σχολή.

     ΙΙ. Η περιοχή του θείου τώρα δεν κατακλύζεται, ως επί το πλείστον, από μυθολογικές παραστάσεις και αντίστοιχες αναπαραστάσεις, αλλά αντλεί το νόημα ύπαρξής της από το παίγνιο του κόσμου, εντός του οποίου βέβαια λόγος και μύθος έχουν το δικό τους ρόλο καθένας: ο πρώτος γίνεται καθοδηγητική δύναμη, ενώ ο δεύτερος χαρίζει στον πρώτο ευελιξία, ευκαμψία, φωτεινότητα, παραστατικότητα, διαφάνεια, κινητικότητα. Π.χ. ο λόγος του Παρμενίδη, χωρίς την αντίστοιχη μυθοπλασία, θα έχανε τη στοχαστική γονιμότητα των αξεπέραστων οντολογικών του ιδεών. Το θείο είναι πια αναγνωρίσιμο στις αρχές συγκρότησης και οργάνωσης του συμπαντικού όλου και σχεδόν ταυτόσημο με αυτές, είτε πρόκειται για υλικά στοιχεία ‒ π.χ. νερό, αέρας, φωτιά κ.λπ.‒ είτε για μια ή περισσότερεςμη-ορατές δυνάμεις, όπως άπειρο, νους κ.λπ. Η έννοια του θεού, κατ’ αυτό τον τρόπο, δεν συνιστά μια διαφορετική ή εξωτερικά αντίθετη προς τον κόσμο ουσία, αλλά καθαρά ενδοκοσμική, η οποία ως το αθάνατο, άφθιτο, αέναο στοιχείο έναντι του θνητού, του φθαρτού, του εφήμερου στοιχείου αποτελεί την ενοποιητική αρχή της πολλαπλότητας του κόσμου.
   
     ΙΙΙ. Ο Θαλής, κατά το ως άνω πνεύμα, εννοεί το ύδωρ, το υγρό στοιχείο, που λαμβάνεται ως η πρώτη αρχή των όντων, αλλά συγχρόνως και ως σκοπός όσο και ως η υλική/φυσική αιτία κάθε γίγνεσθαι (DK 11 A 12), ως ταυτό με την έννοια του θεού, καθώς αποδίδει σε τούτη την έννοια τον χαρακτήρα της αναλλοίωτης, της αιώνιας ουσίας. Επίσης δέχεται, όπως μας παραδίδει ο Αριστοτέλης, την ύπαρξη πολλών θεών στον κόσμο (DK 11 A 22). Με μια τέτοια ύπαρξη πολλών θεών εννοεί τις ψυχικές δυνάμεις της ζωής, που ενοικούν στις οντότητες, σε εκείνες τις οντότητες που φέρουν μέσα τους την ικανότητα της κίνησης. Παρόμοια συναντά κανείς στον Αναξιμένη μια εννοιολογική διάκριση ανάμεσα στον έναν θεό, που ταυτίζεται με τον αέρα (DK 13 A7. A 10), και τους πολλούς θεούς. Ο Αναξίμανδρος, από την πλευρά του, χαρακτηρίζει το άπειρο με την έννοια: το θείον, καθώς διακρίνεται για την αφθαρσία και την αιωνιότητά του.

Σημειωτέον πως η έννοια: θείον χρησιμοποιείται, για πρώτη φορά, από τον Αναξίμανδρο.

