1. ΓΕΝΙΚΑ
Οι πηγές μας αποκαλύπτουν ένα ιδιαίτερα αυστηρό σύστημα ελέγχου όλων εκείνων των Αθηναίων που αναλάμβαναν δημόσια καθήκοντα.
Μια δημοκρατική πόλη σαν την Αθήνα, που ανέθετε σημαντικές αρμοδιότητες στους αξιωματούχους των οποίων η ανάδειξη ήταν σε μεγάλο βαθμό τυχαία, είναι προφανές ότι θα είχε φροντίσει να υπάρχουν και τρόποι προστασίας, άμυνας και απαλλαγής από δημόσιους λειτουργούς που παρανομούσαν, δεν εφάρμοζαν τους νόμους, σπαταλούσαν το δημόσιο χρήμα και γενικώς έθεταν την πόλη σε κίνδυνο με την επίμεμπτη διαγωγή τους.
Τον 4° π.Χ. αι. έλεγχοι, κυρίως στη διαχείριση και τις δαπάνες δημοσίου χρήματος, γίνονταν σε πρώτο στάδιο κατά τη διάρκεια της άσκησης κάθε αξιώματος και σε δεύτερο στάδιο στο τέλος της, όταν πλέον οι αξιωματούχοι απέρχονταν από το αξίωμα που κατείχαν.
Κατά τη διάρκεια της θητείας των αξιωματούχων μπορούμε να διακρίνουμε δύο μεγάλες κατηγορίες ελέγχων, τους τακτικούς, που διενεργούνταν αυτεπάγγελτα σε τακτά χρονικά διαστήματα και αφορούσαν όλους τους αξιωματούχους και τους έκτακτους, δηλαδή αυτούς που διενεργούνταν μετά από καταγγελία για συγκεκριμένο αδίκημα και για συγκεκριμένο αξιωματούχο. Αλλά και η ίδια η Εκκλησία του Δήμου ή ο Άρειος Πάγος μπορούσαν να αναλάβουν την πρωτοβουλία ενός έκτακτου τέτοιου ελέγχου αν είχε πέσει στην αντίληψή τους ένα π.χ. μεγάλο πολιτικό ή οικονομικό σκάνδαλο.
Η αρμοδιότητα για τους τακτικούς ελέγχους ανήκε στη Βουλή και στο Δήμο. Η μεν Βουλή με μια ειδική επιτροπή από δέκα μέλη της τους λογιστάς διενεργούσε τακτικούς ελέγχους στο τέλος κάθε πρυτανείας. Ο Δήμος, από την πλευρά του, ασκούσε τακτικό έλεγχο στην κυρία εκκλησία κάθε πρυτανείας με τη λεγάμενη διαδικασία της επιχειροτονίας.
Πέραν των τακτικών ελέγχων που διενεργούσε η Βουλή και ο Δήμος, ο νόμος έδινε τη δυνατότητα σε κάθε Αθηναίο πολίτη να ασκήσει δίωξη κατά αξιωματούχου που επεδείκνυε συμπεριφορά ανάρμοστη προς το αξίωμα που κατείχε. Σύμφωνα με τη «δικονομία» του αττικού δικαίου, η δίωξη μπορούσε να ασκηθεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μπορούσε δηλαδή να επιλεγεί είτε μια από τις συνήθεις διωκτικές διαδικασίες (π.χ. γραφή, που ήταν, ας σημειωθεί, ένας αρκετά γραφειοκρατικός τρόπος) είτε μια ειδική διαδικασία (π.χ. εισαγγελία στη Βουλή ή στην Εκκλησία του Δήμου). Είναι σαφές ότι δεν υπήρχαν ασυλίες και οι αξιωματούχοι που είχαν παρανομήσει μπορούσαν να διωχθούν.
Στην παρούσα μελέτη το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται στις διαδικασίες που είχε θεσπίσει το αττικό δίκαιο για τον αυτεπάγγελτο κυρίως έλεγχο των αρχών από τα πολιτειακά όργανα. Παράλληλα όμως, θα εξετάσουμε και τους τρόπους με τους οποίους το ίδιο δίκαιο έδινε τη δυνατότητα και στους πολίτες να αναλάβουν την πρωτοβουλία καταγγελίας όσων αρχόντων συνέβαινε να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας τους.
2. ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΚΟΝΔΥΛΙΩΝ
Στη σημερινή εποχή τα περισσότερα κράτη καθορίζουν στο τέλος κάθε έτους τα έσοδα και έξοδα του επόμενου έτους. Ο ετήσιος αυτός προϋπολογισμός των σύγχρονων κρατών ήταν άγνωστος στην Αθήνα των κλασικών χρόνων. Οι Αθηναίοι, χωρίς να συντάσσουν προϋπολογισμό, καθόριζαν στην αρχή κάθε νέου πολιτικού έτους τις προσόδους και τις δαπάνες της πόλης βασιζόμενοι αποκλειστικά στην πείρα τους. Τότε όριζαν τα χρηματικά ποσά που θα κατένεμαν σε κάθε αρχή για να εκπληρώσει το έργο της.
Τον 5° π.Χ. αι. (περίπου μέχρι το 411 π.Χ.) υπήρχε ένα κεντρικό ταμείο, από το οποίο οι κωλακρέται διενεργούσαν όλες τις δημόσιες πληρωμές.
Τον 4° π.Χ. αν. τα δημόσια κονδύλια κατανέμονταν κατά το λεγόμενο μερισμό από ένα άλλο σώμα αξιωματούχων, τους αποδέκτας. Το «μερισμό» διενεργούσε η Βουλή. Κάθε άρχοντας, που η φύση του αξιώματος του απαιτούσε διαχείριση δημοσίου χρήματος, παραλάμβανε ενώπιον της Βουλής το ποσό που του αναλογούσε, προκειμένου να μπορέσει να επιτελέσει το έργο του.
Η διαδικασία, όπως περιγράφεται στην Αθηναίων Πολιτεία, ακόλουθη: την πρώτη ημέρα οι «αποδέκται» παραλάμβαναν όλα τ και τα διένεμαν στους άρχοντες. Τα ποσά αυτά ήταν διάφορα έσοδα της πόλης από φόρους, μισθώσεις, πρόστιμα κλπ. Την επόμενη ημέρα προσκόμιζαν γραμμένο σε «σανίδα» τον κατάλογο της διανομής, τον διάβαζαν στο βουλευτήριο και έγραφαν το θέμα στην ημερήσια διάτα> συνέχεια διεξαγόταν συζήτηση, ώστε να καταγγελθεί τυχόν αδίκημα είχε διαπραχθεί είτε από άρχοντα είτε από ιδιώτη κατά τη διάνο διαπιστωνόταν η τέλεση αδικήματος, οι αποδέκτες ήταν υποχρεωμένοι να διενεργήσουν ψηφοφορία για να καταδικαστεί αυτός που παρανόμησε.
3. ΤΑΚΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
α. Έλεγχος από τη Βουλή
Ο πρώτος έλεγχος που ασκούσε η πόλη στους άρχοντές της ανήκε στην αρμοδιότητα της Βουλής και διενεργείτο από μια δική της επιτροπή τους δέκα λογιστάς.
i. Η βουλευτική επιτροπή των δέκα Λογιστών
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων της αθηναϊκής Βουλής περιλαμβανόταν από της συστάσεώς της η εποπτεία όλων των αρχών και η συνεργασία μαζί τους, καθώς επίσης και ο έλεγχος των οικονομικών της πόλης εποπτεία των αρχών σε συνδυασμό με τον έλεγχο των οικονομικών έδινε αξιωματούχους. Έτσι, τον μεν 5° π.Χ. αι. μεταξύ των διαφόρων αξιωματούχων που επόπτευε ήταν οι κωλακρέτες, ανώτατοι οικονομικοί αξιωματούχοι, τον δε 4° π.Χ. αι. γνωρίζουμε ότι παρακολουθούσε τις δραστηριότητες όλων σχεδόν των αξιωματούχων (π.χ. των ταμιών, των πωλητών, των αποδεκτών και άλλων).
Κατά τον 4° π.Χ. αι., που η Βουλή είχε πλέον πολλαπλές αρμοδιότητες, προκειμένου να επιτελέσει το έργο της συγκροτούσε στην αρχή του πολιτικού έτους διάφορες ειδικές επιτροπές από τα μέλη της με συγκεκριμένες εξουσίες (π.χ. τριηροποιούς, επιμελητές του νεωρίου, συλλογείς του δήμου, λογιστές, εύθυνους, ιεροποιούς). Άλλες από τις επιτροπές αυτές προορίζονταν να διαρκέσουν όλο το έτος και άλλες συγκροτούνταν για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
Η συγκεκριμένη επιτροπή των δέκα λογιστών ήταν μια τέτοια δεκαμελής επιτροπή βουλευτών (κληρώνονταν ένας από κάθε φυλή) με αρμοδιότητα την άσκηση διαχειριστικού ελέγχου στους αξιωματούχους στο τέλος κάθε πρυτανείας. Έργο της ήταν κυρίως η επαλήθευση της τρέχουσας διαχείρισης των αξιωματούχων που ήταν οικονομικοί υπόλογοι.
Η Βουλή ασκούσε δηλαδή έναν ενδιάμεσο έλεγχο στους εν ενεργεία αξιωματούχους καθόσον στο τέλος κάθε πρυτανείας, όσοι από τους άρχοντες διαχειρίζονταν δημόσια χρήματα, έπρεπε να αποδώσουν λογαριασμό σ’ αυτήν τη δεκαμελή της επιτροπή.
Η πιο πάνω επιτροπή των δέκα λογιστών δεν πρέπει να συγχέεται με μια άλλη κατηγορία αξιωματούχων, που ονομάζονταν επίσης Λογισταί, ήταν επίσης δέκα και διενεργούσαν τον απολογιστικό έλεγχο στους αξιωματούχους στο τέλος της θητείας τους. Οι τελευταίοι αυτοί που αναλάμβαναν το αξίωμα των Λογιστών, ήταν κληρωτοί αξιωματούχοι με θητεία ετήσια, σε αντίθεση με τους πρώτους, τους βουλευτές-λογιστές που κληρώνονταν από τη Βουλή για μια συγκεκριμένη εργασία. Παλαιότεροι ιστορικοί στηριζόμενοι σε χωρίο του Πολυδεύκη ονόμασαν τους πρώτους «λογιστάς της Βουλής» και τους άλλους «λογιστάς της διοικήσεως». Πάντως πριν την ανεύρεση της Αθηναίων Πολιτείας δεν ήταν απολύτως σαφής η διάκριση και πολλοί διαπρεπείς φιλόλογοι είχαν οδηγηθεί στην εσφαλμένη άποψη περί υπάρξεως ενός είδους λογιστών.