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (220b-221d)

Τοῦτο μὲν δὴ ἀπήλλακται, μὴ φίλου τινὸς ἕνεκα τὸ φίλον φίλον εἶναι· ἀλλ᾽ ἆρα τὸ ἀγαθόν ἐστιν φίλον; ―Ἔμοιγε δοκεῖ. ―Ἆρ᾽ οὖν διὰ τὸ κακὸν τὸ ἀγαθὸν φιλεῖται, [220c] καὶ ἔχει ὧδε· εἰ τριῶν ὄντων ὧν νυνδὴ ἐλέγομεν, ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ καὶ μήτε ἀγαθοῦ μήτε κακοῦ, τὰ δύο λειφθείη, τὸ δὲ κακὸν ἐκποδὼν ἀπέλθοι καὶ μηδενὸς ἐφάπτοιτο μήτε σώματος μήτε ψυχῆς μήτε τῶν ἄλλων, ἃ δή φαμεν αὐτὰ καθ᾽ αὑτὰ οὔτε κακὰ εἶναι οὔτε ἀγαθά, ἆρα τότε οὐδὲν ἂν ἡμῖν χρήσιμον εἴη τὸ ἀγαθόν, ἀλλ᾽ ἄχρηστον ἂν γεγονὸς εἴη; εἰ γὰρ μηδὲν ἡμᾶς ἔτι βλάπτοι, οὐδὲν ἂν οὐδεμιᾶς [220d] ὠφελίας δεοίμεθα, καὶ οὕτω δὴ ἂν τότε γένοιτο κατάδηλον ὅτι διὰ τὸ κακὸν τἀγαθὸν ἠγαπῶμεν καὶ ἐφιλοῦμεν, ὡς φάρμακον ὂν τοῦ κακοῦ τὸ ἀγαθόν, τὸ δὲ κακὸν νόσημα· νοσήματος δὲ μὴ ὄντος οὐδὲν δεῖ φαρμάκου. ἆρ᾽ οὕτω πέφυκέ τε καὶ φιλεῖται τἀγαθὸν διὰ τὸ κακὸν ὑφ᾽ ἡμῶν, τῶν μεταξὺ ὄντων τοῦ κακοῦ τε καὶ τἀγαθοῦ, αὐτὸ δ᾽ ἑαυτοῦ ἕνεκα οὐδεμίαν χρείαν ἔχει; ―Ἔοικεν, ἦ δ᾽ ὅς, οὕτως ἔχειν. ―Τὸ ἄρα φίλον ἡμῖν ἐκεῖνο, εἰς ὃ ἐτελεύτα πάντα τὰ ἄλλα [220e] —ἕνεκα ἑτέρου φίλου φίλα ἔφαμεν εἶναι ἐκεῖνα— οὐδὲν [δὲ] τούτοις ἔοικεν. ταῦτα μὲν γὰρ φίλου ἕνεκα φίλα κέκληται, τὸ δὲ τῷ ὄντι φίλον πᾶν τοὐναντίον τούτου φαίνεται πεφυκός· φίλον γὰρ ἡμῖν ἀνεφάνη ὂν ἐχθροῦ ἕνεκα, εἰ δὲ τὸ ἐχθρὸν ἀπέλθοι, οὐκέτι, ὡς ἔοικ᾽, ἔσθ᾽ ἡμῖν φίλον. ―Οὔ μοι δοκεῖ, ἔφη, ὥς γε νῦν λέγεται. ―Πότερον, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς Διός, ἐὰν τὸ κακὸν ἀπόληται, οὐδὲ πεινῆν ἔτι ἔσται οὐδὲ [221a] διψῆν οὐδὲ ἄλλο οὐδὲν τῶν τοιούτων; ἢ πείνη μὲν ἔσται, ἐάνπερ ἄνθρωποί τε καὶ τἆλλα ζῷα ᾖ, οὐ μέντοι βλαβερά γε; καὶ δίψα δὴ καὶ αἱ ἄλλαι ἐπιθυμίαι, ἀλλ᾽ οὐ κακαί, ἅτε τοῦ κακοῦ ἀπολωλότος; ἢ γελοῖον τὸ ἐρώτημα, ὅτι ποτ᾽ ἔσται τότε ἢ μὴ ἔσται; τίς γὰρ οἶδεν; ἀλλ᾽ οὖν τόδε γ᾽ ἴσμεν, ὅτι καὶ νῦν ἔστιν πεινῶντα βλάπτεσθαι, ἔστιν δὲ καὶ ὠφελεῖσθαι. ἦ γάρ; ―Πάνυ γε. ―Οὐκοῦν καὶ διψῶντα καὶ [221b] τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων πάντων ἐπιθυμοῦντα ἔστιν ἐνίοτε μὲν ὠφελίμως ἐπιθυμεῖν, ἐνίοτε δὲ βλαβερῶς, ἐνίοτε δὲ μηδέτερα; ―Σφόδρα γε. ―Οὐκοῦν ἐὰν ἀπολλύηται τὰ κακά, ἅ γε μὴ τυγχάνει ὄντα κακά, τί προσήκει τοῖς κακοῖς συναπόλλυσθαι; ―Οὐδέν. ―Ἔσονται ἄρα αἱ μήτε ἀγαθαὶ μήτε κακαὶ ἐπιθυμίαι καὶ ἐὰν ἀπόληται τὰ κακά. ―Φαίνεται. ―Οἷόν τε οὖν ἐστιν ἐπιθυμοῦντα καὶ ἐρῶντα τούτου οὗ ἐπιθυμεῖ καὶ ἐρᾷ μὴ φιλεῖν; ―Οὐκ ἔμοιγε δοκεῖ. ―Ἔσται ἄρα [221c] καὶ τῶν κακῶν ἀπολομένων, ὡς ἔοικεν, φίλ᾽ ἄττα. ―Ναί. ―Οὐκ ἄν, εἴ γε τὸ κακὸν αἴτιον ἦν τοῦ φίλον τι εἶναι, οὐκ ἂν ἦν τούτου ἀπολομένου φίλον ἕτερον ἑτέρῳ. αἰτίας γὰρ ἀπολομένης ἀδύνατόν που ἦν ἔτ᾽ ἐκεῖνο εἶναι, οὗ ἦν αὕτη ἡ αἰτία. ―Ὀρθῶς λέγεις. ―Οὐκοῦν ὡμολόγηται ἡμῖν τὸ φίλον φιλεῖν τι καὶ διά τι· καὶ ᾠήθημεν τότε γε διὰ τὸ κακὸν τὸ μήτε ἀγαθὸν μήτε κακὸν τὸ ἀγαθὸν φιλεῖν; ―Ἀληθῆ. [221d] ―Νῦν δέ γε, ὡς ἔοικε, φαίνεται ἄλλη τις αἰτία τοῦ φιλεῖν τε καὶ φιλεῖσθαι. ―Ἔοικεν.

***
Επομένως δεν υπάρχει κανένας λόγος να επανερχόμαστε σε τούτο: Είναι πια φανερό ότι το αγαπητό πράγμα δεν είναι αγαπητό για χάρη κάποιου άλλου επίσης αγαπητού και φιλικού πράγματος. Το αγαθό όμως είναι αγαπητό και φιλικό; ―Κατά τη γνώμη μου είναι. ―Μήπως το αγαθό είναι αγαπητό εξαιτίας του κακού; [220c] Μήπως άραγε το πράγμα έχει ως εξής: Αν από τις τρεις κατηγορίες που λέγαμε, δηλαδή το αγαθό, το κακό και αυτό που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό, απομείνουν οι δύο και βγει το κακό από τη μέση παύοντας να έρχεται σε οποιαδήποτε επαφή με το σώμα, με την ψυχή και με οτιδήποτε άλλο από όσα είπαμε ότι δεν είναι ούτε κακά ούτε αγαθά, μήπως τότε το αγαθό δεν θα μας είναι πια χρήσιμο; Μήπως θα έχει γίνει πια άχρηστο; Γιατί καθώς δεν θα υπάρχει τίποτε που να μας βλάπτει, δεν θα έχουμε πια [220d] καμία ανάγκη για βοήθεια. Έτσι, θα γίνει ολοφάνερο ότι εξαιτίας του κακού αγαπούσαμε το αγαθό και είμαστε φίλοι του, επειδή το θεωρούσαμε θεραπευτικό μέσο κατά του κακού, που είναι κάτι σαν αρρώστια· κι όταν δεν υπάρχει αρρώστια, δεν υπάρχει και ανάγκη για γιατρικό. Ώστε, λοιπόν, εξαιτίας του κακού αγαπάμε το αγαθό εμείς που είμαστε ανάμεσα στο κακό και στο αγαθό: Το αγαθό καθαυτό δεν είναι σε τίποτε ωφέλιμο; ―Φαίνεται, είπε, ότι έτσι είναι. ―Επομένως, εκείνο το αγαπητό πράγμα, στο οποίο κατέληγαν όλα τα άλλα [220e] (είπαμε τότε ότι ήταν φιλικά και αγαπητά για χάρη κάποιου άλλου αγαπητού πράγματος) δεν μοιάζει καθόλου με αυτά εδώ. Γιατί αυτά χαρακτηρίστηκαν φιλικά εξαιτίας κάποιου άλλου φιλικού και αγαπητού πράγματος, ενώ το αληθινά φιλικό και αγαπητό φαίνεται πως έχει εντελώς αντίθετο χαρακτήρα: στη συζήτησή μας φάνηκε καθαρά ότι είναι αγαπητό εξαιτίας κάποιου εχθρικού πράγματος· κι αν το εχθρικό φύγει από τη μέση, θα πάψει, καθώς