Γίνεται προφανές ότι η πολιτεία με τους τακτικούς αυτούς ελέγχους προσπαθούσε να προλάβει ενδεχόμενα ελλείμματα στο τέλος της διαχειριστικής περιόδου. Ήταν συμφερότερο να αποκαλύπτονταν το ταχύτερο δυνατόν τυχόν καταχρήσεις και γι’ αυτό θεωρούμε ότι σ’ αυτήν τη φάση ενδιέφερε αποκλειστικά και μόνο ο οικονομικός έλεγχος της διαχείρισης των αρχόντων. Δηλαδή η επιτροπή των λογιστών της βουλής δεν είχε λόγο να διενεργεί έλεγχο σε όλους τους αξιωματούχους παρά μόνο σε όσους διαχειρίζονταν χρήματα. Ο σκοπός ενός τέτοιου έλεγχου ήταν να εξακριβωθεί ότι τα ποσά που τους είχε εμπιστευθεί η πολιτεία βρίσκονταν στα χέρια τους και τα τυχόν πραγματοποιηθέντα έξοδά τους ήταν νόμιμα. Δεν φαίνεται να περιλαμβάνονταν στις αρμοδιότητές της έλεγχοι άλλης φύσεως, πλην αυτών που αφορούσαν τη διαχείριση των χρημάτων του δημοσίου, ούτε και έλεγχοι αξιωματούχων που δεν διαχειρίζονταν χρήματα. Δεν υπήρχε άλλωστε ιδιαίτερος λόγος για άλλους ελέγχους, διότι για τις τυχόν διαπραττόμενες μη διαχειριστικές παρανομίες των αξιωματούχων υπήρχαν πολλοί άλλοι τρόποι δίωξης. Γνωρίζουμε πολλά παραδείγματα αξιωματούχων που υπέπεσαν σε παράπτωμα - ή τουλάχιστον κατηγορήθηκαν - διαρκούσης της θητείας τους, διώχτηκαν και στο τέλος πολλοί απ’ αυτούς καταδικάστηκαν στην αυστηρότερη ποινή, τη θανατική.
Κατά τον μηνιαίο αυτό έλεγχο ενός οικονομικά υπολόγου αν ένας λογιστής διαπίστωνε ελλείμματα και ατασθαλίες, θα έπρεπε να υποβάλει αναφορά ή καταγγελία στην προϊστάμενη του αρχή, τη Βουλή, ώστε η ολομέλεια του σώματος να επιληφθεί του θέματος.
Η Βουλή, με βάση την καταγγελία των λογιστών, έπρεπε να αποφανθεί περί της ενοχής ή μη του αξιωματούχου σε σχέση με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορείτο. Στην περίπτωση που η Βουλή τον έκρινε ένοχο, η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί και να εκδικαστεί από το δικαστήριο της Ηλιαίας (οὐ κυρία δ’ ἡ κρίσις, ἀλλ’ ἐφέσιμος εἰς τό δικαστήριον).
Οι λογιστές της βουλευτικής αυτής επιτροπής πάντως, δεν προκύπτει από τις πηγές ότι στις δίκες αυτές αναλάμβαναν κάποιο ρόλο, όπως συνέβαινε π.χ. με τους αξιωματούχους λογιστές, που στη διαδικασία της λογοδοσίας των αρχόντων και κατά την διεξαγωγή των σχετικών υποθέσεων αναλάμβαναν την προεδρία του δικαστηρίου.
Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη αυτών των λογιστών της Βουλής πριν από το 403 π.Χ. Παρόλα αυτά, το 399 π.Χ., δηλαδή τέσσερα μόλις χρόνια αργότερα από το 403 π.Χ., όταν ο Λυσίας στον Κατά Νικομάχου λόγο του αναφέρεται στον «ανά πρυτανεία» έλεγχο των λογιστών δεν κάνει, όπως θα περίμενε κανείς, κανενός είδους σχόλιο για μια νέα πρακτική. Αυτή είναι ένα από τα επιχειρήματα που επικαλούνται όσοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο ενδιάμεσος αυτός οικονομικός έλεγχος των αξιωματούχων από τη Βουλή διενεργείτο και πριν από το 403 π.Χ..
Γενικά θεωρούμε ότι οι κάθε φύσεως έλεγχοι των αξιωματούχων ήταν μια παλιά πρακτική, είτε αυτοί γίνονταν κατά την αποχώρησή τους από το αξίωμα, είτε διαρκούσης της θητείας τους. Πάντως, όπως προκύπτει από διάφορες μαρτυρίες, συστηματοποιήθηκαν και επεκτάθηκαν σε όλους τους αξιωματούχους μόνο τον 4° π.Χ. αι. Έτσι, η οικονομική διαχείριση του έργου τους εξεταζόταν από τη βουλευτική ελεγκτική επιτροπή των δέκα λογιστών εννέα φορές το χρόνο (στο τέλος κάθε πρυτανείας) και μια συνολική επανεξέταση του έργου τους γινόταν στο τέλος της δέκατης πρυτανείας, που συνέπιπτε με το τέλος του πολιτικού έτους και της θητείας τους, από άλλο, διαφορετικό ελεγκτικό σώμα λογιστών, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
β. Έλεγχος από την Εκκλησία του Δήμου
Ο Δήμος, με τη λεγάμενη διαδικασία της επιχειροτονίας ασκούσε, από την πλευρά του, τακτικό έλεγχο στους εν ενεργεία αξιωματούχους στην κυρία εκκλησία κάθε πρυτανείας.
i. Επιχειροτονία των αρχών
Κάθε κρατικός λειτουργός, για να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του, έπρεπε να τύχει της «ψήφου εμπιστοσύνης», όπως θα λέγαμε σήμερα, της Εκκλησίας του Δήμου (επιχειροτονία). Τον 4° π.Χ. αι. η Εκκλησία του Δήμου στη διάρκεια κάθε πρυτανείας συγκαλούσε τέσσερις συνελεύσεις. Μια απ’ αυτές, η ονομαζόμενη κυρία εκκλησία, είχε μεταξύ των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης την επιχειροτονία των αρχών, δηλαδή την με ψηφοφορία έγκριση της σωστής άσκησης των καθηκόντων των αξιωματούχων (εἰ δοκοῦσι καλῶς ἄρχειν). Η πιο πάνω ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χειρών.
Κατά τη διενέργεια της επιχειροτονίας ο δήμος, εφόσον υπήρχε κάποια καταγγελία, μπορούσε να αρνηθεί ψήφο εμπιστοσύνης (αποχειροτονία) σε έναν από τους κληρωτούς ή αιρετούς αξιωματούχους που υπήρχαν στην Αθήνα. Η άρνηση αυτή, η αποχειροτονία δηλαδή του αξιωματούχου, ασφαλώς σήμαινε κακή άσκηση του έργου που του είχε ανατεθεί, είτε γιατί επέδειξε αμέλεια, είτε γιατί καταχράστηκε την εξουσία του, χωρίς βέβαια να παραβλέπουμε πως σε μια αποχειροτονία συχνά υπήρχαν και πολιτικές σκοπιμότητες. Πάντως, ένας τόσο συχνός έλεγχος κάθε μήνα) για την επιδοκιμασία των αξιωματούχων, ακόμη και αν ήταν επικός (υπό την έννοια ότι έπρεπε να υπάρχει μια καταγγελία, διότι αλλιώς όλοι οι αξιωματούχοι επιδοκιμάζονταν), ήταν ένας τρόπος για να υπενθυμίζει η πολιτεία στους ανώτατους, ιδίως, άρχοντες να μην είναι προκλητικοί και αλαζόνες.
Ειδική μνεία γίνεται στην Αθηναίων Πολιτεία, για την επιχειροτονία ον δέκα στρατηγών και των δύο ιππάρχων και η διαδικασία περιγράφεται με πολλές λεπτομέρειες. Η θετική ψήφος της Εκκλησίας του δήμου (επιχειροτονία), σήμαινε τη διατήρηση του στρατηγού στο αξίωμά του. Αν όμως για κάποιον η ψηφοφορία απέβαινε αρνητική (αποχειροτονία), τότε παυόταν προσωρινά μέχρι να εκδικαστεί η υπόθεσή του. Η απόφαση των δικαστών θα σήμαινε ή την καθαίρεσή του ή την άρση της προσωρινής παύσης και την αποκατάστασή του στο αξίωμα.
Η ίδια αυτή διαδικασία για την οποία η Αθηναίων Πολιτεία δίνει αρκετές λεπτομέρειες όσο αφορά τους στρατηγούς και ίππαρχους, έχουμε την άποψη ότι ίσχυε και για όλους τους υπόλοιπους αξιωματούχους παρότι γι’ αυτούς το πιο πάνω κείμενο δεν περιγράφει με τις ίδιες λεπτομέρειες την επιχειροτονία.
Οι πιο πάνω συνέπειες (καθαίρεση ή αποκατάσταση στο αξίωμα ανάλογα) δεν είναι σαφές αν επέρχονταν αυτοδικαίως. Ο D. MacDowell κάνει τη σκέψη ότι είναι καλύτερο να υποθέσει κανείς ότι η καταγγελία και η δίκη απαιτούσαν ξεχωριστές πρωτοβουλίες, οι οποίες ωστόσο αναλαμβάνονταν κατ’ ουσίαν πάντοτε. Ο δε καταγγέλλων μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιήσει όποια διαδικασία (γραφή, εισαγγελία ή κάποια άλλη) άρμοζε καλύτερα στην κατηγορία την οποία ήθελε να υποβάλει. Η απόφαση, όπως γράφει, με ψηφοφορία ότι ένας αξιωματούχος δεν εκτελούσε σωστά τα καθήκοντά του φαίνεται πολύ αόριστη, για να αποτελέσει, καθεαυτή, την κατηγορία σε μια δίκη. Η αποκατάσταση, στη συνέχεια, καθαιρεθέντος αξιωματούχου, ή, εναλλακτικώς, ο διορισμός κάποιου άλλου στη θέση του, μπορεί επίσης να αποφασιζόταν χωριστά με ψήφισμα της Εκκλησίας.
Οι πιο πάνω σκέψεις δεν μας βρίσκουν αντίθετους. Πρέπει όμως να επισημάνουμε ότι η Εκκλησία του Δήμου δεν μπορούσε να προβεί σε αποχειροτονία αξιωματούχου αν δεν υπήρχε καταγγελία εναντίον του στην ημερησία διάταξη της κυρίας εκκλησίας μετά το θέμα της επιχειροτονίας των αρχών. Η καταγγελία αυτή τις περισσότερες φορές είχε τη μορφή εισαγγελίας. Η εισαγγελία ήταν μεν μια από τις σπουδαιότερες διαδικασίες δίωξης σοβαρών δημόσιων αδικημάτων (π.χ. προδοσία ή δωροδοκία) και χρησιμοποιείτο όσο καμιά άλλη από τους Αθηναίους, αλλά δεν ήταν αυτή αποκλειστικά η μόνη διαδικασία που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί. Συζήτηση και λήψη απόφασης στην Εκκλησία του Δήμου επί ορισμένων άδικων πράξεων αξιωματούχων μπορούσε να προκληθεί και με άλλες διαδικασίες (π.χ. απόφαση ή προβολή) ώστε να καταλήξει να αποχειροτονηθεί κάποιος αξιωματούχος.
Τον μεν 4° π.Χ. αι. η αποχειροτονία είχε ως αναγκαία συνέπεια την παραπομπή του αποχειροτονηθέντος στο δικαστήριο της Ηλιαίας, ενώ τον 5° π.Χ. αι. τις υποθέσεις αυτές δίκαζε η ίδια η Εκκλησία του Δήμου. Αν το δικαστήριο της Ηλιαίας αποφάσιζε ότι ο αξιωματούχος ήταν ένοχος για τις συγκεκριμένες κατηγορίες που του αποδίδονταν με την καταγγελία που έγινε εναντίον του στην Εκκλησία, τότε η παύση του μετατρεπόταν σε οριστική καθαίρεση και παράλληλα του επιβαλλόταν η προβλεπόμενη για το αδίκημα ποινή. Αν όμως απαλλασσόταν των κατηγοριών, αυτό σήμαινε την άρση της παύσεως και την αποκατάστασή του στο αξίωμα που κατείχε (απόδοση του στεφάνου), εφόσον βέβαια δεν είχε λήξει στο μεταξύ η θητεία του. Αν η αποκατάσταση του καθαιρεθέντος αξιωματούχου επερχόταν αυτοδικαίως ή αποφασιζόταν με χωριστό ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου, όπως υποθέτει ο MacDowell, δεν είναι σαφές. Εφόσον επρόκειτο για προσωρινή παύση ίσως δεν ήταν απαραίτητο ένα νέο ψήφισμα, αλλά αρκούσε η αθωωτική απόφαση των δικαστών. Η έκφραση «ἐπείσθηθ’ ὑμεῖς (οι δικαστές δηλαδή) καί πάλιν ἀπέδοτε τούς στεφάνους αὐτοῖς» δεν φαίνεται να υπονοεί νέο ψήφισμα. Ούτε όμως ο διορισμός κάποιου άλλου στη θέση του καθαιρεθέντος αξιωματούχου θα έπρεπε να δημιουργεί πρόβλημα, καθόσον κατά τη διαδικασία της κλήρωσης υπήρχε η πρόβλεψη αναπλήρωσης από τους επιλαχόντες σε περίπτωση «αποδοκιμασίας» ή θανάτου αξιωματούχου. Η καθαίρεση εξομειούται με τις περιπτώσεις αυτές.
Η αποχειροτονία δεν μπορεί πάντως να χαρακτηρισθεί σαν ένα είδος διωκτικής διαδικασίας. Ήταν το ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου προκαταρκτικό στάδιο της δίκης που ακολουθούσε την καταγγελία που είχε γίνει για έναν αξιωματούχο.
Δεν γνωρίζουμε αν κατά τον 5° π.Χ. αι. η παύση ενός αξιωματούχου από το αξίωμά του ονομαζόταν επίσης αποχειροτονία. Όπως επίσης δεν γνωρίζουμε για τον 5° π.Χ αι. αν ίσχυε αυτό που είναι γνωστό από την αποχειροτονία των στρατηγών.
Γνωστά παραδείγματα καθαιρέσεων του 5ου π. X. αι. είναι c στρατηγών του αθηναϊκού στόλου στη ναυμαχία των Αργινουσών π.Χ., που κατηγορήθηκαν επειδή δεν περισυνέλεξαν τους ναυαγούς και αυτό του Περικλή που το 430/29 π.Χ. καθαιρέθηκε από το του στρατηγού.
Όσο αφορά τον Περικλή ορισμένες πηγές κάνουν λόγο διαφορετικές δίκες στις οποίες εμπλέκεται, η άποψη δε αυτή αποτελεί σήμερα την κρατούσα. Έχει υποστηριχθεί όμως και η άποψη ότι πρόκειται για μία δίκη, άποψη με την οποία θα συμφωνήσουμε, ί θεωρούμε ιδιαίτερα αξιόπιστες τις πληροφορίες δύο τόσο μεταγενέστερων συγγραφέων, του Διοδώρου και του Πλουτάρχου, όταν ο σύγχρονος του Περικλή ιστορικός, ο Θουκυδίδης, δεν κάνει αναφορά σε άλλη δίκη του Περικλή πλην αυτής που οδήγησε τελικά στην καθαίρεσή του από το αξίωμα του στρατηγού το καλοκαίρι του 430 π.Χ.
Οι ιστορικοί που υποστηρίζουν ότι ο Περικλής ήταν αναμεμειγμένος σε δύο διαφορετικές δίκες, θεωρούν πρώτη τη δίκη κατά του Φειδίου για κλοπή το 438/7 π.Χ., καθώς το ίδιο έτος ο Περικλής ήταν επιστάτης της κατασκευής του αγάλματος της Αθηνάς. Η άλλη του δίκη, που αμφισβητείται, έγινε όταν ήταν στρατηγός και μετά την ανεπιτυχή εκστρατεία του 430 π.Χ. Η ακριβής αιτία, για την οποία κατηγορήθηκε, δεν είναι εξακριβωμένη. Παραπέμφθηκε σε δίκη και σύμφωνα με τον Πλούταρχο. Καθαιρέθηκε από το αξίωμα του στρατηγού και του επιβλήθηκε πρόστιμο του οποίου δεν γνωρίζουμε το ακριβές ύψος. Άλλοι αναφέρουν το ποσό των δεκαπέντε και άλλοι των πενήντα ταλάντων.
Μέχρι το 360 π.Χ. φαίνεται πως η Εκκλησία του Δήμου μπορούσε να δικάζει τέτοιες πολιτικές δίκες αντί να τις παραπέμπει στο δικαστήριο. Περί το 355 π.Χ. η αρμοδιότητά της για τις δίκες αυτές μεταβιβάστηκε στην Ηλιαία.
Από τις αποχειροτονίες του 4ου π.Χ. αι. μας είναι γνωστές, χάρι στους ρήτορες, πέντε περιπτώσεις. Πρόκειται για τις αποχειροτονίες των στρατηγών Τιμοθέου, Αυτοκλή και Κηφισόδοτου, του κοσμητού των εφήβων Φιλοκλή και ενός ολοκλήρου σώματος θεσμοθετών, επί άρχοντος Λυκίσκου.
Ο στρατηγός Τιμόθεος αποχειροτονήθηκε το 373/2 π.Χ. Είχε καταγγελθεί με εισαγγελία ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου και δικάστηκε από την ίδια.
Ο στρατηγός Αὐτοκλής αποχειροτονήθηκε το 362/1 π.Χ, αλλά δεν γνωρίζουμε άλλες λεπτομέρειες, ούτε το σώμα από το οποίο δικάστηκε.
Ο Κηφισόδοτος αποχειροτονήθηκε το 360/59 π.Χ. Είχε καταγγελθεί με εισαγγελία στην Εκκλησία του Δήμου για προδοσία. Η εκδίκαση της υπόθεσής του φαίνεται ότι έγινε στο δικαστήριο, πιθανότατα το 359 π.Χ., και όχι στην Εκκλησία του Δήμου, καθόσον το χωρίο του Δημοσθένη, που κάνει λόγο για τη δίκη, αναφέρει ότι ο Κηφισόδοτος γλύτωσε τη θανατική ποινή με τρεις ψήφους και καταδικάστηκε σε πρόστιμο πέντε ταλάντων. Από την αναφορά σε «ψήφους» (τον 4° π.Χ. αι. στο δικαστήριο ψήφιζαν με μυστική ψηφοφορία χρησιμοποιώντας μικρούς χάλκινους δίσκους που έριχναν σε κάλπες) συμπεραίνουμε ότι η δίκη έλαβε χώρα στο δικαστήριο.
Η επιχειροτονία λάμβανε χώρα ακόμη και αν ο αξιωματούχος δεν ήταν παρών στην Εκκλησία του Δήμου, όπως συνέβη στην περίπτωση του στρατηγού Αυτοκλή. Από το γεγονός αυτό μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι η ψηφοφορία γινόταν χωρίς προηγούμενη συζήτηση και οι ενδιαφερόμενοι δεν έπαιρναν το λόγο.
Οι καταγγελίες κατά των τριών προαναφερομένων στρατηγών κατατάσσονται από τον Hansen στις εισαγγελίες ενώπιον της Εκκλησίας του Δήμου, όπως επίσης και οι αποχειροτονίες των έξι θεσμοθετών του έτους 344/3 π.Χ., επί άρχοντος Λυκίσκου. Όταν η υπόθεση αυτή της καταγγελίας κατά των θεσμοθετών παραπέμφθηκε προς εκδίκαση από την Εκκλησία του Δήμου στο δικαστήριο της Ηλιαίας, το τελευταίο αθώωσε τους πιο πάνω άρχοντες και έτσι αποκαταστάθηκαν στο αξίωμά τους (τους απεδόθησαν οι στέφανοι).
Στην περίπτωση της αποχεφοτονίας του Φιλοκλή από το αξίωμα του σμητού των εφήβων το 324/3 π.Χ χρησιμοποιήθηκε μια άλλη δια- :ασία, η διαδικασία της αποφάσεως. Όσα στοιχεία γνωρίζουμε για το λοκλή προέρχονται από το σχετικό λόγο του Δεινάρχου. Ήταν από ος Αθηναίους που είχαν κατ’ επανάληψη ασκήσει δημόσια αξιώματα και κυρίως στρατιωτικά. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο της δωροδοκίας με χρήματα του Άρπαλου, που συγκλόνησε την πολιτική ζωή της Αθήνα 325/4 π.Χ., κατηγορήθηκε για δωροδοκία καθώς ήταν ο υπεύθυνος ρατηγός για το λιμάνι της Μουνυχίας και τα νεώρια. Σύμφωνα με τις ηροφορίες του Δημοσθένη καταδικάστηκε, σύμφωνα όμως με άλλες πηγές υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι αθωώθηκε. Μετά τη στρατηγία l) και πριν τη δίκη για την υπόθεση της δωροδοκίας, ανέλαβε το 324/3 ί. το αξίωμα του κοσμητού των εφήβων. Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο, ΐκκλησία του Δήμου προέβη στην αποχεφοτονία του Φιλοκλή κατόπιν οφάσεως του Αρείου Πάγου, με την αιτιολογία ότι δεν ήταν δυνατόν επιμελείται των εφήβων ένα άτομο εμπλεκόμενο σε τέτοιο σκάνδαλο, ιίνεται όμως ότι το δικαστήριο τον αθώωσε και απεκατεστάθη στο ίωμα του κοσμητού πριν από το τέλος του έτους 324/3.
ΕΚΤΑΚΤΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΟΥΧΩΝ ΚΑΤΟΠΙΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ
ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ
Πέραν των αυτεπαγγέλτων αυτών τακτικών ελέγχων που ήδη εξετάσθηκαν, δηλαδή του διαχειριστικού ελέγχου που ασκούσε η Βουλή επί των αρχόντων με την επιτροπή των δέκα λογιστών και του ελέγχου που ασκούσε η Εκκλησία κατά την επιχειροτονία των αρχών, το δικαιικό σύστημα της Αθήνας διέθετε πολλά «δικονομικά όπλα» για την πάταξη της κακοδιοίκησης και της διαφθοράς στο δημόσιο βίο τα οποία και εξετάζονται στη συνέχεια.
α. Τακτική διαδικασία
Ο συνηθέστερος τρόπος δίωξης στο αττικό δικαιικό σύστημα ήταν η άσκηση γραφής. Ο νόμος έδινε το δικαίωμα σε κάθε Αθηναίο (βουλόμενος) και όχι μόνο σ’ αυτόν που είχε υποστεί ζημιά, να ασκήσει δίωξη με τον τρόπο αυτό όταν επρόκειτο για υπόθεση δημοσίου συμφέροντος. Επομένως και για οποιαδήποτε παρανομία αξιωματούχου μπορούσε να ασκήσει εναντίον του την ανάλογη με το αδίκημα γραφή ενώπιον του αρμόδιου άρχοντα.