φαίνεται, να μας είναι και αυτό αγαπητό. ―Δεν νομίζω, είπε, αν κρίνω τουλάχιστον απ᾽ όσα λέμε τώρα. ―Πες μου, είπα, μά την αλήθεια σε παρακαλώ: Αν το κακό χαθεί εντελώς, τί από τα δύο πρόκειται να συμβεί; Δεν θα υπάρχει πια ούτε πείνα ούτε [221a] δίψα ούτε καμία άλλη παρόμοια κατάσταση ή θαρρείς πως θα υπάρχει πείνα, αφού θα υπάρχουν οι άνθρωποι και τα άλλα ζώα, αλλά δεν θα είναι βλαβερή; και το ίδιο θα γίνεται με τη δίψα και τις άλλες επιθυμίες, που όμως δεν θα είναι κακές, αφού το κακό θα έχει χαθεί εντελώς; Ή μήπως το ερώτημα αυτό, δηλαδή τί θα υπάρχει τότε και τί δεν θα υπάρχει, είναι γελοίο; Γιατί ποιός, αλήθεια, μπορεί να ξέρει; Εκείνο όμως που ακόμη και τώρα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι υπάρχουν περιπτώσεις που η πείνα είναι βλαβερή, και άλλες που είναι ωφέλιμη. Δεν είναι έτσι; ―Βέβαια. ―Κατά τον ίδιο τρόπο και η δίψα και όλες [221b] οι παρόμοιες επιθυμίες είναι δυνατό άλλοτε να είναι ωφέλιμες γι᾽ αυτόν που τις αισθάνεται, άλλοτε επιζήμιες και άλλοτε να μην είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. ―Ακριβώς έτσι. ―Λοιπόν, αν χαθούν εντελώς όλα τα κακά, υπάρχει κάποιος λόγος που επιβάλλει ότι μαζί τους θα χαθούν και όσα δεν είναι κακά; ―Όχι. ―Επομένως, οι επιθυμίες που δεν είναι ούτε αγαθές ούτε κακές θα εξακολουθούν να υπάρχουν και όταν τα κακά θα έχουν χαθεί. ―Έτσι φαίνεται. ―Κι όταν κάποιος επιθυμεί και έχει έρωτα για κάτι, είναι ποτέ δυνατό να μην αισθάνεται φιλία για τούτο το πράγμα που το επιθυμεί και το αγαπά; ―Δεν νομίζω. ―Φαίνεται, λοιπόν, [221c] ότι και όταν θα έχουν χαθεί τα κακά, θα εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένα αγαπητά πράγματα. ―Ναι. ―Αν όμως το κακό ήταν πραγματικά η αιτία που ορισμένα πράγματα είναι φιλικά και αγαπητά, έπρεπε να μην υπάρχει πια κανένα φιλικό πράγμα από τη στιγμή που το κακό θα έχει χαθεί. Γιατί, αφού δεν θα υπάρχει πια η αιτία, δεν είναι δυνατό να εξακολουθεί να υπάρχει αυτό που οφειλόταν σ᾽ εκείνη την αιτία. ―Αυτό είναι σωστό. ―Εμείς έχουμε δεχτεί ότι το φιλικό αισθάνεται φιλία για κάτι εξαιτίας κάτινος άλλου· και μας φάνηκε, τότε τουλάχιστον, ότι εκείνο που δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό αισθάνεται φιλία για το αγαθό εξαιτίας του κακού. Έτσι δεν είναι; ―Ναι. [221d] ―Καθώς όμως φαίνεται τώρα, άλλη είναι η αιτία για την οποία αγαπά κανείς και αγαπιέται. ―Έτσι φαίνεται.