Ο ασκών τη γραφή έπρεπε να υποβάλει γραπτή καταγγελία με πλήρη στοιχεία του δράστη και περιγραφή του αδικήματος στον άρχοντα που ήταν αρμόδιος να επιληφθεί της υποθέσεως. Η αρμοδιότητα που καθοριζόταν από το είδος του αδικήματος ή το πρόσωπο του διωκομένου (π.χ. αρμόδιος για τις ανθρωποκτονίες ήταν ο Άρχων-Βασιλεύς, όπως αρμόδιος για τις υποθέσεις που αφορούσαν τους μετοίκους ήταν ο Πολέμαρχος). Τα περισσότερα πάντως είδη των δημοσίων υποθέσεων ανήκαν στην αρμοδιότητα των «θεσμοθετών».
Ο ασκών τη γραφή έπρεπε να προσκαλέσει προφορικά και ενώπιον μαρτύρων τον καταγγελλόμενο να εμφανιστεί στον άρχοντα. Μετά την εμφάνιση των δύο αντιδίκων ενώπιον του άρχοντα άρχιζε το στάδιο της «ανάκρισης». Όταν τελείωνε η ανάκριση, ο ίδιος άρχοντας εισήγε την υπόθεση στο δικαστήριο και αναλάμβανε την προεδρία του.
Αν η ασκηθείσα γραφή για μια δημόσια υπόθεση δεν συγκέντρωνε το ένα πέμπτο των ψήφων των δικαστών, ο ασκήσας τη γραφή έπρεπε συνήθως να πληρώσει πρόστιμο χιλίων δραχμών και συγχρόνως έχανε το δικαίωμα υποβολής μιας ίδιου τύπου κατηγορίας στο μέλλον.
Κατά την άσκηση των ενδίκων αυτών μέσων έπρεπε να τηρούνται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες. Για παράδειγμα, τα ένδικα μέσα δεν μπορούσαν να υποβάλλονται στους άρχοντες σε καθημερινή βάση, αλλά, ανάλογα με το αδίκημα υπήρχαν ορισμένες ημέρες υποβολής. Ή ακόμη, προκειμένου για υποθέσεις ανθρωποκτονίας, δεν μπορούσε να ασκηθεί δίωξη τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους και αυτό, διότι η εισαγωγή μιας υπόθεσης ανθρωποκτονίας στο δικαστήριο απαιτούσε διάστημα τεσσάρων μηνών. Επομένως αν κατετίθετο μια καταγγελία τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους ο αρμόδιος για τις ανθρωποκτονίες Άρχων- βασιλεύς δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη διαδικασία που απαιτούσε τέσσερις μήνες καθότι η θητεία του θα έληγε στο μεταξύ.
Παραδείγματα γραφών υπάρχουν πολλά στις πηγές. Κατά των αξιω- ματούχων πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαν να ασκηθούν οι εξής: Γραφή αλογίου, για τη μη υποβολή απολογισμού στη λήξη της θητείας. Γραφή αγραφίου, για την παράλειψη υποχρεωτικής εγγραφής οφειλέτου του δημοσίου.
Γραφή ψευδεγγραφής, για εσφαλμένη εγγραφή πολίτη ως οφειλέτου του δημοσίου.
Γραφή βουλεύσεως, για κακόβουλη συμπεριφορά.
Γραφή δώρων, για δωροδοκία. Σύμφωνα με τον Lipsius η γραφή αυτή μπορούσε ενδεχομένως να ασκηθεί όχι μόνο κατά του δωροδοκηθέντος αλλά και κατά του δωροδοκήσαντος.
Γραφή κλοπής, για περιπτώσεις καταχρήσεως δημοσίου χρήματος.
Γραφή κλοπής δημοσίων χρημάτων και κλοπής ιερών χρημάτων, για κατάχρηση επίσης χρημάτων του δημοσίου και χρημάτων που ανήκαν στους θεούς.
Γραφή φόνου. Η ύπαρξη μιας τέτοιας γραφής υποστηρίζεται από τον MacDowell, ο οποίος βασίζει αυτή του την υπόθεση σ’ ένα χωρίο του Κατά Αριστοκράτους λόγου του Δημοσθένη.
Η δίωξη που συνήθως ακολουθούσε αυτήν την τακτική διαδικασία ήταν, όπως διαπιστώνεται, αρκετά χρονοβόρα και ενείχε ορισμένους κιδύνους για τους καταγγέλλοντες, π.χ. επιβολή προστίμου, όπως προαναφέραμε, στον ασκούντα τη δίωξη σε περίπτωση που κατά την εκδίκαση της υπόθεσής του ψήφιζαν κατά του καταγγελλόμενου λιγότεροι από το ένα πέμπτο των δικαστών. Για όλους αυτούς τους λόγους προκειμένου για δημόσια αδικήματα, το αττικό δίκαιο καθιέρωσε και άλλες ταχύτερες και πιο ασφαλείς για τους καταγγέλλοντες διαδικασίες, όπως ήταν π.χ. η εισαγγελία. Υπήρχαν και ορισμένες άλλες ακόμη διαδικασίες που είναι γνωστές μόνο κατ’ όνομα καθότι δεν έχει βρεθεί κανένα παράδειγμα στις υπάρχουσες πηγές.
Συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ως δημόσια τα αδικήματα που διώκονταν με γραφή και ως ιδιωτικά αυτά που διώκονταν με δίκη. Είναι όμως πολύ δύσκολο να βρούμε ποιο ακριβώς ήταν το κριτήριο της διάκρισης αυτών των ενδίκων μέσων. Στο σημείο αυτό μας βρίσκει σύμφωνους η άποψη που διατύπωσε ο Paoli, ότι δεν υπήρχε κανένα συστηματικό κριτήριο, αλλά η διάκριση βασιζόταν στη διαφορετική φύση του προστατευόμενου αγαθού.
Με την ευκαιρία αναφορών μας σε «ιδιωτικά» και «δημόσια» αδικήματα θεωρούμε σκόπιμο να σταθούμε λίγο περισσότερο στην έννοια των όρων «δημόσιο-ιδιωτικό».
Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, από τον Όμηρο και μετά απαντά συχνά η αντίθεση του όρου ιδιωτικός (ίδιος) και δημόσιος (δημόσιος). Η ιδιότητα του ιδιωτικού ήταν ένα πρόβλημα που απασχόλησε την πολιτική αλλά και τη νομική σκέψη των Αθηναίων.
Στην αθηναϊκή κοινωνία υπήρχε ένας διαχωρισμός ανάμεσα σε δύο σφαίρες, αυτήν του οίκου και αυτήν της δημόσιας ζωής εκτός οίκου. Στον οίκο εντοπιζόταν η ιδιωτική σφαίρα δράσης και, επομένως, κάθε εισβολή στο χώρο αυτό αποτελούσε παραβίασή της. Το ιδιωτιζόταν με το φυσικό χώρο του σπιτιού και του οίκου γενικότερα. Δημόσιο θεωρούσαν ό,τι είχε σχέση με την αγορά, τα δικαστήρια, την Εκκλησία του Δήμου και γενικά τους χώρους που ήταν προορισμένοι για τις δημόσιες δραστηριότητες του ανδρικού πληθυσμού της Αθήνας.
Κατά κανόνα οι έννοιες «δημόσιο» και «ιδιωτικό» παρουσιάζονται σαν δύο εντελώς αντίθετες μεταξύ τους έννοιες. Με τη θέση αυτή διαφωνεί ο D. Cohen και διατυπώνει την άποψη ότι ήταν δύο έννοιες σχετικές, που βρίσκονταν σε «συμπληρωματική αντίθεση» μεταξύ τους και ότι η δημόσια σφαίρα συμπεριλάμβανε ό,τι δεν ήταν ιδιωτικό και το αντίθετο.
Η αθηναϊκή αντίληψη για το τί ήταν ιδιωτικό επικεντρωνόταν στον οίκο και όχι στο άτομο, σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις. Αλλά, οπωσδήποτε, υπήρχε μια ρευστότητα μεταξύ των ιδιωτικών και δημοσίων δραστηριοτήτων, που οι ρήτορες χειρίζονταν ανάλογα με τους επι- διωκόμενους σκοπούς τους. Έδιναν έμφαση στη δημόσια φύση ενός αδικήματος, όταν ήθελαν να επηρεάσουν αρνητικά τους δικαστές παρουσιάζοντας τον καταγγελλόμενο να έχει στραφεί κατά του δημοσίου, δηλ. της ίδιας της πόλης, ενώ σε άλλες περιπτώσεις που ήθελαν να αποφύγουν την τιμωρία τόνιζαν περισσότερο την ιδιωτική φύση του αδικήματος.
Παράδειγμα της τακτικής αυτής των Αθηναίων ρητόρων αποτελεί π.χ. ο λόγος του Δημοσθένη Κατά Μειδιάν. Ο Δημοσθένης είχε μια πολυετή και οξεία διένεξη με το Μειδία και όταν αυτός του επιτέθηκε κατά την τελετή της γιορτής των «Μεγάλων εν άστει Διονυσίων» βρήκε την ευκαιρία να τον καταγγείλει στην Εκκλησία του Δήμου με τη διαδικασία της προβολής. Η προβολή όμως μπορούσε να ασκηθεί μόνο όταν υπήρχε αδίκημα σε βάρος του δημοσίου και όχι σε ιδιωτικές διενέξεις. Για να μπορέσει ο Δημοσθένης να δικαιολογήσει μια τέτοια διαδικασία χαρακτήρισε την πράξη του Μειδία να στραφεί εναντίον του ενόσο ήταν χορηγός της γιορτής, σαν «ασέβεια κατά την τέλεση θρησκευτικών εορτών», αδίκημα που δικαιολογούσε την προβολή. Η Εκκλησία του Δήμου δέχτηκε ότι το αδίκημα της επίθεσης που διέπραξε ο Μειδίας κατά του Δημοσθένη, παρόλο που στρεφόταν κατά ιδιώτη, αποτελούσε αδίκημα δημόσιο, διότι η προσβολή στρεφόταν κατά του συνόλου των πολιτών.
Αλλο παράδειγμα «ιδιωτικού» αδικήματος που χαρακτηρίστηκε «δημόσιο» βρίσκουμε στο λόγο του Λυσία, «Υπέρ του Ερατοσθένους φόνου απολογία». Όταν ο Ευφίλητος έμαθε τις ερωτικές σχέσεις της γυναίκας του με τον Ερατοσθένη, κάλεσε συγγενείς και φίλους να είναι παρόντες και συνέλαβε επ’ αυτοφώρω τη γυναίκα του με τον εραστή της, τον οποίο και φόνευσε. Οι συγγενείς του Ερατοσθένη κατήγγειλαν τον Ευφίλητο για ανθρωποκτονία. Στο δικαστήριο της Ηλιαίας ο Ευφίλητος απολογούμενος για το φόνο που διέπραξε εκφώνησε τον ως άνω λόγο και υποστήριξε ότι ο φόνος ήταν νόμιμος, εφόσον ο νόμος δεν τιμωρούσε το σύζυγο που φόνευε τον εραστή της γυναίκας του που συνέλαβε μοιχευόμενο. Και ενώ το αδίκημα της μοιχείας ήταν ένα αδίκημα που από τη φύση του παραβιάζει τη συζυγική σχέση και το γάμο, ο Ευφίλητος έκλεισε την απολογία του τονίζοντας: «εγώ, κύριοι δικασταί, νομίζω πως επέβαλα αυτήν την τιμωρία όχι για το ατομικό μου συμφέρον, αλλά για το συμφέρον όλης της πόλης. Γιατί όσοι διαπράττουν τέτοια αδικήματα βλέποντας ποιά έπαθλα τους περιμένουν γι’ αυτά, θα προξενήσουν λιγότερα κακά σε άλλους, αν βλέπουν ότι και σεις έχετε την ίδια με γνώμη».
Αντίθετο παράδειγμα, δηλαδή αδικήματος «δημοσίου» που χαρακτηρίζεται «ιδιωτικό» βρίσκεται στο λόγο του Δημοσθένη Περί του στεφάνου. Η πρόταση του Κτησιφώντα προς την Εκκλησία του Δήμου για απόδοση τιμών (στεφάνου) στο Δημοσθένη, ενώ δεν είχε ακόμη λογοδοτήσει, ήταν παράνομη και συνιστούσε αδίκημα με καθαρά δημόσιο χαρακτήρα. Ο Δημοσθένης όμως αναρωτιέται «ποιος είναι αυτός ο τόσο άδικος νόμος (νόμος τοσαύτης άδικίας και μισανθρωπίας μεστός) που καταδικάζει αυτόν που προσέφερε από την προσωπική του περιουσία στο δήμο (προκειμένου να εκτελεστεί το έργο που του είχε ανατεθεί) και τον κάνει έρμαιο των συκοφαντών».
Ο Cohen υποστηρίζει τέλος ότι η αντίληψη της έννοιας του ιδιωτικού και της αυτονομίας της ιδιωτικής σφαίρας αποτελούσε μια από τις κρίσιμες διαφορές ανάμεσα στη δημοκρατική και τη μη δημοκρατική ιδεολογία στην Αθήνα. Η έννοια μιας ιδιωτικής σφαίρας δράσης, προστατευμέ- νης σε σημαντικό βαθμό από την παρέμβαση του κράτους, συνιστούσε ένα από τα βασικά δόγματα της αθηναϊκής δημοκρατικής θεωρίας.
β. Ειδικές διαδικασίες
i. Καταγγελία στη Βουλή
Η Βουλή ως εποπτεύουσα αρχή όλων των αξιωματούχων μπορούσε, όπως προαναφέραμε, να επιληφθεί υποθέσεων παρανομιών που διέπρατ ταν οι εν ενεργεία αξιωματούχοι ή γενικά τα πρόσωπα που τ φορτισμένα με δημόσια καθήκοντα.
Τον 4° π.Χ. αι. παρότι δεν είχε βέβαια τις δικαστικές εξουσίες που διέθετε στο παρελθόν, διατηρούσε ακόμη το δικαίωμα να δικάζει τους περισσότερους αξιωματούχους και κυρίως εκείνους που διαχειρίζονταν χρήματα. Οι καταγγελίες κατά των αξιωματούχων ενώπιον της Βουλής κατατίθενταν συνήθως είτε από το σώμα των δέκα λογιστών, της βουλευτικής δηλαδή επιτροπής που διενεργούσε τον οικονομικό έλεγχο στο τέλος κάθε πρυτανείας, είτε από τα ίδια τα μέλη της, τους βουλευτές.
Στις πιο πάνω περιπτώσεις μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η Βουλή ενεργούσε αυτεπάγγελτα. Η δικαστική της αρμοδιότητα όμως επί των αξιωματούχων δεν ασκείτο μόνο αυτεπάγγελτα. Οποιοσδήποτε τρίτος (ιδιώτης) και μάλιστα όχι μόνο ο ελεύθερος πολίτης, αλλά και ο δούλος ή ο ξένος είχε τη δυνατότητα να καταγγείλει ενώπιον της αξιωματούχο ἤ πρόσωπο επιφορτισμένο με δημόσια καθήκοντα με την ειδική κατηγορία «μη χρήσθαι τοις νόμοις», δηλαδή για κακοδιαχείριση γενικότερα. Στην περίπτωση αυτή η καταγγελία είχε τη μορφή εισαγγελίας. Καταγγελία με την ίδια μορφή της εισαγγελίας, μπορούσε να απευθυνθεί σε αξιωματούχο και για τα αδικήματα της καταλύσεως της δημοκρατίας, της προδοσίας ή της δωροδοκίας που προέβλεπε ο εισαγγελτικός νόμος.
Στα παραδείγματα καταγγελίας αξιωματούχων ενώπιον της της Βουλής που έχουν διασωθεί στις πηγές, δεν περιλαμβάνεται καμμιά καταγγελία από τη βουλευτική επιτροπή των λογιστών. Έχουν όμως διασωθί παραδείγματα καταγγελίας από μεμονωμένο βουλευτή, όπως και παραδείγματα καταγγελίας από τρίτο πρόσωπο. Δύο τέτοια παραδείγματα αναφέρονται στον Περί του χορευτού λόγο του Αντιφώντα. Το ένα αφορούσε καταγγελία κατά αξιωματούχων για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, που υπέβαλε στη Βουλή το 420/19 π.Χ. ένας χορηγός του οποίου δεν γνωρίζουμε το όνομα, με την ιδιότητα του απλού πολίτη, του ιδιώτη για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση της Αθηναίων Πολιτείας. Ο Αντιφών χρησιμοποιεί το ρήμα «εισήγγειλα εις την βουλήν» για την περίπτωση αυτή. Το δεύτερο παράδειγμα αφορούσε άλλη καταγγελία που ο ίδιος χορηγός με την ιδιότητα, αυτήν τη φορά, του βουλευτή υπέβαλε το επόμενο έτος 419/8 π.Χ.. Δεν γνωρίζουμε αν η διαδικασία είχε κάποια ειδική ονομασία σε περίπτωση που η καταγγελία προερχόταν από βουλευτή. Ο Αντιφών πάντως χρησιμοποίησε στη δεύτερη αυτή περίπτωση το ρήμα «εισήγον εις την βουλήν» καν όχι «εισήγγειλα».
Τα περισσότερα πάντως παραδείγματα καταγγελιών στη Βουλή προέρχονται από τρίτα άτομα και εξετάζονται στην ενότητα που ακολουθεί.
ii. Εισαγγελία
Η εισαγγελία, στην οποία ήδη πολλές φορές αναφερθήκαμε, ήταν μια ειδική διωκτική διαδικασία, που είχε εφαρμογή σε διάφορες κατηγορίες αδικημάτων. Τα είδη των εισαγγελιών που διακρίνει ο Αρποκρατίων ήταν τρία: α) οι εισαγγελίες που απευθύνονταν στη Βουλή ή στην Εκκλησία του Δήμου όταν επρόκειτο για σπουδαία δημόσια αδικήματα κατά της πόλης, όπως ήταν η κατάλυση της δημοκρατίας, η προδοσία και η δωροδοκία β) οι εισαγγελίες που απευθύνονταν στον επώνυμο άρχοντα για «κάκωση ορφανών και επικλήρων» και τέλος, γ) οι εισαγγελίες που απευθύνονταν στους διαιτητάς για πλημμελή εκτέλεση καθηκόντων διαιτητού.
Για το θέμα που πραγματευόμαστε το ενδιαφέρον μας εστιάζεται στην πρώτη κατηγορία, που αφορά τα αδικήματα κατά της πόλης και του πολιτεύματος και ιδίως τις περιπτώσεις εκείνες που οι εισαγγελίες στην Εκκλησία του Δήμου ή στη Βουλή στρέφονταν κατά των αξιωματούχων και όχι κατά των ρητόρων ή άλλων ατόμων.
Πριν από την περίοδο των Περσικών Πολέμων οι απόπειρες κατά του πολιτεύματος διώκονταν με εισαγγελία και δικάζονταν από τον Αρειο Πάγο, σύμφωνα με ένα νόμο του Σόλωνα. Η πληροφορία αυτή προέρχεται από την Αθηναίων Πολιτεία που αποτελεί τη μοναδική μας πηγή στο σημείο αυτό. Από την εποχή των Περσικών Πολέμων η δικαιοδοτική αρμοδιότητα για υποθέσεις που αφορούσαν την ασφάλεια της πόλης, μεταβιβάστηκε στην Εκκλησία του Δήμου.
Την εισαγγελία ρύθμιζε ένας νόμος (εισαγγελτικός) της τελευταίας δεκαετίας του 5ου π.Χ. αι. που μας είναι γνωστός από τρεις διαφορετικές πηγές: α) το λόγο υπέρ Ευξενίππου του Υπερείδη β) ένα απόσπασμα από το 4° βιβλίο του Θεοφράστου «περί Νόμων» που παραθέτει τόσο ο Πολυδεύκης (8, 52) όσο και το Lexicon Rhetoricum Cantabrigiense (λ. εισαγγελία) και γ) από μια παραπομπή στο νόμο του Τιμοκράτους που παραθέτει ο Δημοσθένης (κατά Τιμοκράτους, 63).
Το έργο του Hansen για το θεσμό της εισαγγελίας, που από το 1975 μέχρι σήμερα παραμένει η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη για το θεσμό και ήδη πολλές φορές παραπέμψαμε σ’ αυτό, κάνει για πρώτη φορά, μετά τον Lipsius, μια νέα περιγραφή της «εισαγγελίας στην Εκκλησία του Δήμου» και της «εισαγγελίας στη Βουλή». Διευκρινίζει, σε αντίθεση με όλους τους συγγραφείς που έχουν ασχοληθεί με το θέμα, ότι υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο κατηγοριών, σημείο στο οποίο συμφωνούμε απόλυτα.
Η απευθυνόμενη στην Εκκλησία του Δήμου εισαγγελία μπορούσε να στραφεί κατά πάντων (ιδιωτών, πολιτικών, αξιωματούχων και προσώπων επιφορτισμένων με δημόσια καθήκοντα) και ήταν περιορισμένη στα προβλεπόμενα από τον «εισαγγελτικό νόμο» σοβαρά αδικήματα κατά της πόλης (απόπειρα καταλύσεως της δημοκρατίας, προδοσία, δωροδοκία).
Αντίθετα, η εισαγγελία στη Βουλή στρεφόταν αποκλειστικά κατά των αξιωματούχων και γενικά των προσώπων των επιφορτισμένων με δημόσια καθήκοντα. Μπορούσε να ασκηθεί για όλα τα πιο πάνω αδικήματα και επιπρόσθετα για ένα ακόμη, αυτό της κακοδιαχείρισης (μη χρήσθαι τοις νόμοις), το οποίο δεν περιλαμβάνεται στα αδικήματα του «εισαγγελ- τικού νόμου», αλλά περιγράφεται στην Αθηναίων Πολιτεία. Αυτή η «παράβαση των νόμων» περιλάμβανε αδικήματα κακοδιοίκησης, κακοδιαχείρισης, κατάχρησης δημοσίου χρήματος και γενικά αδικήματα κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους χωρίς περιορισμό. Η αναφορά της Αθηναίων Πολιτείας ότι η εισαγγελία στη Βουλή μπορούσε να ασκηθεί μόνο κατά αξιωματούχων, επιβεβαιώνεται από μία ρήτρα σ’ ένα ψήφισμα της Βουλής του 326/5 π.Χ. .
Οι εισαγγελίες που απευθύνονταν στη Βουλή ασκούνταν ενώπιον της, χωρίς η κατάθεση αυτή να παρουσιάζει κάποιο πρόβλημα. Η δε συζήτησή τους ενώπιον της γινόταν χωρίς καμμία ανάμειξη της Εκκλησίας του Δήμου.
Αντίθετα, οι εισαγγελίες που απευθύνονταν στην Εκκλησία του Δήμου δεν ακολουθούσαν πάντα την ίδια διαδικασία. Σύμφωνα με την Αθηναίων Πολιτεία θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνονται από τη Βουλή στην ημερησία διάταξη της κυρίας Εκκλησίας κάθε πρυτανείας για να συζητηθούν την πρώτη φορά. Στην κυρία αυτή Εκκλησία συζητείτο άλλωστε και η επιχειροτονία των αρχών, όπως και ορισμένα άλλα θέματα.
Παρά τον κανόνα όμως αυτόν που αναφέρει η Αθηναίων Πολιτεία, έχουμε παράδειγμα εισαγγελίας που ασκήθηκε κατευθείαν στην Εκκλησία και στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία παρέπεμψε στη Βουλή για να εκδόσει προβούλευμα και να της το εισαγάγει εκ νέου για την πρώτη συζήτηση. Και από άλλα παραδείγματα φαίνεται ότι οι εισαγγελίες στην Εκκλησία δεν ακολουθούσαν πάντα ένα προκαθορισμένο τυπικό.
Όσο αφορά τη δικαιοδοτική εξουσία των δύο οργάνων, Βουλής και Εκκλησίας, θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής. Σύμφωνα με τον εισαγγελτικό νόμο, τον 5° και το πρώτο ήμισυ του 4ου π.Χ. αι. που η Εκκλησία του Δήμου είχε τη δυνατότητα να συγκροτείται και ως δικαστήριο, ή δίκαζε η ίδια την υπόθεση που είχε ασκηθεί με εισαγγελία ή την παρέπεμπε στο δικαστήριο. Ο νόμος πρέπει να τροποποιήθηκε μεταξύ του 362-355 π.Χ. Μετά την τροποποίησή του πιθανότατα όλες οι απευθυνόμενες στην Εκκλησία του Δήμου εισαγγελίες παραπέμπονταν και εκδικάζονταν από την Ηλιαία, διότι δεν μας είναι γνωστή καμμιά υπόθεση που δίκασε η Εκκλησία του Δήμου.
Στην περίπτωση μιας εισαγγελίας που απευθυνόταν στη Βουλή, σύμφωνα με την περιγραφή του Δημοσθένη, ο «ιδιώτης» που είχε προβεί στην εισαγγελία ενεργούσε ως κατήγορος. Η Βουλή, αφού πρώτα έδινε την ευκαιρία στον αξιωματούχο να υπερασπιστεί τον εαυτό του, διενεργούσε μυστική ψηφοφορία και εξέδιδε μια «προκαταρκτική» απόφαση σχετικά με την ενοχή ή όχι του κατηγορουμένου. Αν η απόφαση αυτή ήταν καταδικαστική (κατάγνωσις) ακολουθούσε νέα ψηφοφορία, με ανάταση χειρών αυτή τη φορά, για να αποφασισθεί αν η ποινή θα ήταν μέσα στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Βουλής (δηλαδή πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες δραχμές) ή αν η υπόθεση θα παραπεμπόταν στο δικαστήριο.
Αν η Βουλή έκρινε ότι η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικαστήριο ή αν ο αδικηθείς διάδικος ασκούσε έφεση για την ποινή που του είχε επιβληθεί από τη Βουλή, αρμόδιοι για την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο ήταν οι θεσμοθέτες οι οποίοι και προήδρευαν σ’ αυτό. Οι δικαστές σε κάθε περίπτωση δεν δεσμεύονταν καθόλου από οποιαδήποτε απόφαση της Βουλής.
Πολλές συζητήσεις μεταξύ των ερευνητών έχει δημιουργήσει το θέμα της φύσης της τελευταίας απόφασης που έπαιρνε η Βουλή για την επιβολή προστίμου ή παραπομπής. Γεννάται το ερώτημα αν κατά της απόφασης που επέβαλε πρόστιμο μπορούσε να ασκηθεί έφεση και κάτω από ποιες προϋποθέσεις με αφορμή το χωρίο 45.2 της Αθηναίων Πολιτειας.
Ένα πρώτο θέμα που θα έπρεπε να διευκρινίσουμε είναι ότι η έφεσις δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν με τη σημερινή της έννοια του δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας, αλλά με την έννοια της παραπομπής στο δικαστήριο.
Η έφεσις συναντάται και σε άλλα χωρία της Αθηναίων Πολιτείας όχι πάντα με την ίδια έννοια. Έτσι, στις αποφάσεις των διαιτητών σήμαινε ότι ο μη ικανοποιημένος διάδικος δικαιούτο να προσφύγει στο δικαστήριο και στην περίπτωση της «δοκιμασίας» των Εννέα αρχόντων σήμαινε ότι η Βουλή ήταν υποχρεωμένη να παραπέμπει τις υποθέσεις στο δικαστήριο ανεξάρτητα από τη θέληση των διαδίκων. Αναφερόμενος σ’ αυτές τις έννοιες, ο Rhodes αμφισβητεί το περιεχόμενο της Αθηναίων Πολιτείας (45.2) και υποστηρίζει ότι στην περίπτωση μιας εισαγγελίας η Βουλή είχε το απόλυτο δικαίωμα να επιβάλλει κυρώσεις εντός των αρμοδιοτήτων της (πρόστιμο έως 500 δραχμές το ανώτατο) και ήταν υποχρεωμένη να φέρνει την υπόθεση στο δικαστήριο μόνο εάν το πρόστιμο ξεπερνούσε τις πεντακόσιες δραχμές. Δηλαδή, κατά τον Rhodes, η απόφαση της Βουλής για επιβολή προστίμου ήταν τελεσίδικη αν το πρόστιμο δεν ξεπερνούσε τις πεντακόσιες δραχμές. Εφέσιμη, με την έννοια της παραπομπής στο δικαστήριο, ήταν μόνο για τα σοβαρά αδικήματα που επέσυραν ποινές μεγαλύτερες από το πρόστιμο των πεντακοσίων δραχμών. Επικαλείται μάλιστα για τους ισχυρισμούς του την μαρτυρία του Δημοσθένη (κατά Ενεργού και Μνησιβούλου Ψευδομαρτυριών, 43) που αναφέρει ότι η Βουλή αποφάσιζε αν θα παρέπεμπε την υπόθεση στο δικαστήριο ή αν θα επέβαλε το πρόστιμο των πεντακοσίων δραχμών, το οποίο δικαιούτο να επιβάλλει (ή βουλή πότερα δικαστηρίψ παραδοίη ή ζημιώσειε ταΐς πεντακοσίαις, όσου ήν κυρία κατά τον νόμον).
Σύμφωνα όμως με τον Hansen η αναφορά της Αθηναίων Πολιτείας δεν πρέπει να απορριφθεί και η απόφαση της Βουλής πρέπει να θεωρηθεί τελεσίδικη, αν το πρόστιμο, έως 500 δραχμές το ανώτατο, το αποδεχόταν ο καταδικασθείς, επομένως δεχόταν και να το εξοφλήσει. Αν δεν το αποδεχόταν τότε η απόφαση ήταν εφέσιμη, έπρεπε επομένως να εισαχθεί στο δικαστήριο. Ο Hansen μάλιστα υποστηρίζει ότι όπως συνάγεται πράγματι μόνο από το χωρίο 45.2 της Αθηναίων Πολιτείας και όχι από το προαναφερθέν χωρίο του Δημοσθένη, ο καταδικασθείς σε πρόστιμο είχε εφέσιμο δικαίωμα ανεξάρτητα από το ύψος του ποσού του προστίμου. Θεωρεί ότι η κρίσιμη λέξη τόσο στο προαναφερόμενο χωρίο της Αθηναίων Πολιτείας όσο και στον Δημοσθένη είναι η λέξη «κύριος». Όταν ο Δημοσθένης αναφέρει ότι η Βουλή είναι «κυρία» δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η απόφαση της Βουλής δεν εφεσιβάλλεται. Είναι πιο πιθανό να εννοεί ότι η απόφαση της Βουλής ήταν τελεσίδικη, όταν ο καταδικασθείς σε πρόστιμο δεχόταν να το εξοφλήσει. Στην αντίθετη περίπτωση, η υπόθεση έπρεπε να εισαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου. Η έννοια «κύριος» στη νομική της διάσταση δεν σήμαινε μόνο «τελεσίδικος», αλλά και «τελεσίδικος, εφόσον δεν υπήρχε προσβολή». Με αυτήν την πρώτη έννοια ο συγγραφέας της Αθηναίων Πολιτείας στο 45.2 χρησιμοποίησε την έκφραση «ού κυρία». Με την δεύτερη έννοια την χρησιμοποίησε ο Δημοσθένης στο χωρίο 43, που επικαλείται ο Rhodes, ενώ σε άλλο χωρίο (34) του ίδιου λόγου που αναφέρεται σε ένα ψήφισμα της Βουλής την χρησιμοποιεί με την πρώτη έννοια, του τελεσιδίκου.
Στο θέμα αυτό της φύσης της απόφασης της Βουλής θεωρούμε ότι δεν έχει γίνει σαφής διάκριση μεταξύ των δύο εδαφίων του αμφιλεγόμενου χωρίου 45.2 της Αθηναίων Πολιτείας. Στο πρώτο εδάφιο που αφορά την περίπτωση που η Βουλή αυτεπάγγελτα εξέταζε τις παρανομίες των αξιω- ματούχων (κρίνει δέ τάς άρχάς ή βουλή τάς πλείστας, καί μάλισθ' όσαι χρήματα διαχειρίζουσιν) σύμφωνα με τις θέσεις μας για το είδος των ελέγχων, που αναπτύξαμε εξετάζοντας το έργο των δέκα λογιστών της Βουλής, θεωρούμε ότι τόσο οι καταγγελίες της επιτροπής των δέκα λογιστών, όσο και αυτές των βουλευτών αφορούσαν τα οικονομικής φύσεως παραπτώματα. Η Βουλή αν έκρινε ότι ο καταγγελλόμενος αξιωματού- χος ήταν ένοχος, παρέπεμπε την υπόθεση στο δικαστήριο (ού κυρία δ' ή κρίσις, άλλ' εφέσιμος εις τό δικαστήριον). Άλλωστε, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια από την εξέταση του έργου του σώματος των δέκα λογιστών, που επιλαμβάνονταν των υποθέσεων των αξιωματούχων κατά την «ευθυνοδοσία» τους, παρέπεμπαν και αυτοί στο δικαστήριο όλους τους αξιωματούχους, ακόμη και εκείνους για τους οποίους δεν υπήρχε κανένα επιβαρυντικό στοιχείο, προκειμένου το δικαστήριο να απαγγείλει την απαλλαγή από τις ευθύνες του αξιώματος τους.
Η περίπτωση του δευτέρου εδαφίου του πιο πάνω χωρίου της Αθηναίων Πολιτείας θεωρούμε πως ήταν διαφορετική. Εκεί, η Βουλή επιλαμβανόταν μιας υποθέσεως κακοδιοίκησης εκ μέρους αξιωματούχου μετά από εισαγγελία ενός «ιδιώτη» (ἔξεστι δέ καί τοῖς ἰδιώταις εἰσαγγέλλειν ἥν ἄν βούλωνται τῶν ἀρχῶν μή χρῆσθαι τοῖς νόμοις...). Μάλιστα ο όρος «ιδιώτης» πρέπει να χρησιμοποιείται ακριβώς για να αντι- διασταλεί από την περίπτωση της αυτεπάγγελτης πρωτοβουλίας της Βουλής του προηγουμένου εδαφίου. Η Βουλή, όπως ήδη αναλύσαμε, διενεργούσε μια πρώτη μυστική ψηφοφορία και αν η απόφασή της ήταν κατα- δικαστική (κατάγνωσις) για τον κατηγορούμενο, διενεργούσε δεύτερη φανερή ψηφοφορία για το είδος της επιβληθησόμενης ποινής.
Αποδεχόμενοι την άποψη του Hansen θεωρούμε ότι αν αποφασιζό- ταν η ποινή του προστίμου μέχρι του ποσού των πεντακοσίων δραχμών και ο κατηγορούμενος δεχόταν να το εξοφλήσει δεν παραπεμπόταν στο δικαστήριο και η απόφαση θεωρείτο τελεσίδικη. Αν όμως δεν το αποδεχόταν, τότε η υπόθεση έπρεπε να παραπεμφθεί στο δικαστήριο της Ηλιαίας (ἔφεσις δέ καί τούτοις ἐστίν εἰς τό δικαστήριον, ἐάν αὐτῶν ἡ βουλή καταγνῷ).
Θα πρέπει όμως να λάβουμε υπόψιν και δύο ακόμη θέματα, ότι ένα πρόστιμο πεντακοσίων δραχμών ήταν πολύ υψηλό για τα δεδομένα της εποχής, ώστε να μπορούν να το πληρώσουν οι Αθηναίοι και επίσης ότι οι Αθηναίοι είχαν γενικά την τάση να εξαντλούν τα ένδικα μέσα που τους παρέχονταν. Επειδή λοιπόν τις περισσότερες φορές αδυνατούσαν να πληρώσουν το πρόστιμο που τους επιβάλλετο, ακόμη και μικρότερης αξίας, πρέπει να σκεφθούμε ότι η μη εξόφληση ισοδυναμούσε με άρνηση και η υπόθεση έπρεπε να δικαστεί από το δικαστήριο της Ηλιαίας. Για τον ίδιο λόγο αποδυναμώθηκε από κάποια εποχή και μετά, η δικαιο- δοτική αρμοδιότητα των αρχόντων και άλλων αξιωματούχων. Σε όλες τις καταδικαστικές αποφάσεις που εξέδιδαν οι άρχοντες ασκούνταν εφέσεις και κατέληγαν έτσι στο δικαστήριο έως ότου η άρνηση της πληρωμής του προστίμου θεωρήθηκε ισοδύναμη με την έφεση και η ήδη δικασμένη διαφορά έπρεπε, χωρίς άλλη διαδικασία, να οδηγηθεί στο δικαστήριο.
Ως προς τις υποθέσεις που παρέπεμπε η Βουλή, το δικαστήριο της Ηλιαίας μπορούσε να επικυρώσει την απόφασή της ή να την ανατρέψει. Αν την επικύρωνε, τότε καθόριζε την ποινή σύμφωνα με τις προτάσεις των αντιδίκων μερών. Γνωρίζουμε διάφορα παραδείγματα ποινών που ποικίλουν από το χρηματικό πρόστιμο μέχρι τη θανατική καταδίκη.
Ο Αριστοφών ο Αζηνιεύς, όταν είχε καταγγείλει (πιθανότατα με εισαγγελία στη Βουλή) ορισμένους τριηράρχους για προδοσία και λιποταξία (προδεδωκέναι τάς ναΰς καί λελοιπέναι την τάξιν) πρότεινε στο δικαστήριο τη θανατική τους ποινή. Η Βουλή, αφού ψήφισε κατά των τριηράρχων με ανάταση των χειρών (καταχειροτονήσαντες), παρέπεμψε την υπόθεση στο δικαστήριο. Η δίκη αυτή τοποθετείται περί το 361 π.Χ.
Μια καταδικαστική πάντως απόφαση της Βουλής, ανεξάρτητα από την παραπομπή ή όχι στο δικαστήριο, πρέπει να σήμαινε προφανώς την άμεση παύση του αξιωματούχου από το αξίωμά του.
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες διαδικασίες του αττικού δικαίου η εισαγγελία χρησιμοποιήθηκε πάρα πολύ, καθώς παρουσίαζε για τον καταγ- γέλλοντα πλεονεκτήματα, όπως ταχύτητα και ασφάλεια. Η ταχύτητα επι- τυγχάνετο διότι η καταγγελία γινόταν κατευθείαν στην Εκκλησία ή στη Βουλή χωρίς να χάνεται πολύτιμος χρόνος. Η ασφάλεια σήμαινε ότι και αν ακόμη η καταγγελία αυτή δεν κατόρθωνε να συγκεντρώσει το ένα πέμπτο των ψήφων των δικαστών, ο καταγγέλλων δεν θα καταδικαζόταν σε μερική ατιμία ούτε και θα ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει πρόστιμο χιλίων δραχμών, το οποίο θα πλήρωνε αν είχε ασκήσει γραφή και όχι εισαγγελία. Η κατάχρηση όμως της άσκησης εισαγγελιών ανάγκασε τους Αθηναίους να τροποποιήσουν το νόμο λίγο πριν από το 330 π.Χ. και να εφαρμόσουν το πιο πάνω πρόστιμο των 1000 δραχμών και στην περίπτώση της εισαγγελίας που δεν συγκέντρωνε το ένα πέμπτο των ψήφων των δικαστών, διατηρώντας όμως την εξαίρεση για την ποινή της ατιμίας.
Το προαναφερόμενο έργο του Hansen για το θεσμό της εισαγγελίας περιλαμβάνει ένα λεπτομερή σχολιασμένο κατάλογο με τις περιπτώσεις εισαγγελκον που συναντώνται στις πηγές, κυρίως από την περίοδο 493-324 π.Χ. Περιλαμβάνει μάλιστα ακόμη και τις περιπτώσεις για τις οποίες διατηρεί ορισμένες επιφυλάξεις για το χαρακτηρισμό τους ως εισαγγελιών.
Εδώ δεν θα αναφερθούμε στις διάφορες αυτές υποθέσεις, αλλά θα σταθούμε στα στατιστικά στοιχεία που προκύπτουν από τον κατάλογό του, διότι νομίζουμε πως οι αριθμοί από μόνοι τους δείχνουν το μεγάλο ρόλο που έπαιξε η διαδικασία αυτή στην πολιτική ζωή της Αθήνας καθώς και την υπερβολική χρήση της, για να μη χρησιμοποιήσουμε τη λέξη κατάχρηση.
Μεταξύ των 144 περιπτώσεων εισαγγελαών που συγκέντρωσε ο Hansen (τα πρόσωπα βέβαια που κατηγορήθηκαν ήταν πολύ περισσότερα από 144, εφόσον πολλές αρχές ήταν πολυπρόσωπες), εισαγγελίες στη Βουλή είναι μόνο οι 14. Ολες οι υπόλοιπες είναι εισαγγελίες που ασκήθη- καν στην Εκκλησία του Δήμου.
Τα 14 παραδείγματα εισαγγελκον στη Βουλή, δείχνουν ότι οι αξιω- ματούχοι και όσοι ήταν επιφορτισμένοι με δημόσια καθήκοντα (τριήραρχοι, πρέσβεις και άλλοι) διώκονταν τόσο για αδικήματα που προέ- βλεπε ο «εισαγγελτικός νόμος» (προδοσία, δωροδοκία, απόπειρα κατα- λύσεως της δημοκρατίας κ.λπ.), όσο και για διάφορα άλλα που δια- πράττονταν κατά την υπηρεσία, όπως κατάχρηση, εγκατάλειψη στρατιωτικής υπηρεσίας, απείθεια σε δημόσια αρχή.
Μια πρώτη διαπίστωση επομένως που μπορούμε να κάνουμε είναι ότι η άσκηση εισαγγελίας στη Βουλή ήταν πιο περιορισμένη στη χρήση της από την εισαγγελία στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο αφού στρεφόταν κατά ορισμένου μόνο κύκλου προσώπων. Από μιαν άλλη άποψη, βέβαια, θα μπορούσε να θεωρηθεί ευρύτερη, αφού η χρήση της περιλάμβανε κάθε φύσεως αδικήματα (δηλαδή αφενός τα αδικήματα του εισαγγελτικού νόμου και επιπρόσθετα την κακοδιοίκηση).
Όσο αφορά πάντως τα είδη των αδικημάτων για τα οποία ασκήθηκαν εισαγγελίες στην Εκκλησία του Δήμου υπάρχει μια συντριπτική πλειοψηφία για «προδοσία», οι 25 επί συνόλου 130 περιπτώσεων. Για το ίδιο αδίκημα οι ασκηθείσες στη Βουλή εισαγγελίες ήταν 2 επί συνόλου 14.
Κατά τη συγκεκριμένη περίοδο που εξετάζεται, από τις 130 εισαγ- γελίες που ασκήθηκαν στην Εκκλησία του Δήμου οι 60 στρέφονταν κατά προσώπων με άγνωστη ιδιότητα (στο μεγάλο αυτό αριθμό συμπεριλαμ- βάνονται και οι 48 δίκες για την περίφημη υπόθεση της βεβηλώσεως των Ελευσινίων Μυστηρίων και των ερμοκοπιδών το 415 π.Χ.). Οι 34 εισαγγελίες στρέφονταν κατά στρατηγών (ένας απ'αυτούς μάλιστα καταγγέλθηκε δύο φορές και ένας άλλος τρεις). Οι 19 εισαγγελίες στρέφονταν κατά αξιωματούχων ή προσώπων επιφορτισμένων με δημόσια καθήκοντα (ένας ήταν διοικητής αθηναϊκής φρουράς, ορισμένοι άλλοι είχαν δια- τελέσει πρέσβεις, άλλοι ήταν ταμίες της Αθηνάς και των άλλων θεών, ένας ήταν ταμίας του στρατηγού Τιμόθεου, ένας τριήραρχος, ορισμένοι άλλοι θεσμοθέτες, ένας αρεοπαγίτης και ένας γραμματέας). Οι υπόλοιπες δε 17 εισαγγελίες στρέφονταν κατά πολιτικών, που δεν φαίνεται να είχαν κάποια ιδιαίτερη δημόσια ιδιότητα.
Οι πρώτοι αυτοί αριθμοί δείχνουν ότι η εισαγγελέα στην Εκκλησία του Δήμου ήταν μια διαδικασία που χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά των αξιωματούχων και ιδιαίτερα κατά των στρατηγών. Γνωστοί ονομαστικά για την περίοδο 432-355 π.Χ. είναι 160 στρατηγοί. Από τους 160 αυτούς στρατηγούς οι 33 καταγγέλθηκαν με εισαγγελία (ο ένας μάλιστα 3 φορές). Από τους υπολογισμούς αυτούς προκύπτει ότι δύο στους δέκα στρατηγούς κάθε στρατηγίας καταγγέλλονταν με εισαγγελία.
Από την περίοδο 490-338 π.Χ. γνωρίζουμε τα ονόματα 38 στρατηγών που καταδικάστηκαν κατόπιν εισαγγελέας και έναν πάρα πολύ μικρό αριθμό στρατηγών που καταδικάστηκαν κατά τη διαδικασία των ευθυνών τους. Αυτό βέβαια καταρχήν οφείλεται στο γεγονός ότι για ένα σοβαρό αδίκημα, αλλά και ένα μικρότερης βαρύτητας ακόμη, δεν θα περίμενε κανείς να κάνει την καταγγελία του στο τέλος της θητείας του καταγγελλόμενου, εφόσον είχε το δικαίωμα να καταθέσει εισαγγελία πολύ νωρίτερα. Ασφαλώς όμως η άσκηση των πολλών εισαγγελιών οφειλό- ταν και σε πολιτικούς λόγους. Από τη μελέτη όλων των περιπτώσεων κανείς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εισαγγελία συχνά χρησιμοποιή- θηκε σαν ένα δικονομικό όπλο σε πολιτικές δίκες και προκειμένου για την εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων.
Πράγματι, από τις διεξαχθείσες δίκες που μας είναι γνωστές, οι στρατηγοί που καταδικάστηκαν ήταν 27 και αυτοί που αθωώθηκαν μόνο 5. Στους 6 από τους 27 στρατηγούς που καταδικάστηκαν επεβλήθη χρηματικό πρόστιμο και στους 19 θανατική ποινή. Δεν μας είναι γνωστή η ποινή που επεβλήθη στους άλλους δύο. Από τους 19 αυτούς στρατηγούς που καταδικάστηκαν σε θάνατο, εκτελέστηκαν μόνο οι 9, διότι οι υπόλοιποι 10 φοβούμενοι διέφυγαν στο εξωτερικό ή παρέμειναν εκτός Αττικής, εκεί που βρίσκονταν όταν ασκήθηκε η δίωξη εναντίον τους.
«Δαμόκλεια σπάθη» πάνω από τα κεφάλια των στρατηγών χαρακτηρίζει ο Hansen την εισαγγελία και συμφωνεί με την παρατήρηση του Δημοσθένη, που πολλοί θεώρησαν υπερβολική, ότι ένας στρατηγός είχε περισσότερες πιθανότητες να καταδικαστεί σε θάνατο μετά από μια εισαγγελία που ασκήθηκε εναντίον του, παρά να σκοτωθεί σε μάχη.
iii Άλλες διαδικασίες.
Για να μη μείνει ατιμώρητο τυχόν αδίκημα αξιωματούχου η αττική «δικονομία» προσέφερε διάφορες διαδικασίες που δεν ήταν μεν δικαστικές, αλλά με τη βοήθειά τους ο καταγγέλλων ήταν δυνατόν να επιτύχει την παύση και την τιμίορία ενός εν ενεργεία αξιωματούχου αν απο- δεικνυόταν ότι διέπραξε αδίκημα. Δύο τέτοιες διαδικασίες ήταν η από- ψασις και η προβολή, που δεν χρησιμοποιούνταν βέβαια αποκλειστικά κατά αξιωματούχων, αλλά και άλλων προσώπων.
Η διαδικασία της αποφάσείυς εμφανίστηκε μετά το δεύτερο μισό του 4ου π.Χ. αι. Επρόκειτο για ένα πόρισμα του Αρείου Πάγου μετά ειδική έρευνα, το οποίο αποφαινόταν περί της ενοχής ή της αθωώτητας ατόμων που κατηγορούνταν κυρίως για προδοσία, δωροδοκία, πιθανόν δε περιλαμβανόταν και η κατάλυση της δημοκρατίας. Ο Άρειος Πάγος προ- έβαινε σε μια τέτοια έρευνα όχι μετά από αίτηση κάποιου ιδιώτη, όπως συνέβαινε στην εισαγγελία, αλλά είτε με δική του πρωτοβουλία είτε μετά από αίτηση της Εκκλησίας του Δήμου (κατά πρόσταξιν). Στην τελευταία περίπτωση η Εκκλησία του Δήμου με ψήφισμά της έδινε εντολή στον Άρειο Πάγο να προβεί σε έρευνα όταν έκρινε ότι υπήρχαν υποψίες διαπράξεως ορισμένων πολιτικών εγκλημάτων. Ο Άρειος Πάγος έπρεπε να καταθέσει το πόρισμα της έρευνάς του στην Εκκλησία του Δήμου. Αν αυτό ήταν καταδικαστικό η Εκκλησία όριζε δημόσιους κατηγόρους και με νέο ψήφισμα παρέπεμπε την υπόθεση στο δικαστήριο της Ηλιαίας χωρίς το πόρισμα να δεσμεύει τους δικαστές στην απόφασή τους. Σε τέσσερις μόνο λόγους, οι οποίοι όμως είναι ένας ικανοποιητικός αριθμός για να κατανοήσουμε την πιο πάνω διαδικασία, διασώθηκαν μερικές υποθέσεις στις οποίες ακολουθήθηκε η διαδικασία της αποφάσεως.
Μια άλλη διαδικασία που εμφανίστηκε στη διάρκεια του 4ου π.Χ. αι. ήταν η προβολή, η χρήση της οποίας φαίνεται πως δεν ήταν συχνή. Οποιοσδήποτε πολίτης ή μέτοικος είχε δικαίωμα να ζητήσει την εγγραφή στην ημερησία διάταξη της Εκκλησίας του Δήμου την προβολή του που αποτελούσε μια καταγγελία κατά ορισμένου προσώπου για συγκεκριμένα αδικήματα σε βάρος του Δημοσίου (συκοφαντία, κατάχρηση δημοσίου χρήματος, κατάχρηση εξουσίας, εξαπάτηση του δήμου για έκδοση καταδι- καστικής απόφασης εναντίον αθώων, ασέβεια κατά την εκτέλεση θρησκευτικών εορτών). Οι καταγγελίες για συκοφαντία -μέχρι έξι μόνο- εγγράφονταν στην ημερησία διάταξη της Εκκλησίας από τους πρυτάνεις της έκτης πρυτανείας. Προκειμένου για τα άλλα δημόσια αδικήματα, ο κα- ταγγέλλων μπορούσε να ζητήσει από τους πρυτάνεις όλων ανεξαιρέτως των πρυτανειών την εγγραφή της προβολής του και σε άλλες συνελεύσεις της εκκλησίας. Ο χρόνος υποβολής και συζήτησης ήταν συγκεκριμένος κάθε φορά, ανάλογα με το καταγγελλόμενο αδίκημα, π.χ. ο Δημοσθένης κατέφυγε σ’ αυτή τη διαδικασία για το επεισόδιο που προκάλεσε εναντίον του ο Μειδίας κατά τα μεγάλα Διονύσια και η προβολή του κατατέθηκε στους πρυτάνεις την πρώτη ημέρα μετά το τέλος της εορτής και συζητή- θηκε στην Εκκλησία την επομένη των Πανδίων.
Η Εκκλησία του Δήμου ήταν υποχρεωμένη να συζητήσει και να λάβει απόφαση επί μιας τέτοιας καταγγελίας που διατυπωνόταν με την προβολή χωρίς όμως η απόφασή της αυτή να επιφέρει άλλα νομικά αποτελέσματα, καθόσον η προβολή δεν αποτελούσε δικαστική διαδικασία. Η δικαστική διαδικασία μπορούσε να κινηθεί με το συνήθη τρόπο και μόνο από τον καταγγέλλοντα. Ο τελευταίος επεδίωκε μια καταδικαστική απόφαση (καταχεφοτονία) της Εκκλησίας για τον καταγγελλόμενο, που θα την χρησιμοποιούσε για να ενισχύσει τους δικανικούς ισχυρισμούς του στη δίκη που θα προκαλούσε. Δεν ήταν πάντως υποχρεωμένος να δώσει συνέχεια στην υπόθεση, όπως συνέβη με το Δημοσθένη, που δέν άσκησε δίωξη κατά του Μειδία παρότι πέτυχε μια καταδικαστική απόφαση της Εκκλησίας κατά του αντιπάλου του. Αλλά και στην περίπτωση που η απόφαση της Εκκλησίας ήταν αθωωτική, αυτό δεν αποτελούσε εμπόδιο σε περαιτέρω διώξεις και δεν δέσμευε τους δικαστές, όπως δεν τους δέσμευε ούτε μια καταδικαστική απόφαση.
Το αττικό δικονομικό σύστημα ήταν τέτοιο, που συχνά οι διάφοροι τρόποι διώξεως επικαλύπτονταν. Ένας άρχοντας π.χ. για το ίδιο αδίκημα μπορούσε να διωχθεί με πολλούς τρόπους. Ο Hansen αναφέρει χαρακτηριστικά σαν παράδειγμα αδικήματος το χρηματισμό αξιωματούχου που μπορούσε να διωχθεί με 7 διαφορετικούς τρόπους: α) Με εισαγγελία στο Δήμο, β) με εισαγγελία στη Βουλή, γ) με αυτεπάγγελτη δίωξη από τη Βουλή, δ) με δίωξη απογραφής ενώπιον των θεσμοθετών (μπορούσε να ζητήσει δηλαδή κανείς τη δήμευση του ποσού της δωροδοκίας), ε) με γραφή δώρων στ) με απόφαση, όταν η Εκκλησία αποφάσιζε ότι έπρεπε να γνωμοδοτήσει η Βουλή του Αρείου Πάγου και τέλος ζ) κατά τη διαδικασία των ευθυνο')ν η δωροδοκία ήταν το κατ’εξοχήν αδίκημα για το οποίο γινόταν έρευνα.
Όσο δε για τις προβλεπόμενες ποινές δεν ήταν ίδιες, ανεξάρτητα αν επρόκειτο για το ίδιο αδίκημα. Στη διαδικασία των ευθυνών, η προβλε- πόμενη ποινή για το αδίκημα της δωροδοκίας ήταν πρόστιμο δεκαπλάσιο του ποσού με το οποίο είχε δωροδοκηθεί ο αξιωματούχος. Στην περίπτωση της απογραφής προβλεπόταν η δήμευση του ποσού της δωροδοκίας. Στις υπόλοιπες όμως περιπτώσεις η δωροδοκία επέσυρε τις περισσότερες φορές την ποινή του θανάτου.
Ο καταγγέλλων είχε συνεπώς τη δυνατότητα να επιλέξει μεταξύ πολλών διαδικασιών αυτήν που τον εξυπηρετούσε καλύτερα. Ο μόνος κίνδυνος που διέτρεχε αν η «γραφή δώρων» π.χ. που είχε ασκήσει δεν συγκέντρωνε το 1/5 των ψήφων των δικαστών, ήταν να του επιβληθεί πρόστιμο χιλίων δραχμών και η ποινή της μερικής ατιμίας. Το ίδιο πρόστιμο ίσχυε και για την άσκηση εισαγγελίας (μετά το 330 π.Χ.), όπως και για την απογραφή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση όμως, αν συγκέντρωνε τον απαιτούμενο αριθμό ψήφων, μπορούσε να έχει επιπλέον ανταμοιβή για την καταγγελία του το 1/3 της αξίας του ποσού της δωροδοκίας, τη δήμευση του οποίου είχε ζητήσει.
-------------------------
Κατά Ευέργον και Μνησιβούλου (47), 34: Γενομένου τοίνυν τοῦ ψηφίσματος τούτου ἐν τῇ βουλῇ, καί οὐδενός γραφομένου παρανόμων, ἀλλά κυρίου ὄντος.